Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 67/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός  67/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΊΑ

ΣΚΈΦΤΗΚΕ ΣΎΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) η υπό κρίση από 5-3-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………. έφεση της ανώνυμης συγκοινωνιακής εταιρίας με την επωνυμία «……..» (δ.τ. «……….») κατά της με αριθμό 482/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο συνεκδίκασε, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 7-7-2014 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …….. αγωγή του …… ……. κατά της ανωτέρω εκκαλούσας και β) την πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του ανωτέρω ενάγοντος που άσκησε με τις από 21-10-2014 προτάσεις του ενώπιον του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου το επαγγελματικό σωματείο με την επωνυμία «…….». Η άνω έφεση ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ. β’ εδ. α’, 516 παρ.1, 517 εδ. α’ και 518 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 23-2-2015, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ……. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …….., που προσκομίζει και επικαλείται ο εφεσίβλητος, ενώ η έφεση της εκκαλούσας κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 18-3-2015. Εξάλλου, το άνω επαγγελματικό σωματείο, το οποίο πρωτοδίκως παρενέβη προσθέτως υπέρ του ενάγοντος αλλά δεν παραστάθηκε κατά την παρούσα συζήτηση της έφεσης, κλήθηκε νομότυπα για να παραστεί ως διάδικος κατά τη συζήτηση της, ως απαιτείτο για το παραδεκτό της συζήτησης κατά τα άρθρα 81 παρ. 3, 82 εδάφ. γ’ και 517 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1087/2017, Α.Π. 194/2016, Α.Π. 1194/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα. Κατόπιν τούτων, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

Με την υπό κρίση αγωγή, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εκθέτει ότι στις 18-1-1980 προσλήφθηκε από την ανώνυμη εταιρεία «……….», με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ως οδηγός και ότι από 1-1-1987 εντάχθηκε στην κατηγορία Δ.Ε. Διοικητικών Υπαλλήλων. Ότι μετά τη συγχώνευση της «………» και της «……..» με απορρόφηση της τελευταίας από την πρώτη, μεταφέρθηκε αυτοδίκαια, υπό το ίδιο εργασιακό καθεστώς, στην εναγομένη ανώνυμη εταιρία «………….» και παρείχε τις υπηρεσίες του σ’ αυτή έναντι των αναφερομένων στην αγωγή μηνιαίων αποδοχών, οι οποίες το Δεκέμβριο του 2011 ανέρχονταν στο ποσό των 1.847,26 ευρώ. Ότι στις 2-1-2012 το Δ.Σ. της εναγομένης εξέδωσε διαπιστωτική πράξη, με την οποία ο ίδιος τέθηκε σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας αναδρομικά από την 1-1-2012, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. παρ. 3 και 4 Ν. 4024/2011, με την αιτιολογία ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης, αντιστοιχούσας σε 35 έτη ασφάλισης, μέχρι και τις 31-12-2013. Ότι αντίγραφο της υπ’ αριθ. ……… διαπιστωτικής πράξης επιδόθηκε σε αυτόν στις 2-1-2012 και έκτοτε η εναγομένη έπαυσε να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του, δεν του κατέβαλλε δε τις μηνιαίες τακτικές αποδοχές του, αλλά του κατέβαλλε μηνιαίως δόσεις της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσής του μειωμένης κατά το ήμισυ, την καταβολή της οποίας ανέβαλε για μετά τη λήξη του χρόνου της εργασιακής του εφεδρείας, οι οποίες δόσεις ανέρχονταν στο 60% των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα απασχόλησής του και αφαιρούνταν από τη νόμιμη αποζημίωσή του. Ότι στις 26-4-2012, ημερομηνία κατά την οποία συνέτρεξαν στην πραγματικότητα στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης με λήψη πλήρους σύνταξης, καθόσον συμπλήρωσε το 58ο έτος της ηλικίας του, εξαναγκάστηκε να υποβάλλει αίτηση για συνταξιοδότηση προς το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ, καθώς δεν του καταβάλλονταν από την εναγόμενη πραγματικός μισθός, αλλά πολύ μειωμένες «αποδοχές» από την ίδια τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης που του όφειλε η εναγόμενη, με προφανή σκοπό την επίτευξη μείωσης αυτής. Ότι ο ίδιος είχε νόμιμο δικαίωμα, με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους σύνταξης, να παραμείνει στην υπηρεσία του μέχρι τρία ακόμα έτη, δικαίωμα το οποίο απώλεσε με τη θέση του σε εργασιακή εφεδρεία και τον εξαναγκασμό του να ζητήσει την αποχώρησή του λόγω συνταξιοδότησης. Ότι η άνω συμπεριφορά της εναγομένης, κατά την άσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος, ήταν παράνομη, καταχρηστική και προσέβαλλε την προσωπικότητά του. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματός του, που έγινε με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του πριν την έναρξη της προφορικής συζήτησης της ουσίας της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, καθώς και στις πρωτόδικες προτάσεις του – επικαλούμενος αντίθεση του προβλεπόμενου από το άρθρο 34 παρ. παρ. 3 και 4 Ν. 4024/2011 καθεστώτος της εργασιακής του εφεδρείας (μεταξύ άλλων και) προς την Οδηγία 2000/78/Ε.Κ. και στο Ν. 3304/2005 που τη μετέφερε στο ελληνικό δίκαιο – ζητεί: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της θέσης του σε εργασιακή εφεδρεία που διαπιστώθηκε με την ………. διαπιστωτική πράξη της εναγομένης, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει ως μισθούς υπερημερίας των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουάριου, Μαρτίου και Απριλίου 2012 το συνολικό ποσό των 7.389,04 ευρώ, γ) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλλει ποσό 14.812,22 ευρώ ως διαφορά μεταξύ της καταβαλλόμενης μηνιαίας σύνταξής του και του μηνιαίου μισθού που θα ελάμβανε εάν παρείχε την υπηρεσία του από 1-5-2012 έως 31-5-2015, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε οφειλόμενο ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, δ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλλει ποσό 10.000 ευρώ (μετά τον περιορισμό του ποσού αυτού από το αρχικά αιτούμενο ποσό των 20.000 ευρώ) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και τέλος να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του  συνεκδίκασε την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση και έκρινε αυτές παραδεκτές και νόμιμες (ως στηριζόμενες και στην Οδηγία 2000/78/Ε.Κ. και στο Ν. 3304/2005 που τη μετέφερε στο ελληνικό δίκαιο) και ακολούθως δέχθηκε αυτές εν μέρει ως βάσιμες και κατ’ ουσία, αναγνώρισε την ακυρότητα της αυτοδίκαιης θέσης σε εργασιακή εφεδρεία του ενάγοντος δυνάμει της υπ’ αριθ. ………. διαπιστωτικής πράξης της εναγομένης και αφού απέρριψε ως αβάσιμο κατ’ ουσία το κονδύλι 14.812,22 ευρώ για ζημία που υπέστη ο ενάγων από παράνομη στέρηση του νομίμου δικαιώματός του να παραμείνει για τρία ακόμη έτη στην υπηρεσία του, υποχρέωσε στη συνέχεια την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα α) το συνολικό ποσό των 7.389,01 ευρώ για μισθούς υπερημερίας των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου 2012, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού και β) το ποσό των 5.000,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη με την κρινόμενη έφεσή της για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί με τους λόγους αυτής την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή που ασκήθηκε σε βάρος της.

