Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 79/2019

Αριθμός   79 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

    Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή,  Ελένη Τοπούζη, Εφέτη και από την Γραμματέα, Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Η από 1.2.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …..έφεση, κατά της με αριθμό 1344/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  το οποίο δίκασε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί ανακοπής και πρόσθετο λόγο αυτής  κατά διαταγής πληρωμής ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, αφού για το παραδεκτό της συζήτησης της   έφεσης, έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το νόμιμο παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την από 29.1.2013 και με αριθμό καταθέσεως …..ανακοπή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  ζήτησαν, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. ……… διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν αυτοί (ανακόπτοντες) να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 90.497,19 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, ως κατάλοιπο του κλεισθέντος λογαριασμού συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού δανείου και των πρόσθετων τροποποιητικών πράξεων αυτής,  που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ ης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας  και της εταιρίας «………»,  υπέρ της οποίας εγγυήθηκαν οι ανακόπτοντες. Στη συνέχεια, οι ίδιοι ως άνω ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι, με το από 17.3.2014 και με αριθμό καταθέσεως ……. δικόγραφο προσθέτου λόγου ανακοπής, ζήτησαν να ακυρωθεί η ως άνω διαταγή πληρωμής και για τον αναφερόμενο στο ως άνω δικόγραφο πρόσθετο λόγο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη ως άνω απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την ανακοπή και τον πρόσθετο λόγο της ανακοπής, απέρριψε αυτές, επικυρώνοντας την προσβαλλομένη υπ΄αριθμ. …… διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.  Κατά της απόφασης αυτής  παραπονούνται με την παρούσα έφεσή τους οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες  για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου  από το πρωτοδίκως δικάσαν Δικαστήριο και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή των  ως άνω δικογράφων ως βασίμων στην ουσία τους.

Ι. Σύμφωνα  με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2251/1994 «προστασία καταναλωτών», όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το Ν 3587/2007, Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ), είναι οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων. Περαιτέρω, στις παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου το μεν διατυπώνεται η γενική ρήτρα απαγόρευσης της συνομολόγησης καταχρηστικών ΓΟΣ, το δε παρατίθεται ένας ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών ΓΟΣ. Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ για την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, οι άνω διατάξεις ενσωματώνουν κατ` ανάγκην και το πνεύμα του άρθρου 19 ΕισΝΑΚ  που ορίζει ότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ εφαρμόζεται και σε γεγονότα και σχέσεις προγενέστερες από την εισαγωγή του ΑΚ. Με βάση την συναγόμενη από τη διάταξη αυτή γενική αρχή διαχρονικού δικαίου, προκύπτει, ότι η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, επί ατομικών διαφορών, κρίνεται σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, όχι κατά το χρόνο της αρχικής διατύπωσής του ή της κατάρτισης της συγκεκριμένης σύμβασης, αλλά κατά το χρόνο που, κατά τη διάρκεια της σύμβασης, ανακύπτει το πρόβλημα, το οποίο οδηγεί στη χρήση (επίκληση) αυτού από τον προμηθευτή (ΑΠ Ολ 15/2007). Κατά λογική αναγκαιότητα, και προς το σκοπό ομοιόμορφης νομικής μεταχείρισης ομοίων πραγμάτων, η ιδιότητα του καταναλωτή πρέπει να κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση (επίκληση) του καταχρηστικού ΓΟΣ από τον προμηθευτή. