Μενού Κλείσιμο

ΑΡΙΘΜΟΣ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ 15/2023


Συμβούλιο Εφετών Πειραιά
Βιασμός ανηλίκου και κατάχρηση ανηλίκου σε ασέλγεια (άρθρα 336, παρ.1-3, 342 παρ.1περ.ν ΠΚ). Άρθρο 227 παρ.4, 5 ΚΠΔ (Κατάθεση ανηλίκων μαρτύρων θυμάτων προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας). Σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης με την υποχρέωση οπτικοακουστικής καταγραφής της κατάθεσης του ανηλίκου στην προδικασία, δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της έγγραφης κατάθεσης του ανηλίκου κατ’ άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠΔ, λόγω της προβλεπόμενης από τον εθνικό νομοθέτη αυτοτέλειας των μέσων υποκατάστασης (ηλεκτρονικής και έντυπης) της άμεσης κατάθεσης του ανηλίκου στην προδικασία (άρθρο 227 παρ. 4 και 5 ΚΠΔ), ενώ δεν είναι επιθυμία του νομοθέτη κάθε διάταξη, για να διατηρήσει τον υποχρεωτικό της χαρακτήρα, να εξοπλίζεται με την κύρωση της ακυρότητας. Εξάλλου, η εν λόγω παράλειψη καταγραφής αποτελεί υποκατηγορία της προβλεπόμενης στο άρθρο 227 παρ. 5 ΚΠΔ, αδυναμίας της ηλεκτρονικής προβολής της κατάθεσης, αφού δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή μίας κατάθεσης που δεν έχει καταγραφεί ηλεκτρονικά για οποιοδήποτε λόγο. Επιπλέον, απόλυτη ακυρότητα δεν μπορεί να καταφαθεί και επειδή το άρθρο 227 παρ. 6 ΚΠΔ επιτρέπει την παραπομπή του κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις που τυποποιούνται στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, ακόμα και αν το ανήλικο θύμα δεν έχει εξεταστεί καθόλου στην προδικασία, προδήλως για να μη διευρυνθεί η ψυχική βλάβη που του προκάλεσε το έγκλημα. Εξ αυτού συνάγεται ότι, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη, στο στάδιο της προδικασίας, κάμπτεται, προκειμένου να ικανοποιηθεί το υπέρτερο συμφέρον του ανηλίκου. Από την ίδια διάταξη προκύπτει ακόμα ότι ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο δικαιούται να ζητήσει την εξέταση του θύματος με ερωτήσεις που τίθενται από το δικαστήριο μετά από ακρόαση του εισαγγελέα και των παριστάμενων διαδίκων και υποβάλλονται στον ανήλικο, το δε αίτημά του μπορεί να απορριφθεί μόνον αν, κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του παιδοψυχιάτρου, είναι δυνατόν (η εξέταση και οι ερωτήσεις) να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση αυτού. Αντίθετη μειοψηφία, που υποστηρίζει την άποψη ότι είναι υποχρεωτική η οπτικοακουστική καταγραφή της κατάθεσης του ανηλίκου στην προδικασία.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ

Αριθμός Βουλεύματος 15/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή και Σοφία Καλούδη-Εισηγήτρια, Εφέτες.
Συνήλθε στο γραφείο διασκέψεών του, την 24 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Καλλιόπης Δερμάτη, για να διασκεφθεί και να αποφασίσει για την κατωτέρω ποινική υπόθεση, επί της οποίας έχει υποβληθεί σε αυτό η υπ’ αριθ. 144/2022 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, Ευάγγελου Ιωαννίδη, η οποία έχει ως εξής:
« Εισάγω ενώπιον του Συμβουλίου Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 316 παρ. 2, 317 παρ. 1 περ. α’, 318, 319 και 481 του ΚΠΔ την από 8-11-2022 έφεση του [ον.] ……………… κατά του υπ΄ αριθμόν ………….. βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά σύμφωνα με το οποίο παραπέμφθηκε για να δικαστεί ενώπιον του Μ.Ο.Δ. που θα οριστεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά για τις αξιόποινες πράξεις (α) του βιασμού ανηλίκου και (β) της κατάχρησης σε ασέλγεια ανηλίκου που έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα έτη από πρόσωπο που διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους οικείους του που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 336 παρ. 3-1 και 342 παρ. 1 περ. β΄ του Ποινικού Κώδικα [ ως τα αρ. 336 και 342 διαμορφώθηκαν με τα αρ. 71 και 76 του ν. 4855/2021 αντίστοιχα ] και Σας εκθέτω τα ακόλουθα :
Από τη διάταξη του άρ. 464 εδ. α` ΚΠΔ ορίζεται ότι «ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα», από δε την διάταξη του άρ. 477 ΚΠΔ «έφεση κατά του βουλεύματος επιτρέπεται στον κατηγορού¬μενο και στον εισαγγελέα στις περιπτώσεις των επόμενων άρ¬θρων και για οποιονδήποτε λόγο σε όσες άλλες περιπτώσεις ειδικά ορίζει ο νόμος», ενώ κατ` αυτήν του άρ. 478 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως στην περ. β’ της παρ. 1 διαγράφηκε η λέξη «ευθείας» και το άρθρο 478 διαμορφώθηκε με το αρ. 144 του ν. 4855/2021 «το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα και μόνο για τους λόγους: α). της απόλυτης ακυρότητας και β). της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος επιτρέπεται να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, μόνο όταν αυτό τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα και μόνο για τους λόγους: α. της απόλυτης ακυρότητας και β. της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Οι λόγοι αυτοί προσδιορίζουν και την έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, η οποία έχει καταρχήν χαρακτήρα μερικό, υπό την έννοια ότι το συμβούλιο εφετών επιλαμβανόμενο της έφεσης δεν μπορεί να επανεξετάσει καθ’ ολοκληρία την υπόθεση από πραγματικής και νομικής άποψης, αλλά υποχρεούται να εξετάσει, ως οιονεί ακυρωτικό όργανο [έτσι Λ. Μαργαρίτης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμ. 2ος, (Άρθρα 305-603), εκδ. 2012, Νομική Βιβλιοθήκη, υπ’ άρθρο 478, σελ. 2285, Π. Τσιρίδης, ΠοινΔικ 2011, σελ. 217, παρεμφερώς Αδ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Ε΄ έκδ., 2011, σελ. 444], μόνο τους προβαλλόμενους δύο ως άνω λόγους. Δηλαδή έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη του πρωτοδίκου βουλεύματος στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι με την έφεση λόγοι. Έτσι, ο παραπεμπόμενος με το βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών για κακούργημα κατηγορούμενος μπορεί να προβάλλει ως λόγο έφεσης μόνον, είτε την τυχόν εμφιλοχωρήσασα απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρ. 171 παρ. 1, και οι οποίοι είναι συμβατοί με την προδικασία [έτσι και Π. Τσιρίδης, ΠοινΔικ 2011, σελ. 217], είτε την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Αν προβάλλεται ως λόγος έφεσης η λαβούσα χώρα απόλυτη ακυρότητα, το συμβούλιο εφετών οφείλει να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 481 παρ. 2 ΚΠΔ. Κηρύσσει δηλαδή την ακυρότητα, κρατά την υπόθεση και αποφαίνεται, σύμφωνα με τα άρθρα 316, 318 και 319 ΚΠΔ, ανέκκλητα. Αυτονόητο είναι πως το συμβούλιο εφετών, κηρύσσοντας την προβληθείσα απόλυτη ακυρότητα, διατάσσει, κατ’ άρθρο 176 παρ. 2 ΚΠΔ, την επανάληψη των άκυρων πράξεων, αν το κρίνει αναγκαίο και εφικτό. Σε περίπτωση που γίνει δεκτός ο λόγος για απόλυτη ακυρότητα, το συμβούλιο εφετών ακυρώνοντας το βούλευμα, έχει πλήρη εξουσία να αποφανθεί επί της ουσίας της υπόθεσης χωρίς να δεσμεύεται από το ακυρωθέν πρωτόδικο βούλευμα, λειτουργώντας πια ως ουσιαστικό συμβούλιο [βλ. περί των ανωτέρω, Λ. Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμ. 2ος, εκδ. 2012, Νομική Βιβλιοθήκη, υπ’ άρθρο 481, σελ. 2404]. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 101 (ήδη 100), 325 (ήδη αρ. 321 παρ. 6) και 356 ΚΠΔ και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα πρόσβασης στη δικογραφία και λήψης αντιγράφων, με δαπάνες του, καθ` όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Για την ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι αναγκαία αλλά και αρκεί να χορηγείται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να το ασκήσει. Η δυνατότητα αυτή και η εξ αυτής ικανοποίηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι για ορισμένα αποδεικτικά μέσα που περιέχονται στη δικογραφία απαιτείται ιδιαίτερη τεχνική μέθοδος (π.χ. κωδικός, ειδικό αντιγραφικό μηχάνημα) προκειμένου να καταστούν προσβάσιμα και αντιληπτά για στις ανθρώπινες αισθήσεις και να ληφθούν εξ αυτών αντίγραφα (έγχαρτα ή ηλεκτρονικά) και εναπόκειται στον αιτούντα να ζητήσει την εφαρμογή της τεχνικής αυτής, εμμένοντας στο αίτημά του για λήψη αντιγράφων των εν λόγω αποδεικτικών μέσων. [ΑΠ 210 / 2019 ΤΝΠ Νόμος ]. Περαιτέρω από την διάταξη του άρθρου 201 του ΚΠΔ προκύπτει ότι το γράμμα του παλαιού 200 Α, όπως είχε διαμορφωθεί με τον ν. 3783/09, τον ν. 4274/2014 και τον ν. 4322.2015, διατηρήθηκε αναλλοίωτο στο πλαίσιο του νέου ΚΠΔ [ Θ.Δαλακούρας «Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας» σελ. 168 ], ενώ προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στην παρ. 1 με το οποίο εισάγεται εξαίρεση από την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 204 έως 208 στην περίπτωση των αυτοφώρων εγκλημάτων σύμφωνα με το περιεχόμενο της υπ΄ αριθμόν 4/2018 γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εκδόθηκε υπό την ισχύ της διάταξης του άρθρου 200Α μετά την έκδοση της ΟλΑΠ 1/2017. Με την διάταξη του άρθρου 204 διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής της δυνατότητας διορισμού τεχνικού συμβούλου, αφού αυτή παρέχεται όχι μόνο όταν διεξάγεται ανάκριση, αλλά και όταν διενεργείται αυτεπάγγελτη προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση. Η στόχευση της ρύθμισης είναι προφανής, αφού υλοποιεί τόσο την αξίωση ελεγξιμότητας του προϊόντος της πραγματογνωμοσύνης και εν ταυτώ και την αξίωση πληρέστερης διάγνωσης της αλήθειας σε όλες τις φάσεις της ανακριτικής διαδικασίας όσο παραλλήλως και την αξίωση ουσιαστικής άσκησης των δικαιωμάτων των διαδίκων. Αναμφίβολο είναι, μετά ταύτα ότι η παράλειψη από αυτόν που διέταξε την πραγματογνωμοσύνη να προσκαλέσει τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο σε διορισμό τεχνικού συμβούλου επάγεται απόλυτη ακυρότητα, καθώς θίγει τα υπερασπιστικά δικαιώματά τους και ειδικότερα το δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου καθώς και το δικαίωμα παράστασης στην πραγματογνωμοσύνη [ Θ.Δαλακούρα ο.π σελ. 165 ]. (βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 1269/2010, ΑΠ 2467/2008 και 2176/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΣυμΑΠ 835/2005 ΠοινΔικ, 2005, 1240, ΕφΠειρ. 301/2002 ΠοινΔικ. 2002, 893, Α. Παπαδαμάκη «Ποινική Δικονομία», έκδ. 2011, σελ. 448, Χρήστου Μπάκα «Η δικονομική λειτουργία της πραγματογνωμοσύνης στην ποινική δίκη» σελ. 122 επ, ιδίως 178 επ.). Στην παρ. 2 εισάγονται αποκλειστικές περιπτώσεις εξαιρέσεων από την ως άνω υποχρέωση και άρα αποκλείεται η εφαρμογή της σε άλλες περιπτώσεις [ Θ.Δαλακούρας τομ. Β’ σελ. 65 ]. Επιβάλλεται δε άμεση ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης στην περίπτωση της προβλεπόμενης για τ΄αυτόφωρα εγκλήματα διαδικασίας [ ΓνωμΕισΑΠ 7 /2018 ]. Εξάλλου κατ΄εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού που κυρώθηκε με το ν. 3625/2007 και του άρθρου 12 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού που κυρώθηκε με το ν. 2101/1992 προστέθηκε με το άρθρο 3ο παρ. 4 του ν. 3625/2007 το άρθρο 226 Α στον προϊσχύσαντα ΚΠΔ με το οποίο εισήχθη καινοτόμος τρόπος ανάκρισης του ανήλικου θύματος των περιοριστικά μνημονευόμενων αξιόποινων πράξεων όπως στην συνεχεία η παρ. 1 αντικαταστάθηκε διαδοχικά με τα αρ. 5ο παρ. 3 του ν. 3875/2010, άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 4198/2013, άρθρο 13 του ν. 4267/2014 και άρθρο 77 παρ. 2 του ν. 4478/2017. Προς τούτο προβλέπεται ο διορισμός παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου και εν ελλείψει αυτών ψυχολόγου ή ψυχιάτρου, ως πραγματογνώμονα, κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος προκειμένου να εξασφαλισθεί κατάθεση ανεπηρέαστη από τα συναισθήματα του ανηλίκου και αντικειμενική. Στην παρ. 2 περιγράφεται ο ρόλος του παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου κατά την εξέταση του ανήλικου θύματος ως μάρτυρα, που είναι 1) η προετοιμασία του ανηλίκου για την εξέταση ( δηλαδή η δημιουργία φιλικής επαφής και κλίματος εμπιστοσύνης με αυτόν, η ελάττωση της αμηχανίας του έναντι της άγνωστης σε αυτόν δικαστικής διαδικασίας και η ενημέρωσή του για τη σημασία που έχει η παρουσίαση της αλήθειας στο δικαστήριο για τον ίδιο, τον δράστη και την κοινωνία ) και 2) η συνεργασία του με τους ανακριτικούς υπαλλήλους και δικαστικούς λειτουργούς. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους και αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα του ανηλίκου και την ψυχική του κατάσταση. Διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση, η οποία επισυνάπτεται υποχρεωτικά στη δικογραφία και αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της. Με την παρ. 3 καθιερώνεται η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου και η δυνατότητα καταχωρήσεως της σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, ώστε δι΄αυτής να αντικαθίσταται η φυσική του παρουσία στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. Στην παρ. 4 προβλέπεται η ανάγνωση της γραπτής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στο ακροατήριο υποχρεωτικά. Αν όμως το θύμα έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του κατά την ακροαματική διαδικασία, μπορεί να παρίσταται και αυτοπροσώπως. Εδώ προβλέπεται και η ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 328. Με την παρ. 5 προβλέπεται η δυνατότητα εξέτασης του ανηλίκου σε περίπτωση που δεν εξέτασθηκε στην προδικασία, καθώς και συμπληρωματικής εξέτασης από το δικαστήριο εφόσον το ζητήσουν ο Εισαγγελέας ή οι διάδικοι [ βλ. σελ. 5 Αιτ.Εκθ. ν. 3625/2007 ]. Στο ισχύον άρθρο 227 του ΚΠΔ συμπληρώθηκαν οι σχετικές διατάξεις προβλέποντας : Στην παρ. 1 ότι κατά την εξέταση του εν λόγω μάρτυρα διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων … ψυχολόγος ή ψυχίατρος, «που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων ή που περιλαμβάνεται στον πίνακα πραγματογνωμόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν», καθώς και ότι «η εξέταση ως μάρτυρα του ανηλίκου θύματος διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή, όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους …». Η εξειδίκευση των υπηρετούντων στα εν λόγω Αυτοτελή Γραφεία ψυχολόγων ή ψυχιάτρων δείχνει να μπορεί να εγγυηθεί τόσο την πληρέστερη προστασία των ευαίσθητων ανηλίκων όσο και την ολόπλευρη διερεύνηση της υπόθεσης. β) Στην παρ. 2 ότι ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς «καθώς και με τους τυχόν διορισμένους τεχνικούς συμβούλους του κατηγορουμένου, μη εφαρμοζομένου κατά τα λοιπά του άρθρου 207 ως προς το θέμα της προσωπικής επαφής αυτών με τον ανήλικο». Και η ρύθμιση αυτή κατατείνει στην ολόπλευρη διερεύνηση της υπόθεσης μέσα από την ανάδειξη σημείων της υπεράσπισης ή της υποστήριξης της κατηγορίας. Η αδυναμία διορισμού τεχνικών συμβούλων έδινε, άλλωστε την εντύπωση ότι η διαχείριση της εξέτασης του ανήλικου θύματος αποτελούσε κλειστή και δη στεγανοποιημένη διαδικασία, η οποία δεν έπρεπε να νοθευτεί με την προσθήκη ερωτημάτων από την πλευρά των τεχνικών συμβούλων. γ) Στην παρ. 3 ότι «οι συνήγοροι των διαδίκων έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να υποβληθούν στον ανήλικο από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, εκτός αν κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου οι ερωτήσεις αυτές είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου». Και εν προκειμένω, η προσθήκη ερωτημάτων διευρύνει τον ορίζοντα της εξέτασης, η οποία βέβαια – και ορθώς – συνεχίζει να παραμένει ως προς τον αντικείμενό της στην εξουσία του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου. δ) Στην παρ. 5 ότι η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο μόνο «εάν δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσής του», αφού αυτή αξιολογείται πληρέστερα, πέραν του ότι είναι συμβατή με τις αξιώσεις του ΕΔΔΑ για την αξιοποίηση μαρτυρικών καταθέσεων απόντων μαρτύρων. Αυτονόητο είναι, ωστόσο, αν προκύπτει αδυναμία ηλεκτρονικής προβολής της κατάθεσης του ανηλίκου, αναγιγνώσκεται υποχρεωτικά η γραπτή προδικαστική κατάθεσή του που οφείλει να φέρεται στα πρακτικά ως αναγνωσθείσα, αφού διαφορετικά προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω στέρησης του υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε παρατηρήσεις για το επίμαχο αποδεικτικό μέσο. [ Θ.Δαλακούρας ο.π σελ. 177 επ. ]. Η δε λήψη υπόψη της ανωμοτί κατάθεσης του ανηλίκου παθόντος χωρίς να διοριστεί για να παραστεί παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος προκαλεί απόλυτη ακυρότητα που ανάγεται στην προδικασία και προτείνεται έως την αμετάκλητη παραπομπή [ ΑΠ 377/2015, ΑΠ 669/2014, ΣυμΕφΚρ. 113/2015 ΤΝΠ Νόμος ].
Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο, εμπρόθεσμα με αυτοτελές δικόγραφο ενώπιον του Διευθυντή του Ειδικού Σωφρονιστικού Καταστήματος Τρίπολης και ειδικότερα η επίδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος έγινε αφ΄ ενός μεν την 1-11-2022 προς τον εκκαλούντα, αφ΄ ετέρου δε την 2-11-2022 προς τον διορισμένο αντίκλητο δικηγόρο και ασκήθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας έφεση την 8-11-2022.
Ο εκκαλών ζητεί με την υπό κρίση έφεσή του την εξαφάνιση του εκκαλούμενου βουλεύματος λόγω απόλυτης ακυρότητας των πράξεων της προδικασίας και δη λόγω μη τήρησης των διατάξεων που αναφέρονται στην υπεράσπισή του και στην άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος (αρ. 171 περ. δ’ ΚΠΔ ) και ειδικότερα : [α]. ότι αν και η ανήλικη παθούσα ………….. εξετάστηκε την 20-12-2021 ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών – προανακριτικών – υπαλλήλων του Τμήματος Προστασίας Ανηλίκων της Υπ/νσης Προστασίας Ανηλίκων της Δ/νσης Ασφαλείας Αττικής κατόπιν προετοιμασίας της από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα – ψυχολόγο και μέσω του τελευταίου ουδέποτε η κατάθεσή της καταχωρήθηκε σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο κατά παράβαση των οριζόμενων στην διάταξη του άρθρου 227 παρ. 4 εδ΄ α’ του ΚΠΔ πλήττοντας ευθέως τα υπερασπιστικά του δικαιώματα και δη του δικαιώματός του να ελέγξει εάν οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν έγιναν κατά παράβαση των κανόνων δεοντολογίας, αν λ.χ απευθύνθηκαν στην ανήλικη ερωτήσεις ανοικτού ή κλειστού τύπου ή με ακατάλληλο κατευθυντικό τρόπο προκειμένου να αποσπάσουν και να εκμαιεύσουν τις απαντήσεις λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν θα έχει την δυνατότητα να εξετάσει την ανήλικη παθούσα στο ακροατήριο αφού δεν θα έχει συμπληρώσει έως τότε τα δέκα οκτώ έτη. [β] ότι δεν του γνωστοποιήθηκε η με αριθμό 7011/5/136-β’ έκθεση διορισμού πραγματογνώμονα ψυχολόγου της ως άνω υπηρεσίας με σκοπό την προετοιμασία της ανήλικης παθούσας προκειμένου να παρίσταται κατά την εξέτασή της παρά την ρητή πρόβλεψη της διάταξης του άρθρου 227 παρ. 1 του ΚΠΔ με συνέπεια να μην ασκήσει το δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου (αρ. 204 ΚΠΔ ) κατά το στάδιο της διενέργεια της ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα – ψυχολόγο, Νικόλαο – Ανάργυρο ΣΤΑΜΑΤΟΓΙΑΝΝΗ. [γ] ότι αν και του χορηγήθηκαν κατόπιν αιτήματός του κατά την κυρία ανάκριση αντίγραφα δύο ψηφιακών δίσκων που αποτελούν περιεχόμενο της δικογραφία μετά τη νομότυπη άρση του τηλεφωνικού απορρήτου που περιέχουν καταγραφή των κλήσεων του κινητού τηλεφώνου της συζύγου του παρεμποδίζεται η πρόσβαση και η γνώση του περιεχομένου αυτών καθόσον από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας έχει τεθεί κωδικός ασφαλείας ο οποίος ουδέποτε του χορηγήθηκε με συνέπεια να παραβιάζεται το δικαίωμα πρόσβασης του στα έγγραφα της δικογραφίας (αρ. 101 παρ. 1 του ΚΠΔ ) και [δ] ότι αν και παραγγέλθηκε η διενέργεια ανάλυσης DNA και συντάχθηκε σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης ουδέποτε του γνωστοποιήθηκε η σχετική παραγγελία και η ανάθεση της με συνέπεια να μην ασκήσει το δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου ( αρ. 204 ΚΠΔ ) και με τον τρόπο αυτό να ελέγξει την νομιμότητά της διαδικασίας. Ζητεί δε για τους ανωτέρω λόγους να κηρυχθούν άκυρη η από 20-12-2021 έκθεση ανώμοτι κατάθεσης της φερόμενης ως παθούσας …………… και να επαναληφθεί αυτή και η έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης DNA. Περαιτέρω ζητεί σε περίπτωση που ευδοκιμήσει η έφεσή του την διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανάκρισης όπως ειδικότερα οι επιμέρους ανακριτικές πράξεις εξειδικεύονται και περιγράφονται στο δικόγραφο της εφέσεως του. Τέλος, με την υπό κρίση έφεση αιτείται την άρση της προσωρινής κράτησης που του επιβλήθηκε δυνάμει του υπ΄αριθμόν ΑΝΑ/ΕΠΚ/15 από 23-12-2021 Εντάλματος Προσωρινής Κράτησης του Ανακριτή του 1ου Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά και την αντικατάστασή της με περιοριστικούς όρους και την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Σας.
Με το προσβαλλόμενο βούλευμα ο εκκαλών παραπέμφθηκε για να δικαστεί ενώπιον του Μ.Ο.Δ που θα οριστεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά ως υπαίτιος του ότι : «Στη Δραπετσώνα, την 19-12-2021, με μια πράξη τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται κατά το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές και συγκεκριμένα : 1 ) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με σωματική βία εξανάγκασε ανήλικο πρόσωπο σε ανοχή γενετήσιας πράξης. Ειδικότερα, αφού επιβίβασε στο αυτοκίνητό του μάρκας FIAT, με αριθμό πινακίδας ΧΕΡ-9546, την ανήλικη ( γεννηθείσα την 19-3-2007 ) ανηψιά του, …………………, ακολούθως, με το πρόσχημα να της κάνει μάθημα οδήγησης και στη συνέχεια να την μεταφέρει στον σταθμό του Ηλεκτρικού στον Πειραιά προκειμένου να επιστρέψει στην οικία της, την οδήγησε σε μια ερημική περιοχή στη Δραπετσώνα, προς την πλευρά του λιμανιού και, αφού την έβαλε να καθίσει πάνω του, χρησιμοποιώντας την υπέρτερη μυϊκή του δύναμη έθεσε αρχικά το χέρι του μέσα από την μπλούζα της και την θώπευσε στο στήθος, ενώ μετά έθεσε το χέρι του μέσα από το παντελόνι της και την θώπευσε στα γεννητικά της όργανα και, στη συνέχεια, της αφαίρεσε το παντελόνι της και την εξανάγκασε σε συνουσία, η δε παθούσα, λόγω του αιφνιδιασμού και του φόβου της από την ενέργειά αυτή του κατηγορούμενου και λόγω των ασθενών σωματικών της δυνάμεων, δεν αντέδρασε και δεν αντιστάθηκε στη σωματική βία που άσκησε πάνω της, θεωρώντας μάταιη την όποια αντίσταση. Με την πράξη αυτή, η οποία ανάγεται στη γενετήσια ζωή προσέβαλε αντικειμενικά το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, ο κατηγορούμενος αποσκοπούσε στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμία του. 2 ) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενήργησε γενετήσιες πράξεις με ανήλικη, που είχε συμπληρώσει τα δεκατέσσερα (14) έτη, την οποία είχε εμπιστευτεί σ’ εκείνον, ως πρόσωπο που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους οικείους της ανήλικης, για να την επιβλέπει και να την φυλάσσει προσωρινά. Ειδικότερα, αφού επιβίβασε στο αυτοκίνητό του μάρκας FIAT, με αριθμό πινακίδας ΧΕΡ-9546, την ανήλικη ( γεννηθείσα στις 19-3-2007 ) ανηψιά του, …………….., την οποία του είχε εμπιστευτεί η μητέρα της, λόγω της μεταξύ τους συγγένειας εξ αγχιστείας, να την επιβλέπει και να την προσέχει προσωρινά, καθ΄ον χρόνο εκείνη βρισκόταν στην οικία του, ακολούθως, με το πρόσχημα να της κάνει μάθημα οδήγησης και στη συνέχεια να τη μεταφέρει στον σταθμό του Ηλεκτρικού στον Πειραιά προκειμένου να επιστρέψει στην οικία της, την οδήγησε σε μια ερημική περιοχή στη Δραπετσώνα προς την πλευρά του λιμανιού και, αφού την έβαλε να καθίσει πάνω του, χρησιμοποιώντας την υπέρτερη μυϊκή του δύναμη έθεσε αρχικά το χέρι του μέσα από το παντελόνι της και την θώπευσε στο στήθος, ενώ μετά έθεσε το χέρι του μέσα από το παντελόνι της και την θώπευσε στα γεννητικά της όργανα και, στη συνέχεια, της αφαίρεσε το παντελόνι και την εξανάγκασε σε συνουσία, η δε παθούσα, λόγω του αιφνιδιασμού και του φόβου της από την ενέργεια αυτή του κατηγορούμενου και λόγω των ασθενών σωματικών της δυνάμεων, δεν αντέδρασε και δεν αντιστάθηκε στη σωματική βία που άσκησε πάνω της, θεωρώντας μάταιη την όποια αντίσταση. Με την πράξη αυτή, η οποία ανάγεται στη γενετήσια ζωή και προσέβαλε αντικειμενικά το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, ο κατηγορούμενος αποσκοπούσε στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του».
Στην προκειμένη περίπτωση η ποινική δίωξη ασκήθηκε σε βάρος του εκκαλούντος – κατηγορούμενου με την υπ΄ΑΒΜ Φ 2021 / 993 από 21-12-2021 παραγγελία της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά για την διενέργεια κυρίας ανάκρισης κατόπιν της υποβληθείσης με την υπ΄αριθμόν πρωτοκόλλου 1048/2/17 από 21-12-2021 υποβλητική αναφορά του αναπληρωτή διοικητή του ΤΑ Αγίου Παντελεήμονα δικογραφίας που σχηματίστηκε στα πλαίσια της αστυνομικής – έκτακτης – προανάκρισης [ αρ. 242, 245 παρ. 2, 275, 279 παρ. 1 του ΚΠΔ ] καθόσον καταγγέλθηκαν την 20-12-2021 ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων της ως άνω υπηρεσίας αυτόφωρα κακουργήματα που φέρονταν ότι έλαβαν χώρα την 19-12-2021 σε βάρος της ανήλικης γεννηθείσας την …………….. Στα πλαίσια της αστυνομικής – έκτακτης – προανάκρισης έλαβαν χώρα μεταξύ άλλων οι κάτωθι ανακριτικές πράξεις που κρίθηκαν αναγκαίες για την βεβαίωση των πράξεων και την ανακάλυψη του δράστη : [i]. Δυνάμει της υπ΄ αριθμόν πρωτοκόλλου 7011/5/136-β’ από 20-12-2021 παραγγελίας της αρμόδιας προανακριτικής υπαλλήλου του Τμήματος Προστασίας Ανηλίκων της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής διορίστηκε πραγματογνώμονας ο ψυχολόγος, Α/Υ [ΥΓ] Νικόλαος – Ανάργυρος ΣΤΑΜΑΤΟΓΙΑΝΝΗΣ προκειμένου «…α) να προετοιμάσει αυτήν [ νοείται την ανήλικη γεννηθείσα την ……………………..για την εξέτασή της ενώπιόν μας, σχετικά με τον υπαίτιο και τις περιστάσεις τελέσεως των σε βάρος της πράξεων που περιγράφονται στις διατάξεις του άρθρου 336 του Π.Κ «Βιασμός», β) να αποφανθείτε για την αντιληπτική ικανότητα και την εν γένει ψυχική της κατάσταση, διατυπώνοντας τις διαπιστώσεις σας σε γραπτή έκθεση, η οποία θα αποτελέσει αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας…». Ο ανωτέρω διορισθείς πραγματογνώμονας έδωσε, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 194 παρ. 1 του ΚΠΔ, τον προβλεπόμενο όρκο και συντάθηκε η από 20-12-2021 έκθεση ορκοδοσίας πραγματογνώμονα από τους αστυνομικούς – προανακριτικούς υπαλλήλους της ως άνω υπηρεσίας, ενώ στην συνέχεια συνέταξε και ενεχείρησε την 20-12-2021 την με ίδια ημερομηνία πραγματογνωμοσύνη. Την ίδια ημέρα εξετάστηκε μέσω του διορισθέντος πραγματογνώμονα η ως άνω ανήλικη παθούσα προς την οποία τέθηκαν συγκεκριμένες ερωτήσεις οι οποίες καταχωρήθηκαν μαζί με τις απαντήσεις της στην συνταχθείσα έκθεση ανώμοτι εξέτασης. [ii]. Δυνάμει του υπ΄αριθμόν πρωτοκόλλου 1048/2/17 (2021) από 20-12-2021 εγγράφου του αρμοδίου αστυνομικού προανακριτικού υπαλλήλου του ΤΑ Αγίου Παντελεήμονα ανατέθηκε προς την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών η εξέταση της ανωτέρω παθούσας καθορίζοντας τα ζητήματα για τα οποία θα διεξαχθεί αυτή. Ακολούθως δυνάμει του υπ΄ αριθμόν πρωτοκόλλου 1048/2/17-β’ από 20-12-2021 εγγράφου του ανωτέρω στάλθηκαν στην ως άνω υπηρεσία «…εντός σφραγισμένης σακούλας τύπου zip μια (1) πετσέτα γκρι χρώματος και δύο βαμβακοφόρους στυλεούς, με βιολογικό υλικό του [επ] …………………. […]» και ζητήθηκε η «…σύγκριση του βιολογικού υλικού από την ανευρεθείσα πετσέτα, καθώς και του βιολογικού υλικού από τους βαμβακοφόρους στυλεούς, με το ληφθέν γενετικό υλικό από την εξέταση της αναφερόμενης στην ανωτέρω σχετική παραγγελία της παθούσας». Κατά την κυρία ανάκριση δυνάμει του υπ΄ αριθμόν 188/2022 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά διατάχθηκε κατόπιν σχετικού αιτήματος του αρμοδίου Ανακριτή η άρση του απορρήτου της τηλεφωνικής σύνδεσης 6993074797 του ως άνω κατηγορούμενου για το χρονικό διάστημα από τις 08:00 πμ της 19-12-2021 ως τις 23:59 της 19-12-2021 και να γνωστοποιηθούν α) το ιστορικό κλήσεων που πραγματοποιήθηκαν από και προς την ανωτέρω τηλεφωνική σύνδεση παρέχοντας πλήρη στοιχεία των κατόχων των τηλεφωνικών συνδέσεων κινητής και σταθερής τηλεφωνίας που κάλεσαν στον αριθμό 6993074797 και κλήθηκαν από αυτόν, β) οι χρόνοι και η διάρκεια των κλήσεων αυτών, γ) ο τόπος των συνδιαλέξεων που έλαβαν χώρα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα από την ανωτέρω τηλεφωνική σύνδεση, γνωστοποιώντας τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των εισερχομένων και εξερχομένων κλήσεων της ανωτέρω τηλεφωνικής σύνδεσης και δ) το περιεχόμενο, ο χρόνος αποστολής και τα στοιχεία επαφής των αποθηκευμένων μηνυμάτων SMS, MMS, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ( e mail ), MESSENGER, VIBER, SKYPE, WHATS UP, SIGNAL και λοιπών προγραμμάτων επικοινωνίας και οι εταιρείας κινητής και σταθερής τηλεφωνίας να γνωστοποιήσουν ως Ανακριτή τα αιτούμενα στοιχεία σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή. Περαιτέρω προκύπτει ότι αναφορικά με τις ως άνω υπό τα στοιχεία [i] και [ii] ανακριτικές πράξεις, ήτοι του διορισμού ψυχολόγου πραγματογνώμονα κατά τα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 227 παρ. 1 του ΚΠΔ προκειμένου να προετοιμάσει την παθούσα για την εξέτασή της, να συντάξει έκθεση σχετική με την αντιληπτική της ικανότητα και την ψυχική της κατάσταση και μέσω αυτού να εξεταστεί η παθούσα από τους αρμόδιους προανακριτικούς υπαλλήλους καθώς και της ανάθεσης εξέτασης DNA κατά τα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 201 παρ. 1 του ΚΠΔ στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία ΑΘηνών του δείγματος που ελήφθη από τον κατηγορούμενου και την παθούσα και του πειστηρίου που κατασχέθηκε δεν ήταν υποχρεωτική, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 201 παρ. 1 τελ. εδάφιο και 204 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠΔ, η γνωστοποίηση αυτών προς τον κατηγορούμενο προκειμένου ν΄ασκήσει το δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου. Η άμεση διενέργεια των ως άνω ανακριτικών πράξεων ήταν απολύτως αναγκαία στα πλαίσια της αστυνομικής – έκτακτης – προανάκρισης για την βεβαίωση των αυτοφώρων κακουργημάτων που καταγγέλθηκαν αρχικά από την μητέρα της παθούσας και της ανακάλυψης του δράστη, αλλά και εν όψει του κινδύνου απώλειας κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων από την καθυστέρηση αυτών. Συνεπώς ουδεμία απόλυτη ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας προκλήθηκε λόγω μη τήρησης των διατάξεων που αναφέρονται στην υποχρέωση γνωστοποίησης προς τον κατηγορούμενο του διορισμού του ψυχολόγου πραγματογνώμονα (αρ. 227 παρ. 2 ΚΠΔ ) καθώς και της ανάθεσης της εξέτασης DNA σε εργαστήριο που ιδρύθηκε για τον σκοπό αυτό ( αρ. 204 παρ. 1 ΚΠΔ ) ώστε να καταστεί δυνατός ο διορισμός τεχνικού συμβούλου καθόσον συντρέχουν οι εξαιρέσεις των άρθρων 201 παρ. 1 τελ. εδ. και 204 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠΔ που επιτρέπουν ρητά την παράλειψη της ως άνω υποχρέωσης. Σε κάθε περίπτωση είχε δικαίωμα να διορίσει τεχνικό σύμβουλο χωρίς ωστόσο ν΄ασκήσει το δικαίωμά του αυτό [ αρ. 204 παρ. 2 ΚΠΔ ]. Περαιτέρω αναφορικά με τις αιτιάσεις του κατηγορούμενου ότι δηλαδή δεν καταχωρήθηκε η κατάθεση της ανήλικης παθούσας που έλαβε χώρα την 20-12-2021 ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών προανακριτικών υπαλλήλων δια του διορισθέντος πραγματογνώμονα – ψυχολόγου σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο προκύπτει ότι η υποχρέωση αυτή εκ μέρους των ανακριτικών υπαλλήλων έχει τεθεί αποκλειστικά προς το συμφέρον του ανηλίκου. Τούτο συνάγεται ευθέως από το εδ. β΄της παρ. 4 του αρ. 227 του ΚΠΔ σύμφωνα με το οποίο η προβολή της κατάθεσής του ανηλίκου παθόντος αντικαθιστά την κατά την ακροαματική διαδικασία αυτοπρόσωπη εμφάνισή του και σκοπεί στην προστασία του εύθραυστου ψυχικού κόσμου του ανηλίκου και την απομάκρυνση του κινδύνου θυματοποίησής του. Τα δε υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορούμενου δεν παραβλάπτονται καθόσον παρέχεται σε αυτόν το δικαίωμα μετά την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο να ζητήσει από τον πρόεδρο του δικαστηρίου να εξετασθεί ο ανήλικος εάν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά [ αρ. 227 παρ. 6 ΚΠΔ ]. Σε κάθε δε περίπτωση προκύπτει από την προαναφερθείσα κατάθεση της ανήλικης παθούσας ότι έχουν καταχωρηθεί οι ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν και οι απαντήσεις αυτής κατά την εξέτασή της. Συνεπώς ουδεμία απόλυτη ακυρότητα προκλήθηκε από την παράλειψη της καταχώρησης σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο της κατάθεσης της ανήλικης καθόσον η διάταξη του άρθρου 227 παρ. 4 εδ. α΄του ΚΠΔ έχει τεθεί αποκλειστικά προς τον συμφέρον του ανηλίκου. Τέλος αναφορικά με αιτιάσεις του εκκαλούντος ότι παρεμποδίστηκε η πρόσβασή του στο υλικό της δικογραφίας [ αρ. 100 παρ. 1 Π.