Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 138/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN

Αριθμός     138/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:      Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει …………η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανάργυρο Κουτσούκο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:         Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αριστέα Ροζοπούλου.

Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΎΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει ………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αριστέα Ροζοπούλου.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανάργυρο Κουτσούκο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β έφεση – εφεσίβλητη στη υπό στοιχείο Α έφεση – άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ναυτικό τμήμα – τακτική διαδικασία) την από 10-12-2018 και με ΓΑΚ .. και ΕΑΚ ../10-12-2018 αγωγή κατά της εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Α έφεση – εφεσίβλητης στη υπό στοιχείο Β έφεση και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της αγωγής αυτής και επί της από 18-12-2018 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …/2018 ανακοίνωσης δίκης της ανωτέρω ενάγουσας κατά της εταιρίας με την επωνυμία «………..»,  που επίσης ασκήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων και ερήμην της καθ’ ης η άνω ανακοίνωση δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 1053/2000 οριστική απόφαση του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Την απόφαση αυτή πρόσβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) η εναγόμενη με την από 8-7-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/8-7-2020 έφεσή της και β) η ενάγουσα με την από 13-7-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./13-7-2020 έφεσή της, δικάσιμος των οποίων (εφέσεων) ορίστηκε αρχικά η 25-11-2021 και κατόπιν νόμιμου αναβολής, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (22-9-2022), κατά την οποία και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας στην Α έφεση – εφεσίβλητης στη Β έφεση, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης στην Α έφεση – εκκαλούσας στη Β έφεση, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση α) από 8-7-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./8-7-2020 και β) από 13-7-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../13-7-2020 εφέσεις (στο εξής: Α και Β έφεση αντίστοιχα) κατά της με αριθ. 1053/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή την από 10-12-2018 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …./10-12-2018 αγωγή, πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31, 246 Κ.Πολ.Δ.). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι: Α) όσον αφορά την Α’ εξ αυτών, η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 11-6-2020, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …./11-6-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………, ενώ η άνω έφεσή της κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 8-7-2020, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετήριου δικογράφου με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../8-7-2020 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ασκήθηκε δηλαδή εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, η οποία αρχίζει από την επομένη της επίδοσης σ’ αυτήν της εκκαλουμένης (άρθρο 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με άρθρο 144 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα) και Β) όσον αφορά τη Β’ εξ αυτών, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στην εκκαλούσα – ενάγουσα και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (άρθρο 518 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει του ότι το πρωτότυπο της άνω έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13-7-2020, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετήριου δικογράφου με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../13-7-2020 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εφαρμόστηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), συνεκδικαζόμενες μεταξύ τους για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, λαμβανομένου υπόψη ότι η συνεκδίκαση δεν αναιρεί την αυτοτέλειά τους, παρά το γεγονός ότι η αποδεικτική διαδικασία διεξάγεται ενιαία (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμ.ΚΠολΔ, 2018, τόμ. Ι, υπ’ άρθρο 246, αριθ. 5, σ. 457). Σημειωτέον ότι, για το παραδεκτό των άνω εφέσεων κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το νόμο παράβολο ποσού 150,00 ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει από 23-1-2017 μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016).

2. Στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά θαλασσίων κινδύνων ως εφαρμοστέο δίκαιο ευλόγως επιλέγεται το αγγλικό, ανεξαρτήτως της ιθαγενείας ή της κατοικίας των συμβληθέντων ή του τόπου συνάψεως ή εκτελέσεως της συμβάσεως, δεδομένου ότι, λόγω της αυστηρότητάς του, της απαρέγκλιτης τήρησης των υποχρεώσεων που επιβάλλει στους συμβαλλομένους και της επί σειρά ετών νομολογιακής διαμορφώσεώς του, έχει καθιερωθεί στην παγκόσμια ναυτιλιακή πρακτική, με αποτέλεσμα οι ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται στην Ελλάδα και αφορούν πλοία και πλωτά ναυπηγήματα να διέπονται από το δίκαιο αυτό, καθώς και από την αγγλική πρακτική (Α.Π. 1459/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 480/2014, ΕλλΔνη 2015, 470, Εφ.Πειρ. 519/2016, Δ.Ε.Ε. 2017, 548). Η επιλογή αυτή άλλωστε είναι καθ’ όλα σύννομη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 7 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Κανονισμός «Ρώμη Ι») [Εφ.Πειρ. 768/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α. Τσαβδαρίδης, σε Ι. Ρόκα, Ασφαλιστική Σύμβαση, Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν. 2496/1997 (Ασφ.Ν.), 2014, σ. 26, βλ. και τον ίδιο «Το ιδ.δ.δ. της σύμβασης ασφάλισης. Από τη Σύμβαση της Ρώμης και τις κοινοτικές οδηγίες για την ασφάλιση στον Κανονισμό Ρώμη Ι», σε Νο.Β. 2010, 1952 επομ. (1964), Μ. Χατζηβασιλείου, Ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου δικαίου στις ασφαλιστικές συμβάσεις, σε Νο.Β. 2008, 2636 – 2649, Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο του Εμπορίου, 2008, σ. 545 – 562], που, κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, ισχύει για συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17η.12.2009, από το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του οποίου (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ι) αποκλείονται πλέον ελάχιστες ασφαλιστικές συμβάσεις (συγκεκριμένα δε ορισμένες ομαδικές ασφαλίσεις ζωής, περί των οποίων εδώ δεν πρόκειται), κατ’ αντίθεση προς την προϊσχύσασα από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», την οποία ο Κανονισμός αντικατέστησε και η οποία ρητά εξαιρούσε από την εφαρμογή της τις ασφαλιστικές συμβάσεις [Α.Π. 419/2014, Ε.Πολ.Δ. 2014, 523, Εφ.Πειρ. 7/2015, Εφ.Πειρ. 618/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α. Αιμιλιανίδης, Το νέο ευρωπαϊκό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο των συμβάσεων σύμφωνα με τον Κανονισμό Ρώμη Ι, 2009, παρ. 5, σ. 91 – 92, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Α.Κ, δεύτερη έκδοση, 2016, τόμος Ια, ερμηνεία κατ’ ιδίαν διατάξεων του Κανονισμού 593/2008 και της Σύμβασης Ρώμης 1980, κάτω από το άρθρο 25 ΑΚ, αριθ. 16, σ. 465, Α. Μεταλληνός, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), τόμος Ι, 2010, άρθρο 25, αριθ. 14, σ. 59, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Η εφαρμογή της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές από τα ελληνικά δικαστήρια – Προβλήματα μεθοδολογικής προσέγγισης και σημεία τριβής με το άρθρο 25 του ΕλλΑΚ, σε ΕπισκΕΔ 1998, 297 επομ. (318), Ι. Βούλγαρης, Το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και τα όρια του εφαρμοστέου δικαίου που προβλέπει σε σχέση με τις αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, σε ΝοΒ 1992, 1289 επομ, 1300]. Με βάση την αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, επί της οποίας οικοδομείται ο κανονισμός Ρώμη Ι, η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, πρέπει, όμως, να αναφέρεται σε ορισμένο κλάδο ή τμήμα κάποιου εθνικού δικαϊκού συστήματος, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί συνολικά ηθελημένο περιεχόμενο της συμβάσεως (Α.