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994 «προστασία καταναλωτών», όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν 3587/2007, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Η θεσπισθείσα με τον άνω νόμο έννοια του καταναλωτή διηύρυνε τον κύκλο των προσώπων στα οποία παρέχεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε, και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας υπ’ αριθμ. 1961/1991 νόμος. Τούτο δε, διότι σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β` της Οδηγίας «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες», ενώ σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του προϊσχύσαντος νόμου 1961/1991 «καταναλωτής είναι κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλλαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών». Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του Ν 2251/1994 που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009, ΑΠ 16/2009, ΑΠ 989/2004, δημοσιευμένες στη Νόμος). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η παραπάνω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν 2251/1994 αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ` αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Η διεύρυνση δε αυτή δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυτής, που ορίζει ότι: «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή», επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν απαγορεύει σ` αυτόν τη θέσπιση όμοιας προστασίας κατά των καταχρηστικών ΓΟΣ και υπέρ προσώπων που δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 2β της άνω οδηγίας. Έτσι, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του καταναλωτή στην παραπάνω, ελάχιστης εναρμόνισης, οδηγία, δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εγχώριας ρύθμισης, αφού πρόθεσή του (κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να διατυπώσει με τη συγκεκριμένη οδηγία κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α΄ του Ν.2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του Ν 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του Ν. 2251/1994 με το Ν 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ` άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης-δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ίδιας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ίδιου παραπάνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητά στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ενόψει των εκτεθέντων: Α) Ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέκτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α του Ν 2251/1994 Β) Ο εγγυητής υπέρ τέτοιου δανειολήπτη και ιδίως αυτός που εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (παραιτούμενος των ενστάσεων), ο οποίος δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης (ΑΠ Ολ 15/2013). Επιπρόσθετα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 632 παρ. 1 και 216 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε στην τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθού η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 1881/2014,  ΑΠ 1180/2009, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, ΕΑ 1731/2010, ΕφΘεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009.819). Στο πλαίσιο αυτό, επί προβαλλόμενης με λόγο ανακοπής, καταχρηστικότητας των γενικών όρων συναλλαγών σε σύμβαση, πρέπει να εκτίθεται το ακριβές περιεχόμενό τους, ώστε να ερευνηθεί, αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, καθώς και το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της σύμβασης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της, όπως επίσης και το εάν οι όροι επιβλήθηκαν δίχως να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας και δίχως επαρκή ενημέρωση του ανακόπτοντος (ΑΠ 350/2016, ΑΠ 15/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος). Ενόψει των ανωτέρω εύλογα απορρίπτεται λόγος ανακοπής μεμονωμένου καταναλωτή κατά εκδοθείσας σε βάρος του διαταγής πληρωμής, όταν ο λόγος αυτός στηρίζεται στην καταχρηστικότητα συγκεκριμένων γενικών όρων, χωρίς, όμως, ο ανακόπτων να διευκρινίζει αν η έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής έγινε σε εκτέλεση οποιουδήποτε από αυτούς τους καταχρηστικούς όρους ή να ισχυρίζεται ότι συνεπεία των όρων αυτών επιβαρύνθηκε ο ίδιος ουσιωδώς σε συγκεκριμένη περίπτωση και δη με εξειδίκευση, ποσοτικοποίηση και προβολή κατ’ ορισμένο τρόπο της επιβάρυνσής του αυτής. Και τούτο καθόσον το κύρος της διαταγής πληρωμής δεν πλήττεται από το λόγο και μόνο ακυρότητας τυχόν επιμέρους όρων της σύμβασης, αλλά μόνο εφόσον η ύπαρξη των όρων αυτών συνετέλεσε κατά τρόπο ουσιώδη στην έκδοση της διαταγής πληρωμής, περιάγοντας τον μεν ανακόπτοντα σε δυσμενή θέση, τον δε καθού η ανακοπή σε προνομιακή, στην οποία δεν θα είχε περιέλθει, αν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί στη σύμβαση (ΑΠ 15/2007, όπ.