Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 313/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

τμήμα 4ο

Αριθμός  απόφασης :     313/ 2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τμήμα 4ο)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση,  μεταξύ:

ΤΩΝ  ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ:1) ………..2) ………  3) …………. οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια τους Δικηγόρο Κωνσταντίνα Χόρτη.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) ………2) ………..3) ……, 4) ………. 5) ………., 6) ………. 7)………. 8) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια τους Δικηγόρο Αλεξία Δεληγιάννη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες άσκησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από  01/06/2018 και με αρ.καταθ. …/ …../2018 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 2583/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εκκαλούσες – ενάγουσες  με την από 01-06-2020  και υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2020 έφεσή τους, η οποία ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 4.3.2021, οπότε και ματαιώθηκε. Προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη σημερινή δικάσιμο της 20ης Μαΐου 2021 με την υπ’ αριθμ. 82/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς δικαστή, Αικατερίνης Νομικού, Προέδρου Εφετών, δυνάμει του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α’ 43/23-3-2021), περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση δεν εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων.

Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο,  η πληρεξούσια Δικηγόρος των εκκκαλουσών αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων ανέπτυξε τις απόψεις της με τις προτάσεις είχε προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η από 01-06-2020  και υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2020 έφεση των εναγουσών και ήδη εκκαλούντων κατά της με αρ. 2583/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της  εκκαλούμενης απόφασης  κι έχει κατατεθεί από τις εκκαλούσες  το  νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ….. ………e παράβολο ποσού 100 €). Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες ισχυρίστηκαν με την από 01/06/2018 και με αρ.καταθ. ………./2018 αγωγή τους,  επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ότι είναι  συγκυρίες κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου, κείμενου στις Σπέτσες, εκτός του  σχεδίου πόλεως και ζώνης, στην αγροτική θέση «……….», συνολικού εμβαδού 2.418,00 τ.μ., όπως αυτό εμφαίνεται από το επισυναπτόμενο στη αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …….. το οποίο περιήλθε σ’ αυτές δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./9-8-1985 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σπετσών ……., που μεταγράφηκε νόμιμα, λόγω δωρεάς εν ζωή που συνέστησε υπέρ αυτών η γιαγιά τους …… ………. σε συνδυασμό, όσον αφορά την τρίτη εξ αυτών, με την υπ’ αριθ. …../30-4-2007 πράξη αποδοχής πρότασης σύστασης δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Σπετσών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι στη δικαιοπάροχο τους ……….., είχε περιέλθει από άτυπη αγορά που έλαβε χώρα το έτος 1952 από την . ………… Ότι  η δικαιοπάροχος αυτών από το ανωτέρω έτος ασκούσε   στο ακίνητο αυτό αδιάκοπα διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου, καθώς είχε φυτεύσει σ’ αυτό ελιές και αμυγδαλιές, των οποίων συνέλεγε τον καρπό και φρόντιζε τον παρακείμενο  Ιερού ναό του ……… (εξωκκλήσι), τα κλειδιά του οποίου κατείχε αποκλειστικά. Ότι  το έτος 1997 η οικογένεια των εναγουσών δημιούργησε εντός αυτού πρόχειρες κατασκευές, όπου  εγκατέστησε  διάφορα  ζώα, πρόβατα και ερίφια,   με  σκοπό  την  κάλυψη των οικογενειακών αναγκών διατροφής, χώρο που διατηρούσαν έως την άσκηση της αγωγής (oι ενάγουσες και η οικογένειά τους) με τη συνδρομή κυρίως  της  μητέρας των εναγουσών ….. και της δεύτερης των εναγουσών, η οποία είναι μόνιμη κάτοικος Σπετσών και ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση οπωροπαντοπωλείου, που διατηρούσε ο πατέρας αυτών ……….. Ότι η ……….. (δικαιοπάροχος των πρώτης,  δευτέρου  και  τρίτου  των  εναγομένων),  με την από 7-4-1994 και με αρ. εκθ. κατ. ……./1994 αγωγή της ενώπιον του  Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς στρεφόμενη κατά των εναγουσών, και της δικαιοπαρόχου και γιαγιάς τους . ……….., ζήτησε να αναγνωρισθεί κυρία κατά ποσοστό 14/48 εξ αδιαιρέτου στο ίδιο ακίνητο και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες  να της το αποδώσουν, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ.  166/1996  απόφαση  του άνω Δικαστηρίου (τακτικής διαδικασία) που απέρριψε την  αγωγή ως αόριστη. Ότι στη συνέχεια με την από  7-5-2003 και με αρ. εκθ. κατ. …../2003 αγωγή που άσκησαν αρχικά ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η  ίδια . ……….., ο ………. (δικαιοπάροχος των τέταρτου, έκτης, έβδομης και όγδοου τον εναγόμενων), καθώς  και ο τέταρτος και η πέμπτη των εναγομένων ζήτησαν, ως κληρονόμοι του απώτερου δικαιοπαρόχου τους ………., ο οποίος απεβίωσε αδιάθετος στις Σπέτσες το έτος 1938,  να αναγνωρισθούν  συγκύριοι, κατά ποσοστό 56/192 εξ αδιαίρετου, η πρώτη, 14/192 ο δεύτερος και κατά 21/192 ο καθένας από τους λοιπούς, ακινήτου εμβαδού 12.330 τμ. αγωγή τους, που είχε περιέλθει στον αποβιώσαντα δικαιοπάροχο τους …….., δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./30-9-1921 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδικειακού Γραμματέως Σπετσών …………, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι στα πλαίσια της άνω αγωγής,  αφού παραπέμφθηκε η εκδίκασή της στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (βλ. υπ’ αριθ. 4111/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), με τις από 4.12.2008 προτάσεις τους, οι άνω ενάγοντες αμφισβήτησαν την συγκυριότητα των εναγουσών στο επίδικο ακίνητο της παρούσας αγωγής (των 2.418,00 τ.μ), ισχυριζόμενοι  ότι  το ακίνητο αυτό «φέρεται»  ότι μεταβίβασε στις ενάγουσες η δικαιοπάροχος γιαγιά τους.   Ότι αφού με την με αρ. 4232/2009 μη οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη, εκδόθηκε η με αρ. 1585/2012 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου,  η  οποία επικυρώθηκε με την με αρ. 864/2014  απόφαση του Εφετείου Πειραιά, με την οποία κρίθηκε ότι το επίδικο αγροτεμάχιο της παρούσας αγωγής περιλαμβάνεται στο ακίνητο της από  7-5-2003 και με αρ. εκθ. κατ. ……/2003 αγωγής, που αναφέρεται και περιγράφεται στον τίτλο του απώτερου δικαιοπαρόχουτων εναγόντων της  …….., (αριθ. …../30-9-1921 συμβόλαιο του συμβολαιογραφούντος   Ειρηνοδικειακού   Γραμματέα   Σπετσών …….), την έκταση του οποίου προσδιόρισε, σύμφωνα με τα πορίσματα της άνω πραγματογνωμοσύνης σε 6.879,41 τ.μ., και έκανε δεκτή την αγωγή  τους αναγνωρίζοντας  τους εκεί ενάγοντες συγκυρίους αυτού αιτία κληρονομικής διαδοχής με τα ποσοστά που αναφέρονται  αναλυτικά.   Ότι οι ενάγουσες ουδέποτε κλήθηκαν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ούτε  κατέστησαν διάδικοι της εκεί δίκης, για το επίδικο ακίνητο της παρούσας αγωγής. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν να αναγνωρισθεί η συγκυριότητά τους στο άνω ακίνητο, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου για την κάθε μία και να επιβληθούν σε βάρος των εναγόμενων τα δικαστικά τους έξοδα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή και κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες για λόγους που ανάγονται σε  εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου.

Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 330 και 331 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ιδίων προσώπων που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Το δεδικασμένο ως αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί, η δε απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο (ΑΠ 1397/2012 ΧΡΙΔ 2013/130). Αν παρ’ όλα αυτά ασκηθεί νέα αγωγή για το δικαίωμα που καλύπτεται από το δεδικασμένο, απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 560/2016 ΝΟΜΟΣ), διότι το δικαίωμα που έχει κριθεί ήδη με τελεσίδικη απόφαση δεν επιτρέπεται να εξετασθεί εκ νέου σε άλλη δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων, είτε ως κύριο αντικείμενο, είτε ως προϋπόθεση άλλου δικαιώματος (ΑΠ 178/2013 ΕΦΑΔ 2013/655). Εξάλλου,  κατά τη διάταξη του άρθρου 325 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά 1) των διαδίκων, 2) εκείνων που έγιναν διάδοχοί τους όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της 3) εκείνων που νέμονται ή κατέχουν το επίδικο πράγμα στο όνομα κάποιου διαδίκου ή διαδόχου του, αδιάφορο αν πρόκειται για σχέσεις εμπράγματες ή ενοχικές. Το Δεδικασμένο δεν ισχύει απέναντι σε εκείνον που απέκτησε δικαιώματα σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου με μεταβίβαση από μη δικαιούχο». Στη διάταξη του άρθρου 325 περ.1ΚΠολΔ αποτυπώνεται η αρχή της  ταυτότητας των προσώπων ως αναγκαία κατ’ αρχήν υποκειμενική προϋπόθεση για την ενέργεια του δεδικασμένου και επακόλουθο του συζητητικού συστήματος (άρθρο 106 ΚΠολΔ), η οποία που θέτει τον κανόνα ότι το δεδικασμένο ισχύει πρωταρχικά υπέρ και κατά των διαδίκων. Αποκλείεται έτσι η επέκταση αυτού σε τρίτα πρόσωπα, απλώς και μόνον επειδή η διαφορά τους είναι όμοια κατά την ιστορική και νομική αιτία της με το αντικείμενο δίκης, στην οποία δεν μετείχαν. Τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου ισχύουν και ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως από την απόφαση και καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο με τις προϋποθέσεις του άρθρ. 331 ΚΠολΔ, δηλαδή εφόσον αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος και το δικαστήριο ήταν υλικά αρμόδιο να αποφασίσει και για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα (ΑΠ 249/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό, ώστε να καλύπτονται από το δεδικασμένο και τρίτα πρόσωπα, αποτελούν οι προβλεπόμενες στο ίδιο άρθρο περιπτώσεις (325 περ.2 και 3)  καθώς και οι περιπτώσεις των επόμενων άρθρων 326- 329 ΚΠολΔ, που δεν επιδέχονται ανάλογης εφαρμογής.  Όπως  προκύπτει από την περ.2 του άρθρου 325 ΚΠολΔ το δεδικασμένο ισχύει έναντι των ειδικών διαδόχων  των διαδίκων, που κατέστησαν  κατά τη διάρκεια της δίκης και συνεπώς αν το δικαίωμα είχε μεταβιβασθεί πριν την έναρξη της δίκης και η αγωγή ασκήθηκε από το μεταβιβάσαντα, τότε αυτός είναι μη νομιμοποιούμενο πρόσωπο,  ο δε ειδικός διάδοχος δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο αν  εξακολουθεί να είναι δικαιούχος και κατά τη διάρκειά της (ΑΠ 575/2019, ΑΠ 470/2016, ΑΠ 2009/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου κατά την περ. 2 ως νεμόμενος στο όνομα κάποιου από τους διαδίκους ή τους διαδόχους του νοείται ο αντιπρόσωπος του νομέα, ήτοι εκείνος που ασκεί τη φυσική εξουσία επί του πράγματος για λογαριασμό άλλου, στον οποίο έχει παραχωρήσει ο νομέας (ΑΠ 923/2018). Προφανώς η διατύπωση της παραπάνω παραγράφου δεν κυριολεκτεί, διότι ο αντιπρόσωπος του νομέα δεν «νέμεται» δεν έχει δηλαδή τη βούληση να έχει το πράγμα ως ίδιο, αλλά κατέχει, ασκεί τη φυσική εξουσία επί του πράγματος για λογαριασμό άλλου, του αντιπροσωπευομένου, ο οποίος – και μόνον αυτός – νέμεται δια του αντιπροσώπου. Νομή για λογαριασμό άλλου δεν νοείται, αφού εννοιολογικό στοιχείο της νομής είναι η διάνοια κυρίου. Συνεπώς επέκταση του δεδικασμένου δεν ισχύει σε περίπτωση που ο διάδικος ασκεί ίδια  νομή στο όνομά του. Ακόμα η αναφορά του νόμου σε εμπράγματες ή ενοχικές σχέσεις, η οποία είναι ατελής, έχει την έννοια του χαρακτηρισμού όχι της σχέσης αυτού που παραχώρησε την κατοχή με αυτόν που ασκεί τη φυσική εξουσία στο πράγμα για τον πρώτο, αλλά της σχέσης για την οποία εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση, από την οποία δημιουργείται το δεδικασμένο. Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης το δεδικασμένο ισχύει έναντι του αντιπρόσωπου του νομέα, οιονεί νομέα και κατόχου (ΑΠ 239/1981 ΝοΒ 29.1478, Δ. Κονδύλης  το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007 σ. 526, Κουσούλης, η δέσμευση τρίτων από το δεδικασμένο 2007 σ. 325, Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 325, σελ. 591 επ.). Στην προκείμενη περίπτωση οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή τους ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου που απορρέει από την με αρ. 864/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία επικύρωσε την με αρ. 1585/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων  αποδείχθηκαν ως προς τη βασιμότητα του άνω λόγου εφέσεως τα εξής : Η ………… (δικαιοπάροχος των πρώτης,  δεύτερου  και  τρίτου  των  εναγόμενων της ένδικης, από 01/06/2018 και με αρ.