Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 130/2023

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 648 και 651 ΑΚ προκύπτει ότι είναι νόμιμη η συμφωνία, με την οποία ο εργοδότης, που έχει στην διάθεση του τις υπηρεσίες του μισθωτού, παραχωρεί με την συναίνεση του τελευταίου (που μπορεί να δοθεί ρητά ή σιωπηρά, προς τον αρχικό ή μεταγενέστερο εργοδότη), τις υπηρεσίες αυτού σε άλλο πρόσωπο (δανεισμός μισθωτού), στο οποίο παρέχονται πλέον οι υπηρεσίες του, καθόσον η σχέση αυτή στηρίζεται στη βούληση και των τριών μερών. Στην περίπτωση του δανεισμού δεν λύεται η σύμβαση εργασίας και ο παλαιός εργοδότης δεν αποβάλλει την ιδιότητα του εργοδότη, ενώ και ο τρίτος, που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του δανειζομένου μισθωτού, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη, επέρχεται δηλ. κατάτμηση της ιδιότητας του εργοδότη, με συνέπεια τον επιμερισμό των εργοδοτικών αρμοδιοτήτων. Για την έννοια του δανεισμού δεν έχει σημασία η βραχυχρόνια ή μακροχρόνια παραχώρηση του εργαζομένου από τον αρχικό εργοδότη του, με τον οποίο δεν αποκόπτεται ο ενοχικός δεσμός και ο οποίος εξακολουθεί να βαρύνεται με τις υποχρεώσεις από την σύμβαση εργασίας, ήτοι για την καταβολή του μισθού και των άλλων παροχών που τον βαρύνουν, εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά, ενώ ο εργοδότης που δανείζεται τον μισθωτό ασκεί κατά την διάρκεια της παραχώρησης το διευθυντικό δικαίωμα. Τον κατά δανεισμό (δευτερογενή) εργοδότη βαρύνουν οι υποχρεώσεις σεβασμού των όρων δημόσιας τάξης που ισχύουν κατά την εκτέλεση της εργασίας και η τήρηση της ως άνω υποχρέωσης πρόνοιας για την εξασφάλιση όρων και συνθηκών κατ`αυτή για την προστασία της ζωής και της υγείας του κατά παραχώρηση μισθωτού. Συνεπώς, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος και τραυματισμού του, ο εργαζόμενος μπορεί να στραφεί, συντρεχόντων και των ως άνω όρων ευθύνης, κατά του νέου εργοδότη, καθώς έννομη σημασία και επιρροή έχει η ιδιότητα του εργοδότη κατά την επέλευση του ατυχήματος.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  130/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …………. και 2) ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Παπαδάκη.

Των ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Μακρυγιάννη, 2) Ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας ………….. και 3) ………………., οι οποίοι (2η και 3ος) εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ζωοπηγή Ανδρεαδάκη – Κοντού.

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΠΡΩΤΟΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 8-4-2014 αγωγή του, µε Γενικό Αριθµό Κατάθεσης και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου, αντίστοιχα, …………../10-4-2014, κατά των εναγόμενων: 1) Ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία ‘. ……….’’ (ήδη δεύτερης καθ΄ής η κλήση – εφεσίβλητης), 2) ………. (ήδη τρίτου καθ΄ού η κλήση – εφεσίβλητου), 3) ………, 4) …….. (ήδη πρώτου καλούντος – πρώτου εκκαλούντος) και 5) …………… (ήδη δεύτερου καλούντος – δεύτερου εκκαλούντος).

Επίσης, η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων στην ως άνω κύρια αγωγή (ήτοι η εταιρεία ‘………..’’ και ο …………), άσκησαν ενώπιον του παραπάνω Δικαστηρίου την από 7-11-2014 παρεμπίπτουσα αγωγή τους, µε Γενικό Αριθµό Κατάθεσης και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου, αντίστοιχα, ………/13-11-2014, κατά των λοιπών εναγόμενων στην κύρια αγωγή (………………).

Ακόμη, οι τέταρτος και πέμπτος των εναγόμενων στην κύρια αγωγή (……………), άσκησαν, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, την από 10-2-2015 παρεμπίπτουσα αγωγή τους, µε Γενικό Αριθµό Κατάθεσης και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου, αντίστοιχα, ………/10-2-2015, κατά της πρώτης εναγόμενης στην κύρια αγωγή εταιρείας (‘…………..’’).

Το παραπάνω Δικαστήριο εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 4187/20-11-2015 μη οριστική απόφασή του (ειδική διαδικασία των περιουσιακών -εργατικών διαφορών), με την οποία αφού κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 7-11-2014 ως άνω (πρώτης) παρεμπίπτουσας αγωγής ως προς τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα  ………, συνεκδίκασε κατά τα λοιπά τις ανωτέρω αγωγές (κύρια και παρεμπίπτουσες), αντιμωλία των διαδίκων, διέταξε τον χωρισμό της από 8-4-2014 (κύριας) αγωγής, ως προς την επικουρική βάση της για τον τέταρτο εναγόμενο …….. και ως προς την κύρια βάση της για τον πέμπτο εναγόμενο ……… και παρέπεμψε αυτές προς εκδίκαση, κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, στο αρμόδιο καθ΄ύλη και κατά τόπο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών). Στη συνέχεια, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης επί των εν λόγω αγωγών και διέταξε την επανάληψη της συζήτησής τους στο ακροατήριο, προκειμένου να διενεργηθεί, η με την ως άνω απόφαση (υπ΄αρ. 4187/2015), διαταχθείσα ιατρική πραγματογνωμοσύνη.

Κατόπιν της διενέργειας της τελευταίας, επαναφέρθηκαν προς συζήτηση τόσο η ανωτέρω κύρια αγωγή (με την από 4-5-2017, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …………/21-9-2017, κλήση του ενάγοντος προς τους εναγόμενους, πλην του ………, για τον οποίο είχε χωριστεί η υπόθεση, κατά τα προεκτεθέντα), όσο και οι ανωτέρω παρεμπίπτουσες αγωγές (με την από 2-11-2017, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/9-11-2017, κλήση και με την από 26-10-2017, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …………/16-11-2017, κλήση των παρεμπιπτόντως εναγόντων σε κάθε μία από αυτές, αντίστοιχα, κατά των παρεμπιπτόντως εναγόμενων).

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την υπ΄αρ. 3051/2-9-2019 οριστική απόφασή του, δικάζοντας επίσης κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, ερήμην του τρίτου εναγόμενου ………. και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, απέρριψε την κύρια αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία ‘……….’’ και τον δεύτερο εναγόμενο ……… και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή αυτή ως προς τον τρίτο εναγόμενο ……. και τον τέταρτο εναγόμενο ………, ενώ στη συνέχεια απέρριψε τις ως άνω παρεμπίπτουσες αγωγές.

Την ανωτέρω απόφαση (υπ΄αρ. 3051/2019), καθώς την προηγηθείσα αυτής προαναφερθείσα μη οριστική απόφαση (υπ΄αρ. 4187/2015) πρόσβαλαν οι τέταρτος και πέμπτος των εναγόμενων στην κύρια αγωγή – παρεμπιπτόντως ενάγοντες στη δεύτερη ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή με την κρινόμενη από 24-10-2019 έφεσή τους κατά των ως άνω εφεσίβλητων καθώς και του …….., απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/1-11-2019, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./29-11-2019, ορίσθηκε δε, για τη συζήτησή της, αρχικά δικάσιμος η 8η-10-2020, οπότε επήλθε βιαία διακοπή της δίκης λόγω θανάτου (την 1-5-2020) του τρίτου εφεσίβλητου …………, προσκομιζομένης της σχετικής από 6-5-2020 ληξιαρχικής πράξης θανάτου της ληξιάρχου Αθηνών.

Ήδη οι εκκαλούντες επαναφέρουν προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, την ως άνω έφεση με την ένδικη από 24-4-2022 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……../29-4-2022, κλήση τους με πράξη ορισμού συζήτησης για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, προς τους καθ΄ών η κλήση – εφεσίβλητους, πλην του αρχικού τέταρτου, ήδη αποβιώσαντος, εφεσίβλητου …………., ως προς τον οποίο δεν επαναφέρεται η έφεση, γράφτηκε δε στο πινάκιο με αρ.23.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της έφεσης αυτής από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, παριστάμενοι ως ανωτέρω, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης από 24-4-2022 κλήση των εκκαλούντων προς τους καθ΄ών η κλήση  εφεσίβλητους, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση, ως προς αυτούς, η υπό κρίση έφεση, κατά της υπ΄αρ. 3051/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (αλλά και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν προηγηθείσας υπ΄αρ. 4187/2015 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου), που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών. Η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 591 παρ.1  ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα. Ειδικότερα, όσον αφορά στον πρώτο εκκαλούντα, η εκκαλουμένη του επιδόθηκε στις 9-10-2019 (βλ. σχετική επισημείωση επί του αντιγράφου αυτής των δικαστικών επιμελητών Αθηνών …………. και ………..) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 1-11-2021 και ώρα 9.22, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας έκθεση κατάθεσης, ήτοι εντός της 30ημερης προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ, ενώ όσον αφορά στον δεύτερο εκκαλούντα, δεν προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι έλαβε χώρα επίδοση προς αυτόν της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της τελευταίας μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Δεν απαιτείται δε η κατάθεση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, παραβόλου, διότι, σύμφωνα με το εδ. στ΄ της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ (εργατικές), όπως η προκείμενη.

Κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 551/1914 ‘’περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων’’, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 38         εδ. α΄ του Εισαγωγικού του Νόμου, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 αυτού και για το οποίο ατύχημα παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις και εντός των καθοριζομένων πλαισίων του νόμου αυτού, θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζόμενου που είναι αποτέλεσμα βίαιας και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγόμενου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η σχέση παροχής των υπηρεσιών και η, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, προσφορά τους (Ολ.ΑΠ 1287/1986 ΕΕργΔ 46.73, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 460/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ανωτέρω νόμου ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με το άρθρο 2 αυτού, σαφώς προκύπτει ότι, εκείνος που από εργατικό ατύχημα έπαθε ανικανότητα, ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι κατά το άρθρο 6 του ιδίου νόμου συγγενείς του, έχουν το εκλεκτικό δικαίωμα να εγείρουν κατά του εργοδότη αγωγή και να ζητήσουν, είτε την αποζημίωση του νόμου τούτου, επικαλούμενοι, απλώς ότι έλαβε χώρα εργατικό ατύχημα, κατά την παραπάνω έννοια του όρου, είτε πλήρη αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 του ΑΚ. Την αποζημίωση όμως αυτή του κοινού δικαίου, μπορούν να τη ζητήσουν μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, ή όταν πραγματοποιήθηκε σε εργασία ή επιχείρηση στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων σ’ αυτές, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων τούτων (Ολ.ΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 37.38, Ολ.ΑΠ 965/1985 ΕΕργΔ 45.779, ΑΠ 1185/1993 ΕλλΔνη 36.359, ΑΠ 1029/1993 ΕΕργΔ 54.325). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δηλαδή και όταν ασκούν την εκ του Ν. 551/1914 αξίωση, καθώς και όταν εγείρουν αγωγή αποζημίωσης με βάση το κοινό δίκαιο, μπορούν επί πλέον να σωρεύσουν στην αγωγή τους και αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (ή ψυχικής οδύνης επί θανάτου του παθόντος), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 299 και 932 του ΑΚ, οι οποίες δεν προσκρούουν στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, το οποίο, όμως, δεν απαιτείται να είναι το ειδικό πταίσμα της μη τήρησης των όρων ασφαλείας, αλλά αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα (Oλ.ΑΠ 18/2008, ΑΠ 374/2018, 1048/2018, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 931/2011, ΑΠ 814/2011, ΑΠ 52/2010 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ). Τέτοιο πταίσμα κατά τις γενικές διατάξεις θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 662 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι ‘’ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου’’, καθόσον η παράβαση και μόνο της διάταξης αυτής και της με αυτήν καθιερουμένης γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, που έχει ως συνέπεια την βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη κ.λπ., αδικοπραξία.             Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 648 και 651 ΑΚ προκύπτει ότι είναι νόμιμη η συμφωνία, με την οποία ο εργοδότης, που έχει στην διάθεση του τις υπηρεσίες του μισθωτού, παραχωρεί με την συναίνεση του τελευταίου (που μπορεί να δοθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ρητό ή σιωπηρό, προς τον αρχικό ή μεταγενέστερο εργοδότη), τις υπηρεσίες αυτού σε άλλο πρόσωπο (δανεισμός μισθωτού), στο οποίο παρέχονται πλέον οι υπηρεσίες του, καθόσον η σχέση αυτή στηρίζεται στην βούληση και των τριών μερών. Στην περίπτωση αυτή του δανεισμού δεν λύεται η σύμβαση εργασίας και ο παλαιός εργοδότης δεν αποβάλλει την ιδιότητα του εργοδότη, ενώ και ο τρίτος που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του δανειζομένου μισθωτού αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη, επέρχεται δηλ. διάσπαση (κατάτμηση) της ιδιότητας του εργοδότη, με συνέπεια τον επιμερισμό των εργοδοτικών αρμοδιοτήτων. Για την έννοια του δανεισμού δεν έχει σημασία η βραχυχρόνια ή μακροχρόνια απομάκρυνση (παραχώρηση) του εργαζομένου από τον αρχικό εργοδότη του, με τον οποίο δεν αποκόπτεται ο ενοχικός δεσμός και ο οποίος εξακολουθεί να βαρύνεται με τις υποχρεώσεις από την σύμβαση εργασίας και δη, εκτός από αντίθετη συμφωνία, για την καταβολή του μισθού και των άλλων παροχών που τον βαρύνουν, ενώ ο εργοδότης που δανείζεται τον μισθωτό ασκεί κατά την διάρκεια της παραχώρησης το διευθυντικό δικαίωμα με τους περιορισμούς και το περιεχόμενο που θα το ασκούσε ο αρχικός εργοδότης. Τον κατά δανεισμό (δευτερογενή) εργοδότη βαρύνουν οι υποχρεώσεις σεβασμού των όρων δημόσιας τάξης που ισχύουν κατά την εκτέλεση της εργασίας και η τήρηση της ως άνω υποχρέωσης προνοίας για την εξασφάλιση όρων και συνθηκών κατ` αυτήν για την προστασία της ζωής και της υγείας του κατά παραχώρηση μισθωτού. Συνεπώς, σε περίπτωση παραβίασης τους κατά τον χρόνο του δανεισμού και δη σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος και τραυματισμού του, ο εργαζόμενος μπορεί να στραφεί, συντρεχόντων και των ως άνω όρων ευθύνης, κατά του νέου εργοδότη, καθόσον έννομη σημασία και επιρροή έχει η ιδιότητα του εργοδότη κατά την επέλευση του ατυχήματος, αφού αυτός υπέχει την εξ αυτού σχετική ευθύνη, και όχι κατά την πρόσληψη του παθόντος εργαζομένου και μέχρι τον δανεισμό του (ΑΠ 1116/2011, Εφ.Πειρ. 311/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων στην ως άνω από 8-4-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2014 (κύρια) αγωγή  (ήδη πρώτος καθ΄ού η κλήση – πρώτος εφεσίβλητος), εξέθετε σε αυτήν, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, ότι, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στις 11-7-2012 με την πρώτη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία ‘…………’’ (ήδη δεύτερη καθ΄ής η κλήση – δεύτερη εφεσίβλητη) νομίμως εκπροσωπούμενης, προσλήφθηκε για να εργαστεί επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και οκτώ ώρες ημερησίως, ως ηλεκτροσυγκολλητής άνευ αδείας, έχοντας τα αναφερόμενα στην αγωγή καθήκοντα. Ότι, το ωράριο εργασίας του συμφωνήθηκε οκτώ ώρες ημερησίως επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, ενώ οι μηνιαίες (μικτές) αποδοχές του στο ποσό των 820,51 ευρώ, πλέον πρόσθετης αμοιβής, ανερχόμενης κατά μέσο όρο σε 350 ευρώ μηνιαίως. Ότι, στις 12-7-2013, ενώ (ο ενάγων) εργαζόταν στο ευρισκόμενο στη θέση ……. στον ….., συνεργείο της πρώτης εναγόμενης, ο τρίτος εναγόμενος …….. (ήδη αποβιώσας), εργαζόμενος σε όμορη ατομική επιχείρηση του τέταρτου εναγόμενου ………. (ήδη πρώτου καλούντος – πρώτου εκκαλούντος), εδρεύουσα σε ακίνητο συγκυριότητας του ίδιου και του πέμπτου εναγόμενου (ήδη δεύτερου καλούντος – εκκαλούντος) ……… ………, οι οποίοι παράλληλα ήταν συνεκμισθωτές του ακινήτου στο οποίο βρισκόταν το ως άνω συνεργείο της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, ζήτησε από τον ενάγοντα να τον βοηθήσει στη συγκόλληση – πάκτωση στο έδαφος, της ράγας κύλισης- οδηγού συρόμενης μεταλλικής γκαραζόπορτας του όμορου ακινήτου. Ότι, κατόπιν τηλεφωνικής συνεννόησης του τρίτου εναγόμενου με τον δεύτερο εναγόμενο …………. (ήδη τρίτο καθ΄ού κλήση – τρίτο εφεσίβλητο), προϊστάμενό του ενάγοντος και προστηθέντα της πρώτης εναγόμενης, ο τελευταίος του έδωσε εντολή να μεταβεί στο όμορο ακίνητο και να προβεί στις αναγκαίες εργασίες συγκόλλησης υπό τις οδηγίες και την εποπτεία του τρίτου εναγόμενου, προστηθέντος του τέταρτου εναγόμενου. Ότι, πράγματι, ο ενάγων μετέβη στο όμορο ακίνητο και πραγματοποίησε τις εν λόγω εργασίες συγκόλλησης με σχετικό εξοπλισμό και εργαλεία της εργοδότριάς του (πρώτης εναγόμενης), καθ’ υπόδειξη του τρίτου εναγόμενου. Ότι, αφού ολοκλήρωσε την εργασία του και ενώ μάζευε τον εξοπλισμό του για να επιστρέψει στο συνεργείο της πρώτης εναγόμενης, έχοντας την πλάτη του στραμμένη στη γκαραζόπορτα, ο τρίτος εναγόμενος, από κοινού με έτερο ευρισκόμενο στο χώρο άτομο, με το όνομα …….., προσπάθησαν ν’ ανοίξουν την πόρτα σύροντάς την, με αποτέλεσμα αυτή να βγει από το αυτοσχέδιο ικρίωμα στήριξης τύπου Γ, που τη συγκρατούσε στο επάνω μέρος της, να επιπέσει στον ενάγοντα και να τον εγκλωβίσει. Ότι εξαιτίας του εγκλωβισμού του από την πτώση της ανωτέρω γκαραζόπορτας, υπέστη σοβαρό τραυματισμό, όπως ειδικότερα αναφέρεται στην αγωγή, ένεκα του οποίου κατέστη, εφ΄όρου ζωής, ανίκανος προς εργασία. Ότι, ο τραυματισμός του τελεί σε αιτιώδη ουνάφεια με την υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων, καθόσον η πρώτη εναγόμενη επέδειξε ειδική αμέλεια, κατά παράβαση των ειδικών διατάξεων των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζόμενων, συνιστάμενη στο γεγονός ότι δεν φρόντισε για την τοποθέτηση αντιστήριξης μεταξύ μεταλλικής πόρτας και εδάφους πριν την έναρξη των εργασιών, επιπλέον δε, δια του προστηθέντος της, δεύτερου εναγόμενου, παραβίασε από ενδεχόμενο δόλο, άλλως από αμέλεια, τη γενική υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη, παραχωρώντας (δανείζοντας) τις υπηρεσίες του ενάγοντος στον τέταρτο εναγόµενο, παραλείποντας να ελέγξουν το χώρο που θα εργαζόταν, το είδος των εργασιών που θα εκτελούσε και αν είχαν ληφθεί τα απαραίτητα µέτρα ασφαλείας, εποπτεύοντας συγχρόνως αυτόν κατά τη διάρκεια τη εργασίας του, αποδεχόµενοι το ενδεχόµενο τραυµατισµού του. Ότι περαιτέρω, ο τέταρτος εναγόµενος δευτερογενής εργοδότης, λόγω δανεισµού του ενάγοντος κατά τα ανωτέρω, επέδειξε ειδική αµέλεια, κατά παράβαση των ειδικών διατάξεων των ισχυόντων νόµων, διαταγµάτων ή κανονισµών για τους όρους ασφαλείας των εργαζόμενων, συνιστάµενη στο γεγονός ότι δεν είχε µεριµνήσει ώστε το σύστηµα στήριξης της µεταλλικής πόρτας και η ράγα κύλισης που βρίσκονταν στο έδαφος να διατηρούνται σε καλή κατάσταση και να µην έχουν αχρηστευθεί από τη συχνή διέλευση βαρέων οχηµάτων, ούτε προκειμένου το ράουλο στήριξης στο πάνω µέρος της µεταλλικής πόρτας να είναι ασφαλές και η κατακόρυφη πλευρά στήριξης να έχει µεγαλύτερο ύψος, ώστε να παρέχουν µεγαλύτερη ασφάλεια έναντι πτώσης, ενώ, δια του προστηθέντος του, τρίτου εναγοµένου, παραβίασε από ενδεχόµενο δόλο τη γενική υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη, αφού απέκρυψαν στον ενάγοντα ότι υπήρχαν προβλήµατα λειτουργίας και στήριξης της γκαραζόπορτας, η οποία είχα πέσει και την προηγούµενη του ατυχήµατος εβδοµάδα, αποδεχόµενοι τον κίνδυνο νέας πτώσης της και τραυµατισµού του. Ότι, κατά κύρια βάση ο πέµπτος εναγόµενος   ………. και επικουρικά ο τέταρτος εναγόµενος, ενέχονται σε αποζηµίωση έναντι του ενάγοντος, ως συγκύριοι και συννοµείς του κατασκευάσµατος (γκαραζόπορτας) που έπεσε λόγω της ελαττωµατικής κατασκευής του και της πληµµελούς συντήρησής του, προκαλώντας του ζηµία, κατά τα παραπάνω αναφερόµενα. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε ο ενάγων (επικαλούµενος συγχρόνως και στοιχεία προσδιοριστικά της οικονοµικής και κοινωνικής κατάστασης του ιδίου και των εναγόμενων) όπως παραδεκτά μετέτρεψε εν μέρει το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό (κατόπιν δήλωσης του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την υπ΄αρ. 4187/2015 μη οριστική απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις του): α) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των 12.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τον τραυματισμό του, πλέον ποσού 45 ευρώ, το οποίο επιφυλάχθηκε  να αναζητήσει ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την πλήρη εξόφληση, β) να υποχρεωθούν οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των εναγόμενων να του καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, το συνολικό ποσό των 8.000 ευρώ, ως αποκατάσταση της περιουσιακής (θετικής και αποθετικής) ζημίας που υπέστη (εκ του οποίου ποσό 1.000 ευρώ για μέρος δαπάνης αποκλειστικής νοσοκόμου από 12-7-2013 έως 30-9-2013, ποσό 1.000 ευρώ για μέρος δαπάνης οικιακής βοηθού από 1-10-2013 έως 31-3-2014, ποσό 905,07 ευρώ για ιατροφαρμακευτική δαπάνη, ποσό 2.760 ευρώ για μέρος προγράμματος εξάμηνης φυσικοθεραπείας, ποσό 1.000 ευρώ για μέρος δαπάνης βελτιωμένης διατροφής από 22-7-2013 έως 31-3-2014, ποσό 1.000 ευρώ για μέρος διαφυγόντων κερδών από 12-7-2013 έως 31-3-2014 και ποσό 334,93 ευρώ για μέρος διαφυνόντων κερδών από 1-4-2014 έως 30-9-2014), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε δαπάνη πραγματοποιήθηκε, άλλως από την επομένη της επίδοσης της κρινομένης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, γ) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των 188.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τον τραυματισμό του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την πλήρη εξόφληση και δ) να αναγνωρισθεί ότι οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των εναγόμενων οφείλουν να του καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, το συνολικό ποσό των 26.744 ευρώ για αποκατάσταση της περιουσιακής (θετικής και αποθετικής) ζημίας που υπέστη (εκ του οποίου ποσό 8.664,26 ευρώ για μέρος δαπάνης αποκλειστικής νοσοκόμου από 12-7-2013 έως 30-9-2013, ποσό 3.764,76 ευρώ για μέρος δαπάνης οικιακής βοηθού από 1-10-2013 έως 31-3-2014, ποσό 3.000 ευρώ για μέρος προγράμματος εξάμηνης φυσικοθεραπείας, ποσό 4.060 ευρώ για μέρος δαπάνης βελτιωμένης διατροφής από 22-7-2013 έως 31-3-2014, ποσό 4.035,45 ευρώ για μέρος διαφυγόντων κερδών από 12-7-2013 έως 31-3-2014 και ποσό 3.219,53 ευρώ για μέρος διαφυγόντων κερδών από 1-4-2014 έως 30-9-2014), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε δαπάνη πραγματοποιήθηκε, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά του έξοδα.