α).  Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής για απαίτηση από κατάλοιπο λογαριασμού, μάλιστα, για να είναι ορισμένος ο τυχόν λόγος ανακοπής, που αναφέρεται στην απαίτηση, πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας αυτού (ΑΠ 491/1994,  ΕφΛαρ 317/2010, ΕφΘεσ 317/2009, ΕφΘεσ 794/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος). Αόριστος, συνεπώς θα είναι ο λόγος ανακοπής περί καταχρηστικότητας συγκεκριμένων όρων σε δανειακή σύμβαση, εάν δεν αναφέρεται στο δικόγραφο κατά πόσο επηρεάζονται επιμέρους χρεώσεις, που αναγράφονται στον τηρηθέντα σχετικώς λογαριασμό και ποιο θα ήταν το οφειλόμενο ποσό, εάν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί (πρβλ. ΑΠ 1313/2007 ΕλλΔνη 2008. 1651, ΕφΑθ 295/2001 ΔΕΕ 2002. 544). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 2842/2000 περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ, εξάλλου, οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) που προβλέπεται σε υφιστάμενες νομικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 1103/97, αντικαθίστανται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνεται υπόψη, ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών, προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360. Το ίδιο εφαρμόζεται ως προς τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, κατόπιν της πράξης 30/14-2000 (ΦΕΚ Α` 43/00) του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, κατά την οποία, το συνολικό ποσό της υποχρεωτικής κατάθεσης κάθε πιστωτικού ιδρύματος θα τηρείται εντόκως. Οι τόκοι λογίζονται με βάση το έτος 360 ημερών. Και ναι μεν με την ΚΥΑ Φ1- 983/1991 άρθρο 14 εδ. δ΄ (ΦΕΚ Β΄ 172/1991), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 3 α΄ της ΚΥΑ ΖΙ-178/13.2.2001 (ΦΕΚ Β΄ 255/2001), οι οποίες εκδόθηκαν προς εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με την κοινοτική οδηγία 87/103/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 90/88/ΕΟΚ και τη σύσταση 97/489 της επιτροπής της ΕΕ, καθιερώνεται διάρκεια έτους 365 ημερών, 52 εβδομάδων και ίσων με αυτές 12 μηνών στην καταναλωτική πίστη (βλ. ΑΠ 430/2005, δημοσιευμένη στη Νόμος), πλην όμως η ρύθμιση αυτή αφορά τις συναλλαγές που γίνονται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής και ιδίως στις σχέσεις μεταξύ του εκδότη και κατόχου πιστωτικής κάρτας και όχι την περίπτωση αλληλόχρεων λογαριασμών και τοκοχρεωλυτικών δανείων μεταξύ εμπόρων (ΕA 1159/2012,  ΕA 227/2012, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΕΑ 1778/2010 Αρμ. 2010. 251).

ΙΙ. Εξάλλου, εν όψει του ενδοτικού χαρακτήρας των περί εγγυήσεως διατάξεων (ΑΠ 620/2015, δημοσιευμένη στη Νόμος,  ΑΠ 884/2013 ΕΕμπΔ 2014. 155), είναι έγκυρη η παραίτηση του εγγυητή από τα εκ των διατάξεων των άρθρων 852, 853, 855, 866, 867 και 868 του Α.Κ, δικαιώματά του, ιδία εν όψει του γεγονότος ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι απαγορευτικές, αλλά τέθηκαν προς το συμφέρον του εγγυητή (ΕφΘεσ (Μον) 473/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Και αν ακόμη έχει διατυπωθεί ως ΓΟΣ, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, είναι έγκυρη η μεταξύ του εγγυητή και της πιστώτριας συμφωνία πως ο πρώτος παραιτείται του δικαιώματος της διζήσεως, αφού με τη συμφωνία αυτή, η οποία δεν απαγορεύεται από τον νόμο, στα πλαίσια της από το άρθρο 361 Α.Κ. συμβατικής ελευθερίας, αποδέχθηκε ο εγγυητής να καταβάλει την απαίτηση, της οποίας την καταβολή εγγυήθηκε και πριν ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτου (ΑΠ 1886/2014, δημοσιευμένη στη Νόμος).

