Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 728/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  728 /2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος –  εναγόμενου: ………, ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πολυχρόνη Περιβολάρη (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βαλάση (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …../2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 60/2021 οριστική απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – εναγόμενος προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 05.03.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../21.04.2021 και ειδικό …./21.04.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../25.05.2021 και ειδικό …../25.05.2021, για τη δικάσιμο της 17.03.2022 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αφού η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 1906/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 94/2011 ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του, όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι αυτός δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεσή του, τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Η προβολή των ισχυρισμών που αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις γίνεται μόνο με το εφετήριο ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων έφεσης (ΑΠ 1075/2013, ΑΠ 907/2014, επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΜονΕφΑθ 72/2022 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει, προηγουμένως, κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 1075/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 45.1100, ΜονΕφΠειρ 433/2016 ΝΟΜΟΣ). Αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τακτική παραδοχή της έφεσης χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 907/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 121/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 307/2018 ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνο ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξόφλησης, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΜονΕφΠειρ 23/2017 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 60/2021 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε ερήμην του εναγόμενου, έκανε δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν με εφαρμογή του τεκμηρίου ερημοδικίας κατ’ άρθρο 271 παρ. 3 του ΚΠολΔ, διότι, λόγω της ερημοδικίας του εναγόμενου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρήθηκαν ομολογημένοι, και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 42.728,00 ευρώ, καθώς και το ισάξιο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής του ποσού των 28.870,00 δολαρίων Η.Π.Α., με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση ενός μηνός από την επίδοση της εξώδικης καταγγελίας, ήτοι από την 04.06.2019. Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο εναγόμενος με την από 05.03.2021 έφεσή του και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 05.03.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 21.04.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./21.04.2021 και ειδικό …../21.04.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 13.01.2021. Επομένως, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, σύμφωνα με το αναφερόμενο στη νομική σκέψη άρθρο 528 του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι ο εναγόμενος ήδη εκκαλών με την έφεσή του αρνείται την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί και να δικασθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – εναγόμενο το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διεθνών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική πολιτεία με στοιχείο θεμελιωτικό αρμοδιότητας ελληνικού δικαστηρίου κατά τις διατάξεις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών (ΑΠ 171/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 803/2000 ΕλΔνη 41. 1599, ΕφΘες 1110/2020 Αρμ. 2021. 657, ΕφΑθ 6073/2001 ΕλλΔνη 44. 209). Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (ΑΠ 803/2000 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 25 εδ. α’ του ΑΚ “Οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη”. Κατά δε το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 (άρθρο 28 του Κανονισμού), αποτελεί έκτοτε εσωτερικό δίκαιο και επικρατεί του άρθρου 25 του ΑΚ, “Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς ή και να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης”, ενώ κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου “Τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν οποτεδήποτε την υπαγωγή της σύμβασης σε δίκαιο άλλο από εκείνο που τη διείπε προηγουμένως, είτε δυνάμει προηγούμενης επιλογής κατά το παρόν άρθρο, είτε δυνάμει άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Κάθε μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου που γίνεται μετά τη σύναψη της σύμβασης δεν θίγει, κατά το άρθρο 11, το τυπικό κύρος της σύμβασης, ούτε επηρεάζει αρνητικά δικαιώματα των τρίτων”. Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι αναγνωρίζεται ο μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου σε μια ενοχική δικαιοπραξία δικαίου, ακόμη και “εν επιδικία”, ρητώς ή σιωπηρώς. Ρητώς, αν οι συμβαλλόμενοι ορίσουν ενώπιον του δικαστηρίου το δίκαιο που θέλουν να διέπει τη συγκεκριμένη σύμβαση που έχουν καταρτίσει, σιωπηρώς δε αναφερόμενοι στις διατάξεις ενός δικαίου, έτσι ώστε να συνάγεται ευκρινώς η βούλησή τους στο να θεωρηθεί το δίκαιο αυτό εφαρμοστέο στη σύμβασή τους (ΑΠ 1115/2015 ΝΟΜΟΣ, AΠ 1383/2008 ΝΟΜΟΣ). Ο οικουμενικός χαρακτήρας του προαναφερόμενου Κανονισμού, ρητά διατυπώνεται στο άρθρο 2 αυτού, στο οποίο ορίζεται ότι «Το καθοριζόμενο από τον παρόντα κανονισμό δίκαιο εφαρμόζεται ακόμη και αν δεν πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους» (ΜονΕφΠειρ 317/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 806-809 του ΑΚ και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ  προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως δανείου, τα οποία πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής περί αποδόσεώς του για το ορισμένο αυτής, είναι α) μεταβίβαση της κυριότητος χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπό την χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωσή τους από τον δεύτερο και β) συμφωνία των ανωτέρω περί αποδόσεως άλλων πραγμάτων της ιδίας ποιότητας και ποσότητας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 του ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Για το ορισμένο της αγωγής αποδόσεως του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ορισμένου ή αορίστου χρόνου (ΑΠ 402/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 992/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 847/2009 ΝΟΜΟΣ). Τα άνω στοιχεία και μόνο είναι αναγκαία για τη στήριξη της αγωγής προς απόδοση του δανείου. Ο σκοπός χρησιμοποιήσεως του δανείσματος και δη με εξουσία αναλώσεώς του από τον δανειζόμενο, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του δανείου, νοείται όμως γενικά και αφηρημένα και όχι ως ο σκοπός για τον οποίο ο δανειζόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα. Ο τελευταίος αυτός σκοπός, όχι μόνο δεν είναι ουσιώδες στοιχείο του δανείου αλλά, κατά κανόνα, δεν έχει καμία νομική σημασία (ΑΠ 1802/2007 ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στον δανειστή προς εξασφάλισή του (ΑΠ 889/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 663/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2253/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 430/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 713 του ΑΚ προκύπτει σαφώς ότι η εντολή είναι σύμβαση, με την οποία ο εντολοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διεξάγει την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας χωρίς αμοιβή. Με τη σύμβαση αυτή, η οποία μπορεί να γίνει είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς και δεν υπόκειται σε κανένα τύπο, μπορεί να ανατεθεί στον εντολοδόχο, προς το συμφέρον του εντολέα ή τρίτου ή και εν μέρει προς το συμφέρον του εντολοδόχου (άρθρο 724 του ΑΚ), η διεξαγωγή υποθέσεως οποιασδήποτε φύσεως, και επομένως μπορεί να αφορά την εκτέλεση νομικών πράξεων, την επιχείρηση οιονεί δικαιοπραξίας ή σύναψη δικαιοπραξίας, αλλά και την εκτέλεση απλών υλικών πράξεων. Έτσι, στα πλαίσια εφαρμογής του άρθρου 713 του ΑΚ, δύναται τρίτος κατ’ εντολή του οφειλέτη να εκπληρώσει για λογαριασμό του παροχή προς το δανειστή του τελευταίου, με σκοπό αποσβέσεως της οφειλής. Κατά το άρθρο 722 του ΑΚ, ο εντολέας οφείλει να αποδώσει στον εντολοδόχο οτιδήποτε αυτός δαπάνησε για την κανονική εκτέλεση της εντολής (ΑΠ 631/2020 ΝΟΜΟΣ). Ως δαπάνη θεωρείται κάθε περιουσιακή παροχή, στην οποία προέβη οικειοθελώς ο εντολοδόχος εξ ιδίων για την κανονική εκτέλεση της εντολής. Κανονική δε εκτέλεση της εντολής υφίσταται εφόσον ο εντολοδόχος εκτελεί την υποχρέωση του σύμφωνα με τη σύμβαση, συμμορφούμενος προς ρητές ή επιτακτικές οδηγίες του εντολέα ή, εάν αυτές είναι ενδεικτικές, εφόσον έπραξε κάθε τι που επέβαλλε η φύση της υποθέσεως που του ανατέθηκε. Εάν, συνεπώς, ενάγεται ο εντολέας από τον εντολοδόχο για την απόληψη των δαπανών αυτών, κατ’ άρθρο 722 του ΑΚ, ο τελευταίος οφείλει μόνο να επικαλεσθεί και αποδείξει, ως στοιχεία κρίσιμα του καταγόμενου σε δίκη δικαιώματος (άρθρα 216 παρ. 1, 335, 338 παρ. 1 του ΚΠολΔ), τη σύμβαση της εντολής και την ενέργεια των αναζητουμένων για την κανονική εκτέλεση αυτής. Οι δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε ο εντολοδόχος προς κανονική εκτέλεση της εντολής, αποδίδονται, κατ’ άρθρο 301 παρ. 1 του ΑΚ, έντοκα, και μάλιστα από του χρόνου καταβολής του ποσού τούτων, ανεξάρτητα από τυχόν υπερημερία του οφειλέτη εντολέα ή από τυχόν επίδοση της αγωγής (ΑΠ 1102/1980 ΝοΒ 29.502). Περαιτέρω, μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει η αγωγή για να είναι ορισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνεται και η νομική βάση, τυχόν δε μνεία περί υπαγωγής των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σε κάποια νομική διάταξη δε δεσμεύει το δικαστήριο. Συνεπώς, ο αναγραφόμενος στην αγωγή νομικός χαρακτηρισμός της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως, στην οποία θεμελιώνεται το υποβαλλόμενο αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί σε ορθή υπαγωγή, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής, αφού αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από το νομικό χαρακτηρισμό (ΑΠ 843/2000 ΕλλΔνη 2001. 