Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 104/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:     104/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 377/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρο 592 παρ. 3 του ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της διετίας από τη δημοσίευση της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ) διότι κανείς από τους διαδίκους επικαλείται ούτε προκύπτει από τη δικογραφία ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου, λόγω της φύσης της διαφοράς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. στ΄ του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1,  591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 985, 986 και 988 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο τρίτος, στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε κατάσχεση απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση, οφείλει μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοση σ’ αυτόν του κατασχετηρίου να δηλώσει στη γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας του, αν υπάρχει η απαίτηση και σε καταφατική περίπτωση να ενεργήσει σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο άρθρο 988 του ΚΠολΔ, διαφορετικά, αν η απαίτηση δεν υπάρχει ή πρόκειται για απαίτηση ακατάσχετη, πρέπει να προβεί σε αντίστοιχη αρνητική δήλωση, με την οποία εξομοιώνεται και η παράλειψη δήλωσης, δικαιούται δε αυτός που επέβαλε την κατάσχεση να ανακόψει την αρνητική (ρητή ή σιωπηρή) δήλωση μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από της δηλώσεως, επικαλούμενος την αναγνώριση της ανακρίβειας της δήλωσης εν όλω ή εν μέρει, που αποτελεί αυτόθροη συνέπεια της αναγνώρισης της ύπαρξης της απαίτησης, με σκοπό και με αιτήματα της ανακοπής, την καταδίκη του τρίτου, στην καταψήφιση του ποσού που κατασχέθηκε ή στην παράδοση του κατασχεθέντος πράγματος, (ΑΠ 480/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 73/1995 ΕλλΔνη 1997, 809, ΑΠ 44/1990 ΕλλΔνη 1991, 81). Η ανακρίβεια της αρνητικής δήλωσης κρίνεται μόνο αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από την υποκειμενική αντίληψη του δηλούντος και την καλή ή κακή πίστη του, γίνεται δε δεκτή κατά το άρθρο 990 του ΚΠολΔ η κατ’ αυτού ανακοπή, εφόσον η δήλωση δεν αληθεύει είτε ως προς τα πραγματικά περιστατικά είτε ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών (ΑΠ 663/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 249/2011 ΝΟΜΟΣ). Η ανακοπή συζητείται με την διαδικασία στην οποία υπάγεται η απαίτηση, αν είχε ασκηθεί αγωγή, δεν εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 933 και 936 του ΚΠολΔ και εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου που είναι καθ’ ύλην αρμόδιο με κριτήριο το κατασχεθέν ποσό (άρθρα 7 επ. του ΚΠολΔ) και όχι με βάση το ποσό που φέρεται ως συνολικά οφειλόμενο από τον τρίτο, αν, δε, η απαίτηση αυτή υπάγεται από το είδος σε ειδική διαδικασία αρμόδιο καθ’ ύλη είναι το από τις ειδικές διατάξεις οριζόμενο δικαστήριο, ενώ η κατά τόπον αρμοδιότητά του κρίνεται κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 22 επ., δηλ. η κατά τόπο αρμοδιότητα καθορίζεται με βάση τις γενικές ρυθμίσεις που αφορούν την αγωγή και ως κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο νοείται εκείνο που καθορίζεται από τη γενική δωσιδικία του τρίτου (μεταξύ άλλων Μιχ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2018, άρθρο 986, αριθμ. παρ. 11, όπου περαιτέρω παραπομπές). Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, επέρχε­ται έκπτωση από το δικαίωμα του κατασχόντος για άσκηση ανακοπής (ΑΠ 480/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1065/2009 ΕΠολΔ 2010, 60, ΑΠ 15/1993 ΕλλΔνη 1995, 1089), ο οποίος δεν δικαιούται πλέον να αμφισβητήσει την ειλικρίνεια της δήλωσης του τρίτου ή της παράλειψης και να επιδιώξει την προς αυτόν καταβολή του κατασχεθέντος ποσού με την επιβολή νέας κατάσχεσης σε βάρος της ίδιας οφειλής του τρίτου, διότι διαφορετικά καταστρατηγείται η προθεσμία του άρθρου 986 του ΚΠολΔ. Η έκπτωση αυτή µόνο με τις προϋποθέσεις των άρθρων 152 – 158 του ΚΠολΔ, δηλ. με την επαναφορά των πραγµάτων στην προηγούμενη κατάσταση, είναι δυνατόν να αρθεί και να αναβιώσει το δικαίωμα του κατασχόντος για την άσκηση της ανακοπής. Η επαναφορά θα ζητηθεί με αίτηση του κατασχόντος απευθυνόμενη ενώπιον του αρμόδιου για την ανακοπή δικαστηρίου, κατά τα ειδικότερα στα άρθρα 155 και 156 οριζόµενα (Ι. Μπρίνια Αναγκαστική Εκτέλεσις, β΄ έκδοση, τ. ΙΙΙ, σελ. 1402, 1403, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία του ΚΠολΔ 1997, άρθρο 986 αριθμ. παρ. 5). Εξάλλου κατά το άρθρο 986 εδ. 2 του ΚΠολΔ, «με την ανακοπή μπορεί να ζητηθεί και αποζημίωση κατά το άρθρο 985 παρ. 3». Η αποζημίωση που μπορεί να ζητήσει ο κατασχών με την ανακοπή του άρθρου 986 του ΚΠολΔ, περιλαμβάνει τη ζημία του κατασχόντος που βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με την ανακριβή δήλωση ή την παράλειψη της δήλωσης, εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται η στο δικόγραφο της ανακοπής σώρευσή της και μάλιστα επικουρικώς. Προϋπόθεση για την ευθύνη