ΙΙΙ. Επιπρόσθετα,  κατά το άρθρο 862 ΑΚ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη. Με την διάταξη αυτή, τίθεται ο κανόνας της ελευθερώσεως του εγγυητού, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστού κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως δεν αποκλείεται, από ενδεχομένη παραίτηση του εκ των προτέρων από του κατ` άρθρο,855 ΑΚ δικαιώματος διζήσεως. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρος της ανωτέρω ρυθμίσεως, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζομένου με αυτή ευεργετήματος (ελευθερώσεως), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστού θα καταστεί αδύνατη από δόλο ή βαρεία αμέλεια του τελευταίου, δοθέντος ότι κατά την διάταξη του άρθρου 332 εδ.1 ΑΚ είναι άκυρη (Α.Κ. 174) κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαρεία αμέλεια (Ολ.Α.Π. 6/2000). Πταίσμα του δανειστού περί την είσπραξη της απαιτήσεως εκδηλώνεται είτε με ενέργειες-πράξεις είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Στην εγγύηση αορίστου χρόνου ειδικότερα, θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστού (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος (και αν ακόμη ο εγγυητής δεν έκαμε χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 867-868 Α.Κ.) ή υπαιτίως δεν αποδέχεται την εγκύρως προσφερομένη κυρία οφειλή ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτου ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του πρωτοφειλέτου ή παρατείνει την προθεσμία εξοφλήσεως, εν αγνοία του εγγυητού, καθίσταται δε μετά ταύτα αναξιόχρεος ή αν ο δανειστής, μολονότι μπορούσε να διενεργήσει ταμειακό έλεγχο από τον οποίο ήταν δυνατόν να αποδειχθεί αύξηση της οφειλής, παρέλειψε να προβεί σ` αυτόν. Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά του δανειστού οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εγγυητής ο οποίος για την απαλλαγή του προβάλλει ισχυρισμό ελευθερώσεώς του. Εφόσον δε  στον Αστικό Κώδικα δεν έχει περιληφθεί ορισμός της βαρείας αμέλειας, στο δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, πότε η αμέλεια φέρει τη μορφή εκείνης της βαρείας, αξιολογική κρίση η οποία υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, με βάση τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά πραγματικά περιστατικά. (ΑΠ 1886/2014 ό.π., ΑΠ 419/2013, ΑΠ 27/2010, δημοσιευμένες στη Νόμος,  ΑΠ 1112/2000 ΕΕμπΔ 2000, 489, ΕφΘεσ 413/2017, ΕφΛαρ 121/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΕφΘεσ 1078/2005 ΕΕμπΔ 2005, 526, ΕφΘεσ 117/2002 ΔΕΕ 2002, 507). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ. η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις αναδεικνύουσες, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπέρβαση, και μάλιστα προφανή, των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (Α.Π 1352/2011 ΕΕμπΔ 2012. 417,  Α.Π. 1472/2004, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΕφΘεσ 413/2017, όπ.α).

