Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 737/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 737/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Α) ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  Ελληνικού Δημοσίου, όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (ΑΦΜ: …..) και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή της (ΑΦΜ: …..) και εν προκειμένω και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Δέσποινα Ντουρντουρέκα,

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………..ως επισπεύδοντος δανειστή, κάτοικου …………, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, 2) αναγγελθείσας δανείστριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “………..» (ΑΦΜ: ………), που εδρεύει στην ……… επί της οδού ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)», όπως μετονομάστηκε το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», ως οιονεί καθολικός διάδοχος του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΙΚΑ-ΕΤΑΜ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του (ΑΦΜ: ……) κι εν προκειμένω και από το Περιφερειακό Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά, το οποίο εδρεύει στον Πειραιά, οδός …….., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Σεβαστή Πειραντάκου.

Β) Εκκαλούντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο έχει καταστεί καθολικός διάδοχος του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων- Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) και του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διευθυντή του, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Σεβαστή Πειραντάκου,

Εφεσίβλητων: 1) Επισπεύδοντος και αναγγελθέντος δανειστή ………. κάτοικου ………., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) αναγγελθείσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο “………….”, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……….η οποία εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Γ) Προσθέτως παρεμβαίνουσας: Εταιρείας με την επωνυμία “………….” και τον διακριτικό τίτλο “……….”, που εδρεύει στη …………. νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 207/1/29.11.2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ως Εταιρεία Διαχείρισης Πιστώσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του ν. 4354/2015 και της Πράξης 118/19.5.2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθμόν …/8.1.2009 Πράξη, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “……….” (……….), με έδρα το …… Ιρλανδίας και αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας …….., όπως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει της από 18.6.2021 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, η οποία καταχωρίσθηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 22.6.2021 με αριθμό πρωτοκόλλου …/22.6.2021 στον τόμο … και αύξοντα αριθμό …., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.16 του ν. 3156/2003, και του υπ’ αρ. ……./15.6.2021 Ειδικού Πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……… σε συνδυασμό με το από 18.6.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων μεταξύ της εταιρείας ειδικού σκοπού και της διαχειρίστριας πλέον εταιρείας στην αγγλική γλώσσα με την επίσημη μετάφραση αυτού στην ελληνική γλώσσα ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………..” και τον διακριτικό τίτλο “…….”, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………, Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, δυνάμει της από 30 Απριλίου 2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρίσθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 30.4.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου ……./30.4.2020 στον τόμο …. και αύξοντα αριθμό ….., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ελένη Ντούκα,

ΥΠΕΡ: Της αρχικής δικαιοπαρόχου ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και τον δ.τ. “……”, με έδρα την Αθήνα, οδός …………., με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ……. και ΑΦΜ ……. (η οποία προέκυψε μετά από διάσπαση της Τράπεζας με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο “…….” με ΑΦΜ ………, Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών και αρ. Γ.Ε.ΜΗ. ……… και με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα ως άνω τραπεζική εταιρεία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 του ν. 2515/1997, την παρ.3 του άρθρου 54, την παρ.3 του άρθρου 57 και των άρθρων 59 έως και 74 και 140 του ν. 4601/2019, όπως ισχύουν, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. ……./7.4.2021 Πράξης Διάσπασης του συμβολαιογράφου Αθηνών …….. Η ως άνω διάσπαση εγκρίθηκε με την αριθμ. πρωτ. ………/16.4.2021 απόφαση της Δ/νσης Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που καταχωρίσθηκε στο ΓΕΜΗ και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της διασπώμενης και επωφελούμενης με τις υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/16.4.2021 και ……/16.4.2021 Ανακοινώσεις αντίστοιχα και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο,

ΚΑΤΑ: Του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………, με ΑΦΜ ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο έχει καταστεί καθολικός διάδοχος του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων- Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) και του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διευθυντή του, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Σεβαστή Πειραντάκου.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ: Τον ……… ως επισπεύδοντα δανειστή, κάτοικου ………., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Δ) Προσθέτως παρεμβαίνουσας: Εταιρείας με την επωνυμία “………” και τον διακριτικό τίτλο “………”, που εδρεύει ……… Αττικής επί της οδού …….., με ΑΦΜ …….., νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν …./1/29.11.2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ως Εταιρεία Διαχείρισης Πιστώσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του ν. 4354/2015 και της Πράξης …../19.5.2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθμόν …../8.1.2009 Πράξη, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………….», με έδρα το …. Ιρλανδίας και αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ….., όπως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει της από 18.6.2021 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, η οποία καταχωρίσθηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 22.6.2021 με αριθμό πρωτοκόλλου …/22.6.2021 στον τόμο … και αύξοντα αριθμό ….., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.16 του ν. 3156/2003, και του υπ’ αρ. ………/15.6.2021 Ειδικού Πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. σε συνδυασμό με το από 18.6.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων μεταξύ της εταιρείας ειδικού σκοπού και της διαχειρίστριας πλέον εταιρείας στην αγγλική γλώσσα με την επίσημη μετάφραση αυτού στην ελληνική γλώσσα ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………..” και τον διακριτικό τίτλο “………”, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …………, Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, δυνάμει της από 30 Απριλίου 2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρίσθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 30.4.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου ……../30.4.2020 στον τόμο …. και αύξοντα αριθμό …….., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ελένη Ντούκα,

ΥΠΕΡ: Της αρχικής δικαιοπαρόχου ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» και τον δ.τ. “…….”, με έδρα την Αθήνα, οδός ………., με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …… και ΑΦΜ ……. (η οποία προέκυψε μετά από διάσπαση της Τράπεζας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο “……..” με ΑΦΜ ………, Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών και αρ. Γ.Ε.ΜΗ. ……… και με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα ως άνω τραπεζική εταιρεία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 του ν. 2515/1997, την παρ.3 του άρθρου 54, την παρ.3 του άρθρου 57 και των άρθρων 59 έως και 74 και 140 του ν. 4601/2019, όπως ισχύουν, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. ……./7.4.2021 Πράξης Διάσπασης του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. Η ως άνω διάσπαση εγκρίθηκε με την αριθμ. πρωτ. ……../16.4.2021 απόφαση της Δ/νσης Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που καταχωρίσθηκε στο ΓΕΜΗ και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της διασπώμενης και επωφελούμενης με τις υπ’ αριθμ. πρωτ. …../16.4.2021 και ……../16.4.2021 Ανακοινώσεις αντίστοιχα και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο,

