Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 314/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  314/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Eλληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ. Δημήτριο Βολτή, με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ,

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Νικόλαο Δημουλά με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  2.7.2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../1-8-2016 αγωγή της κατά του νυν εκκαλούντος και του ……….., επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η 3674/2017 μη οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου και στη συνέχεια η 2383/2020 οριστική απόφαση, με την οποία το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, δικάζοντας ερήμην του δεύτερου εναγόμενου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, δέχθηκε την αγωγή.

Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την από 15.9.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …../2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (κατόπιν καταθέσεως της εφέσεως στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο δικαστικός πληρεξούσιος του ΝΣΚ του εκκαλούντος και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 15.9.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως πρώτου εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου κατά της νικήσασας ενάγουσας …………….. προς εξαφάνιση της 2383/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), το οποίο δικάζοντας ερήμην του νυν μη διαδίκου δεύτερου εναγόμενου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 2.7.2016 (με Γ.Α.Κ. …/2016 και Ε.Α.Κ. …./2016) αγωγή, δέχθηκε αυτή, έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στο πρώτο εναγόμενο την 1.9.2020 (βλ. την προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη υπ’ αριθ. Ε-…/1.9.2020 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..) και η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 16.9.2020. Κατόπιν αυτού, η εν λόγω έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικασθεί με την τακτική διαδικασία, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).

Περαιτέρω, η ενάγουσα (νυν εφεσίβλητη) με την παραπάνω αγωγή της κατά του Ελληνικού Δημοσίου (νυν εκκαλούντος) και του ………….. εξέθετε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 1098945/9007/0010/10-11-2003 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Πολιτισμού απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά, υπέρ της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, έκταση κείμενη στην περιοχή “Σχιστό Κορυδαλλού” του Δήμου Κορυδαλλού Αττικής, εμβαδού 115.304,75 τ.μ. και ότι με την 207/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδος αποζημίωσης. Ότι μεταξύ των απαλλοτριωθέντων ακινήτων περιλαμβάνεται και το εμφαινόμενο στον κτηματολογικό πίνακα και στο κτηματολογικό διάγραμμα με αριθμό ιδιοκτησίας 051, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο ακίνητο (αγροτεμάχιο), εμβαδού 168,66 τ.μ., το οποίο φέρεται στον κτηματολογικό πίνακα, κατά τον χρόνο κήρυξης της απαλλοτρίωσης (19-11-2003), ως αγνώστου ιδιοκτήτη, με αποτέλεσμα το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς που δίκασε την υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης ………../31.5.2005 αίτηση της ενάγουσας να αναγνωρισθεί δικαιούχος της ορισθείσας για το ακίνητο αποζημίωσης, με την 4066/2006 απόφασή του να απέχει από την έκδοση αποφάσεως. Ότι στη συνέχεια, κατόπιν άσκησης εκ μέρους της ενάγουσας, της από 30.8.2010 αγωγής, με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, να αναγνωριστεί δικαιούχος της καθορισθείσας αποζημίωσης, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας με την ειδική διαδικασία των απαλλοτριώσεων και όχι με την τακτική διαδικασία, με την οποία είχε εισαχθεί η αγωγή, με την 4199/2012 απόφασή του απείχε εκ νέου από την έκδοση απόφασης σχετικά με την αναγνώριση της ενάγουσας ως δικαιούχου της αποζημίωσης, κρίνοντας ότι το απαλλοτριωθέν ακίνητο διεκδικείται από περισσότερους και είναι δυσχερής η διακρίβωση του δικαιούχου. Ότι κατά της τελευταίας αυτής απόφασης, η ενάγουσα άσκησε την από 23.11.2012 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η 310/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που απέρριψε την έφεση. Ότι η ενάγουσα απέκτησε την κυριότητα του ανωτέρω απαλλοτριωθέντος ακινήτου με ΚΑΕΚ …………., δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../7.5.1977 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβ/φου Πειραιώς, ……….., νομίμως μεταγεγραμμένου, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. ………./3.9.1981 προικοσύμφωνο του συμβ/φου Πειραιώς, ……………, νομίμως μεταγεγραμμένου, άλλως δυνάμει τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, καθώς νεμόταν το ακίνητο από το έτος 1977 έως το έτος 2004 ησύχως και αδιαταράκτως με νόμιμο τίτλο, καλή πίστη και διανοία κυρίου, ασκώντας σε  αυτό πάσης φύσεως νόμιμες διακατοχικές πράξεις, καθώς το επισκεπτόταν, το επέβλεπε, το συντηρούσε, το καθάριζε (αποψίλωση χόρτων, απομάκρυνση ριφθέντων μπαζών) και το φρόντιζε, δηλώνοντας παράλληλα αυτό συνεχώς στις σχετικές φορολογικές της δηλώσεις και στις δηλώσεις των στοιχείων ακινήτων της, όπως άλλωστε τις ανωτέρω πράξεις διενεργούσαν και οι δικαιοπάροχοί της, προσμετρώντας, έτσι, στη δική της νομή και τη νομή των δικαιοπαρόχων της. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος, δυνάμει της 1335/2005 ήδη τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αναγνωρίσθηκε κύριος ενός ακινήτου εκτάσεως 827,80 τ.μ., του οποίου τμήμα αποτελεί το επίδικο αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας της, με αποτέλεσμα να προκαλείται αμφισβήτηση της κυριότητας επ’ αυτού. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η ενάγουσα ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι είναι κυρία του ως άνω αναφερόμενου ακινήτου και δικαιούχος της οριστικής αποζημίωσης, που καθορίσθηκε με την 207/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και που έχει ήδη κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων Αθηνών. Περαιτέρω ασκήθηκε η από 24.10.2016 κύρια παρέμβαση από το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΠαλαιόνΕκκλησιαστικόνΤαμείον”, το οποίο ισχυριζόταν ότι η παραπάνω έκταση αποτελεί τμήμα μείζονος ακινήτου, το οποίο ανήκε στην κυριότητα της Ιεράς Μονής ……….. και από το έτος 1836 που η Μονή διαλύθηκε, το εν λόγω ακίνητο περιήλθε σε εκείνο (κυρίως παρεμβαίνον). Ζητούσε, λοιπόν, να απορριφθεί η αγωγή και να αναγνωρισθεί το ίδιο αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος του επίδικου ακινήτου, να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής στα σχετικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» και να διαταχθεί η εγγραφή του δικαιώματος κυριότητας του ιδίου (κυρίως παρεμβαίνοντος) επί του εν λόγω ακινήτου. Επί της ως άνω αγωγής και της ασκηθείσας κύριας παρέμβασης εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία η 3674/2017 εν μέρει μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η ασκηθείσα κύρια παρέμβαση ως απαράδεκτη, η κύρια αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και το Δικαστήριο, αφού εισήλθε στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από τον ορισθέντα πραγματογνώμονα, αγρονόμο- τοπογράφο μηχανικό, ……………, προκειμένου αυτός να περιγράψει λεπτομερώς και να αποτυπώσει το επίδικο ακίνητο- αγροτεμάχιο, που αναφέρεται στην αγωγή και να αποφανθεί: α) εάν το επίδικο ακίνητο αποτελεί ή μη, εν όλω ή εν μέρει, δασική ή λειβαδική ή εκχερσωμένη παράνομα πρώην δασική ή λειβαδική έκταση, κατά τους