Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 92/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός:       92/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Νομίμως και αρμοδίως (άρθρο 19 ΚΠολΔ) φέρεται προς κρίση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 16.02.2018 (με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. ……. στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά) έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας εταιρίας κατά της 5629/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 και 621 του ΚΠολΔ), την από 11.3.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, δέχθηκε εν μέρει αυτή. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ, καθώς κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 21.2.2018, ήτοι εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στην εναγόμενη, που έγινε στις 23.1.2018 (βλ. με αρ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, ………). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς(άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία που εφαρμόσθηκε και στον πρώτο βαθμό (άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ).

Με την προαναφερόμενη αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε ότι στις 26.4.2006 προσλήφθηκε από την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα ως υπεύθυνος καταστήματος (τσεκαδόρος) σε εστιατόριο θαλασσινών που εκείνη διατηρεί στον Πειραιά με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και με μικτές μηνιαίες αποδοχές που ανήλθαν στο ποσό των 1.458,93 ευρώ τον τελευταίο μήνα πριν την απόλυσή του. Ότι στις 31.12.2015 η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του χωρίς να του καταβάλει άμεσα ολόκληρη την οφειλόμενη αποζημίωση απολύσεως, αλλά μέρος αυτής και δη ποσό 2.900 ευρώ, με αποτέλεσμα να είναι άκυρη η καταγγελία, καθώς έγινε χωρίς προειδοποίηση και η εναγόμενη δεν είχε το δικαίωμα καταβολής αυτής σε δόσεις. Επικουρικά, ότι η γενόμενη καταγγελία ήταν άκυρη, διότι , σε κάθε περίπτωση: α) η εναγόμενη κατά την απόλυση δεν κατέβαλε το ελάχιστο ποσό που προβλέπει το άρθρο 74 παρ.3 του ν. 3863/2010, ήτοι το ποσό που αντιστοιχεί σε δύο μηνιαίους μισθούς ύψους 2.917,86 ευρώ, αλλά κατέβαλε 2.900 ευρώ και β) καθυστέρησε την καταβολή της δεύτερης δόσης ποσού 2.900 ευρώ, αφού η καταβολή έγινε στις 2.3.2016 αντί για τις 29.2.2016 και ήταν μικρότερη του οφειλόμενου ποσού των 2.917,86 ευρώ. Ότι επιπρόσθετα, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ήταν άκυρη ως καταχρηστική κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, αφού έγινε καθ’ υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, από λόγους εκδίκησης στο πρόσωπό του, εξαιτίας μίας παρεξήγησης μεταξύ του ενάγοντος και του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης, επειδή ο πρώτος απουσίασε από την εργασία του τις ημέρες των Χριστουγέννων (από 23 έως 28-12-2015) λόγω προγραμματισμένου ταξιδιού αναψυχής στο εξωτερικό κι ενώ είχε ενημερώσει από τρίμηνο την εργοδότρια εταιρία και είχε λάβει τη σχετική άδεια να απουσιάσει. Τέλος, αυτός εξέθετε ότι η καταγγελία της σύμβασής του, υπό τις ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή συνθήκες, συνιστούσε και παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, με αποτέλεσμα να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ζητούσε, λοιπόν, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής του και με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 31.12.2015 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 8.130,37 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1.1.2016 έως 30.9.2016 και συγκεκριμένα το ποσό των 1.458,93 ευρώ για κάθε έναν από τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του 2016 και το ποσό των 458,93 ευρώ για κάθε έναν από τους μήνες Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2016, δεδομένου ότι στις 4.5.2016 ο ενάγων βρήκε άλλη εργασία με μισθό 1.000 ευρώ-, επιπλέον το ποσό των 1.458,93 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2016, το ποσό των 729,46 ευρώ για δώρο Πάσχα 2016 και το ποσό των 729,46 ευρώ για επίδομα αδείας 2016, νομιμότοκα από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής κάθε κονδυλίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής και γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού απέρριψε στην ουσία τους, τους προβληθέντες τυπικούς λόγους ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας λόγω μη προσήκουσας και εμπρόθεσμης καταβολής του οφειλόμενου ποσού της αποζημίωσης κατά τη διάταξη του άρθρου 74 παρ.3 του ν. 3863/2010 κρίνοντας βάσιμες τις ενστάσεις της εναγόμενης εκ των άρθρων 288 και 281 ΑΚ αντίστοιχα, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, αναγνώρισε ότι είναι άκυρη η από 31.12.2015 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος ως αδικαιολόγητη κατά την έννοια του άρθρου 24 του ν. 4359/2016 (αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης), ήτοι ότι η σύμβαση λύθηκε χωρίς βάσιμο λόγο συνδεόμενο με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά του ενάγοντος (τη συνολική και όχι τη μεμονωμένη που οφειλόταν σε παρεξήγηση με την εργοδότρια εταιρία λόγω της απουσίας του στο εξωτερικό ιδίως την 23.12.2015) και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα λόγω της ενεργού σύμβασης το συνολικό ποσό των 11.048,22 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, επιδόματα εορτών και αδείας κατά τα ανωτέρω, νομιμοτόκως από την επόμενη ημέρα που κάθε κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, συν το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος από την παράνομη απόλυσή του νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

Ήδη με την υπό κρίση έφεσή της, η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και ακολούθως την απόρριψη της από 11.3.2016 αγωγής του εφεσίβλητου στο σύνολό της. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο έφεσης αιτιάται ότι κατά παράβαση του άρθρου 2 του ΑΚ που προβλέπει ότι ο νόμος ορίζει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφάρμοσε στην από 31.12.2015 ένδικη καταγγελία το άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη περί δικαιολογημένης καταγγελίας, καίτοι αυτός κυρώθηκε με το νόμο 4359/2016 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ.Α’ την 20.1.2016 και παρότι στο άρθρο Κ’ του ίδιου του Κοινωνικό Χάρτη ορίζεται ότι αυτός ισχύει για οποιοδήποτε κράτος μέλος από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της λήξης περιόδου ενός μήνα από την ημερομηνία κατάθεσης της πράξης επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης. Ότι αντίθετα η καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας έπρεπε να κριθεί με βάση τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ.2 και 656 του ΑΚ, του άρθρου 1 του ν. 2112/1920 και των άρθρων 1 και 5 του ν. 3198/1955, εκ των οποίων συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι μονομερής δικαιοπραξία, το κύρος της οποίας δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας και του λόγου για τον οποίο αποφασίσθηκε, οπότε εφόσον κατά την εκκαλουμένη η ένδικη καταγγελία οφειλόταν σε παρεξήγηση και όχι σε λόγους εκδίκησης έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή.