Π. 904/2008, Εφ.Πειρ. 11/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η συμβατική παρεισαγωγή στο με συμφωνία των συμβαλλομένων ρητώς επιλεγέν συγκεκριμένο δίκαιο μιας μεμονωμένης διατάξεως άλλης έννομης τάξης, για τη ρύθμιση ενός από τα naturalia negotii της ασφαλιστικής συμβάσεως, θέτει απλώς έναν συμβατικό όρο και δε συνιστά διαμελισμό (dépeçage) της συμβάσεως, ώστε να εφαρμόζεται διαφορετικό δίκαιο σε διαφορετικά (διακριτά μεταξύ τους) τμήματα της ενιαίας δικαιοπραξίας, ούτε αποτελεί εκδήλωση της σχετικής δυνατότητας που, ως λογική συνέπεια της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας στην επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, εισάγει το άρθρο 3 σημείο 3 εδάφ. γ του Κανονισμού Ρώμη Ι (για το dépeçage βλ. γενικά Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, ό.α., αριθ. 27 και 29, σ. 470 επομ, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, ό.π, σ. 299 – 303, την ίδια σε Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2017, σλ. 308, την ίδια, Dépeçage – Μια νέα έννοια του κοινοτικού και του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στο πεδίο των συμβατικών ενοχών, σε ΕΕΕυρΔ 1996, 741 επομ, Χ. Παμπούκη, Η lex mercatoria ως εφαρμοστέο δίκαιο στις διεθνείς συμβατικές ενοχές, 1996, σελ. 237, του ιδίου, Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου και οι κανόνες αμέσου εφαρμογής στη Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, σε Νο.Β. 1992, 1327 επομ. (1334), Δ. Τραυλό – Τζανετάτο, Εργασιακές σχέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητας, σε Ε.Ε.Δ. 1991, 443 επομ. (448), Χ. Ταγαρά, Η αυτονομία των συμβαλλομένων, dépeçage, και μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου, Η Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Δέκα χρόνια εφαρμογής της από τα Ελληνικά Δικαστήρια, 2003, σ. 31 επομ.). Στην περίπτωση αυτή το νομικό θεμέλιο της δεσμεύσεως των συμβαλλομένων δεν είναι η έννομη τάξη από την οποία η μεμονωμένη πρόβλεψη προέρχεται αλλά η απλή επ’ αυτής συμφωνία τους (consensus), εφόσον, βεβαίως, η συμβατική αυτή ρύθμιση προσαρμόζεται στο επιλεγέν ως εφαρμοστέο δίκαιο, υπό την έννοια ότι δεν είναι ασύμβατη προς αυτό, που την ανέχεται επειδή εντάσσεται ομαλά στο σύστημά του [Εφ.Πειρ. 319/2018, www.efeteio-peir.gr, π.ρ.β.λ. και Εφ.Πειρ. 143/2015, Εφ.Πειρ. 858/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Χ. Παμπούκη, ό.α, σ. 1331, Α. Τσαβδαρίδη, σε Ι. Ρόκα, Ασφαλιστική Σύμβαση, Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν. 2496/1997 (Ασφ.Ν.), 2014, σ. 31].

3. Το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο περί θαλασσίας ναυτικής ασφαλίσεως του 1906 (MIA 1906), οι δε διατάξεις του, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων (case law) και τους Άγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου (Authorities), ίσχυσαν αναλλοίωτες μέχρι την εισαγωγή του νεότερου (και γενικότερου) Insurance Act, που ψηφίστηκε και έλαβε τη βασιλική κύρωση (Royal Assent) στις 12.2.2015 και τέθηκε σε ισχύ στις 12.8.2016, ο οποίος αναδιατύπωσε βασικές αρχές του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, που βρίσκουν εφαρμογή τόσο στο κοινό δίκαιο (common law), όσο και στις θαλάσσιες ασφαλίσεις, επιφέροντας ουσιώδεις τροποποιήσεις στο νόμο Μ.