Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 480/2022

Αριθμός  480/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη και Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ……………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Ιεράς Μητρόπολης Πειραιώς (ΝΠΔΔ), νομίμως εκπροσωπούμενης υπό του Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ…. …, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ιερός Ναός Αγ. Βασιλείου Πειραιώς», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα υπό του Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου αυτού, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιό του δικηγόρο Διονύσιο Φιλιππόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………., 2……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Χρήστο Πολυζόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 3) ………….., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι καλούντες-εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  29.4.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2011) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2368/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ενάγοντες και ήδη καλούντες-εκκαλούντες με την από  17.6.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. στο Πρωτοδικείο  …../2014, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου  ……./2014) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 7η.5.2015, οπότε συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 97/2016 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  ανέβαλλε τη συζήτηση της αγωγής για τους λόγους που σε αυτήν αναφέρονται. Με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 23.10.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2017) κλήση των καλούντων-εκκαλούντων, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της  1ης.2.2018, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 396/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που ανακάλεσε την υπ΄ αριθμ. 97/2016 μη οριστική απόφασή του ως προς τις αναφερόμενες στο σκεπτικό αυτής διάταξης και  διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο αυτού προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη.

Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από  9.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……………/2020) κλήση των καλούντων-εκκαλούντων, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο της 7ης.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 95/2020 Πράξη  της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Σπυριδούλας Μακρή, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της  22ας.4.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε εκ νέου κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από  10.4.2021 έως και 26.4.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς  και την υπ΄αριθμ. 130/2021 Πράξη  της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Αικατερίνης Νομικού, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι  πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 9.1.2020 (αριθ.καταθ. ………../2020) κλήση, των εκκαλούντων – εναγόντων, η οποία δεν εκφωνήθηκε κατά την αρχικά για την συζήτησή της ορισθείσα δικάσιμο της 7.5.2020, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων προς προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 και για το λόγο αυτό νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α΄ 43/23.3.2021), επαναπροσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως το πρώτον για τη δικάσιμο της 22.4.2021 και εν συνεχεία για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με τις υπ’ αριθ. 95/2020 και 130/2021 Πράξεις της Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή και Αικατερίνης Νομικού αντιστοίχως, που ορίσθηκαν προς τούτο από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως Εφετείου Πειραιώς, νομίμως φέρεται προς συζήτηση η από 17.6.2014 (αριθ.καταθ. ………../2014) έφεση αυτών (καλούντων), κατά της υπ’ αριθ. 2368/2014 οριστικής απόφασης  του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας εκδόθηκαν, α)η υπ’ αρ. 97/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία ανέβαλλε τη συζήτηση της αγωγής μέχρις αμετακλήτου περατώσεως της ποινικής διαδικασίας, που άρχισε με την ΑΒΜ ……. και ΕΓ ………… μήνυση του δευτέρου εκ των εναγόντων, και β)η υπ’ αρ. 396/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία διέταξε, 1)την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο και 2)την διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και διόρισε πραγματογνώμονα την δικαστική γραφολόγο ………., προκειμένου να γνωμοδοτήσει για τα σε αυτή (απόφαση) αναφερόμενα θέματα, μετά το πέρας της οποίας με την σύνταξη  της υπ’ αριθ. …../2019 έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που κατατέθηκε στην αρμόδια Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση, η υπό κρίση έφεση με την ανωτέρω υπό κρίση κλήση.

Ι. α) Στο πλαίσιο της καθιερουμένης από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ, θεμελιακής δικονομικής αρχής της ελευθέρας διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς, παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση του διαδίκου, αν δε παρά ταύτα προβεί σε εκδίκαση και έκδοση αποφάσεως, τότε αυτή η απόφαση είναι ελαττωματική, διότι αντίκειται στην εν λόγω διαθετική αγωγή και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 9 το άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 318/2014, ΑΠ 1625/2010, ΑΠ 937/2008 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Ως “αίτηση”, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, νοείται, αφενός μεν κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, δηλαδή κάθε αίτηση με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, με οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, και η οποία δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης, τέτοια δε αίτηση είναι ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, κάθε ενδίκου μέσου, της ανακοπής, της τριτανακοπής, όχι όμως και εκείνη της ένστασης, της αντένστασης και γενικά εκείνη που αναφέρεται σε κάθε άλλου είδους “πράγματα” με την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ, αφετέρου δε κάθε μη αυτοτελής αίτηση των διαδίκων στη διαδρομή του δικαστικού αγώνα εφόσον προκαλεί την ενέργεια του δικαστηρίου και συντελεί έτσι στην εξέλιξη της διαδικασίας για το σκοπό έκδοσης οριστικής απόφασης και εφόσον αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης (ΑΠ 780/2011, ΑΠ 1740/2009, ΑΠ 533/2007 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Η αρχή της διαθέσεως ορίζει ότι η δικαστική προστασία παρέχεται μόνον αν ζητείται, στην έκταση που ζητείται και εφόσον εξακολουθεί να ζητείται από τους διαδίκους, β)Από τι αιτήσεις αυτές δεσμεύεται το δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε διάγνωση έννομης σχέσης, που δεν εκτέθηκε στην αγωγή ή να διαγνώσει έννομη σχέση, αίτημα διαφορετικό από εκείνο που ο ενάγων, συντρέχουσας νόμιμης περίπτωσης, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι. Στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο το αντικείμενο της δίκης οριοθετείται διπολικά από το αγωγικό αίτημα και την ιστορική βάση ως ισοδύναμα στοιχεία. Όπως επιτάσσει η αρχή της τηρήσεως της προδικασίας (111), το αντικείμενο της δίκης εισάγεται προς κρίση με αυτοτελές δικόγραφο. Έκφραση της αρχής αυτοτελή η απαγόρευση μεταβολής του αγωγικού αιτήματος με τις προτάσεις. Διότι τότε ένα νέο επίδικο αντικείμενο εισάγεται χωρίς να τηρηθεί η δέουσα προδικασία, κατά τρόπο απαράδεκτο, παραβλάπτοντας όχι μόνο το συμφέρον του εναγομένου αλλά και το γενικότερο συμφέρον, γ) Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή καθορίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το Εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών τους οποίους, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 παρ. 1, του ίδιου Κώδικα ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 1481/2013, ΑΠ 1625/2011 ΑΠ 865/2015, ΑΠ 1344/2015, Εφ.Πειρ. 56/2016, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, άρθρα: 106 σελ. 226 επ., άρθ. 223 σελ. 490 αρ.1 και 2, άρθ. 522 σελ. 932 αρ. 1, 2, Χ. Απαλαγάκη Κ.Πολ.Δ Ερμηνεία Κατ’ Άρθρο, 6η έκδοση, άρθρα 106 σελ. 389 επ., 223 σελ. 742 επ., 224 σελ. 745 επ., άρθρ. 522 σελ. 1435 αριθ. 1), δ)Σύμφωνα με το άρθρο 526 Κ.Πολ.Δ “Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να ζητηθεί αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά αλλά ή η αξία του ή το διαφέρον”. Συνεπώς, ο ενάγων, ως εκκαλών, δεν μπορεί να μεταβάλει τη βάση της αγωγής. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (Ολ ΑΠ 2/1994 ΝΟΜΟΣ), χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1087/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 460/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 309/2011 ΝΟΜΟΣ). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1152/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1183/2015 ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 522, 525 και 527 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι ο ενάγων, ως εκκαλών, δεν μπορεί ούτε να προτείνει νέους ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως. Ισχυρισμός που στηρίζει τη βάση της αγωγής, απαραδέκτως προτείνεται το πρώτον με την έφεση ή με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο Εφετείο, οι δε διατάξεις που επιτρέπουν σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις την βραδεία προβολή νέων ισχυρισμών, με τις προτάσεις ή και με την έφεση, στο δεύτερο βαθμό, αναφέρονται σε ισχυρισμούς άλλους, πλην εκείνων, οι οποίοι θεμελιώνουν την αγωγική βάση (ενστάσεις, αντενστάσεις), δηλαδή, σε καταλυτικούς του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, οι οποίοι μπορούν να προταθούν στο Εφετείο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ, και δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι μεταβάλλουν τη βάση της αγωγής (Ολ ΑΠ 2/1994 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 962/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2070/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 323/2017 Αρμ 2017.248). Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 Κ.Πολ.Δ, συνάγεται ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΑΠ 1867/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 821/2010 ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 79/2022, ΕφΑιγ 61/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 129/2020 ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πατρ 129/2020 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 29.4.2011 (με αριθ.εκθ.καταθ. ……../2011) αγωγή τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), τα ενάγοντα Ν.Π.Δ.Δ, Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς και Ιερός Ναός Αγ.Βασιλείου Πειραιώς (ήδη εκκαλούντα), κατ’ εκτίμηση του δικογράφου τους, ισχυρίσθηκαν ότι με την υπ’ αριθ. 1971/2004 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έγινε δεκτή η με αριθ.εκθ.κατάθ. …./2001 αγωγή της πρώτης των εναγομένων, ……… (ήδη πρώτης εφεσίβλητης) εναντίον του ……. ……, με την οποία ζητούσε να  υποχρεωθεί ο τελευταίος να της καταβάλει το ποσό των 18.000.000 δρχ (ήδη 52.825 ευρώ), το οποίο αυτή του είχε καταβάλει ως προκαταβολή για την αγορά του κείμενου στον Πειραιά (στην συμβολή των οδών …. και …..) αναφερόμενου ακινήτου ιδιοκτησίας του, η οποία (σύμβαση αγοραπωλησίας) δεν καταρτίσθηκε από υπαιτιότητα του άνω πωλητή. Ότι η ανωτέρω απόφαση στηρίχθηκε στην από 16.2.2001 ιδιόχειρη απόδειξη-(υπεύθυνη δήλωση του πωλητή, η οποία είναι πλαστή ως προς την υπογραφή του τελευταίου, καθώς και στην ψευδή ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του ως άνω Δικαστηρίου του μάρτυρα, δεύτερου των εναγομένων, ……….. (ήδη δεύτερου εφεσίβλητου). Ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε ερήμην του τότε εναγομένου ……….., αν και ο τελευταίος δεν είχε κληθεί να εμφανιστεί κατά τη συζήτηση της αγωγής, γεγονός που όμως δεν κατέστη γνωστό στο δικάσαν Δικαστήριο, γιατί οι προσκομισθείσες υπ’ αριθ. …../5.3.2001 και …../11.2.2003 εκθέσεις επίδοσης προς αυτόν, αντίστοιχα, της αγωγής και της κλήσης (με την οποία ορίστηκε νέα, κατόπιν ματαίωσης, δικάσιμος) προς συζήτηση αυτής, τις οποίες (εκθέσεις) συνέταξαν αντίστοιχα η τρίτη και ο τέταρτος των εναγομένων, ………. και ………, δικαστικοί επιμελητές, ήταν πλαστές ως προς την υπογραφή του παραλαβόντος εναγομένου …………. Ότι ομοίως πλαστή ως προς την υπογραφή του παραλαβόντος, είναι και η υπ’ αριθ. ………../7.9.2004 έκθεση επίδοσης της ως άνω απόφασης από τον τέταρτο εναγόμενο δικαστικό επιμελητή ………. (ήδη τρίτο εφεσίβλητο) στον ……… και ότι, συνεπεία του γεγονότος αυτού, η εν αγνοία του τελευταίου εκδοθείσα απόφαση κατέστη αμετάκλητη, λόγω μη άσκησης ενδίκων μέσων εκ μέρους του. Ότι ο προαναφερόμενος ………, ο οποίος ήδη έχει αποβιώσει, με τις από 15.2.2002 και από 12.4.2005 ιδιόγραφες διαθήκες του, οι οποίες έχουν δημοσιευθεί νόμιμα, έχει εγκαταστήσει ως κληρονόμο στο ανωτέρω ακίνητο (οικόπεδο έκτασης 95,44 τμ,με το επ’ αυτής διώροφο κτίριο) το δεύτερο των εναγόντων Ν.Π.Δ.Δ “Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου Πειραιώς”, το οποίο αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτό κληρονομία, με τη νομίμως μεταγραφείσα  υπ’ αριθ. ………../22.2.2008 πράξη αποδοχής της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. και υπεισήλθε έτσι στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του ως άνω αποβιώσαντος, ως καθολικός διάδοχός του. Ότι το δεύτερο των εναγόντων έλαβε γνώση της ανωτέρω απόφασης την 13.10.2008, όταν και αυτή του επιδόθηκε με επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία επιτασσόταν, με εκτελεστό τίτλο την εν λόγω απόφαση, να καταβάλει στην πρώτη εναγόμενη το συνολικό ποσό των 104.556 ευρώ, με την ιδιότητα του κληρονόμου του πρώην αντιδίκου της, ………….. Ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, συνεχίσθηκε, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί, λόγω διαδοχικών ματαιώσεων του πλειστηριασμού. Ότι για την πλαστότητα της ως άνω υπεύθυνης δήλωσης και την ψευδή μαρτυρική κατάθεση του δευτέρου εναγομένων, αυτά (ενάγοντα) υπέβαλαν την από 7-11-2008 έγκληση, συνεπεία της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των πρώτης  και δεύτερου των εναγομένων και εκδόθηκε το υπ’ αριθ. 369/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το οποίο έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη κατά των ως άνω εναγομένων λόγω παραγραφής, για τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρα, της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν, της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου και της άμεσης συνέργειας σε αυτήν, ενώ για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με επιδιωκόμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ, διενεργείται κύρια ανάκριση από τον Δ΄ Ανακριτή Πειραιώς. Ότι συμπληρωματικά το δεύτερο αυτών (εναγόντων) υπέβαλε και την από 6.10.2009 μήνυση εναντίον όλων των εναγομένων για τις πράξεις της πλαστογραφίας των ανωτέρω εκθέσεων επίδοσης και, αφού ασκήθηκε ποινική δίωξη, η σχετική υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης. Ότι το πρώτο αυτών (εναγόντων) έλαβε γνώση των ανωτέρω στις 30.3.2011 από δημοσιεύματα σε εφημερίδες, το περιεχόμενο των οποίων αναφέρεται σε εκποίηση της περιουσίας της Εκκλησίας, σε υποτιθέμενη οφειλή του δευτέρου αυτών προς ιδιώτη και σε οικονομική αφερεγγυότητά του, γεγονότα που πλήττουν τη φήμη τους, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό τα ενάγοντα Ν.Π.Δ.Δ, επικαλούμενα ως έννομο συμφέρον τους το μεν πρώτο αυτών (Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς), ότι έχει τον έλεγχο και την εποπτεία των Ιερών Ναών του Πειραιά, το δε δεύτερο αυτών (Ιερός Ναός Αγ.Βασιλείου Πειραιώς) ότι έχει, ως κληρονόμος του ως άνω αποβιώσαντος, άμεση υποχρέωση καταβολής του φερόμενου ως οφειλόμενου ποσού, ζήτησαν: Α) να αναγνωριστεί 1) η ανυπαρξία της άνω ιστορούμενης ενοχικής σχέσης, δηλαδή του προσυμφώνου πώλησης του εν λόγω ακινήτου με βάση την από 16.2.2001 υπεύθυνη δήλωση του ………., 2)ως πλαστή (ως προς την υπογραφή τους) η ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση, που φέρεται να έχει υπογραφεί από τον ……., 3)ως πλαστές οι υπ’ αριθ. ……/5.3.2001, …../11.2.2003 και …./7.9.2004 εκθέσεις επίδοσης, με τις οποίες φέρεται να έχουν επιδοθεί στον …… η ως άνω αγωγή, η κλήση προς συζήτηση αυτής και η προαναφερόμενη οριστική απόφαση (1971/2004) του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, 4)ως ανύπαρκτη η υπ’ αριθ. 1971/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, γιατί ο εναγόμενος .…….. δεν κατέστη διάδικος, αφού δεν του επιδόθηκαν στην πραγματικότητα η αγωγή και κλήση προς συζήτηση αυτής, 5)ότι δεν παράγονται έννομα αποτελέσματα από την υπ’ αριθ. 1971/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως στηριχθείσα στην ανωτέρω πλαστή υπεύθυνη δήλωση και στις πλαστές εκθέσεις επίδοσης, 6)ως άκυρες οι, με εκτελεστό την ανωτέρω απόφαση, αναφερόμενες πράξεις εκτέλεσης (ήτοι επιταγή προς εκτέλεση, κατασχετήρια έκθεση και η συνεχιζόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης) και Β)να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να καταβάλουν σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 100.000 ευρώ (όπως παραδεκτώς, κατ άρθρο 223 Κ.Πολ.Δ, τα ενάγοντα νομικά πρόσωπα περιόρισαν αυτό το αίτημά τους με τις από 14.11.2012 προτάσεις τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο) ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν στη φήμη και αξιοπιστία τους από την αναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2368/2014 εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κηρύχθηκε μεταιωμένη η συζήτηση μεταξύ των εναγόντων και της τρίτης των εναγομένων, …………, λόγω δήλωσης αυτών ότι δεν εισάγεται η αγωγή τους ως προς την εν λόγω εναγομένη, απορρίφθηκε η αγωγή, στο σύνολό της, ως προς τους λοιπούς εναγόμενους. Ακολούθως, την πρωτόδικη αυτή απόφαση προσέβαλαν τα ενάγοντα Ν.Π.Δ.Δ με την από 17.6.2014 (με αριθ.εκθ.κατάθ. ……/2014) έφεσή τους, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την παραδοχή της ως άνω αγωγής τους. Επί της έφεσης αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 97/2016 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή η ως άνω έφεση, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (πλην της διάταξής της με την οποία κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση της αγωγής μεταξύ των εναγόντων και της τρίτης των εναγομένων), διατάχθηκε η απόδοση στα εκκαλούντα νομικά πρόσωπα των αναφερόμενων παραβόλων, διακρατήθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση της ως άνω αγωγής, η οποία διαγνώσθηκε ότι στηρίζεται α)ως προς το υπό στοιχείο Α΄ αίτημά της, στις διατάξεις των άρθρων 70, 139, 159, 313 και 461 Κ.Πολ.Δ και β)ως προς το υπό στοιχείο Β΄ αίτημά της, στις διατάξεις των άρθρων 913, 932 ΑΚ περί αδικοπραξίας ,και, ακολούθως, αναβλήθηκε, κατ’ άρθρο 250 Κ.Πολ.Δ, η συζήτηση της αγωγής μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία που άρχισε με την ΑΒΜ …… και ΕΓ 2……… μήνυση του δευτέρου των εναγόντων (Ιερού Ναού Αγ.Βασιλείου Πειραιώς) κατά των ως άνω εναγομένων, με βάση την οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των εναγομένων αυτών για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας και της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν και η υπόθεση εκκρεμούσε στα χέρια Εισαγγελικού Λειτουργού. Με την από 23.10.2017 κλήση των εκκαλούντων-εναγόντων νομικών προσώπων η υπόθεση εισάχθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την επίκληση ότι η ανωτέρω ποινική υπόθεση τέθηκε στο αρχείο κατ’ άρθρο 110 του Ν. 4055/2012, με συνέπεια να καθίσταται άνευ αντικειμένου η διάταξη της υπ’ αριθ. 97/2016 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου περί αναβολής της συζήτησης της αγωγής μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της εν λόγω ποινικής διαδικασίας, λόγος για τον οποίο και ζητείται από αυτούς (καλούντες) η ανάκληση της ανωτέρω απόφασης ως προς την ως άνω αναβλητική διάταξή της.