ΚΑΤΑ: Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (ΑΦΜ: …..) και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Διοικητή της (ΑΦΜ: ……) και εν προκειμένω και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Δέσποινα Ντουρντουρέκα.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ: – Τον ……….., ως επισπεύδοντος δανειστή, κάτοικο ………, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, – Το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)» ως οιονεί καθολικός διάδοχος του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΙΚΑ-ΕΤΑΜ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του (ΑΦΜ:……) και εν προκειμένω και από το Περιφερειακό Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά, το οποίο εδρεύει στον Πειραιά, τον οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά των εφεσίβλητων στην έφεσή του την από 10-7-2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ../…./2020) ανακοπή κατά του συνταχθέντος από τον Συμβολαιογράφο Αθηνών υπ’ αριθ. ……/7.4.2020 πίνακα κατάταξης δανειστών. Επίσης ο εκκαλών «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» είχε ασκήσει ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την από 22.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020) ανακοπή κατά των εφεσίβλητων στην έφεσή του και του Ελληνικού Δημοσίου και κατά του ίδιου ως άνω πίνακα κατάταξης. Εξάλλου, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου άσκησε τις από 2.12.2020 (με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020) και από 2.12.2020 (με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2020) πρόσθετες παρεμβάσεις της η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία «……….». Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την 762/2021 απόφασή του (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών) συνεκδίκασε τις παραπάνω ανακοπές και πρόσθετες παρεμβάσεις, απέρριψε την ανακοπή του Ε.Φ.Κ.Α. και τις πρόσθετες παρεμβάσεις καθώς και την ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου κατά των πρώτου και τρίτου των καθ’ ων και δέχθηκε την ανακοπή κατά της δεύτερης καθ’ ης, μεταρρυθμίζοντας τον πίνακα κατάταξης. Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το ανακόπτον  και ήδη εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)” με την από 28.6.2021, κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με  Γ.Α.Κ. ……/2021 και με Ε.Α.Κ. ……./2021  και ακολούθως επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 30.6.2021 με Γ.Α.Κ. …../2021  και Ε.Α.Κ. …../2021, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος. Επίσης το ανακόπτον-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο προσέβαλε την ίδια απόφαση με την από 14.6.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021 και ακολούθως επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 23.6.2021 με Γ.Α.Κ. …./2021  και Ε.Α.Κ. …./2021, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος. Περαιτέρω, η εταιρία με την επωνυμία “……….» άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………» και κατά του εκκαλούντος ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» την από 15.9.2022 (με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Ομοίως η εταιρία η εταιρία με την επωνυμία “………..» άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………» και κατά του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου την από 15.9.2022 (με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. ……/2022) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Οι υποθέσεις συνεκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν αφού έλαβαν τον λόγο, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγονται προς συζήτηση: α) η από 14.6.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2021 και Ε.Α.Κ. …../2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……./2021 και Ε.Α.Κ. ……./2021) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά του …………, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………» και του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e- ΕΦΚΑ)» προς εξαφάνιση της 762/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), β) η από 28.6.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. ……../2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……../2021 και Ε.Α.Κ. ……/2021) έφεση του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» κατά του ……….. και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…….. …….» προς εξαφάνιση της ίδιας ως άνω απόφασης, γ) η από 15.9.2022 (με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …./2022) εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εταιρίας με την επωνυμία «………..» (υπό τον διακριτικό τίτλο “…….”) υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..»  και κατά του Ελληνικού Δημοσίου στην εκκρεμή υπό στοιχείο α’ από 14.6.2021 έφεση και δ) η από 15.9.2022 (με Γ.Α.Κ. ……./2022 και Ε.Α.Κ. ……/2022) εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ίδιας ως άνω εταιρίας με την επωνυμία «……….» υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» στην εκκρεμή υπό στοιχείο β’ από 28.6.2021 έφεση,  οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της συνάφειάς τους, αφού αφορούν στην ίδια προσβαλλομένη απόφαση, υπάγονται στην ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και με τη συνεκδίκαση τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 80 επ., 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Κατά την εκφώνηση των παραπάνω εφέσεων και πρόσθετων παρεμβάσεων από τη σειρά τους στο οικείο πινάκιο: Α) στην από 14.6.2021 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, ο πρώτος εφεσίβλητος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, χωρίς να έχει τη δικηγορική ιδιότητα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και άρα τυγχάνει δικονομικώς απών (βλ. Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, Νομική Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 221, άρθρο 524 παρ.8, που παραπέμπει στις ΑΠ 1698/2002, ΧρΙΔ 2003, σελ. 234, ΑΠ 604/1989, Δ 1990, σελ. 670, Στ. Πανταζόπουλο, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, άρθρα 495-590, έκδοση 2020, σελ. 146, που παραπέμπει στις ΑΠ 93/1977, ΝοΒ 1977, σελ. 1127, ΕφΑθ 7432/2002, ΕλλΔνη 2004, σελ. 901). Επίσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απούσα η δεύτερη εφεσίβλητη, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………». Από την προσκομιζόμενη από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο υπ’ αριθ. …./28.2.2022 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……… αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της παραπάνω έφεσης, με τις σχετικές πράξεις κατάθεσης, την πράξη ορισμού δικασίμου της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στον πρώτο εφεσίβλητο μέσω του αντίκλητου πληρεξούσιου δικηγόρου του μετά του οποίου παραστάθηκε στον πρώτο βαθμό (βλ. ταυτάριθμα με εκκαλούμενη πρακτικά), . ……….. νόμιμα κατ’ άρθρο 143 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, από το προσκομιζόμενο από το παραπάνω εκκαλούν ακριβές αντίγραφο της υπ’ αριθ. …./23.11.2021 έκθεσης επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………….. αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ίδιας ως άνω έφεσης, με τις πράξεις κατάθεσης αυτής, την πράξη ορισμού δικασίμου της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στη δεύτερη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία νόμιμα κατ’ άρθρο 129 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Επομένως, οι παραπάνω εφεσίβλητοι θα δικασθούν ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν κι αυτοί παρόντες κατ’ άρθρο 524 παρ.4 εδ.1 του ΚΠολΔ, με τη διάκριση που θα γίνει ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο παρακάτω. Β) στην από 28.6.2021 έφεση του εκκαλούντος «Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)», οι δύο εφεσίβλητοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά ήταν απόντες. Από την προσκομιζόμενη από το εκκαλούν υπ’ αριθ. …../14.9.2021 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………… αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της εν λόγω έφεσης, με τις σχετικές πράξεις κατάθεσης και της πράξης ορισμού δικασίμου της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στον πρώτο εφεσίβλητο μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου του μετά το οποίου παραστάθηκε στον πρώτο βαθμό, ………….., ως αντίκλητου αυτού νόμιμα κατ’ άρθρο 143 παρ.1 του ΚΠολΔ  (βλ. ΜονΕφΠειρ 508/2022 στην efeteio-peir.gr) κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Ομοίως, από την προσκομιζόμενη από το εκκαλούν υπ’ αριθ. ……../8.9.2021 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………… αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της αμέσως παραπάνω έφεσης, με τις σχετικές πράξεις κατάθεσης και της πράξης ορισμού δικασίμου της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στη δεύτερη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία νόμιμα κατ’ άρθρο 129 παρ.1 του ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Συνεπώς οι εφεσίβλητοι θα δικασθούν ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν κι αυτοί παρόντες κατ’ άρθρο 524 παρ.4 εδ.1 του ΚΠολΔ, ομοίως με τη διάκριση που θα γίνει ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο παρακάτω. Γ) στην από 15.9.2022 πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας με την επωνυμία “………….» υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και κατά του Ελληνικού Δημοσίου, η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά ήταν απούσα. Από την προσκομιζόμενη από την προσθέτως παρεμβαίνουσα υπ’ αριθ. ……/20.9.2022 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….., μέλους της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών …………» αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της παραπάνω πρόσθετης παρέμβασης με πράξη ορισμού της αναφερόμενης ως άνω δικασίμου και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση νόμιμα κατ’ άρθρο 129 παρ.1 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 591 παρ.1 περ.β’ εδ.α’ του ΚΠολΔ, όπως η σχετική διάταξη εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη σύμφωνα με την παράγραφο 7 του ίδιου ως άνω άρθρου. Σχετικά με τη δικονομική θέση της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, όπως αυτή επηρεάζεται από την άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης και τις συνέπειες που έχει η παράσταση στη δίκη των λοιπών συμμετεχόντων στη δίκη, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ  προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που, είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α’ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”. Την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου οι εν λόγω εταιρίες αποκτούν ανεξάρτητα αν το πλαίσιο μεταβίβασης και διαχείρισης των απαιτήσεων στηρίζεται στον ν. 3156/2003, αλλά σημασία έχει το εάν πρόκειται για εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4354/2015 (στις οποίες ρητά έχει απονεμηθεί από το νόμο η ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου), ανεξαρτήτως δηλαδή αν η μεταβίβαση της απαίτησης από τον αρχικό δικαιούχο προς τον ειδικό διάδοχο (εταιρίες ειδικού σκοπού- ΕΑΑΔΠ) και ακολούθως η ανάθεση από αυτόν της διαχείρισης έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 ή με βάση το ν. 4354/2015 (ΑΠ 1102/2022 στην areiospagos.gr, ομοίως οι ΑΠ 1343/2022, 864/2022, 883/2021, 467/2021, 402/2021, 1260/2019, αντίθετη η 822/2022, ενώ το ζήτημα έχει παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την ΑΠ 1873/2022, Α2 Πολιτικό Τμήμα). Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση που η προσθέτως παρεμβαίνουσα φέρεται ως νομίμως αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, Εταιρεία Διαχείρισης Πιστώσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού τιτλοποίησης “………” δυνάμει της από 18.6.2021 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.16 του ν. 3156/2003, ως ειδικής διαδόχου της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση «……………», κατόπιν της από 30.4.2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, στις οποίες (απαιτήσεις) που μεταβιβάστηκαν φέρονται να περιλαμβάνονται και αυτές εκ της επίδικης σύμβασης που συμπεριλαμβάνονται στο υπό κρίση δικόγραφο, σύμφωνα με τα αποσπάσματα του Παραρτήματος της ως άνω Σύμβασης Πώλησης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων και όπως η ως άνω εταιρία “…………” παρεμβαίνει για να μη μεταρρυθμισθεί, κατόπιν της ένδικης εφέσεως του Ελλ. Δημοσίου, ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης στον οποίο έχει καταταγεί προνομιακά η υπέρ ης η παρέμβαση τράπεζα και αποβληθεί αυτή από τον πίνακα, έχει δημιουργηθεί μεταξύ της προσθέτως παρεμβαίνουσας και της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρων 76 παρ. 1,3 και 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί εφέσεως, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην, όμως, έχει κλητευθεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016 αμφότερες Δημοσίευση Νόμος), αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικο του (ΑΠ 368/2019, ΜονΕφΛαρ 305/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, εν προκειμένω, η υπέρ η πρόσθετη παρέμβαση-δεύτερη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία πρέπει να δικασθεί ερήμην αλλά η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδάφ. α` του ΚΠολΔ), η δε υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση-δεύτερη εφεσίβλητη θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα. Δ) στην από 15.9.2022 πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας με την επωνυμία “………» υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)», η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά ήταν απούσα. Από την προσκομιζόμενη από την προσθέτως παρεμβαίνουσα υπ’ αριθ. ………/20.9.2022 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……, μέλους της Αστικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών «………….» αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της παραπάνω πρόσθετης παρέμβασης με πράξη ορισμού της αναφερόμενης ως άνω δικασίμου και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση νόμιμα κατ’ άρθρο 129 παρ.1 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 591 παρ.1 περ.β’ εδ.α’ του ΚΠολΔ, όπως η σχετική διάταξη εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη σύμφωνα με την παράγραφο 7 του ίδιου ως άνω άρθρου. Όπως και στην προηγούμενη πρόσθετη παρέμβαση, η προσθέτως παρεμβαίνουσα ως αδειοδοτημένη Εταιρεία Διαχείρισης Πιστώσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δηλώνει ότι δυνάμει της από 18.6.2021 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων της έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού “…………..”, στην οποία έχουν μεταβιβασθεί με την από 30.4.2020 Σύμβαση Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων και έχει έτσι καταστεί ειδική διάδοχος των απαιτήσεων της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση τράπεζας «……………», μεταξύ των οποίων και οι απαιτήσεις από την επίδικη σύμβαση σύμφωνα με τα αποσπάσματα του σχετικού Παραρτήματος, για τις οποίες απαιτήσεις η υπέρ ης η παρέμβαση τράπεζα κατετάγη στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, από τον οποίο με την υπ’ αριθ. …./…/2020 ανακοπή του το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ζήτησε να αποβληθεί η τράπεζα για να καταταγεί το ίδιο. Για τον λόγο αυτό ασκεί την πρόσθετη παρέμβαση η παραπάνω εταιρία “…………” υπέρ της τράπεζας «………. ………..», προκειμένου να απορριφθεί η ως άνω έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της εν λόγω τράπεζας. Κατά τα προαναφερθέντα, εν προκειμένω, μεταξύ της προσθέτως παρεμβαίνουσας και της υπέρ ης η παρέμβαση τράπεζας δημιουργείται επιγενόμενη αναγκαστική ομοδικία, οπότε η υπέρ ης πρόσθετη παρέμβαση-δεύτερη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία θα δικασθεί ερήμην αλλά η συζήτηση θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδάφ. α` του ΚΠολΔ), επιπλέον δε αυτή θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα.