του τρίτου είναι το ζημιογόνο γεγονός της παραλείψεως της δηλώσεως ή της ανακρίβειας της υποβληθείσας δηλώσεως, η ζημία του κατασχόντος και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου τούτου γεγονότος και της ζημίας. Το περιεχόμενο της αποζημιώσεως θα κριθεί κατά το ουσιαστικό δίκαιο, περιλαμβάνει δε η αποζημίωση αυτή κάθε ζημία που είναι απότοκος της συμπεριφοράς του τρίτου. Έτσι δεν αποκλείεται ο κατασχών να αναζητήσει ολόκληρη την απαίτηση του, προς ικανοποίηση της οποίας επιβλήθηκε η κατάσχεση, όταν επικαλείται και αποδεικνύει ότι συνεπεία της μη εμπρόθεσμης ή της ανειλικρινούς εκ μέρους του καθ’ ου η ανακοπή δηλώσεως δεν μπόρεσε να λάβει τα κατάλληλα για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του μέτρα ή ότι ο οφειλέτης κατέστη αναξιόχρεος μεταγενέστερα, και έτσι επήλθε αδυναμία ικανοποιήσεως της απαιτήσεως του ή όταν από την παραπλανητική δήλωση ή την παράλειψη του τρίτου απώλεσε τη δυνατότητα κατασχέσεως του ίδιου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη από το οποίο θα ικανοποιείτο πλήρως, άλλως το δικόγραφο της αγωγής είναι αόριστο (ΑΠ 1065/2009 ΕΔικΠολ 2010, 60, ΕφΙωαν 45/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5740/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7318/2006 ΕλλΔνη 2008, 1710, Ι. Μπρίνια Αναγκαστική Εκτέλεσις παρ. 464 V). Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή αυτή, ο κατασχών συνήθως ουδεμία ζημία απότοκη της παραλείψεως ή της ανειλικρινούς δηλώσεως υφίσταται, χωρίς όμως να αποκλείεται η απόδειξη περαιτέρω ζημίας από την αρνητική συμπεριφορά του τρίτου (ΕφΑθ 1022/2008 ΝΟΜΟΣ). Η άσκηση αγωγής προς αποζημίωση, δεν προϋποθέτει προηγούμενη άσκηση ανακοπής του κατασχόντος κατ’ άρθρο 986 του ΚΠολΔ και επομένως δεν περιορίζεται στα στενά χρονικά περιθώρια της άσκησης της ανακοπής, η δε παρέλευση της τριανταήμερης προθεσμίας για την άσκησή της δεν οδηγεί και σε αποκλεισμό του δικαιώματος του κατασχόντος να ζητήσει αποζημίωση για την παράλειψη ή την αρνητική δήλωση του τρίτου, συντρεχουσών των ως άνω προϋποθέσεων. Η ερμηνεία αυτή θεμελιώνεται στο ότι, κατά το σύστημα του ΚΠολΔ, η ανακοπή του άρθρου 986 και η αγωγή αποζημιώσεως του άρθρου 985 παρ. 3 συνιστούν δύο ανεξάρτητα και διαφορετικά ένδικα βοηθήματα τόσο ως προς το σκοπό τους όσο και ως προς τα αποτελέσματά τους. Το δικαίωμα αποζημιώσεως δίνεται στον κατασχόντα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή ανυπαρξία της οφειλής. Έτσι, η κατά πλάσμα του νόμου αρνητική δήλωση του τρίτου, προς την οποία εξομοιώνεται η παράλειψή του να δηλώσει αν οφείλει ή όχι την κατασχεθείσα απαίτηση, δεν έχει άλλες συνέπειες, εκτός από την υποχρέωση αυτού να αποκαταστήσει τη ζημία που προκάλεσε στον κατασχόντα, χωρίς ο τελευταίος να είναι υποχρεωμένος να ασκήσει προηγουμένως και εμπροθέσμως την ανακοπή του άρθρου 986. Εάν δε μια τέτοια πλασματική άρνηση δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και παρά ταύτα οριστικοποιηθεί, χωρίς να προσβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 986, επέρχεται μεν έκπτωση του κατασχόντος από το δικαίωμα να αμφισβητήσει την ειλικρίνειά της, το εντεύθεν όμως συναγόμενο νομικό πλάσμα δεν λειτουργεί και ως λόγος απαλλαγής του τρίτου από την υποχρέωση του να καταβάλει την απαίτηση στον καθ’ ου η κατάσχεση οφειλέτη, την οποία ουδόλως επηρεάζει (ΑΠ 488/2016 ΝΟΜΟΣ, Ι. Μπρίνιας οπ.π. σελ. 1396 επ., Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2018, άρθρο 985 αριθμ. παρ. 24, όπου περεταίρω παραπομπές). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 987 του ΚΠολΔ, που αποτελεί ειδικότερη μορφή του άρθρου 262 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έχει εφαρμογή και επί κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, ο τρί­τος δικαιούται να προσβάλει την κατάσχεση μόνον αν το κατασχετήριο δεν περιέχει τα κατά το άρθρο 983 του ΚΠολΔ στοιχεία ή δεν κοινοποιήθηκε στον καθ’ ου. Επομένως, ο τρίτος δεν μπορεί να προσβάλει την κατάσχεση για άλλους λόγους και μάλιστα για ουσιαστική ακυρότητα αυτής, εκτός αν ο νόμος χορηγεί τέτοιο δικαίωμα και στον τρίτο ή η ακυρότητα τέθηκε και προς το συμφέρον του ή και το συμφέρον αυτού ή τέθηκε χάριν του δημοσίου συμφέρο­ντος (ΑΠ 1948/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2010 ΔΕΕ 2010, 1064). Στη δίκη ειδικότερα, που ανοίγεται, με την ως άνω ανακοπή, ο τρίτος μπορεί να προτείνει όλες τις ενστάσεις τις οποίες έχει κατά του δανειστή του (καθ’ ου η εκτέλεση), που αφορούν την οφειλή του, αλλά δεν μπορεί να προτεί­νει ενστάσεις κατά της εκτελεστότητας του τίτλου από το ουσιαστικό ή δικονομικό δίκαιο, μπορεί όμως να προτεί­νει ενστάσεις βάσει του άρθρου 987 του ΚΠολΔ, δηλ. ενστά­σεις που αφορούν τις αναφερόμενες σε αυτό πράξεις της διαδικασίας της κατάσχεσης (ΑΠ 161/2011 ΝοΒ 2011, 1253, ΕφΑθ 6488/2008 ΕλΔνη 2008, 859, ΕφΑθ 1837/2007 ΝοΒ 2007, 1143, ΕφΑθ 5526/2006 ΝοΒ 2007, 363). Εξάλλου κατά το άρθρο μόνο του ν.δ. 91/1969 περί αστικής προστασίας των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, το οποίο επαναδιατυπώνεται στο άρθρο 47 του π.