Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 59/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός     59/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

           Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση: α)             από 2-5-2014 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……… έφεση του ενάγοντος στην από 18-1-2009 αγωγή / εναγομένου στην από 15-9-2011 αγωγή και β) από 3-5-2014 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …….. έφεση των εναγόντων στην από 15-9-2011 αγωγή / εναγομένων στην από 18-1-2009 αγωγή, κατά της με αριθ. 5070/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και δέχτηκε κατά ένα μέρος την από 15-9-2011 αγωγή, ενώ απέρριψε στο σύνολό της την από 18-1-2009 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αρμόδια δε φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τα άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης των εφέσεων. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), αφού συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31, 246 Κ.Πολ.Δ.).

Με την από 18-1-2009 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (στο εξής: α’ αγωγή), κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος εκθέτει ότι ο πρώτος εναγόμενος, με την από 8-4-2005 μήνυσή του ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, τον καταμήνυσε ψευδώς, με κατηγορίες ψευδείς και συκοφαντικές, οι οποίες έβλαψαν την τιμή και την υπόληψή του ως ατόμου και αστυνομικού υπαλλήλου και προκάλεσαν την άσκηση σε βάρος του ποινικής δίωξης για τις αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις και την παραπομπή του στα αρμόδια πειθαρχικά όργανα με το ερώτημα της απόταξης από την Ελληνική Αστυνομία. Ότι ο δεύτερος και η τρίτη των εναγομένων, με τις αναφερόμενες ένορκες καταθέσεις τους, κατέθεσαν εν γνώσει τους ψέματα σχετικά με τα καταγγελλόμενα σε βάρος του στην προαναφερθείσα μήνυση του πρώτου εναγομένου (υιού τους). Ότι με τις ενέργειές τους αυτές οι εναγόμενοι είχαν σκοπό αφενός να τον δυσφημήσουν, καθώς γνώριζαν ότι όσα αναληθή ανέφεραν σε βάρος του και περιέρχονταν σε γνώση τρίτων προσώπων ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του και αφετέρου να στηρίξουν την άνω ψευδή καταμήνυσή του από τον πρώτο εναγόμενο. Ότι κατ’ αυτό τον τρόπο  τέλεσαν αδικοπραξία σε βάρος του, καθώς έβλαψαν παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψή του ως ατόμου και αστυνομικού υπαλλήλου, με συνέπεια να δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητεί, μετά από παραδεκτό, σύμφωνα με τα άρθρα 223, 295 παρ. 1 και 297 Κ.Πολ.Δ, μερικό περιορισμό, του αρχικού αιτήματος της αγωγής, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν για την άνω αιτία το χρηματικό ποσό των 50.000 ευρώ ο πρώτος και των 25.000,00 ευρώ καθένας από τους λοιπούς, το οποίο περιορίζει κατά το ποσό των 40,00 ευρώ για κάθε εναγόμενο, προκειμένου να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων εναντίον τους ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, ζητεί να απαγγελθεί σε βάρος των εναγομένων προσωπική κράτηση λόγω της αδικοπραξίας, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη.

Περαιτέρω, με την από 15-9-2011 αγωγή τους ενώπιον του ιδίου  Δικαστηρίου (στο εξής: β’ αγωγή), κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι εκθέτουν ότι ο εναγόμενος, Αστυνόμος Β’ της ΕΛ.ΑΣ, με την από 2-2-2007 μήνυσή του ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, τους κατηγόρησε, με αναφορές ψευδείς και συκοφαντικές, οι οποίες έβλαψαν την τιμή και την υπόληψή τους και προκάλεσαν την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος τους για τις αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Ότι με την άνω μήνυσή του ο εναγόμενος είχε σκοπό, αφενός να τους δυσφημήσει, καθώς γνώριζε ότι όσα αναληθή ανέφερε σε βάρος τους και περιέρχονταν σε γνώση τρίτων προσώπων ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή τους και αφετέρου να στηρίξουν  την ψευδή καταμήνυσή τους από μέρους του. Ότι με τη μήνυσή του αυτή ο εναγόμενος τέλεσε και αδικοπραξία σε βάρος τους, καθώς έβλαψε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψή τους, με συνέπεια να δικαιούνται εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζητούν, μετά από παραδεκτό, σύμφωνα με τα άρθρα 223, 295 παρ. 1 και 297 Κ.Πολ.Δ, μερικό περιορισμό του αρχικού αιτήματος της αγωγής, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει για την άνω αιτία στον καθένα απ’ αυτούς το χρηματικό ποσό των 100.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, ζητούν να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση λόγω της αδικοπραξίας, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική τους δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεκδικάζοντας τις άνω αγωγές αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού τις έκρινε νόμιμες, πλην των αιτημάτων τους να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση των εναγομένων λόγω της αδικοπραξίας, απέρριψε την α’ αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ δέχτηκε κατά ένα μέρος τη β’ αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι διάδικοι με τις κρινόμενες αντίθετες εφέσεις τους, για τους λόγους που εκθέτουν σ’ αυτές, οι οποίοι συνίστανται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και, περαιτέρω, ο μεν εκκαλών στην από 2-5-2015 έφεση, την καθ’ ολοκληρίαν παραδοχή της α’ αγωγής του και την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψη της β’ αγωγής των εναγομένων εναντίον του, οι δε εκκαλούντες στην από 3-5-2014 έφεση, την καθ’ ολοκληρίαν παραδοχή της β’ αγωγής τους και την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψη της α’ αγωγής του εναγομένου εναντίον τους.

Κατά το άρθρο 57 Α.Κ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρο 59 Α.Κ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος (Α.Π. 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει, λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του, για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται καταχρηστικά, κατά την έννοια των άρθρων 281 Α.Κ. και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα, για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (Ολ.Α.Π. 2/2008, Α.Π. 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (Α.Π. 167/2000), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των αρθρ. 914, 919, 920 και 932 Α.Κ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρο 57 παρ. 2 Α.Κ.), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής, ως παράνομης, είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των αρθρ. 361 – 363 Π.Κ. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και, αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ’  αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο, από αυτόν ενώπιον τρίτου, γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (Α.Π. 1662/2005), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 Π.Κ. περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361 – 367 Π.Κ. εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (Α.Π. 1030/2009, 333/2010, 179/2011). Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής, που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρο 367 παρ. 1γ’ Π.Κ.), το οποίο ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο. Κατ’ εξαίρεση όμως, το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθρ. 367 Π.Κ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει, όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν κατ’ αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε, για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του (Α.Π. 167/2000, 1897/2006, 488/2010). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρο 367 παρ. 1 Π.Κ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (Α.Π. 387/2005, Α.Π. 271/2012, Εφ.Αθ. 174/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί, για το παραδεκτό της αγωγής, να εκτίθενται στο δικόγραφό της τα πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διάταξης, στην οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή αίτημα (Α.Π. 413/2017, Α.Π. 684/2017, Α.Π. 889/2017, Α.Π. 53/2015, Α.