Το άρθρο 34 παρ. 2 εδ. α’ Ν. 4024/2011, όπως τροποποιήθηκε από την από 16.12.2011 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, ορίζει: «Καταργούνται οι κενές, κατά την έναρξη ισχύος τού παρόντος νόμου, θέσεις εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ, τους Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού και τις επιχειρήσεις τους, στα Ν.Π.Ι.Δ. που ανήκουν στο κράτος ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α. κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού ή εποπτείας ή διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της διοίκησής τους ή επιχορηγούνται τακτικά σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από τους πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και στις δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς και ανώνυμες εταιρείες που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α’ του Ν.3429/2005 (Α’ 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις όμοιες της παρ. 1α’ του Ν. 3899/2010 (Α’ 212)». Το άρθρο 34 παρ. 3 εδ. α’ Ν. 4024/2011, όπως τροποποιήθηκε από την από 16.12.2011 Π.Ν.Π, ορίζει: «Η σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των εργαζομένων στους φορείς της προηγούμενης παραγράφου, με εξαίρεση το καλλιτεχνικό προσωπικό της περίπτωσης γ’ της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και το ιατρικό, νοσηλευτικό και παραϊατρικό προσωπικό των δημόσιων νοσηλευτικών ιδρυμάτων, των φορέων κοινωνικής πρόνοιας του Ε.Κ.Α.Β. και των ασφαλιστικών ταμείων, καθώς και τους ερευνητές και ειδικούς λειτουργικούς επιστήμονες που υπάγονται στις διατάξεις του Ν.1514/1985, λύεται αυτοδικαίως εκ του νόμου, όταν συντρέξουν στο πρόσωπο τους οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης για λήψη πλήρους σύνταξης, που αντιστοιχούν σε τριάντα πέντε (35) χρόνια ασφάλισης, εφόσον το δικαίωμα αυτό αποκτάται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις μέχρι και την 31.12.2013». Έτσι το γενικώς ισχύον κριτήριο για την ένταξη στην εργασιακή εφεδρεία, το οποίο ισχύει για όλο το στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, είναι το κριτήριο της συνταξιοδότησης μέχρι το τέλος του έτους 2013, συνδέεται δηλαδή με την ηλικία των εργαζομένων. Το άρθρο 34 παρ. 4 Ν. 4024/2011, όπως τροποποιήθηκε από την από 16.12.2011 Π.Ν.Π, ορίζει ότι «Οι εργαζόμενοι της προηγούμενης παραγράφου τίθενται αυτοδικαίως από 1.1.2012 σε εργασιακή εφεδρεία και μέχρι την κατά την προηγούμενη παράγραφο λύση της σχέσης εργασίας τους (εδ. α’). Εφόσον εκ των υστέρων διαπιστωθεί από την υπηρεσία ότι κατά την ως άνω ημερομηνία εργαζόμενος πληρούσε τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3, τίθεται σε εφεδρεία με διαπιστωτική πράξη, η ισχύς της οποίας ανατρέχει στην 1.1.2012 (εδ. β’).». Το άρθρο 34 παρ. 8 Ν. 4024/2011, όπως τροποποιήθηκε από την από 16.12.2011 Π.Ν.Π, ορίζει ότι «Η χρονική διάρκεια της εργασιακής εφεδρείας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες [….]». Η ένταξη στην εργασιακή εφεδρεία  συνεπάγεται κατ’ αρχάς ότι ο εργαζόμενος παύει να ασκεί τα καθήκοντά του και παύει να εξελίσσεται μισθολογικά και βαθμολογικά. Αυτό, αν και δεν προβλέπεται ρητά στο άρθρο 34 Ν. 4024/2011 για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου, ενώ προβλέπεται στο άρθρο 33 παρ. 3 και παρ. 5 Ν. 4024/2011 για τους δημοσίους υπαλλήλους, προκύπτει πάντως και στην περίπτωση των εργαζομένων ιδιωτικού δικαίου [έτσι, ορθά, Δερμιτζάκη, Η «εργασιακή εφεδρεία» του Ν. 4024/2011, Ε.Εργ.Δ. 70 (2011), 1481 επ, ιδίως 1488]. Περαιτέρω, το άρθρο 34 παρ. 1 Ν. 4024/2011, όπως τροποποιήθηκε από την από 16.12.2011 Π.Ν.Π, που αντικατέστησε το άρθρο 37 παρ. 7 εδ. γ’ Ν. 3986/2011, ορίζει: «γ) Το προσωπικό που εντάσσεται στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας συνεχίζει να λαμβάνει για χρονικό διάστημα δώδεκα (12) μηνών, και εφόσον προβλέπεται από ειδικότερες διατάξεις μέχρι είκοσι τέσσερις (24) μήνες, από την ένταξή του στο καθεστώς αυτό, αποδοχές ίσες με το 60% του βασικού μισθού που ελάμβανε κατά το χρόνο εισόδου του στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας». Δηλαδή, ο εντασσόμενος στην εργασιακή εφεδρεία εισπράττει λίγο παραπάνω από το μισό του βασικού μισθού, χωρίς καμία πρόσθετη αμοιβή, αποδοχές ή επίδομα – ούτε καν το οικογενειακό (η μη καταβολή πρόσθετων αμοιβών, αποδοχών και επιδομάτων διευκρινίζεται ρητά για τους δημοσίους υπαλλήλους στο άρθρο 33 παρ. 4 Ν. 4024/2011 – είναι όμως προφανές ότι το ίδιο ισχύει και για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου, για τους οποίους προβλέπεται ότι λαμβάνουν αποδοχές ίσες με το 60% του βασικού μισθού, όπως ορθά επισημαίνει η Δερμιτζάκη, ό.α.). Ακόμη, το άρθρο 34 παρ. 1 Ν. 4024/2011, όπως τροποποιήθηκε από την από 16.12.2011 Π.Ν.Π, που αντικατέστησε το άρθρο 37 παρ. 7 εδ. δ’ Ν. 3986/2011, προβλέπει ότι ο φορέας προέλευσης – και αν αυτός έχει καταργηθεί ο Ο.Α.Ε.Δ. – καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη και του ασφαλισμένου που αντιστοιχούν σε κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρόνοια και υγειονομική περίθαλψη, υπολογιζόμενες βάσει των αποδοχών που ελάμβανε ο εργαζόμενος κατά το χρόνο ένταξης του στην εργασιακή εφεδρεία. Επομένως και για τη σύνταξη που θα λάβει ο προσεγγίζων τη συνταξιοδότηση εργαζόμενος, με τη συμπλήρωση των σχετικών προϋποθέσεων, θα έχουν σημασία οι αποδοχές που αυτός ελάμβανε κατά το χρόνο ένταξης του στην εργασιακή εφεδρεία. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ένταξη στο καθεστώς της εργασιακής εφεδρείας δεν συμπίπτει με τη λύση της εργασιακής σχέσης. Με την ένταξη στο καθεστώς της εργασιακής εφεδρείας απλώς αναστέλλεται  η λειτουργία της εργασιακής σύμβασης μέχρι το χρόνο εξόδου από την εργασιακή εφεδρεία, οπότε και λαμβάνει χώρα η αυτοδίκαιη εκ του νόμου λύση της εργασιακής συμβάσεως και η δι’ αυτού του τρόπου απόλυση του εργαζομένου (Δερμιτζάκη, ό.