Παρακάτω, σε ό,τι αφορά τις ως άνω ασκηθείσες δύο αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 81 παρ.1 εδ.2 του ΚΠολΔ «Το δικόγραφο της παρέμβασης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για κάθε δικόγραφο, α) αναγραφή των διαδίκων και της διαφοράς που εκκρεμεί, β) προσδιορισμό του έννομου συμφέροντος που έχει ο παρεμβαίνων στην εκκρεμή δίκη, καθώς και του δικαιώματος με βάση το οποίο αντιποιείται το επίδικο, γ) σε περίπτωση πρόσθετης παρέμβασης, καθορισμό του διαδίκου για την υποστήριξη του οποίου γίνεται η παρέμβαση». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για κάθε δικόγραφο (βλ. άρθρα 118, 119 ΚΠολΔ) και τα εξής: α) αναγραφή των διαδίκων και της διαφοράς που εκκρεμεί (πρβλ. άρθρο 216 ΚΠολΔ), β) προσδιορισμό του έννομου συμφέροντος που έχει ο παρεμβαίνων στην εκκρεμή δίκη και μάλιστα με ιδιαίτερη σαφήνεια, με πλήρη παράθεση των θεμελιωτικών του δικαιώματος περιστατικών (ΟλΑΠ 28/2007, ΕφΑΔ 2008, σελ. 332, ΟλΑΠ 8/1998 στην ΤΝΠ Νόμος, Νίκας σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδοση 2000, σελ. 190, Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση, Τόμος Α’, έκδοση 1996, σελ. 573, παρ.9,  Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, σελ. 174, Αθ. Πανταζόπουλος σε Απαλαγάκη-Σταματόπουλου, Ο Νέος ΚΠολΔ 1, σελ. 332, παρ.5) και γ) καθορισμό του διαδίκου για την υποστήριξη του οποίου γίνεται η παρέμβαση. Η παράλειψη αναγραφής των απαιτούμενων, κατά τα άνω, στοιχείων καθιστά το δικόγραφο της παρέμβασης αόριστο και συνακόλουθα απαράδεκτη την πρόσθετη παρέμβαση (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π., σελ. 573, παρ.9). Στην προκειμένη περίπτωση σε αμφότερες τις ανωτέρω πρόσθετες παρεμβάσεις δεν γίνεται καμία μνεία του είδους των επίδικων απαιτήσεων που έχουν εκχωρηθεί από την υπέρ ης η παρέμβαση τράπεζα στην εταιρία “………………..”, τις οποίες διαχειρίζεται η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ούτε τα στοιχεία και το είδος των συμβάσεων από τις οποίες προέκυψαν οι συγκεκριμένες απαιτήσεις και για τις οποίες κατετάγη η υπέρ ης η παρέμβαση-δεύτερη εφεσίβλητη τράπεζα στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, χωρίς να αρκεί η αναφορά στο δικόγραφο των πρόσθετων παρεμβάσεων ότι «περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις εκ της επίδικης σύμβασης, οι οποίες και συμπεριλαμβάνονται στο υπό κρίσιν δικόγραφο, όπως τούτο προκύπτει από τα αποσπάσματα του Παραρτήματος της 30 Απριλίου 2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων», καθώς σε καμία από τις υπό κρίση εφέσεις δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των απαιτήσεων της τράπεζας για τις οποίες κατετάγη στον πίνακα κατάταξης, ούτε από ποια έννομη σχέση αυτές προέκυψαν -μάλιστα η εκκαλουμένη δέχθηκε σχετικό λόγο ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου κατά της τράπεζας ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη απαιτήσεων αυτής κατά του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη- με αποτέλεσμα να μην εκτίθενται τα θεμελιωτικά στοιχεία του έννομου συμφέροντος της προσθέτως παρεμβαίνουσας να ασκήσει τις ένδικες πρόσθετες παρεμβάσεις και να πρέπει να απορριφθούν οι ως άνω πρόσθετες παρεμβάσεις λόγω της αοριστίας τους ως απαράδεκτες. Τα δικαστικά έξοδα εκάστου καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση που προκλήθηκαν από αυτή πρέπει να επιβληθούν αντίστοιχα για κάθε μία πρόσθετη παρέμβαση στην προσθέτως παρεμβαίνουσα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 182 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, μειωμένα όμως σε σχέση με το Ελληνικό Δημόσιο με βάση τη διάταξη του άρθρου 22 του ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

Παρακάτω σε ό,τι αφορά τις υπό κρίση εφέσεις κατά το μέρος που στρέφονται κατά του πρώτου σε κάθε μία εφεσίβλητου δανειστή …………, ο οποίος δικάζεται ερήμην σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ.4 του ΚΠολΔ «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών…Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε (5) ημέρες από τη συζήτηση να  προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση». Στην προκειμένη περίπτωση κανείς εκ των παρισταμένων διαδίκων στις ένδικες εφέσεις δεν προσκόμισε εντός πέντε ημερών από τη συζήτηση αυτών αντίγραφα των προτάσεων που είχε καταθέσει στην πρωτοβάθμια δίκη ο πρώτος εφεσίβλητος, ο οποίος είχε παραστεί τότε, εκπροσωπούμενος από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ως εκ τούτου, ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση των ως άνω εφέσεων. Περαιτέρω, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε από ή προς το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, του οποίου η από 10.7.2020 (με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …../2020) ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης κρίθηκε με την ως άνω απόφαση, η δε εκκαλούμενη δημοσιεύθηκε στις 6.4.2021 και το εκκαλούν Δημόσιο άσκησε την κατ’ αυτής έφεση με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ στις 14.6.2021, ήτοι πριν παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Επομένως, η από 14.6.2021 έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ, χωρίς ν’ απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).

