Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 76/2019

Αριθμός    76 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Eλένη Τοπούζη,  Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ. Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Κατά το άρθρο 307 ΚΠολΔ, αν για οποιοδήποτε λόγο, που παρουσιάζεται μετά το τέλος της συζήτησης, είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και στην περίπτωση που ο ορισθείς για τη συζήτηση της υπόθεσης Δικαστής καθυστερεί για υπερβολικά μακρό χρονικό διάστημα την έκδοση της απόφασης, αφού, με τον τρόπο αυτό, καθίσταται έκδηλα ανενεργό το δικαίωμα του πολίτη προς παροχή έννομης προστασίας και το Δικαστήριο διατάσσει να επαναληφθεί η συζήτηση (ΕφΑθ 1503/2010 Αρμ. 2010.1197, ΕφΑθ 961/2009 ΕλλΔνη 2010.1058, ΕφΑθ 7196/2007 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1927/2012 Αρμ 2013.1503, βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα Ερμ. ΚΠολΔ, τόμ. Α΄, άρθρο 307, αρ. 6, σελ. 612).   Στην προκειμένη περίπτωση με τις  υπ` αριθμ. 61/2018 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……  και 62/2018 και με αριθμό κατάθεσης  …… πράξεις του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, νομίμως επαναλαμβάνεται η συζήτηση της από  7.1.2015 και με αριθμό κατάθεσης  ΓΑΚ/ΕΑΚ …… έφεσης της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας εταιρίας καθώς  και αυτή (συζήτηση) της από 5.1.2015 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ …. έφεσης των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων, που στρέφονται αμφότερες κατά της υπ.αριθμ. 4376/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  δικάσιμος για τη συζήτηση των οποίων ορίστηκε η 3.12.2015 και μετά από αναβολή η 22.9.2016,  και επί των οποίων (εφέσεων), αν και συζητήθηκαν κατά την προαναφερόμενη  δικάσιμο (ήτοι αυτή της 22.9.2016) δεν εκδόθηκε απόφαση. Ειδικότερα, οι ως άνω εφέσεις συζητήθηκαν  αντιμωλία των διαδίκων, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς κατά την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο. Μετά το πέρας, όμως, της συζήτησης αυτών ενώπιον της ίδιας Δικαστή που συγκρότησε το Δικαστήριο τούτο  δεν εκδόθηκε απόφαση λόγω του ότι με την με αριθμ. 56/2018 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά αφαιρέθηκαν από την ορισθείσα για την συζήτησή τους ως άνω Εφέτη, λόγω του γεγονότος της μη έκδοσης απόφασης αν και παρήλθαν 12 μήνες από τη συζήτησή τους,  11 δικογραφίες επί πολιτικών υποθέσεων από τις δικασίμους του τακτικού (μη ναυτικού) πολιτικού τμήματος έτους 2016, εκ των οποίων και οι προκείμενες υποθέσεις  με τους προαναφερόμενους διαδίκους.  Έτσι με τις ως άνω  πράξεις του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, νομίμως, ενόψει και της προηγηθείσας νομικής σκέψης,  ορίσθηκε η νέα συζήτηση των ανωτέρω εφέσεων, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (4.10.2018). Οι προαναφερόμενες εφέσεις, οι οποίες, κατά τα ανωτέρω, στρέφονται αμφότερες  κατά της με αριθμό 4376/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών(άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015), και δέχθηκε, κατά ένα μέρος, την από 9.8.2013 και με αριθμό κατάθεσης …….. αγωγή των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων,  έχουν ασκηθεί  σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο(άρθρα 19, 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1  ΚΠολΔ) Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31, 246, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), σημειουμένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής τους δεν απαιτείται η προκατάθεση παραβόλου, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση   δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ (άρθρο 495 παρ.3εδ.τελ.ΚΠολΔ), ως οι  προκείμενες.

Με την κρινομένη από 9.8.2013 και με αριθμό καταθέσεως ………. αγωγή, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου της, οι ενάγοντες εξέθεταν ότι ο μεν πρώτος από αυτούς, ………, δυνάμει έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στη Σαλαμίνα με την εναγομένη, νόμιμα εκπροσωπούμενη, εταιρία η οποία δραστηριοποιείται σε ναυτιλιακές και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, προσλήφθηκε αρχικά την 1-10-2008, προκειμένου να εργαστεί επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή, με την ειδικότητα του μαθητευόμενου ελασματουργού, ενώ συμφωνήθηκε πως οι λοιποί όροι της σύμβασής του (ωράριο, αποδοχές) θα διέπονταν από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά- Αττικής και Νήσων, καθώς και των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν υπεργολαβίες στα ναυπηγεία Ελευσίνας- Σκαραμαγκά, ανεξαρτήτως εάν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός της περιφέρειας Πειραιά». Ότι δυνάμει της παραπάνω σύμβασης, απασχολήθηκε ανελλιπώς από την εναγομένη, από 1-10-2008 έως 23-7-2010, κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2008 έως 31-12-2009 ως βοηθός ελασματουργού  και κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 23-7-2010 ως τεχνίτης ελασματουργός, σε επισκευαστικό συνεργείο της τελευταίας, έχοντας τα αναλυτικά περιγραφόμενα στην αγωγή καθήκοντα, εργαζόμενος, καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης με την εναγομένη, από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί οκτώ ώρες ημερησίως, καθώς και τα Σάββατα, την Κυριακή και τις αργίες, κατά τις αναφερόμενες ημερομηνίες και  ώρες. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της απασχόλησής του, δεν αμειβόταν σύμφωνα με όσα όριζαν οι οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, με αποτέλεσμα να οφείλονται σε αυτόν δεδουλευμένες αποδοχές και συγκεκριμένα:α) διαφορές ημερομισθίων κατά τις καθημερινές, από 1-10-2008 έως 31-12-2009, αφού αμειβόταν ως μαθητευόμενος ελασματουργός και όχι ως βοηθός ελασματουργού, αλλά και από 1-1-2010 έως 23-7-2010, αφού αμειβόταν ως βοηθός ελασματουργού και όχι ως τεχνίτης ελασματουργός, β) το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, σύμφωνα με τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, γ) αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές, δ) διαφορές αμοιβής για την υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα και την Κυριακή και αργίες  ε) διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας των ετών 2008, 2009 και 2010 στ) διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων των ετών 2008, 2009 και 2010 και Πάσχα των ετών 2009 και 2010, όλα δε τα παραπάνω, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι ο δεύτερος από αυτούς, ……., δυνάμει προφορικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στη Σαλαμίνα με την εναγομένη εταιρεία, νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία δραστηριοποιείται σε ναυτιλιακές και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, προσλήφθηκε στις 3-10-2010, προκειμένου να εργαστεί επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή, με την ειδικότητα του βοηθού σωληνουργού, ενώ συμφωνήθηκε πως οι λοιποί όροι της σύμβασής του (ωράριο, αποδοχές) θα διέπονταν από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά- Αττικής και Νήσων, καθώς και των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν υπεργολαβίες στα ναυπηγεία Ελευσίνας- Σκαραμαγκά, ανεξαρτήτως εάν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός της περιφέρειας Πειραιά». Ότι δυνάμει της παραπάνω σύμβασης, απασχολήθηκε ανελλιπώς από την εναγομένη, από τις 3-10-2010 έως τις 28-2-2011 με την παραπάνω ειδικότητα, σε επισκευαστικό συνεργείο της τελευταίας, εργαζόμενος από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί οκτώ ώρες ημερησίως, καθώς και τα Σάββατα και τις Κυριακές, κατά τις αναφερόμενες ημερομηνίες και ώρες. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της απασχόλησής του, δεν αμειβόταν σύμφωνα με όσα όριζε η οικεία συλλογική σύμβαση εργασίας, με αποτέλεσμα να οφείλονται σε αυτόν δεδουλευμένες αποδοχές και συγκεκριμένα: α) το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, σύμφωνα με την οικεία συλλογική σύμβαση εργασίας, β) αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές, γ) διαφορές αμοιβής για την υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα και  τις Κυριακές, δ) διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας του έτους 2010 και ε) διαφορές επιδομάτων εορτής Χριστουγέννων του έτους 2010 και Πάσχα του έτους 2011, όλα δε τα παραπάνω, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση τα προεκτεθέντα, μετά την παραδεκτή, εν μέρει τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ως προς τον πρώτο ενάγοντα, με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, πριν την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και αναλύεται στις πρωτόδικες προτάσεις που κατέθεσαν οι ενάγοντες  ζητούσαν: 1) ο πρώτος ενάγων: Α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 24.193,04 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων, κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2008 έως 31-12-2009, για το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2008 έως 31-12-2009 και για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές, κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2008 