α.). Μάλιστα, στο άρθρο 34 παρ. 1 Ν. 4024/2011, όπως τροποποιήθηκε από την από 16.12.2011 Π.Ν.Π, που αντικατέστησε το άρθρο 37 παρ. 7 εδ. ε’ Ν.3986/2011, ορίζεται σχετικά ότι «ε) Η ένταξη στο καθεστώς εργασιακής εφεδρείας λογίζεται ως προαναγγελία απόλυσης για κάθε έννομη συνέπεια και οι αποδοχές που καταβάλλονται στο προσωπικό που εντάσσεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υποπαράγραφο γ’ (δηλαδή το 60% του βασικού μισθού), συμψηφίζονται με την αποζημίωση λόγω απόλυσης που τυχόν οφείλεται κατά τη λήξη του χρόνου της εργασιακής εφεδρείας». Έτσι, με τη διάταξη αυτή εξομοιώνεται κατά νομικό πλάσμα η εργασιακή εφεδρεία με την προμήνυση απόλυσης, προκειμένου προφανώς να επιτευχθεί η μείωση της οικείας αποζημίωσης στο ήμισυ στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το άρθρο 4 Ν.3198/1955 – ταυτόχρονα όμως προβλέπεται η καταβολή των (πολύ μειωμένων) αποδοχών μέρους ή όλου του διαστήματος της εργασιακής εφεδρείας από την ίδια την αποζημίωση απολύσεως. Εντούτοις, είναι προφανές ότι η εργασιακή εφεδρεία διαφέρει ουσιωδώς από την προμήνυση. Μετά από την προμήνυση και μέχρι τη λύση της σύμβασης εργασίας ο εργαζόμενος εξακολουθεί να εργάζεται λαμβάνοντας κανονικά τις αποδοχές του και εν συνεχεία του καταβάλλεται η αποζημίωση, μειωμένη κατά το ήμισυ, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 Ν.3198/1955, δηλαδή, οι αποδοχές από την προμήνυση έως τη λύση της σύμβασης εργασίας δεν αντλούνται από την οφειλόμενη κατά τη λύση της σύμβασης εργασίας μειωμένη κατά το ήμισυ αποζημίωση. Αντιθέτως, αυτό που επιτυγχάνεται με την προεκτεθείσα ρύθμιση είναι τόσο η μείωση της αποζημίωσης στο ήμισυ λόγω «προαναγγελίας όσο και η καταβολή (μέρους ή του συνόλου) των αποδοχών του χρόνου «προαναγγελίας» από την ίδια την αποζημίωση (Δερμιτζάκη, ό.α, σελ. 1489). Ουσιαστικά, λοιπόν, στην περίπτωση των εργαζομένων που προσεγγίζουν τη συνταξιοδότηση, ο διά των ανωτέρω διατάξεων εισαγόμενος θεσμός της εργασιακής εφεδρείας καταλήγει να είναι δυσμενέστερος και από την ίδια την – χωρίς εργασιακή εφεδρεία – απόλυση, είτε αυτή είναι απροειδοποίητη είτε επιχειρείται με τήρηση χρόνου προμήνυσης. Και αυτό γιατί σε περίπτωση απροειδοποίητης απόλυσης οι εργαζόμενοι αυτοί θα ελάμβαναν ολόκληρη την αποζημίωσή τους – έστω και με το πλαφόν των 15.000 ευρώ – και θα ελάμβαναν επιπλέον και το επίδομα ανεργίας. Αντιθέτως, με την ένταξή τους στην εργασιακή εφεδρεία στερούνται του επιδόματος ανεργίας, ενώ εν τω μεταξύ οι αποδοχές που τους καταβάλλονται (σε ορισμένες περιπτώσεις συνολικά και σε άλλες περιπτώσεις μέρος αυτών) αντλούνται ουσιαστικά από την ίδια την αποζημίωση απολύσεως και μάλιστα μειωμένη στο μισό. Αντιστοίχως, η μεταχείριση των εργαζομένων που εντάσσονται στην εργασιακή εφεδρεία είναι ιδιαίτερα δυσμενής, συγκρινόμενη και με το καθεστώς της απόλυσης με τήρηση χρόνου προμήνυσης κατά τα αμέσως ανωτέρω εκτεθέντα (Δερμιτζάκη, ό.α, σελ. 1491 και 1492). Εξάλλου, το άρθρο 10 της Συνθ.Ε.Κ. υποχρεώνει όλες τις κρατικές λειτουργίες, άρα και τη δικαστική, στη λήψη γενικών ή ειδικών μέτρων, καταλλήλων να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη, συμπεριλαμβανομένης και της μεταφοράς των Οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο και της σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Η υποχρέωση σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή της υπεροχής του, υφίσταται και πριν από την πάροδο της προθεσμίας προσαρμογής της νομοθεσίας των κρατών – μελών στις απαιτήσεις της σχετικής Οδηγίας. Περαιτέρω, τόσο ο εθνικός νομοθέτης όσο και ο εθνικός δικαστής δεν έχουν την εξουσία να μεταβάλλουν ούτε να παρερμηνεύουν τις διατάξεις της Οδηγίας, διότι τότε παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διατάξεως του εσωτερικού δικαίου, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, βάσει του οποίου η Ελλάδα προσχώρησε στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες από 1.1.1981, δυνάμει της από 28.5.1979 Σύμβασης Προσχωρήσεως της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ., η οποία κυρώθηκε με τον ν. 945/1979. Εξάλλου, κατά την πάγια νομολογία του Δ.Ε.Κ., τα κράτη – μέλη οφείλουν, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή των Οδηγιών, όχι μόνο νομικώς αλλά και στην πράξη, να προβλέπουν την ύπαρξη σαφούς νομικού πλαισίου στον συγκεκριμένο τομέα, και τούτο μέσω θεσπίσεως νομικών διατάξεων, ικανών να δημιουργήσουν μία αρκούντως ακριβή, σαφή και διαφανή κατάσταση, ώστε να καθίσταται δυνατό στους ιδιώτες να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και να τα προβάλλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δ.Ε.Κ., μετά την απόφαση της 10ης Απριλίου 1984 στην υπόθεση 14/83, Von CoLson v Kamann, η υποχρέωση των κρατών – μελών, η οποία απορρέει από Οδηγία, να επιτύχουν το αποτέλεσμα που επιδιώκει η Οδηγία αυτή, καθώς και το καθήκον που έχουν, δυνάμει του άρθρου 10 (τότε άρθρου 5) της Συνθήκης, να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής, επιβάλλονται σε όλες τις αρχές των κρατών – μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1990 στην υπόθεση C- 106/89, Marleasing (Συλλογή 1990, σ. 1-4135, σκέψη 8), και της 16ης Δεκεμβρίου 1993 στην υπόθεση C-334/92, Wagner Miret (Συλλογή 1993, σελ. 1-6911, σκέψη 20), εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της Οδηγίας διατάξεις, ένα εθνικό δικαστήριο, που καλείται να το ερμηνεύσει, οφείλει να πράξει τούτο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της Οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 249 (τότε άρθρο 189), τρίτο εδάφιο της Συνθήκης (βλ. Απόφαση Δ.