Ομοίως, η από 28.6.2021 έφεση του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» έχει ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στο παραπάνω εκκαλούν-ανακόπτον στις 31.5.2021, με επιμέλεια του πληρεξούσιου δικηγόρου του νυν απόντος πρώτου εφεσίβλητου-πρώτου ανακόπτοντος, σύμφωνα με την σχετική επισημείωση του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………… στο ακριβές αντίγραφο της απόφασης που προσκομίζει το εκκαλούν, η δε υπό κρίση έφεση ασκήθηκε στις 14.6.2021, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ. Συνεπώς και η έφεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της έναντι της δεύτερης εφεσίβλητης τράπεζας κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ, ομοίως εξαιρουμένου του εκκαλούντος Ε.Φ.Κ.Α. από την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου για την έφεση κατ’ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, καθώς με το άρθρο 62 παρ.3 περ. Θ’ του ν. 4387/2016 απαλλάσσεται από τη σχετική υποχρέωση.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ασκήθηκε η από 22.7.2020 (με Γ.Α.Κ. ……./2020 και Ε.Α.Κ. ……/2020) ανακοπή του ν.π.δ.δ. «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» κατά του ….. (ήδη πρώτου εφεσίβλητου), της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………» (ήδη δεύτερης εφεσίβλητης) και κατά του Ελληνικού Δημοσίου περί μεταρρύθμισης του υπ’ αριθ. ……/2020 πίνακα κατάταξης δανειστών του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. Στην ανακοπή αυτή ιστορείτο από το ανακόπτον που ήδη μετονομάσθηκε σε «Ηλεκτρονικός Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e- Ε.Φ.Κ.Α.)», ότι με επίσπευση του πρώτου καθ’ου η ανακοπή (ήδη α’ εφεσίβλητου) διενεργήθηκε σε βάρος του οφειλέτη ………, ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του περιγραφόμενου με το δικόγραφο ακινήτου, που βρίσκεται στις …. και υπερθεματίστρια αναδείχθηκε η δεύτερη καθ’ης η ανακοπή τράπεζα (ήδη β’ εφεσίβλητη). Ότι το ανακόπτον με τις υπ’ αριθ. πρωτ. ……./28.12.2018, …./28.12.2018 και ……/28.12.2018 αναγγελίες του, τις οποίες ενσωματώνει στο δικόγραφο της ανακοπής με τους συνημμένους σε αυτές πίνακες χρεών, ανήγγειλε νόμιμα και εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις του σε βάρος του καθ’ου η εκτέλεση, συνολικού ποσού (280.902,55 + 1.903,60 + 51.413,99=) 334.220,14 ευρώ. Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, στον οποίο, κατόπιν προαφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης, αφού διαίρεσε το προς διανομή υπόλοιπο σε ποσοστά 25%, 65% και 10% κατέταξε προς μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους: Α) Στο 25% που αντιστοιχούσε σε 116.805,43 ευρώ, οριστικά και προνομιακά: α) Τη Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά για το ποσό των 50.046,35 ευρώ και β) το ανακόπτον για το ποσό των 66.759,08 ευρώ. Β) Στο 65%, που αντιστοιχούσε στο ποσό των 303.694,11 ευρώ την δεύτερη καθ’ης η ανακοπή τράπεζα ως ειδική προνομιούχο δανείστρια. Γ) Στο 10%, που αντιστοιχούσε στο ποσό των 46.722,17 ευρώ, οριστικά τον πρώτο καθ’ου η ανακοπή- επισπεύδοντα δανειστή. Ότι εσφαλμένα έγινε η ως άνω διανομή του πλειστηριάσματος από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ενώ έπρεπε να εφαρμοσθούν ως ίσχυαν πριν την προαναφερόμενη τροποποίηση, καθώς με την παρ.3 του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου 1 του ν. 4335/2015 ορίζεται σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του παραπάνω νόμου, ότι «Οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016», εν προκειμένω δε ο επισπεύδων που είχε ως τίτλο εκτέλεσης το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της υπ’ αριθ. 4549/2012 2517/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία μισθώσεων), με επιταγή προς πληρωμή συνολικά του ποσού των 58.545,96 ευρώ κατά του οφειλέτη ………… επέδωσε το ως άνω απόγραφο με την από 2.12.2013 εντολή προς εκτέλεση του πληρεξούσιου δικηγόρου του επισπεύδοντος, στον καθ’ου η εκτέλεση στις 9.12.2013. Ότι ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ, όπως αυτή ίσχυε μετά την τροποποίησή της με τις διατάξεις των άρθρων 56 του ν. 3994/2011 και 19 παρ.10 του ν. 4055/2012 και ισχύει στις περιπτώσεις που ο πίνακας κατάταξης συντάσσεται μετά την 2.4.2012, οριζόταν ότι «Η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται με την εξής σειρά: Αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, κατατάσσονται 1)…2)…3) Οι απαιτήσεις που έχουν ως βάση τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας…Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας γενικής γραμματείας κοινωνικών ασφαλίσεων…Η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, κατά το άρθρο 977, γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξεως αυτής…». Ενόψει των ανωτέρω, το ανακόπτον ζητούσε να γίνει μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, ώστε στο αντιστοιχούν στους δανειστές, εναπομείναν, μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, διανεμητέο πλειστηρίασμα ύψους 467.221,71 ευρώ που αντιστοιχεί στο διανεμητέο πλειστηρίασμα, να καταταγεί ο Ε.Φ.Κ.Α., πλέον του ποσού στο οποίο ήδη έχει καταταγεί, αποβαλλομένων υπέρ αυτού, συμμέτρως όλων των καθ’ ων η ανακοπή κατά το αντίστοιχο ποσό, σε ολοσχερή εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του συνολικού ύψους 334.220,14 ευρώ.