Στην προκειμένη περίπτωση oι ανακόπτοντες  με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής τους, κατά τη δέουσα εκτίμησή του, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. ………… διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά είναι ακυρωτέα, καθόσον έχει εκδοθεί καταχρηστικά σε βάρος τους, υπό την ιδιότητά τους ως εγγυητών στην υπ’ αριθμ. ……… σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου – και των προσθέτων αυτής πράξεων – που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή Τραπεζικής Εταιρίας, αφενός, ως πιστώτριας, και της μη διαδίκου Ετερόρρυθμης Εταιρίας με την επωνυμία «………..»), αφετέρου, ως πιστούχου. Συγκεκριμένα, εκθέτουν ότι ο υπ’ αριθμ. 10 όρος που υπέγραψαν για την παροχή της εγγύησής τους στην ανωτέρω σύμβαση πίστωσης και τις τροποποιητικές αυτής πράξεις, ήτοι περί της παραίτησής τους από τα δικαιώματα και τις ενστάσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 853, 855, 858, 862, 863, 866, 867, 868 και 884 ΑΚ και ειδικότερα από την ένσταση διζήσεως είναι άκυρος και καταχρηστικός ως προδιατυπωμένος Γ.Ο.Σ, δεδομένου ότι προσκρούει στις διατάξεις του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», 17, 20 και 25 του Συντάγματος και του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Ρώμης. Ο λόγος αυτός της ανακοπής,  είναι μη νόμιμος και εκ τούτου απορριπτέος, ενόψει του ότι,  κατά την προγηθείσα υπό στοιχ.ΙΙ  νομική σκέψη,  η παραίτηση των ανακοπτόντων εγγυητών, που ενόψει των προαναφερομένων στην μείζονα σκέψη της παρούσας υπό στοιχ.Ι είναι καταναλωτές, υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α του Ν 2251/1994,  εκ της εκ του άρθρου 855 του Α.Κ. ενστάσεως διζήσεως είναι απολύτως έγκυρη, όπως άνευ ετέρου έγκυρη, ομοίως κατά τα άνω, είναι και η παραίτησή τους εκ των δικαιωμάτων των άρθρων 853, 862, 863, 866, 867, 868 και 884 του ιδίου Κώδικα. Εξ άλλου, μόνο το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση ο περί παραιτήσεως των προαναφερομένων από την προστασία των άνω διατάξεων όρος ήταν προτυπωμένος στην ένδικη σύμβαση και αποτελούσε αναγκαία, για την πιστοδότρια τράπεζα, συνθήκη, ώστε να προχωρήσει στην παροχή της ενδίκου πιστώσεως στην πιστούχο εταιρεία, δεν καθιστά αφ` εαυτού και άνευ ετέρου καταχρηστική την άσκηση του ενδίκου δικαιώματος της καθ ης, όπως οι ανακόπτοντες εγγυητές ισχυρίζονται, αφού η παραίτησή τους από τις άνω ενστάσεις τους δεν συνιστά άνευ ετέρου υπέρμετρη εκμετάλλευση της οικονομικής τους θέσεως και ως εκ τούτου καταχρηστική,  την εκδοθείσα σε βάρος τους διαταγή πληρωμής, τη στιγμή που δεν επικαλούνται συγκεκριμένα περιστατικά, δυνάμενα να προσδώσουν τοιαύτη, αντίθετη στα χρηστά ήθη, μορφή.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας τον ως άνω λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, καθ ο μέρος λανθασμένα έκρινε ότι οι ανακόπτοντες δεν εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε. Για το λόγο αυτό, αφού αντικατασταθούν οι εσφαλμένες αιτιολογίες με τις παρούσες (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός  λόγος της έφεσης  (υπό στοιχ.