Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 596/2022

Αριθμός απόφασης 596/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ)

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ιωάννα Ξυλιά, Εφέτη, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Εφετείου Διοίκησης του Εφετείου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: …………., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Τραπάκογλου (AM: ………. ΔΣΑ).

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης εταιρείας ………….. που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ελευθερίου Κούμα (AM: 34319 ΔΣΑ) που κατέθεσε έγγραφο σημείωμα.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 26-09-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./26-09-2022 αίτησή της, που προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ο δεύτερος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937§1 περ. β ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 Ν 4335/2015, που κατά την § 3 του άρθρου ένατου του ίδιου νόμου εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 01-01-2016 και πριν την προσθήκη του άρθρου 938 του ίδιου κώδικα με το άρθρο 60 του Ν 4842/2021 και ισχύει κατ’ άρθρο 116 και 122 του ίδιου νόμου από 01-01-22 και για τις υποθέσεις στις οποίες η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά από την έναρξη ισχύος του, η άσκηση ένδικου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της αναγκαστικής εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού.

Με την κρινόμενη αίτησή της η αιτούσα ισχυρίζεται ότι με επίσπευση της καθ’ης, δυνάμει της από 29-11-21 επιταγής κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθ. …../2020 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που της επιδόθηκε στις 17-12-21, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. ……/23-02-02-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………, που της επιδόθηκε την 28-02-22, εκτίθεται την 05-10-22 και ώρες 10.00 – 12.00, σε αναγκαστικό πλειστηριασμό με ηλεκτρονικά μέσα η περιγραφόμενη σ’ αυτήν οικία – διαμέρισμα ιδιοκτησίας της, εμβαδού 85,25 τ.μ., που βρίσκεται στην οδό ………. στον Πειραιά, για την ικανοποίηση απαίτησής της ύψους 51.035,40 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………… Ότι με την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2022 ανακοπή της που απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά κατά της καθ’ ης, ζήτησε την ακύρωση των ανωτέρω πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της, πλην όμως με την υπ’ αριθ. 2541/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου αυτή απορρίφθηκε. Ότι κατά της απόφασης αυτής άσκησε την από 23-09-2022 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου …………/26-09-2022 έφεσή της, με την οποία ζήτησε, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή της ανακοπής της. Επικαλούμενη δε την ανεπανόρθωτη βλάβη που θα υποστεί από την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος της και βασιμότητα του ενδίκου μέσου, ζητεί να ανασταλεί ο πλειστηριασμός, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επ’ αυτής. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση, αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 937§1 περ. β’ εδ. γ’, 686 επ. ΚΠολΔ). Ασκήθηκε παραδεκτά και εμπρόθεσμα, αφού κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού στις 26.9.2022, δηλαδή τουλάχιστον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 933,937§1 περ. β’ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από τον Ν 4335/2015 και πριν την τροποποίησή τους από τον Ν 4842/2021, δεδομένου ότι η εκτελεστική διαδικασία, με την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, άρχισε μετά την 01-01-2016 και πριν την 01-01-22.

