Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 294/2022

Αριθμός     294/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  ………., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Αλεξάνδρας Ασημακοπούλου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ελισάβετ-Κυριακή Σταυρουλάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) η εκκαλούσα-εφεσίβλητη την από 18.9.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2019) αγωγή και β) ο εφεσίβλητος-εκκαλών την από  28.11.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) ανταγωγή, επί των οποίων  εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  1629/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε αμφότερες αγωγή και ανταγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου   α) η ενάγουσα-αντεναγόμενη και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη με την από  2.7.2020 έφεσή της (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……../2020) και β) ο εναγόμενος- αντενάγων και ήδη εφεσίβλητος-εκκαλών με την από 2.7.2020 έφεσή του (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………/2020). Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας-εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρο του εφεσιβλήτου-εκκαλούντος, η οποία  παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, οι από 2.7.2020 εφέσεις (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./3.7.2020 και ……/2.7.2020 – 548/331/15.7.2020) που στρέφονται κατά της υπ΄αριθ. 1629/29.4.2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 18.9.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……./6.11.2019) και β) από 28.11.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………../29.11.2019) αγωγή και ανταγωγή, αντίστοιχα και απέρριψε αυτές ως ουσιαστικά αβάσιμες. Οι παραπάνω εφέσεις, οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας εκκαλούμενης απόφασης και κατά των ίδιων διαδίκων αμοιβαίως, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικασθούν, γιατί έτσι διευκολύνεται κι επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (246 ΚΠολΔ). Οι συνεκδικαζόμενες ανωτέρω εφέσεις, ασκήθηκαν νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 500,511, 513 παρ.1 περ.β΄εδ.α, 516 παρ.1, 517 εδ.α, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ)και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την από 4.6.2020 επισημείωση  του δικαστικού επιμελητή …….., επί του σώματος του κοινοποιηθέντος αντιγράφου της εκκαλουμένης, σε συνδυασμό με τις από α) 3.7.2020 και β) 2.7.2020, αντίστοιχα, εκθέσεις κατάθεσης δικογράφου έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.  Πρέπει, επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη  και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 592 παρ.3 εδ.α, 593-602, 610-613 ΚΠολΔ), με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ) εν όψει του ότι για το παραδεκτό τους κατατέθηκαν τα προσήκοντα παράβολα έφεσης (495 παρ. 3 Αβ ΚΠολΔ) υπ΄αριθ………/2020  και …………../2020, αντίστοιχα.

Α. Με την από 18.9.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………../6.11.2019) – υπό στοιχ. α΄αγωγή, η ενάγουσα – αντεναγόμενη της υπό στοιχ. Β αναταγωγής, ………., εξέθετε τα ακόλουθα : Ότι με τον εναγόμενο, ………., τέλεσαν νόμιμο γάμο το έτος 1991, στα πλαίσια του οποίου απέκτησαν δύο τέκνα, ήδη ενήλικα, εγκαταστάθηκαν δε αρχικά στη Δραπετσώνα, σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας του εναγομένου ο οποίος αποπεράτωσε αυτό κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, ακολούθως σε μεζονέτα στο Κερατσίνι και τέλος σε μεζονέτα στη Δραπετσώνα, κατασκευής του 2008 και ιδιοκτησίας της ίδιας της ενάγουσας. Οτι η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχτηκε ομαλά, με αποκορύφωμα την αποχώρηση του εναγομένου από τη συζυγική οικία το Μάρτιο 2014, εκκρεμούσης της τελεσιδικίας της λύσης του γάμου τους. Ότι, μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, τον Οκτώβριο 2015, ο εναγόμενος πώλησε και μεταβίβασε ένα διαμέρισμα κείμενο στη Δραπετσώνα, με θέση στάθμευσης και αποθήκη, έναντι 98.000 €, 3 θέσεις στάθμευσης κείμενες στη Δραπετσώνα, έναντι 9.000 € εκάστη και στις 14.3.2016 τη μεζονέτα της Δραπετσώνας έναντι 130.000 €, εισπράττοντας συνολικά 305.000 €. Ότι από την τέλεση του γάμου τους, ο εναγόμενος εργαζόταν ως πολιτικός μηχανικός, διατηρώντας κατασκευαστική εργοληπτική εταιρία – γραφείο, ήδη δε σήμερα εργάζεται στο γραφείο μελετών – κατασκευών με τον αδελφό του, αποκερδαίνοντας σημαντικά ποσά, ήτοι κατά τα έτη 2002 – 2008, ποσό 50 – 60.000 € μηνιαίως και από το 2008 έως το χρόνο άσκησης της αγωγής, ποσό 10.000 € μηνιαίως. Ότι,  εξάλλου, η ίδια η εναγομένη, πριν το γάμο, από το έτος 1989, διατηρούσε ατομική επιχείρηση που εκμεταλλευόταν εμπορικό κατάστημα ειδών δώρων, το οποίο, μετά το γάμο και κατ΄απαίτηση του εναγομένου να μην εργάζεται,  πώλησε στην αδελφή της, ενώ από τον Δεκέμβριο 1991 έως τον Ιούλιο 1992 εργάσθηκε ως γραμματέας σε κέντρο ομοιοπαθητικής στο …… Αττικής, με μηνιαίο  μισθό περί τις 80.000 δρχ., ποσό το οποίο απέδιδε στον εναγόμενο ώστε να συνεισφέρει στην ανέγερση της πρώτης του οικοδομής (πολυκατοικίας) στη Δραπετσώνα. Ότι από τον Οκτώβριο 1992, οπότε έμεινε έγκυος στο πρώτο τέκνο των διαδίκων, αφοσιώθηκε αποκλειστικά στις οικιακές εργασίες και μετέπειτα στην ανατροφή των τέκνων τους, διατηρούσε το οικογενειακό νοικοκυριό και επωμίσθηκε την ανατροφή και εκπαίδευση των τέκνων, κατά 50% επιπλέον της νόμιμης υποχρέωσης συνεισφοράς της, με αντίστοιχη ωφέλεια του εναγομένου, ο οποίος απερίσπαστος εν όψει της ως άνω προσφοράς της στο νοικοκυριό και στα τέκνα και εξοικονομώντας χρήματα από την προσφορά της αυτήν η οποία αποτιμάται σε 800 € μηνιαίως και δεν απέδιδε αυτό σε τρίτο πρόσωπο, κατ΄αντικατάσταση των δικών του υπηρεσιών και δυνάμεων. Ότι κατά την τέλεση του γάμου τους, ο εναγόμενος είχε στην ιδιοκτησία του την ως άνω αρχική οικογενειακή τους κατοικία που ήταν τότε ημιτελής, αξίας 25.914,33 €, μετά δε την αποπεράτωσή της η αξία του περιουσιακού αυτού στοιχείου ανήλθε σε 51.828,66 €. Ότι περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, ο εναγόμενος απέκτησε, τα παρακάτω ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία περιγράφονται ειδικότερα στην αγωγή :  α) μεζονέτα στο Κερατσίνι κατασκευής 2002, εμβαδού 190,59 τμ πλέον βοηθητικών χώρων 14 τμ και 11 τμ, αξίας 206.842,26 €, 3.748,5 € και 1.472,63 €, αντίστοιχα, β) τρεις οριζόντιες ιδιοκτησίες υπογείου στη Δραπετσώνα, κατασκευής έτους 2000, εμβαδού 183,45 τμ, 21,5 τμ και 47 τμ, αξίας 31.186,5 €, 2.741,25 € και 5.992,5 €, αντίστοιχα, γ) ισόγειο κατάστημα εμβαδού 77 τμ, στη Δραπετσώνα, αντικειμενικής αξίας 69.300 €, δ) θέση στάθμευσης ισογείου εμβαδού 10,5 τμ, αξίας 2.835 €, διαμέρισμα 6ου ορόφου, εμβαδού 92,27 τμ, αξίας 92.270 €, αποθήκη υπογείου εμβαδού 5 τμ, αξίας 675 €, κείμενα τα παραπάνω στη Δραπετσώνα, ε) εξοχική κατοικία έτους κατασκευής 2006, εμβαδού 179,29 τμ, εντός οικοπέδου εμβαδού 385 τμ, στον ……….., αξίας 200.000 € σήμερα, στ) έτερη εξοχική κατοικία, ίδιου έτους κατασκευής με την προηγούμενη, εμβαδού επίσης 179,29 τμ, εντός οικοπέδου 315 τμ, στην ιδια περιοχή με την προηγούμενη, αξίας σήμερα 250.000 €, ζ) διαμέρισμα 1ου ορόφου, στη Δραπετσώνα, εμβαδού 26,38 τμ, αξίας 25.000 €, η) 9 θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων, στη Δραπετσώνα, έτους κατασκευής 2005, εμβαδού εκάστης 10 τμ, αξίας εκάστης 9.000 €, θ) διαμέρισμα 6ου ορόφου στη Δραπετσώνα, εμβαδού 121,1 τμ πλέον βοηθητικών χώρων εμβαδού 4,5 τμ και 23 τμ, αξίας 145.299,38 τμ, 641 € και 4.370 €, αντίστοιχα, ι) οικόπεδο στη Δραπετσώνα, εμβαδού 173,25 € , αξίας 56.756,7 €, ια) αυτοκίνητο  TOYOTA τύπου Yaris, έτους κυκλοφορίας 2007, κυβισμού 1.300 κεκ, αξίας  6.000 €, ιβ) μηχανή Honda Transalp, αξίας 1.000 €, ιγ) σκάφος αναψυχής Maraiah, μήκους 6 μ., έτους 2006, αξίας 12.000 € και ιδ) jet ski μάρκας Seadoo, αξίας 5.000 €, δηλαδή, η συνολική αξία της περιουσίας του μετά το γάμο και μέχρι την άσκηση της αγωγής ανήρχετο στο ποσό των   1.204.130,97 €, εκ των οποίων το ποσό των 1.179.130,97 € οφείλεται στη δική της συμβολή. Ότι δυνάμει της υπ΄αριθ. 1306/2016 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε επί αιτήσεώς της, κατασχέθηκαν συντηρητικά τα ανωτέρω, υπό στοιχ. γ και θ περιουσιακά στοιχεία, συνολικής αξίας 219.610,63 € [= 69.300 €+ (145.299,38 € + 641 € + 4.370 €)]. Ότι η ίδια μετά την τέλεση του γάμου και κατά τη διάρκεια αυτού απέκτησε : α)  την ως άνω μεζονέτα που αποτέλεσε τη δεύτερη οικογενειακή τους κατοικία, βαρυνόμενη με υποθήκη προς εξασφάλιση στεγαστικού δανείου με εγγυητή τον εναγόμενο, ποσού 150.000 €  και στην οποία διαμένει μέχρι σήμερα με τη θυγατέρα της Νικολέτα, β) ένα αυτοκίνητο Mitsubishi Outlander Turbo, κυκλοφορίας 2005, κυβισμού 2.000 κεκ, αξίας 5.000 € και γ) ένα αυτοκίνητο Seat Aroza, κυκλοφορίας 1998, κυβισμού 1.000 κεκ, αξίας 600 €. Με βάση τ΄ανωτέρω, ζητούσε, μετά τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, ν΄αναγνωριστεί ότι η συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου ανέρχεται σε ποσοστό 50%, ήτοι στο ποσό των 589.565,48 €, άλλως λόγω της τεκμαρτής συμβολής της στο 1/3 αυτής, δηλαδή στο ποσό των 393.043,65 €, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της μεταβιβάσει με καταδίκη σε δήλωση βούλησης μεταβίβασης τα προαναφερθέντα υπό στοιχ.  γ και θ περιουσιακά στοιχεία, συνολικής αξίας 219.610,63 €, να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να της καταβάλει το επιπλέον ποσό των 369.954,85 €, που αποτελεί τη διαφορά μεταξύ της αποτιμώμενης συμβολής της κατά ποσοστό 50% και της αξίας των προαναφερθέντων ακινήτων και τα ποσά αυτά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, άλλως επικουρικώς, το ποσό των 196.521,82 € που αντιστοιχείς την τεκμαρτή συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του, νομιμοτόκως ως ανωτέρω.

Β. Με την υπό στοιχ. Β, από 28.11.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……./29.11.2019) παραδεκτά ασκηθείσα ανταγωγή, ο αντενάγων – εναγόμενος της υπό στοιχ. Α αγωγής, ……., εξέθετε τα ακόλουθα : Ότι με την αντεναγομένη τελούν σε διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους από τον Οκτώβριο 2015, κατά τη διάρκεια δε του γάμου τους η αντεναγομένη, που δεν είχε περιουσία κατά την τέλεση του γάμου τους,  απέκτησε α) δύο αγροτεμάχια στο Δήμο …….. Κέρκυρας, επιφανείας 2.915,05 τμ και 906,14 τμ, συνολικής αξίας 229.271,4 € και β) μία μεζονέτα 5ου και 6ου ορόφου επιφανείας 116,5 τμ, μία αποθήκη υπογείου εμβαδού 8 τμ και δύο κλειστές θέσεις στάθμευσης εμβαδού 16 τμ εκάστη, στη Δραπετσώνα Αττικής, συνολικής αξίας 268.300 τμ, γ) δύο αυτοκίνητα, ένα ΙΧ Seat Aroza και ένα τζιπ Mitsubishi Freelander, κυβισμού 2.000 κεκ, συνολικής αξίας 17.000 €, εκ των οποίων η αντεναγομένη πώλησε το τζιπ μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης. Ότι η υπό στοιχ. β μεζονέτα βαρύνεται με άληκτο κεφάλαιο 120.000 € και ο ίδιος, που είναι και εγγυητής του σχετικού δανείου, καταβάλλει τις δόσεις για να μην κατασχεθεί. Ότι η ανωτέρω περιουσιακή επαύξηση της αντεναγομένης κατά τη διάρκεια του γάμου τους ανερχόταν, κατά το χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης και άσκησης της αγωγής, στο συνολικό ποσό των 514.571,4 €. Ότι ο ίδιος συνέβαλε στην επαύξηση αυτή κατά ποσοστό 100%, καθόσον ο ίδιος δαπάνησε τα χρήματα για την απόκτηση των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων, προερχόμενα από την εργασία του ως εργοδηγός και μέτοχος σε εταιρίες, από τα μισθώματα που λάμβανε, από τις προσωπικές του αποταμιεύσεις, αλλά και διότι συνεισέφερε συμπαράσταση,  ψυχική τόνωση και δημιουργία ευχάριστης και άνετης οικονομικά οικογενειακής ατμόσφαιρας. Ότι εξάλλου, η αντεναγομένη δεν συνεισέφερε στο ελάχιστο για την απόκτηση των περιουσιακών αυτών στοιχείων, ούτε στα οικογενειακά βάρη, καθόσον δεν εργάστηκε ποτέ, πλην του εξαμήνου από Δεκέμβριο 1991 έως Ιούνιο 1992, αντίθετα δε επιβάρυνε το νοικοκυριό τους με τις υπέρογκες απαιτήσεις της. Με βάση τ΄ανωτέρω, ζητούσε, μετά τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι η αντεναγομένη οφείλει να του καταβάλει ως συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας της κατά τη διάρκεια του γάμου, το ποσό των 514.570,4 €, να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του μεταβιβάσει με καταδίκη της σε δήλωση βούλησης μεταβίβασης τα προαναφερθέντα υπό στοιχ.  α, β και γ περιουσιακά στοιχεία, άλλως επικουρικώς να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 171.523,80 €, που αντιστοιχεί στην τεκμαρτή συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας της, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφ΄ενός  μεν, ως προς την υπό στοιχ. Α αγωγή,  απέρριψε ως αόριστο το αναγνωριστικό αίτημα που αφορά στην αξία των μεταβιβασθέντων από τον εναγόμενο ακινήτων συνολικού ποσού 305.000 €, εφόσον δεν αναφέρεται ότι ο πλουτισμός του σώζεται μέχρι τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασης, (καθώς και το επικουρικό αίτημα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού το οποίο δεν ερειδόταν επί περιστατικών διαφορετικών από αυτά της κύριας βάσης της αγωγής), αφ΄ετέρου δε, ως προς την υπό στοιχ. Β ανταγωγή, απέρριψε το αίτημα ως προς το ποσό των 15.000 € που αφορούσε στην αξία του τζιπ που μεταβίβασε η αντεναγομένη, εφόσον δεν εκτίθεται ότι ο πλουτισμός της ας ως προς το ανωτέρω ποσό σώζεται κατά τον κρίσιμο χρόνο. Εν τέλει δε, αφού δέχθηκε ότι η ενάγουσα – αντεναγομένη δεν συνεισέφερε στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου – αντενάγοντος, ούτε διέθετε αρχική περιουσία κατά την τέλεση του γάμου, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ ως προς την ανταγωγή, αφού δέχθηκε ότι ο αντενάγων – εναγόμενος άσκησε αυτήν καταχρηστικά, την απέρριψε επίσης ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι διάδικοι με τις κρινόμενες εφέσεις τους  για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν  όπως, αφού γίνουν δεκτές οι εφέσεις τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή απορριπτομένης της ανταγωγής και να γίνει δεκτή η ανταγωγή, απορριπτομένης της αγωγής, αντίστοιχα.

Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας καθενός και των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία χρησιμοποιούνται είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω,  χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο από την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, καθώς και α) τις επαναπροσκομιζόμενες υπ΄αριθ. …….., …. και  ……. από 2.12.2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας – αντεναγομένης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης,  …………….., αντίστοιχα, που λήφθηκαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση   του αντιδίκου της (βλ. υπ΄αριθ. ……../8.11.2019 έκθεσης επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Αθηνών …..), ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά οι δύο πρώτες και της συμβολαιογράφου Πειραιά …….. η τρίτη, β) τις υπ΄αριθ.  ……… και …… από 25.2.2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του εναγομένου – αντενάγοντος – – εφεσιβλήτου – εκκαλούντος,  ……… και ………., αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., που λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου του (βλ. υπ΄αριθ. ………./20.2.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών ………), οι οποίες δεν ελήφθησαν υπ΄όψιν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο λόγω μη επίκλησης και προσκομιδής της ανωτέρω έκθεσης επίδοσης, πλην όμως παραδεκτά λαμβάνονται υπ΄όψιν στον παρόντα βαθμό (529 ΚΠολΔ) χωρίς, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η προσκομιδή να συνιστά πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια, εκτός από την υπ΄αριθ. ………./ από 25.2.2020  ένορκη κατάθεση του ………, για τη σύνταξη της οποίας ναι μεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις του νόμου, με νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου του (βλ. ως άνω έκθεση επίδοσης), ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., φυσικού τέκνου των διαδίκων, αλλά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 597 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, δοθέντος ότι  η ένδικη αγωγή κατατέθηκε μετά την 1.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ν. 4335/2015), στις διαφορές του άρθρου 592, στις οποίες περιλαμβάνεται και η επίδικη διαφορά των διαδίκων, δεν επιτρέπεται η εξέταση ως μαρτύρων των τέκνων των διαδίκων, γνήσιων, θετών, αναγνωρισμένων κλπ. Επίσης, δεν λαμβάνεται υπ΄όψιν η κατάθεση της μάρτυρα ……… που περιλαμβάνεται στην υπ΄αριθ. ………/3.3.2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., διότι η γνωστοποίηση της εξέτασής του στο ακροατήριο, (βλ. πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, δεν έγινε νομότυπα, αφού δεν αναφέρεται το επάγγελμα και η διεύθυνσή της, ήτοι κατά παράβαση του άρθρου 424 ΚΠολΔ και δεν λαμβάνεται υπ΄όψιν ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.  Επίσης, συνεκτιμώνται, γ) οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας – αντεναγομένης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης, οι οποίες ελήφθησαν στα πλαίσια άλλων δικών διαδικασίας γαμικών διαφορών των διαδίκων και λαμβάνονται υπ΄όψιν ως δικαστικά τεκμήρια  και δη i)τις υπ΄αριθ. ………/14.4.2016, ……/11.4.2016 και  ……./27.5.2016, των ………., αντίστοιχα, στα πλαίσια δίκης ασφαλιστικών μέτρων των διαδίκων, ii)τις υπ΄αριθ. ……/29.11.2016, ……. και ……../7.11.2017, 1077 και 1078 από 29.11.2016 των …………, αντίστοιχα, [για τη σύνταξη των οποίων, ο αντίδικός της είχε ειδοποιηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (βλ. υπ΄αριθ. …./2.11.2017 και ……../24.11.2016 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας ……….] iii) τις υπ΄αριθ. ……../13.1.2020, του μάρτυρα  ………., (για την οποία προσκομίζεται με επίκληση η υπ΄αριθ. ………./8.1.2020  έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Αθηνών …………, χωρίς κατά την κρίση του δικαστηρίου να προκύπτει πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια κατ΄άρθρ. 529 ΚΠολΔ), 5143 και 5144 από 5.11.2020, των μαρτύρων …………, αντίστοιχα, (για τις οποίες προσκομίζεται η υπ΄αριθ. ……../30.10.2019 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας), για τη σύνταξη των οποίων ο αντίδικός της είχε ειδοποιηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και iv) υπ΄αριθ. 158, 159 και 160 από 5.2.2019 των μαρτύρων …………, αντίστοιχα, για τη σύνταξη των οποίων ο αντίδικός της είχε ειδοποιηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (βλ. υπ΄αριθ. ……. και ……../31.1.2019 εκθέσεις επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας),   αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :

Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 8.9.1991, στον Πειραιά, στα πλαίσια του οποίου απέκτησαν δύο ενήλικα ήδη τέκνα, το …….., που γεννήθηκε στις 22.6.1993 και τη …….., που γεννήθηκε στις 24.6.1997. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχτηκε ομαλά και διακόπηκε στις αρχές Οκτωβρίου 2015 με την αποχώρηση του εναγομένου – αντενάγοντος από την οικογενειακή κατοικία στη Δραπετσώνα. Δυνάμει δε της υπ΄αριθ. 5196/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, απαγγέλθηκε η λύση του γάμου τους, με χρόνο έναρξης διακοπής της έγγαμης συμβίωσης τον Οκτώβριο 2015, ερήμην της τότε ενάγουσας και ήδη ενάγουσας αντεναγομένης. Επί της ανωτέρω απόφασης, η ενάγουσα – αντεναγομένη άσκησε έφεση στο παρόν δικαστήριο, επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄αριθ. 490/2019 απόφαση που απέρριψε την έφεσή της ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Ηδη δε προσκομίζεται το από 17.9.2021 διαζευκτήριο της Μητρόπολης Πειραιώς.  Στη συνέχεια, επί αίτησης για έκδοση προσωρινής διαταγής και αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της ενάγουσας – αντεναγομένης, της επιδικάστηκε ως προσωρινή διατροφή το ποσό των 400 € μηνιαίως με προσωρινή διαταγή και δυνάμει της υπ΄αριθ. 702/2016 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία πιθανολογήθηκε αντισυζυγική συμπεριφορά αμφοτέρων των διαδίκων, το ποσό των 600 € μηνιαίως. Ακολούθησε η υπ΄αριθ. 2032/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία οικογενειακών διαφορών), με την οποία κρίθηκε ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων έβαινε επιδεινούμενη λόγω της οικονομικής δυσχέρειας και μείωσης των οικονομικών εισοδημάτων των διαδίκων που επέφερε περιστολή οικογενειακών δαπανών την οποία η ενάγουσα – αντεναγομένη δεν αποδεχόταν, συνεχίζοντας να διαβιώνει στους ρυθμούς που προσιδίαζαν στα προηγούμενα οικονομικά δεδομένα, με συνακόλουθο τους καυγάδες, την αποξενωση και τη διάρρηξη του οικογενειακού δεσμού, οπότε της επιδικάστηκε μειωμένη διατροφή ποσού 800 € μηνιαίως για δύο έτη. Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος – αντενάγων άσκησε την από 26.6.2018 έφεσή του (υπ΄αριθ. κατάθ. …….. /28.6.2018 – ………/ 3.7.2018), επί της οποίας, κατόπιν ματαίωσης της συζήτησης, δεν προκύπτει έκδοση απόφασης. Δυνάμει της υπ΄αριθ. 650/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, επί νέας αίτησης επιδίκασης προσωρινής διατροφής, κρίθηκαν τα ίδια ως άνω με την υπ΄αριθ. 2032/2018 ανωτέρω απόφαση και επιδικάστηκε στην ενάγουσα – αντεναγομένη μειωμένη μηνιαία διατροφή ποσού 700 €. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι  οι διάδικοι αμέσως μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα του 4ου ορόφου, επιφανείας  77 τμ, στην οδό …….., στη Δραπετσώνα,  ιδιοκτησίας του εναγομένου – αντενάγοντος, το οποίο είχε αποκτήσει πριν την τέλεση του γάμου τους. Το διαμέρισμα αυτό ανεγέρθηκε με την υπ΄αριθ. ……../1981 άδεια οικοδομής, ηλεκτροδοτήθηκε το έτος 1989 μετά το πέρας της κατασκευής (βλ. ως άνω άδεια οικοδομής με την από 7.11.1989 σφραγίδα της Πολεοδομίας για τη ΔΕΗ και την Εταιρία Υδρευσης) και  δεν συνυπολογίζεται στην αύξηση της περιουσίας του, αφού είχε αποκτηθεί πριν το γάμο. Δεν αποδείχθηκε ότι ήταν ημιτελές, όπως ισχυρίζεται αόριστα η ενάγουσα – αντεναγομένη, καθόσον  αυτή αναβιβάζει την αξία του μετά  την ολοκλήρωσή του σε 51.828,66 €, ενώ κατά το προγενέστερο στάδιο σε 25.914,33 €, χωρίς να αναφέρεται σε ποιο στάδιο κατασκευής βρισκόταν ή ποιές εργασίες υπολείποντο να ολοκληρωθούν. Επίσης, η ενάγουσα – αντεναγομένη προσκομίζει αντίγραφο της υπ΄αριθ. ….. μερίδας του εναγομένου – αντενάγοντος από το Υποθηκοφυλακείο Πειραιά (και όχι πιστοποιητικό βαρών όπως ισχυρίστηκε στην κρινόμενη έφεση ότι προσκόμισε στον πρώτο βαθμό), από την οποία προκύπτει  ότι με το υπ΄αριθ. ……../1989 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ……., μεταβιβάστηκε στον εναγόμενο – αντενάγοντα το δικαίωμα υψούν του 4ου ορόφου της οδού …….., πράγμα που σημαίνει, κατά τους ισχυρισμούς της, ότι κατά την τέλεση του γάμου της το έτος 1991, δεν ήταν δυνατόν να έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή του διαμερίσματος εκείνου που αποτέλεσε την πρώτη συζυγική κατοικία. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός αντικρούεται από την παραπάνω επισημείωση της Πολεοδομίας για τη ΔΕΗ, καθώς και την υπ΄αριθ…… ως άνω ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……… που καταθέτει ότι ο αδελφός του κατοικούσε στο διαμέρισμα αυτό πριν από το γάμο του και συνέχισε να κατοικεί εκεί με την ενάγουσα – αντεναγομένη μετά το γάμο, την υπ΄αριθ. ……. ως άνω ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ……… που καταθέτει ότι το διαμέρισμα αυτό ήταν αποπερατωμένο από το 1989 και κατοικούσε εκεί ο εναγόμενος – αντενάγων, καθώς και από την κατάθεση της μάρτυρα …….. στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, ο οποίος καταθέτει ότι εργάστηκε για πρώτη φορά στην κατασκευή αυτού του διαμερίσματος από το 1989 και ήταν τελειωμένο πριν το γάμο των διαδίκων, ενώ το δάνειο που έλαβε ο εναγόμενος – αντενάγων με υποθήκη την κατοικία αυτή (στην οδό ……….) το έτος 1993, δεν αφορούσε την ολοκλήρωση αυτού αλλά την κάλυψη άμεσων αναγκών (πληρωμή συνεργείων άλλης οικοδομής επί της οδού ………), τέλος δε, από την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας – αντεναγομένης στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, …………, ο οποίος κατέθεσε ότι  «πριν το γάμο», (ο εναγόμενος – αντενάγων) «ξέρω σίγουρα ότι είχε κάποια διαμερίσματα τα οποία ήταν δικά τους οικογενειακά στην πολυκατοικία που μένει και η μητέρα του».  Η μητέρα της ενάγουσας – αντεναγομένης, ………., στην υπ΄αριθ. ……../2019 ένορκη βεβαίωση που συνέταξε ο Ειρηνοδίκης Πειραιά, ανέφερε ότι «… … … Όταν παντρεύτηκαν με το ……, ο …….. δεν είχε ακόμη αρχίσει να κατασκευάζει πολυκατοικίες, έβγαζε μόνο άδειες. Γνωρίζω ότι ο ……… δεν είχε άλλη περιουσία εκτός ενός διαμερίσματος ημιτελούς πάνω από το σπίτι της μητέρας του το οποίο τελείωσε μετά το γάμο τους με την κόρη μου.…» Ωστόσο, από το προσκομιζόμενο από 26.9.1979 πτυχίο της Σιβιτανιδείου Σχολής, την προσκομιζόμενη καρτέλλα ενσήμων του ΙΚΑ (αρ. μητρ. ……….) αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος – αντενάγων είχε αρχίσει να εργάζεται ως οικοδόμος από το 1977, ενώ από τις 14.12.1983 ενεγράφη στο ΤΕΒΕ ως εργολάβος («οικοδομικές επιχειρήσεις») με αρ. μητρ. ……. – Α. Επίσης, η ενάγουσα – αντεναγομένη ισχυρίζεται ότι για το διαμέρισμα αυτό, το οποίο αποπερατώθηκε το 1992 (βλ. κρινόμενη αγωγή σελ. 2 στιχ. 16), ο εναγόμενος – αντενάγων έλαβε δάνειο αποπεράτωσης το έτος 1993 ποσού 3.145.000 δρχ., με το υπ΄αριθ. ……/1993 δανειστικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ………, εγγραφείσας προσημείωσης υποθήκης στον τόμο …….. και υπ΄αριθ. …….. Στις από 7.10.2021 προτάσεις της ενώπιον του δικαστηρίου αυτού  όμως, προσκομίζεται ως σχετ. 88, το υπ΄αριθ. ………/26.2.2020 πιστοποιητικό του Μεταγραφοφύλακα Πειραιά για προσημείωση ποσού 114.453,41 € που ενεγράφη την 30.7.2001 και αφορά το ακίνητο που περιγράφεται στο υπ΄αριθ. ……./1989 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου ……… Εν όψει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός της ενάγουσας αντεναγομένης ότι το ανωτέρω διαμέρισμα της οδού ………., το οποίο ήταν ημιτελές το έτος 1991, ολοκληρώθηκε το έτος 1992 και ο εναγόμενος – αντενάγων δανειοδοτήθηκε για την αποπεράτωσή του το έτος 1993, δηλαδή μετά το γάμο των διαδίκων, ώστε πρέπει να συνεκτιμηθεί στην επαύξηση της περιουσίας του, δεν αποδείχθηκε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, και ο σχετικός (9ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, το έτος 2002 μετακόμισαν μαζί με τα τέκνα τους σε μεζονέτα ιδιοκτησίας επίσης του εναγομένου – αντενάγοντος εμβαδού 190,59 τμ, και βοηθητικών χώρων 14 τμ και 11 τμ, στην οδό …….. στο Κερατσίνι. Το έτος 2015 μετακόμισαν σε μεζονέτα 5ου – 6ου ορόφου, εμβαδού 116,5 τμ με αποθήκη και δύο θέσεις στάθμευσης, μετά την πώληση του προηγούμενου διαμερίσματος της οδού ………, ώστε να πληρωθούν τα χρέη που είχαν δημιουργηθεί από το κλείσιμο των εταιριών του εναγομένου – αντενάγοντος. Η κατοικία αυτή που κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από τον εναγόμενο – αντενάγοντα, ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα της ενάγουσας – αντεναγομένης, η οποία αποτελεί σήμερα κατοικία αυτής και της θυγατέρας των διαδίκων. Περαιτέρω, ο εναγόμενος – αντενάγων, από το έτος 1990 συνέστησε με τον αδελφό του ……….., τον …….. και τον …….., την ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «………» με αντικείμενο την ανέγερσης πολυκατοικιών με το σύστημα της αντιπαροχής, στην οποία συμμετείχε με ποσοστό 30%, το έτος 2000 συνέστησε με τον αδελφό του ……… και τον ………, την εταιρία «………..», η οποία το έτος 2000 μετατράπηκε σε ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «………..», στην οποία συμμετείχε με ποσοστό 20% και η οποία λύθηκε με το από 18.12.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό και το 2005 συνέστησε με τον αδελφό του ……… και τον ……, την εταιρία «……….», στην οποία συμμετείχε με ποσοστό 35% και η οποία λύθηκε με το από 3.12.2013 ιδιωτικό συμφωνητικό, (βλ. επαναπροσκομιζόμενο από 3.12.2013 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης της «…….», από 18.12.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης της «……..» και το από 10. 10.1990 ιδιωτικό συμφωνητικό ίδρυσης της «………..», το οποίο προσκομίζεται στην παρούσα δίκη όχι από διάθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια). Σημειωτέον ότι η ενάγουσα – αντεναγομένη αναφέρει επίσης ότι υπήρχε και η εταιρία «……………..», για την οποία δεν προσκομίζεται κάποιο στοιχείο.  Οι ανωτέρω εταιρίες ήταν από τις πλέον επιτυχημένες στο χώρο τους με μεγάλο κύκλο εργασιών και ευρύτατο κύκλο πελατών, με αποτέλεσμα τα μηνιαία καθαρά έσοδα του εναγομένου – αντενάγοντος να υπερβαίνουν τις 10.000 €, όπως εκθέτει και η ενάγουσα – αντεναγομένη στην ένδικη αγωγή. Πάντως, από τα προσκομιζόμενα από τον εναγόμενο – αντενάγοντα εκκαθαριστικά σημειώματα (φυσικών προσώπων) των ετών 2005 -2007, προκύπτουν δηλωθέντα ετήσια εισοδήματα 48.349,32 €, 50.666,83 € και 79.547,31 €,   δηλαδή  4.029,11€, 4.222,23€ και 6.628,94€.  αντίστοιχα, μηνιαίως.

