Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 91/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Διάκριση κυριότητας επί πλοίου, πλοιοκτησίας και εφοπλισμού. Ο χρονοναυλωτής γυμνού πλοίου είναι εφοπλιστής, όταν έχει τον πλήρη έλεγχο της εκμετάλλευσής του. Παράλληλη προς του εφοπλιστή, αυτοτελής, προσωπική, πραγματοπαγής και εις ολόκληρον ευθύνη και του κυρίου του πλοίου για τα συμβατικά χρέη από την εκμετάλλευσή του. Διαφορετικός όμως ο νόμιμος λόγος της, με αποτέλεσμα ο κύριος να ευθύνεται περιορισμένα μόνο διά του πλοίου και μέχρι την αξία του, ενώ ο εφοπλιστής απεριόριστα, δηλαδή με ολόκληρη την περιουσία του. Αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής προμηθευτή του πλοίου κατά του κυρίου του. Η, παρά την επίκληση εφοπλισμού, εναγωγή του κυρίου, για την εκπλήρωση συμβατικού χρέους που βαρύνει το πλοίο, υπό την ιδιότητα του πλοιοκτήτη δεν καθιστά την αγωγή αόριστη και αντιφατική, αφού η μνεία της ιδιότητας αυτής, ακόμα και αν είναι εσφαλμένη ή αντιτίθεται προς τα εκτεθέντα με σαφήνεια δικαιοπαραγωγικά της ευθύνης του εναγομένου περιστατικά, αποτελεί πάντως νομικό ισχυρισμό του ενάγοντος, δε δεσμεύει το δικαστήριο, δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής κατ’ άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ και δύναται παραδεκτώς να διορθωθεί κατ’ άρθρο 224 εδαφ. β ΚΠολΔ, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά της ιστορικής βάσης της αγωγής παραμένουν ίδια και δε μεταβάλλεται το αντικείμενο της δίκης. Ορθώς κατ’ αποτέλεσμα η εκκαλουμένη έκρινε ότι δεν ήταν αόριστη η αγωγή με την οποία εκτέθηκε εφοπλισμός του πλοίου και ζητήθηκε και από τον κύριο αυτού, υπό την ιδιότητά του όμως ως πλοιοκτήτη, η εις ολόκληρον με τον εφοπλιστή εκπλήρωση συμβατικού χρέους από την εκμετάλλευσή του, εφόσον τα παραγωγικά της ευθύνης του εναγομένου ως κυρίου περιστατικά είχαν με σαφήνεια εκτεθεί στο δικόγραφό της, το οποίο σε κάθε περίπτωση παραδεκτώς διορθώθηκε με τις προτάσεις του ενάγοντος χωρίς να παραλλάξει ο επικαλούμενος νόμιμος λόγος ευθύνης. Συμπληρώνει τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης και απορρίπτει την έφεση.