Περαιτέρω, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ασκήθηκε και συνεκδικάσθηκε με την προηγούμενη ανακοπή, η από 10.7.2020 (με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. ……/2020) ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου κατά του ίδιου ως άνω επισπεύδοντος τον πλειστηριασμό δανειστή, ……… (ήδη α’ εφεσίβλητου), της αναγγελθείσας δανείστριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………» (ήδη β’ εφεσίβλητης) και του ν.π.δ.δ. «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ)» (ήδη γ’ εφεσίβλητου) προς μεταρρύθμιση του ίδιου ως άνω συνταχθέντος από τον Συμβολαιογράφο Αθηνών- υπάλληλο του πλειστηριασμού . …… υπ’ αριθ. ……./7.4.2020 πίνακα κατάταξης δανειστών του οφειλέτη ………. Στην εν λόγω ανακοπή ιστορείτο ότι με επίσπευση του πρώτου καθ’ου η ανακοπή διενεργήθηκε ο πιο πάνω αναφερόμενος αναγκαστικός πλειστηριασμός του περιγραφόμενου στο δικόγραφο ακινήτου, που βρίσκεται στις ……. Ότι το ανακόπτον Ελλ. Δημόσιο με την υπ’ αριθ. πρωτ. ………/28.12.2018 αναγγελία του, την οποία ενσωματώνει στο δικόγραφο με τον συνημμένο σε αυτήν πίνακα χρεών, ανήγγειλε νόμιμα και εμπρόθεσμα, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά, τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του σε βάρος του καθ’ου η εκτέλεση, συνολικού ποσού 310.612,38 ευρώ, στις οποίες περιλαμβάνονται και απαιτήσεις ποσού 250.550,10 ευρώ από ΦΠΑ και επιρριπτόμενους και παρακρατούμενους φόρους. Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, στον οποίο, κατόπιν προαφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης, αφού διαίρεσε το προς διανομή υπόλοιπο, ποσού 467.221,71 ευρώ, σε ποσοστά 25%, 65% και 10%, κατέταξε προς μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους: Α) Στο 25% που αντιστοιχούσε σε 116.805,43 ευρώ, οριστικά και προνομιακά: α) Το ανακόπτον για το ποσό των 50.046,35 ευρώ και β) το τρίτο καθ’ου η ανακοπή για το ποσό των 60.759,08 ευρώ. Β) Στο 65%, που αντιστοιχούσε στο ποσό των 303.694,11 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, τη δεύτερη καθ’ης η ανακοπή τράπεζα. Γ) Στο 10%, που αντιστοιχούσε στο ποσό των 46.722,17 ευρώ, οριστικά, τον πρώτο καθ’ου η ανακοπή επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή. Υποστήριξε δε α) με τον πρώτο λόγο ανακοπής ότι εσφαλμένα κατετάγη η δεύτερη καθ’ης η ανακοπή τράπεζα, καθώς δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη, το μέγεθος και ο προνομιακός χαρακτήρας των απαιτήσεών της, β) με τον δεύτερο λόγο ανακοπής ότι εσφαλμένα εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με τον ν. 4335/2015 και έγινε διανομή του πλειστηριάσματος με παραπάνω ποσοστά, ενώ κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη ανακοπή, εφαρμοστέο τυγχάνει το προγενέστερο δίκαιο, καθώς ο εκτελεστός τίτλος βάσει του οποίου διενεργήθηκε η επίμαχη αναγκαστική εκτέλεση είναι η υπ’ αριθ. 4549/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία επιδόθηκε στον οφειλέτη- καθ’ου η εκτέλεση με επιταγή προς πληρωμή την 23.1.2013 και κατά την παρ.3 του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου 1 του ν. 4335/2015 οι διατάξεις του εν λόγω νόμου εφαρμόζονται για την αναγκαστική εκτέλεση όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016, επιπλέον δε κατ’ άρθρο 61 παρ.1 ΚΕΔΕ, ως ισχύει μετά την τροποποίηση του άρθρου 33 παρ.2 του ν. 4141/2013 και εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ο πίνακας κατάταξης συντάσσεται μετά την 5.4.2012, «Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου δια τας ληξιπροθέσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ’ αριθμ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Κατ’ εξαίρεση, για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ’ αριθμ. 2 σειρά του ιδίου άρθρου και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ…», οπότε στο εναπομείναν μετά την προαφαίρεση των εξόδων πλειστηρίασμα, πρέπει να καταταγεί το ανακόπτον στη δεύτερη τάξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ και προ οιασδήποτε κατάταξης των καθ’ ων η ανακοπή, στο σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής του από ΦΠΑ, ήτοι πέραν του ποσού των 50.046,35 ευρώ για το οποίο κατατάχθηκε και για το υπόλοιπο διανεμητέο ποσό των 200.503,75 ευρώ, με την ισόποση και ταυτόχρονη αποβολή των καθ’ ων η ανακοπή, γ) με τον τρίτο λόγο ανακοπής κι επικουρικά, εφόσον θεωρηθεί ότι ορθά έγινε η κατάταξη στον σχετικό πίνακα με βάση το ν. 4335/2015, εσφαλμένα δεν κατετάγη στο 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος μαζί με τον επισπεύδοντα πρώτο καθ’ου η ανακοπή εγχειρόγραφο δανειστή και το ανακόπτον, αφού κατά την ορθή ερμηνεία της σχετικής διάταξης, από το 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος πρέπει να ικανοποιούνται όχι μόνο οι μη προνομιούχοι πιστωτές κατά τη γραμματική διατύπωσή της, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν, όμως, με βάση αυτό, διότι προηγήθηκαν στην κατάταξη άλλοι προνομιούχοι πιστωτές, στους οποίους καταναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας, διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μην προνομιούχους, όπως εν προκειμένω το Ελληνικό Δημόσιο, δ) με τον τέταρτο λόγο ανακοπής ότι εσφαλμένα ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αφαίρεσε το ποσό των 409,20 ευρώ ως έξοδα της ένδικης εκτέλεσης, ενώ αφορούν σε έξοδα του επισπεύδοντος και πρώτου καθ’ου για την αμοιβή του δικηγόρου του για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή και εντολής προς εκτέλεση κατά του οφειλέτη, τα οποία βαρύνουν αποκλειστικά τον επισπεύδοντα. Ζητούσε, λοιπόν, το ανακόπτον να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, ώστε να καταταγεί αυτό: 1) στο ποσό των 260.566,03 ευρώ, στο οποίο μη νόμιμα κατατάχτηκε η δεύτερη καθ’ ης με ταυτόχρονη και ισόποση αποβολή της, 2) στο ποσό των 200.503,75 ευρώ, στο οποίο μη νόμιμα κατατάχτηκαν οι καθ’ων, με ταυτόχρονη και ισόποση αποβολή τους, 3) στο ποσό των 38.150,27 ευρώ στο οποίο μη νόμιμα κατατάχθηκε ο πρώτος καθ’ου με ταυτόχρονη και ισόποση αποβολή του και δ) στο ποσό των 409,20 ευρώ, το οποίο μη νόμιμα προαφαιρέθηκε ως έξοδα του πρώτου καθ’ου η ανακοπή.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικάζοντας ερήμην της δεύτερης καθ’ης τράπεζας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως απαράδεκτη την από 22.7.2020 ανακοπή του e-ΕΦΚΑ κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ως μη νόμιμη κατά των υπόλοιπων καθ’ ων η ανακοπή, επισπεύδοντος εγχειρόγραφου δανειστή και της καταταγείσας ως ειδικής προνομιούχου τράπεζας, καθώς δέχθηκε ότι το δίκαιο των προνομίων στον πίνακα κατάταξης κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο σύνταξης του εν λόγω πίνακα και ότι στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον με βάση τα ιστορούμενα, αφενός ο προσβαλλόμενος πίνακας συντάχθηκε την 7.4.2020, δηλαδή μετά την έναρξη εφαρμογής του ν. 4335/2015 (1.1.2016), αφετέρου στη διαδικασία αναγγέλθηκαν απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικό και ειδικό προνόμιο, αλλά και μη προνομιούχες απαιτήσεις και το πλειστηρίασμα δεν αρκούσε για την ικανοποίηση όλων των δανειστών, ορθά ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εφάρμοσε τις νέες διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ και κατέταξε τους δανειστές στο διανεμητέο πλειστηρίασμα χωρίζοντας αυτό σε τρία τμήματα, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστά 25%, 65% και 10% με βάση το άρθρο 977 παρ.3, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015. Επίσης, η εκκαλούμενη δέχθηκε ότι το άρθρο 43 του ν. 4715/2020 (ΦΕΚ Α’ 149/1.8.2020) που ορίζει ότι «Κατά την αληθή τους έννοια, οι διατάξεις: α) της περ.19 της υποπαρ. Γ3 της παρ. Γ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 της παρ.2 του ν. 4446/2016 και β) του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α’ 87) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος των παραπάνω νόμων. Για την κατάταξη των πιστωτών στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνεται υπόψιν το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση…» δεν εισάγει γνήσια ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ.3 του ν. 4335/2015, με αποτέλεσμα να μην έχει αναδρομική ισχύ, αλλά να ισχύει μόνο από τη δημοσίευση του νομοθετήματος, με βάση το άρθρο 77 παρ.2 του Συντάγματος και εν προκειμένω από την 1.8.2020, οπότε η σχετική διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής στην κρινόμενη υπόθεση γιατί ο προσβαλλόμενος πίνακας συντάχθηκε την 7.4.2020, δηλαδή πριν τη δημοσίευση του παραπάνω νομοθετήματος, οπότε κρίσιμος χρόνος ως προς τις εφαρμοστέες διατάξεις για την κατάταξη των αναγγελθέντων δανειστών στον πίνακα κατάταξης παραμένει αυτός της σύνταξης του εν λόγω πίνακα. Με το ίδιο σκεπτικό η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον δεύτερο λόγο της 10.7.2020 ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου που υποστήριζε ομοίως την εφαρμογή των προγενέστερων του ν. 4335/2015 κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης, επίσης απέρριψε ως μη νόμιμο τον επικουρικό λόγο ανακοπής και τον τέταρτο λόγο ανακοπής που στρέφονταν κατά του πρώτου καθ’ου η ανακοπή επισπεύδοντος την εκτέλεση δανειστή (ήδη α’ εφεσίβλητο), με αποτέλεσμα να απορρίψει την ανακοπή κατά των πρώτου και τρίτου των καθ’ ων στο σύνολό της, ενώ δέχθηκε τον πρώτο λόγο της ανακοπής κατά της δεύτερης καθ’ης η ανακοπή τράπεζας ως ουσία βάσιμο, καθώς «η τελευταία, λόγω της ερημοδικίας της, δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος επίκλησης και απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την ύπαρξη, το μέγεθος και τον προνομιακό χαρακτήρα των απαιτήσεών της, για μέρος των οποίων κατατάχθηκε». Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, ώστε το ανακόπτον Ελλ. Δημόσιο να καταταγεί σε αυτόν οριστικά και για το επιπλέον ποσό των (310.612,38 – 50.046,35=) 260.566,03 ευρώ, με αντίστοιχη αποβολή της δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας (ήδη β’ εφεσίβλητης). Με τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις τους παραπονούνται οι ως άνω ανακόπτοντες και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα: α) ο μεν εκκαλών e-ΕΦΚΑ υποστηρίζει ότι πρέπει να ικανοποιηθεί προνομιακά και έναντι της β’ εφεσίβλητης τράπεζας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 975 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 του ν. 4335/2015, στην τρίτη τάξη των γενικών προνομιούχων και πριν τη διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά κατά το άρθρο 977, με βάση την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020 ότι για την κατάταξη των πιστωτών στον πίνακα κατάταξης λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, που εν προκειμένω έγινε το έτος 2012, ήτοι πριν την 1.1.2016, β) το δε εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, πέραν των λόγων που αφορούν αποκλειστικά στον α’ εφεσίβλητο, επισπεύδοντα τον πλειστηριασμό, δεύτερο και τρίτο λόγους έφεσης, οι οποίοι δεν εξετάζονται από το παρόν Δικαστήριο, αφού η συζήτηση της εφέσεως κατά τα ανωτέρω κηρύχθηκε απαράδεκτη ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του αιτιάται την εκκαλούμενη ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και από κακή εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του περί εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, καθώς έπρεπε η κατάταξη στον πίνακα να γίνει κατά τα ισχύοντα προ του ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η επίμαχη αναγκαστική εκτέλεση διενεργήθηκε με βάση επιταγή προς πληρωμή που επιδόθηκε στον οφειλέτη- καθ’ου ο πλειστηριασμός την 23.1.2013. Ότι ενόψει αυτών στο εναπομείναν μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης πλειστηρίασμα, πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 61 παρ.1 ΚΕΔΕ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση από τη διάταξη του άρθρου 33 παρ.2 του ν. 4141/2013, εφαρμοζόμενο στους πίνακες κατάταξης που συντάσσονται μετά την 5.4.2012, να καταταγεί το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, ικανοποιούμενο στη δεύτερη τάξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ και προ οιασδήποτε κατάταξης των καθ’ ων η ανακοπή, οι οποίοι κανένα δικαίωμα δεν έχουν σε κατάταξη πριν την ολοσχερή εξόφληση των απαιτήσεων του Δημοσίου από ΦΠΑ, ήτοι να καταταγεί πέραν του ποσού των 50.046,35 ευρώ και για το υπόλοιπο διανεμητέο ποσό των 200.503,75 ευρώ (εκ του συνόλου των 250.550,16 ευρώ), με την ισόποση και ταυτόχρονη αποβολή των καθ’ ων η ένδικη ανακοπή και ήδη των εφεσίβλητων. Με τον λόγο αυτό έφεσης γεννάται ζήτημα έννομου συμφέροντος του εκκαλούντος-ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου, δεδομένου ότι πρωτοδίκως έχει γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος ανακοπής του περί μη απόδειξης της ύπαρξης της απαίτησης της δεύτερης καθ’ης η ανακοπή- ήδη δεύτερης εφεσίβλητης τράπεζας και έχει αποβληθεί αυτή κατά το ποσό των 260.566,03 ευρώ ως δανείστρια που έχει ειδικό προνόμιο, για να καταταγεί στη θέση της το ανακόπτον-ήδη εκκαλούν, πλην όμως το τελευταίο με τον παραπάνω λόγο έφεσης ζητεί να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ανακοπής με τον οποίο το ανακόπτον ζητούσε να ικανοποιηθεί έναντι όλων των καθ’ ων η ανακοπή για το μικρότερο ποσό των 200.503,75 ευρώ προς ολοσχερή εξόφληση των απαιτήσεών το από ΦΠΑ έναντι του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη. Δεδομένου ότι δεν μπορεί να χειροτερεύσει η θέση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου έναντι της δεύτερης εφεσίβλητης τράπεζας που δεν έχει ασκήσει δική της έφεση (βλ. άρθρο 536 παρ.1 ΚΠολΔ), παρά μόνο κατά το μέρος που τυχόν γίνει δεκτή η έφεση του e-ΕΦΚΑ κατά της ίδιας εφεσίβλητης, καθώς οι εκκαλούντες στις παραπάνω δύο εφέσεις με το σχετικό λόγο έφεσης που αντιστοιχεί σε σχετικό λόγο ανακοπής τους προσβάλλουν την κατάταξη της ίδιας εφεσίβλητης τράπεζας στον ίδιο πίνακα κατάταξης, επιδιώκοντας να καταταγεί ο καθένας τους στη θέση της με βάση το προγενέστερο του ν. 4335/2015 δίκαιο, με αποτέλεσμα ως προς τις καταταγείσες απαιτήσεις της τράπεζας να διατελούν μεταξύ τους σε σχέση αναγκαστικής ομοδικίας, αφού, αν γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος ανακοπής του καθενός από αυτούς για την εφαρμογή του προγενέστερου δικαίου, οι αναγγελθείσες απαιτήσεις τους θα πρέπει να συγκριθούν μεταξύ τους και έναντι της εφεσίβλητης τράπεζας και η ένδικη διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση (άρθρο 76 παρ1 περ.α’ ΚΠολΔ), υφίσταται το σχετικό έννομο συμφέρον του εκκαλούντος Ελλ. Δημοσίου να προβάλλει τον σχετικό λόγο έφεσης.

