Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 300/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (3ο ΤΜΗΜΑ)

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Περίληψη

Αντισυνταγματικότητα των διατάξεων της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και των διατάξεων του Κεφαλαίου Ε του ν. 4472/2017-οικογενειακή παροχή-λόγος έφεσης περί συμψηφισμού λόγω μερικής καταβολής μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, κατ’άρθρο 527 αρ.2 του ΚΠολΔ-απαράδεκτος λόγος έφεσης, με τον οποίο δεν αποδίδεται πλημμέλεια στην εκκαλουμένη

Αριθμός απόφασης   300/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της εκκαλούσας, ασκούσας τους πρόσθετους λόγους, εδρεύουσας στον ………. (………..) 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Σταυρούλας Αλικάκου.

Των εφεσιβλήτων :       1) ……… έως και 27….., . οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Ιωάννη Τουτζιαράκη, με δήλωση, κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Των καθ’ών οι πρόσθετοι λόγοι : 1)… έως και 18) ………….οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Ιωάννη Τουτζιαράκη, με δήλωση, κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27-7-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/2018) αγωγή τους, η οποία  ζήτησαν να γίνει δεκτή.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 2762/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ως προς τους 1η, 5ο, 6ο, 9ο, 10η, 11ο, 14η, 16ο και 21ο ενάγοντα και έγινε εν μέρει δεκτή κατά τα λοιπά.

Η εναγομένη, με την από 24-10-2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./24-10-2019) έφεσή της και τους από 30-11-2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ………../30-11-2020) πρόσθετους αυτής λόγους, προσέβαλε την παραπάνω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η πληρεξουσία δικηγόρος της εκκαλούσας και ασκούσας τους πρόσθετους λόγους, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις της, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων και καθ’ών οι πρόσθετοι λόγοι, δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) η από 24-10-2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./24-10-2019) έφεση της εναγομένης, ως μερικώς ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 2762/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, κατά το μέρος που έκανε εν μέρει δεκτή την από 27-7-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../2018) στρεφόμενη κατ’αυτής αναγνωριστική αγωγή που αφορούσε σε οφειλόμενες διαφορές από τη σχέση εργασίας τους ιδιωτικού δικαίου ορισμένου και αορίστου χρόνου. Η  έφεση αυτή, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε η πληρεξουσία δικηγόρος της εκκαλούσας, με δήλωσή της ενώπιον του ακροατηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίας, ως προς την 1η, τον 5ο, τον 6ο, τον 9ο, τον 10ο, τον 11ο, την 14η, τον 16ο και τον 21ο των εφεσιβλήτων, με αποτέλεσμα αυτή να θεωρείται ως μη ασκηθείσα ως προς αυτούς (άρθρα 294, 297, 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί κατά τα λοιπά νομότυπα [άρθρο 495 § 3 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1 και 517 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει ομοίως μετά την αντικατάστασή του από το παραπάνω άρθρο), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Επίσης, νομοτύπως ασκήθηκαν οι από 30-11-2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ……./30-11-2020) πρόσθετοι αυτής λόγοι, καθόσον περιέχονται σε ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου και επικυρωμένο αντίγραφό τους επιδόθηκε στους εφεσίβλητους προ οκτώ τουλάχιστον ημερών πριν από τη συζήτηση (σχετ.η υπ’αριθμ. ….. Ε΄/30-11-2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………). Επομένως, πρέπει, συνεκδικαζόμενοι με την έφεση, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα τους [ΕφΑθ 539/2019, ΕφΑθ (Μον) 24/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους, όπως επιτρεπτώς συμπλήρωσαν το περιεχόμενό της, αναφορικά με την ιδιότητα της 1ης, του 5ου, του 6ου, του 9ου, της 10ης, του 11ου, της 14ης, του 16ου , της 19ης και του 21ου, ως επικουρικών ιατρών, υπαγόμενων στο ίδιο μισθολογικό καθεστώς με τους λοιπούς, ότι είναι ιατροί, με τις αναφερόμενες στην αγωγή ειδικότητες, απασχολούμενοι στην εναγομένη, οι μεν 2ος, 3ος, 4η, 7ος, 8η, 12ος, 13ος, 15ος, 17ος, 18ος, 20ος, 22, 23ος, 24ος, 25η, 26η, 27ος, από αυτούς, μετά από μετάταξή τους, κατά τον ν. 4328/2014, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, και προηγουμένως διαδοχικά στον ΕΟΠΥΥ και στο ΙΚΑ, και οι λοιποί, ως επικουρικοί ιατροί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και ότι η εναγομένη, έχοντας προβεί σε αντισυνταγματικές περικοπές των αποδοχών τους, με βάση τις διατάξεις του ν. 4093/2012, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, τους οφείλει για διαφορές αποδοχών τα ειδικότερα επικαλούμενα ο καθένας ποσά, για το χρονικό διάστημα από την 1-1-2016 έως τις 19-5-2017, καθώς και τα επιπλέον αιτούμενα ποσά, από τις 19-5-2017 έως και τις 19-12-2018, που επρόκειτο πιθανώς να συζητηθεί η αγωγή, λόγω της αντισυνταγματικότητας των ρυθμίσεων του ν.4472/2017, και επιπλέον, να αναγνωριστεί ότι το επίδομα προϋπηρεσίας τους πρέπει να υπολογιστεί επί του ποσού των 2.067 ευρώ, που αποτελεί τον βασικό μισθό του πρωτοδίκη, ότι η επιβολή εισφοράς, χωρίς αναλογιστική μελέτη και χωρίς προσδιορισμό των παροχών παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και αντίκειται στο Σύνταγμα και ότι η διάταξη του άρθρου 96 του ν.4461/2017, με την οποία επιβάλλεται αναδρομικά από την 1.1.2017 αύξηση της εισφοράς του Κλάδου Εφάπαξ Παροχών είναι αντισυνταγματική και επικουρικά ότι είναι αντισυνταγματική τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα από την 1.1.2017 και μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, να αναγνωριστεί ότι στις περιπτώσεις του 3ου, 4ης, 7ου, 12ου, 13ου, 17ου, 18ου, 20ου, 24ης, 26ης και 27ου από αυτούς δεν μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη περί κρατήσεων εισφορών 4 %, εφόσον ο νόμος εξαιρεί όσους είχαν ασφαλιστεί προ της 31.12.1992 και, επικουρικά, αν ήθελε κριθεί ότι το νέο μισθολόγιο, όπως αυτό ρυθμίστηκε με τον ν.4472/2017 και η διάταξή του περί αναδρομικότητας είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη τους οφείλει, με βάση το άρθρο 155 αυτού, το επίδομα προσωπικής διαφοράς για το ίδιο χρονικό διάστημα (1.1.2017 έως 19.12.2018), όπως αναλυτικά εκτίθεται για καθέναν, και να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά τους έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία προς εκδίκασή της και ακολούθως, απέρριψε αυτήν, ως παθητικώς ανομιμοποίητη για τους 1η, 5ο, 6ο, 9ο, 10η, 11ο, 14η, 16ο και 21ο των εναγόντων και δέχθηκε αυτήν, ως προς τους λοιπούς, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, γενομένου δεκτού του αναγνωριστικού αιτήματος, αναφορικά με τον υπολογισμό του επιδόματος προϋπηρεσίας και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη με την έφεσή της και τους πρόσθετους αυτής λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, αναγόμενες, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί, μετά την τυπική παραδοχή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και να απορριφθεί η αγωγή.

Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18.4.2001 μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β)… γ)… Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημα του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993, ΕλλΔνη 1994.297). Εξ άλλου, σε εφαρμογή των αντιστοίχων Συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 94 παρ.1 και 3, όπως ίσχυαν πριν την πιο πάνω αναθεώρηση, εκδόθηκε ο Ν. 1406/1983, με τα άρθρα 1 και 9 του οποίου όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν από 11.6.1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 εδ. θ` του Ν. 1406/1983, όπως στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ.3 του Ν. 2721/1999, ορίσθηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται ιδίως και διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως “αποδοχές”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημόσιου δικαίου. Απ` αυτό γίνεται φανερό ότι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α ή τα Ν.Π.Δ.Δ, όπως είναι η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, 2η Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου (άρθ. 1 παρ. 2 του Ν. 3329/2005), με σύμβαση ή σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 11/1992, ΔΔΙΚΗ 1993.65, ΑΠ 598/2020, ΑΠ 535/2020, ΑΠ 533/2018,  δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. α – δ του Ν. 4238/2014 “Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις” (ΦΕΚ Α 38) ορίσθηκε ότι “Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού, διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται, αυτοδικαίως, από την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία, μετατάσσονται / μεταφέρονται, μετά από αίτησή τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), όπως προβλέπεται με την παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α` 288). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Στους υπαλλήλους που τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας καταβάλλονται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις…”, ενώ με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι “οι διαπιστωτικές πράξεις για τη θέση σε καθεστώς διαθεσιμότητας των ανωτέρω υπαλλήλων εκδίδονται από το όργανο διοίκησης του φορέα προέλευσης”. Κατ` εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η με αριθ. Γ.Π./οικ 18936/26.2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β 485) των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υγείας, με την οποία συστήθηκαν και κατανεμήθηκαν ανά ειδικότητα (ιατροί) ή κλάδο (λοιπό προσωπικό) 9.930 οργανικές θέσεις, μόνιμου και με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, ιατρικού, νοσηλευτικού, παραϊατρικού και λοιπού προσωπικού στις επτά Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών της χώρας. Εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 17 του ιδίου νόμου και υπό τον παράτιτλο “Κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς Δ.Υ.Πε”, όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παρ.1 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Ι5 του Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α 85) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: “(1). Εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί/οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται / μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Το λοιπό προσωπικό των ως άνω παραγράφων 1 και 2 μετατάσσεται/μεταφέρεται, αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης. Η ισχύς των προηγούμενων εδαφίων αρχίζει την 4η Μαρτίου 2014. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιατροί / οδοντίατροι που υπηρετούσαν στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (όπως και οι μόνιμοι ιατροί), οι οποίοι αρχικά είχαν μεταφερθεί αυτοδικαίως στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) από την ημερομηνία ένταξης σε αυτόν του κλάδου υγείας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ [άρθ. 17 παρ.1 και 2 και 26 παρ. 9 του Ν. 3918/2011, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με την παρ.21 του άρθρου 72 του Ν. 3984/2011 (ΦΕΚ Α 150)], στη συνέχεια μετατάχθηκαν / μεταφέρθηκαν με την ίδια εργασιακή σχέση και κατόπιν αίτησής τους στις κατά τόπους Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε), όπως στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα και σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστήθηκαν για τον σκοπό αυτό, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στα ως άνω άρθρα 16 παρ.1 και 17 παρ.1 του Ν. 4238/2014. Επίσης, με το άρθρο 18 του νόμου αυτού (4238/2014), ορίσθηκε ότι εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης / μεταφοράς το ως άνω ιατρικό προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Δ.Υ., ενώ με το άρθρο 21 παρ.2 του ιδίου νόμου ορίσθηκε ότι το ιατρικό / οδοντιατρικό προσωπικό, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ. (ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) διατηρεί το σύνολο των τακτικών αποδοχών που λαμβάνουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και ότι, μετά την ένταξή τους σε θέσεις του κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ., λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις (ΟλΑΠ 3/2022 δημ στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΟλΣτΕ 431/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος με το άρθρο 25 του ιδίου νόμου προβλέφθηκε διαδικασία αξιολόγησης από πενταμελές Συμβούλιο Αξιολόγησης ιατρών και κατάταξης αναλόγως της προϋπηρεσίας του έχοντος μεταταχθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία ιατρικού προσωπικού στους βαθμούς Διευθυντή, Επιμελητή Α` ή Επιμελητή Β`, προκειμένου αυτό να ενταχθεί στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών του Ε.Σ.Υ. Επομένως ναι μεν, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης (κατόπιν αξιολόγησης) σε θέσεις κλάδου ιατρών /οδοντιάτρων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) των απασχολουμένων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ιατρών και οδοντίατρων, που είχαν ήδη μεταταχθεί / μεταφερθεί σε οργανικές θέσεις των κατά τόπους Διοικήσεων Υγειονομικής Περιφέρειας, οι αποδοχές αυτών καθορίζονται από το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. που προβλέπει η ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία, πλην όμως καμία από τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν προβλέπει ρητώς τη μετατροπή των οργανικών θέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των ως άνω ιατρών / οδοντιάτρων [οι οποίοι μέχρι τότε υπηρετούσαν με σχέση ιδιωτικού δικαίου αρχικά στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. και στη συνέχεια στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και ακολούθως εντάχθηκαν κατά τα ανωτέρω σε μονάδες παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας των ΔΥΠε], σε μόνιμες οργανικές θέσεις ιατρών / οδοντιάτρων δημοσίου δικαίου, μετά την αξιολόγηση και κατάταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. για τη σύσταση των οποίων (μόνιμων θέσεων) άλλωστε απαιτείται ειδική νομοθετική πρόβλεψη, κατά το άρθρο 103 παρ. 2 εδ. α του Συντάγματος. Αντιθέτως η διάταξη του άρθρου 17 παρ.1 του Ν. 4238/2014 ρητώς ορίζει ότι η ως άνω μετάταξη / μεταφορά των ιατρών / οδοντιάτρων (μόνιμων και ΙΔΑΧ) λαμβάνει χώρα “με την ίδια εργασιακή σχέση” σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, ήτοι για μεν τους μόνιμους σε οργανικές θέσεις δημοσίου δικαίου, για δε τους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ) σε οργανικές θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Για τον λόγο αυτό άλλωστε η με αριθ. Γ.Π. οικ/18936/26.2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση δεν διαχώρισε αριθμητικά τις συσταθείσες 9.930 θέσεις σε θέσεις μόνιμου προσωπικού και σε θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, αφού κατά την έκδοσή της ήταν άδηλος ο αριθμός των ιατρών/ οδοντιάτρων – μόνιμων και Ι.Δ.Α.Χ. – που θα εντάσσονταν σε αντίστοιχες θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ [ΑΠ 535/2020, ΕφΠειρ (Μον)  491/2021, ΕφΠειρ (Μον) 273/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Εξάλλου, όσον αφορά τους επικουρικούς ιατρούς, όπως η 19η ενάγουσα, ρητά προβλέπεται ότι απασχολούνται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, και είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και ο χρόνος αυτής υπολογίζεται ως χρόνος προϋπηρεσίας στο ΕΣΥ, όπως ορίζεται στο άρθρο 23 του ν. 2519/1997 «Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός του Εθνικού Συστήματος Υγείας, οργάνωση των υγειονομικών  υπηρεσιών, ρυθμίσεις για το φάρμακο και άλλες  διατάξεις», όπως διαδοχικά τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις παραγράφους 22 του άρθρου 11 του ν. 2889/2001, 2 του άρθρου 15 του ν. 2920/2001, 1 του άρθρου 10 του ν. 3329/2005 και 2α του άρθρου 66 του ν. 4316/2014 [ΕΣ 245/2016 (ΤΜΗΜΑ Ι – ΠΡΑΞΗ ΚΠΕΑ) δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].