Στο ανωτέρω αγωγικό δικόγραφο, κατά τη δέουσα εκτίμησή του από το παρόν Δικαστήριο, σωρεύονται: α)αγωγή αναγνωριστική της ανυπαρξίας της υπ’ αριθ. 1971/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ’ άρθρο 313 παρ. 1 περ.δ΄ Κ.Πολ.Δ, για το λόγο ότι ο φερόμενος σε αυτήν ως εναγόμενος …………, δεν είχε αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου, γιατί δεν του είχε επιδοθεί αντίγραφο της από 5.3.2001 (με αριθ.εκθ.κατάθ. ………../2001) αγωγής της ……….., αφού οι ανωτέρω εκθέσεις επίδοσης τόσο αυτής (αγωγής) όσο και της κλήσης προς συζήτηση αυτής, είναι πλαστές ως προς την υπογραφή του αναγραφόμενου ως παραλαβόντος αυτές, (τότε) εναγομένου ……….. (του οποίου το αναφερόμενο ακίνητο περιήλθε, λόγω εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής, στο δεύτερο ενάγον), η οποία (αγωγή) είναι νόμιμη, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙΙ της παρούσας, ως στηριζόμενη στις των άρθρων 70, 139, 159, 313 παρ. 1 περ.δ΄ και 461 Κ.Πολ.Δ, όπως άλλωστε αυτό έγινε δεκτό και από το Δικαστήριο τούτο με την προεκδοθείσα υπ’ αριθ. 97/2016 απόφασή του (με την οποία ορθώς, κατ’ αποτέλεσμα, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση), β)αγωγή περί αναγνώρισης της πλαστότητας (ως προς την υπογραφή) της από 16.2.2001 ιδιόχειρης απόδειξης-υπεύθυνης δήλωσης του ……….., ώστε να θεμελιωθεί το δικαίωμα του δεύτερου ενάγοντος νομικού προσώπου να ζητήσει αναψηλάφηση της ανωτέρω υπ’ αριθ. 1971/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (όπως, άλλωστε, αυτό διευκρινίζεται και από το ίδιο το ως άνω ενάγον με τις από 14.11.2012 προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο – βλ.στις σελίδες 11 και 13 αυτών), η οποία (αγωγή) είναι νόμιμη, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 544 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ, ενώ ως προς το σημείο αυτό πρέπει να συμπληρωθεί η προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 97/2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία, ως έχουσα χαρακτήρα μη οριστικής απόφασης κατά τα εκτιθέμενα στο τέλος της νομικής σκέψης στην παράγραφο ΙΙ της παρούσας, μπορεί να ανακληθεί ή (κατά μείζονα λόγο) και να συμπληρωθεί ως προς τις νομικές εκτιμήσεις της (σημειώνεται ότι η αγωγή αυτή έχει ασκηθεί και εμπροθέσμως κατ’ άρθρο 544  περ. 6 Κ.Πολ.Δ, λόγω της μεταγενέστερης αδυναμίας ολοκλήρωσης της ποινικής διαδικασίας κατά τα αναφερόμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη) και γ)αγωγή περί χρηματικής ικανοποίησης του δευτέρου των εναγόντων λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, ως άμεσα παθών (αφού έχει άμεση υποχρέωση καταβολής του φερόμενου ως οφειλόμενου ποσού) από την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, η οποία (αγωγή) είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ. Η αγωγή, όμως, αυτή (αναφορικά με τις ανωτέρω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ σωρευθείσες βάσεις της) ως προς το πρώτο των εναγόντων (Ν.Π.Δ.Δ “Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς”) πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησής του, αφού αυτό δεν σχετίζεται με τους διαδίκους στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η επίμαχη υπ’ αριθ. 1971/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Εξάλλου, η επικαλούμενη άσκηση εποπτείας από το ως άνω ενάγον επί των Ιερών Ναών αλλά και ειδικότερα επί του δεύτερου των εναγόντων, δεν αρκεί ώστε να νομιμοποιείται αυτό στην άσκηση της εν λόγω αγωγής. Τέλος, η αγωγή αυτή και ως προς το αίτημά της περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, είναι απορριπτέα ως προς το πρώτο ενάγον (Ιερά Μητρόπολη) πρωτίστως ως αόριστη, γιατί δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, εκ της οποίας αυτό (πρώτη ενάγον) να υφίσταται άμεση βλάβη, δεδομένου ότι επί αδικοπραξίας δικαιούχος της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης είναι μόνο ο άμεσα παθών, δηλαδή αυτός που προσβλήθηκε από την αδικοπραξία άμεσα στα δικαιώματα ή στα έννομο συμφέροντά του, ενώ οι έμμεσα ζημιωθέντες, δηλαδή οι τρίτοι στην περιουσία των οποίων η αδικοπραξία είχε αντανακλαστικές συνέπειες, δεν είναι δικαιούχοι αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 153/2005 ΕλλΔνη 2006.429, βλ.Απ.Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ.Ι, άρθρο 914, αρ. 45-46, σελ. 1832-1833 και άρθρο 932, αρ. 18-19, 1902-1903). Συνεπώς, η ως άνω αγωγή πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολό της, ως προς το πρώτο των εναγόντων, ανακαλουμένης ως προς το σημείο αυτό της προεκδοθείσας υπ’ αριθ. 97/2016 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, η οποία δέχθηκε ότι η αγωγή είναι νόμιμη και ως προς το ως άνω ενάγον (Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς). Δεν τίθεται, όμως διάταξη περί δικαστικών εξόδων σε βάρος του πρώτου ενάγοντος, γιατί οι εναγόμενοι δεν υποβλήθηκαν σε ιδιαίτερα έξοδα για την απόκρουση της αγωγής, του ενάγοντος αυτού, ενόψει του ότι οι προτάσεις που κατέθεσαν αφορούν την υπεράσπισή τους έναντι της έφεσης και της αγωγής του κυρίως αντιδίκου τους, που είναι το δεύτερο ενάγον (Ιερός Ναός Αγ.Βασιλείου Πειραιώς). Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε ,με την υπ’ αριθ. 97/2016 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου αναβλήθηκε, κατ’ άρθρο 250 Κ.Πολ.Δ, η συζήτηση της ως άνω αγωγής μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία που άρχισε με την ΑΒΜ ……. και ΕΓ ………. μήνυση του δεύτερου των εναγόντων (Ιερού Ναού Αγ.Βασιλείου Πειραιώς) κατά των ως άνω εναγομένων, με βάση την οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των εναγομένων αυτών για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας και της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν. Όμως, όπως προέκυψε από το υπ’ αριθ.πρωτ. ……/2018 πιστοποιητικό της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς, η ανωτέρω ποινική δικογραφία είχε ήδη τεθεί, από την 15.4.2013 στο αρχείο από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, κατ’ άρθρο 110 του Ν. 4055/2012, λόγω συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής και εξάλειψης του αξιόποινου. Συνεπώς, αφού είναι άνευ αντικειμένου η διάταξη της ανωτέρω μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου περί αναβολής της συζήτησης της αγωγής μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας επί της υπόθεσης αυτής, πρέπει να ανακληθεί η ως άνω μη οριστική απόφαση και ως προς την εν λόγω διάταξη της (396/2018 απόφαση παρόντος Δικαστηρίου).