έως 31-12-2009 και Β)  να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 40.349,04 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 23-7-2010, για το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 23-7-2010 και για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 23-7-2010, για αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα, Κυριακή και αργίες  για διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας των ετών 2008, 2009 και 2010, για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων των ετών 2008, 2009 και 2010 και Πάσχα των ετών 2009 και 2010 και 2)  ο δεύτερος ενάγων  να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 14.624,45 ευρώ, για τις αναφερόμενες παραπάνω αιτίες. Από τα παραπάνω ποσά, εκείνα των οποίων ζητούνταν  η καταψήφιση, οι ενάγοντες  τα ζητούσαν  με το νόμιμο τόκο υπερημερίας αλλά και επιδικίας, από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, διαφορετικά από την όχληση της εναγομένης να παραστεί ενώπιον του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, στις 12-9-2012, άλλως από την επομένη της επίδοσης της κρινομένης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ εκείνα των οποίων ζητούνταν  η αναγνώριση, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και επιδικίας από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επιπλέον, οι ενάγοντες ζητούσαν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά τους έξοδα. Επικουρικά δε, σε περίπτωση που η σχέση εργασίας τους με την εναγομένη κριθεί ολικά ή μερικά άκυρη, ζητούσαν τα παραπάνω σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων εκδόθηκε η με αριθμό 4376/2014 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως ουσιαστικά βάσιμη και αφενός Α) υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.642,37 ευρώ, που αντιστοιχεί στο έκτο ημερομίσθιο ανά εβδομάδα εργασίας, κατά το χρονικό διάστημα από 1-10- 2008 έως 31-12-2009 και στην αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές, κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2008 έως 31-12-2009, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής τους, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα, και ιι) αναγνώρισε ότι  οφείλει να του  καταβάλει το συνολικό ποσό των 17.916,53 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αμοιβή του για το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 23-7-2010, για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 23-7- 2010, για εργασία κατά τα Σάββατα, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της σύμβασης εργασίας του, σε διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της σύμβασης εργασίας του, σε αποδοχές αδείας και διαφορές επιδόματος αδείας, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της σύμβασης εργασίας του, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής τους, κατά τις ειδικότερες στην απόφαση διακρίσεις και Β) υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα, ……. το συνολικό ποσό  των 4.706,68 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, κατά τις αναφερόμενες στην απόφαση διακρίσεις για το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας,  για υπερωριακή απασχόλησή του κατά τις καθημερινές καθώς και  διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και  αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας καθ όλο το διάστημα απασχόλησής του στην εναγόμενη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα, τόσο  η εναγόμενη  όσο και οι ενάγοντες, με τις υπό κρίση εφέσεις τους και τους εκτιθέμενους σ αυτές λόγους, που συνίστανται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν την εναγόμενη-εκκαλούσα  να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της, κατά δε τους εκκαλούντες-ενάγοντες  να γίνει  εξ ολοκλήρου  δεκτή.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων, 648 του ΑΚ και 216 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλων παροχών που οφείλονται από σύμβαση εργασίας, πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτήν μεταξύ άλλων, ο χρόνος καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμφωνηθείς ή νόμιμος μισθός το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται (ΑΠ 75/2016). Εξάλλου για την κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής μισθωτού που έχει αντικείμενο την επιδίκαση διαφορών μεταξύ καταβαλλομένων αποδοχών κ.λ.π. και οφειλομένων με βάση τα οριζόμενα από κλαδική Σ.Σ.Ε ή Δ.Α, που  έχει την ίδια ισχύ, η οποία έχει επεκταθεί και έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχειρήσεως, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί από το δικαστήριο αν πρόκειται για ομοειδή ή συναφή εκμετάλλευση με τις επιχειρήσεις του κλάδου που αφορά η Σ.Σ.Ε ή  Δ.Α και αν μπορούσε έτσι ο εργοδότης και ο ενάγων μισθωτός να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται και σ’  αυτούς. Ειδικότερα για την εφαρμογή των Σ.Σ.Ε, για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε μεταλλουργικές επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη περιφέρειας Πειραιώς, αρκεί για το ορισμένο της αγωγής, το ανωτέρω στοιχείο και δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το είδος και η φύση της παρεχόμενης εργασίας του ενάγοντος μισθωτού, το είδος των πλοίων στα οποία παρείχε την εργασία του και σε τι συνίστατο η εργασία του (ΑΠ 1933/2008, ΕφΠειρ 431/2016, ΕφΛαμ 9/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος ).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, οι ενάγοντες  αναφέρουν το χρόνο κατάρτισης των επίδικων συμβάσεων, το νόμιμο ημερομίσθιο, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας,  τους όρους παροχής της, τον χρόνο για τον οποίο οφείλονται οι αιτούμενες αποδοχές καθώς και το είδος της ασκούμενης από την εναγόμενη επιχειρηματικής δραστηριότητας. Επομένως η ένδικη αγωγή, ενόψει και της προηγηθείσας νομικής σκέψης,  είναι επαρκώς ορισμένη, μη απαιτούμενης της αναφοράς οποιουδήποτε άλλου στοιχείου. Συνακόλουθα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε  ομοίως ως προς το ζήτημα αυτό δεν έσφαλε αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο,  ο δε υποστηρίζων τα αντίθετα πρώτος  λόγος της ένδικης έφεσης  της εναγόμενης-εκκαλούσας πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, στην αγωγή αναφέρεται ρητώς ότι εργοδότρια των εναγόντων ήταν η εναγόμενη, με την οποία είχαν καταρτίσει  τις σχετικές συμβάσεις εργασίας, ενώ οι ενάγοντες δεν ισχυρίζονται  ότι εργάστηκαν  σε άλλον εργοδότη στα πλαίσια σύμβασης δανεισμού εργαζομένου, και συνεπώς η  τελευταία (εναγόμενη) νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της  εν λόγω αγωγής, τα δε περί το αντιθέτου υποστηριζόμενα απ αυτήν στον ίδιο ως άνω λόγο εφέσεως τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα.

Εξάλλου, η επικαλούμενη από τους ενάγοντες   με ημερομηνία 30-4-2009 συλλογική σύμβαση εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων (ως και η επικαλούμενη από τον πρώτο ενάγοντα από 9.2.2008 οικεία ΣΣΕ που κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική με την ΥΑ 29003/1686/2008, ΦΕΚ Β 699/21.4.2008), έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική από τις 4-5-2009, δυνάμει της με αριθμό ΥΑ 19738/1575/11-6-2009 απόφασης του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (ΦΕΚ Β 1208/19.6.2009) και εφαρμόζεται έκτοτε σε όλες τις ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις, που έχουν την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα με εκείνες που συμβλήθηκαν κατά την κατάρτισή της, χωρίς να απαιτείται τα διάδικα μέρη (εργαζόμενος και εργοδότης) να είναι μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων, που τις κατήρτισαν ή υπήχθησαν σε διαιτησία (βλ. ΑΠ 1561/2011, ΑΠ 1133/2010 και ΑΠ 1710/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΑΠ 74/2009 ΔΕΕ 2010-599, ΑΠ 1143/2004 ΕΕργΔ 2005-288, ΕφΛαμ 100/2011, δημοσιευμένη στη Νόμος), προβλέπουν δε αμφότερες πενθήμερη εργασία, ωράριο επτά (7) ωρών ημερησίως (35 ώρες εβδομαδιαίως), έξι (6) ημερομίσθια και Σάββατο και Κυριακή αργία, ενώ για την απασχόληση πέραν του καθημερινού ωραρίου (υπερωριακή εργασία), προσαύξηση των αποδοχών του εργαζόμενου  100%.. Επιπλέον, επειδή η με ημερομηνία  ως άνω 30-4-2009 ΣΣΕ  ήταν αόριστης διάρκειας, δεδομένου ότι δεν καθοριζόταν ρητά ο χρόνος λήξης της (βλ. Κεφάλαιο ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, άρθρο 5 παρ. 10 της συλλογικής σύμβασης), η διάρκειά της περιορίστηκε έως τις 14-2-2013, πλέον ενός τριμήνου ως χρόνου υποχρεωτικής μετενέργειάς της, με τελικό χρόνο λήξης της, τις 14-5-2013 [άρθρο 1 παρ. 6 Ν. 4046/2012 σε συνδυασμό με άρθρο 2 παρ. 2 και 4 ΠΥΣ 6/2012 ΦΕΚ Α 38/28-2-2012)], (βλ και ΜονΕφΠειρ. 567/2018, ΜονΕφΠειρ 4/2017, ΜονΕφΠειρ 124/2017, προσκομιζόμενες και ΜονΕφΠειρ 396/2015, δημοσιευμένη στη Νόμος),επομένως οι ρυθμίσεις της, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή καταλαμβάνουν  και τις επίδικες συμβάσεις εργασίας των εναγόντων, ως ορθώς εφαρμόζοντας το νόμο δέχτηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εναγόμενη-εκκαλούσα στο 2ο λόγο της έφεσής της, κατ ορθή εκτίμηση αυτού τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα.