Ε.Κ. Υποθ. C-91/92, απόφ. της 14.7.1994, σκέψη 26). Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία πρέπει να εφαρμόζουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, απόκειται η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των διατάξεων αυτών και της προστασίας των δικαιωμάτων που αυτές απονέμουν στους ιδιώτες. Επομένως, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόζει οποιοδήποτε μέτρο εθνικού δικαίου που εμποδίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται από τις αρχές του αμέσου αποτελέσματος και της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου (Α.Π. 926/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 631/2011, Νο.Β. 2012, 598). Υπό το φως των ανωτέρω αρχών πρέπει να ερμηνευθεί και η παρ. 9 του άρθρου 34 Ν.4024/2011, η οποία ορίζει ότι «Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας». Κατά σύμφωνη, λοιπόν, με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία της παρ. 9 του άρθρου 34 Ν. 4024/2011, οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου 34 του τυπικού νόμου 4024/2011 κατισχύουν (σε περίπτωση συγκρούσεως) κάθε γενικής ή ειδικής διατάξεως τυπικού νόμου, εκτός από το νόμο εκείνο που μετέφερε στο ελληνικό δίκαιο διατάξεις Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ή προγενέστερα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας). Στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι προφανές ότι, κατ’ εφαρμογή των προεκτεθέντων κανόνων, θα κατισχύσει ο νόμος που μετέφερε στο ελληνικό δίκαιο διατάξεις Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ή προγενέστερα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) και δεν θα εφαρμοστεί το άρθρο 34 του νόμου 4024/2011, το οποίο συγκρούεται (αντιτίθεται κατά περιεχόμενο) με τον ως άνω νόμο και την Οδηγία που αυτός μετέφερε στο ελληνικό δίκαιο. Από όσα προεκτέθηκαν καθίσταται πρόδηλο ότι οι ανωτέρω αναλυθείσες διατάξεις του άρθρου 34 Ν. 4024/2011, όπως τροποποιήθηκε από την από 16.12.2011 Π.Ν.Π. περί εργασιακής εφεδρείας, στο μέτρο που θέτουν ως κριτήριο για την ένταξη στο καθεστώς αυτό την επικείμενη συνταξιοδότηση (έως το τέλος του 2013), εισάγουν διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας. Εντούτοις, με βάση την Οδηγία 2000/78/Ε.Κ. και το ελληνικό δίκαιο μεταφοράς, ήτοι το Ν. 3304/2005, η διάκριση λόγω ηλικίας απαγορεύεται. Το πεδίο εφαρμογής αυτών των διατάξεων καταλαμβάνει «όλα τα πρόσωπα στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων» (άρθρο 3 παρ. 1 Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ., π.ρ.β.λ. άρθρο 8 παρ. 1 Ν. 3304/2005) και «τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών» (άρθρο 3 παρ. 1 γ’ Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ. π.ρ.β.λ. άρθρο 8 παρ, 1 γ’ Ν.3304/2005). Επομένως, η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας καταλαμβάνει το πεδίο στο οποίο εφαρμόζεται ο θεσμός της εργασιακής εφεδρείας. Ερευνητέο, λοιπόν, τυγχάνει εν προκειμένω το αν η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας που εισάγει ο θεσμός της εργασιακής εφεδρείας θα μπορούσε, με βάση τον επιδιωκόμενο από αυτήν σκοπό, να θεωρηθεί δικαιολογημένη κατά την ως άνω Οδηγία και όχι απαγορευμένη από αυτήν διάκριση. Πέραν της γενικώς επιτρεπόμενης απόκλισης που προβλέπει το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ. (π.ρ.β.λ. άρθρο 9 παρ. 1 Ν. 3304/2005), που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω, στο άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ. (π.ρ.β.λ. άρθρο 11 παρ. 1 Ν. 3304/2005), προβλέπεται, επιπλέον, ότι η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δικαιολογείται και δεν αποτελεί απαγορευμένη διάκριση «εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία». Να σημειωθεί ότι το άρθρο 11 παρ. 1 Ν. 3304/2005 απάλειψε, κατά τη μεταφορά της Οδηγίας, τη λέξη «ιδίως» και θεωρεί θεμιτό στόχο αποκλειστικά εκείνον που ανάγεται στην πολιτική της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης. Περαιτέρω, απαριθμούνται (άρθρο 6 παρ. 1 εδ. β’ και παρ. 2 της Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ. και άρθρο 11 παρ. 1 εδ. β’ και παρ. 2 Ν. 3304/2005) ενδεικτικά ορισμένες περιπτώσεις δικαιολογημένης διαφορετικής μεταχείρισης. Στην προκείμενη περίπτωση:  1) Η διαφορετική μεταχείριση που εισάγεται με το θεσμό της εργασιακής εφεδρείας εις βάρος των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζόμενων δεν υπηρετεί έναν (αντικειμενικά και λογικά) θεμιτό στόχο κατά την έννοια της Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ. Συγκεκριμένα, οι περί εργασιακής εφεδρείας διατάξεις δεν υπηρετούν σκοπό της πολιτικής της απασχόλησης ούτε υπό την έννοια που έχει δεχθεί το Δ.Ε.Ε. (όπως μετονομάστηκε από 1.12.2009 το Δ.Ε.Κ.), της προώθησης δηλαδή των προσλήψεων νεότερων σε ηλικία εργαζομένων και της δημιουργίας μιας ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης μεταξύ νεαράς και μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένων στο δημόσιο τομέα, ούτε υπό την έννοια των ενδεικτικά απαριθμούμενων στην Οδηγία (και το Ν.3304/2005) περιπτώσεων. Επίσης, οι περί εργασιακής εφεδρείας διατάξεις δεν υπηρετούν σκοπό γενικού συμφέροντος, υπό την έννοια της απομάκρυνσης των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων, επειδή δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν επαρκώς στα καθήκοντα τους, ώστε να διασφαλισθεί η καλύτερη ποιότητα των παρεχόμενων δημοσίων υπηρεσιών. Επίσης, οι περί εργασιακής εφεδρείας διατάξεις δεν υπηρετούν το σκοπό της συρρίκνωσης του δημοσίου τομέα στη βάση της ορθολογικότερης οργάνωσής του – έστω και αν αυτός μπορούσε να θεωρηθεί θεμιτός στόχος κατά την έννοια της Οδηγίας. Η απόλυση εδώ δεν συντελείται με βάση τα χαρακτηριστικά των θέσεων, στο πλαίσιο κάποιας αναδιοργάνωσης ή αναδιάρθρωσης υπηρεσιών και φορέων που ανήκουν στο δημόσιο τομέα (με σύνταξη οργανογραμμάτων και εμπεριστατωμένων μελετών), αλλά γίνεται με μοναδικό κριτήριο τα χαρακτηριστικά των προσώπων που κατέχουν τις θέσεις – γίνεται δηλαδή με βάση το τυχαίο γεγονός ότι ο κατέχων τη θέση εργαζόμενος πλησιάζει στη συνταξιοδότηση. Αυτό που βασικά επιδιώκεται με τις περί εργασιακής εφεδρείας διατάξεις είναι η εξοικονόμηση πόρων του κρατικού προϋπολογισμού. Όπως, όμως, έχει ήδη κρίνει το Δ.