Συνεπώς τα πολιτικά δικαστήριο έχουν δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, η οποία αφορά στην καταβολή μισθολογικών διαφορών στους ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητους από την εργασία τους, ως ιατρούς και επικουρική ιατρό σε μονάδες υγείας του εκκαλούντος νπδδ. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, ορθώς κατά νόμο έκρινε και κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου όγδοος λόγος της έφεσης και ο όγδοος-και κατ’ορθή αρίθμηση ένατος- πρόσθετος λόγος αυτής, με τους οποίους η εκκαλούσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένως έκρινε έτσι και απέρριψε τον ισχυρισμό της περί έλλειψης δικαιοδοσίας, που ελέγχεται άλλωστε αυτεπαγγέλτως ως αναγόμενη στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, παρ’ότι δεν μνημονεύεται ρητώς στο άρθρο 73 του ΚΠολΔ (Νίκας σε Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας «Ερμηνεία ΚΠολΔ», τόμος 1ος, σελ. 166-167), ενώ έπρεπε να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, πέραν της αοριστίας τους, συνιστάμενης στο ότι δεν αναφέρονται οι διατάξεις που κατά την εκκαλούσα προβλέπουν ότι η σχέση που τη συνδέει με τους εφεσίβλητους είναι δημοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου και, επομένως, παραβιάστηκαν.

Το Σύνταγμα στο άρθρο 4 παρ. 5 ορίζει ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο άρθρο 25 παρ. 1 και 4 ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. … 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης», στο άρθρο 79 παρ. 1 ότι: «Η Βουλή κατά την τακτική ετήσια συνοδό της ψηφίζει τον προϋπολογισμό των εσόδων και εξόδων του Κράτους για το επόμενο έτος …» και στο άρθρο 106 παρ. 1 ότι: «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας …». Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσεως, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν όπως το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ως επίσης και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου μάλιστα ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, εν όψει και της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξιώσεως του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, αντί της προωθήσεως διαρθρωτικών μέτρων και της εισπράξεως των φορολογικών εσόδων, από την μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται κυρίως άλλες κατηγορίες πολιτών (ΌλΑΠ 3/2022, ΟλΣτΕ 431/2018, ό.π, ΟλΕΣ 7412/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επί πλέον όριο στην εξουσία του νομοθέτη να περιστέλλει δαπάνες και συναφώς να μειώνει αποδοχές δημοσίων λειτουργών πηγάζουν και από τυχόν ειδικές διατάξεις του Συντάγματος σχετικές με τις θιγόμενες ομάδες του πληθυσμού.

Επιπλέον, τo Σύνταγμα στο άρθρο 5 παρ. 5, η οποία προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του 2001 με το Ψήφισμα της 06.04.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (Α’ 84), ορίζει ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας ……», στο άρθρο 21 παρ.3 ότι «Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών […]»και στο άρθρο 22 παρ. 5, όπως η παρ. αυτή αναριθμήθηκε με την αναθεώρηση του 2001 ότι «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Από τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος συνάγεται ότι γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους και των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως για την προστασία της υγείας των πολιτών, εργαζομένων και συνταξιούχων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου, οι οποίες πρέπει να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες διαγνώσεως και θεραπείας των σχετικών παθήσεων, τις χειρουργικές επεμβάσεις, εφ’ όσον απαιτούνται, ως και γενικώς τις ανάγκες νοσηλείας των πολιτών. Η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, υπό τον όρο ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν οδηγούν στην ανατροπή του δικαιώματος στην προστασία της υγείας. Εν όψει των ανωτέρω επιταγών του Συντάγματος, η άσκηση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας, η οποία συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών σχετικών με την υγεία, επιτρέπεται μόνον σε εκείνα τα πρόσωπα που έχουν τα προσόντα, τα οποία ο νομοθέτης κρίνει αναγκαία προκειμένου να εξασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (ΟλΑΠ 3/2022 ό.π).

Προς εκπλήρωση της συνταγματικής επιταγής για τη λήψη μέτρων προστασίας της υγείας εκδόθηκε ο ν. 1397/1983 «Εθνικό σύστημα υγείας», με τον οποίο οργανώθηκε η παροχή υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες με τη δημιουργία δημόσιου τομέα υγείας και ρυθμίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα της υπηρεσιακής καταστάσεως και του μισθολογικού καθεστώτος των ιατρών του κλάδου Ε.Σ.Υ, η θέσπιση του οποίου, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, αυτού, -όπως και του νεώτερου ν.3205/2003 με τον οποίο ρυθμίστηκαν εκ νέου τα σχετικά ζητήματα (ΟλΑΠ 3/2022)-υπαγορεύθηκε, μεταξύ άλλων, από την ανάγκη να εξασφαλισθεί στον γιατρό του Ε.Σ.Υ, ως βασικό άξονα του Ε.Σ.Υ, ένα εισόδημα που να τον απαλλάσσει από τις βιοποριστικές ανάγκες, ώστε να αφήνεται απερίσπαστος στην επιτέλεση του έργου του, με κριτήρια τις ειδικότερες συνθήκες άσκησης του ιατρικού έργου, τις ιδιαίτερες ευθύνες που δημιουργεί στο γιατρό η άσκηση του λειτουργήματός του και η σημασία του έργου του για το κοινωνικό σύνολο και το συγκεκριμένο άτομο που του εμπιστεύεται την υγεία του, την ίδια του τη ζωή, την ανάγκη και υποχρέωσή του για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη του, τη συνεχή ενημέρωση, συμπλήρωση και ανανέωση των γνώσεών του πάνω στις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης αλλά και της ιατρικής τεχνολογίας και την ευθύνη του για την αξιοποίηση των επιτευγμάτων των εξελίξεων αυτών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, τα περισσότερα χρόνια σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες επιστήμες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, την πολύχρονη μεταπανεπιστημιακή μετεκπαίδευση για ειδίκευση και λήψη τίτλου ειδικότητας (κατά μέσο όρο πέντε (5) χρόνια σήμερα), τον περισσότερο συγκριτικά με άλλους κλάδους της δημόσιας διοίκησης, χρόνο εργασίας, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του Νόμου, αλλά κύρια την υποχρέωση του γιατρού να εργάζεται και πέραν από το κανονικό ωράριο εργασίας του και η υποχρεωτική εφημερία ετοιμότητας που αποτελεί ισχυρή δέσμευση της ιδιωτικής ζωής του γιατρού, τις πάγιες ανάγκες του γιατρού για απόκτηση επιστημονικών συγγραμμάτων και περιοδικών που είναι απαραίτητα για την ενημέρωσή του πάνω στη διεθνή και εσωτερική βιβλιογραφία που αφορά σε ιατρικά θέματα, τη δεοντολογική υποχρέωση του γιατρού να παρέχει τις υπηρεσίες του σε οποιοδήποτε έχει την ανάγκη του και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, την απαγόρευση του γιατρού ν’ ασκεί οποιοδήποτε ιδιωτικό έργο και η αποκλειστική του απασχόληση στο εθνικό σύστημα, περιορισμός που δεν ισχύει για κανένα κλάδο (ΟλΑΠ 3/2022, ΟλΣτΕ 431/2018 ό.π). Με βάση τις παραδοχές αυτές προβλέφθηκε το μισθολογικό καθεστώς των ιατρών κλπ του ΕΣΥ, που περιελάμβανε τον βασικό μισθό, κλιμακούμενο ανάλογα με τον βαθμό και τα χρόνια υπηρεσίας, και διάφορες αποζημιώσεις, επιδόματα και προσαυξήσεις, όπως τα επιδόματα για δαπάνες βιβλιοθήκης και κίνησης λόγω των ειδικών συνθηκών του επαγγέλματος και για την ετοιμότητα κάλυψης έκτακτων αναγκών και η αποζημίωση λόγω συμμετοχής σε συνέδρια και εκπαιδευτικό έργο, αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή των αμοιβών τους, κατάργηση όλων των επιδομάτων τους, πλην των οικογενειακών, αποζημίωση  για υπερωριακή εργασία κλπ. Ακολούθως, με τον ν. 2606/1998 «Μισθολογικές ρυθμίσεις διπλωματικών υπαλλήλων …, καθώς και των γιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας …» (Α΄ 89) θεσπίσθηκε από 1.1.1998 νέο μισθολόγιο για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. (βλ. άρθρο 21), προκειμένου, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, οι αμοιβές, τα επιδόματα και οι αποζημιώσεις που λαμβάνουν αυτοί να αποκατασταθούν σε επίπεδα που ανταποκρίνονται στον ρόλο τους ως δημοσίων λειτουργών και στις ιδιόμορφες συνθήκες εργασίας τους. Στη συνέχεια, με το άρθρο 55 παρ. 2 του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου … κ.λπ. » (Α΄ 297) [“Ενιαίο μισθολόγιο”], καταργήθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ανωτέρω άρθρα 4 και 5 του ν. 2606/1998, οι ρυθμίσεις των οποίων επανελήφθησαν στα άρθρα 43 και 44 του νεότερου αυτού νόμου. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του τελευταίου αυτού νόμου, κρίθηκε επιβεβλημένη η αναδιάρθρωση και ο εξορθολογισμός της δομής των ειδικών μισθολογίων που ρυθμίζουν τις αποδοχές συγκεκριμένων κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ειδικώς δε ως προς τις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. διαπιστώθηκε η ανάγκη αναπροσαρμογής του πλαισίου των αμοιβών που είχε θεσπισθεί με το ν. 2606/1998, με σκοπό τη βελτίωση των αποδοχών των νοσοκομειακών ιατρών και την αποτελεσματικότερη λειτουργία του Ε.Σ.Υ (ΟλΣτΕ 431/2018 ό.π). Ειδικότερα, στο Κεφάλαιο Γ΄ του εν λόγω νόμου, με τίτλο «ΙΑΤΡΟΙ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΥΓΕΙΑΣ», στο μεν άρθρο 43 ορίστηκε ο βασικός μισθός, στο ποσό των 1.042 ευρώ για τον Επιμελητή Β΄ και οι επ’αυτού συντελεστές για τον βασικό μισθό του Επιμελητή Α΄, του Διευθυντή και του Ειδικευόμενου ιατρού, και στο άρθρο 44, επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις. Με την τελευταία αυτή διάταξη ορίστηκε ότι πέρα από το βασικό μισθό κατά μήνα παρέχονται : 1) Επίδομα χρόνου υπηρεσίας, 2) Μεταπτυχιακών σπουδών, 3) Νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, οριζόμενο κατά βαθμό, 4) Πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οριζόμενη κατά βαθμό, 5) Οικογενειακή παροχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ίδιου νόμου, 6) Θέσεως ευθύνης στους Διευθυντές, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα του βαθμού τους, και στους Επιμελητές Α΄, που απονέμεται ο τίτλος του Αναπληρωτή Διευθυντή, επίδομα θέσεως ευθύνης ίσο με τα σαράντα εκατοστά (40/100) του αντίστοιχου επιδόματος του Διευθυντή, για όσο χρονικό διάστημα φέρουν τον τίτλο αυτόν, καταβαλλόμενο και στην περίπτωση απουσίας του δικαιούχου από τα καθήκοντά του, για οποιαδήποτε αιτία, αλλά όχι πέραν των δύο (2) μηνών συνολικά κατ’ έτος. Στη συνέχεια, ο μηνιαίος βασικός μισθός του Επιμελητή Β΄ ιατρού του Ε.Σ.Υ. αναπροσαρμόσθηκε διαδοχικά με τους ν. 3336/2005,  ν. 3453/2006, ν. 3554/2007 και ν. 3670/2008. Ακολούθως, με τον ν. 3754/2009 ρυθμίσθηκε, όπως προκύπτει από τη σχετική αιτιολογική έκθεση, σειρά σημαντικών ζητημάτων για τους νοσοκομειακούς ιατρούς με σκοπό την εξασφάλιση συνθηκών απασχόλησης και απολαβών «που ανταποκρίνονται στην επιστημοσύνη τους και την επαγγελματική τους αξιοπρέπεια», τονίζεται δε ότι οι θεσπιζόμενες μισθολογικές ενισχύσεις «αποτελούν τη βάση του νέου μισθολογίου των γιατρών, που θα ανταποκρίνεται στην ιδιαιτερότητα και τη σπουδαιότητα του λειτουργήματός τους». Ειδικότερα, στο άρθρο 6 του εν λόγω νόμου, με τίτλο «Μισθολόγιο», το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 43 του ν. 3205/2003, ορίστηκε ότι από 1-9-2009 : 1) Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) καθορίζονται στα παρακάτω ποσά: α. Διευθυντής 2.054 €, β. Επιμελητής Α΄ 1.759 €, γ. Επιμελητής Β΄ 1.468 €, δ. Ειδικευόμενος 1.027 €. 2. …». 2) Το εδάφιο δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «δ. Ειδικευόμενος 355 €». Τα παραπάνω ποσά διατηρήθηκαν στο ίδιο επίπεδο, από 1ης Ιανουαρίου 2011 και στο εξής, με το άρθρο 55 παρ. 2 του ν. 3918/2011, με τη μόνη διαφοροποίηση ότι θεσπίστηκε με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου ο βαθμός του Συντονιστή Διευθυντή, με βασικό μηνιαίο μισθό 2.055 ευρώ, ενώ με το άρθρο 66 παρ. 33 του ν. 3984/2011 (Α΄ 150) αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης 6 της πρώτης παραγράφου του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 και προβλέφθηκε η χορήγηση επιδόματος «Θέσεως – Ευθύνης στους Συντονιστές Διευθυντές, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα του βαθμού τους, οριζόμενο σε διακόσια τριανταπέντε (235) ευρώ (ΟλΑΠ 3/2022, ΟλΣτΕ 431/2018 ό.π).