Ι.  Κατά την  ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών(άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015) και δη κατά το άρθρο  671 παρ.1 ΚΠολΔ, ως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης και εφαρμόζεται εν προκειμένω (άρθρο 533 παρ.2 ΚΠολΔ), ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη  ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες. Από τη διάταξη αυτή ερμηνευομένη στα πλαίσια και της διάταξης του άρθρ. 116 του ίδιου Κώδικα, που επιβάλλει την τήρηση των κανόνων της καλής πίστης κατά την επιχείρηση των διαδικαστικών πράξεων, προκύπτει ότι η ένορκη κατάθεση, αν δεν εμφιλοχωρεί άλλη υπηρεσιακή απασχόληση του ειρηνοδίκη ή του συμβολαιογράφου, της οποίας το πέρας πρέπει να αναμένει ο κλητευθείς και περί αυτού να γίνεται μνεία στην βεβαίωση, δίδεται κατά την ώρα που αναγράφεται στην κλήση, με ανοχή αναμονής, η διάρκεια της οποίας κρίνεται εύλογη, μέχρι 15΄ από την ορισθείσα  ώρα έναρξης, χωρίς να παραβλάπτεται από την καθυστέρηση, το κύρος της ένορκης βεβαίωσης.  Αν, ο διάδικος που κλήτευσε τον αντίδικό του και ο μάρτυρας που πρότεινε, από λόγους που αφορούν τους ίδιους, προσήλθαν στον ειρηνοδίκη ή στο συμβολαιογράφο με καθυστέρηση πέραν του πιο πάνω χρόνου, η ένορκη βεβαίωση που δόθηκε ερήμην του κλητευθέντος μετά από το χρόνο αυτό, δεν αποτελεί νόμιμο κατά την έννοια του νόμου αποδεικτικό μέσο και αυτεπαγγέλτως  δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, ανεξάρτητα από το αν έχει επέλθει βλάβη στον  μη εμφανισθέντα αντίδικο (ΟλΑΠ 20/2004, ΑΠ 1709/2005, ΕφΠειρ 46/2016, ΕφΔωδ 10/2011, ΕφΠατρ 1216/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙΙ.  Εξάλλου, από το άρθρο 529 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι στην κατ` έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, άρα και ενόρκων βεβαιώσεων, που έχουν ληφθεί πριν και μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Ένορκες βεβαιώσεις, που έχουν δοθεί μετά την συζήτηση στον πρώτο βαθμό και μέσα στην προθεσμία, για την προσθήκη και αντίκρουση ή προσκομίστηκαν στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκπρόθεσμα μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του, έστω και αν απαραδέκτως προσκομίζονται ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, νόμιμα λαμβάνονται υπόψη, αν, με την τήρηση των διατυπώσεων του ως άνω άρθρου 671 παρ. 1 εδ. Δ΄ του ΚΠολΔ, προσκομιστούν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (βλ. ΑΠ 879/2007 ΕΣΔ 2007.212, ΑΠ 1909/2007 ΕΣΔ 2007. 544, ΑΠ 728/2005 ΕΕργΔ 2005.1270). Η δήλωση δε του διαδίκου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ότι θα εξετάσει μάρτυρες ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, με την πάροδο 24 τουλάχιστον ωρών, επέχει θέση κλητεύσεως του παρισταμένου διαδίκου και η ένορκη βεβαίωση που έγινε ύστερα από τέτοια δήλωση στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη από το Εφετείο (βλ. ΑΠ 1910/2006, ΝοΒ 2007.937, ΑΠ 457/2005, ΕλλΔνη 2007-140,).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσήκουσα επανεκτίμηση και αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ενός για κάθε διάδικο μέρος), που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τους  ενάγοντες-εκκαλούντες- εφεσιβλήτους με αριθμούς …….. και …… ένορκες βεβαιώσεις των ……. και . .., αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία τους, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά από νόμιμη πριν από 24 ώρες κλήτευση της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης (βλ. τη με αριθμό ……… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………), από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εναγομένη με αριθμό ……… ένορκη βεβαίωση του ………, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία της, ενώπιον της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., μετά από νόμιμη πριν από 24 ώρες κλήτευση των ως άνω αντιδίκων της (βλ. τη με αριθμό ……… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …….),  μη λαμβανομένης ωστόσο υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων της προσκομιζόμενης και επικαλούμενης από την εναγόμενη με αριθμό ….. ένορκης βεβαίωσης του …. ., που λήφθηκε, χωρίς να παρίστανται οι ενάγοντες, ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, καθόσον ναι μεν για την κλήτευση των εναγόντων η εναγόμενη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη επικαλείται και προσκομίζει την με αριθμό ….. έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείου Αθηνών, ……,  πλην όμως η ως άνω ένορκη βεβαίωση   δόθηκε μετά την πάροδο του εύλογου χρόνου των 15΄ της ώρας από την ορισθείσα ώρα έναρξης, ήτοι ενώ οι ενάγοντες είχαν κληθεί για τις 17.3.2014, ημέρα Δευτέρα και ώρες 12.30 μμ και 12.45 μμ, η ως άνω ένορκη βεβαίωση  λήφθηκε την 13.15 μμ,  χωρίς να γίνεται μνεία σ αυτή εάν είχε εμφιλοχωρήσει άλλη υπηρεσιακή απασχόληση της συμβολαιογράφου ή λόγοι προσωρινής αντικειμενικής αδυναμίας άσκησης των καθηκόντων της, οπότε στην περίπτωση αυτή οι κλητευθέντες ενάγοντες-εκκαλούντες-εφεσίβλητοι όφειλαν να αναμείνουν το πέρας αυτής (υπηρεσιακής απασχόλησης) ή την άρση αυτής (προσωρινής αντικειμενικής αδυναμίας άσκησης των καθηκόντων) αντίστοιχα και συνεπώς, ενόψει και της προηγηθείσας υπό στοιχ.Ι νομικής σκέψης  δεν αποτελεί νόμιμο, κατά την έννοια του νόμου, αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένων, ωστόσο, υπόψη των επικαλούμενων από τη εναγόμενη και προσκομιζόμενων ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου  με αριθμούς ….. και ….. ενόρκων βεβαιώσεων των ………και ……., μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων της-εναγόντων να παραστούν σ αυτές πριν από 24 τουλάχιστον ώρες (βλ. το πρακτικό του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθόσον τέτοια κλήτευση αποτελεί η δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγόμενης  για εξέταση μαρτύρων που έλαβε χώρα κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), οι οποίες, ακόμη και αν ήταν απαράδεκτες για την πρωτόδικη δίκη και η χρήση αυτών δεν επιτρεπόταν σ αυτή, νόμιμα λαμβάνονται υπόψη, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη ( υπό στοιχ.ΙΙ) από το Δικαστήριο τούτο, εφόσον, κατά τα προαναφερόμενα λήφθηκαν μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων της εναγόμενης και προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση απ αυτήν  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  καθώς και από όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση απόδειξη (άρθρο 395 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Η εναγομένη εταιρεία, που εδρεύει στη …., δραστηριοποιείται στον τομέα ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών και συγκεκριμένα σε επισκευές και   συντηρήσεις πλωτών μέσων, εκμεταλλευόμενη οργανωμένο ναυπηγείο στη περιοχή ……….., όπου και εδρεύει. Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε, νόμιμα εκπροσωπούμενη, με τον πρώτο ενάγοντα, ….. …….,  προσέλαβε αυτόν στις 1.10.2008 για να απασχοληθεί σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, ως μαθητευόμενος ελασματουργός. Με την ως άνω ειδικότητα απασχολήθηκε ο πρώτος ενάγων καθ όλη της διάρκεια της σχέσης εργασίας του στην  εναγόμενη έως στις 23.7.2010, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς απ αυτήν. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ως προς τα ανωτέρω, ήτοι ότι αυτός καθ όλη τη διάρκεια της απασχόλησής του στην εναγόμενη ήταν μαθητευόμενος ελασματουργός και όχι βοηθός ελασματουργού, ως ισχυρίσθηκε ο πρώτος ενάγων στην ένδικη αγωγή του ότι απασχολήθηκε στην πραγματικότητα στην εναγόμενη από την πρόσληψή του σ αυτήν έως τις 31.12.2009, ενώ από τις 1.1.2010 έως και τις 23.7.2010, που απεχώρησε,  ανέλαβε και καθήκοντα τεχνίτη ελασματουργού, προέκυψε από τη συνεκτίμηση του συνόλου του εισφερόμενου στο Δικαστήριο ως άνω αποδεικτικού υλικού, ιδίως δε από τον προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την εναγόμενη λογαριασμό  του ως άνω ενάγοντος ως ασφαλισμένου στο ΙΚΑ  (κατάσταση ενσήμων του) για το χρονικό διάστημα από 1/2006 έως 12/2007, από το οποίο προκύπτει ότι αυτός πριν την πρόσληψή του από την εναγόμενη εργαζόταν ως ανειδίκευτος εργάτης μεταποιητικών βιομηχανιών ( ο κωδικός ειδικότητάς του στον ως άνω λογαριασμό είναι ο  932000 που αντιστοιχεί στην περιγραφή της ως άνω ειδικότητας) και όχι ως βοηθός ελασματουργού, ως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Ως εκ τούτου, ενόψει της οποιασδήποτε εμπειρίας του στις εργασίες ναυπηγοεπισκευής, ευλόγως προσλήφθηκε από την εναγόμενη, κατά τα προαναφερόμενα, ως μαθητευόμενος ελασματουργός και όχι ως βοηθός ελασματουργού, ως ο 1ος ενάγων ισχυρίζεται ότι απασχολήθηκε αρχικά στην εναγόμενη, πολύ περισσότερο δε ως τεχνίτης ελασματουργός, αφού μάλιστα δεν διέθετε την  προβλεπόμενη  από τα άρθρα 3  και 4 του κεφαλαίου Α’ αντίστοιχα των  επικαλούμενων και προσκομιζόμενων απ αυτόν από 9-2-2008  και από 30-4-2009 συλλογικών συμβάσεων εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων, προϋπηρεσία των έξι ετών, ως μαθητευόμενος ή βοηθός ελασματουργού. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του τα ίδια δέχτηκε ως προς το είδος της ειδικότητας με την οποία απασχολήθηκε ο πρώτος ενάγων καθ όλη τη διάρκεια τις εργασιακής του σχέσης στην εναγόμενη, ήτοι δέχθηκε ότι αυτός απασχολήθηκε σ αυτήν ως μαθητευόμενος ελασματουργός και όχι ως βοηθός ελασματουργού, αρχικά, και μετέπειτα τεχνίτης ελασματουργός, απορρίπτοντας ως εκ τούτου τις αιτούμενες απ αυτόν για τις ως άνω αιτίες διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων,  ορθά εκτίμησε, ως προς το ζήτημα αυτό, τις  αποδείξεις, τα περί του αντιθέτου δε από τον πρώτο εναγόμενο υποστηριζόμενα  στην κρινόμενη έφεσή της και τους  σχετικούς λόγους αυτής (υπό στοιχ.Β1-9)  πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.  Περαιτέρω, από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό αποδείχτηκε ότι  δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε ο δεύτερος ενάγων, …….,  με την εναγομένη, νόμιμα εκπροσωπούμενη, στην έδρα της, προσλήφθηκε από την τελευταία, για να απασχοληθεί σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, με την ειδικότητα του βοηθού σωληνουργού, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-12-2010 έως 31-12-2010 και από 5-1-2011 έως 28-2-2011. Καμιά άλλη απασχόληση του παραπάνω ενάγοντος, πέραν των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, δεν αποδείχθηκε. Σε αντίθετη κρίση δεν μπορεί να  οδηγηθεί το Δικαστήριο από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ως άνω ενάγοντος, …….,  που περιλαμβάνεται στην προσκομιζόμενη και επικαλούμενη απ αυτόν με αριθμό ……… ένορκη βεβαίωση, που προς επίρρωση των εκτιθέμενων από τον  ως άνω ενάγοντα στην αγωγή του, περί  πρόσληψής του από την εναγόμενη, στις 3.10.2010 και έκτοτε συνεχούς απασχόλησής του σ αυτή έως και τις 28.2.2011, καταθέτει περί απασχόλησης του ως άνω ενάγοντος  «στο ναυπηγείο της Οικογένειας …….από τον Οκτώβριο μέχρι και τέλη Φλεβάρη του 2011», αφού τα ως άνω κατατεθειμένα απ αυτόν δεν αρκούν για να  οδηγήσουν  στο συμπέρασμα ότι ο δεύτερος ενάγων πράγματι εργαζόταν από τον Οκτώβριο του έτους 2010 στην εναγομένη, ως αυτός ισχυρίζεται, αφού στον ίδιο χώρο δραστηριοποιούνταν, κατά τα συνομολογηθέντα από τους διαδίκους  και άλλες εταιρείες συμφερόντων της οικογένειας ………, όπως η εναγομένη, συγχρόνως δε, η εν λόγω κατάθεση δεν ενισχύεται από κάποιο έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο (π.χ. αποδείξεις μισθοδοσίας ή καταστάσεις ενσήμων του ενάγοντος για το παραπάνω χρονικό διάστημα) και ως εκ τούτου μη εναρμονιζόμενη με τα ως άνω αποδειχθέντα, ως αυτά προέκυψαν από τη συνεκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού δεν κρίνεται πειστική. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του τα ίδια δέχτηκε ως προς τα ως άνω χρονικά διαστήματα απασχόλησης του δεύτερου ενάγοντος στην εναγόμενη, ήτοι ότι απασχολήθηκε  σ αυτήν από τις 1.12.2010 μέχρι και την 31.12.2010 και από τις 5.1.2011 μέχρι και τις 28.2.2011, ορθά εκτίμησε, ως προς το ζήτημα αυτό, τις  αποδείξεις, τα περί του αντιθέτου δε από τον ως άνω ενάγοντα  υποστηριζόμενα  στην κρινόμενη έφεσή του  και τους  σχετικούς λόγους αυτής (Β 1-2)  πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Καθ’ όλη τη διάρκεια των συμβάσεων εργασίας του, ο δεύτερος ενάγων απασχολούνταν στην εναγόμενη  επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή, και οκτώ ώρες ημερησίως, ενώ είχε συμφωνηθεί ότι θα λάμβανε τις νόμιμες αποδοχές του, σύμφωνα με την οικεία από 30-4-2009 συλλογική σύμβαση εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικες εργασίες Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων, ενώ δεν αποδείχτηκε απασχόληση του ως άνω ενάγοντος κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές που αυτός επικαλείται στην αγωγή του. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι αυτός με την ένδικη αγωγή του (σελ.45 αυτής) επικαλείται και αιτείται αμοιβή του για Σάββατα και Κυριακές  για το χρονικό διάστημα από 3.10.2010 έως και 31.12.2010, που κατά τα ως άνω αποδειχθέντα ουδόλως απασχολήθηκε στην εναγόμενη. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του στην ίδια ως άνω κρίση κατέληξε, ήτοι ότι ο ο δεύτερος ενάγων δεν απασχολήθηκε στην εναγόμενη Σάββατα και Κυριακές και απέρριψε το αιτούμενο με την αγωγή του κονδύλιο για την ως άνω αιτία, ορθά εκτίμησε τις  αποδείξεις, τα περί του αντιθέτου δε από τον ως άνω ενάγοντα  υποστηριζόμενα  στην κρινόμενη έφεσή του  και τους  σχετικούς λόγους αυτής (υπό στοιχ.Γ1-5) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα .

Περαιτέρω, από τη συνεκτίμηση του ίδιου ως άνω αποδεικτικού υλικού και αναφορικά και τις αγωγικές αξιώσεις των εναγόντων λεκτέα τα εξής:

Οσον αφορά τον  πρώτο ενάγοντα, ……. …….:  Ο  πρώτος ενάγων αποδείχτηκε ότι εργάστηκε ως μαθητευόμενος ελασματουργός, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας του επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή, και οκτώ ώρες ημερησίως καθώς και ότι εργαζόταν τρία Σάββατα κάθε μήνα, επί έξι ώρες, ενώ δεν αποδείχτηκε απασχόλησή του κατά την Κυριακή και κατά  τις αναφερόμενες στο δικόγραφό του αργίες, ως αβασίμως επικαλείται. Συνεπώς, ο πρώτος ενάγων με βάση την εκάστοτε ως άνω  εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση εργασίας, δικαιούνταν για την εργασία που παρείχε στην εναγομένη τα κάτωθι ποσά: (Α) Για έκτο ημερομίσθιο για κάθε εβδομάδα εργασίας (κατά τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο Γ των ως άνω συλλογικών συμβάσεων εργασίας): α) κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2008 έως 31-3-2009, καθώς ο πρώτος ενάγων εργάστηκε επί 26 εβδομάδες, το συνολικό ποσό των 1.088,10 ευρώ (41,85 €Χ 26), β) κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-2009 έως 30-6-2009, καθώς ο πρώτος ενάγων εργάστηκε επί 13 εβδομάδες, το συνολικό ποσό των 612,30 ευρώ [47,10€(78,50€Χ 60%) X 13), γ) κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2009 έως 30-9-2009, καθώς ο πρώτος ενάγων εργάστηκε επί 13,14 εβδομάδες, το συνολικό ποσό των  630,72 ευρώ [48 € (80 € X 60%) X 13,14) και δ) κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2009 έως 23-7-2010, καθώς ο πρώτος ενάγων, έχοντας συμπληρώσει ένα έτος εργασίας στην εναγομένη, εργάστηκε επί 42,29 εβδομάδες, το συνολικό ποσό των 2.202,46 ευρώ [56 € αρχική αξία ημερομισθίου (80 € X 70%, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β’ της οικείας συλλογικής σύμβασης εργασίας, καθόσον πρόκειται για το 2ο έτος απασχόλησης του ενάγοντος ως μαθητευόμενου), αφαιρούμενου ποσοστού 7%, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β’ της οικείας συλλογικής σύμβασης εργασίας, καθόσον ο ενάγων είχε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου και είχε συμπληρώσει ένα έτος υπηρεσίας στην εναγομένη, δηλαδή τελική αξία ημερομισθίου 52,08 € (56€ – 3,92 €) X 42,29), δηλαδή το συνολικό ποσό των 4.533,58 ευρώ (1.088,10 € + 612,30 € + 630,72 € + 2.202,46 €), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί  (Β) Για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές, ήτοι την 8η ώρα εργασίας του, καθόσον ο πρώτος ενάγων απασχολείτο επί οκτώ ώρες ημερησίως (βλ. σχετ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’, άρθρα 1 και 2 των προαναφερόμενων εφαρμοζομένων εν προκειμένω ως άνω συλλογικών συμβάσεων εργασίας, σύμφωνα με τα οποία αφ ενός μεν το ωράριο υπολογίζεται σε πενθήμερη εβδομάδα, με Σάββατο και Κυριακή αργία και με έξι (ημερομίσθια), οι δε απασχολούμενοι πέραν του καθημερινού ωραρίου παίρνουν από την πρώτη ώρα προσαύξηση των αποδοχών τους 100%) : α) κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2008 έως 31- 3-2009, καθώς ο πρώτος ενάγων πραγματοποίησε μια ώρα υπερωρίας επί 122 καθημερινές (22 ημερομίσθια το μήνα Οκτώβριο 2008 + 20 ημερομίσθια το μήνα Νοέμβριο 2008 + 21 ημερομίσθια το μήνα Δεκέμβριο 2008 + 20 ημερομίσθια το μήνα Ιανουάριο 2009 + 20 ημερομίσθια το μήνα Φεβρουάριο 2009 + 19 ημερομίσθια το μήνα Μάρτιο 2009), μη συμπεριλαμβανομένων των ημερών αργίας και κατ’ έθιμον αργίας, του παραπάνω χρονικού διαστήματος, κατά τις οποίες ο ενάγων δεν αποδείχτηκε ότι εργάστηκε, δηλαδή 122 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 2.100,84 ευρώ [41,85 € νόμιμο ημερομίσθιο + 8,37 € αναλογία έκτου ημερομισθίου = 50,22 € X 6 = 301,32 € : 35 ώρες = 8,61 € αξία ωρομισθίου + 100% προσαύξηση = 17,22 € X 122 ώρες], β) κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-2009 έως 30-6-2009, καθώς ο πρώτος ενάγων πραγματοποίησε μια ώρα υπερωρίας επί 45 καθημερινές (3 ημερομίσθια το μήνα Απρίλιο 2009 + 20 ημερομίσθια το μήνα Μάιο 2009 + 22 ημερομίσθια το μήνα Ιούνιο 2009), μη συμπεριλαμβανομένων των ημερών αργίας και κατ’ έθιμον αργίας, του παραπάνω χρονικού διαστήματος, κατά τις οποίες ο πρώτος ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι εργάστηκε, δηλαδή 45 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 872,10 ευρώ [47,10 € νόμιμο ημερομίσθιο + 9,42 € αναλογία έκτου ημερομισθίου = 56,52 € X 6 = 339,12 € : 35 ώρες = 9,69 € αξία ωρομισθίου + 100% προσαύξηση = 19,38 € X 45 ώρες], γ) κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2009 έως 30-9-2009, καθώς ο πρώτος ενάγων πραγματοποίησε μια ώρα υπερωρίας επί 65 καθημερινές (23 ημερομίσθια το μήνα Ιούλιο 2009 + 20 ημερομίσθια το μήνα Αύγουστο 2009 + 22 ημερομίσθια το μήνα Σεπτέμβριο 2009), μη συμπεριλαμβανομένων των ημερών αργίας και κατ’ έθιμον αργίας, του παραπάνω χρονικού διαστήματος, κατά τις οποίες ο πρώτος ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι εργάστηκε, δηλαδή 65 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 1.283,10 ευρώ [48 € νόμιμο ημερομίσθιο + 9,60 € αναλογία έκτου ημερομισθίου = 57,60 € X 6 = 345,60 € : 35 ώρες = 9,87 € αξία ωρομισθίου + 100% προσαύξηση = 19,74 € X 65 ώρες] και δ) κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2009 έως 23-7-2010, καθώς ο πρώτος ενάγων πραγματοποίησε μια ώρα υπερωρίας επί 199 καθημερινές (21 ημερομίσθια το μήνα Οκτώβριο 2009 + 21 ημερομίσθια το μήνα Νοέμβριο 2009 + 22 ημερομίσθια το μήνα Δεκέμβριο 2009 + 19 ημερομίσθια το μήνα Ιανουάριο 2010 + 18 ημερομίσθια το μήνα Φεβρουάριο 2010 + 19 ημερομίσθια το μήνα Μάρτιο 2010 + 20 ημερομίσθια το μήνα Απρίλιο 2010 + 20 ημερομίσθια το μήνα Μάιο 2010 + 22 ημερομίσθια το μήνα Ιούνιο 2010 +17 ημερομίσθια το μήνα Ιούλιο 2010), μη συμπεριλαμβανομένων των ημερών αργίας και κατ’ έθιμον αργίας, του παραπάνω χρονικού διαστήματος, κατά τις οποίες ο πρώτος ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι εργάστηκε, δηλαδή 199 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 4.262,58 ευρώ [52,08 € νόμιμο ημερομίσθιο + 10,42 € αναλογία έκτου ημερομισθίου = 62,50 € X 6 = 375 € : 35 ώρες = 10,71 € αξία ωρομισθίου + 100% προσαύξηση = 21,42 € X 199 ώρες], δηλαδή το συνολικό ποσό των 8.518,62 ευρώ (2.100,84 € + 872,10 € + 1.283,10 € + 4.262,58 €), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί  (Γ) Για την απασχόλησή του κατά την ημέρα του Σαββάτου, επί έξι ώρες ανά ημέρα και τρία Σάββατα ανά μήνα (βλ. σχετ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’, άρθρα 1 και 2 των προαναφερόμενων συλλογικών συμβάσεων εργασίας): α) κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2008 έως 31-3-2009, καθώς ο πρώτος ενάγων εργάστηκε επί 6 μήνες, το συνολικό ποσό των 1.859,76 ευρώ [ 3 Σάββατα X 6 ώρες X 6 μήνες = 108 ώρες απασχόλησης X 17,22 € αξία ωρομισθίου με προσαύξηση 100%], έναντι του οποίου, ο πρώτος ενάγων λάμβανε το ισόποσο ενός ημερομισθίου για κάθε Σάββατο, ήτοι το ποσό των 753,30 ευρώ [3 Σάββατα X 6 μήνες X 41,85 €], κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή του ,  εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 1.106,46 ευρώ, β) κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-2009 έως 30-6-2009, καθώς ο πρώτος ενάγων εργάστηκε επί 3 μήνες, το συνολικό ποσό των 1.046,52 ευρώ [ 3 Σάββατα X 6 ώρες X 3 μήνες = 54 ώρες απασχόλησης X 19,38 € αξία ωρομισθίου με προσαύξηση 100%], έναντι του οποίου, κατά τα ανωτέρω, έλαβε το ποσό των 423,90 ευρώ [3 Σάββατα X 3 μήνες X 47,10 €], εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 622,62 ευρώ, γ) κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2009 έως 30-9-2009, καθώς ο πρώτος ενάγων εργάστηκε επί 3 μήνες, το συνολικό ποσό των 1.065,96 ευρώ [ 3 Σάββατα