δ. 913/1978: Κωδικοποίηση διατάξεων ΝΑΤ: «1. Αι εις χρήμα και εις είδος παροχαί προς τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως δεν εκχωρούνται ουδέ κατάσχονται. 2. Εξαιρετικώς επιτρέπεται η κατάσχεσις μέχρι του 1/4 του ποσού της συντάξεως λόγω διατροφής συζύγου, κατιόντων ή ανιόντων…». Από τη διάταξη αυτή η οποία αφορά ειδικά τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, προκύπτει σαφώς ότι από την ισχύ του νομοθετικού αυτού διατάγματος, με το οποίο καταργήθηκε ρητώς κάθε αντίθετη γενική ή ειδική διάταξη της κειμένης νομοθεσίας, απαγορεύεται η κατάσχεση των συντάξεων που παρέχονται στους συνταξιούχους των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως και μόνον κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται αυτή μέχρι του ποσού του 1/4 της σύνταξης για διατροφή συζύγου ανιόντων ή κατιόντων. Και ναι μεν με το άρθρο 50 του ν. 1329/1983 αντικαταστάθηκε το άρθρο 982 παρ. 2 του ΚΠολΔ και διπλασιάσθηκε το κατασχετό μέρος από 1/4 σε 1/2 των ακατάσχετων απαιτήσεων εκ μισθών, συντάξεων ή ασφαλιστικών παροχών χάριν ικανοποιήσεως απαιτήσεων από διατροφή, όμως με το άρθρο αυτό δεν εθίγη, ως ειδική, η διάταξη του άρθρου μόνου του ν.δ. 91/1969 με την οποία ρυθμίζεται το ζήτημα του κατασχετού και ακατάσχετου των συντάξεων και ασφαλιστικών παροχών, που χορηγούν οι πάσης φύσεως οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως και η οποία τέθηκε χάριν του δημοσίου συμφέροντος, για να μην στερηθούν αναγκαστικώς της συντάξεως τους και των αναγκαίων προς συντήρηση τους μέσων οι συνταξιούχοι των ως άνω οργανισμών, οι σύζυγοι και οι ανιόντες ή κατιόντες αυτών. Έτσι το ακατάσχετο και κατασχετό των απαιτήσεων εκ συντάξεων δεν αντιμετωπίζεται ενιαία και αποκλειστικά από τον ΚΠολΔ, αλλά, καθόσον αφορά τις συντάξεις των πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων ρυθμίζεται από το άρθρο 982 παρ. 2 εδ. δ΄ του ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει, ενώ καθόσον αφορά τις συντάξεις που χορηγούνται από τους πάσης φύσεως οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, μεταξύ των οποίων είναι και το Ν.Α.Τ., διέπεται από την προγενέστερη διάταξη του άρθρου μόνου του ν.δ. 91/1969, η οποία ως ειδική υπερισχύει της πιο πάνω γενικής διάταξης (ΕφΘεσ 32/2014 ΕλΔνη 2014, 1455, ΕφΑθ 9374/2000 ΕλλΔνη 2002, 1073, ΕφΠειρ 269/1996 ΕλλΔνη 1996, 1402, Μιχ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2018, άρθρο 982 αριθμ. παρ. 18, Στ. Βλαστού, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2012, σελ. 390 επ.).

Κατά το άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α΄ 85/12.5.2016) «Συνιστάται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης», αποκαλούμενο στο εξής «Ε.Φ.Κ.Α.», το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και έχει την έδρα του στην Αθήνα. Από 1.1.2017, οπότε και αρχίζει η λειτουργία του ως φορέας κύριας κοινωνικής ασφάλισης, εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με τα άρθρα 53 επ. και ο Ε.Φ.Κ.Α. καθίσταται οιονεί καθολικός διάδοχος αυτών. Το Ν.Α.Τ. και ο Ο.Γ.Α. εξακολουθούν, και μετά την κατά τα ως άνω ένταξή τους, να διατηρούν αυτοτελή νομική προσωπικότητα για την άσκηση των μη ασφαλιστικών τους αρμοδιοτήτων», κατά δε το άρθρο 53 παρ. 1ΣΤ του ίδιου νόμου «Ο Ε.Φ.Κ.Α. αποτελείται από ένα (1) κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών, στον οποίο εντάσσονται, σύμφωνα με τα ειδικώς οριζόμενα στο άρθρο 51 του παρόντος, οι παρακάτω φορείς, με τους κλάδους, τομείς και λογαριασμούς τους . . . ως εξής: Α. . . . Β. . . . ΣΤ. Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.), συμπεριλαμβανομένου του Κεφαλαίου Δυτών και του Κεφαλαίου Ανεργίας – Ασθενείας Ναυτικών (ΚΑΑΝ)». Τέλος κατά το άρθρο 70 παρ. 1 και 9 του ίδιου νόμου «1. 1. Το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού που προέρχεται από τους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, οι πόροι που προβλέπονται υπέρ αυτών από τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και η κινητή και ακίνητη περιουσία τους, περιέρχονται αυτοδίκαια στον Ε.Φ.Κ.Α. ως καθολικό διάδοχό τους. Ο Ε.Φ.Κ.Α. υπεισέρχεται στα πάσης φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών. Για τη μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών στον Ε.Φ.Κ.Α. εκδίδονται διαπιστωτικές πράξεις από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, οι οποίες μεταγράφονται ατελώς στα βιβλία μεταγραφών των οικείων υποθηκοφυλακείων ή κτηματολογικών γραφείων. . . . 9. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών συνεχίζονται από τον Ε.Φ.Κ.Α., χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης, από την ένταξη αυτών στον Ενιαίο Φορέα, σύμφωνα με το άρθρο 53. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του Ε.Φ.Κ.Α.». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι από τη σύσταση του νέου ασφαλιστικού φορέα Ε.Φ.Κ.Α. εντάσσονται σε αυτόν αυτοδικαίως όλοι οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων είναι και το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.), του οποίου η νομική προσωπικότητα παύει να υφίσταται μόνο όμως για τα θέματα που άπτονται της ασφαλιστικής αρμοδιότητάς του, διότι γι’ αυτά αρμόδιο καθίσταται πλέον ο ΕΦΚΑ.