Με την ως άνω από 7-11-2014 µε αριθµό κατάθεσης δικογράφου …../2014 (πρώτη) παρεµπίπτουσα αγωγή εξ αναγωγής, οι  παρεμπιπτόντως ενάγοντες (‘……..’’ και ……..) εξέθεταν σε αυτήν, κατ’ εκτίµηση του περιεχομένου της, ότι η πρώτη εξ΄αυτών εταιρεία έχει ως αντικείµενο τη διαχείριση αποβλήτων και απορριμμάτων και των λειτουργικών απορριµµάτων βιοµηχανιών και Δήµων, ο δε δεύτερος παρεµπιπτόντως ενάγων, από τον Αύγουστο του έτους 2012 έως το Αύγουστο του έτους 2014, εργάστηκε ως υπεύθυνος τεχνικής υποστήριξης συνεργείου συντήρησης των οχημάτων της, που βρίσκεται στη θέση ………. στον …….. Αττικής. Ότι, ο ενάγων στην κύρια αγωγή ……… προσλήφθηκε από την πρώτη στις 11-7-2012 για να εργαστεί ως ηλεκτροσυγκολλητής στο παραπάνω συνεργείο. Ότι ο πρώτος και ο δεύτερος των παρεμπιπτόντως εναγόμενων, ……… και ………. (ήδη εκκαλούντες), για την εξυπηρέτηση των αναγκών επιχείρησης βυτιοφόρων καυσίμων που εκμεταλλεύονται, διατηρούν ιδιόκτητο, περιφραγμένο χώρο στάθμευσης στην παραπάνω θέση, όμορο με το συνεργείο της πρώτης παρεμπιπτόντως ενάγουσας, όπου απασχολείτο ως εργοδηγός, με ευρύτατες αρμοδιότητες και γενική ευθύνη λειτουργίας του χώρου (φύλαξη, καθορισμό δρομολογίων, επίβλεψη εργασιών και εργαζομένων), ο τρίτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος, ……… Ότι, ο τελευταίος, στις 12-7-2013, ζήτησε τηλεφωνικώς από τον δεύτερο παρεμπιπτόντως ενάγοντα, ………….., να επιτρέψει στον …….. να μεταβεί στην επιχείρηση των πρώτου και δεύτερου των παρεμπιπτόντως εναγόμενων, για να επισκευάσει με το μηχάνημα ηλεκτροσυγκόλλησης της πρώτης παρεμπιπτόντως ενάγουσας, τον οδηγό της συρόμενης μεταλλικής πόρτας εισόδου των οχημάτων της που βρισκόταν πακτωμένος στο έδαφος. Ότι, μετά από μισή ώρα περίπου ο δεύτερος παρεμπιπτόντως ενάγων ειδοποιήθηκε πως η μεταλλική πόρτα, συρόμενη μετά την ολοκλήρωση της επισκευής του οδηγού, από τον τρίτο παρεμπιπτόντως εναγόμενο και τρίτο άτομο με το όνομα ……., έφυγε από τη βάση της και κατά την πτώση της χτύπησε και τους τρεις ευρισκόμενους στο σημείο, τραυματίζοντας σοβαρά τον …….. Ότι, η έννομη σχέση που συνδέει την πρώτη παρεμπιπτόντως ενάγουσα με τους πρώτο και δεύτερο των παρεμπιπτόντως εναγόμενων, είναι εκείνη του δανεισμού εργαζομένου, κατόπιν προφορικής ουµφωνίας των τριών µερών (αρχικής εργοδότριας, µισθωτού και κατά δανεισµό εργοδοτών), οι δε τελευταίοι δευτερογενείς ερνοδότες του παθόντος, ενέχονται σε αποζηµίωσή του, εις ολόκληρο µε τον προστηθέντα τους, τρίτο παρεµπιπτόντως εναγόµενο, καθόσον ο τραυµατισµός του …….., οφείλεται αποκλειστικά σε υπαίτια συµπεριφορά τους και συγκεκριμένα σε ειδική αµέλειά τους, λόγω παράβασης των ειδικών διατάξεων των ισχυόντων νόµων, διαταγµάτων ή κανονισµών για τους όρους ασφαλείας, των εργαζομένων, συνιστάµενη στο γεγονός ότι δεν είχαν µεριµνήσει για την ορθή στήριξη της µεταλλικής πόρτας, ενώ, δια του προστηθέντος τους, τρίτου παρεµπιπτόντως εναγόμενου, παραβίασαν από ενδεχόµενο δόλο τη γενική υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη, αφού απέκρυψαν στον ενάγοντα ότι υπήρχαν προβλήµατα λειτουργίας και στήριξης της γκαραζόπορτας, η οποία είχε πέσει και την προηγούµενη του ατυχήµατος εβδοµάδα, αποδεχόµενοι τον κίνδυνο νέας πτώσης της και τραυµατισµού του. Ότι, στη συνέχεια ο παθών, ……….., άσκησε σε βάρος τόσο των ήδη παρεµπιπτόντως εναγόντων, όσο και των ήδη παρεµπιπτόντως εναγόμενων, την προαναφερόµενη από 8-4-2014 αγωγή, η οποία παρατίθεται αυτολεξεί, επιδιώκοντας την αποζηµίωσή του για την περιουσιακή ζηµία, καθώς και τη χρηµατική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το εν λόγω ατύχημα. Ότι, αυτοί (παρεµπιπτόντως ενάγοντες), ουδεµία ευθύνη φέρουν για τον τραυµατισµό του παθόντος. Κατόπιν των ανωτέρω, µετά την παραδεκτή τροπή του αιτήµατος της παρεµπίπτουσας αγωγής τους σε αναγνωριστικό (µε σχετική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την υπ΄αρ. 4187/2015 μη οριστική απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και στην προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεών τους), επικαλούµενοι έννοµο συµφέρον, ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι οι παρεµπιπτόντως εναγόµενοι οφείλουν να τους καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, κάθε ποσό που θα υποχρεωθούν να καταβάλουν στον ενάγοντα της κύριας δίκης για κεφάλαιο, τόκους, δικαστική δαπάνη και έξοδα, καθώς και για έξοδα έκδοσης απογράφου, σύνταξης επιταγής προς πληρωµή και επίδοση επιταγής προς πληρωµή, µε το νόµιµο τόκο από την καταβολή τους σε αυτόν µέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι παρεµπιπτόντως εναγόµενοι στα δικαστικά τους έξοδα. Επικουρικά δε, σε περίπτωση συνυπαιτιότητάς τους, η οποία δεν υπερβαίνει σε ποσοστό το 5%, και υπό την αίρεση παραδοχής της αγωγής, να αναγνωρισθεί, για τους ίδιους παραπάνω λόγους, ότι οι παρεµπιπτόντως εναγόµενοι οφείλουν να τους καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, ποσοστό 95% του ποσού, που θα υποχρεωθούν να καταβάλουν στον ενάγοντα της κύριας δίκης, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά εκτιθέµενα.