Περαιτέρω, με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.3 του ν. 4335/2015 “Μεταβατικές και άλλες διατάξεις” ορίζεται ότι “οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016. Ομοίως, οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος…) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος”. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, το οποίο φέρει τον τίτλο “Ερμηνευτική διάταξη ως προς το χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις”, ορίζεται στο εδ. α` αυτού ότι κατά την αληθή τους έννοια οι διατάξεις του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β` ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω πρώτη περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, που είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη, το προϊσχύσαν δίκαιο εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, είχε επιδοθεί πριν την 1.1.2016. Ως επιταγή δε νοείται εκείνη που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών (άρθρο 926 παρ. 2 ΚΠολΔ), ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκείνες από τις οποίες εγκύρως παραιτήθηκε ο επισπεύδων (ΑΠ 224/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1151/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 47/2022 στην efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 231/2022, ΜονΕφΠειρ 139/2022 αμφότερες στην efeteio-peir-gr, ΜονΕφΠατρ 32/2022 στην ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των εγγράφων που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι παριστάμενοι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση του πρώτου εφεσίβλητου στις ένδικες εφέσεις, διενεργήθηκε την 19.12.2018, με ηλεκτρονικά μέσα ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών . …….., ο αναγκαστικός πλειστηριασμός ενός ακινήτου που βρίσκεται στις ….., ιδιοκτησίας του …….., μη διαδίκου στην παρούσα δίκη- καθ’ου η εκτέλεση και συντάχθηκε προς τούτο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού η υπ’ αριθ. …../19.12.2018 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου. Κατά τα αναφερόμενα στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύσθηκε από τον πρώτο εφεσίβλητο με βάση το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της υπ’ αριθμόν …/2012 …./2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία μισθώσεων), η οποία επιδόθηκε στον οφειλέτη με επιταγή προς πληρωμή συνολικά του ποσού 51.853,32 ευρώ νομιμοτόκως, εκτός των τόκων, από την επίδοση της επιταγής και μέχρις εξοφλήσεως, στις 23.1.2013, όπως τούτο προκύπτει από την υπ’ αριθ. ………./23.1.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, …………. Και είναι μεν αληθές ότι σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ………../5-10-2018 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….. επιδόθηκε εκ νέου νόμιμα στον οφειλέτη, ακριβές αντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της αμέσως πιο πάνω αναφερόμενης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με (νεότερη) επιταγή προς πληρωμή συνολικά του ποσού των 58.545,96 ευρώ νομιμοτόκως, εκτός των τόκων, από την επίδοση της επιταγής μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, στις 5.10.2018, πλην όμως η αναγκαστική κατάσχεση του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου έγινε με βάση την πρώτη επιταγή προς πληρωμή, καθώς μετά την κάτω από το ανωτέρω εκτελεστό απόγραφο από 2.12.2013 εντολή προς εκτέλεση του πληρεξούσιου δικηγόρου του επισπεύδοντος, ……. προς τον δικαστικό επιμελητή το Πρωτοδικείου Αθηνών, ……., τον οποίο παραγγέλλει σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας του παραπάνω οφειλέτη να καταβάλει το ποσό που οφείλει κατά τα ανωτέρω και σύμφωνα με την επιταγή που του κοινοποιήθηκε, ή ακόμη σε περίπτωση απουσίας του, να κατάσχει αναγκαστικά κάθε κινητή και ακίνητη περιουσία του και να την εκθέσει σε πλειστηριασμό ενώπιον του Συμβ/φου Σπετσών …………., ο παραπάνω δικαστικός επιμελητής προχώρησε σε αναγκαστική κατάσχεση της προαναφερόμενης ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη στις Σπέτσες και συνέταξε την με αριθμό ……../9-12-2003 κατασχετήρια έκθεση ακίνητης περιουσίας. Ακολούθως ακριβές αντίγραφο της παραπάνω κατασχετήριας έκθεσης επιδόθηκε νόμιμα στον Υποθηκοφύλακα Σπετσών και στον οφειλέτη στις 9.12.2013 σύμφωνα με τις υπ’ αριθ. …../9-12-2013 και ………./9-12-2013 εκθέσεις επίδοσης του ως άνω αναφερόμενου δικ. επιμελητή, αντίστοιχα. Επίσης, από τον ίδιο προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης προκύπτει ότι πριν από τον διενεργηθέντα στις 19.12.2018 αναγκαστικό πλειστηριασμό, είχαν προσδιορισθεί για το ίδιο κατασχεθέν ακίνητο να γίνουν πλειστηριασμοί σε προγενέστερους χρόνους με βάση αντίστοιχα την υπ’ αριθ. …../2013 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης, την υπ’ αριθ. …../2014 Α’ επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας εκθέσεως, την υπ’ αριθ. …/2014 Β’ επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας εκθέσεως, την υπ’ αριθ. …/2015 Γ’ επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας εκθέσεως, χωρίς να τελεσφορήσουν. Επομένως, με βάση την από 23.1.2013 επιταγή προς πληρωμή προχώρησε πριν την παρέλευση έτους από την επίδοσή της στον οφειλέτη- καθ’ου η εκτέλεση (βλ. άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ) η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, με την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης του μετέπειτα εκπλειστηριασθέντος ακινήτου σε βάρος του οφειλέτη ………. στις 9.12.2013. Σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, με βάση την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, το δίκαιο που έπρεπε να εφαρμοστεί ως προς τη σειρά κατάταξης των αναγγελθέντων δανειστών κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης στις 7.4.2020, ήταν αυτό που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης στον καθ’ου η εκτέλεση, της πρώτης επιταγής, ήτοι στις 23.1.2013. Στην προκειμένη περίπτωση αναφορικά με τις απαιτήσεις από ΦΠΑ, ως προς τις οποίες το εκκαλούν-ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζει ότι ικανοποιούνται στη δεύτερη τάξη των γενικών προνομιούχων και πριν την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ σημειώνεται ότι με το άρθρο 33 παρ.2 του ν. 4141/2013 ορίζεται ότι « 2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 61 του ν.δ.  356/1974 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως ακολούθως:  «Κατ` εξαίρεση, για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ` αριθ. 2 σειρά του ίδιου άρθρου και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ.», επιπλέον δε ότι με το άρθρο 48 του ίδιου ν. 4141/2013 ορίζεται ότι «Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται στις επιμέρους διατάξεις.», η δε δημοσίευση στο Φ.Ε.Κ. έγινε στις 5.4.2013 (Φ.Ε.Κ. Α’ 81) (βλ. ΑΠ 1098/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής που οδήγησε στον ένδικο πλειστηριασμό, ήτοι στις 23.1.2013 δεν ίσχυε η παραπάνω ευνοϊκή για το Δημόσιο διάταξη έναντι των άλλων πιστωτών, για τις απαιτήσεις από ΦΠΑ, αλλά ίσχυε το άρθρο 61 παρ.1 του ν.δ. 356/1974 στην προγενέστερη διατύπωσή του σύμφωνα με το οποίο  «1. Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ` αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά τας μη ληξιπροθέσμους εκ πάσης αιτίας απαιτήσεις του, το Δημόσιον   κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών.» Σε περίπτωση, όμως, που έχουν αναγγελθεί ενυπόθηκοι ή προσημειούχοι δανειστές και το πλειστηρίασμα είναι ανεπαρκές, το Δημόσιο κατατάσσεται μεν στην πέμπτη σειρά του άρθρου 975 ΚΠολΔ, αλλά μέχρι το 1/3 του διανεμητέου πλειστηριάσματος για οποιαδήποτε ληξιπρόθεσμη ως την ημέρα του πλειστηριασμού και από οποιαδήποτε αιτία απαίτησή του με τις προσαυξήσεις και τους τόκους είτε αφορά άμεσο είτε έμμεσο φόρο και ανεξάρτητα από το έτος βεβαίωσής του, το δε υπόλοιπο των 2/3 του πλειστηριάσματος διατίθεται στους ενυπόθηκους ή ενεχυρούχους (ή προσημειούχους) δανειστές σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 976, 977, 1006 παρ.3 και 1007 παρ.1 ΚΠολΔ, ως ίσχυαν εν προκειμένω κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής, στις 23.1.2013 (αντίθετα για τις μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του, οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά πλάσμα του νόμου, το Δημόσιο κατατάσσεται σύμμετρα με τους λοιπούς δανειστές βλ. Χαμηλοθώρη-Κλουκίνα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης- Πλειστηριασμός, Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2005, σελ. 240). Σημειωτέον ότι αφ’ ης στιγμής ο νομοθέτης έκρινε εφαρμοστέο ως προς τον πίνακα κατάταξης όχι τον χρόνο σύνταξής του, αλλά τον χρόνο κοινοποίησης της επιταγής προς πληρωμή που οδήγησε στον πλειστηριασμό, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη άλλος ως κρίσιμος χρόνος ει μη μόνον αυτός της επίδοσης της επιταγής, δηλαδή εν προκειμένω η 23.1.2013, χωρίς να ενδιαφέρει το γεγονός ότι ο πίνακας κατάταξης συντάχθηκε μεταγενέστερα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εφαρμοσθεί σε αυτόν το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του ν.δ/τος 356/1974, που προστέθηκε με το άρθρο 33 παρ.2 του ν. 4141/2013 και έθεσε στην ευνοϊκότερη δεύτερη τάξη των γενικών προνομίων τις απαιτήσεις του Δημοσίου από ΦΠΑ μαζί με τις σχετικές προσαυξήσεις και πριν την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, ο e-Ε.Φ.Κ.