Εν προκειμένω η ανακόπτουσα, ήδη εκκαλούσα, στην από 23/3/2017 ανακοπή της ισχυρίστηκε ότι σε βάρος του …………. διατηρεί απαίτηση καταβολής διατροφής σε χρήμα για λογαριασμό του κοινού ανήλικου τέκνου τους ………, της οποίας έχει την αποκλειστική επιμέλεια, για την οποία εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η υπ’ αριθμ. 7383/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ότι, επειδή ο ……… δεν καταβάλλει την επιδικασθείσα μηνιαία διατροφή, επέδωσε την 13/12/2016 στο καθ’ ου η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητο, για την εκτέλεση της πιο πάνω απόφασης, κατασχετήριο έγγραφο, με το οποίο η ανακόπτουσα κατάσχεσε εις χείρας του, ως τρίτου, την απαίτηση που ο καθ’ ου η εκτέλεση έχει απέναντι του για τη χορήγηση κύριας ή επικουρικής σύνταξης γήρατος έως του ποσού των 1.126,14 ευρώ, που αντιστοιχεί στην επιδικασθείσα μηναία διατροφή των μηνών από τον Ιούλιο έως και το Νοέμβριο του έτους 2016, ότι το καθ’ ου η ανακοπή προέβη την 14/12/2016 στο κατάστημα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς σε αρνητική δήλωση, σύμφωνα με την οποία ο …. … δεν είναι συνταξιούχος του, ότι την 24/2/2017 και την 2/3/2017 το καθ’ ου η ανακοπή την ενημέρωσε ότι αποφασίστηκε η χορήγηση στο …. … προσωρινής μηνιαίας σύνταξης ποσού 768 ευρώ, αναδρομικά από την 1/7/2016, ανερχόμενης στο συνολικό ποσό των 7.000 ευρώ περίπου, με ημερομηνία πληρωμής τέλος Φεβρουαρίου 2017, ότι την 2/3/2017 επέδωσε στο καθ’ ου η ανακοπή νέο κατασχετήριο έγγραφο, με το οποίο κατάσχεσε στα χέρια του ως τρίτου με βάση την ανωτέρω δικαστική απόφαση την απαίτηση που έχει εναντίον του ο καθ’ ου η εκτέλεση για τη χορήγηση μηνιαίας σύνταξης, έως το ποσό των 1.762,75 ευρώ, που αντιστοιχεί στην επιδικασθείσα μηνιαία διατροφή του τέκνου της για τους μήνες από το Δεκέμβριο του έτους 2016 έως και το Φεβρουάριο του έτους 2017, ότι το καθ’ ου η ανακοπή την 7/3/2017 υπέβαλε την υπ’ αριθμ. …… δήλωση στο κατάστημα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στην οποία δηλώνεται μόνο η κατάθεση του κατασχετηρίου εγγράφου, ενώ την 15/3/2017 την ενημέρωσε ότι πρόκειται να δεσμεύσει το αναφερόμενο στο από 2/3/2017 κατασχετήριο ποσό, παρακρατώντας το 1/4 της μηνιαίας σύνταξης του καθ’ ου η κατάσχεση και ότι οι δυο ως άνω δηλώσεις είναι ανειλικρινείς, διότι ήδη από το χρόνο επίδοσης του πρώτου κατασχετηρίου ο καθ’ ου η εκτέλεση είχε απαίτηση εναντίον του καθ’ ου η ανακοπή ποσού 7.000 ευρώ, από το οποίο μπορούσε να ικανοποιηθεί η απαίτησή της, συνεπεία, δε, των ανειλικρινών δηλώσεων και της μη δέσμευσης του ανωτέρω ποσού υπέστη ζημία, όχι μόνο διότι το τέκνο της στερήθηκε τη μηνιαία διατροφή, αλλά και διότι αναγκάστηκε να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου, προκειμένου να αναγνωρισθεί η ύπαρξη της κατασχεθείσας απαίτησης. Με βάση τα ανωτέρω η ανακόπτουσα ζητούσε, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των ως άνω ανειλικρινών δηλώσεων του καθ’ ου η ανακοπή, β) να αναγνωρισθεί η δικαιογόνος αιτία της οφειλής και να υποχρεωθεί το καθ’ ου να της καταβάλει i) το συνολικό ποσό των 2.888,89 ευρώ (1.126,14 ευρώ + 1.762,75 ευρώ) με το νόμιμο τόκο άλλως να της καταβάλλει κάθε μήνα το 1/2 της μηνιαίας σύνταξης του καθ’ ου η κατάσχεση έως την εξόφληση των ποσών αυτών πλέον τόκων, ii) το ποσό των 8.666,67 ευρώ ως αποζημίωση της ίδιας και του τέκνου της, iii) το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη και να καταδικασθεί το καθ’ ου στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη, διότι έκρινε ότι πλέον το καθ’ ου η ανακοπή δεν νομιμοποιείται παθητικά, με το αιτιολογικό ότι από την 1/1/2017 εντάχθηκε στο ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ΕΦΚΑ) και απώλεσε τη νομική προσωπικότητά του για την άσκηση των ασφαλιστικών του αρμοδιοτήτων όπως εν προκειμένω. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή της για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ανακοπή της στο σύνολό της.