καταθ. …../2018  αγωγής),  ο  …… (δικαιοπάροχος των τέταρτου, έκτης, έβδομης και όγδοου τον εναγόμενων της ένδικης αγωγής), καθώς  και οι ……… και ……….. ………..,  τέταρτος και  πέμπτη εναγόμενοι  της ένδικης αγωγής, με την από  7-5-2003 και με αρ. εκθ. κατ. ……/2003 αγωγή τους  στρεφόμενη κατά της . ……….. (δικαιοπαρόχου των εναγουσών της ένδικης αγωγής) και . ………..,   που άσκησαν αρχικά ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ζήτησαν, ως κληρονόμοι του απώτερου δικαιοπαρόχου τους …….., ο οποίος απεβίωσε αδιάθετος στις Σπέτσες το έτος 1938,  να αναγνωρισθούν  συγκύριοι, κατά ποσοστό 56/192 εξ αδιαίρετου, η πρώτη, 14/192 ο δεύτερος και κατά 21/192 ο καθένας από τους λοιπούς, ακινήτου εμβαδού 12.330 τμ. όπως αυτό περιγραφόταν στην άνω  αγωγή, που είχε περιέλθει στον αποβιώσαντα δικαιοπάροχο τους ……, δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/30-9-1921 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδικειακού Γραμματέως Σπετσών …….., που μεταγράφηκε νόμιμα. Η αγωγή αυτή έγινε δεκτή με την με αρ. 1585/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση με την με αρ. 4111/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), με την οποία οι ενάγοντες αναγνωρίστηκαν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου με αιτία την  εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής,  η πρώτη ενάγουσα, …….. (εξ αδιαθέτου κληρονομούμενη, κατ’ ισομοιρίαν από την ……., .. ……….. και …… ……….., εδώ πρώτη, δεύτερο και τρίτο των εναγομένων), κατά ποσοστό 14/48 ή 56/192,  ο εκεί δεύτερος ενάγων ……… (κληρονομηθείς από τους τέταρτο, έκτη, έβδομη και όγδοο των εκεί καλούντων και εδώ εναγομένων), κατά ποσοστό 14/192 , ο εκεί τρίτος ενάγων ……… (εδώ τέταρτος εναγόμενος) κατά ποσοστό 21/192, από κληρονομιά της μητρός του … ……….. και η εκεί τέταρτη ενάγουσα (εδώ πέμπτη εναγόμενη), κατά ποσοστό 21/192, από κληρονομιά της μητρός της …. ………… Στα πλαίσια της άνω αγωγής κατόπιν διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, κρίθηκε ότι η αληθής έκταση του επιδίκου ακινήτου ήταν αυτή των 6.780,41 τ.μ. και περιλαμβάνει και το αγροτεμάχιο που περιγράφεται στο υπ’ αριθ. ……./9-8-1985 δωρητήριο συμβόλαιο,  το οποίο επικαλούνται ως  τίτλο ιδιοκτησίας οι ενάγουσες  της παρούσας  επίδικης αγωγής. Η με αρ. 1585/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικυρώθηκε  με την με αρ. 614/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που απέρριψε κατ΄ουσίαν την έφεση των εκκαλούντων,  η οποία έχει  πλέον καταστεί αμετάκλητη μετά την απόρριψη της από 30-4-2015 αίτησης για αναίρεση της υπ’ με την υπ’ αριθ. 615/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου. Όμως από την ανωτέρω απόφαση δεν παράγεται δεδικασμένο και για την παρούσα υπόθεση, διότι ελλείπει η προϋπόθεση της ταυτότητας των διαδίκων, ούτε συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την επέκταση αυτού σε τρίτα πρόσωπα και εν  προκειμένω στις ενάγουσες.  Οι ενάγουσες,  όπως εκθέτουν στο δικόγραφο  της ένδικης αγωγής, έχουν  καταστεί συγκύριες του επιδίκου ακίνητου (των 2.418,00 τ.μ.) με το με αρ.  …./9-8-1985 συμβόλαιο δωρεάς  του συμβολαιογράφου Σπετσών Κωνσταντίνου ……, που μεταγράφηκε νόμιμα, δηλαδή είχαν καταστεί ειδικοί διάδοχοι της δικαιοπαρόχου τους γιαγιάς τους ……..,  πριν την άσκηση της από 7-5-2003 και με αρ. εκθ. κατ. ……./2003 αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκαν οι άνω αποφάσεις. Το δε επίδικο ακίνητο, όπως επικαλούνται στην αγωγή τους, νέμονται οι ίδιες με διάνοια κυρίου μετά το χρόνο νομής της δικαιοπαρόχου τους και όχι ως αντιπρόσωποι στη νομή αυτής (για την οποία θα έπρεπε να υπάρχει έννομη σχέση μεταξύ τους, ήτοι κατοχή, χρησιδάνειο, οιονεί νομή) και ιδίως από το έτος 1997, όπου αναφέρεται ότι όλη η οικογένεια  συνέδραμε στην καλλιέργεια και φροντίδα των ζώων, που διατηρούσαν σ΄αυτό και  μάλιστα η δεύτερη ενάγουσα ως κάτοικος Σπετσών, δηλαδή οι ενάγουσες ασκούσαν πράξεις νομής τόσο  οι ίδιες (ιδίως η δεύτερη), όσο  και μέσω των λοιπών μελών της οικογένειας αυτών (βοηθοί νομής),  στην οποία περιλαμβάνεται και η δικαιοπάροχος αυτών.  Ο χρόνος δε νομής, πρωτότυπης κτήσης (έκτακτη χρησικτησία) που είναι  1952-2018 (με προσμέτρηση του χρόνου νομής της δικαιοπαρόχου τους) δεν συμπίπτει με τον επικαλούμενο χρόνο της από 7-5-2003 και με αρ. εκθ. κατ. …../2003 αγωγής (1921-2003).  