Περαιτέρω, για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. ο νόμος καθιέρωσε πρόγραμμα υποχρεωτικών εφημεριών των ιατρών του Ε.Σ.Υ και τα σχετικά θέματα ρυθμίστηκαν δια νόμου αλλά και με συναφείς υπουργικές αποφάσεις (άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 1397/1983, 54 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101), όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 του ν. 2071/1992, άρθρο 88 παρ.1 του ν. 2071/1992, όπως αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 3204/2003, άρθρο 7 του ν. 2606/1998 αρχικώς και στη συνέχεια άρθρο 45 του ν. 3205/2003 (Ενιαίο μισθολόγιο) με το οποίο ορίσθηκε ότι η συμμετοχή όλων των ιατρών του Ε.Σ.Υ. στο πρόγραμμα εφημεριών είναι υποχρεωτική για όλους τους βαθμούς και βαθμίδες, σύμφωνα με τις εκάστοτε υπηρεσιακές ανάγκες (παράγραφος 1) και τα νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας όλης της χώρας κατετάγησαν σε τρεις ζώνες Α, Β και Γ, ανάλογα με την έδρα τους [παράγραφος 2, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 του ν. 3896/2010 (Α΄ 207) και τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως], ενώ ορίστηκε και το ανώτατο όριο των πρόσθετων αμοιβών, μεταξύ των οποίων και οι αποζημιώσεις από εφημερίες. Συναφείς ρυθμίσεις περιελήφθησαν και στον ν. 3754/2009, το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3868/2010, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια, και το άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 4208/2013 (Α΄ 252)]. Τέλος, με το άρθρο 9 του ν. 2889/2001 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.3868/2020) και την Κ.Υ.Α. Υ4α/ΓΠ οικ. 40620/6.12.2001 (Β΄ 1643) είχε επιτραπεί από 1.1.2002 στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., μετά το τακτικό ωράριο, η λειτουργία απογευματινών ιατρείων και η διενέργεια διαγνωστικών και θεραπευτικών πράξεων. Από όλα όσα παραπάνω εκτέθηκαν, προκύπτει ότι οι μόνιμοι ιατροί του ΕΣΥ τελούν υπό ιδιαίτερο υπηρεσιακό καθεστώς σε σχέση με τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους. Επίσης, τελούν υπό ειδικές συνθήκες από άποψη εισόδου και εξελίξεως στη δημόσια υπηρεσία σε σχέση προς τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, αφού εισέρχονται σ’ αυτήν σε μεγαλύτερη ηλικία, αξιολογείται δε κατά τον διορισμό τους, από τα αρμόδια όργανα επιλογής, όλη η μέχρι τότε ιατρική προϋπηρεσία τους, ανεξαρτήτως αν έχει προσφερθεί σε δημόσια ή ιδιωτικά νοσοκομεία, στα οποία είναι δυνατόν να έχουν διανύσει μεγάλο μέρος ή και το σύνολο της ιατρικής προϋπηρεσίας τους (ΟλΣτΕ 431/2018 ό.π). Επιπλέον, από το σύνολο των διατάξεων που προαναφέρθηκαν και αφορούν στην υπηρεσιακή και μισθολογική εξέλιξη των ιατρών του Ε.Σ.Υ, προκύπτει ότι ο νομοθέτης επεφύλαξε διαχρονικώς στους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση, με αποδοχές προβλεπόμενες ειδικώς στον νόμο και ύψους αναλόγου προς την σημασία του λειτουργήματός τους, κατ’ εκτίμηση των ειδικών συνθηκών ασκήσεως του εν λόγω λειτουργήματος, των ιδιαίτερων απαιτήσεων του ιατρικού επαγγέλματος, όσον αφορά το χρόνο απασχόλησης, την ένταση και την ποιότητα της εργασίας, των ιδιαιτέρων ευθυνών που απορρέουν από την άσκησή του, του καθεστώτος πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, υπό το οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, του μεγαλύτερου χρόνου γενικής εκπαίδευσης εν σχέσει με άλλους επιστήμονες, της πολυετούς μεταπανεπιστημιακής μετεκπαίδευσής τους για ειδίκευση αλλά και της ανάγκης για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη τους. H ευνοϊκή αυτή μεταχείριση δεν ταυτίζεται με εκείνη των άμεσων πολιτειακών οργάνων του Κράτους, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος και, ειδικότερα, όσον αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς, κατοχυρώνεται και ρητώς στο άρθρο 88 παρ. 2 αυτού, το οποίο επιτάσσει ευθέως την χορήγηση σ’ αυτούς, με ειδικό νόμο, αποδοχών αναλόγων προς το λειτούργημά τους. Η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των ιατρών του Ε.Σ.Υ. απορρέει εμμέσως από την κατά το Σύνταγμα (άρθρο 21 παρ. 3) υποχρέωση του Κράτους για την παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου προς όλους τους πολίτες, την οποία υλοποιούν κατ’ εξοχήν οι ιατροί του Ε.Σ.Υ., και εγγυάται τη διαμόρφωση του ύψους των αποδοχών τους με κριτήρια συναπτόμενα όχι μόνο προς τον βαθμό και τα καθήκοντα της θέσεώς τους, αλλά και προς τις ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως και την επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους (κίνδυνοι εκθέσεως σε μολυσματικούς παράγοντες κλπ), ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους, συγχρόνως δε για να αποτρέπεται η εξωϋπηρεσιακή τους απασχόληση, και δη σε τομείς της ιδιωτικής οικονομίας που ιδιαιτέρως εξυπηρετούνται από την ιατρική τους ιδιότητα (προμήθειες υλικών, χορήγηση σκευασμάτων, συνεργασία με ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας κλπ), καθώς και οι συνδεόμενοι με την άσκηση των καθηκόντων τους αυξημένοι κίνδυνοι διαφθοράς. Η υποχρέωση τηρήσεως από τον κοινό νομοθέτη της εν λόγω αρχής αποτελεί μία πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής του Ε.Σ.Υ. μέσω της ενισχύσεως του ηθικού του ιατρικού προσωπικού του, αλλά και δικαίωμα των ιατρών, λόγω των απαγορεύσεων και περιορισμών, στους οποίους υπόκεινται και της επικινδυνότητας των καθηκόντων τους. Και ναι μεν στο πλαίσιο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών ο κοινός νομοθέτης δύναται να προβεί σε μείωση του βασικού μισθού και των επιδομάτων των ιατρών του Ε.Σ.Υ., δεδομένου μάλιστα ότι από καμία αυξημένης τυπικής ισχύος διάταξη ή αρχή δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου ύψους, όμως η μεταβολή του μισθολογικού καθεστώτος των εν λόγω δημοσίων λειτουργών με τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως μείωση των αποδοχών, που να επιφέρει ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος, σε σχέση με τις επιπτώσεις, που η μείωση αυτή μπορεί να έχει στην λειτουργία του Ε.Σ.Υ., καθώς και αν η μείωση είναι αναγκαία ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το ιατρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ. Η υποχρέωση αυτή, η οποία ισχύει, κατ’ αρχήν, για κάθε σημαντική μείωση αποδοχών, η οποία στρέφεται κατά συγκεκριμένης κατηγορίας υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου, καθίσταται εντονότερη στην περίπτωση των ιατρών του Ε.Σ.Υ., υπέρ των οποίων ο νομοθέτης, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, υποχρεούται κατά τον προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών τους να λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα συνήθη κριτήρια, και τις ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως και την επικινδυνότητα του λειτουργήματός τους, καθώς και την κατ’ αρχήν αποκλειστική αφιέρωση στο λειτούργημα αυτό, ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους. Στο αρμόδιο δε δικαστήριο επιφυλάσσεται ο έλεγχος της συνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων από την άποψη της λήψεως υπόψη από τον νομοθέτη, στην συγκεκριμένη περίπτωση, των ως άνω νομίμων κριτηρίων και όχι άλλων προδήλως απροσφόρων, έλεγχος πάντως που είναι οριακός (ΟλΣτΕ 431/2018 ό.π).

Περαιτέρω, οι ιατροί του Ε.Σ.Υ., μέχρι την αναδρομική από 1.8.2012 μείωση των αποδοχών τους που επήλθε με τις διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγρ. Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν.  4093/2012, υπέστησαν, διαδοχικώς, τις ακόλουθες μειώσεις στις αποδοχές τους: 1) Με το άρθρο 1 του ν.3833/2010 (Α΄ 40/15.3.2010, έναρξη ισχύος από 1.1.2010, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του ίδιου νόμου) ορίσθηκε ότι τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα, των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) μειώνονται κατά ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%), τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 90 του ν. 3842/2010. Από τη μείωση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιδόματα που προβλέπονται στις παρακάτω διατάξεις, όπως ισχύουν κάθε φορά: α) οικογενειακής παροχής [άρθρα 44 παρ. Α5 του ν. 3205/2003], β) χρόνου υπηρεσίας (άρθρα… 44 παρ. Α.1 του ν. 3205/2003), γ) εφημεριών (άρθρο 45 του ν. 3205/2003), δ) … ι) μεταπτυχιακών σπουδών [άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3205/2003], και ότι τα ποσά που προκύπτουν από τη μείωση που προβλέπεται στο άρθρο αυτό και αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1.1.2010 μέχρι την εφαρμογή του νόμου αυτού παρακρατούνται από τη μισθοδοσία των επόμενων της ψήφισης του νόμου αυτού μηνών, με τον τρόπο που περιγράφεται. 2) Ακολούθως, με το άρθρο τρίτο του ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α΄ 65/6.5.2010, έναρξη ισχύος άρθρου τρίτου από 1.6.2010, βλ. άρθρο έβδομο παρ. 1 του νόμου) [Μνημόνιο Ι] ορίσθηκε ότι τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010 μειώνονται κατά ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%). Από τη μείωση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιδόματα που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4, καθορίζονται, το μεν επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ, το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. και το επίδομα αδείας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγουμένου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγουμένου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωσή τους. 3) Με το άρθρο 38 παρ. 5 του ν. 3986/2011 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015» ορίσθηκε ότι: «Αναστέλλονται από 1.7.2011 και μέχρι τη θέσπιση νέου ενιαίου μισθολογίου: α) Οι διατάξεις της παραγράφου Α.1. του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 [που προβλέπουν το επίδομα χρόνου υπηρεσίας των ιατρών του Ε.Σ.Υ.], οι διατάξεις δε του ανωτέρω άρθρου διατηρήθηκαν σε ισχύ με την παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 4024/2011, στην οποία προστέθηκαν οι λέξεις «και μέχρι την τροποποίηση των διατάξεων του Β΄ Μέρους του ν. 3205/2003 με τις οποίες επέρχονται μειώσεις στα ειδικά μισθολόγια» με το εδάφιο β΄ της περιπτώσεως 38 της αναφερομένης κατωτέρω υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. 4) Με το άρθρο 55 παρ. 23 περ. δ΄ του ν. 4002/2011 «Τροποποίηση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου – Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική εξυγίανση – κ.λπ.» μειώθηκε από 1.7.2011 εκ νέου κατά ποσοστό 20% το προβλεπόμενο από την παρ. Α.3 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, όπως είχε ήδη διαμορφωθεί. Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας, κρίθηκε αναγκαία η μείωση των επιδομάτων που λειτουργούν ως κίνητρο απόδοσης ή ταχύτερης διεκπεραίωσης ή ειδικής απασχόλησης του έργου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης και του περιορισμού του μισθολογικού κόστους, με τελικό στόχο τη μείωση των δημοσίων δαπανών. 5) Εξάλλου, με το άρθρο 6 παρ. 9 του μνημονευθέντος ν. 4052/2012 μειώθηκε, από 1.1.2012, ο συντελεστής βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών από 0,0059 σε 0,0052 επί του βασικού μισθού, ενώ με την ίδια διάταξη μειώθηκε, από 1.1.2012, και το μηνιαίο ποσό που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της .΄ Ζώνης από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Διευθυντή Ε.Σ.Υ, στρογγυλοποιούμενο στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ (ΟλΑΠ 3/2022, ΟλΣτΕ 431/2018 ό.π). Παραλλήλως, οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. υπεβλήθησαν και στο σύνολο των γενικής φύσεως οικονομικών και φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, τέτοια δε μέτρα ήσαν, μεταξύ άλλων, η σταδιακή μείωση του αφορολόγητου ορίου, ο περιορισμός των κλιμακίων και η αύξηση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (άρθρα 27 του ν. 3986/2011, άρθρο 1 επ. του ν. 3842/2010, 38 του ν. 4024/2011 κ.α.), η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (άρθρο 29 του ν. 3986/2011), η διαδοχική αύξηση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας, η υπαγωγή στους αυξημένους συντελεστές αγαθών και υπηρεσιών που υπάγονταν σε κατώτερη κλίμακα και η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρα 12 επ. του ν. 3833/2010, 34 του ν. 3986/2011 κ.α.), η εξίσωση του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης (άρθρο 36 του ν. 3986/2011), καθώς και η σταδιακή αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων και η επιβολή του ειδικού φόρου ηλεκτροδοτουμένων (άρθρα 33 του ν. 3986/2011, 53 του ν. 4021/2011 κ.ά.) (ΟλΑΠ 3/2022, ΟλΣτΕ 431/2018 ό.π).