160, ΕφΘεσ 792/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η διοίκηση αλλοτρίων ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730-740 του ΑΚ, ως ενοχή εξωδικαιοπρακτική, που παράγεται αμέσως από το νόμο μεταξύ του διοικητή και του κυρίου της υποθέσεως και μάλιστα από μόνο το γεγονός ότι ο διοικητής χειρίζεται και διοικεί ξένη υπόθεση, χωρίς να έχει δικαίωμα ή σχετική υποχρέωση από το νόμο ή από σύμβαση. Οι διατάξεις αυτές διακρίνουν τη διοίκηση αλλοτρίων σε γνήσια και μη γνήσια. Η γνήσια διοίκηση αλλοτρίων διακρίνεται σε θεμιτή και αθέμιτη, η δε μη γνήσια σε αυτή που διεξάγεται εν γνώσει του διοικητή ότι χειρίζεται ξένη υπόθεση και σε αυτή που διεξάγεται εν αγνοία του, οπότε, πρόκειται για ιδιοτελή κατά πλάνη διοίκηση αλλοτρίων. Η έννοια της γνήσιας διοικήσεως αλλοτρίων συντρέχει όταν, κατ’ άρθρο 730 του ΑΚ, όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, δεν λαμβάνεται δε υπόψη αντίθετη θέληση του τελευταίου για τη διοίκηση της υπόθεσής του, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Εφόσον ο διοικητής ανέλαβε τη διοίκηση της ξένης υπόθεσης και τη διεξάγει ως ξένη, προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου, πρόκειται για γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλοτρίων και ο διοικητής έχει δικαίωμα, κατ’ άρθρο 736 του ίδιου Κώδικα, να ζητήσει από τον κύριο τις δαπάνες της διοικήσεως και την ανόρθωση των ζημιών, κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως, άλλως, πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως, διοίκηση αλλοτρίων και ο διοικητής δικαιούται, κατ’ άρθρο 737 του ΑΚ, να ζητήσει μόνο την απόδοση των δαπανών του, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αντίθετα, πρόκειται για μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, όταν ο διοικητής διοικεί την ξένη υπόθεση σαν δική του, δηλαδή, αποβλέποντας στο δικό του συμφέρον. Στην περίπτωση αυτή, κατά το άρθρο 740 του ΑΚ, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων, αλλά αυτές για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή τις αδικοπραξίες, εφόσον ειδικότερα η πλάνη του διοικητή οφείλεται σε αμέλειά του και η διοίκηση της ξένης υποθέσεως συνιστά παράνομη πράξη. Αν όμως ο διοικητής γνωρίζει ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση και παρόλα αυτά τη διοικεί σαν δική του, τότε, κατά το άρθρο 739 του ίδιου Κώδικα και με την επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία, έχει και πάλι τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλοτρίων, ενώ έχει δικαίωμα να απαιτήσει τις δαπάνες μόνο κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, πραγματική βούληση υπάρχει, όταν ο κύριος της υπόθεσης έχει εκφραστεί περί της ανάγκης της ενέργειας των πράξεων, που εκτέλεσε ο διοικητής, ενώ, εικαζόμενη βούληση είναι, όχι εκείνη, την οποία μπορεί να εικάσει ο διοικητής, αλλά η βούληση, που μπορεί να θεωρηθεί, σε παρόμοιες περιστάσεις, αντικειμενικά ερευνώμενες, ως τέτοια του κυρίου της υποθέσεως, άλλως, πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη, όμως, διοίκηση αλλοτρίων. Αν ο διοικητής αλλοτρίων ενεργεί παρά την αντίθετη, ρητώς, εκφρασθείσα βούληση του κυρίου, η ενέργειά του αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται προς την εικαζόμενη θέληση του κυρίου για τη διοίκηση της υποθέσεως, έστω και αν η επιχειρούμενη πράξη γίνεται προς το συμφέρον του τελευταίου. Το συμφέρον του κυρίου νοείται αντικειμενικώς, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υποκειμενική παράσταση του διοικητή, αλλά η κρίση του μέσου συνετού ανθρώπου σε μια τέτοια περίπτωση. Λαμβάνεται δε υπόψη, όταν δεν μπορεί να διακριβωθεί η πραγματική ή η εικαζόμενη θέλησή του. Καταρχήν, δηλαδή, το συμφέρον αυτό είναι επικουρικό, σε σχέση με την εν λόγω θέληση του κυρίου. Σε κάθε περίπτωση γνήσιας αθέμιτης ή μη γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων πρέπει να ερευνάται αν συντρέχουν, για την αποκατάσταση των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε ο διοικητής, οι προϋποθέσεις για τη γέννηση της αξιώσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 562/2021 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 904 του ΑΚ “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή πα­ροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”, αχρεώστητη δε είναι η παροχή που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος α­πό το λήπτη, ήτοι αυτή που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δι­καιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι α) ο πλουτι­σμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή­ ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Σε κάθε δε περίπτωση, στοιχεία της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που πρέ­πει να εκτίθενται στο δικόγραφό της, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη, είναι η ύπαρξη περιουσιακής ωφέλειας σε κάποιο πρόσωπο, η αιτία για την οποία αυτή επήλθε και η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 1664/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 791/2012 ΧΡΙΔ 2012. 733, ΜονΕφΛαρ 260/2019 ΝΟΜΟΣ). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), κατ’ άρθρο 219 του ΚΠολΔ, της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της ως άνω α­γωγής, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, τούτο δε διότι, ε­φόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σε αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βά­ση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όταν, όμως, η εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νο­μική πληρότητα της άνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση των προαναφερθεισών τεσσάρων (με στοιχεία α’ έως δ’) προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α’ του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές οι προϋποθέσεις θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισ­μό, πλην όμως είναι αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κυρία αγωγική βάση ασκούμενων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1325/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1480/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1450/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 170/2016 ΝΟ­ΜΟΣ, ΑΠ 2019/2007, ΕΕργΔ 2009. 255). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 5422/1932, όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα με τα άρθρα 3 του από 14.7.1932 ν.δ/τος το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 5665/1932, 2 του Ν. 39/1936, 3 του Ν. 300/1937, 4 του α.ν. 362/1945, Ν. 994/1946 και Ν. 2415/1953, απαγορεύεται η συνομολόγηση στην ημεδαπή υποχρεώσεων σε ξένο νόμισμα. Η απαγόρευση, όμως, αυτή δεν επεκτείνεται στις διεθνείς γενικά συναλλαγές και στις κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 740/1977 συμβάσεις που αναφέρονται οπωσδήποτε στην εκμετάλλευση πλοίων (ΕφΠειρ 546/2010 ΝΟΜΟΣ). Από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με τα άρθρα 291, 292 του ΑΚ συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας, με την αγωγή, την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο της λήξεως ή κάποιον άλλον χρόνο (ΑΠ 678/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1614/2006 ΧΡΙΔ 2007. 28, ΑΠ 698/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1349/1997 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 35/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 287/2011 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 393 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, δεν επιτρέπεται να αποδειχθούν με μάρτυρες, συμβάσεις ή συλλογικές πράξεις, καθώς και πρόσθετα σύμφωνα, προγενέστερα, σύγχρονα ή μεταγενέστερα δικαιοπραξίας που έχει συνταχθεί εγγράφως, όταν η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τα τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ, έστω και αν δεν είναι αντίθετα προς το περιεχόμενο εγγράφου. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. α’ του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες, εάν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη. Για την ύπαρξη αρχής έγγραφης απόδειξης από έγγραφο απαιτείται αυτό να πιθανολογεί, δηλαδή να καθιστά πιθανό το αμφισβητούμενο γεγονός. Τούτο συμβαίνει, όταν από το έγγραφο δεν αποδεικνύεται πλήρως το αμφισβητούμενο γεγονός, αλλά αναφέρονται σε αυτό περιστατικά, από τα οποία με πιθανότητα μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα για την ύπαρξη του αμφισβητούμενου γεγονότος. Πότε δε το έγγραφο καθιστά πιθανό το αποδεικτέο γεγονός είναι ζήτημα πραγματικό. Αν το δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου, κρίνει ότι υπάρχει πιθανολόγηση για το αποδεικτέο γεγονός δέχεται τη συνδρομή της αρχής έγγραφης απόδειξης και επιτρέπει βάσει αυτής τη μαρτυρική απόδειξη. Όταν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης από επικαλούμενο και νόμιμα προσκομιζόμενο έγγραφο, το δικαστήριο επιτρέπει τη μαρτυρική απόδειξη, έστω και αν δεν προταθεί από το διάδικο ότι το έγγραφο αυτό αποτελεί αρχή έγγραφης απόδειξης, καθόσον η αναγκαιότητα της πρότασης αυτής δεν προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη, ούτε και από άλλη διάταξη (ΑΠ 230/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2253/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 47/2021 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον κατά τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες, εάν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο. Ηθική αδυναμία κτήσεως εγγράφου υπάρχει, αν τα μέρη είχαν κατά τον χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως τόσο στενό δεσμό, ώστε σύμφωνα με τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις η αξίωση συντάξεως εγγράφου για την συγκεκριμένη σύμβαση θα παρίστατο αδικαιολόγητη ή θα ενείχε μη ανεκτή δυσπιστία. Ο δεσμός αυτός μπορεί να είναι στενή συγγένεια, μνηστεία, ερωτικός ή στενός φιλικός δεσμός (ΑΠ 2/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 346/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 402/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1383/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 17/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΣτερΕλλ 34/2015 ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 393 παρ. 1 και 394 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι επιτρέπεται το εμμάρτυρο μέσο προς απόδειξη σύμβασης δανείου, η αξία του αντικειμένου της οποίας υπερβαίνει το από το ως άνω άρθρο 393 παρ. 1 οριζόμενο ποσό, σε κάθε περίπτωση που υπάρχει ηθική αδυναμία για την απόκτηση αποδεικτικού εγγράφου. Η απόδειξη για το γεγονός από το οποίο μπορεί να προκύψει ηθική αδυναμία το οποίο (γεγονός) επικαλείται ο υπόχρεος σε απόδειξη, εφόσον αμφισβητηθεί, γίνεται και με μάρτυρες. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, εφόσον βεβαιώνει την ύπαρξη ηθικής αδυναμίας για την απόκτηση έγγραφης απόδειξης, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των άνω δικονομικών διατάξεων (ΑΠ 866/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2015, ΑΠ 346/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1383/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1402/2008 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 1 εδ. γ’ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ενώπιον του δικαστηρίου. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. ΓπΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων», όπως ερμηνεύτηκε με το Ν.Δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 4189/1961, του άρθρου 10 παρ. 1 περ. ιε’ του Ν.Δ. 4414/1960 και του άρθρου 175 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι κάθε καταψηφιστική αγωγή, εφόσον έχει περιουσιακό αντικείμενο ή δύναται να αποτιμηθεί σε χρήμα, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου και σε αναλογικές εισφορές υπέρ διαφόρων ασφαλιστικών φορέων, που καθορίζονται πλέον με το άρθρο 40 παρ. 16 του Ν. 4111/2013. Η παράλειψη καταβολής του δικαστικού ενσήμου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και έχει ως συνέπεια την εφαρμογή του άρθρου 175 του ΚΠολΔ, ήτοι αυτός που παραλείπει την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου, θεωρείται ότι δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου και η αγωγή του απορρίπτεται ως αβάσιμη, αφού η ερήμην απόφαση θεωρείται ότι εκδίδεται επί της ουσίας. Η νομική επιταγή, που επιβάλλει τη θέσπιση του ανταποδοτικού τέλους του δικαστικού ενσήμου, υφίσταται προκειμένου να ενισχυθεί η δυνατότητα της πολιτείας για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών και δαπανών του συστήματος της απονομής της δικαιοσύνης (ΑΠ 538/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1485/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 181/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 330/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 15/2019 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 227 παρ. 1 και 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ, στην οποία υλοποιείται η πρόθεση του νομοθέτη να περιορίσει κατά το δυνατό την απώλεια της δίκης από τυπικούς λόγους, ορίζεται ότι αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις που μπορούν να αναπληρωθούν, ο πρόεδρος οποιουδήποτε πολυμελούς δικαστηρίου, ή ο εισηγητής, ή ο δικαστής μονομελούς δικαστηρίου καλεί να τις συμπληρώσει και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφόσον παρίστανται αυτοπροσώπως, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία. Η πρόσκληση γίνεται και τηλεφωνικώς, ο δε γραμματέας βεβαιώνει με σημείωση στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας το χρόνο της ειδοποίησης, τα ζητούμενα στοιχεία και την προθεσμία. Τέτοιες «τυπικές» ελλείψεις, για τις οποίες το δικαστήριο υποχρεούται να προκαλέσει τη συμπλήρωσή τους, είναι τόσο οι αναφερόμενες στις διαδικαστικές προϋποθέσεις (βλ. άρθρο 67 του ΚΠολΔ), όσο και κάθε άλλη τυπική έλλειψη, όπως λ.χ. η παράλειψη καταβολής του προσήκοντος δικαστικού ενσήμου, που είναι αναγκαίο για την κατ’ αντιμωλία του ενάγοντος συζήτηση της αγωγής του (ΑΠ 1892/2006 ΕλλΔνη 2007. 433, ΑΠ 1526/2001 Δ 2002. 600). Η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται και στη δευτεροβάθμια δίκη (ΑΠ 150/2004 ΝοΒ 2004. 1565), δηλαδή το εφετείο μπορεί να καλέσει τον πληρεξούσιο δικηγόρο, προκειμένου να προσκομίσει το επιπροσθέτως οφειλόμενο προς συμπλήρωση του καταβληθέντος πρωτοδίκως δικαστικό ένσημο (ΕφΘεσ 2/2016 ΝΟΜΟΣ). Η παραβίαση, όμως, εκ μέρους του δικαστή του καθήκοντός του κατά τη διάταξη αυτή, αποτελεί λόγο έφεσης, αλλά όχι και αναίρεσης (ΑΠ 1892/2006 ό.π., ΑΠ 1526/2001 ό.π.).

Ο ενάγων, κάτοικος Τανζανίας, στην από 15.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …./2019 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι με τον εναγόμενο, κάτοικο Πειραιώς, διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις ήδη από το έτος 2005, ότι τον Μάρτιο του έτους 2015, ο εναγόμενος απευθύνθηκε στον ενάγοντα προκειμένου να τον διευκολύνει οικονομικά δανείζοντάς του χρήματα, ώστε να αντιμετωπίσει διάφορες επιτακτικές οικονομικές του ανάγκες και να καλύψει τα δικαστικά έξοδα σε αντιδικίες, στις οποίες είχε εμπλακεί, καθώς και τα έξοδα του επικείμενου γάμου της θυγατέρας του, ότι λόγω της στενής φιλικής τους σχέσης, καταρτίσθηκαν ατύπως (προφορικά) μεταξύ τους διαδοχικές συμβάσεις άτοκων δανείων, δυνάμει των οποίων μεταβίβασε προς τον εναγόμενο κατά κυριότητα, το συνολικό ποσό των 42.728,00 ευρώ, καθώς και το συνολικό ποσό των 28.870,00 δολαρίων Η.Π.Α., και ειδικότερα την 14.04.2015 κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 2.488,00 ευρώ, την 09.06.2015 κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 1.506,00 ευρώ, την 31.10.2015 κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 2.009,00 ευρώ, την 26.03.2016 κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 2.000,00 ευρώ, την 25.06.2016 κατέβαλε στον …………, κατόπιν αιτήματος του εναγόμενου και για λογαριασμό αυτού, το ποσό των 2.870,00 δολαρίων Η.Π.Α., με σκοπό την απόσβεση της οφειλής του εναγόμενου προς αυτόν, την 03.07.2016 κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 31.000,00 ευρώ και των 1.500,00 δολαρίων Η.Π.Α., την 25.07.2016 κατέβαλε στον δικηγόρο Πολυχρόνη Περιβολάρη, κατόπιν αιτήματος του εναγόμενου και για λογαριασμό αυτού, το ποσό των 500,00 ευρώ, με σκοπό την απόσβεση της οφειλής του εναγόμενου προς αυτόν, την 16.09.2016 κατέβαλε στον εναγόμενο, δια χειρός του κοινού τους φίλου ………., το ποσό των 1.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., την 08.10.2016 κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 525,00 ευρώ, την 22.03.2017 κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 5.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., την 25.05.2017 κατέβαλε στον εναγόμενο, δια χειρός του κοινού τους φίλου …….., το ποσό των 500,00 ευρώ και των 4.500,00 δολαρίων Η.Π.Α., την 29.06.2017 κατέβαλε στον εναγόμενο, δια χειρός του κοινού τους φίλου …….., το ποσό των 3.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., την 27.07.2017 κατέβαλε στον εναγόμενο, δια χειρός του κοινού τους φίλου ………, το ποσό των 7.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., την 26.09.2017 κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 1.000,00 ευρώ, την 22.11.2017 κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 1.000,00 ευρώ, την 22.11.2017 κατέβαλε στον εναγόμενο, δια χειρός του κοινού τους φίλου …… ….., το ποσό των 3.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., την 13.12.2017 κατέβαλε στον εναγόμενο, δια χειρός του κοινού τους φίλου .. …., το ποσό των 1.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. και την 10.12.2018 κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 200,00 ευρώ, ότι από την άνοιξη του έτους 2018, ζητούσε επανειλημμένως από τον εναγόμενο την απόδοση των δανεισθέντων ως άνω ποσών, πλην όμως ο τελευταίος κωλυσιεργούσε, καθησυχάζοντάς τον ότι αναμένει να λάβει χρήματα και ότι σε κάθε περίπτωση θα εξασφάλιζε τις αξιώσεις του με τη μεταβίβαση σ’ αυτόν ποσοστού 15,84% επί ακινήτου ιδιοκτησίας του εναγόμενου στην Ελαφόνησο Λακωνίας, συνολικής έκτασης 95 στρεμμάτων, ότι παρά τις ανωτέρω διαβεβαιώσεις, ο εναγόμενος δεν προέβη σε καμία καταβολή, ούτε στη μεταβίβαση του ανωτέρω ποσοστού του ακινήτου του, για τον λόγο δε αυτό ο ενάγων του κοινοποίησε την 03.05.2019 την από 22.04.2019 εξώδικη δήλωση – καταγγελία, με την οποία του ζήτησε την απόδοση των ανωτέρω ποσών των δανείων, άλλως τη μεταβίβαση του ανωτέρω ποσοστού του ακινήτου του, πλην όμως αυτός αρνήθηκε. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει, κατά μεν την κύρια βάση της αγωγής του δυνάμει των καταρτισθεισών μεταξύ τους συμβάσεων άτοκων δανείων, το συνολικό ποσό των 42.728,00 ευρώ, καθώς και το συνολικό ποσό των 28.870,00 δολαρίων Η.Π.Α., με τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής, κατά δε την πρώτη επικουρική βάση αυτής το συνολικό ποσό των 42.228,00 ευρώ, καθώς και το συνολικό ποσό των 26.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., με τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής, δυνάμει των δανειακών συμβάσεων, ενώ το ποσό των 500,00 ευρώ και το ποσό των 2.870,00 δολαρίων Η.Π.Α., με τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής, δυνάμει των διατάξεων περί διοίκησης αλλοτρίων, και κατά την δεύτερη επικουρική βάση αυτής το συνολικό ποσό των 42.728,00 ευρώ και το συνολικό ποσό των 28.870,00 δολαρίων Η.Π.Α., με τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής, δυνάμει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού σε περίπτωση που κριθούν άκυρες για οποιονδήποτε λόγο οι καταρτισθείσες μεταξύ τους συμβάσεις δανείων, αφού ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος σε βάρος της δικής του περιουσίας, κατά τα δανεισθέντα ποσά, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 22.04.2019 εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας, ήτοι από την 03.05.2019, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία επί της επίδικης διαφοράς με στοιχεία αλλοδαπότητας (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 του ΚΠολΔ), αφού ο εναγόμενος είναι κάτοικος Πειραιώς και έτσι ιδρύεται η γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγόμενου και η διεθνής δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 22 του ΚΠολΔ), και τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2 και 22 του ΚΠολΔ) να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή, κατά την τακτική διαδικασία. Εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις επίδικες συμβάσεις που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, καθόσον αφενός μεν η ένδικη διαφορά προέρχεται από «σύμβαση», κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», αφετέρου δε τόσο ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του, όσο και ο εναγόμενος στο δικόγραφο της έφεσής του, ρητώς επικαλούνται τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, στο οποίο έτσι υπήγαγαν μετασυμβατικώς τις ένδικες συμβάσεις τα μέρη. Επομένως, συνάγεται βούληση των διαδίκων όπως θεωρηθεί εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό. Είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη η αγωγή, στηριζόμενη στις ως άνω διατάξεις των άρθρων 291, 361, 806, 807 του ΑΚ, και από την άποψη των νόμων περί προστασίας εθνικού νομίσματος, στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 και 11 παρ. 2 του Ν. 5422/1932, όπως η δεύτερη τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. της 14/14-7-1932 και 6 Α.