X 6 ώρες X 3 μήνες = 54 ώρες απασχόλησης X 19,74 € αξία ωρομισθίου με προσαύξηση 100%], έναντι του οποίου, κατά τα ανωτέρω, έλαβε το ποσό των 432 ευρώ [3 Σάββατα X 3 μήνες X 48 €], εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 633,96 ευρώ και δ) κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2009 έως 23-7-2010, καθώς ο πρώτος ενάγων εργάστηκε επί επί 9,77 μήνες, το συνολικό ποσό των 3.766,92 ευρώ [ 3 ΣάββαταΧ 6 ώρες X 9,77 μήνες = 175,86 ώρες απασχόλησης X 21,42 € αξία ωρομίσθιου με προσαύξηση 100%], έναντι του οποίου, κατά τα ανωτέρω, έλαβε το ποσό των 1.526,46 ευρώ [3 Σάββατα X 9,77 μήνες X 52,08 €], εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 2.240,46 ευρώ, δηλαδή το συνολικό ποσό των 4.603,50 ευρώ (1.106,46 € + 622,62 € + 633,96 € + 2.240,46 €), (Δ) Για επιδόματα εορτών, για τον υπολογισμό των οποίων συμπεριλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές του πρώτου ενάγοντος η αμοιβή για υπερωριακή εργασία του κατά τις καθημερινές και κατά τα Σάββατα, γιατί η απασχόλησή του κατά τις παραπάνω ημέρες ήταν νόμιμη, τακτική και σταθερή (ως προς την νομιμότητα της παρεχόμενης υπερωριακής απασχόλησης κατά τις εργάσιμες ημέρες και τα Σάββατα, εφόσον δεν απαιτείται για την εκτέλεσή της η τήρηση των διατυπώσεων του Ν.435/1976, βλ. ΕφΠειρ 1101/2003 ΔΕΕ 2004,689 καθώς και Κ.Λαναρά, Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, έκδ.2014, σελ.550) ο πρώτος ενάγων δικαιούται:

α) για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2008, το ποσό των 781,95 ευρώ [για 92 ημέρες διάρκειας σχέσης εργασίας (από 1-10-2008 έως 31-12-2008), 9,68 ημερομίσθια X 77,05 € (41,85 € νόμιμο ημερομίσθιο + 8,37 € αναλογία έκτου ημερομισθίου + 17,22 € αξία υπερωρίας μιας ώρας ανά καθημερινή + 10,11 € αναλογία υπερωριακής απασχόλησης κατά την ημέρα του Σαββάτου) = 750,68 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 31,27 € (750,68 € X 0,04166) = 781,95 € (βλ. σχετ. Κ.Λαναρά, όπ.α,  σελ. 668], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 385,46 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 396,49 ευρώ, β) για επίδομα εορτής Πάσχα 2009, το συνολικό ποσό των 1.367,65 ευρώ [για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 30-4- 2009, λαμβανομένης ως βάσης υπολογισμού, της αξίας του ημερομισθίου του ενάγοντος, κατά τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα του έτους 2009 (19 Απριλίου 2009), το ισόποσο 15 ημερομισθίων X 87,53 € (47,10 € νόμιμο ημερομίσθιο + 9,42 € αναλογία έκτου ημερομισθίου +19,38 € αξία υπερωρίας μιας ώρας ανά καθημερινή + 11,63 € αναλογία υπερωριακής απασχόλησης κατά την ημέρα του Σαββάτου) = 1.312,95 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 54,70 € (1.312,95 € X 0,04166) = 1.367,65 ευρω,  έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 604,86 ευρώ, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 762,79 ευρώ, γ) για επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2009, το συνολικό ποσό των 2.322,38 ευρώ [για το χρονικό διάστημα από 1-5-2009 έως 31-12-2009, λαμβανομένης ως βάσης υπολογισμού, της αξίας του ημερομισθίου του ενάγοντος, κατά τη 10η Δεκεμβρίου 2009, το ισόποσο 25 ημερομισθίων X 89,18 € (48 € νόμιμο ημερομίσθιο + 9,60 € αναλογία έκτου ημερομισθίου + 19,74 € αξία υπερωρίας μιας ώρας ανά καθημερινή + 11,84 € αναλογία υπερωριακής απασχόλησης κατά την ημέρα του Σαββάτου) = 2.229,50 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 92,88 € (2.229,50 € X 0,04166) = 2.322,38 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.302,00 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 1.020,38 ευρώ, δ) για επίδομα εορτής Πάσχα 2010, το συνολικό ποσό των 1.512,02 ευρώ [για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 30-4- 2010, λαμβανομένης ως βάσης υπολογισμού, της αξίας του ημερομισθίου του ενάγοντος, κατά τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα του έτους 2010 (4 Απριλίου 2010), το ισόποσο 15 ημερομισθίων X 96,77 € (52,08 € νόμιμο ημερομίσθιο + 10,42 € αναλογία έκτου ημερομισθίου +21,42 € αξία υπερωρίας μιας ώρας ανά καθημερινή + 12,85 € αναλογία υπερωριακής απασχόλησης κατά την ημέρα του Σαββάτου) = 1.451,55 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 60,47 ευρώ (1.451,55 € X 0,04166) = 1.512,02 €,  έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 725,86 ευρώ, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή,  εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 786,16 ευρώ και ε) για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2010, το ποσό των 878,98 ευρώ [για 83 ημέρες διάρκειας σχέσης εργασίας (από 1-5-2010 έως 23-7-2010), 8,72 ημερομίσθια X 96,77 € (52,08 € νόμιμο ημερομίσθιο + 10,42 € αναλογία έκτου ημερομισθίου + 21,42 € αξία υπερωρίας μιας ώρας ανά καθημερινή + 12,85 € αναλογία υπερωριακής απασχόλησης κατά την ημέρα του Σαββάτου) = 843,83 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 35,15 € (843,83 € X 0,04166) = 878,98 € , έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 359,67 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 519,31 ευρώ, δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 3.485,13 ευρώ (396,49 € + 762,79 € + 1.020,38 € + 786,16 € + 519,31 €). (Ε) Για αποδοχές αδείας, ο πρώτος ενάγων δικαιούται: α) για το έτος 2008, καθόσον εργάστηκε επί 3 μήνες (από 1-10-2008 έως 31-12-2008), το ποσό των 462,30 ευρώ [77,05 € αξία ημερομισθίου, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 2 ημερομίσθια X 3 μήνες = 462,30 €,, β) για το έτος 2009, καθόσον η σχέση εργασίας του διήρκησε από 1-1-2009 έως 31-12-2009, το ποσό των 2.140,32 ευρώ [89,18 € αξία ημερομισθίου, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 24 ημερομίσθια =2.140.32       €] και γ) για το έτος 2010, καθόσον η σχέση εργασία του διήρκησε, από 1-1-2010 έως 23-7-2010, ήτοι επί 6,77 μήνες, το ποσό των 1.310,27 ευρώ [96,77 € αξία ημερομισθίου, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 2 ημερομίσθια X 6,77 μήνες = 1.310,27 €], δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 3.912,89 ευρώ (462,30 € +2.140.32        € + 1.310,27 €), που δεν του έχει καταβληθεί  και (ΣΤ) Για αναλογία επιδόματος αδείας, ο πρώτος ενάγων δικαιούται: α) για το έτος 2008, καθόσον εργάστηκε επί 3 μήνες (από 1-10-2008 έως 31-12-2008), το ποσό των 462,30 ευρώ [77,05 € αξία ημερομισθίου, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 2 ημερομίσθια X 3 μήνες = 462,30 έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 251,10 ευρώ, όπως αναφέρεται την αγωγή,  εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 211,20 ευρώ, β) για το έτος 2009, καθόσον η σχέση εργασίας του διήρκησε από 1-1-2009 έως 31-12- 2009 και συνολικά από την πρόσληψη του πρώτου ενάγοντος, άνω των επτά μηνών, το ποσό των 1.159,34 ευρώ [89,18 € αξία ημερομισθίου, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 13 ημερομίσθια = 1.159,34 €], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 446,40 ευρώ, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή,  εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 712,94 ευρώ και γ) για το έτος 2010, καθόσον η σχέση εργασία του διήρκησε, από 1-1-2010 έως 23-7- 2010, επί 6,77 μήνες, το ποσό των 1.258,01 ευρώ [96,77 € αξία ημερομισθίου, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 13 ημερομίσθια = 1.258,01 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 677,04 ευρώ, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή,  εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 580,97 ευρώ, δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία πρέπει να καταβληθεί στον ενάγοντα το ποσό των 1.505,11 ευρώ (211,20 € + 712,94 € + 580,97 €), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί.

Οσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα  με βάση την ως άνω εφαρμοστέα από 30.4.2009 συλλογική σύμβαση εργασίας του αυτός δικαιούνταν για τα ως άνω διαστήματα απασχόλησής του στην εναγόμενη τα κάτωθι ποσά: (Α) Για έκτο ημερομίσθιο για κάθε εβδομάδα εργασίας (κατά τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο Γ της ως άνω ΣΣΕ): α) κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-2010 έως 31-12-2010, καθώς ο δεύτερος ενάγων εργάστηκε επί 4,42 εβδομάδες, το συνολικό ποσό των 353,60 ευρώ (80 € X 4,42) και β) κατά το χρονικό διάστημα από 5-1-2011 έως 28-2-2011, καθώς ο δεύτερος ενάγων εργάστηκε επί 7,71 εβδομάδες, το συνολικό ποσό των 612,30 ευρώ (80 € Χ7,71), δηλαδή συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 965,90 ευρώ (353,60 € + 612,30 (Β) Για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές, ήτοι την 8η ώρα εργασίας του, καθόσον ο δεύτερος ενάγων απασχολείτο επί οκτώ ώρες ημερησίως (βλ. σχετ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ, άρθρα 1 και 2 των προαναφερόμενων συλλογικών συμβάσεων εργασίας) : α) κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-2010 έως 31-12-2010, καθώς ο δεύτερος ενάγων πραγματοποίησε μια ώρα υπερωρίας επί 23 καθημερινές, το συνολικό ποσό των 756,70 ευρώ [80 € νόμιμο ημερομίσθιο + 16 € αναλογία έκτου ημερομισθίου = 96 € X 6 = 576 € : 35 ώρες = 16,45 € αξία ωρομισθίου + 100% προσαύξηση = 32,90 € X 23 ώρες] και β) κατά το χρονικό διάστημα από 5-1-2011 έως 28-2-2011, καθώς ο δεύτερος ενάγων πραγματοποίησε μια ώρα υπερωρίας επί 37 καθημερινές (17 ημερομίσθια το μήνα Ιανουάριο 2011 + 20 ημερομίσθια το μήνα Φεβρουάριο 2011), μη συμπεριλαμβανομένων των ημερών αργίας και κατ’ έθιμον αργίας, του παραπάνω χρονικού διαστήματος, κατά τις οποίες ο ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι εργάστηκε, δηλαδή 37 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 1.217,30 ευρώ [80 € νόμιμο ημερομίσθιο + 16 € αναλογία έκτου ημερομισθίου = 96 € X 6 = 576 € : 35 ώρες = 16,45 € αξία ωρομισθίου + 100% προσαύξηση  = 32,90 € X 37 ώρες], δηλαδή το συνολικό ποσό των 1.974,00 ευρώ (756,70 € + 1.217,30 €), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί. (Γ) Για επιδόματα εορτών, για τον υπολογισμό των οποίων συμπεριλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές του δεύτερος ενάγοντος η αμοιβή για υπερωριακή εργασία του κατά τις καθημερινές, γιατί η απασχόλησή του κατά τις παραπάνω ημέρες ήταν νόμιμη, τακτική και σταθερή, κατά τα προαναφερόμενα,  ο δεύτερος ενάγων δικαιούται: α) για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2010, το ποσό των 781,95 ευρώ [για 31 ημέρες διάρκειας σχέσης εργασίας (1-12-2010 έως 31-12-2010), 3,24 ημερομίσθια X128,90€ (80 € νόμιμο ημερομίσθιο + 16 € αναλογία έκτου ημερομισθίου +32,90€ αξία υπερωρίας μιας ώρας ανά καθημερινή) = 417,64 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 17,40 € (417,64 € X 0,04166) = 435,04 €  έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 256,00 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 179,04 ευρώ και β) για αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα 2011, το ποσό των 906,33 ευρώ [για 54 ημέρες διάρκειας σχέσης εργασίας (5-1-2011 έως 28-2-2011), 6,75 ημερομίσθια X 128,90 € αξία ημερομισθίου κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα = 870,08 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 36,25 € (870,08 € X 0,04166) = 906,33 €, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 416,67 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 489,66 ευρώ, δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 668,70 ευρώ (179,04 € + 489,66 €). (Ε) Για αποδοχές αδείας, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται: α) για το έτος 2010, καθόσον εργάστηκε επό ί 1 μήνα, το ποσό των  257,80 ευρώ [128,90 € αξία ημερομισθίου, κατά τα προαναφερόμενα X 2 ημερομίσθια = 257,80 €, και β) για το έτος 2011, καθόσον η σχέση εργασίας του διήρκησε από 5-1-2011 έως 28-2-2011, το ποσό των 464,04 ευρώ [128,90 € αξία ημερομισθίου, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 2 ημερομίσθια X1,8           μήνες = 464,04 €], δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 721,84 ευρώ (257,80 € + 464,04 €), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί και  (ΣΤ) Για αναλογία επιδόματος αδείας, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται: α) για το έτος 2010, καθόσον εργάστηκε επί 1 μήνα, το ποσό των 257,80 ευρώ [128,90 € αξία ημερομισθίου, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 2 ημερομίσθια = 257,80 €], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 89,60 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 168,20 ευρώ και β) για το έτος 2011, καθόσον η σχέση εργασίας του διήρκησε από 5-1-2011 έως 28-2-2011, το ποσό των 464,04 ευρώ [128,90 € αξία ημερομισθίου, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 2 ημερομίσθια X 1,8μήνες = 464,04 €], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 256,00 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 208,04 ευρώ, δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία πρέπει να καταβληθεί στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 376,24 ευρώ (168,20 € + 208,04 €), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί.