Η πρώτη οικοδομική δραστηριότητα της, συσταθείσας το έτος 1990 εταιρίας «………» ήταν η ανέγερση, με το σύστημα της αντιπαροχής, πολυόροφης οικοδομής στη Δραπετσώνα Αττικής, επί της οδού . ….. αρ. ….., με έξοδα της ως άνω εργολήπτριας εταιρίας (βλ. υπ΄αριθ. ……../30.11.1990 άδειας  εξαόροφης οικοδομής της Πολεοδομίας Δ΄ Πειραιά). Με δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος –εκκαλών συμμετείχε στην προαναφερθείσα εταιρία με ποσοστό  30%, η συνολική αγοραία αξία των ακινήτων που περιήλθαν  σ΄ αυτόν, σύμφωνα με τα ποσοστά του, διαμορφώθηκε, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, το 2019 σε 615.000€, σύμφωνα  με την από 4.6.2019 έκθεση αγοραίας αξίας ακινήτου του  εκτιμητή …….. της εταιρίας ……., ή, σε ποσό 621.031€, σύμφωνα με την από 9.5.2019 εκτίμηση ακινήτου, του μεσίτη αστικών συμβάσεων ………..

Η σύσταση και η λύση της εταιρίας «……….», καθώς και το εργολαβικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ………, για τα οποία παραπονείται η εκκαλούσα-εφεσίβλητη ότι δεν προσκομίστηκαν νόμιμα, αφ΄ενός μεν δεν λαμβάνονται υπ΄ όψιν, αφ΄ ετέρου δε, δεν  κρίνονται απαραίτητα για το σχηματισμό δικανικής κρίσης, καθόσον η κρίση του δικαστηρίου σχηματίστηκε από το σύνολο των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων. Εξάλλου, τόσο τ΄ ανωτέρω έγγραφα, όσο και τα αναφερόμενα εκ μέρους της εκκαλούσας-εφεσίβλητης, στοιχεία όπως ο αριθμός των χιλιοστών του εργολαβικού ανταλλάγματος που αντιστοιχούσαν στην εργολήπτρια, ο χρόνος πώλησής τους και το τίμημα αυτών, τα ονόματα των αγοραστών των διαμερισμάτων δεν αποτελούν κρίσιμα για την αγωγή από το άρθρο 1400 ΑΚ στοιχεία. Εξάλλου, ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μάρτυρας του εφεσιβλήτου-εκκαλούντος …….. και οι μάρτυρες ……… και  …….., οι οποίοι έχουν άμεση και  ίδια γνώση για τα σχετικά θέματα και επιβεβαίωσαν ότι τα κέρδη επανεπενδύονται στην ανάληψη νέων έργων από τις εταιρίες τους, ενώ προσκομίστηκαν τόσο τ΄ ανωτέρω ιδιωτικά συμφωνητικά λύσης των εταιριών, όσο και οι λεπτομερείς και σαφείς εκθέσεις εκτίμησης που προαναφέρθηκαν. Τέλος, από την πρώτη αυτή κατασκευή, πουλήθηκαν διαμερίσματα πριν το γάμο των διαδίκων, όταν ακόμη η ανέγερση ήταν «στα μπετά» όπως συνηθιζόταν, όπως προκύπτει από την κατάθεση του  μάρτυρα ……… (βλ. πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό με προσκομιζόμενα τμήματα την υπ΄ αριθ. ……/17.7.1991, ……./28.12.90 και ……/18.7.91 συμβόλαια αγοραπωλησίας του συμβ/φου …………., που προσκομίζει και επικαλείται ο  εναγόμενος-αντενάγων. Επομένως, ο τελευταίος είχε, μέσω της  εργασίας του αποκτήσει κεφάλαια ικανά για να στηρίξει την  εταιρία μέσω της οποίας δραστηριοποιείτο, ώστε να εξελιχτεί και  να προχωρήσει σε νέες κατασκευές, πριν τελεστεί ο γάμος των διαδίκων,  ανεξαρτήτως της καλής πορείας της επιχειρηματικής δραστηριότητας του ίδιου και των εταιριών και κατά τη διάρκεια του  γάμου, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι τα κέρδη επενδύονταν κυρίως στη συνέχιση των κατασκευών και  την ανάληψη νέων έργων, προτού οι εταίροι προβούν σε  απολήψεις ή διανομή κερδών, λαμβάνοντας αντί κερδών συγκεκριμένα μικρότερα ποσά για τις βιοποριστικές ανάγκες (βλ. κατάθεση  μάρτυρα ………) και υπ΄ αριθ. ……../25.2.2020 ως άνω ένορκη κατάθεση ……..). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο εναγόμενος-αντενάγων συμμετείχε στις προαναφερθείσες εταιρίες μέσω των οποίων δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά και ότι το ποσό που του αντιστοιχούσε από  την πώληση των διαμερισμάτων της οικοδομής της οδού …. …… ήταν 615.000€, ή 621.031€ σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες εκτιμητικές εκθέσεις της εταιρίας ……  και της εταιρίας …….. ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις  αποδείξεις εκτίμησε, έστω και με εν μέρει  διαφορετική αιτιολογία η οποία παραδεκτά (534 ΚΠολΔ) αντικαθίσταται από την παρούσα και ο πρώτος λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι κακώς ελήφθησαν υπ΄ όψιν τ΄ ανωτέρω έγγραφα που αφορούν τόσο την αγωγή όσο και την ανταγωγή πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Επίσης, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, ο εναγόμενος-αντενάγων, απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στην ένδικη αγωγή και συνομολογούνται από τους διαδίκους : α) τρεις οριζόντιες ιδιοκτησίες υπογείου, έτους κατασκευής 2000, εμβαδού 183,45τ.μ.,21,50 τ.μ. και 47 τ.μ., κείμενες στη Δραπετσώνα Αττικής, επί της οδού …….., αξίας της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εμβαδού 183,45 τ.μ., 27.884,40 ευρώ, αξίας της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εμβαδού 47 τ.μ., 5.358,00 ευρώ και της οριζόντιας ιδιοκτησίας, έτους κατασκευής 2004, εμβαδού 21,50 τ.μ., 2.451,00 ευρώ, β) ισόγειό κατάστημα, εμβαδού 77,00 τ.μ., κείμενο στη Δραπετσώνα Αττικής, επί της οδού ………, αξίας 62.177,50 ευρώ, γ) μια εξοχική κατοικία, έτους κατασκευής 2006, εμβαδού 179,29 τ.μ., χτισμένη σε οικόπεδο, εμβαδού 385,00 τ.μ., κείμενο στο Δήμο Τροιζήνος στην περιοχή ……., αξίας του οικοπέδου 86.731,18 ευρώ και του κτίσματος 32.376,26 ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας 119.107,44 ευρώ, δ) μία εξοχική κατοικία, έτους κατασκευής 2006, εμβαδού 179,29 τ.μ., που είναι χτισμένη σε οικόπεδο, εμβαδού 315,00 τ.μ., κείμενη στο Δήμο Τροιζήνος στην περιοχή . ………, αξίας του οικοπέδου 85.096,54 ευρώ και του κτίσματος 50.363,07 ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας 135.459,61 ευρώ, ε) τέσσερις συνολικά θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων, έτους κατασκευής 2005, εμβαδού εκάστης 10,00 τ.μ., κείμενων στο υπόγειο πολυκατοικίας στη Δραπετσώνα Αττικής, επί της οδού ………, αξίας 1.615,00 ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας (4X1.615,00) 6.460,00 ευρώ, στ) διαμέρισμα του 6ου ορόφου έτους κατασκευής 2008, εμβαδού κυρίων χώρων 121,10 τ.μ μετά βοηθητικών χώρων, εμβαδού 4,50 τ.μ. και 23,00 τ.μ., κείμενου στη Δραπετσώνα Αττικής, επί της οδού …….. …, αξίας του διαμερίσματος, εμβαδού κυρίων χώρων 121,10 τ.μ., 122.697,25 ευρώ, αξίας του βοηθητικού χώρου, εμβαδού 4,50 τ.μ., 961,88 ευρώ και αξίας του βοηθητικού χώρου, εμβαδού 23,00 τ.μ.χ3.933,00 ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας 127.592,13 ευρώ, ζ) οικόπεδο, εμβαδού 173,25 τ.μ., κείμενο στη Δραπετσώνα Αττικής, επί της οδού ………., αξίας 50.663,25 ευρώ, η) αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής TOYOTA τύπου YARIS, έτους 1ης  άδειας κυκλοφορίας 2007, κυλινδρισμού 1300 κ.εκ., αξίας 6.000,00 ευρώ, όπως συνομολογούν τη αξία του αμφότεροι οι διάδικοι, θ) μηχανή εργοστασίου κατασκευής HONDA TRANSALP, την οποία πώλησε σε συνεργείο στις 29-05-2019 αντί τιμήματος 100,00 ευρώ, μετά την εμπλοκή του σε τροχαίο ατύχημα στις 15-04-2019 και την πρόκληση σε αυτήν υλικών ζημιών, ι) Σκάφος αναψυχής M μήκους 5,9 m., έτους 2006, ιπποδύναμης 220 hp, το οποίο πώλησε στο ………. στις 08-05-2019 αντί τιμήματος 3.000,00 ευρώ, κ) Μηχανοκίνητο Jet Ski SEADOO, έτους λεμβολογίου 2002, αξίας, ένεκα της παλαιότητάς του λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της λογικής, περί τα 2.000,00 ευρώ, και κατά επικαρπία σε ποσοστό 100% εξ αδιαιρέτου, λ)ένα διαμέρισμα του 1ου ορόφου, εμβαδού 26,38 τ.μ., κείμενο στη Δραπετσώνα Αττικής, επί της οδού ……………, κατά την επικαρπία, την ψιλή κυριότητα  του οποίου έχει ο γιος τους …….. από την έναρξη της διάστασης των διαδίκων.

Τα υπό στοιχ. ε, στ και ζ ακίνητα ο εναγόμενος – αντενάγων απέκτησε δυνάμει του υπ΄αριθ. ………../25.10.2013 συμβολαίου μεταβίβασης – διανομής ακινήτων της εταιρίας «………..», της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, ενώ τα υπόλοιπα περιήλθαν σε αυτόν πριν το έτος 2012 από τις ανωτέρω εταιρίες ως εργολαβικό αντάλλαγμα που αντιστοιχούσε στη συμμετοχή του από τις ανεγέρσεις πολυκατοικιών. Οι τελικές αγοραίες αξίες αυτών  κατά τον κρίσιμο χρόνο διάστασης προκύπτουν από τα φύλλα ΕΝΦΙΑ ετών 2018 – 2019 που προσκομίζει ο εναγόμενος – αντενάγων, δοθέντος ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της οικοδομικής ύφεσης οι αγοραίες αξίες ταυτίζονται ή και υπολείπονται   των αντικειμενικών. Εξάλλου, η ενάγουσα – αντεναγομένη δεν αντικρούει τις ανωτέρω αξίες, καθόσον τα φωτοτυπικά αντίγραφα ηλεκτρονικών αγγελιών έτους 2020 αφορούν σε ακίνητα διαφορετικών χαρακτηριστικών (νεότερο έτος κατασκευής, μεγαλύτερα οικόπεδα, κλπ). Στην τελική περιουσία του εναγομένου – αντενάγοντος συνυπολογίζεται το τίμημα που εισέπραξε από την πώληση των ως άνω υπό στοιχ. θ και ι μηχανής και σκάφους αναψυχής που έλαβαν χώρα μετά τη γέννηση της αξίωσης από το άρθρο 1400 ΑΚ και επαύξησαν την περιουσία του, (βλ. υπ΄αριθ. …../29.5.2019 τιμολόγιο πώλησης μηχανής Honda έναντι 100 € και ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης σκάφους M – ανοικτό με την ονομασία «Θ» έναντι 3.000 € με ημερομηνία ΚΕΠ 8.5.2019), οπότε στο τίμημα υπο0καθίσταται η δικαιούχος σύζυγος (ΑΠ 1652/2003, ΝΟΜΟΣ), δηλαδή 100 € και 3.000 € αντίστοιχα.  Επίσης, α) δυνάμει του υπ΄ αριθ. ……./2016 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιά ……, πώλησε και μεταβίβασε μία μεζονέτα 7ου ορόφου, έτους κατασκευής 2002, επιφανείας 190,59 τμ και βοηθητικών χώρων 14 τμ και 11 τμ, στην οδό …….. στο Κερατσίνι, β) δυνάμει του υπ΄αριθ. ……../16.3.2015 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου πώλησε και μεταβίβασε ένα διαμέρισμα 6ου ορόφου, επιφανείας 92,27 τμ, μία κλειστή θέση στάθμευσης ισογείου επιφανείας 10,5 τμ και μία αποθήκη υπογείου επιφανείας 5 τμ, στην οδό …. (….) …. στη Δραπετσώνα, γ) δυνάμει του υπ΄αριθ. …./27.7.2015 συμβολαίου αγοραπωλησίας της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, πώλησε και μεταβίβασε δύο υπόγειες θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων, επιφανείας 10 τμ εκάστη, στην οδό …….. στη Δραπετσώνα και δ) δυνάμει του υπ΄αριθ. ………/30.12.2015 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, πώλησε και μεταβίβασε τρεις υπόγειες θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτου, επιφανείας 10 τμ εκάστη, στην οδό …….. στη Δραπετσώνα. Δεν αποδείχτηκε η διατήρηση του εισπραχθέντος τιμήματος κατά το χρόνο γέννησης της αξίωσης της ενάγουσας – αντεναγομένης,  ώστε το ποσό αυτό να συνυπολογιστεί στην τελική περιουσία του εναγομένου – αντενάγοντος, (ΑΠ 3/2016, ΝΟΜΟΣ).  Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι από τα παραπάνω ποσά ο ενάγων – αντεναγόμενος κατέβαλε περίπου 80.000 € και 20.000 € για εξόφληση οφειλών στην Εφορία και στην ΕΤΕ για τη μεταφορά της προσημείωσης υποθήκης του διαμερίσματος της οδού …. (……..). Επίσης, η  πώληση των προαναφερθέντων οριζοντίων ιδιοκτησιών ήταν απολύτως σε γνώση της ενάγουσας – αντεναγομένης, όπως μετά λόγου ίδιας γνώσης κατέθεσανoι μάρτυρες α) ……., στην ως άνω υπ΄αριθ. …….. ένορκη βεβαίωση, ότι μετακόμισαν οικογενειακώς από τη δεύτερη κατά σειρά οικογενειακή κατοικία τους στην οδό …….. στο Κερατσίνι, στην οικία της οδού ……… στη Δραπετσώνα (όπου σήμερα κατοικεί η ενάγουσα – αντεναγομένη) το έτος 2015, προκειμένου να πουληθεί το πρώτο διαμέρισμα για να καλυφθούν οι ανάγκες και τα χρέη των εταιριών που λύθηκαν, καθώς και οι ανάγκες των τέκνων τους … και ….. και οι λοιπές οικογενειακές ανάγκες, ότι το ίδιο (πώληση διαμερισμάτων ιδιοκτησίας του) έκανε και ο αδελφός του ………. που επίσης συμμετείχε στις ανωτέρω εταιρίες όπως προαναφέρθηκε, ότι η ενάγουσα – αντεναγομένη είχε συμφωνήσει στις πωλήσεις αυτές και μάλιστα εκείνη έδειχνε το σπίτι στους μελλοντικούς αγοραστές και τελικά πωλήθηκε σε κάποιον γνωστό της μητέρας της τελευταίας που διέμενε στη Γερμανία, ότι το άλλο ακίνητο στην οδό …… (……..) για να πουληθεί, (όπως κι έγινε) το ελευθέρωσε από την προσημείωση και τη μετέφερε σε άλλο ακίνητο, β) . ……., στην ως άνω υπ΄αριθ. …….. ένορκη βεβαίωση, ότι από τη λύση της τελευταίας των εταιριών, το έτος 2013, ο εναγόμενος – αντενάγων είναι άνεργος, έχοντας καταθέσει χαρτιά για συνταξιοδότηση, ότι μετά τη λύση των εταιριών και προκειμένου να καλυφθούν τα χρέη αυτών (φορολογικών, ασφαλιστικών, ΦΑΠ – ΕΤΑΚ, πρόστιμο ΦΜΑ, ΦΠΑ, συμβολαιογραφικά έξοδα διανομής, έξοδα κτηματολογίου διανομής για τα έτη 2009 – 2014, εταιρικού δανείου, φόρο εισοδήματος ατομικής επιχείρησης, κλπ), αναγκάστηκαν, τόσο ο ίδιος ο μάρτυρας ο οποίος εκποίησε 5 ακίνητα, όσο και ο εναγόμενος – αντενάγων, να εκποιήσουν ακίνητα που είχαν παραμείνει στην ιδιοκτησία τους ώστε ν΄ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους αυτές, ότι το ακίνητο στην οδό …….. εκποιήθηκε τελικά ένα έτος μετά την αρχική δημοσίευση πώλησης λόγω των διαδικασιών μεταφοράς της προσημείωσης σε άλλο ακίνητο, ότι το διαμέρισμα της οδού ……….. όπου κατοικούσαν οι διάδικοι μέχρι τη μεταβίβασή του, η ίδια το παρουσίαζε στους αγοραστές από την Πρωτοχρονιά του 2015 και τελικά πωλήθηκε το Φεβρουάριο 2016. Επίσης, ο μάρτυρας …….., κατέθεσε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ότι ο εφεσίβλητος-εκκαλών έμεινε άνεργος, ενώ το έτος 2012 επιχείρησε ν΄ασχοληθεί με τη μελισσοκομία για συμπλήρωση του εισοδήματός του χωρίς όμως να ευοδωθεί η προσπάθειά του (πράγμα που επιβεβαιώνεται από τα από 6.10.2014 – …………..  μελισσοκομικό βιβλιάριο της Περιφέρειας Αττικής). Ετσι, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και συμπλήρωσης της διάστασης των διαδίκων, η περιουσία του εναγομένου – αντενάγοντος αυξήθηκε κατά το ποσό των 554.456,45 € ( = 27.884,4 + 5.358 + 2.451 + 62.177,5 + 119.107,44 + 135.459,61 + 6.460 + 127.592,13 + 50.663,25 + 6.000 + 100 + 3.000 + 2.000 + 6.203,12) και το ποσό αυτό αποτελεί την περιουσιακή επαύξηση κατά τη διάρκεια του γάμου. Για τη διαμόρφωση του ανωτέρω ποσού δεν συνυπολογίζεται παθητικό, καθόσον ο εκκαλών δεν επικαλέστηκε ρητά και σαφώς κάτι τέτοιο.