Ν. 800/1937, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 176, 191 παρ. 2, 907-908 του ΚΠολΔ, κατά την κύρια βάση της που θεμελιώνεται στις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων δανειακές συμβάσεις, δυνάμει των οποίων ο ενάγων μεταβίβασε προς τον εναγόμενο κατά κυριότητα το συνολικό ποσό των 42.228,00 ευρώ, καθώς και το συνολικό ποσό των 26.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Αναφορικά δε με το ποσό των 500,00 ευρώ, το οποίο φέρεται να κατέβαλε ο ενάγων στον δικηγόρο Πολυχρόνη Περιβολάρη, κατόπιν αιτήματος του εναγόμενου και για λογαριασμό αυτού, με σκοπό την απόσβεση της οφειλής του εναγόμενου προς αυτόν, και το ποσό των 2.870,00 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο φέρεται να κατέβαλε ο ενάγων στον ……….., κατόπιν αιτήματος του εναγόμενου και για λογαριασμό αυτού, με σκοπό την απόσβεση της οφειλής του εναγόμενου προς αυτόν, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν περιέχεται στην πρώτη επικουρική βάση της αγωγής η νομική βάση της εντολής, αλλά αυτή της διοίκησης αλλοτρίων, η οποία, όμως, δεν τυγχάνει εφαρμοστέα, αφού προυποθέτει τη διεξαγωγή ξένης υπόθεσης χωρίς να υπάρχει δικαίωμα ή σχετική υποχρέωση από το νόμο ή από σύμβαση (βλ. ΑΠ 562/2021 ΝΟΜΟΣ), η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις ως άνω διατάξεις των άρθρων 713 και 722 του ΑΚ, εφόσον ο ενάγων ισχυρίζεται ότι, σε εκτέλεση σύμβασης που συνήψε με τον εναγόμενο, διεξήγαγε κανονικά την υπόθεση που του ανέθεσε ο τελευταίος, εξοφλώντας για λογαριασμό του, άνευ αμοιβής, τις επίδικες οφειλές αυτού, προς τον δικηγόρο Πολυχρόνη Περιβολάρη και προς τον ………, με καταβολή εξ ιδίων των αιτούμενων με την αγωγή ποσών. Όσον αφορά στη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, η οποία ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τις δανειακές συμβάσεις και τη σύμβαση εντολής, κατ’ άρθρο 219 του ΚΠολΔ, είναι ορισμένη και νόμιμη, δεδομένου ότι αρκεί, για την πληρότητα της επικουρικής βάσης κατ’ άρθρο 904 του ΑΚ, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι, στους οποίους αυτή οφείλεται, στην κρινόμενη δε περίπτωση γίνεται α­πλή επίκληση στο αγωγικό δικόγραφο της ανυπαρξίας της με την κύρια αγωγική βάση ασκούμενης αξίωσης από τις δανειακές συμβάσεις και τη σύμβαση εντολής, και συνακόλουθα θεμελιώνεται η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σε διάφορα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με αυτά στα οποία θεμελιώνεται η κύρια βάση της αγωγής. Σημειωτέον δε ότι είναι νόμιμο το αίτημα καταβολής των ως άνω ποσών των 26.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. και των 2.870,00 δολαρίων Η.Π.Α., με τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής, δεδομένου ότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, αφού πρόκειται περί διεθνούς συναλλαγής, από την οποία, δηλαδή, οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων διαδίκων ήταν εκτελεστές στη χώρα άλλου κράτους (βλ. ΕφΑθ 5344/2003 ΝΟΜΟΣ), και ως εκ τούτου ο ενάγων – δανειστής, ενασκώντας την αξίωσή του, δικαιούται να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της πληρωμής, σύμφωνα και τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη. Επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα – εναγόμενο με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό κρίση έφεσης περί μη νομιμότητας του αιτήματος καταβολής των ως άνω ποσών των 26.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. και των 2.870,00 δολαρίων Η.Π.Α., με τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Εξάλλου, το παρεπόμενο αίτημα καταβολής τόκων από την επίδοση της από 22.04.2019 εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας, ήτοι από την 03.05.2019, κρίνεται μη νόμιμο και απορριπτέο αναφορικά με την κύρια βάση της αγωγής που θεμελιώνεται στις δανειακές συμβάσεις, καθόσον ο ενάγων δεν επικαλείται στην αγωγή του ότι συμφωνήθηκαν συγκεκριμένοι χρόνοι επιστροφής των ποσών των δανείων, ούτε συνάγονται αυτοί από τις περιστάσεις, και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ως χρόνος απόδοσης των δανείων θεωρείται ένας μήνας μετά την επίδοση της από 22.04.2019 εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας, χρόνος από τον οποίο οφείλονται και τόκοι υπερημερίας. Όσον αφορά στο παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί καταβολής τόκων στον ενάγοντα – εντολοδόχο για τις αποδοτέες σ’ αυτόν δαπάνες των 500,00 ευρώ και των 2.870,00 δολαρίων Η.Π.Α., αντίστοιχα, οι οποίες καθίστανται τοκοφόρες, και μάλιστα ανεξαρτήτως υπερημερίας του εναγόμενου – εντολέα, από το χρόνο καταβολής των δαπανών, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, ο ενάγων δεν ζήτησε να του επιδικασθούν τόκοι από το εν λόγω χρονικό σημείο, και ως εκ τούτου το σχετικό αίτημα κρίνεται νόμιμο μόνο για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής. Επομένως, πρέπει η αγωγή να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων επιβαρύνσεις (βλ. το υπ’ αριθ. …………. ηλεκτρονικό παράβολο και την από 05.08.2020 απόδειξη εξόφλησής του). Επισημαίνεται δε ότι ο εκκαλών – εναγόμενος με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και δέχθηκε την καταβολή του αναλογούντος τέλους δικαστικού ενσήμου εκ μέρους του εφεσίβλητου – ενάγοντος μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και αφού προσκλήθηκε ο αντίδικός του από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου, όπως προκύπτει και από τη σχετική βεβαίωση στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας. Ο λόγος αυτός της έφεσης κρίνεται αβάσιμος, αφού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, η πρόσκληση του εφεσίβλητου – ενάγοντος έλαβε χώρα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 227 του ΚΠολΔ, προκειμένου να συμπληρωθεί, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, η τυπική έλλειψη της παράλειψης καταβολής του προσήκοντος δικαστικού ενσήμου, ως προς την οποία το Δικαστήριο υποχρεούται να προκαλέσει τη συμπλήρωσή της, η δε παράβαση εκ μέρους του Δικαστή του καθήκοντός του, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, θα αποτελούσε λόγο έφεσης.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔ «Για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν. Οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο». Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, η επίκληση με τις υποβαλλόμενες ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλομένη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη (κρατούσα στη νομολογία άποψη ΟλΑΠ 23/2008 ΝοΒ 56 2176, ΑΠ 824/2010 ΝοΒ 58 2481). Δεν πρόκειται όμως για ενσωμάτωση, κατά τη γενομένη δεκτή από το παρόν Δικαστήριο ως ορθότερη άποψη, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 258/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1654/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1658/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1509/2014 ΕΠολΔ 2014. 727, ΑΠ 982/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 476/2011 ΝΟΜΟΣ). Ωσαύτως, δεν συντρέχει περίπτωση ανεπίτρεπτης επικλήσεως αποδεικτικών μέσων, τα οποία πράγματι διαλαμβάνονται σε ενσωματωθείσες σε φωτοτυπικό αντίγραφο προτάσεις προηγουμένης συζητήσεως, εάν λάβει χώρα εκ νέου επίκληση των ιδίων αποδεικτικών μέσων και με τις προτάσεις της συζητήσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 14/2005 ΕλλΔνη 46. 702, ΑΠ 258/2019 ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω ισχύουν υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι τα έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα, των οποίων γίνεται νόμιμη επίκληση, κατά τα προεκτεθέντα, πράγματι προσκομίζονται νομοτύπως κατά τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις, ειδικώς δε καθ’ όσον αφορά στην ενώπιον του Εφετείου συζήτηση, κατά τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου τρίτου Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται επί εφέσεων κατατιθεμένων μετά την 01.01.2016 κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 2 του ίδιου Νόμου, η κατάθεση των προτάσεων και η προσκομιδή όλων των αποδεικτικών μέσων πρέπει να χωρεί μέχρι την έναρξη της συζητήσεως, το αυτό δε ισχύει και στην περίπτωση της διατάξεως του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, στο πλαίσιο εφαρμογής της οποίας είναι κατ’ εξαίρεση υποχρεωτική η προφορική συζήτηση. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη έγγραφα και εν γένει αποδεικτικά μέσα, τα οποία, καίτοι γίνεται επίκληση αυτών με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις, δεν προσκομίζονται ή προσκομίζονται εκπροθέσμως ή παρατύπως, λ.χ. με κατάθεση αυτών μετά την πάροδο των νομίμων προθεσμιών στη θυρίδα του Εισηγητή Δικαστή προς συνεκτίμηση κατά τη διάσκεψη της υποθέσεως (ΕφΑθ 534/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών – εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος – ενάγων αρκείται μόνο στην ενσωμάτωση του δικογράφου των προτάσεών του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στο κείμενο των προτάσεών του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, και συνεπώς δεν είναι νόμιμη η επίκληση των ισχυρισμών του με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, δεδομένου ότι από την επισκόπηση των προτάσεων του εφεσίβλητου – ενάγοντος που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι δεν πρόκειται για ενσωμάτωση, αφού στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται αυτούσιες, οι προτάσεις της προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσίβλητου – ενάγοντος στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, και με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι προτάσεις ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου κατέστησαν ενιαίες, επιπλέον δε πέραν της επίκλησης των αποδεικτικών μέσων στις ούτω ενσωματωθείσες πρωτόδικες προτάσεις του εφεσίβλητου – ενάγοντος, γίνεται εκ νέου επίκληση των ιδίων αποδεικτικών μέσων στο κείμενο των προτάσεών του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (βλ. σελίδες 19 έως 23 αυτών), τα οποία και προσκομίζονται νομοτύπως, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, και ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση ανεπίτρεπτης επικλήσεως ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο Ν. 4335/2015, «Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικά ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επομένων άρθρων», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 