Επισημαίνεται ότι, με τον ν. 4046/2012 [Μνημόνιο ΙΙ] (Α΄ 28/14.2.2008) εγκρίθηκε το Σχέδιο του Μνημονίου Συνεννόησης (Memorandum of Understanding), μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 2) ως προϋπόθεση για την υπογραφή και τη θέση σε ισχύ των Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης, τα σχέδια των οποίων επίσης εγκρίθηκαν με τον ίδιο νόμο και προσαρτήθηκαν σ’ αυτόν ως Παράρτημα V (άρθρο 1 παρ. 1). Το εν λόγω Μνημόνιο αποτελείται από τρία μέρη, στο πρώτο από τα οποία, δηλαδή στο Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, το οποίο προσαρτάται στον ν. 4046/2012 ως Παράρτημα, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι οι βασικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν καθοριστεί στη ΜΔΣ και στον προϋπολογισμό του 2012, περιλαμβάνουν και τη μεταρρύθμιση της αποζημίωσης των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα προβλέποντας και ότι μέχρι το τέλος Ιουνίου 2012, θα γίνει μεταρρύθμιση των ειδικών μισθολογίων του δημοσίου, με αναπροσαρμογή των αποδοχών, μεταξύ άλλων, και των ιατρών. Στο δεύτερο, δηλαδή στο Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, το οποίο προσαρτάται στον ν. 4046/2012, επίσης, ως Παράρτημα, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, ότι η Κυβέρνηση, πριν την εκταμίευση, θα προβεί σε νομοθετική μείωση κατά μέσο όρο 10% στα αποκαλούμενα «ειδικά μισθολόγια» του δημοσίου τομέα, με χρόνο εφαρμογής από την 1η Σεπτεμβρίου 2012 και εντεύθεν, με την επιφύλαξη να ορίσει και να θεσπίσει πρόσθετα μέτρα, εάν παραστεί ανάγκη, έτσι ώστε να τηρηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι». Στη συνέχεια, με τον ν. 4051/2012 (Α΄ 40/29.2.2012) εισήχθησαν επείγουσες ρυθμίσεις για την εφαρμογή του, κατά τα ανωτέρω, εγκριθέντος Μνημονίου Συνεννόησης και επήλθαν οι αναγκαίες προσαρμογές στον εγκριθέντα με τον ν. 4032/2011 (Α΄ 257) προϋπολογισμό του 2012. Στην αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου 2 του νόμου αυτού αναφέρεται ότι υπήρξε ανάγκη επανακαθορισμού των μεγεθών του προϋπολογισμού του 2012 έτσι ώστε να είναι εφικτή η σύγκλιση με τους στόχους που έχουν τεθεί με το αναθεωρημένο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής που έχει εγκριθεί από τη Βουλή, λόγω της μεγαλύτερης της αναμενόμενης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, που είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση αποκλίσεων μεταξύ των αρχικών εκτιμήσεων και των τελικών αποτελεσμάτων του οικονομικού έτους 2011. Έτσι προβλέφθηκε και περαιτέρω μείωση των ειδικών μισθολογίων. Ακολούθως, στις 9 Μαρτίου 2012, ολοκληρώθηκε επιτυχώς, η διαδικασία για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (PSI) και εκδόθηκε η 2012/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της 13- 3-2012 (L 113), με την οποία, αναθεωρήθηκε η 2011/734/ΕΕ προηγούμενη απόφασή του. Στην εν λόγω απόφαση γίνεται μνεία της λήψης μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής από την Ελλάδα για την μείωση του υπερβολικού ελλείμματος, μεταξύ δε των μέτρων αυτών περιλαμβάνεται και «η μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των “ειδικών μισθών” του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο», η οποία θα ισχύει από την 1η Ιουλίου 2012, με συνολική ετήσια εξοικονόμηση της τάξεως των 205 εκατομμυρίων ευρώ» (ΟλΣτΕ 431/2018 ό.π). Αφού είχαν προηγηθεί όλα τα παραπάνω, ακολούθως εκδόθηκε ο ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 – 2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 – 2016» (Α΄ 222/12.11.2012). Με τις διατάξεις της παραγράφου Α (με τίτλο ΕΓΚΡΙΣΗ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ 2013-2016) του άρθρου πρώτου του νόμου αυτού εγκρίθηκε το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο. Στην αιτιολογική έκθεση του μεσοπροθέσμου πλαισίου (βλ. σχετ. κείμενο του Υπουργείου Οικονομικών Οκτωβρίου 2012) και ιδίως στην ενότητα 1 «Δημοσιονομική στρατηγική και πολιτικές» του Κεφαλαίου 3 του μεσοπροθέσμου, υποενότητα 1.4 «Η νέα δημοσιονομική προσπάθεια στην περίοδο 2013 – 2016», καθώς και στους συνοδεύοντες αυτό πίνακες, οι οποίοι προσαρτήθηκαν ως παράρτημα στον ν. 4093/2012 αναφέρεται ότι: «οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των πολιτικών, κυρίως στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών και η περιορισμένη εφαρμογή ή/και χαμηλότερη αποδοτικότητα κάποιων μέτρων, που οδήγησαν σε πολύ χαμηλότερες αποδόσεις του συνολικού πακέτου των μέτρων της προηγούμενης περιόδου σε σχέση με τους αρχικούς υπολογισμούς, σε συνδυασμό και με την βαθύτερη, από ότι προβλεπόταν, ύφεση, δημιούργησαν μεγάλες αποκλίσεις ακόμη και από τους χαμηλότερους (μετά την επιμήκυνση) στόχους του πρωτογενούς ελλείμματος Γενικής Κυβέρνησης της περιόδου 2013-2016. Προκειμένου να επανέλθει το πρόγραμμα στις αρχικές του προβλέψεις, κρίθηκε απαραίτητο να συνεχισθεί και να ενταθεί η δημοσιονομική προσαρμογή…». Προβλέπεται δε, ότι το δημοσιονομικό όφελος από τον εξορθολογισμό των ειδικών μισθολογίων θα υπερβεί τα 257 εκατομμύρια ευρώ, για την περίοδο 2013-2016 (ΟλΣτΕ 431/2018 ό.π). Έτσι, με τις κρίσιμες διατάξεις των περιπτώσεων 13-36 της υποπαραγράφου Γ.1 (με τίτλο «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ»), της παραγράφου Γ (με τίτλο «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ»), του άρθρου πρώτου του ανωτέρω νόμου επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από τον νομοθέτη ως «ειδικά μισθολόγια», με βάση τα οποία αμείβονται διάφορες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων. Ειδικότερα, με την περίπτωση 1 της ανωτέρω υποπαραγράφου (Γ1) καταργήθηκαν από 1-1-2013 τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, ενώ με την περίπτωση 27 τροποποιήθηκε το άρθρο 43 του ν. 3205/2003 και επήλθαν περαιτέρω μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ., από την 1-8-2012, με τη μείωση του μηνιαίου βασικού μισθού όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου (περίπτ. 27.α.), τη μείωση των προβλεπομένων στις παραγράφους 3, 4 και 6 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 επιδομάτων και αποζημιώσεων (επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης, αντίστοιχα) (περίπτ. 27.β. και 27.γ.), τη μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, τη μείωση της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ. και τον καθορισμό προσαύξησης ενεργού εφημερίας 30 ευρώ αδιακρίτως για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας (περίπτ. 27.δ.), τη μείωση της αποζημίωσης εφημεριών που καταβάλλεται στους Συντονιστές Διευθυντές των Νοσοκομείων της Α΄ Ζώνης και στους Διευθυντές των πανεπιστημιακών κλινικών εργαστηρίων και μονάδων (περίπτ. 27.ε.) και, τέλος, τη, συνεπεία των ανωτέρω ρυθμίσεων, μείωση της αμοιβής της μικτής εφημερίας (περ. 27. στ.). Συγκεκριμένα, στην εν λόγω περίπτωση 27 ορίστηκε ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 43 του ν. 3205/2003, αντικαθίσταται από 1.8.2012 ως εξής : α. Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) ορίζονται στα παρακάτω ποσά: α. Συντονιστής Διευθυντής 1.665 € β. Διευθυντής 1.580 € γ. Επιμελητής Α΄ 1.513 € δ. Επιμελητής Β΄ 1.321 € ε. Ειδικευόμενος 1.007 €.» β. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003, αντικαθίστανται από 1.8.2012 ως εξής: «3. Νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου οριζόμενο κατά βαθμό, ως εξής: α. Συντονιστής Διευθυντής, Διευθυντής 238 € β. Επιμελητής Α΄ 205 € γ. Επιμελητής Β΄ 174 € δ. Ειδικευόμενος 190 € 4. Πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οριζόμενη κατά βαθμό, ως εξής: α. Συντονιστής Διευθυντής, Διευθυντής 225 € β. Επιμελητής Α΄ 195 € γ. Επιμελητής Β΄ 164 € δ. Ειδικευόμενος 123 €.» γ. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 αντικαθίσταται, από 1.8.2012, ως εξής: «6. Θέσης Ευθύνης στους Συντονιστές Διευθυντές και σε όσους Διευθυντές ασκούν χρέη Συντονιστή, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα των βαθμών τους, οριζόμενο σε εκατόν πενήντα έξι (156) ευρώ».  Εξ άλλου, κατ’εξουσιοδότηση της περίπτωση 37 της ανωτέρω υποπαραγράφου Γ.1, εκδόθηκε η οικ. 2/83408/022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με την οποία καθορίστηκε ο τρόπος επιστροφής των ποσών που προέκυπταν από μείωση των αποδοχών και συντάξεων (ΟλΣτε 431/2018, ό.π).

Από τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13 – 37 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, οι οποίες θεσπίσθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων κυριαρχικώς, ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική «συμμόρφωση», την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτουμένων από το Δημόσιο βάσει «ειδικών μισθολογίων» υπαλλήλων και λειτουργών (ΟλΑΠ 3/2022, ΟλΣτΕ 431/2018 ό.π)– οι πρώτες περικοπές των οποίων είχαν επιβληθεί με τους νόμους 3833 και 3845/2010, κατ’ επίκληση, τότε, του κίνδυνου χρεωκοπίας της χώρας – ενόψει, προφανώς, του ότι το μέτρο αυτό, εν αντιθέσει με την είσπραξη των φορολογικών εσόδων, μπορεί να εφαρμοστεί αμέσως και έχει άμεσα αποτελέσματα, αφού με την ψήφιση του προβλέποντος τη μείωση νόμου καταβάλλονται αμέσως μειωμένες οι αποδοχές (ΟλΑΠ 3/2022 ό.π). Εξάλλου, αν και καθένα από τα ως άνω «ειδικά μισθολόγια» αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή καθώς και διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, για ορισμένες δε από τις κατηγορίες αυτές συνδεόταν με την άσκηση της εκ του Συντάγματος κρατικής τους αποστολής, ο νομοθέτης τα αντιμετώπισε συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μειώσεως του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους (ΟλΑΠ 3/2022, ΟλΣτΕ 438/2018 ό.π). Από τα δεδομένα αυτά, τα οποία επιβεβαιώνονται, άλλωστε, και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4093/2012 συνάγεται, περαιτέρω, ότι ο νομοθέτης, χωρίς να λάβει υπόψη του τους λόγους, για τους οποίους είχε θεσπισθεί ιδιαίτερο μισθολόγιο για καθεμία από τις κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων, στους οποίους αφορούσαν τα ανωτέρω «ειδικά μισθολόγια», προέβη σε μείωση αυτών, αποδίδοντας σημασία, για τον καθορισμό του ύψους της μείωσης σε κάθε μισθολόγιο και σε κάθε βαθμό εντός του αυτού μισθολογίου, στο μαθηματικό ύψος των έως τότε χορηγούμενων αποδοχών (ΟλΑΠ 3/2022 ό.π). Με βάση δε το παραπάνω εξισωτικό κριτήριο θεσπίσθηκαν μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικά μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερα ποσοστά σε εκείνα στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς χαμηλότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανώτερους και ανώτατους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους (ΟλΑΠ 3/2022, ΟλΣτΕ 438/2018 ό.π). Κατ’ εφαρμογή του αμιγώς αριθμητικού αυτού κριτηρίου, με τις διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 επιβλήθηκαν νέες μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ., κατά τα προεκτεθέντα. Μάλιστα, επιβλήθηκαν μεγαλύτερες, έναντι των υπολοίπων ιατρών του Ε.Σ.Υ., μειώσεις (άνω του 10%) στον μηνιαίο βασικό μισθό των Συντονιστών Διευθυντών, των Διευθυντών και των Επιμελητών Α΄, ενώ οι μειώσεις επί των προαναφερθέντων επιδομάτων κυμάνθηκαν άνω του 10% για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών. Άνω του 10% ήταν και η μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ., καθώς και του μηνιαίου ποσού που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Συντονιστές Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της Α΄ Ζώνης, με συνέπεια την δραστική μείωση των αποδοχών τους, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, έχουν τον χαρακτήρα κινήτρου για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση της αποστολής τους και αντισταθμίσματος για τις ιδιαίτερες συνθήκες εκτελέσεως των καθηκόντων τους. Όπως δε εκτέθηκε ήδη, ναι μεν ο νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια για την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τη διαμόρφωση των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., τα δικαστήρια όμως δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ιατρών αυτών, η οποία απορρέει εμμέσως από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας υπό την δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρεώσεως του νομοθέτη να μεταχειρίζεται ανίσως τις άνισες καταστάσεις. Η τεκμηρίωση αυτή, αναγκαία και εκ του ότι τα επίμαχα μέτρα διασπούν μία πάγια μισθολογική μεταχείριση των λειτουργών αυτών, θα έπρεπε να αναφέρεται στην εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών και του γενικού κόστους διαβίωσης, στην ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος των ιατρών του Ε.Σ.Υ. λόγω της φύσεως των καθηκόντων τους και της σημασίας της αποστολής τους, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες ασκήσεως του εν λόγω λειτουργήματος, τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του ιατρικού επαγγέλματος όσον αφορά τον χρόνο απασχόλησης, την ένταση και την ποιότητα της εργασίας, τις ιδιαίτερες ευθύνες που απορρέουν από την άσκησή του, το καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης υπό το οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, τον μεγαλύτερο χρόνο γενικής εκπαίδευσης των ιατρών εν σχέσει προς άλλους επιστήμονες, την πολυετή μεταπανεπιστημιακή μετεκπαίδευσή τους για ειδίκευση αλλά και την ανάγκη για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη τους, καθώς και το γεγονός ότι, εν όψει των ανωτέρω, εισέρχονται στη δημόσια υπηρεσία σε μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με τους λοιπούς υπαλλήλους και λειτουργούς. Επιπλέον, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και οι δυσμενείς επιπτώσεις επί της λειτουργίας του Ε.Σ.Υ., της ποιότητας των παρεχόμενων από το Κράτος υπηρεσιών υγείας και του επιπέδου της ιατρικής στη χώρα, η λόγω της αδυναμίας εξασφαλίσεως ικανοποιητικών αποδοχών διαρροή έμπειρων επιστημόνων στο εξωτερικό, για την εκπαίδευση των οποίων διατέθηκαν σημαντικοί πόροι τόσο εξ ιδίων όσο και από το Κράτος (πανεπιστημιακές και νοσοκομειακές υποδομές, συγγράμματα, εκπαιδευτικό προσωπικό υψηλού επιπέδου κλπ) (ΟλΣτΕ 431/2018 ό.π). Όμως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4093/2012, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου, ούτε τέλος από το κείμενο του εγκριθέντος με τον ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών στο μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. με τις κρίσιμες διατάξεις, ελήφθησαν υπόψη, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μειώσεως του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, τα παρατεθέντα ανωτέρω στοιχεία, εν όψει των οποίων θεσπίσθηκε ιδιαίτερο μισθολόγιο για την εν λόγω κατηγορία δημοσίων λειτουργών. Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι εκτιμήθηκαν ειδικώς οι επιπτώσεις από τις εν λόγω μειώσεις στη λειτουργία του Ε.Σ.Υ., ούτε αν οι εκ των μειώσεων επιπτώσεις είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το προκύπτον οικονομικό όφελος, ούτε αν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος με μικρότερο κόστος για το ιατρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ. Επίσης, δεν εξετάσθηκε αν οι αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. παραμένουν και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους. Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του ν. 4093/2012, οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., που επήλθαν με τον νόμο αυτό, αποκλειστικά με βάση το καθαρώς αριθμητικό κριτήριο, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις προηγούμενες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επεβλήθησαν διαδοχικώς επί των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών τους,  καθώς και με άλλες μειώσεις του εισοδήματος των με παράπλευρα νομοθετήματα της περιόδου της κρίσεως, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης άλλωστε και της χρονίζουσας αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της εισπράξεως των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. Εν όψει τούτων, οι κρίσιμες διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1.8.2012, αντίκεινται στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεώς των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (ΟλΑΠ 3/2022, ΟλΣτΕ 431/2018 ό.π, ΟλΕΣ 4327/2014 Αρμ 2015.1194). Η πλημμέλεια αυτή δεν αίρεται από τη δυνατότητα συμμετοχής των ιατρών του Ε.Σ.Υ. στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. και της λήψεως αμοιβής για τις διενεργούμενες πέραν του τακτικού ωραρίου πράξεις. Και τούτο διότι αφ’ ενός η συμμετοχή των ιατρών στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. είναι προαιρετική, αφ’ ετέρου δε, όπως έχει γίνει δεκτό, η αμοιβή για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών αποτελεί αντιστάθμισμα για μία επί πλέον παροχή υγείας προς τους πολίτες, εν πάση δε περιπτώσει πρόκειται για επιτρεπόμενη επαγγελματική δραστηριότητα εντός των δημόσιων νοσοκομείων, εντελώς ανεξάρτητη από την εργασία που παρέχουν οι ιατροί ως δημόσιοι λειτουργοί κατά τη διάρκεια του τακτικού ωραρίου λειτουργίας των νοσοκομείων, και η οποία δεν θίγει το υφιστάμενο σύστημα των γενικών εφημεριών τους. Τέλος, η 2012/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13.3.2012, με την οποία προβλέφθηκε «μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο», δεν έχει πάντως την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη, κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπληρώσεως των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρηση των προαναφερόμενων συνταγματικών διατάξεων και αρχών (ΟλΣτΕ 431/2018, ΟλΕΣ 7412/2015 Αρμ 2016.684, ΟλΕΣ 4327/2014 ό.π). Επομένως, οι εν ενεργεία ιατροί του Ε.Σ.Υ. δικαιούνται την διαφορά μεταξύ των αποδοχών, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί έως 31.07.2012 (μετά τις αρχικές μειώσεις των ν. 3833/2010, 3845/2010 κ.λ.π.) και των αποδοχών μετά τη μείωση του άρθρου 27 του ν. 4093/2012. Άλλωστε, με το άρθρο παρ.1 II του ν.4575/2018, όπως η παρ.1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 82 παρ.1 του ν.4589/2019 «Στους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ., Ιατρούς Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., Επικουρικούς Ιατρούς και Ειδικευόμενους Ιατρούς και στο σύνολο των Ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Παπαγεωργίου και για όσο χρόνο αυτοί ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστημα από 13.11.2014 – έως και 31.12.2016 καταβάλλεται, πλην της αποζημίωσης εφημέριων, εφάπαξ χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις ισχύουσες κατά την 31.07.2012 μισθολογικές διατάξεις και των μηνιαίων αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν με βάση τις διατάξεις του ν. 4093/2012. Το χρηματικό ποσό του προηγούμενου εδαφίου υπολογίζεται με αναφορά στο χρονικό διάστημα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016». Με το παραπάνω άρθρο II του ν. 4575/2018, δηλαδή, οι μηνιαίες αποδοχές των Ιατρών του Ε.Σ.Υ. αποκαταστάθηκαν, για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα στα επίπεδα που καταβάλλονταν πριν τις μειώσεις που επήλθαν με το ν. 4093/2012 (ΟλΑΠ 3/2022 όπ).

