Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 727/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  727/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – εναγόμενου: του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα – φιλανθρωπικού ιδρύματος ………….. το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παναγιώτα Σμυρνιού (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: της ανώνυμης εταιρείας …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Σαβράμη (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 22.02.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 773/2021 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή. Το εκκαλούν – εναγόμενο προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 16.06.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/18.06.2021 και ειδικό …./18.06.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./18.06.2021 και ειδικό …../18.06.2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 773/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε δεκτή η από 22.02.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 αγωγή της εφεσίβλητης – ενάγουσας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν – εναγόμενο την 21.05.2021 (βλ. Την υπ’ αριθ. …../21.05.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …. ……), η δε κρινόμενη από 16.06.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./18.06.2021 και ειδικό …../18.06.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από το εκκαλούν – εναγόμενο το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα στην από 22.02.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι έχει ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και ότι στο πλαίσιο της εμπορικής της συνεργασίας με το εναγόμενο, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «…………..», παρείχε σ’ αυτό από το έτος 2003 έως τον Φεβρουάριο του έτους 2019 υπηρεσίες πραγματοποίησης μικροβιολογικών εξετάσεων, κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας και υπό τους αναλυτικά περιγραφόμενους στην αγωγή όρους, για τις οποίες η ίδια εξέδιδε και απέστελλε στο εναγόμενο τα αντίστοιχα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, τα οποία, κατ’ εφαρμογή του π.δ. 166/2003 (για τα εκδοθέντα μέχρι την 15.03.2013 τιμολόγια) και του Ν. 4152/2013 (για τα εκδοθέντα μετά την 16.03.2013 τιμολόγια), όφειλε να εξοφλεί το εναγόμενο εντός 30 ημερών από την έκδοση κάθε τιμολογίου, ενώ από την επομένη της παρέλευσης των 30 αυτών ημερών υπήρχε επιβάρυνση με τον προβλεπόμενο από τους ανωτέρω νόμους τόκο υπερημερίας και μέχρι την εξόφληση, ότι από τη μεταξύ τους συνεργασία, το υφιστάμενο υπόλοιπο που παρέμενε ανεξόφλητο εκ μέρους του εναγόμενου ανερχόταν την 19.11.2010 στο ποσό των 56.135,26 ευρώ και την 20.11.2010, κατόπιν εκδόσεως του υπ’ αρ. ………../20-11-2010 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών ύψους 845,33 ευρώ, στο ποσό των 56.980,59 ευρώ, ότι κατόπιν των από 29.12.2010, 18.04.2011, 07.06.2011, 18.08.2011, 29.06.2012, 27.05.2013 και 07.06.2013 εκπρόθεσμων καταβολών του εναγόμενου ύψους 14.753,96 ευρώ, 9.980,01 ευρώ, 5.764,75 ευρώ, 8.038,58 ευρώ, 2.283,37 ευρώ, 2.053,24 ευρώ και 13.550,15 ευρώ, αντίστοιχα, και συνολικά 56.424,06 ευρώ, που καταλογίστηκαν κατ’ άρθρο 422 του ΑΚ, εφόσον το εναγόμενο δεν όρισε άλλως, στο αρχαιότερο ως άνω ληξιπρόθεσμο χρέος ύψους 56.980,59 ευρώ, που αφορούσε στα τιμολόγια που είχαν εκδοθεί έως την 20.11.2010, η οφειλή του εναγόμενου αναφορικά με αυτά τα τιμολόγια ανήλθε την 07.06.2013 στο ποσό των 556,53 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε ανεξόφλητο μέρος του υπ’ αρ. ………./20-11-2010 τιμολογίου, ότι στη συνέχεια, και δη κατά το χρονικό διάστημα από την 20.11.2010 έως την 31.12.2013, εκδόθηκαν λόγω των υπηρεσιών που συνέχιζε να παρέχει η ενάγουσα στο εναγόμενο, τα συνημμένα στην αγωγή 159 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, συνολικής αξίας 146.453,14 ευρώ, ότι δυνάμει του από 13.02.2014 εγγράφου ιδιωτικού συμφωνητικού, το εναγόμενο αναγνώρισε ρητώς και ανεπιφυλάκτως την οφειλή του έως την 31.12.2013 που ανερχόταν στο ποσό των 146.164,34 ευρώ, ήτοι το χρεωστικό υπόλοιπο την 19.11.2010 ύψους 56.135,26 ευρώ, συν το ποσό των 146.453,14 ευρώ που αντιστοιχούσε στη συνολική αξία των εκδοθέντων από την 20.11.2010 έως την 31.12.2013 τιμολογίων, μείον τις καταβολές του εναγόμενου έναντι του χρέους του κατά το διάστημα από την 20.11.2010 έως την 31.12.2013 ύψους 56.424,06 ευρώ, το οποίο και συμφώνησε να εξοφλήσει καταβάλλοντας μέχρι την 20.02.2014 το ποσό των 50.000,00 ευρώ, μέχρι την 20.05.2014 το ποσό των 35.000,00 ευρώ, από την 20.06.2014 και για τους επόμενους 11 μήνες, και δη την 20η ημέρα εκάστου μηνός, δηλαδή έως και την 20.04.2015, το μηνιαίο ποσό των 2.700,00 ευρώ και την 20.05.2015 το ποσό των 2.625,08 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 117.325,08 ευρώ, αφού δυνάμει των άρθρων 3 και 5 του εν λόγω συμφωνητικού συμφωνήθηκε ότι εάν το εναγόμενο συμμορφωνόταν πλήρως, τηρώντας και εξοφλώντας εμπροθέσμως όλες τις ως άνω δόσεις συνολικού ύψους 117.325,08 ευρώ, αφενός θα απολάμβανε εκπτώσεως ύψους 28.839,26 ευρώ από την αρχική οφειλή του ύψους 146.164,34 ευρώ, αφετέρου θα απαλλασσόταν πλήρως από τους τόκους υπερημερίας, οι οποίοι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, υπολογίζονταν μέχρι την 15.03.2013 με βάση το π.δ. 166/2003 και από την 16.03.2013 με βάση το Ν. 4152/2013, αλλά και από τα έξοδα, ότι το εναγόμενο δεν συμμορφώθηκε στους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, καθόσον καθυστερούσε συστηματικά την καταβολή των ως άνω δόσεων, και ειδικότερα κατέβαλε εμπροθέσμως την 20.02.2014 μόνο την πρώτη δόση ύψους 50.000,00 ευρώ, ενώ η δεύτερη δόση ποσού 35.000 ευρώ δεν καταβλήθηκε την 20.04.2015, αλλά καταβλήθηκε τμηματικά τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2014, η δόση του Ιουνίου 2014 [ποσού 2.700 ευρώ] καταβλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2014, η δόση του Ιουλίου 2014 [ποσού 2.700 ευρώ] καταβλήθηκε τον Οκτώβριο του 2014, η δόση του Αυγούστου 2014 [ποσού 2.700 ευρώ] καταβλήθηκε τον Νοέμβριο του 2014, η δόση του Σεπτεμβρίου 2014 [ποσού 2.700 ευρώ] καταβλήθηκε τον Δεκέμβριο του 2014, η δόση του Οκτωβρίου 2014 [ποσού 2.700 ευρώ] καταβλήθηκε τον Απρίλιο του 2015, η δόση του Νοεμβρίου 2014 [ποσού 2.700 ευρώ] καταβλήθηκε τον Ιούνιο του 2015, η δόση του Δεκεμβρίου 2014 [ποσού 2.700 ευρώ] καταβλήθηκε τον Οκτώβριο του 2015, η δόση του Ιανουάριου 2015 [ποσού 2.700 ευρώ] καταβλήθηκε τον Νοέμβριο του 2015, η δόση του Φεβρουάριου 2015 [ποσού 2.700 ευρώ] καταβλήθηκε τον Νοέμβριο του 2015, η δόση του Μαρτίου 2015 [ποσού 2.700 ευρώ] καταβλήθηκε σε δύο δόσεις το Νοέμβριο του 2015 και τον Φεβρουάριο του 2016, η δόση του Απριλίου 2015 [ποσού 2.700 ευρώ] καταβλήθηκε τον Φεβρουάριο του 2016 και η δόση του Μαΐου 2015 [ποσού 2.625,08 ευρώ] καταβλήθηκε σε δύο δόσεις τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2016, ότι εξαιτίας αυτής της καθυστέρησης στην καταβολή των συμφωνημένων ως άνω δόσεων, το εναγόμενο απώλεσε την έκπτωση αναφορικά με το ύψος της αναγνωρισθείσας οφειλής του, αλλά και επιβαρύνθηκε με τόκους υπερημερίας, με αποτέλεσμα να έχει καταβάλει έως το Μάρτιο του 2016 το ποσό