Περαιτέρω, το Δικαστήριο, για να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση περί της γνησιότητας της υπογραφής του …………. στα ως άνω φερόμενα, με την αγωγή, ως πλαστά έγγραφα, έκρινε ότι είναι αναγκαίο να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο και η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης από γραφολόγο πραγματογνώμονα (άρθρα 254, 368 και 369 Κ.Πολ.Δ) και ακολούθως “Διακράτησε την υπόθεση και δίκασε επί της από 29.4.2011 (αρ.καταθ. …../2011) αγωγής. Ανακάλεσε την υπ’ αριθ. 97/2016 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ως προς τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διατάξεις. Απέρριψε την ως άνω αγωγή ως προς το πρώτο ενάγον Ν.Δ.Δ.Δ “Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς”. Διέταξε την διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Διόρισε πραγματογνώμονα την ………… ..ειδική δικαστική γραφολόγο…………..η οποία………….εξετάσει: α)την από 16.2.2001 ιδιόχειρη απόδειξη-υπεύθυνη δήλωση που φέρει υπογραφή του ………….., β)την υπ’ αριθ. …../5.3.2001 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……….., που φέρει υπογραφή του ……… ως παραλαβόντος και γ)τις υπ’ αριθ. …../11.2.2003 και …./7.9.2004 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………., που φέρουν υπογραφή του ……… ως παραβαλόντος και λάβει υπ’ όψη της όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, καθώς και όσα έγγραφα θέσουν στη διάθεσή της οι διάδικοι, είτε αυτοβούλως, είτε κατόπιν αιτήματός της, θα συντάξει έκθεση στην οποία θα γνωμοδοτεί αιτιολογημένα περί του εάν τα ανωτέρω έγγραφα (ιδιόχειρη απόδειξη-υπεύθυνη δήλωση και εκθέσεις επίδοσης) έχουν υπογραφεί από τον (ήδη αποβιώσαντα) ………… ή από κάποιο άλλο πρόσωπο. Την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, πρέπει η εν λόγω πραγματογνώμονας να καταθέσει στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου εντός προθεσμίας 90 ημερών από την όρκισή της, συντασσόμενης γι’ αυτό σχετικής αιτιολογημένης έκθεσης.

Ακολούθως, αφού περατώθηκε η ανωτέρω διαταχθείσα γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, συντάχθηκε από την διορισθείσα Δικαστή Γραφολόγο, ……….., η από Νοεμβρίου υπ’ αρ. …../2019 Έκθεση Γραφολογικής Πραγματογνωμοσύνης, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου. Στη συνέχεια, α)το Ν.Π.Δ.Δ Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς και β)το Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία “Ιερός Ναός Αγ.Βασιλείου Πειραιώς”, κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την υπό κρίση από 9.1.2020 (αριθ.καταθ. ……/2020) κλήση, η οποία κοινοποιήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους καθ’ ών η αίτηση – εφεσιβλήτους (βλ. Τις υπ αριθμ …., …./20.1.2020, …./20.1.2020 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….), με την οποία επανέφεραν νομίμως, όπως προεκτέθηκε, προς συζήτηση την υπό κρίση από 17.6.2014 έφεσή τους, προκειμένου :

1.Να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η από 29.4.2011 (υπ’ αριθμ.κατ. ……./2011) αγωγή, επί τω τέλει:

2.Να αναγνωριστεί η ανυπαρξία εννόμου σχέσεως της πωλήσεως του ακινήτου μεταξύ το τότε εναγομένου ………… και της πρώτης των εναγομένων, που φέρεται ότι απορρέει από την άκυρη από 16.2.2011 υπεύθυνη δήλωση – απόδειξη καταβολής – πώληση ακινήτου.

3.Να αναγνωρισθεί ότι όλο το περιεχόμενο της από 16.2.2001 υπευθύνου δηλώσεις που φέρεται ότι την έχει υπογράψει ο ………. και ως απόδειξη καταβολής 18.000.000 δρχ είναι άκυρο και ανυπόστατο, αφού δεν έχει γραφτεί ως προς το περιεχόμενο ούτε ποτέ απεδέχθη το περιεχόμενο αυτής και δεν έχει υπογραφεί από τον ίδιο αποβιώσαντα και κληρονομούμενο ……….. Εάν δε το Δικαστήριο Σας, δεχθεί, πράγμα απίθανο ότι η φερομένη υπογραφή ως εκτίθεται στην πραγματογνωμοσύνη της κ………, είναι γνήσια και τεθείσα από τον ………., πράγμα που δηλώνουμε ότι αρνούμεθα ρητά και κατηγορηματικά, συντασσόμενη με την πραγματογνωμοσύνη του διορισθέντος από ημάς κ………, δηλώνουμε ότι αυτό καθ εαυτό το περιεχόμενο της υπευθύνου δηλώσεις δεν ήρθε ποτέ εις γνώσιν του κληρονομούμενού μας, αντιθέτως υφαρπάχθη η υπογραφή του και συμπληρώθηκε εκ των υστέρων δια τους λόγους που συμπληρωματικά θα εκθέσουμε με τις προτάσεις μας κατά τη συζήτηση της παρούσαας κλήσεως.

4.Να αναγνωρισθεί ότι η από 5.3.2001 αγωγή, η οποία θεμελιώνεται στην ψευδή ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση και εξ αυτής θεμελιώνονται αγωγικά δικαιώματα είναι ανυπόστατη ως δικόγραφο.

5.Να αναγνωρισθεί ότι η υπ’ αριθ. …../5.3.2001 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………… και τρίτης των εναγομένων, δεν παρήγαγε ποτέ έννομα αποτελέσματα, αφού είναι άκυρη, ως ψευδής, περιέχουσα βεβαίωση ότι δήθεν η τρίτη των εναγομένων μετέβη στην οδό ……………. και βρήκε τον ίδιο τον ………………. και την παρέλαβε ο ίδιος την αγωγή και ως πλαστογραφηθείσα ως προς προς την υπογραφή του παραλαβόντος.

6.Να αναγνωρισθεί ότι η υπ’ αριθμ. …../11.2.2003 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητού του Πρωτοδικείου Πειραιά ……….. και τέταρτου των εναγομένων, δεν παρήγαγε ποτέ έννομα αποτελέσματα αφού είναι άκυρη, ως ψευδής, περιέχουσα βεβαίωση ότι δήθεν ο τέταρτος των εναγομένων μετέβη στην οδό …………. και βρήκε τον ίδιο τον . ……….. και την παρέλαβε ο ίδιος την κλήση και ως πλαστογραφηθείσα ως προς την υπογραφή του παραλαβόντος.

7.Να αναγνωρισθεί ότι η υπ’ αριθμ. ………./7.9.2004 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητού ………. και τέταρτου των εναγομένων, δεν παρήγαγε ποτέ έννομα αποτελέσματα, αφού είναι άκυρη, ως ψευδής, περιέχουσα βεβαίωση ότι δήθεν ο τέταρτος των εναγομένων μετέβη στην οδό ………. και βρήκε τον ίδιο τον ………… και την παρέβαλε ο ίδιος την υπ’ αριθμ. 1971/2004 απόφαση και ως πλαστογραφηθείσα ως προς την υπογραφή του παραλαβόντος.

8.Να αναγνωρισθεί ότι η υπ’ αριθμ. 1971/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία βασίσθη πεπλανημένα σε πλαστογραφημένα έγγραφα, ήτοι στην υπεύθυνη δήλωση που φέρεται ότι παρήγε έννομο σχέση πωλήσεως ακινήτου, στην υπ’ αριθμ. …/5.3.2001 έκθεση επιδόσεως της αγωγής, στην υπ’ αριθμ. …../11.2.2003 έκθεση επιδόσεως της κλήσεως προς συζήτηση της αγωγής, ως και σε ψευδή κατάθεση του δευτέρου των εναγομένων, δεν παρήγαγε και δεν παράγει, πλανηθέντος του Δικαστηρίου που την εξέδωσε, έννομα αποτελέσματα.

9.Να αναγνωρισθεί ότι η υπ’ αριθμ. 1971/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δεν επεδόθη ποτέ και δεν απορρέει από αυτήν δεδικασμένο, με δεδομένο ότι η υπ’ αριθμ. …../7.9.2004 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …. ……. είναι καθ’ όλο το περιεχόμενο ανακριβής και πλαστογραφημένη κατά την υπογραφή (Α.Π 92/1972 αρχ.Νομολογίας 23,438).

Να αναγνωρισθεί ότι τόσον η έννομος σχέση που απορρέει από την από 13.10.2008 επιταγή εξ απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμ. 1971/2004 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όσον και αυτή ταύτη η επιταγή που επεδόθη στο δεύτερο από εμάς την 13.10.2008, είναι άκυροι και ανενεργοί και δεν επέφεραν ποτέ έννομα αποτελέσματα για τους ανωτέρω λόγους.

Να αναγνωρισθεί ότι η υπ’ αριθμ. 317/2008 κατασχετήρια έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού, ως και η  υπ’ αριθμ. …./2008 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως ακινήτου του Δικαστικού Επιμελητή …………., είναι πράξεις ανυπόστατες αναγκαστικής εκτελέσεως και άρα άκυρες – ανενεργές και δεν μπορούν να επιφέρουν έννομα αποτελέσματα στην εκτελεστική διαδικασία (Εφ.Αθ. 509/1975 Δνη 17.174).

10.Να αναγνωρισθεί ότι η συνεχιζόμενη αναγκαστική εκτέλεση βασιζόμενη στην δήθεν τελεσίδικο απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, είναι παντελώς άκυρη, αφού δεν υπάρχει έννομος σχέση ως συμφωνία πωλήσεως και ως καταβολή τιμήματος, δια να αξιώσει η πρώτη των εναγομένων το δήθεν καταβληθέν ποσό μετά των προσαυξήσεων ,ποσού εν όλων 106.000 ευρώ σήμερα.

Να αναγνωρισθεί ότι ο τελευταίος ματαιωθείς την 13.4.2011 πλειστηριασμός ακινήτου και ο οποίος μετά βεβαιότητος θα επαναληφθεί, ορισθησομένης μελλοντικώς ημερομηνίας, είναι ανενεργός και δεν μπορεί να επιφέρει έννομα αποτελέσματα ως εκτελεστική διαδικασία για τους ανωτέρω λόγους.

Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν: α)στην μεν πρώτη από εμάς Ιερά Μητρόπολη Πειραιά, ως νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, το ποσό των 300.000 ευρώ, νομιμοτόκως από επιδόσεως της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως και β)στο δε δεύτερο από εμάς, Ιερό Ναό Αγ.Βασιλείου Πειραιώς, ως νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, το ποσό των 300.000 ευρώ νομιμοτόκως από επιδόσεως της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως.

Επιπρόσθετα:

Α.Να αναγνωρισθεί ότι τόσον η έννομος σχέση που απορρέει από την από 4.10.2017 επιταγή εξ απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμ. 1971/2004 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όσον και αυτή ταύτη η επιταγή που επεδόθη, είναι άκυροι και ανενεργοί και δεν επέφεραν ποτέ έννομα αποτελέσματα για τους ανωτέρω λόγου.

Β.Να αναγνωρισθεί ότι η υπ’ αριθ. …../30.10.2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, είναι πράξη ανίσχυρη, ανυπόστατη και άκυρη και δεν μπορεί να επιφέρει έννομα αποτελέσματα στην εκτελεστική διαδικασία (Εφ.Αθ. 509/1975 Δνη 17.174).

Γ.Να αναγνωρισθεί ότι ο διενεργηθείς την 6.6.2018 πλειστηριασμός ακινήτου, είναι άκυρος, ανίσχυρος και ανυπόστατος και δεν μπορεί να επιφέρει έννομα αποτελέσματα ως εκτελεστική διαδικασία για τους ανωτέρω λόγους.

Δ.Να αναγνωρισθεί ότι η υπ’ αριθμ. ……/21.1.2019 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως ακινήτου και η οποία περίληψη φέρεται να έχει μεταγραφεί νομίμως εις τα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς εν τόμω …. και αριθμό ….., είναι πράξη ανίσχυρη, ανυπόστατη και άκυρη και δεν μπορεί να επιφέρει έννομα αποτελέσματα στην εκτελεστική διαδικασία (Εφ.Αθ. 509/1975 Δνη 17.174).

Ε.Να αναγνωρισθεί ότι η υπ’ αριθμ. …./20.3.2019 έκθεση βιαίας αποβολής και εγκαταστάσεως επί του ακινήτου μας της δικαστικής επιμελήτριας Σοφίας Εμμανουηλίδου, είναι πράξη ανίσχυρη, ανυπόστατη και άκυρη και δεν μπορεί να επιφέρει έννομα αποτελέσματα στην εκτελεστική διαδικασία (Εφ.Αθ. 509/1975 Δνη 17.174).

ΣΤ.Να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων εις την προτέρα κατάσταση, ήτοι να αποδοθεί και πάλιν εις την κυριότητα του δεύτερου (β΄) από εμάς, το παρανόμως φερόμενο ως εκποιηθέν ακίνητο ήτοι:

Μια γωνιακή διώροφη οικοδομή με υπόγειο και δώμα, αποτελούμενη υπόγειο από αποθήκη, στο ισόγειο από ένα κατάστημα και ένα διαμέρισμα, στον Α, Γ, Υ πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο, από ένα διαμέρισμα και το δώμα, η οποία έχει ανεγερθεί περίπου το 1928, σε γωνιακό οικόπεδο που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Πειραιά, στην Πειραϊκή Χερσόνησο, επί  της οδού ……., επί της οποίας φέρει τον αριθμό 99, βορειοδυτικά με πρόσωπο περίπου 10,00 μ. Και επί της οδού ………, επί της οποίας φέρει τον αριθμό …., βορειοανατολικά με πρόσωπο περίπου 9.50 μ.το Ο.Τ στο οποίο ανήκει, περικλείεται από της οδούς …, …………, …. και .. ….. Έχει επιφάνειας 95,44 τ.μ, έχει μικρή κλίση, επίσης είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Πειραιά. Εμφαίνεται με τον αριθμό ένα (1) του ογδόου τετραγώνου  στο από  1.12.1928 σχεδιάγραμμα του μηχανικού της τεχνικής υπηρεσίας του Υπουργείου Προνοίας ……….., που είναι κατατεθειμένο στο Υπουργείο Πρόνοιας και Αντιλήψεως, και συνορεύει Βόρεια με την οδό ………., Νότια με το υπ’ αριθ.δύο (2) οικόπεδο αγνώστων ιδιοκτητών, Ανατολικά με την οδό ……… και περιήλθε στον αποβιώσαντα δυνάμει της υπ’ αριθ.πράξης αποδοχής κληρονομίας της Συμ/φου κ………….. Η ως άνω οικοδομή έχει είσοδο και από τις δύο οδούς και αναλυτικότερα αποτελείται από :1)Στάθμη υπογείου ορόφου υπόγεια αποθήκη επιφανείας περίπου 42.00 τ.μ, 2)Στάθμη ισογείου ορόφου που περιλαμβάνει α)ένα διαμέρισμα το οποίο αποτελείται από δύο δωμάτια, κουζίνα και λουτρό, συνολικής επιφάνειας περίπου 55,00 τ.μ, β)ένα κατάστημα που αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο επιφάνειας περίπου 30,00 τ.μ και το κλιμακοστάσιο ανόδου στον Α΄ όροφο, 3)Στάθμη Α΄ ορόφου που περιλαμβάνει ένα διαμέρισμα, το οποίο αποτελείται από τέσσερα (4) δωμάτια, κουζίνα και λουτρό, επιφάνειας περίπου 85,00 τ.μ, και το κλιμακοστάσιο ανόδου και δώμα και 4)Στάθμη δώματος, επιφάνειας 17,00 τ.μ περίπου. Το περί ου ο λόγος ακίνητο περιήλθε στον αποβιώσαντα οφειλέτη …………. και κληρονομούμενο από το παραπάνω ΝΠΔΔ, κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …./22.7.1997 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου ……….. και έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο …. και με αριθμό …… Τυχόν δε δαπάνες βελτιώσεως και λοιπά, μετά την άκυρη αποβολή και εγκατάστασή μας, παραμένουν υπέρ του ακινήτου και βαρύνουν την αντίδικο αφού εξ ιδίου πταίσματος ουδείς δικαιούται αποζημιώσεως.

Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, Α)Η υπό κρίση από 9.1.2020 κλήση, με την οποία επαναφέρεται νομίμως, προς περαιτέρω συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η κρινόμενη από 17.6.2014 έφεση των καλούντων-εκκαλούντων-εναγόντων της από 29.4.2011 (αριθ.καταθ. …../2011) αγωγής, είναι απαράδεκτη, ως προς το πρώτο καλούν Ν.Π.Δ.Δ “Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς” ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης (Κ.Πολ.Δ 516 παρ. 1), καθόσον, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, κρίθηκε τελεσίδικα, με οριστική διάταξη της υπ’ αριθ. 396/2018 εν μέρει οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, ότι δεν έχει προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στην πρωτοβάθμια δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίφθηκε η αγωγή στο σύνολό της, ως προς αυτό (Ν.Π.Δ.Δ “Ιεράς Μητρόπολης Πειραιώς”). Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση κλήση να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς το πρώτο καλούν Ν.Π.Δ.Δ “Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς’, και να μην επιδικασθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος του, γιατί οι καθών η κλήση δεν υποβλήθηκαν σε ιδιαίτερα έξοδα για την απόκρουση της ως προς αυτό, ενόψει του ότι οι προτάσεις που κατέθεσαν (συμπληρωματικές μετά την με αριθμό …../2019 Έκθεση Γραφολογικής Πραγματογνωμοσύνης) αφορούν την υπεράσπισή τους έναντι της έφεσης και της αγωγής του κυρίως αντιδίκου τους, που είναι το δεύτερο καλούν Ν.Π.Δ.Δ (Ιερός Ναός Αγ.Βασιλείου Πειραιώς).

Β)Το καλών Ν.Π.Δ.Δ “Ιερός Ναός Αγ.Βασιλείου Πειραιώς” με την υπό κρίση κλήση προσθέτει νέα οψιγενή περιστατικά, τα οποία δεν εκτέθηκαν στην από 29.4.2011 αγωγή και χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ, ζητεί την διάγνωση και παραδοχή των υπό στοιχεία Α-Ε επιπρόσθετων αιτημάτων. Τα νέα όμως αυτά περιστατικά-αιτήματα, που υποβάλλονται το πρώτον με την υπό κρίση κλήση για διάγνωση στο παρόν Δικαστήριο, τροποποιούν την ιστορική βάση και το αγωγικό αίτημα που έχει ήδη οριοθετηθεί με την άσκηση της από 29.4.2011 αγωγής και της υπό κρίση από 17.6.2014 εφέσεως, και ως εκ τούτου απαραδέκτως προβάλλονται και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη.

Γ)Το άρθρο 254 του Κ.Πολ.Δ, παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να διατάξει επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη όταν, κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη, παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση και ορίζει περαιτέρω ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Εκ τούτου παρέπεται ότι κατά την επανάληψη της συζήτησης δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων, οι προτάσεις δε που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση, της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη αρκούν και ισχύουν και για την κατά την επανάληψη συζήτηση, με αποτέλεσμα όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις του της προηγούμενης συζήτησης (μετά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη) θα θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επανάληψή της, και δη είτε ο διάδικος δεν κατέθεσε εκ νέου, κατ’ αυτήν (επανάληψη), προτάσεις είτε κατέθεσε προτάσεις στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε εκείνες της προηγούμενης συζήτησης, ταύτα δε ισχύουν και στις περιπτώσεις όπου το δικαστήριο διατάσσει αυτοπρόσωπο εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 245 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ  ή (και) την εκ νέου εξέταση ενός ή περισσότερων μαρτύρων προς συμπλήρωση ή διευκρίνιση των καταθέσεών τους, κατά το άρθρο 411 του ίδιου Κ.Πολ.Δ (Ολ ΑΠ 30/1997, ΑΠ 2046/2017, Εφ.Πειρ. 328/2021, Εφ.Πειρ. 56/2016, Χ.Απαλαγάκη ό.π, άρθ. 254 σελ. 817 αρ. 4, Κεραμάς/Κονδύλης/Νίκας ό.π, άρθ. 254 σελ. 528 επ.αρ. 8 και αρ.9)

Στην προκειμένη, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, με τις υπ’ αριθμ. 95/2020 και 130/2021 Πράξεις αντιστοίχως της Προέδρου Εφετών, Σπυριδούλας Μακρή, και της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, νόμιμα ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της υπό κρίση από 17.6.2014 εφέσεως, καθόσον η υπόθεση αυτή δεν εκφωνήθηκε κατά τη δικάσιμο της 7.5.2020 λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων εξαιτίας της πανδημίας COVID-19. Η συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο ορίστηκε αυτεπαγγέλτως (130/2021 Πράξη της Προέδρου Εφετών). Κατά την αρχική συζήτηση της ανωτέρω υπόθεσης στη δικάσιμο της 1.2.2018, μετά την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 396/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, αμφότερα τα διάδικα μέρη είχαν παρασταθεί νομίμως και είχαν καταθέσει προτάσεις και τα σχετικά έγγραφα,  το με καλών-εκκαλών δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ………, οι δε εφεσίβλητοι, η πρώτη και ο δεύτερος δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, …….., δυνάμει δήλωσης κατ’ άρθρο 242 Κ.Πολ.Δ, ο δε τρίτος (………..) εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ……….. Δηλαδή η υπόθεση κατά την αρχική δικάσιμο συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων. Ακολούθως, ο τρίτος καθών η κλήση – εφεσίβλητος, ……, κληθηκε από το καλούν-εκκαλούν ΝΠΔΔ “Ιερό Ναό Αγ.Βασιλείου Πειραιώς” με την υπ’ αριθ. …../20.1.2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας Εφετείου Αθηνών, ………., για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 7.5.2020, και ακολούθως κλήθηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο της 22.4.2021 και εν συνεχεία για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κλήση των διαδίκων, για τη δικάσιμο και την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο δεν απαιτείται καθώς η εγγραφή στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Η τρίτος εφεσίβλητος-τρίτος καθών η κλήση δεν παραστάθηκε κατά τη δικάσιμο αυτή (7.10.2021), ωστόσο, ενόψει των προαναφερθέντων και εφόσον είχε παρασταθεί νομίμως στην αρχική συζήτηση, θα δικασθεί αντιμωλία.