Από το περιεχόμενο της ανακοπής και με βάση τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη προκύπτει ότι αντικείμενό της είναι η εκδίκαση της απαίτησης του …. … κατά του καθ’ ου η ανακοπή για την καταβολή σε αυτόν του συνολικού ποσού των 7.000 ευρώ ως αναδρομικά οφειλόμενη προσωρινή σύνταξη καθώς και για τη μελλοντική καταβολή της προσωρινής σύνταξης, ώστε να διαπιστωθεί αν το καθ’ ου η ανακοπή οφείλει τα ποσά αυτά στον καθ’ ου η εκτέλεση, καθόσον, αν και, σύμφωνα με την ανακοπή, ενημέρωσε την ανακόπτουσα για την ύπαρξη της πιο πάνω απαίτησης, το καθ’ ου προέβη στις δυο επίδικες δηλώσεις και επομένως για την ένδικη διαφορά, που δεν συνδέεται άμεσα με την ασφαλιστική του αρμοδιότητα, το καθ’ ου εξακολουθεί να διατηρεί τη νομική προσωπικότητα του και την ικανότητά του για παράσταση ως διάδικος, νομιμοποιούμενο παθητικά και στην ανωτέρω ανακοπή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη, διότι δέχθηκε ότι η ένδικη διαφορά σχετίζεται με τα θέματα που υπάγονται στην ασφαλιστική αρμοδιότητα του ΕΦΚΑ, ο οποίος από την 1/1/2017 κατέστη οιονεί καθολικός διάδοχος του ΝΑΤ σε θέματα χορήγησης σύνταξης γήρατος και μόνος δικαιούχος διάδικος για τη διεξαγωγή των σχετικών δικών, δεχόμενο την προβαλλόμενη από το καθ’ ου έλλειψη παθητικής νομιμοποίησής του εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – ανακόπτουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την ως άνω ένσταση, να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη. Πρέπει να σημειωθεί ότι η έφεση δεν στρέφεται κατά του νπδδ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ΕΦΚΑ), το οποίο δεν ήταν διάδικος στην πρωτοβάθμια δίκη, όπως ισχυρίζεται το εφεσίβλητο, αλλά εναντίον του τελευταίου, στην έδρα του οποίου (οδός ………) επιδόθηκε το δικόγραφο της έφεσης (υπ’ αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….) και όχι στη διεύθυνση της έδρας του ΕΦΚΑ (οδός ………). Το γεγονός ότι η εκκαλούσα δίπλα στην επωνυμία του εφεσίβλητου συμπληρώνει τις λέξεις «και ήδη ΕΦΚΑ» δεν έχει την έννοια ότι πλέον θεωρεί ότι το ΕΦΚΑ ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο είναι ο φορέας της υποχρέωσης να ικανοποιήσει τα προβαλλόμενα με την ανακοπή της αιτήματά της, αφού άσκησε την έφεση διότι εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι υπόχρεο είναι το Ν.Α.Τ., το οποίο για την υποχρέωση του αυτή δεν έχει απολέσει την νομική προσωπικότητά του, απορριπτομένης της προβαλλόμενης από το εφεσίβλητο ένστασης απαραδέκτου της έφεσης, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του ΕΦΚΑ. Ακολούθως πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 528 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) να εξεταστεί η ως άνω από 28/10/2013 ανακοπή της εκκαλούσας, δοθέντος ότι παραδεκτά εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο τύγχανε καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρα 17 αριθμ. 2, 25 παρ. 2, 986 εδ. α΄ του ΚΠολΔ), αποριπτομένων των ενστάσεων της καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητάς του, που το καθ’ ου η ανακοπή είχε προβάλει με τις πρωτόδικες προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και παραδεκτά επανάφερε και ενώπιον του Εφετείου αυτού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, η υπό κρίση ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα μόνο κατά το μέρος που ανακόπτει τη δήλωση που υπέβαλε το καθ’ ου η ανακοπή την 7/3/2017, αφού η υπό κρίση ανακοπή ασκήθηκε εντός τριάντα ημερών από αυτή (υπ’ αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών ………), απορριπτομένης αυτής ως απαράδεκτης ως εκπρόθεσμης κατά το μέρος που ανακόπτει την από 14/12/2016 δήλωση, ως προς την οποία η ανακόπτουσα έχει απωλέσει το δικαίωμα να αναγνωριστεί η ανειλικρίνειά της, την οποία πλέον δεν μπορεί να αμφισβητήσει, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει την εν λόγω δήλωση του καθ’ ου η ανακοπή, την ανακρίβεια της οποίας πληροφορήθηκε αργότερα, μετά την πάροδο της τριανταήμερης προθεσμίας και επομένως πρέπει να αναβιώσει η προθεσμία αυτή, δεν στηρίζεται σε διάταξη νόμου και είναι απορριπτέος, ούτε ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση επικαλούμενη απώλεια της συγκεκριμένης προθεσμίας λόγω ανωτέρας βίας ή δόλου του καθ’ ου (άρθρα 152 επ. του ΚΠολΔ). Επίσης, παραδεκτά και εμπρόθεσμα ασκείται με το ίδιο δικόγραφο, κατ’ άρθρο 986 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, το αίτημα να υποχρεωθεί το καθ’ ου η ανακοπή να καταβάλει στην ανακόπτουσα το ποσό των 8.666,67 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης για τη ζημία που υπέστη εξαιτίας και των