Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 73/2023

Αριθμός     73/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας …………., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αθανάσιο Τσεβά (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «Δήμος Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη», ο οποίος εδρεύει στη Νίκαια Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα από το Δήμαρχο Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη,  εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο  Μιλτιάδη-Παναγιώτη Κλαπαδάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς   την από 16.1.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  4651/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 14.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……./2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2020) της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Από το συνδυασμό της παραπάνω διατάξεως με εκείνη του άρθρου 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η αγωγή διακόπτει την παραγραφή μόνο της αξίωσης που κατέστη επίδικη (ΑΠ 39/2007 Νόμος, ΑΠ 738/2003 ΧρΙΔ 2003.551, ΑΠ 949/2002 ΕλλΔνη 2003, 1350) και δεν θίγεται η παραγραφή οποιοσδήποτε άλλης αξίωσης που στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά ή στα ίδια πραγματικά περιστατικά πλην όμως συνιστάμενη σε άλλη παροχή (Απ. Γεωργιάδη ΣΕΑΚ – Μιχαηλίδου, αρ. 261 σημ. 5). Έτσι, το διακοπτικό αποτέλεσμα επέρχεται μόνον εφόσον η πραγματική βάση της αξιώσεως ταυτίζεται με την αξίωση που αποτέλεσε αντικείμενο της αγωγής και μόνον ως προς το τμήμα της αξιώσεως που επιδιώκεται δικαστικά, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία (ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 1995.577, ΑΠ 1571/2017 Νόμος, ΑΠ 9/2007 Νόμος, ΑΠ 192/1995 ΕλλΔνη 1996.77, ΑΠ 820/1985 ΕΕΝ 1986, 284, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νικας -Μακριδου ΚΠολΔ I, 2000 ,221 αρ. 15, Κεραμεύς, ΕΕμπΔ 1995,160-165).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 “περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις”, που εφαρμόζεται και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 56ν.δ 496/1974,3ν.δ 31/1968 και 304 του κυρωθέντος με το ΠΔ 410/1995 Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 91 εδάφιο α` του ίδιου νόμου, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του νόμου αυτού (2362/1995), η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής Η διάταξη αυτή είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδάφιο α` του ανωτέρω νόμου, με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της ενάρξεως του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξιώσεως κατά του Δημοσίου, από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, που διατυπώνεται στο άρθρο 91 εδάφ. α`, και, επομένως, κατισχύει αυτής (ΑΕΔ 32/2008, Ολ.ΑΠ 29/2006). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 93 περ. α` του αυτού ως άνω Ν. 2362/1995, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται και με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. Κατά δε το άρθρο 92 εδ. β αυτού η παραγραφή απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση λόγω ανώτερης βίας έχει εμποδιστεί να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής. Κατά δε το άρθρο 94 εδάφ. δ` (τελευταίο) του ίδιου Ν. 2362/1995, η παραγραφή των κατά του Δημοσίου αξιώσεων των υπαλλήλων του λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 2362/1995, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 261 του ΑΚ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013 – ΦΕΚ Α` 74/20-3-2013), 106 και 262 του ΚΠολΔ, συνάγεται σαφώς, ότι η παραγραφή αξιώσεως κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας, ενώ η διακοπή της παραγραφής αυτής, που συντελείται με έναν από τους αναφερόμενους στο άνω άρθρο 93 του Ν. 2362/1995 τρόπους, μεταξύ των οποίων και η υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο, όσο και η εκ του άρθρου 92 εδ.β του Ν. 2362/1995 αναστολή συνιστούν αντενστάσεις, τις οποίες πρέπει να προτείνει, παραδεκτώς και νομίμως, ο διάδικος που αποκρούει την παραγραφή, και δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο. H αυτεπάγγελτη, κατ` άρθρο 94 εδάφ. δ` του Ν. 2362/1995, λήψη υπόψη από το δικαστήριο της παραγραφής των κατά του Δημοσίου αξιώσεων, ρύθμιση (αυτεπαγγέλτου λήψεως) η οποία δεν ισχύει για τη διακοπή ή αναστολή της παραγραφής, δεν αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας, ούτε στις διατάξεις των άρθρων 20 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 110 παρ. 1 του ΚΠολΔ, (και) για το λόγο ότι η διασφαλιζόμενη με τις διατάξεις αυτές δικαστική προστασία δεν έχει σχέση με την αυτεπάγγελτη εξέταση και λήψη υπόψη της παραγραφής από τα δικαστήρια, αφού η αυτεπάγγελτη αυτή ενέργεια του δικαστηρίου δεν στερεί τους αντιδίκους του Δημοσίου από τη δυνατότητα να προβάλλουν (ακόμη και καθ` υποφοράν, ενόψει του εκ του νόμου γνωστού σ` αυτούς αυτεπαγγέλτου της λήψεως υπόψη της παραγραφής) όλες τις αντενστάσεις που τους παρέχει το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο για την απόκρουση της παραγραφής (Ολ.ΑΠ 11/2003, Α.Π 1444/2020, ΑΠ1241/2018,ΑΠ666/2018, ΑΠ 766/2010, ΑΠ 1270/2003).

Στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 14.10.2020  (αρ. εκθ. κατ. πρωτ………./2020  και αρ. εκ. κατ. εφ. …………./2020 έφεση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας η οποία  (έφεση) στρέφεται, κατά της με αριθμό 4651/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 16.1.2018 με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………../17.1.2018 αγωγή της ενάγουσας κατά της εναγομένης.  H υπό κρίση έφεση έχει  ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης πριν την άσκηση αυτής , ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ) που έλαβε χώρα την 17.10.2018, (ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου). Αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα–εναγομένη το παράβολο των 100,00 ευρώ (με αριθμό ……………../2020  e παράβολο) που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.)

Η ενάγουσα με την από η από 16.1.2018 με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης 480/2…………10/17.1.2018 αγωγή της,  την οποία άσκησε κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι όπως παραδεκτώς διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που περιέχεται στις προτάσεις της, ως προς την επωνυμία του εναγομένου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης μετά την θέση σε ισχύ του Ν. 3852/2010, ότι τυγχάνει εταιρεία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων του Ν. 1905/1990, κατά 100% θυγατρική του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «…….». Ότι στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της, συνήψε με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………….» και διακριτικό τίτλο «…….» τη με αριθμό ………/04.03.2002 σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, δυνάμει της οποίας η τελευταία εκχώρησε στην ενάγουσα, ως πράκτορα, όλες τις επιχειρηματικές της απαιτήσεις που αναφέρονται στην σύμβαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα με λεπτομέρεια στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι στις απαιτήσεις που εκχωρήθηκαν, δυνάμει της ανωτέρω συμβάσεως, στην ενάγουσα συμπεριλαμβάνονται και οι απαιτήσεις της εκχωρήτριας κατά του εναγομένου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης από την προμήθεια προς τον τέως Δήμο Νίκαιας ποσοτήτων πετρελαίου κίνησης και βενζίνης, δυνάμει συμβάσεως που συνήψε η εκχωρήτρια με τον τελευταίο, τις οποίες εκείνος παρέλαβε εντός του έτους 2002, εκδόθηκαν δε τα τιμολόγια και τα αντίστοιχα εντάλματα πληρωμής που μνημονεύονται αναλυτικά στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι ο τέως Δήμος Νίκαιας, αν και παρέλαβε τις αναφερόμενες ποσότητες καυσίμων, συνολικής αξίας 97.763,86 ευρώ, ωστόσο δεν εξόφλησε την οφειλή του αυτή. Ότι, κατόπιν τούτων, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/28-12-2007 αγωγή της, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο τέως Δήμος Νίκαιας να της καταβάλει την παραπάνω οφειλή του με μοναδική νομική βάση εκείνη από τη σύμβαση. Ότι επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 3494/2017 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία κρίθηκε ότι η σύμβαση που είχε καταρτισθεί μεταξύ του τέως Δήμου Νίκαιας και της εκχωρήτριας της ενάγουσας ήταν άκυρη, για τους λόγους που αναφέρονται αναλυτικά στο σκεπτικό της, για το λόγο δε αυτό απορρίφθηκε η αγωγή εκείνη ως νομικά αβάσιμη. Ότι ενόψει της ακυρότητας της παραπάνω συμβάσεως, ο εναγόμενος, ο οποίος έχει ήδη υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις  υποχρεώσεις του τέως Δήμου Νίκαιας, οφείλει να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθόσον ο τελευταίος, αφού έλαβε και χρησιμοποίησε τα αγαθά (καύσιμα) που περιγράφονται στα ανωτέρω τιμολόγια, εξοικονομώντας παράλληλα τη δαπάνη να τα αγοράσει από άλλο προμηθευτή, κατέστη κατά την αναγραφόμενη στα τιμολόγια χρηματική αξία εκάστης παροχής πλουσιότερος αδικαιολόγητα, χωρίς νόμιμη αιτία, εις βάρος της περιουσίας της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας και με αντίστοιχη ζημία της, συνιστάμενη στην μη είσπραξη της αναγραφόμενης στα τιμολόγια χρηματικής αξίας εκάστης παροχής. Με αυτό το περιέχομενο ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 