ΙΙ)Κατά τις διατάξεις του άρθρου 914 Κ.Πολ.Δ, αν το δικαστήριο δεχθεί την ανακοπή ή την έφεση οριστικά και κατ’ ουσίαν και απορρίψει ολικά ή εν μέρει την αγωγή, την ανταγωγή ή την κυρία παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάζει, αν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση του βρισκόταν πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με το δικόγραφο της ανακοπής ή της έφεσης και των προσθέτων λόγων είτε με τις προτάσεις είτε με χωριστό δικόγραφο που κοινοποιείται στον αντίδικο. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται. Από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, το οποίο δεν προϋποθέτει αδικαιολόγητο πλουτισμό του δικαιούχου της απαίτησης, αλλά θεμελιώνει με αυτοτέλεια και επάρκεια την υποχρέωση του λαβόντος με την εκτέλεση να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση, έτσι, ώστε, να υποχρεούται ο λήπτης να αποδώσει εκείνο που έλαβε με μοναδικό γενεσιουργό λόγο την εξαφάνιση της εκτελεσθείσας απόφασης, προκύπτει, σαφώς ότι, για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου απαιτείται η οριστική και κατ’ ουσίαν παραδοχή της ανακοπής της εφέσεως και η εν όλω ή εν μέρει απόρριψη της αγωγής, ανταγωγής ή της κυρίας παρεμβάσεως και περαιτέρω η εκτέλεση της εξαφανισθείσας ή μεταρρυθμισθείσας απόφασης, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά εκτείνεται και στο πεδίο της εκούσιας εκτέλεσης, εφόσον αυτή είναι απότοκη της επιδικασθείας και με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλισθείσας απόφασης (Μπρίνιας: Αναγκ. Εκτ. Τόμ. Α΄ έκδ. Β΄, παρ. 66 σελ. 182)

Β)Στο άρθρο 550 Κ.Πολ.Δ προβλέπεται ότι με την απόφαση που δέχεται την αναψηλάφιση διατάσσεται η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της εξαφανισθείσας με την αναψηλάφιση απόφασης, εφόσον υποβληθεί αίτηση με το κύριο ή το πρόσθετο δικόγραφο της αναψηλάφισης. Δεν παρέχεται στο άρθρο αυτό η δυνατότητα αίτησης επαναφοράς με τις προτάσεις όπως συμβαίνει με την έφεση (Χ.Απαλαγάκη Κ.Πολ.Δ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο 6η έκδοση, άρθ. 914 σελ. 2813-2816, άρθρο 550 σελ. 1521, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, άρθ. 914 σελ. 1730-1732 ,άρθ. 550 σελ.984). Στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα του καλούντος – εκκαλούντος ΝΠΔΔ “Ιερός Ναός Αγ.Βασιλείου Πειραιώς” για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από την εκτέλεση.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, του ενάγοντος Ιερού Ναού Αγ.Βασιλείου Πειραιώς, …………. και του τρίτου των εναγομένων (……….) …………, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα (ειδικώς μνημονευόμενα κατωτέρω ή μη), που προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως πλήρη απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από την διαταχθείσα υπ’ αριθ. …/2019 έκθεση Γραφολογικής Πραγματογνωμοσύνης της διορισθείσας από το παρόν Δικαστήριο ειδικής δικαστικής γραφολόγου ……….., η οποία εκτιμάται ελεύθερα (Κ.Πολ.Δ 387), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Στις 15.2.2001 η …………. (πρώτη εναγομένη ήδη πρώτη εφεσίβλητη) κατάρτισε με τον ………….. (ήδη αποβιώσαντα από 27.9.2005) άτυπη σύμβαση πωλήσεως, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος (……) ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει στην πρώτη εναγομένη ήδη πρώτη εφεσίβλητη με συμβολαιογραφικό έγγραφο, ένα διώροφο κτίριο ιδιοκτησίας του, αποτελούμενος από μια ισόγειο οικία, ένα ισόγειο κατάστημα και μια οικία του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, που είναι κτισμένο σε οικόπεδο κείμενο στον Πειραιά επί της συμβολής των οδών ……………., έναντι συνολικού τιμήματος 25.000.000 δρχ (ήδη 73.367,57 ευρώ). Από το ποσό αυτό η πρώτη εναγομένη ήδη πρώτη εφεσίβλητη στις 16.2.2001 προκατέβαλε 18.000.000 δρχ (ήδη 52.825 ευρώ) και το υπόλοιπο ανέλαβε την υποχρέωση να το καταβάλει κατά την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου πώλησης εντός μιας εβδομάδας από τον ως άνω χρόνο κατάρτισης του άτυπου προσυμφώνου πώλησης. Σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της σύμβασης συμφωνήθηκε ως αρραβώνας η επιστροφή του καταβληθέντος ποσού, συνάπτοντας άτυπως παρεπόμενη αρραβωνική σύμβαση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η οριστική σύμβαση δεν καταρτίστηκε εντός της επόμενης εβδομάδας από τη σύναψη του ως άνω άτυπου προσυμφώνου πώλησης, λόγω υπαίτιας υπαναχώρησης (μεταμέλειας) προς εκπλήρωση της οριστικής συμβάσεως οφειλόμενης στον πωλητή ………….., ο οποίος αρνήθηκε επανειλημμένα να αποδώσει στην πρώτη εναγομένη ήδη πρώτη εφεσίβλητη το ποσό που έλαβε ως προκαταβολή του τιμήματος πώλησης, παρά τις εξώδικες οχλήσεις της. Εν συνεχεία η πρώτη εναγομένη της υπό κρίση αγωγής (ήδη πρώτη εφεσίβλητη) κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 5.3.2001 αγωγή εναντίον του …….., με την οποία ζήτησε, να υποχρεωθεί ο τελευταίος (εναγόμενος, ………), με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, λόγω ματαίωσης από υπαιτιότητά του, της κατάρτισης της οριστικής σύμβασης πώλησης του ακινήτου του, να της αποδώσει, διπλάσιο το ποσό των 18.000.000 δρχ, κατά το οποίο κατέστη πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της, με το νόμιμο τόκο, από της επιδόσεως της αγωγής, επικαλούμενη την κατάρτιση την 15.2.2001 άτυπου προσυμφώνου μεταβίβασης της κυριότητας του περιγραφομένου σε αυτή (αγωγή), ακινήτου κυριότητας νομής και κατοχής του αντί συνολικού τιμήματος ποσού 25.000.000 δρχ (ήδη 73.367,57 ευρώ), έναντι του οποίου προκατέβαλε το ποσό των 18.000.000 δρχ (ήδη 52.825 ευρώ).Την άνω αγωγή, δικάσιμο για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 20η.3.2002, επέδωσε η πρώτη εναγομένη της υπό κρίση αγωγής (ήδη πρώτη εφεσίβλητη) στον εναγόμενο ….. …., με την υπ’ αριθμ. …………./5.3.2001 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………… Η συζήτηση της αγωγής κατά την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο (20.3.2002) ματαιώθηκε, λόγω αποχής των δικηγόρων. Εν συνεχεία η πρώτη εναγομένη της υπό κρίση αγωγής με την από 27.11.2002 κλήση της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά νομίμως επανέφερε προς συζήτηση την από 5.3.2001 αγωγή της, για την συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος τη 24.3.2004, και, την οποία (κλήση) κοινοποίησε στον εναγόμενο με την υπ’ αριθ. …./11.2.2003 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή ………., με κλήση να παραστεί για συζήτηση κατά την άνω ορισθείσα δικάσιμο (24-3-2004). Η συζήτηση της από 5.3.2001 αγωγής έλαβε χώρα, την ορισθείσα με την άνω κλήση επανεισαγωγής της προς συζήτηση, ερήμην του εναγομένου, ………. και το δικαστήριο με την υπ’α ριθ. 1971/2004 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε αυτή (αγωγή) νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 904, 908, 910, 346 ΑΚ, 907, 908,176 Κ.Πολ.Δ τη δέχτηκε εν μέρει και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 52.825 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και καταδίκασε τον εναγόμενο σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, που την όρισε σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ. Την απόφαση αυτή η πρώτη εναγομένη της κρινόμενης αγωγής ενάγουσα της από 5.3.2001 αγωγής, κοινοποίησε στον εναγόμενο, ………, με την υπ’ αριθ. ………../7.9.2004 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά,   .……. (τρίτος εναγόμενος ήδη τρίτος εφεσίβλητος), ο οποίος δεν άσκησε κατά αυτής (απόφασης) τακτικά ένδικα μέσα (ανακοπή ερημοδικίας/έφεση), ή εκτακτα ένδικα μέσα και κατά συνέπεια αυτή κατέστη τελεσίδικη και δημιουργεί δεδικασμένο για το ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, εφόσον αυτή (απόφαση) έκρινε οριστικά για την έννομη σχέση που προβλήθηκε με την από 5.3.2001 αγωγή (Κ.Πολ.Δ 321, 322), (βλ.υπ’ αριθ. 3751/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά – Εκούσια Δικαιοδοσία). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο …………. ο οποίος απεβίωσε στον Πειραιά στις 27.9.2005, χωρίς πλησιέστερους συγγενείς κατά το χρόνο του θανάτου του, κατέλειπε: α)την από 15.2.2002 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύτηκε νόμιμα με τα υπ’ αρ. 614/26.5.2006 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία εγκατέστησε κληρονόμο του τον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου Πειραιώς επί του ανωτέρω περιγραφόμενου επίδικου ακινήτου που βρίσκεται στην οδό …………. και β)την από 12.4.2005 μεταγενέστερη ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε με τα υπ’ αριθ. 356/2006 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθ. 356/24.3.2006 απόφαση του ιδίου ως άνω δικαστηρίου, με την οποία εγκαθιστά για δεύτερη φορά κληρονόμο του τον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, επί του ιδίου ως άνω ακινήτου, και, έτσι ο τελευταίος (Ιερός Ναός Αγίου Βασιλείου Πειραιώς) κατέστη εκ διαθήκης κληρονόμος επί του ανωτέρω κληρονομιαίου επιδίκου ακινήτου, κυριότητας, νομής και κατοχής του ως άνω αποβιώσαντα διαθέτη (ΑΚ 1710, 1721 επ.), την οποία (κληρονομία) αποδέχθηκε μεταγενέστερα με την υπ’ αριθ. …………./22.7.2008 Πράξη Αποδοχής Κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ………….. Στη συνέχεια η ενάγουσα της από 5.3.2001 αγωγής – πρώτη εναγομένη της κρινόμενης αγωγής (ήδη πρώτη εφεσίβλητη) άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 15.2.2008 αίτησή της, την οποία κοινοποίησε στον καθού η αίτηση Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, με την οποία ζήτησε  υπό την ιδιότητά της ως δανείστρια του αποβιώσαντος, να της χορηγηθεί κληρονομητήριο το οποίο να πιστοποιεί το εκ διαθήκης κληρονομικό δικαίωμα του ανακόπτοντος από την κληρονομία του ως άνω οφειλέτη της. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας η υπ’ αριθμ. 3751/2008 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που έκανε δεκτή την αίτηση. Δυνάμει της απόφασης αυτής και κατόπιν σχετικής αίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, παρασχέθηκε σε αυτήν (πρώτη εναγομένη της υπό κρίση αγωγής – ενάγουσα της από 5.3.2001 αγωγής) από τη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς το υπ’ αριθμ. …../22.9.2008 πιστοποιητικό για το κληρονομικό δικαίωνα του καθού η αίτηση (Ιερός Ναός Αγίου Βασιλείου Πειραιώς) (κληρονομητήριο), με το οποίο πιστοποιείται ότι “ο …………., κάτοικος όσο ζούσε Πειραιώς, οδός ………….., που απεβίωσε στον Πειραιά στις 27.9.20005 κατέλιπε κατά τον χρόνο του θανάτου του την από 15.2.2002 ιδιόγραφη διαθήκη που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ’ αριθμ. 614/26.5.2006 πρακτικό του Δικαστηρίου αυτού, αλλά και την από 12.4.2005 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ’ αριθμ. 356/24.3.2006 πρακτικό του Δικαστηρίου αυτού και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθμ. 356/24.3.2006 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, που συμπλήρωσε την προγενέστερη διαθήκη του, με τις οποίες ονομάζει και εγκαθιστά κληρονόμου του, τον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου Πειραιώς της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς και Φαλήρου, επί δήλου αντικειμένου της κληρονομίας και δη επί ιδιόκτητου ακινήτου του, που περιγράφεται στη διαθήκη, δηλαδή επί ενός αστικού ακινήτου που αποτελείται από αποθήκη, ισόγειο και περιλαμβάνει: α)μια οικία αποτελούμενη από δύο δωμάτια, κουζίνα και λουτρό, β) ένα κατάστημα και γ)πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο που περιλαμβάνει τέσσερα δωμάτια, κουζίνα και λουτρό με τα παρατήματα, προσαυξημένα και παρακολουθήματα και το οποίο είναι κτισμένο σε οικόπεδο, που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Πειραιά του Ν. Αττικής, στην Πειραϊκή Χερσόνησο επί της διασταυρώσεως των οδών ………… αρ. …., έχει έκταση 95,44 τ.μ, εμφαίνεται με τον αριθμό 1 του 8ου τετραγώνου στο από 1.12.1928 σχεδιάγραμμα του μηχανικού της τεχνικής υπηρεσίας του Υπουργείου Πρόνοιας ……….., που είναι κατατεθειμένο στο Υπουργείο Πρόνοιας και Αντιλήψεως και συνορεύει βόρεια με οδό ανώνυμη, ήδη ονομαζομένη ………, νότια με το με αριθμό 2 οικόπεδο αγνώστων ιδιοκτητών, ανατολικά με οδό ανώνυμη ,ήδη ονομαζομένη ……………