 

Αριθμός       91/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα E.T.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η ένδικη από 18.7.2018 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………. και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 2935/26.6.2018 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά τη συζήτηση της από 4.5.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………. αγωγής της ήδη εφεσίβλητης κατά της ήδη εκκαλούσας και κατά της μη πλέον διαδίκου ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……….» με έδρα στη …….. ερήμην αυτής της τελευταίας και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή στο σύνολό της ως και ουσιαστικά βάσιμη, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 499, 500, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της. Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αριθμό ……….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 19.7.2018 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Τράπεζας Πειραιώς), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Με την ως άνω αγωγή της η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία αναφέρθηκε σε απαιτήσεις της συνολικού ύψους σαράντα χιλιάδων τετρακοσίων δώδεκα ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (40.412,39 €), τις οποίες διατηρούσε από την παροχή υπηρεσιών ηλεκτροδοτήσεως και υδροδοτήσεως στο επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο Α, καθώς και από την επιβολή τελών ελλιμενισμού του, για την οποία εξέδωσε τα συνημμένα στο δικόγραφό της είκοσι δύο [22] τιμολόγια, που αφορούσαν τα έτη 2013 και 2014, χρονικό διάστημα δηλαδή μεταγενέστερο της από 24.5.2012 δηλώσεως της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……..» περί εφοπλισμού, δυνάμει ναυλώσεως έως την 31η.10.2020, του πλοίου αυτού, που μέχρι τότε ανήκε στην πλοιοκτησία της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……..». Με τον ισχυρισμό δε ότι οι ένδικες απαιτήσεις της, ως προερχόμενες από τον εφοπλισμό, βαρύνουν τον πλοίο και υπό την ρητή επίκληση του άρθρου 106 ΚΙΝΔ, έστρεψε την αγωγή της κατ’ αμφοτέρων των ως άνω εταιριών, από τις οποίες ζήτησε την πληρωμή της οφειλής αυτής, υποστηρίζοντας ότι ενέχονται προς τούτο εις ολόκληρον υπό την ιδιότητά τους ως εφοπλίστριας και ως πλοιοκτήτριας του πλοίου, αντιστοίχως, μετατρέποντας αργότερα, με τις προτάσεις της, παραδεκτώς, το αρχικώς καταψηφιστικό αίτημά της σε εξ ολοκλήρου αναγνωριστικό. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η δεύτερη εναγόμενη δεν προέβαλε άλλον, αρνητικό του χρέους, ισχυρισμό, παρά μόνον υποστήριξε ότι η αγωγή έπρεπε κατά το μέρος που την αφορούσε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας και αντιφατικότητας της ιστορικής της βάσης, που παρήχθη από την επίκληση επί του ιδίου πλοίου ταυτοχρόνως πλοιοκτησίας και εφοπλισμού, η συνύπαρξη των οποίων αποκλείει την παράλληλη ευθύνης της ιδίας, φερόμενης ως πλοιοκτήτριας, ενώ η πρώτη εναγόμενη δεν κατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015 και για το λόγο αυτό ερημοδικάστηκε. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ότι «από το όλο περιεχόμενο της αγωγής» προέκυπτε «η ιδιότητα της δεύτερης εναγόμενης ως κυρίας του επίδικου πλοίου» και, αφού απέρριψε το συναφή αντίθετο ισχυρισμό αυτής, δέχθηκε στη συνέχεια την αγωγή στο σύνολό της κατ’ ουσίαν, ως ομολογημένη, από μεν την πρώτη των εναγομένων, εφοπλίστρια, λόγω του σχετικού τεκμηρίου, που συνήχθη από την απουσία της και από τη δεύτερη, επειδή αυτή δεν αμφισβήτησε τα πραγματικά περιστατικά της ιστορικής βάσης της αγωγής και, μετά από αυτά, αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων στην εις ολόκληρον καταβολή του ως άνω χρηματικού ποσού στην ενάγουσα με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, με τη μνεία στο σκεπτικό και στο διατακτικό της εκκαλουμένης ότι η κυρία του πλοίου ευθύνεται περιορισμένα δια του πλοίου και μέχρι την αξία του. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθεί ως προς αυτήν η αγωγή, επικαλούμενη με το μοναδικό λόγο της ένδικης έφεσής της ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απορρίφθηκε ο πρωτοδίκως προβληθείς ως άνω ισχυρισμός της.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – Ν. 3816/1959) προκύπτει ότι οι έννοιες της πλοιοκτησίας, της κυριότητας του πλοίου και του εφοπλισμού διακρίνονται σαφώς. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία αποχωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Πλοιοκτήτης κατά το νόμο είναι αυτός που εκμεταλλεύεται, δηλαδή ενεργεί ναυτιλιακές εργασίες με αντικείμενο την αλιεία, τη ρυμούλκηση, την παροχή επιθαλάσσιας αρωγής ή την διάσωση, την ψυχαγωγία τρίτων και τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων, με σκοπό το κέρδος, δικό του πλοίο, ενώ κύριος του πλοίου είναι εκείνος που έχει επ’ αυτού το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας κατά την έννοια του άρθρου 1000 του ΑΚ και το δικαίωμα αυτό έχει εγγραφεί στο νηολόγιο. Εφοπλιστής δε είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό πλοίο που ανήκει σε άλλον. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ, αυτός που εκμεταλλεύεται «δι’ εαυτόν» πλοίο που ανήκει σε άλλον οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, στη λιμενική αρχή του τόπου της νηολογήσεως και, αν τέτοια δήλωση παραλειφθεί, θεσπίζεται νόμιμο [μαχητό] τεκμήριο περί του ότι ο κύριος του πλοίου το εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό, ων, επομένως, πλοιοκτήτης. Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η κοινή δήλωση του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, δεδομένου ότι για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται μεν απεριόριστα ο εφοπλιστής, υπέγγυο, όμως, για την ικανοποίησή τους παραμένει και το πλοίο, με αποτέλεσμα ο κύριός του να υπέχει παράλληλη, αυτοτελή, ενοχική, πραγματοπαγή και περιορισμένη ευθύνη μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183 = ΧρΙΔ 2013/688 = Ε7 2014/424 = ΕΕμπΔ 2013/946 = ΔΕΕ 2014/65, ΤριμΕφΠειρ. 479/2015, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία, Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [511], Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2005, άρθρο 106, αρ. 2, σελ. 81, Κ. Ρόκας, Ναυτικόν Δίκαιον, 1968, § 43, σελ. 167). Ο εφοπλισμός δεν αποτελεί σύμβαση αλλά πραγματική κατάσταση, που δημιουργείται από το γεγονός της εκμετάλλευσης του πλοίου από το μη κύριο στο όνομά του (Λ. Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 19, ΙΙ 1, σελ. 127). Το δικαίωμα δε του εφοπλιστή να χρησιμοποιεί το πλοίο μπορεί να στηρίζεται είτε σε πραγματική κατάσταση (λ.χ. χρήση αλλότριου πλοίου από κακόπιστο νομέα) είτε σε ορισμένη έννομη σχέση, η οποία τον συνδέει με τον κύριο του πλοίου και μπορεί να είναι είτε εμπράγματη (λ.