Με βάση, επίσης, τις διατάξεις του ν. 4472/2017  (ΦΕΚ Α΄74/19-5-2017) «Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις», καθορίζονται τα μισθολογικά κλιμάκια των ιατρών/οδοντιάτρων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ) (άρθρο 136), ο απαιτούμενος χρόνος υπηρεσίας για τη μισθολογική τους εξέλιξη σε αυτά (137), ο βασικός μισθός και τα λοιπά επιδόματά τους (άρθρα 138, 139). Έτσι, ορίζονται δεκαέξι (16) μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) για κάθε βαθμίδα με εισαγωγικό το Μ.Κ. 1 και καταληκτικό το Μ.Κ. 16,  και για τη μισθολογική εξέλιξη απαιτείται υπηρεσία ενός (1) έτους στο πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο (Μ.Κ.1) και δύο (2) έτη για κάθε επόμενο, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου απόκτησης της ειδικότητας και της υπηρεσίας τους που αναφέρεται στις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 11 του ν. 4354/2015, όπως κάθε φορά ισχύει, ήτοι και εκείνης σε νπδδ. Ο μηνιαίος βασικός μισθός του Μ.Κ.1 του Συντονιστή Διευθυντή ορίζεται στο ποσό των χιλίων εννιακοσίων τριών ευρώ (1.903 €). Ο βασικός μισθός των επόμενων μισθολογικών κλιμακίων μέχρι το Μ.Κ. 16 διαμορφώνεται με πρόσθεση στο αμέσως προηγούμενο Μ.Κ. του ποσού των εξήντα επτά ευρώ (67 €), ενώ ο  μηνιαίος βασικός μισθός των λοιπών βαθμίδων των ιατρών διαμορφώνεται σε ποσοστό επί του αντίστοιχου Μ.Κ. του Συντονιστή Διευθυντή, ως εξής : α. Διευθυντής και αντίστοιχοι 95%, β…,γ. επιμελητής Β`, Ιατρός Γενικής Ιατρικής και Βιοπαθολογίας και αντίστοιχοι, εβδομήντα οκτώ τοις εκατό (78%)». Επιπλέον, πέραν του βασικού μισθού, παρέχονται, επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, οριζόμενο, μεταξύ άλλων, σε 340 ευρώ για τον συντονιστή διευθυντή και τον διευθυντή, και σε 280 ευρώ για τον επιμελητή β΄, οικογενειακή παροχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν.4354/2015, επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, ύψους 75 και 45 ευρώ, για τους κατόχους διδακτορικού και μεταπτυχιακού (συναφούς με το αντικείμενο απασχόλησης) διπλώματος, αντίστοιχα, επίδομα θέσης ευθύνης, στους προϊσταμένους οργανικών μονάδων, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντά τους, οριζόμενο κατά βαθμίδα θέσης, ύψους 150 ευρώ για τους προϊσταμένους της Ιατρικής Υπηρεσίας των Νοσοκομείων και των Γενικών Διευθύνσεων Διοίκησης. Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 155 του ως άνω νόμου, αν από τις ρυθμίσεις του προκύπτουν τακτικές μηνιαίες αποδοχές χαμηλότερες από αυτές που δικαιούνταν ο λειτουργός ή υπάλληλος στις 31.12.2016, η διαφορά διατηρείται ως προσωπική, μη συνυπολογιζόμενης της οικογενειακής παροχής, καθώς και του επιδόματος θέσης ευθύνης, εκτός αν ήδη χορηγείτο στον εργαζόμενο πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου, οπότε όμως δεν προβλέπεται η εκ νέου χορήγησή του με την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού. Κατά τη θέσπιση του νέου μισθολογίου (ν. 4472/2017), το δημοσιονομικό κριτήριο δεν αποτέλεσε μεν το αποκλειστικό κριτήριο για τη διαμόρφωση του ύψους των αποδοχών, μεταξύ άλλων, και των ιατρών του ΕΣΥ, παρέμεινε, όμως, το βασικό κριτήριο, εφόσον με το μισθολόγιο αυτό επήλθε μείωση των αποδοχών της συγκεκριμένης κατηγορίας υπαλλήλων, με κύριο σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων. Και ναι μεν ο νομοθέτης μπορεί να προβεί σε αναμόρφωση του μισθολογίου των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας και σε μειώσεις των αποδοχών τους, με τη θέσπιση του νέου μισθολογίου, όμως, δεν πρέπει να παραβιάζεται η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ιατρών του ΕΣΥ, για την εφαρμογή της οποίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν και έχουν αποτυπωθεί στην υπ’αριθμ. ΟλΣτΕ 431/2018. Πλην όμως, με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Ε του ν. 4472/2017, το ύψος των αποδοχών των ιατρών κλπ του ΕΣΥ διαμορφώθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη τα κριτήρια που καθιερώθηκαν με την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση, δεδομένου ότι ούτε από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4472/2017 ούτε από τις λοιπές προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισής του προκύπτει ότι, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών τους εκτιμήθηκαν τεκμηριωμένα η σπουδαιότητα της αποστολής τους και οι ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης των καθηκόντων τους. Με τα δεδομένα αυτά, οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 4472/2017, κατά το μέρος που με αυτές θεσπίζεται το νέο μισθολόγιο των ιατρών, οδοντιάτρων κλπ του ΕΣΥ αντίκεινται επίσης στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής τους και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος) (ΣτΕ 852/2019 δημ. «ΝΟΜΟΣ», με σχετικής σκέψεις για τους υπαλλήλους των Σωμάτων Ασφαλείας). Επομένως, τα αυτά δεχόμενο και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και πρέπει ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, να απορριφθεί ως αβάσιμος, με αποτέλεσμα να παρέλκει η εξέταση του ίδιου λόγου, κατά το σκέλος του που αφορά τον εσφαλμένο κατά την εκκαλούσα υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς κατ’άρθρο 155 του ν.4472/2017, αφού η σχετική αξίωση των εναγόντων στηρίζεται κυρίως στην αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του άνω νόμου, με τις οποίες ρυθμίζεται η μισθολογική τους κατάσταση και επικουρικά στην άνω διάταξη, ενώ κατά το σκέλος του που αφορά την παραβίαση της διάταξης του άρθρου 96 του ν.4461/2017, τυγχάνει απαράδεκτος, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, εφόσον το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το συγκεκριμένο αίτημα έστω και σιωπηρώς και, επομένως, χωρίς αιτιολογία, ως μη νόμιμο.

Πλέον αυτών, για να είναι ορισμένη, κατά το άρθρο 216 παρ.1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 651, 653 και 655 του ΑΚ, η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφορών στον ενάγοντα μισθωτό μεταξύ οφειλομένων κατά νόμο (δεδουλευμένων) και καταβληθεισών κατά την αγωγή σε αυτόν μικρότερων αποδοχών, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, η ειδικότητα του ενάγοντος, η εκ μέρους αυτού παροχή της εργασίας του, ο συμβατικός ή ο κατά τις οικείες συλλογικές συμβάσεις ή κατά τις ειδικές ρυθμίσεις του νόμου οφειλόμενος μισθός του μισθωτού με αναφορά στο βασικό μισθό και τα επί μέρους επιδόματα που ανάγονται στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα της απασχόλησης του μισθωτού στην ειδικότητα αυτή, κατά το οποίο δεν υπήρξε από το νόμο ή τα πράγματα λόγος διαφοροποίησής τους, ως και η αιτία που κατά νόμο δικαιολογεί την καταβολή των συγκεκριμένων επιδομάτων στον ενάγοντα ή τη μεταβολή του ύψους τους, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι επίδικες διαφορές και οι προκύπτουσες από την αιτία αυτή διαφορές αποδοχών, μετ` αφαίρεση εκείνων που κατά τον ενάγοντα ήδη καταβλήθηκαν (ΑΠ 1004/2017, ΑΠ 900/2017, ΑΠ 1384/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του δικογράφου της υπό κρίση αγωγής, προκύπτει ότι σε αυτό αναφέρονται το είδος της συνδέουσας τους ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητους ιατρούς, εργασιακής σχέσης αρχικά με το Ι.Κ.Α, ακολούθως με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και στη συνέχεια με την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, η ειδικότητα και ο βαθμός εκάστου εξ αυτών, ο χρόνος προϋπηρεσίας αυτών σε μήνες στους πιο πάνω φορείς, ο χρόνος για την απόκτηση ειδικότητας και ο χρόνος υπηρεσίας αγροτικού ιατρού σε έτη και συνολικά ο χρόνος προϋπηρεσίας εκάστου εξ αυτών σε έτη, το προκύπτον επίδομα χρόνου υπηρεσίας με βάση μισθό αναφοράς για τον υπολογισμό του χρονοεπιδόματος, το ποσό των 2.067 ευρώ (βασικός μισθός πρωτοδίκη) για τον καθένα από αυτούς και, επί πλέον, παρατίθενται οι κατ` αυτούς οφειλόμενες αποδοχές ανά μήνα με αναφορά στον βασικό μισθό, τα επί μέρους επιδόματα [νοσοκομειακής απασχόλησης, βιβλιοθήκης και θέσης διευθυντή, οικογενειακής παροχής, μεταπτυχιακής εκπαίδευσης και τέκνων (για ορισμένους εξ αυτών) και χρόνου υπηρεσίας ανάλογα με την προϋπηρεσία τους], με βάση τα οριζόμενα από το Ν. 3205/2003 χωρίς τις περικοπές του Ν. 4093/2012, το προκύπτον άθροισμα καθώς και οι καταβληθείσες σε αυτούς επί το έλαττον αποδοχές ανά μήνα, ως και η ούτω προκύπτουσα διαφορά ανά μήνα και, τέλος, το σύνολο των διαφορών μεταξύ οφειλομένων και καταβληθεισών αποδοχών του επίδικου χρονικού διαστήματος, των οποίων διώκεται η επιδίκαση. Επομένως, έχοντας το προαναφερόμενο περιεχόμενο, η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, αφού στο δικόγραφό της εξειδικεύονται επαρκώς τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, που απαιτούνται και αρκούν για την κατά νόμο θεμελίωσή της, μεταξύ των οποίων και η μετάταξη/μεταφορά των εναγόντων, πρώην ιατρών/οδοντιάτρων του ΙΚΑ, και στη συνέχεια του Ε.Ο.Π.Υ.Υ, στην εναγομένη Δ.Υ.Πε, μετά τη θέση τους σε διαθεσιμότητα, και η ένταξή τους σε θέσης κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ, και δεν απαιτείτο περαιτέρω εξειδίκευση του τρόπου προσδιορισμού των επί μέρους κατά τα άνω ποσών, αφού μάλιστα τα ποσά αυτά είτε προσδιορίζονται σε ορισμένο ύψος απευθείας από επί μέρους διατάξεις του νόμου (βασικός μισθός και επιδόματα, πλην επιδόματος χρόνου υπηρεσίας), είτε προκύπτουν με απλό μαθηματικό υπολογισμό (επίδομα χρόνου υπηρεσίας). Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο σιωπηρώς-πλην του κονδυλίου που αφορούσε την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 96 του ν. 4461/2017- ότι η αγωγή είναι ορισμένη, χωρίς ειδική αιτιολογία, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα προσάπτει στην εκκαλουμένη την παρά τον νόμο μη κήρυξη του απαραδέκτου αυτής, λόγω της ελλιπούς αναφοράς των στοιχείων που τη θεμελιώνουν κατά νόμον. Εξάλλου, ως προς την 19η ενάγουσα, επιτρεπτώς συμπληρώθηκε με τις προτάσεις ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η ιδιότητά της ως επικουρικής ιατρού, διότι δεν μεταβάλλεται η εργασιακή της σχέση ως ιδιωτικού δικαίου αποκλειστικής απασχόλησης αλλά υπάρχει διαφοροποίηση μόνον ως προς τη διάρκειά της, δηλαδή αυτή είναι ορισμένου και όχι αορίστου χρόνου όπως των λοιπών ιατρών, οι δε αποδοχές της εξομοιώνονται ως προς τον βασικό μισθό και τα επιδόματα που τις συνθέτουν με εκείνες του Επιμελητή Β΄ (άρθρο 23 του ν.2519/1997, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 παρ.22 του ν.2889/2001, 15 παρ.2 του ν. 2920/2001 και 10 παρ.1 του ν. 3329/2005 και άρθρο 11 παρ.22 του ν. 2889/2001), σημειούμενου ότι, με εξαίρεση την ανωτέρω ενάγουσα, το ζήτημα του εάν η συμπλήρωση της ιδιότητας ορισμένων εκ των εναγόντων, ως επικουρικών ιατρών, καθώς και του φορέα απασχόλησής τους, έγινε παραδεκτώς με τις προτάσεις τους ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τίθεται αλυσιτελώς, αφού, ως προς αυτούς, χώρησε παραίτηση από το δικόγραφο της έφεσης.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά  : Οι 2ος και 27ος των εναγόντων είναι ιατροί ορθοπεδικοί, οι 3ος, 4η, 25η και 26η κυτταρολόγοι, ο 7ος παθολόγος, η 8η , ο 20ος και ο 23ος, οδοντίατροι,  ο 12ος βιοπαθολόγος, ο 13ος γενικός χειρουργός, ο 15ος νευρολόγος, ο 17ος γυναικολόγος, ο 18ος ωτορυνολαρυγγολόγος, η 22η παιδίατρος και ο 24ος καρδιολόγος, οι οποίοι απασχολούνταν στο ΙΚΑ και έπειτα στον E.O.Π.Y.Y, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Μετά τη θέσπιση του ν.4238/2014 τέθηκαν αυτοδικαίως σε καθεστώς διαθεσιμότητας για ένα μήνα, σύμφωνα με τις διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου. Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήσεώς τους, μετατάχθηκαν από τις 20-3-2014 στην εναγομένη, σε κενές οργανικές θέσεις κλάδου ΠΕ ιατρών πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, αντίστοιχες της ειδικότητάς τους, που συστήθηκαν για τον σκοπό αυτό, επανακατατάχθηκαν δε σε θέσεις ιατρού Ε.Σ.Υ με την υπ’αριθμ. ΔΑΑΔ38976/8-9-2016 απόφαση του Διοικητή της εναγομένης, σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 4368/2016. Επομένως, σε όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο αυτοί συνέχισαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, οι άνω ενάγοντες έπρεπε να λαμβάνουν τις προβλεπόμενες από τις οικείες νομοθετικές διατάξεις αποδοχές των ιατρών Ε.Σ.Υ, χωρίς τις περικοπές που επιβλήθηκαν με τον ν.4093/2012, οι οποίες, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, έχουν κριθεί ως αντικείμενες στο άρθρο 21 παρ.3 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ιατρών του ΕΣΥ, αλλά και τις αρχές της αναλογικότηττας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Επομένως, κατ’ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, υιοθέτησε την ίδια άποψη, ανεξαρτήτου όντος ότι οι ενάγοντες κατατάχθηκαν στην εναγομένη μετά την έναρξη της ισχύος του ν.4093/2012, αφού η μισθολογική τους κατάσταση διαμορφώθηκε εκ των υστέρων επί τα χείρω, με βάση τις περικοπές που αυτός προέβλεπε, κατά τα άνω, αλλά και του ότι η προμνημονευθείσα απόφαση, ΟλΣτΕ 431/2018, με την οποία κρίθηκαν τα συγκεκριμένα ζητήματα, δημοσιεύθηκε εκ των υστέρων, και, επομένως, πρέπει ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης, καθώς και ο πρώτος πρόσθετος λόγος, κατά το οικείο σκέλος του, όπως και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι ανωτέρω παραδοχές δεν αναιρούνται από το περιεχόμενο του μνημονευόμενου στο σκεπτικό άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 4575/2018 (ΦΕΚ Α 192/14-11-2018), που ισχύει από της δημοσιεύσεώς του (άρθρο 17 αυτού), η οποία έπεται χρονικά της άσκησης της αγωγής και προηγείται της συζήτησής της (4-12-2018) και της δημοσίευσης της εκκαλουμένης, καθώς η ρύθμιση αυτή αφορά κατ’αρχήν περιορισμένο χρονικό διάστημα και έπεται της δημοσίευσης και έναρξης ισχύος του ν.4093/2012 και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να καταστήσει εκ των υστέρων συνταγματικές τις περικοπές που αυτός επέβαλε. Αντιθέτως, η διατήρηση εν τέλει των αποδοχών της ανωτέρω κατηγορίας απασχολούμενων στο προ του ν.4093/2012 μισθολογικό καθεστώς, όπως ήδη εκτέθηκε, έγινε ακριβώς προς αποκατάσταση των μηνιαίων αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ, στα επίπεδα που καταβάλλονταν πριν τις μειώσεις που επήλθαν με τον ν.4093/2012. Ως εκ τούτου πρέπει ο πρώτος πρόσθετος λόγος της έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, με τον οποίο η εκκαλούσα χρησιμοποιεί την πρόβλεψη της προσωπικής αυτής διαφοράς ως επιχείρημα υπέρ της συνταγματικότητας των περικοπών που επήλθαν με τον ν.4093/2012, να απορριφθεί ως αβάσιμος, σύμφωνα και με την εκτενή σχετική σκέψη περί αντισυνταγματικότητας των σχετικών διατάξεών του, που προεκτέθηκε.  Συναφώς, απαράδεκτος τυγχάνει ο τέταρτος πρόσθετος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι με τις υπ’αριθμ. 308 και 535/2020 αποφάσεις Τμημάτων του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια το συγκεκριμένο ζήτημα,  καθόσον αφενός μεν δι’αυτού δεν αποδίδεται οποιαδήποτε πλημμέλεια στην εκκαλουμένη, αφετέρου δε δεν συντρέχει πλέον και λόγος αναστολής της δίκης, κατ’άρθρο 249 του ΚΠολΔ, καθώς ήδη εκδόθηκε η ήδη μνημονευθείσα υπ’αριθμ. 3/2022 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε ότι οι παραπάνω διατάξεις καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μισθολογικές περικοπές των ιατρών του Ε.Σ.Υ επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1.8.2012, αντίκεινται στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεώς των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Επίσης, αποδείχθηκε ότι οι άνω ενάγοντες από τη μετάταξή τους αμείβονταν με τον μισθό του Επιμελητή Α΄ και όχι του Διευθυντή, με βάση τη συνολική προϋπηρεσία τους άνω των 15 ετών, κατ’άρθρο 38 του ν. 4368/21-2-2016, η οποία είχε συμπληρωθεί κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από την 1-7-2016 και εντεύθεν, ενώ και το χρονοεπίδομα που τους καταβαλλόταν, υπολογιζόταν όχι με βάση τον μισθό του Πρωτοδίκη (2.067 ευρώ), αλλά του βασικού μισθού του Επιμελητή Α΄(1.513 ευρώ). Ως εκ τούτου, ορθώς κρίθηκε ότι για την επίδικη χρονική περίοδο, που έπεται της δημοσίευσης του άνω νόμου (21-2-2016) οι εφεσίβλητοι έπρεπε να καταταγούν στο βαθμό του διευθυντή και να λαμβάνουν τις προβλεπόμενες για αυτόν αποδοχές, ανεξαρτήτως του ότι η επανακατάταξή τους έλαβε χώρα στις 8-9-2016. Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι ιατροί κατατάχθηκαν από την ένταξή τους, κατ’εφαρμογή των διατάξεων του ν.4238/2014 στον βαθμό του διευθυντή, παραβιάζοντας έτσι τη διάταξη του άρθρου 25 του συγκεκριμένου νόμου αλλά και του άρθρου 38 του ν.4368/2016, ως προς μεν το πρώτο σκέλος του αλυσιτελώς προτείνεται, ενώ ως προς το δεύτερο σκέλος του τυγχάνει αβάσιμος.

