Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 77/2019

Αριθμός    77 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Eλένη Τοπούζη,  Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ. Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Κατά το άρθρο 307 ΚΠολΔ, αν για οποιοδήποτε λόγο, που παρουσιάζεται μετά το τέλος της συζήτησης, είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και στην περίπτωση που ο ορισθείς για τη συζήτηση της υπόθεσης Δικαστής καθυστερεί για υπερβολικά μακρό χρονικό διάστημα την έκδοση της απόφασης, αφού, με τον τρόπο αυτό, καθίσταται έκδηλα ανενεργό το δικαίωμα του πολίτη προς παροχή έννομης προστασίας και το Δικαστήριο διατάσσει να επαναληφθεί η συζήτηση (ΕφΑθ 1503/2010 Αρμ. 2010.1197, ΕφΑθ 961/2009 ΕλλΔνη 2010.1058, ΕφΑθ 7196/2007 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1927/2012 Αρμ 2013.1503, βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα Ερμ. ΚΠολΔ, τόμ. Α΄, άρθρο 307, αρ. 6, σελ. 612).   Στην προκειμένη περίπτωση με τις  υπ` αριθμ. 59/2018 και με αριθμό κατάθεσης ………..  και 60/2018 και με αριθμό κατάθεσης  ……..  πράξεις του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, νομίμως επαναλαμβάνεται η συζήτηση της από  5.1.2015 και με αριθμό κατάθεσης  ………. έφεσης της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας εταιρίας καθώς  και αυτή (συζήτηση) της από 5.1.2015 και με αριθμό καταθέσεως ……… έφεσης των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων, που στρέφονται αμφότερες κατά της υπ.αριθμ. 4377/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  δικάσιμος για τη συζήτηση των οποίων ορίστηκε η 3.12.2015 και μετά από αναβολή η 22.9.2016,  και επί των οποίων (εφέσεων), αν και συζητήθηκαν κατά την προαναφερόμενη  δικάσιμο (ήτοι αυτή της 22.9.2016) δεν εκδόθηκε απόφαση. Ειδικότερα, οι ως άνω εφέσεις συζητήθηκαν  αντιμωλία των διαδίκων, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς κατά την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο. Μετά το πέρας, όμως, της συζήτησης αυτών ενώπιον της ίδιας Δικαστή που συγκρότησε το Δικαστήριο τούτο  δεν εκδόθηκε απόφαση λόγω του ότι με την με αριθμ. 56/2018 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά αφαιρέθηκαν από την ορισθείσα για την συζήτησή τους ως άνω Εφέτη, λόγω του γεγονότος της μη έκδοσης απόφασης αν και παρήλθαν 12 μήνες από τη συζήτησή τους,  11 δικογραφίες επί πολιτικών υποθέσεων από τις δικασίμους του τακτικού ( μη ναυτικού) πολιτικού τμήματος έτους 2016, εκ των οποίων και οι προκείμενες υποθέσεις  με τους προαναφερόμενους διαδίκους.  Έτσι με τις ως άνω  πράξεις του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, νομίμως, ενόψει και της προηγηθείσας νομικής σκέψης,  ορίσθηκε η νέα συζήτηση των ανωτέρω εφέσεων, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (4.10.2018). Οι προαναφερόμενες εφέσεις, οι οποίες, κατά τα ανωτέρω, στρέφονται αμφότερες  κατά της με αριθμό 4377/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών(άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015), και δέχθηκε, κατά ένα μέρος, την από 5.8.2013 και με αριθμό κατάθεσης ………. αγωγή των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων,  έχουν ασκηθεί  σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο(άρθρα 19, 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1  ΚΠολΔ) Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31, 246, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), σημειουμένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής τους δεν απαιτείται η προκατάθεση παραβόλου, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση   δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ (άρθρο 495 παρ.3εδ.τελ.ΚΠολΔ), ως οι προκείμενες.

Με την κρινομένη από 5.8.2013 και με αριθμό καταθέσεως ……… αγωγή, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου της, οι ενάγοντες εξέθεταν,   ο μεν πρώτος από αυτούς, ………….,  ότι δυνάμει προφορικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στη Σαλαμίνα με την εναγομένη εταιρεία, νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία δραστηριοποιείται σε ναυτιλιακές και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, προσλήφθηκε στις 6-9-2010, προκειμένου να εργαστεί επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή, με την ειδικότητα του τεχνίτη ελασματουργού, ενώ συμφωνήθηκε πως οι λοιποί όροι της σύμβασής του (ωράριο, αποδοχές) θα διέπονταν από την ισχύουσα από 30-4-2009 συλλογική σύμβαση εργασίας «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά- Αττικής και Νήσων, καθώς και των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν υπεργολαβίες στα ναυπηγεία Ελευσίνας- Σκαραμαγκά, ανεξαρτήτως εάν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός της περιφέρειας Πειραιά». Ότι δυνάμει της παραπάνω σύμβασης, απασχολήθηκε ανελλιπώς από την εναγομένη, μέχρι τις 9-12-2011, ως τεχνίτης ελασματουργός, σε επισκευαστικό συνεργείο της τελευταίας, έχοντας τα αναλυτικά περιγραφόμενα στην αγωγή καθήκοντα, εργαζόμενος, καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης, από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί οκτώ ώρες ημερησίως, καθώς και τα  αναφερόμενα στο δικόγραφο Σάββατα, την Κυριακή και αργία,  κατά τις αναφερόμενες για καθένα ώρες. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της απασχόλησής του, δεν αμειβόταν σύμφωνα με όσα όριζε η οικεία συλλογική σύμβαση εργασίας, με αποτέλεσμα να οφείλονται σε αυτόν δεδουλευμένες αποδοχές και συγκεκριμένα: α) διαφορές ημερομισθίων κατά τις καθημερινές, αφού λάμβανε ως ημερομίσθιο το ποσό των 50 ευρώ, β) το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, σύμφωνα με την οικεία συλλογική σύμβαση εργασίας, γ) αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές, δ) διαφορά αμοιβής για την υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα, την Κυριακή και αργία, αφού για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες αυτές ισχυρίζεται ότι λάμβανε το ποσό των 12 ευρώ ανά ώρα, ε) διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας των ετών 2010 και 2011 και στ) διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων των ετών 2010 και 2011 και Πάσχα του έτους 2011, όλα δε τα παραπάνω, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή. Εξάλλου, ο δεύτερος ενάγων, …………., εξέθετε ότι δυνάμει προφορικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στη Σαλαμίνα με την εναγομένη εταιρεία, νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία δραστηριοποιείται σε ναυτιλιακές και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, προσλήφθηκε την 1-10-2009, προκειμένου να εργαστεί επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή, με την ειδικότητα του βοηθού ελασματουργού, ενώ συμφωνήθηκε πως οι λοιποί όροι της σύμβασής του (ωράριο, αποδοχές) θα διέπονταν από την ισχύουσα από 30-4-2009 συλλογική σύμβαση εργασίας «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγο-επισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά- Αττικής και Νήσων, καθώς και των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν υπεργολαβίες στα ναυπηγεία Ελευσίνας- Σκαραμαγκά, ανεξαρτήτως εάν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός της περιφέρειας Πειραιά». Ότι δυνάμει της παραπάνω σύμβασης, απασχολήθηκε ανελλιπώς από την εναγομένη, μέχρι τις 31-12-2010, με την παραπάνω ειδικότητα, σε επισκευαστικό συνεργείο της τελευταίας, έχοντας τα αναλυτικά περιγραφόμενα στην αγωγή καθήκοντα, εργαζόμενος, καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης, από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί οκτώ ώρες ημερησίως, καθώς και τα αναφερόμενα στο δικόγραφο Σάββατα και Κυριακή, κατά τις αναφερόμενες για καθένα ώρες. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της απασχόλησής του, δεν αμειβόταν σύμφωνα με όσα όριζε η οικεία συλλογική σύμβαση εργασίας, με αποτέλεσμα να οφείλονται σε αυτόν δεδουλευμένες αποδοχές και συγκεκριμένα: α) διαφορές ημερομισθίων κατά τις καθημερινές, αφού αμειβόταν ως μαθητευόμενος ελασματουργός και όχι ως βοηθός ελασματουργού, β) το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, σύμφωνα με την οικεία συλλογική σύμβαση εργασίας, γ) αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές, δ) διαφορά αμοιβής για την υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα, αφού για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες αυτές ισχυρίζεται ότι λάμβανε το ποσό των 8 ευρώ ανά ώρα, ε) διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας των ετών 2009 και 2010 και στ) διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων των ετών 2009 και 2010 και Πάσχα του έτους 2010, όλα δε τα παραπάνω, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση τα προεκτεθέντα, μετά την παραδεκτή, εν μέρει τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ως προς αμφότερους τους ενάγοντες, που έλαβε χώρα  με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, πριν την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και αναλύεται στις πρωτόδικες προτάσεις τους οι ενάγοντες ζητούσαν : Α) α) ο πρώτος  να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 32.858,62 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων, για το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας και για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας του και β) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 22.997,86 ευρώ για διαφορές αμοιβής για την υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα, την Κυριακή και αργία,  για διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας των ετών 2010 και 2011, για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων των ετών 2010 και 2011 και Πάσχα του έτους 2011 και β) ο δεύτερος α)  να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.761,78 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων και για το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας του, καθώς και για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές και για διαφορές αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα,  κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2009 έως 31-12-2009 και β) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 24.720,92 ευρώ για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές και για διαφορές αμοιβής για την υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα και Κυριακή, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-12-2010, για διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας των ετών 2009 και 2010, για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων των ετών 2009 και 2010 και Πάσχα του έτους 2010. Από τα παραπάνω ποσά, εκείνα των οποίων ζητούνταν η καταψήφιση, οι ενάγοντες τα ζητούσαν με το νόμιμο τόκο υπερημερίας αλλά και επιδικίας, από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, διαφορετικά από την όχληση της εναγομένης να παραστεί ενώπιον του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, στις 12-9-2012, άλλως από την επομένη της επίδοσης της κρινομένης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ εκείνα των οποίων ζητούνταν η αναγνώριση, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και επιδικίας από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επιπλέον, οι ενάγοντες ζητούσαν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά τους έξοδα. Επικουρικά δε, σε περίπτωση που η σχέση εργασίας τους με την εναγομένη κρινόταν ολικά ή μερικά άκυρη, ζητούσαν τα παραπάνω σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων εκδόθηκε η με αριθμό 4377/2014 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως ουσιαστικά βάσιμη και αφενός Α) υποχρέωσε την εναγόμενη  να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 32.857,95 ευρώ, που αντιστοιχεί στις διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων κατά τις καθημερινές, στο έκτο ημερομίσθιο ανά εβδομάδα εργασίας και στην αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής τους, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο ο ως άνω ενάγων  παρείχε την εργασία του, μέχρι την πλήρη εξόφληση και β) αναγνώρισε ότι η εναγόμενη  οφείλει να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 15.533,69 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αμοιβή για εργασία κατά τα Σάββατα, στις διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, στις αποδοχές αδείας και διαφορές επιδόματος αδείας, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής τους, μέχρι την πλήρη εξόφληση, κατά τις αναφερόμενες στην ως άνω απόφαση διακρίσεις και Β)  υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα α) το συνολικό ποσό των 5.185,18 ευρώ, που αντιστοιχεί στο έκτο ημερομίσθιο ανά εβδομάδα εργασίας, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας του, στην αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές, από 5-10-2009 έως 31-12- 2009 και στις διαφορές αμοιβής εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου κατά το χρονικό διάστημα από 5-10-2009 έως 31-12-2009, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής τους, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο ο ως άνω ενάγων  παρείχε την εργασία του, μέχρι την πλήρη εξόφληση και β) αναγνώρισε ότι οφείλει η εναγόμενη  να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 13.759,65 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές και απασχόλησης κατά τα Σάββατα, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-12-2010, καθώς και σε διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, σε αποδοχές αδείας και διαφορές επιδόματος αδείας, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της σύμβασης εργασίας του, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής τους, μέχρι την πλήρη εξόφληση, κατά τις αναφερόμενες στην πρωτόδικη απόφαση διακρίσεις. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα, τόσο  η εναγόμενη  όσο και οι ενάγοντες, με τις υπό κρίση εφέσεις τους και τους εκτιθέμενους σ αυτές λόγους,που συνίστανται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν την εναγόμενη-εκκαλούσα  να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της , κατά δε τους εκκαλούντες-ενάγοντες  να γίνει  εξ ολοκλήρου  δεκτή.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων, 648 του ΑΚ και 216 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλων παροχών που οφείλονται από σύμβαση εργασίας, πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτήν μεταξύ άλλων, ο χρόνος καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμφωνηθείς ή νόμιμος μισθός το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται (ΑΠ 75/2016). Εξάλλου για την κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής μισθωτού που έχει αντικείμενο την επιδίκαση διαφορών μεταξύ καταβαλλομένων αποδοχών κ.λ.π. και οφειλομένων με βάση τα οριζόμενα από κλαδική Σ.Σ.Ε ή Δ.Α, που  έχει την ίδια ισχύ, η οποία έχει επεκταθεί και έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχειρήσεως, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί από το δικαστήριο αν πρόκειται για ομοειδή ή συναφή εκμετάλλευση με τις επιχειρήσεις του κλάδου που αφορά η Σ.Σ.Ε ή  Δ.Α και αν μπορούσε έτσι ο εργοδότης και ο ενάγων μισθωτός να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται και σ’  αυτούς. Ειδικότερα για την εφαρμογή των Σ.Σ.Ε, για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε μεταλλουργικές επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη περιφέρειας Πειραιώς, αρκεί για το ορισμένο της αγωγής, το ανωτέρω στοιχείο και δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το είδος και η φύση της παρεχόμενης εργασίας του ενάγοντος μισθωτού, το είδος των πλοίων στα οποία παρείχε την εργασία του και σε τι συνίστατο η εργασία του (ΑΠ 1933/2008, ΕφΠειρ 431/2016, ΕφΛαμ 9/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος ).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, οι ενάγοντες  αναφέρουν το χρόνο κατάρτισης των επίδικων συμβάσεων, το νόμιμο ημερομίσθιο, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας,  τους όρους παροχής της, τον χρόνο για τον οποίο οφείλονται οι αιτούμενες αποδοχές καθώς και το είδος της ασκούμενης από την εναγόμενη επιχειρηματικής δραστηριότητας. Επομένως η ένδικη αγωγή, ενόψει και της προηγηθείσας νομικής σκέψης,  είναι επαρκώς ορισμένη, μη απαιτούμενης της αναφοράς οποιουδήποτε άλλου στοιχείου. Συνακόλουθα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε  ομοίως ως προς το ζήτημα αυτό δεν έσφαλε αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο,  ο δε υποστηρίζων τα αντίθετα σχετικός    λόγος της ένδικης έφεσης (7ος λόγος εφέσεως στο δικόγραφο) της εναγόμενης-εκκαλούσας πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, στην αγωγή αναφέρεται ρητώς ότι εργοδότρια των εναγόντων ήταν η εναγόμενη, με την οποία είχαν καταρτίσει  τις σχετικές συμβάσεις εργασίας, ενώ οι ενάγοντες δεν ισχυρίζονται  ότι εργάστηκαν  σε άλλον εργοδότη στα πλαίσια σύμβασης δανεισμού εργαζομένου, και συνεπώς η  τελευταία (εναγόμενη) νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της  εν λόγω αγωγής, τα δε περί το αντιθέτου υποστηριζόμενα απ αυτήν στον ίδιο ως άνω λόγο εφέσεως τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα.

Ι. Από το  άρθρο 529 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι στην κατ` έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, άρα και ενόρκων βεβαιώσεων, που έχουν ληφθεί πριν και μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Ένορκες βεβαιώσεις, που έχουν δοθεί μετά την συζήτηση στον πρώτο βαθμό και μέσα στην προθεσμία, για την προσθήκη και αντίκρουση ή προσκομίστηκαν στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκπρόθεσμα μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του, έστω και αν απαραδέκτως προσκομίζονται ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, νόμιμα λαμβάνονται υπόψη, αν, με την τήρηση των διατυπώσεων του ως άνω άρθρου 671 παρ. 1 εδ. Δ΄ του ΚΠολΔ, προσκομιστούν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (βλ. ΑΠ 879/2007 ΕΣΔ 2007.212, ΑΠ 1909/2007 ΕΣΔ 2007. 544, ΑΠ 728/2005 ΕΕργΔ 2005.1270). Η δήλωση δε του διαδίκου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ότι θα εξετάσει μάρτυρες ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, με την πάροδο 24 τουλάχιστον ωρών, επέχει θέση κλητεύσεως του παρισταμένου διαδίκου και η ένορκη βεβαίωση που έγινε ύστερα από τέτοια δήλωση στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη από το Εφετείο (βλ. ΑΠ 1910/2006, ΝοΒ 2007.937, ΑΠ 457/2005, ΕλλΔνη 2007-140, ).