Ι.Α. 1906, ο οποίος πάντως εξακολουθεί να ισχύει [Clarke Malcolm / Soyer Baris, «The Insurance Act 2015: A new Regime for Commercial and Marine Insurance Law, 2017, Bennett Howard, «Ship safety policy terms and the Insurance Act 2015» σε Θαλάσσια Ασφάλεια, «Νομικά ζητήματα σχετικά με το πλοίο, το φορτίο και τον ανθρώπινο παράγοντα», σε Πρακτικά 9ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 2016, έκδοση Δ.Σ.Π. 2016, σ. 139 επομ., Thomas, D. Rhidian, The Modern Law of Marine Insurance, vol. one, 2015, Α. Σινανιώτη – Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2017, σ. 260 – 264) και οι διατάξεις του έχουν αποκλειστική μεν εφαρμογή επί συμβάσεων που καταρτίστηκαν πριν την εισαγωγή του Insurance Act 2015, ισχύουν δε παραλλήλως, όπως τροποποιήθηκαν, και μετά από αυτήν σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Η ασφάλιση, σχεδόν κατά κανόνα, παρέχεται με βάση ειδικούς όρους που περιλαμβάνονται στις «Ρήτρες του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters) (Εφ.Πειρ. 143/2015, Εφ.Πειρ. 4/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η εφαρμογή των οποίων είναι υποχρεωτική, εφόσον στη σύμβαση ασφαλίσεως γίνεται ρητή παραπομπή σ’ αυτούς, ακόμα και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως, οι όροι της οποίας είτε γενικοί είτε ειδικοί έχουν την ίδια νομική ισχύ και παράγουν την ίδια νομική δέσμευση (Α.Π. 1584/2011, Α.Π. 1650/2001, Εφ.Πειρ. 566/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, βλ. και Χ. Στυλιανέα, Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση (Στη Ναυτική Ασφάλιση), σε ΕλλΔνη 1992, 725 επομ. (727)]. Στο άρθρο 1 του Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι «Συμβόλαιο ναυτικής ασφαλίσεως είναι η γραπτή σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο κατά τρόπο και στην έκταση που με αυτή συμφωνούνται εναντίον κινδύνων θαλάσσης, δηλαδή των συναφών προς τη θαλάσσια περιπέτεια κινδύνων». Από το νομοθετικό αυτό ορισμό προκύπτει ότι προϋπόθεση της ασφαλιστικής καλύψεως είναι η ύπαρξη θαλάσσιων κινδύνων, στους οποίους εκτίθεται το ασφαλισμένο σκάφος και ότι κύριος σκοπός της ναυτασφαλιστικής συμβάσεως είναι η παροχή εκ μέρους του αναλαμβάνοντος τον κίνδυνο ασφαλιστή αποζημιώσεως στον ασφαλισμένο για ζημίες που προκλήθηκαν εξαιτίας των κινδύνων αυτών υπό τους όρους και κατά την έκταση που έχουν συμφωνηθεί (Εφ.Πειρ. 204/2015, Εφ.Πειρ. 858/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Βέβαια, το περιεχόμενο κάθε σύμβασης προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο, στο οποίο ενσωματώνεται η ασφαλιστική συμφωνία, καθώς και από τα παραρτήματά του [Φ. Χ. Χριστοδούλου, Αγγλικό δίκαιο της θαλασσίας ασφαλίσεως, σε Ε.Εμπ.Δ. 1988, 154 επομ. (156)], όμως, στον ως άνω ορισμό της έννοιας της ασφαλιστικής συμβάσεως περιγράφονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της, από τα οποία προκύπτει η νομική της φύση κατά το αγγλικό δίκαιο. Πρόκειται λοιπόν για σύμβαση ενοχική και συναινετική, αφού δημιουργεί έννομη σχέση μεταξύ προσώπων, που με τη συμφωνία τους αναλαμβάνουν υποχρεώσεις υποσχετικού χαρακτήρα, αμφοτεροβαρή, μιας και οι υποχρεώσεις αυτές είναι αμφίπλευρες και διαρκείς, επειδή η μεν παροχή του ασφαλιστή (ανάληψη του κινδύνου) εκτείνεται χρονικώς σε όλη τη διάρκεια της ασφαλίσεως, η δε παροχή του ασφαλισμένου (καταβολή ασφαλίστρου) αφορά ολόκληρη τη διάρκεια της ασφαλίσεως, ακόμα και αν το ασφάλιστρο καταβάλλεται εφάπαξ.