Στην προγενέστερη  από 7-5-2003 και με αρ. εκθ. κατ. …./2003 αγωγή αναφερόταν ότι τμήμα του επίδικου  ακινήτου (ευρύτερου, με αρχικό εμβαδό  12.330 τμ.) «φέρεται η δεύτερη των εναγόμενων (……….) να δωρίζει στις τρεις κόρες του πρώτου εναγόμενου» (ενάγουσες της παρούσας αγωγής), όμως αντικείμενο της αγωγής αυτής ήταν η αναγνώριση της  συγκυριότητας των εναγόντων σε ευρύτερο ακίνητο (12.330 τμ.),  την οποία κατά το ιστορικό αυτής αμφισβητούσαν, οι εναγόμενοι, ……. και …….., ομοίως συγκύριοι σ΄αυτό (το ευρύτερο ακίνητο). Το δε Δικαστήριο στην άνω τελεσίδικη και ήδη αμετάκλητη απόφασή του δεν ασχολήθηκε καθόλου με την εγκυρότητα ή  μη της δωρεάς προς τις παρούσες ενάγουσες (με το με αρ. …../9-8-1985 συμβόλαιο  του συμβολαιογράφου Σπετσών ………), παρόλο που έκρινε ότι το ακίνητο που περιγραφόταν στον τίτλο κτήσεως αυτών,  περιλαμβανόταν στο ευρύτερο ακίνητο, επίδικο της προγενέστερης από 7-5-2003 αγωγής. Οι ενάγουσες συνεπώς  δεν συνιστούν ούτε ειδικοί διάδοχοι μετά την εκκρεμοδικία,  της γιαγιάς τους . ……….., ούτε αντιπρόσωποι στη νομή αυτής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, που απέρρεε από τις άνω αποφάσεις,  κρίνοντας ότι οι ενάγουσες είχαν την ιδιότητα των αντιπροσώπων στη νομή της προαναφερόμενης γιαγιάς τους …….. ……….., έσφαλε. Κατά συνέπεια κατά παραδοχή του πρώτου και μοναδικού λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου της έφεσης στις εκκαλούσες (άρθρο 495 εδ.3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω  να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο  και να  ερευνηθεί η κρινόμενη αγωγή ως προς την νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

Η επίδικη από 01/06/2018 και με αρ.καταθ. ……../2018  αγωγή είναι νόμιμη,  καθώς στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1033, 1192,  1045, 1094 επ. ΑΚ. Για το παραδεκτό αυτής έχει εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων (βλ. το με αρ. …./6.7.2018 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Σπετσών) και ακόμα προσκομίζεται το πιστοποιητικό της διάταξης του άρθρου 54 Α του ν. 4174/2013). Οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή, επικαλούμενοι ότι με βάση το δεδικασμένο που πηγάζει από τις αποφάσεις που προαναφέρθηκαν, έχουν καταστεί οι ίδιοι συγκύριοι εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο.

Από την εκτίμηση των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι, των με αρ.  ……/19-10-2018 και ……/19-10-2018 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …… και …….. που ελήφθησαν  ενώπιον του συμβολαιογράφου Σπετσών ………., με την επιμέλεια των εναγουσών μετά  από νομότυπη κι εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων, (βλ. τις υπ’ αριθ……………./16-10-2018 αντίστοιχα εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………) είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια και μεταξύ αυτών των με αρ. …/2007 πρακτικών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, των με αρ. …./1996 πρακτικών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς της από 30-6-2010 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του Διπλωματούχου Αγρονόμου και Τοπογράφου Μηχανικό ………, που προσκομίστηκαν σε προγενέστερες δίκες με  τη δικαιοπάροχο των εναγουσών και τους δικαιοπαρόχους των εναγόμενων και τους ιδίους,  όπως και των με αρ.  4232/2009 και 864/2014 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιώς αντίστοιχα και λαμβάνονται υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο ακίνητο, όπως περιγράφεται στην αγωγή των εναγουσών έχει έκταση  2.412,18 τμ. και συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσεως που επικαλούνται (το με αρ. ………./9-8-1985 συμβόλαιο δωρεάς του συμβολαιογράφου Σπετσών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα) νότια και νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία Κληρονόμων  …….., βορειοανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων …….. και εν μέρει με ατραπό και δυτικά εν μέρει με ιδιοκτησία κληρονόμων . ……….. και εν μέρει με πλατεία Ιερού ναού …….. (με βάση το από Αυγούστου 1985 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού …. …). Κατόπιν νεώτερης καταμέτρησης  η έκτασή του είναι  2.412 τμ. και συνορεύει   βόρεια -βορειανατολικά με αγροτική οδό, ανατολικά με ιδιοκτησία …….., νότιο – νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία …….., νότιο – νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων . ……….. και δυτικά εν μέρει με ιδιοκτησία κληρονόμων . ……….. και πλατεία Ιερού ναού ……… (βλ. το από Μάϊο του 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……….).  Όπως αναφέρεται στον άνω τίτλο κτήσης, η  δικαιοπάροχος γιαγιά τους,  ………. είχε αγοράσει το ακίνητο αυτό ατύπως από την …….. ……….., το έτος 1952. Όμως δεν προσκομίζεται κανένα περαιτέρω αποδεικτικό στοιχείο, που να αφορά την προέλευση του ακινήτου  από την τελευταία , ότι δηλαδή  το αγροτεμάχιο αυτό περιλαμβανόταν στην περιουσία της ……….. Για το ζήτημα αυτό δεν είναι διαφωτιστικές οι καταθέσεις των μαρτύρων των εναγουσών, που συντάχθηκαν για την παρούσα δίκη (βλ. τις με αρ.  