Α1), κατ ορθή εκτίμηση αυτού ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης ανακοπής τους, κατά τη δέουσα εκτίμησή του, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. ……… διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά είναι ακυρωτέα, καθόσον έχει εκδοθεί καταχρηστικά σε βάρος τους, υπό την ιδιότητά τους ως εγγυητών στην υπ’ αριθμ. ……… σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου – και των προσθέτων αυτής πράξεων – που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή Τραπεζικής Εταιρίας, αφενός, ως πιστώτριας, και της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία «………» (πρώην «…………»), αφετέρου, ως πιστούχου. Συγκεκριμένα, εκθέτουν ότι  στο άρθρο 10, υπό στοιχείο 04 αυτού  (τελευταίο εδάφιο), που υπέγραψαν για την παροχή της εγγύησής τους στην ανωτέρω σύμβαση πίστωσης και τις τροποποιητικές αυτής πράξεις, ορίζεται ότι απαγορεύεται η ελευθέρωσή τους έστω και αν για οποιοδήποτε λόγο που βαρύνει ή μη την Τράπεζα κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή της από το δανειζόμενο,  όρος που  σαφώς προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 332 παρ.1 ΑΚ, κατά το μέρος που με αυτόν συνομολογείται η εκ των προτέρων παραίτησή τους από το ευεργέτημα της ελευθέρωσής τους από την εγγύηση και στην περίπωση, ακόμα, δόλου ή βαρειάς αμέλειας της καθ΄ ης Τράπεζας, η δε τελευταία  προτού εκδώσει την προσβαλόμενη σε βάρος τους διαταγή πληρωμής, με βάση την ιδιότητά τους ως εγγυητών, δεν επέδειξε οιαδήποτε επιμέλεια έναντι της δανειζόμενης πρωτοφειλέτριας εταιρίας για την εξασφάλισή της και την ικανοποίηση της απαίτησής της αλλά  αντίθετα  εξέδωσε σε βάρος τους αυτή, προκαλώντας τους  οικονομική και ηθική ζημία και βλάβη, λόγω της καταχωρήσεώς τους στο διατραπεζικό σύστημα «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ» ως δήθεν οικονομικά αφερέγγυων. Ο ως άνω λόγος της ανακοπής, ενόψει και των προεκτεθέντων στην υπό στοιχ.ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος, καθόσον οι ανακόπτοντες επικαλούνται τη διάταξη του άρθρου  862 ΑΚ σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 332 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, για απαλλαγή τους, χωρίς, όμως, να εκθέτουν  συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά για την συνδρομή των προϋποθέσεων της τελευταίας, ήτοι αδυναμία ικανοποίησης της καθ ης η ανακοπή δανείστριας τράπεζας από την πρωτοφειλέτρια εταιρία και η αδυναμία αυτή να  οφείλεται σε πταίσμα  της τελευταίας (καθ΄ ης) και δη σε δόλο ή βαρειά αμέλειά της. Σημειωτέον ότι  ο προβαλλόμενος στον ίδιο ως άνω λόγο ανακοπής ισχυρισμός τους  ότι η επιλογή της καθ` ης η ανακοπή να επιδιώξει την δια της εκδόσεως της ενδίκου διαταγής πληρωμής ικανοποίηση της αξιώσεώς της είναι καταχρηστική, για το λόγο ότι αυτό συνεπάγεται την καταχώρησή τους στην υπό το διακριτικό τίτλο ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ τηρούμενη παρά των τραπεζών βάση δεδομένων για ασυνεπείς συναλλασσομένους, καταχώρηση η οποία συνιστά ιδιαιτέρως επαχθή γι` αυτούς συνέπεια, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, κατά τα προαναφερόμενα στην ίδια νομική σκέψη, αφού, κατά τα προαναφερθέντα, μόνο το γεγονός ότι το εν προκειμένω δικαίωμα της αντιδίκου τους τραπέζης προς έκδοση της ενδίκου διαταγής πληρωμής επιφέρει σοβαρή σ` αυτούς βλάβη, δεν αρκεί να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας τον ως άνω λόγο ανακοπής,  έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, καθ ο μέρος λανθασμένα έκρινε ότι οι ανακόπτοντες δεν εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε. Για το λόγο αυτό, αφού αντικατασταθούν οι εσφαλμένες αιτιολογίες με τις παρούσες(άρθρ. 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης (υπό στοιχ.Α2-Α3), κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτού,  ως αβάσιμος. Εξάλλου, με το μοναδικό πρόσθετο λόγο της κρινόμενης ανακοπής τους, κατά τη δέουσα εκτίμησή του, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. ……….. διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά είναι ακυρωτέα, καθόσον είναι άκυρος ως καταχρηστικός ο υπ’ αριθμ. 