ΙΙ. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1β, 8 παρ. 2 και 11 παρ. 2 του ν. 1876/1990 «ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» προκύπτει ότι οι κλαδικές σ.σ.ε και δ.α περιέχουν τους όρους εργασίας του αφορούν τους εργαζόμενους ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων πόλεως, περιφέρειας ή και όλης της χώρας. Ομοειδείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν το αυτό αντικείμενο δραστηριότητας και λειτουργούν υπό τις αυτές περίπου συνθήκες παραγωγής και διαθέσεως προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών και συναφείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν παρεμφερές αντικείμενο δραστηριότητας ή λειτουργούν υπό παρόμοιες συνθήκες. Οι κλαδικές σ.σ.ε. και δ.α ρυθμίζουν τους όρους εργασίας των εργαζομένων σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις ανεξάρτητα από την ειδικότητά τους και συνάπτονται από συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν εργαζόμενους των επιχειρήσεων αυτών ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους, ενώ οι ομοιοεπαγγελματικές σ.σ.ε και δ.α ρυθμίζουν τους όρους εργασίας  εργαζομένων του αυτού επαγγέλματος ανεξάρτητα από το είδος των επιχειρήσεων στις οποίες απασχολούνται. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ειδικά για τις κλαδικές σ.σ.ε και δ.α, ότι ο κλάδος των επιχειρήσεων που αφορούν μπορεί να είναι ευρύτερος ή στενότερος αρκεί να περιλαμβάνει επιχειρήσεις, που από την άποψη οικονομικής δραστηριότητας, έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, δηλαδή είναι ομοειδείς ή συναφείς  με την έννοια που αναφέρθηκε ανωτέρω. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του ν 1876/1990, που ορίζει ότι οι υπόλοιπες (πλην των εθνικών γενικών) σ.σ.ε (και οι δ.α που κατά το άρθρο 16 παρ. 3 του ίδιου νόμου εξομοιώνονται με αυτές) δεσμεύουν τους εργαζομένους που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, του εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας  με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους  σε συνδυασμό προς το άρθρο 11 παρ. 2 του ίδιου νόμου που ορίζει ότι με απόφαση του που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος σ.σ.ε η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος προκύπτει, ότι η σ.σ.ε ισχύει μόνο έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την είχαν συνάψει. Αν η σ.σ.ε. κηρύχθηκε υποχρεωτική με απόφαση του υπουργού Εργασίας η ισχύς της με βάση τη διοικητική κανονιστική αυτή πράξη, επεκτείνεται και πέρα από τα πρόσωπα αυτά, στους εργαζόμενους και εργοδότες του κλάδου ή επαγγέλματος που  η σύμβαση αυτή αφορά, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που   μετείχαν στη σύναψή της (Ολ ΑΠ 2/2002, ΑΠ 330/2015, ΑΠ 1405/2014, ΑΠ 56/2012, ΑΠ 1933/2008, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΜονΕφΠειρ 124/2017, ΜονΕφΠειρ 54/2017, προσκομιζόμενες).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσήκουσα επανεκτίμηση και αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ενός για κάθε διάδικο μέρος), που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τους  ενάγοντες-εκκαλούντες- εφεσιβλήτους με αριθμούς ……….. ένορκες βεβαιώσεις των ………….. αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία τους, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά από νόμιμη πριν από 24 ώρες κλήτευση της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης (βλ. τη με αριθμό …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την εναγομένη με αριθμούς ……. ένορκες  βεβαιώσεις των ………. αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία της, ενώπιον της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……., μετά από νόμιμη πριν από 24 ώρες κλήτευση των ως άνω αντιδίκων της (βλ. τη με αριθμό ……… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..),  λαμβανομένων επίσης υπόψη των επικαλούμενων από τη εναγόμενη και προσκομιζόμενων ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου  με αριθμούς …….. και ……. ενόρκων βεβαιώσεων των …. και ……, μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων της-εναγόντων να παραστούν σ αυτές πριν από 24 τουλάχιστον ώρες (βλ. το πρακτικό του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθόσον τέτοια κλήτευση αποτελεί η δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγόμενης  για εξέταση μαρτύρων που έλαβε χώρα κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), οι οποίες, ακόμη και αν ήταν απαράδεκτες για την πρωτόδικη δίκη και η χρήση αυτών δεν επιτρεπόταν σ αυτή, νόμιμα λαμβάνονται υπόψη, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη  από το Δικαστήριο τούτο, εφόσον, κατά τα προαναφερόμενα λήφθηκαν μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων της εναγόμενης και προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση απ αυτήν  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  καθώς και από όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση απόδειξη (άρθρο 395 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Η εναγομένη εταιρεία, που εδρεύει στη Σαλαμίνα, δραστηριοποιείται στον τομέα ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών και συγκεκριμένα σε επισκευές και συντηρήσεις πλωτών μέσων, εκμεταλλευόμενη οργανωμένο ναυπηγείο στη περιοχή Κάτω Πούντα Αμπελακίων στη Σαλαμίνα, όπου και εδρεύει. Δυνάμει έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε, νόμιμα εκπροσωπούμενη, με τον πρώτο ενάγοντα, …………. εργασίες, με την ειδικότητα του ελασματουργού, ως συνομολογείται, εξάλλου, από τους διαδίκους. Απασχολήθηκε δε αυτός με την ως άνω ειδικότητα καθ όλη της διάρκεια της σχέσης εργασίας του στην  εναγόμενη έως  τις 9.12.2011, οπότε η εναγόμενη κατήγγειλε την εν λόγω σύμβαση εργασίας που συνήψε με αυτόν. Ως εκ τούτου, αφού ο ως άνω ενάγων παρείχε την   εργασία του σε επιχείρηση δραστηριοποιούμενη σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, η εργασιακή του σχέση διέπονταν από την κλαδική ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και Εργασίας των Εργατοτεχνίτων και Υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων, καθώς και των εργαζομένων σε Επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν υπεργολαβίες στα Ναυπηγεία Ελευσίνας – Σκαραμαγκά, ανεξάρτητα αν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός της περιφέρειας Πειραιά» και ειδικότερα από την επικαλούμενη απ αυτόν από 30-4-2009 οικεία  ΣΣΕ, η οποία έχει  κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική με τις υπ’ αριθμ ΥΑ 29003/1686/2008 (ΦΕΚ Β 699/21.4.2008) και 19738/1575/11-6-2009 (ΦΕΚ Β 1208/19.6.2009) αποφάσεις αντίστοιχα του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, η οποία προβλέπει  πενθήμερη εργασία, ωράριο επτά (7) ωρών ημερησίως (35 ώρες εβδομαδιαίως), έξι (6) ημερομίσθια και Σάββατο και Κυριακή αργία, για δε την απασχόληση πέραν του καθημερινού ωραρίου (υπερωριακή εργασία), προσαύξηση των αποδοχών του εργαζόμενου  100%. Η προαναφερόμενη δε, ως εφαρμοστέα, στην προκείμενη περίπτωση ΣΣΕ, είναι κλαδική και όχι  ομοιοεπαγγελματική, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη (υπό στοιχ.ΙΙ) που προηγήθηκε, ο δε χαρακτήρας της ως τέτοιος  προκύπτει άμεσα από το κείμενό της,  στην αρχή του οποίου αναγράφεται ότι καταλαμβάνει τους εργατοτεχνίτες και υπαλλήλους που απασχολούνται σε μεταλλουργικές επιχειρήσεις, οι οποίες εκτελούν ναυπηγοεπισκευαστικές   εργασίες, δηλαδή κρίσιμο είναι το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχειρήσεως ανεξάρτητα από το επάγγελμα ή την ειδικότητα των εργαζομένων. Εξάλλου, αμφότεροι οι ενάγοντες είναι μέλη του συμβαλλόμενου στις ως άνω ΣΣΕ συνδικάτου Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων Μετάλλου νομού Πειραιά Αττικής και Νήσων, η δε εναγομένη ως αποτελούσα επιχείρηση με αντικείμενο συναφές με εκείνο των επιχειρήσεων μελών της εργοδοτικής ένωσης που συμμετείχε στη σύναψή τους θα μπορούσε να είναι μέλος της ένωσης αυτής. Η παραπάνω ΣΣΕ περιείχε ευνοϊκότερους όρους εργασίας σε σχέση με την επικαλούμενη από την εναγόμενη ως ισχύουσα κλαδική ΣΣΕ για τους όρους εργασίας και αμοιβής των μισθωτών επιχειρήσεων παραγωγής και επεξεργασίας μετάλλων όλης της χώρας των ετών 2008-2009,  ώστε η τελευταία να μην εφαρμόζεται  στην προκείμενη περίπτωση,  ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο ως άνω ενάγων συμφώνησε να αμείβεται με τους όρους της, κατά την πρόσληψή του σ αυτήν, ως επικαλείται η εναγόμενη, γεγονός που ουδόλως, εξάλλου, αποδείχθηκε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού.  Σημειωτέον ότι, ο ν. 1876/1990, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο θεσπίσεως του ν 4046/2012, όριζε, στο άρθρο 9 παρ. 1 ότι «Οι συλλογικές εργασίες συνάπτονται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Κάθε συλλογική σύμβαση εργασίας, που προβλέπει διάρκεια ισχύος πέρα από ένα έτος, θεωρείται ότι έχει αόριστη διάρκεια. Η διάρκεια της ισχύος δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα έτος» και στο άρθρο 12 παρ. 1 και 2 ότι «1, Συλλογική σύμβαση εργασίας αόριστης διάρκειας μπορεί να καταγγελθεί ύστερα από την παρέλευση ενός έτους από την έναρξη της ισχύος της, 2. Συλλογική σύμβαση εργασίας μπορεί να καταγγελθεί πριν από την πάροδο ενός έτους ή πριν από τη λήξη της αν έχουν μεταβληθεί σημαντικά οι συνθήκες που υπήρχαν κατά την υπογραφή της». Ο νόμος δηλαδή αυτός διέκρινε τις συλλογικές συμβάσεις σε δύο κατηγορίες (ορισμένου και αορίστου χρόνου) και ρύθμιζε την καταγγελία τους. Το σχήμα αυτό τροποποιείται με τις διατάξεις του ν. 4046/2012 και της προσβαλλόμενης ΠΥΣ 6/2012. Ο τελευταίος αυτός νόμος θέτει τον κανόνα ότι η μέγιστη διάρκεια των συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι τριετής, καταργώντας έτσι την κατηγορία των συμβάσεων αορίστου χρόνου. Ο κανόνας αυτός είναι πάγιος και καταλαμβάνει και τις εφεξής συναπτόμενες συλλογικές συμβάσεις εργασίας επαναλαμβάνεται δε και στην παρ. 1 του άρθρου 2 της ΠΥΣ 6/2012. Η τελευταία αυτή διάταξη επαναλαμβάνει και τον κανόνα του  άρθρου 9 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του ν. 1876/1990 για την ελάχιστη διάρκεια των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ειδικότερα, το άρθρο 2 της ΠΥΣ 6/2012 ορίζει τα εξής: «1. Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας συνάπτονται εφεξής για ορισμένο χρόνο ισχύος, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) έτος και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη 2. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ, ήδη 24 μήνες μέχρι την 14/2/2012 ή και περισσότερο, λήγουν στις 14.2.2013 3. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που την 14.2.2012 βρίσκονταν σε ισχύ για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών, λήγουν με τη συμπλήρωση τριών (3) ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, εκτός και αν καταγγελθούν νωρίτερα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ν 1876/1990 (Α΄ 27). 4. Οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα λήξει ή θα καταγγελθεί, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα  τρίμηνο από τη λήξη ή την καταγγελία τους. Κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης που έχει ήδη λήξει η καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του ν 4046/2012 (βλ. και Ολ ΣΤΕ 2307/2014). Στην προκείμενη περίπτωση η παραπάνω από 30-4-2009 ΣΣΕ είναι αόριστης διάρκειας, καθόσον δεν καθορίζεται ρητά ο χρόνος λήξης της, παρά μόνο ο χρόνος έναρξης της ισχύος την  1-1-2009 (βλ. Κεφάλαιο ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, άρθρο 5 παρ 10 της από 30-4-2009 ΣΣΕ). Η παραπάνω ΣΣΕ στις 14-2-2012 (χρόνο έναρξης της ισχύος του ν 4046/2012) βρισκόταν σε ισχύ περισσότερο από 24 μήνες και συγκεκριμένα τρία (3) έτη και σαράντα τέσσερις (44) ημέρες. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η  παραπάνω αορίστου χρόνου ΣΣΕ έληξε στις 14-2-2013, αλλά οι υφιστάμενοι κανονικοί όροι αυτής εξακολούθησαν να ισχύουν  (άλλως: μετενεργούν – κατά την ορολογία που επικράτησε στο πεδίο του εργατικού  δικαίου) μέχρι ένα τρίμηνο από την ως άνω λήξη της ήτοι μέχρι την 14-5-2013, συνακόλουθα δε οι ρυθμίσεις της καταλαμβάνουν και την αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας του πρώτου ενάγοντος, η οποία καταρτίστηκε την 6.9.2010 και λύθηκε στις 9.12.2011, κατά τα προαναφερόμενα. Συνεπώς, ενόψει όλων των προαναφερομένων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του στην ίδια κρίση κατέληξε όσον αφορά αφ ενός μεν ότι οι όροι εργασίας του ενάγοντος και δη ως προς το ημερήσιο και εβδομαδιαίο ωράριο και την αμοιβή του έπρεπε να διέπονται από την προαναφερόμενη και επικαλούμενη απ αυτόν από 30-4-2009 ως άνω συλλογική σύμβαση εργασίας αφ ετέρου δε όσον αφορά τη χρονική διάρκεια ισχύος της επίμαχης ΣΣΕ και την εφαρμογή της μετενέργειάς της και δη ότι αυτή ήταν αόριστης διάρκειας και όχι ορισμένου χρόνου, διάρκειας ενός έτους, ως αβασίμως ισχυρίσθηκε η εναγόμενη δεν έσφαλε και συνακόλουθα οι σχετικοί 1ος και 2ος λόγος της εφέσεως της εναγόμενης με τους οποίους  υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας του ο ως ενάγων  απασχολούνταν στην εναγόμενη  επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή, και οκτώ ώρες ημερησίως, έναντι ημερομισθίου 50 ευρώ. Από τη συνεκτίμηση δε του συνόλου του εισφερόμενου στο Δικαστήριο ως άνω αποδεικτικού υλικού αποδείχτηκε ότι ο ως άνω ενάγων εργαζόταν κατά μέσο όρο στην εναγόμενη δύο Σάββατα κάθε μήνα, επί έξι ώρες και όχι κάθε Σάββατο, ως αβασίμως ισχυρίζεται στην έφεσή του, σημειουμένου ότι ο ίδιος στο δικόγραφο της αγωγής του ουδόλως ισχυρίζεται ότι εργαζόταν όλα τα Σάββατα του μήνα, ενώ δεν αποδείχτηκε απασχόλησή του κατά την Κυριακή και την αναφερόμενη στην αγωγή του αργία, μη κρινομένων  πειστικών προς τούτο   αφ ενός μεν της κατάθεσης του μάρτυρά του,  …………, που περιλαμβάνεται στην προσκομιζόμενη με επίκληση από τον ως άνω ενάγοντα με αριθμό ……. ως άνω ένορκη βεβαίωση, αφού  σ αυτή αορίστως αναφέρεται ότι ο ως άνω ενάγων  «εργαζόταν σχεδόν κάθε Σάββατο καθώς και πολλές Κυριακές», όταν ο ίδιος ο ως άνω ενάγων ισχυρίζεται στην αγωγή του ότι εργάστηκε καθ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης στην εναγόμενη μόνο μία Κυριακή, ενώ   αόριστη και γενικόλογη ως προς το ως άνω αιτούμενο από τον ενάγοντα κονδύλιο ( της απασχόλησής του την Κυριακή  και αργία) και ως εκ τούτου μη πειστική είναι και η κατάθεση του μάρτυρά του, ………., Προέδρου του Συνδικάτου Εργατουπαλλήλων Μετάλλου Ν.Πειραιώς και Νήσων, που εξετασθείς  πρωτόδικα στο ακροατήριο αναφέρθηκε γενικά στο καθεστώς απασχόλησης των εργαζομένων  στην εναγόμενη και όχι ειδικά σ αυτό του ενάγοντος καταθέτοντας επί λέξει, ως προς το θέμα αυτό «….Απασχολιόντουσαν  Σάββατο και Κυριακή, ανάλογα με το έργο…..». Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απόφασή του στην ίδια ως άνω κρίση κατέληξε, ήτοι ότι ο ως άνω ενάγων  δεν απασχολήθηκε στην εναγόμενη όλα τα αναφερόμενα στην αγωγή του Σάββατα, αλλά ότι εργάστηκε δύο Σάββατα κάθε μήνα και δεν απασχολήθηκε την Κυριακή και αργία που επικαλέσθηκε στην αγωγή του, ορθά εκτίμησε τις  αποδείξεις, τα περί του αντιθέτου δε από τον ως άνω ενάγοντα  υποστηριζόμενα  στην κρινόμενη έφεσή του  και τους  σχετικούς λόγους αυτής (υπό στοιχ.Α και Β)  πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω, δυνάμει έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε η εναγόμενη, νόμιμα εκπροσωπούμενη, με τον δεύτερο ενάγοντα, …….,   προσέλαβε αυτόν στις 5-10-2009  για να απασχοληθεί σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, ως μαθητευόμενος ελασματουργός, διεπομένης της σύμβασης εργασίας του, ιδίως ως προς το ημερήσιο εβδομαδιαίο ωράριο και την αμοιβή του από την ισχύουσα κατά την πρόσληψή του και συνεπώς εφαρμοστέα, ως συνομολογείται, εξάλλου, από τους διαδίκους, από 30.4.2009 ως άνω συλλογική σύμβαση εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνικών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν.Πειραιά-Αττικής και Νήσων. Με την ως άνω ειδικότητα απασχολήθηκε ο δεύτερος  ενάγων καθ όλη της διάρκεια της σχέσης εργασίας του στην  εναγόμενη έως στις 31.12.2010,  οπότε αποχώρησε οικειοθελώς απ αυτήν. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ως προς τα ανωτέρω, ήτοι ότι αυτός καθ όλη τη διάρκεια της απασχόλησής του στην εναγόμενη ήταν μαθητευόμενος ελασματουργός και όχι βοηθός ελασματουργού,  ως ισχυρίσθηκε ο δεύτερος ενάγων  στην ένδικη αγωγή του ότι απασχολήθηκε στην πραγματικότητα στην εναγόμενη καθ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης σ  αυτήν  προέκυψε από τη συνεκτίμηση του συνόλου του εισφερόμενου στο Δικαστήριο ως άνω αποδεικτικού υλικού, ιδίως δε από τον προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ως άνω ενάγοντα  λογαριασμό  του ως ασφαλισμένου στο ΙΚΑ  (κατάσταση ενσήμων του) από το οποίο με σαφήνεια προκύπτει ότι αυτός πριν την πρόσληψή του από την εναγόμενη εργαζόταν ως ανειδίκευτος εργάτης μεταποιητικών βιομηχανιών ( ο κωδικός ειδικότητάς του στον ως άνω λογαριασμό είναι ο  ……. που αντιστοιχεί στην περιγραφή της ως άνω ειδικότητας) και όχι ως βοηθός ελασματουργού, ως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται στην αγωγή του. Ως εκ τούτου, ενόψει της οποιασδήποτε εμπειρίας του στις εργασίες ναυπηγοεπισκευής, ευλόγως προσλήφθηκε από την εναγόμενη, κατά τα προαναφερόμενα, ως μαθητευόμενος ελασματουργός και όχι ως βοηθός ελασματουργού, ως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Σε αντίθεση κρίση δεν μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον δεύτερο ενάγοντα, από 17.10.2012 βεβαίωση μισθοδοσίας Οκτωβρίου του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας «……….», περί της απασχόλησής του σ αυτόν ως βοηθός ελασματουργού, καθώς αυτή αναφέρεται  σε μεταγενέστερο της παραπάνω  ένδικης σύμβασης εργασίας του χρονικό διάστημα, ενώ οι καταθέσεις των μαρτύρων του …… και …….., που προς επίρρωση της αγωγής του καταθέτουν ότι αυτός  εργάστηκε στην εναγόμενη ως βοηθός ελασματουργού, μη εναρμονιζόμενες με τα ως άνω αποδειχθέντα, ως αυτά, κατά τα προαναφερόμενα, προέκυψαν από τη συνεκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού δεν κρίνονται πειστικές. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του τα ίδια δέχτηκε ως προς το είδος της ειδικότητας με την οποία απασχολήθηκε ο δεύτερος  ενάγων καθ όλη τη διάρκεια τις εργασιακής του σχέσης στην εναγόμενη, ήτοι δέχθηκε ότι αυτός απασχολήθηκε σ αυτήν ως μαθητευόμενος ελασματουργός και όχι ως βοηθός ελασματουργού, απορρίπτοντας ως εκ τούτου τις αιτούμενες απ αυτόν για τις ως άνω αιτίες διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων,  ορθά εκτίμησε, ως προς το ζήτημα αυτό, τις  αποδείξεις, τα περί του αντιθέτου δε από τον δεύτερο  εναγόμενο υποστηριζόμενα  στην κρινόμενη έφεσή του και τους  σχετικούς λόγους αυτής (υπό στοιχ.Β1-9)  πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.  Περαιτέρω, από τη συνεκτίμηση του ίδιου ως άνω αποδεικτικού υλικού αποδείχθηκε ότι ο ως άνω ενάγων καθ ολη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης στην εναγόμενη εργαζόταν επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, και δη από Δευτέρα έως Παρασκευή και οκτώ ώρες ημερησίως, καθώς και κατά μέσο όρο τρία Σάββατα κάθε μήνα, επί έξι ώρες, ενώ δεν αποδείχτηκε απασχόλησή του κατά τις Κυριακές, μη κρινομένων  πειστικών προς τούτο   αφ ενός μεν των καταθέσεων των μαρτύρων του, ……. και …….., που περιλαμβάνονται στις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες απ αυτόν με αριθμούς …. και …… ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, αφού  σ αυτές αορίστως αναφέρεται ότι ο ως άνω ενάγων  « εργαζόταν σχεδόν κάθε Σάββατο καθώς και  Κυριακές», όταν ο ίδιος ο ως άνω ενάγων ισχυρίζεται στην αγωγή του ότι εργάστηκε καθ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης στην εναγόμενη μόνο μία Κυριακή, ενώ αόριστη και γενικόλογη ως προς το ως άνω αιτούμενο από τον ενάγοντα κονδύλιο (της απασχόλησής του την Κυριακή) και ως εκ τούτου μη πειστική είναι και η κατάθεση του μάρτυρά του, ……….., Προέδρου του Συνδικάτου Εργατουπαλλήλων Μετάλλου Ν.Πειραιώς και Νήσων, που εξετασθείς  πρωτόδικα στο ακροατήριο αναφέρθηκε γενικά στο καθεστώς απασχόλησης των εργαζομένων  στην εναγόμενη και όχι ειδικά σ αυτό του ενάγοντος καταθέτοντας επί λέξει, ως προς το θέμα αυτό «….Απασχολιόντουσαν  Σάββατο και Κυριακή, ανάλογα με το έργο…..».