Ε.Ε. (απόφαση Δ.Ε.Ε. της 21ης Ιουλίου του 2011 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-159/10 και C-160/10, σκ. 74), «μολονότι […] οι δημοσιονομικοί λόγοι μπορούν να αποτελούν τη βάση των επιλογών του κράτους – μέλους στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και να επηρεάζουν τη φύση ή την έκταση των μέτρων που προτίθεται να θεσπίσει το κράτος αυτό, οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν, καθ’ αυτοί, να αποτελούν θεμιτό στόχο, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Οδηγίας 2000/78/». Επομένως, οι προεκτεθείσες περί εργασιακής εφεδρείας διατάξεις δεν υπηρετούν έναν (αντικειμενικά και λογικά) θεμιτό  στόχο κατά την έννοια του άρθρου 6 της Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ. (και του άρθρου 11 Ν. 3304/2005). Ακόμη όμως και αν – υπό ορισμένες προϋποθέσεις – ο σκοπός της εξοικονόμησης πόρων του κρατικού προϋπολογισμού μπορούσε να θεωρηθεί θεμιτός στόχος κατά την έννοια της Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ. και πάλι, όπως ρητά αναφέρει εδώ η ίδια η Οδηγία (και το δίκαιο μεταφοράς της), θα έπρεπε τα λαμβανόμενα μέτρα να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Εντούτοις, δεν πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση της αναγκαιότητας, επειδή ο στόχος της εξοικονόμησης δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού δεν απαιτεί κατ’ ανάγκην διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας (όπως λ.χ. θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συμβαίνει όταν υπηρετείται ο σκοπός της ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης με την αποχώρηση ορισμένων παλαιών και την πρόσληψη νέων εργαζομένων). Ούτε και ο σκοπός της συρρίκνωσης του δημοσίου τομέα στη βάση της ορθολογικότερης οργάνωσής του – ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι αυτός επιδιώκεται με τις περί εργασιακής εφεδρείας διατάξεις και ότι αυτός είναι θεμιτός στόχος κατά την έννοια της Οδηγίας – απαιτεί κατ’ ανάγκην διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας. Επιπλέον, όπως έχει κρίνει το Δ.Ε.Ε. (απόφαση Δ.Ε.Κ. της 16ης Οκτωβρίου 2007 στην υπόθεση C-411/05), σημασία από τη σκοπιά της αρχής της αναλογικότητας αποκτά και το αν στους θιγόμενους εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας χορηγείται σύνταξη εύλογου ύψους. Οι εργαζόμενοι, όμως, που εντάσσονται σε εργασιακή εφεδρεία  με βάση το κριτήριο της επικείμενης συνταξιοδότησης, δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης. Στους εργαζόμενους αυτούς δεν χορηγείται καν εύλογο εισόδημα, αλλά αντιθέτως απλώς αναβάλλεται η καταβολή της οφειλόμενης σε αυτούς αποζημίωσης απόλυσης μειωμένης κατά το ήμισυ, ενώ εντωμεταξύ τους καταβάλλονται «δόσεις» της αποζημίωσης αυτής, οι οποίες μάλιστα είναι πολύ μικρότερες των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα απασχόλησης (και αφαιρούνται από την παραπάνω μειωμένη στο μισό αποζημίωση). Ακόμη λοιπόν και αν γινόταν δεκτό ότι οι προεκτεθείσες περί εργασιακής εφεδρείας διατάξεις υπηρετούν έναν θεμιτό στόχο, κατά την έννοια του άρθρου 6 της Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ. (και του άρθρου 11 Ν. 3304/2005) και πάλι δεν καλύπτουν τις απαιτήσεις της αναλογικότητας που προβλέπει το άρθρο 6 της Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ. (και το άρθρο 11 Ν. 3304/2005). Κατ’ ακολουθία, οι διατάξεις του άρθρου 34 Ν. 4024/2011, όπως τροποποιήθηκε από την από 16.12.2011 ΠΝΠ, περί εργασιακής εφεδρείας, στο μέτρο που θέτουν ως κριτήριο για την ένταξη στο καθεστώς αυτό την επικείμενη συνταξιοδότηση (έως το τέλος του 2013), εισάγουν διάκριση λόγω ηλικίας, που είναι απαγορευμένη από την Οδηγία 2000/78/Ε.Κ. και δη από τα άρθρα 1 και 2 αυτής και από το Ν. 3304/2005 που τη μετέφερε στο ελληνικό δίκαιο και δη από τα άρθρα 1, 2 και 7 αυτού (βλ. για όλα τα ανωτέρω Δερμιτζάκη, ό.α, σ. 1492-1496). Ενόψει αυτών οι διατάξεις της Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ. και δη τα άρθρα 1 και 2 αυτής, καθώς και του Ν. 3304/2005 που τη μετέφερε στο ελληνικό δίκαιο και δη τα άρθρα 1, 2 και 7 αυτού, κατισχύουν του άρθρου 34 Ν. 4024/2011, στο μέτρο που συγκρούονται με αυτό. Δηλαδή, το άρθρο 34 Ν. 4024/2011 δεν θα εφαρμοστεί, καθ’ ό μέρος συγκρούεται και αντιτίθεται κατά περιεχόμενο στην Οδηγία 2000/78/Ε.Κ, και δη στα άρθρα 1 και 2 αυτής και στο Ν. 3304/2005 που τη μετέφερε στο ελληνικό δίκαιο και δη στα άρθρα 1, 2 και 7 αυτού. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Γενικό Κανονισμό Προσωπικού του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών (Ο.Α.Σ.Α.), ο οποίος εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παρ. 5 Ν. 2175 /1993, εγκρίθηκε με την Υ.