δυο πιο πάνω ανακριβών δηλώσεων, διότι το αίτημα αυτό δεν επηρεάζεται από το χρόνο άσκησης της ανακοπής, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Περαιτέρω η ανακοπή με το σωρευόμενο αίτημα αποζημίωσης είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 176, 982, 983, 985, 986, 990 του ΚΠολΔ, 297, 299, 914, 932 του ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί και για την ουσιαστική βασιμότητά της, χωρίς να απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω της φύσης της ανακοπής (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα – Νικολόπουλο, ΚΠολΔ II, 2000, 985 αριθ. 16, Γέσιου – Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Τομ. II, Ειδικό Μέρος, σελ. 833 επ.). Επισημαίνεται ότι η ανακόπτουσα με την από 30/5/2017 προσθήκη επί των πρωτόδικων προτάσεών της ζήτησε να υποχρεωθεί το καθ’ ου να της καταβάλει και το επιπλέον ποσό των 50.000 ευρώ ως αποζημίωσή της για τη ζημία που υπέστη από τη συμπεριφορά των οργάνων του καθ’ ου η ανακοπή, αίτημα όμως που πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, διότι η αύξηση του αιτούμενου με την αγωγή ποσού συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή του αιτήματος της αγωγής μετά την εκκρεμοδικία, κατ’ άρθρο 223 του ΚΠολΔ (ΑΠ 503/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 287/2002 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν της από 26/7/2016 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. αίτησης της ανακόπτουσας για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά του πρώην συζύγου της, .. … ., το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 7383/21.11.2016 απόφαση του, με την οποία της επιδίκασε προσωρινά μηνιαία διατροφή σε χρήμα για το κοινό ανήλικο τέκνο των ανωτέρω, .. …, ποσού 450 ευρώ και υποχρέωσε το .. … να την καταβάλλει στην ανακόπτουσα το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα. Ο .. … όμως δεν ήταν συνεπής στην υποχρέωσή του αυτή με αποτέλεσμα η ανακόπτουσα την 13/12/2016 να επιδώσει στο καθ’ ου η ανακοπή το από 13/12/2016 κατασχετήριο, το οποίο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και στο .. … (υπ’ αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……), με το οποίο κατάσχεσε στα χέρια του την απαίτηση χορήγησης σύνταξης γήρατος που έχει ο καθ’ ου η εκτέλεση απέναντι του ως ασφαλιστικό του φορέα, για την οποία είχε υποβάλει την υπ’ αριθμ. ……… αίτηση καθώς και την υπ’ αριθμ. ….. αίτηση για τη χορήγηση εφάπαξ παροχής, έως του συνολικού ποσού των 1.126,14 ευρώ, που αντιστοιχούσε στην οφειλόμενη διατροφή των μηνών από τον Ιούλιο έως και το Νοέμβριο του έτους 2016, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Επί της κατάσχεσης αυτής το καθ’ ου η ανακοπή προέβη την 14/12/2016 στο κατάστημα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς στην υπ’ αριθμ. ……. δήλωση με το εξής περιεχόμενο: «Ο … .. δεν είναι συνταξιούχος του ΝΑΤ μέχρι σήμερα. Έχει υποβάλλει την με αρ. ……. αίτηση συνταξιοδότησης, η οποία εξετάζεται από το ΝΑΤ σε συνεργασία με το ΙΚΑ Αθηνών». Η δήλωση αυτή όμως με την οποία το καθ’ ου η ανακοπή αρνείτο ότι ο καθ’ ου η εκτέλεση διατηρούσε απαίτηση απέναντί του είναι ανακριβής, διότι την 14/12/2016 η απαίτηση αυτή πράγματι υφίστατο. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι από το χρόνο που υπέβαλε την υπ’ αριθμ. …… αίτηση για τη χορήγηση σύνταξης γήρατος, ο καθ’ ου η εκτέλεση … … δικαιούτο να λάβει προσωρινή σύνταξη, η πράξη για την οποία πρέπει να εκδίδεται εντός δυο μηνών από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, χωρίς να απαιτείται άλλη προϋπόθεση (άρθρο 29 παρ. 1, 8 του ήδη ισχύοντος κατά το χρόνο εκείνο ν. 4387/2016) και πάντως χωρίς να απαιτείται προηγούμενη δήλωση ότι επιθυμεί την έκδοση προσωρινής σύνταξης (άρθρο 29 παρ. 7 του ίδιου ως άνω νόμου). Μάλιστα η απαίτηση του καθ’ ου η εκτέλεση εναντίον του καθ’ ου η ανακοπή επιβεβαιώνεται από την υποβολή από τον πρώτο προς το δεύτερο της υπ’ αριθμ. πρωτ. ……. υπεύθυνης δήλωσής του ότι επιθυμεί τη χορήγηση της προσωρινής σύνταξης. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται πλήρως από το υπ’ αριθμ. …….. έγγραφο του καθ’ ου η ανακοπή, με το οποίο, απαντώντας σε σχετική αίτηση της ανακόπτουσας, την ενημέρωσε ότι ο πρώην σύζυγός της υπέβαλε την υπ’ αριθµ. …… αίτηση για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος µε διαδοχική ασφάλιση, ότι σύµφωνα µε το ν. 4387/2016 άρθρο 29, το καθ’ ου η ανακοπή χορηγεί προσωρινές συντάξεις και µέχρι την έκδοση οριστική σύνταξης, ότι ο ίδιος δήλωσε ότι επιθυµεί προσωρινή σύνταξη, µε την µε αρ. πρωτ. ….. υπεύθυνη δήλωση του, ότι στην κίνηση µηνός Μαρτίου 2017 θα χορηγηθεί στον ανωτέρω προσωρινή σύνταξη 768 ευρώ µικτά, µε έναρξη από την 1/7/2016 και ότι εφεξής θα του χορηγείται µηνιαίως το ποσό των 768 ευρώ µικτά µέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης για τον υπολογισµό του ποσού της οριστικής σύνταξης. Επίσης με το από 2/3/2017 ηλεκτρονικό μήνυμα το τμήμα Μητρώου & Μεταβολών Συνταξιούχων του καθ’ ου η ανακοπή ενημέρωσε την ανακόπτουσα ότι την 19/1/2017 ενημερώθηκε από το Τµήµα Γήρατος ότι έχει δρομολογηθεί για τον .. … προσωρινή σύνταξη µε την κίνηση µηνός Μαρτίου 2017 (πληρωµή τέλος Φεβρουαρίου 2017). Επομένως κατά το χρόνο της υποβολής της ως άνω δήλωσης (14/12/2016) υπήρχε απαίτηση του καθ’ ου η κατάσχεση σε βάρος του καθ’ ου η ανακοπή, διότι είχε γεννηθεί το δικαίωμά του για τη λήψη προσωρινής σύνταξης ήδη από την 1/7/2016, η οποία αποφασίστηκε να καταβληθεί τέλη του Φεβρουαρίου 2017, συνολικού ποσού 6.144 εύρω μικτά (768 εύρω Χ 8 μήνες). Από μόνη την ανακριβή αυτή δήλωση του καθ’ ου η ανακοπή δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης της ανακόπτουσας διότι πλέον για το πιο πάνω ποσό (των 1.126,14 ευρώ) δεν μπορεί να επιβάλει κατάσχεση, αφού μην ασκώντας την ανακοπή απώλεσε το σχετικό δικαίωμα αμφισβήτησης της ειλικρίνειας της δήλωσης αυτής, μην έχοντας έτσι τη δυνατότητα να ικανοποιηθεί η απαίτησή της με άλλο τρόπο, πολύ δε περισσότερο που όπως αποδεικνύεται από τα ίδια έγγραφα του καθ’ ου η ανακοπή, ο καθ’ ου η εκτέλεση έχει ήδη εισπράξει το πιο πάνω ποσό των 6.144 ευρώ. Αν το καθ’ ου η ανακοπή δήλωνε ότι υπήρχε η πιο πάνω απαίτηση εναντίον του θα ήταν εφικτή η κατάσχεση κατά το 1/4 της απαίτησης της ανακόπτουσας, δηλ. ποσού 1.536 ευρώ (6.144 ÷ 4). Με αυτό θα εξοφλείτο πλήρως το ποσό των 1.126,14 ευρώ, για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση με το από 13/12/2016 κατασχετήριο και επιπλέον θα δεσμευόταν και η ανακόπτουσα θα εισέπραττε και το ποσό των 409,86 ευρώ, για την εν μέρει ικανοποίηση της περαιτέρω οφειλής του καθ’ ου η εκτέλεση, ποσού 1.762,75 ευρώ, που αντιστοιχεί στην επιδικασθείσα με την ίδια πιο πάνω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων διατροφή του ανήλικου τέκνου των μηνών Δεκεμβρίου 2016, Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2017, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, διότι η ανακόπτουσα θα προέβαινε έγκαιρα στις γνωστές σε αυτήν, λόγω της δικηγορικής της ιδιότητας, νόμιμες ενέργειες για την ικανοποίηση και της απαίτησης αυτής. Μην αποκτώντας τη δυνατότητα αυτή η ανακόπτουσα επέδωσε στο καθ’ ου το από 2/3/2017 κατασχετήριο έγγραφο (υπ’ αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……), το οποίο επιδόθηκε στον καθ’ ου η εκτέλεση … … την 9/3/2017 (υπ’ αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή), δηλ. μετά την πληρωμή του ποσού της προσωρινής σύνταξης στον τελευταίο, με το οποίο η ανακόπτουσα κατάσχεσε στα χέρια του καθ’ ου η ανακοπή ως τρίτου την απαίτηση χορήγησης της μηνιαίας σύνταξης έως του πιο πάνω ποσού (των 1.762,75 ευρώ). Ως εκ του περισσού σημειώνεται ότι παρά τα περί αντιθέτου ισχυριζόμενα από το καθ’ ου η ανακοπή, στο εν λόγω κατασχετήριο αναγράφεται ο ΑΦ.Μ. τόσο της ανακόπουσας όσο και του καθ’ ου η εκτέλεση, έχει δε επιδοθεί και στη Δ.Ο.Υ. ΣΤ΄ Αθηνών που υπάγεται ο τελευταίος (υπ’ αριθμ. …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….). Επί της κατάσχεσης αυτής το καθ’ ου η ανακοπή την 7/3/2017 προέβη δια της εξουσιοδοτημένης υπαλλήλου του στο κατάστημα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς στην υπ’ αριθμ. ….. δήλωση στην οποία δήλωσε ότι «κοινοποιήθηκε στο Ν.ΑΤ. το από 02/03/2017 Κατασχετήριο σύμφωνα με το οποίο ο συνταξιούχος Ν.Α.Τ. … .. (ΑΜΣ …..) οφείλει στην … …. το ποσό των χιλίων επτακοσίων εξήντα δυο & εβδομήντα πέντε λεπτών (€ 1.762,75)». Με τη δήλωση αυτή το καθ’ ου η ανακοπή δεν αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση εναντίον του, ούτε την απαίτηση της ανακόπτουσας εναντίον του καθ’ ου η εκτέλεση. Ωστόσο, δεν προσδιορίζει, και μάλιστα κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, εάν υπάρχει η κατασχεθείσα απαίτηση, το ύψος και τη δικαιογόνο σχέση αυτής, δεν επικαλείται, ούτε αποδεικνύει νόμιμο λόγο αδυναμίας ικανοποίησης της κατασχεθείσας απαίτησης εξαιτίας της ύπαρξης άλλης κατάσχεσης και επομένως η ένδικη δήλωση είναι ανακριβής. Επομένως με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα η ανακόπτουσα δικαιούται ως αποζημίωση το 1/4 του καταβληθέντος ποσού των 6.144 ευρώ, δηλ. το ποσό των 1.536 ευρώ, ως προς το οποίο η ανακόπτουσα ζημιώθηκε, συνιστάμενης της ζημίας της αφενός μεν διότι ματαιώθηκε