χ. σύσταση επικαρπίας επί του πλοίου) είτε ενοχική, όπως συμβαίνει με τη σύμβαση ναυλώσεως κατά χρόνο «γυμνού» πλοίου, δυνάμει της οποίας ο εκναυλωτής θέτει στη διάθεση του ναυλωτή έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρονικό διάστημα πλοίο της ιδιοκτησίας του κατάλληλο μεν προς θαλασσοπλοΐα αλλά χωρίς πλήρωμα και εφόδια ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό. Ο ναυλωτής γυμνού πλοίου (bare boat charterer και charterer by demise) είναι πάντοτε εφοπλιστής, επειδή όσο διαρκεί η σύμβαση έχει την κατοχή και τον πλήρη έλεγχο της εκμετάλλευσης του πλοίου (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ. 27/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Ρόκα/Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 131 – 132, σελ. 68 επομ., ενώ για τη νομική φύση της σύμβασης ναυλώσεως κατά  την κρατούσα σε νομολογία και θεωρία αλλά και ορθότερη άποψη, που τη θεωρεί μίσθωση κινητού πράγματος και μάλιστα απλή, διεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 574 επομ. του ΑΚ, βλ. ΤριμΕφΠειρ. 529/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 874/2013, ΕΝαυτΔ 2013/422, ΕφΠειρ. 452/2008, ΕπισκΕΔ 2008/1086 = ΕΕμπΔ 2009/645 = ΕΝαυτΔ 2009/39, ΕφΠειρ. 882/2000, ΕΝαυτΔ 2001/122, ΕφΠειρ. 2/1998, ΕΕμπΔ 1998/121 = ΠειρΝομ 1998/44, ΕφΠειρ. 273/1999, ΕΕμπΔ 2000/117, ΕφΠειρ. 1961/1988, ΕΕμπΔ 1989/623 = ΕΝαυτΔ 1989/409, Α. Αντάπαση, ο.π., σελ. 454 – 460, Ν. Δελούκα, Ναυτικόν Δίκαιον, 1979, § 169, σελ. 259, Β. Γράβαρη, Μίσθωσις γυμνού πλοίου, σε ΕΕμπΔ 1980/1 επομ. [4] και για τις λοιπές γνώμες που διατυπώθηκαν σχετικά βλ. Λ. Γεωργακόπουλο, ο.π., § 23, σελ. 171 και Α. Γεωργιάδου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙΙ, 1997, άρθρο 638, αρ. 3, σελ. 399, που τη θεωρούν μίσθωση προσοδοφόρου αντικειμένου των άρθρων 619 – 631 του ιδίου Κώδικα, ως και Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2007, § 115, σελ. 26, κατά την οποία η ίδια σύμβαση αποτελεί μορφή ναυλώσεως μη ρυθμιζόμενη από τον ΚΙΝΔ). Από το συνδυασμό των ανωτέρω προς τη διάταξη του άρθρου 84 του ΚΙΝΔ, σύμφωνα με την οποία ο πλοιοκτήτης ενέχεται από τις δικαιοπραξίες που επιχείρησε ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, συνάγεται ότι για τα συμβατικά χρέη που απορρέουν από την εκμετάλλευση αλλότριου πλοίου ευθύνεται ο εφοπλιστής προσωπικά, με ολόκληρη μάλιστα την περιουσία του, κατά τον ίδιο δηλαδή τρόπο που ευθύνεται και ο πλοιοκτήτης αλλά όχι παράλληλα με αυτόν, αφού περί τέτοιας (παράλληλης) ευθύνης δε μπορεί να γίνει λόγος, δεδομένου ότι δεν είναι κατά το νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτησίας και εφοπλισμού (ΑΠ 991/1991, ΕΝαυτΔ 1992/70 = ΕΕμπΔ 1992/639 = ΕΕΔ 1992/1092). Προκύπτει ακόμη ότι ενώ για την πληρωμή των συμβατικών χρεών από την εκμετάλλευση του πλοίου ο εφοπλιστής ενέχεται από τη σύμβαση που κατάρτισε με το δανειστή ο ίδιος ή δια του πλοιάρχου ως αμέσου αντιπροσώπου του, ο νόμιμος λόγος ευθύνης του κυρίου του πλοίου για την εκπλήρωση των ιδίων υποχρεώσεων είναι διαφορετικός, απορρέει από το δικαίωμα της κυριότητας επί του πλοίου και θεμελιώνεται στο νόμο (ενοχή ex lege), που ιδρύει προσωπική ενοχή του έναντι των δανειστών από τον εφοπλισμό. Η ευθύνη αυτή (για αλλότριες οφειλές) είναι ανεξάρτητη από την ευθύνη του εφοπλιστή, δηλαδή αυτοτελής, κύρια μάλιστα και όχι επικουρική, πλην όμως περιορισμένη σε συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο (το πλοίο) και όχι απεριόριστη, όπως εκείνου (ΤριμΕφΠειρ. 