Α. 17270/1993 του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών και δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. Β’ 510/17-1-1994 και ως εκ τούτου έχει ισχύ νόμου, ορίζονται, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 4, ότι το προσωπικό διακρίνεται σε μόνιμο και δόκιμο (το μεν μόνιμο κατέχει οργανικές θέσεις και καλύπτει μόνιμες και πάγιες ανάγκες και έχει σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, το δε δόκιμο προσλαμβάνεται προς κάλυψη μονίμων και παγίων αναγκών και συνδέεται με τον φορέα με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου), με το άρθρο 40 ότι η λύση της εργασιακής σχέσης του προσωπικού επέρχεται, εκτός των άλλων, με απόλυση και με το άρθρο 42 παρ. 1 ότι οι εργαζόμενοι που υπάγονται στη ρύθμιση του Κανονισμού απολύονται: α) όταν συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις λήψης σύνταξης λόγω ορίου ηλικίας ή διαρκούς ολικής αναπηρίας από τον ασφαλιστικό φορέα κυρίας ασφάλισης και β) λόγω τελεσίδικης καταδίκης. Περαιτέρω, με το άρθρο 9 Ν. 2669/1998 κυρώθηκε Γενικός Κανονισμός Προσωπικού ΟΑΣΑ – ΕΘΕΛ – ΗΛΠΑΠ, ο οποίος ως εκ τούτου έχει ισχύ νόμου και ρυθμίζει τις σχέσεις της Ο.ΣΥ. Α.Ε. με το προσωπικό της και με τα παρακάτω άρθρα του οποίου ορίζονται τα ακόλουθα: Με το πρώτο άρθρο ότι ο παρών Κανονισμός ρυθμίζει τις σχέσεις, τους όρους απασχόλησης και την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού στον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών (Ο.Α.Σ.Α. Α.Ε.), στην Ανώνυμη Συγκοινωνιακή Εταιρεία Θερμικών Λεωφορείων (Ε.ΘΕ.Λ. Α.Ε.) και στα Ηλεκτροκίνητα Λεωφορεία Περιοχής Αθηνών – Πειραιώς (Η.Λ.Π.Α.Π. Α.Ε.), με το δεύτερο άρθρο ότι στις διατάξεις του Κανονισμού αυτού υπάγεται το δόκιμο και μόνιμο προσωπικό, το οποίο συνδέεται με την εταιρία με σχέση εξαρτημένης εργασίας (παρ. 1), χωρίς,  όμως, να εφαρμόζονται οι διατάξεις του στους γενικούς διευθυντές, στους ειδικούς συμβούλους, στους εμμίσθους δικηγόρους – νομικούς συμβούλους, στο προσωπικό ειδικής σύμβασης και στους ιατρούς (παρ. 2), με το τρίτο άρθρο ότι όλο το προσωπικό που υπάγεται στον Κανονισμό συνδέεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (παρ. 1) και η ατομική σύμβαση εργασίας καταρτίζεται εγγράφως (παρ. 2), με το τέταρτο άρθρο ότι το προσωπικό διακρίνεται σε μόνιμο και δόκιμο (μόνιμο είναι το προσωπικό, το οποίο κατέχει τις οργανικές θέσεις, καλύπτει μόνιμες και πάγιες ανάγκες και συνδέεται με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ενώ δόκιμο είναι το προσωπικό, το οποίο προσλαμβάνεται για να καλύψει μετά από δοκιμασία μόνιμες και διαρκείς ανάγκες και συνδέεται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου), με το πέμπτο άρθρο (πρώτης παραγράφου) ότι το προσωπικό κατατάσσεται στις κατηγορίες προσωπικού κινήσεως τεχνικού προσωπικού, διοικητικού προσωπικού και βοηθητικού προσωπικού, με το τριακοστό έκτο άρθρο ότι η εργασιακή σχέση του προσωπικού με την εταιρία λύεται κατά τις περιπτώσεις παραίτησης και απόλυσης και με το τριακοστό όγδοο άρθρο ότι οι εργαζόμενοι που υπάγονται στη ρύθμιση του Κανονισμού αυτού απολύονται όταν συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις λήψης σύνταξης, πλην άλλων, λόγω ορίου ηλικίας από τον ασφαλιστικό φορέα κυρίας ασφάλισης (παρ. 1,  περ. α’), ότι, σε περίπτωση αποχώρησης προσωπικού της εταιρίας λόγω ορίου ηλικίας με λήψη σύνταξης γήρατος, η αποχώρηση επέρχεται αυτοδίκαια κατά τη συμπλήρωση του ορίου, τηρουμένων στην προκειμένη περίπτωση των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας (παρ. 2) και ότι αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης δεν καταβάλλεται πριν την αποχώρηση (παρ. 3). Έτσι, εφόσον εργαζόμενος, ο οποίος δεν εμπίπτει στην επαγγελματική ιδιότητα του τεχνίτη της Ο.ΣΥ. Α.Ε, έχει συμπληρώσει από την πρόσληψή του (μετά συνυπολογισμό και της προϋπηρεσίας που του αναγνωρίστηκε) τριάντα πέντε έτη ασφάλισης και το πεντηκοστό όγδοο έτος της ηλικίας του μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011 (άρθρο 10 παρ. 1 εδάφ. α’ και β’ ν. 825/1978, όπως αντικ. με το άρθρο 10 παρ. 1 ν. 3863/2010), τότε από το χρόνο της έκδοσης της σ’ αυτόν επιδιδόμενης διαπιστωτικής πράξης του αρμοδίου οργάνου της Ο.ΣΥ. Α.Ε. περί αυτοδίκαιης λύσης της εργασιακής σχέσης επέρχεται αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτού (π.ρ.β.λ. Εφ.Πειρ. 377/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης …………, που περιέχεται στα ταυτάριθμα, με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από τις υπ’ αριθ. ………. ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, των μαρτύρων του ενάγοντος ……….., οι οποίες λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. ………. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….) και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά στη συνέχεια, χωρίς να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσλήφθηκε στις 18-1-1980 από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………» (……….), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και εντάχθηκε στην κατηγορία του προσωπικού κίνησης ως οδηγός. Από 29-6-1985 μέχρι 31-12-1986 αποσπάστηκε στο Γραφείο Κίνησης και από 1-1-1987 εντάχθηκε στην κατηγορία Δ.Ε. Διοικητικών Υπαλλήλων, με αντικείμενο εργασίας, κυρίως, την έκδοση προγράμματος βαρδιών των οδηγών και την έκδοση των ημερομισθίων τους (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. ……… βεβαίωση υπηρεσιακών μεταβολών του Τμήματος Προσωπικού του Ο.Σ.Υ. που  προσκομίζει και επικαλείται). Από το έτος 2003 υπηρέτησε ως υπάλληλος στο Τμήμα Λογιστηρίου (Δ2α) της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών, με αντικείμενο εργασίας την έκδοση ενταλμάτων πληρωμών προμηθευτών, τον έλεγχο, εκκαθάριση, έγκριση και επιμέλεια πληρωμής κάθε ποσού για την εξόφληση των υποχρεώσεων της εταιρίας προς το Δημόσιο και τρίτους, την έκδοση τιμολογίων πώλησης υλικών και παροχής υπηρεσιών, την έκδοση επιταγών και ενταλμάτων πληρωμής του προσωπικού, την έκδοση γραμματίων εισπράξεων των πάσης φύσεως εσόδων, την φύλαξη και παρακολούθηση των εγγυητικών επιστολών, καθώς και την είσπραξη κάθε ποσού που κατέπιπτε υπέρ της ………. Στις 16-3-2005 ο ενάγων τοποθετήθηκε ως υπεύθυνος του Κεντρικού Ταμείου του Τμήματος Προϋπολογισμού και Οικονομικής Διαχείρισης της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών, με αντικείμενο εργασίας τις τακτικές και έκτακτες πληρωμές του συνόλου του προσωπικού (πλέον των 1.200 εργαζομένων) και τρίτων (προμηθευτών, νοσοκομείων, συμβεβλημένων ιατρών, διαγνωστικών κέντρων κλπ.), τη σύνταξη ημερήσιου ταμειακού ισολογισμού, τη συγκέντρωση των εισπράξεων και την κατάθεσή τους στις τράπεζες (βλ. την υπ’ αριθ. εσωτ. πρωτ. ……….. απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου της …….. που προσκομίζει και επικαλείται). Δυνάμει της υπ’ αριθ. 28738/2638/10-6-2011 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων (Φ.