Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 62/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης   62/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 8.11.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……. και β) από 10.11.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………. και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………, εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός της εδρεύουσας στην … Αττικής  νομίμως εκπροσωπουμένης ανώνυμης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και αφετέρου του ………., που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.4249/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 11.12.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………. αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “……”, που εδρεύει στην …. Αττικής, ήδη εφεσίβλητης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,  καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος, στις 13.10.2017 στην πρώτη εναγομένη, συντασσομένης της υπ’αριθμ……. έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιώς, …….., που προσκομίζεται από την εκκαλούσα-εφεσίβλητη, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων των εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 9.11.2017 και 13.11.2017 αντίστοιχα, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ……, στην από 11.12.2015 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε με την πρώτη εναγομένη ναυτική εταιρεία πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου “Τ”, κόρων ολικής χωρητικότητας 470,24,  ναυτολογήθηκε ως πλοίαρχος και απασχολήθηκε σ’αυτό από 29.7.2012 έως 31.3.2015, που απολύθηκε, λόγω καταγγελίας της σύμβασης από την πρώτη εναγομένη, αντί κλειστού μηνιαίου μισθού 4.564,77 ευρώ και σύμφωνα με τους όρους της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών φορτηγών πλοίων μέχρι 500κ.ο.χ. και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 12 ώρες χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη αμοιβή του και επιπλέον μισή ώρα τουλάχιστον πριν τον απόπλου και μετά τον κατάπλου, κατά την διάρκεια φορτώσεως του πλοίου με καύσιμα, εκφόρτωσης, πρυμνιοδέτησης, αγκυροβολίας, αναμονής και μεθόρμισης του πλοίου, κατά τις αναφερόμενες ημέρες και ώρες του χρονικού διαστήματος από 3-1-2013 έως 20-2-2015, δικαιούμενος διπλής υπερωρίας και συνολικά για τις αιτίες αυτές το ποσό των 33.216,89 ευρώ, βάσει απλής υπερωρίας, άλλως το ποσό των 41.664,84 βάσει των διπλών υπερωριών, ενώ εκτελούσε και πρόσθετα καθήκοντα κυβερνήτη Β΄, αφού ο ναυτολογηθείς με την ειδικότητα αυτή, κατά τον κατάπλου στους διάφορους λιμένες, εκτελούσε καθήκοντα οδηγού των μεταφερομένων με το εν λόγω πλοίο βυτιοφόρων φορτηγών κυριότητας της δεύτερης εναγομένης, ούτως ώστε δικαιούται τουλάχιστον το ήμισυ των αποδοχών της ειδικότητας αυτής κατά τα αναφερόμενα διαστήματα, συνολικού ύψους 37.019,69 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι δυνάμει σύμβασης έργου που είχε καταρτίσει με την δεύτερη εναγομένη, που ανήκε στον ίδιο όμιλο εταιρειών με την πρώτη εναγομένη και κατόπιν μεταξύ τους συνεννόησης, ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακά καθημερινά επί τετράωρο, πέραν των καθηκόντων του ως πλοιάρχου, προκειμένου να εκτελεί εργασίες τήρησης πελατολογίου, έκδοσης παραστατικών, λήψης παραγγελιών καυσίμων, είσπραξης χρημάτων και παραλαβής επιταγών, που απέδιδε στην δεύτερη εναγομένη κ.αλ. και, ως εκ τούτου, είναι αυτή υπόχρεη εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 33.236,20 ευρώ, βάσει της αξίας της υπερωρίας κατά την ΣΣΝΕ, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, επικουρικά δε σε περίπτωση, που η απασχόληση αυτή δεν κριθεί ως ναυτική εργασία, δικαιούται το ποσό των 18.247,46 ευρώ, βάσει του ωρομισθίου υπαλλήλου, που προβλέπεται στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας 2012, όπως αναλύονται τα επιμέρους ποσά. Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι θα αναγκαστεί να καταβάλει για την φύλαξη του πλοίου σε εκτέλεση της υπ’αριθμ.1876/2015 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, που διέταξε την συντηρητική κατάσχεση του, προς εξασφάλιση των επίδικων απαιτήσεων του, το ποσό των 18.000 για αμοιβή φύλακα επί 24 μήνες. Με βάση τα περιστατικά αυτά, ζητούσε ο ενάγων, ο οποίος παραδεκτώς περιόρισε το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό του αίτημα σε εν μέρει αναγνωριστικό: α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 15.323,31 ευρώ για διαφορές υπερωριακής απασχόλησης από 1-1-2014 έως 31-3-2015 και εις ολόκληρον με την δεύτερη εναγομένη να του καταβάλουν το ποσό των 33.236,20 ευρώ, άλλως 18.247,46 ευρώ και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 26.341,53 ευρώ, άλλως 17.765,86 ευρώ, για διαφορές υπερωριακής απασχόλησης από 29-7-2012 έως 31-12-2013, το ποσό των 37.019,69 ευρώ για πρόσθετη αμοιβή κυβερνήτη Β’ και 18.000 ευρώ για αμοιβή φύλακα και συνολικά το ποσό των 81.361,22 ευρώ άλλως το ποσό των 72.185,55 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο, όσον αφορά τα ποσά των αποδοχών, από τότε που κατέστη απαιτητό κάθε επιμέρους ποσό, άλλως από την επομένη της απόλυσης του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή παραδεκτή και νόμιμη, την απέρριψε, ως ουσία αβάσιμη αναφορικά με την δεύτερη εναγομένη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της και, αφού δέχθηκε κατ’ουσίαν την ένσταση παραγραφής για τις αγωγικές αξιώσεις των ετών 2012 και 2013, απορρίπτοντας την αντένσταση διακοπής της, λόγω αναγνώρισης της απαίτησης, την έκανε κατά τα λοιπά εν μέρει δεκτή ουσιαστικά και υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη να του καταβάλει το ποσόν των έντεκα χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ και ενός λεπτού (11.400,01 €) για υπερωριακή απασχόληση, με τον νόμιμο τόκο κάθε επιμέρους ποσού από τότε που κατέστη απαιτητό κατά τις εκτιθέμενες διακρίσεις. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως.

III. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 Δνη 44/160, ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ 147/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007/385, ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ 857/2006 ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ έκδοση, σελ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Περαιτέρω, ομοίως επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής, λόγω  υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσο όρο, το σύνολο των ημερών αυτών, που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού,  ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς,  ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, ως πλοίαρχος, αντί κλειστού μισθού 4.564,77 ευρώ και βάσει των καθοριζομένων από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες της ειδικότητας του, καθ’όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του απασχολούμενος επί 12 ώρες  ημερησίως και επιπλέον μισή ώρα τουλάχιστον πριν τον απόπλου και μετά τον κατάπλου, κατά την διάρκεια φορτώσεως του πλοίου με καύσιμα, εκφόρτωσης, πρυμνιοδέτησης, αγκυροβολίας, αναμονής και μεθόρμισης του πλοίου, κατά τις αναφερόμενες ημέρες και ώρες, δικαιούμενος διπλής υπερωρίας και ακόμη τέσσερις ώρες υπερωριακώς για τις αναφερόμενες πρόσθετες υπηρεσίες, που παρείχε στην δεύτερη εναγομένη, ενώ εκτελούσε και πρόσθετα καθήκοντα κυβερνήτη Β΄ αναπληρώνοντας αυτόν, καθόσον ο τελευταίος απασχολούνταν ως οδηγός του βυτιοφόρου των μεταφερομένων καυσίμων, με εξαίρεση τα εκτιθέμενα ειδικότερα χρονικά διαστήματα, που το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο για επισκευές ή σε αναμονή φόρτωσης και με την οποία ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία τεσσάρων ωρών πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές και δώδεκα ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες, επιπλέον δε υπερωριακή αμοιβή για την πέραν των 12 ωρών απασχόληση, καθώς επίσης το ήμισυ της προβλεπομένης αμοιβής κυβερνήτη Β΄, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, διότι δεν εκτίθεται ποιες συγκεκριμένες ημέρες με ακριβείς ημεροχρονολογίες και ώρες εκάστης ημέρας παρείχε την κανονική και ποιες την υπερωριακή εργασία του, μήτε προσδιόρισε επακριβώς το είδος και την διάρκεια των κατ’ιδίαν εργασιών, που εκτελούσε, ως πλοίαρχος και ως κυβερνήτης και από ποιον διατάχθηκε να εκτελεί υπερωρίες και καθήκοντα κυβερνήτη Β΄, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων, μήτε η καταχώρηση των ζητούμενων υπερωριών στις οικείες τηρούμενες καταστάσεις ή στο ημερολόγιο γέφυρας, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή, καθόσον αφορά τα ανωτέρω αιτήματα, είναι ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνεπώς, ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, κατά το μέρος με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εν λόγω πλημμέλεια, απορριπτέος κρίνεται, ως αβάσιμος.

ΙV. Από τον συνδυασμό των διατάξεων 192, 193, 361, 648-653, 659  ΑΚ και 53 ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, στο μέτρο που δεν περιορίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως, ισχύει και στο πεδίο της ναυτικής εργασίας. Γι’αυτό μπορεί με τη σύμβαση ναυτολογήσεως να συνομολογηθεί έγκυρα, ότι ο ναυτικός θα παρέχει μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια περισσότερες από μία εργασίες, για τις οποίες, αν είναι αυτοτελείς και διαφορετικές η μία από την άλλη, δικαιούται να λαμβάνει, κατ` ελάχιστον όριο, πλήρεις αποδοχές που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές (ΟλΑΠ 861/1984 ΕλλΔνη 1984.1363, ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001.40,  261/1999 ΕΝΔ 1999.353, ΕΠ 231/2013 ΕΝΔ 2013.220, 877/1999 ΕΝΔ 1999.294) εφόσον εξαντλεί το περιεχόμενο των υπηρεσιών (ΑΠ 1007/2000 οπ.π). Αν η απασχόληση του ναυτικού είναι μειωμένη σε κάποια από τις παραπάνω εργασίες επιτρέπεται να γίνει ανάλογη ελάττωση του αντιστοίχου μισθού, μόνο όταν η μειωμένη αυτή απασχόληση οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, η οποία έχει διαλάβει τη λεγόμενη ρήτρα υποαπασχολήσεως, η οποία επιφέρει την αντίστοιχη μείωση της αντιπαροχής του εργοδότη (ΑΠ 33/1992 ΕΝΔ 1993.239,  178/1981 ΝοΒ 29.1387, ΕΠ 877/1999 οπ.π., 300/1998 ΕΝΔ 1998.478, 76/1998 ΕΝΔ 1998.482). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 349, 374, 648, 653 και 656 ΑΚ, 53 και 60 ΚΙΝΔ, για να γεννηθεί η παραπάνω αξίωση του ναυτικού, αρκεί ο τελευταίος να βρίσκεται σε απλή ετοιμότητα προς εργασία, έχοντας στη διάθεση του πλοιάρχου όλες τις υπηρεσίες που ανέλαβε να εκτελέσει, αδιάφορα αν αυτές δεν χρησιμοποιηθούν για λόγους που αφορούν τον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία ή σε πταίσμα του εργαζομένου (ΕΠ 712/2004 ΔΕΕ 2005.211). Ωστόσο οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας αυτού στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσεως του επαγγέλματος του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ΄ άρθρο 57 παρ 1  ΚΙΝΔ (ΕΠ 45/2004 ΕΝΔ 2004.118). Η αξίωση του ναυτικού να λάβει την αντίστοιχη με την πρόσθετη απασχόληση αμοιβή απορρέει από τη σχετική σύμβαση με την οποία παρέχονται οι εργασίες που του ανατέθηκαν (άρθρα 361, 679 ΑΚ) και όχι από τη διάταξη του άρθρου 57 εδάφ. β΄  ΚΙΝΔ για ανάθεση επιπλέον καθηκόντων από τον πλοίαρχο στον ναυτικό κατά τον πλου σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή άλλες διατάξεις δημοσίου δικαίου που αφορούν τη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου και την αναπλήρωση των μελών που ελλείπουν, όπως π.χ. το άρθρο 89§4 ΚΔΝΔ,  διάταξη αντίστοιχη της προγενέστερης του άρθρου 8 ν.δ. 2651/1953 (ΕΠ 642/2003 ΕΝΔ 2003.346, 49/1996 ΕΝΔ 1996.520). Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί η εκτέλεση καθηκόντων κάποιας ειδικότητας, η ύπαρξη ή μη οργανικής θέσεως στη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου δεν ασκεί καμία επιρροή στο κύρος της συμβάσεως ναυτολογήσεως, γιατί και ο υπεράριθμος, κατά τη νόμιμη σύνθεση, ναυτικός δικαιούται το μισθό της ειδικότητας, της οποίας τα καθήκοντα εκτελεί (ΕΠ 364/2005 ΕΝΔ 2005.348, 1415/1995 στον τόμο Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1994-1995, σελ 404 έως και 406). Επιπροσθέτως, το κύρος της συμβάσεως αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ελλείποντος μέλους του πληρώματος ή την πρόβλεψη της επιπλέον ειδικότητας στην οργανική σύνθεση του πληρώματος (ΑΠ 840/1997 ΕΝΔ 1997.433, ΕΠ 77/2011 Πειρ.Νομ. 2011.195).

  1. V. Από την ένορκη ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, την υπ’αριθμ…….. ένορκη βεβαίωση του . .., ενώπιον του συμβολαιογράφου Αγίου Κήρυκου Ικαρίας, ….., που λήφθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρον 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κλήτευσης των εναγομένων-εφεσιβλήτων, συντασσομένων των υπ’ αριθμ……… εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………, που εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 681 παρ. 1, 671 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει της από 29.7.2012 συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που ανανεώθηκε με την από 1.1.2014 τοιαύτη σύμβαση, οι οποίες καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου “Τ” με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …., ΙΜΟ …., κ.ο.χ. 470,24 και του ενάγοντος, …….., απογεγραμμένου ναυτικού, ήδη εκκαλούντος-εφεσιβλήτου, αυτός ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά με την ειδικότητα του πλοιάρχου, στο ως άνω δεξαμενόπλοιο και παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι τις 31-3-2015, οπότε απολύθηκε με αμοιβαία συναίνεση των συμβληθέντων. Στις εργασιακές αυτές συμβάσεις ρητά συνομολογήθηκε «κλειστός» μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανερχόμενος στο ποσό των 4.564,77 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων του βασικού μισθού 1.323,09 ευρώ, επιδόματος Κυριακών 291,08 ευρώ, επιδόματος δεξαμενόπλοιου 529,24 ευρώ, επιδόματος διακυβέρνησης 83,19 ευρώ, επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας 16,54 ευρώ, υπερωριών Σαββάτων και αργιών 516,15 ευρώ και καθημερινών 669,97 ευρώ, επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας 882,54 ευρώ και δώρου πλοιοκτητών 252,97 ευρώ και ότι εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών φορτηγών πλοίων. Ειδικότερα, καθ’όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του, οι πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος και οι όροι της εργασιακής σχέσης του, ρυθμίζονταν από την από 28.2.2011 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων M/S – Π/Κ – Ι/Φ μέχρι 500 κ.ο.χ., έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ΄αριθμ.3525.1.7/01/10-05-2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στην ΕτΚ (ΦΕΚ Β΄ 1187/09-06-2011), εφόσον αποτέλεσαν συμβατικούς όρους, κατά τα συνομολογηθέντα ρητά στις ανωτέρω εργασιακές του συμβάσεις.

Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι δυνάμει σύμβασης χρονοναυλώσεως του επίδικου δεξαμενόπλοιου, που δεν προσκομίζεται, καθόσον η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα-εκκαλούντα-εφεσίβλητο και την δεύτερη εναγομένη-εφεσίβλητη, αφορά άλλο δεξαμενόπλοιο της πρώτης εναγομένης με στοιχεία «J» και αριθμό νηολογίου Πειραιώς …., πλην όμως, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, αυτή καταρτίστηκε μεταξύ της πρώτης εναγομένης πλοιοκτήτριας και της δεύτερης εναγομένης εταιρίας με την επωνυμία «……………..», που εδρεύει στην ….. και δραστηριοποιείται στον τομέα της εμπορίας και διανομής πετρελαίων και πετρελαιοειδών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων και ναυτιλιακών καυσίμων, τα οποία διαθέτει στην εσωτερική αγορά μέσω πρατηρίων υγρών καυσίμων, ως και πλοίων, συμφωνήθηκε, έναντι ναύλου, η μεταφορά με το επίδικο δεξαμενόπλοιο και παράδοση ναυτιλιακών καυσίμων σε πλοία στην περιοχή του λιμένος Πειραιώς και γύρω απ’αυτόν, καθώς επίσης η μεταφορά και ανεφοδιασμός με καύσιμα (βενζίνες όλων των τύπων, πετρελαίου κινήσεως και θερμάνσεως) των πρατηριούχων υγρών καυσίμων πελατών της δεύτερης εναγομένης σε διάφορα νησιά του Αιγαίου (Κέα, Πάρος, Μήλος, Φολέγανδρος, Νάξος, Τήνος, Ανάφη, Θηρασία, Θήρα, Άνδρος), τα οποία φόρτωνε στις εγκαταστάσεις της εταιρείας ………. στο ……. Αττικής, όπου ελλιμενιζόταν το πλοίο, είτε στις εγκαταστάσεις των διυλιστηρίων Ασπροπύργου και Ελευσίνας Αττικής. Στα προαναφερόμενα νησιά μετά τον κατάπλου η εκφόρτωση των καυσίμων γινόταν είτε στα ………και …….. βυτιοφόρα οχήματα, κυριότητας της δεύτερης εναγομένης, που μεταφέρονταν για τον σκοπό αυτό με το πλοίο και τα οποία οδηγούσε στους τόπους παράδοσης των μεταφερομένων καυσίμων, δηλαδή στα συμβαλλόμενα με την δεύτερη εναγομένη πρατήρια για τα οποία αυτά προορίζονταν και τα επανέφερε στο πλοίο, ο κυβερνήτης β΄, που είχε ναυτολογηθεί στο πλοίο και αμειβόταν ειδικά για την παροχή των υπηρεσιών του αυτών διαθέτοντας το απαιτούμενο δίπλωμα τέτοιου οχήματος και φορτίου, είτε σε βυτιοφόρα οχήματα που ανήκαν στους πρατηριούχους, των οποίων τα πρατήρια εφοδιάζονταν με τα μεταφερόμενα δια του πλοίου καύσιμα και οι οποίοι στην περίπτωση αυτή μεριμνούσαν για την κίνηση τους. Η εκναυλώτρια πρώτη εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρεία, κατά τα συμφωνηθέντα, ανέλαβε την υποχρέωση να εφοδιάζει και να πληρώνει για την τροφοδοσία, να καταβάλει μισθούς και έξοδα πληρώματος, ασφάλιστρα, εφόδια καταστρώματος, μηχανής, να εκδίδει και ανανεώνει τα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας και εν γένει να καταβάλει κάθε δαπάνη, που αφορούσε την λειτουργία του ναυλωμένου πλοίου, η δε ναυλώτρια ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το αντίτιμο των τιμολογίων των καυσίμων του πλοίου, τα έξοδα πρακτόρευσης, τα λιμενικά τέλη και γενικά το κόστος μεταφοράς των καυσίμων. Ενόψει τούτων, η μεταφορέας, πλοιοκτήτρια πρώτη εναγομένη ναυτική εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί το πλοίο αξιόπλοο και κατάλληλο για την ασφαλή φόρτωση, μεταφορά και εκφόρτωση των προϊόντων της δεύτερης εναγομένης εταιρείας πετρελαιοειδών και παράδοση τους στους συμβαλλομένους με την τελευταία πρατηριούχους, ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε διαρροή, νόθευση και κλοπή του μεταφερόμενου φορτίου και όλα αυτά ενεργούσε δια του αντιπροσώπου της στο πλοίο προστηθέντος ενάγοντος πλοιάρχου, που επιμελούνταν με την ιδιότητα αυτή για την κανονική διεκπεραίωση της παραλαβής τούτου, της μεταφοράς και της παράδοσης του στα πλοία ή τα κατά τόπους πρατήρια των ανωτέρω νήσων, υπογράφοντας για τον σκοπό αυτό τα οικεία παραστατικά συνοδευτικά έγγραφα-δελτία αποστολής των φορτωθεισών ποσοτήτων προς διανομή επί της σφραγίδας του πλοίου, σε εκτέλεση και στα πλαίσια της σύμβασης χρονοναύλωσης τούτου για λογαριασμό της εκναυλώτριας πλοιοκτήτριας εναγομένης εργοδότριας του εταιρείας, που ήταν υπόχρεη, βάσει της εργασιακής μεταξύ τους σύμβασης, να του καταβάλει τις συμφωνηθείσες αποδοχές αναφορικά και με τις παρασχεθείσες απ’αυτόν υπηρεσίες, που αφορούσαν τις διενεργούμενες με το εν λόγω πλοίο μεταφορές ναυτιλιακών και λοιπών καυσίμων, ενώ ουδεμία σχέση εργασιακή ή παροχής υπηρεσιών τον συνέδεε με την δεύτερη εναγομένη. Ειδικότερα, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι τηρούσε το πελατολόγιο της τελευταίας, ούτε ότι σύναπτε συμβάσεις παραγγελίας με τους πρατηριούχους για λογαριασμό αυτής, μήτε ότι εξέδιδε τα σχετικά τιμολόγια, δελτία αποστολής και λοιπά παραστατικά διακίνησης και διανομής των καυσίμων, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων. Αντίθετα, όπως αποδεικνύεται ιδίως από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα προς απόδειξη του ισχυρισμού του δελτία αποστολής και συγκεντρωτικά τοιαύτα, σε συνδυασμό με τα λοιπά παραστατικά στοιχεία, όλα αυτά ήταν εκδόσεως της δεύτερης εναγομένης και ουδέποτε ο ενάγων έθετε επ’αυτών την υπογραφή του, ως αντιπρόσωπος αυτής ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της, αλλά στην οικεία θέση με την ένδειξη «πλοίαρχος», ως υπεύθυνος για την μεταφορά των καυσίμων δια του πλοίου και την παράδοση τούτων στους τόπους προορισμού τους, τηρούσε δε, όπως υποχρεούνταν με την ιδιότητα του πλοιάρχου, «Βιβλίο Πετρελαίου» με ακριβή