97.763,86 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας για όλο το ποσό από 1-1-2003, άλλως από την επίδοση της με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/28-12-2007 αγωγής της κατά του εναγόμενου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς επίσης να καταδικασθεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 4651/2018 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την ως άνω αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματος για την επιδίκαση νομίμων τόκων, το οποίοι έκρινε ως μη νόμιμο για το προγενέστερο της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής χρονικό διάστημα , έκανε  δεκτή την ένσταση παραγραφής που προέβαλε ο εναγόμενος οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ως προς τη νομική και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και απέρριψε την ως άνω ως αβάσιμη κατ’ ουσία, λόγω παραγραφής της ένδικης αξιώσεως. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα – εκκαλούσα με την κρινόμενη από 14.10.2020  (αρ. εκθ. κατ. πρωτ…./…./2020  και αρ. εκ. κατ. εφ. …../……/2020 έφεση για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί  την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή  η ως άνω αγωγή στο σύνολό της.

Με τον μοναδικό λόγο της υπό κρίση έφεσης η εκκαλούσα επικαλείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα και εφάρμοσε το νόμο διότι δέχθηκε ότι ο ισχυρισμός που προέβαλε ο εναγόμενος οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης  ότι η αξίωση της ενάγουσας έχει υποπέσει σε παραγραφή, διότι  από τέλος του έτους 2002, εντός του οποίου φέρεται ότι γεννήθηκε, και μέχρι την έγερση της υπό κρίση αγωγής το έτος 2018, έχει διαρρεύσει διάστημα μείζον της πενταετίας, συνιστά νόμιμη  ένσταση παραγραφής, την οποία δέχθηκε και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, ενώ αν ορθά είχε ερμηνεύσει και εφαρμόσει το νόμο θα είχε δεχθεί ως νόμιμη και βάσιμη κατ΄ ουσίαν την ανενσταση διακοπής της παραγραφής της απαίτησης της διότι η παραγραφή της αξίωσης που θεμελιώνεται  στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διακόπηκε πριν τη συμπλήρωση της  πενταετίας από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η απαίτηση, με την έγερση της προγενέστερης, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/28-12-2007 αγωγής της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει την οφειλή του με μοναδική νομική βάση εκείνη από τη σύμβαση, αφού πρόκειται για την ίδια αξίωση η οποία στηρίζεται σε διαφορετική βάση, αναλογικώς εφαρμοστέας της  διάταξης του αρ. 93 περ. α του ν. 2362/1995 η οποία δεν απαιτεί ταυτότητα ιστορικής και νομικής βάσης για να επέλθει διακοπή της παραγραφής. Με το περιεχόμενο αυτό ο ανωτέρω λόγος έφεσης ως προς την  αντένσταση περί διακοπής της παραγραφής, τυγχάνει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η καταγόμενη προς δικαστική διάγνωση αξίωση αδικαιολόγητου δεν ταυτίζεται με εκείνη που αποτέλεσε αντικείμενο της προγενέστερης αγωγής, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση επιδιώκεται αξίωση που θεμελιώνεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμό, ενώ η προγενέστερη αγωγή, η οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, είχε ως μόνη βάση της την αξίωση από τη σύμβαση, χωρίς να κατέστη επίδικη βάση από αδικαιολόγητο πλουτισμού. Εξάλλου από τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 90, 91, 92  και 93 περ. α του ν. 2362/1995 εφαρμόζονται σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 261 του ΑΚ που ορίζουν ότι το διακοπτικό αποτέλεσμα επέρχεται μόνον εφόσον η πραγματική βάση της αξιώσεως ταυτίζεται με την αξίωση που αποτέλεσε αντικείμενο της αγωγής και μόνον ως προς το τμήμα της αξιώσεως που επιδιώκεται δικαστικά, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία. Συνεπώς στην προκειμένη περίπτωση δεν θίγεται η παραγραφή της αξιώσεως από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που άρχισε να τρέχει από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκε.  Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε  τα ίδια,  δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του ανωτέρω λόγου έφεσης ως μη νόμιμου.