των 117.325,08 ευρώ προς μερική εξόφληση της ως άνω συνολικής οφειλής του, η οποία ακολούθως επανήλθε στο αρχικό ύψος των 146.164,34 ευρώ, ότι με τις μεταγενέστερες από 04.04.2016, 30.12.2016, 14.06.2017 και 19.01.2018 καταβολές του εναγόμενου ύψους 2.700,00 ευρώ, 7.124,14 ευρώ, 15.486,17 ευρώ και 10.000,00 ευρώ, αντίστοιχα, εξοφλήθηκε πλήρως η ως άνω οφειλή του ύψους 146.164,34 ευρώ που αφορούσε στα εκδοθέντα έως την 31.12.2013 τιμολόγια, καθώς και στα 15 πρώτα επόμενα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την 01.01.2014, πλην όμως εξακολουθούσαν να οφείλονται οι τόκοι για τα ως άνω εκδοθέντα από την 20.11.2010 έως την 31.12.2013, συνημμένα στην αγωγή 159 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, οι οποίοι ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 32.250,25 ευρώ, κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην αγωγή, ότι η μεταξύ τους συνεργασία συνεχίστηκε και μετά την 31.12.2013, έως τον Φεβρουάριο του 2019, οπότε η ενάγουσα, παρέχοντας τις υπηρεσίες της στο εναγόμενο, εξέδωσε τα επίσης συνημμένα στην αγωγή 230 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών κατά το χρονικό διάστημα από την 01.01.2014 έως και τον Φεβρουάριο του 2019, οπότε και η συνεργασία τους διακόπηκε, τα οποία είχαν συνολική αξία 108.443,52 ευρώ, ότι έναντι αυτής της οφειλής του το εναγόμενο κατέβαλε την 19.01.2018 το ποσό των 8.056,45 ευρώ, και συγκεκριμένα από την ως άνω αναφερόμενη καταβολή της 19.01.2018 ύψους 10.000,00 ευρώ, το ποσό των 1.943,55 ευρώ καταλογίστηκε στα εκδοθέντα έως την 31.12.2013 τιμολόγια, και το υπόλοιπο ποσό των 8.056,45 ευρώ καταλογίστηκε στα εκδοθέντα μετά την 31.12.2013 τιμολόγια, την 12.04.2018 το ποσό των 8.000,00 ευρώ, την 17.07.2018 το ποσό των 9.316,20 ευρώ και την 09.01.2019 το ποσό των 43.058,47 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 68.431,12 ευρώ, το οποίο και καταλογίστηκε κατ’ άρθρο 422 του ΑΚ, εφόσον το εναγόμενο δεν όρισε άλλως, στα αρχαιότερα κατά σειρά τιμολόγια που εκδόθηκαν μεταξύ της 01.01.2014 και της 01.02.2019, με αποτέλεσμα η οφειλή του να ανέλθει μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής στο ποσό των 40.012,40 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ανεξόφλητο μέρος του με αρ. …………/17-6-2017 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών ποσού 81,34 ευρώ και στα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που εκδόθηκαν μετά την 17.06.2017 και έως τον Φεβρουάριο του 2019, ότι το εναγόμενο οφείλει επιπλέον και τους τόκους υπερημερίας ύψους 16.474,01 ευρώ, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή, που αντιστοιχούν στα 176 αναφερόμενα στο δικόγραφο τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που εκδόθηκαν από την 11.01.2014 έως την 17.06.2017, διότι ναι μεν αυτά εξοφλήθηκαν, πλην όμως καθυστερημένα, σύμφωνα με τις ανωτέρω αναφερόμενες καταβολές. Με βάση αυτό το ιστορικό, και κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμού με τις έγγραφες προτάσεις της του αρχικού αιτήματος των 40.012,40 ευρώ κατά το ποσό των 16.000,00 ευρώ, το οποίο, όπως συνομολογεί με τις έγγραφες προτάσεις της, καταβλήθηκε από το εναγόμενο μετά την άσκηση της αγωγής, ήτοι την 25.02.2019 καταβολή ποσού 4.000,00 ευρώ, την 13.03.2019 καταβολή ποσού 4.000,00 ευρώ, την 10.04.2019 καταβολή ποσού 4.000,00 ευρώ και την 14.05.2019 καταβολή ποσού 4.000,00 ευρώ, και κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρο 223 περ. 1 του ΚΠολΔ, με τις έγγραφες προτάσεις της υποβληθέντος αιτήματος περί επιδίκασης τόκων που ανέρχονται στο ποσό των 1.815,60 ευρώ και αντιστοιχούν στα εκδοθέντα από την 17.06.2017 έως την 20.02.2018 και εκπροθέσμως εξοφλημένα μετά την άσκηση της αγωγής 35 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλλει (α) το ποσό των 24.012,40 ευρώ (40.012,40 ευρώ – 16.000,00 ευρώ = 24.012,40 ευρώ) που αντιστοιχεί στα ανεξόφλητα τιμολόγια, τα οποία έχουν εκδοθεί από την 20.02.2018 έως την 01.02.2019 και στα οποία δεν έχουν καταλογιστεί, κατ’ άρθρο 422 του ΑΚ, οι ως άνω καταβολές του εναγόμενου, και δη εντόκως μετά την πάροδο 30 ημερών από την έκδοση κάθε τιμολογίου και με επιτόκιο υπερημερίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο Ζ’ του Ν. 4152/2013, ήτοι επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προσαυξημένο κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες, (β) το συνολικό ποσό των 50.539,86 ευρώ για τόκους υπερημερίας, σύμφωνα με το π.δ. 166/2003 και το Ν. 4152/2013, το οποίο αναλύεται: (i) στο ποσό των 32.250,25 ευρώ, που αντιστοιχεί στα εκδοθέντα από την 20.11.2010 έως την 31.12.2013 και εκπροθέσμως εξοφλημένα 159 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, (ii) στο ποσό των 16.474,01 ευρώ, που αντιστοιχεί στα εκδοθέντα από την 11.01.2014 έως την 17.06.2017 και εκπροθέσμως εξοφλημένα μέχρι την άσκηση της αγωγής 176 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και (iii) στο ποσό των 1.815,60 ευρώ, που αντιστοιχεί στα εκδοθέντα από την 17.06.2017 έως την 20.02.2018 και εκπροθέσμως εξοφλημένα μετά την άσκηση της αγωγής 35 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστή­ριο, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 773/2021 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στη συνέχεια έκανε αυτή δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 24.012,40 ευρώ, εντόκως μετά την πάροδο 30 ημερών από την έκδοση κάθε ανεξόφλητου τιμολογίου παροχής υπηρεσιών και με επιτόκιο υπερημερίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο Ζ’ του Ν. 4152/2013, καθώς και το συνολικό ποσό των 50.539,86 ευρώ για τόκους υπερημερίας των εκπροθέσμως εξοφληθέντων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των 20.000,00 ευρώ και καταδίκασε το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται το εκκαλούν – εναγόμενο με την κρινόμενη έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 82 παρ. 1 και 83 παρ. 1 του Ν. 2362/1995 για κάθε σύμβαση του Δημοσίου και ΝΠΔΔ που συνεπάγεται έσοδο ή δαπάνη αυτού, αν δεν ορίζεται διαφορετικά με ειδική διάταξη, προηγείται η προβλεπόμενη από τις κατά περίπτωση ισχύουσες διατάξεις διαδικασία ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, επιτρέπεται, όμως, κατ’ εξαίρεση, η με απευθείας ανάθεση σύναψη σύμβασης προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων για ετήσια δαπάνη μέχρι ποσού ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) δραχμών. Επί των ως άνω συμβάσεων, εφόσον καθεμία έχει μικρή διάρκεια (κάτω του έτους), για να επιτρέπεται η σύναψή τους από Δημόσιο με απευθείας ανάθεση, πρέπει η από τις συμβάσεις αυτές προκαλούμενη για το Δημόσιο ετήσια δαπάνη να ανέρχεται μέχρι του ποσού των 1.500.000 δραχμών. Τούτο διότι, εάν στις άνω μικρής διάρκειας συμβάσεις, ληφθεί υπόψη, ως κριτήριο για το επιτρεπτό ή μη της συνάψεώς τους με απευθείας ανάθεση, η για το Δημόσιο προκαλούμενη δαπάνη από εκάστη τούτων, τότε, προς καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 83 παρ.1 του Ν. 2362/1995, θα ήταν δυνατόν να συναφθούν πολλές όμοιες και διαδοχικές συμβάσεις, με μικρή διάρκεια η καθεμία, ώστε να παρακάμπτεται νομίμως η διαδικασία του διαγωνισμού και να συνάπτεται η σχετική σύμβαση με απευθείας ανάθεση, αφού η για το Δημόσιο δαπάνη από καθεμία σύμβαση δεν θα υπερέβαινε το ποσό των 1.500.000 δρχ., πράγμα που δεν ήταν στην πρόθεση του νομοθέτη που ήθελε να τηρείται η διαδικασία του διαγωνισμού, που εξασφαλίζει πλείονες συμμετοχές και αντίστοιχες προσφορές, εντεύθεν δε συνθήκες διαφάνειας και υγιούς ανταγωνισμού, για τις συμβάσεις από τις οποίες προκαλείται ετήσια δαπάνη για το Δημόσιο άνω του ποσού του 1.500.000 δραχμών. Κατά τη διάταξη του άρθρου 85 εδ.