καταγραφή της ποσότητας του φορτίου, των ημερομηνιών και τόπων εκφόρτωσης, που θεωρούνταν για την ορθή συμπλήρωση του από την λιμενική αρχή. Ενόψει των ανωτέρω, ο αγωγικός ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι η δεύτερη εναγομένη ναυλώτρια ενέχεται εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 33.236,20 ευρώ, ως υπερωριακή αμοιβή για την απασχόληση του με τις ανωτέρω πρόσθετες και ανεξάρτητες των καθηκόντων του, ως πλοιάρχου, υπηρεσίες, που ισχυρίζεται ότι παρείχε, βάσει άτυπης σύμβασης έργου, που είχε συνάψει με την δεύτερη εναγομένη, κατόπιν συνεννόησης των εναγομένων εταιρειών, καθόσον ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιρειών (……), άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και επικουρικά το ποσό των 18.247,46 ευρώ, βάσει του ωρομισθίου υπαλλήλου, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, κατά την κύρια βάση του και ως νόμω αβάσιμος, κατά τις επικουρικές βάσεις, εφόσον επιχειρείται να θεμελιωθεί στα ίδια πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή, αναφορικά με την κρινόμενη αξίωση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, με συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, ο δε τέταρτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος καθ’ο μέρος πλήττει την κρίση αυτή της εκκαλουμένης πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ενώ κατά το μέρος με το οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί διαζευκτικά η ευθύνη των εναγομένων εταιρειών σε δύο διαφορετικές εκδοχές, συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής και κρίνεται απαράδεκτος.

Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων κατά το ανωτέρω διάστημα ναυτολόγησης του, απασχολούνταν καθημερινά με τα καθήκοντα τα συναφή με την ειδικότητα του, τόσο κατά την διάρκεια φόρτωσης του πλοίου και τον απόπλου, όσο και εν πλω και κατά τον κατάπλου και ενόσω το πλοίο ελλιμενιζόταν στους τόπους προορισμού και ελάμβανε χώρα με την επιμέλεια και υπό τις εντολές του, η διαδικασία εκφόρτωσης και διανομής των μεταφερομένων καυσίμων, παρέχοντας τις υπηρεσίες του καθ’υπέρβαση της προβλεπομένης από την ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ως άνω εργασίες, που αφορούσαν στα καθήκοντα του, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών. Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω δεξαμενόπλοιου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, καθ’ολη την διάρκεια της ναυτολόγησης του, ήταν δώδεκα (12) ώρες, που κατανέμονταν σε δύο εξάωρες βάρδιες. Επισημαίνεται ότι η υπερωριακή απασχόληση του ελάμβανε χώρα και όταν το πλοίο παρέμενε αγκυροβολημένο στις εγκαταστάσεις του Περάματος, εφόσον εκτελούσε δύο εξάωρες βάρδιες φυλακής καταστρώματος. Πέραν τούτων, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απασχολούνταν με πρόσθετα και αυτοτελή καθήκοντα παροχής υπηρεσιών στην ναυλώτρια, δεύτερη εναγομένη, τήρησης πελατολόγιου αυτής, σύναψης συμβάσεων παραγγελίας για λογαριασμό της και έκδοσης των σχετικών τιμολογίων, δελτίων αποστολής και λοιπών παραστατικών διακίνησης και διανομής των καυσίμων, παρά μόνο ενεργούσε εντός των καθηκόντων του και των χρονικών ορίων της δωδεκάωρης ημερήσιας απασχόλησης του, ως αντιπρόσωπος επί του πλοίου της εκναυλώτριας εναγομένης εταιρείας, εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις αυτής προς την ναυλώτρια για την μεταφορά και παράδοση των καυσίμων στους παραλήπτες  και συνεπώς, η επίδικη απαίτηση του καταβολής από την εργοδότρια του πρώτη εναγομένη πρόσθετης αμοιβής 33.236,20 ευρώ για την επιπλέον της δωδεκάωρης υπερωριακή απασχόληση του καθημερινά ακόμη τέσσερις τουλάχιστον ώρες προς εκτέλεση των ανωτέρω ανεξάρτητων με τα καθήκοντα του πλοιάρχου υπηρεσιών, που δεν αποδείχθηκε ότι παρείχε, άλλως το ποσό των 18.247,46 ευρώ, βάσει του ωρομισθίου υπαλλήλου, παρίσταται ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, που απέρριψε ομοίως το εν λόγω κονδύλι καθόσον αφορούσε την πρώτη εναγομένη, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου  του τέταρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας, καθ’ο μέρος προσβάλει την δικανική αυτή κρίση, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, του δε ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και διαλαμβάνεται στον σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στην κατάσταση υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 157 Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας πλοίων και 11 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε και θεωρούσε ως πλοίαρχος το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την πρώτη εναγομένη και επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της, ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του στο ανωτέρω πλοίο, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν.  Άλλωστε αυτή δεν  συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν  είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες της επίδικης περιόδου, επί δώδεκα (12) ώρες στο  ανωτέρω πλοίο, δεν έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί, που διαλαμβάνονται στον τέταρτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και στον δεύτερο λόγο της έφεσης της εναγομένης και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι.

Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι όσον αφορά τις αγωγικές αξιώσεις του ενάγοντος κατά τα έτη 2012 και 2013, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 29.7.2012 έως 31.12.2013, για διαφορές υπερωριακής αμοιβής για την υπερωριακή εργασία, που αποδείχθηκε, ως άνω, ότι παρείχε, έχουν υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289παρ.1 ΚΙΝΔ, που αφορά τις αξιώσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος για την πληρωμή των μισθών και λοιπών παροχών, που πηγάζουν από τη σύμβαση ναυτολογήσεως, η οποία άρχεται, κατ’άρθρο 291 ΚΙΝΔ, με την λήξη του έτους καθ’ο συμπίπτει η αφετηρία της, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση από 1.1.2013 αναφορικά με τις απαιτήσεις του έτους 2012 και από 1.1.2014 όσον αφορά εκείνες του έτους 2013, ενώ η κρινόμενη αγωγή επιδόθηκε στην πρώτη εναγομένη στις 17.12.2015, όπως προκύπτει από την με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ……… επί του σώματος του επιδοθέντος δικογράφου, ήτοι μετά την παρέλευση έτους από την λήξη αντίστοιχα των ετών 2013 και 2014, κατά τα οποία οι εν λόγω απαιτήσεις γεννήθηκαν και ήταν δικαστικά επιδιώξιμες, ήτοι συμπληρώθηκε για μεν εκείνες του έτους 2012 την 1.1.2014, για δε του έτους 2013 την 1.1.2015, κατά παραδοχή της συναφούς ένστασης παραγραφής, που πρόβαλε η εναγομένη πρωτοδίκως και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως βάσιμης κατ’ουσίαν, απορριπτομένης της αντένστασης διακοπής της, λόγω αναγνώρισης των εν λόγω αξιώσεων, που προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων και επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσης του παραπονούμενος για την ουσιαστική παραδοχή της εκκαλουμένης περί παραγραφής των ανωτέρω αξιώσεων, μετ’ απόρριψη της αντένστασης του, καθόσον τα επικαλούμενα προς θεμελίωση της περιστατικά ότι οι εκπρόσωποι των εναγομένων-εφεσιβλήτων εταιρειών, καθώς και ο υποδιευθυντής και αρχιπλοίαρχος της πρώτης τούτων, του είχαν επανειλημμένα πει χαρακτηριστικά «να βάλει πλάτη», «να κάνει υπομονή» και τον διαβεβαίωσαν ότι «δεν θα χάσει τα λεφτά του» και αληθή υποτιθέμενα, δεν θεμελιώνουν αναγνώριση των ανωτέρω απαιτήσεων εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, εργοδότριας εταιρείας. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκανε δεκτή την κρινόμενη ένσταση, ως νόμω και ουσία βάσιμη απορρίπτοντας την αντένσταση περί διακοπής της, λόγω αναγνώρισης του χρέους και ακολούθως, απέρριψε τις αγωγικές αξιώσεις για διαφορές αμοιβών υπερωριών του χρονικού διαστήματος από 29.7.2012 έως 31.12.2013, συνολικού ποσού 26.341,53 ευρώ και επικουρικά 17.765,86 ευρώ, λόγω παραγραφής, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι ισχυρισμοί του ενάγοντος-εκκαλούντος, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του και υποστηρίζουν τα αντίθετα, κρίνονται απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Εξάλλου, η παραδοχή της εκκαλουμένης περί παραγραφής των εν λόγω απαιτήσεων, δεν αντιφάσκει με την απόρριψη του ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης περί ολοσχερούς εξόφλησης κάθε απαίτησης του ενάγοντος, ένεκα αοριστίας, ως αβασίμως αιτιάται ο ενάγων με τον κρινόμενο λόγο της έφεσης του, ανεξαρτήτως του ότι ο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την έκανε τελικά εν μέρει δεκτή, όπως θα καταδειχθεί κατωτέρω στο οικείο χωρίο.