Από τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι πιθανολογήθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Επί της από 09-06-2020 αίτησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και διακριτικό τίτλο «………….», η οποία αδειοδοτήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον Ν 4354/2015, δυνάμει της υπ’ αριθ. 220/1/13-03-2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της ΤτΕ (Β880/16-03- 2017 ΦΕΚ) ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις και μη δικαιούχος διάδικος – διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», με έδρα το …… Ιρλανδίας, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 3156/2003, εκδόθηκε η με αριθ. ……/2020 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η αιτούσα υποχρεώθηκε να καταβάλει σ’ αυτήν το ποσό των 51.035,40 ευρώ, εντόκως από 20-12-2019, με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, καθώς και ποσό 1.561 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Το ανωτέρω ποσό αποτελεί απαίτηση που απέρρεε από την υπ’ αριθ. …………/30-12-2010 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου και τις πρόσθετες αυτής πράξεις τροποποίησης της αρχικής σύμβασης και αναγνώρισης / ρύθμισης της οφειλής, τηρηθέντων των αναφερόμενων σ’ αυτήν λογαριασμών που έκλεισαν και μεταφέρθηκαν σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, λόγω μη εκπλήρωσης ων υποχρεώσεών της. Η εν λόγω Διαταγή Πληρωμής με την από 29-11-2021 επιταγή προς πληρωμή της καθ’ ης, συνολικού ποσού 52.642,40 ευρώ (51.035,40 + 1.561 + 6 ευρώ για έκδοση και επικύρωση αντιγράφου + 40 ευρώ για αμοιβή σύνταξης της επιταγής), πλέον τόκων και εξόδων, επιδόθηκε από την καθ’ ης η αίτηση, όπως μετονομάστηκε από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………», στην αιτούσα στις 17-12-2021 (βλ. υπ’ αριθ. ……../17-12-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πατρών ……….). Περαιτέρω, στα πλαίσια της ανωτέρω αρξαμένης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, με επίσπευση της καθ’ ης, δυνάμει της υπ’ αριθ. …../23-02-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………., η οποία επιδόθηκε στην αιτούσα στις 29.02.2022 (βλ. υπ’ αριθ. …../29-02-22 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή), κατασχέθηκε αναγκαστικά, δυνάμει του ανωτέρω τίτλου, για ποσό 50.000 ευρώ, το δικαίωμα κυριότητας της απούσας επί μιας αυτοτελούς ανεξάρτητης διακεκριμένης οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου επιφάνειας 85,25 τ.μ., μιας οικοδομής που είναι κτισμένη σε οικόπεδο εμβαδού 119,70 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «…» ή «….» στην οδό ……….. στον Πειραιά, με ΚΑΕΚ ………….. Ο πλειστηριασμός ορίστηκε ότι θα είναι ανοικτός – πλειοδοτικός και ότι θα διεξαχθεί με ηλεκτρονικά μέσα, από τη συμβολαιογράφο Πειραιά . …… την 05-10-22 και ώρες 10.00 – 12.00. Κατά της επισπευδόμενης ως άνω εκτέλεσης η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 04-04-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/05-04-2022 ανακοπή της με την οποία ζήτησε την ακύρωση της από 29-11-2021 επιταγής και της υπ’ αριθ. …../23-02-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, εκδοθείσας της υπ’ αριθ. 2541/09-08-2022 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε. Κατά της ως άνω απόφασης η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού την από 23-09-2022 (αριθ. εκθ. καταθ. ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ………./26-09-22) έφεση, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../26-09-2022, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 05-10- 2023. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί παραδεκτά, από την ηττηθείσα στη δίκη ανακόπτουσα κατά της καθ’ ης η ανακοπή, έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο στο άρθρο 495§3 στ. Α περ. β’ παράβολο και εμπρόθεσμα, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει από τον φάκελλο της υπόθεσης επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ από τη δημοσίευσή της (09-08-2022) μέχρι την άσκηση της έφεσης (26-09-2022) δεν παρήλθε διετία (άρθρα 495§§1, 2, 496, 500, 511, 513§1 περ. β’ εδ. α, 516§1, 517 εδ. α’, 518§2 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925§1 του ΚΠολΔ, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου που αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο, οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντο αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε ανεξάρτητος και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε άλλοθεν γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούυτα τον διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά. Η παράβαση του άρθρου 925§1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας (ΑΠ 345/2006 ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η αιτούσα – εκκαλούσα παραπονείται κατά της εκκαλουμένης για κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής της, με τον οποίο επικαλέστηκε ελάττωμα της από 29-11-21 επιταγής προς εκτέλεση, διότι δεν της συγκοινοποιήθηκε με αυτήν η σύμβαση μεταβίβασης των απαιτήσεων της Τράπεζας ………… προς την «………..», η αναγγελία της εκχώρησης των σχετικών απαιτήσεων, η από 18-06-2019 σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, το ΦΕΚ από το οποίο αποδεικνύεται η σύσταση και εκπροσώπηση, καθώς και η αλλαγή της επωνυμίας της καθ’ ης, καθώς και η ανακοίνωση καταχώρισής της στο ΓΕΜΗ. Ωστόσο, από το σύνολο των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων πιθανολογήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι την από 09-06-2020 αίτηση για έκδοση της ένδικης με αριθμό …./2020 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υπέβαλε όχι η Τράπεζα ….., αλλά η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», ως