Επί του παραπάνω πρώτου λόγου της έφεσης λεκτέα τα εξής: Στη διάταξη του άρθρου 2 του ΑΚ προβλέπεται ότι ο νόμος ορίζει για το μέλλον, δεν έχει αναδρομική δύναμη και διατηρεί την ισχύ του, εφόσον άλλος κανόνας δικαίου δεν τον καταργήσει ρητά ή σιωπηρά. Η διάταξη αυτή, κατευθυντήριου χαρακτήρα, εκφράζει τη γενικότερη αρχή του δικαίου περί μη αναδρομικότητας των νόμων, που αποβλέπει στην κατά το δυνατό βεβαιότητα των δικαιωμάτων, ασφάλεια των συναλλαγών και σταθερότητα δικαίου. Όμως η αρχή αυτή δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και έτσι η διάταξη αυτή δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ. Επομένως ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται κατ` αρχήν, να προσδώσει στο νόμο αναδρομική ισχύ, με μόνο περιορισμό τη μη προσβολή συνταγματικώς προστατευόμενων δικαιωμάτων. Στο νόμο μπορεί να δοθεί αναδρομική δύναμη ρητώς ή σιωπηρώς (έμμεσα), όταν δηλαδή από την έννοια και το σκοπό του συνάγεται νομοθετική βούληση περί αναδρομικής ισχύος του, ώστε να ρυθμιστούν και περασμένα γεγονότα ή σχέσεις του παρελθόντος (ΟλΑΠ 13/2006, στη Νόμος). Εξαιρέσεις από το επιτρεπτό της αναδρομικής ισχύος του νόμου προβλέπονται στο Σύνταγμα από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ.1 και 78 παρ. 2 του Συντάγματος  που αφορούν την απαγόρευση της αναδρομικότητας των ουσιαστικών ποινικών νόμων κατά την θέσπιση εγκλημάτων και την απαγόρευση της αναδρομικής φορολογίας πέραν του προηγουμένου οικονομικού έτους από τον χρόνο επιβολής της. Από την απόλυτη απαγόρευση στο Σύνταγμα της αναδρομικότητας των νόμων που ορίζουν οι ως άνω συνταγματικές διατάξεις, συνάγεται ότι στις άλλες περιπτώσεις η αναδρομική ισχύς είναι μεν επιτρεπτή, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα όρια που θέτουν τα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος (ΟλΑΠ 1067/1979), καθώς και οι υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, μετά την κύρωσή τους από την Ελλάδα με το Ν. Δ/μα 53/1974 (ΑΠ 1366/2017, στη Νόμος, ΜονΕφΔυτΜακ 73/2014, Νόμος). Περαιτέρω, ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης αποτελεί διεθνή σύμβαση για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, υιοθετήθηκε το 1961 στο Συμβούλιο της Ευρώπης και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το νόμο 1426/1984 (Α΄ 32). Με το ν. 4359/2016 που δημοσιεύθηκε στο τ.Α’ αρ.φυλ.5 της 20.1.2016, κυρώθηκε και απέκτησε υπερνομοθετική ισχύ κατ’ άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος o Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης (στο εξής ΑναθΕΚΧ). Συγκεκριμένα στο άρθρο πρώτο του ως άνω νόμου ορίζεται ότι «κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, ο οποίος υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 3 Μαΐου 1996, ως προς τις ακόλουθες διατάξεις του:  Αρθρα 1, 2, άρθρο 3 παράγραφοι 1, 2 και 3, άρθρα … 24…». Στο δε άρθρο 24 του ΑναθΕΚΧ ορίζεται ότι «Με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος προστασίας των εργαζομένων σε περιπτώσεις λύσης της σχέσης εργασίας, τα Μέρη αναλαμβάνουν να αναγνωρίζουν: α. το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας, β. το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση. Για αυτόν το σκοπό τα Μέρη αναλαμβάνουν να διασφαλίζουν ότι ο εργαζόμενος, που θεωρεί ότι η σχέση εργασίας του έχει λυθεί χωρίς βάσιμο λόγο, έχει το δικαίωμα προσφυγής σε αμερόληπτο όργανο». Πιο κάτω, στο άρθρο τέταρτο του παραπάνω κυρωτικού ν. 4359/2016 προβλέπεται ότι «Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, του δε Χάρτη, που κυρώνεται με τον παρόντα νόμο, με την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου Κ΄ αυτού» Στο δε άρθρο Κ’ ορίζεται ότι «1. Αυτός ο Χάρτης είναι ανοιχτός για υπογραφή από τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή και έγκριση. Οι πράξεις επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης θα κατατεθούν στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.  2. Αυτός ο Χάρτης αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της λήξης περιόδου ενός μήνα από την ημερομηνία κατά την οποία τρία Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν εκφράσει την συγκατάθεση τους να δεσμεύονται από αυτόν το Χάρτη σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.  3. Αναφορικά με οποιοδήποτε Κράτος μέλος, το οποίο μεταγενέστερα εκφράζει τη συγκατάθεση του να δεσμεύεται από αυτόν το Χάρτη, ο Χάρτης αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της λήξης περιόδου ενός μήνα από την ημερομηνία κατάθεσης της πράξης επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης…». Ο Αναθεωρηµένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης υιοθετήθηκε την 3η Μαΐου του 1996 στο Στρασβούργο, όπου και άνοιξε για υπογραφή, τέθηκε δε διεθνώς σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1999, με τη συμπλήρωση των απαιτούμενων για τούτο τριών κυρώσεων (βλ. ιστοσελίδα lawspot). Ωστόσο λαμβανομένου υπόψη ότι ο ελληνικός νόμος που κύρωσε τον ΑναθΕΚΧ δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 20.1.2016, ο δε Χάρτης αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της λήξης περιόδου ενός μήνα από την ημερομηνία κατάθεσης της πράξης επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, έπεται ότι αυτός ανέπτυξε την ισχύ του στην ελληνική επικράτεια οπωσδήποτε μετά την 1.3.2016 και δεν εφαρμόζεται επί καταγγελίας συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που έγινε πριν την παραπάνω ημερομηνία. Συνακόλουθα, στην προκειμένη περίπτωση που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι εφαρμόζεται ο ΑναθΕΚΧ επί καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου που έλαβε χώρα στις 31.12.2015, έσφαλε ως προς την κρίση του. Σημειωτέον ότι δεν ευσταθούν τα όσα υποστηρίζει ο εφεσίβλητος ότι οι διατάξεις του Αναθεωρημένου  Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη συνιστούν παραδεδεγμένους κανόνες διεθνούς δικαίου, που εισάγουν και κατοχυρώνουν θεμελιώδη εργατικά δικαιώματα και ανεξάρτητα από τον χρόνο κύρωσής τους εφαρμόζονται αυτοτελώς υπερισχύοντας κάθε αντίθετης διάταξης του εσωτερικού μας δικαίου και της εφαρμοζόμενης νομοθεσίας, με αποτέλεσμα να έχουν άμεση και οριζόντια εφαρμογή (αυτοεκτελεστότητα). Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου που κατ’ άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου περιλαμβάνουν α) τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, β) τα γενικά διεθνή έθιμα και γ) τις γενικές αρχές του δικαίου των κρατών που εφαρμόζονται στη διεθνή έννομη τάξη (βλ. Ιωάννου/ Οικονομίδης/ Ροζάκης/Φατούρος, Σχέσεις Διεθνούς και Εσωτερικού Δικαίου, έκδοση 1990, σελ. 24, 25). Το άρθρο 24 του ΑναθΕΚΧ περιέχει προστατευτικές για τους εργαζόμενους διατάξεις κατά τη λύση της σύμβασης εργασίας, οι οποίες όμως δεν έχουν καταστεί γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου ή γενικές αρχές των κρατών που εφαρμόζονται στη διεθνή έννομη τάξη ή έστω γενικά διεθνή έθιμα. Ούτε βέβαια ευσταθεί ως προς το εφαρμοστέο ουσιαστικό εργατικό δίκαιο στην ένδικη καταγγελία, ότι κατά τον χρόνο της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης εργασίας, ήτοι στις 31.12.2015, ο ΑναθΕΚΧ, ως διεθνής σύμβαση που εισάγει και κατοχυρώνει θεμελιώδη εργατικά δικαιώματα βρισκόταν ήδη σε ισχύ από την 1.7.1999, δεδομένου ότι ο ίδιος ο ΑναθΕΚΧ προβλέπει κατά τα ανωτέρω ότι υπόκειται σε επικύρωση, έγκριση και αποδοχή από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και ότι για κάθε κράτος αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της λήξης περιόδου ενός μήνα από την ημερομηνία κατάθεσης της πράξης επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης. Τέλος, δεν έχει σημασία για το εφαρμοστέο δίκαιο στην ένδικη καταγγελία το γεγονός ότι κατά τον χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής στον πρώτο βαθμό στις 27.4.2017, είχε κυρωθεί από την Ελλάδα με τον ν. 4359/2016 ο ΑναθΕΚΧ.

Ωστόσο, η ως άνω βάση της αγωγής για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης εργασίας λόγω καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από εκδικητικούς λόγους, όπως διαλαμβάνεται στο υπό κρίση αγωγικό δικόγραφο, δεν χρειάζεται να στηριχθεί στον ΑναθΕΚΧ για να κριθεί νόμιμη, αλλά όντας παραδεκτή κατ’ άρθρο 6 παρ.1 του ν. 3198/1955 (βλ. την υπ’ αριθμ. ………. έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ………….) κρίνεται νόμιμη, στηριζόμενη όμως στις διατάξεις των άρθρων 669 παρ.2, 281 του ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 για την αναιτιώδη καταγγελία. Ειδικότερα, ως προς το νομικό καθεστώς που διέπει την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και το δικονομικό βάρος απόδειξης εργαζόμενου και εργοδότη, όταν γίνεται επίκληση από τον εργαζόμενο της ακυρότητας αυτής ισχύουν τα εξής: Από τα άρθρα 669 παρ.2 του ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη και καταχρηστική και όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια ή διάθεση εκδικήσεως, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια εμφανής ή αληθής αιτία. Κι αυτό, διότι λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, δεν είναι ο εργοδότης εκείνος που πρέπει να τη δικαιολογήσει.  Ο εργαζόμενος επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η ΑΚ 281 και, εκ του λόγου αυτού, καθίσταται απαγορευμένη. Και αντιστρόφως, δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως αληθινό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζόμενου ή την από πλευράς αυτού παραβίαση των συμβατικών του υποχρεώσεων (βλ. ΑΠ 179/2016 στη Νόμος). Διότι, τότε, κλονίζεται η σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει την καλή λειτουργία της συμβάσεως. Αλλά και όταν, ακόμη, αυτό δεν συμβαίνει, η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως του εργοδότη, δεν είναι άνευ ετέρου καταχρηστική. Και τούτο, διότι εάν ετίθετο τέτοια προϋπόθεση, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, από αναιτιώδης δικαιοπραξία, θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (έτσι ΑΠ 166/2018, 1173/2017, 1458/2017, 769/2016 στη Νόμος). Περαιτέρω, επί αγωγής του μισθωτού για την καταβολή μισθών υπερημερίας, η αγωγή δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στη σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και τη βάση της σχετικής αγωγής. Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, επικαλεσθεί ότι δεν υποχρεούται στην καταβολή των αιτούμενων μισθών γιατί λύθηκε με καταγγελία η σύμβαση εργασίας, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση, ο δε ισχυρισμός του εργαζόμενου ότι η καταγγελία είναι άκυρη γιατί αντίκειται στο άρθρο 281 ΑΚ, είναι αντένσταση, η οποία μπορεί καθ’ υποφορά να προβληθεί με την αγωγή. Ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι η καταγγελία δεν έγινε για τους λόγους που αναφέρει ο εργαζόμενος, αλλά για άλλους που αιτιολογούν τη γενόμενη καταγγελία, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της καταγγελίας. Επομένως, η μη απόδειξη των επικαλουμένων από τον εργοδότη λόγων απολύσεως του εργαζόμενου, δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην ύπαρξη της επικαλούμενης από τον εργαζόμενο καταχρηστικής απολύσεως, διότι, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, ο εργαζόμενος πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τους λόγους που καθιστούν καταχρηστική την απόλυσή του (ΑΠ 1628/2017 στη Νόμος).