Με την ως άνω, τέλος, από 10-2-2015 και με αριθµό κατάθεσης δικογράφου …../2015 (δεύτερη) παρεµπίπτουσα αγωγή εξ αναγωγής, οι παρεµπιπτόντως ενάγοντες – ήδη εκκαλούντες, εξέθεταν σ΄αυτή, κατ΄ εκτίμηση του  περιεχομένου της, ότι είναι µέτοχοι της ανώνυµης εταιρείας µε την επωνυµία ‘………….’’, στην οποία εργαζόταν ως οδηγός ο ……… Ότι, ο δεύτερος από αυτούς, ……. αποχώρησε από την παραπάνω εταιρεία στις 30-6-2013, κατόπιν συνταξιοδότησής του. Ότι, στις 12-7-2013, ο παραπάνω οδηγός, εν αγνοία των παρεµπιπτόντως εναγόντων, προκειµένου να κλείσει τη συρόµενη µεταλλική γκαραζόπορτα του χώρου στάθµευσης των οχηµάτων που διατηρεί ο πρώτος παρεµπιπτόντως ενάγων, …….., στη θέση …….. στον ……… Αττικής, η οποία είχε ακινητοποιηθεί, ζήτησε τη βοήθεια του ενάγοντος της κύριας αγωγής ………, µε τον οποίο διατηρούσε φιλική σχέση, εργαζόµενου ως ηλεκτροσυγκολλητή στην παρεµπιπτόντως εναγόμενη. Ότι, ο ………, αφού έλαβε την έγκριση του προϊσταμένου του, ………, µετέβη στον όµορο χώρο στάθµευσης και προσπάθησε από κοινού µε τον …….. και τρίτο άτοµο µε το όνοµα ……., να σύρουν και να κλείσουν την παραπάνω πόρτα, µε αποτέλεσµα, λόγω των έντονων προσπαθειών τους, αυτή να µετακινηθεί από τη θέση της και να επιπέσει πάνω τους, τραυµατίζοντας σοβαρότερα τον κυρίως ενάγοντα, ο οποίος άσκησε σε βάρος τόσο των ήδη παρεµπιπτόντως εναγόντων, όσο και της ήδη παρεµπιπτόντως εναγόμενης, την προαναφερόµενη από 8-4-2014 αγωγή, η οποία παρατίθεται αυτολεξεί, επιδιώκοντας την αποζηµίωσή του για την περιουσιακή ζηµία, καθώς και την χρηµατική ικανοποίησή του λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Ότι, οι παρεµπιπτόντως ενάγοντες, ουδεµία ευθύνη φέρουν για τον τραυµατισµό του παθόντος, καθόσον δεν υπήρξαν εργοδότες του, γιατί ουδέποτε συνήφθη µεταξύ τους σύµβαση δανεισµού εργαζοµένου, ενώ το προπεριγραφέν ατύχηµα δεν µπορεί να χαρακτηρισθεί ως εργατικό. Κατόπιν των ανωτέρω, µετά την παραδεκτή εν µέρει τροπή του αιτήµατος της παρεµπίπτουσας αγωγής τους σε αναγνωριστικό (µε σχετική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την υπ΄αρ. 4187/2015 μη οριστική απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και στην προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεών τους, όπου και αναλύεται), επικαλούµενοι έννοµο συµφέρον, ζητούσαν αφενός να υποχρεωθεί η παρεµπιπτόντως εναγόμενη να τους καταβάλει τα αιτούµενα καταψηφιστικώς από τον κυρίως ενάγοντα ποσά, αφετέρου να αναγνωρισθεί ότι η τελευταία οφείλει να τους καταβάλει τα αιτούµενα από τον ενάγοντα αναγνωριστικώς ποσά, όπως το αίτηµα της κύριας αγωγής τράπηκε εν µέρει σε αναγνωριστικό κατά τα ανωτέρω, συµπεριλαµβανοµένων των επιδικασθησοµένων κεφαλαίου, τόκων, δικαστικής δαπάνης, καθώς και εξόδων έκδοσης απογράφου, σύνταξης επιταγής προς πληρωµή και επίδοση επιταγής προς πληρωµή, µε το νόµιµο τόκο από την καταβολή τους στον κυρίως ενάγοντα µέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η παρεµπιπτόντως εναγοµένη στα δικαστικά τους έξοδα. Επικουρικά δε, σε περίπτωση συνυπαιτιότητάς τους, η οποία δεν υπερβαίνει σε ποσοστό το 10%, και υπό την αίρεση παραδοχής της αγωγής, να υποχρεωθεί η παρεµπιπτόντως εναγόμενη, καθώς και να αναγνωρισθεί ότι τους οφείλει αντίστοιχα, για τους ίδιους παραπάνω λόγους, ποσοστό 90% του ποσού, που θα υποχρεωθούν να καταβάλουν στον ενάγοντα της κύριας δίκης για κάθε επιμέρους κονδύλιο (καταψηφιστικώς και αναγνωριστικώς αιτούμενο αντίστοιχα), κατά τα ανωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα.

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 4187/20-11-2015 μη οριστική απόφαση (ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών), με την οποία αφού κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 7-11-2014 ως άνω (πρώτης) παρεμπίπτουσας αγωγής ως προς τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα  ……… για τον εκεί αναφερόμενο λόγο, συνεκδίκασε κατά τα λοιπά τις ανωτέρω αγωγές (κύρια και παρεμπίπτουσες), αντιμωλία των διαδίκων, ορθώς διέταξε δε τον χωρισμό της από 8-4-2014 (κύριας) αγωγής, ως προς την επικουρική βάση της για τον τέταρτο εναγόμενο αυτής …… και ως προς την κύρια βάση της για τον πέμπτο εναγόμενο αυτής ………, καθώς ερείδονται στο άρθρο 925 ΑΚ και παρέπεμψε αυτές προς εκδίκαση (άρθρα 247 και 591 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε τότε), κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, στο αρμόδιο καθ΄ ύλη και κατά τόπο δικαστήριο, ήτοι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (άρθρα 14 παρ.2, 22, 35 ΚΠολΔ). Ακολούθως, ως προς την κύρια βάση της και κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτης, δεύτερου, τρίτου και τέταρτου των εναγόμενων, έκρινε την κύρια αγωγή ορισμένη και νόμιμη (όσον αφορά στο αίτημά της περί κήρυξης προσωρινώς εκτελεστής της απόφασης που θα εκδοθεί, μετά τη μερική τροπή του καταψηφιστικού αιτήματός της σε αναγνωριστικό, κρίθηκε νόμιμο μόνο σχετικά με το εναπομείναν καταψηφιστικό αίτημα αυτής), πλην του παρεπόμενου αιτήματός της περί επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία που πραγματοποιήθηκε κάθε επιμέρους αιτούμενη δαπάνη από τον ενάγοντα, το οποίο απέρριψε το παραπάνω Δικαστήριο ως μη νόμιμο, διότι σε περίπτωση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, τόκοι οφείλονται μόνο από την επίδοση της αγωγής, εφόσον δεν υπάρχει προηγούμενη όχληση, γεγονός που δεν επικαλείται ο ενάγων στην αγωγή του. Επίσης, αφού έκρινε απορριπτέες, ως μη νόμιμες, τις ως άνω παρεμπίπτουσες αγωγές αναφορικά με την κύρια βάση τους, µε την οποία οι (παρεμπιπτόντως) ενάγοντες αυτών, αντίστοιχα, κατά τα προαναφερόµενα, ισχυρίζονται ότι δεν φέρουν ευθύνη για το ατύχημα, αλλά αποκλειστικά υπαίτιοι είναι οι παρεµπιπτόντως εναγόµενοι, δεδοµένου ότι στην περίπτωση αυτή δε νοείται αναγωγή, κατ΄ άρθρο 927 ΑΚ, (ΑΠ 932/2013, ΑΠ 260/2011 και Εφ.Αθ. 3148/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τις έκρινε ορισμένες και νόμιμες ως προς την επικουρική τους βάση (όσον αφορά στο αίτημα περί κήρυξης προσωρινώς εκτελεστής της απόφασης μόνο σχετικά με το εναπομείναν καταψηφιστικό αίτημα της δεύτερης εξ αυτών), πλην του αιτήματός τους περί επιδίκασης εξόδων έκδοσης απογράφου, σύνταξης επιταγής προς πληρωµή και επίδοση επιταγής προς πληρωµή, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, καθώς αυτά δεν αποτελούν τµήµα της αποζηµίωσης. Στη συνέχεια, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης επί των εν λόγω αγωγών (κύριας και παρεμπιπτουσών) και διέταξε την επανάληψη της συζήτησής τους στο ακροατήριο, προκειμένου να διενεργηθεί η με την ίδια ως άνω απόφαση (υπ΄αρ. 4187/2015), διαταχθείσα ιατρική πραγματογνωμοσύνη. Κατόπιν της διενέργειας της τελευταίας, επαναφέρθηκαν προς συζήτηση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), τόσο η ως άνω κύρια αγωγή (με την ως άνω από 4-5-2017 κλήση του ενάγοντος σε αυτήν προς τους εναγόμενους, πλην του ……, για τον οποίο είχε χωριστεί η υπόθεση, κατά τα προεκτεθέντα), όσο και οι ως άνω παρεμπίπτουσες αγωγές (με τις ως άνω από 2-11-2017 και 26-10-2017 κλήσεις των παρεμπιπτόντως εναγόντων σε κάθε μία από αυτές, αντίστοιχα, κατά των παρεμπιπτόντως εναγόμενων).

Το ανωτέρω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 3051/2019 οριστική απόφασή του, δικάζοντας επίσης κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, ερήμην του τρίτου εναγόμενου ……. και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, απέρριψε την κύρια αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία ‘………’’ και τον δεύτερο εναγόμενο …….., ως ουσιαστικά αβάσιμη και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή αυτήν ως προς τον τρίτο εναγόμενο ………..και τον τέταρτο εναγόμενο ………. και ως ουσιαστικά βάσιμη. Υποχρέωσε δε τους τελευταίους, τον καθένα εις ολόκληρο, να καταβάλουν στον ενάγοντα, ως αποζημίωση το ποσό των 905,07 ευρώ, καθώς επίσης αναγνώρισε την υποχρέωσή τους να καταβάλουν στον ενάγοντα, ο καθένας εις ολόκληρο, το συνολικό ποσό των 165.561,53 ευρώ (εκ των οποίων 150.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και το υπόλοιπο ως αποζημίωση), ενώ, ακολούθως, απέρριψε τις ως άνω παρεμπίπτουσες αγωγές, ως ουσιαστικά αβάσιμες.

Την ανωτέρω απόφαση (υπ΄αρ. 3051/2019), πρόσβαλαν οι τέταρτος και πέμπτος των εναγόμενων στην κύρια αγωγή – παρεμπιπτόντως ενάγοντες στη δεύτερη ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή,  με την κρινόμενη από 24-10-2019 έφεσή τους κατά των ως άνω εφεσίβλητων καθώς και του ……., για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικά δικάσιμος η 8η-10-2020, οπότε επήλθε βιαία διακοπή της δίκης λόγω θανάτου (την 1-5-2020) του τέταρτου εφεσίβλητου …….., προσκομιζομένης της σχετικής από 6-5-2020 ληξιαρχικής πράξης θανάτου {με στοιχεία (αριθμός/τόμος/έτος) ……./2020}  της ληξιάρχου Αθηνών.