με αρ.  ……/19-10-2018 και ……../19-10-2018 ένορκες βεβαιώσεις). Μόνη η μάρτυρας ανταπόδειξης ……… (βλ. τα με αρ. …../1996 πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί της  22.4.1994 και με αρ.καταθ. ………/1994  προγενέστερης αγωγής με αντικείμενο ακριβώς το ίδιο αγροτεμάχιο) κατέθεσε  ότι το ακίνητο αυτό  το διεκδικούσε ο …………, και  μετά την κατοχή το αγόρασε ο πατέρας της (που το όνομά του δεν αναφέρεται αλλά προφανώς ήταν  ο   ……….. )  μετά δε το θάνατο αυτού, το πούλησε  η μητέρα της (που το όνομά της επίσης δεν αναφέρεται) περί το έτος 1960-1962 στην οικογένεια ……….. (την … και το σύζυγό της …., δηλαδή τη δικαιοπάροχο των εναγουσών και σύζυγό της).  ¨Όμως στον  επικαλούμενο τίτλο κτήσης των εναγουσών αναφέρεται  ως  χρόνος (άτυπης)  αγοράς του ακινήτου  το  έτος 1952 και όχι το 1960- 1962, όπως κατέθεσε η άνω μάρτυρας,   προερχόμενο (το ακίνητο) από την ……. ………..,  ενώ η άνω μάρτυρας αναφέρθηκε  ονομαστικά σε … και όχι ….  Ακόμα η μάρτυρας αυτή δεν  αναφέρει τίμημα, ούτε προσδιορίζει την έκταση του κτήματος αυτού (αν  δηλαδή ήταν περίπου  2 στρέμματα, όσα αναφέρονται στην παραπάνω σύμβαση δωρεάς).  Επίσης ενώ υποστηρίζει ότι συντάχθηκε για συμβόλαιο γι’ αυτό μεταγενέστερα, οι ενάγουσες δεν προσκομίζουν ούτε επικαλούνται συμβολαιογραφικό έγγραφο πώλησης του επιδίκου αγροτεμαχίου από την …….. ……….., προς την δικαιοπάροχο των εναγουσών. Εξάλλου στα πλαίσια της προγενέστερης από  7-5-2003 και με αρ. εκθ. κατ. ……../2003 αγωγής, που όπως εκτέθηκε, άσκησαν οι ….. ………..,   . και . ………..,  . …………, . ………… και ………… κατά των ……. ……….. (δικαιοπαρόχου – γιαγιάς των εναγουσών) και ……. (πατέρα  των εναγουσών) με αντικείμενο την αναγνώριση της κυριότητάς τους σε ακίνητο έκτασης  12.330 τμ. που προερχόταν από τον απώτερο δικαιοπάροχό τους …….,  με την αρ. 4232/2009 μη οριστική απόφαση διενεργήθηκε πραγματογνωμοσύνη για τα εξής ζητήματα : α) αν το επίδικο ακίνητο της αγωγής αυτής (των 12.330 τμ.[α] ακίνητο) περιλαμβανόταν στους τίτλους κτήσης των εναγόντων και σε τυχόν υπάρχοντες τίτλους των εναγομένων και αν συμπίπτει με εκείνο του αποβιώσαντος το έτος 1938 απώτατου δικαιοπαρόχου (όλων των διαδίκων), ……….. και, β) αν το ακίνητο των 2.418 τ.μ. που αναφερόταν στο με αριθμ. ……../1985 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Σπετσών ………. (επίδικο της παρούσας αγωγής, [β] ακίνητο)αποτελούσε  τμήμα του παραπάνω  ή ήταν  ξεχωριστό ακίνητο. Σημειώνεται ότι ο  …………, με το  υπ’ αριθμ. …/30.9.1921 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου . …..,  (όπως είναι το ορθό νούμερο αυτού και όχι 660 που είναι η αξία του)  είχε καταστεί κύριος, μεταξύ άλλου αγρού κείμενου στη θέση «Άγιος Βασίλειος» Σπετσών εκτεινομένου μέχρι το ναό της Παναγιάς,  το οποίο συνορεύει με αγρούς ιδιοκτησίας κληρονόμων …….., …….. και με σταύλο (ορθό μύλο) …….., όπως αναφερόταν στον τίτλο κτήσης του. Ο άνω πραγματογνώμονας διαπίστωσε την ατελή περιγραφή του  ακινήτου στο άνω συμβόλαιο και ότι, από αυτό δεν είναι δυνατή η εύρεση  της θέσεως και του σχήματος του αγροτεμαχίου στο χώρο, αφού δε συνοδεύεται από κάποιο τοπογραφικό διάγραμμα και τα ονόματα των γύρω ιδιοκτητών δεν αντιστοιχούν με αυτά των τωρινών, ενώ μοναδικό σύνορο, το οποίο είναι αναγνωρίσιμο, είναι ο Ιερός Ναός της ……, ο οποίος απεικονίζεται στον χάρτη Μπόταση (1901). Ακόμα ότι η αντιστοίχιση των ορίων του ακινήτου (α), όπως περιγράφεται στον υπ’ αριθμόν …../30.9.1921 τίτλο ιδιοκτησίας του   ……….., με τα όρια αυτού, που περιγράφονται στους τίτλους ιδιοκτησίας των εναγόντων (ήτοι στις αποδοχές κληρονομίας με τα αριθμ. …/7.11.2000, …./18.3.2003, ……/24.10.2006 και …/21.11.2007 συμβόλαια της συμβολαιογράφου …….) είναι αδύνατη, διότι τεχνικά χαρακτηριστικά του εδάφους, όπως ο δρόμος, που δημιουργήθηκε ανατολικά του επιδίκου, έχουν μεταβληθεί, όπως φαίνεται και στις αεροφωτογραφίες του 1940, του 1961, του 1972 και του 1985, καθώς και οι ιδιοκτήτες των γύρω αγρών. Εξάλλου ο  άνω πραγματογνώμονας καταμέτρησε το ακίνητο που  οι εναγόμενοι της εκεί αγωγής  ανέφεραν ως ανεξάρτητο, μη εντασσόμενο στον τίτλο κτήσης των εναγόντων (δηλαδή το [β] ακίνητο, επίδικο της παρούσας αγωγής) σε 1.944,91 τ.μ. όπως αυτό περικλείεται με τα γράμματα Χ-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Ω-Ψ-Χ, (βλ. το τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει την πραγματογνωμοσύνη), το οποίο βρίσκεται ανατολικότερα του υπό στοιχ.  