Επομένως, για  τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα κατά τα οποία οι ενάγοντες απασχολήθηκαν στην εναγόμενη οφείλονται σ αυτούς τα κάτωθι συνολικά ποσά και δη 1) στον πρώτο ενάγοντα, ………… το συνολικό ποσό των 26.558,90 ευρώ (4.533,58 € για έκτο ημερομίσθιο + 8.518,69 € για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές + 4.603,50 € για αμοιβή εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου + 3.485,13 € για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα + 3.912,89 € για αποδοχές αδείας + 1.505,11 € για διαφορές επιδόματος αδείας), από το οποίο μέρος αυτού ύψους 8.642,37 ευρώ, που αντιστοιχεί στο έκτο ημερομίσθιο ανά εβδομάδα εργασίας, κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2008 έως 31-12-2009, συνολικού ποσού 3.015,45 ευρώ [1.088,10 €, από 1-10-2008 έως 31-3-2009 + 612,30 €, από 1-4-2009 έως 30-6- 2009 + 630,72 €, από 1-7-2009 έως 30-9-2009 + 684,33 €, από 1-10-2009 έως 31-12-2009 (13,14 εβδομάδες απασχόλησης X 52,08 € αξία έκτου ημερομισθίου)] και στην αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές, κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2008 έως 31-12-2009, συνολικού ποσού 5.626,92 ευρώ [2.100,84 €, από 1-10-2008 έως 31-3-2009 + 872,10 €, από 1-4-2009 έως 30-6-2009 + 1.283,10 €, από 1-7-2009 έως 30-9- 2009 + 1.370,88 €, από 1-10-2009 έως 31-12-2009 (64 ώρες υπερωριακής απασχόλησης X 21,42 € αξία ωρομισθίου με προσαύξηση 100%)], πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα και το υπόλοιπο μέρος αυτού ύψους 17.916,53 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αμοιβή για το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 23-7-2010, για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 23-7-2010, για εργασία κατά τα Σάββατα, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της σύμβασης εργασίας του, σε διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της σύμβασης εργασίας του, σε αποδοχές αδείας και διαφορές επιδόματος αδείας, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της σύμβασης εργασίας του, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα 2) στον δεύτερο ενάγοντα, ……….. για τις παραπάνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 4.706,68 ευρώ (965,90 € για έκτο ημερομίσθιο + 1.974,00 € για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές + 668,70 € για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα + 721,84 € για αποδοχές αδείας + 376,24 € για διαφορές επιδόματος αδείας).  Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποφάνθηκε ομοίως ως προς τα προαναφερόμενα κεφάλαια και δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή των εναγόντων ως προς αυτά, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από την εναγόμενη -εκκαλούσα με τους σχετικούς   τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο λόγους της  έφεσης της καθώς και από τους  εκκαλούντες με τους σχετικούς λόγους της έφεσής τους  (υπό στοιχ.ΙΙΑ, Β10, Γ6), κατ ορθή εκτίμηση αυτών, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Αναφορικά δε με την παραδεκτά πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση της εναγομένης-εκκαλούσας περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) των εναγόντων-εφεσιβλήτων,  για καταβολή των αιτούμενων κονδυλίων, την οποία  αυτή ( εναγόμενη-εκκαλούσα) επαναφέρει ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, με τον σχετικό όγδοο λόγο της εφέσεως της, ισχυριζόμενη ότι οι ενάγοντες  ουδέποτε κατά το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους σ αυτήν εξέφρασαν διαφωνία ως προς το ύψος των αποδοχών που ελάμβαναν, δημιουργώντας σε αυτήν την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν  το σχετικό δικαίωμα τους, ενώ περαιτέρω η ευδοκίμηση της αγωγής τους θα επιφέρει δυσμενείς οικονομικές συνέπειες στην εναγόμενη ,που καλόπιστα θεωρούσε ότι εφάρμοζε τις ΣΣΕ, δεδομένου ότι και άλλοι εργαζόμενοι της εγείρουν παρόμοιες αξιώσεις με αυτές των εναγόντων,  αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι οι ενάγοντες  κοινοποίησαν εντός ευλόγου  χρόνου τη πρόθεσή τους  να εγείρουν τις σχετικές αξιώσεις τους με καταγγελία στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας τον Σεπτέμβριο του έτους 2012, ήτοι ο πρώτος ενάγων περίπου δύο έτη μετά τη λύση της προαναφερόμενης σύμβασης εργασίας του και ο δεύτερος ενάμισυ περίπου έτος μετά τη λύση της,  ενώ το γεγονός ότι δεν διατύπωσαν διαμαρτυρία για τις μικρότερες των νομίμων αποδοχές τους οφειλόταν στη βούλησή τους  να μην διαταράξουν την εργασιακή τους σχέση, καθόσον είχαν συμφέρον να συνεχίζουν να εργάζονται στην εναγόμενη, όπως αποδεικνύεται και από τη διαδοχική κατάρτιση των συμβάσεων του δευτέρου εξ αυτών, ουδέποτε δε παραιτήθηκαν ρητά από τις σχετικές αξιώσεις τους. Σημειωτέον ότι από τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη είσπραξη των αποδοχών του από τον εργαζόμενο δεν ενέχει, χωρίς άλλο, παραίτηση  αυτού από τα νόμιμα δικαιώματά του. Μάλιστα, σε κάθε περίπτωση, τέτοια παραίτηση είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου (άρθρα 3, 174, 180, 679 του ΑΚ 8 του ν. 2121/1920, 5 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1920 και 8 παρ. 4 του ν.δ 4020/1959), εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο τις Σ.Σ.Ε και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους (άρθρο 454 ΑΚ), καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξεως, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή  των νόμιμων αποδοχών του και των αξιώσεών του για υπερωριακή του απασχόληση, δώρα εορτών και  επιδόματα αδείας, ως στην προκείμενη περίπτωση  (ΑΠ 1554/2011, ΑΠ  1402/2006, ΑΠ 495/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 948, ΕφΠειρ 6/2016, ΕφΠειρ. 340/2014, ΕφΠειρ. 700/2012, ΕφΠειρ. 506/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος). Περαιτέρω, το γεγονός  ότι τρίτοι έχουν εγείρει σε βάρος της εναγόμενης αγωγές με παρόμοιες αξιώσεις δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση εκ μέρους των εναγόντων των νομίμων αξιώσεων τους. Τέλος, δεν αποδεικνύεται η πρόκληση δυσμενών επιπτώσεων σε βάρος της εναγόμενης διότι δεν προσκομίζει σχετικά κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της οικονομικής της κατάστασης. Συνεπώς, αφού και η εκκαλουμένη, έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση αυτή, ορθώς τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε, και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις  ο δε υποστηρίζων τα αντίθετα σχετικός όγδοος λόγος της υπό κρίση εφέσεως, τυγχάνει αβάσιμος και συνεπώς απορριπτέος.

Σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθ. 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και το επί μέρους ποσό που καταβλήθηκε για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτού,  διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (αρ. 3, 174 ,679 ΑΚ, 8 ν 2112/1920 8 παρ. 4 ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, με το άρθρ. 18 παρ. 1 ν 1082/1980  επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θ΄ απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ’ αυτών κρατήσεις (ΑΠ 529/2016,  ΑΠ 447/2015, ΑΠ 381/2014,  ΑΠ 1069/2014, ΑΠ 1208/2013, ΑΠ 178/2010, δημοσιευμένες στη Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη-εκκαλούσα με τον 9ο και τελευταίο λόγο της κρινόμενης έφεσής της επαναφέρει την πρωτοδίκως προβληθείσα ένστασή της περί μερικής εξοφλήσεως, λόγω καταβολών, των ως άνω αξιώσεων του πρώτου ενάγοντος,  επικαλούμενη μηχανογραφημένες εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας αυτού και αναλυτική κατάσταση των ασφαλιστικών του εισφορών στο ΙΚΑ. Όμως, η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της πρόδηλης αοριστίας της,  αφού η εναγομένη δεν προσδιορίζει ποια επιμέρους αιτούμενα αγωγικά κονδύλια αφορούν οι επικαλούμενες απ αυτήν καταβολές, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί παραδεκτά από τις επικαλούμενες από την εναγόμενη εξοφλητικές αποδείξεις, ενόψει μάλιστα και του ότι, κατά τα εκτιθέμενα στις προτάσεις της, οι αποδείξεις αυτές αφορούν μόνο το συνολικό ποσό που κατέβαλε η εναγόμενη κάθε μήνα του επιδίκου χρονικού διαστήματος, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό των επί μέρους ποσών που απαρτίζουν το συνολικό αυτό ποσό και της αιτίας για την οποία καταβλήθηκε κάθε επί μέρους ποσό. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ένσταση μερικής εξοφλήσεως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, συνακόλουθα δε  ο ως άνω  ένατος και τελευταίος  λόγος της έφεσης της εναγόμενης-εκκαλούσας, κατ ορθή εκτίμηση αυτού, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατ ακολουθία των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθούν οι ένδικες εφέσεις στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμες.  Το περιεχόμενο  δε στην  έφεση   της εναγόμενης-εκκαλούσας εταιρίας αίτημά της  για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, υπό την έννοια να υποχρεωθούν οι ως άνω ενάγοντες – εφεσίβλητοι να αποδώσουν στην τελευταία τα ποσά που τους κατέβαλε, εξοφλώντας το σύνολο του κηρυχθέντος με την εκκαλουμένη προσωρινά εκτελεστού κεφαλαίου, νομίμως προβαλλόμενο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), μετά την απόρριψη της κρινόμενης έφεσής της πρέπει ν΄ απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας,  πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της κατ ίσο μέρος νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 178 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

– ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους τις εφέσεις: α)   από 7.1.2015 και με αριθμό κατάθεσης  ΓΑΚ/ΕΑΚ …….. και β)  από 5.1.2015 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ ……….

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις.

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ ουσίαν.

-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  5.2.2019 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