Ακολούθως, η αγωγή ως προς την παραπάνω βάση της και τις αξιώσεις που εξαρτώνται από αυτή, όπως οι τελευταίες ορθά κρίθηκαν νόμιμες από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της σύμφωνα με τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο λόγους έφεσης που πλήττουν το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης απόφασης, χωρίς να επανακριθούν και οι απορριφθέντες πρωτοδίκως τυπικοί λόγοι ακυρότητας της καταγγελίας που στηρίζονται στη μη προσήκουσα και εμπρόθεσμη καταβολής του οφειλόμενο ποσού της αποζημίωσης κατ’ άρθρο 74 παρ.3 του ν. 3863/2010, καθώς ως προς αυτές ο εφεσίβλητος εργαζόμενος δεν έχει ασκήσει αντέφεση, ώστε να μεταβιβασθούν προς κρίση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (βλ. άρθρα 522 και 523 ΚΠολΔ). Ιδίως όμως ως προς το παράπονο που διαλαμβάνεται στον έκτο λόγο έφεσης ότι έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστο το αίτημα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας προσβολής της προσωπικότητας του εφεσίβλητου από την απόλυσή του, γιατί δεν εξειδικεύεται το είδος της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη, πρέπει να σημειωθεί ότι απορριπτέο τυγχάνει στην ουσία του. Τούτο, γιατί από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος-ενάγων διαλαμβάνει ότι οι ενέργειες της εκκαλούσας προσέβαλαν την προσωπικότητά του ως προς την εκδήλωση της επαγγελματικής αξίας και υπόληψής του, του δημιούργησαν ψυχική φθορά καθώς βασιζόμενος στις μηνιαίες αποδοχές του επί δέκα έτη, ανέλαβε υποχρεώσεις στις οποίες πλέον για να ανταποκριθεί απευθύνθηκε στο συγγενικό και κοινωνικό του περίγυρο, οδηγούμενος σε πλήρη εξευτελισμό και ότι ακόμη το γεγονός αυτό του προκάλεσε θλίψη, ψυχική ταλαιπωρία και στενοχώρια (βλ. σελίδα 22 της αγωγής), οπότε το είδος της ηθικής βλάβης προσδιορίζεται με ακρίβεια στο αγωγικό δικόγραφο. Επίσης, δεν ευσταθεί το προβαλλόμενο από τον εφεσίβλητο ότι οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγος έφεσης τυγχάνουν αόριστοι, καθώς δεν αποτυπώνονται, ούτε διαγράφονται επαρκώς τα σφάλματα που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση και ότι η εκκαλούσα όλως γενικευμένα και αόριστα αναφέρει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα άλλως πλημμελώς εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα και τον νόμο χωρίς όμως να εξηγεί και να προσδιορίζει με σαφήνεια τις πλημμέλειες και τους λόγους για τους οποίους η κρίση της εκκαλουμένης τυγχάνει ανακριβής και κατά ποιον τρόπο θα είχε αχθεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. Πέραν του ότι η εκκαλούσα διαλαμβάνει συγκεκριμένες αιτιάσεις, αναφορικά με διάφορα σημεία του αποδεικτικού πορίσματος της εκκαλουμένης με το οποίο διαφωνεί, πρέπει να σημειωθεί ότι το σφάλμα της απόφασης ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην έφεση, αλλά αρκεί να προβάλλεται ότι εξαιτίας του σφάλματος αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό. Τούτο, καθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος που συνδέονται με αυτή (έτσι Βασίλης Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, έκδοση 2015, σελ. 279, 281, Χ. Τριανταφυλλίδης  σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, έκδοση 2017, σελ. 158).