Κ ] προκύπτει ότι σε εκτέλεση του προαναφερθέντος βουλεύματος η εταιρεία «WIND Hellas Telecommunications S.A» απέστειλε στον διενεργούντα την κυρία ανάκριση ανακριτή το από 29-3-2022 έγγραφο στο οποίο αναφέρεται ότι «Σε συνέχεια του ως άνω σχετικού, συνημμένα σε πολυμορφικό δίσκο (CD) θα βρείτε τις διαθέσιμες πληροφορίες για τα στοιχεία που αιτηθήκατε […] Σημειώνουμε, πως για λόγους διασφάλισης του περιεχομένου του ηλεκτρονικού δίσκου (CD) που θα λάβετε, αυτό είναι κρυπτογραφημένο, με αποτέλεσμα να απαιτείται κωδικός πρόσβασης, για την ανάγνωση των αρχείων. Ως εκ τούτου, παρακαλούμε όπως επικοινωνήσετε με τα ανωτέρω αναφερόμενα τηλέφωνα, ούτως ώστε να ενημερωθείτε για τον κωδικό πρόσβασης από αρμόδιο υπάλληλο της εταιρείας μας […]». Ωστόσο ο κατηγορούμενος καίτοι έλαβε γνώση του περιεχομένου του ως άνω εγγράφου μαζί τον ψηφιακό δίσκο ουδέποτε ζήτησε να πληροφορηθεί μέσω του αρμοδίου ανακριτή τους κωδικούς ασφαλείας οι οποίοι ήταν σε κάθε περίπτωση προσιτοί σε αυτόν. Επιπλέον προκύπτει ότι είχε λάβει χώρα εκτύπωση του περιεχομένου του ως άνω δίσκου σε δύο φύλλα μεγέθους Α3 που αποτελούν μέρος της δικογραφίας στα οποία καταγράφονται οι κλήσεις του ως άνω αριθμού κλήσης το επίμαχο χρονικό διάστημα, η διάρκειά τους, η κεραία που ενεργοποιήθηκε κάθε φορά κλπ. Εν όψει των ανωτέρω ουδεμία απόλυτη ακυρότητα προκλήθηκα καθόσον δεν παρεμποδίστηκε το υπερασπιστικό δικαίωμα πρόσβασης του κατηγορούμενου να λάβει γνώση του συγκεκριμένου εγγράφου της δικογραφία. [ Σημειώνεται ότι όσον αφορά τις απαντήσεις των λοιπών εταιρειών τηλεφωνίας προκύπτει ότι είτε αυτές υπεβλήθησαν εγγράφως, είτε σε ψηφιακό αποθηκευτικό μέσο χωρίς η πρόσβαση στο περιεχόμενο τους να προϋποθέτει την χρήση κωδικών ασφαλείας όπως στην περίπτωση της ως άνω εταιρείας ].
Κατόπιν των όσων ήδη προαναφέρθηκαν θα πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και ν΄ απορριφθεί για τους προαναφερθέντες λόγους ως ουσία αβάσιμη, ενώ τα δικαστικά έξοδα ποσού 250 ευρώ πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος.
Περαιτέρω αναφορικά με το αίτημα του εκκαλούντος – κατηγορούμενου περί άρσης της προσωρινής του κράτησης και της αντικατάστασής της με περιοριστικούς όρους προκύπτει ότι παραπέμφθηκε δυνάμει του προσβαλλόμενου βουλεύματος το οποίο διέταξε την συνέχιση της προσωρινής του κράτησης η εξακολούθηση της οποίας για έξι ακόμη μήνες εώς την συμπλήρωση του έτους την 20-12-2022 είχε προηγουμένως διαταχθεί δυνάμει του υπ΄αριθμόν …………. βουλεύματος του ίδιου δικαστικού συμβουλίου και επιπλέον δυνάμει του υπ΄αριθμόν 916/2022 βουλεύματος του ίδιου δικαστικού συμβουλίου διατάχθηκε η παράτασή της για έξι ακόμη μήνες μετά την συμπλήρωση του έτους, ήτοι έως την 20-6-2023, θα πρέπει ν΄ απορριφθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 282 παρ. 1, 286 παρ. 1-2, 294 του ΚΠΔ, καθόσον δεν έχουν αποδυναμωθεί από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα οι σε βάρος του επαρκείς ενδείξεις ενοχής για τις ως άνω διωκόμενες σε βαθμό κακουργήματος πράξεις εκ των οποίων η πράξη του βιασμού σε βάρος ανηλίκου (αρ. 336 παρ. 3 του Π.Κ ) τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και περαιτέρω από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πράξεών του, ήτοι την ανηλικότητα του θύματος, την εκμετάλλευση της συγγενικής σχέσης και της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε διαμορφωθεί με την οικογένεια του, κρίνεται απολύτως αναγκαία η συνέχιση της προσωρινής του κράτησης μη αρκούντων των περιοριστικών όρων προκειμένου να αποτραπεί από την τέλεση νέων ομοειδών αξιόποινων πράξεων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και να εξασφαλιστεί ότι θα παραστεί ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της τυχόν καταδικαστικής απόφασης θα εκδοθεί. Τέλος θα πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του κατηγορούμενου περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον του Συμβουλίου Σας καθόσον εξέθεσε εκτενώς με την απολογία του, τα υπομνήματά του, τις αιτήσεις του και το δικόγραφο της έφεσής του τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς και προσκόμισε τα αποδεικτικά μέσα προς υποστήριξη αυτών.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ – ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Να γίνει δεκτή τυπικά και ν΄απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η από 8-11-2022 έφεση του [ον.]……………., οδός Δραπετσώνας αριθ. 28 και ήδη προσωρινά κρατούμενου στο Κ.Κ.Τρίπολης κατά του υπ΄ αριθμόν ………………. βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά.
Να διαταχθεί η εκτέλεση του εκκαλούμενου βουλεύματος
Να απορριφθεί το αίτημα περί άρσης της προσωρινής του κράτησης και αντικατάστασής της με περιοριστικούς όρους καθώς και της αυτοπρόσωπης εμφάνισής του ενώπιον του Συμβουλίου Σας και

Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα ποσού 250 ευρώ σε βάρος του εκκαλούντος.
Πειραιάς 7 Δεκεμβρίου 2022
Ο Εισαγγελέας
[υπογραφή]
Ευάγγελος Ιωαννίδης
Αντεισαγγελέας Εφετών»

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου αρμοδίως εισάγεται με την προπαρατεθείσα εισαγγελική πρόταση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 316 παρ. 2, 317 παρ. 1 περ. α’, 318, 319 και 481 του ΚΠΔ η από 8-11-2022 έφεση του [ον.] …………. κατά του υπ΄ αριθμόν ………… βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά σύμφωνα με το οποίο παραπέμφθηκε για να δικαστεί ενώπιον του Μ.Ο.Δ. που θα οριστεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά για τις αξιόποινες πράξεις (α) του βιασμού ανηλίκου και (β) της κατάχρησης σε ασέλγεια ανηλίκου που έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα έτη από πρόσωπο που διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους οικείους του που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 336 παρ. 3-1 και 342 παρ. 1 περ. β΄ του Ποινικού Κώδικα (ως τα αρ. 336 και 342 διαμορφώθηκαν με τα αρ. 71 και 76 του ν. 4855/2021 αντίστοιχα). Ο εκκαλών έχει λάβει γνώση της εισαγγελικής πρότασης μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου του, όπως βεβαιώνεται δια της σχετικής υπογραφής στην τελευταία σελίδα της εισαγγελικής πρότασης, ενώ και ο ίδιος ο κατηγορούμενος ενημερώθηκε προφορικά για την κατάρτιση της σύμφωνα με την από 7-12-2022 βεβαίωση του γραμματέα του ΚΚ Τριπόλεως, Θ. Κουλόλια.
ΙΙ. Κατόπιν της από 20-12-2021 έκθεσης ένορκης εξέτασης μάρτυρα της ……………… και τη διενέργειας αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του ως άνω κατηγορουμένου εκκαλούντος για τις αναφερόμενες στην αρχή αξιόποινες πράξεις, δυνάμει της από 21-12-2021 εισαγγελικής παραγγελίας για διενέργεια κύριας ανάκρισης, που διεκπεραιώθηκε από τον Ανακριτή του Α’ Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά. Μετά την απολογία του κατηγορουμένου, ο ανωτέρω Ανακριτής εξέδωσε -κατόπιν σύμφωνης εισαγγελικής γνώμης – το υπ’ αριθ. ΑΝΑ/ΕΠΚ/15/23-12-2021 ένταλμα προσωρινής κράτησης, με το οποίο διέταξε την προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου με χρόνο έναρξης κράτησης την 20-12-2021. Η διενεργηθείσα κύρια ανάκριση περατώθηκε νόμιμα, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ. Περαιτέρω, κατόπιν υποβολής της υπ’ αριθ. 448/30-5-2022 εισαγγελικής πρότασης επί της ουσίας της υπόθεσης, ο κατηγορούμενος υπέβαλε το από 31-5-2022 υπόμνημα-αίτηση για άρση προσωρινής κράτησης, άλλως αντικατάσταση αυτής με περιοριστικό όρο κατ’ άρθρο 291 πα 2 ΚΠΔ) καθώς και για κήρυξη ακυρότητας πράξεων της προδικασίας, επικαλούμενος ότι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα (αρ. 171 περ. δ’ ΚΠΔ ) διότι : α) αν και η ανήλικη παθούσα …………………εξετάστηκε την 20-12-2021 ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών – προανακριτικών – υπαλλήλων του Τμήματος Προστασίας Ανηλίκων της Υπ/νσης Προστασίας Ανηλίκων της Δ/νσης Ασφαλείας Αττικής κατόπιν προετοιμασίας της από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα – ψυχολόγο και μέσω του τελευταίου, ουδέποτε η κατάθεσή της καταχωρήθηκε σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο κατά παράβαση των οριζόμενων στην διάταξη του άρθρου 227 παρ. 4 εδ΄ α’ του ΚΠΔ πλήττοντας ευθέως τα υπερασπιστικά του δικαιώματα και δη το δικαίωμα του να ελέγξει εάν οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν έγιναν κατά παράβαση των κανόνων δεοντολογίας, αν λ.χ απευθύνθηκαν στην ανήλικη ερωτήσεις ανοικτού ή κλειστού τύπου ή με ακατάλληλο κατευθυντικό τρόπο προκειμένου να αποσπάσουν και να εκμαιεύσουν τις απαντήσεις λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν θα έχει την δυνατότητα να εξετάσει την ανήλικη παθούσα στο ακροατήριο αφού δεν θα έχει συμπληρώσει έως τότε τα δέκα οκτώ έτη, β) δεν του γνωστοποιήθηκε η με αριθμό 7011/5/136-β’ έκθεση διορισμού πραγματογνώμονα ψυχολόγου της ως άνω υπηρεσίας με σκοπό την προετοιμασία της ανήλικης παθούσας προκειμένου να παρίσταται κατά την εξέτασή της παρά την ρητή πρόβλεψη της διάταξης του άρθρου 227 παρ. 1 του ΚΠΔ με συνέπεια να μην ασκήσει το δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου (αρ. 204 ΚΠΔ) κατά το στάδιο της διενέργειας της ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα – ψυχολόγο, Νικόλαο – Ανάργυρο ΣΤΑΜΑΤΟΓΙΑΝΝΗ.γ) αν και του χορηγήθηκαν κατόπιν αιτήματός του κατά την κυρία ανάκριση αντίγραφα δύο ψηφιακών δίσκων που αποτελούν περιεχόμενο της δικογραφία μετά τη νομότυπη άρση του τηλεφωνικού απορρήτου που περιέχουν καταγραφή των κλήσεων του κινητού τηλεφώνου της συζύγου του παρεμποδίζεται η πρόσβαση και η γνώση του περιεχομένου αυτών καθόσον από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας έχει τεθεί κωδικός ασφαλείας ο οποίος ουδέποτε του χορηγήθηκε με συνέπεια να παραβιάζεται το δικαίωμα πρόσβασης του στα έγγραφα της δικογραφίας (αρ. 101 παρ. 1 του ΚΠΔ ) και δ) αν και παραγγέλθηκε η διενέργεια ανάλυσης DNA και συντάχθηκε σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης ουδέποτε του γνωστοποιήθηκε η σχετική παραγγελία και η ανάθεση της με συνέπεια να μην ασκήσει το δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου ( αρ. 204 ΚΠΔ ) και με τον τρόπο αυτό να ελέγξει την νομιμότητά της διαδικασίας. Κατόπιν τούτων, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά εξέδωσε το υπ’ αριθ. 532/2022 βούλευμα, δυνάμει του οποίου απείχε από την ουσιαστική κρίση της υπόθεσης «προκειμένου να υποβληθεί εκ νέου σ’ αυτό εισαγγελική πρόταση επί της ουσίας της υπόθεσης, αναφορικά με την προβληθείσα ακυρότητα της από 20-12-2021 έκθεσης ανωμοτί εξέτασης της παθούσας και της προδικασίας ως προς τη μη χορήγηση πλήρων και πρόσφορων αντιγράφων των περιεχομένων στη δικογραφία 2 ηλεκτρονικών δίσκων, άλλως και ως προς το αίτημα περί άρσης άλλως αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους, κατόπιν του από 31-5-2022 και εγχειρισθέντος την 1-6-2022 υπομνήματος-αίτησης αντικατάστασης προσωρινής κράτησης με περιοριστικό όρο του κατηγορουμένου». Ακολούθως δε , αφού υποβλήθηκε αρμοδίως η με αριθμό 625/2022 εισαγγελική πρόταση εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα , το οποίο παρέπεμψε τον κατηγορουμένο να δικαστεί ενώπιον του Μ.Ο.