Π. 792/2014, 492/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η νομική αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το ουσιαστικό δικαστήριο, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, εάν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής και τη νομική βασιμότητά της σε αναφορά με συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα, που ορίζει ο κανόνας αυτός για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά (Ολ.Α.Π. 18/1998, Α.Π. 524/2018, Α.Π. 413/2017, Α.Π. 807/2017, Α.Π. 853/2017, Α.Π. 491/2015, Α.Π. 792/2014, Α.Π. 119/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή, ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, ενώ η επίκληση, απλώς, των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής και ελέγχονται και οι δύο, αναφορικά με τους λόγους, από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.Α.Π. 1573/1981, Α.Π. 266/2018, Α.Π. 492/2017, Α.Π. 100/2017, Α.Π. 1264/2017, Α.Π. 43/2016, Α.Π. 575/2015, Α.Π. 265/2015, 935/2014, 792/2014, 119/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι συνεκδικαζόμενες άνω αγωγές, έχοντας το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα είναι σαφείς και ορισμένες, περιέχουσες για τη δικαστική εκτίμησή τους όλα τα αξιούμενα από τις άνω διατάξεις στοιχεία εγκυρότητας του δικογράφου τους. Ειδικά όσον αφορά τη β’ απ’ αυτές, για την οποία ο εναγόμενος προέβαλε παραδεκτά πρωτοδίκως ένσταση αοριστίας λόγω μη αναφοράς συγκεκριμένων ψευδών και προσβλητικών της προσωπικότητας των εναγόντων περιστατικών, την οποία επαναφέρει με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι αναφέρονται επαρκή τέτοια περιστατικά και ειδικότερα αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ο εναγόμενος ……, Αστυνόμος Β’ της ΕΛ.ΑΣ, με την από 2-2-2007 μήνυσή του εναντίον τους ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, αναφέροντας διαστρεβλωμένα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του τροχαίου ατυχήματος που έλαβε χώρα στη Σαλαμίνα την 18-1-2004, στο οποίο έχασε τη ζωή του ο φίλος του πρώτου απ’ αυτούς ……, τα οποία είχε περιλάβει και στη με αριθ. πρωτ. …….. υποβλητική του αναφορά προς τον άνω Εισαγγελέα για το άνω τροχαίο, αμφισβήτησε εκ δόλου τη γνησιότητα του προσκομισθέντος από τον πρώτο απ’ αυτούς αποδεικτικού στοιχείου (ψηφιακού δίσκου) και την ειλικρίνεια των σχετικών από 15-5-2005 και 2-6-2005 αντίστοιχα ένορκων μαρτυρικών καταθέσεων των υπολοίπων απ’ αυτούς στο πλαίσιο της από 8-4-2005 και με … μήνυσης του πρώτου απ’ αυτούς εναντίον του (……….) και κατηγόρησε αβάσιμα α) τον πρώτο απ’ αυτούς για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρος, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρος κατά συρροή και της συκοφαντικής δυσφήμησης, για όσα δήθεν αναληθώς ανέγραψε σε βάρος του στην άνω μήνυσή του και β) τους δεύτερο και τρίτη απ’ αυτούς για ψευδορκία και συκοφαντική δυσφήμηση, σε σχέση με όσα δήθεν ψευδώς κατέθεσαν σε βάρος του, εξεταζόμενοι ενόρκως ως μάρτυρες στο πλαίσιο της προαναφερθείσας μήνυσης του πρώτου απ’ αυτούς, στις με ημερομηνία 15-5-2005 και 2-6-2005 αντίστοιχες ένορκες καταθέσεις τους. Ότι συνεπεία αυτών των ψευδών και δόλιων κατηγοριών του εναγομένου – οι οποίες περιήλθαν σε γνώση δικαστών, εισαγγελέων, γραμματέων, δικηγόρων, προανακριτικών υπαλλήλων, οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος εναγόντων και συγγενών του αδόκητα φονευθέντος στενού και αγαπημένου φίλου του πρώτου εξ αυτών – ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον τους, η οποία ανεστάλη μεν κατ’ άρθρο 59 του Κ.Π.Δ. με το υπ’ αριθ. 144/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της με ……. μήνυσης του πρώτου απ’ αυτούς κατά του εναγομένου, πλην όμως έκτοτε αυτοί τελούν σε δικαστική ομηρία και ειδικότερα ο πρώτος απ’ αυτούς από το έτος 2005 και οι δεύτερος και τρίτη απ’ αυτούς από το έτος 2007, περιγραφόμενοι αναληθώς μετά την επιχειρηθείσα διαβολή τους από τον εναγόμενο, ο μεν πρώτος ως ψεύδορκος, πλαστογράφος,  ψευδομηνυτής και ηθικός αυτουργός σε ψευδείς ένορκες καταθέσεις, οι δε λοιποί ως ψεύδορκοι και ηθικοί αυτουργοί σε ψευδή καταμήνυση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, έστω χωρίς αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, έκρινε την άνω αγωγή ορισμένη και απέρριψε την άνω ένσταση αοριστίας του εναγομένου, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εναγόμενος – εκκαλών με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα.            Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, τις επικαλούμενες με επίκληση από τους ενάγοντες της β’ αγωγής με αριθ. …….. ένορκες βεβαιώσεις των …. . ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες, όπως προκύπτει από καταχωρηθείσα στα άνω πρακτικά σχετική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγόντων της άνω αγωγής, λήφθηκαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγόμενου, σύμφωνα με το άρθρο 270 αριθ. 2 εδάφιο γ’ Κ.Πολ.Δ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 17 ν. 2915/2001 από 1-1-2002 (άρθρο 15 ν. 2943/2001) και μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν.4335/23-7-2015 (Α.Π. 1001/2017, Α.Π. 309/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, αν με την έφεση προσβάλλεται απόφαση των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων (άρθρο 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, Α.Π. 309/2016, Α.Π. 232/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και από όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, στα οποία συγκαταλέγονται και οι προσκομισθέντες με επίκληση από τον ενάγοντα της α’ αγωγής υλικοί φορείς εγγραφής (ένα CD-R και ένα ομοίου περιεχομένου MEMORY STICK), οι οποίοι θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα σύμφωνα με το άρθρο 444 αρ. 3 Κ.Πολ.Δ. και δεν αμφισβητείται η γνησιότητά τους από τους εναγόμενους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 18-1-2004 και περί ώρα 16:17’, στη Σαλαμίνα και στη διασταύρωση της λεωφόρου Αιαντείου (διπλής κατεύθυνσης) με την αδιαμόρφωτη οδό Φωτομάρα (χωματόδρομο), έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα, στο οποίο τραυματίστηκε θανάσιμα ο ……, ο οποίος οδηγούσε την υπ’ αριθ. …….. δίκυκλη μοτοσικλέτα, μάρκας YAMAHA, 999 κυβικών, με μεγάλη ταχύτητα, ανερχόμενη τουλάχιστον σε 90 χλμ/ώρα, κινούμενος με κατεύθυνση από Σαλαμίνα προς Αιάντειο. Για την πρόκληση του άνω τροχαίου ατυχήματος κρίθηκε, με τη με αριθ. 7387/2007 αμετάκλητη ήδη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, συνυπαίτιος κατά 50% (πέραν του ανωτέρω θανόντος μοτοσικλετιστή, που επίσης κρίθηκε συνυπαίτιος κατά 50%) και ο οδηγός του ……Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου (SKODA OCTAVIA, χρώματος μαύρου) ……….., ο οποίος, κινούμενος στην άνω αδιαμόρφωτη οδό Φωτομάρα και προτιθέμενος να κατευθυνθεί προς Σαλαμίνα, εισήλθε στη διασταύρωση των άνω οδών, καταλαμβάνοντας τουλάχιστον δύο μέτρα του οδοστρώματος του ρεύματος προς Αιάντειο της άνω λεωφόρου, χωρίς προηγουμένως να ελέγξει με προσοχή την κίνηση των κινούμενων σ’ αυτό οχημάτων και να τους παραχωρήσει, ως όφειλε, προτεραιότητα, με αποτέλεσμα να παρακωλύσει την ομαλή πορεία της κινούμενης στην κατεύθυνση αυτή άνω δίκυκλης μοτοσικλέτας, η οποία, παρά την τροχοπέδηση επί 23 μέτρα πριν την άνω διασταύρωση και τον ελιγμό προς τα αριστερά, που επιχείρησε ο οδηγός της, για να αποφύγει τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο – εμπόδιο που αντιλήφθηκε αιφνιδίως στην πορεία του, λόγω και της αυξημένης ταχύτητάς της, εξετράπη στο αντίθετο (προς Σαλαμίνα) ρεύμα πορείας της οδού, όπου συγκρούστηκε μετωπικά, αρχικά με το ……προσωρινά ακινητοποιημένο Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο (που ανέμενε νόμιμα, δίπλα στη μονή διακεκομμένη διαγράμμιση της λεωφόρου, με τον αριστερό δείκτη κατεύθυνσης σε λειτουργία, τη διέλευση του αυτοκινήτου του ……, για να εισέλθει αριστερά στην οδό Φωτομάρα) και στη συνέχεια με το κινούμενο με ελάχιστη ταχύτητα πίσω και δεξιά του (……αυτοκινήτου) με αριθ. …… Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί ο οδηγός της μοτοσικλέτας κάτω από το πρώτο άνω όχημα, να υποστεί βαριές σωματικές κακώσεις στον θώρακα και στην κοιλιά και να