Ήδη οι εκκαλούντες, με την ένδικη από 24-4-2022 κλήση τους, παραδεκτά επαναφέρουν προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, την ως άνω έφεση προς τους καθ΄ών η κλήση – εφεσίβλητους, πλην του αρχικού τέταρτου, ήδη αποβιώσαντος, εφεσίβλητου …… ., (ως προς τον οποίο, όπως προεκτέθηκε, έχει επέλθει βιαία διακοπή της δίκης), καθώς πρόκειται για απλή ομοδικία.

Παραπονούνται δε οι εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεση τους κατά της ως άνω οριστικής απόφασης (υπ΄αρ.3051/2019), με την οποία συμπροσβάλλεται και η προαναφερθείσα προηγηθείσα (υπ΄αρ. 4187/2015) μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί, στο σύνολό της, η ως άνω κύρια αγωγή του ενάγοντος, άλλως να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή τους.

Με τον έβδομο (τελευταίο) λόγο της έφεσης, ο δεύτερος εκκαλών ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση (υπ΄αρ.3051/2019), εσφαλμένα παρέλειψε να αποφανθεί περί αυτού και των σε βάρος του αγωγικών κονδυλίων, ενώ ήταν εναγόμενος στην ένδικη από 8-4-2014 αγωγή, χωρίς επίσης να αναφέρει για ποιο λόγο δεν εισήχθη η αγωγή σε βάρος του. Ο λόγος αυτός της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προαναφέρθηκε, ως προς τον εν λόγω εκκαλούντα (αρχικό πέμπτο εναγόμενο – δεύτερο παρεμπιπτόντως ενάγοντα στην ως άνω δεύτερη παρεμπίπτουσα αγωγή) είχε διαταχθεί ήδη, με την υπ΄αρ. 4187/20-11-2015 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο χωρισμός της από 8-4-2014 (κύριας) αγωγής, καθώς ερείδεται στο άρθρο 925 ΑΚ και παραπέμφθηκε αυτή προς εκδίκαση, κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, στο αρμόδιο καθ΄ύλη και κατά τόπο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών). Με την προαναφερθείσα δε από 4-5-2017 κλήση του ενάγοντος, επαναφέρθηκε η ως άνω κύρια αγωγή προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τους εναγόμενους, πλην του ………, αφού για τον τελευταίο είχε ήδη χωριστεί η υπόθεση. Ορθώς, επομένως, κατά τα προεκτεθέντα, το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην εκκαλουμένη υπ΄αρ. 3051/2019 οριστική απόφασή του, δεν περιέλαβε τον δεύτερο εκκαλούντα ………. ως εναγόμενο και δεν αποφάνθηκε περί των εις βάρος του αγωγικών κονδυλίων, παρά μόνο ως παρεμπιπτόντως ενάγοντα στη δεύτερη ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή, νομιμοποιούμενου ενεργητικά στην άσκηση της ένδικης έφεσης μόνο με την τελευταία αυτή ιδιότητά του.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την παραπάνω υπ΄αρ. 4187/2015 μη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, ήτοι της μάρτυρα του ενάγοντος (ήδη πρώτου εφεσίβλητου) . ………, του μάρτυρα της πρώτης και δεύτερου των εναγόμενων (ήδη δεύτερης και τρίτου των εφεσίβλητων) ………., του μάρτυρα των τέταρτου και πέμπτου των εναγόμενων (ήδη εκκαλούντων) …………, καθώς και της ανωμοτί εξέτασης του αρχικού τρίτου εναγόμενου ……… (ήδη αποβιώσαντος), των υπ΄αρ. …….. και ……./25-5-2015 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……. . και …………, αντίστοιχα, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που προσκομίζουν οι εκκαλούντες και λήφθηκαν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εντός της προθεσμίας προσθήκης – αντίκρουσης, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων τους, που έλαβε χώρα με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριό του κατά τη δικάσιμο της 21ης-5-2015 (μετά από την οποία εκδόθηκε η υπ’ αρ. 4187/2015 απόφαση αυτού), οι οποίες σε κάθε περίπτωση παραδεκτά προσκομίζονται ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (μη λαμβανομένης υπόψη της υπ’αρ. ……./18-9-2014 ένορκης βεβαίωσης του …….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., διότι δόθηκε από πρόσωπο που ήταν διάδικος), όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και της υπ’ αρ. πράξης κατάθεσης της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου ………/31-3-2017 έκθεσης ιατρικής πραγματογνωμοσύνης της ιατρού ορθοπεδικού – χειρουργού – τραυματιολόγου ………, η οποία διορίστηκε ως πραγματογνώμονας με την ως άνω μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο ενάγων ……… – ήδη πρώτος εφεσίβλητος, προσλήσθηκε στις 11-7-2012 από την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία (‘………..’’) – ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στο κεντρικό κατάστημα της επιχείρησης στον Πειραιά, προκειμένου να παράσχει την εργασία του σ΄ αυτήν με την ειδικότητα του εργάτη – ηλεκτροσυγκολλητή, διαθέτοντας δεκαετή περίπου σχετική εμπειρία άσκησης του εν λόγω επαγγέλματος, χωρίς ωστόσο να κατέχει σχετικό πτυχίο ή νόμιμο τίτλο. Συμφωνήθηκε δε, μεταξύ άλλων, να παράσχει την εργασία του στα διάφορα υποκαταστήματα που διατηρούσε η πρώτη εναγόμενη – εργοδότριά του, ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης. Στις 12-7-2013 και περί ώρα 7 π.μ., ο ενάγων μετέβη στις εγκαταστάσεις του υποκαταστήματος της πρώτης εναγόμενης στον …….. Αττικής στην θέση ……, για να εργαστεί εκεί και ειδικότερα να επισκευάσει ένα απορριμματοφόρο της επιχείρησης. Περί τις 9.30 π.μ., ο εργαζόμενος της όμορης επιχείρησης (με αντικείμενο την εκμετάλλευση βυτιοφόρων οχημάτων), ιδιοκτησίας του τέταρτου εναγόμενου ………. – ήδη πρώτου εκκαλούντος, …… – τρίτος εναγόμενος- αρχικός τέταρτος εφεσίβλητος (ήδη θανών, ως προς τον οποίο κατά τα προεκτεθέντα έχει επέλθει βίαια διακοπή της δίκης και δεν επαναφέρεται όσον αφορά σε αυτόν, με την ένδικη αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας κλήση, η κρινόμενη έφεση), ζήτησε από τον ενάγοντα να του παράσχει βοήθεια εκτελώντας μία εργασία συγκόλλησης στην εξωτερική πόρτα της επιχείρησης. Ο ενάγων είπε στον ………, ότι δεν είχε αντίρρηση να παράσχει τη βοήθειά του, εκτελώντας την ως άνω εργασία στη διπλανή επιχείρηση, υπό την προϋπόθεση να συμφωνήσει ο υπεύθυνος προστηθείς υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης εργοδότριάς του ……… – δεύτερος εναγόμενος – ήδη τρίτος εφεσίβλητος, τον οποίο και κάλεσε από το κινητό του τηλέφωνο, προτρέποντας τον ……….. να συνεννοηθεί μαζί του.  Ο ως άνω υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης ………, όταν ενημερώθηκε σχετικά από τον ενάγοντα και τον ……., έδωσε τη συγκατάθεσή του να μεταβεί ο ενάγων στην όμορη επιχείρηση, προκειμένου να παράσχει την εργασία, που του είχε ζητηθεί (από τον ………), καθώς η επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης στην οποία εργαζόταν (ο ……… αλλά και ο ενάγων), είχε πολύ καλές σχέσης με την όμορη επιχείρηση, δεδομένου και του ότι ο ιδιοκτήτης της τελευταίας ……… μαζί με τον αδελφό του …….. (τέταρτος και πέμπτος των εναγόμενων – ήδη εκκαλούντες), ήταν συγκύριοι και εκμισθωτές του οικοπέδου, στο οποίο διατηρούσε το υποκατάστημά της η πρώτη εναγόμενη. Ο ενάγων, έχοντας λάβει τη σύμφωνη γνώμη από τον δεύτερο εναγόμενο …….., υπεύθυνο βάρδιας, μετέβη στην όμορη επιχείρηση του τέταρτου εναγόμενου και ενήργησε εργασίες συγκόλλησης σε μία μεταλλική πόρτα διαστάσεων πλάτους περίπου έξι (6) μέτρων και ύψους 2,20 μέτρων, η οποία κινείτο πάνω σε ράγα κύλισης και στηριζόταν με ράουλο στο πάνω μέρος της. Πιο συγκεκριμένα, συγκόλλησε το σημείο που συρόταν η πόρτα κάνοντας πάκτωση στο έδαφος με την γωνία – οδηγό που συρόταν η πόρτα. Μετά την ολοκλήρωση της ως άνω εργασίας από τον ενάγοντα, που διήρκεσε λίγα λεπτά της ώρας και ενώ αυτός βρισκόταν γυρισμένος με την πλάτη προς την συρόμενη πόρτα συλλέγοντας τα εργαλεία του, ο τρίτος εναγόμενος ζήτησε από τον ……., ο  οποίος περνούσε την ώρα εκείνη από το σημείο αυτό (καθώς είχε μεταβεί στον χώρο στάθμευσης των φορτηγών με σκοπό να λάβει κάποια αντικείμενα από το φορτηγό που οδηγούσε ο θείος του) να τον βοηθήσει να σύρουν και να ανοίξουν την ως άνω πόρτα. Στην προσπάθειά τους, όμως αυτή, η πόρτα, που ήταν ελαττωματικής κατασκευής, εκτροχιάσθηκε από τον διάδρομο που συρόταν, αιφνίδια, ενώ ο ενάγων, ο οποίος δεν αντιλήφθηκε το ανωτέρω περιστατικό, δεν είχε την δυνατότητα να απομακρυνθεί για να την αποφύγει, με αποτέλεσμα να καταπλακωθεί από αυτή. Μαζί με τον ενάγοντα εγκλωβίσθηκαν και οι ανωτέρω …… … και ……, οι οποίοι όμως, λόγω της θέσης τους, κατόρθωσαν να απεγκλωβισθούν, ο πρώτος μόνος του και ο δεύτερος με τη βοήθεια των εκεί παρευρισκομένων, χωρίς να υποστούν σοβαρές σωματικές