Ακολούθως η ενάγουσα, της από 5.3.2001 αγωγής – πρώτη εναγομένη της υπό κρίση αγωγής (ήδη πρώτη εφεσίβλητη), στις 13.10.2008 επέδωσε στον ενάγοντα της υπό κρίση αγωγής (ήδη εκκαλούντα), αντίγραφο του απογράφου της υπ’ αριθ. 1971/2004 τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την κάτω από αυτό με την ίδια ως άνω ημεροχρονολογία επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτασσόταν αυτός (Ιερός Ναός Αγίου Βασιλείου Πειραιώς), να πληρώσει στην ενάγουσα – εναγομένη (ήδη πρώτη εφεσίβλητη): 1) 52825 ευρώ για κεφάλαιο, 2)44.831 ευρώ για νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής, 3)2000 ευρώ για δικαστική δαπάνη, 4)3000 ευρώ για έξοδα αντιγράφου και λήψη απογράφου και 5)1900 ευρώ για σύνταξη και επίδοση επιταγής, ήτοι συνολικά ποσό 104.556 ευρώ. Στις 21.10.2008, με επίσπευση της ………… (πρώτη εναγομένη ήδη πρώτη εφεσίβλητη) και τίτλο εκτελεστό την ως άνω τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση επί του ανωτέρω επιδίκου ακινήτου, για το ποσό των 104.556 ευρώ, για την κατάσχεση δε αυτή συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. ……../21.10.2008 έκθεση του δικαστικού επιμελητή ……… Με την δε υπ’ αριθ. ……../28.10.2008 περίληψη της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης επισπεύθηκε πλειστηριασμός του ακινήτου για την 10.12.2008, με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 160.000 ευρώ. Ο Ιερός Ναός Αγίου Βασιλείου Πειραιώς άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 13.11.2008 (αριθ.καταθ. ………../18.11.2008) ανακοπή του του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της ως άνω επισπευδόμενης σε βάρος του διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης απορρέουσας από την υπ’ αρ. 1971/2004 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αρ. 4307/2010 οριστική απόφαση του ιδίου ως άνω δικαστηρίου που απέρριψε αυτή (ανακοπή). Συγχρόνως με την άσκηση της ως άνω από 13.11.2008 ανακοπής, το ΝΠΔΔ “Ιερός Ναός Αγίου Βασιλείου Πειραιώς”, εγχειρισε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά την από 10.11.2008 μηνυτήρια αναφορά του σε βάρος των: 1)…………, 2) …………, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε προανακριτική εξέταση με την υπ’ αριθμ ………./17.12.2008 εισαγγελική παραγγελία, μετά την ολοκλήρωση της οποίας οι ανωτέρω Α)ως προς την κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με επιδιωκόμενο όφελος άνω των 73.000 ευρώ, που αφορά στην από 16.2.2001 υπεύθυνη δήλωση του Ν.1599/1986 με την οποία ο ………. φέρεται να ομολογεί τη λήψη από αυτή του ποσού των 18.000.000 δρχ (ήδη 52.825 ευρώ) έναντι του συνολικού τιμήματος των 25.000.000 δρχ (ήδη 73.367,57 ευρώ) για την πώληση του ακινήτου του, σχηματίστηκε ποινική δικογραφία η οποία διαβιβάστηκε στις 10.3.2009 στον Ανακριτή Δ΄ Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά, για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, Β)ως προς τις λοιπές αποδιδόμενες πράξεις, παραπέμφθηκαν  με το υπ’ αριθμ …../12.3.2009 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά στο ακροατήριο του Γ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά κατά την δικάσιμο της 21.5.2009, για να δικασθούν ως υπαίτιοι: α) ψευδορκίας μάρτυρα (ο δεύτερος), ο οποίος είχε εξετασθεί ως μάρτυρας στην ανοιγείσα με την από 5.3.2001 αγωγή, συνεπεία της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1971/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, β)ηθικής αυτουργίας σε αυτή (η πρώτη), γ)απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (η πρώτη) και δ)άμεσης συνέργειας στην παραπάνω πράξη (ο δεύτερος). Κατά του προαναφερθέντος κλητηρίου θεσπίσματος οι ανωτέρω, ……… και ………… άσκησαν εμπρόθεσμα και νόμιμα τις υπ’ αριθμ. … και …./26.3.2009 προσφυγές τους ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, ο οποίος με την υπ’ αριθμ. …/2009 Διάταξή του έκρινε ότι “Από την προανάκριση που διενεργήθηκε καθώς και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε, δηλαδή τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας, τις απολογίες των κατηγορουμένων και τις προσφυγές που άσκησαν προέκυψε ότι η καταγγελία περί ψευδούς κατάθεσης και απάτης σε δικαστήριο δεν είναι πειστική, ούτε βέβαια η παραπομπή στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο των προσφευγόντων για τους ακόλουθους λόγους

1)Η καθυστερημένη, σχεδόν στα όρια της πενταετούς παραγραφής μήνυση (με αποτέλεσμα την εσπευσμένη παραπομπή των προσφευγόντων, χωρίς καν θα θεωρείται η δικογραφία ολοκληρωμένη), δεν οφείλεται σε άγνοια εκ μέρους των μηνυτών της υπόθεσης- αντιδικίας, δηλαδή της ύπαρξης της συμφωνίας μεταξύ των προσφευγόντων και του θανόντος ήδη ………. για τη μεταβίβαση της οικίας του θανόντος σε αυτούς. Αντίθετα είναι βέβαιο ότι τουλάχιστον από τις 28/2/2008 ήταν γνωστό στον ……., εφημέριο του Ι.Ν.Αγ.Βασιλείου Πειραιώς και πρόεδρο του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, ότι υπήρχε αυτή η αντιδικία, διότι τότε του κοινοποιήθηκε η αίτηση της προσφεύγουσας ……….. προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς για την έκδοση κληρονομητηρίου που να πιστοποιεί το εκ διαθήκης κληρονομικό δικαίωμα του Ι.Ν.Αγ.Βασιλείου από την κληρονομιά του …….. (βλ.σχετικό με ένδειξη σχετ.14, δηλαδή την με αρ. …………/28-2-2008 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας ………., την άνω αίτηση προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, με την οποία ζητούσε η πρώτη προσφεύγουσα την έκδοση κληρονομητηρίου ως δανείστρια της κληρονομιάς στην οποία αίτηση μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι η αμετάκλητη απόφαση 1971/2004 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ότι έχει απαίτηση δυνάμει της ως άνω αποφάσεως για το ποσό των 52.825 ευρώ). Επομένως ο ισχυρισμός του μηνυτή ότι: “Της εν λόγω υποθέσεως λάβαμε γνώση για πρώτη φορά την 13-10-2008 όταν και μας κοινοποιήθηκε η υπ’ αριθ. 1971/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αφού μέχρι τότε είχαμε πλήρη άγνοια της αντιδικίας που είχε δημιουργηθεί μεταξύ του δικαιοπαρόχου μας κληρονομουμένου και της α΄ αναφερομένης” δεν είναι αληθής. Σε κάθε περίπτωση το έγγραφο της δικογραφίας, με το οποίο γνωστοποιείται η συγκρότηση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου (βλ.σχετ) του Ι.Ν είναι ενδεικτικό ότι, ενδεχομένως, να ανέμεναν τη συγκρότηση για να ενεργήσουν, χωρίς όμως αυτό να οδηγεί αναπότρεπτα στο γεγονός ότι επιτρέπεται διαστρέβλωση της αλήθειας.

2)Είναι λοιπόν δύσκολο να γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός του μηνυτή (με τον όρο μηνυτής θα εννοείται πάντα ο εφημέριος …………, ως εκπρόσωπος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου). Αφού εκτός των άλλων, που αναφέρθηκαν αμέσως παραπάνω, πληροφορήθηκαν την ύπαρξη των δύο διαθηκών του θανόντος για τη δωρεά στον Ι.Ν.Αγ.Βασιλείου της οικίας του. Προέβησαν έστω και καθυστερημένα στη δημοσίευση της διαθήκης (βλ.σχετικά). Το κείμενο της διαθήκης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ……….. είχε στενή επαφή με τον Ι.Ν, αλλά και ο ίδιος ο …… υποστηρίζει ότι είχε τακτική επαφή με τον διαθέτη. Έτσι είναι ελάχιστα πιθανό ότι δεν είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη της αντιδικίας, ότι ο ίδιος ο διαθέτης δεν θα τους είχε εκμυστηρευτεί την αντιδικία με τους προσφεύγοντες κατηγορουμένους. Άλλωστε σε αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπονοείται κάποια αντίφαση: γνωρίζουν όλο το ιστορικό της υπόθεσης – αντιδικίας, αλλά δεν έχουν λάβει γνώση των εγγράφων. Εκφράζει ο μηνυτής της εικασία ότι η επίδοση των δικογράφων θα έγινε σε κάποιον που θα βρέθηκε την ημέρα εκείνη στο σπίτι του, ο οποίος και θα την παρέλαβε, αλλά αποσιωπά το εύλογο ερώτημα, πως είναι δυνατόν ο καλής πνευματικής υγείας διαθέτης να άκουσε το κουδούνι της πόρτας, να είδε τον “επισκέπτη του”, που πήγε να ανοίξει, αλλά μετά δεν ενδιαφέρθηκε να πληροφορηθεί ποιος ήταν και τι ήθελε, υπόθεση η οποία και ως τέτοια ακόμη εγγίζει τα όρια του παράλογου.

3)Υποστήριξε επίσης ο ……… ότι ο διαθέτης “δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο με την πρώτη προσφεύγουσα λόγω αγνοίας” (βλ. Μήνυση σελ. 2) α) όπως εκθέσαμε αυτός γνώριζε, αφού του είχαν κοινοποιηθεί όλα τα δικόγραφα, β)ο μάρτυρας έκανε λόγο “περί αγνοίας” ,επομένως δεν επρόκειτο για λάθος, ότι δηλαδή εννοούσε “λόγω ανοίας”. Σε κάθε περίπτωση ούτε αυτή η εκδοχή θα ήταν βάσιμη, αφού ο ίδιος μάρτυρας υπεραμύνθηκε της καλής πνευματικής υγείας του διαθέτη, άλλωστε και αυτή η εκδοχή δεν είναι λογική.