επέλθει ακαριαία ο θάνατός του από αυτές ως μόνης ενεργού αιτίας. Στη Σαλαμίνα ο θανών είχε μεταβεί με το φίλο του ……(πρώτο εναγόμενο της α’ αγωγής / πρώτο ενάγοντα της β’ αγωγής), ο οποίος, στο συγκεκριμένο χρόνο, τον ανέμενε σε σημείο της λεωφόρου Αιαντείου και μόλις τον αντιλήφθηκε από μακριά να έρχεται προς το μέρος του, ενεργοποιώντας την ψηφιακή κάμερα της ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής που είχε μαζί του, μάρκας SONY, βιντεοσκόπησε την πορεία του, τυχαία και χωρίς συντονισμό. Ακολούθησε το τροχαίο ατύχημα σε απόσταση 350 περίπου μέτρων από το σημείο που βιντεοσκοπούσε ο ……. Μετά από τρεις ημέρες και αφού είχε γίνει η κηδεία του φίλου του, ο τελευταίος – ο οποίος κατά το χρόνο του ατυχήματος υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία και βρισκόταν σε νόμιμη άδεια – παρέδωσε στην οικογένεια του θανόντος ψηφιακό δίσκο (CD-R), στον οποίο είχε αντιγράψει, μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή του, το περιεχόμενο της βιντεοσκόπησης. Για το τροχαίο ατύχημα έγινε αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση, την οποία διενήργησαν οι προανακριτικοί υπάλληλοι ……., υποδιοικητής του Σταθμού Τροχαίας Σαλαμίνας, καθώς και οι αστυφύλακες …….. και ……., οι οποίοι μετέβησαν στον τόπο του ατυχήματος και προέβησαν στη σύνταξη της σχετικής έκθεσης αυτοψίας (στην οποία, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, εσφαλμένα ανεγράφη ως ώρα του ατυχήματος 16:25’ ενώ αυτό συνέβη στις 16:17’, εσφαλμένα ανεγράφη ως μάρτυρας, ενώ ήταν συνυπαίτιος του ατυχήματος ο οδηγός του ……αυτοκινήτου και εσφαλμένα δεν καταχωρήθηκαν τα στοιχεία του ……. ως αυτόπτη μάρτυρα του τροχαίου, καίτοι αυτός τα δήλωσε στους αστυνομικούς που κατέφθασαν άμεσα) και επιπλέον ο πρώτος στη σύνταξη του συνημμένου σ’ αυτή σχεδιαγράμματος (στο οποίο, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, εσφαλμένα απεικονίστηκε το μαύρο άνω ……αυτοκίνητο να βρίσκεται καθ’ ολοκληρίαν εντός της οδού Φωτομάρα κατά το χρόνο του ατυχήματος, ενώ στην πραγματικότητα κατά το χρόνο εκείνο είχε εισέλθει τουλάχιστον κατά δυο μέτρα στο ρεύμα προς Αιάντειο της άνω λεωφόρου και μάλιστα, μετά το ατύχημα συνέχισε την πορεία του διασχίζοντας την άνω λεωφόρο και ακινητοποιήθηκε στο ρεύμα αυτής προς Παλούκια Σαλαμίνας). Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, για την άνω εσφαλμένη απεικόνιση στο σχεδιάγραμμα του μαύρου αυτοκινήτου, καθώς και για τη μη καταχώρηση στην οικεία θέση της έκθεσης αυτοψίας των στοιχείων του μάρτυρος ………,  καταδικάστηκε τελεσίδικα, με τη με αριθ. 1327/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Πειραιά, σε φυλάκιση 10 μηνών για ψευδή βεβαίωση ο συντάξας αυτήν άνω υποδιοικητής του Σταθμού Τροχαίας Σαλαμίνας, κατόπιν σχετικής μήνυσης του πατέρα του θανόντος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι του άνω τροχαίου ατυχήματος επελήφθη και προΐστατο της προανάκρισης ο ειδοποιηθείς άμεσα από τον ……, διοικητής του Σταθμού Τροχαίας Σαλαμίνας ……, ενάγων της α’ αγωγής και εναγόμενος της β’ αγωγής. Ο τελευταίος την ίδια ημέρα έλαβε τρεις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις οδηγών αυτοκινήτων που βρέθηκαν στον τόπο του ατυχήματος, μεταξύ των οποίων και του οδηγού του ……Ι.Χ.Ε. μαύρου αυτοκινήτου ……… Δεν έλαβε όμως κατάθεση του ……., ο οποίος ήταν παρών κατά το ατύχημα και το είχε τυχαία βιντεοσκοπήσει κατά τα προαναφερθέντα, παρόλο που αυτός άμεσα εμφανίστηκε στους άνω αστυνομικούς ως αυτόπτης μάρτυρας και εκείνοι του ζήτησαν να εξεταστεί. Τούτο διότι ο ……είχε περιέλθει σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, έχοντας μόλις υπάρξει μάρτυρας του θανάτου του φίλου του και επιθυμούσε διακαώς να μεταβεί άμεσα στο Κέντρο Υγείας Σαλαμίνας για να συμπαρασταθεί στη μητέρα του τελευταίου. Γι’ αυτό ζήτησε από τους αστυνομικούς να καταθέσει μόλις συνέρχονταν ψυχολογικά και έδωσε τα  στοιχεία του στον αρχιφύλακα …….., ο οποίος τα σημείωσε στο πρόχειρο σκαρίφημα, που συνέταξε για το ατύχημα. Μετά ταύτα ο ισχυρισμός του ……., ότι ο ……δήλωσε στους αστυνομικούς ότι δεν είδε κάτι από το τροχαίο και δεν θέλησε να καταθέσει, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι λίγες ημέρες μετά το ατύχημα ο πατέρας του θανόντος ………., συνοδευόμενος από τον αδελφό του …….., μετέβη στο Σταθμό Τροχαίας Σαλαμίνας και γνωστοποίησε στο Διοικητή …… ότι υπήρχε βιντεοσκόπηση του συμβάντος από το φίλο του θανόντος ……και του παρέδωσε άτυπα αντίγραφο της βιντεοσκόπησης σε ψηφιακό δίσκο (CD-R), για να αποτελέσει στοιχείο της δικογραφίας. Στην παράδοση αυτή προέβη, επειδή στη βιντεοσκόπηση, όπως αυτή είχε αντιγραφεί στον ψηφιακό δίσκο, φαινόταν, πλησίον του σημείου συγκρούσεως της ανωτέρω μοτοσικλέτας, να εξέρχεται από μια στενή οδό ένα μαύρο όχημα, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του ………., ήταν το προαναφερθέν με αριθμό κυκλοφορίας  …… μαύρο SKODA OCTAVIA του …….., το οποίο εξήλθε από την οδό Φωτομάρα, προκειμένου να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα της λεωφόρου Αιαντείου (προς Παλούκια) και προκάλεσε έτσι την αιφνίδια αλλαγή της πορείας της δίκυκλης μοτοσικλέτας, την τροχοπέδησή της και ακολούθως την παρέκκλιση της πορείας της προς τα αριστερά και την πρόσκρουσή της μετωπικά με το προσωρινά ακινητοποιημένο στο αντίθετο ρεύμα της λεωφόρου (προς Παλούκια) ……Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, με τις τραγικές συνέπειες που προαναφέρθηκαν. Στη συνέχεια, ο ……, παρουσία των δυο ανωτέρω συγγενών του θανόντος και τριών αστυνομικών υπαλλήλων, προέβαλε μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή της υπηρεσίας, με τη βοήθεια ιδιώτη τεχνικού ηλεκτρονικών υπολογιστών που κάλεσε, τον άνω ψηφιακό δίσκο (CD-R), στον οποίο φαινόταν ένα μαύρο αυτοκίνητο να διασχίζει σχεδόν κάθετα το ρεύμα της άνω λεωφόρου προς Αιάντειο, ώστε να εισέλθει αριστερά στο ρεύμα προς Παλούκια. Από την προβολή του βίντεο αυτού, διάρκειας περίπου 12 δευτερολέπτων, το οποίο έχει τραβηχτεί από μακρινή απόσταση, έχει χαμηλή ευκρίνεια και διακόπτεται μετά τη στιγμή της πρόσκρουσης, ο …… έκρινε επιπόλαια και εσφαλμένα (όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια) ότι αυτό (βίντεο) δεν ήταν γνήσιο και ότι οι εμφανιζόμενες συνθήκες του ατυχήματος δεν συνέπιπταν με εκείνες που κατεδείκνυαν οι μέχρι τότε ληφθείσες καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων (οδηγών και επιβατών προσωρινά ακινητοποιημένων και κινούμενων και στις δυο λωρίδες κυκλοφορίας της λεωφόρου Αιαντείου αυτοκινήτων) αλλά στην πραγματικότητα αποτύπωναν κυκλοφοριακές συνθήκες άλλης ημέρας, στις οποίες είχε προστεθεί με μοντάζ μαύρο αυτοκίνητο να εξέρχεται κάθετα στη λεωφόρο Αιαντείου στο σημείο του ατυχήματος. Την άποψή του αυτή δηλώνει ότι στήριξε στο ότι, κατά το χρόνο του ατυχήματος, το βίντεο δεν εμφανίζει να υπάρχει συνεχής ροή οχημάτων στο ρεύμα προς Αιάντειο, ούτε εμφανίζει, στο σημείο του ατυχήματος, αυτοκίνητα εν στάσει, που να κλείνουν και τα δυο ρεύματα της λεωφόρου Αιαντείου και επιπλέον στο ότι, αμέσως μετά το ατύχημα ο ……δεν προσφέρθηκε να καταθέσει ως αυτόπτης μάρτυρας και δεν επέδειξε άμεσα στους αστυνομικούς το άνω βίντεο της φωτογραφικής μηχανής του, αν και είχε αυτή τη δυνατότητα. Βάσει όμως όσων ανωτέρω αποδείχθηκαν, κατά το χρόνο του ατυχήματος δεν θα μπορούσε να υπάρχει συνεχής ροή οχημάτων στο σημείο αυτού και στο ρεύμα προς Αιάντειο, αφού τα προπορευόμενα οχήματα της μοτοσικλέτας του ………. είχαν παραχωρήσει προτεραιότητα στο μαύρο SKODA OCTAVIA, το οποίο εξήλθε από την οδό Φωτομάρα δεξιά τους, προκειμένου να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα (προς Παλούκια) και, εισερχόμενο κατά δυο τουλάχιστον μέτρα σχεδόν κάθετα στο ρεύμα προς Αιάντειο, έκλεισε εντελώς την κυκλοφορία στο ρεύμα αυτό (βλ. χαρακτηριστικά την από 18-1-2004 κατάθεση του οδηγού του ……Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου ……., που κινούνταν στο ρεύμα προ Αιάντειο, πίσω από 5-6 άλλα αυτοκίνητα, το πρώτο εκ των οποίων σταμάτησε και παραχώρησε προτεραιότητα στο άνω μαύρο αυτοκίνητο, καθώς και την από 18-1-2004 κατάθεση του οδηγού του ……Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου ……, που ήταν σταματημένο στο ρεύμα προς Παλούκια, με αναμμένο το αριστερό φλας, προκειμένου να εισέλθει στην οδό Φωτομάρα). Κρίνεται δε εύλογο, λόγω του έντονου σοκ και της μεγάλης στεναχώριας, που είχε μόλις υποστεί από τον αδόκητο θάνατο του φίλου του ενώπιόν του, το ότι ο νεαρός τότε ……δεν έδωσε κατά  την ημέρα του ατυχήματος κατάθεση στους αστυνομικούς και δεν τους επέδειξε άμεσα το βίντεο που τράβηξε με τη σκηνή του ατυχήματος, αλλά, αφού έδωσε το ονοματεπώνυμο και το τηλέφωνό του στον αρχιφύλακα ………., προκειμένου να κληθεί αργότερα για να δώσει προανακριτική κατάθεση [κάτι που έκανε έντεκα ημέρες αργότερα, στη Στρατιωτική Μονάδα (Π.