Δ. που θα οριστεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά για τις αξιόποινες πράξεις (α) του βιασμού ανηλίκου και (β) της κατάχρησης σε ασέλγεια ανηλίκου που έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα έτη από πρόσωπο που διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους οικείους του που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 336 παρ. 3-1 και 342 παρ. 1 περ. β΄ του Ποινικού Κώδικα, και δη ως υπαίτιος του ότι «Στη Δραπετσώνα, την 19-12-2021, με μια πράξη τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται κατά το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές και συγκεκριμένα : 1 ) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με σωματική βία εξανάγκασε ανήλικο πρόσωπο σε ανοχή γενετήσιας πράξης. Ειδικότερα, αφού επιβίβασε στο αυτοκίνητό του μάρκας FIAT, με αριθμό πινακίδας ΧΕΡ-9546, την ανήλικη ( γεννηθείσα την 19-3-2007 ) ανηψιά του, …………….., ακολούθως, με το πρόσχημα να της κάνει μάθημα οδήγησης και στη συνέχεια να την μεταφέρει στον σταθμό του Ηλεκτρικού στον Πειραιά προκειμένου να επιστρέψει στην οικία της, την οδήγησε σε μια ερημική περιοχή στη Δραπετσώνα, προς την πλευρά του λιμανιού και, αφού την έβαλε να καθίσει πάνω του, χρησιμοποιώντας την υπέρτερη μυϊκή του δύναμη έθεσε αρχικά το χέρι του μέσα από την μπλούζα της και την θώπευσε στο στήθος, ενώ μετά έθεσε το χέρι του μέσα από το παντελόνι της και την θώπευσε στα γεννητικά της όργανα και, στη συνέχεια, της αφαίρεσε το παντελόνι της και την εξανάγκασε σε συνουσία, η δε παθούσα, λόγω του αιφνιδιασμού και του φόβου της από την ενέργειά αυτή του κατηγορούμενου και λόγω των ασθενών σωματικών της δυνάμεων, δεν αντέδρασε και δεν αντιστάθηκε στη σωματική βία που άσκησε πάνω της, θεωρώντας μάταιη την όποια αντίσταση. Με την πράξη αυτή, η οποία ανλαγεται στη γενετήσια ζωή προσέβαλε αντικειμενικά το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, ο κατηγορούμενος αποσκοπούσε στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμία του. 2 ) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενήργησε γενετήσιες πράξεις με ανήλικη, που είχε συμπληρώσει τα δεκατέσσερα (14) έτη, την οποία είχε εμπιστευτεί σ’ εκείνον, ως πρόσωπο που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους οικείους της ανήλικης, για να την επιβλέπει και να την φυλάσσει προσωρινά. Ειδικότερα, αφού επιβίβασε στο αυτοκίνητό του μάρκας FIAT, με αριθμό πινακίδας ΧΕΡ-9546, την ανήλικη ( γεννηθείσα στις 19-3-2007 ) ανηψιά του, ………………., την οποία του είχε εμπιστευτεί η μητέρα της, λόγω της μεταξύ τους συγγένειας εξ αγχιστείας, να την επιβλέπει και να την προσέχει προσωρινά, καθ΄ον χρόνο εκείνη βρισκόταν στην οικία του, ακολούθως, με το πρόσχημα να της κάνει μάθημα οδήγησης και στη συνέχεια να τη μεταφέρει στον σταθμό του Ηλεκτρικού στον Πειραιά προκειμένου να επιστρέψει στην οικία της, την οδήγησε σε μια ερημική περιοχή στη Δραπετσώνα προς την πλευρά του λιμανιού και, αφού την έβαλε να καθίσει πάνω του, χρησιμοποιώντας την υπέρτερη μυϊκή του δύναμη έθεσε αρχικά το χέρι του μέσα από το παντελόνι της και την θώπευσε στο στήθος, ενώ μετά έθεσε το χέρι του μέσα από το παντελόνι της και την θώπευσε στα γεννητικά της όργανα και, στη συνέχεια, της αφαίρεσε το παντελόνι και την εξανάγκασε σε συνουσία, η δε παθούσα, λόγω του αιφνιδιασμού και του φόβου της από την ενέργεια αυτή του κατηγορούμενου και λόγω των ασθενών σωματικών της δυνάμεων, δεν αντέδρασε και δεν αντιστάθηκε στη σωματική βία που άσκησε πάνω της, θεωρώντας μάταιη την όποια αντίσταση. Με την πράξη αυτή, η οποία ανάγεται στη γενετήσια ζωή και προσέβαλε αντικειμενικά το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, ο κατηγορούμενος αποσκοπούσε στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του», ενώ διατήρησε σε ισχύ το με αριθμό ΑΝΑ/ΕΠΚ/15/23-12-2021 ένταλμα προσωρινής κράτησης του Ανακριτή του Α΄ τακτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς και διέταξε την συνέχιση της προσωρινής κράτησης αυτού, της οποίας η εξακολούθηση διατάχθηκε δυνάμει του με αριθμό 532/2022 βουλεύματος του , έως την συμπλήρωση ενός έτους από την έναρξη της στις 20-12-2021 , δηλαδή όχι πέραν της 20-12-2022 , ενώ απέρριψε την αίτηση αυτού για κήρυξη της απόλυτης ακυρότητας των ως άνω προσβαλλόμενων πράξεων της προδικασίας, καθώς και για την άρση άλλως αντικατάσταση της προσωρινής του κράτησης. Ακολούθως, η προσωρινή κράτηση του κατηγορούμενου παρατάθηκε για έξι ακόμα μήνες ήτοι έως 26-6-2023 με το με αριθμό 916/2022 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Κατά του ως άνω παραπεμπτικού με αριθμό 825/2022 βουλεύματος στρέφεται ο κατηγορούμενος και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη με αριθμό έκθεσης 27/2022 έφεσή του και ζητεί, για τους λόγους που διαλαμβάνονται σ’ αυτήν, την εξαφάνισή του. Η εν λόγω έφεση είναι δικονομικά παραδεκτή, καθώς α) ασκήθηκε από δικαιούμενο πρόσωπο (άρθρα 464 και 478 ΚΠΔ), β) προσβάλλει εκκλητό βούλευμα (άρθρο 478 ΚΠΔ), αφού ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο αρμόδιο ποινικό δικαστήριο για κακούργημα, γ) ασκήθηκε εμπροθέσμως στις 8-11-2022 με αυτοτελές δικόγραφο ενώπιον του Διευθυντή του Ειδικού Σωφρονιστικού Καταστήματος Τρίπολης, καθόσον η επίδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος έγινε αφ΄ ενός μεν την 1-11-2022 προς τον εκκαλούντα, αφ΄ ετέρου δε την 2-11-2022 προς τον διορισμένο αντίκλητο δικηγόρο , ενώ οι λόγοι της αφορούν σε απόλυτη ακυρότητα λόγω μη τήρησης διατάξεων σχετιζόμενων με την άσκηση υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου στην προδικασία. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το βάσιμο των λόγων της.
ΙΙΙ. Ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του επαναφέρει εκ νέου τις απορριφθείσες με το προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιάσεις του περί απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας, διότι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα (αρ. 171 περ. δ’ ΚΠΔ ) και ειδικότερα διότι : α) αν και η ανήλικη παθούσα ………… εξετάστηκε την 20-12-2021 ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών – προανακριτικών – υπαλλήλων του Τμήματος Προστασίας Ανηλίκων της Υπ/νσης Προστασίας Ανηλίκων της Δ/νσης Ασφαλείας Αττικής κατόπιν προετοιμασίας της από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα – ψυχολόγο και μέσω του τελευταίου, ουδέποτε η κατάθεσή της καταχωρήθηκε σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο κατά παράβαση των οριζόμενων στην διάταξη του άρθρου 227 παρ. 4 εδ΄ α’ του ΚΠΔ πλήττοντας ευθέως τα υπερασπιστικά του δικαιώματα και δη το δικαίωμα του να ελέγξει εάν οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν έγιναν κατά παράβαση των κανόνων δεοντολογίας, αν λ.χ απευθύνθηκαν στην ανήλικη ερωτήσεις ανοικτού ή κλειστού τύπου ή με ακατάλληλο κατευθυντικό τρόπο προκειμένου να αποσπάσουν και να εκμαιεύσουν τις απαντήσεις λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν θα έχει την δυνατότητα να εξετάσει την ανήλικη παθούσα στο ακροατήριο αφού δεν θα έχει συμπληρώσει έως τότε τα δέκα οκτώ έτη. β) δεν του γνωστοποιήθηκε η με αριθμό 7011/5/136-β’ έκθεση διορισμού πραγματογνώμονα ψυχολόγου της ως άνω υπηρεσίας με σκοπό την προετοιμασία της ανήλικης παθούσας προκειμένου να παρίσταται κατά την εξέτασή της παρά την ρητή πρόβλεψη της διάταξης του άρθρου 227 παρ. 1 του ΚΠΔ με συνέπεια να μην ασκήσει το δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου (αρ. 204 ΚΠΔ ) κατά το στάδιο της διενέργεια της ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα – ψυχολόγο, Νικόλαο – Ανάργυρο ΣΤΑΜΑΤΟΓΙΑΝΝΗ. γ) αν και του χορηγήθηκαν κατόπιν αιτήματός του κατά την κυρία ανάκριση αντίγραφα δύο ψηφιακών δίσκων που αποτελούν περιεχόμενο της δικογραφία μετά τη νομότυπη άρση του τηλεφωνικού απορρήτου που περιέχουν καταγραφή των κλήσεων του κινητού τηλεφώνου της συζύγου του παρεμποδίζεται η πρόσβαση και η γνώση του περιεχομένου αυτών καθόσον από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας έχει τεθεί κωδικός ασφαλείας ο οποίος ουδέποτε του χορηγήθηκε με συνέπεια να παραβιάζεται το δικαίωμα πρόσβασης του στα έγγραφα της δικογραφίας (αρ. 101 παρ. 1 του ΚΠΔ ) και δ) αν και παραγγέλθηκε η διενέργεια ανάλυσης DNA και συντάχθηκε σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης ουδέποτε του γνωστοποιήθηκε η σχετική παραγγελία και η ανάθεση της με συνέπεια να μην ασκήσει το δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου ( αρ. 204 ΚΠΔ ) και με τον τρόπο αυτό να ελέγξει την νομιμότητά της διαδικασίας. Ζητεί δε για τους ανωτέρω λόγους να κηρυχθούν άκυρη η από 20-12-2021 έκθεση ανώμοτι κατάθεσης της φερόμενης ως παθούσας …………. και να επαναληφθεί αυτή και η έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης DNA. Περαιτέρω ζητεί σε περίπτωση που ευδοκιμήσει η έφεσή του την διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανάκρισης όπως ειδικότερα οι επιμέρους ανακριτικές πράξεις εξειδικεύονται και περιγράφονται στο δικόγραφο της εφέσεως του. Τέλος, με την υπό κρίση έφεση αιτείται την άρση της προσωρινής κράτησης που του επιβλήθηκε δυνάμει του υπ΄αριθμ. ΑΝΑ/ΕΠΚ/15 από 23-12-2021 Εντάλματος Προσωρινής Κράτησης του Ανακριτή του 1ου Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά και την αντικατάστασή της με περιοριστικούς όρους καθώς και την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου.
IV. Εν προκειμένω, από τη μελέτη των στοιχείων της δικογραφίας προέκυψαν τα ακόλουθα. Στα πλαίσια της αστυνομικής – έκτακτης – προανάκρισης που διατάχθηκε μετά την ως άνω καταγγελία της μητέρας της ανήλικης παθούσας διενεργήθηκαν μεταξύ άλλων οι κάτωθι ανακριτικές πράξεις που κρίθηκαν αναγκαίες για την βεβαίωση των πράξεων και την ανακάλυψη του δράστη : 1) Δυνάμει της υπ΄ αριθμόν πρωτοκόλλου 7011/5/136-β’ από 20-12-2021 παραγγελίας της αρμόδιας προανακριτικής υπαλλήλου του Τμήματος Προστασίας Ανηλίκων της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής διορίστηκε πραγματογνώμονας ο ψυχολόγος, Α/Υ [ΥΓ] Νικόλαος – Ανάργυρος ΣΤΑΜΑΤΟΓΙΑΝΝΗΣ προκειμένου «…α) να προετοιμάσει αυτήν [ νοείται την ανήλικη γεννηθείσα την ………………. ] για την εξέτασή της ενώπιόν μας, σχετικά με τον υπαίτιο και τις περιστάσεις τελέσεως των σε βάρος της πράξεων που περιγράφονται στις διατάξεις του άρθρου 336 του Π.Κ «Βιασμός», β) να αποφανθείτε για την αντιληπτική ικανότητα και την εν γένει ψυχική της κατάσταση, διατυπώνοντας τις διαπιστώσεις σας σε γραπτή έκθεση, η οποία θα αποτελέσει αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας…». Ο ανωτέρω διορισθείς πραγματογνώμονας έδωσε, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 194 παρ. 1 του ΚΠΔ, τον προβλεπόμενο όρκο και συντάθηκε η από 20-12-2021 έκθεση ορκοδοσίας πραγματογνώμονα από τους αστυνομικούς – προανακριτικούς υπαλλήλους της ως άνω υπηρεσίας, ενώ στην συνέχεια συνέταξε και ενεχείρησε την 20-12-2021 την με ίδια ημερομηνία πραγματογνωμοσύνη. Την ίδια ημέρα εξετάστηκε μέσω του διορισθέντος πραγματογνώμονα η ως άνω ανήλικη παθούσα προς την οποία τέθηκαν συγκεκριμένες ερωτήσεις οι οποίες καταχωρήθηκαν μαζί με τις απαντήσεις της στην συνταχθείσα έκθεση ανώμοτι εξέτασης. 2) Δυνάμει του υπ΄αριθμόν πρωτοκόλλου 1048/2/17 (2021) από 20-12-2021 εγγράφου του αρμοδίου αστυνομικού προανακριτικού υπαλλήλου του ΤΑ Αγίου Παντελεήμονα ανατέθηκε προς την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών η εξέταση της ανωτέρω παθούσας καθορίζοντας τα ζητήματα για τα οποία θα διεξαχθεί αυτή. Ακολούθως δυνάμει του υπ΄ αριθμόν πρωτοκόλλου 1048/2/17-β’ από 20-12-2021 εγγράφου του ανωτέρω στάλθηκαν στην ως άνω υπηρεσία «…εντός σφραγισμένης σακούλας τύπου zip μια (1) πετσέτα γκρι χρώματος και δύο βαμβακοφόρους στυλεούς, με βιολογικό υλικό του ………………» και ζητήθηκε η «…σύγκριση του βιολογικού υλικού από την ανευρεθείσα πετσέτα, καθώς και του βιολογικού υλικού από τους βαμβακοφόρους στυλεούς, με το ληφθέν γενετικό υλικό από την εξέταση της αναφερόμενης στην ανωτέρω σχετική παραγγελία της παθούσας». Στη συνέχεια, κατά την κυρία ανάκριση δυνάμει του υπ΄ αριθμόν 188/2022 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά διατάχθηκε κατόπιν σχετικού αιτήματος του αρμοδίου Ανακριτή η άρση του απορρήτου της τηλεφωνικής σύνδεσης 6993074797 του ως άνω κατηγορούμενου για το χρονικό διάστημα από τις 08:00 πμ της 19-12-2021 ως τις 23:59 της 19-12-2021 και να γνωστοποιηθούν α) το ιστορικό κλήσεων που πραγματοποιήθηκαν από και προς την ανωτέρω τηλεφωνική σύνδεση παρέχοντας πλήρη στοιχεία των κατόχων των τηλεφωνικών συνδέσεων κινητής και σταθερής τηλεφωνίας που κάλεσαν στον αριθμό 6993074797 και κλήθηκαν από αυτόν, β) οι χρόνοι και η διάρκεια των κλήσεων αυτών, γ) ο τόπος των συνδιαλέξεων που έλαβαν χώρα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα από την ανωτέρω τηλεφωνική σύνδεση, γνωστοποιώντας τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των εισερχομένων και εξερχομένων κλήσεων της ανωτέρω τηλεφωνικής σύνδεσης και δ) το περιεχόμενο, ο χρόνος αποστολής και τα στοιχεία επαφής των αποθηκευμένων μηνυμάτων SMS, MMS, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ( e mail ), MESSENGER, VIBER, SKYPE, WHATS UP, SIGNAL και λοιπών προγραμμάτων επικοινωνίας και οι εταιρείας κινητής και σταθερής τηλεφωνίας να γνωστοποιήσουν ως Ανακριτή τα αιτούμενα στοιχεία σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή. Αναφορικά με τις προσβαλλόμενες από τον εκκαλούντα ως άκυρες ανακριτικές πράξεις: α) του διορισμού ψυχολόγου πραγματογνώμονα, σύμφωνα τα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 227 παρ. 1 του ΚΠΔ, προκειμένου να προετοιμάσει την παθούσα για την εξέτασή της, να συντάξει έκθεση σχετική με την αντιληπτική της ικανότητα και την ψυχική της κατάσταση και μέσω αυτού να εξεταστεί η παθούσα από τους αρμόδιους προανακριτικούς υπαλλήλους, καθώς και β) της ανάθεσης εξέτασης DNA ,κατά τα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 201 παρ. 1 του ΚΠΔ, στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών του δείγματος, που ελήφθη από τον κατηγορούμενο και την παθούσα καθώς και του πειστηρίου, που κατασχέθηκε, η μη τήρηση των διατάξεων, που αναφέρονται στην υποχρέωση γνωστοποίησης στον κατηγορούμενο του διορισμού του ψυχολόγου πραγματογνώμονα (αρ. 227 παρ. 2 ΚΠΔ ) καθώς και της ανάθεσης της εξέτασης DNA σε εργαστήριο που ιδρύθηκε για τον σκοπό αυτό ( αρ. 204 παρ. 1 ΚΠΔ), ώστε να καταστεί δυνατός ο εκ μέρους του διορισμός τεχνικού συμβούλου, ουδεμία απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας προκάλεσε, όπως αβάσιμα διατείνεται ο εκκαλών, δεδομένου ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι εξαιρέσεις των άρθρων 201 παρ. 1 τελ. εδ. και 204 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠΔ, που επιτρέπουν ρητά την παράλειψη της ως άνω υποχρέωσης, καθόσον η άμεση διενέργεια των εν λόγω πράξεων ήταν απολύτως αναγκαία στα πλαίσια της αστυνομικής – έκτακτης – προανάκρισης για την βεβαίωση των αυτοφώρων κακουργημάτων που καταγγέλθηκαν από την μητέρα της παθούσας, και την ανακάλυψη του δράστη, αλλά και προς αποφυγή του κινδύνου απώλειας κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος είχε δικαίωμα να διορίσει σχετικώς τεχνικό σύμβουλο [ αρ. 204 παρ. 2 ΚΠΔ ] , το οποίο, ωστόσο δεν άσκησε.