α’ του ιδίου νόμου «Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 79 έως 84 του παρόντος νόμου επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 36 του Ν. 3763/2009 «Οι προμήθειες των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας …. που έγιναν μέχρι την κατάθεση της παρούσας διάταξης στη Βουλή των Ελλήνων δυνάμει παρατάσεων των συμβάσεων μεταξύ αυτών και των προμηθευτών καθώς και δυνάμει των κοινών υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν βάσει των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν. 2955/2001 θεωρούνται ότι πραγματοποιήθηκαν νόμιμα». Κατά δε το άρθρο 27 παρ. 9 του Ν. 3867/2010 «Για λόγους διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος και προστασίας της δημόσιας υγείας, θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που απαιτούνται για την εξόφληση υποχρεώσεων, που απορρέουν από προμήθειες, των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας …. οι οποίες προμήθειες διενεργήθηκαν μέχρι την κατάθεση του παρόντος νόμου στη Βουλή δυνάμει απευθείας αναθέσεων λόγω επειγουσών αναγκών ή παρατάσεων των συμβάσεων μεταξύ των ανωτέρω φορέων και των προμηθευτών». Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι με αυτές και από τη δημοσίευση των σχετικών νόμων καλύφθηκε η ακυρότητα των προμηθειών των νοσοκομείων, οι οποίες είχαν μέχρι τότε συναφθεί κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 2362/1995 με απ’ ευθείας ανάθεση, ακύρως, οι οποίες πλέον θεωρούνται νόμιμες (ΑΠ 1223/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 327/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 91/2016 ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε και η όμοια διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του Ν. 3301/2004, που όριζε ότι «Προμήθειες των νοσοκομείων Ε.Σ.Υ., εκτός των ψυχιατρικών νοσοκομείων, για υγειονομικό υλικό και χημικά αντιδραστήρια, που πραγματοποιήθηκαν από 1-1-2002 έως τη δημοσίευση του παρόντος (23-12-2004) με απευθείας ανάθεση ή στα πλαίσια συμβάσεων που είχαν καταρτιστεί νόμιμα αλλά είχε λήξει η ισχύς τους, εξαιτίας της μη ολοκλήρωσης των διαδικασιών κατακύρωσης των αποτελεσμάτων των σχετικών διαγωνισμών, θεωρούνται νόμιμες», την ίδια έννομη συνέπεια επαγόταν, δηλαδή την κάλυψη της ακυρότητας των προμηθειών των νοσοκομείων, οι οποίες είχαν μέχρι τότε (23-12-2004) συναφθεί κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 2362/1995 με απ’ ευθείας ανάθεση, ακύρως, οι οποίες πλέον θεωρούνται νόμιμες (ΑΠ 327/2018 ό.π., ΑΠ 91/2016 ό.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. Γ υποπαρ. Γ2, «ΠΛΗΡΩΜΗ ΔΑΠΑΝΩΝ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΤΩΝ -ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ» αριθμ. 3 του Ν. 4093/2012, «Οι δαπάνες προμήθειας φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, ορθοπεδικού υλικού και χημικών αντιδραστηρίων των στρατιωτικών νοσοκομείων …. που πραγματοποιήθηκαν έως και 31-12-2011, δύνανται να εξοφληθούν κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 21, 82 και 83 του Ν. 2362/1995, του Ν. 2286/1995, του ΠΔ 60/2007, του ΠΔ 118/2007 και του ΠΔ 113/2010». Με την διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στην εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους προμηθευτές στρατιωτικών νοσοκομείων και λοιπών αναφερομένων σ’ αυτές ιδρυμάτων, ορίσθηκε ότι οι δαπάνες προμήθειας φαρμάκων υγειονομικού και ορθοπεδικού υλικού και χημικών αντιδραστηρίων, που πραγματοποιήθηκαν μέχρι την 31-12-2011 εξοφλούνται κατά παρέκκλιση των μνημονευομένων σ’ αυτές διατάξεων, δηλαδή και χωρίς την τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές, στην οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η ενέργεια διαγωνισμού για τις προμήθειες που υπερβαίνουν ορισμένο όριο δαπάνης και η τήρηση τύπου για την κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων που έχουν ήδη εκτελεστεί. Η παράλειψη τήρησης των διατυπώσεων αυτών καλύπτεται εκ των υστέρων με την εν λόγω διάταξη και έτσι οι σχετικές συμβάσεις, κατά νομοθετική βούληση, καθίστανται έγκυρες και ισχυρές (ΑΠ 543/2015 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 4132/2013 «1. Η εξόφληση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων προς τρίτους των Νοσηλευτικών ιδρυμάτων του ΕΣΥ, του ΠΓΝ Παπαγεωργίου, των λοιπών Φορέων Γενικής Κυβέρνησης που λειτουργούν υπό τη μορφή ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ και εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας, του Αιγινήτειου Νοσοκομείου Αθηνών, του Αρεταίειου Νοσοκομείου Αθηνών, του ΝΙΜΙΤΣ και των στρατιωτικών νοσοκομείων που έχουν προκύψει από την προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών και μέχρι του ύψους των υφισταμένων κατά την 31η Δεκεμβρίου 2011 υποχρεώσεων αυτών, σύμφωνα με την υποπαράγραφο Γ2’ του Ν. 4093/2012, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, πραγματοποιείται υπό την προϋπόθεση της παραίτησης των δικαιούχων από οποιαδήποτε άλλη αξίωση και ένδικο μέσο συμπεριλαμβανομένων και των τόκων υπερημερίας 2. Η αποδοχή της ρύθμισης από τους δικαιούχος συντελείται με την υποβολή σχετικής υπεύθυνης δήλωσης, δήλωσης εκ μέρους του δικαιούχου που κατατίθεται στην αρμόδια Υπηρεσία του νοσηλευτικού ιδρύματος». Είναι σαφές ότι ο σκοπός της προβλεπόμενης με την διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 4 του Ν. 4132/2013 ρύθμισης, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική του έκθεση, είναι η άμεση εξωδικαστική ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων μέχρι 31-12-2011 υποχρεώσεων όλων των νοσηλευτικών ιδρυμάτων του ΕΣΥ, είτε είχαν καταρτιστεί εξ αρχής εγκύρως, κατά τον τύπο και τη διαδικασία σύναψής τους, είτε κατέστησαν εκ των υστέρων έγκυρες, κατά την υποπαράγραφο Γ2’ του Ν. 4093/2012. Η ρύθμιση αυτή, την οποία ο δικαιούχος πρέπει να αποδεχθεί προκειμένου να επιτύχει την άμεση εξόφληση των απαιτήσεών του από τους αναφερόμενους στην ανωτέρω διάταξη φορείς, αφενός μεν, δεν είναι υποχρεωτική και δεν εμποδίζει τον δικαιούχο να επιδιώξει δικαστικώς την σχετική του αξίωση (σχ. ΣτΕ 3125/2015 ΝΟΜΟΣ), αφετέρου δε, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την προβλεπόμενη εκ των υστέρων νομιμοποίηση των σχετικών συμβάσεων με την υποπαρ. ΓΓ αριθμ.3 του Ν. 4093/2012 (ΑΠ 197/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1213/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 51 του Ν. 1892/1990 «για την επανοριοθέτηση του δημοσίου τομέα», κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 9 παρ. 1 του Ν. 1232/1982 στο δημόσιο τομέα περιλαμβάνονται όλοι οι κρατικοί φορείς, ανεξάρτητα από το καθεστώς δημοσίου, ιδιωτικού ή μικτού δικαίου που τους διέπει ήτοι: «σ) Οι κάθε είδους δημόσιες υπηρεσίες, που υπάγονται στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου και εκπροσωπούνται από αυτό, β) Τα κάθε είδους Ν.Π.Δ.