ορισμούς του νόμου και εάν υφίσταται εντός του δασική βλάστηση, σε ποιο ποσοστό καλύψεως και τι είδους ή εάν το επίδικο είναι καλλιεργήσιμος αγρός και μέχρι πότε στο παρελθόν διαπιστώνονται ίχνη καλλιέργειάς του και με τι είδους φυτεύματα, 2) ποια η αντίστοιχη φύση των ακινήτων με τα οποία συνορεύει, 3) ποια η δέουσα ερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1937-1945-1960-1978-1998, ως προς την κατά τους χρόνους εκείνους διαπιστωμένη φύση του επιδίκου ως δάσους ή ως αγρού, με συμπερασματική εκτίμηση και της προηγούμενης χρονικά καταστάσεώς του και 4) εάν περιλαμβάνεται το επίδικο ή συμπίπτει εν όλω ή εν μέρει με τις εκτάσεις στις οποίες αναφέρεται η υπ’ αριθ. 108424/1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας περί κήρυξης εκτάσεως ως αναδασωτέας. Αφού διενεργήθηκε η πραγματογνωμοσύνη, ακολούθως με την από 23.12.2019 κλήση της ενάγουσας επαναφέρθηκε η υπόθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την ήδη εκκαλούμενη 2383/2020 οριστική απόφαση, με την οποία αυτό δέχθηκε ότι η ενάγουσα κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο και δη με τα αναφερόμενα πιο πάνω νομίμως μεταγεγραμμένα συμβόλαια παρά κυρίου, ότι η επίδικη έκταση ήταν ανέκαθεν ιδιωτική και όχι δασική, ενόψει δε των ανωτέρω δέχθηκε κατ’ ουσίαν την αγωγή, αναγνώρισε την ενάγουσα αποκλειστική και πλήρη κυρία του επίδικου αγροτεμαχίου και δικαιούχο της αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης που καθορίσθηκε με την 207/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιά. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή του το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται, με τους λόγους που προβάλλει, για εσφαλμένη εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου ως ορισμένου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ερμηνεία του νόμου, που είχε ως αποτέλεσμα να απορριφθεί ο ισχυρισμός του ότι το επίδικο ακίνητο είναι δημόσια δασική έκταση και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η από 2.7.2016 αγωγή της εφεσίβλητης και να καταδικασθεί αυτή στη δικαστική του δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, άλλως αυτή να συμψηφισθεί.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν υποστηρίζει ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, γιατί το διεκδικούμενο φέρεται κατά το αγωγικό δικόγραφο ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου και η ενάγουσα είχε υποχρέωση να προσδιορίσει, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού εδαφικού τμήματος και τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ούτως ώστε να είναι δυνατό στο εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου επίδικου αντικειμένου. Ότι επιπλέον από τα περιγραφόμενα στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής και από την απλή αναφορά και παράθεση των τίτλων της ενάγουσας δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί αν οι συγκεκριμένοι τίτλοι εφαρμόζονται επί του εδάφους, τα δε περιγραφόμενα όρια είναι ασαφή και απροσδιόριστα. Ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου δεν προκύπτει ότι το επίδικο ακίνητο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου. Αντίθετα, τούτο περιγράφεται ως γεωτεμάχιοφέρον δικό του αριθμό Κ.Α.Ε.Κ., όπως εμφανίζεται στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας και δη με τον Κ.Α.Ε.Κ. …………., ότι ως απαλλοτριωθέν εμφαίνεται στο κτηματολογικό διάγραμμα και στον κτηματολογικό πίνακα με αριθμό ιδιοκτησίας …., επιφάνειας (κατά τον κτηματολογικό πίνακα) 168,66 τ.μ., αναφέρεται στην αγωγή ότι μεταβιβάσθηκε ως αυτοτελές ακίνητο αρχικά στην ενάγουσα και στα αδέλφια της κατά τα αναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά κυριότητας δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος ……/1977 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου τουσυμβ/ου Πειραιώς ……., από τον πωλητή …………., ο οποίος είχε αποκτήσει το συγκεκριμένο ακίνητο λόγω αγοράς, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ’ αριθ. …./1963 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβ/φου Αθηνών ……… από τους …………….. και ότι εντέλει με το νομίμως μεταγραφέν υπ’ αριθ. ……../1981 προικοσύμφωνο του συμβ/φου Πειραιώς ………….. μεταβιβάσθηκαν τα αποκτηθέντα από τα αδέλφια της ενάγουσας  εξ αδιαιρέτου ποσοστά κυριότητας, στην ίδια κατά ψιλή κυριότητα και κατ’ επικαρπία στον μέλλοντα σύζυγό της και κατά πλήρη κυριότητα μετά την κατάργηση της προίκας περιήλθε εξ ολοκλήρου το επίδικο ακίνητο στην ίδια. Ότι το συγκεκριμένο ακίνητο βρίσκεται στη θέση “………” του Δήμου Κορυδαλλού Αττικής, είναι μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, επιφάνειας 168,75 τ.μ., εμφαίνεται στο ενσωματωμένο στην αγωγή από 10.5.2004 τοπογραφικό διάγραμμα της διπλωματούχου αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου ……ως το υπ’ αριθ. 2 αγροτεμάχιο του με αριθμό ……. τετραγώνου, με τα στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Α και ότι συνορεύει βόρεια επί πλευράς 13,5 μέτρων με αγροτική οδό, νότια επί πλευράς 13,5 μέτρων εν μέρει με το υπ’ αριθ. 1 αγροτεμάχιο του ίδιου τετραγώνου και εν μέρει με το υπ’ αριθ. 3 αγροτεμάχιο του αυτού επίσης τετραγώνου, ανατολικά επί πλευράς 12,5 μέτρων με το υπ’ αριθ. 4 αγροτεμάχιο του εν λόγω τετραγώνου και δυτικά επί πλευράς 12,5 μέτρων με την οδό ……. Το ως άνω ακίνητο περιγράφεται με ακρίβεια, ήτοι προσδιορίζεται κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, μάλιστα δε αναφέρεται ο αριθμός Κ.Α.Ε.Κ. που φέρει. Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο, προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μία ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (βλ. ΕφΠειρ 68/2021 στην efeteio-peir.gr, ΜονΕφΑθ 2375/2016 στην ΤΠΝ Νόμος, Δ. Παπαστερίου, Κτηματολογικό Δίκαιο, έκδ. 2013 σελ. 687).  Περαιτέρω, το εάν οι τίτλοι που επικαλείται η ενάγουσα εφαρμόζονται επί του εδάφους είναι ζήτημα απόδειξης και δεν σχετίζεται με το ορισμένο της αγωγής της, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν τυγχάνουν ουσία αβάσιμα. Επίσης με τον πρώτο λόγο έφεσης το εκκαλούν υποστηρίζει ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1710 επ., 1192, 1198 και 1094 ΑΚ προκύπτει ότι όταν ο ενάγων επικαλείται κυριότητα επί ακινήτου που απέκτησε με σύμβαση, αρκεί, για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της διεκδικητικής περί κυριότητας αγωγής του, να αναφέρει ότι μεταβιβάστηκε σε αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, καθώς και ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του μεταβιβασθέντος, πλην όμως ότι εάν ο εναγόμενος, με τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας δίκης, αμφισβητήσει ειδικά την κυριότητα επί του επιδίκου στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος, με τις προτάσεις του, να καθορίσει με σαφή έκθεση γεγονότων τον τρόπο κτήσης κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχό του και, αν είναι ανάγκη και των απώτερων δικαιοπαρόχων του, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ, φτάνοντας μέχρι πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, που να δύναται να αντιταχθεί κατά των τρίτων, όπως είναι η έκτακτη χρησικτησία. Ότι επιπλέον σε περίπτωση που ενάγεται το Ελληνικό Δημόσιο και παράλληλα ο ενάγων στηρίζει την κτήση της κυριότητάς του σε δημόσιο κτήμα σε έκτακτη χρησικτησία, είτε εξαρχής, είτε λόγω άρνησης από το εναγόμενο της κυριότητας των άμεσων δικαιοπαρόχων του και της εντεύθεν υποχρέωσής του για αναγωγή σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης, ο ενάγων πρέπει να αναφέρει στην αγωγή του (ή να τη συμπληρώσει με τις προτάσεις του) τη συνδρομή στο πρόσωπο αυτού και των δικαιοπαρόχων του όλων