Περαιτέρω, από τη συνεκτίμηση του ίδιου ως άνω αποδεικτικού υλικού και αναφορικά και τις αγωγικές αξιώσεις των εναγόντων λεκτέα τα εξής: Οσον αφορά τον  πρώτο ενάγοντα, …..:  Ο  πρώτος ενάγων αποδείχτηκε κατά τα προαναφερόμενα, ότι εργάστηκε ως τεχνίτης ελασματουργός, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας του επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή, και οκτώ ώρες ημερησίως καθώς δύο  Σάββατα κάθε μήνα, επί έξι ώρες. Συνεπώς, ο πρώτος ενάγων με βάση την εφαρμοστέα από 30.4.2009 ως άνω συλλογική σύμβαση εργασίας και τα οριζόμενα σ αυτήν, δικαιούνταν για την εργασία του που παρείχε στην εναγόμενη τα κάτωθι ποσά: (Α) Για διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, ως τεχνίτης ελασματουργός, καθόσον: α) εργάστηκε συνολικά 253 καθημερινές, κατά το χρονικό διάστημα από 6-9-2010 έως 5- 9-2011 (19 ημερομίσθια το μήνα Σεπτέμβριο 2010 + 20 ημερομίσθια το μήνα Οκτώβριο 2010 + 22 ημερομίσθια το μήνα Νοέμβριο 2010 + 23 ημερομίσθια το μήνα Δεκέμβριο 2010 + 20 ημερομίσθια το μήνα Ιανουάριο 2011 + 20 ημερομίσθια το μήνα Φεβρουάριο 2011 + 21 ημερομίσθια το μήνα Μάρτιο 2011 + 19 ημερομίσθια το μήνα Απρίλιο 2011 + 21 ημερομίσθια το μήνα Μάιο 2011 + 22 ημερομίσθια το μήνα Ιούνιο 2011 + 21 ημερομίσθια το μήνα Ιούλιο 2011 + 22 ημερομίσθια το μήνα Αύγουστο 2011 + 3 ημερομίσθια μέχρι τις 5-9-2011), το συνολικό ποσό των 24.288 ευρώ (96 ευρώ αξία ημερομισθίου τεχνίτη ελασματουργού X 253 καθημερινές), έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 12.650 ευρώ, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή του, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 11.638 ευρώ και β) εργάστηκε συνολικά 67 καθημερινές, κατά το χρονικό διάστημα από 6-9-2011 έως 9-12- 2011 (19 ημερομίσθια το Σεπτέμβριο 2011 + 20 ημερομίσθια τον Οκτώβριο 2011 + 22 ημερομίσθια το Νοέμβριο 2011 + 6 ημερομίσθια το Δεκέμβριο 2011), το συνολικό ποσό των 5.981,76 ευρώ (89,28 ευρώ αξία ημερομισθίου τεχνίτη ελασματουργού, μετά το πρώτο έτος απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β’ της εφαρμοστέας συλλογικής σύμβασης (96 ευρώ – 6,72 ευρώ (7%) X 67 καθημερινές), έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 3.350 ευρώ, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή του, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 2.631,76 ευρώ, δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 14.269,76 ευρώ (11.638 ευρώ + 2.631,76 ευρώ), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί . (Β) Για έκτο ημερομίσθιο για κάθε εβδομάδα εργασίας, κατά τα οριζόμενα στην ως άνω σύμβαση εργασίας (Κεφάλαιο Γ αυτής), που δεν του έχει καταβληθεί, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εναγόμενη, που σημειωτέον  με τις κατατεθείσες  πρωτόδικα προτάσεις της, ισχυρίσθηκε ότι η ένδικη αξίωση του ως άνω ενάγοντος είναι νόμω αβάσιμη, καθώς αυτή πηγάζει από την άνω σύμβαση εργασίας, που κατ αυτήν δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω (βλ.πρωτόδικες προτάσεις της σελ.15-16) : α) κατά το χρονικό διάστημα από 6-9-2010 έως 5-9-2011, καθόσον εργάστηκε συνολικά 52 εβδομάδες (3,42 εβδομάδες το μήνα Σεπτέμβριο 2010 + 4,43 εβδομάδες το μήνα Οκτώβριο 2010 + 4,29 εβδομάδες το μήνα Νοέμβριο 2010 + 4,43 εβδομάδες το μήνα Δεκέμβριο 2010 + 4,43 εβδομάδες το μήνα Ιανουάριο 2011 + 4 εβδομάδες το μήνα Φεβρουάριο 2011 + 4,43 εβδομάδες το μήνα Μάρτιο 2011 + 4,29 εβδομάδες το μήνα Απρίλιο 2011 + 4,43 εβδομάδες το μήνα Μάιο 2011 + 4,28 εβδομάδες το μήνα Ιούνιο 2011 + 4,43 εβδομάδες το μήνα Ιούλιο 2011 + 4,43 εβδομάδες το μήνα Αύγουστο 2011 + 0,71 εβδομάδες μέχρι τις 5-9-2011), το συνολικό ποσό των 4.992 ευρώ (96 ευρώ αξία ημερομισθίου τεχνίτη ελασματουργού X 52 εβδομάδες), β) εργάστηκε συνολικά 13,71 εβδομάδες , κατά το χρονικό διάστημα από 6-9-2011 έως 9-12-2011 (3,71 εβδομάδες το Σεπτέμβριο 2011 + 4,43 εβδομάδες τον Οκτώβριο 2011 + 4,29 εβδομάδες το Νοέμβριο 2011 +1,28 εβδομάδες το Δεκέμβριο 2011), το συνολικό ποσό των 1.224,03 ευρώ (89,28 ευρώ αξία ημερομισθίου τεχνίτη ελασματουργού, μετά το πρώτο έτος απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β’ της εφαρμοστέας συλλογικής σύμβασης (96 ευρώ – 6,72 ευρώ (7%) X 13,71 εβδομάδες), δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 6.216,03 ευρώ (4.992 ευρώ + 1.224,03 ευρώ), πρέπει, όμως, ενόψει του ότι με την αγωγή του αιτείται για την ως άνω αιτία μόνο το ποσό των 6.134,45 ευρώ, και της μη δυνατότητας του Δικαστηρίου να επιδικάσει ποσό πλέον του αιτηθέντος, να του επιδικασθεί το τελευταίο, ήτοι αυτό των 6.134,45 ευρώ. (Γ) Για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές, ήτοι την 8η ώρα εργασίας του, καθόσον απασχολείτο επί οκτώ ώρες ημερησίως (βλ. σχετ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’, άρθρα 1 και 2 της προαναφερόμενης εφαρμοζομένης εν προκειμένω ως άνω συλλογικής σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με τα οποία αφ ενός μεν το ωράριο υπολογίζεται σε πενθήμερη εβδομάδα, με Σάββατο και Κυριακή αργία και με έξι  (ημερομίσθια), οι δε απασχολούμενοι πέραν του καθημερινού ωραρίου παίρνουν από την πρώτη ώρα προσαύξηση των αποδοχών τους 100%): α) κατά το χρονικό διάστημα από 6-9-2010 έως 5-9-2011, καθώς πραγματοποίησε μια ώρα υπερωρίας επί 253 καθημερινές (19 ημερομίσθια το μήνα Σεπτέμβριο 2010 + 20 ημερομίσθια το μήνα Οκτώβριο 2010 + 22 ημερομίσθια το μήνα Νοέμβριο 2010 + 23 ημερομίσθια το μήνα Δεκέμβριο 2010 + 20 ημερομίσθια το μήνα Ιανουάριο 2011 + 20 ημερομίσθια το μήνα Φεβρουάριο 2011 + 21 ημερομίσθια το μήνα Μάρτιο 2011 + 19 ημερομίσθια το μήνα Απρίλιο 2011 + 21 ημερομίσθια το μήνα Μάιο 2011 + 22 ημερομίσθια το μήνα Ιούνιο 2011 + 21 ημερομίσθια το μήνα Ιούλιο 2011 + 22 ημερομίσθια το μήνα Αύγουστο 2011 + 3 ημερομίσθια μέχρι τις 5-9-2011), δηλαδή 253 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 9.993,50 ευρώ [96 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + 19,20 ευρώ αναλογία έκτου ημερομισθίου = 115,20 ευρώ X 6 = 691,20 : 35 ώρες = 19,75 ευρώ αξία ωρομισθίου + 100% τιροσαύξηση = 39,50 € X 253 ώρες] και β) κατά το χρονικό διάστημα από 6-9-2011 έως 9-12-2011, καθώς πραγματοποίησε μια ώρα υπερωρίας επί 67 καθημερινές (19 ημερομίσθια το Σεπτέμβριο 2011 + 20 ημερομίσθια τον Οκτώβριο 2011 + 22 ημερομίσθια το Νοέμβριο 2011 + 6 ημερομίσθια το Δεκέμβριο 2011), δηλαδή 67 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 2.460,24 ευρώ [89,28 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + 17,85 ευρώ αναλογία έκτου ημερομισθίου = 107,13 ευρώ X 6 = 642,78 : 35 ώρες = 18,36 ευρώ αξία ωρομισθίου + 100% προσαύξηση = 36,72 ευρώ X 67 ώρες], δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 12.453,74 ευρώ (9.993,50 ευρώ + 2.460,24 ευρώ), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί (Δ) Για την απασχόλησή του κατά την ημέρα του Σαββάτου, επί 6 ώρες ανά ημέρα και δύο Σάββατα το  μήνα (βλ. σχετ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’, άρθρα 1 και 2 της προαναφερόμενης συλλογικής σύμβασης εργασίας): α) κατά το χρονικό διάστημα από 6-9-2010 έως 5-9-2011, καθόσον εργάστηκε συνολικά 12 μήνες, το συνολικό ποσό των 4.737,60 ευρώ [2 Σάββατα X 6 ώρες X 12 μήνες = 144 ώρες απασχόλησης X 32,90 ευρώ αξία ωρομισθίου με προσαύξηση 100%], έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 1.728 ευρώ (144 ώρες X 12 ευρώ), κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή του, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 3.009,60 ευρώ και β) κατά το χρονικό διάστημα από 6-9-2011 έως 9-12-2011, καθόσον εργάστηκε συνολικά 3,13 μήνες, το συνολικό ποσό των 1.379,20 ευρώ [2 Σάββατα X 6 ώρες X 3,13 μήνες = 37,56 ώρες απασχόλησης X 36,72 ευρώ αξία ωρομισθίου με προσαύξηση 100%], έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 450,72 ευρώ (37,56 ώρες X 12 ευρώ), κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή του, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 928,48 ευρώ, δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 3.938,08 ευρώ (3.009,60 ευρώ + 928,48 ευρώ), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί . (Ε) Για επιδόματα εορτών, για τον υπολογισμό των οποίων συμπεριλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές του πρώτου ενάγοντος η αμοιβή για υπερωριακή εργασία του κατά τις καθημερινές και κατά τα Σάββατα, γιατί η απασχόλησή του κατά τις παραπάνω ημέρες ήταν νόμιμη, τακτική και σταθερή (ως προς την νομιμότητα της παρεχόμενης υπερωριακής απασχόλησης κατά τις εργάσιμες ημέρες και τα Σάββατα, εφόσον δεν απαιτείται για την εκτέλεσή της η τήρηση των διατυπώσεων του Ν.435/1976, βλ. ΕφΠειρ 1101/2003 ΔΕΕ 2004,689 καθώς και Κ.