Ε.Κ. Β’ 1454/17-6-2011), η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3920/2011, η «………» απορροφήθηκε από την «………..», η οποία μετονομάστηκε σε «……..», έχουσα τον διακριτικό τίτλο «………» (εναγόμενη), χωρίς να αποβάλει το δημόσιο χαρακτήρα της ή να μεταβάλει τον κοινωφελή σκοπό της (άρθρο 1 παρ. 1 και 7 περ. α’ και άρθρο 4 του Ν. 3920/2011) και δη την εκτέλεση του δημόσιου συγκοινωνιακού έργου με επίγεια οδικά μέσα εντός των ορίων της περιφέρειας Αττικής. Μετά την παραπάνω συγχώνευση μεταφέρθηκε αυτοδικαίως και αναγκαστικά όλο το προσωπικό της ……. στην εναγόμενη, με το ίδιο εργασιακό καθεστώς, θέση, ειδικότητα και κατηγορία, υπεισήλθε δε, η εναγόμενη σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ……., ως καθολικός διάδοχος αυτής. Σ’ εφαρμογή των ανωτέρω, ο ενάγων, ως εργαζόμενος πλέον της εναγομένης, τοποθετήθηκε με διάθεση απ’ αυτή στο ν.π.δ.δ. Ταμείο Ασφάλισης με την επωνυμία «……..», όπου, λόγω της πολυετούς εμπειρίας του ως υπευθύνου Ταμείου Εισπράξεων και πληρωμών στην ……., του ανατέθηκαν συναφή καθήκοντα, όπως κοστολόγηση φαρμάκων, διεκπεραίωση εντολών νοσοκομείων, διαγνωστικών κέντρων, συμβεβλημένων ιατρών, καθώς και οι πληρωμές τους. Μάλιστα, λόγω του αυξημένου φόρτου εργασίας, της έλλειψης προσωπικού και της επιτυχούς άσκησης των καθηκόντων του, ο Διευθυντής Ασφάλισης Παροχών Υγείας του «………..» ζήτησε από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου την οριστική διάθεση του ενάγοντος στο άνω Ταμείο (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. πρωτ. ………… έγγραφό του). Ωστόσο, στις 30-12-2011 η Διεύθυνση Διοικητικών Υπηρεσιών της εναγομένης εξέδωσε τη με αριθ. πρωτ. ……. διαπιστωτική πράξη, με την οποία ο ενάγων τέθηκε σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας από 1-1-2012 και έως 24 μήνες, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 3 και 4 Ν. 4024/2011, καθόσον, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπηρεσιακού φακέλου του, συμπλήρωνε τις προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης αντιστοιχούσας σε 35 έτη ασφάλισης μέχρι και τις 31-12-2013 και συγκεκριμένα στις 26-4-2012. Αντίγραφο της παραπάνω διαπιστωτικής πράξης του επιδόθηκε στις 2-1-2012. Ο ενάγων, με την από 5-1-2012 ένστασή του προς την εναγομένη (την οποία επικαλείται με τις προτάσεις του, πλην όμως δεν την προσκομίζει), διαμαρτυρήθηκε σ’ αυτή για τη σε βάρος του εφαρμογή του θεσμού της εφεδρείας, παρόλα αυτά η εναγόμενη, με το υπ’ αριθ. πρωτ. ……… έγγραφο του Γενικού Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού, αρνήθηκε την επιστροφή του στην υπηρεσία. Έκτοτε, η εναγόμενη δεν του κατέβαλλε τις μηνιαίες τακτικές αποδοχές του, οι οποίες ανέρχονταν κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2011 στο ύψος των 1.847,26 ευρώ (βλ. σχετ. το από 17-1-2013 έγγραφο του Τμήματος Μισθοδοσίας Ο.Σ.Υ. που προσκομίζει και επικαλείται). Αντ’ αυτών του κατέβαλλε μηνιαίως δόσεις της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσής του, μειωμένης κατά το ήμισυ, την καταβολή της οποίας ανέβαλε για μετά τη λήξη του χρόνου της εργασιακής του εφεδρείας, οι οποίες δόσεις ανέρχονταν στο 60% των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα απασχόλησής του και αφαιρούνταν από τη νόμιμη αποζημίωσή του. Με τον τρόπο αυτό εξαναγκάστηκε ο ενάγων να υποβάλλει αίτηση για συνταξιοδότηση στις 26-4-2012, οπότε θεμελίωσε δικαίωμα πλήρους σύνταξης σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 10 παρ. 1 ν. 925/1978, όπως αντικ. από το άρθρο 32 ν. 2874/2000 και από το άρθρο 10 παρ. 1 Ν. 3863/2010), καθώς συμπλήρωσε το 58ο έτος της ηλικίας του (ημερομηνία γέννησής του 26-4-1954), αφού ήταν παλιός ασφαλισμένος (πριν την 31-12-1992) και μέχρι την 31-12-2010 είχε συμπληρώσει 10.500 ένσημα (ή 35 έτη υπηρεσίας). Συνολικά ο ενάγων κατά τη διάρκεια της εργασιακής του εφεδρείας (2-1-2012 έως 26-4-2012) έλαβε το ποσό των 4.585,36 ευρώ, το οποίο συμψηφίστηκε από την εναγομένη με την αποζημίωσή του, εφόσον ο ενάγων, κατά τη λήξη της εργασιακής του εφεδρείας και λόγω συνταξιοδότησης, έλαβε το ποσό των 10.414,64 ευρώ ως υπόλοιπο αποζημίωσης, ανερχόμενης στο συνολικό ποσό των 15.000,00 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. ………. βεβαίωση της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και το από 17-01-2013 έγγραφο του Τμήματος μισθοδοσίας Ο.Σ.