Επιπλέον, για τον υπολογισμό του χρονοεπιδόματος με βάση τον μισθό του Πρωτοδίκη, είναι σαφής η διάταξη του άρθρου 30 παρ.Α 1 εδ.β΄ του ν.3205/2003, ενώ ο τρόπος υπολογισμού του χρόνου προϋπηρεσίας προβλέπεται στο α΄εδάφιο της ίδιας παραγράφου του προαναφερθέντος άρθρου. Συνεπώς, τα αυτά δεχόμενο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και πρέπει ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος ενώ ο  συναφής προς αυτόν πέμπτος-και κατ’ορθή αρίθμηση έκτος- πρόσθετος λόγος αυτής, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται ότι το σχετικό ζήτημα εκκρεμεί ενώπιον του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, το οποίο παρέπεμψε το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας ή μη των μισθολογικών περικοπών των ιατρών του Ε.Σ.Υ, με βάση τον ν.4093/2012, επιφυλασσόμενο ταυτόχρονα να αποφανθεί επί του τρόπου υπολογισμού του χρονοεπιδόματος των εκεί εναγόντων ιατρών, τυγχάνει απαράδεκτος, διότι δεν προσάπτεται οποιαδήποτε πλημμέλεια στην εκκαλουμένη, ενώ δεν τίθεται και ζήτημα αναστολής της δίκης κατ’άρθρο 249 του ΚΠολΔ, που εξετάζεται άλλωστε και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, διότι αφενός θα επιβραδύνετο σημαντικά η παρούσα δίκη και αφετέρου διότι η διατύπωση επιφύλαξης, λόγω και της ρητής γραμματικής διατύπωσης της προαναφερθείσας διάταξης, δεν προδικάζει αντίθετη κρίση περί του ανωτέρω ζητήματος. Επίσης, απαράδεκτοι τυγχάνουν για τον ίδιο λόγο και ο έκτος και έβδομος-κατ’ορθή αρίθμηση έβδομος και όγδοος, αντίστοιχα-πρόσθετοι λόγοι, που αφορούν την αναδρομική ή μη ισχύ του άρθρου 38 του ν. 4368/2016 από 31-12-2014 και τη διατήρηση ή μη της οικογενειακής παροχής, ύψους 35 ευρώ μηνιαίως που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 στοιχ.α΄του ν.3205/2003, κατά παραπομπή από τη διάταξη του άρθρου 44 παρ.Α αρ.5 του ίδιου νόμου, μετά την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 17 του ν.4024/2011, αντίστοιχα, ζητήματα δηλαδή που επίσης επιφυλάχθηκε να αποφανθεί το άνω Τμήμα του Αρείου Πάγου. Επιπροσθέτως, ως προ το εάν τίθεται ζήτημα αναστολής κατ’άρθρο 249 του ΚΠολΔ, μέχρις ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου επί των εκκρεμών αυτών δικών, λεκτέα τυγχάνουν τα ακόλουθα : α/ στην κρινόμενη υπόθεση, όπως ήδη εκτέθηκε, δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικής εφαρμογής του ν. 4368/2016, αφού οι επίδικες απαιτήσεις αφορούν χρονικό διάστημα μετά τη δημοσίευση και έναρξη της ισχύος του και, επομένως, ακόμη και αν οι εφεσίβλητοι είχαν από 10 έως 25 έτη προϋπηρεσία ορθώς κατετάγησαν στη θέση του διευθυντή μη απαιτούμενης 25ετίας αλλά 15ετίας, με βάση το άρθρο 38 αυτού. Ως εκ τούτου δεν υφίσταται συνάφεια με το νομικό ζήτημα το οποίο επιφυλάχθηκε να αποφασίσει το Β2 Τμήμα του ΑΠ με την υπ’αριθμ. 308/2020 απόφασή του. β/ σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.2 περ.γ΄του ν.4354/2015 (ΦΕΚ Α΄176/16-12-2015) με έναρξη ισχύος από τη δημοσίευσή του, εκτός αν άλλως ορίζεται (άρθρο 46), στις διατάξεις του δεν υπάγονται οι κατηγορίες των υπαλλήλων και λειτουργών του ΜΕΡΟΥΣ Β΄ του ν.3205/2003- στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ιατροί του ΕΣΥ (άρθρα 43-45)-με την επιφύλαξη του άρθρου 15, που αφορά στην οικογενειακή παροχή και προβλέπει ότι : «Για την ενίσχυση της οικογένειας των υπαλλήλων, που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος νόμου, χορηγείται μηνιαία οικογενειακή παροχή, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση των υπαλλήλων, ως εξής:  Για υπάλληλο με τέκνα ανήλικα ή ανίκανα σωματικά ή πνευματικά για άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) τουλάχιστον, η παροχή ορίζεται σε πενήντα (50) ευρώ για ένα (1) τέκνο, σε εβδομήντα (70) ευρώ συνολικά για δύο (2) τέκνα, σε εκατόν είκοσι (120) ευρώ συνολικά για τρία (3) τέκνα, σε εκατόν εβδομήντα (170) ευρώ συνολικά για τέσσερα (4)τέκνα και προσαυξάνεται κατά εβδομήντα (70) ευρώ για κάθε επιπλέον τέκνο….. Η κατά τα ανωτέρω παροχή χορηγείται για τέκνα προερχόμενα από γάμο, φυσικά, θετά ή αναγνωρισθέντα, εφόσον είναι άγαμα και δεν υπερβαίνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους ή το 19ο έτος, εφόσον φοιτούν στη Μέση Εκπαίδευση (παρ.1). Η άνω παράγραφος συμπληρώθηκε με το άρθρο 35 παρ.3  Ν.4484/2017,ΦΕΚ Α 110/1.8.2017, ως εξής Η παροχή του προηγούμενου εδαφίου δεν χορηγείται σε υπάλληλο με τέκνα τα οποία έχουν ίδια εισοδήματα είτε από την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος είτε από άλλη πηγή, υποβάλλουν δική τους φορολογική δήλωση και το δηλωθέν εισόδημα υπερβαίνει το ύψος του αφορολόγητου ορίου, όπως αυτό διαμορφώνεται κάθε φορά από τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας. Σε αυτή την περίπτωση η οικογενειακή παροχή παύει να καταβάλλεται για το οικονομικό έτος κατά το οποίο διαπιστώνεται η υπέρβαση του ως άνω ορίου. Επίσης, στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ.4 του άνω νόμου : «Ειδικά, για τέκνα που φοιτούν σε οποιονδήποτε φορέα μεταλυκειακής εκπαίδευσης, δημόσιας ή ιδιωτικής, η παροχή δίδεται μόνο κατά τη διάρκεια του ελάχιστου αριθμού των αναγκαίων για την απονομή των τίτλων σπουδών εξαμήνων, που προβλέπεται από τον οργανισμό κάθε φορέα εκπαίδευσης και σε καμία περίπτωση πέρα από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους».  Επίσης, με το άρθρο 34, όπως η περίπτωση α΄αυτού διορθώθηκε ως άνω με το άρθρο 1 παρ.12β του ν. 4368/2016 (ΦΕΚ Α΄21/21-2-2016), καταργήθηκαν από την έναρξη της ισχύος του «οι διατάξεις των άρθρων 12 έως 25, 28, 29, 30 του Ν. 4024/2011, καθώς και οι κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις, με την επιφύλαξη …………., και 32 με την επιφύλαξη της παραγράφου β` του άρθρου 33 του παρόντος. Το δε τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρο 32 του ν.4024/2011-που δεν αφορούσε κατ’αρχήν τους ιατρούς του ΕΣΥ σύμφωνα με την αιτιολογική του έκθεση και- η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε με την παρ. β΄του άρθρου 33 του ν.4354/2015, προβλέπει ότι επιδόματα ή παροχές που προβλέπονται από τις καταργούμενες διατάξεις-δηλαδή εκείνες τις γενικές ή ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν θέματα του συγκεκριμένου  Κεφαλαίου (εδ.α΄)- και τα οποία, κατά παραπομπή άλλων διατάξεων, χορηγούνται σε λειτουργούς ή υπαλλήλους, που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, εξακολουθούν να καταβάλλονται με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι παραπεμπόμενες διατάξεις, με εξαίρεση την οικογενειακή παροχή, η οποία υπολογίζεται και καταβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17, το οποίο ορίζει ουσιαστικά ό,τι και η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 15 του ν.4354/2015. Έτσι, με τον ν. 4354/2015 προσδιορίζεται η έννοια και το περιεχόμενο της οικογενειακής παροχής, από την έναρξη ισχύος του, και η σχετική αξίωση των εφεσιβλήτων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του, ανεξαρτήτως του εάν  με τον προγενέστερο ν.4024/2011 είχε διατηρηθεί η όχι αυτή, όπως προβλεπόταν από το άρθρο 11 παρ.1 α΄του ν.3205/2003 κατά παραπομπή από το άρθρο 44 παρ.Α αρ.5 αυτού, και επομένως, η σχετική κρίση δεν επηρεάζει την προκείμενη περίπτωση. Επομένως, αφενός μεν δεν υπάρχει συνάφεια προς το ζήτημα που έκρινε η άνω απόφαση του Αρείου Πάγου, αφετέρου δε, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη επιδίκασε στους εφεσίβλητους, που ήταν νυμφευμένοι, το ποσό των 35 ευρώ ως οικογενειακή παροχή, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου, δεκτού γενομένου του έβδομου λόγου της έφεσης, ως βάσιμου και κατ’ουσίαν.