2 όρος, παρ. 2.03 της επίδικης σύμβασης,  με τον οποίο ως βάση υπολογισμού των τόκων για τις ενήμερες οφειλές λαμβάνεται το έτος 360 ημερών και όχι των 365 ημερών. Έτσι, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται κατά το άρθρο 243 παρ. 3 ΑΚ, με αποτέλεσμα ο όρος αυτός να προσκρούει στην αρχή της  διαφάνειας (άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994), που επιτάσσει οι Γ.Ο.Σ να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεχτος, μεν, ως προς την ενημέρωσή του, αλλά που διαθέτει τη μέση αντίληψη κατά τον σχηματισμό της βούλησής του καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως ως προς τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με αυτό το περιεχόμενο ο οικείος λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, ενόψει και της προεκτεθείσας υπό στοιχ.Ι νομικής σκέψης, καθόσον δεν πλήττονται συγκεκριμένα κονδύλια στον εκάστοτε τηρηθέντα λογαριασμό, που αφορούν σε παρανόμως χρεωθέντες τόκους με παράθεση από τους ανακόπτοντες το μεν των παρανόμως χρεωθέντων τόκων, το δε των τόκων, που θα έπρεπε να έχουν χρεωθεί χωρίς εφαρμογή του κατά τους ισχυρισμούς τους άκυρου ως άνω όρου της σύμβασης. Εν προκειμένω, δηλαδή, δεν πρόκειται περί συλλογικής αγωγής, διά της οποίας διώκεται πχ η παράλειψη εντοπισθείσας παράνομης συμπεριφοράς, όπου ως κύριο ζήτημα ανακύπτει πράγματι η inabstracto καταχρηστικότητα τυχόν χρησιμοποιούμενου συμβατικού όρου, ανεξαρτήτως της χρήσης του σε συγκεκριμένη περίπτωση. Αντιθέτως, πρόκειται περί δίκης μεμονωμένου καταναλωτή, που επιδιώκει την ακύρωση της εκδοθείσας σε βάρος του διαταγής πληρωμής, η οποία έχει στηριχθεί σε συγκεκριμένη σύμβαση. Οι όροι της σύμβασης αυτής δεν αρκεί , κατά τα προαναφερόμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, να είναι inabstracto άκυροι για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, αλλά θα πρέπει επιπλέον να έτυχαν εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση και από την εφαρμογή των συγκεκριμένων αυτών άκυρων όρων να επήλθε αιτιωδώς συγκεκριμένη οικονομική επιβάρυνση του ανακόπτοντος, ώστε η διαταγή πληρωμής να ακυρωθεί κατά το αντίστοιχο μέρος. Σε κάθε περίπτωση, ο οικείος λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος και ως νόμω αβάσιμος. Η ένδικη σύμβαση αποτελεί κατ’ αρχάς καταναλωτική σύμβαση λόγω της ιδιότητας της τράπεζας ως προμηθεύτριας της οικείας τραπεζικής υπηρεσίας και της μεν πιστούχου εταιρίας ως τελικού αποδέκτη της οικείας τραπεζικής υπηρεσίας, των δε ανακοπτόντων ως εγγυητών για το χρέος της ανωτέρω και φέροντες για το λόγο αυτό αντίστοιχης ιδιότητας (βλ. σχετικώς ΟλΑΠ 13/2015, δημοσιευμένη στη Νόμος). Από την άλλη, ωστόσο, πλευρά δεν πρέπει να παροραθεί ότι η μεταξύ της πιστούχου και της δανείστριας τράπεζας σύμβαση αποτελεί τραπεζική συναλλαγή μεταξύ εμπόρων και δη σημαντικού οικονομικού αντικειμένου, η οποία δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που κατά τον νόμο απαγορεύεται η χρήση έτους 360 ημερών για τον υπολογισμό των τόκων. Συγκεκριμένα, η ένδικη σύμβαση δεν αποτελεί σύμβαση στεγαστικού δανείου, οπότε και απαγορεύεται η αναγραφή όρου, που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους (βλ. το Κεφάλαιο Α΄ και την παρ. 1 του άρθρου μόνου της υπ’ αριθμ. Ζ1 – 798/25-06-2008 απόφασης του Υπ. Ανάπτυξης – ΦΕΚ 1353/11-07-2008). Η τελευταία αυτή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, μάλιστα, κωδικοποιεί νομοθετικά περιπτώσεις, που κατά την παραχθείσα επί συλλογικών αγωγών