Από την επανεκτίμηση του συνόλου των εγγράφων που  οι διάδικοι προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει εταιρεία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων του Ν. 1905/1990, κατά 100% θυγατρική του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………….». Στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της συνήψε με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..» και διακριτικό τίτλο «……..» την με αριθμό ………./04.03.2002 σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων. Δυνάμει της ανωτέρω συμβάσεως εκχωρήθηκαν στην ενάγουσα, μεταξύ άλλων, οι απαιτήσεις της παραπάνω εταιρείας με διακριτικό τίτλο «………..» κατά του Δήμου Νίκαιας, καθολικό διάδοχο του οποίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 283 παρ.1 Ν. 3852/2010, αποτελεί ήδη από 1-1-2011 ο εναγόμενος ενιαίος Δήμος Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη, από την προμήθεια προς αυτόν ποσοτήτων πετρελαίου κίνησης και βενζίνης. Ειδικότερα, η παραπάνω εταιρεία με διακριτικό τίτλο «…………..» κατήρτισε την με αριθμό …………/26.06.2002 σύμβαση προμήθειας πετρελαίου κίνησης και βενζίνης με τον τέως Δήμο Νίκαιας, σε εκτέλεση της οποίας η πρώτη παρέδωσε στον παραπάνω οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, κατά το διάστημα από 3-7-2002 έως 30-12-2002, καύσιμα συνολικής αξίας 97.763,86 ευρώ. Ωστόσο, η παραπάνω σύμβαση υπήρξε άκυρη, όπως, άλλωστε, κρίθηκε δυνάμει της με αριθμό 3494/2017 αποφάσεως του ενταύθα Πολυμελούς Πρωτοδικείου, για το λόγο ότι έλαβε χώρα χωρίς να τηρηθούν, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενοι κανόνες για τη διενέργεια του διαγωνισμού και της δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1,2 και 3, 4 και 8 του π.δ. 370/95 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 4 του π.δ. 394/1996 και Ν. 2286/1995, όπως τούτο κρίθηκε εξάλλου και με την με αριθμό …./10-10-2007  πράξη του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Δήμο Νίκαιας, ο οποίος επέστρεψε αθεώρητα τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής που είχαν εκδοθεί για την εξόφληση της παραπάνω οφειλής του τέως Δήμου Νίκαιας, και έτσι η οφειλή αυτή παρέμεινε ανεξόφλητη. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο τέως Δήμος Νίκαιας, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οποίου έχει υπεισέλθει, όπως προεκτέθηκε, ο εναγόμενος, εξοικονομώντας τη δαπάνη να προμηθευθεί τα παραπάνω καύσιμα από άλλο έμπορο, κατέστη κατά την αναγραφόμενη στα τιμολόγια χρηματική αξία εκάστης παροχής, πλουσιότερος αδικαιολόγητα, χωρίς νόμιμη αιτία, εις βάρος της περιουσίας της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας και με αντίστοιχη ζημία της, συνιστάμενη στην μη είσπραξη της αναγραφόμενης στα τιμολόγια χρηματικής αξίας εκάστης παροχής. Μετά την  απόρριψη, κατά τα ανωτέρω, της αντενστάσεως της ενάγουσας περί διακοπής της παραγραφής, οποιαδήποτε απαίτησή της από την παραπάνω αιτία με βάση τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που γεννήθηκε το έτος 2002, εντός του οποίου παραδόθηκαν οι ως άνω ποσότητες καυσίμων, έχει υποκύψει στην κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη (II) πενταετή παραγραφή, καθώς από το τέλος του έτους εκείνου και μέχρι την άσκηση της αγωγής το έτος 2018 έχει διαρρεύσει διάστημα μείζον της πενταετίας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε  τα ίδια,  δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένης της από 14.10.2020  (αρ. εκθ. κατ. πρωτ……../2020  και αρ. εκ. κατ. εφ. ………./2020 έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμης. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω του δυσερμήνευτου του κανόνα δικαλιου που εφαρμόστηκε άρθρο 179 ΚΠολΔ και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος από την  εκκαλούσα  παραβόλου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 14.10.2020  (αρ. εκθ. κατ. πρωτ……../2020  και αρ. εκ. κατ. εφ. ………/2020 έφεση  κατά της με αριθμό 4651/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία , αντιμωλία των διαδίκων.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα  παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    31 Ιανουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