327/2011, ΕΝαυτΔ 2011/318, ΤριμΕφΠειρ. 59/2011, ΕπισκΕΔ 2011/478, ΕφΠειρ. 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009/12, Ι. Κοροντζής, Κυριότητα πλοίου, πλοιοκτησία και εφοπλισμός, σε Δνη 1986/1098 επομ. [1100], βλ. και Γ. Θεοχαρίδη, σημείωμα κάτω από την ΕφΠειρ. 746/2003, σε ΕΝαυτΔ 2003/368). Επομένως, για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνονται παραλλήλως ο κύριος του πλοίου και ο εφοπλιστής (ΑΠ 1549/2006, Δνη 2006/1436 = Αρμ. 2007/549, ΕφΠειρ. 408/2008, ΕΝαυτΔ 2009/19) και μάλιστα, κατά την άποψη που το Δικαστήριο θεωρεί ορθότερη, εις ολόκληρον (ΜονΕφΠειρ. 229/2016, ΜονΕφΠειρ. 323/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 512, Ι. Κοροτζής, ο.π., Μ. Καράσης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, ΙΙ, 1997, άρθρα 481 – 482, αρ. 12, σελ. 677, contra ΤριμΕφΠειρ. 716/2011, ΕΝαυτΔ 2012/107, ΕφΠειρ. 994/2007, ΕΝαυτΔ 2007/385 = ΠειρΝ 2008/199), εν μέρει βέβαια, αφού κατά τα προαναφερθέντα ο μεν εφοπλιστής ευθύνεται απεριορίστως ο δε κύριος του πλοίου περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου και μόνο δι’ αυτού, όχι δε και με το σύνολο της περιουσίας του. Παρέπεται ότι ο δανειστής των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό δύναται να στραφεί επιδιώκοντας την ικανοποίησή τους κατ’ αμφοτέρων των οφειλετών σωρεύοντας μάλιστα τις αξιώσεις του (υποκειμενικώς) στο ίδιο δικόγραφο, για την πληρότητα του περιεχομένου του οποίου πρέπει, μεταξύ άλλων, να μνημονεύσει, κατά το υιοθετούμενο από τον έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (περί του οποίου βλ. αναλυτικά σε Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ.), το νόμιμο λόγο ευθύνης εκάστου εναγομένου και, όσον αφορά ειδικότερα τον κύριο του πλοίου, την έννομη σχέση η οποία τον συνδέει με αυτό, από την εκμετάλλευση του οποίου προέκυψε το επίδικο ανεξόφλητο χρέος. Πρέπει, δηλαδή να αναφερθεί στο δικαίωμα κυριότητας του συγκεκριμένου εναγομένου επί του πλοίου, στον αποχωρισμό από αυτό της εκμεταλλεύσεως του πράγματος και στην ανάληψη αυτής από τον έτερο εναγόμενο, εφοπλιστή. Η επίκληση των πραγματικών αυτών περιστατικών στο δικόγραφο της αγωγής αρκεί για την πληρότητά του, χωρίς να προσαπαιτείται η δικαιολόγηση της εναγωγής του κυρίου του πλοίου με τη ρητή αναφορά της ιδιότητάς του αυτής. Και γενικότερα, άλλωστε, η επί τη βάσει των εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών εναγωγή του αντιδίκου του ενάγοντος, στον οποίον αυτός με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης προσδίδει ορισμένη ιδιότητα, επικαλούμενος έναν νομικό όρο, συνιστά νομικό ισχυρισμό (Σ. Κουσούλης, Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, 2003, § 2, ΙΙΙ 2, σελ. 74 – 75), με τον οποίον ο ενάγων χαρακτηρίζει νομικά την έννομη σχέση από την οποία απορρέει η ευθύνη του εναγομένου. Ο ισχυρισμός αυτός, ακόμα και αν είναι εσφαλμένος ή αντιφατικός προς τα δικαιοπαραγωγικά της ευθύνης του εναγομένου γεγονότα, που πιο πριν ο ενάγων με σαφήνεια εξέθεσε, δεν παράγει δικονομικό ελάττωμα του δικογράφου της αγωγής, αφού κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ αοριστία αυτής είναι δυνατό να προκύψει μόνον λόγω ασάφειας του πραγματικού ισχυρισμού του ενάγοντος, όταν δηλαδή η αναφορά κάποιου πραγματικού περιστατικού που απαιτείται για την επέλευση της έννομης συνέπειας κατά τον σιωπηρά επικαλούμενο κανόνα δικαίου είναι ασαφής, άτεχνη