Α. ως Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης, αντίστοιχα κατά τον χρόνο επίδοσης της ένδικης επιταγής προς πληρωμή (23.1.2013), βάσει της οποίας έγινε η αναγκαστική κατάσχεση του ένδικου ακινήτου στις Σπέτσες, κατατασσόταν εκ του νόμου στον πίνακα κατάταξης σε προηγούμενη σειρά σε σχέση με το Ελληνικό Δημόσιο, στους γενικούς προνομιούχους δανειστές και συγκεκριμένα κατατασσόταν στην τρίτη σειρά του άρθρου 975 ΚΠολΔ και πριν τη διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά κατ’ άρθρο 977 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε το έτος 2010 να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής σε στενή συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ.). Στα πλαίσια αυτά δημοσιεύτηκε ο ν. 3863/2010 “Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις”, με το άρθρο 41 του οποίου τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, με το άρθρο αυτό (παρ. 1 και 5) ορίζονται τα εξής: “1. Στις διατάξεις της περίπτωσης 3 του άρθρου 975 ΚΠολΔ, όπως έχει συμπληρωθεί με το άρθρο 31 του Ν. 1545/1985 (ΦΕΚ Α` 91) υπάγονται και οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης. Η περίπτωση 6 του ίδιου άρθρου του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 16 του Ν. 2972/2001 (ΦΕΚ Α` 291), καταργείται, αναριθμουμένων των επομένων περιπτώσεων…5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή σε πλειστηριασμούς που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη…”. Στη συνέχεια ακολούθησε ο ν. 3994/2011 με το άρθρο 56 του οποίου ορίζεται ότι: “η περίπτωση 3 του άρθρου 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: Οι απαιτήσεις που έχουν ως βάση τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας, οι απαιτήσεις των δασκάλων, καθώς και οι απαιτήσεις από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις των δικηγόρων είτε αμείβονται κατά υπόθεση είτε με πάγια περιοδική αμοιβή, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού. Οι αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των δικηγόρων για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής κατατάσσονται στην τάξη αυτή ανεξαρτήτως του χρόνου στον οποίο προέκυψαν. Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας γενικής γραμματείας κοινωνικών ασφαλίσεων, εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης. H διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, κατά το άρθρο 977, γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξεως αυτής, ενώ με τη μεταβατική διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 72 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι: 5.” Οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση, διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν μετά την έναρξη της ισχύος του. Τα άρθρα 959 παρ. 2, 963 και 975 παρ. 3 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και επί πλειστηριασμών, που θα διενεργηθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι απαιτήσεις των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον προέκυψαν μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης, κατατάσσονται πλέον στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων από την έκτη τάξη, που κατατάσσονταν μέχρι τότε και η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά (1/3 και 2/3), κατά το άρθρο 977 ΚΠολΔ, όταν δηλαδή συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια επί του αντικειμένου της εκτέλεσης, γίνεται μετά την ικανοποίηση της τάξης αυτής (ΑΠ 264/2020 στην ΤΝΠ Νόμος). Ως εκ τούτου, ως προς το ποσό ύψους 303.694,11 ευρώ για το οποίο κατετάγη από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης η δεύτερη εφεσίβλητη- δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία «……………..» ως ειδική προνομιούχος αναγγελθείσα δανείστρια, και λαμβανομένου υπόψη ότι με την από 22.7.2020 ανακοπή του ο ανακόπτων Ε.Φ.Κ.Α. ζητούσε να ικανοποιηθεί πέραν του ποσού για το οποίο είχε ήδη καταταγεί των 66.759,08 ευρώ και στο υπόλοιπο των αναγγελθεισών απαιτήσεών του, ήτοι 267.461,06 ευρώ (=334.220,14- 66.759,08) συμμέτρως έναντι όλων των καθ’ ων η ανακοπή και άρα το ποσό που ζητούσε να λάβει στη θέση της β’ καθ’ης η ανακοπή αντιστοιχεί στις 173.849,69 ευρώ (267.461,06 x 303.694,11/467.221,71), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να κάνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της την ως άνω ανακοπή (εν όλω έναντι της δεύτερης καθ’ης), να μεταρρυθμίσει τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης και να κατατάξει τον ανακόπτοντα Ε.Φ.Κ.Α. οριστικά για το επιπλέον ποσό των 173.849,69 ευρώ στη θέση της δεύτερης καθ’ ης, με αντίστοιχη αποβολή της από το σχετικό ποσό. Στο υπόλοιπο ποσό των 129.844,42 ευρώ (=303.694,11- 173.849,69) για το οποίο είχε καταταγεί η δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή- δεύτερη εφεσίβλητη, έπρεπε γενομένης εν μέρει δεκτής της από 10.7.2020 ανακοπής του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου ως προς τον πρώτο λόγο αυτής, τον οποίο δέχθηκε εν όλω κατ’ ουσίαν η εκκαλούμενη απόφαση κατά της ίδιας καθ’ης, ήτοι λόγω της μη απόδειξης της ύπαρξης της απαίτησης της β’ καθ’ης η ανακοπή τράπεζας και μάλιστα ως προσημειούχου, να καταταγεί αυτό (το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο), με αντίστοιχη αποβολή της δεύτερης καθ’ης από το εν λόγω ποσό. Αντίθετα, ο δεύτερος λόγος ανακοπής, τον οποίο επανέφερε το εκκαλούν-ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο ως πρώτο λόγο της έφεσής του ότι έπρεπε να αποβληθεί η δεύτερη καθ’ης η ανακοπή από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 61 παρ.1 του ΚΕΔΕ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 33 παρ.2 του ν. 4141/2013 και να ικανοποιηθεί στη θέση της στη δεύτερη σειρά του άρθρου 975 ΚΠολΔ ως γενικός προνομιούχος το Ελληνικό Δημόσιο, ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όχι όμως με ορθή αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με αυτή που εκτέθηκε παραπάνω στην παρούσα κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, η μεν από 14.6.2021 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να απορριφθεί κατά των δεύτερης και τρίτου των εφεσίβλητων, η δε από 28.6.2021 έφεση του e-Ε.Φ.Κ.Α. κατά της δεύτερης εφεσίβλητης πρέπει να γίνει δεκτή στην ουσία της, ακολούθως δε πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθούν για να συνεκδικασθούν η από 10.7.2020 ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου και η από 22.7.2020 ανακοπή του Ε.Φ.Κ.Α., λόγω της αναγκαίας ομοδικίας των ανακοπτόντων που βάλλουν κατά της ίδιας καταταγείσας απαίτησης στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, πρέπει να γίνουν η μεν ανακοπή του Ε.Φ.Κ.Α. δεκτή, η δε ανακοπή του Ελλ. Δημοσίου εν μέρει δεκτή  κατά το μέρος που στρέφονται  κατά της δεύτερης καθ’ης σε κάθε μία ανακοπή, να μεταρρυθμισθεί ο υπ’ αριθ. ………../7.4.2020 πίνακας κατάταξης του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, να καταταγεί ο ανακόπτων στην από 22.7.2020 ανακοπή e-Ε.Φ.Κ.Α. στη θέση της δεύτερης καθ’ης η ανακοπή αναγγελθείσας δανείστριας στο ποσό των 173.849,69 ευρώ, με αντίστοιχη αποβολή αυτής και να καταταγεί το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο στην από 10.7.2020 ανακοπή στο υπόλοιπο ποσό των 129.844,42 ευρώ, στο οποίο ομοίως κατετάγη η δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, με αντίστοιχη αποβολή αυτής. Τα δικαστικά έξοδα του τρίτου εφεσίβλητου e-Ε.Φ.Κ.Α. στην από 14.6.2021 έφεση για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Αντίθετα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εφεσίβλητης τράπεζας στην ίδια έφεση δεν επιβάλλονται σε βάρος του εκκαλούντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς εκείνη δεν παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και δεν υποβλήθηκε σε σχετικά έξοδα, ούτε εξαφανίζεται η διάταξη για επιδίκαση δικαστικών εξόδων υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και σε βάρος της δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή για τη δίκη στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, αφού η δεύτερη καθ’ης η ανακοπή δεν άσκησε έφεση, με την οποία να προσβάλλει τη σχετική διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος-ανακόπτοντος e-Ε.Φ.Κ.Α. έναντι της δεύτερης εφεσίβλητης- δεύτερης καθ’ης η ανακοπή πρέπει κατόπιν σχετικού αιτήματός του να επιβληθούν στην τελευταία για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της κατά την έκβαση της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται για την ερημοδικασθείσα δεύτερη εφεσίβλητη στις παραπάνω εφέσεις, καθώς σε δίκη κατά πίνακα κατάταξης δανειστών, η οποία αποτελεί δίκη σχετική με την εκτέλεση, η ερήμην απόφαση δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας σύμφωνα με το άρθρο 937 παρ.1 περ.β’ του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 14.6.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. ……./2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2021 και με Ε.Α.Κ. …../2021) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου ερήμην των δύο πρώτων εφεσίβλητων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την από 28.6.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……../2021 και Ε.Α.Κ. ……/2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. ……/2021) έφεση του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» ερήμην των εφεσίβλητων, την από 15.9.2022 (με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. ……/2022) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της δεύτερης εφεσίβλητης στην από 14.6.2021 έφεση ερήμην της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και την από 15.9.2022 (με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της δεύτερης εφεσίβλητης ερήμην της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Απορρίπτει τις πρόσθετες παρεμβάσεις.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του καθ’ου η από 15.9.2022 (με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. ……/2022) πρόσθετη παρέμβαση σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η από 15.9.2022 (με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) πρόσθετη παρέμβαση σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας και ορίζει αυτά το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 14.6.2021 έφεσης και της από 28.6.2021 έφεσης κατά του πρώτου εφεσίβλητου.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 14.6.2021 έφεση κατά της δεύτερης και του τρίτου των εφεσίβλητων.