βλάβες. Από τον τρόπο που επήλθε το ατύχημα συνάγεται ότι η πρόκλησή του οφείλεται στη μη ορθή κατασκευή της πόρτας σε συνδυασμό με τον αδέξιο χειρισμό εκ μέρους του ……… (τρίτου εναγόμενου) και του ………., που δεν γνώριζε το κατασκευαστικό της πρόβλημα, οι οποίοι την τράβηξαν απότομα και λόγω του βάρος της δεν μπόρεσαν να την συγκρατήσουν στα χέρια τους. Ειδικότερα, η εν λόγω γκαραζόπορτα δεν είχε κατασκευασθεί με τεχνικώς άρτιο τρόπο, παρουσίαζε δε προβλήματα στη χρήση της λόγω της μεγάλης πλευρικής της επιφάνειας και του επίσης μεγάλου βάρους της, αφού αρκούσε ένα απότομο τράβηγμα αυτής για να βγει από τη θέση της. Σημειωτέον δε ότι, ο ………… γνώριζε το πρόβλημα της (πόρτας) και ότι το τράβηγμα αυτής μπορούσε να προκαλέσει την έξοδό της από τον διάδρομο που συρόταν και την πτώση της, πράγμα, άλλωστε, που είχε συμβεί και την προηγούμενη ημέρα και ακόμη μία φορά προ μίας εβδομάδας. Με βάση τα παραπάνω και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, πρόκειται για δανεισμό εργαζόμενου (ενάγοντος), αντίθετα με τα όσα αβάσιμα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται στην έφεση (στον πρώτο, δεύτερο, αλλά και στον τρίτο λόγο αυτής), καθώς με τη συναίνεση τόσο του ίδιου (του ενάγοντος) αλλά και την έγκριση της εργοδότριάς του εταιρείας – πρώτης εναγόμενης, διά του υπεύθυνου βάρδιας αυτής δεύτερου εναγόμενου, ανταποκρινόμενοι στην πρόταση του τρίτου εναγόμενου, προστηθέντος του τέταρτου εναγόμενου, προσέφερε την εργασία του στην επιχείρηση του τελευταίου (δευτερογενή εργοδότη) για τον προαναφερθέντα σκοπό. Το ένδικο δε ατύχημα είναι εργατικό, καθώς, σύμφωνα επίσης με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ενάγοντος – εργαζόμενου, προκαλώντας τη βλάβη της υγείας του, ως αποτέλεσμα βίαιας και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγόμενου σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του ως άνω παθόντος και το οποίο και δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η σχέση παροχής των υπηρεσιών και η, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, προσφορά τους από αυτόν. Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι υπεύθυνη, ως εργοδότρια του ενάγοντος, ήταν η πρώτη εναγόμενη, επικαλούμενοι το γεγονός ότι αυτή του κατέβαλε το μισθό του κ.λπ., δεν είναι βάσιμος, διότι, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, στην περίπτωση του δανεισμού εργαζόμενου, δεν λύεται η σύμβαση εργασίας και ο παλαιός εργοδότης δεν αποβάλλει την ιδιότητα του εργοδότη, ενώ και ο τρίτος που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του δανειζομένου μισθωτού (στην προκείμενη περίπτωση ο τέταρτος εναγόμενος) αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη, επέρχεται δηλ. διάσπαση (κατάτμηση) της ιδιότητας του εργοδότη, με συνέπεια τον επιμερισμό των εργοδοτικών αρμοδιοτήτων. Για την έννοια του δανεισμού δεν έχει σημασία η βραχυχρόνια, όπως εν προκειμένω, ή μακροχρόνια απομάκρυνση (παραχώρηση) του εργαζομένου από τον αρχικό εργοδότη του, με τον οποίο δεν αποκόπτεται ο ενοχικός δεσμός και ο οποίος εξακολουθεί να βαρύνεται με τις υποχρεώσεις από την σύμβαση εργασίας και δη, εκτός από αντίθετη συμφωνία, για την καταβολή του μισθού και των άλλων παροχών που τον βαρύνουν, ενώ τον κατά δανεισμό (δευτερογενή) εργοδότη (στην ένδικη περίπτωση τον τέταρτο εναγόμενο), βαρύνουν οι υποχρεώσεις σεβασμού των όρων δημόσιας τάξης που ισχύουν κατά την εκτέλεση της εργασίας και η τήρηση της ως άνω υποχρέωσης πρόνοιας για την εξασφάλιση όρων και συνθηκών κατ`αυτήν για την προστασία της ζωής και της υγείας του κατά παραχώρηση μισθωτού. Από τα ανωτέρω δε περιστατικά προκύπτει ότι, αποκλειστικά υπαίτιοι για την πρόκληση του ως άνω ατυχήματος ήταν ο τρίτος εναγόμενος ……. καθώς και τέταρτος εναγόμενος …….. Ειδικότερα, ο πρώτος προσκάλεσε τον ενάγοντα να του παράσχει συνδρομή στη σταθεροποίηση της γκαραζόπορτας και έλαβε την άδεια από τον δεύτερο εναγόμενο προς τούτο, χωρίς να τους ενημερώσει προηγουμένως ότι η κατασκευή της πόρτας αυτής ήταν πλημμελής και ότι υπήρχε ισχυρό ενδεχόμενο πτώσης της, καθώς είχε πρόσφατα εκτροχιαστεί δύο φορές, κατά τα προεκτεθέντα. Επιπλέον, μετά του …….., τον οποίο επίσης δεν ενημέρωσε για το πρόβλημα της πόρτας, την μετακίνησαν αιφνίδια με αδέξιο χειρισμό, χωρίς τη λήψη μέτρων ασφαλείας  και χωρίς την επίδειξη της δέουσας προσοχής που όφειλε και μπορούσε κατά τις περιστάσεις να επιδείξει, προξενώντας τον εκτροχιασμό αυτής και την πτώση της στο σώμα του ενάγοντα, τον οποίο μάλιστα δεν είχε προηγουμένως ειδοποιήσει να απομακρυνθεί. Ο δεύτερος (……..) – κύριος της επιχείρησης ευθύνεται ως προστήσας του υπαλλήλου του ………. Το ότι, όπως υποστηρίζει ο ως άνω εναγόμενος στον πρώτο λόγο της έφεσής του, ο …….., οδηγός των φορτηγών της επιχείρησής του, ενήργησε εν αγνοία του, ζητώντας από τον ενάγοντα να πραγματοποιήσει την ως άνω εργασία στην πόρτα ώστε να εισέλθει με το φορτηγό που οδηγούσε στον χώρο στάθμευσης, δεν αναιρεί την ευθύνη του, αφού αυτός, όπως προαναφέρθηκε, ευθύνεται για το πταίσμα του προστηθέντος ως άνω υπαλλήλου του, σαν να είναι δικό του πταίσμα. Πέραν τούτου, ο ………. ευθύνεται και αυτοτελώς, καθώς, ως φέρων την ιδιότητα του (δευτερογενούς) εργοδότη, όφειλε να ασκεί επίβλεψη της επιχείρησής του, να είχε γνώση των προβλημάτων των εγκαταστάσεων αυτής και να είχε ενεργήσει προς αποτροπή του σχετικού κινδύνου πρόκλησης ατυχημάτων στον τόπο εργασίας, προβαίνοντας, είτε στη σταθεροποίηση της πόρτας με ειδική πρόσθετη κατασκευή ή άλλον τεχνικώς ενδεδειγμένο τρόπο, δια πρόσληψης κατάλληλου συνεργείου για την επισκευή της, ώστε να μην παρουσιάζει ταλαντώσεις και συνακόλουθα αυξημένο κίνδυνο πτώσης σε περίπτωση οιουδήποτε χειρισμού της, είτε στην άμεση αντικατάστασή της από άλλη πόρτα που να πληροί τους όρους ασφαλείας. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα της υπ΄αρ.πρωτ…../2013 Έκθεσης έρευνας του επίμαχου εργατικού ατυχήματος που διενήργησε την 1-10-2013 και 24-10-2013, ο Επιθεωρητής του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) της Περιφερειακής Δ/νσης ΚΕ.Π.Ε.Κ. Δυτ. Αττικής και Πελοποννήσου ……, το ατύχημα θα είχε αποφευχθεί: Εάν ο ιδιοκτήτης της εγκατάστασης …….. : α) Είχε μεριμνήσει και λάβει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε το σύστημα στήριξης της μεταλλικής πόρτας και η ράγα κύλισης, που βρισκόταν στο έδαφος να διατηρείτο σε καλή κατάσταση και δεν είχε αχρηστευθεί από την συχνή διέλευση των βαρέων οχημάτων όπως ορίζει το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 2 του Ν. 3850/2010 και β) είχε μεριμνήσει και λάβει τα κατάλληλα μέτρα ώστε, τόσο το ράουλο στήριξης στο πάνω μέρος της μεταλλικής πόρτας να ήταν ασφαλές και η κατακόρυφη πλευρά στήριξης να είχε μεγαλύτερο ύψος (με την τοποθέτηση κατάλληλης κοιλοδοκού ασφαλώς πακτωμένης στο έδαφος), όπως τοποθετήθηκε μετά το συμβάν, ώστε να παρέχουν μεγαλύτερη ασφάλεια έναντι πτώσης, όπως ορίζει το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 4 του Π.Δ 16/96 και συγκεκριμένα του εδαφίου 11.4 του Παραρτήματος ΙΙ ή του εδαφίου 12.6 του Παραρτήματος Ι. Αντίθετα, δεν προέκυψε ότι υφίσταται υπαιτιότητα της πρώτης εναγόμενης (πρωτογενούς) εργοδότριας εταιρείας και του προστηθέντος εκ μέρους της υπεύθυνου βάρδιας …… – δεύτερου εναγόμενου, ο οποίος παρείχε συναίνεση και δεν έδωσε εντολή (όπως διατείνονται οι εκκαλούντες) στον ενάγοντα να μεταβεί στην όμορη επιχείρηση προκειμένου να παράσχει την εργασία που του είχε ζητηθεί, αφού δεν γνώριζε την ελαττωματικότητα της γκαραζόπορτας ούτε μπορούσε να τη γνωρίζει, καθώς δεν ενημερώθηκε σχετικά από τον προστηθέντα του τέταρτου εναγόμενου. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι δόθηκε εντολή (που δεν γίνεται δεκτό από το Δικαστήριο) και πάλι δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί από πρώτη εναγόμενη διά του υπαλλήλου της ………, ότι η διενέργεια εργασίας ηλεκτροσυγκόλλησης σε μία πόρτα, ελλόχευε τον κίνδυνο πτώσης και τραυματισμού του εργαζομένου της. Έλλειψη ευθύνης του εργοδότη ………. δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει το τυχόν απότομο τράβηγμα, καθόσον κατά την κοινή πείρα μόνο αυτό δεν δύναται να προκαλέσει την πτώση μιας συρόμενης πόρτας που πληροί τις προδιαγραφές ασφαλείας.