μη δικαιούχος διάδικος – διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 3156/2003. Συνεπώς δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση ειδικής (ούτε καθολικής) διαδοχής του δικαιούχου που αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας από τον διάδοχο και επομένως δεν γεννάται υποχρέωση επίδοσης των νομιμοποιητικών εγγράφων του τελευταίου, κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ, αφού ο έλεγχος της νομιμοποίησης έλαβε χώρα σε προγενέστερο στάδιο και ειδικότερα αυτό της έκδοσης της Διαταγής Πληρωμής. Επιπλέον για την απόδειξη της αλλαγής της επωνυμίας της αναγραφόμενης στον εκτελεστό τίτλο δικαιούχου, με την από 29-11-2021 επιταγή της κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθ. …………/2020 Διαταγής Πληρωμής, η καθ’ ης αφενός γνωστοποίησε στην αιτούσα ότι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» και διακριτικό τίτλο «…………………» μετονομάστηκε σε «…………..», με διακριτικό τίτλο «…………», αφετέρου συγκοινοποίησε σ’ αυτήν και την υπ’ αριθ. πρωτ. …………/10-06-2020 ανακοίνωση ΓΕΜΗ από την οποία αποδείχθηκε και η ανωτέρω μεταβολή στην επωνυμία της φερόμενης ως δικαιούχου στον ανωτέρω εκτελεστό τίτλο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη έκρινε ομοίως και απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής, ορθά έκρινε και ο πρώτος λόγος έφεσης πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσει.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσής της η αιτούσα – εκκαλούσα παραπονείται για κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (995 ΚΠολΔ) και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανακοπής της ως αόριστου. Ειδικότερα με αυτόν επικαλέστηκε ακυρότητα της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος της δυνάμει της υπ’ αριθ. …../2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, διότι α) δεν επιδόθηκε εντός 5 μερών αντίγραφό της στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο / Υποθηκοφυλακείο, β) δεν κατατέθηκαν εμπροθέσμως στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, εντός 20 ημερών, τα αναφερόμενα στην §4 του άρθρου 995 έγγραφα του πλειστηριασμού, γ) εκπρόθεσμα αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του e- ΕΦΚΑ – Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων αντίγραφο της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο δεν επιδόθηκε με κανέναν τρόπο και στην ίδια. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ορισμένος και νόμιμος, ερειδόμενος στην ανωτέρω διάταξη (995 ΚΠολΔ). Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα πιθανολογήθηκε ότι αντίγραφο της υπ’ αριθ. ……./23- 02-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης επιδόθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Πειραιώς και Νήσων την ίδια μέρα (βλ. προσκομιζόμενη από την καθ’ ης υπ’ αριθ. ……/23-02-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………), ενώ την 19η ημέρα από την κατάσχεση κατατέθηκαν στην υπάλληλο του πλειστηριασμού το υπ’ αριθ. …../2020 α’ απόγραφο εκτελεστό της υπ’ αριθ. …../2020 Διαταγής Πληρωμής, η ανωτέρω υπ’ αριθ. …./17-12-21 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πατρών ……… της επιταγής προς εκτέλεση, η υπ’ αριθ. ………./23-02-2022 κατασχετήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………., οι υπ’ αριθ. ………../29-02-22 έκθεση επίδοσης του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή στην αιτούσα και ………../23-02-2022 και ………../24-02-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….. στο ως άνω Κτηματολογικό Γραφείο και στον Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης, το υπ’ αριθ. πρωτ. ………../23- 02-2022 πιστοποιητικό βαρών και το υπ’ αριθ. ………./23-02-2022 πιστοποιητικό κτηματολογικών εγγραφών αντικειμένου εγγραπτέων δικαιωμάτων του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς, 5 έγχρωμες φωτογραφίες του κατασχεμένου ακινήτου και η από 15-12-2022 έκθεση εκτίμησης της εμπορικής αξίας του (βλ. υπ’ αριθ. ……./14-03-3022 πράξη κατάθεσης εγγράφων εκτέλεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………..). Τέλος την 3η Μαρτίου 2022 επιδόθηκε απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης στον ηλεκτρονικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης e- ΕΦΚΑ (βλ. προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …./03-03-22 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………….). Συνεπώς τηρήθηκε η διαδικασία που ορίζεται από το ανωτέρω άρθρο και ο σχετικός λόγος ανακοπής, μετά από παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης και εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατ’ άρθρα 535 και 536 ΚπολΔ, που απέρριψε αυτόν ως αόριστο, πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από το άρθρο 924 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Επίσης, ούτε ο τρόπος υπολογισμού των οφειλομένων τόκων, αλλά ούτε και το ποσό αυτών χρειάζεται να αναφέρεται στην επιταγή, αφού το μεν ποσοστό του τόκου ορίζεται από το νόμο, το δε ποσό των τόκων που θα καταβληθεί, μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό βάσει του ποσοστού αυτού και του χρονικού διαστήματος που θα έχει παρέλθει μέχρι της ημερομηνίας εξόφλησης της επιταγής. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον κατά την κρίση του προκαλείται από την αοριστία της επιταγής στον οφειλέτη δικονομική βλάβη που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο παρά με την κήρυξη της ακυρότητας (βλ. ΑΠ 474/1999 ΕλλΔικ 41.80, ΑΠ 194/1995 ΕλλΔικ 37.101, ΑΠ 72/1995 ΕλλΔικ 1995.101, ΑΠ 1303/1988, ΕΕΝ 1989/660, ΕΑ 2838/2002 ΕλλΔικ 43.1460, ΕΑ 3009/2001 ΕλλΔικ 42.1372, ΕΑ 2535/1998 ΕλλΔικ 40.384, Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, έκδ. 2010, τόμος I, σελ. 464 – 465).