Ζ.) ΛΔ/ΕΛ.ΔΥΚ στη Μαλούντα Λευκωσίας Κύπρου, όπου πλέον υπηρετούσε], έσπευσε στο Κ.Υ. Σαλαμίνας για να συμπαρασταθεί στη μητέρα του θανόντος φίλου του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο …… – κρίνοντας επιπόλαια και εσφαλμένα εξαρχής ότι ο άνω ψηφιακός δίσκος ήταν παραποιημένος και δεν αποτύπωνε τις πραγματικές συνθήκες του ατυχήματος εμφανίζοντας το μαύρο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο να εισέρχεται, μερικά έστω, επί της λεωφόρου Αιαντείου – στα πλαίσια της προανάκρισης, της οποίας προϊστατο, με το υπ’ αριθ. πρωτ. ……….. έγγραφό του, παρήγγειλε πραγματογνωμοσύνη και διόρισε από το σχετικό πίνακα, που δημοσιεύτηκε με το με αριθ. 471/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, το ………, διπλωματούχο χημικό μηχανικό του Ε.Μ.Π, ως πραγματογνώμονα, προκειμένου αυτός: 1) να διερευνήσει και εξετάσει τις συνθήκες του ατυχήματος και 2) να εξετάσει τον ψηφιακό δίσκο και να αποφανθεί για τη γνησιότητά του και εάν ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες του δυστυχήματος και ειδικότερα για τη θέση του οχήματος μελανού χρώματος, το οποίο φαίνεται να εξέρχεται κάθετα στη Λ. Αιαντείου», παρέδωσε δε σ’ αυτόν και το λοιπό αποδεικτικό υλικό, που είχε συγκεντρωθεί από την μέχρι τότε προανάκριση. Ο διορισμός του άνω πραγματογνώμονα, κατά το σκέλος του που αφορούσε τη διαπίστωση της γνησιότητας ή μη του ψηφιακού δίσκου, έγινε πριν ακόμα ολοκληρωθεί η εξέταση ικανών αυτοπτών μαρτύρων προς διερεύνηση των συνθηκών του ατυχήματος, προτού συγκεντρωθεί επαρκές υλικό ψηφιακών πειστηρίων (πρωτότυπη κάρτα μνήμης φωτογραφικής μηχανής ……….., σκληρός δίσκος Η/Υ αυτού, μέσω του οποίου αντιγράφηκε το βίντεο από την πρωτότυπη κάρτα μνήμης της φωτογραφικής μηχανής στο άνω CD-R) και παρότι οι μικροδιαφορές που υπήρχαν μεταξύ των προανακριτικών καταθέσεων και του βίντεο, οι οποίες εμφανίζονταν στον ψηφιακό δίσκο (ως προς το μεγάλο ή μικρό μέρος του ρεύματος κυκλοφορίας προς Αιάντειο που κατέλαβε το μαύρο OCTAVIA και ως προς το εάν στο ίδιο ρεύμα κυκλοφορίας κινούνταν άλλα αυτοκίνητα) δικαιολογούνταν από την απόσταση που είχε ληφθεί το βίντεο και από τις περιορισμένες δυνατότητες του μέσου (φωτογραφική μηχανή). Πέραν τούτου, ο άνω διορισμός ενός αντί δυο πραγματογνωμόνων ήταν μη νόμιμος, καθώς δεν συνέτρεχαν ούτε έγινε επίκληση από τον …… εξαιρετικών και επειγουσών περιπτώσεων και σε κάθε περίπτωση ο τελευταίος μη νόμιμα δεν απευθύνθηκε εξαρχής, για τη διερεύνηση της γνησιότητας ή μη του άνω ψηφιακού δίσκου, στην ειδική προς τούτο υπηρεσία και δη στον Τομέα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας (άρθρα 184 παρ. 1, 185, 186 Κ.Π.Δ, 5 Ν. ΓΧΠ/1910 και Π.Δ. 14/2001, όπως τροποπ. με το Π.Δ. 223/2003 «περί Οργανώσεως Υπηρεσιών Ελληνικής Αστυνομίας»). Επιπλέον, ο άνω πραγματογνώμονας, κατά το χρόνο διορισμού του, περιλαμβάνονταν μεν στο σχετικό πίνακα πραγματογνωμόνων του άνω βουλεύματος για ζητήματα διερεύνησης τροχαίων ατυχημάτων, όχι όμως και στην ειδική κατηγορία για θέματα εξέτασης ψηφιακών πειστηρίων, στην οποία περιελήφθη μετέπειτα, δυνάμει του με αριθ. 1328/2004 βουλεύματος του άνω Συμβουλίου για τον καταρτισθέντα πίνακα πραγματογνωμόνων του έτους 2005. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι εννέα ημέρες μετά το ατύχημα ο …… κάλεσε στο γραφείο του τον πατέρα του θανόντος …… και, αφού του δήλωσε ότι ήταν πρόθυμος να τον βοηθήσει στην υπόθεση αυτή, του υπέδειξε να διορίσει ως πληρεξούσιο δικηγόρο τον κουμπάρο του ……, με δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και στη Σαλαμίνα. Τον τελευταίο όμως ο ……., μετά από τηλεφωνική επαφή τους, τελικά δεν διόρισε, επειδή υποψιάστηκε ότι μπορεί να μεροληπτούσε υπέρ των αληθών υπαιτίων του ατυχήματος. Την ίδια υποψία είχε και για τον ……, ο οποίος, κατά τη συχνή τηλεφωνική επικοινωνία τους, εμμέσως πλην σαφώς, προσπαθούσε να τον πείσει ότι δεν είχε νόημα η προσπάθειά του να συνεχίζει να ψάχνει τα αίτια του θανάτου του υιού του, διότι, όπως του έλεγε, όλοι οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι κανένας άλλος οδηγός δεν είχε ανάμιξη στο ατύχημα, καίτοι αυτός ήταν ενήμερος για την αιτηθείσα από τον ίδιο κατάθεση του μάρτυρος …. την 29-1-2004 στη Μονάδα του στην Κύπρο, ο οποίος είχε καταθέσει ότι, με βάση αυτά που είχε δει και βιντεοσκοπήσει, στο ατύχημα είχε ανάμιξη το ……αυτοκίνητο μαύρου χρώματος. Είναι δε αξιοπρόσεκτο ότι ο ανωτέρω δικηγόρος εκπροσώπησε αργότερα τον συνυπαίτιο του άνω ατυχήματος ……κατά την παράσταση πολιτικής αγωγής που αυτός δήλωσε ενώπιον του Πενταμελούς Στρατοδικείου Αθηνών κατά του …….. για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τις φερόμενες ως τελεσθείσες από τον τελευταίο πράξεις α) της πλαστογραφίας ψηφιακού δίσκου με χρήση, β) ψευδορκίας και γ) ψευδούς καταμήνυσης, όπως προκύπτει από τα με αριθ. 2173/2011 πρακτικά συνεδρίασης και απόφαση του άνω Στρατοδικείου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι είκοσι ημέρες μετά το ατύχημα ο …… – κατά παράβαση του υπηρεσιακού του καθήκοντος, της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της αναρμόδιας παρέμβασης κατά τρίτου προσώπου (άρθρα 12 παρ. 2 και 20 του τότε ισχύοντος Π.Δ. 22/1996) – προσκάλεσε στην οικία του τον …….., αδελφό του θανόντος και σε σχετική συζήτηση για το θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα, τον παρότρυνε να μη δώσει αυτός και η οικογένειά του συνέχεια στην εν λόγω υπόθεση, για το λόγο ότι ο ψηφιακός δίσκος, όπως προέκυψε και από την πραγματογνωμοσύνη του …….., ήταν πλαστογραφημένος από τον ……και θα έπρεπε να μην εμπλακούν περαιτέρω και χαρακτηρισθούν ως συμμέτοχοι στην πλαστογραφία. Το γεγονός αυτό συνιστούσε ανεπίτρεπτη από μέρους του υπηρεσιακή παρέμβαση κατά τρίτου προσώπου στην περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης (άρθρο 12 παρ. 20 του Π.Δ. 22/1996), με ταυτόχρονη κατάρριψη του τεκμηρίου της αθωότητας του ……. (άρθρο 6 παρ. 2 Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Ακολούθως και συγκεκριμένα στις 11-3-2004 ο άνω πραγματογνώμονας ….. εγχείρισε στο Σταθμό Τροχαίας Σαλαμίνας τη σχετική από 9-3-2004 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, κατά το συμπέρασμα της οποίας: «Διαπιστώθηκε ότι αποκλειστικός υπεύθυνος για το ατύχημα ήταν ο αποβιώσας οδηγός της μοτοσικλέτας, ο οποίος εκινείτο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, άνω των 150 km/h και ο οποίος, στην προσπάθειά του να μειώσει ξαφνικά την ταχύτητα, έχασε τον έλεγχο της μηχανής και προξένησε το ατύχημα, ότι τα άλλα οχήματα Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ, Ζ, Η, Θ δεν έχουν καμία ευθύνη ούτε προέκυψαν παραβάσεις του Κ.Ο.Κ, ότι ιδιαίτερα το όχημα Γ (μελανού χρώματος), για το οποίο εγένετο προσπάθεια επίρριψης ευθυνών, είχε την κατάλληλη θέση, σύμφωνα με τον Κ.Ο.Κ. και δεν φέρει καμία ευθύνη για το ατύχημα, ότι ο παραδοθείς από τον πατέρα του θανόντος ψηφιακός δίσκος CD δεν είναι γνήσιος, ούτε εμφανίζει τις πραγματικές συνθήκες του ατυχήματος και ειδικότερα τη θέση του οχήματος Γ (μελανού χρώματος), το οποίο φαίνεται να έρχεται κάθετα στη λεωφόρο Αιαντείου, ότι θεωρείται δεδομένο ότι ο δίσκος αυτός είναι αντίγραφο πρωτότυπης βιντεοταινίας, το οποίο αντίγραφο, με κατάλληλη ηλεκτρονική επεξεργασία, με ψηφιακή τεχνολογία, έχει παραποιηθεί και παραμορφωθεί κακοβούλως, έχει δε αντιγραφεί εσκεμμένως με πολύ χαμηλή ευκρίνεια και εκ λάθους του δράστη, έχει τοποθετηθεί ημερομηνία και ώρα οκτώ λεπτά νωρίτερα του ατυχήματος, στοιχείο που αποτελεί πλήρη απόδειξη της μη γνησιότητάς του. Ο πραγματογνώμων είναι πεπεισμένος ότι γίνεται μεθοδευμένη και μελετημένη απόπειρα παραπλάνησης των ανακριτικών και δικαστικών αρχών από ομάδα ατόμων, με την κατασκευή πειστηρίων του συμβάντος (CD), με τα οποία επιχειρείται να επιρριφθεί η ευθύνη του ατυχήματος στον οδηγό του οχήματος Γ, να καταδικαστεί δηλαδή ένας άνθρωπος για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, με τελικό σκοπό την αστική (οικονομική) ικανοποίηση των συγγενών του θανόντος».  