των αναγκαίων για τη θεμελίωσή της όρων, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντοςβυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες κατ’ άρθρο 51 ΕισΝΑΚ έχουν εφαρμογή για τον πριν την εισαγωγή του ΑΚ χρόνο, δηλαδή τη νομή επί του πράγματος και μάλιστα συγκεκριμένες πράξεις νομής επί του συγκεκριμένου επίδικου ακινήτου, δηλωτικές της βούλησής τους να το έχουν ως κύριοι και ικανές να προσπορίσουν την κυριότητα, τον νόμιμο χρόνο άσκησης της νομής, ο οποίος σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ/1912 και το άρθρο 21 του Ν. Δ/τος 29-4/16-3-1926 θα έπρεπε να είναι τριακονταετής και να είχε συμπληρωθεί έως την 11.9.1915, δεδομένου ότι έκτοτε ισχύει το απαράγραπτο των εμπράγματων δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου και δεν υπάρχει δυνατότητα κτήσης κυριότητας και διάνοια κυρίου με καλή πίστη, προκειμένου δε να συνυπολογισθεί ο χρόνος χρησικτησίας των προκτητόρων στον χρόνο νομής του χρησιδεσπόζοντος απαιτείται να αναφέρεται ότι ο τελευταίος έχει γίνει κατά τον καθοριζόμενο από το προγενέστερο του ΑΚ δίκαιο νόμιμο τρόπο, καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτών. Ότι εν προκειμένω η ενάγουσα και νυν εφεσίβλητη δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος με τις προτάσεις της να καθορίσει με σαφή έκθεση γεγονότων το τρόπο κτήσης κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχό της και των απώτερων δικαιοπαρόχων της, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ, φτάνοντας μέχρι πρωτότυπο κτήσης κυριότητας, που να δύναται να αντιταχθεί κατά των τρίτων και του Δημοσίου καίτοι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αμφισβήτησε την κυριότητα των φερόμενων ως δικαιοπαρόχων της ενάγουσας. Σχετικά με τις παραπάνω αιτιάσεις σημειώνονται τα εξής:Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094 ΑΚ και 70ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τόσο η αναγνωριστική περί κυριότητας ακινήτου, όσο και η διεκδικητική αγωγή αρκεί, για να είναι ορισμένη, να αναφέρει τη συμβολαιογραφική μεταβιβαστική πράξη μεταξύ ενάγοντος και του αμέσου δικαιοπαρόχου του και τη νόμιμη μεταγραφή αυτής. Αν όμως ο εναγόμενος, με τις προτάσεις του της πρωτοβάθμιας συζήτησης αμφισβητήσει ειδικώς την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος επί του επιδίκου, ο ενάγων είναι υποχρεωμένος, με τις προτάσεις της ίδιας συζήτησης, να καθορίσει με σαφή έκθεση γεγονότων τον τρόπο κτήσης κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχό του και, αν είναι ανάγκη και των απωτέρων δικαιοπαρόχων του, κατ` επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 224ΚΠολΔ φθάνοντας μέχρι πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας, που μπορεί να αντιταχθεί κατά των τρίτων, όπως είναι η έκτακτη χρησικτησία. Διαφορετικά η παράλειψη συμπλήρωσης της αγωγής επιφέρει την απόρριψή της λόγω αοριστίας. Στην περίπτωση, όμως, που στο αγωγικό δικόγραφο ο ενάγων ιστορεί (καθ` υποφορά) ότι κατέστη κύριος του επιδίκου και πρωτοτύπως, με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, με την παράθεση εκ μέρους του διακατοχικών επ` αυτού (επιδίκου) πράξεων επιδηλωτικών της νομής του, επί διάστημα μείζον του απαιτούμενου κατά νόμο χρόνου της δεκαετίας και εικοσαετίας, αντίστοιχα (άρθρα 1041 και 1045 ΑΚ), παρέλκει η ανωτέρω συμπλήρωση (ΑΠ 432/2019 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα αφενός υποστηρίζει ότι το επίδικο ακίνητο ήταν πάντα ιδιωτικό και όχι δημόσιο ώστε να μη χρειάζεται να αναφερθεί σε χρησικτησία των δικαιοπαρόχων της σε βάρος του Δημοσίου, αφετέρου διαλαμβάνει σχετικά με τις πράξεις νομής που ασκούσε η ίδια και οι δικαιοπάροχοί της στο εν λόγω ακίνητο τα κάτωθι: «Έτσι, κατόπιν όλων των προαναφερόμενων διαδοχικών μεταβιβάσεων, το επίμαχο αγροτεμάχιο περιήλθε στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή μου κατά τον ως άνω τρόπο, ενώ παράλληλα από το έτος 1977 έως και το έτος 2004 νεμόμουν και διακατείχα αυτό, προσμετρουμένης και της νομής των προαναφερομένων δικαιοπαρόχων μου, συνεχώς- αδιαλείπτως- ανεπιλήπτως- αδιαφιλονικήτως- ησύχως και αδιαταράκτως με νόμιμο τίτλο, καλή πίστη και διανοία κυρίου ασκούσα και ενεργούσα επ’ αυτού πάσης φύσεως νόμιμες, ανεπίληπτες και αδιατάρακτες διακατοχικές πράξεις ως επισκεπτόμενη, επιβλέπουσα, συντηρούσα, καθαρίζουσα (αποψίλωση χόρτων, απομάκρυνση ριφθέντων μπαζών) και φροντίζουσα αυτό, δηλώνοντας παράλληλα αυτό συνεχώς στις σχετικές φορολογικές μου δηλώσεις και στις δηλώσεις μου στοιχείων ακινήτων, τις ίδιες δε ακριβώς διακατοχικές πράξεις διενεργούσαν και οι δικαιοπάροχοί μου. Επομένως, κατόπιν όλων των προαναφερομένων, κατά το χρόνο κήρυξης (19-11-2003) και συντέλεσης (19-11-2004) της επίμαχης ως άνω απαλλοτριώσεως, είχα καταστεί αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος του προπεριγραφομένου αγροτεμαχίου στη θέση «….» του Δήμου ….. Αττικής τόσο με παράγωγο τρόπο όσο και με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας» (βλ. σελίδα 6 της αγωγής). Επομένως, η ενάγουσα επικαλείται ήδη καθ’ υποφοράν στην αγωγή της την κτήση κυριότητας του επίδικου ακινήτου από την ίδια και τους δικαιοπαρόχους της όχι μόνο με τον παράγωγο τρόπο αλλά και με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας,  δε αγωγή είναι πλήρως ορισμένη και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν τυγχάνουν ουσία αβάσιμα.

Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο έφεσης το εκκαλούν παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προέβη σε κακή εκτίμηση των προσκομισθεισών από το Ελληνικό Δημόσιο αποδείξεων, ενώ, ακόμα, ενόψει της κακής εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις περί κτήσης έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Ότι ειδικότερα η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμέναερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του από 17/29-11-1836 Β. Δ/τος και απέρριψε τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ότι η επίδικη έκταση είναι δημόσια δασική έκταση. Τούτο δε ενώ το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο επικαλέστηκε το υπ’ αριθ. πρωτ. …../15-3-2012 έγγραφο της Δ/νσης Δασών Δυτικής Αττικής, Τμήμα Δασικών Χαρτογραφήσεων, σύμφωνα με το οποίο η επίδικη έκταση συμπεριλαμβάνεται στην υπ’ αριθ. ……../9-9-2002 Δήλωση ιδιοκτησίας που υπέβαλε ο Γ.Γ.Π.Α. για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου προς το κτηματολογικό γραφείο, που προβλέπεται στο άρθρο 2 του ν. 2308/1995 για τις δασικές εκτάσεις του ΟΤΑ Κορυδαλλού, για τις οποίες ισχύει το μαχητό τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου σύμφωνα με τη δασική νομοθεσία. Ότι επίσης περιλαμβάνεται και στην υπ’ αριθ. ……../7-3-2003 ένσταση που υπέβαλε ο Γ.Γ.Π.