Τέλος, δεν ευσταθεί η αιτίαση του εφεσίβλητου που προβάλλει με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών του περί μη νομότυπης επαναφοράς ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων εκ μέρους της εκκαλούσας, λόγος για τον οποίο ζητεί να μη ληφθούν αυτά υπόψη για τη διερεύνηση της βασιμότητας της υπό κρίση έφεσης. Συγκεκριμένα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τις από 2.10.2018 προτάσεις της προβαίνει σε γενική αναφορά των προσκομιζόμενων και επικαλουμένων αποδεικτικών μέσων αναφέροντας στην πρώτη σελίδα των προτάσεών της «επειδή προσκομίζομε και επικαλούμεθα» και στη συνέχεια παραθέτει πίνακα των προσκομιζόμενων εγγράφων και ότι στη δεύτερη σελίδα συνεχίζει αναφέροντας: «πέραν των ανωτέρω προσκομίζομε και επικαλούμεθα τα παρακάτω επίσημα αποδεικτικά έγγραφα και ομάδες εγγράφων με τα οποία υποστηρίξαμε και αποδείξαμε τους ανταγωγικούς ισχυρισμούς μας κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου συζήτηση της αγωγής του αντιδίκου και τα οποία επίσης υποστηρίζουν και αποδεικνύουν τη βασιμότητα της υπό κρίση έφεσής μας και των επί μέρους έξη (6) λόγων αυτής» και στη συνέχεια παραθέτει πίνακα με τα έγγραφα που προσκομίζει και επικαλείται. Ότι η εκκαλούσα δεν προβαίνει σε καμία περαιτέρω σαφή και ορισμένη επίκληση των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων και σε αντιστοιχία αυτών με τους προβληθέντες ισχυρισμούς της με αποτέλεσμα η αναφορά της να είναι γενικευμένη και ασαφής και ως εκ τούτου να μη μπορούν αυτά να ληφθούν υπόψη. Ωστόσο, από την ανάγνωση των προτάσεων της εκκαλούσας, στις σελίδες 2 και 3 αυτών, προκύπτει ότι εκείνη επικαλείται με σαφήνεια κάθε ένα από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα που είχε προσκομίσει και στον πρώτο βαθμό, έτσι ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητα καθενός από αυτά και τα αριθμεί ως «Συν.1, Συν.2…Συν15», χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί σε ποιο ακριβώς σημείο των προτάσεών της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου τα επικαλέσθηκε, ούτε τι αποδείχθηκε από καθένα από αυτά ξεχωριστά, αφού κάτι τέτοιο είναι ευχερές να ελεγχθεί από το Δικαστήριο που κρίνει την υπόθεση. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 338 παρ.1, 339, 240, 524 παρ.1 και 529 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την επανεκτίμηση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εγγράφων που είχαν προσκομισθεί με επίκληση στην πρωτοβάθμια δίκη και είχαν εκτιμηθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απαιτείται να επαναπροσκομισθούν αυτά με επίκληση στην κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 232/2018 στη Νόμος, ΜονΕφΠειρ 410/2016 στη Νόμος).

Περαιτέρω, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων του μάρτυρα απόδειξης ………., πατέρα του ενάγοντος-εφεσίβλητου και του μάρτυρα ανταπόδειξης …….., βοηθού σερβιτόρου στην επιχείρηση της εναγόμενης-εκκαλούσας, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παραπάνω δικαστηρίου, τις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά υπ’ αριθμ. .……….. ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος-εφεσίβλητου …….., κουμπάρας του, …….., συζύγου του και ………., πρώην εργαζόμενου στην επιχείρηση της εκκαλούσας, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νομότυπη κι εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθμ. …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ……..), από τις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά υπ’ αριθμ. ……… ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγόμενης-εκκαλούσας ……….., εργαζομένων ως σερβιτόρων στην επιχείρηση εστιατορίου αυτής, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νομότυπη κι εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμ. ….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …….), όπως επαναπροσκομίζονται νόμιμα με επίκληση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μεταξύ των οποίων ο εφεσίβλητος προσκομίζει και δύο φωτογραφίες τόσο σε έγχρωμη όσο και ασπρόμαυρη εκτύπωση (ΚΠολΔ 529 παρ. 1α), για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΚΠολΔ 395, 524 παρ. 1), έστω και αν δεν πληρούν όλα τους όρους του νόμου (ΚΠολΔ 270 παρ. 2, 524 παρ. 1, βλ. ΑΠ 2034/2009 στη Νόμος), όπως μερικά απ` αυτά αναφέρονται ιδιαίτερα παρακάτω, χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη ανώνυμη εταιρία που εκμεταλλεύεται στον Πειραιά, επί της ………., κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος-εστιατόριο θαλασσινών με μεγάλη επισκεψιμότητα, προσέλαβε τον ενάγοντα στις 26.4.2006 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης ως υπάλληλο-ταμία. Στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν η έκδοση αποδείξεων και τιμολογίων με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και η κράτηση τραπεζιών, με ωράριο εργασίας 40 ωρών εβδομαδιαίως και συγκεκριμένα: την Τρίτη από 13.00 έως 16.00 και από 19.00 έως 00.30, την Τετάρτη τις ώρες από 13.00 έως 19.00, την Πέμπτη από 13.00 έως 16.00 και από 19.00 έως 00.30, την Παρασκευή από 13.00 έως 16.00 και από 19.00 έως 00.30, το Σάββατο από 13.00 έως 19.00 και την Κυριακή από 13.00 έως 19.00, έναντι μηνιαίων αποδοχών 1.068,87 ευρώ πλέον προσαυξήσεων για απασχόληση τις Κυριακές και νυκτερινές ώρες. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι μέχρι το Δεκέμβριο του 2015 υπήρξε κάποιο περιστατικό εξαιτίας του οποίου είχαν διαταραχθεί οι σχέσεις του ενάγοντος με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης και υπεύθυνο του καταστήματος, ……, αλλά αντίθετα υπήρχε καλή συνεργασία. Στις 31.12.2015, η εναγόμενη προέβη σε μονομερή έγγραφη καταγγελία, χωρίς προειδοποίηση, της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, καταβάλλοντας ταυτόχρονα 2.900 ευρώ ως μέρος της αποζημίωσης απόλυσης, κάνοντας χρήση του δικαιώματος για καταβολή αυτής σε δόσεις σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ.3 του ν. 3863/2010. Αιτία της καταγγελίας ήταν η απουσία του ενάγοντος από την εργασία του στο διάστημα από 23.12.2015 έως και 28.12.2015, προκειμένου να πραγματοποιήσει ταξίδι αναψυχής στο Λονδίνο μαζί με την οικογένειά του, με έξοδα των αναδόχων της μικρότερης κόρης του ……….. κι ενώ είχε λάβει ολόκληρη την ετήσια άδεια αναπαύσεως μετ’ αποδοχών που εδικαιούτο εκ του νόμου μαζί με τους υπόλοιπους μισθωτούς της επιχείρησης της εναγόμενης τον Αύγουστο του 2015. Ο ενάγων υποστηρίζει στην αγωγή του ότι για την απουσία του από την εργασία του τις παραπάνω ημέρες του Δεκεμβρίου είχε ζητήσει και είχε λάβει την άδεια του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης, ήδη από τα μέσα Σεπτεμβρίου του 2015 και ότι λίγες ημέρες πριν το ταξίδι του, υπενθύμισε στην εναγόμενη ότι επρόκειτο να λείψει, κάτι που υποστηρίζει ότι έπραξε και την παραμονή της αναχωρήσεώς του, χωρίς να υπάρξουν αντιρρήσεις εκ μέρους της. Η εναγόμενη αρνείται ότι ο ενάγων την ενημέρωσε κατά τους παραπάνω χρόνους για την απουσία του τις ημέρες των εορτών των Χριστουγέννων και ότι έδωσε τη συναίνεσή της σε κάτι τέτοιο, υποστηρίζει δε ότι στις αρχές Νοεμβρίου του 2015, ο ενάγων ανέφερε παρουσία και άλλων συναδέλφων του, στον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας ……… ότι θα ήθελε να απουσιάσει επί εξαήμερο από την εργασία του, κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, από 23.12.2015 έως 28.12.2015 και ότι αμέσως ο τελευταίος του απάντησε ότι δεν θα έπρεπε να έχει διανοηθεί να υποβάλει παρόμοιο αίτημα, αφού γνωρίζει ότι έχουν πάρα πολλή δουλειά τις συγκεκριμένες ημέρες, ότι κατά τη διάρκειά τους ποτέ κανένας από τους εργαζόμενους αλλά και από τους εταίρους της εταιρίας δεν έχει απουσιάσει και ότι ήδη του είχε χορηγηθεί και είχε πληρωθεί όλη η άδεια του έτους 2015. Ο ενάγων-εφεσίβλητος που φέρει και το σχετικό δικονομικό βάρος απόδειξης δεν αποδεικνύει ότι υπήρξε συμφωνία με την εναγόμενη για χορήγηση της παραπάνω άδειας. Ο μάρτυράς του, πατέρας του και οι ενόρκως γι’ αυτόν βεβαιώσαντες (η κουμπάρα του, η σύζυγός του και ένας παλιός εργαζόμενος έως το έτος 2010 στην επιχείρηση της εναγόμενης) δεν ήταν παρόντες σε μια τέτοια συμφωνία, ούτε άλλωστε ο ενάγων προσκομίζει κάποιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η συμφωνία αυτή με την εργοδότριά του. Αντίθετα, η εναγόμενη προσάγει τον μάρτυρα ανταπόδειξης, βοηθό σερβιτόρου στην επιχείρησή της και τους τρεις ενόρκως γι’ αυτήν βεβαιώσαντες,  εν ενεργεία σερβιτόρους στο κατάστημά της, οι οποίοι άπαντες υπήρξαν αυτήκοοι και αυτόπτες μάρτυρες της συζήτησης που έγινε το Νοέμβριο του 2015 μεταξύ ενάγοντος και του εκπροσώπου της εναγόμενης, …….., ο οποίος απέρριψε αμέσως το αίτημα του ενάγοντος για άδεια τις ημέρες των Χριστουγέννων, με το σκεπτικό ότι σε αυτόν είχε ήδη χορηγηθεί η ετήσια άδεια ανάπαυσης και ότι τις ημέρες των Χριστουγέννων θα είχε αυξημένη κίνηση το κατάστημα και δεν έπρεπε να λείψει κανείς. Το γεγονός ότι ο ενάγων προέβη στην έκδοση αεροπορικών εισιτηρίων για το ταξίδι στο Λονδίνο, ήδη από τις 7 Σεπτεμβρίου του 2015, δεν σημαίνει ότι είχε λάβει προηγουμένως άδεια από τον εργοδότη του, αλλά δείχνει την ειλημμένη απόφασή του να επισκεφθεί το Λονδίνο τις ημέρες των εορτών των Χριστουγέννων του 2015 εξασφαλίζοντας με την έγκαιρη έκδοσή τους φθηνότερα εισιτήρια και την πεποίθησή του ότι εντέλει η απουσία του δεν θα είχε δυσμενείς για τον ίδιο επιπτώσεις στην εργασιακή του σχέση με την εναγόμενη. Ούτε βέβαια μπορεί να συναχθεί από τα διδάγματα της κοινής πείρας συμπέρασμα ότι ο ενάγων δεν θα προέβαινε στην έκδοση των εν λόγω εισιτηρίων στις 7.9.2015, εάν πρώτα δεν είχε λάβει τη σχετική άδεια από την εναγόμενη «δεδομένου και του συνομολογούμενου από τους διαδίκους (τουλάχιστον για τον μέχρι την ρήξη στις σχέσεις τους χρόνο) επαγγελματικού ήθους του ενάγοντος», όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη. Τούτο δε αφενός μεν γιατί η εναγόμενη δεν εξαίρει σε κανένα σημείο των προτάσεών της το επαγγελματικό ήθος του ενάγοντος, αφετέρου δε καθώς το ότι ένας εργαζόμενος είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του για ένα ικανό χρονικό διάστημα δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι δεν θα υποπέσει σε κάποιο παράπτωμα στο μέλλον. Το τελευταίο αποτελεί αντικείμενο απόδειξης και δεν μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε σχετικό αποδεικτικό πόρισμα με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας. Περαιτέρω, σε περίπτωση που είχε συναινέσει η εναγόμενη να λάβει ο ενάγων άδεια για τις ημέρες των εορτών των Χριστουγέννων, με δεδομένο ότι εκείνος είχε ήδη πληρωθεί την ετήσια άδεια ανάπαυσης, θα έπρεπε να έχει συμφωνηθεί άδεια άνευ αποδοχών. Ότι κάτι τέτοιο έπρεπε να ισχύει δεν αμφισβητεί με τις προτάσεις του ο ενάγων. Η άδεια άνευ αποδοχών μπορεί να γίνει με ρητή ή με σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των μερών (βλ. Μιλτιάδη Λεοντάρη, Εργατικό Δίκαιο, έκδοση 2004, σελ. 357), είθισται όμως ο εργοδότης να δέχεται γραπτή αίτηση εκ μέρους του μισθωτού και εφόσον συμφωνεί, να την εγκρίνει, ακολούθως δε να ενημερώνει το Ι.Κ.Α., προκειμένου να είναι εξασφαλισμένος έναντι του ως άνω ασφαλιστικού οργανισμού σε τυχόν έλεγχο αυτού για εισφοροδιαφυγή, καθώς κατά τη διάρκεια της άδειας άνευ αποδοχών του μισθωτού, η σύμβαση εργασίας τίθεται σε αναστολή (βλ. σχετικό έντυπο που προσκομίζει ασυμπλήρωτο η εναγόμενη). Ωστόσο, τέτοια έγγραφη συμφωνία δεν προσκομίζει ο ενάγων, αλλά ούτε και με κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο αποδεικνύει την ύπαρξή της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι για τις 23.12.2015 το μεσημέρι είχε προγραμματισθεί στο εστιατόριο της εναγόμενης γεύμα εκατό περίπου ατόμων της ναυτιλιακής εταιρίας “…………”, γεγονός που απαιτούσε αυξημένη ετοιμότητα της επιχείρησης και του προσωπικού της και καθιστούσε αναγκαία την παρουσία και του ενάγοντος ως μοναδικού ταμία/τσεκαδόρου του εστιατορίου. Ο τελευταίος όμως την παραπάνω ημέρα καθυστερούσε να εμφανισθεί, με αποτέλεσμα να δεχθεί στο κινητό του τηλέφωνο, τηλεφώνημα από το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης, ……, ο οποίος τον ρώτησε γιατί δεν βρίσκεται στην εργασία του και όταν έλαβε την απάντηση ότι  βρισκόταν για αναχώρηση στο αεροδρόμιο, εκείνος οργισμένος του ζήτησε να επιστρέψει αμέσως στη θέση του, αλλιώς θα τον απέλυε. Κατά τους ισχυρισμούς της εναγόμενης από το τηλεφώνημα αυτό και την αντίδραση του νομίμου εκπροσώπου της αποδεικνύεται ακριβώς το γεγονός του αιφνιδιασμού της από την απουσία του ενάγοντος και συνεπώς ότι η επικαλούμενη άδεια ουδέποτε είχε χορηγηθεί, όπως σχετικά καταθέτουν ο μάρτυρας και οι ενόρκως βεβαιώσαντες υπάλληλοι αυτής. Κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, ο ίδιος έμεινε έκπληκτος από την αντίδραση του εκπροσώπου της εταιρίας, στον οποίο υπενθύμισε ότι του είχε προ μηνών γνωστοποιήσει την απουσία του τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, έχοντας λάβει τη σχετική έγκριση, ότι ο ως άνω εκπρόσωπος της εναγόμενης ισχυρίσθηκε ότι είχε την εντύπωση πως ο ενάγων θα απουσίαζε από τις 24.12.2015 και όχι από την προηγούμενη και ότι ο ενάγων απάντησε πως επρόκειτο για παρεξήγηση και ότι δεν μπορούσε να γυρίσει εκείνη τη στιγμή στο εστιατόριο, γιατί η πτήση του αναχωρούσε σε λιγότερο από μία ώρα. Τη συνομιλία μεταξύ ενάγοντος και ……. με το αμέσως παραπάνω περιεχόμενο υποστηρίζει με την υπ’ αριθμ. …… ένορκη βεβαίωσή της στην Ειρηνοδίκη Πειραιά η σύζυγος του πρώτου που βρισκόταν μαζί του στο αεροδρόμιο όταν έγινε το τηλεφώνημα (οι υπόλοιποι ενόρκως βεβαιώσαντες υπέρ του ενάγοντος και ο μάρτυρας του στο ακροατήριο καταθέτουν όσα τους μετέφερε ο ίδιος ο ενάγων), πλην όμως αντικρούεται τόσο από τον μάρτυρα της εναγόμενης στο ακροατήριο ……, βοηθό σερβιτόρου που ήταν και αυτός αυτήκοος μάρτυρας στο τηλεφώνημα από την πλευρά του εκπροσώπου της εναγόμενης και υποστηρίζει ότι δεν ήξερε κανείς τίποτα για την απουσία του ενάγοντος και ότι ο ……στο τηλεφώνημά του τον παρακαλούσε να γυρίσει πίσω «γιατί η δουλειά δεν γίνεται», λέγοντάς του «τι είναι αυτά που κάνεις», όσο και από τους τρεις σερβιτόρους ……….. στις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, υπ’ αριθμ. …… ένορκες βεβαιώσεις τους που ήταν παρόντες στο κατάστημα στις 23.12.2015 και υποστηρίζουν ότι ο εργοδότης τους περίμενε τον ενάγοντα στο κατάστημα και ότι λόγω της καθυστέρησής του τον πήρε τηλέφωνο και του φώναζε να έλθει στη δουλειά, γιατί θα πάθαιναν μεγάλη ζημιά, χωρίς να αναφέρουν ο,τιδήποτε περί παρεξηγήσεως για την ακριβή ημέρα αναχώρησης του ενάγοντος στις 23 ή στις 24.12.2015. Αντίθετα μάλιστα βεβαιώνουν ότι τις ημέρες των εορτών των Χριστουγέννων λόγω της αυξημένης κίνησης στο εστιατόριο κανείς εργαζόμενος δεν έπαιρνε άδεια. Περαιτέρω, η απουσία του ενάγοντος προκάλεσε δυσλειτουργία στην επιχείρηση της εναγόμενης ιδίως στις 23.12.2015, που πραγματοποιήθηκε το ετήσιο εορταστικό γεύμα της “………” περίπου εκατό ατόμων και ενώ στο κατάστημα εξυπηρετούνταν και άλλοι πελάτες, τόσο εκείνοι που είχαν κάνει κράτηση, όσο και αυτοί που αναζητούσαν τραπέζι άνευ κρατήσεως, με