V. Περαιτέρω, ως προς την επικαλούμενη από τον εκκαλούντα παραβίαση της οριζόμενης στις διατάξεις των άρθρων 227 παρ.1-4 ΚΠΔ διαδικασίας καταχώρησης σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο της κατάθεσης της ανήλικης παθούσας, που δόθηκε στις 20-12-2021 ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών προανακριτικών υπαλλήλων δια του διορισθέντος πραγματογνώμονα – ψυχολόγου, σύμφωνα με την γνώμη που επικράτησε κατά πλειοψηφία στο παρόν Συμβούλιο, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Η προστασία των ανηλίκων μαρτύρων, που είναι θύματα εγκλημάτων κατά της προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας τους, καθιερώθηκε στον προϊσχύσαντα ΚΠΔ με το άρθρο 226Α, το οποίο εισήχθη με το άρθρο τρίτο παρ. 4 του Ν. 3625/2007 (ΦΕΚ A΄ 290/24.12.2007) «Κύρωση, εφαρμογή του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία και άλλες διατάξεις» κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ως άνω Προαιρετικού Πρωτοκόλλου και έκτοτε αντικαταστάθηκε πέντε φορές μέχρι τη θέση σε ισχύ του νέου ΚΠΔ σε μία διαδοχή νομοθετικών πρωτοβουλιών συμμόρφωσης σε διεθνή κείμενα. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις του άρθρου αυτού διαμορφώθηκαν δυνάμει: α) του άρθρου 6 παρ. 4 του Ν. 3727/2008 (ΦΕΚ Α΄ 257/18.12.2008) «Κύρωση και εφαρμογή της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης, μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης και άλλες διατάξεις» (γνωστή ως Σύμβαση του Lanzarote), β) του άρθρου πέμπτου παρ. 3 του Ν. 3875/2010 (ΦΕΚ A΄ 158/20.9.2010) «Κύρωση και Εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και των τριών Πρωτοκόλλων αυτής και συναφείς διατάξεις», γ) του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 4198/2013 (ΦΕΚ A΄ 215/11.10.2013) «Καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και άλλες διατάξεις», με τον οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία με την Οδηγία 2011/36/ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της, δ) του άρθρο 13 του Ν. 4267/2014 (ΦΕΚ Α΄ 137/12.6.2014) «Καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και άλλες διατάξεις», με τον οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία με άρθρο 20 της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ και ε) του άρθρου 77 του Ν. 4478/2017 (ΦΕΚ Α΄ 91/23.6.2017) «Σύμβαση της Βαρσοβίας για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» που συμπεριλαμβάνεται στο Μέρος Τέταρτο «Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της Απόφασης-Πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου και λοιπές διατάξεις» (για την εξέλιξη των νομοθετικών αυτών μεταβολών βλ. ΑΠ 1332/2019 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, όπως αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του με το νέο ΚΠΔ, προβλέπονταν τα εξής: Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονταν περιοριστικά στην παρ. 1 (στα οποία περιλαμβανόταν και αυτό του άρθρου 339 του παλαιού ΠΚ περί αποπλάνησης παιδιών) «διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων ή που περιλαμβάνεται στον πίνακα πραγματογνωμόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208. Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή, όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων» (παρ. 1). Σημειώνεται, ότι η αποφυγή περιττών εξετάσεων του ανηλίκου-θύματος αποτελεί σαφή σκοπό της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ (βλ. άρθρο 20 παρ. 3 αυτής που ορίζει ότι ο αριθμό των συνεντεύξεων είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένος και οι συνεντεύξεις διεξάγονται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίες για τον σκοπό των σχετικών ποινικών ερευνών και διαδικασιών). Επίσης, με την παρ. 2 του άρθρου 226Α ΚΠΔ προβλεπόταν ότι «Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και συντάσσει γραπτή έκθεση με τις διαπιστώσεις, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς δια του παρισταμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου. Κατά την εξέταση ο ανήλικος μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός αν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη». Ακόμη με τις παρ. 3 και 4 του ιδίου ως άνω άρθρου προβλέπονταν: «3. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας» και «4. Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως εφόσον κρίνεται απολύτως αναγκαίο». Τέλος, με την παρ. 5 προβλεπόταν ότι «Μετά την εισαγωγή της υπόθεσης που αφορά σε πράξεις της παραγράφου 1 στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου, αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές». Με τις ανωτέρω διατάξεις του εν λόγω άρθρου καθίσταται σαφές ότι εισάγεται εξαίρεση από το καθήκον εμφάνισης και κατάθεσης (άρθρα 209 και 229 του παλαιού ΠΚ) του ανήλικου μάρτυρα-θύματος κατά την ακροαματική διαδικασία μέσω της καθιέρωσης ενός ειδικού τρόπου εξέτασής του κατά την προδικασία (βλ. Α. Τριανταφύλλου, Ζητήματα Μαρτυρικής Απόδειξης στην Ποινική Δίκη, έκδ. 2014, σελ. 247). Πρόκειται για έναν ειδικό τρόπο κτήσης αποδείξεων (βλ. Σ. Τσάκος σε Λ. Μαργαρίτη, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, έκδ. 2020, τόμ. Ι, άρθρο 227, αρ. 2, σελ. 1227), σύμφωνα με τον οποίο, κατά την εξέταση του ανήλικου θύματος εν γένει από τις ανακριτικές αρχές, απαιτείται η παρουσία κάποιου από τα περιοριστικώς απαριθμούμενα πρόσωπα της παρ. 1 του ως άνω άρθρου, δηλαδή από ειδικούς επιστήμονες παιδοψυχολόγους ή παιδοψυχίατρος, ενώ παράλληλα απαιτείται ειδική προετοιμασία του ανήλικου θύματος από τους επιστήμονες αυτούς. Επιπλέον, επειδή με τις διατάξεις αυτές αφαιρείται από τον κατηγορούμενο το δικαίωμα της κατ’ αντιπαράσταση εξέτασης του συγκεκριμένου ανήλικου μάρτυρος, επέρχεται κάμψη της θεμελιώδους αρχής της αμεσότητας που απαιτεί προσωπική και άμεση επικοινωνία του δικαστηρίου και των παραγόντων της δίκης με τα προσωπικά αποδεικτικά μέσα, η οποία (αρχή) κατοχυρώνεται και στο άρθρο 6 παρ. 3 εδ. δ΄ της ΕΣΔΑ, με το οποίο ευθέως αναγνωρίζεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάσει ή να ζητήσει να εξετασθούν οι μάρτυρες κατηγορίας προεχόντως στην ακροαματική διαδικασία του πρώτου και του δεύτερου βαθμού (βλ. παρατηρήσεις Ν. Κουμουλέντζου για τη διαδικασία εξέτασης του ανήλικου θύματος ως μάρτυρος, στην ΠοινΔικ 2022, σελ. 303-305). Οι διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 226Α του παλαιού ΚΠΔ (όπως και του με αντίστοιχο περιεχόμενο ήδη ισχύοντος άρθρου 227 του νέου ΚΠΔ) έχουν τεθεί πρωτίστως για την προστασία των ανήλικων θυμάτων, αποσκοπώντας ειδικότερα στην αποφυγή της περαιτέρω θυματοποίησής τους κατά τη διερεύνηση των σε βάρος τους ποινικών αδικημάτων, προσαρμόζοντας την ποινική διαδικασία στις ιδιαίτερες ανάγκες τους και διασφαλίζοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα ακρόασής τους στην ποινική δίκη [βλ. τις αιτιολογικές εκθέσεις του Ν. 3625/2007 (σ. 5) και του Ν. 4478/2017 (σ. 15-16), που κάνουν αναφορά για «προστασία του παιδιού» και για «περαιτέρω θυματοποίηση των παιδιών» αντιστοίχως]. Δεύτερη παράλληλη στόχευση των ανωτέρω διατάξεων είναι ο έλεγχος, με την συμμετοχή των πραγματογνωμόνων, της αξιοπιστίας της κατάθεσης των ευάλωτων αυτών μαρτύρων, ώστε η κατάθεσή τους να είναι αντικειμενική. Ειδικότερα, η παρουσία παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου κατά την εξέταση του ανηλίκου έχει ως σκοπό αφενός τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και ασφάλειας, προκειμένου το ανήλικο θύμα να καταθέσει χωρίς να αισθάνεται κίνδυνο, φόβο και απομόνωση και αφετέρου την εξασφάλιση αντικειμενικής και ανεπηρέαστης από τα συναισθήματα κατάθεσης των ανηλίκων θυμάτων (ΑΠ 1332/2019, ΑΠ 928/2012, ΑΠ 931/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3625/2007, σελ. 5). Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και η παρουσία του νομίμου εκπροσώπου του ανηλίκου κατά την εξέτασή του, η οποία λειτουργεί υπέρ του ανηλίκου θύματος. Τέλος, γίνεται δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία, ότι οι εν λόγω διατάξεις, εκτός από την προστασία των δικαιωμάτων του ανηλίκου-παθόντος, αφορούν και στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθώς αποτελούν την ελάχιστη δυνατή προστασία και το αντάλλαγμα της στέρησης του δικαιώματός του στις εν λόγω υποθέσεις να παρίσταται άμεσα στη διαδικασία και να εξετάζει ο ίδιος ή με το συνήγορό του τον ανήλικο μάρτυρα, ώστε το τελευταίο δικαίωμα να μην απογυμνώνεται εντελώς από τη συνταγματική του και την, από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 6 παρ. 3δ΄ ΕΣΔΑ), προστασία και να μην καθίσταται κενό περιεχομένου (ΑΠ 377/2015, ΑΠ 669/2014, ΕφΚρητ 113/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Α. Διονυσοπούλου, Το δικαίωμα του κατηγορουμένου στην εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας-άρθρο 6 παρ. 3δ΄ ΕΣΔΑ, έκδ. 2017, σελ. 206-207, Σ. Τσάκος σε Λ. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 227, αρ. 2, σελ. 1227, βλ. και παρατηρήσεις Ν. Κουμουλέντζου ό.π., ΠοινΔικ 2022, σελ. 305). Ο τρόπος, πάντως, που ο Έλληνας νομοθέτης εκπλήρωσε τις διεθνείς του υποχρεώσεις με την εισαγωγή του άρθρου 226Α ΚΠΔ, ελέγχθηκε από την επιστήμη για παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 3δ της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3ε του ΔΣΑΠΔ, με βάση τις οποίες ο κατηγορούμενος έχει το υπερνομοθετικής ισχύος δικαίωμα να εξετάσει ή να ζητήσει να εξετασθούν οι μάρτυρες κατηγορίας, γιατί οι διατάξεις των διεθνών κειμένων, που επικαλείται ως σκοπό του εν λόγω άρθρου (226Α ΚΠΔ) δεν υποχρεώνουν αυτόν (νομοθέτη) να απαγορεύσει σε όλο το φάσμα της ποινικής δίκης την υποβολή ερωτήσεων στον ανήλικο μάρτυρα από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του. Με βάση δε τις σκέψεις αυτές υποστηρίχθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εναρμονίζονταν με τη νομολογία του ΕΔΔΑ για την προστασία των ευάλωτων ανηλίκων μαρτύρων (βλ. Α. Διονυσοπούλου, ό.π., έκδ. 2017, σελ. 163 επ., Α. Τριανταφύλλου, ό.π., έκδ. 2014, σελ. 259, Π. Χριστόπουλος, Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας κατά το άρθρο 6 παρ 3 στοιχ. δ΄ της ΕΣΔΑ, ΠοινΔικ 2009, σελ. 1283 επ.), σύμφωνα με την οποία υφίσταται μεν στις υποθέσεις αυτές σοβαρός λόγος που δικαιολογεί την απουσία του ανήλικου μάρτυρα από την ακροαματική διαδικασία, προκειμένου να μην υποβληθεί σε μία άμεση και κατ’ αντιδικία εξέταση (βλ. τις υποθέσεις Aigner κατά Αυστρίας, απόφαση της 10.5.2012, σκέψη 39, S.N. κατά Σουηδίας, απόφαση της 2.7.2002, σκέψη 52), ωστόσο πρέπει να προβλέπονται αντισταθμιστικά μέτρα με βασικότερο αυτό της παροχής της δυνατότητας να θέσει ο κατηγορούμενος ερωτήσεις στον ανήλικο, μέσω του συνηγόρου του, του ανακριτικού υπαλλήλου ή του ειδικού ψυχολόγου (βλ. τις υποθέσεις Rosin κατά Εσθονίας, απόφαση της 19.12.2013, σκέψη 62, Vrochenko κατά Εσθονίας, απόφαση της 18.7.2013, σκέψη 65 με τις εκεί αναφορές στη νομολογία, A.S. κατά Φιλανδίας, απόφαση της 28.9.2010, σκέψεις 66-67, Bocos Cuesta κατά Ολλανδίας, απόφαση της 10.11.2005, σκέψη 71). Προκειμένου δε να καταστεί συμβατό το άρθρο αυτό (226Α ΚΠΔ) με τη νομολογία του ΕΔΔΑ για το δικαίωμα αντιπαράθεσης είχε προταθεί στην επιστήμη να θεσπιστεί η υποχρέωση να καλείται ο κατηγορούμενος ή/και ο συνήγορός του να υποβάλουν γραπτό κατάλογο ερωτήσεων, πριν την εξέταση του ανηλίκου από τον ανακριτικό υπάλληλο ή τον ανακριτή (βλ. Α. Διονυσοπούλου, ό.π., έκδ. 2017, σελ. 209-210, Α. Τριανταφύλλου, ό.π., έκδ. 2014, σελ. 259), θέση η οποία είναι απολύτως σύμφωνη με τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Στη συνέχεια, ο νομοθέτης του νέου ΚΠΔ, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη του τις επιφυλάξεις της επιστήμης για τη συμβατότητα των διατάξεων του άρθρου 226Α ΚΠΔ με αυτήν του άρθρου 6 παρ. 3δ της ΕΣΔΑ, διεύρυνε τα δικαιώματα του κατηγορουμένου να συμμετέχει στην προδικαστική εξέταση του μάρτυρα. Συγκεκριμένα, οι παρεμβάσεις που έγιναν στο άρθρο 227 του νέου ΚΠΔ (αντίστοιχο του άρθρου 226Α του παλαιού ΚΠΔ) στην κατεύθυνση της διεύρυνσης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ως αντισταθμιστικών μέτρων για την αποδεικτική υποκατάσταση στο ακροατήριο, είναι τρεις: α) η πρώτη ουσιώδης παρέμβαση αφορά την εισαγωγή της ρύθμισης της παρ. 3 στο νέο άρθρο 227 που ορίζει για την προδικαστική κατάθεση του ανηλίκου ότι: «Οι συνήγοροι των διαδίκων έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να υποβληθούν στον ανήλικο από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, εκτός αν κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου οι ερωτήσεις αυτές είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου», β) η δεύτερη παρέμβαση αφορά στην παροχή, με την παρ. 2 εδ. α΄ του εν λόγω νέου άρθρου, της δυνατότητας στον κατηγορούμενο να διορίσει τεχνικό σύμβουλο, με μόνη εξαίρεση την προσωπική επαφή του με τον ανήλικο, με αποτέλεσμα η διάταξη αυτή (227 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠΔ) να έχει διαμορφωθεί ως εξής: «Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και με τους τυχόν διορισμένους τεχνικούς συμβούλους του κατηγορουμένου, μη εφαρμοζομένου κατά τα λοιπά του άρθρου 207 ως προς το θέμα της προσωπικής επαφής αυτών με τον ανήλικο» και γ) η τρίτη παρέμβαση αφορά στην περίπτωση που αποφασίζεται η εξέταση του ανήλικου μάρτυρα μετά την εισαγωγή της υπόθεσης προς εκδίκαση και ειδικότερα στην παρ. 6 του νέου άρθρου 227 προστέθηκε (στην αντίστοιχη διατύπωση του άρθρου 226Α παρ. 5 του παλαιού ΚΠΔ) ένα τελευταίο εδάφιο που ορίζει ότι: «Οι ερωτήσεις τίθενται από το δικαστήριο μετά από ακρόαση του εισαγγελέα και των παριστάμενων διαδίκων και υποβάλλονται στον ανήλικο, εκτός αν κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου». Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 227 του νέου ΚΠΔ (όπως ήδη ισχύουν μετά το Ν. 4855/2021) καθιερώνουν μέτρα τα οποία αντισταθμίζουν επαρκώς, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, την αδυναμία του κατηγορουμένου να εξετάσει απ’ ευθείας τον κρισιμότερο μάρτυρα εντός του ακροατηρίου (βλ. Χ. Νάιντος, Η αρχή της αμεσότητας στην Ποινική Δίκη, έκδ. 2021, σελ. 320, πρβλ. Σ. Τσάκος σε Λ. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 227, αρ. 3, σελ. 1228). Και τούτο γιατί ο σημαντικότερος εξισορροπητικός παράγων της μη θέσης ερωτήσεων από τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, ώστε να γίνεται δίκαιη και κατάλληλη εκτίμηση της αξιοπιστίας της κατάθεσης του απόντος ανηλίκου μάρτυρα, είναι η παροχή ευκαιρίας εξέτασης του ανηλίκου στην προδικασία από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του, όχι απευθείας αλλά μέσω γραπτών ερωτήσεων, σε συνδυασμό με την εκτίμηση της αξιοπιστίας της κατάθεσης αυτής από ειδικό επιστήμονα (πρβλ. υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς του άρθρου 226Α ΚΠΔ σε Α. Διονυσοπούλου, ό.π., έκδ. 2017, σελ. 208). Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα της αποδεικτικής υποκατάστασης στο ακροατήριο της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα στην προδικασία, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Η αποδεικτική αυτή υποκατάσταση, που εισήχθη αρχικά με το άρθρο 226Α του παλαιού ΚΠΔ και ήδη με το άρθρο 227 του νέου ΚΠΔ, αποτελεί το αποτέλεσμα της συμμόρφωσης του Έλληνα νομοθέτη με διεθνή υποχρέωση να διατηρήσει το ανήλικο θύμα, που εκ της θέσης του θεωρείται ιδιαίτερα ευάλωτο, «μακριά» από τον κατηγορούμενο και την ακροαματική διαδικασία για να το προστατεύσει από την εκ νέου «θυματοποίηση» και «πλήξη» του από τη διαδικασία της εξέτασής του, όπως η υποχρέωση αυτή απορρέει από διεθνή κείμενα (ήτοι άρθρο 8 παρ. 1 και 3 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη «Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία και άλλες διατάξεις» που κυρώθηκε με τον Ν. 3625/2007, άρθρο 12 παρ. 1 και 2 της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του Παιδιού, που κυρώθηκε με τον Ν. 2101/1992, άρθρο 30 της Σύμβασης του Lanzarote, που κυρώθηκε με τον Ν. 3727/2008, καθώς και άρθρα 19 παρ. 4 και 20 παρ. 3-6 της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ, που κυρώθηκε με τον Ν. 4627/2014). Όμως, το αν η υποκατάσταση θα ήταν εκτός από οπτικοακουστική και έγγραφη, αφέθηκε στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε εθνικού νομοθέτη. Ο Έλληνας δε νομοθέτης προέβλεψε εξ αρχής αυτοτελώς και τους δύο τρόπους αντικατάστασης της άμεσης κατάθεσης του ανηλίκου, δηλαδή τόσο τον έντυπο, όσο και τον ηλεκτρονικό και μάλιστα σωρευτικά, υπό την ισχύ του άρθρου 226Α του προισχύσαντος ΚΠΔ, ενώ ήδη, υπό την ισχύ του άρθρου 227 του νέου ΚΠΔ, διατήρησε την αυτοτέλεια των δύο τρόπων υποκατάστασης σε σχέση επικουρικότητας με προτεραιότητα στην ηλεκτρονική καταγραφή. Συγκεκριμένα στο άρθρο 227 παρ. 4 του νέου ΚΠΔ επαναλαμβάνεται η διατύπωση του άρθρου 226 παρ. 3 του παλιού ΚΠΔ (όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 77 παρ. 2 του Ν. 4478/2017), σύμφωνα με την οποία « Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας», ενώ με την παρ. 5 εδ. α΄ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Αν δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου, η γραπτή κατάθεσή του αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι στην περίπτωση του ανήλικου μάρτυρα, είναι υποχρεωτική η οπτικοακουστική καταγραφή της κατάθεσής του στην προδικασία, η οποία (κατάθεση), κατ’ άρθρο 227 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠΔ, «διενεργείται στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή, όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων». Ανακύπτει, συνεπώς, το ζήτημα για το ποιες είναι οι δικονομικές συνέπειες από την παράλειψη συμμόρφωσης με την υποχρέωση αυτήν (περί οπτικοακουστικής καταγραφής της κατάθεσης στην προδικασία) και συγκεκριμένα αν η παράλειψη αυτή επιφέρει την απόλυτη ακυρότητα της έγγραφης κατάθεσης του ανηλίκου κατ’ άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠΔ. Στην περίπτωση αυτή, η κατάφαση της απόλυτης ακυρότητας δεν μπορεί να γίνει δεκτή υπό το ισχύον δίκαιο κυρίως λόγω της προβλεπόμενης από τον εθνικό νομοθέτη αυτοτέλειας των μέσων υποκατάστασης (ηλεκτρονικής και έντυπης) της άμεσης κατάθεσης του ανηλίκου στην προδικασία (άρθρο 227 παρ. 4 και 5 ΚΠΔ), ενώ δεν είναι επιθυμία του νομοθέτη κάθε διάταξη, για να διατηρήσει τον υποχρεωτικό της χαρακτήρα, να εξοπλίζεται με την κύρωση της ακυρότητας. Εξάλλου, η εν λόγω παράλειψη καταγραφής αποτελεί υποκατηγορία της προβλεπόμενης στο άρθρο 227 παρ. 5 ΚΠΔ, αδυναμίας της ηλεκτρονικής προβολής της κατάθεσης, αφού δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή μίας κατάθεσης που δεν έχει καταγραφεί ηλεκτρονικά για οποιοδήποτε λόγο (βλ. Χ. Νάιντος, ό.π., έκδ. 2021, σελ. 359). Επιπλέον, απόλυτη ακυρότητα δεν μπορεί να καταφαθεί και επειδή το άρθρο 227 παρ. 6 ΚΠΔ επιτρέπει την παραπομπή του κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις που τυποποιούνται στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, ακόμα και αν το ανήλικο θύμα δεν έχει εξεταστεί καθόλου στην προδικασία, προδήλως για να μη διευρυνθεί η ψυχική βλάβη που του προκάλεσε το έγκλημα. Εξ αυτού συνάγεται ότι, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη, στο στάδιο της προδικασίας, κάμπτεται, προκειμένου να ικανοποιηθεί το υπέρτερο συμφέρον του ανηλίκου. Από την ίδια διάταξη προκύπτει ακόμα ότι ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο δικαιούται να ζητήσει την εξέταση του θύματος με ερωτήσεις που τίθενται από το δικαστήριο μετά από ακρόαση του εισαγγελέα και των παριστάμενων διαδίκων και υποβάλλονται στον ανήλικο, το δε αίτημά του μπορεί να απορριφθεί μόνον αν, κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του παιδοψυχιάτρου, είναι δυνατόν (η εξέταση και οι ερωτήσεις) να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση αυτού. Το δικαίωμα αυτό του κατηγορουμένου λειτουργεί αντισταθμιστικά στην παραπομπή του χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση του βασικότερου προσωπικού αποδεικτικού στοιχείου και η θέσπισή του υποδηλώνει εμμέσως αλλά σαφώς ότι αυτό που δεν γίνεται καταρχήν ανεκτό από το νομοθέτη είναι (όχι η παραπομπή αλλά) η καταδίκη του κατηγορουμένου χωρίς την αποδεικτική προσέγγιση του θύματος, δηλαδή χωρίς την προηγούμενη, υπό προϋποθέσεις και σύμφωνα με συγκεκριμένες διατυπώσεις, κατάθεσή του. Αντιθέτως, ακυρότητα στο στάδιο της προδικασίας και μάλιστα απόλυτη θα μπορούσε να παραχθεί μόνον αν ο ανακριτής παρέλειπε το διορισμό ειδικού επιστήμονα για την προετοιμασία της κατάθεσης του ανηλίκου ή δεν επέτρεπε την παρουσία του κατ’ αυτήν ή δεν επέτρεπε την υποβολή στο θύμα ερωτήσεων που διατυπώθηκαν εγγράφως από τον κατηγορούμενο, χωρίς αντίλογο από την πλευρά του παιδοψυχολόγου. Οι παραλείψεις αυτές θα έπλητταν πράγματι το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου επειδή θα υπέσκαπταν την αξιοπιστία του θύματος .(βλ. ΣυμβΕφΠειρ 50/2022, αδημ.) Εν προκειμένω, η ως άνω ανήλικη παθούσα, εξετάστηκε στις 20-12-2021 ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών προανακριτικών υπαλλήλων δια του νομίμως διορισθέντος πραγματογνώμονα – ψυχολόγου, οι δε ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν και οι απαντήσεις αυτής κατά την εξέτασή της, έχουν καταχωρηθεί εγγράφως, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του περιεχομένου και του τύπου των ερωτήσεων που της επιβλήθηκαν , δηλαδή αν είναι κλειστού ή ανοικτού τύπου, ή της έχουν απευθυνθεί με ακατάλληλο καθοδηγητικό τρόπο, για τα οποία ουδέν συγκεκριμένο παράπονο διατυπώνεται από τον εκκαλούντα. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι αυτός δεν έθεσε κάποιο ζήτημα ακυρότητας της λήψης της κατάθεσης της παθούσας στον Ανακριτή, ώστε να προβεί ο ίδιος σε αυτήν κατά την οριζόμενη στις ανωτέρω ποινικές δικονομικές διατάξεις διαδικασία, ούτε ζήτησε την συμπληρωματική της εξέταση με ερωτήσεις που θα έθετε ο συνήγορος του. Διατηρεί δε σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα αυτό κατά την επ ακροατηρίω διαδικασία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 227 αρ.6 εδ α ΚΠΔ. Μετά ταύτα, το Συμβούλιο κρίνει (κατά πλειοψηφία) ότι ουδεμία απόλυτη ακυρότητα προκλήθηκε από την παράλειψη της καταχώρησης σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο της κατάθεσης της ανήλικης παθούσας, καθόσον η έγγραφη καταχώρηση της, αποτελεί αυτοτελή, έναντι της οπτικοακουστικής καταχώρησης με ηλεκτρονικό μέσο, τρόπο αντικατάστασης της άμεσης κατάθεσης της ανήλικης παθούσας στο ακροατήριο. Όμως, ένα μέλος του Συμβουλίου, η Εφέτης Ευαγγελία Πανταζή αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης είχε την ακόλουθη άποψη: Κατά το άρθρο 478 παρ.1 ΚΠοινΔ επιτρέπεται στον κατηγορούμενο που παραπέμπεται για κακούργημα με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών στο ακροατήριο του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος προβάλλει λόγους απόλυτης ακυρότητας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ` του Κ.Π.Δ., δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, από τη μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Δεδομένου ότι ο όρος «υπεράσπιση» έχει ιδιαίτερα μεγάλη έκταση και περικλείονται σ’ αυτόν όλες οι διατάξεις που με οποιονδήποτε τρόπο συμβάλλουν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου (ΑΠ 903/2010, ΑΠ 1269/2010 ΤΝΠ Νόμος), ζήτημα γεννάται αν παραβιάζονται δικαιώματα υπεράσπισης κατηγορούμενου που διώκεται για τέλεση, μεταξύ άλλων του αδικήματος των άρθρων 336 και 342ΠΚ, όταν η κατάθεση του φερόμενου ως παθόντος ανήλικου μάρτυρα στο στάδιο της κύριας ανάκρισης δεν καταχωρηθεί σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, οπότε αφενός ο κατηγορούμενος στερείται κατά το στάδιο της προδικασίας τη δυνατότητα να υπερασπισθεί τον εαυτό του, αξιολογώντας, μέσω του παρεχόμενου σε αυτόν οπτικοακουστικού υλικού, τον τρόπο υποβολής των ερωτήσεων και των επ’ αυτών απαντήσεων και τις συναισθηματικές εκφράσεις και αντιδράσεις του ανήλικου μάρτυρα, οι οποίες ενδεχομένως να παρέχουν ενδείξεις μη αξιοπιστίας του, αφετέρου καθίσταται μη δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανήλικου στα επόμενα στάδια της διαδικασίας και μάλιστα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου, οπότε θα αναγνωσθεί μόνο η κατάθεση που έδωσε ο ανήλικος στην προδικασία (καθώς κατά το άρθρο 227 παρ.4 ΚΠΔ η φυσική παρουσία του ανηλίκου στα επόμενα στάδια της διαδικασίας αντικαθίσταται από την ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης αυτής), ή αν η σχετική πρόβλεψη έχει γίνει με αποκλειστικό σκοπό την ψυχολογική και συναισθηματική προστασία του ανήλικου στο ακροατήριο από δυσάρεστες γι’ αυτόν καταστάσεις (π.χ. τη μη συνάντησή του με τον θύτη στο ακροατήριο ή τη μη δεύτερη θυματοποίησή του με την υποβολή ερωτήσεων σε αυτόν ενώπιον ακροατηρίου για ένα τραυματικό για τον ανήλικο συμβάν), οπότε η μη βιντεοσκόπηση της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα στην προδικασία δεν στερεί τον κατηγορούμενο από κάποιο χορηγούμενο σε αυτόν υπερασπιστικό δικαίωμα. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 175 Κ.Π.Δ. η ακυρότητα μιας πράξης καθιστά άκυρες και τις εξαρτημένες απ’ αυτή μεταγενέστερες πράξεις της ποινικής διαδικασίας και τούτο διότι επί διαδοχικών πράξεων της ποινικής διαδικασίας, όταν η μία είναι άκυρη, η ακυρότητα εκτείνεται αυτοδικαίως και στις επόμενες και εξαρτώμενες απ’ αυτήν (Ολ.ΑΠ 2/1996 Ποιν.Χρ ΜΣΤ 1570), οπότε στην προκειμένη περίπτωση αν κριθεί ότι η κατάθεση της ανήλικης Ευφροσύνης- Ραφαέλας Αλαμανή του Κωνσταντίνου λήφθηκε με τρόπο που παραβιάσθηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορούμενου, η κήρυξη αυτής ως άκυρης, λόγω της αποδεικτικής της βαρύτητας, καθόσον δόθηκε από την φερόμενη ως παθούσα, θα έχει ως αποτέλεσμα να εξαφανισθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα που έκρινε ότι νομίμως περατώθηκε η κύρια ανάκριση και να διαταχθεί περαιτέρω κύρια ανάκριση, ώστε να επαναληφθεί η λήψη της ένορκης κατάθεσης της ανήλικης. Περαιτέρω, στο άρθρο 227 του ΚΠοινΔ, όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο ανωμοτί εξέτασης της ανήλικης μάρτυρα, προβλέπονταν τα εξής: «1. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 324, 336, 337 παρ. 3, 338, 339, 342, 343, 345, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351Α ΠΚ, καθώς και στα άρθρα 29 παρ. 5 και 6 και 30 του ν. 4251/2014, διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων ή που περιλαμβάνεται στον πίνακα πραγματογνωμόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν. Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή, όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων. 2. Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και με τους τυχόν διορισμένους τεχνικούς συμβούλους του κατηγορουμένου, μη εφαρμοζομένου κατά τα λοιπά του άρθρου 207 ως προς το θέμα της προσωπικής επαφής αυτών με τον ανήλικο. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς διά του παρισταμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Κατά την εξέταση ο ανήλικος μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός αν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη. 3. Οι συνήγοροι των διαδίκων έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να υποβληθούν στον ανήλικο από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, εκτός αν κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου οι ερωτήσεις αυτές είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου. 4. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. 5. Αν δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου, η γραπτή κατάθεσή του αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως, εφόσον κρίνεται απολύτως αναγκαίο. 6. Μετά την εισαγωγή της υπόθεσης που αφορά σε πράξεις της παρ. 1 στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου, αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται, από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές. Οι ερωτήσεις τίθενται από το δικαστήριο μετά από ακρόαση του εισαγγελέα και των παριστάμενων διαδίκων και υποβάλλονται στον ανήλικο, εκτός αν κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου. 7. Η διάταξη του άρθρου 239 παρ. 2 εφαρμόζεται ανάλογα και επί ανηλίκων θυμάτων των αναφερόμενων στην παρ. 1 πράξεων. Στην περίπτωση αυτή η κοινωνική έρευνα μπορεί να διεξαχθεί και από κοινωνικούς λειτουργούς δήμων ή νομαρχιών». Σημειώνεται, ότι ήδη η παράγραφος 1 του άρθρου 227 έχει τροποποιηθεί και η παράγραφος 7 του ως άνω άρθρου έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 120 του ν. 4855/2021. Πριν την εισαγωγή του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με τον ν. 4620/2019 και την κατάργηση του παλαιού ΚΠοινΔ, οι αντίστοιχες ρυθμίσεις για τους ανήλικους μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας περιέχονταν στο άρθρο 226Α του παλαιού ΚΠοινΔ που ίσχυσε μέχρι τις 30.6.2019. Ειδικά σχετικά με την καταχώριση της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα σε οπτικοακουστικό μέσο και την ανάγνωση της κατάθεσής του στο ακροατήριο προέβλεπαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 226Α του παλαιού ΚΠοινΔ, όπως το πρώτο εδάφιο της παρ.3 και το δεύτερο εδάφιο της παρ.4 είχαν αντικατασταθεί με το άρθρο 77 παρ.2 και 3 αντίστοιχα του ν. 4478/2017 (ΦΕΚ Α’ 91/23.6.2017) ότι «3. α. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. 4. Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως εφόσον κρίνεται απολύτως αναγκαίο». Σχετικά με την αξιοποίηση του οπτικοακουστικού υλικού στην κύρια διαδικασία της ποινικής δίκης, η μεγαλύτερη διαφορά των σχετικών διατάξεων του νέου ΚΠοινΔ σε σχέση με τον παλαιό είναι ότι κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 227 του νέου ΚΠοινΔ η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο μόνον «εάν δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσής του», ενώ η αντίστοιχη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 226Α του παλαιού ΚΠοινΔ αρκείτο στην ανάγνωση της γραπτής κατάθεσης του ανήλικου στο ακροατήριο, χωρίς να κρίνει αναγκαία την εκεί ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσής του. Η παραπάνω μεταβολή στον τρόπο λήψης υπόψη στο ακροατήριο της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα κρίθηκε αναγκαία, καθώς έτσι η εν λόγω κατάθεση αξιολογείται πληρέστερα και η σχετική διάταξη καθίσταται πιο συμβατή με τις αξιώσεις του ΕΔΔΑ για την αξιοποίηση μαρτυρικών καταθέσεων απόντων μαρτύρων (έτσι Θεοχάρης Ι. Δαλακούρας, Ο Νέος ΚΠοινΔ, Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2019, στις εισαγωγικές παρατηρήσεις και ερμηνευτικά σχόλια, σελ. 70). Το γεγονός ότι στην προγενέστερη μορφή του άρθρου 226Α του παλαιού ΚΠοινΔ προβλεπόταν η ηλεκτρονική καταγραφή της κατάθεσης του ανήλικου σε οπτικοακουστικό μέσο κατά την προδικασία, αλλά όχι η ηλεκτρονική προβολή της στο ακροατήριο εισάγει επιχείρημα ότι η ηλεκτρονική αυτή καταγραφή είχε τότε αυτοτελή αποδεικτική σημασία, μη εξαρτώμενη από την περαιτέρω αξιοποίησή της στο ακροατήριο και ότι χρήση της ηλεκτρονικής αυτής καταγραφής ως αποδεικτικού μέσου θα μπορούσε να κάνει και ο κατηγορούμενος στην ενδιάμεση διαδικασία ενώπιον του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου. Περαιτέρω, στον προϊσχύσαντα ΚΠοινΔ, το άρθρο 226Α ΚΠΔ έφερε τον τίτλο «Ανήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας». Οι σχετικές διατάξεις προστέθηκαν αρχικά στον ΚΠΔ, με το άρθρο τρίτο παρ. 4 του ν. 3.625/24.12.2007 «Κύρωση, εφαρμογή του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία και άλλες διατάξεις» και η νομοθετική αυτή παρέμβαση έγινε σε εφαρμογή του άρθρου 12 της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού που κυρώθηκε με το ν. 2101/1992 και του άρθρου 8 §§ 1, 3 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου της και έχει ως σκοπό την εξασφάλιση αντικειμενικής και ανεπηρέαστης από τα συναισθήματα καταθέσεως των ανηλίκων θυμάτων των ως άνω πράξεων. Όπως με τις διατάξεις του άρθρου 226Α του παλαιού ΚΠοινΔ, έτσι και με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 227 του νέου ΚΠοινΔ εισάγεται μία ειδική διαδικασία εξέτασης, προκειμένου για ανήλικους μάρτυρες – παθόντες των αναφερόμενων εκεί ειδικότερα εγκλημάτων. Με την εισαγόμενη διαδικασία στερείται, κατ’ αποτέλεσμα, ο κατηγορούμενος από τη δυνατότητα, παριστάμενος στη διαδικασία στο ακροατήριο να εξετάζει άμεσα ο ίδιος ή με το συνήγορό του τον ανήλικο μάρτυρα, ενόψει του ότι : α) η φυσική παρουσία του ανηλίκου στο ακροατήριο αντικαθίσταται από την ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του, β) η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο, και γ) η υποβολή ερωτημάτων στον ανήλικο μάρτυρα από τον κατηγορούμενο μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο ύστερα από αίτηση του τελευταίου προς το δικαστήριο και μόνο μέσω ανακριτικού υπαλλήλου, με ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς και χωρίς την παρουσία των διαδίκων. Η στέρηση, όμως, του ως άνω δικαιώματος του κατηγορουμένου, πρέπει να είναι συμβατή και με το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ` της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως «Διά την προάσπισιν των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ), κατά την οποία «πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα … δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας …», το οποίο, βέβαια, δικαιολογείται να υποχωρήσει στις περιπτώσεις της εξέτασης ανηλίκων μαρτύρων, παθόντων των προαναφερόμενων εγκλημάτων, για τους οποίους, λόγω του ψυχικού τραυματισμού που υπέστησαν από την εγκληματική πράξη, είναι αναγκαίο και πρέπον να εξαιρούνται από την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με τον κατηγορούμενο, καθώς η θέα και μόνο του τελευταίου είναι δυνατόν να τους προκαλέσει σημαντική ψυχική αναστάτωση, αλλά και να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα της μαρτυρίας τους. Δεν επιτρέπεται, όμως, να στερείται εν όλω ο κατηγορούμενος των δικαιωμάτων υπεράσπισής του και ιδίως της δυνατότητας ελέγχου της αξιοπιστίας του εν λόγω μάρτυρα. Για τον λόγο αυτό ορθά η εν λόγω διάταξη προβλέπει το μεν, την καταχώριση της κατάθεσης του ανηλίκου σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο και την ηλεκτρονική προβολή της στο ακροατήριο, ώστε, τόσο ο κατηγορούμενος όσο και οι δικαστές, να μπορούν να παρατηρήσουν τις αντιδράσεις του ανηλίκου στις ερωτήσεις που του τίθενται και να σχηματίσουν προσωπική άποψη σχετικά με την αξιοπιστία του, το δε, τη συμμετοχή στη διαδικασία εξέτασης παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου, ο οποίος, προηγουμένως, προετοιμάζει τον ανήλικο για την κατάθεση, και χρησιμοποιώντας κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται με έκθεσή του, που αποτελεί στοιχείο της δικογραφίας, για την αντιληπτική ικανότητα του ανηλίκου και την ψυχική του κατάσταση, στοιχεία επίσης κρίσιμα για την αξιοπιστία της εν λόγω κατάθεσης και για την ανεύρεση της αλήθειας, ακόμη και προς όφελος του κατηγορουμένου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η έκτη παράγραφος της διάταξης του άρθρου 226 Α του παλαιού ΚΠΔ ρητά παρέπεμπε στην παρ. 2 του άρθρου 239 του ίδιου Κώδικα, στην οποία γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, για την υποχρέωση κατά τη διάρκεια της ανάκρισης να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνο η ενοχή, αλλά και αθωότητα του κατηγορουμένου. Με αυτή την έννοια, η διάταξη που προβλέπει την ηλεκτρονική καταγραφή της κατάθεσης του ανήλικου φερόμενου ως παθόντος σε οπτικοακουστικό μέσο, πέραν από την προστασία των δικαιωμάτων του ανηλίκου – παθόντος, συμβάλλει και στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, αποτελεί, δε, την ελάχιστη δυνατή προστασία και το αντάλλαγμα της εν μέρει στέρησης του δικαιώματος του κατηγορουμένου στις εν λόγω υποθέσεις να παρίσταται άμεσα στη διαδικασία και να εξετάζει ο ίδιος ή με το συνήγορό του τον ανήλικο μάρτυρα, ώστε το τελευταίο δικαίωμα να μην απογυμνώνεται εντελώς από τη συνταγματική του και από την, από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, προστασία και καθίσταται κενό περιεχομένου. Δεδομένου ότι το οπτικοακουστικό αυτό υλικό λαμβάνεται κατά την προδικασία, αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο της σχηματιζόμενης ανακριτικής δικογραφίας και πρέπει να δίνεται η δυνατότητα και στο στάδιο αυτό στον κατηγορούμενο να λάβει γνώση του υλικού ή και αντίγραφο αυτού αν το επιθυμεί και να στηρίξει σε αυτό υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς ενώπιον του ανακριτή και ακολούθως ενώπιον του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου. Συνακόλουθα, η παράβαση της εν λόγω διάταξης κατά την προδικασία δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα (πρβλ. ΣυμβΕφΚρ 113/2015 στην ΤΝΠ Νόμος), η οποία πάντως, για να μην καλυφθεί, πρέπει να προταθεί κατά τα προαναφερθέντα μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (πρβλ. ΑΠ 1332/2019 στην areiospagos.gr, όπου γίνεται διάκριση ως προς την ακυρότητα της διαδικασίας αν η καταγραφή σε οπτικοακουστικό μέσο προβλέπεται ως δυνατότητα του ανακριτή όπως τούτο προβλεπόταν στην αρχική διατύπωση του άρθρου 226Α του παλαιού ΚΠΔ, ή η καταγραφή αυτή προβλέπεται ως υποχρεωτική όπως τούτο έγινε με την τροποποίηση του άρθρου 226Α του παλαιού ΚΠΔ και προβλέπεται και στο άρθρο 227 του νέου ΚΠΔ, βλ. επίσης ΑΠ 377/2015, ΑΠ 669/2014, ΑΠ 931/2012 δημ. στην ΤΝΠ Νόμος, από το περιεχόμενο των οποίων σαφώς συνάγεται ότι και το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο θεωρεί την παράβαση της εν λόγω διάταξης ως λόγο απόλυτης ακυρότητας, βλ. και σχετ. Π. Χριστόπουλο, Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας κατά το άρθρο 6 παρ 3 στοιχ. δ` της ΕΣΔΑ, ΠοινΔικ 2009, σελ. 1283, Ε. Πουλαράκης, Ε1 Νομολογία του ΕΔΔΑ αναφορικά με την απόδειξη στην ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2008,1103, υποσ. 72, που εκφράζουν προβληματισμούς για τη συμβατότητα της διάταξης του άρθρου 226 Α ΚΠΔ με το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ της ΕΣΔΑ). Εν κατακλείδι, υπό τη νέα μορφή του άρθρου 227 παρ.4 εδ. 1 του νέου ΚΠοινΔ, όπως αντίστοιχη ήταν η διατύπωση της παραγράφου 3 εδ.1 του άρθρου 226Α του παλαιού ΚΠοινΔ, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 77 παρ.2 και 3 αντίστοιχα Ν. 4478/2017 ότι “Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο” φαίνεται ότι ο νομοθέτης προβλέπει ως υποχρεωτική στο στάδιο της προδικασίας τη λήψη της κατάθεσης του ανηλίκου φερόμενου ως παθόντος με ειδικό μέσο (οπτικοακουστικό), πρόσβαση στο οποίο μπορεί να έχει και στο στάδιο αυτό ο κατηγορούμενος και δύναται, έτσι, να το αξιοποιήσει αποδεικτικά προς υπεράσπισή του, με την ευχέρεια να αντιγράψει σε δικό του ηλεκτρονικό φορέα αποθήκευσης το υλικό αυτό ή να του επιτραπεί να δει την κατάθεση αυτή πριν από το πέρας της ανάκρισης κατ’ άρθρο 100 παρ.1 ΚΠοινΔ και να τύχει στη συνέχεια το υλικό αυτό σχολιασμού από τον κατηγορούμενο. Η ίδια βέβαια καταγεγραμμένη σε οπτικοακουστικό μέσο κατάθεση του ανηλίκου προβλέπεται κατ’ άρθρο 227 παρ.4 εδ. 2 του νέου ΚΠοινΔ ότι θα χρησιμοποιηθεί σε αντικατάσταση της φυσικής παρουσίας του ανηλίκου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Τη σπουδαιότητα της καταγραφής της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα σε οπτικοακουστικό μέσο κατά την προδικασία ως αντισταθμιστικό μέτρο, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου, σε περίπτωση που η εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπει τη δια ζώσης εξέταση του ανήλικου μάρτυρα από τον κατηγορούμενο σε εγκλήματα γενετήσιας ελευθερίας σε βάρος ανηλίκων έχει αναγνωρίσει το ΕΔΔΑ με πλήθος αποφάσεών του. Έτσι στην απόφαση του της 2 Ιουλίου 2002 “Case of S.N. V. SWEDEN” το ανωτέρω Δικαστήριο δέχθηκε ότι το δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων μέσω των ανακριτικών αρχών και η καταγραφή σε βίντεο, σε συνδυασμό με την προβολή της στο ακροατήριο μεταγενέστερα της κατάθεσης που δόθηκε χωρίς την παρουσία του κατηγορούμενου, συνιστούν επαρκές αντισταθμιστικό μέτρο. Στην απόφαση του ΕΔΔΑ “Case of BOCOS-CUESTA V. NETHERLANDS” της 10 Νοεμβρίου 2005 αναφέρεται ότι επιπλέον η μη βιντεοσκόπηση των καταθέσεων των ανηλίκων στέρησε από τον κατηγορούμενο και το δικάζον δικαστήριο τη δυνατότητα να παρατηρούν τις αντιδράσεις των ανηλίκων κατά τη διάρκεια της εξέτασής τους και έτσι να σχηματίσουν προσωπική αντίληψη για την αξιοπιστία τους. Στην απόφαση του “Case of A.S. V. FINLAND” της 28 Σεπτεμβρίου 2010, το ίδιο Δικαστήριο όρισε ένα minimum διαδικαστικών εγγυήσεων που εξασφαλίζουν την ισορροπία ανάμεσα στα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και την προστασία των ανηλίκων. Έτσι, κρίθηκε πως ο ύποπτος πρέπει να ενημερώνεται για την επικείμενη κατάθεση του ανηλίκου, να έχει την ευκαιρία να παρακολουθεί την διαδικασία είτε τη στιγμή που διεξάγεται είτε αργότερα μέσω οπτικοακουστικής καταγραφής και να θέτει ερωτήσεις στον ανήλικο είτε άμεσα είτε έμμεσα. Το ίδιο έγινε δεκτό και στην απόφαση του ΕΔΔΑ “Case of GONZALEZ NAJERA V. SPAIN” της 11 Φεβρουαρίου 2014. Επίσης, στις 15 Δεκεμβρίου 2015 το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ δημοσίευσε την απόφαση “SCHATSCHASCHWILI v. GERMAN”, όπου και πάλι δίνεται ιδιαίτερη σημασία στη βιντεοσκόπηση στην προδικασία της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα προκειμένου να γίνουν αντιληπτές οι αντιδράσεις του, κατά την διάρκεια της εξέτασης και να εξαχθούν συμπεράσματα για την αξιοπιστία του, κατά τη διαδικασία της υπόθεσης στο ακροατήριο που δεν είναι επιτρεπτή η δια ζώσης εξέτασή του (βλ. την παράθεση των εν λόγω αποφάσεων του ΕΔΔΑ στην από Οκτωβρίου του 2017, διπλωματική εργασία του Κωνσταντίνου Πικραμένου στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, «Η εξέταση του ανηλίκου μάρτυρα: Προσέγγιση υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ και του ν. 4478/2017, που τροποποίησε το άρθρο 226Α ΚΠΔ», στην pergamos.lib.uoa.gr, όπου και ο ίδιος λαμβάνει θέση υπέρ της υποχρεωτικότητας της βιντεοσκόπησης της κατάθεσης του ανήλικου στην προδικασία στη σελίδα 136, όπου αναφέρει ότι «είναι απαραίτητο το δικάζον δικαστήριο και ο κατηγορούμενος να έχουν πρόσβαση στο ακριβές περιεχόμενο της κατάθεσης του μάρτυρα, ώστε αφενός να παρατηρούν τις πάσης φύσεως αντιδράσεις του και αφετέρου να ελέγχουν αν τέθηκαν στον ανήλικο καθοδηγητικές ερωτήσεις και αν παρερμηνεύτηκαν ή αποτυπώθηκαν εσφαλμένα τα λόγια και οι ενέργειές του. Επομένως, η υποχρεωτική βιντεοσκόπηση και προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου μάρτυρα είναι επιβεβλημένη τόσο ως ασφαλιστική δικλείδα υπέρ του κατηγορουμένου για την τήρηση των νόμιμων διαδικασιών όσο και ως, μερική έστω, ικανοποίηση των επιταγών, που απορρέουν από την αρχή της αμεσότητας». Ομοίως η Βενετία Ζαχαράκη στην από του έτους 2021 διπλωματική της εργασία στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών της Ποινικής Δικονομίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Νομική Σχολή, Τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών με θέμα «Ειδικές κατηγορίες μαρτύρων στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας…», επισημαίνει στη σελίδα 