Α., προκειμένου να καταχωρηθεί στο Ελληνικό Δημόσιο ως δημόσια δασική έκταση. Ότι περαιτέρω, λόγω της έντονης ανθρωπογενούς επίδρασης και ιστορικών συγκυριών (εγκατάσταση προσφύγων στην περιοχή, τις ανάγκες τους σε ξύλευση, υπερβόσκηση κλπ), η χλωρίδα που κάλυπτε την περιοχή κατά καιρούς υποβαθμίστηκε, διατηρώντας όμως το δασικό χαρακτήρα της, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το ότι αυτή είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την υπ’ αριθ. 108424/1934 (ΦΕΚ Β’ 133) απόφαση του Υπουργού Γεωργίας «περί κηρύξεως ως αναδασωτέας της περιοχής του λεκανοπεδίου Αθηνών», η οποία σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 2778/1988 απόφαση της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε. είχε ως στόχο την προστασία των αναδασωτέων αυτών εκτάσεων, προστασία που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 117 παρ.3 του Συντάγματος. Ότι όπως προκύπτει από την από 3-3-2003 εισήγηση που συνέταξε η δασολόγος Ε. Γεωργαρά για εφαρμογή του άρθρου 14 του ν. 998/1979, κατόπιν αυτοψίας που πραγματοποιήθηκε την 6.2.2003 στην ευρύτερη απαλλοτριωθείσα έκταση των 115,311 στρεμμάτων, αυτή συνορεύει βόρεια, νότια και ανατολικά με δασική έκταση. Ότι μοναδική αρμόδια υπηρεσία για να αποφανθεί κατά πόσο μια έκταση αποτελεί δάσος ή είναι δασική είναι το οικείο Δασαρχείο, το οποίο ενεργεί εφαρμόζοντας και ερμηνεύοντας αεροφωτογραφίες που υπάρχουν και αφορούν στην επίδικη περιοχή. Ότι η διακρίβωση του χαρακτήρα της έκτασης γίνεται βάσει των πορισμάτων και μεθόδων της επιστήμης της δασολογίας και στηρίζεται κυρίως στην ερμηνεία των αεροφωτογραφιών, αποτελεί δε διοικητικής φύσεως ζήτημα, η κρίση επί του οποίου ανήκει στη Διοίκηση και υπόκειται σε περίπτωση αμφισβήτησης, στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ότι η επίδικη έκταση δεν μπορεί να αποβάλλει τον δασικό της χαρακτήρα, λόγω καταστροφής ή αποψίλωσης της δασικής βλάστησης, αφού η διαπίστωση του δασικού χαρακτήρα ανάγεται στο παρελθόν, σύμφωνα δε με τον θεμελιώδη κανόνα του άρθρου 117 παρ.3 του Συντάγματος, άπαξ δάσος, πάντα δάσος. Ότι κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο αυτό δεν δύναται να προβεί σε διαφορετικό από τον πιστοποιούμενο με όλα τα ανωτέρω έγγραφα των αρμόδιων δασικών υπηρεσιών χαρακτηρισμό των επίδικων εκτάσεων, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ως πλήρως αποδεδειγμένος ο δασικός χαρακτήρας αυτών. Ότι σύμφωνα με τα παραπάνω, τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής το άρθρο 62 παρ. 1 του ν. 998/79, το οποίο καθιερώνει το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου και ορίζει ότι «επί των πάσης φύσεως αμφισβητήσεων ή διενέξεων ή δικών μεταξύ του Δημοσίου είτε ως ενάγοντος, είτε ως εναγομένου, είτε ως αιτούντος, είτε ως καθ’ ου η αίτηση και φυσικού ή νομικού προσώπου, όπερ επικαλείται ή αξιοί οιοδήποτε δικαίωμα εμπράγματο ή μη, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων, ή των εις το αρ. 74 του παρόντος νόμου αναφερομένων εδαφών, το ως άνω φυσικόν ή νομικό πρόσωπον οφείλει να αποδείξει την παρ’ αυτώ ύπαρξιν του δικαιώματός του». Ότι εξάλλου το Ελληνικό Δημόσιο είναι εξοπλισμένο με το τεκμήριο κυριότητας επί των δασών και δασικών εκτάσεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Δασικού Κώδικα και το άρθρο 60 παρ.1 του ν. 998/79, που επαναλαμβάνουν προϊσχύσαν δίκαιο (βλ. άρθρο 46 του ν. 4173/1929, καθώς και τις διατάξεις του ν. δ/τος 17-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών») και συνεπώς κάθε δασική έκταση ανήκει κατά τεκμήριο στο Δημόσιο, εκτός αν αποδεδειγμένα ανήκει σε ιδιώτη ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου με βάση είτε α) απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, είτε β) απόφαση της Επιτροπής του ν. δ/τος 17-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών», είτε γ) χρησικτησία πλέον των 30 ετών συμπληρωμένη μέχρι την 11.9.1915, είτε δ) με πράξη παραχώρησης εκ μέρους του Δημοσίου σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στους α.ν. 857/1937 και 1747/1939. Ότι τέλος η επίδικη έκταση είχε ανέκαθεν δασικό χαρακτήρα σύμφωνα με όλους τους νόμους περί δασών που ίσχυσαν μέχρι σήμερα (Ν. ΚΘ’ 31-1/19-2-1864 περί βοσκησίμων γαιών, Β.Δ. 3/16-12-1833 περί διορισμού φόρου βοσκής κτλ, Ν ΔΝ Ζ 1912, Ν. ΑΧ θ/1860, Ν. 3077/1984, Ν. 5263/1931, Ν. 4687/1930, Ν. ΑΧΝ/1886, Ν.Δ. 86/69, Ν. 916/71, 177/1975, Ν. 248/1976, Ν. 998/79 κλπ).

Επί του ισχυρισμού του εκκαλούντος ότι το πρωτοβάθμιο και το παρόν Δικαστήριο δεσμεύονται ως προς τη διάγνωση του δασικού χαρακτήρα του επίδικου ακινήτου από τη δήλωση ιδιοκτησίας που υπέβαλε ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Αττικής για λογαριασμό του Δημοσίου προς το κτηματολογικό γραφείο, από την υποβολή εκ μέρους του ενστάσεως για να καταχωρηθεί και το επίδικοως δημόσια δασική έκταση, από την εισήγηση που συνέταξε η δασολόγος ……… για την εφαρμογή του άρθρου 14 του ν. 998/79 και από την υπ’ αριθ. 108424/1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας «περί κηρύξεως ως αναδασωτέας της περιοχής του λεκανοπεδίου Αττικής» σημειώνονται τα εξής: Όταν τα πολιτικά δικαστήρια επιλαμβάνονται υπόθεσης, που, κατά το νόμο, ανήκει στη δικαιοδοσία τους, όπως τούτο συμβαίνει, όταν αντικείμενο της διαφοράς είναι η κυριότητα ιδιώτη σε ακίνητο, για το οποίο το Δημόσιο ισχυρίζεται, ότι του ανήκει, λόγω του δασικού ή του χορτολιβαδικού του χαρακτήρα, στο πλαίσιοτης δίκης αυτής το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να ερευνήσει, έστω και παρεμπιπτόντως, κάθε ζήτημα, ακόμα και διοικητικής φύσης, που αποτελεί πρόκριμα και είναι αναγκαίο για την επίλυση της ενώπιόν του ιδιωτικής διαφοράς (άρθρα 1, 2ΚΠολΔ, ΑΠ 445/2020,ΑΠ 547/2016 στην ΤΝΠ Νόμος). Για τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικού ή μη χαρακτήρα αρμόδια είναι τα κατά τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας όργανα με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που αυτή προβλέπει. Με το άρθρο 14 του ν. 998/1979 θεσπίζεται ειδική ενδικοφανής διαδικασία για τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή μη, με σκοπό την επίλυση του σχετικού ζητήματος κατά τρόπο δεσμευτικό τόσο για τη διοίκηση, όσο και για τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες (ΣτΕ 885/2008). Οι αποφάσεις του Δασάρχη και των Επιτροπών Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων, Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας (άρθρ. 10 παρ. 3 ν. 998/1979) σχετικά με τον χαρακτήρα ορισμένης έκτασης ως δασικής ή μη συνίσταται στη διαπίστωση υφιστάμενης πραγματικής (φυσικής) κατάστασης και των τυχόν πρόσφατων αλλοιώσεών της. Η σχετική διαπίστωση ανάγεται και στο παρελθόν, όταν η μεταβολή του δασικού χαρακτήρα οφείλεται σε καταστροφή ή παράνομη εκχέρσωση. Οι επιτροπές είναι αρμόδιες, μεταξύ άλλων, να επιλύουν διαφορές ως προς τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως χορτολιβαδικής ή μη κατά την προαναφερθείσα διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979 ανεξάρτητα από το αν αυτή είναι δημόσια ή ιδιωτική, όπως τούτο συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 8, 14 και 74 παρ. 3 του ίδιου νόμου. Η επίλυση της σχετικής δασικής αμφισβήτησης ανάγεται μόνο στον προσήκοντα χαρακτηρισμό ορισμένης έκτασης και δεν εκτείνεται σε θέματα αναγνώρισης της κυριότητας ή της διαχείρισης των χορτολιβαδικών εκτάσεων (ΑΠ 241/2021, ΑΠ 1182/2018 στην ΤΝΠ Νόμος). Αν δεν έχει εκδοθεί πράξη χαρακτηρισμού για την επίδικη έκταση, το πολιτικό δικαστήριο ασκεί ουσιαστικό μεν έλεγχο, προκειμένου να υπαγάγει αυτήν στην έννοια του δάσους, δασικής ή χορτολιβαδικής έκτασης, η κρίση του, όμως, είναι παρεμπίπτουσα, διότι κατά την κείμενη νομοθεσία ο χαρακτηρισμός μιας εκτάσεως ως δασικής ανατέθηκε, κατά τρόπο αποκλειστικό τόσον για την Διοίκηση όσο και για τους ενδιαφερομένους ιδιώτες, στον αρμόδιο δασάρχη και στις οικείες επιτροπές επίλυσης δασικών αμφισβητήσεων και ως εκ τούτου οι τελευταίοι (δασάρχης, επιτροπές) δεν δεσμεύονται από την προηγούμενη κρίση των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων (ΣτΕ 2996-2997/2003 στην ΤΝΠ Νόμος). Αν όμως έχει προηγηθεί η έκδοση πράξης χαρακτηρισμού ή απόφασης των προαναφερόμενων επιτροπών επίλυσης δασικών αμφισβητήσεων το πολιτικό δικαστήριο περιορίζεται μόνο σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας της πράξης ή της απόφασης, ενώ είναι απαράδεκτος ο από μέρους του έλεγχος της ουσιαστικής κρίσης των παραπάνω διοικητικών οργάνων, οι αποφάσεις των οποίων έχουν τη μορφή της εκτελεστής διοικητικής πράξης που υπόκειται στο ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Σ.τ.