Με τον τρίτο λόγο της έφεσής της η αιτούσα – εκκαλούσα παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού η εκκαλουμένη απέρριψε ως αόριστο τον τρίτο λόγο ανακοπής της. Με αυτόν επικαλέστηκε ακυρότητα της από 29-11-2021 επιταγής, διότι με αυτήν επιτάσσεται να καταβάλει το ποσό των 52.642,30 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας με το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 20-12-2019 έως σήμερα και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό, χωρίς ωστόσο να προκύπτει ορισμένο ποσό κεφαλαιοποιημένων τόκων και το εφαρμοζόμενο στον ανατοκισμό επιτόκιο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, αφού ήδη σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην ανακοπή, περιέχονται στην από 29-11-21 επιταγή όλα τα απαιτούμενα κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ στοιχεία, ήτοι σύντομη αναφορά του οφειλόμενου ποσού και των εξόδων. Κατά το σκέλος που αφορά το κονδύλιο των τόκων τίθεται το σημείο έναρξης υπολογισμού των τόκων (20.12.2019), χωρίς να περιλαμβάνει ποσό τόκων στην επιταγή προς πληρωμή, ώστε να προκληθεί οιαδήποτε σύγχυση στην ανακόπτουσα. Η μη παράθεση του ποσού των τόκων, καθώς και του επιτοκίου δεν καθιστά την επιταγή αόριστη, καθώς ο υπολογισμός των τόκων υπερημερίας, θέτοντας το σημείο έναρξης του υπολογισμού τους, γίνεται βάσει του κεφαλαίου και του συμφωνηθέντος συμβατικού επιτοκίου, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στην ως άνω μείζονα σκέψη, απομένει δε η διενέργεια μαθηματικού υπολογισμού για την εξεύρεση του ποσού των τόκων υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την επομένη της καταγγελίας της συμβάσεως μέχρι την εξόφληση της επιταγής. Συνεπώς και αυτός ο λόγος ανακοπής, μετά από παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης και εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατ’ άρθρα 535 και 536 ΚΠολΔ, που απέρριψε αυτόν ως αόριστο, πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Συνεπώς, μη προταθέντος έτερου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, δεν πιθανολογήθηκε η ουσιαστική ευδοκίμηση του ασκηθέντος από την αιτούσα ενδίκου μέσου, αφού αυτή δεν θα οδηγήσει στην παραδοχή της ανακοπής της. Πρέπει επομένως, παρέλκουσας της έρευνας της πρόκλησης βλάβης στην αιτούσα από την εξακολούθηση της αναγκαστικής εκτέλεσης, να απορριφθεί η αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δικαστική δαπάνη της καθ’ ης πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της απούσας (άρθρο 84 §2 εδ. τελ. Ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα κατωτέρω στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλλει σε βάρος της απούσας τη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιευθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 4 Οκτωβρίου 2022, απάντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Για τη δημοσίευση

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