88, σχετικά ότι το παραπάνω θέμα βιντεοσκόπησης της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα ότι «Συγχρόνως, με την καταγραφή με οπτικοακουστικά μέσα της μαρτυρίας του εξεταζόμενου ανήλικου μάρτυρα – θύματος αντισταθμίζεται, εν μέρει, η απουσία του στο ακροατήριο και η μη εξέτασή του από τους δικαστές και τον κατηγορούμενο, καθώς παρέχεται η δυνατότητα παρακολούθησης και επιμελούς μελέτης του λόγου και των εκφράσεων του, αλλά και της ηλικίας, της εμφάνισης και των μη λεκτικών αντιδράσεων αυτού. Επιπροσθέτως, πλειστάκις η ανωτέρω δυνατότητα δίδεται και στην αντίδικη πλευρά, ώστε ο κατηγορούμενος δια του συνηγόρου του να υποβάλλει τους ισχυρισμούς του» στην repo.lib.duth.gr). Βέβαια, έχει υποστηριχθεί η άποψη, την οποία υιοθετεί και το εκκαλούμενο βούλευμα, ότι εφόσον στην παράγραφο 5 εδ. 1 του άρθρου 227 ΚΠοινΔ προβλέπεται ότι αν δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου στο ακροατήριο, αναγιγνώσκεται η γραπτή κατάθεσή του, καθίσταται δυνητική και η καταγραφή της κατάθεσης του ανήλικου θύματος σε οπτικοακουστικό μέσο κατά την προδικασία, εάν διαπιστωθεί ότι στην περιφέρεια του Ανακριτή δεν λειτουργούν ακόμη τα Αυτοτελή Γραφεία Ανηλίκων Θυμάτων της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου ή δεν βρίσκονται χώροι ειδικά σχεδιασμένοι και προσαρμοσμένοι για τον σκοπό αυτό. Εντούτοις, εν έτει 2021 που η οπτικοακουστική καταγραφή ενός συμβάντος γίνεται και με τη χρήση απλής βιντεοκάμερας ή ακόμη και κινητού τηλεφώνου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι δεν είναι τεχνικά δυνατή στην προδικασία η οπτικοακουστική καταγραφή της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα. Ούτε άλλωστε επιτρέπεται να ερμηνευθεί διασταλτικά η παράγραφος 5 εδ. 1 του άρθρου 227 ΚΠοινΔ για την τυχόν τεχνική αδυναμία προβολής στο ακροατήριο της καταγεγραμμένης σε οπτικοακουστικό μέσο μαρτυρικής κατάθεσης του ανήλικου, που έχει ως αποτέλεσμα την ανάγνωση μόνο της κατά την προδικασία μαρτυρικής του κατάθεσης και να οδηγηθούμε στο μείζον συμπέρασμα ότι μπορεί να κριθεί και στην προδικασία μη τεχνικά δυνατή η οπτικοακουστική καταγραφή της μαρτυρικής κατάθεσης του ανήλικου και αυτή να παραλειφθεί, κάτι που περιορίζει το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορούμενου να αξιολογήσει και να σχολιάσει τη βιντεοσκοπημένη κατάθεση που αποτελεί κατά κανόνα στα σεξουαλικά εγκλήματα τη μοναδική ή έστω την κυριότερη σε βάρος του κατηγορούμενου κατάθεση, που λαμβάνεται υπόψη και στο ακροατήριο [αντίθετος ο Χρ. Νάιντος στις «Προδικαστικές καταθέσεις ευάλωτων μαρτύρων στο ακροατήριο: Η αποδεικτική υποκατάσταση της άμεσης μαρτυρίας με ανάγνωση έγγραφων προδικαστικών καταθέσεων και προβολή ηλεκτρονικών καταγραφών τους» σελ. 47 στα πλαίσια του Διαδικτυακού επιμορφωτικού σεμιναρίου ΕΣΔΙ: «Ερμηνευτικά ζητήματα σχετικά με τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας. Ποινική, αστική και πειθαρχική ευθύνη» Πέμπτη 22.04.2021, που υποστηρίζει αναφορικά βέβαια με τη σπουδαιότητα που έχει η βιντεοσκόπηση της κατάθεσης σε σχέση με την αξιοποίησή της ή μη στο ακροατήριο, ότι η παράλειψη της ηλεκτρονικής καταγραφής της κατάθεσης του ανήλικου στην προδικασία δεν προκαλεί κάποια ακυρότητα στο ακροατήριο κατ’ άρθρο 171 παρ.1δ ΚΠΔ, καθώς πρόκειται για περίπτωση αδυναμίας της ηλεκτρονικής προβολής της κατάθεσης κατ’ άρθρο 227 παρ.5 ΚΠΔ και ότι στην περίπτωση αυτή αναγιγνώσκεται η κατάθεση στο ακροατήριο και δεν καθίσταται και αυτή άκυρη γιατί οι δύο τρόποι υποκατάστασης (η έγγραφη και η ηλεκτρονική καταγραφή) πρέπει να αντιμετωπίζονται αυτοτελώς]. Από τη διατύπωση της παραγράφου 4 εδ. 1 του άρθρου 227 ΚΠοινΔ καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης προβλέπει κατά την προδικασία μια ιδιαίτερη αποδεικτική μορφή της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα για τα εκεί αναφερόμενα και διωκόμενα εγκλήματα, που διευρύνει τη δυνατότητα του κατηγορούμενου και στο στάδιο αυτό σε σχέση με τη γραπτή μόνο κατάθεση, να αντιλέξει ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρικής κατάθεσης, να υποδείξει συναισθηματικές αντιδράσεις και κινήσεις του ανηλίκου, τυχόν επηρεασμό από τρίτο πρόσωπο ή λανθασμένο τρόπο υποβολής των ερωτήσεων, δηλαδή να αντλήσει στοιχεία και να αξιοποιήσει αυτά για την υπεράσπισή του, τα οποία μόνο μέσω της ηλεκτρονικής καταγραφής της κατάθεσης μπορούν να αντληθούν και να αξιοποιηθούν. Δηλαδή πρόκειται εντέλει για υπερασπιστικό δικαίωμα που παρέχεται για τέτοιου είδους εγκλήματα στον κατηγορούμενο, ήδη από το στάδιο της προδικασίας. Αν ο νομοθέτης ήθελε δυνητική την καταγραφή της κατάθεσης του ανήλικου στην προδικασία σε οπτικοακουστικό μέσο θα το όριζε ρητά. Μόνο στην αρχική μορφή του άρθρου 226Α του παλαιού ΚΠοινΔ προβλεπόταν στην παράγραφο 3 εδ. 1 ότι «Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, όταν αυτό είναι δυνατόν». Ωστόσο, η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε και απαλείφθηκε το «όταν αυτό είναι δυνατό» με την παράγραφο 2 του άρθρου 77 του Ν. 4478/2017 και είναι πλέον υποχρεωτική η καταγραφή της κατάθεσης του ανηλίκου σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο τόσο υπό την τελευταία μορφή που είχε το άρθρο 226Α του παλαιού ΚΠοινΔ πριν ο εν λόγω Κώδικας καταργηθεί (έτσι η 1332/2019 ΑΠ, ό.π.), όσο και υπό τη νέα του αρίθμηση ως άρθρο 227 του νέου ΚΠοινΔ.
Στην προκείμενη περίπτωση, σε ό,τι αφορά την κατά τα προεκτεθέντα μη καταγραφή της κατάθεσης της φερόμενης ως παθούσας ανήλικης μάρτυρα σε οπτικοακουστικό μέσο στην παρούσα υπόθεση, κατά την μειοψηφούσα κρίση της ως άνω Εφέτη, η καταγραφή αυτή δεν έχει εξαρτηθεί από το νομοθέτη από τη λειτουργία των Αυτοτελών Γραφείων Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων της αντίστοιχης Εφετειακής Περιφέρειας, ούτε από την παράδοση εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης στους Ανακριτές χώρων ειδικά σχεδιασμένων και προσαρμοσμένων προς τον σκοπό εξέτασης του ανήλικου μάρτυρα, καθώς αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα προβλεπόταν αναστολή των σχετικών διατάξεων περί ηλεκτρονικής καταγραφής των καταθέσεων μέχρι να παραδοθούν τέτοιοι χώροι. Δεδομένου ότι οι καταθέσεις των ανηλίκων λαμβάνονται και στον ειδικά προς τον σκοπό αυτό διαμορφωμένο χώρο του ανακριτικού γραφείου όπως έγινε και εν προκειμένω με την κατάθεση της ανήλικης με την παρουσία διορισθείσας πραγματογνώμονος ψυχολόγου, χωρίς όμως να γίνει και ηλεκτρονική καταγραφή σε οπτικοακουστικό μέσο της κατάθεσης, καίτοι μια τέτοιου είδους καταγραφή από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι απαιτεί κάποια δυσεύρετη τεχνική υποδομή, αφού πρόκειται ουσιαστικά για τη βιντεοσκόπηση μιας κατάθεσης, κάτι που μπορεί να γίνει ακόμη και με την υλικοτεχνική υποδομή και την αντίστοιχη συνδρομή του Πρωτοδικείου στο οποίο υπηρετεί ο αρμόδιος Ανακριτής, η μη καταγραφή της κατάθεσης σε οπτικοακουστικό μέσο αποστέρησε τον κατηγορούμενο από το υπερασπιστικό του δικαίωμα να ελέγξει τον τρόπο υποβολής των ερωτήσεων στην ανήλικη, τις συναισθηματικές αντιδράσεις της, τις κινήσεις και τη στάση της κατά την εξέτασή της, ώστε στη συνέχεια να προβεί σε παρατηρήσεις ο ίδιος αλλά και μέσω του τεχνικού του συμβούλου του τόσο ενώπιον του Ανακριτή, όσο και ενώπιον αρμόδιου Δικαστικού Συμβουλίου. Επίσης, του αποστέρησε τη δυνατότητα εφόσον μελλοντικά παραπεμφθεί σε ποινική δίκη να μπορέσει κατόπιν της ηλεκτρονικής προβολής της κατάθεσης στο ακροατήριο, να προβεί σε αξιολόγηση αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως τούτο επιβάλλεται ως αντισταθμιστικό μέτρο της μη φυσικής παρουσίας του ανήλικου στο ακροατήριο κατά τις αρχές της αμεσότητας και της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της ποινικής δίκης. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, θα έπρεπε να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που απέρριψε την υποβληθείσα από τον κατηγορούμενο ένσταση απόλυτης ακυρότητας της από 20-12-2021 ανωμοτί εξέτασης μάρτυρος της ανήλικης …………, η οποία εξετάσθηκε ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών-προανακριτικών- υπαλλήλων του Τμήματος Προστασίας Ανηλίκων της Υπ/νσης Προστασίας Ανηλίκων της Δ/νσης Ασφαλείας Αττικής και να κηρυχθεί στο σύνολό της άκυρη η ως άνω ανωμοτί εξέταση, κατ’ άρθρο 176 παρ.1 τελ. εδ. του ΚΠοινΔ καθώς δεν νοείται να είναι εν μέρει νόμιμη η κατάθεση μόνο ως προς την γραπτή καταγραφή της, να διαταχθεί, δε, περαιτέρω κύρια ανάκριση από τον Ανακριτή του Α΄ Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, προκειμένου να ληφθεί εκ νέου κατάθεση της ανήλικης παθούσας με την τήρηση όλων των διατυπώσεων που ορίζει το άρθρο 227 ΚΠοινΔ, συμπεριλαμβανομένης της καταχώρισης της κατάθεσης της ανήλικης σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, καθώς η κατάθεση αυτή κρίνεται ουσιώδης για τη διερεύνηση των καταγγελλόμενων με την από 20-12-2021 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα της………………., μητέρας της ανήλικης, πράξεων και να διενεργηθεί κάθε άλλη σκόπιμη και αναγκαία κατά την κρίση του ως άνω Ανακριτή, ανακριτική πράξη (για το ότι προκαλείται απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρο 171 παρ.1δ΄ ΚΠοινΔ από τη μη ηλεκτρονική καταγραφή της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα σε οπτικοακουστικό μέσο στην προδικασία βλ.σκέψη μειοψηφίας στο υπ’αριθμ. 50/2022 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά και Λ. Μαργαρίτη, «Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας», τόμος 1, έκδοση 2020, σελ. 1233).
VI. Τέλος, αβάσιμοι τυγχάνουν και οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος περί απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας , επειδή παρεμποδίστηκε η πρόσβασή του στο υλικό της δικογραφίας [ αρ. 100 παρ. 1 Π.Κ ] καθόσον , όπως προέκυψε, η εταιρεία «WIND Hellas Telecommunications S.A» σε εκτέλεση του προαναφερθέντος βουλεύματος απέστειλε στον διενεργούντα την κυρία ανάκριση ανακριτή το από 29-3-2022 έγγραφο στο οποίο αναφέρεται ότι «Σε συνέχεια του ως άνω σχετικού, συνημμένα σε πολυμορφικό δίσκο (CD) θα βρείτε τις διαθέσιμες πληροφορίες για τα στοιχεία που αιτηθήκατε […] Σημειώνουμε, πως για λόγους διασφάλισης του περιεχομένου του ηλεκτρονικού δίσκου (CD) που θα λάβετε, αυτό είναι κρυπτογραφημένο, με αποτέλεσμα να απαιτείται κωδικός πρόσβασης, για την ανάγνωση των αρχείων. Ως εκ τούτου, παρακαλούμε όπως επικοινωνήσετε με τα ανωτέρω αναφερόμενα τηλέφωνα, ούτως ώστε να ενημερωθείτε για τον κωδικό πρόσβασης από αρμόδιο υπάλληλο της εταιρείας μας […]». Ωστόσο ο κατηγορούμενος καίτοι έλαβε γνώση του περιεχομένου του ως άνω εγγράφου μαζί τον ψηφιακό δίσκο ουδέποτε αιτήθηκε στον αρμόδιο ανακριτή να πληροφορηθεί τους κωδικούς ασφαλείας, οι οποίοι ήταν σε κάθε περίπτωση προσιτοί σε αυτόν. Επιπλέον προκύπτει ότι είχε λάβει χώρα εκτύπωση του περιεχομένου του ως άνω δίσκου σε δύο φύλλα μεγέθους Α3 που αποτελούν μέρος της δικογραφίας στα οποία καταγράφονται οι κλήσεις του ως άνω αριθμού κλήσης το επίμαχο χρονικό διάστημα, η διάρκειά τους, η κεραία που ενεργοποιήθηκε κάθε φορά κλπ. Εν όψει των ανωτέρω ουδόλως παρεμποδίστηκε το υπερασπιστικό δικαίωμα πρόσβασης του κατηγορούμενου να λάβει γνώση του συγκεκριμένου εγγράφου της δικογραφία και ως εκ τούτου ουδεμία απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας προκλήθηκε. [ Σημειώνεται ότι όσον αφορά τις απαντήσεις των λοιπών εταιρειών τηλεφωνίας προκύπτει ότι είτε αυτές υπεβλήθησαν εγγράφως, είτε σε ψηφιακό αποθηκευτικό μέσο χωρίς η πρόσβαση στο περιεχόμενο τους να προϋποθέτει την χρήση κωδικών ασφαλείας όπως στην περίπτωση της ως άνω εταιρείας ].
Κατόπιν τούτου, μη υπάρχοντος προς εξέταση άλλου λόγου έφεσης, πρέπει αυτή να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, στο σύνολό της, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα, σε βάρος του εκκαλούντος. Περαιτέρω, αναφορικά με το αίτημα του τελευταίου περί άρσης της προσωρινής του κράτησης και της αντικατάστασής της με περιοριστικούς όρους, αυτό θα πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 282 παρ. 1, 286 παρ. 1-2, 294 του ΚΠΔ, καθόσον δεν έχουν αποδυναμωθεί από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα οι σε βάρος του επαρκείς ενδείξεις ενοχής για τις ως άνω διωκόμενες σε βαθμό κακουργήματος πράξεις, εκ των οποίων η πράξη του βιασμού σε βάρος ανηλίκου (αρ. 336 παρ. 1,2 του Π.Κ ) τιμωρείται με την ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, περαιτέρω από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πράξεων του, ήτοι την ανηλικότητα του θύματος, την εκμετάλλευση της συγγενικής σχέσης και της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε διαμορφωθεί με την οικογένεια του, κρίνεται απολύτως αναγκαία η συνέχιση της προσωρινής του κράτησης μη αρκούντων των περιοριστικών όρων προκειμένου να αποτραπεί από την τέλεση νέων ομοειδών αξιόποινων πράξεων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και να εξασφαλιστεί ότι θα παραστεί ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της τυχόν καταδικαστικής απόφασης θα εκδοθεί. Τέλος, ομοίως απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα του κατηγορούμενου περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, καθόσον αυτός εξέθεσε εκτενώς με την απολογία του, τα υπομνήματά του, τις αιτήσεις του και το δικόγραφο της έφεσής του τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς και προσκόμισε τα αποδεικτικά μέσα προς υποστήριξη αυτών.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται τυπικά την υπ’ αριθ. έκθεσης 27/2022 έφεση του κατηγορούμενου [ον.] ………………… κατά του υπ΄ αριθμόν …………… βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά.
Απορρίπτει, κατά πλειοψηφία, την ως άνω έφεση κατ’ ουσίαν.
Επικυρώνει το ως άνω εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του.
Απορρίπτει τα υποβληθέντα αιτήματα περί άρσης της προσωρινής του κράτησης και αντικατάστασής της με περιοριστικούς όρους καθώς και της αυτοπρόσωπης εμφάνισής του ενώπιον του Συμβουλίου .
Καταδικάζει τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο στα δικαστικά έξοδα από την άσκηση της έφεσής του και ορίζει αυτά στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 24 Ιανουαρίου 2023 και εκδόθηκε στον ίδιο τόπο την … Φεβρουαρίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΦΕΒΡΩΝΙΑ ΤΣΕΡΚΕΖΟΓΛΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΔΕΡΜΑΤΗ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Α΄ΔΕ