Δ…, γ) Οι κάθε είδους κρατικές ή δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις και οργανισμοί, καθώς και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, δημόσιου χαρακτήρα, που επιδιώκουν κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς (όπως η τελευταία φράση προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 4 του Ν.1943/1991). Από την ως άνω διάταξη, συνάγεται ότι άμεσος σκοπός, ένεκα το οποίου υιοθετήθηκε το σύστημα του δημόσιου τομέα, υπήρξε η ανάγκη ενότητας, συντονισμού και ελέγχου της δημόσιας διοίκησης, κατά το οργανικό και το λειτουργικό κριτήριο. Για την υπαγωγή ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου στον δημόσιο τομέα αποφασιστικό κριτήριο είναι ο δημόσιος χαρακτήρας του. Τα στοιχεία που προσδιορίζουν τον δημόσιο χαρακτήρα ενός ν.π.ι.δ. είναι η σύστασή του με πράξη του νομοθετικού οργάνου ή με πράξη που εκδίδεται κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, ο δημόσιος ή κοινωφελής σκοπός του, όπως αυτός προσδιορίζεται στη συστατική πράξη, ο τρόπος επιλογής και διορισμού των οργάνων διοίκησης αυτού, το ιδιοκτησιακό του καθεστώς, η ασκούμενη επ’ αυτού εποπτεία, η οποία υπερβαίνει τη συνήθη εποπτεία επί των ν.π.ι.δ. και ασκεί αποφασιστική επιρροή στη διοίκηση και λειτουργία του, ο οικονομικός και διαχειριστικός έλεγχος αυτού, ο τρόπος πρόσληψης και η υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού του, το εάν απολαμβάνει τυχόν ειδικών προνομίων, απαλλαγών και ατελείων, κλπ. Τα ως άνω κριτήρια συνεκτιμώνται, από την ένταση δε κάθε κριτηρίου χωριστά, αλλά και από τη σύμπτωση περισσοτέρων από αυτά προσδιορίζεται εντέλει η υπαγωγή ή μη ενός ν.π.ι.δ. στον δημόσιο τομέα (ΔΕφΘεσ 244/2015 ΝΟΜΟΣ, με εκεί παραπομπή σε ΕΣ 36/1990, 192/2000, ΟλΣτΕ 159/1992, 972/2002). Άλλωστε, στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη δημόσιας συμβάσεως είναι η ύπαρξη γραπτής συμφωνίας εξ επαχθούς αιτίας, κατά την οποία ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη χαρακτηρίζεται ως “Αναθέτουσα Αρχή”. Η έννοια της Αναθέτουσας Αρχής, η οποία ερμηνεύεται αυτοτελώς και ενιαίως σε όλη την Κοινότητα, καθορίζεται βάσει λειτουργικών κριτηρίων (Απόφαση ΔΕΚ της 17.1.1996, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C-353/96, Συλ.Νομ. 1998, Ι-8565) και δεν περιλαμβάνει μόνο το Κράτος, τα ν.π.δ.δ. και τους Ο.Τ.Α., δηλαδή την κλασική δημόσια διοίκηση, αλλά και κάθε Οργανισμό για τον οποίο συντρέχουν σωρευτικά τρία κριτήρια: α) δημιουργήθηκε ειδικά για να εξυπηρετήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος, που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, β) έχει νομική προσωπικότητα και γ) τελεί σε στενή σχέση εξαρτήσεως προς το Κράτος, τους ΟΤΑ ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 2497/2013 ΝΟΜΟΣ, Απόφαση ΔΕΚ της 15.1.1998, Mannesmann Anlagenbau Austria κ.λπ., C-44/96, Συλ.Νομ. 1998, Ι-73, Απόφαση ΔΕΚ της 10.11.1998, BFI Holding BV, C-360/96, Συλ.Νομ. 1998, Ι-6821). Στην έννοια των αναγκών γενικού συμφέροντος, οι οποίες εκτιμώνται αντικειμενικά, εμπίπτουν και εκείνες που εξυπηρετούνται ή θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν από ιδιωτικά νομικά πρόσωπα (Απόφαση ΔΕΚ της 1.2.2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-237/99, Συλ.Νομ. 2001, Ι-939), εφόσον η δημόσια διοίκηση διατηρεί καθοριστική επιρροή με την έννοια της χρηματοδότησης, του ιεραρχικού ελέγχου ή του διορισμού άνω του ημίσεως των μελών διοίκησης αυτών (ΕΣ (Πράξη) 128/2007 ΝΟΜΟΣ, Απόφαση ΔΕΚ της 3.10.2000, The University of Cambridge, C- 380/98, Συλ.Νομ. 2000, I-8035). Εξάλλου, κατά το άρθρο 52 παρ. 1-3 του Ν. 2071/1992 «1. Επιτρέπεται εφεξής να ιδρύονται και να λειτουργούν, υπό μορφή ν.π.ι.δ. νοσηλευτικά ιδρύματα μη  κερδοσκοπικού  χαρακτήρα, τα οποία μπορεί και να επιχορηγούνται από το Κράτος, εφόσον το καταβαλλόμενο σε αυτά νοσήλιο είναι αποδεδειγμένα μικρότερο του 1/2 του πραγματικού κόστους λειτουργίας των αντίστοιχων κρατικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων και εφόσον είναι ισοδύναμα σε απόδοση με  τα αντίστοιχα κρατικά νοσηλευτικά ιδρύματα. 2. Τα νοσηλευτικά αυτά ιδρύματα λειτουργούν με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, ισχύουν δε και γι’ αυτά οι διατάξεις του άρθρου 49 του νόμου αυτού, εφόσον επιχορηγούνται. 3. Για την ίδρυση και τη λειτουργία των νοσηλευτικών αυτών ιδρυμάτων απαιτείται άδεια που χορηγείται από το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εφαρμοζομένων αναλόγως των σχετικών διατάξεων περί ιδρύσεως και λειτουργίας ιδιωτικών κλινικών. Το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας  και  Κοινωνικών  Ασφαλίσεων  ασκεί  εποπτεία στις συνθήκες λειτουργίας των ανωτέρω νοσηλευτικών ιδρυμάτων, καθώς και διοικητικό και οικονομικό έλεγχο, εφόσον τα επιχορηγεί». Κατά δε το άρθρο 41 παρ. 1-4 του Ν. 3204/2003 «1. Στις διατάξεις του άρθρου 52 παρ. 1-3 του Ν. 2071/1992 υπάγεται και το Νοσοκομείο Αίγινας “……………….. “, που αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου φιλανθρωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού του, το οποίο καταρτίστηκε με το υπ’ αριθ. 15/1924 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης του Ορθόδοξου Χριστιανικού Συλλόγου “…….” και τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και διαμορφώθηκε με το Π.Δ. 1024/1980. 2. Κατ’ εξαίρεση των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 52 παρ. 1-3 του Ν. 2071/1992 δεν απαιτείται, πέραν του καταστατικού λειτουργίας του, η έκδοση νέας άδειας ίδρυσης και λειτουργίας για το παραπάνω νοσοκομείο. 3. Το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας ασκεί εποπτεία και έλεγχο στον τρόπο παροχής των υπηρεσιών υγείας και στις συνθήκες λειτουργίας του ανωτέρω νοσοκομείου, καθώς και διοικητικό και οικονομικό έλεγχο, εφόσον το επιχορηγεί. Για την εποπτεία και τον έλεγχο των παραπάνω νοσηλευτικών ιδρυμάτων εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 17 και 19 του Π.Δ. 247/1991 “Όροι, προϋποθέσεις και διαδικασία για την ίδρυση, λειτουργία και μεταβίβαση ιδιωτικών κλινικών.” 4. Το ανωτέρω νοσοκομείο μπορεί να νοσηλεύει ασφαλισμένους όλων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης αντί του νοσηλίου που αυτοί καταβάλλουν στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ.». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι από την έναρξη ισχύος του Ν. 2071/1992 επιτρέπεται να ιδρύονται και να λειτουργούν, υπό μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου νοσηλευτικά ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, κατόπιν άδειας που χορηγείται από το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία εκδίδεται αφού εφαρμοσθούν ανάλογα οι σχετικές διατάξεις περί ιδρύσεως και λειτουργίας ιδιωτικών κλινικών. Τα νοσηλευτικά αυτά ιδρύματα που λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, υπάρχει η δυνατότητα να επιχορηγηθούν από το Κράτος, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις, εποπτεύονται δε ως προς τις συνθήκες λειτουργίας τους, από το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και εφόσον αυτό τα επιχορηγεί ασκεί και διοικητικό και οικονομικό έλεγχο επ’ αυτών. Περαιτέρω, με το Π.