Λαναρά, Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, έκδ.2014, σελ.550) ο πρώτος ενάγων δικαιούται: α) για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2010, το συνολικό ποσό των 2.049,33 ευρώ [για το χρονικό διάστημα από 6-9-2010 έως 31-12-2010, ήτοι για 116 ημέρες διάρκειας σχέσης εργασίας, 12,20 ημερομίσθια X 161,26 ευρώ (96 ευρώ αξία ημερομισθίου + 19,20 ευρώ αναλογία έκτου ημερομισθίου + 32,90 ευρώ αξία υπερωρίας μιας ώρας ανά καθημερινή + 13,16 ευρώ αναλογία υπερωριακής απασχόλησης κατά την ημέρα του Σαββάτου) = 1.967,37 ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 81,96 € (1.967,37 ευρώ X 0,04166) = 2.049,33 € (βλ. σχετ. ΚΩΝ. Δ. ΛΑΝΑΡΑ, ο.π., σελ. 668)], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 625,00 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 1.424,33 ευρώ, β) για επίδομα εορτής Πάσχα 2011, το συνολικό ποσό των 2.519,67 ευρώ [για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 30-4-2011, 15 ημερομίσθια X 161,26 ευρώ αξία ημερομισθίου, κατά τα ανωτέρω = 2.418,90 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 100,77 € (2.418,90 € X 0,04166) = 2.519,67 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 735,68 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 1.783,99 ευρώ και γ) για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2011, το συνολικό ποσό των 2.292,21 ευρώ [για το χρονικό διάστημα από 1-5-2011 έως 9-12-2011, ήτοι για 132 ημέρες διάρκειας σχέσης εργασίας, λαμβανομένης ως βάσης υπολογισμού, της αξίας του ημερομισθίου του ενάγοντος, κατά τη λύση της σύμβασης εργασίας του, το ισόποσο 13,88 ημερομισθίων X 158,54 ευρώ (89,28 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + 17,85 ευρώ αναλογία έκτου ημερομισθίου + 36,72 ευρώ αξία υπερωρίας μιας ώρας ανά καθημερινή + 14,69 ευρώ αναλογία υπερωριακής απασχόλησης κατά την ημέρα του Σαββάτου) = 2.200,54 ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 91,67 ευρώ (2.229,50 ευρώ X 0,04166) = 2.292,21 ευρώ,  έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.112,94 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 4.387,59 ευρώ, δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 8.282,97 ευρώ (1.424,33 + 1.783,99  + 179,27 ). (ΣΤ) Για αναλογία αποδοχών αδείας, ο πρώτος ενάγων δικαιούται: α) για το έτος 2010, καθόσον εργάστηκε επί 3,8 μήνες (από 6-9- 2010 έως 31-12-2010), το ποσό των 1.225,58 ευρώ [161,26 ευρώ αξία ημερομισθίου, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 2 ημερομίσθια X3,8 μήνες = 1.225,58 ευρώ και β) για το έτος 2011, καθόσον η σχέση εργασίας του διήρκησε από 1-1-2011 έως 12-2011, ήτοι επί 11,30 μήνες, το ποσό των 3.644,48 ευρώ [161,26 ευρώ αξία ημερομισθίου X 2 ημερομίσθια X 11,30 = 3.644,48 ευρώ, δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 4.870,06 ευρώ (1.225,58  +3.644,48 ),  το οποίο δεν του έχει καταβληθεί και (Ζ) Για αναλογία επιδόματος αδείας, ο πρώτος ενάγων δικαιούται: α) για το έτος 2010, καθόσον εργάστηκε επί 3,8 μήνες (από 6-9-2010 έως 31-12-2010), το ποσό των 1.225,58 ευρώ [161,26 ευρώ αξία ημερομισθίου, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 2 ημερομίσθια X3,8 μήνες = 1.225,58 ευρώ,  έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 384 ευρώ, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή,  εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 841,58 ευρώ και β) για το έτος 2011, καθόσον η σχέση εργασίας του διήρκησε επί 11,30 μήνες, το ποσό των 2.096,38 ευρώ [161,26 ευρώ αξία ημερομισθίου X 13 ημερομίσθια= 2.096,38 ευρώ], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 600 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 1.496,38 ευρώ, δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία πρέπει να καταβληθεί στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 2.337,96 ευρώ (841,58  + 1.496,38 ), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί .

Οσον αφορά τον  δεύτερο ενάγοντα, …..:  Ο  δεύτερος  ενάγων αποδείχτηκε κατά τα προαναφερόμενα, ότι εργάστηκε ως μαθητευόμενος ελασματουργός, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας του επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή, και οκτώ ώρες ημερησίως καθώς και τρία  Σάββατα κάθε μήνα, επί έξι ώρες. Συνεπώς, ο δεύτερος ενάγων με βάση την εφαρμοστέα από 30.4.2009 ως άνω συλλογική σύμβαση εργασίας και τα οριζόμενα σ αυτήν, δικαιούνταν για την εργασία του που παρείχε στην εναγόμενη τα κάτωθι ποσά: (Α) Για έκτο ημερομίσθιο για κάθε εβδομάδα εργασίας, κατά τα οριζόμενα στην ως άνω σύμβαση εργασίας (Κεφάλαιο Γ αυτής), που δεν του έχει καταβληθεί, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εναγόμενη: α) κατά το χρονικό διάστημα από 5-10-2009 έως 4-10-2009, καθώς εργάστηκε επί 52 εβδομάδες (3,71 εβδομάδες το μήνα Οκτώβριο 2009 + 4,29 εβδομάδες το μήνα Νοέμβριο + 4,43 εβδομάδες το μήνα Δεκέμβριο 2009 + 4,43 εβδομάδες το μήνα Ιανουάριο 2010 + 4 εβδομάδες το μήνα Φεβρουάριο 2010 + 4,43 εβδομάδες το μήνα Μάρτιο 2010 + 4,29 εβδομάδες το μήνα Απρίλιο 2010 + 4,43 εβδομάδες το μήνα Μάιο 2010 + 4,28 εβδομάδες το μήνα Ιούνιο 2010 + 4,43 εβδομάδες το μήνα Ιούλιο 2010 + 4,43 εβδομάδες το μήνα Αύγουστο 2010 +4,28 εβδομάδες το μήνα Σεπτέμβριο 2010 + 0,57 εβδομάδες μέχρι τις 4-10- 2010), το συνολικό ποσό των 2.496 ευρώ [48 ευρώ ημερομίσθιο μαθητευόμενου ελασματουργού κατά το 1° έτος (80 ευρώ X 60%), σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β’ της οικείας συλλογικής σύμβασης εργασίας X 52] και β) κατά το χρονικό διάστημα από 5-10-2010 έως 31-12-2010, καθώς, έχοντας συμπληρώσει ένα έτος εργασίας στην εναγομένη, εργάστηκε επί 12,58 εβδομάδες (3,86 εβδομάδες το μήνα Οκτώβριο 2010 + 4,29 εβδομάδες το μήνα Νοέμβριο 2010 + 4,43 εβδομάδες το μήνα Δεκέμβριο 2010), το συνολικό ποσό των 655,17 ευρώ [56 ευρώ αρχική αξία ημερομισθίου (80 ευρώ X 70%, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β’ της οικείας συλλογικής σύμβασης εργασίας, καθόσον πρόκειται για το 2ο έτος απασχόλησης του ενάγοντος ως μαθητευόμενου), αφαιρούμενου ποσοστού 7%, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β’ της οικείας συλλογικής σύμβασης εργασίας, καθόσον ο ενάγων είχε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου και είχε συμπληρώσει ένα έτος υπηρεσίας στην εναγομένη, δηλαδή τελική αξία ημερομισθίου 52,08 ερυώ (56 ευρώ – 3,92 ευρώ) X 12,58], δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 3.151,17 ευρώ (2.496 ευρώ + 655,17 ευρώ), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί (Β)  Για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές, ήτοι την 8η ώρα εργασίας του, καθόσον απασχολείτο επί οκτώ ώρες ημερησίως (βλ. σχετ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’, άρθρα 1 και 2 της προαναφερόμενης εφαρμοζομένης εν προκειμένω ως άνω συλλογικής σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με τα οποία αφ ενός μεν το ωράριο υπολογίζεται σε πενθήμερη εβδομάδα, με Σάββατο και Κυριακή αργία και με έξι (ημερομίσθια), οι δε απασχολούμενοι πέραν του καθημερινού ωραρίου παίρνουν από την πρώτη ώρα προσαύξηση των αποδοχών τους 100%, κατά τα προαναφερόμενα): α) κατά το χρονικό