νομολογία, έχει κριθεί ότι αφορούν σε άκυρους κατά τον ν. 2251/1994 γενικούς όρους συναλλαγών. Ούτε, άλλωστε, πρόκειται εν προκειμένω για συναλλαγή, που γίνεται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής και ιδίως για σχέση μεταξύ εκδότη και κατόχου πιστωτικής κάρτας (βλ. άρθρο 14 εδ. δ΄ της Φ1-983/1991 ΚΥΑ – ΦΕΚ Β΄ 172/1991, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 3 α΄ της ΚΥΑ ΖΙ-178/13.2.2001 – ΦΕΚ Β΄ 255/2001), οπότε και νομοθετικά θεσπίζεται ημερολογιακό έτος 365 ημερών σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Στα ως άνω είδη καταναλωτικών ως επί το πλείστον συμβάσεων (συμβάσεων στεγαστικού δανείου, συμβάσεων πιστωτικής κάρτας) το αίτημα προστασίας του τελικού αποδέκτη της τραπεζικής υπηρεσίας ως καταναλωτή παρίσταται ως εντονότερο και επιτακτικότερο λόγω της φύσης της σύμβασης, του προορισμού της και των αναγκών, σε κάλυψη των οποίων αποσκοπεί. Οι ειδικότερες νομοθετικές ρυθμίσεις επιβεβαιώνουν τη θεσπιζόμενη και στο άρθρο 2 του ν. 2251/1994 αρχή της διαφάνειας στην περίπτωση αυτή. Διαφορετικά, αντιθέτως, έχουν τα πράγματα στο πλαίσιο των συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού και επιχειρηματικών δανείων μεταξύ εμπόρων, ως η ένδικη σύμβαση, όπου παρά τον χαρακτηρισμό τους ως καταναλωτικών, το αίτημα διαφάνειας δεν επιτάσσει τον υπολογισμό των τόκων βάσει έτους 365 ημερών, λόγω παραπληροφόρησης σε διαφορετική περίπτωση του εμπόρου – καταναλωτή. Τέτοια, άλλωστε, θεώρηση θα ενείχε και μία αξιολογική αντινομία, στο μέτρο, που ο νομοθέτης από τη μία πλευρά θα φαινόταν ότι θεωρεί ότι ο υπολογισμός του επιτοκίου σε οιαδήποτε τραπεζική – καταναλωτική σύμβαση βάσει έτους 360 ημερών αντίκειται στην αρχή της διαφάνειας, από την άλλη, όμως, πλευρά με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 2842/2000 παραπέμπει στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών, προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, ρύθμιση που δεν έχει και μοναδικό χαρακτήρα κατά τα προεκτεθέντα στην προπαρατεθείσα ίδια ως άνω νομική σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας τον ως άνω λόγο ανακοπής,  έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, καθ ο μέρος λανθασμένα έκρινε ότι οι ανακόπτοντες δεν εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε. Για το λόγο αυτό, αφού αντικατασταθούν οι εσφαλμένες αιτιολογίες με τις παρούσες (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης (υπό στοιχ.Β1), κατ ορθή εκτίμηση αυτού, ως αβάσιμος.

Μετά ταύτα, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης, περιλαμβανόμενοι στο δικόγραφο, προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως κατ` ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων,  λόγω της ήττας τους στη δίκη(άρθρα 106,176, 183,191 παρ.2  ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενώ, λόγω της μη παραδοχής του ενδίκου μέσου, πρέπει να διαταχθεί, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του προκατατεθέντος παραβόλου, συνολικού ποσού 100 ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της με αριθμ. 1344/2016  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας,  τα οποία ορίζει σε πεντακόσια  (500) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό  (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους των εκκαλούντων, κατά την άσκηση της εφέσεώς τους με το με αριθμό ……….. παράβολο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά,  στις 5.2.2019,  απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

   Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