Δ. 1024/1980 (ΦΕΚ Α’ 259/10.11.1980) εγκρίθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 110 και 119 του ΑΚ, το νέο καταστατικό του ιδρυθέντος και εδρεύοντος στην Αίγινα Νοσοκομειακού Ασύλου “……”, σύμφωνα με το οποίο αυτό αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου φιλανθρωπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «…………», σκοπός του δε είναι η παροχή ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης σε όλους τους προσερχόμενους ασθενείς, εκ των οποίων στους απόρους δωρεάν (άρθρο 2), ενώ μεταξύ των πόρων αυτού αναφέρονται και οι έκτακτες οικονομικές επιχορηγήσεις του Κράτους και Νομικών ή Φυσικών Προσώπων (άρθρο 3). Το ανωτέρω νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου εποπτεύεται από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας και κατά καιρούς χρηματοδοτείται από αυτό, ενώ το νοσήλιο που εισπράττει από τα ασφαλιστικά ταμεία είναι το προβλεπόμενο από την υπ’ αριθ. Υ4α/οικ.1320/3.2.1998 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ 99Β’/10.2.1998) «Ορισμός νοσηλίου νοσοκομείων» για τα νοσοκομεία, και όχι για τις ιδιωτικές κλινικές (βλ. ΓΝΜΔ ΝΣΚ 154/2002 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με το ΠΔ 166/2003, το οποίο καταργήθηκε με την υποπαρ. Ζ.14. της παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του Ν. 4152/2013, ΦΕΚ A’ 107/09.05.2013, σύμφωνα με την οποία, όμως, οι διατάξεις του παραμένουν ισχυρές για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος του, προσαρμόστηκε η ελληνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 «για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές» (άρθρο 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ως άνω ΠΔ «Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3 «Κατά την έννοια του διατάγματος αυτού: 1. «Εμπορική συναλλαγή» είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής, α. «Δημόσια αρχή» είναι κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως ορίζεται στα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (ΠΔ 370/1995), υπηρεσιών (ΠΔ 346/1998) εξαιρούμενων τομέων (ΠΔ 57/2000) και Δημοσίων έργων (Γ1Δ 334/2000), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, β. «Επιχείρηση» είναι κάθε οργάνωση, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο. 2. «Καθυστέρηση πληρωμής» είναι η μη τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής». Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Π.Δ. 166/2003 «Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση». Σύμφωνα δε με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου «Ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση», ενώ κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου «Το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου [“επιτόκιο αναφοράς”] προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες [“περιθώριο”], εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες. Οι διατάξεις του ΠΔ 166/2003, που, όπως προαναφέρθηκε, αποτελούν μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των διατάξεων της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 κατισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης της εσωτερικής νομοθεσίας (ΑΠ 766/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΕφΑθ 4647/2021 ΝΟΜΟΣ). Αντίστοιχα ειδικότερες διατάξεις, που εφαρμόζονται για τις συμβάσεις που καταρτίζονται από την έναρξη ισχύος του και εντεύθεν (16.03.2013) αποτελούν και εκείνες του Ν. 4152/2013. Ειδικότερα ως προς την τοκοφορία ορίζεται: «ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Ζ.3.: ΟΡΙΣΜΟΙ (Άρθρο 2 Οδηγίας 2011/7) Κατά την έννοια του νόμου αυτού: 6) «Νόμιμος τόκος υπερημερίας»: ο απλός τόκος για την καθυστερημένη πληρωμή σε επιτόκιο το οποίο είναι ίσο προς το σύνολο του επιτοκίου αναφοράς συν οκτώ επιπλέον ποσοστιαίες μονάδες. 7) «Επιτόκιο αναφοράς»: το επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις πλέον πρόσφατες βασικές της πράξεις αναχρηματοδότησης. ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ Ζ.4.: ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (Άρθρο 3 Οδηγίας 2011/7) 1. Στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, ο δανειστής δικαιούται τόκο υπερημερίας χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπρόθεσμα, εκτός και εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση. 2. Επιτόκιο αναφοράς για το πρώτο εξάμηνο του σχετικού έτους είναι το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου του εν λόγω έτους και για το δεύτερο εξάμηνο του σχετικού έτους, το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιουλίου του εν λόγω έτους. 3. Στην περίπτωση συνδρομής των όρων της περίπτωσης 1, ο δανειστής έχει δικαίωμα τόκου υπερημερίας από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της προθεσμίας πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. Εάν η ημερομηνία ή η προθεσμία πληρωμής δεν ορίζεται στη σύμβαση, ο δανειστής έχει δικαίωμα τόκου υπερημερίας κατά την εκπνοή οποιουδήποτε από τα εξής χρονικά όρια: α) τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για την πληρωμή εγγράφου1, β) εφόσον η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου δεν είναι βέβαιη, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών, γ) εφόσον ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο πριν από τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών, δ) εφόσον προβλέπεται από το νόμο ή τη σύμβαση διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η αντιστοιχία των αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση, και εάν ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή το ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο νωρίτερα από την ημερομηνία ή την ίδια ημερομηνία κατά την οποία συντελείται η αποδοχή ή η επαλήθευση, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία αυτή. 4. Όταν προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η αντιστοιχία των αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση, η μέγιστη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή των υπηρεσιών, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή υπό την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.8. 5. Η προθεσμία πληρωμής που καθορίζεται στη σύμβαση δεν υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή υπό την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.8. 6. Στην περίπτωση που στη σύμβαση δεν ορίστηκε επιτόκιο υπερημερίας ή αυτό που συμφωνήθηκε είναι καταχρηστικό για τον δανειστή υπό την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.8., ισχύει το νόμιμο». Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσής του το εναγόμενο επαναφέρει τον υποβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό του ότι ουδέποτε συμφωνήθηκε με την ενάγουσα η καταβολή τόκων υπερημερίας σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης των αμοιβών της για τις παρεχόμενες από αυτήν υπηρεσίες πραγματοποίησης μικροβιολογικών εξετάσεων, για τις οποίες εκδόθηκαν τα επίδικα τιμολόγια, αντιθέτως δε είχε αποκλεισθεί η καταβολή τόκων υπερημερίας, όπως προκύπτει και από το συναφθέν μεταξύ τους από 13.02.2023 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, στο οποίο δεν γίνεται αναφορά σε οφειλή τόκων υπερημερίας, ενόψει και του φιλανθρωπικού χαρακτήρα του εναγόμενου, το οποίο τυγχάνει νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου φιλανθρωπικού χαρακτήρα και το οποίο επιτελεί κοινωνικό έργο παρέχοντας ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη σε όλους τους προσερχόμενους ασθενείς που είναι ασφαλισμένοι σε διάφορους φορείς κοινωνικής ασφάλισης που στη συνέχεια συγχωνεύθηκαν στον Ε.