Εξάλλου, η ενάγουσα – αντεναγομένη δεν είχε στην ιδιοκτησία της κανένα περιουσιακό στοιχείο κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου. Επίσης, δεν αποδείχτηκε ότι διατηρούσε η ίδια κατάστημα πωλήσεως φωτιστικών – ειδών δώρων, δεδομένου ότι δεν προσκομίζεται έναρξη δραστηριότητας ή διακοπή αυτής από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., ώστε να επιβεβαιωθούν και οι υπ΄αριθ. ……../2016, ……./2019, ……./2016 ως άνω ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά της μητέρας της ……….. ότι ο εναγόμενος – αντενάγων την πίεσε να κλείσει το εν λόγω κατάστημα, πέραν του ότι η μάρτυρας αυτή δεν αναφέρει ότι το εκμεταλλευόταν για δικό της λογαριασμό ή απλώς απασχολείτο ως υπάλληλος. Εργάστηκε όμως ως ιδιωτική υπάλληλος κατά το χρονικό διάστημα από 19.12.1991 μέχρι και 30.6.1992, δηλαδή μετά την τέλεση του γάμου των διαδίκων, στο κέντρο ομοιοπαθητικής ιατρικής της εταιρίας «…………» απ΄ όπου αποχώρησε για προσωπικούς λόγους(βλ. από 10.7.1992 σχετικό συστατικό σημείωμα).Η ενάγουσα αντεναγομένη ισχυρίζεται ότι πληρωνόταν με μηνιαίο μισθό 80.000 δρχ., ποσό το οποίο παρέδιδε στον εναγόμενο – αντενάγοντα για να τον βοηθά, όπως της έλεγε, να πληρώνει τους εργάτες του, στην 1η οικοδομική δραστηριότητά του στην οδό ………, αλλά ο ίδιος αυτός την πίεσε να σταματήσει να εργάζεται για να μεγαλώσουν την οικογένειά τους. Ωστόσο, πέραν του ότι ο εναγόμενος – αντενάγων αρνείται τα παραπάνω και ισχυρίζεται ότι αποχώρησε από την παραπάνω εργασία γιατί ως νεαρή υπάλληλος δεν εδικαιούτο θερινή άδεια αναψυχής, παρίσταται αντιφατικό να θέλει ο τελευταίος να αυξήσει τα οικογενειακά έξοδα με την τεκνοποίηση, ενώ χρειαζόταν τα χρήματα για την πληρωμή των εργατών του. Εξάλλου,  όπως προαναφέρθηκε, ο εναγόμενος – αντενάγων διέθετε ο ίδιος μεγάλο μέρος των αναγκαίων κεφαλαίων για την ανέγερση της πρώτης οικοδομής δια της εταιρίας στην οποία συμμετείχε, ήδη δε, είχαν πωληθεί τρία διαμερίσματα από «τα μπετά» πριν την τέλεση του γάμου, ώστε το εν λόγω ποσό των 80.000 δρχ. ή 375 € επί περίπου 7 μήνες εργασίας της ενάγουσας –αντεναγομένης, δεν κρίνεται αναγκαίο για τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εναγομένου – αντενάγοντος (βλ. κατάθεση μάρτυρα ……….. στην ως άνω υπ΄αριθ. …… ένορκη βεβαίωση, ότι «το 1983 εκείνος άρχισε να εργάζεται ως εργολάβος οικοδομών με την ιδιότητα του πτυχιουχου εργοδηγού, κατορθωνοντας σιγά σιγά να συγκεντρώσει ένα σημαντικό κεφάλαιο το οποίο επένδυσε στην ανέγερση οικοδομών με τον αδελφό του …… και τον αρχιτέκτονα ……..» και «…Ο ………. όταν παντρεύτηκε τη ……… είχε το δικό του διαμέρισμα, το δικό του αυτοκίνητο, τη δική του μηχανή, αρκετά χρήματα και ήταν γνωστός κατασκευαστής …», κατάθεση μάρτυρα ……… στην ως άνω υπ΄αριθ. ……. ένορκη βεβαίωση, ότι «… Από το 1983 άρχισε αν εργάζεται ως εργολάβος οικοδομών με την ιδιότητα του πτυχιούχου εργοδηγού οικοδομικών έργων της Σιβιτανιδείου Σχολής. Σαν εργολάβος αναλάμβανε μεγάλα έργα όπως 2 βίλες στο ….. και στο …., Ιερό Ναό στη …. και πολλές ιδιόκτητες κατοικίες στο …, στον …., κλπ. Αναλάμβανε επίσης έργα μεγάλων εταιριών και του δημοσίου, όπως για τη ……, για την εταιρία ……. και για το ……….……. Και σιγά σιγά μέσω της δουλειάς μας καταφέραμε να μαζέψουμε ένα σημαντικό κεφάλαιο και ξεκινήσαμε να δραστηριοποιούμαστε με την ανέγερση οικοδομών … Εγγύηση για μένα … αποτέλεσε η μεγάλη υπάρχουσα οικονομική επιφάνεια του αδελφού μου…».Επίσης ο μάρτυρας ……… ……. κατέθεσε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ότι για να ξεκινήσει η ανέγερση της πρώτης οικοδομής στην ……., (για την οποία υπήρχε η υπ΄αριθ. ………../30.11.1990 άδεια οικοδομής) υπήρχε σοβαρό κεφάλαιο που επέτρεψε την έναρξη της ανέγερσης, ο δε εναγόμενος – αντενάγων είχε μεγάλη οικονομική άνεση και από τους γονείς του, αφού και ως φαντάρος στη Ρόδο είχε φέρει και το αυτοκίνητό του και ότι από το Σεπτέμβριο 1989 μέχρι το 1990 που δημιουργήθηκε η εταιρία είχε σε εξέλιξη 10 – 12 δουλειές. Τα παραπάνω επιρρωνύονται και από τα προσκομιζόμενα υπ΄αριθ. …./10.7.1987 και …/30.9.1990 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών του εναγομένου – αντενάγοντα προς τους πελάτες ………., ποσών 200.000 δρχ. και 302.400 δρχ., από τη συνεκτίμηση των οποίων προκύπτει ότι αυτός είχε διαμορφωμένη επιτυχή και κερδοφόρα επαγγελματική πορεία, επί πολλά έτη πριν το γάμο. Τέλος προσκομίζονται τμήματα των υπ΄αριθ. …/28.7.1990, …../17.7.1991 και …./18.7.1991 συμβόλαια αγοραπωλησίας διαμερίσματος του συμβολαιογράφου ……. όπου συμβάλλεται ο …….. ως πωλητής και αντιπρόσωπος του αδελφού του ……  και ο ………, για λογαριασμό των οποίων εξεδόθη η ως άνω υπ΄αριθ. …….. άδεια οικοδομής για την πρώτη πολυκατοικία της οδού ………, δηλαδή για την πώληση των τριών διαμερισμάτων πριν από την τέλεση του γάμου, «από τα μπετά» όπως προαναφέρθηκε. Ετσι, δεν μπορεί να υποστηριχτεί βάσιμα από την ενάγουσα – αντεναγομένη είτε ότι του παρέδιδε το μηνιαίο μισθό της των 80.000 δρχ. επί 7 μήνες που εργάστηκε για να πληρώνει τους εργάτες, ούτε ότι  την πίεσε να σταματήσει να εργάζεται , ενώ εργαζόταν ήδη  επί 7 μήνες, το γεγονός δε ότι κυοφόρησε από τον Οκτώβριο του 1992, ήτοι 4 μήνες μετά την αποχώρησή της από την εργασία της στο ως άνω ιατρικό κέντρο δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αποχώρησε από πριν με σκοπό να κυοφορήσει και να μεγαλώσει η οικογένειά τους κατ΄απαίτηση του συζύγου της. Κάτι τέτοιο, εάν συνέβαινε, θα ήταν λογικό εάν αποχωρούσε μετά την έναρξη της εγκυμοσύνης και για λόγους προφύλαξης που δεν αναφέρονται. Εκτοτε, δεν εργάστηκε ποτέ κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου και ανέλαβε τη διαχείριση του συζυγικού βίου και τη φροντίδα των τέκνων των διαδίκων, που γεννήθηκαν τα έτη 1993 και 1997. Δεν αποδείχτηκε ότι η ενασχόληση αυτή της επιβλήθηκε από το σύζυγό της, αντίθετα, υπήρξε προϊόν ελεύθερης επιλογής της, εν όψει της ανθηρής κατάστασης του εναγομένου – αντενάγοντος συζύγου της και κατόπιν συμφωνίας μαζί του. Δεν ασκεί επιρροή ότι ο τελευταίος προτιμούσε να επιμελείται εκείνη, αντί τρίτου προσώπου το νοικοκυριό, (για το οποίο πάντως η ενάγουσα – αντεναγομένη λάμβανε βοήθεια από οικιακή βοηθό) ιδίως δε την ανατροφή των τέκνων τους και τη μέριμνα των εκπαιδευτικών τους αναγκών και της σχολικής προόδου  αυτών (για τα οποία ο εναγόμενος – αντενάγων αναγκαζόταν να προσλάβει μεγάλο αριθμό καθηγητών για ιδιαίτερα και άλλα μαθήματα), εξαιτίας του ότι η οικονομική τους κατάσταση ήταν παραπάνω από καλή και η ενάγουσα – αντεναγομένη δεν είχε εξειδίκευση σε κάποιο τομέα, ούτε  επικαλείται ότι επιθυμούσε να εκπαιδευτεί ή να σπουδάσει κατά την προτίμησή της, ώστε να εξασκήσει ή να δύναται να εξασκήσει κάποιο επάγγελμα κατέχοντας οποιοδήποτε τίτλο σπουδών. Ούτε, τέλος, προκύπτει από κάποιο  αποδεικτικό στοιχείο ότι η ίδια εκδήλωσε τέτοια επιθυμία εξειδίκευσης  ή σπουδών κατά τη διάρκεια του γάμου, ώστε η σχετική απαγόρευση του αντιδίκου της να παρίσταται καταχρηστική ή καταπιεστική.  Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος – αντενάγων την εμπόδιζε να εργαστεί, ώστε να παραμένει απερίσπαστη στις οικιακές εργασίες και στην ανατροφή των τέκνων τους, επιχειρώντας να στηρίξει τον ισχυρισμό της αυτόν στις μαρτυρικές καταθέσεις τόσο του μάρτυρά της που εξετάστηκε στο ακροατήριο, όσο και στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται τόσο στο πλαίσιο της δίκης αυτής, όσο και σε όσες προσκομίζονται ενώ είχαν χρησιμοποιηθεί σε άλλες δίκες μεταξύ των διαδίκων.  Ωστόσο, ο μάρτυρας …… …. που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με επιμέλειά της και έχει ίδια γνώση όχι από την αρχή του γάμου των διαδίκων, αλλά από το έτος  2004 – 2005, (οπότε ο ενάγομενος – αντενάγων του ανέφερε ότι η οικονομική τους κατάσταση είναι παραπάνω από καλή, ενώ δεν γνωρίζει για τον προγενέστερο χρόνο γιατί δεν έκαναν παρέα, όπως καταθέτει σε ερωτήσεις της πληρεξουσίας του εναγομένου – αντενάγοντος, ενώ αρχικά κατέθεσε ότι είναι οικογενειακοί φίλοι από το 1999 ή 1998), δεν κατέθεσε με βεβαιότητα σχετικά με την απαγόρευση του συζύγου να εργάζεται η εκκαλούσα, αλλά επιμένει στο ότι ήταν λογική η απαίτηση του συζύγου λόγω της καλής οικονομικής του κατάστασης, ενώ, πέραν αυτού, δεν καταθέτει συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία γνωρίζει ο ίδιος ή του μεταφέρθηκαν από τη σύζυγό του και φίλη των διαδίκων από τα οποία να προκύπτει ότι ο εναγόμενος – αντενάγων την εμπόδιζε να εργαστεί ώστε να υποχρεώνεται να ασχολείται μόνο με τις οικιακές εργασίες και την ανατροφή των παιδιών. Η μάρτυρας της ενάγουσας – αντεναγομένης . …….., κατέθεσε  στις υπ΄αριθ. …../27.5.2016 και …../29.11.2016 ως άνω ένορκες βεβαιώσεις (στα πλαίσια ασφαλιστικών μέτρων και αγωγής διατροφής αντίστοιχα) ότι ο εναγόμενος – αντενάγων, (με τον οποίο η εν λόγω μάρτυρας βρισκόταν σε αντιδικία με αφορμή την εργασία της στο γραφείο των επιχειρήσεών του) δεν επιθυμούσε να εργάζεται η σύζυγός του, αφ΄ετέρου δε ότι στο γραφείο των επιχειρήσεών του δεν ήταν δυνατόν να απασχοληθεί η ενάγουσα – αντεναγομένη λόγω έλλειψης εξειδίκευσής της  και πληρότητας υπαλλήλων, ακόμη δε και λόγω του ότι ο αδελφός του δεν ήθελε να επισκέπτεται το γραφείο, ενώ στην υπ΄αριθ. …../5.2.2019 ως άνω ένορκη βεβαίωση στα πλαίσια ασφαλιστικών μέτρων διατροφής και ενώ είχε ήδη κατατεθεί η κρινόμενη αγωγή  στις 31.1.2019, κατέθεσε τα ίδια και επιπλέον ότι η αιτούσα είχε αφοσιωθεί στο σπίτι χωρίς οικιακή βοηθό και στην ανατροφή των παιδιών σε βάρος της δικής της επαγγελματικής αποκατάστασης, ότι κερνούσε τους υπαλλήλους του γραφείου γλυκά και εδέσματα και ο σύζυγός της ήταν περήφανος γι΄αυτό και  το δήλωνε. Επίσης στις ίδιες καταθέσεις ανέφερε ότι η ενάγουσα – αντεναγομένη απασχολήθηκε για 2-3 μήνες σε γραφείο ασφάλισης αυτοκινήτων από το οποίο παραιτήθηκε και ο σύζυγός της έδειχνε «ικανοποιημένος που τα κατάφερε», χωρίς όμως να αναφέρει συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο τελευταίος συνέβαλε στην αποχώρησή της και για ποιο λόγο συνέβη αυτό.  