αποτέλεσμα εκείνη την ημέρα που πραγματοποιήθηκαν οι μεγαλύτερες εισπράξεις όλου του μήνα ύψους 10.264,76 ευρώ, να αναγκασθεί ο εκπρόσωπος της εναγόμενης να εκτελέσει χρέη ταμία, με τις όποιες καθυστερήσεις στην έκδοση αποδείξεων και τιμολογίων, ενώ συγχρόνως ήταν υποχρεωμένος ως υπεύθυνος του καταστήματος να έχει την εποπτεία της κουζίνας και της εξυπηρέτησης των πελατών από τους σερβιτόρους, καθήκοντα που εκτέλεσε πλημμελώς, με συνέπεια να υπάρξουν παράπονα από τους πελάτες (βλ. τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγόμενης). Εντέλει, αφού επέστρεψε ο ενάγων στην εργασία του από το ταξίδι του στις 29.12.2015, η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του στις 31.12.2015 κατά τα προαναφερόμενα. Η καταγγελία αυτή δεν αποδεικνύεται ότι τυγχάνει καταχρηστική ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, γενομένη από λόγους εκδίκησης και εχθρότητας σε βάρος του ενάγοντος για μη αρεστή στην εργοδότρια νόμιμη και συμβατική συμπεριφορά του. Τούτο, καθώς αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη στην απόφασή της να απολύσει τον ενάγοντα κατέληξε μετά την αδικαιολόγητη άνευ αδείας απουσία του τελευταίου από την εργασία του στο διάστημα από 23 έως και 28.12.2015 (ουσιαστικά για τέσσερις ημέρες 23, 24, 26 και 27.12 αφού την 25.12 δεν λειτουργούσε το κατάστημα λόγω Χριστουγέννων και στις 28.12 ο ενάγων θα είχε ρεπό) αφού:  α) κλονίσθηκε η μεταξύ τους σχέση εμπιστοσύνης και β) διαταράχθηκε η πειθαρχική τάξη των απασχολουμένων και τρώθηκε το κύρος του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης, καθώς οι υπόλοιποι εργαζόμενοι είδαν τον ενάγοντα το Νοέμβριο του 2015 να ζητά μη δικαιούμενη άδεια για τις εορτές των Χριστουγέννων ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίο δεν χορηγείτο σε κανένα εργαζόμενο άδεια λόγω αυξημένης κίνησης πελατών, τον εκπρόσωπο της επιχείρησης να αρνείται την άδεια και παρόλα αυτά τον ενάγοντα να λαμβάνει την άδεια με δική του πρωτοβουλία και να απουσιάζει κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα. Και είναι αληθές ότι οι διάδικοι μέχρι τον χρόνο απόλυσης του ενάγοντος είχαν αναπτύξει καλή συνεργασία με μεγάλη διάρκεια (από 26-4-2006 έως 31.12.2015), το δε μέτρο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος είχε δυσμενείς συνέπειες για τον μισθωτό λαμβανομένου υπόψη ότι αυτός είχε οικογένεια με σύζυγο και δύο παιδιά και αποπλήρωνε με τον μισθό του τις δόσεις στεγαστικού δανείου, πλην όμως και η δική του συμπεριφορά κρίνεται ηθελημένα αντισυμβατική και κλονιστική της σχέσης εμπιστοσύνης με την εργοδότρια, δεδομένου ότι αναχώρησε για ταξίδι αναψυχής χωρίς την έγκριση της τελευταίας και μάλιστα παρά την εκπεφρασμένη αντίθεση του εκπροσώπου της και δη σε χρόνο που τις υπηρεσίες του είχε ανάγκη το κατάστημα λόγω της αυξημένης εορταστικής κίνησης των Χριστουγέννων κι ενώ κανένας άλλος εργαζόμενος δεν απουσίαζε, οπότε η ένδικη καταγγελία δεν υπερβαίνει κατά τα ανωτέρω τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη δεν έχει ορίσει κανονισμό για τη λειτουργία της επιχείρησής της που να προβλέπει ηπιότερες πειθαρχικές ποινές σε περίπτωση παραπτώματος κάποιου μισθωτού (επίπληξη, πρόστιμο, μετάθεση, προσωρινή αργία κλπ.), οπότε δεν τίθεται ζήτημα μη εφαρμογής του στην περίπτωση του ενάγοντος και άρνησης της εργοδότριας να λάβει κάποιο ηπιότερο μέτρο σε βάρος του, ως διαλαμβάνει η εκκαλουμένη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που αναγνώρισε ότι ήταν άκυρη η καταγγελία και μάλιστα ως αδικαιολόγητη κατ’ άρθρο 24 του ν. 4359/2016, ακολούθως δε επεδίκασε μισθούς υπερημερίας έως τις 30.9.2016 (μειωμένους από την 1.5.2016 έως την 30.9.2016), αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2016, επίδομα Πάσχα και αδείας του ίδιου έτους καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την παράνομη απόλυση του ενάγοντος, έσφαλε τόσο ως προς την ερμηνεία του νόμου 4359/2016, όσο και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνακόλουθα, αφού γίνει δεκτή και στην ουσία της η υπό κρίση έφεση πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη 5629/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στη συνέχεια να κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο και να δικασθεί η από 11.3.2016 (με αριθμό κατάθεσης ………) αγωγή κατά το μέρος που μεταβιβάσθηκε ενώπιόν του με την έφεση και να απορριφθεί στην ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους κατά τις διατάξεις των άρθρων 183 και 179 του ΚΠολΔ, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (ιδίως ως προς την εφαρμογή ή μη του άρθρου 24 του ν. 4359/2016 στην ένδικη περίπτωση) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη 5629/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 11.3.2016 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………) αγωγή κατά το μέρος της που μεταβιβάσθηκε ενώπιον του.

Απορρίπτει αυτή.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά, στις 13.2.2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