Ο.Π.Υ., και ως εκ τούτου ότι δεν εφαρμόζονται επ’ αυτού οι σχετικές διατάξεις του ΠΔ 166/2003, ούτε του Ν. 4152/2013, ενώ σε κάθε περίπτωση η μη εμπρόθεσμη καταβολή των οφειλόμενων αμοιβών της ενάγουσας δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του εναγόμενου, αλλά στην καθυστέρηση αποπληρωμής των νοσηλίων από τους διάφορους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και στη συνέχεια από τον Ε.Ο.Π.Υ. Εντούτοις, ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται νόμω αβάσιμος και απορριπτέος σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, δεδομένου ότι το εναγόμενο νοσοκομείο, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα – φιλανθρωπικό ίδρυμα με την επωνυμία «……………», δεν ανήκει στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτοί ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 1Β παρ. 3 του Ν. 2362/1995, όπως προστέθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 3871/2010, και ως εκ τούτου οι συναπτόμενες από αυτό συμβάσεις που συνεπάγονται έσοδα ή δαπάνες αυτού, δεν υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 82 παρ. 1 και 83 παρ. 1 του Ν. 2362/1995, με τις οποίες προβλέπεται διαδικασία ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού και επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η με απευθείας ανάθεση σύναψη σύμβασης προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων για ετήσια δαπάνη μέχρι ποσού ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) δραχμών, ούτε στη διάταξη του άρθρου 85 εδ. α’ του Ν. 2362/1995, με την οποία επέρχεται απόλυτη ακυρότητα των συμβάσεων σε περίπτωση παράβασης των ανωτέρω διατάξεων. Ειδικότερα, το εναγόμενο δεν αποτελεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1Β του Ν. 2362/1995 νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, από εκείνα που ελέγχονται και χρηματοδοτούνται κυρίως από την Κεντρική Διοίκηση και δεν ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, υπό την έννοια που εκτίθεται στην ανωτέρω νομική σκέψη, και για το λόγο αυτό δεν περιλαμβάνεται ούτε στα διεπόμενα από ειδικές διατάξεις νοσοκομεία (Ν.Π.Ι.Δ.), ούτε στα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα Ν.Π.Ι.Δ. (εποπτευόμενα & επιχορηγούμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό άνω του 50%), σύμφωνα με το καταρτισθέν από το αρμόδιο Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας Μητρώο Εποπτευόμενων Φορέων και Νομικών Προσώπων, που είναι αναρτημένο στην επίσημη ιστοσελίδα του ως άνω Υπουργείου, ενώ μόνη η ιδιότητά του ως κοινωφελές ίδρυμα του αστικού κώδικα δεν αρκεί για να υπαχθεί αυτομάτως και εντός του δημοσίου τομέα, ώστε να διέπεται και από τις ως άνω διατάξεις περί συμβάσεων που συνάπτουν τα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Εξάλλου, το εναγόμενο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου φιλανθρωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού του, που καταρτίστηκε με το υπ’ αριθ. 15/1924 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης του Ορθόδοξου Χριστιανικού Συλλόγου “…………” και τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και διαμορφώθηκε με το Π.Δ. 1024/1980, το οποίο συνέστησε, όχι η Κεντρική Κυβέρνηση ή κάποιος από τους φορείς της, αλλά ο προαναφερθείς Ορθόδοξος Χριστιανικός Σύλλογος, και του οποίου το καταστατικό τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και διαμορφώθηκε με το Π.Δ. 1024/1980, δεν ανήκει στο δημόσιο τομέα, με βάση τα κριτήρια που θέτουν οι ως άνω διατάξεις, όπως αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη, και ιδίως αναφορικά με τον τρόπο επιλογής και διορισμού των οργάνων διοίκησης αυτού, το ιδιοκτησιακό του καθεστώς, την ασκούμενη επ’ αυτού εποπτεία, η οποία δεν υπερβαίνει τη συνήθη εποπτεία που ασκεί το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας επί των νοσηλευτικών ιδρυμάτων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ιδρύονται και λειτουργούν υπό μορφή ν.π.ι.δ., σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Επομένως, με βάση όσα εκτίθενται ανωτέρω, το εναγόμενο, ενεργώντας εν προκειμένω ως ν.π.ι.δ. εκτός του δημοσίου τομέα, εγκύρως προέβη στη σύναψη των επίδικων, προφορικά καταρτισθεισών, συμβάσεων πραγματοποίησης μικροβιολογικών εξετάσεων, για τις οποίες δεν όφειλε να τηρήσει τις προαναφερόμενες διατυπώσεις και τύπο που αφορούν όχι σε όλα τα ν.π.ι.δ., αλλά μόνο σε εκείνα που ανήκουν στο δημόσιο τομέα, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, στην κρινόμενη δε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης των αμοιβών της ενάγουσας για τις παρεχόμενες από αυτήν υπηρεσίες, το εναγόμενο όφειλε να καταβάλει σ’ αυτή τα ποσά των αμοιβών, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, υπολογιζόμενο, κατά τις εκτιθέμενες στη νομική σκέψη διατάξεις, που κατισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης της εσωτερικής νομοθεσίας, και συγκεκριμένα με βάση το άρθρο 4 παρ. 2 α’ και 4 του ΠΔ 166/2003 για τα εκδοθέντα μέχρι την 15.03.2013 τιμολόγια, ήτοι με το επιτόκιο αναφοράς, που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προσαυξημένο κατά επτά (7) ποσοστιαίες μονάδες, από την επομένη της παρόδου της 30ης ημέρας από την παροχή των υπηρεσιών και την έκδοση κάθε τιμολογίου, και με βάση την υποπαράγραφο Ζ.4 του Ν. 4152/2013 για τα εκδοθέντα μετά την 16.03.2013 τιμολόγια, ήτοι με το επιτόκιο αναφοράς, που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προσαυξημένο κατά οκτώ (8) ποσοστιαίες μονάδες, από την επομένη της παρόδου της 30ης ημέρας από την παροχή των υπηρεσιών και την έκδοση κάθε τιμολογίου. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εναγόμενου ότι η καθυστέρηση στην καταβολή των οφειλόμενων αμοιβών της ενάγουσας δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του, αλλά στην καθυστέρηση αποπληρωμής των νοσηλίων από τους διάφορους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και στη συνέχεια από τον Ε.Ο.Π.Υ., δεν είναι νόμιμος κατά την επιχειρούμενη θεμελίωσή του στις διατάξεις των άρθρων 330, 341 και 342 του ΑΚ καθώς και του άρθρου 4 παρ. 3 του ΠΔ 166/2003, σύμφωνα με τις οποίες τόκος δεν οφείλεται εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη, αφού δεν αποτελεί γεγονός που δύναται να καταστήσει ανυπαίτια την καθυστέρηση καταβολής των επίμαχων συμβατικών οφειλών εκ μέρους του εναγόμενου, αλλά αντιθέτως αποτελεί γεγονός υπαίτιας καθυστέρησης αυτού ως προς την εκπλήρωση ιδίων συμβατικών υποχρεώσεων, και κατά συνέπεια το εναγόμενο ευθύνεται για την καθυστέρηση καταβολής των οφειλόμενων αμοιβών της ενάγουσας, κατ’ εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων. Επομένως, εφόσον στο ίδιο αποτέλεσμα κατέληξε και η προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίπτοντας σιωπηρά τον ανωτέρω ισχυρισμό του εναγόμενου, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο, και πρέπει μόνο να συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) και να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης.