4)Οι μάρτυρες που κατέθεσαν έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους και ειδικότερα: α)ο ίδιος ο μηνυτής αρχικά αμφισβήτησε τη γνησιότητα της απόδειξης του θανόντα ……….., χωρίς όμως να είναι βέβαιος περί της γνησιότητάς της και γι’ αυτό ζήτησε τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, β)Επειδή όμως ενδέχεται να είναι γνήσια η απόδειξη αποδέχεται και αυτό το ενδεχόμενο και ισχυρίζεται ότι τότε ο θανών δεν γνώρισε τι υπέγραφε, ερχόμενος σε αντίφαση με τον αρχικό του ισχυρισμό ότι ο διαθέτης ήταν σε καλή πνευματική υγεία όπως άλλωστε έρχεται σε αντίφαση και με το μάρτυρα …………. ο οποίος το επιβεβαιώνει (βλ.σχετικές). Ο μάρτυρας ………. κατέθεσε ότι συζητούσε με τον θανόντα, ο οποίος του είχε εμπιστοσύνη διότι “είχαμε καθημερινή επαφή, αφού ασχολιόμουνα εγώ προσωπικά να παίρνει τα φάρμακά του” κτλ. Τον ισχυρισμό όμως αυτό αντικρούει ο μάρτυρας ………, ο οποίος υποστήριξε ότι γνώριζε τον θανόντα και την τελευταία δεκαετία προ του θανάτου του τον φρόντιζε (“τον περιποιείτο”) ο ……. (βλ.σχετικές). Επομένως η μαρτυρία …. δεν είναι αληθής (άλλωστε και οι κατηγορούμενοι – προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι ο …. των φρόντιζε), ούτε βέβαια και η μαρτυρία ….. ότι του έδινε τα φάρμακά του. Εκτός και αν οι μάρτυρες επιχειρούν να μας πείσουν ότι άλλος του έδινε τα φάρμακα και άλλος τον φρόντιζε, γεγονός καθόλου πειστικό, αφού “τεμαχίζει” την έννοια της φροντίδας σε πολλά επιμέρους θέματα, ανάλογα με το πως είναι το συμφέρον της στιγμής.

5)Κατά τον μηνυτή ο θανών είχε το συγκεκριμένο ακίνητο (επίδικο) ενώ δεν είχε άλλη περιουσία. Εντούτοις προκύπτει ότι ο θανών διέθετε και άλλα δύο ακίνητα στην οδό …… από τα οποία εισέπραττε ενοίκια, προσκομίστηκαν μάλιστα σχετικές αποδείξεις είσπραξης, όπως επίσης και η φορολογική το δήλωση, στην οποία είχε περιλάβει και τα δύο ακίνητα της οδού ……. (βλ.σχετικές). Εν ολίγοις οι ισχυρισμοί του μηνυτή καταρρέουν ο ένας μετά τον άλλο. Σε κάθε περίπτωση ο  μηνυτής υποστήριξε ορισμένα γεγονότα τα οποία δεν ήταν αληθή, αλλά απέφυγε να εξηγήσει για παράδειγμα το λόγο της διπλής διαθήκης του θανόντος, με την οποία δώρισε την οικία του προς τον Ι.Ν, καθώς επίσης και την αιτία της καθυστέρησης του Ι.Ν.Αγ.Βασιλείου να προβεί στη δημοσίευση της διαθήκης.

6)Ο ίδιος πάντα μηνυτής στο σελ.4 της μήνυσής του ισχυρίστηκε ότι κανένας εχέφρων άνθρωπος δεν θα έδινε σχεδόν όλο το τίμημα για την αγορά ενός ακινήτου χωρίς τη σύνταξη προσυμφώνου, ή χωρίς μάρτυρες, προχώρησε δε και στον συμπληρωματικό ισχυρισμό ότι οι κατηγορούμενοι – προσφεύγοντες, γνωρίζονταν ότι ο ………… ήταν μόνος χωρίς συγγενείς προέβησαν στη συγκεκριμένη μεθόδευση. Ο τελευταίος ισχυρισμός είναι απλώς ανεπίτρεπτος ηθικά, διότι αφήνει αναπόδεικτες αιχμές κατά των κατηγορουμένων. Ο πρώτος όμως αντιφάσκει προς όλα όσα ο ίδιος και οι μάρτυρες που πρότεινε κατέθεσαν, ότι δηλαδή ο θανών ήταν καλός άνθρωπος και έντιμος. Με έναν τέτοιο άνθρωπο συναλλάχθηκαν οι κατηγορούμενοι και πίστευαν ότι δεν χρειαζόταν να γίνει συμβολαιογραφικό προσύμφωνο και ενδεχομένως ακόμα πιστεύουν ότι ο θανών θα είχε τηρήσει το λόγο του, αν δεν μεσολαβούσαν άγνωστα και μη ρητά προσδιοριζόμενα περιστατικά.

7)Εντέλει είναι σαφές ότι οι ισχυρισμοί του μηνυτή κατέρρευσαν ο ένας μετά τον άλλο, είτε ερχόμενοι σε αντίφαση με όσα υποστήριξαν οι μάρτυρες που πρότεινε, είτε αναδεικνύοντας μιαν εσωτερική αντίφαση με όσα είχε υποστηρίξει σε άλλο σημείο. Συνεκτιμώμενα δε εκείνα τα οποία υποστηρίχτηκαν από τους μηνυτή και μάρτυρες οδηγούν σε μη εύλογο ερώτημα πως είναι δυνατόν ο ……….. να αδιαφόρησε για την σε βάρος του αγωγή και, ενώ είχε τόσους ανθρώπους που τον “φρόντιζαν” ή τον περιποιούνταν – προς τους οποίους μάλιστα είχε εμπιστοσύνη και τους εκμυστηρεύοταν τα πάντα – να μην τους έχει πει το παραμικρό για το ποσό που επιδίκασε σε βάρος το Δικαστήριο».

Από τα προεκτεθέντα δεν προέκυψαν παντάπασιν ενδείξεις ενοχής σε βάρος των προσφευγόντων κατηγορουμένων και θα πρέπει κατά συνέπεια να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες προσφυγές και στην ουσία τους και να εισαχθεί η υπόθεση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά.

Το τελευταίο, Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά, μετά την εισαγωγή σε αυτό, με πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, με το υπ’ αριθμ. …../2009 βούλευμά του, κατά του οποίου δεν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο από κανένα (βλ.υπ’ αριθ. ………/25.9.2009 Βεβαίωση της Γραμματέα Πρωτοδικείου Πειραιά), έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων: 1)………. και 2)………… για: α)ψευδορκία μάρτυρα (ο δεύτερος), β)ηθική αυτουργία σε αυτήν (η πρώτη), γ)απάτη ενώπιον του Δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (η πρώτη) και δ)άμεση συνέργεια στην παραπάνω πράξη (ο δεύτερος), πράξεις που φέρεται ότι τελέστηκαν από αυτούς στον Πειραιά στις 24.3.2004”. Η ποινική δικογραφία για τις πράξεις της πλαστογραφίας και της ηθικής αυτουργίας σε αυτή (ΑΒΜ……..και ΕΓ ……. που συσχετίστηκε με την με στοιχεία Α.Β.Μ …… και ΕΓ…….. ποινική ανακριτική δικογραφία) τέθηκε στο αρχείο κατ’ άρθρο 110 του Ν. 4055/2012 στις 15-4-2013 (βλ.το ΔΥ/11.9.2013 πιστοποιητικό πορείας του Γραμματέα Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά). Περαιτέρω  η Δικαστική Γραφολόγος ……….. στην υπ’ αριθμ. ……../2019 Έκθεση Γραφολογικής Πραγματογνωμοσύνης ως προς τα τιθέντα ερωτήματα, “1.Στην από 16.2.2002 Χειρόγραφη Απόδειξη Υπεύθυνη Δήλωση η υπό έλεγχο γραμματικού τύπο υπογραφή ως “…………..” , κάτω από την ένδειξη “Ο-Η Δηλ….” φέρει όλα τα γενικά και ειδικά γραφολογικά χαρακτηριστικά των γνήσιων γραμματικού τύπου υπογραφών του ανωτέρω που χαρακτηρίστηκαν ως αυθεντικές. Σύμφωνα λοιπόν με τα ευρήματα η υπό έλεγχο υπογραφή τέθηκε από τον ……… και είναι καθόλα γνήσια………2)Στην υπ’ αριθ. ……../5.3.2001 Έκθεση Επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς κ……….., η φερόμενη ως υπογραφή μικτού τύπου, κάτω από  την ένδειξη “Ο Παραλαβών” δεν συνδέεται γραφολογικά με τις………..γνήσιες γραμματικού τύπου υπογραφές του ……. και τη γραφή του και συνεπώς η υπογραφή αυτή δεν τέθηκε από τον ίδιο αλλά από άλλο πρόσωπο……………3)Στις υπ’ αριθ. …./11.2.2003 και ……/7.9.2004 Εκθέσεις Επίδοσης του δικαστικού επιμελητή………….……οι υπογραφές αυτές……..δεν τέθηκαν από τον ……. ., αλλά από άλλο πρόσωπο (που προφανώς ήταν της εμπιστοσύνης του ανωτέρω) και που διεκπεραίωνε τις υποθέσεις του …..………..το πρόσωπο που υπέγραψε, τόσο τις δύο επίδικες Εκθέσεις Επίδοσης όσο και τις τρεις αποδείξεις ενοικίων και την από 10.7.2003 Απόδειξη Είσπραξης της ΕΤΕ, δεν ήταν ο …….. αλλά……προφανώς ήταν της εμπιστοσύνης του ………. που διεκπεραίωνε ενιότε τις υποθέσεις του και έθετε ως υπογραφή έναν απλούστατο υπογραφικό σχηματισμό”. Τα ως άνω πραγματικά περιστατικά ενισχύονται και από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων του εκκαλούντος ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά, 1)……… (19.12.2008) “Ήμουν μέχρι ο 2007………ταμίας, επίτροπος και ψάλτης του Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, του οποίου ενορίτης και γείτονας ήταν ο …………, τον οποίο γνώριζα προσωπικά…..Ήταν διανοητικά υγιής, σοβαρός και έντιμος άνθρωπος σε καλή οικονομική κατάσταση. Είχε ένα σπίτι (το επίμαχο) στο οποίο κατοικούσε και εισέπραττε πλην της συντάξεώς του, ενοίκια από κατάστημα του ισογείου της οικίας του και δύο γραφεία. Τα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του τον περιποιείτο ο ………….., ο οποίος διαχειρίζετο τα ου οίκου του όπως π.χ εισέπραττε τη σύνταξή του, τα εισοδήματά του ,του πλήρωνε λογαριασμούς και ήταν, το δεύτερο όνομα σε κοινό λογαριασμό Τραπέζης με τον ………., 2)………. (21.1.2010) “Ήμουν πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου Πειραιά, μέχρι το χρονικό διάστημα 1999 μέχρι την αντικατάστασή του……..Γνώριζα……τον ……….….Επρόκειτο για έντιμο, αξιοπρεπές και οικονομικά αυτάρκες άτομο…….Ο…………….……….τον φρόντιζε και τον εκπροσωπούσε σε κάθε ενέργειά του…….μας είχε επιδείξει αντίγραφο του σχετικού γενικού πληρεξουσίου……με…….αυτό…..έδινε εντολή και πληρεξουσιότητα στον ……………να εισπράττει τη σύνταξή του, ενοίκια, να υπογράφει συμβόλαια πώλησης κλπ……..”, 3)………….. (………../2009 Ένορκη Βεβαίωση Ειρηνοδικείου Πειραιά) “Από το 2000 έως 2007 ήμουν επίτροπος του Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου Πειραιώς. Ο ………… και ο ……….., τον οποίο ο ………. είχε διορίσει πληρεξούσιο για κάθε συναλλαγή του ως  επίσης και συνδικαιούχο σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό…..”.Ακολούθως η ……….. (βλ.ταυτάριθμα με την  εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης), μάρτυρας του τρίτου εφεσιβλήτου, κατέθεσε με πειστικότητα, αξιοπιστία και γνώση των πραγματικών περιστατικών “……….Εγώ συνόδευσα τον σύζυγό μου στις επιδόσεις αυτές με την ιδιότητα του μάρτυρα. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι χτύπησε την πόρτα, δήλωσε ο σύζυγός μου την ιδιότητά του όπως κάνει συνήθως, ρώτησε αν είναι ο κύριος τάδε στον οποίο θα έκανε την επίδοση, κατέβηκε ο κύριος, του εξήγησε τι αφορούν τα δικόγραφα τα οποία θα του επέδιδε, “καλά, καλά εντάξει” είπε, υπέγραψε ο κύριος και αυτό ήταν …….Η ………..……το μόνο ξέρω, ότι είχε πάρει το αρχείο της,……..το ανέθεσε το δικαστήριο στο σύζυγό μου………γιατί σκοτώθηκε……τον πήραν από την Εκκλησία και του ζήτησαν από το αρχείο του να δώσει  τις εκθέσεις επίδοσης………..τα έδωσε……..το 2011 νομίζω. Και αυτά είχαν γίνει το 2003-2004…..Εγώ τον είδα ότι υπέγραψε……Εγώ με τα μάτια του τον είδα να υπογράψει”.