Επομένως, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων, που προβλήθηκε πρωτοδίκως από αυτούς, τόσο ως παρεμπιπτόντως εναγόντων στην ως άνω δεύτερη (από 10-2-2015) παρεμπίπτουσα αγωγή τους, όσο και από τον πρώτο εξ αυτών ως εναγόμενο και επαναφέρουν με την ένδικη έφεσή τους περί αποκλειστικής υπαιτιότητας της πρώτης εναγόμενης και του δεύτερου εναγόμενου, -παρεμπιπτόντως εναγόμενων, άλλως συνυπαιτιότητας (άρθρο 300 ΑΚ) αυτών στο ένδικο ατύχημα, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Οπότε ορθά απορρίφθηκε η εν λόγω παρεμπίπτουσα αγωγή με την εκκαλουμένη, παρά τα όσα περί του αντιθέτου αβάσιμα υποστηρίζονται στον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσης. Άλλωστε, το ζήτημα της έλλειψης υπαιτιότητας της πρώτης εναγόμενης εταιρείας και του δεύτερου εναγόμενου …….., ως προς την επέλευση του ένδικου ατυχήματος, έχει κριθεί, με δύναμη δεδικασμένου, με την υπ΄αρ. 256/2022 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δικάζοντος επί έφεσης του ενάγοντος κατά της ίδιας εκκαλουμένης απόφασης, αναφορικά με το κεφάλαιό της  με το οποίο απέρριψε την αγωγή του ως προς τους ως άνω (πρώτη και δεύτερο) των εναγόμενων, την οποία (έφεση) απέρριψε κατ΄ουσία. Ακόμη, ο ……… ως υπεύθυνος της πρώτης εναγόμενης εταιρείας (……..), με την υπ΄αρ. ΑΤ 1666/2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκε αθώος σε δεύτερο βαθμό, της πράξης της μη αναγγελίας εργατικού ατυχήματος, ενώ πρωτοδίκως, με την υπ΄αρ. ΖΜ 1858/2019 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, είχε ήδη κηρυχθεί αθώος της έτερης πράξης για την οποία κατηγορείτο, ήτοι αυτή της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρά υποχρέου, κατά παραυτουργία με τον ………., ο οποίος, με την ίδια απόφαση είχε κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής σχετικά με τον τραυματισμό του ενάγοντος στο ένδικο ατύχημα και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 14 μηνών. Δεν προκύπτει δε αν ασκήθηκε έφεση κατά της ως άνω απόφασης από τον τελευταίο και η πορεία αυτής. Εξάλλου, απορριπτέος τυγχάνει κι ο ισχυρισμός των εκκαλούντων, που επίσης πρόβαλαν πρωτοδίκως και επαναλαμβάνεται με τον έκτο λόγο της ένδικης έφεσης, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας, άλλως συνυπαιτιότητας (άρθρο 300 ΑΚ) του ενάγοντος, στην πρόκληση του επίδικου ατυχήματος, καθώς δεν προέκυψε κάποιας μορφής πταίσμα του, που να συνετέλεσε σ΄ αυτή. Το επικαλούμενο δε από τους εκκαλούντες γεγονός, ότι ο ενάγων δεν κατείχε άδεια ηλεκτροσυγκολητή, δεν ασκεί επιρροή στο ένδικο ατύχημα. Κι αυτό διότι, πέραν του ότι αυτός εργαζόταν με την ειδικότητα αυτή πέραν της δεκαετίας, είχε δηλαδή πολυετή εμπειρία, το ατύχημα δεν συνέβη κατά τη διάρκεια των εργασιών ηλεκτροσυγκόλησης της επίμαχης πόρτας, τις οποίες κλήθηκε να πραγματοποιήσει, αλλά μετά το τέλος αυτών και υπό τις ανωτέρω περιγραφείσες συνθήκες και για τους προαναφερθέντες λόγους, που δεν σχετίζονται με την πλημμελή διενέργεια των εν λόγω εργασιών εκ μέρους του ενάγοντος. Ο τελευταίος είχε γυρισμένη την πλάτη, μαζεύοντας τα εργαλεία του, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, όταν οι …… και ………, έσυραν την πόρτα, χωρίς καν να τον ειδοποιήσουν να απομακρυνθεί από το σημείο εκείνο.

Ακόμη, αποδείχθηκε ότι, ένεκα του ως άνω ατυχήματος, ο ενάγων- πρώτος εφεσίβλητος τραυματίστηκε σοβαρά. Ειδικότερα, από την πτώση της πόρτας, ο ενάγων υπέστη κάταγμα ιερού οστού, διάσταση ιερολαγονίου, κάταγμα εγκαρσίων αποφύσεων δεξιά 01, 02, 03, 04 και 05. Διακομίσθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ» και νοσηλεύθηκε στην Ορθοπεδική Κλινική του ανωτέρω νοσοκομείου κατά το χρονικό διάστημα από 12-7-2013 έως 23-7-2013, οπότε και εξήλθε με οδηγίες για λήψη αναρρωτικής άδειας ενός (1) μηνός και επανεξέταση. Κατά την επανεξέταση που διενεργήθηκε στο ίδιο ως άνω νοσοκομείο στις 21-8-2013, διαπιστώθηκε ρήξη ιερολαγονίου αριστερά, κάταγμα ιερού οστού αριστερά και μικρή διαταραχή του πυελικού δακτυλίου, του συστήθηκε δε η χρήση ζώνης πυέλου (βλ. από 21-8-2013 ιατρικό σημείωμα του διευθυντή του Ορθοπεδικού τμήματος του ως άνω νοσοκομείου ………). Στις 3-10-2013 ο ενάγων υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης στο διαγνωστικό εργαστήριο ‘……………’’, στην οποία διαπιστώθηκε ότι: α) το κάταγμα της πρόσθιας μοίρας της άνω επιφυασιακής πλάκας του σώματος του 04 σπονδύλου πορώθηκε μερικώς, με συνύπαρξη και μικρής περιοχής ήπιου οστικού οιδήματος στα πλαίσια οστικών θλάσεων σε αποδρομή, β) το αποσπαστικό κάταγμα της δεξιάς εγκάρσιας απόφυσης του σώματος του 05 σπονδύλου παρουσιάζει ατελή ιεροποίηση και γ) ο υποδόριος κυτταρολιπώδης ιστός της ράχης και από το ύψους του 01 έως το επίπεδο του 04-5 σπονδύλου παρουσίαζε ήπιο οίδημα. Στις 5-3-2014 υποβλήθηκε σε ακτινοσκόπηση λεκάνης – ισχύων, βάσει της οποίας διαγνώσθηκε ότι η ηβική σύμφυση έχει παραμορφωθεί – υπεξαρθρωθεί και το δεξιό ιερολαγόνιο έχει υποστεί ασαφοποίηση – υπαρθρική σκλήρυνση. Στις 26-11- 2014 διαπιστώθηκε, μετά από αξιολόγηση της υγείας του από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΚΕ.Π.Α. (Αρ. Επιτροπής ………), ότι φέρει κάταγμα εγκάρσιας αποφύσεως 02, 03, 05, διάταση ηβικής σύμφησης, ατροφία αριστερού τετρακέφαλου, κορμική δυσκαμψία επί εδάφους τραυματικής κάκωσης, ασταθή στηθάγχη 1ου σταδίου με περιορισμένης έκτασης ισχαιμία και κρίθηκε ανάπηρος κατά ιατρική πρόβλεψη από 9-5-2014 έως 31-5-2015 σε ποσοστό 50%. Περαιτέρω, από την ιατρική πραγματογνωμοσύνη, που διενήργησε στις 25-1-2017 η διορισθείσα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την ανωτέρω μη οριστική απόφασή του, πραγματογνώμονας ιατρός – ορθοπεδικός – χειρουργός – τραυματιολόγος …………., διαπιστώθηκε ότι οι σωματικές κακώσεις που είχε υποστεί ο ενάγων από το ατύχημα είχαν δημιουργήσει μόνιμες σωματικές βλάβες και ειδικότερα: α) μετατραυματική επώδυνη εμβιομηχανική αστάθεια του πυελικού δακτυλίου (δυναμική και στατική) συνεπεία του εξαρθρήματος και της διάστασης της ηβικής σύμφυσης και τσυ κατάγματος του αριστερού ηβοϊσχιακού κλάδου με απότοκο την εγκατάσταση εκφύλισης αμφοτέρων των ιερολαγονίων αρθρώσεων, β) εγκατάσταση νευρογενούς χωλότητας των κάτω άκρων συνεπεία των καταγμάτων τη ΟΜΣΣ (εγκαρσίων αποφύσεων των 02, 03 και 05 σπονδύλων) και της νευρογενούς βλάβης του αριστερού λαγονοψοϊτη μυός, γ) εγκατάσταση μετατραυματικής νευρογενούς ουροδόχου κύστης συνεπεία της βλάβης των οσφυοιερών νευρικών πλεγμάτων του σφικτήρα αυτής με επίσχεση του περιεχομένου της (ούρων) και δ) εγκατάσταση μετατραυματικής νευρογενούς στυτικής γενετήσιας δυσλειτουργίας συνεπεία βλάβης του ισχιακού νευρικού πλέγματος και ειδικότερα του γεννητικού (έξω σπερματικού) νευρικού στελέχους και του σύστοιχου σπερματικού τόνου. Οι ανωτέρω σωματικές βλάβες που υπέστη ο ενάγων συνεπεία του ενδίκου ατυχήματος είναι μόνιμες εφόρου ζωής, μη αναστρέψιμες και μη ιάσιμες και ο ίδιος έχει καταστεί ανάπηρος σε ποσοστό 50 – 55%. Δεν δύναται να πραγματοποιεί ευχερώς καθημερινές δραστηριότητες, να ασκήσει το επάγγελμα του ηλεκτροσυγκολλητή καθώς και οιοδήποτε επάγγελμα απαιτεί βάδιση και ορθοστασία. Λόγω του μόνιμου άλγους στην περιοχή της πυέλου και της μυϊκής αδυναμίας των κάτω άκρων, εμφανίζει περιορισμό της κινητικότητας και χωλότητα στη βάδιση με συνέπεια να δύναται μόνο να ασκήσει μόνο καθιστική εργασία και όχι πολύωρη που συνεπάγεται στατική καταπόνηση (βλ. σχετικά προαναφερθείσα υπ΄αρ. …./31-3-2017 ΄Εκθεση πραγματογνωμοσύνης της ως άνω ιατρού πραγματογνώμονα). Εξάλλου, όπως αναφέρεται ρητά στην ανωτέρω Έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ο ενάγων υπέστη εγκατεστημένη μόνιμη πλέον μη αναστρέψιμη εφόρου ζωής, μη ιάσιμη στατική και δυναμική αστάθεια του πυελικού δακτυλίου. Η συνέπεια αυτή, αποδίδεται κατά την έκθεση πραγματογνωμοσύνης και στη μη προσήκουσα ιατρική αντιμετώπιση των σωματικών του βλαβών (συντηρητικά και όχι δια χειρουργικής επέμβασης επαναφοράς των οστών στην ορθή τους θέση, ώστε να κολλήσουν κατά τον ορθό τρόπο). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά αποφάνθηκε με την εκκαλουμένη, ότι, από τα διδάγματα της κοινής πείρας συνάγεται ότι ακόμη και η διενέργεια εντός των πρώτων εικοσιτετραώρων χειρουργικής επέμβασης, η οποία δεν έλαβε χώρα, δεν θα συνεπαγόταν σε κάθε περίπτωση την πλήρη ίαση του ενάγοντος καθόσον τέτοιου είδους επεμβάσεις είναι δυσχερείς και η δυνατότητα πλήρους ίασης του ασθενή δεν τυγχάνει εκ των προτέρων βέβαιη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εκκαλούντων που προβάλουν στο πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου της ένδικης έφεσης, ως αβάσιμων. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν δεχθούμε, ότι αν είχε ακολουθηθεί, η, σύμφωνα με την πραγματογνώμονα, ορθή ιατρική αντιμετώπιση, θα είχε επέλθει πλήρης ίαση του ενάγοντος ως προς την συγκεκριμένη βλάβη της υγείας του (καθώς υπέστη κι άλλες σοβαρές σωματικές βλάβες, όπως παραπάνω αναφέρθηκαν για τις οποίες δεν τίθεται θέμα μη προσήκουσας ιατρικής αντιμετώπισης), το γεγονός αυτό δεν είναι ικανό να διακόψει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του τραυματισμού του ενάγοντος στο ένδικο ατύχημα  και της επελθούσας ως άνω βλάβης της υγείας του, η οποία δεν θα επέρχονταν χωρίς αυτόν.