Υ. που προσκομίζει και επικαλείται). Όμως το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας στο οποίο ο ενάγων εντάχθηκε με την άνω διαπιστωτική πράξη, κατ’ άρθρο 34 παρ. 3 και 4 Ν. 4024/2011, χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης και να υπάγεται σε καθεστώς συνταξιοδότησης – αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ. και σ’ αυτές των άρθρων 1, 2 και 7 του Ν. 3304/2005 που τη μετέφερε στο ελληνικό δίκαιο, οι οποίες κατισχύουν του άρθρου 34 Ν. 4024/2011, στο μέτρο που συγκρούονται με αυτό, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, αφού κριτήριο για την επιλογή του ενάγοντος προκειμένου να υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 4024/2011, υπήρξε η ηλικία του και δεν δύναται να δικαιολογηθεί η άνω διάκριση λόγω ηλικίας από κάποιο θεμιτό στόχο και από την αρχή της αναλογικότητας κατά την έννοια του άρθρου 6 της άνω Οδηγίας, σύμφωνα επίσης με τις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν. Εφόσον, λοιπόν, με τις άνω διατάξεις του άρθρου 34 του Ν. 4024/2011 παραβιάζεται το προεκτεθέν υπερνομοθετικής ισχύος δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι άνω διατάξεις είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Μετά ταύτα η προσβαλλόμενη με αριθμό ……….. διαπιστωτική πράξη της εναγομένης, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 34 παρ. 3 και 4 του Ν. 4024/2011 και διαπίστωσε την θέση του ενάγοντος σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας από 1-1-2012 μέχρι 31-12-2013, δεν είναι νόμιμη και πρέπει να αναγνωριστεί η ακυρότητά της, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα του ενάγοντος, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών βάσεων της αγωγής του και των αντιστοίχων ισχυρισμών της εναγομένης που εισάγονται με σχετικούς λόγους της έφεσής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με παρόμοια αιτιολογία, έκρινε το καθεστώς εργασιακής εφεδρείας στο οποίο εντάχθηκε ο ενάγων και το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 34 παρ. παρ. 3 και 4 Ν. 4024/2011, αντίθετο (μεταξύ άλλων) και στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/78/Ε.Κ. και δη σε εκείνες των άρθρων 1 και 2 αυτής και στις διατάξεις του Ν. 3304/2005 που τη μετέφερε στο ελληνικό δίκαιο και δη εκείνες των άρθρων 1, 2 και 7 αυτού και αναγνώρισε την ακυρότητα της αυτοδίκαιης θέσης σε εργασιακή εφεδρεία του ενάγοντος, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των αντιθέτων υποστηριζόμενων από την εναγόμενη με το σχετικό λόγο της έφεσής της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, από το χρόνο επίδοσης σ’ αυτόν της άνω διαπιστωτικής πράξης (δηλαδή στις 2-1-2012) κι εφεξής βρισκόταν σε ετοιμότητα να προσφέρει πραγματικά τις υπηρεσίες του στην εναγομένη. Κατά συνέπεια η τελευταία, μη αποδεχθείσα την πραγματικά και προσηκόντως προσφερόμενη εργασία από αυτόν, περιήλθε σε υπερημερία ως προς την αποδοχή της και οφείλει στον ενάγοντα για μισθούς υπερημερίας, κατά το χρονικό διάστημα από 2-1-2012 έως την 26-4-2012, οπότε αυτός υπέβαλε αίτηση για συνταξιοδότηση, το συνολικό ποσό των 7.389,04 ευρώ (1.847,26 ευρώ X 4 μήνες). Ακόμη, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη, θέτοντας τον ενάγοντα σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας, προσέβαλε παράνομα την προσωπικότητά του. Ειδικότερα, επιλέγοντας να εκλάβει την ηλικία του ως αρνητικό παράγοντα για την επαγγελματική του πορεία και όχι ως θετικό αφού τη χρησιμοποίησε ως κριτήριο προκειμένου να απαλλαγεί από εργαζόμενο που δεν είχε συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης και δεν υπαγόταν σε καθεστώς συνταξιοδότησης, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να αξιοποιήσει την πολυετή εμπειρία του στο χώρο, ενόψει της φύσης και των ιδιαιτεροτήτων του επαγγέλματός του (υπεύθυνος ταμείου και εισπράξεων), για το οποίο η ηλικία από μόνη της δεν συνιστά παράμετρο μείωσης των ικανοτήτων του, αλλά αντιθέτως εξασφαλίζει τη βελτιωμένη παροχή υπηρεσιών εκ μέρους του προέβη σε δυσμενή διάκριση σε βάρος του, η οποία είναι αδικαιολόγητη, λαμβανομένης υπόψη και της υποχρέωσης πρόνοιας που βαρύνει τον εργοδότη έναντι των εργαζομένων του. Έτσι, τον υποχρέωσε να παραιτηθεί στις 26-4-2012, οπότε συμπλήρωσε τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης, προκειμένου να περισώσει το υπόλοιπο της αποζημίωσης που θα δικαιούταν όταν θα έβγαινε στη σύνταξη (καθώς από την αποζημίωσή του αυτή προέρχονταν – κατ’ άρθρο 34 παρ. 1ε’ Ν. 4024/2011, όπως τροποποιήθηκε από την από 16.12.2011 Π.Ν.Π, που αντικατέστησε το άρθρο 37 παρ. 7 εδ. ε’ Ν.3986/2011 – το ισόποσο του 60% του μισθού του που του καταβάλλονταν μηνιαίως όσο τελούσε σε εργασιακή εφεδρεία), με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί η υγεία του και να ανατραπεί ο οικογενειακός του προγραμματισμός και ο οικονομικός του προϋπολογισμός. Ως εκ τούτου το αίτημα του ενάγοντος για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του κρίνεται κατά ένα μέρος ουσιαστικά βάσιμο και δη κατά το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ. Το πρωτοβάθμιο, συνεπώς, Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε σε όμοια κρίση αναφορικά με τα ανωτέρω κονδύλια και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλλει στον ενάγοντα τα ανωτέρω  ποσά (ήτοι 7.389,01 ευρώ για μισθούς υπερημερίας και 5.000,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από παράνομη προσβολή προσωπικότητας), ορθά το νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και οι λόγοι της έφεσης με τους οποίους η εναγόμενη υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί και η έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη. Εξάλλου, μετά την επιδίκαση των άνω κονδυλίων αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, παρέλκει η εξέταση του αιτήματος που υπέβαλε η εκκαλούσα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, επειδή, κατά τους ισχυρισμούς της, έχει ήδη καταβάλει στον εφεσίβλητο το πρωτοδίκως προσωρινά επιδικασθέν ποσό των 4.000,00 ευρώ. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής  (άρθρα 179 β’ και 183 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 5-3-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……..) έφεση κατά της με αριθμό 482/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών).

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσία.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Ιανουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