Α-Β-Γ-Δ-ΕΖ-Η-Χ-Ψ-Ω-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Φ-Α ακινήτου, εμβαδού 4.9250 τμ. το οποίο μόνο αυτό, κατά τους εναγόμενους της (α) αγωγής  περιλαμβάνεται στο με αρ. …../30.9.1921 συμβόλαιο (σημειώνεται ότι το επίδικο της παρούσας αγωγής στο δυτικό του όριο συνορεύει με ιδιοκτησία κληρονόμων .. ………..). Λαμβάνοντας υπόψη ότι  σταθερό όριο αποτελεί ο Ιερός Ναός Της …….., ο οποίος αποτελεί το ανατολικό όριο του  αγροτεμαχίου και τοποθετώντας τα όρια του (α) επιδίκου στις αεροφωτογραφίες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το [α] επίδικο αγροτεμάχιο ήταν μεγαλύτερο, όσον αφορά το ανατολικό του μέρος, αλλά, λόγω ανυπαρξίας κάποιου τοπογραφικού διαγράμματος που να συνοδεύει τον υπ’ αριθμ. ……../30.9.1921 τίτλο, δεν συνάγεται, με βεβαιότητα, η έκταση του και συρρικνώθηκε ως προς το όριο αυτό κατά τη διάρκεια του χρόνου. Η θέση του αγροτεμαχίου, σε σχέση με τον Ιερό Ναό της …….., αποτελεί ένδειξη και με δεδομένη την φυσική συνέχεια του (β) επιδίκου (της παρούσας αγωγής) προς την ανατολή, όπως το οριοθέτησαν οι εναγόμενοι, έως τον Ιερό Ναό Της …… καθίσταται  πιθανό, αλλά όχι βέβαιο, ότι  το αγροτεμάχιο που περιγράφεται στο υπ’ αριθμόν …../9.8.1985 δωρητήριο συμβόλαιο (β ακίνητο,  παρόν επίδικο) να αποτελεί τμήμα του του (α) ακινήτου. Με βάση αυτά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι  το  (α) ακίνητο, έχει έκταση   6.870,41 τ.μ. όπως αυτό  εμφαίνεται στο από Μαΐου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα αυτού,  με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Φ-Α, συνορεύει δε βόρεια σε πλευρές Α-Β-Γ & Γ-Δ-Ε με αγροτική οδό, σε πλευρά Ε-Ζ με μονοπάτι -σε πλευρά Ζ-Η-Θ με ιδιοκτησία αγνώστου, ανατολικά σε πλευρές Θ-Ι, I-Κ, Κ-Λ-Μ με ιδιοκτησία αγνώστου, νότια σε πλευρά Μ-Ν-Ξ-0 με ιδιοκτησία 0, αγνώστου, σε πλευρά Π-Ρ-Σ-Τ με ρέμα και δυτικά σε πλευρά Τ-Φ-Α με ιδιοκτησία αγνώστου, περικλείοντας και το παρόν (β) ακίνητο, επίδικο της παρούσας αγωγής, υπό στοιχ.Χ-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Ω-Ψ-Χ, στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα.  Εξάλλου, ο  …………..,  απεβίωσε το έτος 1938 και κληρονομήθηκε, εξ αδιαθέτου, από τη σύζυγο του, …… χήρα     ……….., κατά ποσοστό 1/4 ή 12/48 εξ αδιαιρέτου, και από τα τέσσερα τέκνα του  σύζυγο……….., ……….. σύζυγο………..,……….., και τον……….., κατά ποσοστό 9/48 εξ αδιαιρέτου το καθένα εξ αυτών. Το ακίνητο αυτό [α] μετά το θάνατο του ………..  νεμόταν και κατείχε η σύζυγος αυτού……….., καλλιεργώντας και επιβλέποντας αυτό, για λογαριασμό δικό της και των τεσσάρων ανηλίκων  τέκνων της, ……..,      ……….., και    ……….., ως επίτροπος αυτών. Μετά το θάνατο αυτής το έτος 1956  νέμονταν αυτό  τα δύο αγόρια της οικογένειας …. και   ………, ενεργώντας για λογαριασμό και των λοιπών. Στη συνέχεια το έτος 1962, απεβίωσε στις Σπέτσες, αδιάθετος, ο ……, και το μερίδιο του των 12/48 εξ αδιαιρέτου περιήλθε, λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής, στη σύζυγο του . ……….., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου (ήτοι τα 6/48 εξ αδιαιρέτου) και κατά το λοιπό 1/2 εξ αδιαιρέτου, στα τρία εν ζωή τότε αδέλφια του, ήτοι στην, . ……….., ……….. ……….., καθώς και στον . ……….., κατά ποσοστό 2/48 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Στη συνέχεια, το έτος 1979, απεβίωσε στην Αθήνα, αδιάθετη, η ……….. σύζυγος .. ……….. και το ποσοστό της των 14/48 περιήλθε, λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής, στο σύζυγο της, .. ………..,  κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου (ήτοι περιήλθαν σε αυτόν τα 14/192 εξ αδιαιρέτου) και, στα δύο τέκνα της, …… και ….. ……….., περιήλθαν τα λοιπά 3/4 εξ αδιαιρέτου, ήτοι ποσοστό 21/192 εξ αδιαιρέτου στο καθένα.  Οι ανωτέρω αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά, τόσο για λογαριασμό τους, όσο και για λογαριασμό των δικαιοπαρόχων τους, με τις υπ’ αριθμ. …./7.11.2000 και …../18.2.2003 αντίστοιχα πράξεις δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Πειραιά . ….. που έχουν μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Εξάλλου, ο …….,   σύζυγος της ……….. (δικαιοπαρόχου των εναγουσών) ως συγκληρονόμος και συννομέας κατά ποσοστό 14/48 ή 56/192 εξ αδιαιρέτου, σε τακτά χρονικά διαστήματα εφοδίαζε τα αδέλφια του με καρπούς εξηγμένους από το άνω αγροτεμάχιο και ουδέποτε μέχρι το θάνατό του είχε προβάλει ή δηλώσει με οποιονδήποτε τρόπο ότι νέμεται  αυτό αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό.   Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά με την με αρ. 1585/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία οι εκεί  ενάγοντες αναγνωρίστηκαν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου με αιτία την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή  η πρώτη ενάγουσα, …….., το γένος . ……….. (εξ αδιαθέτου κληρονομούμενη, κατ’ ισομοιρίαν από την ……., . ….. και ……, εδώ πρώτη, δεύτερο και τρίτο των εναγομένων), κατά ποσοστό 14/48 ή 56/192, από το οποίο, ποσοστό 9/48 από κληρονομιά του πατέρα  της . ……….., ποσοστό 3/48 από κληρονομιά της μητέρας της . ……….., και 2/48 από κληρονομιά του αδελφού της, . ……….., ο εκεί δεύτερος ενάγων ……. (κληρονομηθείς από τους τέταρτο, έκτη, έβδομη και όγδοο των εδώ εναγομένων), κατά ποσοστό 14/192 από κληρονομιά της συζύγου του …….., ο εκεί τρίτος ενάγων ……….. (εδώ τέταρτος εναγόμενος) κατά ποσοστό 21/192, από κληρονομιά της μητρός του ……… και η εκεί τέταρτη ενάγουσα (εδώ πέμπτη εναγόμενη), κατά ποσοστό 21/192, από κληρονομιά της μητρός της ………..  