Έτσι, υπό τα παραπάνω δεδομένα, οι εφεσίβλητοι ιατροί έπρεπε, με βάση τον βαθμό τους ως διευθυντών-με εξαίρεση την 19η εφεσίβλητη, επικουρική ιατρό- να λαμβάνουν [ως βασικό μισθό, κατ’άρθρο 43 παρ.1 του ν.3205/2003, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 6 Ν. 3754/2009 και ίσχυε με το άρθρο 2 Ν.3336/2005, άρθρο 11 του  Ν. 3453/2006 και το άρθρο 1 παρ.1 περ.ιδ` Ν.3554/2007, και αντικαταστάθηκε εκ νέου με την παρ.2 άρθρου 55 Ν.3918/2011], [ως χρονοεπίδομα, κατ’άρθρο 44 παρ.Α αρ.1, σε συνδυασμό με 30 παρ.Α1 και 29 παρ.2 του ν.3205/2003], [ως επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών και διδακτορικού τίτλου, κατ’άρθρο 44 παρ. Α αρ.2 σε συνδυασμό με παρ.Α.1 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003], [ως επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, κατ’άρθρο 44 παρ.Α αρ.3, όπως το εδάφιο δ΄της παρ.3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 Ν.3754/2009, και τα ποσά που ορίζει μειώθηκαν με την παρ.23 περ.δ΄ του άρθρου 55 του Ν.4002/2011], [ως πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οικογενειακό επίδομα και επίδομα θέσης ευθύνης, κατ’άρθρο 44 παρ. Α αρ. 5, 6 και 7 αντίστοιχα, σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παρ. 1 α. του ν.3205/2003 και ήδη το άρθρο 7 παρ.2 περ.γ΄του ν.4354/2015, όπως το πρώτο εδάφιο της περ.7 (που προφανώς εκ λάθους αναφέρεται ως περ.6) αντικαταστάθηκε με την παρ.33 του άρθρου 66 του Ν.3984/2011] : 1) ως βασικό μισθό, το ποσό των 2.054 ευρώ, 2) για επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών ιατρικού έργου, το ποσό των 291,46 ευρώ, 3) για πάγια αποζημίωση συμμετοχής σε σεμινάρια-ενημέρωσης βιβλιοθήκης, το ποσό των 274,45 ευρώ, 4) για επίδομα θέσης, το ποσό των 62,4 ευρώ, 5) για κάθε ανήλικο τέκνο το ποσό των 18 ευρώ, με βάση το αντίστοιχο αγωγικό αίτημα, 6) για επίδομα μεταπτυχιακού, το ποσό των 45 ευρώ, 7) χρονοεπίδομα υπολογιζόμενο κάθε φορά στον βασικό μισθό του πρωτοδίκη, ενώ δεν δικαιούνται επίδομα γάμου και η οικογενειακή παροχή, διαμορφώνεται, κατά τα προεκτεθέντα ανάλογα με τον αριθμό τον τυχόν ανηλίκων τέκνων τους. Έτσι, έπρεπε να λαμβάνουν συνολικά το ποσό των (2.054 + 291,46 + 274,45 + 62,5) 2.682,41 ευρώ, και επιπροσθέτως, αναλόγως της οικογενειακής κατάστασης (τέκνων) και των σπουδών καθενός, τα αντίστοιχα επιδόματα, καθώς και χρονοεπίδομα, ανάλογο των ετών της πραγματικής του προϋπηρεσίας. Όπως, περαιτέρω, αποδεικνύεται από την υπ’αριθμ. πρωτ. ……./30-11-2018 βεβαίωση της εναγομένης, η κατάταξη των εναγόντων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4472/2017, υλοποιήθηκε, βάσει των ατομικών δελτίων κατάταξης που εκδόθηκαν από τη Διεύθυνση Προσωπικού, τον Σεπτέμβριο του έτους 2018, ενώ μέχρι τότε αμείβονταν με βάση τις διατάξεις του ν.4093/2012, ειδικά δε ο 7ος και η 19η εξακολουθούσαν να αμείβονται με βάση τις τελευταίες αυτές διατάξεις και μετά τη συζήτηση της αγωγής, ενώ η κατάταξη της 8ης, 22ης,25ης και 26ης υλοποιήθηκε τον Νοέμβριο του έτους 2018. Συνακόλουθα, οι ενάγοντες, για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του έτους 2016 και μέχρι την ημερομηνία που αναγράφεται ειδικότερα για καθέναν, σύμφωνα με τις ανωτέρω διακρίσεις, δικαιούνταν κατά μήνα τα ακόλουθα ποσά : 1) Ο 2ος ενάγων (………………), νυμφευμένος και με συνολική προϋπηρεσία 22 ετών, και, επομένως, ποσοστό χρονοεπιδόματος 44 % (4 % για το πρώτο έτος και 4 % για κάθε επόμενη από τις 10 συνολικά διετίες), 3.591,79 [2.682,31 + 909,48  (2.067 Χ 44 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 2.613,72 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά, ποσού 978,07 ευρώ, και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-8-2018 το ποσό των 25.429,82 (978,07 Χ 26) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 26.339,82 που του επιδίκασε η εκκαλουμένη.  2) Ο 3ος ενάγων (……………..), νυμφευμένος και με συνολική προϋπηρεσία 33 ετών, και, επομένως, το ανώτατο ποσοστό χρονοεπιδόματος (60%), 3.922,51 [2.682,31 + 1.240,2  (2.067 Χ 60 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.088,40 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά, ποσού 834,11 ευρώ, και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-8-2018 το ποσό των 21.686,86 (834,11 Χ 26) ευρώ και όχι 26.339,82 ευρώ, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη. 3) Η 4η ενάγουσα (………….), με συνολική προϋπηρεσία 29 ετών, και επομένως, το ανώτατο ποσοστό χρονοεπιδόματος (60 %), 3.922,51 [2.682,31 + 35 + 1.240,2  (2.067 Χ 60 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.088,40 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά, ποσού 834,11 ευρώ, και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-8-2018 το ποσό των 21.686,86 (834,11 Χ 26) ευρώ, και όχι των 22.596,6 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη.  4) Ο 7ος ενάγων (…………), νυμφευμένος, με ένα προστατευόμενο τέκνο, και με συνολική προϋπηρεσία 29 ετών, και, επομένως, το ανώτατο ποσοστό χρονοεπιδόματος (60%), 3.940,51 [2.682,31 + 18, κατά το αίτημα της αγωγής, + 1.240,2  (2.067 Χ 60 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.106,40 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά, ποσού 834,11 ευρώ, και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως και τον χρόνο συζήτησης της αγωγής  (4-12-2018) και όχι μέχρι τις 19-12-2018, όπως εσφαλμένα έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το ποσό των 24.297,62 (834,11 Χ 29,13 μήνες) ευρώ αντί του εσφαλμένου των 25.734,34 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη.  5) Η 8η ενάγουσα (………..), νυμφευμένη, με δύο προστατευόμενα, με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών και με συνολική προϋπηρεσία 22 ετών, και, επομένως,  ποσοστό χρονοεπιδόματος 44 % (4 % για την πρώτη διετία και 4 % για κάθε μία από τις 10 επόμενες), 3.672,79 [2.682,31 + 36, κατά το αίτημα της αγωγής, + 45 +909,48  (2.067 Χ 44 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 2.694,72 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά, ποσού 978,07 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-10-2018 το ποσό των 27.385,96 (978,07 Χ 28) ευρώ,  αντί του εσφαλμένου των 28.365,96 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη.  6) Ο 12ος ενάγων (………), νυμφευμένος και με συνολική προϋπηρεσία 33 ετών, και, επομένως, το ανώτατο ποσοστό χρονοεπιδόματος (60%), 3.922,51 [2.682,31 + 1.240,2  (2.067 Χ 60 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.088,40 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 834,11 ευρώ, και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-8-2018 το ποσό των  21.686,86  (834,11 Χ 26) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 22.596,86 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 7) Ο 13ος ενάγων (………….), νυμφευμένος και με συνολική προϋπηρεσία 27 ετών, και, επομένως, ποσοστό χρονοεπιδόματος 56 % (4 % για το πρώτο έτος και 4 % για κάθε επόμενη από τις 13 συνολικά διετίες), 3.839,83 [2.682,31 + 1.157,52  (2.067 Χ 56 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.025,20 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 814,63, και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-8-2018 το ποσό των 21.180,38 (814,63 Χ 26) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 22.090,38 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 8) Ο 15ος ενάγων (…………….), νυμφευμένος, και με συνολική προϋπηρεσία 22 ετών, και, επομένως, ποσοστό χρονοεπιδόματος 44 % (4 % για το πρώτο έτος και 4 % για κάθε επόμενη από τις 10 συνολικά διετίες), 3.591,79 [2.682,31 + 909,48  (2.067 Χ 44 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 2.613,72 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 978,07 ευρώ, και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-8-2018, το ποσό των 25.429,82 (978,07 Χ 26) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 26.339,82 που του επιδίκασε η εκκαλουμένη.  9) Ο 17ος ενάγων (…………..), νυμφευμένος και με δύο προστατευόμενα τέκνα, και με συνολική προϋπηρεσία 29 ετών, και, επομένως, το ανώτατο ποσοστό χρονοεπιδόματος (4 % για το πρώτο έτος και 4 % για κάθε επόμενη από τις 28 συνολικά διετίες), 3.958,51 [2.682,31 + 36, κατά το αίτημα της αγωγής, + 1.240,2  (2.067 Χ 60 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.124,40 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 834,11 ευρώ, και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-8-2018 το ποσό των 21.686,86 (834,11 Χ 26) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 22.596,86 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 10) Ο 18ος ενάγων (………………), νυμφευμένος και με συνολική προϋπηρεσία 27 ετών, και, επομένως, ποσοστό χρονοεπιδόματος 56 % (4 % για το πρώτο έτος και 4 % για κάθε επόμενη από τις 13 συνολικά διετίες), 3.839,83 [2.682,31 + 1.157,52  (2.067 Χ 56 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.025,20 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 814,63 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-8-2018 το ποσό των 21.180,38 (814,63 Χ 26) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 22.090,38 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 11)  Η 19η ενάγουσα (……………..), με συνολική προϋπηρεσία 9 ετών, η οποία, ως επικουρική, έπρεπε να λαμβάνει τις αποδοχές του Επιμελητή Β΄του Ε.Σ.Υ, δηλαδή το ποσό των 1.468 ως βασικό μισθό, των 251,94 ευρώ ως επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, των 237,21 ευρώ, ως επίδομα βιβλιοθήκης, των 36 ευρώ για δύο προστατευόμενα τέκνα, κατά το σχετικό αγωγικό αίτημα, και το ποσό των 413,40 (2.067 Χ 20 %) ευρώ ως χρονοεπίδομα, με ποσοστό 20 % (4 % για το πρώτο έτος και από 4 % για κάθε μία από τις επόμενες 10 διετίες), δηλαδή συνολικά των 2.406,55 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 1.994,20 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 412,35 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τον χρόνο συζήτησης της αγωγής (4-12-2018) και όχι μέχρι τις 19-12-2018, όπως εσφαλμένα έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το ποσό των 12.011,75 (412,35 Χ 29,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 13.246,03 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη, 12) Ο 20ος ενάγων (………….), νυμφευμένος, με ένα προστατευόμενο τέκνο, και με συνολική προϋπηρεσία 28 ετών, και, επομένως, ποσοστό χρονοεπιδόματος 56 % (4 % για το πρώτο έτος και 4 % για κάθε επόμενη από τις 13 συνολικά διετίες), 3.857,83 [2.682,31 + 18, κατά το αίτημα της αγωγής + 1.157,52  (2.067 Χ 56 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.043,20 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 814,63 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-8-2018 το ποσό των για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-8-2018 το ποσό των 21.180,38 (814,63 Χ 26) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 22.090,38 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 13) Η 22η ενάγουσα (………………..), νυμφευμένη, με διδακτορικό τίτλο και συνολική προϋπηρεσία 20 ετών, και, επομένως, ποσοστό χρονοεπιδόματος 40 % (4 % για το πρώτο έτος και 4 % για κάθε επόμενη από τις 9 συνολικά διετίες), 3.584,11 [2.682,31 + 75 + 826,80  (2.067 Χ 40 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 2.068,20 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 1.515,91 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-10-2018 το ποσό των 42.445,48 (1.515,91 Χ 28) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 43.425,48 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 14) Ο 23ος ενάγων (……..), νυμφευμένος και με συνολική προϋπηρεσία 28 ετών, και, επομένως, ποσοστό χρονοεπιδόματος 56 % (4 % για το πρώτο έτος και 4 % για κάθε επόμενη από τις 13 συνολικά διετίες), 3.839,83 [2.682,31 + 35 + 1.157,52  (2.067 Χ 56 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.043,20 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά, ποσού 796,63 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-8-2018 το ποσό των 20.712,38 (796,63 Χ 26) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 21.622,38 ευρώ, που δέθηκε η εκκαλουμένη. 15) Ο 24ος ενάγων (……………), νυμφευμένος, με ένα προστατευόμενο τέκνο, και με συνολική προϋπηρεσία 27 ετών, και, επομένως, ποσοστό χρονοεπιδόματος 56 % (4 % για το πρώτο έτος και 4 % για κάθε επόμενη από τις 13 συνολικά διετίες), 3.857,83 [2.682,31 + 18 κατά το αίτημα της αγωγής + 1.157,52  (2.067 Χ 56 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.043,20 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά, ποσού 814,63 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-8-2018 το ποσό των 21.180,38 (814,63 Χ 26) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 22.090,38 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 16) Η 25η ενάγουσα (………….), νυμφευμένη, με ένα προστατευόμενο τέκνο, και με συνολική προϋπηρεσία 24 ετών, και, επομένως, ποσοστό χρονοεπιδόματος 48 % (4 % για το πρώτο έτος και 4 % για κάθε επόμενη από τις 11 συνολικά διετίες), 3.692,47 [2.682,31 + 18 κατά το αίτημα της αγωγής + 992,16  (2.067 Χ 48 %)] ευρώ,  ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 2.692,24 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 1.000,23 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-10-2018 το ποσό των 28.006,44  (1.000,23 Χ 28) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 28.986,44 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 17) Η 26η ενάγουσα (…………..), νυμφευμένη και με συνολική προϋπηρεσία 30 ετών, και, επομένως, το ανώτατο ποσοστό χρονοεπιδόματος ήτοι 60 % (4 % για το πρώτο έτος και 4 % για κάθε επόμενη από τις 14 συνολικά διετίες), 3.922,51 [2.682,31 +  1.240,2  (2.067 Χ 60 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.088,40 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά, ποσού 834,11 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-10-2018 το ποσό των 23.355,08  (834,11 Χ 28) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 24.335,08 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. και 18) Ο 27ος ενάγων (………..), νυμφευμένος και με συνολική προϋπηρεσία 36 ετών, και, επομένως, το ανώτατο ποσοστό χρονοεπιδόματος, 3.922,51 [2.682,31 + 1.240,2  (2.067 Χ 60 %)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.088,40 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 834,11 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2016 έως τις 31-8-2018 το ποσό των 21.686,86 (834,11 Χ 26) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 22.596,86 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. Επομένως, ο ένατος λόγος με τον οποίο η εκκαλούσα πλήττει την εκκαλουμένη για τον λόγο ότι επιδίκασε στους ενάγοντες οφειλόμενες αποδοχές και μετά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής (4-12-2018) ενώ αυτές δεν είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες και συγκεκριμένα μέχρι τις 19-12-2018, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ουσίαν.