η ικανοποίηση της απαίτησής της ποσού 1.126,14 ευρώ και αφετέρου διότι το τέκνο της, ηλικίας τότε 6 ετών, το οποίο δεν μπορεί να διαθρέψει το εαυτό του διότι δεν έχει περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή και λόγω της ηλικίας του αδυνατεί να ασκήσει βιοποριστική εργασία, στερήθηκε από τη διατροφή του όχι μόνο το ανωτέρω ποσό αλλά και το ποσό των 409,86 ευρώ, τα οποία ποσά με βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν θα στερείτο αν το καθ’ ου η ανακοπή είχε προβεί σε θετική δήλωση ως προς την υπάρχουσα τότε απαίτηση του καθ’ ου η εκτέλεση. Άλλη ζημία δεν αποδείχθηκε ότι η ανακόπουσα ή το ανήλικο τέκνο της υπέστησαν. Επιπλέον, λόγω και της δεύτερης ανακριβούς δήλωσης, η ανακόπτουσα για την ικανοποίηση της απαίτησή της ποσού 1.762,75 ευρώ, για την οποία επέβαλε κατάσχεση με το από 2/3/2017 κατασχετήριο, δικαιούται να της καταβάλλεται το 1/4 της εκάστοτε καταβαλλόμενης μηνιαίας προσωρινής ή οριστικής σύνταξης από την επίδοση του κατασχετηρίου έως τη συμπλήρωση του πιο πάνω οφειλόμενου ποσού, πλέον των νόμιμων τόκων από την 2/3/2017. Σημειωτέον ότι εν προκειμένω το κατασχεθέν ποσό της σύνταξης του καθ’ ου η εκτέλεση δεν μπορεί να υπερβεί το 1/4 αυτής, ως χορηγούμενης από οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι το καθ’ ου η ανακοπή, εφαρμοζόμενης εν προκειμένω της διάταξης του άρθρου μόνου του ν.δ. 91/1969, η οποία ως ειδική υπερισχύει της διάταξης του άρθρου 982 παρ. 2 εδ. δ΄ του ΚΠολΔ κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, απορριπτομένου του ισχυρισμού της ανακόπτουσας ότι πρέπει να κατάσχεται το 1/2 της μηνιαίας σύνταξης του … …. Ο ισχυρισμός του καθ’ ου η ανακοπή ότι την 14/12/2016 δεν υφίστατο απαίτηση της ανακόπτουσας κατά του καθ’ ου η εκτέλεση, διότι η πιο πάνω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, βάσει της οποίας επισπεύδεται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, έχει απωλέσει την ισχύ της λόγω της μη άσκησης της υποχρεωτικής, κατ’ άρθρο 729 παρ. 5 του ΚΠολΔ, αγωγής εντός 60 ημερών από την επίδοση της, πρέπει να απορριφθεί, ανεξάρτητα της ουσιαστικής βασιμότητά της, διότι, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, το καθ’ ου η ανακοπή, μπορεί ως τρίτος να προτείνει ενστάσεις βάσει του άρθρου 987 του ΚΠολΔ, δηλ. ενστάσεις που αφορούν τις αναφερόμενες σε αυτό πράξεις της διαδικασίας της κατάσχεσης, όπως και ενστάσεις που αφορούν την οφειλή του καθ’ ου η εκτέλεση … …, αλλά δεν μπορεί να προτείνει ενστάσεις κατά της εκτελεστότητας της πιο πάνω απόφασης από το ουσιαστικό ή δικονομικό δίκαιο. Απορριπτέο τέλος είναι το αίτημα της ανακόπτουσας για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης διότι δεν αποδείχθηκε ότι λόγω των ανειλικρινών δηλώσεων υπέστη τόσο σοβαρή ψυχική στεναχώρια και αναστάτωση για την οποία να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση.

Πρέπει επομένως η ανακοπή με το σωρευμένο σε αυτή αίτημα αποζημίωσης να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, όπως αυτή τα προσδιορίζει με βάση τον κατάλογο που υπέβαλε με τις πρωτόδικες προτάσεις της, και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του καθ’ ου λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 179, 183, 190, 191 του ΚΠολΔ).

ΓΙA ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 377/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 23/3/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. ανακοπής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ότι πρέπει ν’ απορριφθεί.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή και το σωρευμένο σε αυτή αίτημα αποζημίωσης.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι υπ’ αριθμ…… και ……… δηλώσεις τρίτου, τις οποίες υπέβαλε το καθ’ ου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, είναι ανακριβείς.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το καθ’ ου η ανακοπή να καταβάλλει στην ανακόπτουσα α) ως αποζημίωση το ποσό των χιλίων πεντακοσίων τριάντα έξι (1.536) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και β) κάθε μήνα το 1/4 της εκάστοτε μηνιαίας προσωρινής ή οριστικής σύνταξης γήρατος που θα λαμβάνει ο καθ’ ου η εκτέλεση, . … . …, από το καθ’ ου η ανακοπή από την 2/3/2017 έως τη συμπλήρωση του ποσού των χιλίων επτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (1.762,75), πλέον τόκων από την 2/3/2017.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του καθ’ ου ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης της ανακόπτουσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 18 Φεβρουαρίου 2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