Ε. Δηλαδή, αν οι αποφάσεις των Επιτροπών Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων δεν ακυρωθούν από το Σ.τ.Ε. ή δεν κριθούν κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχο των πολιτικών δικαστηρίων ως μη νόμιμες, δεσμεύουν τα τελευταία, τα οποία δεν μπορούν να εκφέρουν διαφορετική κρίση ως προς την υπόσταση των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής ή μη (βλ. ΑΠ 901/1998 ΔΕΝ 1999. 1330 αναφορικά με τον παρεμπίπτοντα έλεγχο των πολιτικών δικαστηρίων και τα όριά του). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 3, 14 και 41 του ν. 998/1979, καθώς και των παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του π.δ. 1141/1980 (ΦΕΚ 288 Α΄), προκύπτει ότι εάν έχει εκδοθεί πράξη κήρυξης έκτασης ως αναδασωτέας, δηλαδή ως καταστραφέντος ή υποβαθμισθέντος δασικού οικοσυστήματος, το οποίο χρήζει αποκατάστασης, δεν υπάρχει πλέον έδαφος χαρακτηρισμού της έκτασης ως δασικής ή μη. Τα όργανα του άρθρου 14 του ν. 998/1979 δεσμευόμενα από τη μη ελεγχόμενη παρεμπιπτόντως πράξη αναδάσωσης, οφείλουν είτε να απόσχουν από την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού, είτε να περιορισθούν απλώς στη διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη έκταση έχει κηρυχθεί αναδασωτέα και, ως εκ του λόγου αυτού, αποτελεί δασική έκταση (ΣτΕ 3624/2014, 2717/2012, 4535/2011, 3915/2010, 3172/2008, 3448/2007 επταμ., ΔΕφΑθ 182/2021 στην ΤΝΠ Νόμος).  Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη από το ίδιο το εκκαλούν υπ’ αριθ. πρωτ. …./6-3-2003 απάντηση επί αιτήματος που απευθύνεται στον Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού-Διεύθυνση Μελετών Αθλητικών Έργων προκύπτει ότι για την επίδικη έκταση δεν έχει εκδοθεί πράξη χαρακτηρισμού αυτής ως δασικής κατά το άρθρο 14 του ν. 998/1979. Επίσης στο προσκομιζόμενο ομοίως από το εκκαλούν υπ’ αριθ. πρωτ. …./19-3-2012 έγγραφο του Δασάρχη Αιγάλεω με θέμα «Αποστολή στοιχείων σχετικά με την έρευνα για την έκταση με ΚΑΕΚ ……….. στον προσωρινό κτηματολογικό πίνακα του κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας» αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «Η ανωτέρω έκταση περιλαμβάνεται εντός ευρύτερης εκτάσεως, για την οποία έχει εκδοθεί το υπ’ αριθμ. …./6-3-2003 έγγραφό μας, σύμφωνα με το οποίο η ευρύτερη και η συγκεκριμένη έκταση έχει κηρυχθεί αναδασωτέα με την υπ’ αριθμ. 108424/34 (ΦΕΚ 133Β’) απόφαση του Υπουργού Γεωργίας. Στη συνέχεια έγινε άρση αναδάσωσης εκτάσεως (103,061) στρ. εντός της οποίας περιλαμβάνεται και η επίδικη έκταση των (0,169) στρ. με την υπ’ αριθμ. 1236/4-8-2003 απόφαση του Γεν. Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής προκειμένου να ανεγερθεί το Αθλητικό Κέντρο Κορυδαλλού το οποίο αποτελεί Ολυμπιακό έργο». Επομένως στην ένδικη περίπτωση δεν έχει εκδοθεί εκτελεστή διοικητική πράξη που να χαρακτηρίζει το επίδικο ακίνητο ως δασικό, ούτε βρίσκεται σε ισχύ ως προς αυτή η ως άνω επικαλούμενη υπ’ αριθ. 108424/34 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας περί αναδάσωσης, οπότε τόσο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσο και το παρόν δύνανται να εξετάσουν τον δασικό ή μη χαρακτήρα του επίδικου ακινήτου χωρίς να δεσμεύονται από τα ως άνω επικαλούμενα από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο έγγραφα, βάσει των οποίων διάφορα όργανα αυτού θεωρούν την επίδικη έκταση, δασική. Συνακόλουθα, η σχετική ως άνω αιτίαση που προβάλλεται με τον παραπάνω λόγο έφεσης κατά της εκκαλουμένης ότι μη νόμιμα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προχώρησε σε ελεύθερη αποδεικτική κρίση επί του δασικού ή μη χαρακτήρα του επίδικου ακινήτου, ενώ δεσμευόταν από σχετική απόφαση του οικείου Δασαρχείου τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά τα λοιπά με τον ίδιο υπό στοιχείο 2 λόγο έφεσης το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει προς κρίση τους ισχυρισμούς του ότι πέραν του ότι η επίδικη έκταση τυγχάνει δασική και ότι ως εκ τούτου ισχύει τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου κατά το ν. δ/μα της 17-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών», η ίδια έκταση περιήλθε στην κυριότητά του, νομή και κατοχή και ως εξής: Α) Δυνάμει της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως της 9-7-1832 «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 σχετικών πρωτοκόλλων του Λονδίνου, «δικαιώματι πολέμου» (JUREBELLICO), ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου και των υπηκόων του, στο οποίο ανήκε προ και μέχρι την επανάσταση του 1821.  Β) Άλλως και επικουρικώς, δυνάμει της παραπάνω Συνθήκης και των σχετικών πρωτοκόλλων, ως ανήκουσα προ της επαναστάσεως του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων την είχαν εγκαταλείψει και αναχώρησαν από τις περιοχές των Αθηνών, Πειραιώς, Στερεάς και Πελοποννήσου, που είχαν προσδιορισθεί ως περιοχές μέλλουσες να αποτελέσουν το Ελληνικό Κράτος και κατά συνέπεια δεν δεσπόζονταν πλέον από αυτούς, δεδομένου ότι με τα πρωτόκολλα αναγνωρίσθηκε η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου Κράτους και κανονίσθηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Κράτους στο μέλλον, ως προς τις πρώην ιδιοκτησίες των Οθωμανών. Γ) Άλλως, δυνάμει των διατάξεων του β.δ. 3/15-12-1833, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς ποτέ μέσα στις νόμιμες προθεσμίες να αναγνωρισθεί κανένας, συμπεριλαμβανομένων και της ενάγουσας- ήδη εφεσίβλητης και των δικαιοπαρόχων της, κύριος κατά την προβλεπόμενη διαδικασία. Δ) Άλλως και επικουρικώς, λόγω τακτικής ή διαφορετικά, λόγω έκτακτης χρησικτησίας, δεδομένου ότι από της Επαναστάσεως του 1821 μέχρι και σήμερα, δυνάμει των ως άνω νόμων, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη το Ελληνικό Δημόσιο ενέμετο και κατείχε το επίδικο, με τα αρμόδια όργανά του (δασικούς υπαλλήλους, υπαλλήλους της Δ/νσης Δημοσίων Κτημάτων κλπ), ενεργώντας όλες τις διακατοχικές πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, δηλαδή φύλαξη με δασικούς υπαλλήλους και φύλακες δημοσίων κτημάτων, οριοθέτηση, καταμέτρηση, περίφραξη, μισθώσεις της χρήσης της επίδικης έκτασης ως βοσκήσιμης, βεβαίωση και είσπραξη ενοικίων κλπ. Ε) Άλλως και επικουρικώς, ότι το επίδικο περιήλθε κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο ως αδέσποτο χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης δυνάμει του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και των ομοίων διατάξεων των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων, 2 παρ.1 Α.Ν. 1539/38 και 972 ΑΚ, εφόσον πριν τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους και μετά αυτή δεν εξουσιάσθηκε ποτέ ούτε από την ενάγουσα-εφεσίβλητη και τους φερόμενους ως δικαιοπαρόχους της, ούτε από κανένα άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