Όμως, μετά την από 8-4-2005 μήνυση, που άσκησε εναντίον του (και εναντίον του ……..) ο πατέρας του θανόντος μοτοσικλετιστή, ο άνω πραγματογνώμονας διαφοροποιήθηκε από το απόλυτο άνω συμπέρασμά του, καταθέτοντας ένορκα στις 10-1-2005 ενώπιον του Λ/γού (ΔΓ) ………, ο οποίος διενεργούσε προκαταρτική εξέταση για την περίπτωση πλαστογράφησης του άνω ψηφιακού δίσκου CD από το στρατιώτη ………., μεταξύ άλλων και τα εξής: «το ουσιαστικό στοιχείο, που οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο ψηφιακός δίσκος (CD) που εξέτασα δεν είναι γνήσιος, είναι ο χρόνος δημιουργίας του, δηλαδή η ώρα 16:17’, ενώ σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας της τροχαίας και τις ένορκες καταθέσεις, το ατύχημα συνέβη στις 16:25’, δηλαδή οκτώ λεπτά αργότερα, όπως αναλυτικά αναγράφεται στις σελίδες δεκατέσσερα έως δέκα εννέα και είκοσι ένα έως είκοσι τρία της έκθεσής μου. Εάν όμως τούτο δεν είναι αληθές και διαπιστωθεί από άλλα στοιχεία, που δεν είχα στη διάθεσή μου, ότι ο χρόνος του συμβάντος ήταν η 16:17’, τότε το στοιχείο αυτό και η σχετική ανάλυση δεν υφίσταται πλέον…. Ειδικότερα, στη σελίδα είκοσι δυο αναφέρω και την πιθανότητα να βιντεοσκοπήθηκε πραγματικά το ατύχημα και να δημιουργήθηκε μετά το αντίγραφο του ψηφιακού δίσκου, με βασικό στοιχείο βεβαίως της μη γνησιότητάς του τη διαφορά των οκτώ λεπτών από την ώρα της δημιουργίας του (16:17’) και του χρόνου του συμβάντος (16:25’)».  Σημειώνεται εδώ ότι, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν, έχει αμετάκλητα κριθεί μεταξύ των άμεσα εμπλεκομένων στο ατύχημα μερών, με την προαναφερθείσα με αριθ. 7387/2007 απόφαση του Πολιτικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών, ότι ο χρόνος του ένδικου ατυχήματος ήταν 16:17’, σύμφωνα με το από 24-11-2004 έγγραφο του Ε.Κ.Α.Β. και όχι 16:25’, όπως εσφαλμένα αναγράφεται στις προανακριτικές καταθέσεις που λήφθηκαν την ημέρα του ατυχήματος και στην έκθεση αυτοψίας της Τροχαίας και συνακόλουθα ο άνω συλλογισμός και το συμπέρασμα της πλαστότητας του δίσκου κατά την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …….. δεν υφίσταται πλέον. Άλλωστε, το συμπέρασμα αυτό ανατρέπεται από την από 11-7-2005 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ……., υπαστυνόμου Β’, εξεταστή ψηφιακών πειστηρίων της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας, ο οποίος διορίστηκε πραγματογνώμονας από τη στρατιωτική δικαιοσύνη στα πλαίσια διερεύνησης των αδικημάτων της πλαστογραφίας ψηφιακού δίσκου (CD-R) μετά χρήσεως, ψευδορκίας και ψευδούς καταμήνυσης που αποδόθηκαν στο ………, ο οποίος υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία κατά το χρόνο του ατυχήματος, σχετικά με την προανακριτική του κατάθεση και το άνω CD-R της βιντεοσκόπησης, που παρέδωσε στους οικείους του θανόντος και αυτοί στον ……, γιατί το CD-R θεωρήθηκε πλαστό και η ένορκη προανακριτική κατάθεση του ……….. ψευδής. Στον ανωτέρω πραγματογνώμονα ανατέθηκε να διερευνήσει, μεταξύ άλλων, εάν το βίντεο που έχει εγγραφεί στο CD-R είναι αυθεντικό ή έχει παραποιηθεί ως προς τα γεγονότα που απεικονίζει, αν η λήψη του έχει γίνει από την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή μάρκας SONY και αν προκύπτουν τα στοιχεία των οχημάτων, που εμφανίζονται στο βίντεο. Ο τελευταίος, αφού εξέτασε τα αρχεία του σκληρού δίσκου, ανέκτησε τρία αρχεία βίντεο (mov 00973 mpg, mov 00974 mpg και mov 00975mpg), εκ των οποίων το ένα (mov 00975 mpg) ήταν αυτό που περιέχεται ως πειστήριο που παραδόθηκε στο Σταθμό Τροχαίας Σαλαμίνας με ημερομηνία 18-1-2004 και ώρα 4.17.16, ενώ το προηγούμενο αρχείο (mov 00974 mpg) έχει ημερομηνία 18-1-2004 και ώρα 4.15.38 και εμφανίζει το θανόντα να ξεκινά με τη μοτοσικλέτα του από το σημείο, όπου είχε γίνει η λήψη στο επίδικο βίντεο και να κατευθύνεται προς το βάθος του δρόμου και το βίντεο mov 00973 mpg φέρει ημερομηνία 18-1-2004 και ώρα 4.15.24 και εμφανίζει τον θανόντα να προσπαθεί να ξεκινήσει τη μοτοσικλέτα του. Με βάση την μελέτη των προαναφερθέντων βίντεο ο άνω πραγματογνώμονας συμπεραίνει ότι αυτά έχουν ληφθεί συνεχόμενα. Περαιτέρω, από την εξέταση του CD-R αναφέρει ότι, στα πρώτα καρέ ο δρόμος είναι ελεύθερος και ακολούθως εμφανίζεται κάποιο σκούρο όχημα να κινείται και να καταλαμβάνει όλο το οδόστρωμα του ρεύματος κυκλοφορίας και στο 11° δευτερόλεπτο ακούγεται ένας ήχος, που είναι πιθανότατα ήχος από τρακάρισμα, ότι επίσης φαίνεται έντονα και το όχημα που βρίσκεται στο ρεύμα με κατεύθυνση το βάθος της φωτογραφίας και ότι τα δύο αυτά οχήματα βρίσκονταν κατά τη στιγμή της φωτογραφίας στο ίδιο ύψος του δρόμου και θα πρέπει να είχαν καταλάβει όλο σχεδόν το οδόστρωμα. Στην ίδια έκθεση ο άνω πραγματογνώμονας αναφέρει ότι το βίντεο έχει ληφθεί με φωτογραφική μηχανή μάρκας SONY και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, από όλα τα καρέ του βίντεο, που έχουν εξαχθεί και από την προσεκτική παρατήρηση αυτών, δεν προκύπτει τίποτε που να υποδηλώνει μοντάζ, ότι σε όλα τα σημεία των πειστηρίων το βίντεο βρέθηκε να είναι το ίδιο και ότι, αν είχε γίνει επεξεργασία σε αυτό, θα έπρεπε να βρεθούν τέτοιου είδους εγγραφές, ότι δεν βρέθηκε να έχει εγκατασταθεί πρόγραμμα επεξεργασίας βίντεο που θα χρειαζόταν, προκειμένου να γίνει μοντάζ στον υπό εξέταση σκληρό δίσκο και ότι από την εξέταση του σκληρού δίσκου προέκυψε ότι η αντιγραφή του έγινε από τη φωτογραφική μηχανή και συγκεκριμένα από την κάρτα μνήμης αυτής στο σκληρό δίσκο που εξετάσθηκε και ότι το επίδικο βίντεο είναι ακριβώς το ίδιο βίντεο με αυτό που βρίσκεται στο CD-R που παραδόθηκε από τον ……στην οικογένεια του θανόντος. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω πραγματογνωμοσύνη έγινε με επαρκή υλικό ψηφιακών πειστηρίων [σκληρό δίσκο Η/Υ …….., ψηφιακή φωτογραφική μηχανή του, δυο προσωρινές μνήμες αποθήκευσης αυτής (memory sticks), ένα ψηφιακό δίσκο (CD-R)  που παρέδωσε άτυπα ο πατέρας του θανόντος μαζί με τον αδελφό του …… κατά την πρώτη επίσκεψή του στο Σταθμό Τροχαίας Σαλαμίνας λίγες ημέρες μετά το ατύχημα, ένα ψηφιακό δίσκο (CD-R) που παρέδωσε επίσημα στην Τροχαία Σαλαμίνας ο υιός του θανόντος ……. κατά την ένορκη κατάθεσή του στις 9-4-2004, ένα ψηφιακό δίσκο (CD-R) που παρέδωσε στον άνω πραγματογνώμονα ο εγκαλούμενος ……], ενώ η πραγματογνωμοσύνη …. έγινε με βάση ένα μόνο ψηφιακό δίσκο (CD-R) που παρέδωσε προφορικά στην Τροχαία Σαλαμίνας ο πατέρας του θανόντος και μια δισκέτα με φωτογραφίες του ατυχήματος που έλαβε η Τροχαία μετά το συμβάν. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι o …… περάτωσε την αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση και διαβίβασε τη σχετική δικογραφία του τροχαίου στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά με την υπ’ αριθ. πρωτ. …. αναφορά του, κατά την οποία «δεν προέκυψε υπαιτιότητα ή εμπλοκή στο τροχαίο τρίτου ατόμου». Όμως, πριν από την άνω περαίωση και υποβολή της άνω δικογραφίας με επίρριψη της αποκλειστικής ευθύνης στο νεκρό οδηγό της μοτοσικλέτας, παρέλειψε να ενεργήσει απαραίτητες προανακριτικές πράξεις, για να διαπιστωθούν οι αληθείς συνθήκες επέλευσης του ατυχήματος και να ανακαλυφθούν οι αληθείς υπαίτιοι αυτού. Συγκεκριμένα, δεν υπέβαλε – μετά και τα CD-R με βιντεοσκόπηση του ατυχήματος που παραδόθηκαν στην υπηρεσία του από τον πατέρα και τον άνω αδελφό του θανόντος – ερώτημα στο Ε.Κ.Α.