Εξαιτίας δε του τραυματισμού του, ο ενάγων αναγκάστηκε να δαπανήσει, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (με βάση τις προσκομιζόμενες και αναφερόμενες στην εκκαλουμένη σχετικές αποδείξεις παροχής υπηρεσιών) τα ακόλουθα ποσά: α) για ιατρικές εξετάσεις το ποσό 175,70 ευρώ, β) για επισκέψεις σε ιατρό ορθοπεδικό, 490 ευρώ, γ) για φυσιοθεραπεία, ποσό 100 ευρώ, δ) για φάρμακα και ορθοπεδικά είδη 318,87 ευρώ και συνολικά 905,07 ευρώ. (Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, αν και τα ως άνω ποσά αθροιζόμενα, υπερβαίνουν το ποσό αυτό, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει μεγαλύτερο ποσό, βάσει της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος και εφόσον ο ενάγων δεν έχει ασκήσει σχετικά αντίθετη έφεση ή αντέφεση). Απορρίφθηκε δε, ως αναπόδεικτο, με την εκκαλουμένη απόφαση, το αγωγικό αίτημα ποσού 5.760 ευρώ για υπηρεσίες φυσικοθεραπείας, κεφάλαιο ως προς το οποίο δεν πλήττεται η εν λόγω απόφαση. Εξάλλου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 6.626,52 ευρώ, που αφορά στις δαπάνες, όπως αυτές αναλύονται στην εκκαλουμένη, που ο ενάγων θα αναγκαζόταν να καταβάλλει ως αμοιβή σε τρίτο πρόσωπο – αποκλειστική νοσοκόμα, τις υπηρεσίες του οποίου είχε ανάγκη, καθ΄όλη τη διάρκεια της ημέρας, για την καθημερινή του φροντίδα (σίτιση, ένδυση, καθαριότητα κ.α.) από 12-7-2013 έως 30-9-2013, χρονικό διάστημα κατά το οποίο, λόγω της κατάστασης της υγείας του εξαιτίας του τραυματισμού του, αδυνατούσε να φροντίσει μόνος του τον εαυτό του και να αυτοεξυπηρετηθεί, τις οποίες (υπηρεσίες) του πρόσφεραν η σύντροφός του …….. και η αδελφή του, με υπερένταση των δυνάμεών τους και παραμελώντας τις δικές τους υποχρεώσεις. Ακόμη, επιδικάστηκε (με την εκκαλουμένη) στον ενάγοντα, για το επόμενο χρονικό διάστημα από 1-10-20l3 έως 31-3-2014, κατά το οποίο αυτός είχε ανάγκη παροχής βοήθειας από οικιακή βοηθό, ως αποζημίωση για την ως άνω αιτία, το ποσό των (22,83 ευρώ χ 182 ημέρες) = 4.155,06 ευρώ. Επίσης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε στον ενάγοντα αποζημίωση που αφορά στη δαπάνη στην οποία αυτός υποβλήθηκε για το χρονικό διάστημα από 22-7-2013 έως 31-3-2014, κατά το οποίο χρειαζόταν να λαμβάνει ειδική βελτιωμένη διατροφή, αναγκαία για τη σωστή λειτουργία του οργανισμού του, εξαιτίας των προβλημάτων της υγείας του που προκλήθηκαν από το ατύχημα, για την οποία κατέβαλε 5 ευρώ ημερησίως πέραν της δαπάνης για τη συνήθη διατροφή του και συνολικά (253 ημέρες χ 5 ευρώ) = 1.265 ευρώ. Επιπροσθέτως, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, κατά το χρονικό διάστημα από 12-7-2013 έως 30-9-2014, ο ενάγων δεν μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμα του ηλεκτροσυγκολλητή, ένεκα του τραυματισμού του, με αποτέλεσμα να μειωθούν τα έσοδά του κατά το ποσό των 820,51 – 578,10 ευρώ ( που ελάμβανε ως αναπηρικό επίδομα) = 242,41 ευρώ χ 14,5 μήνες = 3.514,95 ευρώ (χωρίς να προσμετράται το ‘’μπόνους’’ εκ 350 ευρώ, στα σταθερά έσοδά του, καθώς η παροχή αυτή είναι έκτακτη, μη ενσωματωμένη με συμβατικό όρο στο μισθό του ενάγοντος εξαρτώμενη από έτερους μεταβαλλόμενους παράγοντες, όπως την απόδοση του ενάγοντα, αλλά και των άλλων εργαζόμενων, τις αποφάσεις καθώς και την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης). Σύμφωνα με τα παραπάνω,  επιδικάστηκε  με την εκκαλουμένη ως αποζημίωση στον ενάγοντα για τις ως άνω αιτίες, το ποσό των 905,07 ευρώ (με καταψηφιστική διάταξη) και το συνολικό ποσό των 15.561,53 ευρώ (με αναγνωριστική). Ως προς τα ανωτέρω δε επιδικασθέντα στον ενάγοντα κονδύλια, δεν υφίσταται ειδικός λόγος έφεσης.

Περαιτέρω, από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη από την αδικοπραξία του τέταρτου εναγόμενου – πρώτου εκκαλούντος, αλλά και του ως άνω προστηθέντος αυτού. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες τις οποίες συνέβη το εν λόγω ατύχημα, την ηλικία του ενάγοντος κατά το χρόνο αυτού (42 ετών), τη βαρύτητα και το είδος του τραυματισμού του, την ταλαιπωρία και τη στεναχώρια που δοκίμασε ένεκα αυτού, τη μόνιμη βλάβη της υγείας – αναπηρία που υπέστη (χωλότητα στη βάδιση, νευρογενή ανεπάρκεια του σφικτήρα, με αποτέλεσμα την αυτόματη ούρηση ή αδυναμία ούρησης, καθώς και τη  σοβαρή στυτική γενετήσια δεισλειτουργία κ.α. όπως παραπάνω αναφέρθηκαν), την αδυναμία του, εξαιτίας της κατάστασής του αυτής, όπως επίσης προαναφέρθηκε, να ασκεί πλέον το επάγγελμα του ηλεκτροσυγκολλητή, αλλά και έτερα επαγγέλματα που απαιτούν ορθοστασία και σωματική κούραση, την αποκλειστική υπαιτιότητα του τέταρτου εναγόμενου και του προστηθέντος αυτού, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, το Δικαστήριο κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένου στο ποσό αυτό, του ποσού των 45 ευρώ, το οποίο ο ενάγων είχε επιφυλαχθεί να αξιώσει ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου). Το ποσό αυτό (των 100.000 ευρώ) κρίνεται εύλογο, βάσει των ως άνω ληφθέντων υπόψη στοιχείων και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος, όπως η αρχή αυτή εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ) και όχι το ποσό των 150.000 ευρώ, που επιδικάστηκε με την εκκαλουμένη, το οποίο κρίνεται υπερβολικό σε σχέση με τα ανωτέρω περιστατικά, γενομένου εν μέρει δεκτού του σχετικού δεύτερου σκέλους του πέμπτου λόγου της κρινόμενης έφεσης.

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, ήτοι μόνο ως προς το ύψος της επιδικασθείσας στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τον βάσιμο περί τούτου ως άνω λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί ως προς το κεφάλαιό της αυτό και μόνο ως προς τον τέταρτο εναγόμενο, ενώ δεν θίγεται όσον αφορά στους λοιπούς διαδίκους και ως προς τα λοιπά κεφάλαιά της. Παραταύτα, για λόγους ενότητας της εκτέλεσης, θα περιληφθεί στο διατακτικό το συνολικά οφειλόμενο στον ενάγοντα από τον τέταρτο εναγόμενο – πρώτο εκκαλούντα, ποσό, δηλ. τόσο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης όσο και της αποζημίωσης (ως προς το οποίο δεν θίγεται η εκκαλουμένη). Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως προς τους δεύτερη και τρίτο των εφεσίβλητων κατ΄ ουσία και να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ ουσία ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο – ενάγοντα, αφού κρατηθεί δε η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, όσον αφορά στον τέταρτο εναγόμενο, πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι ο τελευταίος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 905,07 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, καθώς επίσης να αναγνωριστεί ότι αυτός οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 115.561,53 ευρώ (εκ των οποίων 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση και 15.561,53 ευρώ, ως αποζημίωση κατά τα προεκτεθέντα). Τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης και τρίτου των εφεσίβλητων, ως προς τους οποίους απορρίφθηκε η έφεση, να επιβληθούν για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, εις βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, μέρος από τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εφεσίβλητου – ενάγοντος, ενόψει της εν μέρει νίκης του και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εις βάρος του τέταρτου εναγόμενου, ενώ όσον αφορά στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος των εκκαλούντων (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), όπως επίσης ορίζονται στο διατακτικό.         

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει την έφεση κατ΄ ουσία ως προς τους δεύτερη και τρίτο των εφεσίβλητων.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των ως άνω εφεσίβλητων, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος των εκκαλούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει την έφεση ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο και κατ΄ουσία.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 3051/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, μόνο ως προς τον τέταρτο εναγόμενο – πρώτο εκκαλούντα και κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρατεί την αγωγή και

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση κατά το μέρος αυτό.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον τέταρτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννιακοσίων πέντε ευρώ και επτά λεπτών (905,07 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση του τέταρτου εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των εκατόν δέκα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα ενός ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (115.561,53 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – πρώτου εφεσίβλητου – ενάγοντος για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εις βάρος του τέταρτου ενάγοντος – πρώτου εκκαλούντος τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες πεντακόσια (3.500) ευρώ και για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας εις βάρος των εκκαλούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 28 Φεβρουαρίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                H  ΓPAMMATEAΣ