ή ελλιπής. Τούτο συμβαίνει επειδή μόνον τότε καθίσταται αδύνατη η λειτουργία του υπαγωγικού συλλογισμού (Γ. Μητσόπουλος, Σκέψεις ως προς την «αοριστίαν» της βάσεως της αγωγής, σε Δνη 1995/1 επομ. [3]), με αποτέλεσμα να αποστερείται το δικαστήριο από τη δυνατότητα να διακρίνει το είδος και την έννοια της έννομης σχέσης περί της οποίας πρόκειται (Ν. Κλαμαρής, Ζητήματα εννόμου συμφέροντος, αοριστίας της αγωγής και επιδείξεως εγγράφων υπό το πρίσμα του συνταγματικού δικονομικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας, σε Δνη 2003/598 επομ. [604]). Αντιθέτως, ισχυρισμός που δεν είναι αναγκαίος για τη συγκρότηση του υπαγωγικού συλλογισμού δεν κατατάσσεται στα υποχρεωτικά στοιχεία της αγωγής, με αναγκαία συνέπεια, αφενός μεν, ότι, και αν είναι εσφαλμένος ή αντιφατικός προς τα πραγματικά περιστατικά, δεν προκαλεί αοριστία του δικογράφου της και, αφετέρου, ότι παραδεκτώς για το λόγο αυτό διορθώνεται με τις προτάσεις του ενάγοντος κατά τα συζήτηση κατ’ άρθρο 224 εδαφ. β ΚΠολΔ (Απ. Άνθιμος, Η μεταβολή της βάσης της αγωγής στην πολιτική δίκη, 2012, σελ. 137), εφόσον, βέβαια, τα πραγματικά περιστατικά παραμένουν ίδια και δε μεταβάλλεται το αντικείμενο της δίκης (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 190, η ίδια, Πραγματικοί ισχυρισμοί και θεμελιώδη δικονομικά συστήματα, σε Δνη 2008/321 επομ. [332] = Μελέτες Αστικού Δικονομικού και Διεθνούς Δικονομικού Δικαίου, 2010, [13], σελ. 166 – 190 [182]) ούτε ο νόμιμος λόγος ευθύνης του εναγομένου (ΑΠ 910/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 712/2004, ΕΕμπΔ 2004/789 = ΕπιΔικΙΑ 2005/30). Άλλωστε, η αγωγή δε χρειάζεται να περιέχει νομική βάση (ΑΠ 843/2000, Δνη 2001/160 = ΕΕΝ 2001/871), με αποτέλεσμα να μην καθίσταται αόριστη ούτε όταν απουσιάζει από το δικόγραφό της η επίκληση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου ούτε όταν η εκ μέρους του ενάγοντος νομική υπαγωγή των (σαφών) πραγματικών γεγονότων σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου είναι εσφαλμένη, αφού ο νομικός χαρακτηρισμός είτε των περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται το αγωγικό δικαίωμα είτε της επίδικης έννομης σχέσης δε δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 862/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή, έστω και αν αυτή είναι διαφορετική από εκείνη του ενάγοντος (ΑΠ 254/2018, ΑΠ 893/2017, ΑΠ 315/2016, ΑΠ 108/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2064/2014, Αρμ. 2015/1524, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 16, σελ. 305, Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, IV, § 63, σελ. 153). Άλλωστε, ως βάση της αγωγής, της οποίας η μεταβολή δεν είναι επιτρεπτή, νοείται μόνον η ιστορική, δηλαδή το σύμπλεγμα των πραγματικών γεγονότων που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της αιτούμενης διάγνωσης (ΑΠ 220/2003, ΧρΙΔ 2003/442) και όχι η νομική της βάση, δηλαδή ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου (ΑΠ 778/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