422 του ιδίου Κώδικα, η οποία προστέθηκε και ισχύει κατά τα αμέσως προεκτιθέμενα, «1. Ο διάδικος, που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα, που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων, πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση», ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 424 του ιδίου Κώδικα, η οποία προστέθηκε και ισχύει κατά τα παραπάνω, «Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγουμένων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης, για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων». Η ένορκη βεβαίωση αποτελεί διαφορετικό αποδεικτικό μέσο από τους μάρτυρες ή από τα έγγραφα, ενώ ήδη, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 339 του ΚΠολΔ με το άρθρο 36 του Ν. 3994/2011, η ένορκη βεβαίωση αποτελεί πλέον αυτοτελές αποδεικτικό μέσο. Γι’ αυτό, όταν προσκομίζεται τέτοιο αποδεικτικό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, πρέπει, ειδικά, να αναφέρεται στην απόφασή του ότι αυτό έχει ληφθεί υπόψη (ΑΠ 1186/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1263/2020 ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 424 του ΚΠολΔ, καταλαμβάνει, κατά τη διάταξη της παραγράφου 4 του ενάτου άρθρου Ν. 4335/2015, κατ’ εφαρμογή της καθιερουμένης από τις διατάξεις των άρθρων 12, 21 εδ. β’ και 24 παρ. 1 εδ α’ του ΕισΝΚΠολΔ γενικής δικονομικής αρχής ότι οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο το ισχύον κατά το χρόνο διενεργείας αυτών, τις επιδιδόμενες από της 1ης Ιανουάριου 2016 και εξής κλήσεις (έστω και εάν οι σχετικές αγωγές ή τα ένδικα βοηθήματα ή τα ένδικα μέσα έχουν ασκηθεί προ της εν λόγω ημερομηνίας). Επομένως, μετά την ισχύ των άρθρων 422 παρ. 1 και 424 του ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα αυτά προστέθηκαν με το Ν. 4335/2015, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, μόνο αν ο διάδικος, που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, επιδώσει δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. Την τήρηση των αναγκαίων αυτών προϋποθέσεων έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να ερευνήσει όχι μόνο κατ’ ένσταση αλλά και αυτεπαγγέλτως, διότι η έλλειψή τους έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 977/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 667/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1208/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 673/2018 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, η επίκληση της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις, κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, συνακόλουθα, αν προσκομίζεται, πρώτη φορά, στο Εφετείο, η επίκληση πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (ΑΠ 26/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 204/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1461/2013 ΝΟΜΟΣ) και να είναι ειδική, έτσι ώστε να προκύπτει από αυτήν ο αριθμός, ο μάρτυρας, που εξετάστηκε, και εκείνος, που τον εξέτασε, και, επιπλέον, να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ακυρότητα από τη μη κλήτευσή του θεραπεύεται (ΑΠ 26/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 17/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 422 του ΚΠολΔ, η οποία εξαρτά το παραδεκτό του εν λόγω αποδεικτικού μέσου από την προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου για να δυνηθεί να παραστεί κατά την εξέταση, συνάγεται ότι απαιτείται στη σχετική κλήση να ορίζεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ο χρόνος και ο τόπος της εξέτασης και ότι αν τούτο δεν συμβεί η ένορκη βεβαίωση που έγινε χωρίς την παρουσία του αντιδίκου είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη (ΑΠ 580/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1321/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 118/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘες 1302/2020 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, η ισχύουσα διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 422 του ΚΠολΔ, η οποία επιτρέπει σε κάθε διάδικο, πλέον των πέντε (5) ένορκων βεβαιώσεων, να επικαλεστεί και να προσκομίσει μέχρι τρεις (3) πρόσθετες ένορκες βεβαιώσεις, προς «αντίκρουση», γενικά, παρέχει σ’ αυτόν την ευχέρεια να αντικρούσει τόσο τους ισχυρισμούς του αντιδίκου του, όπως διατυπώθηκαν στις έγγραφες προτάσεις του, όσο και τις ένορκες βεβαιώσεις, που αυτός προσκόμισε, σε αντίθεση με την προϊσχύσασα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 270 του ΚΠολΔ, στην οποία ρητώς αναφερόταν ότι η προσκομιδή των πρόσθετων ενόρκων βεβαιώσεων επιτρεπόταν μόνον προς αντίκρουση των ένορκων βεβαιώσεων του αντιδίκου (ΑΠ 23/2022 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 6 του Ν. 4690/2020 «Οι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν ένορκες βεβαιώσεις που λαμβάνονται ενώπιον δικηγόρου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των άρθρων 422 έως 424 του ΚΠολΔ, όπως αυτή συμπληρώνεται με τα επόμενα εδάφια. Η ένορκη βεβαίωση δεν μπορεί να ληφθεί ενώπιον των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων. Αμέσως μετά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης, ο δικηγόρος ενώπιον του οποίου αυτή δόθηκε την αποστέλλει ηλεκτρονικά στο δικηγορικό σύλλογο στον οποίο ανήκει και λαμβάνει ηλεκτρονική απόδειξη λήψης. Με την ηλεκτρονική απόδειξη η ένορκη βεβαίωση αποκτά βέβαιη χρονολογία και μοναδικό αριθμό. Ο δικηγόρος χορηγεί αντίγραφα της ένορκης βεβαίωσης μαζί με την ως άνω ηλεκτρονική απόδειξη λήψης. Όμοια αντίγραφα χορηγεί και ο οικείος δικηγορικός σύλλογος μέσω της διαδικτυακής πύλης portal.olomeleia.gr. Τα αρχεία των ένορκων βεβαιώσεων που λαμβάνονται ενώπιον δικηγόρου κατά την παρούσα παρ., τηρούνται στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους, σύμφωνα με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από την 01.01.2022, δυνάμει των άρθρων 21 και 120 του Ν. 4842/2021, εφαρμόζεται δε και στις εκκρεμείς υποθέσεις κατά την παρ. 1β’ του άρθρου 116 του αυτού νόμου, όπως διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021, «Οι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή δικηγόρου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των άρθρων 422 έως 424. Η ένορκη βεβαίωση, που λαμβάνεται ενώπιον δικηγόρου, δεν μπορεί να ληφθεί ενώπιον των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων. Αμέσως μετά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης, ο δικηγόρος ενώπιον του οποίου αυτή δόθηκε την αποστέλλει ηλεκτρονικά στον δικηγορικό σύλλογο στον οποίο ανήκει και λαμβάνει ηλεκτρονική απόδειξη λήψης. Με την ηλεκτρονική απόδειξη η ένορκη βεβαίωση αποκτά βέβαιη χρονολογία και μοναδικό αριθμό. Ο δικηγόρος χορηγεί αντίγραφα της ένορκης βεβαίωσης μαζί με την ως άνω ηλεκτρονική απόδειξη λήψης. Όμοια αντίγραφα χορηγεί και ο οικείος δικηγορικός σύλλογος μέσω της διαδικτυακής πύλης portal.olomeleia.gr. Τα αρχεία των ένορκων βεβαιώσεων που λαμβάνονται ενώπιον δικηγόρου τηρούνται στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους, σύμφωνα με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων». Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 με έναρξη ισχύος την 01.01.2016, σύμφωνα με την παρ. 4 του ένατου άρθρου του άρθρου 1 του ιδίου νόμου, η οποία ορίζει ότι «Ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 (δηλαδή, είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση) είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του», συνάγεται ότι ο δικηγόρος που παραστάθηκε ως πληρεξούσιος του διαδίκου στην πρωτοβάθμια δίκη θεωρείται κατά νόμο αντίκλητος για τις αναγόμενες στη δίκη αυτή επιδόσεις εγγράφων, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν γνωστοποιηθεί η αντικατάστασή του. Η ισχύς της εν λόγω διατάξεως, ως δικονομική, καταλαμβάνει από την 01.01.2016 όλες τις επιδόσεις που γίνονται στον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου, ανεξαρτήτως αν η απόφαση, στην υπόθεση για την οποία αυτός είχε παραστεί, εκδόθηκε πριν την 01.01.2016 (ΑΠ 1276/2021 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 454 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το ξενόγλωσσο έγγραφο που προσάγεται χωρίς επίσημη και επικυρωμένη μετάφρασή του, είναι απαράδεκτο ως αποδεικτικό μέσο, εκτός αν στη διαδικασία, με την οποία δικάζεται η υπόθεση, επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και τα προσαγόμενα χωρίς τη δέουσα μετάφραση ξενόγλωσσα έγγραφα (ΑΠ 1627/2010 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΔωδ 17/2017 ΝΟΜΟΣ). Η δε διάταξη του άρθρου 340 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, ορίζει ότι: «1. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Λαμβάνει επίσης υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 εδ. α’ του άρθρου 529 του ΚΠολΔ, στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων. Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά, που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτόδικα, είτε αυτά, που υποβλήθηκαν μεν πρωτόδικα, αλλά απαραδέκτως, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λ.π., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών/μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο. Η διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ είναι γενική και, έτσι, περιλαμβάνει χωρίς διακρίσεις όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επιτρέπονται από το νόμο, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων (όπως έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις) ή παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη (τεκμήριο), όσο και εκείνα, η απόδειξη των οποίων μπορεί να διαταχθεί ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων (λ.χ. αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη). Έτσι, ένορκες βεβαιώσεις, που έχουν δοθεί στον πρώτο βαθμό ή προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκπρόθεσμα ή έχουν δοθεί νόμιμα μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν τη συζήτηση της έφεσης, νόμιμα, κατά το άρθρο 529 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, λαμβάνονται υπόψη, αν, με νόμιμη επίκληση, προσκομιστούν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τις ενώπιον του εφετείου υποβληθείσες έγγραφες προτάσεις των διαδίκων (ΑΠ 988/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1034/2019 ΝΟΜΟΣ), εκτός αν η προσκόμιση αυτών αποκρουστεί ρητά από το Εφετείο, διότι, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ο διάδικος δεν είχε προσκομίσει τα αποδεικτικά αυτά μέσα στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια (ΑΠ 1034/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 204/2017 ΝΟΜΟΣ).