Επιβάλλει ως προς την αμέσως παραπάνω έφεση τα δικαστικά έξοδα του τρίτου εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 28.6.2021 έφεση κατά της δεύτερης εφεσίβλητης.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη 762/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) κατά τη διάταξη αυτής που μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης και κατέταξε το εκκαλούν-ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο στη θέση που είχε καταταγεί η δεύτερη εφεσίβλητη-δεύτερη καθ’ης η ανακοπή ως ειδική προνομιούχος, αποβάλλοντάς την από τον πίνακα κατά το ποσό των 260.566,03 ευρώ.

Κρατεί και συνεκδικάζει την από 22.7.2020 (με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …/2020) ανακοπή και την από 10.7.2020 (με Γ.Α.Κ. ……../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020) ανακοπή αμφότερες κατά της δεύτερης καθ’ης η ανακοπή.

Δέχεται την από 22.7.2020 ανακοπή κατά της δεύτερης καθ’ης η ανακοπή.

Δέχεται εν μέρει την από 10.7.2020 ανακοπή κατά της δεύτερης καθ’ης η ανακοπή.

Μεταρρυθμίζει τον υπ’ αριθ. ………./7.4.2020 πίνακα κατάταξης του συμβολαιογράφου Αθηνών …….

Κατατάσσει το ανακόπτον της από 22.7.2020 ανακοπής οριστικά και προνομιακά, πλέον του ποσού για το οποίο έχει ήδη καταταγεί, στο ποσό των εκατόν εβδομήντα τριών χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (173.849,69) ευρώ στη θέση της δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή, με αντίστοιχη αποβολή της από το σχετικό ποσό.

Κατατάσσει το ανακόπτον της από 10.7.2020 ανακοπής οριστικά και προνομιακά, πλέον του ποσού για το οποίο έχει ήδη καταταγεί, στο εναπομείναν μετά την αμέσως παραπάνω κατάταξη του e-ΕΦΚΑ ποσό των εκατόν είκοσι εννέα χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα δύο (129.844,42) ευρώ, στο οποίο είχε καταταγεί η δεύτερη καθ’ης η ανακοπή, με αντίστοιχη αποβολή της από το σχετικό ποσό.

Καταδικάζει την δεύτερη εφεσίβλητη- δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή στην από 22.7.2020 ανακοπή του εκκαλούντος- ανακόπτοντος e-ΕΦΚΑ, στα δικαστικά έξοδα αυτού και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 20.12.2022.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