διάστημα από 5-10-2009 έως 4-10-2010, καθώς πραγματοποίησε μια ώρα υπερωρίας επί 247 καθημερινές (19 ημερομίσθια το μήνα Οκτώβριο 2009 +21 ημερομίσθια το μήνα Νοέμβριο 2009 + 22 ημερομίσθια το μήνα Δεκέμβριο 2009 + 20 ημερομίσθια το μήνα Ιανουάριο 2010 + 19 ημερομίσθια το μήνα Φεβρουάριο 2010 + 22 ημερομίσθια το μήνα Μάρτιο 2010 + 20 ημερομίσθια το μήνα Απρίλιο 2010 + 21 ημερομίσθια το μήνα Μάιο 2010 + 22 ημερομίσθια το μήνα Ιούνιο 2010 + 16 ημερομίσθια το μήνα Ιούλιο 2010 + 21 ημερομίσθια το μήνα Αύγουστο 2010 + 22 ημερομίσθια το μήνα Σεπτέμβριο 2010+2 ημερομίσθια μέχρι τις 4-10-2010), μη συμπεριλαμβανομένων των ημερών αργίας και κατ’ έθιμον αργίας, του παραπάνω χρονικού διαστήματος, κατά τις οποίες ο δεύτερος ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι εργάστηκε, δηλαδή 247 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 4.875,78 ευρώ [48 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + 9,60 ευρώ αναλογία έκτου ημερομισθίου = 57,60 ευρώ X 6 = 345,60 ευρώ : 35 ώρες = 9,87 ευρώ αξία ωρομισθίου + 100% προσαύξηση = 19,74 ευρώ X 247 ώρες] και β) κατά το χρονικό διάστημα από 5-10-2010 έως 31-12-2010, καθώς πραγματοποίησε μια ώρα υπερωρίας επί 63 καθημερινές (18 ημερομίσθια το μήνα Οκτώβριο + 22 ημερομίσθια το μήνα Νοέμβριο 2010 + 23 ημερομίσθια το μήνα Δεκέμβριο 2010), μη συμπεριλαμβανομένων των ημερών αργίας και κατ’ έθιμον αργίας, του παραπάνω χρονικού διαστήματος, κατά τις οποίες ο ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι εργάστηκε, δηλαδή 63 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, το συνολικό ποσό των 1.349,46 ευρώ [52,08 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + 10,42 ευρώ αναλογία έκτου ημερομισθίου = 62,50 ευρώ X 6 = 375 ευρώ : 35 ώρες = 10,71 ευρώ αξία ωρομισθίου + 100% προσαύξηση = 21,42 ευρώ X 63 ώρες], δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον δεύτερο ενάγοντα το  ποσό των 6.225,24 ευρώ (4.875,78 ευρώ + 1.349,46 ευρώ), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί (Γ) Για την απασχόλησή του κατά την ημέρα του Σαββάτου, επί έξι ώρες ανά ημέρα και τρία Σάββατα ανά μήνα (βλ. σχετ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’, άρθρα 1 και 2 της προαναφερόμενης συλλογικής σύμβασης εργασίας): α) κατά το χρονικό διάστημα 5-10-2009 έως 4-10-2010, καθώς εργάστηκε επί 12 μήνες, το συνολικό ποσό των 4.263,84 ευρώ [3 Σάββατα X 6 ώρες X 12 μήνες = 216 ώρες απασχόλησης X 19,74 € αξία ωρομισθίου με προσαύξηση 100%], έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 1.728 ευρώ (216 ώρες X 8 ευρώ), κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή του, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 2.535,84 ευρώ και β) κατά το χρονικό διάστημα από 5-10-2010 έως 31-12- 2010, καθώς εργάστηκε επί 2,9 μήνες, το συνολικό ποσό των 1.118,12 ευρώ [ 3 Σάββατα X 6 ώρες X 2,9 μήνες = 52,20 ώρες απασχόλησης X 21,42 ευρώ αξία ωρομισθίου με προσαύξηση 100%], έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 417,60 ευρώ (52,20 ώρες X 8 ευρώ), κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή του, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 700,52 ευρώ, δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 3.236,36 ευρώ (2.535,84 ευρώ + 700,52 ευρώ), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί μέχρι τη συζήτηση της κρινομένης αγωγής. (Δ) Για επιδόματα εορτών, για τον υπολογισμό των οποίων συμπεριλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος η αμοιβή για υπερωριακή εργασία του κατά τις καθημερινές και κατά τα Σάββατα, γιατί η απασχόλησή του κατά την παραπάνω ημέρες ήταν νόμιμη, τακτική και σταθερή, κατά τα προαναφερόμενα  ο δεύτερος ενάγων δικαιούται: α) για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2009, το ποσό των 858,35 ευρώ [για 88 ημέρες διάρκειας σχέσης εργασίας (από 5-2009 έως 31-12-2009), 9,24 ημερομίσθια X 89,18 ευρώ (48 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + 9,60 ευρώ αναλογία έκτου ημερομισθίου +19,74ευρώ            αξία υπερωρίας μιας ώρας ανά καθημερινή + 11,84 ευρώ αναλογία υπερωριακής απασχόλησης κατά την ημέρα του Σαββάτου) = 824,02  + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 34,33 ευρώ (824,02 ευρώ X 0,04166) = 858,35 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 418,50 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 439,85 ευρώ, β) για επίδομα εορτής Πάσχα 2010, το συνολικό ποσό των 1.393,43 ευρώ [για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 30-4-2010, λαμβανομένης ως βάσης υπολογισμού, της αξίας του ημερομισθίου του ενάγοντος, κατά τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα του έτους 2010 (4 Απριλίου 2010), το ισόποσο 15 ημερομισθίων X 89,18 ευρώ (48 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + 9,60 ευρώ αναλογία έκτου ημερομισθίου + 19,74 € αξία υπερωρίας μιας ώρας ανά καθημερινή +11,84 € αναλογία υπερωριακής απασχόλησης κατά την ημέρα του Σαββάτου) = 1.337,70 € + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 55,73 ευρώ (1.337,70 ευρώ X 0,04166) = 1.393,43 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 674,25 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 719,18 ευρώ και γ) για επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2010, το ποσό των 2.520,04 ευρώ [για το χρονικό διάστημα από 1-5-2010 έως 31-12-2010, λαμβανομένης ως βάσης υπολογισμού, της αξίας του ημερομισθίου του ενάγοντος, κατά τη 10η Δεκεμβρίου 2010, το ισόποσο 25 ημερομισθίων X 96,77 ευρώ (52,08 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο + 10,42 ευρώ αναλογία έκτου ημερομισθίου + 21,42 ευρώ αξία υπερωρίας μιας ώρας ανά καθημερινή + 12,85 ευρώ αναλογία υπερωριακής απασχόλησης κατά την ημέρα του Σαββάτου) =            2.419,25 ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 100,79 ευρώ  (2.419,25 ευρώ X 0,04166) = 2.520,04 ευρώ,  έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.247,74 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 1.272,30 ευρώ, δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 2.431,33 ευρώ (439,85  + 719,18 + 1.272,30 ). (Ε) Για αποδοχές αδείας, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται: α) για το έτος 2009, καθόσον εργάστηκε επί 2,9 μήνες (από 5-10-2009 έως 31-12-2009), το ποσό των 517,24 ευρώ [89,18 ευρώ αξία ημερομισθίου, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 2 ημερομίσθια X 2,9 μήνες = 517,24 ευρώ και β) για το έτος 2010, καθόσον η σχέση εργασίας του διήρκησε από 1-1-2010 έως 31-12-2010, το ποσό των 2.322,48 ευρώ [96,77 ευρώ αξία ημερομισθίου κατά το χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 24 ημερομίσθια =2.322,48 ευρώ], δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 2.839,72 ευρώ (517,24 € + 2.322,48 ευρώ), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί και (ΣΤ) Για αναλογία επιδόματος αδείας, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται: α) για το έτος 2009, καθόσον εργάστηκε επί 2,9 μήνες (από 5-10-2009 έως 31-12- 2009), το ποσό των 517,24 ευρώ [89,18 ευρώ αξία ημερομισθίου, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 2 ημερομίσθια X 2,9 μήνες = 517,24 ευρώ,  έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 223,20 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 294,04 ευρώ και β) για το έτος 2010, καθόσον η σχέση εργασίας του διήρκησε από 1-1-2010 έως 31-12-2010 και συνολικά από την πρόσληψη του δεύτερου ενάγοντος, άνω των επτά μηνών, το ποσό των 1.258,01 ευρώ [96,77 ευρώ αξία ημερομισθίου κατά το χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω X 13 ημερομίσθια = 1.258,01 ευρώ], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των  491,04 ευρώ, όπως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 766,97 ευρώ, δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 1.061,01 ευρώ (294,04 ευρώ + 766,97 ευρώ), το οποίο δεν του έχει καταβληθεί.