Από τις ένορκες καταθέσεις του μάρτυρα απόδειξης ………. και του μάρτυρα ανταπόδειξης ……….. που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από την υπ’ αριθ. ……./04.05.2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του εκτελούντος χρέη συμβολαιογράφου Προξένου της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη των Η.Π.Α. του μάρτυρος ………….. η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ. την υπ’ αριθ. …./29.04.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών . …..) και παραδεκτά, κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προσκομίζεται το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και λαμβάνεται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής της, χωρίς, όμως, να λαμβάνονται υπόψη οι υπ’ αριθ. ……./09.12.2019 και ……../09.12.2019 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών των μαρτύρων ……. και …………, αντίστοιχα, και οι υπ’ αριθ. …/06.12.2019 και …/06.12.2019 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του εκτελούντος χρέη συμβολαιογράφου Προξένου της Ελλάδας στο Νταρ Ελ Σαλάμ Τανζανίας των μαρτύρων ……… και ………., αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, αφού, όπως προκύπτει από την από 18.11.2019 κλήση του εναγόμενου για τη λήψη αυτών που επιδόθηκε στον τελευταίο την 28.11.2019 (βλ. την υπ’ αριθ. …../28.11.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………), η κλήτευση του εναγόμενου δεν έγινε νομότυπα, καθώς ο προσδιορισμός του χρόνου της εξέτασης των μαρτύρων έγινε με διαζευκτικό τρόπο (την Πέμπτη 28.11.2019, ώρα 12.30 π.μ. ή την Δευτέρα 02.12.2019, ώρα 12.30 π.μ. ή την Τρίτη 03.12.2019, ώρα 09.30 π.μ. ή την Παρασκευή 06.12.2019, ώρα 12.30 π.μ. ή την Δευτέρα 09.12.2019, ώρα 11.30 π.μ., ενώπιον του αρμοδίου Ειρηνοδίκη του Ειρηνοδικείου Αθηνών, και την Δευτέρα 02.12.2019, ώρα 12.30 π.μ. ή την Τρίτη 03.12.2019, ώρα 09.30 π.μ. ή την Παρασκευή 06.12.2019, ώρα 12.30 π.μ. ή την Δευτέρα 09.12.2019, ώρα 11.30 π.μ., ενώπιον του αρμοδίου εκτελούντος χρέη συμβολαιογράφου Προξένου της Ελλάδας στο Νταρ Ελ Σαλάμ Τανζανίας), και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υπ’ αριθ. 06/2021 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του εκτελούντος χρέη συμβολαιογράφου Προξένου της Ελλάδας στο Νταρ Ελ Σαλάμ Τανζανίας του μάρτυρος …………, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, αφού, όπως προκύπτει από την από 22.06.2021 κλήση του εναγόμενου για τη λήψη αυτής που επιδόθηκε στον τελευταίο την 25.06.2021 (βλ. την υπ’ αριθ. ……/25.06.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………..), η κλήτευση του εναγόμενου δεν έγινε νομότυπα, καθώς ο προσδιορισμός του χρόνου της εξέτασης του μάρτυρος έγινε με διαζευκτικό τρόπο (την Παρασκευή 02.07.2021, ώρα 09.30 π.μ. ή την Δευτέρα 05.07.2021, ώρα 09.30 π.μ. ή την Παρασκευή 09.07.2021, ώρα 09.30 π.μ., ενώπιον του αρμοδίου εκτελούντος χρέη συμβολαιογράφου Προξένου της Ελλάδας στο Νταρ Ελ Σαλάμ Τανζανίας), και συνεπώς ο προσδιορισμός αυτός δεν είναι σαφής και συγκεκριμένος, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, ώστε να παρέχεται στον αντίδικο του ενάγοντος η δυνατότητα να παρασταθεί κατά την εξέταση και συνακόλουθα δεν πληρούται στη προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από το άρθρο 422 του ΚΠολΔ προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης του αντιδίκου, και ως εκ τούτου οι δοθείσες, παρά την έλλειψη αυτή, ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, κατά τις οποίες δεν παραστάθηκε ο εναγόμενος, είναι ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, από την υπ’ αριθ. ……../20.12.2019 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος . ……………. . . ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του εναγόμενου, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του δικηγόρου Αθηνών Δημητρίου Βαλάση (ΑΜ ΔΣΑ ….) που παραστάθηκε ως πληρεξούσιος του ενάγοντος στην πρωτοβάθμια δίκη και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην οικεία νομική σκέψη, θεωρείται κατά νόμο αντίκλητος για τις αναγόμενες στη δίκη αυτή επιδόσεις εγγράφων, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης (βλ. την υπ’ αριθ. ……/16.12.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών . …..), από τις από 16.03.2022 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ….. …. και ………, αντίστοιχα, ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς ………. (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς) με απόδειξη κατάθεσης ενόρκων βεβαιώσεων υπ’ αριθ. πρωτ. ………./17.03.2022 και …………/17.03.2022, οι οποίες λήφθηκαν, κατά τα διαλαμβανόμενα στη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 6 του Ν. 4690/2020 και στη διάταξη του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από την 01.01.2022, δυνάμει των άρθρων 21 και 120 του Ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται στις εκκρεμείς υποθέσεις κατά την παρ. 1β’ του άρθρου 116 του αυτού νόμου, με επιμέλεια του εναγόμενου, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του δικηγόρου του ενάγοντος Δημητρίου Βαλάση (βλ. την υπ’ αριθ. ……../11.03.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …….), από την από 22.03.2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………… ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς ………. (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς) με απόδειξη κατάθεσης ένορκης βεβαίωσης υπ’ αριθ. πρωτ. ……../01.04.2022, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του εναγόμενου, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του δικηγόρου του ενάγοντος Δημητρίου Βαλάση (βλ. την υπ’ αριθ. ………./17.03.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……..), από την υπ’ αριθ. ………/13.04.2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του εκτελούντος χρέη συμβολαιογράφου Προξένου της Ελλάδας στο Νταρ Ελ Σαλάμ Τανζανίας του μάρτυρος ……….., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του εναγόμενου, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του δικηγόρου του ενάγοντος Δημητρίου Βαλάση (βλ. την υπ’ αριθ. ………./2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………), από την από 10.05.2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……….. ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς ………… (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς) με απόδειξη κατάθεσης ένορκης βεβαίωσης υπ’ αριθ. πρωτ. ………./10.05.2022, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του εναγόμενου, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του εναγόμενου, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου, προς αντίκρουση των ισχυρισμών του ενάγοντος, όπως διατυπώθηκαν στις έγγραφες προτάσεις του, στις ένορκες βεβαιώσεις, που αυτός προσκόμισε, και στην κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρα απόδειξης ………….., σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 421 παρ. 3 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 23/2022 ΝΟΜΟΣ), με την επισήμανση ότι ο εναγόμενος προσκόμισε συνολικά πέντε (5) ένορκες βεβαιώσεις και συμπληρωματικά μία (1) ένορκη βεβαίωση προς αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου του, και συνεπώς κρίνονται απορριπτέες οι αιτιάσεις του ενάγοντος περί υπέρβασης του επιτρεπόμενου αριθμού των ένορκων βεβαιώσεων, που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο εναγόμενος, και περί απαραδέκτου της από 10.05.2022 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος ………….., ενώ από καμία διάταξη δεν συνάγεται απαγόρευση δόσης ένορκης βεβαίωσης από ενόρκως εξετασθέντα μάρτυρα, και εν προκειμένω από το μάρτυρα ………., αντιθέτως δε το γεγονός αυτό παρέχει στο δικάζον Δικαστήριο την ευχέρεια αξιολόγησης της αξιοπιστίας των εισφερομένων από αυτόν (βλ. ΑΠ 23/2022 ΝΟΜΟΣ), από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, με την επισήμανση ότι τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους ξενόγλωσσα έγγραφα, ανεξαρτήτως εάν ορισμένα εξ αυτών είναι μόνο αποσπάσματα και εάν μεταφράστηκαν νόμιμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 454 του ΚΠολΔ και 36 παρ. 2 του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), λαμβάνονται υπόψη, κατ’ άρθρο 340 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, τα οποία εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αφού στην προκειμένη περίπτωση είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη σύμφωνα με το άρθρο 394 παρ. 1 α’ και β’ του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, εκτός από το προσκομιζόμενο από τον εκκαλούντα – εναγόμενο υπ’ αριθ. 2 ΣΧΕΤ. ΠΡΟΣΘ., το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη, καθόσον προσκομίσθηκε εκπροθέσμως με την κατάθεση αυτού την 10.05.2022 και ώρα 12.15, ήτοι μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας κατάθεσης της προσθήκης των προτάσεων την δωδεκάτη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση της έφεσης, κατ’ άρθρο 524 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, και, τέλος, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων που είναι κάτοικος Τανζανίας, από το έτος 2012 απασχολείται στην εταιρεία αμερικανικών συμφερόντων “………….” που εδρεύει στην Ζανζιβάρη Τανζανίας και δραστηριοποιείται στον τομέα της εμπορίας τροφίμων. Το έτος 2005, ο ενάγων γνώρισε τον εναγόμενο στην πόλη Τάνγκα της Τανζανίας, όπου ο τελευταίος διέμενε μέχρι το έτος 2007, που επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Έκτοτε οι διάδικοι ανέπτυξαν στενές φιλικές σχέσεις, με την ανταλλαγή επισκέψεων, και συγκεκριμένα ο μεν ενάγων επισκεπτόταν τον εναγόμενο στην κατοικία του στον Πειραιά και στην εξοχική κατοικία του στην …… Λακωνίας, ο δε εναγόμενος επισκεπτόταν τον ενάγοντα στην κατοικία του στην Ζανζιβάρη Τανζανίας. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ότι οι διάδικοι γνωρίζονταν και διατηρούσαν στενές φιλικές σχέσεις επί σειρά ετών, ενισχύεται, μεταξύ άλλων, και από την ένορκη κατάθεση της θυγατέρας του εναγόμενου……………., η οποία στην υπ’ αριθ. …../20.12.2019 ένορκη βεβαίωσή της, κατέθεσε ότι ο πατέρας της διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις με τον ενάγοντα. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι τον Μάρτιο του έτους 2015, ο εναγόμενος απευθύνθηκε στον ενάγοντα προκειμένου να τον διευκολύνει οικονομικά δανείζοντάς του χρήματα, ώστε να αντιμετωπίσει διάφορες επιτακτικές οικονομικές του ανάγκες και να καλύψει τα δικαστικά έξοδα σε αντιδικίες, στις οποίες είχε εμπλακεί, καθώς και τα έξοδα του επικείμενου γάμου της προαναφερόμενης θυγατέρας του. Στα πλαίσια της μακροχρόνιας γνωριμίας των διαδίκων και του στενού φιλικού τους δεσμού, καταρτίσθηκαν ατύπως (προφορικά) μεταξύ τους δεκατέσσερις συμβάσεις άτοκων δανείων, δυνάμει των οποίων ο ενάγων μεταβίβασε προς τον εναγόμενο κατά κυριότητα, το συνολικό χρηματικό ποσό των 11.228,00 ευρώ και των 19.500,00 δολαρίων Η.Π.Α. Ειδικότερα, σε εκτέλεση των δανειακών συμβάσεων, ο ενάγων την 14.04.2015 μετέφερε στον εναγόμενο το ποσό των 5.000.000,00 σελινίων Τανζανίας, ήτοι το ποσό των 2.488,00 ευρώ, μέσω της εταιρείας “. ………” (βλ. το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα έγγραφο της εταιρείας “…….” «Αίτημα ιστορικού συναλλαγών χρονικού διαστήματος από 01.01.2015 έως 31.12.2018»), την 09.06.2015 μετέφερε στον εναγόμενο το ποσό των 3.780.000,00 σελινίων Τανζανίας, ήτοι το ποσό των 1.506,00 ευρώ, μέσω της εταιρείας “………” (βλ. το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα έγγραφο της εταιρείας “………..” «Αίτημα ιστορικού συναλλαγών χρονικού διαστήματος από 01.01.2015 έως 31.12.2018»), την 31.10.2015 μετέφερε στον εναγόμενο το ποσό των 4.910.000,00 σελινίων Τανζανίας, ήτοι το ποσό των 2.009,00 ευρώ, μέσω της εταιρείας “………..” (βλ. το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα έγγραφο της εταιρείας “……..” «Αίτημα ιστορικού συναλλαγών χρονικού διαστήματος από 01.01.2015 έως 31.12.2018» και το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα από 31.10.2015 αντίγραφο πελάτη της εταιρείας “…….”), την 26.03.2016 μετέφερε στον εναγόμενο το ποσό των 4.995.101,55 σελινίων Τανζανίας, ήτοι το ποσό των 2.000,00 ευρώ, μέσω της εταιρείας “…….” (βλ. το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα έγγραφο της εταιρείας “………….” «Αίτημα ιστορικού συναλλαγών χρονικού διαστήματος από 01.01.2015 έως 31.12.2018» και το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα από 26.03.2016 αντίγραφο πελάτη της εταιρείας “…….”), την 26.09.2017 μετέφερε στον εναγόμενο το ποσό των 2.719.112,62 σελινίων Τανζανίας, ήτοι το ποσό των 1.000,00 ευρώ, μέσω της εταιρείας “……….” (βλ. το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα έγγραφο της εταιρείας “………” «Αίτημα ιστορικού συναλλαγών χρονικού διαστήματος από 01.01.2015 έως 31.12.2018» και το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα από 26.09.2017 αντίγραφο πελάτη της εταιρείας “…………”), την 22.11.2017 μετέφερε στον εναγόμενο το ποσό των 2.802.336,00 σελινίων Τανζανίας, ήτοι το ποσό των 1.000,00 ευρώ, μέσω της εταιρείας “……….” (βλ. την προσκομιζόμενη σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα από 22.11.2017 απόδειξη πελάτη της εταιρείας “……….”), την 10.12.2018 μετέφερε στον εναγόμενο το ποσό των 537.510,68 σελινίων Τανζανίας, ήτοι το ποσό των 200,00 ευρώ, μέσω της εταιρείας “…….” (βλ. το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα έγγραφο της εταιρείας “………” «Αίτημα ιστορικού συναλλαγών χρονικού διαστήματος από 01.01.2015 έως 31.12.2018»), επιπλέον δε την 08.10.2016 η σύζυγος του ενάγοντος …….. (βλ. το προσκομιζόμενο από 26.10.2018 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Πρέβεζας του Νομού Πρέβεζας) μετέφερε στον εναγόμενο το ποσό των 525,00 ευρώ, μέσω της εταιρείας “………..” (βλ. το προσκομιζόμενο από 08.10.2016 αποδεικτικό αποστολής χρημάτων της εταιρείας “……………”). Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων την 28.07.2016 κατέβαλε στον εναγόμενο, δια χειρός του κοινού τους φίλου …………, το ποσό των 1.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., όπως προέκυψε από το προσκομιζόμενο από 12.04.2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε ο ……… στον ενάγοντα, στο οποίο ρητώς επιβεβαιώνεται ότι ο ενάγων κατέβαλε στη μητέρα του τελευταίου την 28.07.2016, το ποσό των 1.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο στη συνέχεια ανέλαβε ο εναγόμενος από τον ……… Ομοίως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέβαλε στον εναγόμενο, δια χειρός του κοινού τους φίλου ………., την 25.05.2017, το ποσό των 500,00 ευρώ και των 4.500,00 δολαρίων Η.Π.Α., την 29.06.2017, το ποσό των 3.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., την 27.07.2017, το ποσό των 7.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., την 22.11.2017, το ποσό των 3.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. και την 13.12.2017, το ποσό των 1.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Ενισχυτική της κρίσης αυτής του Δικαστηρίου είναι η κατάθεση του μάρτυρος του εναγόμενου ……………., ο οποίος στην ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς …….., αναφέρει ότι ο ενάγων του έδωσε τα ποσά των 14.500,00 δολαρίων Η.Π.Α. και των 500,00 ευρώ, προκειμένου να τα παραδώσει στον εναγόμενο. Αναφορικά με τις ανωτέρω δανειακές μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις, για τη σύσταση των οποίων δεν απαιτείται έγγραφος τύπος, υπήρχε ηθική αδυναμία κατάρτισής τους εγγράφως, σύμφωνα με την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, λόγω της μακροχρόνιας φιλικής σχέσης που διατηρούσαν οι διάδικοι. Η ύπαρξη ισχυρής φιλικής σχέσης μεταξύ τους δικαιολογεί την ύπαρξη ηθικής αδυναμίας στον ενάγοντα, να ζητήσει να εξασφαλισθεί η απόδειξη των δανειακών συμβάσεων με κάποιο έγγραφο, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσής του που κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος. Άλλωστε, από τα προαναφερόμενα έγγραφα των εταιρειών “……………” και “………” που προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, πηγάζει αρχή έγγραφης απόδειξης, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠολΔ. Αντιθέτως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε η σύναψη των λοιπών αναφερόμενων στην αγωγή δανειακών συμβάσεων μεταξύ του ενάγοντος και του εναγόμενου, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι ούτε ο εξετασθείς στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου μάρτυρας απόδειξης ………., ούτε ο μάρτυρας του ενάγοντος . (…….. στην υπ’ αριθ. ………/04.05.2022 ένορκη βεβαίωσή του, κατέθεσαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη σύναψη των εν λόγω δανειακών συμβάσεων. Αντιθέτως, κατέθεσαν αορίστως ο μεν μάρτυρας ………. ότι ο ενάγων δάνεισε χρήματα στον εναγόμενο, όπως ο τελευταίος του ανέφερε σε μεταξύ τους συνομιλίες, χωρίς όμως να γνωρίζει συγκεκριμένα ποσά, ο δε μάρτυρας ……….. ότι ο εναγόμενος είχε δανειστεί αρκετά χρήματα από τον ενάγοντα διότι αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, όπως ο ίδιος ο εναγόμενος του ανέφερε σε συνάντησή τους, χωρίς όμως να προσδιορίσει το ύψος των ποσών των δανείων. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέβαλε στον εναγόμενο σε μετρητά, στο γραφείο του στην Ζανζιβάρη, την 03.07.2016, το ποσό των 31.000,00 ευρώ και των 1.500,00 δολαρίων Η.Π.Α., ούτε ότι κατέβαλε στον εναγόμενο σε μετρητά, στο γραφείο του στην Ζανζιβάρη, την 22.03.2017, το ποσό των 5.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Άλλωστε, αντίκειται στα διδάγματα της κοινής πείρας, ο ενάγων να προέβη στην καταβολή στον εναγόμενο του υψηλού χρηματικού ποσού των 31.000,00 ευρώ σε μετρητά χρήματα, παρά το γεγονός ότι τόσο στις προγενέστερες, όσο και στις μεταγενέστερες μεταξύ τους ως άνω συναλλαγές πολύ μικρότερων χρηματικών ποσών, ο ενάγων δεν κατέβαλε σ’ αυτόν μετρητά χρήματα, αλλά αντιθέτως μετέφερε χρηματικά πόσα μέσω των εταιρειών “…..” και “………”. Εξάλλου, δεν προσκομίζεται από τον ενάγοντα κανένα έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι ο ίδιος κατείχε, κατά τον κρίσιμο ως άνω χρόνο, το υψηλό χρηματικό ποσό των 31.000,00 ευρώ, κατόπιν προηγούμενης ανάληψης αυτού από τραπεζικό λογαριασμό, τηρούμενο στο όνομά του. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ενάγων, δυνάμει συμφωνίας που συνήψε με τον εναγόμενο, ανέλαβε να πληρώσει για λογαριασμό του το οφειλόμενο από αυτόν ποσό των 500,00 ευρώ, στον δικηγόρο του Πολυχρόνη Περιβολάρη. Ειδικότερα, όπως προέκυψε από το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα από 25.07.2016 αντίγραφο πράκτορα της ……. ., σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας, ο ενάγων εξόφλησε για λογαριασμό του εναγόμενου, την 25.07.2016, την οφειλή του προς τον ανωτέρω δικηγόρο, ποσού 500,00 ευρώ, μέσω της εταιρείας “………”. Επιπλέον, ο ενάγων, δυνάμει συμφωνίας που συνήψε με τον εναγόμενο, ανέλαβε να πληρώσει για λογαριασμό του το οφειλόμενο από αυτόν ποσό των 2.870,00 δολαρίων Η.