Β. για τον ακριβή χρόνο που κλήθηκε για την παραλαβή του θανάσιμα τραυματισθέντος στο άνω τροχαίο, δεν εξέτασε αμέσως μετά το ατύχημα όλους τους αυτόπτες μάρτυρες, αναζητώντας ευθύνες του εμπλακέντος σ’ αυτό, κατά τις από 18-1-2004 μαρτυρικές καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων του τροχαίου ……και ……, οδηγού του ……Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου χρώματος μαύρου (το οποίο έκλεισε την πορεία της μοτοσικλέτας, καθώς εξήλθε από την οδό Φωτομάρα και εισήλθε σχεδόν κάθετα στο ρεύμα προς Αιάντειο της λεωφόρου Αιαντείου), δεν διόρισε στη συνέχεια δυο τουλάχιστον πραγματογνώμονες αρμόδιους για εξέταση ψηφιακών δίσκων, για να εξετάσουν τη γνησιότητα των άνω CD-R, ούτε αποτάθηκε προς τούτο στο Τμήμα Εξετάσεως Ψηφιακών Πειστηρίων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας, ενώ, με την άνω υποβλητική αναφορά του στον άνω Εισαγγελέα, παρέλειψε να συνυποβάλει και τους δυο άνω ψηφιακούς δίσκους (CD-R), που είχαν παραδοθεί στην υπηρεσία του από τον πατέρα του θανόντος και από τον υιό του ……., τους οποίους απέστειλε μόλις στις 3-11-2004, ισχυριζόμενος ότι είχαν ξεχαστεί στο αρχείο της υπηρεσίας του. Μάλιστα, στην άνω υποβλητική αναφορά του χαρακτήρισε «αυταπόδεικτη και ηλίου φαεινότερη την πλαστότητά του με την πρώτη παρουσίαση», αναφερόμενος στον άνω ψηφιακό δίσκο (CD-R), που του παραδόθηκε άτυπα από τον πατέρα του θανόντος και προσέθεσε ότι αναζητήθηκε τρόπος να αποδειχθεί και στηριχθεί νομικά η πλαστότητα αυτή, για την οποία ανέφερε ότι υπέθεσε ότι «ο πατέρας και τα δυο αδέλφια του νεκρού είχαν άγνοια και υπαίτιος αυτής ήταν ο στρατιώτης ……, ο οποίος σύμφωνα με τον πατέρα, ένιωθε τύψεις για το χαμό του φίλου του, γιατί ήταν αυτός που ξεσήκωσε το γιο του, ενώ αυτός κοιμόταν, και τον προέτρεψε να πάνε μαζί βόλτα στη Σαλαμίνα, συλλογισμός που συνεπικουρείται και από το γεγονός ότι αυτός, όχι μόνο απέκρυψε το γεγονός της βιντεοσκόπησης, αλλά αρνήθηκε και ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του τροχαίου όταν ρωτήθηκε σχετικά από τους ενεργούντες την αυτοψία αστυνομικούς». Η αναφορά του αυτή ήταν ψευδής, αφού δεν ήταν αυταπόδεικτη και ηλίου φαεινότερη η πλαστότητα του άνω CD-R με την πρώτη παρουσίαση, ούτε ο ……είχε πλαστογραφήσει (νοθεύσει) το άνω CD-R, ούτε ο πατέρας του θανόντος του είχε δηλώσει ότι ίσως ο ……ένιωθε τύψεις για το χαμό του φίλου του, ούτε ο ……, αμέσως μετά το ατύχημα, αρνήθηκε στους αστυνομικούς ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του τροχαίου και ότι ήθελε να καταθέσει, ενώ προέκυπτε υπαιτιότητα του μαύρου OCTAVIA στο τροχαίο, όπως φαινόταν στον άνω ψηφιακό δίσκο. Με βάση την άνω ψευδή αναφορά του και αφού έλαβε γνώση, μεταξύ των άλλων υποβληθέντων εγγράφων, και της άνω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του …….., ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά κίνησε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 36 Π.Κ, την ποινική διαδικασία σε βάρος του …….. και παντός άλλου υπευθύνου για το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της ψευδούς αναφοράς στην αρχή και στη συνέχεια διαβίβασε αυτή, λόγω καθ’ ύλην αρμοδιότητας, στον Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Αθηνών, αφού ο ……κατά το χρόνο εκείνο, όπως προαναφέρθηκε, είχε την ιδιότητα του στρατιωτικού. Κατόπιν της ανωτέρω ασκηθείσας δίωξης σε βάρος του ο πρώτος εναγόμενος της α’ αγωγής και πρώτος ενάγων της β’ αγωγής ……, υπέβαλε εναντίον του ……(ενάγοντος της α’ αγωγής και πρώτου εναγομένου της β’ αγωγής) την από 8-4-2005 μήνυση – έγκληση για τις πράξεις, της ψευδούς καταμήνυσης (229 Π.Κ.), της συκοφαντικής δυσφήμησης (362 και 363 Π.Κ.), της παράβασης καθήκοντος (259 Π.Κ.) και της κατάχρησης εξουσίας (239 Π.Κ.) για την ανωτέρω αναληθή σε βάρος του αναφορά, ενώ παράλληλα και ο πατέρας του ως άνω θανόντος …….. υπέβαλε σε βάρος του …….την από 13-12-2004 μηνυτήρια αναφορά, στην οποία του καταλόγιζε διάπραξη ποινικών και πειθαρχικών παραπτωμάτων. Σε συνέχεια της άνω μήνυσης – έγκλησης του …….. ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του ……. για παράβαση καθήκοντος, ψευδή αναφορά στην αρχή και συκοφαντική δυσφήμηση (παράβ. άρθρων 1, 13α΄, 14 παρ. 1, 16, 17, 18 εδάφ. β’, 26 παρ. 1α’, 27 παρ. 1, 51, 53, 94 παρ. 1, 229 παρ. 1, 259 και 363-362 Π.Κ.) και δυνάμει του με αριθ. 315/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιά παραπέμφθηκε αυτός για να δικαστεί για τις άνω πράξεις ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Παράλληλα, κινήθηκε και η πειθαρχική διαδικασία σε βάρος του, στα πλαίσια της οποίας κλήθηκαν και εξετάστηκαν ενόρκως, στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. στις 2-6-2005 και στην Υποδιεύθυνση Διοικητικών Εξετάσεων της ΕΛ.Α.Σ. στις 30-5-2006 ο δεύτερος και στην Υποδιεύθυνση Διοικητικών Εξετάσεων της ΕΛ.Α.Σ. στις 2-6-2005 και στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ στις 15-5-2005 η τρίτη των εναγομένων της α’ αγωγής. Ειδικότερα, με την άνω μήνυσή του ο ……καταλόγιζε τόσο στον ενάγοντα της α’ αγωγής …… όσο και στον ……(πραγματογνώμονα), ότι τον κατέστησαν ύποπτο για τέλεση σοβαρών αδικημάτων, όπως πλαστογραφία μετά χρήσης, όσον αφορά το επίμαχο CD-R (229 Π.Κ.), ότι με το από 18-6-2004 άνω έγγραφό του προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, κατονομάζοντάς τον ως υπαίτιο της πλαστογραφίας του άνω CD-R, προσέβαλαν την τιμή και την υπόληψή του, ότι τέλεσαν σε βάρος του (πρώτου εναγομένου της α’ αγωγής) το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας (239 Π.Κ.), καθώς, παρότι αθώος, τον εξέθεσαν σε δίωξη, ενώ, παράλληλα, παρέλειψαν να διώξουν τον υπαίτιο ……και ότι ο ενάγων της α’ αγωγής ……, παρέβη ως προανακριτικός υπάλληλος τα καθήκοντα της υπηρεσίας του στα πλαίσια της προανάκρισης που διενεργούνταν, κατ? άρθρο 243 του Κ.Π.Δ, καθώς δεν γνωστοποίησε το διορισμό του πραγματογνώμονα (άρθρο 186 και 192 Π.Κ.), δεν έλαβε υπόψη τις προανακριτικές καταθέσεις του πρώτου εναγομένου της α’ αγωγής και διόρισε πραγματογνώμονα προς εξέταση της γνησιότητας του ψηφιακού δίσκου, ο οποίος δεν είχε ειδίκευση στα ζητήματα εξέτασης ψηφιακών πειστηρίων και δεν περιλαμβάνονταν στη σχετική κατηγορία πραγματογνωμόνων του άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιά. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι ο πρώτος εναγόμενος της α’ αγωγής ……καταμήνυσε τον ενάγοντα της ίδιας αγωγής …… ψευδώς, δεδομένου ότι ο τελευταίος προέβη, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν, σε παραβάσεις, που ενέπιπταν στα πλαίσια τόσο του ποινικού όσο και του πειθαρχικού ελέγχου. Επισημαίνεται δε ότι όλες οι ενέργειες του ανωτέρω ενάγοντος, που επισήμανε ο πρώτος εναγόμενος της ίδιας αγωγής ως μη νόμιμες, κρίθηκαν ως τέτοιες και από τον διενεργούντα την Κ.Δ.Ε. Αστυνομικό Υποδιευθυντή …… και οδήγησαν στην πρόταση αυτού για παραπομπή του ανωτέρω ενάγοντος αστυνομικού στο Πειθαρχικό Συμβούλιο Αξιωματικών με το ερώτημα της απόταξης, το οποίο, με τη με αριθ. 52/17-6-2008 απόφασή του, του επέβαλε την πειθαρχική ποινή των 15 ημερών αργίας με πρόσκαιρη παύση. Επακολούθησε βέβαια η απαλλακτική γι’ αυτόν με αριθ. 163/10-2-2015 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου Αξιωματικών, μετά τη με αριθ. 278/2011 απαλλακτική γι’ αυτόν και για τον ………. (ελλείψει δόλου) απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Πειραιά για τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος (για αμφοτέρους), της ψευδούς αναφοράς στην αρχή (για αμφοτέρους) και της συκοφαντικής δυσφήμησης (για τον ……), η οποία ναι μεν αργότερα εξαφανίστηκε με τη με αριθ. 745α/2011 και 61/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Πειραιά [με την οποία καταδικάστηκε ο …… για παράβαση καθήκοντος επειδή α) διόρισε με την 2514/9/103-ε’/3-2-2004 παραγγελία του ως ειδικό πραγματογνώμονα για την εξέταση της γνησιότητα του άνω CD τον …… που δεν περιλαμβάνονταν στην ειδική κατηγορία εξετάσεως ψηφιακών πειστηρίων του πίνακα πραγματογνωμόνων και επειδή παρακάμφθηκε το Τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας και β) προσκάλεσε στο σπίτι του είκοσι ημέρες μετά το ατύχημα, κατά παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της αναρμόδιας παρέμβασης κατά τρίτου προσώπου, το γιο του εγκαλούντος …….., επιχειρώντας, με το αιτιολογικό ότι ο εν λόγω ψηφιακός δίσκος ήταν αποδεδειγμένα παραποιημένος, να τον αποτρέψει από την εμπλοκή του, ως προφανώς έχων την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, στην περαιτέρω δικαστική εξακολούθηση της αρξαμένης ποινικής υπόθεσης και ταυτόχρονα να καταστήσει ως υπαίτιο της πλαστότητας αυτής τον εγκαλούντα …….., έχοντας πράξει όλα τα προρρηθέντα με σκοπό βλάβης του εγκαλούντος ……, καθόσον επιχείρησε να καταστήσει αυτόν ύποπτο τελέσεως αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων και του ……, ο οποίος επιθυμούσε να διαλευκανθεί η υπόθεση του θανάσιμου τραυματισμού του γιου του …. και να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του υπαιτίου οδηγού του θανάσιμου τραυματισμού του], πλην όμως η άνω καταδικαστική απόφαση αναιρέθηκε με τη με αριθ. 1142/10-10-2012 απόφαση του Αρείου Πάγου (Τμήμα Ζ’ Ποινικό) λόγω αοριστίας της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της άνω 278/2011 απαλλακτικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Η αμετάκλητη αυτή απαλλακτική (ελλείψει δόλου) απόφαση δεν δεσμεύει το πολιτικό Δικαστήριο τούτο, ως άλλωστε δεν αμφισβητείται, καθόσον, κατ’ άρθρο 321 Κ.