Οι εναγόμενοι της (α) αγωγής ……….. και   ……….. με την έφεσή τους δεν αμφισβήτησαν την παραδοχή ότι στο  (α) ακίνητο περιλαμβάνεται και το (β) ισχυριζόμενοι ότι οι ενάγοντες της (α) αγωγής είχαν  εν γνώσει τους ενσωματώσει και αυτό στην αγωγή τους,  ως προς το οποίο όμως η αγωγή αυτή έπρεπε να απορριφθεί λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, αφού αυτό ανήκε στις εδώ ενάγουσες. Αμφισβήτησαν ακόμα, μεταξύ άλλων ότι το (α) ακίνητο όπως τελικώς καταγράφηκε από τον πραγματογνώμονα συνέπιπτε με το αναφερόμενο στο με αριθμ. ……./30.9.1921 συμβόλαιο. Η άνω απόφαση όμως επικυρώθηκε με την με αρ. 864/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς,  η οποία απέρριψε τους λόγους της έφεσης των εκκαλούντων και μεταξύ αυτών την ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, με την αιτιολογία ότι η αγωγή των εναγόντων ήταν αναγνωριστική και αναφερόταν σ΄αυτή ότι οι εναγόμενοι αμφισβητούσαν την κυριότητα των εναγόντων. Η απόφαση αυτή  κατέστη αμετάκλητη με την με αρ. 615/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου, που απέρριψε την αίτηση αναίρεσης των εναγόμενων – εκκαλούντων. Η άνω απόφαση μπορεί να μη συνιστά δεδικασμένο για την παρούσα δίκη,  λόγω έλλειψης της προϋπόθεσης ταυτότητας των διαδίκων, όμως λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο (άρθρο 339 ΚΠολΔ). Οι παραδοχές αυτής ως προς το αυθύπαρκτο ή μη του [β] ακινήτου (επίδικου της παρούσας αγωγής) και των διακατοχικών πράξεων που ασκούσαν σ’ αυτό οι προαναφερόμενοι και ιδίως ο                   . ………… για λογαριασμό όμως και των λοιπών συννομέων – συγκυρίων δεν ανατρέπονται από τα αποδεικτικά στοιχεία της παρούσας δίκης. Οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι  έχει τοποθετηθεί εσφαλμένα το ακίνητο που αναφέρεται στο με αριθμ. ……./30.9.1921 συμβόλαιο, αφού  ο πραγματογνώμων αναφέρθηκε στο ναό της ……… ως μόνο σταθερό σημείο, που απέχει αρκετά από τον ναό του ……… (περίπου 126  μέτρα νοτιοανατολικά, βλ. το από …/2018 τοπογραφικό διάγραμμα του  ………., ενώ απέχει 71,36 μέτρα από το άκρο του επιδίκου), χωρίς να σχολιάσει καθόλου τα θέση του  τελευταίο ναού, αλλά και τα υπόλοιπα σύνορα (το μύλο ……..). Όμως οι ίδιοι οι εναγόμενοι της [α] αγωγής (δηλαδή η δικαιοπάροχος των εναγουσών και ο πατέρας τους)  είχαν υποδείξει ως δυτικό όριο του [β] ακινήτου (παρόντος επιδίκου) την ιδιοκτησία κληρονόμων …… ……….., όπως αναφέρεται ομοίως στο με ……./9-8-1985 συμβόλαιο  του συμβολαιογράφου Σπετσών ……… (τίτλο κτήσεως των εναγουσών). Ο δε ναός του ………. βρίσκεται δυτικά  του παρόντος επιδίκου και περικλείεται στην ιδιοκτησία των κληρονόμων . ……….., με βάση το από 5/2018 τοπογραφικό διάγραμμα του  ………, που ενσωματώνουν οι ενάγουσες στην αγωγή τους. Είναι συνεπώς βέβαιο ότι σε επαφή με το ναό του ………..  υπάρχει ιδιοκτησία του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόμενων και του πατέρα των εναγουσών……….., που απεβίωσε το έτος 1938, ανατολικά της οποίας βρίσκεται το επίδικο της παρούσας αγωγής, στην κατεύθυνση του ναού της …….., ο οποίος αναφέρεται  ως σταθερό σημείο στον τίτλο κτήσεως του………… Οι δε διαπιστώσεις της πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε στην προγενέστερη δίκη,  ότι πιθανώς το επίδικο της παρούσας αγωγής περιλαμβάνεται στο (α) ακίνητο δεν ανατρέπονται από άλλο αντίστοιχο αποδεικτικό στοιχείο (δηλαδή λχ.  τεχνική έκθεση πολιτικού μηχανικού,   ο οποίος έχει καταλήξει σε   διαφορετικά αποτελέσματα). Όπως εκτέθηκε, παραπάνω  δεν αποδείχθηκε ότι η …. ……….. είχε ιδιοκτησία ξεχωριστή σε σχέση με την ιδιοκτησία των κληρονόμων …. ……….., προερχόμενη από την   ……… (δηλαδή το παρόν επίδικο [β]). Εξάλλου, όπως έχει γίνει δεκτό με την άνω τελεσίδικη απόφαση, ο  ………. ασκούσε πράξεις νομής στο όλο ευρύτερο (α) ακίνητο,  ενεργώντας  όμως για λογαριασμό και των λοιπών συννομέων αδελφών του,  αποδίδοντας  σ΄αυτούς το σχετικό μερίδιο (βλ. την αναφορά του μάρτυρα ……. στα με αρ. ……/2007 πρακτικά συνεδριάσεως  του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ….«ο θείος μου [………] συγκεκριμένα έλεγε…. έλα έστειλε το μερίδιο  του λαδιού»……), με δεδομένο ότι ουδέποτε είχε γνωστοποιήσει στους λοιπούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του πατέρα του .. ………..  ότι νέμεται  αυτό για δικό του λογαριασμό.  Η  παραδοχή αυτή δεν  ανατρέπεται από την κατάθεση του μάρτυρα …….., (βλ. τα με αρ.  ……./2007 πρακτικά συνεδρίασης),  ο οποίος ανέφερε ότι έπαιρνε εντολές από τον …… το ……….., δεν ήταν σε θέση όμως να γνωρίζει αν αυτός απέδιδε  τους καρπούς στους λοιπούς συγγενείς. Εξάλλου οι μάρτυρες που εξετάστηκαν για λογαριασμό των εναγουσών στην παρούσα δίκη (βλ. τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις)  ισχυρίστηκαν ότι ο ………… σύζυγος της . ……….. (δικαιοπαρόχου των εναγουσών με βάση τον τίτλο κτήσεώς τους) φύτευσε στο  παρόν επίδικο (β) ακίνητο των 2.418 τμ.)  περί το έτος 1960 αγριελές,  ο δε υιός αυτού και πατέρας των εναγουσών ………(υιός του ….) εγκατέστησε σ΄αυτό πρόβατα αρχικά και κατόπιν ερίφια τα οποία διατηρεί έως σήμερα. Οι μάρτυρες όμως αυτοί  δεν προσθέτουν κάτι για την προέλευση του επιδίκου ακινήτου (δηλαδή από ποιόν το απέκτησε η δικαιοπάροχος των εναγουσών  ………..).  Από την ανάλυση των αεροφωτογραφιών προκύπτει ότι ίχνη καλλιέργειας στο ευρύτερο (α) ακίνητο δεν υπήρχαν πριν τη δεκαετία του 1970, ενώ στο επίδικο της παρούσας  (β) ακίνητο φαίνονται 14 μικρές ελιές. Το στοιχείο αυτό όμως από μόνο του  δεν είναι αρκετό,  αφού πέραν της αόριστης κατάθεσης της μάρτυρος ………, όπως προαναφέρθηκε (βλ. τα με αρ. ……./1996 πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), δεν υπάρχει κανένα  άλλο αποδεικτικό στοιχείο ότι το επίδικο ακίνητο  αγόρασε άτυπα η……….., από την ……….,   ώστε δεν προκύπτει ότι το  ακίνητο (β) της παρούσας αγωγής ήταν διάφορο και αυθύπαρκτο σε σχέση  με την ιδιοκτησία του απώτερου δικαιοπαρόχου των διαδίκων……….. (παππού του πατέρα των εναγουσών,  που ονομάζεται  ομοίως …..) στη θέση «……..» Σπετσών,  με βάση το με αρ. …/30.9.1921 συμβόλαιο (επίδικο  της (α) αγωγής). Συνεπώς δεν αποδεικνύεται ότι το παρόν επίδικο ακίνητο ανήκε εξ ολοκλήρου στην σύζυγο του .  ………..,  ………, η οποία το δώρισε στις ενάγουσες με το με αρ. ………/9-8-1985 συμβόλαιο, αλλά σ΄αυτό  ο σύζυγός της……….. είχε μόνο μερίδιο 56/192 εξ αδιαιρέτου. Ο ανωτέρω απεβίωσε το έτος 1991 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την σύζυγό του ……..,  κατά ποσοστό ¼  εξ αδιαιρέτου και τα τέκνα του …… και ……. κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου, ώστε τα ποσοστά στο επίδικο ακίνητο διαμορφώθηκαν σε 14/192 για την ….. ……….., 56/192 για τον …… και 24/192 για την . ………… Συνεπώς  η δικαιοπάροχος των εναγουσών (με βάση τον τίτλο αυτών)  .. ……….. και ο πατέρας αυτών ……… είχαν αποκτήσει λόγω εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής  μόνο συννομή  στο επίδικο ακίνητο (ως υποσύνολο του [α] ευρύτερου ακινήτου) κατά τα ανωτέρω ποσοστά εξ αδιαιρέτου, ώστε οι πράξεις νομής που άσκησαν σ΄αυτό  (ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος) γίνονταν στο όνομα και για λογαριασμό και των λοιπών συννομέων, αφού ουδέποτε είχαν καταστήσει φανερό σ΄αυτούς  ότι νέμονται αυτό ως αποκλειστικοί κύριοι (βλ. ΑΠ 420/2020, ΑΠ 25/2017, ΑΠ 303/2018, ΑΠ 954/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πολύ περισσότερο η  φροντίδα του παρακείμενου ναού του ….. από την   ……….. δεν σημαίνει ότι αυτή ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο. Με αυτά τα δεδομένα, η μεταβίβαση της κυριότητας  του επιδίκου ακινήτου,  τμήματος  του (α), λόγω δωρεάς με το με αρ. …../9-8-1985 συμβόλαιο στις ενάγουσες,  στο οποίο  η δικαιοπάροχος των εναγουσών δεν είχε αποκτήσει πλήρη κυριότητα,  (απέκτησε μερίδιο στο ευρύτερο ακίνητο το 1991),  δεν είχε έννομα αποτελέσματα, ενώ και για την  παράγωγη κτήση της νομής από τις ενάγουσες στο επίδικο,  ως τμήμα του ευρύτερου ακινήτου (α), ακόμα και μόνο ως προς την ιδανική μερίδα της δικαιοπαρόχου τους,  ήταν απαραίτητη η ομόφωνη απόφαση όλων των συννομέων, με βάση τις διατάξεις της κοινωνίας που εφαρμόζονται και επί συννομής (ΑΚ 785, 793, 798, 799 ΑΚ,  ΑΠ 507/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,   ΑΠ   1685/1987, ΕφΠειρ 1082/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ, Σκούρας στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλο,  άρθρο 793 αρ.5). Συνεπώς οι ενάγουσες δεν απέκτησαν ούτε  παραγώγως, ούτε πρωτοτύπως την κυριότητα του επιδίκου  επίδικο ακίνητο, ούτε και ως προς την ιδανική μερίδα της . ……. και συνακόλουθα η αγωγή τους πρέπει να απορριφθεί εξ ολοκλήρου  ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σε βάρος των εναγουσών θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 183 και 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της την έφεση.

EΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη,  με αρ. 2583/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης (το με αρ. …….. παράβολο ποσού 100 €) στις εκκαλούσες που κατέθεσαν αυτό.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 01/06/2018 και με αρ.καταθ. ………./2018 αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγουσών τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) €.

ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στον Πειραιά, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων, στις 31.5.2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