Κατά το άρθρο 250 αριθ. 15 του ΑΚ σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των τόκων, κατά δε το άρθρο 251 του ΑΚ η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Κατά το άρθρο 253 του ΑΚ η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 ΑΚ αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα προηγούμενα άρθρα. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι σε πέντε χρόνια παραγράφονται και οι τόκοι συμβατικοί ή υπερημερίας, η εν λόγω δε βραχυπρόθεσμη (πενταετής) παραγραφή αρχίζει να τρέχει από την αρχή κάθε επόμενου έτους εκείνου εντός του οποίου έχουν παραχθεί αυτοί (τόκοι) και κατά το οποίο ο δικαιούχος μπορούσε να εγείρει αγωγή και να τους ζητήσει (ΑΠ 1651/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 761/2014 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249, 251 επ, 277 του ΑΚ και 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η ένσταση της παραγραφής πρέπει να αναφέρεται ο χρόνος αυτής και το αφετήριο σημείο της (ΑΠ 761/2014 ό.π.). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 260 του ΑΚ, με την οποία προβλέπεται ως λόγος διακοπής της παραγραφής η με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο, αρκεί για το αποτέλεσμα αυτό της διακοπής οποιαδήποτε ενέργεια και συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στον δανειστή, από την οποία να προκύπτει σαφώς ότι αυτός, γνωρίζοντας την κατ’ αυτού αξίωση του δικαιούχου, θεωρεί ότι αυτή υφίσταται κατά τον χρόνο της συμπεριφοράς, σε τρόπο ώστε να μην είναι αναγκαία η έγερση της σχετικής αγωγής, χωρίς να είναι απαραίτητο η τοιαύτη συμπεριφορά ή ενέργεια του οφειλέτη να έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα ή να γίνεται με τον σκοπό ανάληψης υποχρέωσης ή να γίνει αποδεκτή από το δανειστή. Ενέργειες που συνιστούν αναγνώριση  (εκτός βεβαίως από την ρητή τοιαύτη) είναι, μεταξύ άλλων, η πληρωμή τόκων, η παροχή ασφάλειας της αξίωσης, η μερική καταβολή και η μερική προσφορά του χρέους (ΑΠ 68/2001 ΕλλΔνη 42. 727, ΕφΑθ 56/2012 Αρμ. 2013. 300, ΕφΑθ 5922/2005 ΕΤΡΑΞΧΡΔ 2006. 624). Δεν εξετάζεται αν η ενέργεια του οφειλέτη έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, ούτε αν συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της αξιώσεως ή σύμβαση αναγνωρίσεως χρέους, κατά την έννοια του άρθρου 873 του ΑΚ, ούτε απαιτείται η ενέργεια αυτή να υποβληθεί σε κάποιον τύπο ή να γίνει δεκτή από τον δανειστή. Συνεπώς, αρκεί κάθε εκδήλωση του υπόχρεου έναντι του δικαιούχου, αναγνωριστική του υποστατού της υποχρεώσεώς του είτε ρητή, είτε σιωπηρή, η οποία πρέπει να επιδεικνύεται πριν από την συμπλήρωση της παραγραφής, έναντι του δανειστή και όχι έναντι τρίτου προσώπου (ΑΠ 98/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 997/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών, υπό την έννοια αυτοτελών πραγματικών ισχυρισμών που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: … (2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων … (6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Η απόδειξη, όμως, αυτή πρέπει να προκύπτει παραχρήμα και άμεσα, δηλαδή όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το νέο ισχυρισμό πρέπει να αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 755/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 961/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 611/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 98/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης προβάλλεται επικουρικά από το εναγόμενο ο ισχυρισμός περί παραγραφής των τόκων που γεννήθηκαν σε χρόνο μεγαλύτερο της πενταετίας από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής την 02.04.2019, ήτοι των τόκων ύψους 32.250,25 ευρώ, που αφορούν στα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την 20.11.2010 έως και την 31.12.2013, καθώς και των τόκων ύψους 16.474,01 ευρώ, που αφορούν στα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την 11.01.2014 έως και την 29.03.2014, οι οποίοι έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή κατ’ άρθρο 250 του ΑΚ, ο εν λόγω δε ισχυρισμός προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για το λόγο ότι αυτός αποδεικνύεται εγγράφως, και δη από τα επίδικα τιμολόγια και από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής που κατατέθηκε την 12.03.2009 και επιδόθηκε σ’ αυτό την 02.04.2019, κατά τον χρόνο δε αυτό είχε ήδη συμπληρωθεί η πενταετής παραγραφή τόσο για τους τόκους του χρονικού διαστήματος από την 20.11.2010 έως και την 31.12.2013, όσο και για τους τόκους του χρονικού διαστήματος από την 11.01.2014 έως και την 29.03.2014. Ο επικουρικός αυτός ισχυρισμός περί παραγραφής παραδεκτώς προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον στοιχειοθετείται εν προκειμένω η εξαίρεση που θεσπίζεται από το άρθρο 527 αρ. 6 του ΚΠολΔ, αφού από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα, και δη από τα επίδικα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την 20.11.2010 έως και την 31.12.2013, καθώς και από τα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την 11.01.2014 έως και την 29.03.2014, σε συνδυασμό με το δικόγραφο της ένδικης αγωγής και την υπ’ αριθ. ……/02.04.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………….., αποδεικνύεται κατά τρόπο ευθύ και άμεσο η συνδρομή εξαιρετικής περίπτωσης για την επιτρεπτή προβολή του άνω ισχυρισμού για πρώτη φορά στο Εφετείο. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός περί παραγραφής των τόκων ύψους 16.474,01 ευρώ, που αφορούν στα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την 11.01.2014 έως και την 29.03.2014, κρίνεται μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, δεδομένου ότι η παραγραφή της αξίωσης της ενάγουσας για τους τόκους των τιμολογίων που εκδόθηκαν κατά το ως άνω χρονικό διάστημα εκκίνησε μόλις έληξε το έτος μέσα στο οποίο συνέπιπτε η έναρξη της παραγραφής, ήτοι την 01.01.2015, και ως εκ τούτου δεν είχε συμπληρωθεί η πενταετής παραγραφή κατά τον χρόνο επίδοσης της κρινόμενης αγωγής την 02.04.2019. Ο δε ισχυρισμός περί πενταετούς παραγραφής των τόκων ύψους 32.250,25 ευρώ, που αφορούν στα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την 20.11.2010 έως και την 31.12.2013, είναι επαρκώς ορισμένος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, αφού γίνεται αναφορά τόσο στο χρόνο της παραγραφής, όσο και στο αφετήριο σημείο αυτής, και νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 250 αριθ. 15, 251 και 253 του ΑΚ. Η ενάγουσα προς απόκρουση της ένστασης πενταετούς παραγραφής των αξιώσεων τόκων του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, προέβαλε την αντένσταση διακοπής της παραγραφής, λόγω αναγνώρισης της οφειλής εκ μέρους του εναγόμενου, δυνάμει του καταρτισθέντος μεταξύ των διαδίκων από 13.02.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο το εναγόμενο αναγνώρισε ρητώς την οφειλή του από τα τιμολόγια που είχαν εκδοθεί έως την 31.12.2013, ανερχόμενη στο ποσό των 146.164,34 ευρώ, ήτοι το χρεωστικό υπόλοιπο την 19.11.2010 ύψους 56.135,26 ευρώ, συν το ποσό των 146.453,14 ευρώ που αντιστοιχούσε στη συνολική αξία των εκδοθέντων από την 20.11.2010 έως την 31.12.2013 τιμολογίων, μείον τις καταβολές του εναγόμενου έναντι του χρέους του κατά το διάστημα από την 20.11.2010 έως την 31.12.2013 ύψους 56.424,06 ευρώ, το οποίο και συμφώνησε να εξοφλήσει, ταυτόχρονα δε συμφωνήθηκε ότι εάν συμμορφωνόταν πλήρως, τηρώντας και εξοφλώντας εμπροθέσμως όλες τις δόσεις συνολικού ύψους 117.325,08 ευρώ, αφενός θα απολάμβανε εκπτώσεως ύψους 28.839,26 ευρώ από την αρχική οφειλή του ύψους 146.164,34 ευρώ, αφετέρου θα απαλλασσόταν πλήρως από τους τόκους υπερημερίας. Η αντένσταση αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στην αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 260 του ΑΚ, δεδομένου ότι η αξίωση των τόκων είναι παρεπόμενη της αξίωσης του κεφαλαίου, και ως εκ τούτου στη ρητή ως άνω αναγνώριση της οφειλής του κεφαλαίου των εκδοθέντων από την 20.11.2010 έως την 31.12.2013 τιμολογίων, στην οποία προέβη το εναγόμενο και με την οποία εξέφρασε σαφώς την πεποίθησή του για την ύπαρξη της αξίωσης της ενάγουσας προς καταβολή των οφειλόμενων αμοιβών της για τις παρεχόμενες από αυτήν υπηρεσίες πραγματοποίησης μικροβιολογικών εξετάσεων, για τις οποίες εκδόθηκαν τα εν λόγω τιμολόγια, συμπεριλαμβάνεται σιωπηρή αναγνώριση της οφειλής των τόκων υπερημερίας γι’ αυτά τα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την 20.11.2010 έως και την 31.12.2013, υπολογιζόμενων κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΠΔ 166/2003 για τα εκδοθέντα μέχρι την 15.03.2013 τιμολόγια και του Ν. 4152/2013 για τα εκδοθέντα μετά την 16.03.2013 τιμολόγια. Η αντένσταση περί διακοπής της παραγραφής με αναγνώριση του χρέους πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, αφού από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από 13.02.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, προκύπτει ότι το εναγόμενο αναγνώρισε ρητώς την οφειλή του από τα τιμολόγια που είχαν εκδοθεί έως την 31.12.2013, ανερχόμενη στο ποσό των 146.164,34 ευρώ, ήτοι το χρεωστικό υπόλοιπο την 19.11.2010 ύψους 56.135,26 ευρώ, συν το ποσό των 146.453,14 ευρώ που αντιστοιχούσε στη συνολική αξία των εκδοθέντων από την 20.11.2010 έως την 31.12.2013 τιμολογίων, μείον τις καταβολές του εναγόμενου έναντι του χρέους του κατά το διάστημα από την 20.11.2010 έως την 31.12.2013 ύψους 56.424,06 ευρώ, το οποίο και συμφώνησε να εξοφλήσει καταβάλλοντας μέχρι την 20.02.2014 το ποσό των 50.000,00 ευρώ, μέχρι την 20.05.2014 το ποσό των 35.000,00 ευρώ, από την 20.06.2014 και για τους επόμενους 11 μήνες, και δη την 20η ημέρα εκάστου μηνός, δηλαδή έως και την 20.04.2015, το μηνιαίο ποσό των 2.700,00 ευρώ και την 20.05.2015 το ποσό των 2.625,08 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 117.325,08 ευρώ, ταυτόχρονα δε συμφωνήθηκε, δυνάμει των άρθρων 3 και 5 του εν λόγω συμφωνητικού, ότι εάν το εναγόμενο συμμορφωνόταν πλήρως, τηρώντας και εξοφλώντας εμπροθέσμως όλες τις ως άνω δόσεις συνολικού ύψους 117.325,08 ευρώ, αφενός θα απολάμβανε εκπτώσεως ύψους 28.839,26 ευρώ από την αρχική οφειλή του ύψους 146.164,34 ευρώ, αφετέρου θα απαλλασσόταν πλήρως από τους τόκους υπερημερίας. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης κατά τον επικουρικό ισχυρισμό του εναγόμενου περί παραγραφής των τόκων ύψους 32.250,25 ευρώ, που αφορούν στα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την 20.11.2010 έως και την 31.12.2013, καθώς και των τόκων ύψους 16.474,01 ευρώ, που αφορούν στα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την 11.01.2014 έως και την 29.03.2014.

Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί επιπτώσεις στα συμφέροντα του υπόχρεου, οι οποίες, για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, αρκεί να είναι δυσμενείς (ΟλΑΠ 2/2019 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 6/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1313/2018 ΝΟΜΟΣ). Μόνη δε η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της κατάστασης που διαμορφώθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διάταξης διαγραφομένων ορίων (ΟλΑΠ 8/2018 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 10/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 755/2021 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της έφεσης και οι λόγοι αυτής που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το Εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους, και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το Εφετείο, στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 829/2007 ΝΟΜΟΣ). Η δε διάταξη του άρθρου 536 παρ.1 του ΚΠολΔ, που, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 534 του ίδιου κώδικα, απαγορεύει, κατά την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, πριν από την εξαφάνισή της, την έκδοση απόφασης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα και, συνεπώς, απόφασης με δυσμενέστερο γι’ αυτόν δεδικασμένο, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, δεν επιτρέπει υπέρβαση των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αλλά προϋποθέτει ότι το Εφετείο ενεργεί μέσα στα όρια αυτά, οπότε δεν απαγορεύεται η έκδοση απόφασης (πριν από την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης), με ισοδύναμο προς την πρωτόδικη δεδικασμένο, η οποία δεν είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 385/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 314/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, το εναγόμενο με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης επαναφέρει τον υποβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό του περί καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης αγωγής, επικαλούμενο προς θεμελίωσή του ότι κατά την πολυετή συνεργασία μεταξύ των διαδίκων, ουδέποτε συμφωνήθηκε η καταβολή τόκων υπερημερίας σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης των αμοιβών της ενάγουσας για τις παρεχόμενες από αυτήν υπηρεσίες πραγματοποίησης μικροβιολογικών εξετάσεων, για τις οποίες εκδόθηκαν τα επίδικα τιμολόγια, δεδομένου ότι η μη εμπρόθεσμη καταβολή των οφειλόμενων ποσών δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του εναγόμενου, αλλά στην καθυστέρηση αποπληρωμής των νοσηλίων από τους διάφορους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και στη συνέχεια από τον Ε.Ο.Π.Υ. και ότι για τον λόγο αυτό είχε δημιουργηθεί σ’ αυτό η εύλογη πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν θα ασκούσε τις επίδικες αξιώσεις της για καταβολή τόκων υπερημερίας, τις οποίες οψίμως προέβαλε, μετά την κοινοποίηση σ’ αυτήν της από 03.01.2019 επιστολής του εναγόμενου, με την οποία την ενημέρωνε για την πρόθεσή του να διακόψει τη μεταξύ τους συνεργασία. Με το περιεχόμενο αυτό η ένσταση είναι νόμω αβάσιμη και απορριπτέα, καθόσον τα προβαλλόμενα προς θεμελίωσή της ως άνω περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ, την εκ μέρους της ενάγουσας άσκηση των ενδίκων αγωγικών δικαιωμάτων της, αφού το εναγόμενο δεν επικαλείται περιστατικά που να εκπορεύθηκαν από την ενάγουσα και να αφορούν την ίδια, με βάση τα οποία να δημιουργήθηκε σ’ αυτό, εύλογα μάλιστα, η πεποίθηση ότι δεν θα στραφεί εναντίον του. Αντιθέτως, όσα αναφέρει εντάσσονται στην αδράνεια της ενάγουσας να στραφεί εναντίον του, η οποία, όμως, από μόνη της δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση των ενδίκων δικαιωμάτων της. Επιπλέον, ουδόλως εκτίθενται οι επαχθείς συνέπειες, που προκαλεί στο εναγόμενο η ιστορούμενη συμπεριφορά της ενάγουσας, ούτε με ποιο τρόπο η κατ’ αυτό προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος της τελευταίας από την άσκηση των δικαιωμάτων της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ορισμένη και νόμιμη την προβληθείσα από το εναγόμενο ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας και στη συνέχεια απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου γεγονός που, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, αφού το εκκαλούν – εναγόμενο παραπονείται για την ουσιαστική απόρριψη της ένστασής του και η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη γι’ αυτό από την εκκληθείσα, και συνεπώς πρέπει, αφού αντικατασταθεί η αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), να απορριφθεί η ένσταση αυτή ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι δεν δημιουργείται δυσμενέστερο δεδικασμένο, αφού η αόριστη προβολή της ένστασης αυτής, όπως και η απόρριψή της ως μη νόμιμης ή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης, καλύπτεται από το δεδικασμένο της προσβαλλόμενης απόφασης που δέχτηκε την αγωγή. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής τρίτος λόγος της κρινόμενης έφεσης.

Με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης προβάλλεται από το εναγόμενο, για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο ισχυρισμός περί εξόφλησης της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας από ανεξόφλητα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών ύψους 24.012,40 ευρώ, κατόπιν διαδοχικών καταβολών που έλαβαν χώρα από την 06.06.2019 έως την 01.11.2019, ήτοι μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης σ’ αυτό. Ο εν λόγω ισχυρισμός που συνιστά ένσταση, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 416 του ΑΚ, προβάλλεται παραδεκτώς για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον στοιχειοθετείται εν προκειμένω η εξαίρεση που θεσπίζεται από το άρθρο 527 αρ. 2 του ΚΠολΔ, αφού τα συγκροτούντα τον ισχυρισμό αυτό πραγματικά περιστατικά γεννήθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης σ’ αυτό, επιπλέον δε συνομολογούνται από την ενάγουσα με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 352 του ΚΠολΔ), και συνεπώς πρέπει η ένσταση αυτή να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε το ποσό των 24.012,40 ευρώ που αντιστοιχούσε στα ανεξόφλητα τιμολόγια που είχαν εκδοθεί από την 20.02.2018 έως την 01.02.2019, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το κεφάλαιό της που αναφέρεται στην επιδίκαση του ποσού των 24.012,40 ευρώ, και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η αγωγή (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) κατά το κεφάλαιό της αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εξάλλου, αφού η ένδικη έφεση έγινε εν μέρει δεκτή  και εξαφανίσθηκε, έστω εν μέρει, η εκκαλουμένη απόφαση, υπήρξε μερική νίκη του εκκαλούντος – εναγόμενου, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 532/2016 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 4607/2021 ΝΟΜΟΣ), και πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στο εκκαλούν – εναγόμενο. Τέλος, λόγω της εξαφάνισης της εκκαλουμένης, έστω και εν μέρει, πρέπει να εξαφανισθεί εν όλω η διάταξη περί δικαστικών εξόδων αυτής (βλ. ΜονΕφΘεσ 923/2018 ΝΟΜΟΣ), και τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 16.06.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 773/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την έφεση κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της που αναφέρεται στην επιδίκαση του ποσού των 24.012,40 ευρώ στην ενάγουσα της από 22.02.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 αγωγής.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατά το μέρος της αυτό.

Απορρίπτει την αγωγή κατά το μέρος της αυτό.

Διατάσσει την επιστροφή στο εκκαλούν του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό ……………/2021 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 13.12.2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