Πολ.Δ, στην πολιτική δίκη δεν παράγεται δεδικασμένο από αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου (Α.Π. 860/2013, Α.Π. 1098/2011, Α.Π. 1457/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και μάλιστα από απαλλακτική απόφαση, όπου το ποινικό δικαστήριο δεν έκρινε την πολιτική αγωγή γιατί απήλλαξε τους κατηγορούμενους (βλ. Στυλ. Πατεράκη, Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, έκδ. 1995, σ. 406, Αθ. Κρητικού, Η αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα, έκδ. 1992, αριθ. 949, σ. 330). Ούτε η άνω απαλλακτική απόφαση για τον ενάγοντα της α’ αγωγής αναιρεί την άνω κρίση του Δικαστηρίου τούτου ότι ο πρώτος εναγόμενος (……) δεν τον καταμήνυσε ψευδώς, ενόψει όσων ανωτέρω αποδείχθηκαν για τη γνησιότητα του επίμαχου ψηφιακού δίσκου και τη συνυπαιτιότητα στο ατύχημα του οδηγού του ……μαύρου αυτοκινήτου, συνεκτιμώμενου και του ότι η άνω για τον ενάγοντα απαλλακτική (ελλείψει δόλου) απόφαση αναβίωσε μετά από αναίρεση για τυπικό λόγο της καταδικαστικής σε βάρος του με αριθ. 745α/2011 και 61/2012 άνω απόφασης του δευτεροβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου και όχι γιατί το τελευταίο τον αθώωσε λόγω ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τις επίμαχες άνω παραβάσεις, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα απ’ αυτόν με τον πρώτο λόγο της έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι όσα κατέθεσαν ο δεύτερος και η τρίτη των εναγομένων της α’ αγωγής κατά την πειθαρχική διαδικασία εναντίον του ενάγοντος σχετικά με το άνω ατύχημα και τη βιντεοσκόπησή του από τον πρώτο εναγόμενο γιο τους ήταν, όπως τα αντιλήφθησαν μέσα από τις διηγήσεις του άνω γιου τους και μέσα από την παρακολούθηση του επίμαχου βίντεο, ενώ οι όποιες αποκλίσεις στις καταθέσεις τους χαρακτηρίζονται ως επουσιώδεις, προκειμένου να θεμελιώσουν κρίση περί του αντιθέτου. Επιπρόσθετα, δεν αποδείχθηκε ότι τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μήνυση του πρώτου εναγομένου της α’ αγωγής, όπως και τα αναφερόμενα στις ανωτέρω καταθέσεις των δευτέρου και τρίτης των εναγομένων, είναι συκοφαντικά, δυσφημιστικά και προσβάλλουν την προσωπικότητα του ενάγοντος της α’ αγωγής παράνομα και υπαίτια, δεδομένου ότι, παρά τη χρήση οξύτατων και δυσμενέστατων εκφράσεων και κρίσεων σε βάρος του ανωτέρω ενάγοντος, αποδεικνύεται από τον τρόπο, το ύφος και τις περιστάσεις που δόθηκαν,  ότι έγιναν με πεποίθηση αληθείας, για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιολογημένου, προστατευομένου από το νόμο, συμφέροντος, που σχετίζεται με την προστασία της προσωπικότητας, της τιμής και της υπόληψης του πρώτου εναγομένου, καθώς ο ενάγων της α’ αγωγής, με μια σειρά παραβάσεων της ποινικής διαδικασίας που προαναφέρθηκαν, τον καθιστούσε υπαίτιο διάπραξης σοβαρότατων αδικημάτων, τα δε ανωτέρω αναφερόμενα απ’ αυτούς ήταν αντικειμενικά αναγκαία, για να αποδοθεί το περιεχόμενο της σκέψης τους και δεν υπερέβησαν το αναγκαίο μέτρο έκφρασης για την προστασία αυτή, χωρίς να έχουν σκοπό δυσφήμησης ή εξύβρισης του ανωτέρω ενάγοντος και εν γένει προσβολής της προσωπικότητάς του. Η εκκαλούμενη, επομένως, που δεχόμενη τα ίδια, απέρριψε την α’ αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και οι λόγοι της έφεσης του ενάγοντος που υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος της β’ αγωγής, μετά την από 8-4-2005 μήνυση – έγκληση του πρώτου ενάγοντος της ίδιας αγωγής, υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά την από 2-2-2007 μήνυση – έγκλησή του σε βάρος των εναγόντων, με την οποία ζητεί την τιμωρία αυτών. Ειδικότερα, καταλογίζει στον πρώτο ενάγοντα τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, διότι ο πρώτος ενάγων, με την από 8-4-2005 μήνυσή του, τον καταμήνυσε ψευδώς, εν γνώσει της αναλήθειας και με σκοπό την απαλλαγή του (πρώτου ενάγοντος) από την κατηγορία για πλαστογραφία του επίμαχου CD-R, για ψευδορκία στην από 15-5-2005 ένορκη κατάθεσή του στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης για παράβαση καθήκοντος από μέρους του και στην από 8-4-2005 ένορκη βεβαίωση της προαναφερθείσας μήνυσής του και για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία του δευτέρου και της τρίτης των εναγόντων της β’ αγωγής, στις από 2-6-2005 και 30-5-2006, όσον αφορά τον δεύτερο ενάγοντα και στις από 15-5-2005 και 2-6-2006 όσον αφορά την τρίτη ενάγουσα, ένορκες καταθέσεις τους στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας που κινήθηκε σε βάρος του (εναγομένου της β’ αγωγής). Περαιτέρω, καταλογίζει στους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων τις πράξεις, της ψευδορκίας στις από 2-6-2005 και 30-5-2006, όσον αφορά τον δεύτερο ενάγοντα και στις από 15-5-2005 και 2-06-2006, όσον αφορά την τρίτη ενάγουσα, ένορκες καταθέσεις τους στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας που κινήθηκε σε βάρος του, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι το επίμαχο CD-R είναι πλαστογραφημένο από τον πρώτο ενάγοντα ……και δεν αποδεικνύει τις συνθήκες του ατυχήματος, ότι ο πατέρας του θανόντος είπε στον ίδιο (……) ότι ο ……ίσως ένιωθε τύψεις για το θανατηφόρο τροχαίο γιατί ξεσήκωσε το γιο του που κοιμόταν και τον προέτρεψε να πάνε βόλτα στη Σαλαμίνα, ότι για το τροχαίο αυτό ο ……. στην πραγματικότητα δεν είχε προσωπική αντίληψη και δεν το βιντεοσκόπησε, ότι δεν δήλωσε στους αστυνομικούς που πήγαν στον τόπο του ατυχήματος ότι ήθελε να δώσει κατάθεση αργότερα και ότι το μαύρο αυτοκίνητο του …… δεν είχε καμία ανάμιξη στο ατύχημα και ακόμη, ότι ψευδώς και από πρόθεση οι γονείς του …. και ……επιβεβαίωσαν ένορκα, κατά την πειθαρχική διαδικασία εναντίον του σχετικά με το άνω ατύχημα, όσα ο γιος τους ψευδώς και από πρόθεση ισχυριζόταν εναντίον του (………), δηλαδή ότι ο τελευταίος κακώς τον κατηγόρησε για πλαστογράφο του CD-R, ότι ανακριβώς ισχυρίστηκε ότι αυτό δεν απεικονίζει τις πραγματικές συνθήκες του ατυχήματος και ότι η συμπεριφορά του ως αστυνομικού ήταν επιλήψιμη. Ακόμα, ισχυρίζεται ότι ήταν ψευδή και καθ’ υπόδειξη του γιου τους όσα οι τελευταίοι κατέθεσαν σχετικά με τη βιντεοσκόπηση του ατυχήματος και ότι αμφότεροι οι ανωτέρω τελούσαν εν γνώσει της αναλήθειάς τους. Αποδείχθηκε, όμως, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν, ότι τα αναφερόμενα στην άνω μήνυση του  εναγομένου, ήταν ψευδή και σκοπό είχαν να προκαλέσουν την καταδίωξη των εναγόντων για τις ανωτέρω πράξεις, διότι, κατά το χρόνο που υποβλήθηκε η ανωτέρω μήνυσή του (2007), ήταν ήδη από το έτος 2005 αποδεδειγμένη η γνησιότητα του επίμαχου CD-R  και συνεπώς η αλήθεια των ισχυρισμών του πρώτου ενάγοντος περί υπαιτιότητας στο τροχαίο του οδηγού του μαύρου αυτοκινήτου ……, η οποία προέκυπτε από τη μνημονευόμενη στην άνω μήνυσή του πραγματογνωμοσύνη του ……, τις από 18-1-2004 καταθέσεις ενώπιόν του των αυτοπτών μαρτύρων του ως άνω αναφερομένου τροχαίου ……και ……, το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι οδηγοί άλλων Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτων, που κινούνταν στα δυο ρεύματα κυκλοφορίας της λεωφόρου Αιαντείου, είχαν διακόψει την πορεία τους, για να διευκολύνουν τη διέλευση του μαύρου αυτοκινήτου και από το αναμφισβήτητο επίσης γεγονός ότι ο θανών τροχοπέδησε και η μοτοσικλέτα του άφησε ίχνη τροχοπέδησης 23 μέτρων, πράγμα που σημαίνει ότι μπροστά του στο ορατό τμήμα της οδού εμφανίστηκε κάποιο εμπόδιο. Ενισχυτικός της άποψης ότι ο εναγόμενος γνώριζε και σε κάθε περίπτωση, όφειλε να γνωρίζει κατά το χρόνο υποβολής της από 2-2-2007 μήνυσής του, ότι οι άνω καταγγελίες του σε βάρος των εναγόντων ήταν αβάσιμες, είναι και ο ισχυρισμός του