Ως προς τους παραπάνω ισχυρισμούς που προβάλλει το εκκαλούν-εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο περί ιδίας αυτού κυριότητας στο επίδικο και ως προς τις νομικές αιτίες που επικαλείται, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” προκύπτει, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο. Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κων/λεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά, τη διάρκεια της τρίτης Τούρκικης κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από 25.5.1827 έως 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κων/λεως (ΑΠ 1354/2013). Εξ ετέρου κατά τα άρθρα 1,2 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου επί κάθε έκτασης που αποτελεί, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (29.11.1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκε νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 κωδ. (7.32), ν.9 παρ.1 πανδ. (50.14) ν.76 παρ. 1 πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 πανδ. (23.3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23.2.1946), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”. Πλην όμως προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις 11.9.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Εξ ετέρου κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία συνεχή εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση, η περιμάνδρωση, η περιτοίχιση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η δήλωσή του στη φορολογική αρχή κ.α. χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του β.δ. της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) και που έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχεκαταστεί κύριος τους το Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 160/2014). Επίσης, τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο με το άρθρο 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διοικήσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίστηκε “ότι όλα τα παρ` ιδιωτών ή μόνο τούτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα καθώς και τα των …ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο”. Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου των ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2. 1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, δηλαδή των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.6/10.7.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψής του, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραίτησης αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραίτησης από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν ΒΡΔ, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “περί διακρίσεως κτημάτων” τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου”, ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 1840/2017). Οι στηριζόμενοι στις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση αυτών των ισχυρισμών (καταλυτικών ενστάσεων), πρέπει να αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών του και εντεύθεν της απόρριψής τους τις φέρει εκείνο (Δημόσιο) και όχι ο ενάγων (ΑΠ 1182/2018 στην ΤΝΠ Νόμος).  Κατ’ εξαίρεση, εάν το Δημόσιο προβάλλει ότι το επίδικο είναι δημόσιο δάσος περιελθόν σ’ αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, οπότε τεκμαίρεται ότι έχει επ’ αυτού κυριότητα, ο ενάγων μπορεί να αρκεστεί στην άρνηση της ιδιότητας του επιδίκου ως δάσους και ως δημοσίου κτήματος, προς απόκρουση του ισχυρισμού της κυριότητος του Δημοσίου σ’ αυτό, πλην όμως λόγω του υφισταμένου τεκμηρίου κυριότητος βαρύνεται με την απόδειξη του αρνητικού του ισχυρισμού ότι το επίδικο δεν φέρει το χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 712/2015 στη ΤΝΠ Νόμος). Οι παραπάνω ισχυρισμοί του εκκαλούντος-εναγόμενου τυγχάνουν παραδεκτοί και νόμιμοι παρά τα όσα αντίθετα δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και θα εξετασθούν παρακάτω στην ουσία τους.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων οι καταθέσεις μαρτύρων σε προηγούμενη πολιτική δίκη που περιέχονται στα υπ’ αριθ. …../2012 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, η από 5.5.2011 τεχνική έκθεση της αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ……… που εκτιμάται ελεύθερα ως ιδιωτική γνωμοδότηση κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ και τα σχεδιαγράμματα του επίδικου ακινήτου που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από την υπ’ αριθ. ………./25-11-2019 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την 3674/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά πραγματογνώμονα, αγρονόμου και τοπογράφου μηχανικού ……….. που εκτιμάται ελεύθερα απ’ το Δικαστήριο κατ’ άρθρο 387 ΚΠολΔ, καθώς και από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας κατ’ άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθ. 1098945/9007/0010/10-11-2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Πολιτισμού(ΦΕΚ Δ’ 1225/19-11-2003) κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση εδαφικής εκτάσεως συνολικού εμβαδού 115.304,75 τ.μ. στην περιοχή «. ….» του Δήμου …….. του νομού Αττικής, για λόγους δημόσιας ωφέλειας και ειδικότερα για την ανέγερση συμπληρωματικών αθλητικών εγκαταστάσεων για την ανάπλαση και πολεοδομική αναβάθμιση του χώρου (όπως αθλητικές εγκαταστάσεις, μελλοντικά σχέδια πόλεως, κτιριακές υποδομές κοινής ωφέλειας Δ.Ε.Η. κλπ) προς εξυπηρέτηση διεξαγωγής στην Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Η εν λόγω απαλλοτρίωση κηρύχθηκε υπέρ της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, με δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία (δαπάνη) θα καλυπτόταν από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, ενώ χαρακτηρίστηκε κατεπείγουσα λόγω του σκοπού και της σημασίας της ως ολυμπιακού έργου. Τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα εμφαίνονται στα από 16.5.2003 κτηματολογικά διαγράμματα και στον αντίστοιχο κτηματολογικό πίνακα της Διεύθυνσης Δ 12 του ΥΠΕΧΩΔΕ και της Διεύθυνσης Μελετών Αθλητικών Έργων της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, τα οποία συνέταξε για την «……………….» ο τοπογράφος μηχανικός ……….. και θεωρήθηκαν από τη Διευθύντρια της ως άνω Διεύθυνσης Μελετών Αθλητικών Έργων της Γ.Γ.Α., αρχιτέκτονα μηχανικό ………… Ακολούθως με τις 1775/2004 και 2156/2004 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία απαλλοτριώσεων) καθορίστηκε η προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης για τις απαλλοτριωθείσες εκτάσεις, παρακατεθείσας της σχετικής προσωρινής αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων την 2.9.2005, ενώ με την 207/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς καθορίστηκε και η οριστική τιμή μονάδας, παρακατεθείσας της σχετικής αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων την 13.8.2007. Μεταξύ δε των εκτάσεων που απαλλοτριώθηκαν περιλαμβάνεται και η ιδιοκτησία με αύξοντα αριθμό κτηματολογικού πίνακα …., εμβαδού 168,66 τ.μ., όπως αποτυπώνεται στο ανωτέρω αναφερόμενο κτηματολογικό διάγραμμα, η οποία στους κτηματολογικούς πίνακες αναφέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Το επίδικο ακίνητο (αγροτεμάχιο) έχει λάβει Κ.Α.Ε.Κ. …….., βρίσκεται στη θέση «. ……» του Δήμου …….. Αττικής, εκτός σχεδίου πόλεως, τυγχάνει μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο σύμφωνα μετις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις και εμφαίνεται ως το υπ’ αριθ. 2 αγροτεμάχιο του με αριθμό …. τετραγώνου και με τα στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Α στο από 10.5.2004 τοπογραφικό διάγραμμα της αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού του Ε.Μ.Π., ……….. Το επίδικο ακίνητο, σύμφωνα με το εν λόγω τοπογραφικό, έχει επιφάνεια 168,75 τ.