Από την συνεκτίμηση όλων των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων αποδείχθηκε ότι, ο ………….., ο οποίος είχε γεννηθεί το έτος 2013, είχε, κατά τον επίδικο χρόνο αλλά και έως του επισυμβάντος την 27.9.2005 θάνατό του, πνευματική υγεία και ικανότητα διαχείρισης και επικερδούς εκμετάλλευσης των περιουσιακών του στοιχείων, με την αναγκαία και απαραίτητη συνδρομή, λόγω της ηλικίας του, του στενού του φίλου …………, που είχε την εξουσία επιχείρησης στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου (………) νομικών πράξεων (Α. 211, 216, 217). Ο ……….., προς απόδειξη, της από 15.2.2001 άτυπης κατάρτισης προσυμφώνου πώλησης με την ………. δυνάμει του οποίου ανέλαβε την υποχρέωση μεταβίβασης του ανωτέρω περιγραφομένου επίδικου ακινήτου κυριότητας, νομής και κατοχής του, αντί συνολικού τιμήματος εκ 25.000.000 δρχ (ήδη 73.367,57 ευρώ), έναντι προκαταβολής του ποσού των 18.000.000 δρχ (ήδη 52.825 ευρώ), ως τίμημα και αρραβώνας σε περίπτωση μη εκπλήρωσης αυτής (οριστικής σύμβασης) εντός μιας εβδομάδας από τον ως άνω χρόνο σύναψης, συνέταξε την από 16.2.2001 απόδειξη – υπεύθυνη δήλωση η οποία έχει την ιδιόχειρη και γνήσια αυτού υπογραφή. Επομένως το εν λόγω ιδιωτικό έγγραφο αποδεικνύει πλήρως ότι η δήλωση προέρχεται  από τον εκδότη του εγγράφου και ότι είναι αληθής κατά το περιεχόμενό της, ήτοι του προσυμφώνου πώλησης του επίδικου ακινήτου, του ορισθέντος τιμήματος των 52.825 ευρώ (18.000.000 δρχ) και της αρραβωνικής σύμβασης, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε.  Η κατάρτιση της ως άνω σύμβασης του προσυμφώνου πώλησης και της αρραβωνικής σύμβασης, ενισχύεται και από την αληθή κατάθεση του ……… (βλ.ταυτάριθμα με την υπ’ αριθ. 1971/2004 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) (δευτέρου εναγομένου ήδη δεύτερου εφεσίβλητου) “Είμαι σύζυγος της κυρίας ………. και τον Φεβρουάριο του 2001, 15/2 ήρθαμε σε επαφή με τον κύριο εναγόμενο και συμφωνήσαμε να μας πουλήσει μια παλιά οικία που βρίσκεται στον οδό …….. αντί του τιμήματος των 25.000.000 δρχ .Αφού έγινε η συμφωνία απαίτησε ως αρραβώνα….μέσα στην επόμενη εβδομάδα θα γίνουν όλα τα συμβόλαια του σπιτιού. Είχαμε συμφωνήσει ότι αυτό είναι ως αρραβώνας…Ήταν φίλος και πελάτης στο κατάστημά μας….Ήταν μεγάλο περισσότερο για να δεσμευθούμε και ο ένας να μην υπαναχωρήσει και ο άλλος να μην μετανιώσει……”, χωρίς να αμφισβητούνται ειδικά και συγκεκριμένα και να αντικρούονται από αντίθετα πραγματικά περιστατικά. Συνεπεία της υπαίτιας υπαναχώρησης από την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, η …………, προς διάγνωση και διεκδίκηση των αξιώσεων που απορρέουν από την άνω έννομη σχέση, άσκησε την από 5.3.2001 αγωγή  της εναντίον του ………., την οποία κοινοποίησε αρχικά με την υπ’ αριθ. ………./5.3.2001 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά ……….., για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο την 20.3.2002, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, και κατά συνέπεια δεν υπήρξε πραγματική έναρξη της συζήτησης που ματαιώθηκε (Κ.Πολ.Δ 281,260). Η πραγματική έναρξη και η πρώτη συζήτηση της υπόθεσης πραγματοποιήθηκε στις 24.3.2004 δικάσιμος για την οποία ο εναγόμενος, ……., κλήθηκε να παραστεί, με την υπ’ αριθ. …../11.2.2003 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά, ……., πλην όμως δεν παρέστη ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ωστόσο, αυτός (…………) κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, να παραστεί κατά την ανωτέρω δικάσιμο, την οποία γνώριζε από τον χρόνο της επιδόσεως (11.2.2003) αφού παρέλαβε αυτή (έκθεση επιδόσεως με την οποία επαναφέρονταν νομίμως η αγωγή προς συζήτηση με την από 27.11.2002 κλήση της καλούσας – ενάγουσας), στο όνομά του και για λογαριασμό του με τη γνώση και τη  συναίνεσή του ο άμεσος αντιπρόσωπός του, κατά τον επίδικο χρόνο, …………, ενεργώντας στα πλαίσια της εκπροσωπευτικής του εξουσίας. Επομένως, η δίκη διεξήχθη κατά προσώπου υπαρκτού, το οποίο είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αρ. 1971/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δεδομένου ότι με την επίδοση της από 27.11.2002 κλήσης επαναφοράς προς συζήτηση της από 5.3.2001 αγωγής (αριθ.καταθ. …../2001) έχει ολοκληρωθεί υποκειμενικώς η έννομη σχέση της δίκης στην οποία κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία πρέπει κατ’ ανάγκη να μετέχουν δύο διάδικοι, τελούντες σε αντιδικία (Εφ.Αθ. 4638/1994 ΝΟΜΟΣ, Ελλ.Δνη 1995 (36).1587). Επομένως, η υπ’ αριθ. 1971/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά είναι υπαρκτή και δημιουργεί δεδικασμένο και εκτελεστότητα έναντι του διαδίκου-εναγομένου στη δίκη αυτή (………….) – υποκειμένου της έννομης σχέσης, στον οποίο επιδόθηκε ,νομίμως τόσο το αντίγραφο της άνω κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 24.3.2004 ως προεκτέθηκε ,όσο και αντίγραφο της  υπ’ αριθ. 1971/2004 απόφασης, με την υπ’ αριθ. …………/17.9.2004 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………, την οποία παρέλαβε, με την γνώση και τη συναίνεσή του, στο όνομα και για λογαριασμό του στα πλαίσια της εκπροσωπευτικής εξουσίας του ο ως άνω άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά της απόφασης αυτής ο ……… δεν άσκησε ένδικα μέσα, καθόσον είχε την βούληση, όπως, δήλωσε, διαβεβαίωσε στη πρωτη και δεύτερο των εναγομένων της υπό κρίση αγωγής, να τους καταβάλει το επιδικασθέν ποσό με την υπ’ αριθ. 1971/2004, με την οποία κρίθηκε ότι υποχρεούται να αποδώσει, ως αρραβώνα, το ποσό των 18.000.000 δρχ (52.825 ευρώ) και όχι το διπλάσιο που ζητούσε η ενάγουσα της από 5.3.2001 αγωγής, που αποτέλεσε την αιτία της διαφωνίας τους και την προσφυγή την δικαστική διεκδίκηση του “………Εμείς απαιτήσαμε ,λόγω του ότι είχε γίνει συμφωνία εκείνη τη στιγμή και τον αρραβώνα εις διπλούν όπως γίνονται σε αυτές τις περιπτώσεις…..Οφείλει τα χρήματα αλλά δεν δέχεται ότι έχει συμφωνηθεί να καταβάλλει το διπλάσιο….Ναι……(βλ……….., Πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της υπ’ αρ. 1971/2004 απόφασης). Πλην όμως, την εξόφληση του άνω επιδικασθέντος ποσού, την είχε εξαρτήσει από τη λήψη τιμήματος πώλησης άλλων ακινήτων ιδιοκτησίας του στο Νέο Κόσμο Αττικής, που δεν προέκυψε από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία ότι έλαβε έως την ημέρα του θανάτου του (25.9.2005) και κατά συνέπεια παρά την βούληση του (………) δεν επιτεύχθηκε η εξόφληση του ως άνω ποσού μέχρι την 25.9.2005, που αναγνώριζε ως οφειλόμενο. Όλα δε τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά της έννομης σχέσης που συνέδεε τον ……… με τη …………. και της δικαστικής εξόφλησης αυτής, τα γνώριζε το εκκαλούν ΝΠΔΔ “Ιερός Ναός Αγίου Βασιλείου Πειραιώς”, λόγω της στενής σχέσης που διατηρούσαν τα μέλη του εκκλησιαστικού συμβουλίου με τον αποβιώσαντα – κληρονομούμενο, και μάλιστα σε χρόνο προγενέστερο από την 28.2.2008 (κοινοποίηση αιτήσεως έκδοσης κληρονομητηρίου της ……….., ως δανείστριας της κληρονομίας), όπως τούτο σαφώς και πλήρως συνάγεται από όλα τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να δύναται να επιστηριχθεί αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του εκκαλούντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (………….), η οποία κρίνει μη πειστική και με έλλειψη γνώση όλων των προαναφερομένων πραγματικών περιστατικών.

Ενόψει ότι, από τη προσήκουσα συνεκτίμηση και αξιολόγηση του συνόλου των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, αποδείχθηκε η ύπαρξη της από 15.2.2001 έννομης σχέσης του προσυμφώνου πώλησης του περιγραφομένου επιδίκου ακινήτου κυριότητας του ……… και της αρραβωνικής σύμβασης, η οποία αποδεικνύεται από την από 16.2.2001 υπεύθυνη δήλωση – Απόδειξη του ………, που φέρει την ιδιόχειρη – γνήσια υπογραφή του καθώς και η ύπαρξη και το κύρος της υπ’ αρ. 1971/2004 αμετάκλητης ήδη απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στην οποία είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου ο ………. – ως εναγόμενος, και της οποίας αυτός είχε λάβει γνώση, κατά τα προεκτεθέντα, χωρίς να δύναται να συναχθεί αντίθετη κρίση από κανένα από αυτά (αποδεικτικά στοιχεία), πρέπει η υπό κρίση από 29.4.2011 (αριθ.καταθ. ………./2011) αγωγή να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (που υποβλήθηκε παραδεκτά και είναι παραδεκτή και νόμιμη Κ.Πολ.Δ 914) είναι αβάσιμο και απορριπτέο, καθόσον δεν συντρέχει η προϋπόθεση ,ήτοι της παραδοχής της υπό κρίση έφεσης και ακολούθως της εξαφάνισης της απόφασης που εκτελέστηκε (1971/2004) (Ολ ΑΠ 5/2001), που αποτελεί γενεσιουργό λόγο της εναντίον του απαίτησης. Η δικαστική δαπάνη των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί στο εκκαλούν ΝΠΔΔ “Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου Πειραιώς”, κατόπιν αιτήματος των εφεσιβλήτων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, λαμβανομένου υπόψη, ότι με την υπ’ αρ. 97/2016 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η από 17.6.2014 (αρ.καταθ. ……./2014) έφεση κατά της  υπ’ αριθ. 2368/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ ουσίαν, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πλην της διάταξης με την οποία κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση της αγωγής, μεταξύ του ενάγοντος και της τρίτης των εναγομένων (………..) και διατάχθηκε η απόδοση στους εκκαλούντες των παραβόλων, και κρατήθηκε η υπόθεση και δικάζεται η από 29.4.2011 (αρ.καταθ. …../2011) αγωγή (βλ.και 396/2018 εν μέρει οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 1.7.2020 (αριθ.καταθ. ……./2020) κλήση ως προς το Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία “Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς”.

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Κρατεί και δικάζει επί της από 29.4.2011 (αριθ.καταθ. ……../2011) αγωγή.

Απορρίπτει την από 29.4.2011 αγωγή.

Καταδικάζει το Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία “Ιερός Ναός Αγίου Βασιλείου Πειραιώς” στη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας και την ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 6η Ιουλίου 2022  και δημοσιεύθηκε στις 29 Ιουλίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