Π.Α., στον ……….., ενώ σε εκτέλεση αυτής της συμφωνίας, ο ενάγων εξόφλησε για λογαριασμό του εναγόμενου την 25.06.2016, την ως άνω οφειλή του, όπως προέκυψε από το προσκομιζόμενο από 10.04.2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε ο ………….. στον ενάγοντα, στο οποίο ρητώς επιβεβαιώνεται ότι ο ενάγων κατέβαλε σ’ αυτόν την 25.06.2016, το ποσό των 2.870,00 δολαρίων Η.Π.Α., σε εξόφληση οφειλής του εναγόμενου από την προμήθεια εμπορευμάτων στον τελευταίο και στον ………………… Αποδείχθηκε επίσης ότι o εναγόμενος αρνήθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα τις ως άνω δαπάνες ποσού 500,00 ευρώ και 2.870,00 δολαρίων Η.Π.Α., αντίστοιχα, στις οποίες αυτός υποβλήθηκε εξ ιδίων, κατά τα προαναφερθέντα. Ο εναγόμενος με τον τρίτο λόγο της έφεσής του συνομολογεί την καταβολή από τον ενάγοντα στον ίδιο του συνολικού χρηματικού ποσού των 65.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., πλην όμως αρνείται την κατάρτιση των ενδίκων δανειακών συμβάσεων ισχυριζόμενος ότι τα ως άνω ποσά που εισπράχθηκαν από αυτόν ουδόλως αφορούσαν δάνεια, αλλά αποτελούσαν την οικονομική συνεισφορά του ενάγοντος σε διάφορα επενδυτικά σχέδια που είχαν εκπονηθεί, στα πλαίσια της επιχειρηματικής συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων, αλλά και τρίτων προσώπων, και συγκεκριμένα του μάρτυρα ανταπόδειξης ……… και του …………, και της συνακόλουθης ίδρυσης από αυτούς νομικών προσώπων που είχαν αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στην Τανζανία σε διάφορους τομείς, όπως εκπόνηση μελετών για ύδρευση περιοχών, εξόρυξη κοιτασμάτων χρυσού, εμπορία αντιρρυπαντικών για ξηρά και θάλασσα, αλιεία και εμπόριο κατεψυγμένων ψαριών. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου πάσχει αοριστίας, αφού δεν εκτίθενται στο δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα συγκεκριμένες επιχειρηματικές συμφωνίες μεταξύ των διαδίκων και των ανωτέρω προσώπων, ούτε οι όροι υλοποίησης αυτών, ούτε τα ύψη των απαιτούμενων κεφαλαίων για τη σύσταση των αναφερόμενων εταιρειών με έδρα την Τανζανία, ούτε τα ποσοστά συμμετοχής στις εταιρείες των συμβαλλομένων μερών, ούτε τα ποσά των αναλογουσών σε κάθε συμβαλλόμενο συνεισφορών, ώστε να δύναται να υπολογισθεί εάν η αναλογούσα στον ενάγοντα συνεισφορά ανέρχεται στο επικαλούμενο από τον εναγόμενο συνολικό ποσό των 65.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σε κάθε δε περίπτωση ο εν λόγω ισχυρισμός καταδεικνύεται αναληθείς, καθόσον μνημονεύονται στο δικόγραφο της έφεσης διάφορα νομικά πρόσωπα, τα οποία φέρονται να είχαν αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στην Τανζανία σε διάφορους τομείς και στα οποία φέρεται να συμμετείχε ο ενάγων, ενώ αποδεικνύεται, είτε ότι τα εν λόγω νομικά πρόσωπα είναι ανύπαρκτα, όπως οι εταιρείες “……..” και “……..” (βλ. το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα από 23.06.2021 έγγραφο του Μητρώου Επιχειρήσεων και Αδειών του Υπουργείου Βιομηχανίας και Εμπορίου της Ενωμένης Δημοκρατίας της Τανζανίας), είτε ότι ο ενάγων ουδέποτε συμμετείχε στα εν λόγω νομικά πρόσωπα ως μέτοχος, όπως οι εταιρείες “………..” (βλ. το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα από 25.02.2021 έγγραφο του Μητρώου Επιχειρήσεων και Αδειών του Υπουργείου Βιομηχανίας και Εμπορίου της Ενωμένης Δημοκρατίας της Τανζανίας), “………………” (βλ. το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα από 24.02.2021 έγγραφο του Μητρώου Επιχειρήσεων και Αδειών του Υπουργείου Βιομηχανίας και Εμπορίου της Ενωμένης Δημοκρατίας της Τανζανίας) και “…………” (βλ. το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα από 23.02.2021 έγγραφο του Μητρώου Επιχειρήσεων και Αδειών του Υπουργείου Βιομηχανίας και Εμπορίου της Ενωμένης Δημοκρατίας της Τανζανίας), είτε ότι ο ενάγων συμμετείχε με την ιδιότητα του συνδιευθυντή και όχι του μετόχου, όπως η εταιρεία “………..” (βλ. το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα από 05.07.2021 έγγραφο του Μητρώου Εταιρειών της Επαναστατικής Κυβέρνησης της Ζανζιβάρης). Άλλωστε, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν επαληθεύτηκε ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι ο ενάγων συμμετείχε σε ορισμένα από τα προαναφερόμενα  νομικά πρόσωπα ως αφανής εταίρος, διότι δεν επιθυμούσε να λάβει γνώση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας η εργοδότρια ως άνω εταιρεία “…………….”, στην οποία απασχολείτο, δεδομένου ότι η εν λόγω εταιρεία δραστηριοποιείτο στον τομέα της εμπορίας τροφίμων, κατά τα προαναφερθέντα, ενώ οι εταιρείες στις οποίες φερόταν να συμμετέχει ο ενάγων, είχαν αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες σε εντελώς διαφορετικούς τομείς, όπως στην εκπόνηση μελετών για ύδρευση περιοχών, στην εξόρυξη κοιτασμάτων χρυσού, στην εμπορία αντιρρυπαντικών για ξηρά και θάλασσα και στην αλιεία και εμπόριο κατεψυγμένων ψαριών, και ως εκ τούτου δεν τελούσαν σε σχέση ανταγωνισμού προς την εργοδότρια του ενάγοντος εταιρεία. Εξάλλου, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου σχετικά με τη σύναψη των ενδίκων δανειακών συμβάσεων μεταξύ των διαδίκων, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο εναγόμενος αντιμετώπιζε διάφορα οικονομικά προβλήματα και αδυνατούσε να καλύψει εξ ιδίων κεφαλαίων τις επιτακτικές οικονομικές του ανάγκες. Άλλωστε, ούτε ο ίδιος εναγόμενος εισέφερε κάποιο αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι, κατά τα κρίσιμα ως άνω χρονικά διαστήματα, ήταν σε θέση να καλύψει τις οικονομικές του υποχρεώσεις, ότι η οικονομική του κατάσταση ήταν καλή και ότι δεν είχε ανάγκη να λάβει δάνεια από τον ενάγοντα, δεδομένου ότι δεν προσκομίσθηκε από αυτόν κανένα έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η οικονομική του επιφάνεια, και ιδίως η ύπαρξη εισοδημάτων, η ύπαρξη ακίνητης περιουσίας στο όνομά του και η τήρηση καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα. Περαιτέρω, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είχε αναλάβει την υποχρέωση να αποδώσει στον ενάγοντα τα ως άνω ποσά των δανείων σε ορισμένο χρονικό διάστημα από τη σύναψη των εν λόγω συμβάσεων και ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους συγκεκριμένος χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων ποσών, ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των 11.228,00 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής του συνολικού ποσού των 19.500,00 δολαρίων Η.Π.Α., με το νόμιμο τόκο από την 20.10.2019, ήτοι μετά την παρέλευση ενός μηνός από την επίδοση της αγωγής την 20.09.2019 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ………/20.09.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …….) και έως την πλήρη εξόφληση, δεδομένου ότι από την προσκομιζόμενη από 22.04.2019 εξώδικη δήλωση του ενάγοντος που επιδόθηκε στον εναγόμενο την 03.05.2019 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……/03.05.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …….) ουδόλως προέκυψε ότι ο ενάγων προέβη στην καταγγελία των ενδίκων δανειακών συμβάσεων και ότι εκδήλωσε την πρόθεσή του να επιστραφούν σ’ αυτόν τα ανωτέρω δάνεια συνολικού χρηματικού ποσού 11.228,00 ευρώ και 19.500,00 δολαρίων Η.Π.Α. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της και την πρώτη επικουρική βάση αυτής και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 11.228,00 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής του συνολικού ποσού των 19.500,00 δολαρίων Η.Π.Α., με το νόμιμο τόκο από την 20.10.2019 και έως την πλήρη εξόφληση, καθώς και το ποσό των 500,00 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής του ποσού των 2.870,00 δολαρίων Η.Π.Α., με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα – εναγόμενο. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών – εναγόμενος σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης του (άρθρα 183 και 178 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 05.03.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 60/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην του εναγόμενου, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 60/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 15.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2019 και ειδικό ………/2019 αγωγή.

Απορρίπτει ότι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.

Δέχεται κατά τα λοιπά εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έντεκα χιλιάδων διακοσίων είκοσι οκτώ (11.228,00) ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής του ποσού των δεκαεννέα χιλιάδων πεντακοσίων (19.500,00) δολαρίων Η.Π.Α., με το νόμιμο τόκο από την 20.10.2019 και έως την πλήρη εξόφληση, καθώς και το ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής του ποσού των δύο χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα (2.870,00) δολαρίων Η.Π.Α., με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα – εναγόμενο του παράβολου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το υπ’ αριθ. …………/2021 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα – εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 15.12.2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