Η μάρτυρας  ……., στις υπ΄αριθ. …./2019, …../2019, …../2017 και …../2016 ως άνω ένορκες βεβαιώσεις της κατέθεσε ότι ο εναγόμενος – αντενάγων δεν επιθυμούσε η σύζυγός του να εργάζεται για να μπορεί ν΄ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του νοικοκυριού και της ανατροφής των παιδιών, όπως έλεγε ο ίδιος και ότι όταν, η ενάγουσα – αντεναγομένη του ζήτησε να χρηματοδοτήσει κατάστημα εστίασης ώστε ν΄απασχολείται εκείνη ως επιχειρηματίας, αυτός της απάντησε ότι η θυγατέρα τους έχει ανάγκη τη στήριξή της για να διαβάζει, δηλαδή για τη μελέτη των εισαγωγικών εξετάσεων στο Πανεπιστήμιο. Με παρόμοιο περιεχόμενο είναι και οι καταθέσεις της μητέρας της ενάγουσας – αντεναγομένης, ………., στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις της, ότι δηλαδή ο εναγόμενος – αντενάγων της έκανε παρατήρηση γιατί επέμενε να εργάζεται η σύζυγός του ενώ δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη, δηλώνοντάς της ότι εκείνος θα εργαζόταν ακόμη και ως σκουπιδιάρης, προκειμένου να έχει η σύζυγός του οικονομική άνεση.  Από όλα τα παραπάνω, δεν αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος – αντενάγων  εμπόδιζε την ενάγουσα – αντεναγομένη από το να εργαστεί, απαγορεύοντάς της κάτι τέτοιο και ότι εκείνη, πειθόμενη στις απαιτήσεις εκείνου, θυσίασε την επαγγελματική της αποκατάσταση υπέρ του νοικοκυριού και της ανατροφής των τέκνων τους, όπως ισχυρίζεται, εννοώντας ότι κατανάλωσε την υποχρέωσή της λόγω της απαίτησης του εναγομένου – αντενάγοντος. Ειδικότερα, η έκφραση της επιθυμίας του εναγομένου – αντενάγοντος να ασχολείται η σύζυγός του με τη διαχείριση του οίκου τους και την καθημερινή βιοτική μέριμνα της οικογένειας, καθώς και με τις εκπαιδευτικές και άλλες ανάγκες των τέκνων τους, δικαιολογείται αφ΄ενός μεν από την έλλειψη ουσιαστικής ανάγκης εργασίας και οικονομικής συνεισφοράς της ενάγουσας – αντεναγομένης, εν όψει του ότι κατά τη μικρή ηλικία των τέκνων τους θα απαιτείτο τρίτο πρόσωπο να επιμελείται τα παραπάνω, πράγμα που σημαίνει ότι η οικονομική συνεισφορά θα καταναλωνόταν για το σκοπό αυτόν χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ενώ θα εξέλιπε η απαραίτητη προσωπική φροντίδα  και δημιουργία ασφαλούς οικογενειακού περιβάλλοντος ως προς τις ανάγκες των τέκνων εκ μέρους της μητέρας. Και τούτο, ιδίως ως προς την ιδιαίτερη προσοχή που απαιτείτο για τη θυγατέρα τους ………,  όπως προκύπτει από το ΑΠ 733 από 30/3/2011 «πόρισμα για τους γονείς της διαγνωστική και θεραπευτικής μονάδας για το παιδί «……» που υπογράφεται από τον παιδοψυχίατρο ………. Ειδικότερα, η ανήλικη έχρηζε συνεδριών εργοθεραπείας και λογοθεραπείας  από την ηλικία των 5 ετών και για διάστημα 3 ετών, χωρίς όμως, στην ηλικία των 14 ετών  να προσεγγίζει το μέσο φυσιολογικό επίπεδο και να κατανοεί κοινωνικούς κανόνες συμπεριφοράς όπως και χωρίς ικανοποιητική ικανότητα χειρισμού της έννοιας του χώρου και του χρόνου, με σχετική ανωριμότητα στις άμυνες και χαμηλή εικόνα για τον εαυτό της, καθώς και αδυναμία ν΄ανταπεξέλθει και να φέρει σε πέρας δύσκολες καταστάσεις, αντιλαμβανόμενη δε το περιβάλλον ως απειλητικό και το οικογενειακό κλίμα ως αυστηρό, ενώ αναγνώριζε τις δυσκολίες της και ζητούσε βοήθεια. Παρουσίαζε γενικές μαθησιακές δυσκολίες που αφορούσαν κυρίως τη βαθιά δομή του λόγου και τη μνήμη, ενώ  εμφάνιζε σημαντική δυσχέρεια στην επεξεργασία κειμένων και στην οργάνωση και δομή του γραπτού λόγου, είχε φτωχό λεξιλόγιο, σημαντική δυσκολία στην ανάπτυξη της σκέψης και εμπλουτισμού του γραπτού και δεν συγκρατούσε εύκολα πληροφορίες από αναγνωσθέν κείμενο. Είχε σημαντική δυσχέρεια στην οργάνωση και δομή του γραπτού λόγου, πολύ χαμηλό επίπεδο στα μαθηματικά, δυσκολίες στην έννοια των χρωμάτων και της ώρας και στην επεξεργασία προβλημάτων με επιπλέον πληροφορίες, όπως και στον πολλαπλασιασμό και τη διαίρεση. Ακόμη, φαινόταν δυσκολία στην ακολουθία προφορικών οδηγιών, είχε πολύ πρώιμο στάδιο στην παθητική φωνή και τις δευτερεύουσες προτάσεις, δεν συγκρατούσε πληροφορίες και δεν μπορούσε να εξάγει συμπεράσματα. Ο προφορικός της λόγος δεν είχε ποικιλία, διατύπωνε απλοϊκές προτάσεις με σημασιολογικά και συντακτικά λάθη, δυσκολευόταν στην άμεση ακουστική μνήμη και συμπερασματικά ως έφηβη, είχε αρκετές δυσκολίες στο λόγο και κατ΄επέκταση στη σχολική επίδοση, έχοντας ανάγκη ψυχοπαιδαγωγική παρέμβαση, λόγω ήπιας γνωστικής ανωριμότητας, δηλαδή ελλείψεις τις οποίες η ίδια αντιλαμβανόταν ως τέτοιες και για το λόγο αυτόν παρουσίαζε χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Εν όψει των ανωτέρω συνεστήθη ψυχοπαιδαγωγικό πρόγραμμα, συμβουλευτική συνεργασία των γονέων και επανεξέταση σε ένα έτος. Από όλα τ΄ ανωτέρω συνιστώμενα, αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα-αντεναγομένη φρόντισε μόνο για την παρακολούθηση συνεδριών λογοθεραπείας από την ανήλικη, στις οποίες και τη μετέφερε η ίδια.  Περαιτέρω, από την από 19.4.2019 βεβαίωση του ιατρού θεραπευτή παιδοψυχιάτρου …….. , προκύπτει ότι η ανήλικη, στην ηλικία των 18 ετών, κατά την προετοιμασία των πανελληνίων εξετάσεων,  παρουσίασε αγχώδη συναισθηματική διαταραχή με προεξάρχουσες έντονες σωματοποιήσεις και κρίσεις πανικού, καθώς και κρίσεις σωματομετροπής που οδήγησαν σε νοσηλεία, ενώ χρειάστηκαν εβδομαδιαίες υποστηρικτικές ψυχοθεραπείες για 2 έτη. Τα ανωτέρω συμπτώματα, μαζί με υπερδιέγερση, προβλήματα συγκέντρωσης, ευερεθιστότητα, θυμό, φοβίες και αίσθημα απειλής μυϊκούς πόνους, εφίδρωση, ημικρανίες, ταχυκαρδίες, ζάλη, κρίσεις πανικού, συναισθηματικό μούδιασμα και ιδέες θανάτου και αυτοκαταστροφής, επανεμφανίστηκαν από τα τέλη του 2018. Στην ίδια βεβαίωση αναφέρεται ότι στις συνεδρίες την ανήλικη συνόδευε ο πατέρας της που είχε επωμιστεί την πρακτική και οικονομική υποστήριξη της ψυχοθεραπείας της. Επίσης η ανήλικη νοσηλεύτηκε από 7 – 8.12.2018 λόγω εμμένουσας κεφαλαλγίας (βλ. εξιτήριο νοσοκομείου Metropolitan με υπογραφή του εναγομένου – αντενάγοντος ως συνοδού). Όμως, παρά τα παραπάνω, η ενάγουσα – αντεναγομένη  συμμετείχε στο Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων όπου ήταν Πρόεδρος επί 4 έτη όπως καταθέτουν οι μάρτυρές της, χωρίς να προκύπτει ότι ο εναγόμενος – αντενάγων την εμπόδισε σ΄αυτό και σε κανένα σημείο δεν εξηγείται, πώς, παρά τα ανωτέρω προβλήματα, θα μπορούσε ν΄ανταποκριθεί επιπλέον σε οποιεσδήποτε επαγγελματικές υποχρεώσεις. Το γεγονός ότι μετέφερε τη θυγατέρα της στη λογοθεραπεία και στο μπαλέτο, όπου σημειωτέον μετέβαινε συχνά και ο εναγόμενος – αντενάγων, ο οποίος συνόδευε ο ίδιος και το γιο τους ……… στο ποδόσφαιρο, δεν αρκεί για να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι κατανάλωνε την υποχρέωση συνεισφοράς της στον τομέα αυτόν. Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι υποδεχόταν τους επτά καθηγητές του γιου τους και τους τρεις καθηγητές της θυγατέρας τους στη συζυγική οικία, όπως ισχυρίζεται, τους οποίους εξεύρισκε και πλήρωνε ο εναγόμενος – αντενάγων, από το δημοτικό, όπως επιβεβαιώνεται και από την κατάθεση της μάρτυρα …….. στην υπ΄αριθ. ……./14.4.2016 ως άνω ένορκη βεβαίωσή της, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στους πολυάριθμους καθηγητές που απασχολούσε ο εναγόμενος – αντενάγων θέλοντας ο μάρτυρας να αναδείξει την οικονομική του άνεση. Αντίθετα, ο μάρτυρας ………., κουμπάρος και φίλος του εναγομένου – αντενάγοντος, ο οποίος μάλιστα εργάστηκε και στις οικοδομές της εταιρίας του τελευταίου,  στην ως άνω ένορκη βεβαίωσή του, κατέθεσε ότι ο εναγόμενος – αντενάγων ήταν αυτός που πήγαινε τα παιδιά στο σχολείο, στις εξωσχολικές δραστηριότητες (αθλήματα, μουσική) και φρόντιζε να βρίσκει καθηγητές ακόμη και στις τάξεις του Δημοτικού γιατί η ενάγουσα – αντεναγομένη δεν έδειχνε διάθεση να ασχολείται η ίδια με το διάβασμα των παιδιών, αλλά ότι προτιμούσε ν΄αναλώνεται σε βόλτες με φίλες και αγορές, ακόμη και όταν υπήρξε οικονομική στενότητα και ο εναγόμενος – αντενάγων δεν ήταν σε θέση να λάβει στεγαστικό δάνειο γιατί ήδη είχε άλλα δύο τέτοια δάνεια. Ο δε μάρτυρας ……….. κατέθεσε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ότι η ενάγουσα – αντεναγομένη δεν μεριμνούσε ικανοποιητικά  για το διάβασμα των παιδιών αλλά τηλεφωνούσε στο σύζυγό της να μεταβεί στο σπίτι από το γραφείο όποτε (συχνά) παρίστατο ανάγκη, ενώ μιλούσε άσχημα στα παιδιά αποκαλώντας τα «βλαμμένο» και «ηλίθιο» και για το λόγο αυτόν ο τελευταίος αναγκαζόταν να μισθώνει καθηγητές τόσο για τα σχολικά μαθήματα όσο και για τις εξωσχολικές δραστηριότητες. Επιπλέον δε, η ενάγουσα – αντεναγομένη είχε και βοήθεια από οικιακή βοηθό, όπως κατέθεσαν και οι δύο  μάρτυρες στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, χωρίς να είναι επιφορτισμένη αποκλειστικά αυτή με την καθημερινή βιοτική μέριμνα της οικογένειας, ούτε με τις εκπαιδευτικές και τις λοιπές ανάγκες των τέκνων των διαδίκων, όπως θα ήταν αναμενόμενο εν όψει της ισχυριζόμενης εκ μέρους της αποκλειστικής ενασχόλησής της λόγω της υπονοούμενης παραδοσιακής διάκρισης των ρόλων των διαδίκων ως συζύγων.