  1. IV. Εν προκειμένω, με την αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη επεδίωξε την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεών της, για τις οποίες ρητώς επικαλέστηκε ότι γεννήθηκαν σε χρόνο κατά τον οποίο το πλοίο A τελούσε υπό ναύλωση κατά χρόνο, επομένως υπό εφοπλισμό και με τον τρόπο αυτό αποχώρισε σαφώς την εκμετάλλευσή του από το περιεχόμενο του δικαιώματος της επ’ αυτού κυριότητας. Στη συνέχεια, παραλείποντας οποιαδήποτε μνεία σε συμβατική έναντι αυτής δέσμευση της δεύτερης εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, αναφέρθηκε σε συμβατικές απαιτήσεις της από τον εφοπλισμό, που βαρύνουν το πλοίο, επικαλούμενη μάλιστα ρητώς τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΙΝΔ, στην οποία θεμελιώνεται η παράλληλη με του εφοπλιστή, πλην όμως περιορισμένη έως της αξίας του πλοίου, ευθύνη του κυρίου του για τα χρέη που απορρέουν από τον εφοπλισμό και ζήτησε την ικανοποίησή της από τις εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον. Με τον τρόπο αυτό προσδιόρισε το νόμιμο λόγο ευθύνης εκάστης εναγομένης και προσανατόλισε καταρχήν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην αναγνώριση της περιορισμένης ευθύνης της δεύτερης εναγόμενης, που απορρέει από το νόμο και δεν είναι απότοκος συμβατικής ενοχής της. Βέβαια, για την κοινή εναγωγή των αντιδίκων της επικαλέστηκε την ιδιότητα εκάστης ως εφοπλίστριας και πλοιοκτήτριας αντίστοιχα, με αποτέλεσμα την παραγωγή αντιφάσεως, λόγω της εναγωγής της δεύτερης από αυτές τόσον υπό τη ρητή ιδιότητά της ως πλοιοκτήτριας όσον και υπό την σαφώς υπονοούμενη ως κυρίας του πλοίου. Για όσους λόγους, όμως, προαναφέρθηκαν, η αντίφαση αυτή δεν καθιστούσε αόριστο το δικόγραφο της αγωγής της, αφού αφορούσε σε νομικό ισχυρισμό μη αναγκαίο για τη λειτουργία του υπαγωγικού συλλογισμού, τη μείζονα πρόταση του οποίου ήταν υποχρεωμένο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να ανεύρει με βάση μόνον τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και το αίτημα της αγωγής και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο να προσδώσει στην επικαλούμενη με την αγωγή έννομη σχέση τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και να την υπαγάγει στον κατάλληλο κανόνα δικαίου, όπως και έπραξε. Να σημειωθεί και ότι από την επισκόπηση του δικογράφου των πρωτόδικων προτάσεων της τότε ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης προκύπτει ότι δι’ αυτών η εσφαλμένη αναφορά της δεύτερης εναγόμενης ως πλοιοκτήτριας του πλοίου Α διορθώθηκε παραδεκτώς με τη μνεία ότι «… η δεύτερη των εναγομένων ευθύνεται για το σύνολο των ως άνω οφειλών μέχρι την αξία του πλοίου, ούσα κυρία αυτού…». Με τον τρόπο αυτό διευκρινίστηκε απλώς η ιδιότητα υπό την οποία ενήχθη η δεύτερη εναγόμενη χωρίς ούτε να μεταβληθούν τα πραγματικά περιστατικά με τα οποία περιγράφηκε στην αγωγή η έννομη σχέση της με το πλοίο ούτε να παραλλάξει ο νόμιμος λόγος της ευθύνης της. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με συνοπτική αιτιολογία, η οποία πάντως επιτρεπτώς συμπληρώνεται από αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), θεώρησε παραδεκτή την εναγωγή της εκκαλούσας ως κυρίας του πλοίου, δεν έσφαλε και ο μοναδικός λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, κρίνεται αβάσιμος και αποβαίνει απορριπτέος.
  2. V. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως αβάσιμη, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει αίτημα, σε βάρος της εκκαλούσας, που ηττάται στη δίκη (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και, για τον ίδιο λόγο, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2935/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος  της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Φεβρουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