Πλέον αυτών οι εφεσίβλητοι με βάση τις αποδοχές που τους κατέβαλε η εκκαλούσα κατ’εφαρμογή των διατάξεων του ν.4472/2017, δικαιούνται : 1) Ο 2ος ενάγων το ποσό των  3.591,79 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 2.739 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 852,79 ευρώ και κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, 605,87 ευρώ, και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-9-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 1.896,37 (605,87 Χ 3,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 2.187,19 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 2) Ο 3ος ενάγων, το ποσό των 3.922,51 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των  3.103 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 819,51 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-9-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 2.565,06 (819,51 Χ 3,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 3.084,78 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 3) Η 4η ενάγουσα, το ποσό των 3.922,51 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.103 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 819,51 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-9-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 2.565,06 (819,51 Χ 3,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 3.084,78 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 4) Η 8η ενάγουσα, το ποσό των 3.672,79, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 2.784 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 888,79 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-11-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 1.004,33 (888,79 Χ 1,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 1.487,30 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 5) Ο 12ος ενάγων, το ποσό των 3.922,51 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.103 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 819,51 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-9-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 2.565,06 (819,51 Χ 3,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 3.137,48 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 6) Ο 13ος ενάγων, το ποσό των 3.839,83 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 2.975 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 864,83 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-9-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 2.706,91 (864,83 Χ 3,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 3.248,38 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 7) Ο 15ος ενάγων, το ποσό των 3.591,79 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 2.848 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 743,79 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-9-2018 έως τις 4-12-2018, το ποσό των 2.328,06 (743,79 Χ 3,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 2.811,43 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 8) Ο 17ος ενάγων, το ποσό των 3.958,51 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.039 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 919,51 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-9-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 2.878,06 (919,51 Χ 3,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 3.445,78 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 9) Ο 18ος ενάγων, το ποσό των 3.839,83 ευρώ, ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 2.975 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 864,83 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-9-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 2.706,91 (864,83 Χ 3,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 3.248,48 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 10) Ο 20ος ενάγων, το ποσό των 3.857,83 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.039 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 818,83 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-9-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 2.562,93 (818,83 Χ 3,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 3.082,32 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 11) Η 22η ενάγουσα, το ποσό των 3.584,11 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 2.612 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 972,11 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-11-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 1.098,48 (972,11 Χ 1,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 1.621,44 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 12) Ο 23ος ενάγων, το ποσό των 3.839,83 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των  3.039 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 800,83 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-9-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 2.506,59 (800,83 Χ 3,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 3.017,34 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 13) Ο 24ος ενάγων, το ποσό των 3.857,83 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 2.975 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 882,83 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-9-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 2.763,25 (882,83 Χ 3,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 3.313,36 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 14) Η 25η ενάγουσα, το ποσό των 3.692,47 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των  2.784 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 908,47 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-11-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 1.026,57 (908,47 Χ 1,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 1.518,98 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 15) Η 26η ενάγουσα, το ποσό των 3.922,51 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.103 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 819,51 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-11-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 926,04 (819,51 Χ 1,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 1.375,76 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. 16) Ο 27ος ενάγων, το ποσό των 3.922,51 ευρώ, ενώ ελάμβανε από την εναγομένη το ποσό των 3.103 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ποσού 819,51 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1-9-2018 έως τις 4-12-2018 το ποσό των 2.565,06 (819,51 Χ 3,13) ευρώ, αντί του εσφαλμένου των 3.084,78 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. Να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα, τόσο ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αν και γνωρίζει τα έτη προϋπηρεσίας, την οικογενειακή κατάσταση και τα ποσά που καταβάλλονταν στους ενάγοντες κατά τις προαναφερθείσες χρονικές περιόδους, αφού με βάση τα στοιχεία αυτά υπολόγιζε και η ίδια τον καταβαλλόμενο μισθό τους, δεν αμφισβήτησε τους σχετικούς αγωγικούς ισχυρισμούς, συναγόμενης εντεύθεν ορθώς από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σιωπηρής ομολογία της, και ως εκ τούτου απορριπτέοι τυγχάνουν ο έκτος και ο δέκατος λόγος της έφεσης ως αβάσιμοι.

Συνεπώς, τα συνολικά ποσά που δικαιούνται οι ενάγοντες, για όλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα ανέρχονται : Ο 2ος   το ποσό των 27.326,19 (25.429,82 + 1.896,37) ευρώ, ο 3ος, το ποσό των 24.251,92 (21.686,86 + 2.565,06) ευρώ, η 4η , το ποσό των 24.251,92 (21.686,86 + 2.565,06) ευρώ, ο 7ος, το ποσό των 24.297,62 ευρώ η 8η, το ποσό των 28.390,29 (27.385,96  + 1.004,33) ευρώ, ο 12ος, το ποσό των 24.251,92 (21.686,86  + 2.565,06) ευρώ, ο 13ος , το ποσό των 23.887,29 (21.180,38 + 2.706,91) ευρώ, ο 15ος, το ποσό των 27.757,88 (25.429,82 + 2.328,06) ευρώ, ο 17ος, το ποσό των 24.564,92 (21.686,86 + 2.878,06) ευρώ, ο 18ος, το ποσό των 23.887,29 (21.180,38 + 2.706,91) ευρώ, η 19η, το ποσό των 12.011,75 ευρώ, ο 20ος, το ποσό των 23.743,31 (21.180,38 + 2.562,93) ευρώ, η 22η, το ποσό των 43.543,96 (42.445,48 + 1.098,48) ευρώ, ο 23ος, το ποσό των 23.218, 97 (20.712,38 + 2.506,59) ευρώ, ο 24ος, το ποσό των 23.943,63 (21.180,38 + 2.763,25) ευρώ, η 25η, το ποσό των 29.033,01 (28.006,44  + 1.026,57) ευρώ, η 26η, το ποσό των 24.281,12 (23.355,08  + 926,04) ευρώ και ο 27ος, το ποσό των 24.251,92 (21.686,86 + 2.565,06) ευρώ. Από τα ποσά αυτά κατ’εφαρμογή της ΚΥΑ οικ/2/88420/ΔΕΠ/4.12.2018 Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών και Υγείας (ΦΕΚ Β 5435), που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 11 παρ.1 του ν.4575/2018 ΦΕΚ Α 192/14.11.2018), όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 82 παρ.1 του ν. 4589/2019, και το οποίο προβλέπει για τους ιατρούς, οδοντιάτρους κλπ του Ε.Σ.Υ., ότι για όσο χρόνο αυτοί ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστημα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016 καταβάλλεται, πλην της αποζημίωσης εφημεριών, εφάπαξ χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις ισχύουσες κατά την 31.7.2012 μισθολογικές διατάξεις, και των μηνιαίων αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν με βάση τις διατάξεις του ν. 4093/2012, και ότι το χρηματικό ποσό του προηγούμενου εδαφίου υπολογίζεται με αναφορά στο χρονικό διάστημα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016, ενώ ο  χρόνος, η διαδικασία, οι προβλεπόμενες από τις κείμενες διατάξεις κρατήσεις και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα σχετικά με την καταβολή του ποσού της προηγούμενης παραγράφου, καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας, καταβλήθηκαν τα ακόλουθα ποσά, ώστε τα τελικώς καταβλητέα σε αυτούς, κατόπιν συμψηφισμού προς τις απαιτήσεις τους έναντι της εκκαλούσας, κατά τον σχετικό, επιτρεπτώς προβαλλόμενο με τον τρίτο πρόσθετο λόγο της έφεσης ισχυρισμό της, το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’άρθρο 527 αρ.2 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015,  να διαμορφώνονται ως εξής  :   Στον 2ο  καταβλήθηκε το ποσό των 10.405,20 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά  των 16.920,99 (27.326,19 – 10.405,20) ευρώ, στον 3ο, καταβλήθηκε το ποσό των 21.493,68 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά των 2.758,24 (24.251,92 -21.493,68) ευρώ, στην 4η, καταβλήθηκε το ποσό των 15.635,86 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά των 8.616,06 (24.251,92-15.635,86) ευρώ, στην 8η, καταβλήθηκε το ποσό των 14.281,56 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά των 14.108,73 (28.390,29 -14.281,56) ευρώ, στον 12ο, καταβλήθηκε το ποσό των 15.974,44 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά των 8.277,48 (24.251,92 – 15.974,44) ευρώ, στον 13ο, καταβλήθηκε το ποσό των 15.297,28 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά των 8.590,01 (23.887,29 + 15.297,28) ευρώ, στον 15ο, καταβλήθηκε το ποσό των 10.405,20 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά των 17.352,68 (27.757,88 -10.405,20) ευρώ, στον 17ο, καταβλήθηκε το ποσό των 15.297,28 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά των 9.267,64 (24.564,92 – 15.297,28) ευρώ, στον 18ο, καταβλήθηκε το ποσό των 15.297,28  ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά των 8.590,01 (23.887,29 – 15.297,28) ευρώ, στη 19η, καταβλήθηκε το ποσό των 5.181,24 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά των 6.830,51 (12.011,75 – 5.181,24) ευρώ, στον 20ο, καταβλήθηκε το ποσό των 15.297,28 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά των 8.446,03 (23.743,31 – 15.297,28) ευρώ, στην 22η, καταβλήθηκε το ποσό των 10.405,20 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά των 33.138,76 (43.543,96 -10.405,20) ευρώ, στον 23ο, καταβλήθηκε το ποσό των 15.635,86 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά των 7.583,11 (23.218, 97 -15.635,86 ) ευρώ, στον 24ο, καταβλήθηκε το ποσό των 15.297,28, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά των 8.646,35 (23.943,63 – 15.297,28) ευρώ, και στην 26η καταβλήθηκε το ποσό των 21.493,68 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά των 2.787,44 (24.281,12 – 21.493,68) ευρώ.

Συνεπώς, η εκκαλουμένη αναγνωρίζοντας ότι η εκκαλούσα οφείλει στους εφεσίβλητους, στον 2ο, το ποσό των 28.527,01 ευρώ, στον 3ο, το ποσό των 29.424,69 ευρώ, στην 4η, το ποσό των 25.681,64 ευρώ, στον 7ο, το ποσό των 25.734,34 ευρώ, στην 8η, το ποσό των 29.853,26 ευρώ, στον 12ο, το ποσό των 25.734,34 ευρώ, στον 13ο, το ποσό των 25.338,76 ευρώ, στον 15ο, το ποσό των 29.151,25 ευρώ, στον 17ο, το ποσό των 26.042,64 ευρώ, στον 18ο, το ποσό των 25.338,86 ευρώ, στην 19η, το ποσό των 13.246,03 ευρώ, στον 20ο, το ποσό των 25.172,70 ευρώ, στην 22η, το ποσό των 45.046,92 ευρώ, στον 23ο, το ποσό των 24.639,72 ευρώ, στον 24ο, το ποσό των 25.403,74 ευρώ, στην 25η, το ποσό των 30.505,42 ευρώ, στην 26η το ποσό των 25.710,84 ευρώ και στον 27ο, το ποσό των 25.681,64 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, ως εν μέρει βάσιμοι και κατ’ουσίαν, κατά παραδοχή, του έβδομου και ένατου λόγου της έφεσης, και του τρίτου πρόσθετου λόγου αυτής, ακολούθως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της κατά το άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τη διάταξή της, που δεν ανατρέπεται με την παρούσα απόφαση, λόγω του ότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της δικαστικής κρίσης [Σ.Σαμουήλ «Η Έφεση» έκδ. 2003 αρ. 1143, ΕφΠειρ (ΜονΝαυτ) 619/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288, ΕφΑνατΚρ 79/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι το επίδομα χρόνου προϋπηρεσίας των εναγόντων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα έπρεπε να υπολογιστεί επί του βασικού μισθού του πρωτοδίκη και ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες τα μνημονευόμενα στο σκεπτικό και το διατακτικό της παρούσας ποσά. Επίσης, πρέπει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, να συμψηφιστούν μεταξύ αυτών, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας ερμηνείας των εφαρμοστέων κανόνων, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 179 εδ.α΄του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τον ν.4842/2021, 183 και 191 παρ.2 του ίδιου κώδικα).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΘΕΩΡΕΙ ως μη ασκηθείσα την από 24-10-2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……………/24-10-2019) έφεση της εναγομένης κατά της υπ’ αριθμ. 2762/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς την 1η, τον 5ο, τον 6ο, τον 9ο, τον 10ο, τον 11ο, την 14η, τον 16ο και τον 21ο των εφεσιβλήτων.

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατά τα λοιπά αυτήν και τους από 30-11-2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. …………./30-11-2020) πρόσθετους αυτής λόγους, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 27-7-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………………/2018) αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι το επίδομα χρόνου προϋπηρεσίας των εναγόντων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, έπρεπε να υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του πρωτοδίκη.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει στους ενάγοντες, ως μισθολογικές διαφορές του χρονικού διαστήματος από 1-8-2016 έως 4-12-2018 : 1/ στον 2ο, ……….., το ποσό των 16.920,99 ευρώ, 2/ στον 3ο, …. …., το ποσό των 2.758,24 ευρώ, 3/ στην 4η, …… …, το ποσό των 8.616,06 ευρώ, 4/ στον 7ο, …….., το ποσό των 24.297,62 ευρώ, 5/ στην 8η, ……… ….. το ποσό των 14.108,73 ευρώ, 6/ στον 12ο, ………, το ποσό των 8.277,48 ευρώ, 7/ στον 13ο, ……….., το ποσό των 8.590,01 ευρώ, 8/ στον 15ο, ………, το ποσό των 17.352,68 ευρώ, 9/ στον 17ο, ………….., το ποσό των 9.267,64 ευρώ, 10/ στον 18ο, ……….., το ποσό των 8.590,01 ευρώ, 11/ στη 19η, ………, το ποσό των 6.830,51 ευρώ, 12/ στον 20ο, ………, το ποσό των 8.446,03 ευρώ, 13/ στην 22η, ………, το ποσό των 33.138,76 ευρώ, 14/ στον 23ο, ………, το ποσό των 7.583,11 ευρώ, 15/ στον 24ο, ………., το ποσό των 8.646,35 ευρώ, 16/ στην 25η, …………, το ποσό των 29.033,01 ευρώ, 17/στην 26η, …………, το ποσό των 2.787,44 ευρώ και 18/ στον 27ο, ……….., το ποσό των 24.251,92 ευρώ.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 24-5-2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