ότι ο πρώτος ενάγων αρνήθηκε να δώσει κατάθεση ως αυτόπτης μάρτυρας, ενώ αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος εμφανίσθηκε εξαρχής στους αστυνομικούς, που επιλήφθηκαν του ως άνω τροχαίου και μάλιστα έδωσε τα πλήρη στοιχεία τόσο του εκλιπόντος, όσο και τα δικά του, καθώς επίσης και το κινητό του τηλέφωνο. Εξάλλου, τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα ο ανωτέρω εναγόμενος τα ισχυρίστηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και στον αρμόδιο γραμματέα της γραμματείας, όπου υπέβαλε την ανωτέρω μήνυση – έγκλησή  του. Τα γεγονότα  αυτά ήταν ικανά και πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων της β’ αγωγής και να προσβάλουν την προσωπικότητά τους ως ατόμων και ως μελών του κοινωνικού συνόλου, καθόσον φέρεται με αυτά ότι οι ενάγοντες είναι πρόσωπα που διαπράττουν αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές που τους καταλόγιζε ο εναγόμενος. Ο τελευταίος, με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες πρωτόδικες προτάσεις του, ισχυρίστηκε ότι, επικουρικά, στην περίπτωση που κριθεί ότι υπέπεσε σε αδικοπραξία σε βάρος των εναγόντων, δεν τον βαρύνει οποιαδήποτε υπαιτιότητα, είτε με τη μορφή του δόλου είτε με τη μορφή της αμέλειας, για την προσβολή της προσωπικότητάς τους, αφού σκοπός του δεν ήταν να θίξει την τιμή και την υπόληψή τους, αλλά ενήργησε για τη διαφύλαξη και προστασία νόμιμου δικαιώματός του, ειδικότερα δε για να αντικρούσει τις κατηγορίες, που αυτοί του καταλόγισαν. Ο παραπάνω ισχυρισμός αποτελεί ένσταση, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, πρέπει όμως να απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, αφού αποδείχθηκε ότι ήταν αναληθή τα άνω εκτιθέμενα στην από 2-2-2007 μήνυση του εναγομένου στη β’ αγωγή πραγματικά περιστατικά, γεγονός που ήταν σε γνώση του, κατά τα προαναφερόμενα. Περαιτέρω δε, η άσκηση της παραπάνω μήνυσής του σε βάρος των εναγόντων της β’ αγωγής σαφώς υπερέβη τα όρια για την προστασία και διαφύλαξη των δικαιωμάτων του, ενώ σε κάθε περίπτωση η ως άνω εξωτερίκευση των καταγγελλομένων απ’ τον εναγόμενο, με βάση δηλαδή τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, υπερέβη το αναγκαίο μέτρο για τη διαφύλαξη του επικαλούμενου δικαιώματός του ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος αυτού, ήτοι να μην αφήσει αναπάντητες τις εναντίον του κατηγορίες, ενώ από τον τρόπο που εξωτερικεύτηκε η βούλησή του, προκύπτει σκοπός εξύβρισης των εναγόντων, με την έννοια που εκτέθηκε στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας. Με τον τρόπο αυτό ο ανωτέρω εναγόμενος εξέθεσε τους ενάγοντες σε κίνδυνο ποινικής δίωξης, η οποία τελικά ασκήθηκε εναντίον τους για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή (άρθρα 46 παρ. 1α, 94 παρ. 1, 229, 224 παρ. 2-1 Π.Κ.) που φέρονταν ότι τέλεσε ο πρώτος απ’ αυτούς στις 8-4-2005, 15-5-2005 και 2-6-2005 και της ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρα 224 παρ. 2-1 Π.Κ.) που φέρονταν ότι τέλεσαν ο δεύτερος και η τρίτη απ’ αυτούς στις 2-6-2005 και στις 15-5-2005 αντίστοιχα [ανεξάρτητα από το ότι στη συνέχεια η άνω ποινική δίωξη σε βάρος τους, αρχικά ανεστάλη δυνάμει του 144/18-2-2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της από 8-4-2005 μήνυσης του πρώτου ενάγοντος εναντίον του εναγομένου και μετέπειτα έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής, δυνάμει του με αριθ. 168/2013 βουλεύματος του ιδίου Συμβουλίου (καθώς, μέχρι να εκδοθεί η άνω με αριθ. 1142/10-10-2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε ως απαράδεκτη την έφεση του Εισαγγελέα κατά της πρωτόδικης αθωωτικής 278/2011 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, είχε παρέλθει, από το έτος 2005 των καταγγελθέντων από τον εναγόμενο παρανόμων πράξεων, ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής)]. Επομένως, ο εναγόμενος έβλαψε την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων, εμφανίζοντάς τους να μετέρχονται ποινικά κολάσιμες πράξεις, ενέργεια η οποία συνιστά αυτοτελώς και αδικοπραξία, καθόσον έπληξε προστατευόμενα από το νόμο αγαθά που συνθέτουν, μαζί με άλλα, την προσωπικότητά τους. Πρέπει δε να απορριφθεί ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση ο περαιτέρω ισχυρισμός του, όπως και ο σχετικός πέμπτος λόγος της έφεσής του, ότι η φερόμενη ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του, καθ’ ο μέρος αφορά την από 18-6-2004 υποβλητική αναφορά του, ως εκ του χρόνου τελέσεώς της, δεν θεμελιώνει την επίδικη αξίωσή τους λόγω συμπλήρωσης πενταετούς παραγραφής, αφού κατά τα εκτιθέμενα των εναγόντων, η αδικοπρακτική συμπεριφορά του σε βάρος τους τελέστηκε αποκλειστικά με την υποβολή της από 2-2-2007 μήνυσής του, στην οποία γίνεται απλώς μνεία της άνω υποβλητικής αναφοράς του. Κατόπιν τούτων, συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις και οι ενάγοντες δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστησαν από την προσβολή της προσωπικότητάς τους από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου (άρθρα 57 και 59 Α.Κ.), τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα με τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο, έκτο και έβδομο λόγο της έφεσης του εναγομένου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ακολούθως, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι, προς αποκατάσταση της ανωτέρω ηθικής βλάβης των εναγόντων της β’ αγωγής, η ανάλογη χρηματική ικανοποίηση που δικαιούνται, με γνώμονα την ένταση της προσβολής, τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα, τις συνέπειες αυτής στη ζωή τους, το βαθμό υπαιτιότητας του εναγομένου, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών και τηρουμένης και της αρχής της αναλογικότητας στη συγκεκριμένη περίπτωση μεταξύ χρησιμοποιούμενου μέσου και επιδιωκόμενου σκοπού, πρέπει να οριστεί στο ποσό των 10.000,00 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και στο ποσό των 5.000,00 ευρώ για καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες. Η υποχρέωση καταβολής των ως άνω ποσών, αν και δεν μπορεί να εξαφανίσει τη ζημία επί του καθαρώς ηθικού αγαθού της τιμής των εναγόντων, είναι εντούτοις σε θέση να αμβλύνει ως ένα βαθμό τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκάλεσε σ’  αυτούς η ανωτέρω προσβολή. Όμως, τυχόν μεγαλύτερα ποσά θα αποτελούσε ακραία εκτίμηση και θα κατέληγε σε οικονομική εξουθένωση του εναγομένου και σε αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό των εναγόντων και σε παραβίαση, ως εκ τούτου, της συνταγματικά κατοχυρωμένης δικαιϊκής αρχής της αναλογικότητας, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα με το μόνο λόγο της έφεσης των εναγόντων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Εφόσον δε η εκκαλουμένη έκρινε όμοια, δεχόμενη εν μέρει τη β’ αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 10.000,00, ευρώ και στον καθένα από τους δύο λοιπούς ενάγοντες το ποσό των 5.000.00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, τα δε αντίθετα  υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους των κρινόμενων εφέσεων είναι αβάσιμα και απορριπτέα, καθώς και οι εφέσεις αυτές στο σύνολό τους. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει οι κρινόμενες εφέσεις να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες. Η αιτούμενη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων των δυο εφέσεων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων άσκησης κάθε έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ            Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις αναφερόμενες στο σκεπτικό εφέσεις κατά της με αριθ. 5070/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).                   Δέχεται τις εφέσεις τυπικά και απορρίπτει αυτές κατ’ ουσία.          Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος των εκκαλούντων των δύο εφέσεων, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ για κάθε έφεση.          Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων άσκησης κάθε έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  6 Δεκεμβρίου 2018 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 28 Ιανουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