Εν όψει των ανωτέρω, δεν αποδείχτηκε ότι ο εναγόμενος – αντενάγων απαγόρευσε στην ενάγουσα αντεναγομένη να εργαζεται, κατά τρόπο ώστε να την εξαναγκάσει να παραιτηθεί από τέτοιο προσωπικό δικαίωμα. Είναι δε, άλλο θέμα η έκφραση της άποψής του για το θέμα αυτό, που συνίσταται, όπως προεκτέθηκε στο ότι η απασχόλησή της εκτός της οικογένειας δεν θα προσέφερε κάτι παραπάνω στα οικονομικά της οικογένειας, αντίθετα θα δημιουργούσε ανάγκη βοήθειας από τρίτο πρόσωπο, ενώ ως προς τις εκπαιδευτικές ανάγκες των τέκνων τους και την αντίστοιχη προσωπική υποστήριξη αυτών, η ενάγουσα δεν προσέφερε ουσιαστική στήριξη, καθόσον η συμμετοχή της στο Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων και η μεταφορά των τέκνων στις εκτός οικίας δραστηριότητες στις οποίες μάλιστα είχε σημαντικό ρόλο και ο εναγόμενος – αντενάγων, διακόπτοντας την εργασία του ή μετά από αυτήν τα απογεύματα, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας της αντιδίκου του … ….., δεν αντιστοιχίζεται στην πραγματική έννοια της συνεισφοράς, αφού, στην πρώτη περίπτωση δεν διαφαίνεται ηθικό ή άλλο όφελος για τα τέκνα, στη δε δεύτερη, μπορεί να επιτευχθεί και από τρίτα πρόσωπα εφόσον δεν δημιουργείται ο αναγκαίος δεσμός αγάπης και αμοιβαίου σεβασμού με το γονέα. Η ισχυριζόμενη δε ανάγκη της ενάγουσας – αντεναγομένης για εργασία ή δημιουργική απασχόληση δεν εκφράσθηκε εντός της οικογένειας όπου ήταν αναγκαία με βάση τις ανάγκες και τις συνθήκες ζωής της οικογένειας και επομένως δεν ασκεί επιρροή στην έννοια της υπονοούμενης εκ μέρους της συνεισφοράς σε περίπτωση που εργαζόταν. Τα παραπάνω δεν αντικρούονται από τις μαρτυρικές καταθέσεις που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα (κυρίως καταθέσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια του συνόλου των οικογενειακών διαφορών των διαδίκων, ήτοι διαζυγίου και διατροφής και είναι εστιασμένες κατά περιεχόμενο στις ανάγκες κάθε μίας από εκείνες τις δίκες), και αφορούν αφ΄ενός μεν στις ώρες εργασίας του εναγομένου – αντενάγοντος, ότι δηλαδή εργαζόταν διαρκώς, όπως και σε αυτήν του αδελφού του (στα πλαίσια δίκης διατροφής επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄αριθ. 2032/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) και της …………. στα πρακτικά της ίδιας ως άνω απόφασης και στην υπ΄αριθ. …../2018 ως άνω ένορκη βεβαίωση που αναφέρει ότι εργαζόταν από πρωί μέχρι το βράδυ, στην υπ΄ αριθ. ……/2019 κατάθεση της μητέρας της ……… που καταθέτει ότι  συνέβαλε πολύ στην επαγγελματική ανάπτυξή του, τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις της  . ….. η οποία καταθέτει ότι η ενάγουσα – αντεναγομένη εργαζόταν σκληρά στη φροντίδα του οίκου και των τέκνων της και ο εναγόμενος – αντενάγων δεν της επέτρεπε να εργαστεί, ενώ επιπλέον τη μείωνε και την υποτιμούσε. Μάλιστα, ο επ΄ακροατηρίω μάρτυράς της κατέθεσε ότι τον έβλεπε να συνοδεύει την κόρη του στις απογευματινές δραστηριότητες μαζί με τη γυναίκα του και πήγαινε και το γιό του στο ποδόσφαιρο τα απογεύματα, ενώ ήταν λογική η απαίτησή του να μην εργάζεται εκείνη διότι κάτι τέτοιο δεν θα συνεισέφερε σε τίποτε , την υπ΄αριθ. …./2016 κατάθεση του ……. που καταθέτει ότι η ενάγουσα – αντεναγομένη δεν είχε οικιακή βοηθό αλλά φρόντιζε το σπίτι της μόνη της, που αντικρούεται από την κατάθεση του μάρτυρα ….. στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, την υπ΄αριθ. …../2016  ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα …… …….. ότι ο εναγόμενος – αντενάγων δαπανούσε πολλά χρήματα στα μαθήματα της θυγατέρας τους που ξαναδίνει πανελλήνιες εξετάσεις, την υπ΄αριθ. ……/2016 ένορκη βεβαίωση της ………, ότι ο γιός τους έκανε ιδιαίτερα μαθήματα σε 9 μαθήματα των πανελληνίων εξετάσεων (πράγμα που δεν είναι δυνατόν, γιατί,  όπως είναι σε όλους γνωστό, τα μαθήματα είναι τέσσερα) την υπ΄ αριθ. ………./2019 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα …….., ότι κατά τη διάρκεια των διακοπών η ενάγουσα – αντεναγομένη μαγείρευε και φρόντιζε την οικογένειά της στο εξοχικό, και την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρά της ……… (…../2020) ότι ήταν στοργική μητέρα και φρόντιζε τα τέκνα της, αφ΄ετερου την αξιοσημείωτη δραστηριότητά της, την ευγένεια και την κοινωνικότητά της, την περιποιημένη της εμφάνιση, την ασχολία της με το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων αλλά και τις δημοτικές εκλογές, καθόσον δεν γίνεται αναφορά στο σύνολο των πραγματικών οικογενειακών αναγκών και ιδίως των τέκνων, αλλά κυρίως στην οικονομική άνεση του εναγομένου – αντενάγοντα και στην κοινωνικά φροντισμένη εν γένει εικόνα της ενάγουσας – αντεναγομένης εξ αιτίας της οποίας μάλιστα συμμετείχε και στο ψηφοδέλτιο του μάρτυρα ……. στις δημοτικές εκλογές του 2019. Επίσης, οι μάρτυρες εστιάζουν στην επιθυμία της ενάγουσας – αντεναγομένης ν΄ασχοληθεί με επιχείρηση εστίασης, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένη απασχόλησή της, την οποία ζητούσε από τον εναγόμενο – αντενάγοντα να χρηματοδοτήσει σε ακίνητο ιδιοκτησίας του, γιατί της άρεσε πολύ η μαγειρική αλλά χωρίς να έχει εργασιακή εμπειρία ή εξειδίκευση, και χωρίς να προκύπτει εάν με τυχόν τέτοια δραστηριότητα θα πραγματοποιείτο θετική συνεισφορά της στις ανάγκες της οικογένειας τόσο οικονομικά όσο και προσωπικά. Ετσι όμως, δεν αποδεικνύεται με ποιο τρόπο ο εναγόμενος – αντενάγων την απέτρεπε ή την εμπόδιζε από το να εργαστεί, πολλώ δε μάλλον, αφού δεν επεδείκνυε αβουλία ως προς τη λήψη αποφάσεων, (διατέλεσε Πρόεδρος του συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων και αργότερα ασχολήθηκε με τα κοινά συμμετέχοντας στις δημοτικές εκλογές) αλλ΄αντίθετα προκύπτει ότι ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας των διαδίκων, την οποία δεν ανέτρεψε ούτε όταν η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε και δημιούργησε έριδες μεταξύ των διαδίκων. Τέλος, το γεγονός ότι μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης ή ίδια φοίτησε σε ΙΕΚ για την απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας στη μαγειρική τέχνη (chef), δεν σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια του γάμου ο εναγόμενος – αντενάγων της το απαγόρευε. (Σημειωτέον ότι οι μάρτυρες του εναγομένου – αντενάγοντος καταθέτουν ότι ήδη εργάζεται στην επιχείρηση catering …………..). Την κάλυψη των οικονομικών αναγκών της οικογένειας είχε αποκλειστικά ο εναγόμενος – αντενάγων, όπως και των προσωπικών αναγκών των μελών της οικογένειας σε μεγάλο βαθμό, έχοντας τη σχετική δυνατότητα, ως εκ των υπηρεσιών που πρόσφερε με τις επιχειρήσεις του και τα μισθώματα που εισέπραττε, αλλά και με κατανάλωση ψυχικών αποθεμάτων και δαπανώντας χρόνο ώστε τα τέκνα των διαδίκων να υποστηριχτούν στις εκπαιδευτικές τους και λοιπές ανάγκες. Ειδικότερα, με βάση τα εκκαθαριστικά σημειώματα και τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που προσκομίζονται, προκύπτει ότι ο εναγόμενος-αντενάγων δήλωσε το οικ.έτος 2008 εισόδημα ποσού 44.292,02 ευρώ, το οικ.έτος 2009 εισόδημα ποσού 56.197,52 ευρώ, το οικ.έτος 2010 εισόδημα ποσού 81.582,32 ευρώ, το οικ.έτος 2011 εισόδημα ποσού 55.623,61 ευρώ, το οικ.έτος 2012 εισόδημα ποσού 31.856,70 ευρώ, ενώ τα έτη αυτά η ενάγουσα-αντεναγομένη δεν δήλωσε καθόλου εισόδημα, το οικ.έτος 2013 ο εναγόμενος-αντενάγων δήλωσε εισόδημα ποσού 33.185,14 ευρώ και η σύζυγός του δήλωσε εισόδημα ποσού 4.180,00 ευρώ, το οικ.έτος 2014 ο εναγόμενος- αντενάγων δήλωσε εισόδημα ποσού 15.183,70 ευρώ και η σύζυγός του δήλωσε εισόδημα ποσού 6.270,00 ευρώ, το φορολ.έτος 2014 ο εναγόμενος-αντενάγων δήλωσε εισόδημα ποσού 18.110,48 ευρώ και η σύζυγός του δήλωσε εισόδημα ποσού 6.270,30 ευρώ, το φορολ.έτος 2015 ο εναγόμενος- αντενάγων δήλωσε εισόδημα ποσού 16.434,89 ευρώ και η σύζυγός του δήλωσε εισόδημα ποσού 1.567,58 ευρώ, ενώ το φορολογικό έτος 2016, οπότε υποβάλλουν χωριστή φορολογική δήλωση, ο εναγόμενος-αντενάγων δήλωσε εισόδημα ποσού 16.205,88 ευρώ και η σύζυγός του δήλωσε εισόδημα ποσού 0,04 ευρώ, το φορολ. έτος 2017 ο εναγόμενος-αντενάγων δήλωσε εισόδημα ποσού 14.885,88 ευρώ και η σύζυγός του δήλωσε εισόδημα ποσού 2.321,28 ευρώ και το φορολ.έτος 2018 ο εναγόμενος-αντενάγων δήλωσε εισόδημα ποσού 22.280,55 ευρώ και η σύζυγός του δήλωσε εισόδημα ποσού 201,26 ευρώ. Από τα παραπάνω, δοθέντος ότι δεν προσκομίζονται προγενέστερα του έτους 2008 εκκαθαριστικά σημειώματα, οπότε η οικονομική κατάσταση του εναγομένου- αντενάγοντος ήταν ιδιαιτέρως ανθηρή, όπως αμφότεροι οι διάδικοι συνομολογούν, προκύπτει ότι ο εναγόμενος-αντενάγων είχε επωμιστεί αποκλειστικά το βάρος της ικανοποίησης των οικονομικών αναγκών της οικογένειάς του με τα εισοδήματά του, που, ένεκα της οικονομικής κρίσης, έβαιναν διαρκώς μειούμενα, γεγονός που είχε ως συνέπεια τον ανεπανόρθωτο κλονισμό της έγγαμης συμβίωσής του με την ενάγουσα-αντεναγομένη, η οποία αδυνατούσε να προσαρμοστεί στα νέα οικονομικά δεδομένα και να περιορίσει τις οικονομικές απαιτήσεις της, όπως δέχθηκαν όλα τα Δικαστήρια, που επελήφθησαν των απαιτήσεών της διατροφής, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Αναφορικά δε με τα ανωτέρω εισοδήματα, που δήλωσε η ενάγουσα-αντεναγομένη δεν προκύπτει σε τι αφορούν, καθόσον αυτή ούτε στην ένδικη αγωγή της ούτε με τις προτάσεις της δεν επικαλείται τον πορισμό εισοδήματος κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου, ενώ δεν αποδεικνύεται (ούτε υπάρχει σχετικός ισχυρισμός) ότι με τα δηλωθέντα ως άνω εισοδήματα αποκτήθηκε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο του συζύγου της, καθόσον η κτήση τους μάλιστα προηγήθηκε χρονικά των εισοδημάτων αυτών. Εξάλλου, η ίδια η ενάγουσα-αντεναγομένη στην ένδικη αγωγή της εκθέτει με σαφήνεια ότι τα ως άνω περιουσιακά στοιχεία του συζύγου της αποκτήθηκαν με χρήματα από την εργασία του, ενώ στις προτάσεις της κάνει λόγο για μεταβίβαση σε τρίτους αγοραστές 400 διαμερισμάτων από τις εταιρείες, στις οποίες συμμετείχε ο σύζυγός της, προσκομίζοντας έναν ανυπόγραφο πίνακα, γεγονός που καταδεικνύει την οικονομική ευρωστία των επιχειρηματικών ενασχολήσεων του τελευταίου. Η ενάγουσα-αντεναγομένη συνεισέφερε στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών με την προσωπική της εργασία στο σπίτι και την παροχή προσωπικών υπηρεσιών στα μέλη της οικογένειάς της κατά τη συνοίκηση (καθαριότητα, μαγείρεμα, πλύσιμο κλπ.), που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτιμάται σε ποσό 500,00 ευρώ, οι δε ανάγκες της οικογένειας της ανερχόταν σε ποσό τουλάχιστον περί τα 4.000,00, λαμβανομένων υπόψη του αριθμού μελών και των συνθηκών διαβίωσης της οικογένειας, τη συντήρηση 4 αυτοκινήτων τους, τις λειτουργικές δαπάνες της κατοικίας τους, την κοινωνική, οικονομική και προσωπική τους κατάσταση. Όλες τις οικονομικές ανάγκες κάλυπτε ο εναγόμενος-αντενάγων, που διέθετε ικανοποιητικά εισοδήματα, σε ανάλωση των οποίων προέβαινε και η ενάγουσα-αντεναγομένη, που διέμενε σε όλη την έγγαμη συμβίωση σε ακίνητα, ιδιοκτησίας του συζύγου της, και ακολούθως, οπότε και λίαν συντόμως επήλθε η διάσταση του γάμου τους, στην ως άνω μεζονέτα, για την κτήση της οποίας ουδέν κατέβαλε, είχε ιδιωτική ασφάλεια και μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητο, που της είχε αγοράσει ο σύζυγός της, ενώ απολάμβανε ταξιδιών και εκδηλώσεων αναψυχής κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου της. Η αναφορά στις παροχές αυτές προς την ενάγουσα-αντεναγομένη καταδεικνύει ότι ο σύζυγός της υπερκάλυπτε την υποχρέωση συνεισφοράς του στις οικογενειακές ανάγκες με την παροχή χρημάτων αλλά και ενίοτε προσωπικών υπηρεσιών προς τα τέκνα τους, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ενώ εκείνη ανάλωνε σημαντικά εισοδήματα του συζύγου της χωρίς να συνεισφέρει οικονομικά σε αυτά, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων ήταν συνέπεια της μείωσης των εισοδημάτων του τελευταίου και της αναγκαστικής περιστολής των οικογενειακών δαπανών, που εκείνη δεν αποδεχόταν, όπως έκριναν όλες οι προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις και η δη η υπ’αριθ. 2032/2018 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, κατά την ειδική διαδικασία, που δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα-αντεναγομένη εκκάλεσε για τις βλαπτικές για εκείνη αιτιολογίες, και δεν αντικρούεται από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της, που διατείνονται ότι δεν έκανε επίδειξη του πλούτου της, καθόσον τούτο δεν αποκλείει την απόλαυση εκ μέρους της της οικονομικής ευμάρειας, που της προσέφερε ο σύζυγός της. Δηλαδή, το γεγονός της ανάλωσης των εισοδημάτων του εναγομένου-αντενάγοντος και η απόλαυση αυτών δεν εκφράζεται απαραίτητα με επιδεικτική διάθεση υλικών αγαθών αλλά και χωρίς αυτήν. Το πρωτοβάθμιο δικαστηριο ορθώς έκρινε τα παραπάνω και ο 6ος λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα-ενάγουσα-αντεναγομένη παραπονείται ότι εσφαλμένως κρίθηκε ότι έκανε επίδειξη πλούτου και υλικών αγαθών στην προσωπική και κοινωνική ζωή της, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα παραπάνω εκτεθέντα προκύπτει στην ανέγερση και κτήση των ακινήτων και κινητών πραγμάτων του εναγομένου οφείλεται αποκλειστικά στα εισοδήματά του από την εργασία του και δεν αποδείχθηκε ότι η συμβολή της ενάγουσας υπερέβαλλε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την επιβαλλόμενη από την κατά τα άρθρα 1389, 1390 ΑΚ υποχρέωση συνεισφοράς της στην αντιμετώπιση των οικογενειακών τους αναγκών, καθώς αυτές καλύπτονταν κατά το συντριπτικό ποσοστό τους από τον εναγόμενο. Συνεπώς, εφόσον η μοναδική συμβολή της ενάγουσας κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, δεν υπερέβη αλλ΄ αντιθέτως υπολειπόταν το μέτρο των κατά τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ, υποχρεώσεών της προς συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες με αποτέλεσμα ότι οι εν λόγω υπηρεσίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συμβολή αυτής κατά την έννοια του άρθρου 1400ΑΚ στην  απόκτηση των περιουσιακών αποκτημάτων του εναγομένου,  διότι αυτά, αποκλειστική αιτία και πηγή είχαν τα εκ της  εργασίας έσοδα, ενώ, ούτε ως προς την παροχή προσωπικών υπηρεσιών εκ μέρους της ενάγουσας αποδείχτηκε ότι υπερέβαιναν το μέτρο των υποχρεώσεών της καθόσον και ο εναγόμενος παρείχε προσωπικές υπηρεσίες διακόπτοντας την εργασία του στη σταθερή βάση που απαιτείτο  από το πρόγραμμα εξωσχολικών δραστηριοτήτων των τέκνων τους, όπως προαναφέρθηκε αλλά και η οικιακή βοηθός παρείχε ανά τακτά χρονικά διαστήματα τις σχετικές υπηρεσίες της.