μ. και συνορεύει βόρεια επί πλευράς ΒΓ μήκους 13,5 μέτρων με αγροτική οδό, νότια επί πλευράς ΑΔ μήκους 13,5 μέτρων εν μέρει με το υπ’ αριθ. 1 αγροτεμάχιο του ίδιου τετραγώνου και εν μέρει με το υπ’ αριθ. 3 του αυτού επίσης τετραγώνου, ανατολικά επί πλευράς ΓΔ μήκους 12,5 μέτρων με το υπ’ αριθ. 4 αγροτεμάχιο του εν λόγω τετραγώνου και δυτικά επί πλευράς ΑΒ μήκους 12,5 μέτρων με την οδό …… Το παραπάνω αγροτεμάχιο περιήλθε στην αποκλειστική κυριότητα της εφεσίβλητης-ενάγουσας με τον κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενο τρόπο: Δυνάμει του υπ’ αριθ. ………../7.5.1977 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., νομίμως μεταγεγραμμένουστα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας (στον τόμο …. και με αριθμό ….), περιήλθε στην ενάγουσα από τον …….., η κυριότητα σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου επί του ως άνω ακινήτου, ενώ η κυριότητα του υπόλοιπου 75% εξ αδιαιρέτου επ’ αυτού περιήλθε στα αδέρφια της, ……….. και …….. και δη σε ποσοστό 50% στον πρώτο και σε ποσοστό 25% στον δεύτερο εξ αυτών, ενώ ακολούθως δυνάμει του υπ’ αριθ. …../3.9.1981 προικοσυμφώνου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά ……, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας (στον τόμο ….. και με αριθμό ……), μεταβιβάσθηκε λόγω συστάσεως προίκας από τα ανωτέρω αδέρφια της ενάγουσας, ….. και …….. και περιήλθε σε αυτήν η ψιλή κυριότητα του υπόλοιπου 75% εξ αδιαιρέτου επί του ως άνω ακινήτου ενώ η επικαρπία του εν λόγω ποσοστού 75% εξ αδιαιρέτου επ’ αυτού περιήλθε στον σύζυγο της ενάγουσας …….., πλην όμως μετά την κατάργηση του θεσμού της προίκας (άρθρο 56 του ν. 1329/1983), το επίδικο ακίνητο περιήλθε κατά αποκλειστική και πλήρη κυριότητα στην ενάγουσα. Στον ανωτέρω δε δικαιοπάροχο της ενάγουσας και των αδερφών της, ……, η κυριότητα του ως άνω ακινήτου είχε περιέλθει με αγορά από τους ………….., δυνάμει του υπ’ αριθ. …./3.1.1963 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών, …….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας (στον τόμο … και με αριθμό ….). Μάλιστα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι από την προσεκτική επισκόπηση του ανωτέρω συμβολαίου διαπιστώνεται ότι αναφέρονται σε αυτό αναλυτικά οι τίτλοι κτήσεως των απώτερων δικαιοπαρόχων των πωλητών και μάλιστα σε χρόνο αναγόμενο προ του έτους 1915. Αναφέρεται σχετικά ότι το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει στους πωλητές στο πιο πάνω υπ’ αριθ. …../3.1.1963 συμβόλαιο ως εξής: Στον μεν ………, κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου, εκ κληρονομίας της κατ’ Αύγουστο 1938 ενταύθα αποβιώσασας αδιαθέτου μητρός του …….., στους δε ….., ….. και ……… κατά το έτερο ήμισυ εξ αδιαιρέτου και σε καθένα κατά το 1/6 εξ αδιαιρέτου εκ κληρονομίας της κατά την 22.7.1949 αποβιώσασας ενταύθα μητρός τους, …………., δυνάμει της από 2.9.1941 ιδιόγραφης διαθήκης της, δημοσιευθείσας και κηρυχθείσας κυρίας από το Πρωτοδικείο Αθηνών την 18.8.1949 δια της υπ’ αριθ. 7075 αποφάσεώς του σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. ……/1949 δήλωσή τους αποδοχής της κληρονομίας αυτής ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ……., νομίμως μεταγεγραμμένη στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιώς (στον τόμο ….. και α.α……). Ότι στις ……. και ……. το ίδιο ακίνητο είχε περιέλθει από κληρονομία του κατά τον Μάρτιο 1913 ενταύθα αποβιώσαντος πατέρα τους …….. δυνάμει της από 22.11.1912 ιδιόγραφης διαθήκης του, δημοσιευθείσας και κηρυχθείσας κυρίας από το Πρωτοδικείο Αθηνών την 8.7.1913 δια της 370/1913 αποφάσεώς του, ενώ στον Γεώργιο Παχύ είχε περιέλθει εξ αγοράς από τον ……. δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../16.10.1875 συμβολαίου του συμβ/φου Αθηνών …….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων (στον τόμο …., με α.α. …….). Εξάλλου, όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα μετ’ επικλήσεως από 5.5.2011 τεχνική έκθεση της αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού, ………, το επίδικο ακίνητο ως περιγράφεται στους προαναφερθέντες τίτλους κτήσεως κυριότητας της ενάγουσας και εμφαίνεται στο από Σεπτεμβρίου 1958 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …….. καθώς και στο από 10.5.2004 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού  ……….. συμπίπτει-ταυτίζεται με την ιδιοκτησία με αριθμό …… που έχει απαλλοτριωθεί δυνάμει της ανωτέρω απόφασης απαλλοτρίωσης, καθώς και με το γεωτεμάχιο με αριθμό Κ.Α.Ε.Κ. ……….. του Εθνικού Κτηματολογίου. Ως προς τη δασική ή μη φύση του επίδικου ακινήτου, ο διορισθείς με την 3647/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά πραγματογνώμονας …………, αφού διενήργησε αυτοψία στην επίδικη έκταση και προέβη σε ερμηνεία των ληφθεισών αεροφωτογραφιών των ετών 1937, 1945, 1960, 1978 και 1998 και του ορθοφωτοχάρτη του Ελληνικού Κτηματολογίου 2010-2011 συνέταξε την με αριθμό ………/25-11-2019 πράξη κατάθεσης έκθεση πραγματογνωμοσύνης, με την οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη έκταση διαχρονικά δεν αποτέλεσε και δεν αποτελεί καλλιεργήσιμο αγρό, αλλά διαχρονικά εμφαίνεται αγροτικής (χέρσας και χορτολιβαδικής) μορφής και ουδέποτε περιελάμβανε δασικά είδη, ενώ μεγάλο τμήμα της καταλαμβανόταν από την παλαιά αγροτική οδό, ακόμη δε ότι νοτίως και ανατολικώς της επίδικης έκτασης διαχρονικά υφίστατο το λατομείο ……. Ιδίως, ο ανωτέρω πραγματογνώμονας επισημαίνει στην προδιαληφθείσα έκθεσή του ότι από την επισκόπηση των αεροφωτογραφιών των ετών 1937, 1945, 1960, 1978 και 1998 διαπιστώνεται ότι η επίδικη έκταση είναι «γυμνή» και αγροτικής (χέρσας) μορφής, μη περιλαμβάνουσα δασικά είδη, ενώ μεγάλο τμήμα της καταλαμβάνεται από την παλαιά αγροτική οδό. Μάλιστα αναφέρει ότι οι όμορες ιδιοκτησίες αυτής είναι της ίδιας μορφής, ενώ έτι περαιτέρω νοτίως και ανατολικώς της επίδικης έκτασης υφίστανται εξορύξεις από το παρακείμενο λατομείο, ήδη δε από το έτος 1978 η περιοχή και ειδικότερα δυτικά της Λεωφόρου ………. έχει αρχίσει να αποκτά οικιστικά χαρακτηριστικά. Συμπερασματικά επίσης ο πραγματογνώμονας αναφέρει ότι σχετικά με την (ούτως ή άλλως παρωχημένη) υπ’ αριθμόν 108424/1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας περί κήρυξης εκτάσεως ως αναδασωτέας δεν τίθεται θέμα καθώς η επίδικη έκταση διαχρονικά ήταν αγροτικής (χέρσας και χορτολιβαδικής) μορφής με κλίση του εδάφους μικρότερη από 40% και κατά συνέπεια δεν περιλαμβάνεται στις αναδασωτέες εκτάσεις. Συγκεκριμένα διαλαμβάνει στην έκθεσή του ότι σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 108424/13-9-1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας για την αναδάσωση εκτάσεων του λεκανοπεδίου Αττικής, εξαιρέθηκαν της αναδάσωσης, μεταξύ άλλων, ιδιωτικές εκτάσεις, οι οποίες ήταν γυμνές ή καλύπτονταν από φρύγανα και ήταν σχεδόν επίπεδοι ή με κλίση μέχρι 40%. Η εν λόγω πραγματογνωμοσύνη κρίνεται πλήρως αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη, ενώ τα συμπεράσματά της δεν αντικρούονται από το πρώτο εναγόμενο.Τα όσα κατέθεσε η δασολόγος της Διεύθυνσης Δασών, ……… στα πλαίσια της ανοιγείσας δίκης επί της ασκηθείσας από 30.8.2010 και με αριθ. κατ. ………/2010 αγωγής της νυν ενάγουσας που στρεφόταν και κατά του Δημοσίου ότι η επίδικη έκταση έχει κυρίως φρυγανώδη βλάστηση και άρα είναι δασική (χωρίς να αναφέρεται η πυκνότητα και το ποσοστό κάλυψης από αυτή του εδάφους) δεν προσεπιβεβαιώνονται από κάποιο έτερο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο και μάλιστα από τον διορισθέντα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονα που επίσης επισκέφθηκε το επίδικο ακίνητο. Αντίθετα, είναι αξιοσημείωτο ότι στην 207/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς περί καθορισμού οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης της ευρύτερης έκτασης, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, ουδεμία αναφορά γίνεται στον δασικό χαρακτήρα της εν λόγω περιοχής. Σημειωτέον ότι το εκκαλούν υποστηρίζει με την έφεσή του ότι το εν λόγω ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στο ιδιωτικό κτήμα …., όπως …, κατά τα ανωτέρω, σύμφωνα με τα σχετικά συμβόλαια φέρεται να είναι ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας-εφεσίβλητης στο επίδικο ακίνητο, επικαλείται δε προς τούτο, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο το υπ’ αριθ. ……/19-3-2012 έγγραφο του Δασαρχείου Αιγάλεω, όπου αναφέρεται ότι «η έκταση των (0,169) στρ. δεν περιλαμβάνεται στην έκταση επί της οποίας έχει αναγνωρισθεί κύριος ο .. ….. με την 813/1909 απόφαση Πρωτοδικείου Αθηνών και διαχειρίζεται ως δημόσια, σύμφωνα με την οικ .893121/74/21-2-2001 διαταγή του Υπουργείου Γεωργίας». Ωστόσο, στην προσκομιζόμενη από την ενάγουσα-εφεσίβλητη από 10.5.2011 υπ’ αριθ. πρωτ. …../2010 βεβαίωση έρευνας δικαιωμάτων Δημοσίου κ Π.