Περαιτέρω, η εκκαλουμένη, καθόσον αφορά την υπόλοιπη χρονική περίοδο ναυτολόγησης του ενάγοντος από 1.1.2014 έως 31.3.2015, δεν πλήττεται, ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της πρόσθετης υπερωριακής αμοιβής, ανερχομένης συνολικά σε 15.194,56 ευρώ, που αυτός δικαιούται, βάσει των υπερωριών που αποδείχθηκε ότι εκτελούσε, υπολογιζομένων με βάση το ωρομίσθιο της ειδικότητας του, που ισούται με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο ανάλογα κατά 25% και κατά 50%, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην εφαρμοζομένη εν προκειμένω ΣΣΝΕ (άρθρο 4), ήτοι ανερχόμενο στο ποσό των 9,56 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και στο ποσό των 11,47 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες, τα Σάββατα και τις Κυριακές, μετ’αφαίρεση των ποσών που του κατέβαλε η πρώτη εναγομένη κάθε μήνα για υπερωρίες, δεκτής γενομένης εν μέρει της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης. Σημειωτέον, ότι όσον αφορά την αιτίαση της πρώτης εναγομένης, που περιλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο της έφεσης της, περί εσφαλμένης απόρριψης με την εκκαλουμένη της προβαλλομένης πρωτοδίκως ένστασης της περί ολοσχερούς και πλήρους εξόφλησης κάθε απαίτησης του αντιδίκου, με την καταβολή του ποσού των 23.133,15 ευρώ, που έχει εισπράξει για κλειστές υπερωρίες, δώρο πλοιοκτητών και τροφοδοσία αδείας, κατά το μη παραγραμμένο διάστημα, ένεκα αοριστίας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εν τέλει, όπως προαναφέρθηκε, αφαίρεσε τα ποσά που είχαν καταβληθεί στον ενάγοντα, ως κατ’αποκοπή υπερωριακή αμοιβή, από το δικαιούμενο απ’αυτόν για την αιτία αυτή ανωτέρω ποσό, ήτοι εξέτασε την ένσταση εξόφλησης, που προέβαλε η εκκαλούσα εναγομένη και την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ουσίαν και συνεπώς, ορθά, κατ’αποτέλεσμα, εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού, που διαλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Περαιτέρω, από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι ο ενάγων κατά την ένδικη χρονική περίοδο περιορίστηκε στην άσκηση των καθηκόντων του ως πλοίαρχος του πλοίου, όπως τα καθήκοντα αυτά διαγράφονται στον νόμο και υπαγορεύονται από τους κανόνες της ναυτικής τέχνης, σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες περιστάσεις χρονοναύλωσης του πλοίου για την μεταφορά ναυτιλιακών και άλλων καυσίμων, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ουδόλως δε παρουσιάστηκε ανάγκη να εκτελέσει στο σύνολο τους ή κατά ένα μέρος τα καθήκοντα του ναυτολογημένου στο πλοίο κυβερνήτη Β΄, λόγω του ότι αυτός εκτελούσε καθήκοντα οδηγού βυτιοφόρου οχήματος προς διανομή των ποσοτήτων καυσίμων στα πρατήρια των νησιών, όπως προαναφέρθηκε. Αντιθέτως, σαφώς προέκυψε ότι ο εκάστοτε κυβερνήτης Β΄ ασκούσε επαρκώς τα καθήκοντα του τα συναφή με την ειδικότητα του δικαιούμενος το σύνολο της αμοιβής του και επιπλέον ασκούσε και τα καθήκοντα του οδηγού των βυτιοφόρων, όποτε αυτό ήταν αναγκαίο, αμειβόμενος με πρόσθετο χρηματικό ποσό για αυτήν ειδικά την εργασία. Τα ανωτέρω προκύπτουν εναργώς ιδίως από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ.780/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, η οποία εκδόθηκε επί της αγωγής του ………. κατά των νυν εναγομένων εταιρειών, για πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή από την απασχόληση του με την ειδικότητα του κυβερνήτη Β΄ και με πρόσθετα καθήκοντα οδηγού βυτιοφόρου καυσίμων στο ένδικο δεξαμενόπλοιο κατά χρονικά διαστήματα, που περιλαμβάνονται στο επίδικο ναυτολόγησης του ενάγοντος, ως πλοιάρχου σ’αυτό. Ενόψει τούτων, ο ενάγων δεν δικαιούται να λάβει το ήμισυ των αποδοχών της ειδικότητας του κυβερνήτη Β΄, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι εκτελούσε παράλληλα και τα καθήκοντα τούτου, ενόσω αυτός εκτελούσε τα καθήκοντα οδηγού, άλλωστε κάλλιστα είχε την ευχέρεια να προσαρμόσει τις βάρδιες τούτου κατά τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να μην συμπίπτουν με τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών οδήγησης του βυτιοφόρου οχήματος. Μήτε αποδείχθηκε ότι οι μεθορμίσεις του πλοίου εκτελέστηκαν με ελλιπή σύνθεση πληρώματος και παρέστη ανάγκη να αναπληρώσει τον ελλείποντα κυβερνήτη Β΄, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι τυχόν τέτοια αναπλήρωση δεν θεμελιώνει το επικαλούμενο δικαίωμα του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγώγιμη αξίωση για πρόσθετη αμοιβή κυβερνήτη Β΄, ως ουσιαστικά αβάσιμη, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), προέβη σε ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σωστή εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου, ο συναφής τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ουσίαν αβάσιμος.

  1. VI. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής εργασιακής συμβάσεως, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003 345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002 1314, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, ΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012 397, ΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011 257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 326).

Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι στις από 29.7.2012 και 1.1.2014 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, περιελήφθησαν οι με αριθμό 11 και 17 όροι με το εξής περιεχόμενο αντίστοιχα: «11/ Σε περίπτωση που αναπροσαρμοσθεί η ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση και αυξηθούν οι συμβατικοί μισθοί ή και τα επιδόματα ή και οι υπερωρίες, οποιαδήποτε ποσά καταβαλλομένων επιμισθίων (Δώρα) από την Εταιρεία στον Ναυτικό δύνανται να συμψηφίζονται με το αντίστοιχο ποσόν της αύξησης αυτής.», «17/ Η εταιρία επιφυλάσσει στον εαυτό της κατά την ανέλεγκτη κρίση της να χορηγεί στο ναυτικό, κατά την διάρκεια παροχής των υπηρεσιών αυτού και πρόσθετο χρηματικό ποσό ως επιμίσθιο (bonus) σε αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Το ποσό αυτό δεν αποτελεί μέρος του μισθού του ναυτικού αλλά δωρεάν παροχή της εταιρείας προς αυτόν και κατά την έννοια αυτή είναι ελευθέρως ανακλητή οποτεδήποτε, η δε εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα με μονομερή δήλωση της να καταλογίζει την παροχή αυτή προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση ή και να  συμψηφίζει το ποσό αυτό με μεταγενέστερες αυξήσεις του τελευταίου από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών.». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τους μήνες ναυτολόγησης του από τον Ιανουάριο 2014 μέχρι και τον Μάρτιο 2015, το χρηματικό ποσό των 252,97 ευρώ μηνιαίως, ως επιμίσθιο, με την αιτιολογία «δώρο πλοιοκτητών», όπως διαλαμβάνεται στους αντίστοιχους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας και συνολικά κατά το κρίσιμο διάστημα το ποσό των 3.794,55 ευρώ. Από το περιεχόμενο των εν λόγω συμβατικών όρων, που αφορούσαν καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του, ερμηνευομένων όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο επιπρόσθετα του μισθού του χρηματικά ποσά, με τις αξιώσεις του ενάγοντος, που απορρέουν από τις υπό κρίση συμβάσεις ναυτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των αξιώσεων του από πρόσθετη αμοιβή, λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, ενόψει του ότι η ειδικότερη συμφωνία για συμψηφισμό, όπως διαλαμβάνεται ρητά στον όρο 17, που έχει ευρύτερο περιεχόμενο εκείνου του όρου 11 και τον υπερκαλύπτει, αφορά οποιαδήποτε αξίωση του ναυτικού, που απορρέει από έκαστη σύμβαση και όχι μόνο αυτήν που θα γεννιόταν σε περίπτωση αύξησης των αποδοχών, συνεπεία αναπροσαρμογής των προβλεπομένων στην ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο ενάγων. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, ως προς τα εν λόγω ποσά δώρου πλοιοκτητών, συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού τους με τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος και συνεπώς, μπορούν να καταλογιστούν στην οφειλόμενη στον ενάγοντα πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή για τις υπερωρίες, που πραγματοποίησε. Αντίθετα, δεν μπορεί να καταλογιστεί στις επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος το αντίτιμο τροφής, που δικαιούνταν με τις αποδοχές αδείας και του έχει καταβληθεί από την πρώτη εναγομένη, ως αβασίμως αυτή υποστηρίζει με τις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναλαμβάνει με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της, εφόσον δεν καταβλήθηκε εξ ελευθεριότητας ούτε υπερτερούσε του προβλεπομένου από την Συλλογική Σύμβαση. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, κατ’ουσίαν, η επικουρικά προβληθείσα από την πρώτη εναγομένη ένσταση περί αποσβέσεως της οφειλής δια συμψηφισμού των προαναφερθέντων επιμίσθιων χρηματικών ποσών (δώρου), τα οποία κατέβαλε στον ενάγοντα πέραν των νομίμων αποδοχών του και με ειδική συμφωνία, κατά τα προαναφερθέντα, για καταλογισμό τούτων στις αξιώσεις του και από παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, η οποία επαναφέρεται στην παρούσα δίκη και να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 3.794,55  ευρώ από το, ως άνω, δικαιούμενο από τον ενάγοντα χρηματικό ποσό για υπερωριακή αμοιβή, απομένοντος υπολοίπου προς απόληψη 11.400,01 ευρώ (15.194,56  – 3.794,55). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού του ανωτέρω καταβαλλομένου επιμίσθιου ποσού του δώρου πλοιοκτητών με τις απαιτήσεις του ενάγοντος από υπερωριακή εργασία και ακολούθως δέχθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την σχετική ένσταση της εναγομένης, αναφορικά με το ανωτέρω ποσό, ενώ την απέρριψε αναφορικά με τα λοιπά προταθέντα προς συμψηφισμό καταβληθέντα ποσά για υπερωρίες και για τροφοδοσία αδείας, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων, ως αβασίμων, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων, που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και στον ταυτάριθμο εκείνον της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Παρέπεται ότι, ο πέμπτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος περί εσφαλμένης επιβολής των δικαστικών εξόδων της δεύτερης εναγομένης σε βάρος του, όπως και επιδίκασης μέρους των δικαστικών του εξόδων σε βάρος της πρώτης εναγομένης, συνεπεία εσφαλμένης απόρριψης της αγωγής, ως προς την δεύτερη εναγομένη και μερικής παραδοχής της, ως προς την πρώτη εξ αυτών, αντί να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν και ως προς τις δύο εναγόμενες, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

VII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει οι ένδικες εφέσεις να απορριφθούν στο σύνολο τους, ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν, να κατανεμηθούν δε ισομερώς τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των εκκαλούντων διαδίκων, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), λόγω της εκατέρωθεν νίκης και ήττας τους (178παρ.1 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις κατά της υπ’αριθμ.4249/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

Κατανέμει ισομερώς μεταξύ των εκκαλούντων διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €) αναφορικά με έκαστη έφεση.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 29 Ιανουαρίου 2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