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και οι σχετικοί, 2ος, 3ος και 4ος λόγοι της κρινόμενης έφεσης με τους οποίους η εκκαλούσα – εφεσίβλητη παραπονείται ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι  δεν εργάστηκε από επιλογή, ότι δεν της ζητήθηκε να εργαστεί στο γραφείο της επιχείρησης του συζύγου της διότι αυτός της απαγόρευε την εργασία, ότι εξηύρε εργασία αλλά την εγκατέλειψε λόγω εντάσεων με το σύζυγό της (2ος λόγος έφεσης), ότι η ίδια είχε επωμιστεί, αυτή αποκλειστικά χωρίς βοήθεια, το βάρος για την καθημερινή φροντίδα και την καλή λειτουργία του συζυγικού τους βίου, ότι απασχολείτο διπλά με τις ανάγκες της θυγατέρας τους Νικολέτας, ότι εκείνη εξεύρισκε πελάτες στο σύζυγό της και τον διαφήμιζε, ενώ εκείνος εργαζόταν καθ΄ολη τη διάρκεια της ημέρας απερίσπαστος εξαιτίας της δικής της απασχόλησης χωρις να συμβάλλει επουδενί με την προσωπική του παρουσία και βοήθεια στη φροντίδα των παιδιών, ότι μίσθωσαν καθηγητές μόνον εν όψει των πανελληνίων εξετάσεων, ότι δεν επεδείκνυε αδιάφορη και ανεπαρκή  συμπεριφορά  ως προς τις εν γένει υποχρεώσεις της (3ος λόγος έφεσης), ότι στην πραγματικότητα, οι σχέσεις των διαδίκων διαταράχθηκαν από την υποτιμητική συμπεριφορά του εναγομένου – αντενάγοντος και όχι γιατί η ίδια ενοχλήθηκε από τη μείωση των εισοδημάτων τους και ήταν ο αντίδικός της αποκλειστικά υπαίτιος της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης γιατί της στέρησε τη δυνατότητα εργασίας και μετά την αποχώρησή του της στέρησε κάθε εισόδημα παρότι κατά τη διάρκεια του γάμου την υποτιμούσε ιδίως όταν δήλωνε την επιθυμία της να συμμετέχει στα κοινά και να ασχοληθεί επαγγελματικά με εστιατόριο που θα χρηματοδοτούσε ο ενάγομενος αντενάγων και θα εκμεταλλευόταν η ίδια (υπ΄ αριθ. …………. ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, ενώ ποτέ δεν έχει κριθεί τελεσίδικα η αποκλειστική της υπαιτιότητα, (4ος λόγος έφεσης) πρέπει ν΄απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Περαιτέρω,  στις προτάσεις του προς απόκρουση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο εναγόμενος-αντενάγων επικαλέστηκε ότι η ενάγουσα-αντεναγομένη, αφ΄ ενός μεν δεν μπορούσε, αφ΄ ετέρου δε, δεν ήθελε να συνεισφέρει στις οικογενειακές ανάγκες κατά το μέτρο των υποχρεώσεών της και ότι η επαύξηση της περιουσίας του οφείλεται αποκλειστικά σε αυτόν. Τα παραπάνω συνιστούν την ένσταση μηδενικής συμβολής της ενάγουσας-αντεναγομένης στην επαύξηση της περιουσίας του (ΑΠ 1037/2017, 808/2015, 2042/2013, ΝΟΜΟΣ), η οποία είναι ορισμένη και σαφής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που την έκρινε ορισμένη δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο 5ος λόγος της κρινόμενης έφεσης, κατά το μέρος  αυτού που αιτιάται αοριστία της ως άνω ένστασης, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, η ενάγουσα –αντεναγομένη παρείχε προσωπικές υπηρεσίες στο συζυγικό οίκο, οι οποίες αποτιμώμενες δεν υπερβαίνουν το κατά τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ οφειλόμενο μέτρο της υποχρέωσης συνεισφοράς της. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός 5ος λόγος έφεσης, κατά το σκέλος αυτού με το οποίο η ενάγουσα- αντεναγομένη παραπονείται ότι δεν εκτιμήθηκαν σωστά  οι καταθέσεις των μαρτύρων της σχετικά με τη συμβολή της με παρεχόμενες υπηρεσίες στο συζυγικό  οίκο, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τέλος, ως προς το μέρος του ίδιου (5ου) λόγου έφεσης, με τον οποίο η ενάγουσα-αντεναγομένη παραπονείται ότι εσφαλμένως εκτιμήθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο,  η ύπαρξη των αναγκαίων κεφαλαίων για την  έναρξη της επαγγελματικής-κατασκευαστικής δραστηριότητας του εναγομένου-αντενάγοντος, πριν την τέλεση του γάμου των διαδίκων, το γεγονός ότι μεταβιβάστηκαν σε αυτόν, από τις εταιρίες στις οποίες συμμετείχε διάφορα διαμερίσματα, αλλά και το ότι ο εναγόμενος-αντενάγων έτυχε οικονομικής και περιουσιακής βοήθειας από την  οικογένειά του, όλα τ΄ ανωτέρω αποδείχτηκαν από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, όπως άλλωστε προαναφέρθηκε και ειδικότερα, σχετικά με την πώληση διαμερισμάτων πριν την τέλεση του γάμου, την οικονομική άνεση αυτού πριν το γάμο που ήταν αναμφισβήτητη αφού διέθετε διαμέρισμα στο οποίο οι διάδικοι κατοίκησαν, δικό του αυτοκίνητο και μοτοσυκλέττα, αναλάμβανε δημόσια και ιδιωτικά έργα, ενώ είχε οικονομική άνεση και από τους γονείς του, όπως προέκυψε από τις καταθέσεις  των μαρτύρων ………. και …………… Έτσι, είχε καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της πρώτης του κατασκευαστικής δραστηριότητας, τα κέρδη της οποίας ανάλωνε μεθοδικά και συνετά, αποταμιεύοντας το  μεγαλύτερο μέρος αυτών για επιχειρηματικούς σκοπούς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αποκομίζοντας έσοδα τουλάχιστον 10.000€, ενώ η ενάγουσα-αντεναγομένη αναβιβάζει το ποσό αυτό στις 50-60.000€ μηνιαίως, όπως ισχυρίζεται στην αγωγή της. Τα παραπάνω δέχτηκε ορθώς και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος και κατ΄ αυτό το σκέλος.

Περαιτέρω,  με τον 7ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, η εκκαλούσα-ενάγουσα-αντεναγομένη παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα αποτίμησε την αξία των προσωπικών της παροχών στο συζυγικό οίκο στο ποσό των 500€, ενώ η δαπάνη οικιακής βοηθού που θ΄ ασχολείτο με την εκτέλεση των ίδιων εργασιών και ενασχόλησης με την ανατροφή των τέκνων, ανερχόταν στο ποσό των 800€ μηνιαίως έως και 1.200€ μηνιαίως στην περίπτωση της οικόσιτης οικιακής βοηθού, που ασχολείται με την καθαριότητα του σπιτιού και την επίβλεψη των παιδιών. Επίσης, ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι οι συνολικές μηνιαίες ανάγκες λειτουργίας του οίκου των διαδίκων ανέρχονται στο ποσό των 4.000€, ενώ ο μάρτυρας-αδελφός του εναγομένου-αντενάγοντος κατέθεσε ότι οι μηνιαίες ανάγκες ανήρχοντο στο ποσό των 2.000-2.500€.

Ωστόσο, οι παροχές που προσφέρονται από τους συζύγους αποτελούν συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου μόνο κατά το μέρος που υπερβαίνουν  το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς και στην προκειμένη περίπτωση  αποδείχτηκε ότι οι παροχές υπολείπονταν της οφειλομένης.  Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχτηκε ότι οι διάδικοι κατοικούσαν οικογενειακώς σε διόροφη πολυτελή  μεζονέττα επιφανείς 116,5 τμ, με αποθήκη και δύο θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων, διατηρούσαν 4 αυτοκίνητα και σκάφος αναψυχής, ταξίδευαν συχνά οικογενειακώς για λόγους αναψυχής και απασχολούσαν πολυάριθμους καθηγητές για τα ιδιαίτερα μαθήματα των μαθητών-τέκνων τους, κάλυπταν τις δαπάνες εξωσχολικών δραστηριότητα των τέκνων τους, όπως προαναφέρθηκε, καθώς και φοίτησης σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, από δε τα έσοδα του εναγομένου-αντενάγοντος καταβάλλονταν τόσο οι λειτουργικές ανάγκες της διαβίωσής τους, όσο και οι προς το Δημόσιο φορολογικές και λοιπές υποχρεώσεις και η δαπάνη της οικιακής βοηθού. Οι ανωτέρω δαπάνες, πράγματι ανέρχονται τουλάχιστον  στο ποσό των 4.000€ μηνιαίως, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενώ η, δια των προσωπικών υπηρεσιών της ενάγουσας-αντεναγομένης,συμβολή της σε αυτές, λαμβανομένων υπ΄ όψιν της απασχόλησης οικιακής βοηθού, της απασχόλησης της ίδιας στο Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων δεν ξεπερνούν το ποσό των 500€. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο μάρτυρας του εναγομένου-αντενάγοντος αναφερόμενος στις μηνιαίες δαπάνες διαβίωσης των διαδίκων τις οποίες αναβιβάζει στο ποσό των 2.000-2.500€, δεν προκύπτει ότι απαντά και για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των τέκνων των διαδίκων, ούτε για τα έξοδα της αναψυχής τους είτε διά οικογενειακών ταξιδιών, είτε διά της απόλαυσης του σκάφους αναψυχής που αποδείχτηκε ότι  πραγματοποιούνταν τακτικά.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (7ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβιώσεως των διαδίκων,  η ενάγουσα-ανενγαγομένη απέκτησε τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία, που αναφέρει στην ανταγωγή του ο εναγόμενος-αντενάγων και συνομολογεί η πρώτη και διέθετε μέχρι τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασης της συμβίωσης των διαδίκων, σε ποσοστό 100% : α) Δυνάμει του υπ’αριθ. ……/22-12-2009 συμβολαίου αγοροπωλησίας οριζόντιων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., νομιμως μεταγραφεντος,  η ενάγουσα-αντεναγομενη απέκτησε κατα πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή μια μεζονέτα του 5ου και 6ου ορόφου, κείμενη σε οικοδομή, χτισμένη σε οικόπεδο στη Δραπετσώνα Αττικής, επί της οδού ………, επιφάνειας 116,50 τ.μ., μαζί με μία αποθήκη του υπόγειου ορόφου της ίδιας οικοδομής, επιφάνειας 8,00 τ.μ., και δύο κλειστών θέσεων στάθμευσης εμβαδού 16,00 τ.μ. εκάστης, κείμενα στην ίδια οικοδομή, αιτία πώλησης από την ως άνω εταιρεία με την επωνυμία «………….», αντί αναγραφόμενου τιμήματος ποσού 87.800,00 ευρώ και πραγματικού τιμήματος ποσού 150.000,00 ευρώ. Για την αγορά του εν θέματι ακινήτου η ενάγουσα-αντεναγομένη έλαβε συνολικό δάνειο, ποσού 150.000,00 ευρώ από την τράπεζα Eurobank Ergasias, όπως και η ίδια συνομολογεί, το οποίο ταυτίζεται με το πραγματικό τίμημα της αγοράς του και όχι το αναγραφόμενο τίμημα, όπως εκείνη ισχυρίζεται, καθόσον, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, οι αγοραίες αξίες των ακινήτων καλύπτουν τα χορηγούμενα τραπεζικά δάνεια, ενώ ενεγράφη υποθήκη επ’αυτού υπέρ της δανείστριας τράπεζας. Στο δάνειο αυτό συμβλήθηκε ως εγγυητής  ο εναγόμενος-αντενάγων, ο οποίος αποκλειστικά κατέβαλε όσες δόσεις έχουν εξοφληθεί, όπως ο ίδιος αναφέρει και συνομολογεί και η ενάγουσα-αντεναγομένη, η οποία εκθέτει ότι αδυνατεί να καταβάλλει τη δόση του δανείου, καθόσον δεν διαθέτει εισοδήματα και αποταμιεύσεις. Η αγοραία αξία του ακινήτου αυτού ανέρχεται κατά τον  κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης της τριετούς διαστάσεως των συζύγων, που ταυτίζεται με την άσκηση της ανταγωγής, σε 106.660,22 ευρώ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την ενάγουσα-αντεναγομένης δήλωση ΕΝΦΙΑ έτους 2019 και όχι σε εκείνη που αναφέρει ο εναγόμενος-αντενάγων στην ένδικη ανταγωγή του, ήτοι σε 268.300,00 ευρώ, δοθέντος ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ένεκα της οικονομικής κρίσης και της καθίζησης της οικοδομικής δραστηριότητας, οι αγοραίες αξίες ταυτίζονται (σε άλλες περιπτώσεις και υπολείπονται) των αντικειμενικών αξιών, καθόσον, ενόψει της ειδικής αρνήσεως της ενάγουσας-αντεναγομένης, εκείνος δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό της αξίας της στοιχείο πέραν των υπολογισμών, στους οποίους προβαίνει (116,50 τ.μ. X 2.200,00 ευρώ/τ.μ.), χωρίς ωστόσο, να προσκομίζει συγκριτικά στοιχεία της αγοραίας αξίας. Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόψει της οικονομικής κρίσεως που επηρέασε αρνητικά τις αξίες των ακινήτων και της παλαιότητας του προαναφερθέντος ακινήτου, η αξία του δεν μπορεί να υπερβαίνει εκείνη που είχε το χρόνο εκτίμησής του ως νεοαναγερθέντος κτίσματος και πώλησής του  β) Δυνάμει του υπ’αριθ. ……../29-03-2010 συμβολαίου της ιδίας συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., νομίμως, μεταγραφέντος, η ενάγουσα-αντεναγομένη   απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα δύο αγροτεμάχια, κείμενα στο Δ.Δ. ………… Κέρκυρας, εκτάσεως 2.915,05 τ.μ. και 906,14 τ.μ., αιτία αγοράς από τη μάρτυρά της σύζυγο ………., αντί τιμήματος 13.717,30 ευρώ, που, κατά τα αναγραφόμενα στο συμβόλαιο, καταβλήθηκε με μία ισόποση τραπεζική επιταγή της τράπεζας Eurobank Ergasias, εκδοθείσα σε διαταγή της πωλήτριας. Και γ) ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής SEAT, τύπου AROZA, έτους 1ης  άδειας κυκλοφορίας το 1998, αξίας 2.000,00 ευρώ, όπως ισχυρίζεται  ο εναγόμενος-αντενάγων και δεν αρνείται με τις προτάσεις της η ενάγουσα-αντεναγομένη. Αναφορικά, με τα κείμενα στην Κέρκυρα δύο αγροτεμάχια,  που ο εναγόμενος-αντενάγων εκθέτει  στην ένδικη ανταγωγή του ότι αγοράσθηκαν με δικά του χρήματα, η ενάγουσα-αντεναγομένη  ισχυρίζεται ότι αυτά της μεταβιβάσθηκαν λόγω γονικής παροχής και όχι αιτία πώλησης, όπως αναγράφηκε, καθόσον η φερόμενη ως πωλήτρια μητέρα της ουδέποτε εισέπραξε τίμημα ούτε η ίδια είχε πρόθεση να της καταβάλει τίμημα, επικαλούμενη την ένορκη βεβαίωση της μητέρας της, η οποία βεβαιώνει ότι συμφώνησε να μεταβιβάσει στην κόρη της τα δύο αγροτεμάχια στην Κέρκυρα με γονική παροχή, που της είχε υποσχεθεί, ωστόσο, όταν πήγε στο συμβολαιογραφείο, πιστεύοντάς ότι θα υπογράψει δωρητήριο συμβόλαιο, και άκουσε από το συμβολαιογράφο ότι δήθεν εισέπραξε τίμημα από τη μεταβίβαση, διαμαρτυρήθηκε, πλην, όμως, η κόρη της την πληροφόρησε ότι ο σύζυγός της είπε ότι είναι προτιμότερο το πωλητήριο και όχι δωρητήριο συμβόλαιο, διότι έτσι δεν θα μπορούσαν να το προσβάλουν οι αδερφές της, με συνέπεια να υπογράψει το σχετικό συμβόλαιο μόνο και μόνο για να μην δημιουργήσει πρόβλημα στο παιδί της, παρότι ντρεπόταν που φερόταν να εισέπραξε χρήματα από αυτό. Ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας- αντεναγομενης περί εικονικότητας του πωλητήριου συμβολαίου αυτού, το οποίο υποκρύβει γονική παροχή, δεν κρίνεται πειστικός, καθόσον η ίδια δεν δίνει καμία εξήγηση στις προτάσεις της για ποιο λόγο υπογράφηκε συμβόλαιο πώλησης και όχι γονικής παροχής ούτε για το λόγο γίνεται σαφής αναφορά στην παράδοση ορισμένης επιταγής για την καταβολή του τιμήματος στην πωλήτρια ενώπιον της συμβολαιογράφου, δοθέντος ότι η πωλήτρια παραστάθηκε με δικηγόρο στη σύνταξη του συμβολαίου. Εξάλλου, ο μάρτυρας  της ενάγουσας-αντεναγομένης κατέθεσε σαφώς ότι οι γονείς της δεν είχαν καλές σχέσεις με το γαμπρό τους, ώστε παρίσταται οξύμωρο για την πωλήτρια μητέρα της αντεναγομένης να αρκείται στις διαβεβαιώσεις του γαμπρού της και να υπογράφει ένα συμβόλαιο, για το οποίο η ίδια δεν συμφωνεί. Από την προσκομιζόμενη φωτοτυπία της εν θέματι επιταγής προκύπτει ότι αυτή εκδόθηκε από  τον εναγόμενο-αντενάγοντα εις  διαταγήν της πωλήτριας, ωστόσο δεν προκύπτει η είσπραξή της από αυτόν, όπως ειδικότερα, η ενάγουσα-αντεναγομένη ισχυρίζεται, ότι δηλαδή από την υπογραφή του, που ο ίδιος έχει θέσει στη θέση του οπισθογράφου, με μία απλή σύγκριση της υπογραφής του στη θέση του αιτούντος την έκδοση και του πρώτου οπισθογράφου αποδεικνύεται ότι εισπράχθηκε από αυτόν, καθόσον με μία απλή επισκόπηση δεν προκύπτει η ταύτιση των υπογραφών αυτών, ενόσω και ο μάρτυρας του εναγομένου-αντενάγοντος, που ρωτήθηκε σχετικά και ως συνέταιρος του θα είχε προφανώς δει την υπογραφή του, δεν επιβεβαίωσε ότι η υπογραφή στο οπισθόφυλλο του αντιγράφου της επιταγής ανήκει στον εναγόμενο-αντενάγοντα, ενώ και ο μάρτυρας της  ενάγουσας-αντεναγομένης επιβεβαίωσε με ενδοιαστικότητα τις σχετικές ερωτήσεις της πληρεξούσιας δικηγόρου της για την είσπραξη από τον  εναγόμενο-αντενάγοντα της επιταγής, ως λεγόμενα της ενάγουσας-αντεναγομενης. Μάλιστα, στο οπισθόφυλλο του αντιγράφου της επιταγής, που προσκομίζει η ενάγουσα-αντεναγομένη, στη θέση πρώτης οπισθογραφήσεως, υπάρχουν δύο υπογραφές, επί των οποίων έχουν τεθεί τα ονόματα «………..» και «…………». Κατόπιν τούτων, κρίνεται ότι η μεταβίβαση των δύο αγροτεμαχίων έγινε αιτία πώληση με αγοράστρια   την ενάγουσα-αντεναγομένη, πλην, όμως, τα χρήματα του τιμήματος κατέβαλε ο εναγόμενος-αντενάγων. Ως εκ τούτου, τα δύο αγροτεμάχια συνυπολογίζονται στην τελική περιουσία ενάγουσας-αντεναγομένης και αποτελούν αποκτήματα διαρκούντος του γάμου, κατά την έννοια του άρθρου 1400 παρ. ΑΚ, καθόσον το τίμημα των αγροτεμαχίων, όπως αποδείχθηκε, κατέβαλε εξολοκλήρου ο ίδιος ο αντενάγων-εναγόμενος, απορριπτομένης της σχετικής ενστάσεως της διατάξεως της παρ.3 του άρθρου 1400 ΑΚ περί γονικής παροχής αυτών, που υπέβαλε η ενάγουσα-αντεναγομένη, διότι ως δωρεές κατά την έννοια της διατάξεως αυτής πρέπει να νοηθούν μόνον εκείνες που έγιναν από τρίτους, οι οποίες δεν υπολογίζονται στην αύξηση της περιουσίας των συζυγών. Αναφορικά δε με την αξία τους ο εναγόμενος-αντενάγων, προσκομίζοντας τρεις αγγελίες οικοπέδων στην περιοχή, άρτιων και οικοδομήσιμων με θέα στη θάλασσα, με κυμαινόμενη τιμή ανά τ.μ. 37€-48,75€, διατείνεται ότι ανέρχεται σε 229.271,40 ευρώ, ήτοι 60€/τ.μ., χωρίς κανένα άλλο αποδεικτικό της αξίας τους, καθώς περιορίζεται σε αυθαίρετη και όλως υπερβολική αναγραφή της αξίας τους, χωρίς ουδόλως να αιτιολογούνται ο τρόπος και τα ληφθέντα από αυτόν συγκριτικά στοιχεία, δοθείσης και της σημαντικής καθίζησης της αγοράς ακινήτων κατά τα τελευταία έτη. Δοθέντος, επομένως, ότι πρόκειται για κατά παρέκκλιση άρτια και οικοδομήσιμα αγροτεμάχια, χωρίς να προκύπτει η θέα τους σε θάλασσα ούτε από τις φωτογραφίες τους, και ότι στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α δεν αναγράφεται η αξία τους, ενώ αναγράφεται η υποχρέωση πληρωμής φόρου (7,00€ και 2,17€), κρίνεται ότι η αξία τους δεν υπερβαίνει το τίμημα της πώλησής τους. Κατόπιν των ανωτέρω, κατά το χρόνο της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης των διαδίκων και της ασκήσεως της αγωγής, η περιουσία της ενάγουσας-αντεναγομένης αυξήθηκε κατά το συνολικό ποσό των (106.660,22 + 13.717,30 + 2.000,00) 122.377,52 ευρώ, που αποτελεί περιουσιακή επαύξηση της περιουσίας της κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εναγόμενο-αντεναγόντα. Από τα παραπάνω αποδείχθηκε επιπλέον, οτι ο τελευταίος, συνέβαλε σε ποσοστό 100% στην απόκτηση εκ μέρους της αντεναγόμενης όλων των περιουσιακών στοιχείων της κατά τη διάρκεια του γάμου τους-για το αυτοκίνητο δεν υφίσταται άρνηση της ότι αγοράσθηκε με χρήματα από την εργασία του συζύγου της-, δοθέντος ότι κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα αυτός εργαζόταν αποκλειστικά και κατέβαλε χρήματα από την εργασία του για την απόκτηση τους από την ενάγουσα-αντεναγομένη, η οποία ρητώς εκθέτει ότι δεν διέθετε εισόδημα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (8ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα-ενάγουσα-αντεναγομένη παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι τα προαναφερθέντα αγροτεμάχια αποκτήθηκαν από αυτήν λόγω πωλήσεως και όχι λόγω γονικής παροχής, με χρήματα που καταβλήθηκαν από τον εναγόμενο-αντενάγοντα, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, για τη στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού από το άρθρο 281 Ακ, πρέπει ν΄ αναφέρονται γεγονότα και περιστάσεις που να συνδέουν την αγωγική αξίωση συμμετοχής στ΄ αποκτήματα με εξαιρετικά επαχθείς συνέπειες για τον εναγόμενο χωρίς αντίστοιχο όφελος για τον ενάγοντα είτε ειδικές περιστάσεις που να συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του τελευταίου, που να έχουν κατόπιν μεταβληθεί (ΑΠ 1956/2013, ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα-αντεναγομένη, με την ένστασή της περί καταχρηστικής άσκησης της ανταγωγής του εναγομένου-αντενάγοντα, ισχυρίζεται ότι ασκεί καταχρηστικά τα σχετικά δικαιώματά του, επικαλούμενη ότι αυτός, για λόγους φορολογικούς και επιχειρηματικούς την έπεισε να λάβει δάνειο ώστε ν΄αγοράσει την κατοικία τους στη Δραπετσώνα, το οποίο εξυπηρετεί αποκλειστικά ο ίδιος που έχει συμβληθεί ως εγγυητής, με αποτέλεσμα, εάν η ανταγωγή του γίνει δεκτή, τότε αυτή θα χάσει τη μοναδική της κατοικία, ενώ παράλληλα, στερείται εισοδήματος για να μισθώσει νέα κατοικία. Επίσης ότι λόγω του ότι έχει στην κυριότητά της τα προαναφερθέντα αγροτεμάχια  στην Κέρκυρα, η Τράπεζα Eurobank μπορεί να ικανοποιήσει την από το δάνειο αξίωση της με αναγκαστική εκτέλεση επ΄αυτών, σε περίπτωση που ο εναγόμενος-αντενάγων σταματήσει να πληρώνει το δάνειο, δεδομένου ότι η ίδια δεν είναι σε θέση να το εξυπηρετεί και έτσι, θα απωλέσει τα αγροτεμάχια της Κέρκυρας αλλά και την κατοικία της. Τέλος, ότι η αληθής αξία της κατοικίας είναι 87.800€ και ότι το υπόλοιπο του δανείου το εισέπραξε ο εναγόμενος-αντενάγων για να χρηματοδοτήσει την εταιρία στην οποία συμμετείχε, με αποτέλεσμα, με τις μεθοδεύσεις του αυτές να κινδυνεύει να επέλθουν  εξαιρετικά επαχθείς συνέπειες σε βάρος της, χωρίς  αντίστοιχο όφελος για τον εναγόμενο-αντενάγοντα. Ο παραπάνω ισχυρισμός είναι ορισμένος, με επίκληση πραγματικών γεγονότων και συνθηκών που  καθιστούν την ενάγουσα-αντεναγομένη σε εξαιρετικά δυσμενή θέση και έλλειψη αντίστοιχη ωφέλειας για τον αντενάγοντα-εναγόμενο. Επίσης, η μέχρι σήμερα συμπεριφορά του τελευταίου, ο οποίος ισχυρίζεται ότι θα συνεχίσει να καταβάλει ανελλιπώς, όπως έκανε μέχρι σήμερα, τις δόσεις του δανείου προκειμένου το περιουσιακό αυτό στοιχείο να περιέλθει στη θυγατέρα των διαδίκων, παρά το γεγονός ότι έχει συμβληθεί ως εγγυητής  ενισχύει την κρίση ότι η μεταστροφή της συμπεριφορά του, πέραν των επαχθών συνεπειών που επικαλείται η ενάγουσα-αντεναγομένη δεν θα οδηγήσει σε εύλογο γι΄ αυτόν όφελος. Συνεπώς, ο 1ος λόγος της υπό στοιχ β έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ορισμένη την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση της ενάγουσας-αντεναγομένης κατά της ανταγωγής του ενώ ήταν αόριστη, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τα ανωτέρω, δεν καθιστούν αντιφατικές τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης, καθόσον η κατάφαση της ύπαρξης του δικαιώματός του για την αξίωσή του στα αποκτήματα της αντεναγομένης-ενάγουσας κατά τη διάρκεια του γάμου, είναι ανεξάρτητη από την απαγόρευση άσκησης αυτού λόγω της καταχρηστικότητας. Αντίθετα, η επίκληση της κατάχρησης δικαιώματος, προϋποθέτει την ύπαρξη αυτού (ΑΠ 65/2005 ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την ανταγωγή του εναγομένου-αντενάγοντος, αφού είχε απορρίψει την αγωγή της ενάγουσας-αντεναγομένης κάνοντας δεκτή την ένσταση της τελευταίας από το άρθρο 281 ΑΚ, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Συνεπώς ο 2ος λόγος της υπό στοιχ β΄έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται σχετικά για την αντίφαση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης λόγω της παραδοχής της μηδενικής συμβολής της αντεναγομένης-ενάγουσας και παράλληλα της απόρριψης της δίκη του ανταγωγής για απόδοση των αποκτημάτων που απέκτησε εκείνη, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, η άσκηση του δικαιώματος του εναγομένου-αντενάγοντος για απόδοση των αποκτημάτων της ενάγουσας-αντεναγομένης, αφορά τόσο την πραγματική, όσο και την τεκμαρτή συμβολή του στην απόκτησή τους, όπως προκύπτει τόσο από τη διατύπωση του άρθρου  1400 στην πρώτη παράγραφο αυτού, που αναφέρεται ως αντικείμενο της αξίωσης η συμβολή του δικαιούχου συζύγου, χωρίς να διαφοροποιείται η δυνατότητα δικαστικής επιδίωξης, παρά μόνο το ποσοστό της, όσο και από  την εκκαλουμένη στην οποία, αφού εκτίθεται η κύρια βάση της ανταγωγής από τον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής του στ΄ αποκτήματα της αντεναγομένης αλλά και η επικουρική βάση από τον τεκμαρτό υπολογισμό αναφέρεται στην καταχρηστική άσκηση του  δικαιώματος του αντενάγοντος  συνολικά. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε τόσο τηνκύρια όσο και την επικουρική βάση της ανταγωγής, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, η οποία παραδεκτά (ΚΠολΔ 534) συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε και ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός  3ος λόγο της υπό στοιχ β΄ έφεσης, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, ο μάρτυρας του αντεναγόντα ………., στην υπ΄ αρθ. …../2020 ως άνω ένορκη βεβαίωση κατέθεσε ότι η ενάγουσα-αντεναγομένη εργάζεται στην επιχείρηση catering ……….  Κάτι τέτοιο όμως δεν επιρρωνύεται  από άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ενώ η αόριστη αναφορά του παραπάνω μάρτυρα δεν καθίσταται πειστική ώστε να αποδειχθεί βάσιμα η παροχή εργασίας της, και το εισόδημα που αποκομίζει και να οδηγηθεί το δικαστήριο με πλήρη δικανική πεποίθηση στο συμπέρασμα ότι  εισπράττει σταθερό  εισόδημα από την εργασία της, ώστε να μην στηρίζεται αποκλειστικά για τη διαβίωσή της στη  διατροφή που καταβάλει ο εναγόμενος. Το πρωτοβάθμιο δικαστηριο που δέχθηκε τα ίδια, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που παραδεκτά συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (4ος) λόγος της υπό στοιχ. β΄έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη  εκτίμηση των αποδείξεων πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Τέλος, όπως προεκτέθηκε, οι υπ΄ αριθ …….. και ……. από 25.2.2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του εναγομένου-αντενάγοντος ……….. και …….., ελήφθησαν υπ΄ όψιν στην παρούσα δίκη κατά την οποία προσκομίστηκε η υπ΄ αριθ ……../20.2.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή ………. Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχαν ληφθεί υπ΄ οψιν λόγω μη προσκομιδής της ανωτέρω έκθεσης επίδοσης, πράγμα που αφορά και τις υπ΄ αριθ …../25.2.20 και ……./3.3.2020 ένορκες βεβαιώσεις των  μαρτύρων ……… και . ……, αντίστοιχα, διότι δεν αποδείχθηκε νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας-αντεναγομένης, σύμφωνα  με τη ρητή διάταξη του άρθρου 422 παρ 1 ΚΠολΔ. Δεν έσφαλε επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δεν τις έλαβε υπ΄ όψιν αλλά ορθώς  το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο σχετικός (5ος) λόγος της υπό στοιχ. β΄έφεσης πρέπει ν΄ απορριφθεί  ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Εν όψει των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης των υπό στοιχ. α΄και β΄κρινόμενων εφέσεων  προς εξέταση, πρέπει αυτές ν΄ απορριφθούν  ουσιαστικά και να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων έρεσης που αναφέρονται στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο. Τα δικαστικά έξοδα  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και ήττας καθενός (176, 178 παρ 1, 182 και 193 παρ 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων α)  την από 2.7.2020 (υπ΄ αριθ. κατάθ. ……../3.7.2020 και β) την από 2.7.2020 (υπ΄  αριθ. κατάθ. ……./2.7.2020-……../15.7.2020) εφέσεις κατά της υπ΄ αριθ. 1629/2020 απόφασης του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτικής Διαδικασίας).

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει αυτές κατ΄ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων που αναφέρονται στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  19 Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