Ε.Τ. Ν. 2882/2001 άρθρο 26 που εξέδωσε ο Προϊστάμενος της Κτηματικής Υπηρεσίας Δυτικής Αττικής της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, . ……… καίτοι διαλαμβάνεται ότι το Δημόσιο και το Π.Ε.Τ. προβάλλουν δικαιώματα επί του απαλλοτριούμενου ακινήτου, αναφέρεται σχετικά με το εν λόγω ακίνητο ότι «Από τον Έλεγχο Δημοσίων Κτημάτων που έκανε η υπηρεσία μας προέκυψε ότι: Το απαλλοτριούμενο ακίνητο με α/α ΚΠ 51 εμπίπτει σε μεγαλύτερο κτήμα με την επωνυμία ….. ή …….. που βρίσκεται στη περιοχή «……….»…». Εφόσον λοιπόν η Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου δέχεται ότι το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στο κτήμα με την επωνυμία ….., δεν κρίνεται πειστική η αντίθετη βεβαίωση της Δασάρχη Αιγάλεω στο υπ’ αριθ. πρωτ. ……./19.3.2021 έγγραφο. Επίσης αναφορικά με τον ισχυρισμό του πρώτου εναγόμενου-εκκαλούντος ότι η επίδικη έκταση έχει δασικό χαρακτήρα, καθόσον περιλαμβάνεται σε ευρύτερες εκτάσεις που είχαν κηρυχθεί αναδασωτέες, δυνάμει της υπ’ αριθ. 108424/1934 απόφασης του Υπουργού Γεωργίας, αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον η εν λόγω αναδάσωση, λόγω του εξαιρετικά παρωχημένου χρόνου της κήρυξής της και του γεγονότος ότι αυτή αφορά γενικώς την περιοχή όλου του λεκανοπεδίου Αττικής, που ορίζεται ευρύτατα και χωρίς διάγραμμα, εξαιρουμένων, μάλιστα, σημαντικών κατηγοριών εκτάσεων, δεν συνεπάγεται αυτομάτως την υπαγωγή της επίδικης έκτασης στους περιορισμούς της δασικής νομοθεσίας. Άλλωστε, ήδη από το έτος 2003, έχει εκδοθεί η υπ’ αριθ. 1236/4-8-2003 απόφαση περί άρσης αναδάσωσης του αρμόδιου Γενικού Γραμματεία της Περιφέρειας Αττικής, στην οποία κατά το Δασαρχείο Αιγάλεω συμπεριλαμβάνεται η απαλλοτριωθείσα έκταση, ενώ δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι η ανωτέρω απόφαση έχει ανακληθεί. Προσέτι, ο χαρακτηρισμός μίας έκτασης από το Δημόσιο ως δημόσιας και η καταγραφή της ως δημοσίου κτήματος, δεν αρκούν από μόνα τους για να αποκτήσει κυριότητα το Δημόσιο. Θα πρέπει να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις του νόμου, όπως αναφέρονται ανωτέρω στην οικεία νομική σκέψη. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δασική έκταση και ότι ως εκ τούτου τεκμαίρεται ότι ανήκει στο Δημόσιο, ούτε ότι περιήλθε στο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού κράτους δυνάμει της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως της 9.7.1832 «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 σχετικών Πρωτοκόλλων του Λονδίνου «δικαιώματι πολέμου», καθώς από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι το επίδικο αποτελούσε στο παρελθόν περιουσία του Οθωμανικού κράτους, ούτε αποδείχθηκε ότι ανήκε σε Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι κατά την εποχή των πρωτοκόλλων το είχαν εγκαταλείψει και αναχώρησαν από τις περιοχές που έμελλαν να αποτελέσουν το νέο ελληνικό κράτος, ώστε να μη δεσπόζεται πλέον από αυτούς, ούτε ότι περιήλθε στο εκκαλούν δυνάμει των διατάξεων του β.δ 3/15-12-1833. Ομοίως δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο αποκτήθηκε κατά κυριότητα από το Ελληνικό Δημόσιο, δυνάμει τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας και ότι από την Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα και κατ’ εφαρμογή των νόμων που ίσχυσαν κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, αυτό (το εκκαλούν) με διάνοια κυρίου και καλή πίστη νεμόταν και κατείχε το επίδικο με τα αρμόδια όργανά του (δασικούς υπαλλήλους, υπαλλήλους της Διεύθυνσης Δημοσίων Κτημάτων), ενεργώντας διακατοχικές πράξεις και μάλιστα φύλαξη με δασικούς υπαλλήλους και φύλακες δημοσίων κτημάτων, οριοθέτηση, καταμέτρηση περίφραξη, μισθώσεις της χρήσης της επίδικης έκτασης ως βοσκήσιμης, βεβαίωση και είσπραξη ενοικίων. Η μάρτυρας του Δημοσίου, δασολόγος   ……. που εξετάσθηκε κατά τα ανωτέρω σε παλαιότερη πολιτική δίκη που αφορούσε στο ίδιο ακίνητο κατόπιν άσκησης της από 30.8.2010 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ερωτηθείσα σχετικά δεν ήξερε να απαντήσει αν το Δημόσιο ασκούσε πράξεις νομής στο ακίνητο (βλ. σελίδα 12 στα υπ’ αριθ. ……./23.3.2012 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά). Ούτε άλλωστε το επίδικο περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως αδέσποτο, επειδή δήθεν δεν εξουσιάσθηκε ποτέ από την εφεσίβλητη και τους φερόμενους ως δικαιοπαρόχους της, ούτε από άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι το επίδικο ήταν ανέκαθεν ιδιωτική έκταση, όπως τούτο προκύπτει διαχρονικά από τη σειρά των συμβολαίων που προσκομίσθηκαν και η ενάγουσα απέκτησε κυριότητα επ’ αυτής, με παράγωγο τρόπο δυνάμει των προαναφερόμενων μεταγεγραμμένων νομίμως τίτλων κτήσης. Μάλιστα η ενάγουσα συμπεριελάμβανε το επίδικο ακίνητο στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων ιδιοκτησίας της προς τη Δ.Ο.Υ. Ακράτας, όπου αυτή υπάγεται, όπως τούτο προκύπτει από την προσκομιζόμενη  σε φωτοαντίγραφο σχετική δήλωση του Ε9 της 7.3.1997 και την αντίστοιχη της 20.4.2005, καθώς και στο εκκαθαριστικό σημείωμα ενιαίου τέλους ακινήτων φυσικών προσώπων του έτους 2008. Ενισχυτικό της ανωτέρω κρίσης του Δικαστηρίου ότι η επίδικη έκταση ήταν ιδιωτική αποτελεί και το γεγονός ότι άπαντες οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων αναγνωρίσθηκαν δικαιούχοι της προκατατεθείσας αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης, χωρίς να τίθεται ζήτημα περί του δασικού χαρακτήρα της ευρύτερης περιοχής. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι μια περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνο αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου (πρώτου εναγόμενου-ήδη εκκαλούντος), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, θεωρείτο κατά τον χρόνο κήρυξης της απαλλοτρίωσης από το ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο ως ανήκον σε τρίτο. Όμοια κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την ένδικη αγωγή και αναγνώρισε την ενάγουσα αποκλειστική και πλήρη κυρία του επίδικου αγροτεμαχίου [εννοώντας προφανώς και σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της αγωγής ότι ήταν κυρία κατά τον χρόνο κήρυξης (19.11.2003) και συντέλεσης (19.11.2004) της επίμαχης απαλλοτρίωσης που κηρύχθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 1098945/9007/0010/10.11.2003 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Πολιτισμού (Φ.Ε.Κ. Δ’ 1225/19.11.2003)] και ακολούθως αναγνώρισε αυτή δικαιούχο της αποζημίωσης απαλλοτρίωσης, που καθορίσθηκε με την 207/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων αναφορικά με την επίδικη ιδιοκτησία, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα στην ουσία τους. Μη απομένοντος προς κρίση άλλου λόγου έφεσης, αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, πλην όμως θα συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης με τις αιτιολογίες της παρούσας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ιδίως ως προς τις ενστάσεις του πρώτου εναγόμενου-εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου που το παρόν Δικαστήριο έκρινε στην ουσία τους. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας κατόπιν σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου λόγω της ήττας του κατά την έκβαση της δίκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 15.9.2020 έφεση κατά της 2383/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 1.6.2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