Επομένως, για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα κατά τα οποία οι ενάγοντες απασχολήθηκαν στην εναγόμενη οφείλονται σ αυτούς τα κάτωθι συνολικά ποσά και δη 1) στον πρώτο ενάγοντα, ….., το συνολικό ποσό των το συνολικό ποσό των 48.391,64 ευρώ (14.269,76 € για διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων κατά τις καθημερινές + 6.134,45 € για έκτο ημερομίσθιο + 12.453,74 € για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές + 3.938,08  € για      αμοιβή εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου + 4.387,59 € για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα + 4.870,06 € για αποδοχές αδείας + 2.337,96 € για διαφορές επιδόματος αδείας), από το οποίο μέρος αυτού ύψους 32.857,95 ευρώ, που αντιστοιχεί στις διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων κατά τις καθημερινές, στο έκτο ημερομίσθιο ανά εβδομάδα εργασίας και στην αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα και το υπόλοιπο μέρος αυτού ύψους 15.533,69 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αμοιβή για εργασία κατά τα Σάββατα, στις διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, στις αποδοχές αδείας και διαφορές επιδόματος αδείας, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα και 2) στον δεύτερο ενάγοντα, ….. το συνολικό ποσό των 18.944,83 ευρώ (3.151,17 ευρώ  για έκτο ημερομίσθιο + 6.225,24 € για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές + 3.236,36 ευρώ για διαφορές αμοιβής υπερωριακής εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου + 2.431,33 ευρώ για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα + 2.839,72 ευρώ για αποδοχές αδείας + 1.061,01 € για διαφορές επιδόματος αδείας). Από το παραπάνω ποσό, μέρος αυτού συνολικού ύψους 5.185,18 ευρώ, που αντιστοιχεί στο έκτο ημερομίσθιο ανά εβδομάδα εργασίας, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας του, ποσού 3.151,17 ευρώ, στην αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές, κατά το χρονικό διάστημα από 5-10- 2009 έως 31-12-2009, συνολικού ποσού 1.421,18 ευρώ [19 ημερομίσθια το μήνα Οκτώβριο 2009 + 21 ημερομίσθια το μήνα Νοέμβριο 2009 + 22 ημερομίσθια το μήνα Δεκέμβριο 2009, ήτοι 72 ώρες υπερωριακής απασχόλησης X 19,74 ευρώ αξία ωρομισθίου με προσαύξηση 100%)] και στις διαφορές αμοιβής υπερωριακής εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου κατά το χρονικό διάστημα από 5-10-2009 έως 31-12-2009, συνολικού ποσού 612,83 ευρώ [3 Σάββατα X 6 ώρες X 2,9 μήνες = 52,20 ώρες απασχόλησης X 19,74 ευρώ αξία ωρομισθίου με προσαύξηση 100% = 1.030,43 ευρώ, έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε το συνολικό ποσό των 417,60 ευρώ (52,20 ώρες X 8 ευρώ), κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή του, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 612,83 ευρώ], πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα και το υπόλοιπο μέρος αυτού ύψους 13.759,65 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές και κατά τα Σάββατα, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-12-2010, καθώς και σε διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, σε αποδοχές αδείας και διαφορές επιδόματος αδείας, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της σύμβασης εργασίας του, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα.

Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποφάνθηκε ομοίως ως προς τα προαναφερόμενα κεφάλαια και δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή των εναγόντων ως προς αυτά, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από την εναγόμενη -εκκαλούσα με τους σχετικούς τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο λόγους της  έφεσης της καθώς και από τους  εκκαλούντες με τους σχετικούς λόγους της έφεσής τους  (υπό στοιχ.ΙΙΑ και Β10), κατ ορθή εκτίμηση αυτών , πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Αναφορικά δε με την παραδεκτά πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση της εναγομένης-εκκαλούσας περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) των εναγόντων-εφεσιβλήτων,  για καταβολή των αιτούμενων κονδυλίων, την οποία  αυτή ( εναγόμενη-εκκαλούσα) επαναφέρει ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, με τον σχετικό όγδοο λόγο της  εφέσεως της, ισχυριζόμενη ότι οι ενάγοντες  ουδέποτε κατά το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους σ αυτήν εξέφρασαν διαφωνία ως προς το ύψος των αποδοχών που ελάμβαναν, δημιουργώντας σε αυτήν την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν  το σχετικό δικαίωμα τους, ενώ περαιτέρω η ευδοκίμηση της αγωγής τους θα επιφέρει δυσμενείς οικονομικές συνέπειες στην εναγόμενη,που καλόπιστα θεωρούσε ότι εφάρμοζε τις ΣΣΕ, δεδομένου ότι και άλλοι εργαζόμενοι της εγείρουν παρόμοιες αξιώσεις με αυτές των εναγόντων, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι οι ενάγοντες κοινοποίησαν εντός ευλόγου  χρόνου τη πρόθεσή τους  να εγείρουν τις σχετικές αξιώσεις τους με καταγγελία στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας τον Σεπτέμβριο του έτους 2012, ήτοι ο μεν πρώτος 9 μήνες μετά την καταγγελία της εργασιακής του σχέσης από την εναγόμενη, ο δε δεύτερος περίπου δύο έτη μετά τη λύση της προαναφερόμενης σύμβασης εργασίας του,   ενώ το γεγονός ότι δεν διατύπωσαν διαμαρτυρία για τις μικρότερες των νομίμων αποδοχές τους οφειλόταν στη βούλησή τους  να μην διαταράξουν την εργασιακή τους σχέση, καθόσον είχαν συμφέρον να συνεχίζουν να εργάζονται στην εναγόμενη. Σημειωτέον ότι από τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη είσπραξη των αποδοχών του από τον εργαζόμενο δεν ενέχει, χωρίς άλλο, παραίτηση  αυτού από τα νόμιμα δικαιώματά του. Μάλιστα, σε κάθε περίπτωση, τέτοια παραίτηση είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου (άρθρα 3, 174, 180, 679 του ΑΚ 8 του ν. 2121/1920, 5 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1920 και 8 παρ. 4 του ν.δ 4020/1959), εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο τις Σ.Σ.Ε και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους (άρθρο 454 ΑΚ), καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξεως, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή  των νόμιμων αποδοχών του και των αξιώσεών του για υπερωριακή του απασχόληση, δώρα εορτών και  επιδόματα αδείας, ως στην προκείμενη περίπτωση  (ΑΠ 1554/2011, ΑΠ  1402/2006, ΑΠ 495/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 948, ΕφΠειρ 6/2016, ΕφΠειρ. 340/2014, ΕφΠειρ. 700/2012, ΕφΠειρ. 506/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος). Περαιτέρω, το γεγονός  ότι τρίτοι έχουν εγείρει σε βάρος της εναγόμενης αγωγές με παρόμοιες αξιώσεις δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση εκ μέρους των εναγόντων των νομίμων αξιώσεων τους. Τέλος, δεν αποδεικνύεται η πρόκληση δυσμενών επιπτώσεων σε βάρος της εναγόμενης διότι δεν προσκομίζει σχετικά κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της οικονομικής της κατάστασης. Συνεπώς, αφού και η εκκαλουμένη, έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση αυτή, ορθώς τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε, και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις ο δε υποστηρίζων τα αντίθετα σχετικός όγδοος λόγος της υπό κρίση εφέσεως, τυγχάνει αβάσιμος και συνεπώς απορριπτέος.

Σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθ. 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής , αλλά και το επί μέρους ποσό που καταβλήθηκε για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτού,  διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (αρ. 3, 174 ,679 ΑΚ, 8 ν 2112/1920 8 παρ. 4 ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, με το άρθρ. 18 παρ. 1 ν 1082/1980  επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θ΄ απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ’ αυτών κρατήσεις (ΑΠ 529/2016,  ΑΠ 447/2015, ΑΠ 381/2014,  ΑΠ 1069/2014, ΑΠ 1208/2013, ΑΠ 178/2010, δημοσιευμένες στη Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη-εκκαλούσα με τον 9ο και τελευταίο λόγο της κρινόμενης έφεσής της επαναφέρει την πρωτοδίκως προβληθείσα ένστασή της περί μερικής εξοφλήσεως, λόγω καταβολών, των ως άνω αξιώσεων των εναγόντων, επικαλούμενη μηχανογραφημένες εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας αυτών και αναλυτική κατάσταση των ασφαλιστικών τους εισφορών στο ΙΚΑ. Όμως, η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της πρόδηλης αοριστίας της,  αφού η εναγομένη δεν προσδιορίζει ποια επιμέρους αιτούμενα αγωγικά κονδύλια αφορούν οι επικαλούμενες απ αυτήν καταβολές, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί παραδεκτά από τις επικαλούμενες από την εναγόμενη εξοφλητικές αποδείξεις, ενόψει μάλιστα και του ότι, κατά τα εκτιθέμενα στις προτάσεις της, οι αποδείξεις αυτές αφορούν μόνο το συνολικό ποσό που κατέβαλε η εναγόμενη κάθε μήνα του επιδίκου χρονικού διαστήματος, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό των επί μέρους ποσών που απαρτίζουν το συνολικό αυτό ποσό και της αιτίας για την οποία καταβλήθηκε κάθε επί μέρους ποσό. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ένσταση μερικής εξοφλήσεως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, συνακόλουθα δε  ο ως άνω  ένατος και τελευταίος  λόγος της έφεσης της εναγόμενης-εκκαλούσας, κατ ορθή εκτίμηση αυτού, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατ ακολουθία των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθούν οι ένδικες εφέσεις στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμες.  Το περιεχόμενο  δε στην  έφεση   της εναγόμενης-εκκαλούσας εταιρίας αίτημά της  για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, υπό την έννοια να υποχρεωθούν οι ως άνω ενάγοντες – εφεσίβλητοι να αποδώσουν στην τελευταία τα ποσά που τους κατέβαλε, εξοφλώντας το σύνολο του κηρυχθέντος με την εκκαλουμένη προσωρινά εκτελεστού κεφαλαίου,  νομίμως προβαλλόμενο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), μετά την απόρριψη της κρινόμενης έφεσής της πρέπει ν΄ απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας,  πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της κατ ίσο μέρος νίκης και ήττας αυτών ( άρθρο 178 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

– ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους τις εφέσεις: α) από 5.1.2015 και με αριθμό κατάθεσης   από 5.1.2015 και με αριθμό καταθέσεωςΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις.

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ ουσίαν.

-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

-ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  5.2.2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