4. Περαιτέρω, κατά το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης, εφόσον η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει καθ’ ον χρόνο είναι ενεργός η ασφαλιστική κάλυψη, ο ασφαλιστής ευθύνεται να αποκαταστήσει οποιαδήποτε ζημία συνδέεται αιτιωδώς με τον ασφαλισμένο κίνδυνο (άρθρο 55 ΜΙΑ 1906: … the insurer is liable for any loss proximately caused by a peril insured against…). Στο άρθρο 56 ορίζεται ότι η ζημία αυτή (loss) μπορεί να είναι ολική ή μερική (total or partial) και ότι μερική είναι κάθε ζημία που δεν συνιστά ολική απώλεια (παρ. 1), ενώ η τελευταία μπορεί να είναι είτε πραγματική (actual) είτε τεκμαρτή – πλασματική (constructive). Περίπτωση πραγματικής ολικής απώλειας ανακύπτει όταν το αντικείμενο της ασφαλίσεως έχει καταστραφεί κατά την υλική του υπόσταση ή έχει υποστεί τέτοια βλάβη (αλλοίωση), ώστε να μην αποτελεί πλέον πράγμα του είδους που ασφαλίστηκε ή όταν ο ασφαλισμένος το έχει ανεπανόρθωτα αποστερηθεί (άρθρο 57). Αντιθέτως, τεκμαρτή ολική απώλεια ασφαλισμένου πλοίου, πλην αντίθετης συμφωνίας, υπάρχει, μεταξύ άλλων, όταν τούτο έχει βλαβεί από τον ασφαλισμένο κίνδυνο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το κόστος της επισκευής των ζημιών του να υπερβαίνει την αξία του κατά την επισκευή του (άρθρο 60 παρ. 1 και 2). Ειδικώς επί ασφαλίσεως με συνομολογημένους τους όρους του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου «Institute Time Clauses – Hulls της 1ης.11.1985 (Όροι του Ινστιτούτου για κατά χρόνο ασφάλισης πλοίων – Kύτη), στον υπ’ αριθ. 12 όρο διευκρινίζεται ότι «για τον καθορισμό εάν το πλοίο είναι τεκμαρτή ολική απώλεια, η ασφαλισμένη αξία θα εκλαμβάνεται ως η αξία του επισκευασμένου πλοίου και τίποτε σχετιζόμενο με την ανεπισκεύαστη αξία ή την αξία διαλύσεως του πλοίου ή του ναυαγίου δεν θα λαμβάνεται υπόψη (παρ. 1) και ορίζεται ότι «καμία απαίτηση για τεκμαρτή ολική απώλεια βασισμένη στο κόστος ανάκτησης και / ή επισκευής του πλοίου δεν θα αποζημιώνεται κάτω από το παρόν, παρεκτός εάν αυτό το κόστος θα υπερέβαινε την ασφαλισμένη αξία. Για την πραγματοποίηση αυτού του καθορισμού θα λαμβάνεται υπόψη μόνο η δαπάνη που αφορά σε ένα μεμονωμένο ατύχημα ή διαδοχικές ζημιές που προκύπτουν από το ίδιο ατύχημα (παρ. 2). Τούτο σημαίνει ότι η χαμηλότερη από τις δύο αυτές αξίες αποτελεί το όριο της αποζημιωτικής ευθύνης του ασφαλιστή επί ολικής ζημίας είτε αυτή είναι πραγματική είτε τεκμαρτή υπό την έννοια που προεκτέθηκε, καθώς και ότι η ίδια χαμηλότερη από τις δύο αξίες θα χρησιμοποιείται προκειμένου να εξακριβωθεί αν υπάρχει τεκμαρτή ολική ζημία ή όχι (Lambeth R. J, Templeman on Marine Insurance: Its principles and practice, 1981, p. 238). Εξάλλου, κατά το άρθρο 61, σε περίπτωση τέτοιας απώλειας, ο ασφαλισμένος δύναται είτε να θεωρήσει την απώλεια ως μερική είτε να εγκαταλείψει το αντικείμενο της ασφαλίσεως στον ασφαλιστή και να θεωρήσει τη ζημία ως ολική απώλεια. Με τη διάταξη αυτή παρέχονται στον ασφαλισμένο δύο (2) αποζημιωτικές αξιώσεις που τελούν μεταξύ τους σε σχέση εκλεκτικής ή διαζευκτικής συρροής, με αποτέλεσμα μόνο η μία να δύναται κάθε φορά να ασκηθεί. Συγκεκριμένα, ο ασφαλισμένος μπορεί να αξιώσει αποζημίωση είτε για μερική είτε για (τεκμαρτή) ολική ζημία, εφόσον, όμως στη δεύτερη περίπτωση παραιτηθεί από το δικαίωμά του σε ό,τι απέμεινε από το πλοίο και το εγκαταλείψει στον ασφαλιστή [Kastor Navigation Co Ltd & Anor v AXA Global Risks (UK) Limited and Ors (The Kastor Too) {2004} Lloyd’s Rep. I.R. 481, Merkin Robert, Colinvaux’s Law of Insurance, 2006, no. 23 – 84, p. 922, Lambeth R.J, ό.α, p. 218). Η επιλογή λαμβάνει χώρα με βάση οικονομικά κριτήρια, που σχετίζονται με το συμφέρον του ασφαλισμένου πλοιοκτήτη να διατηρήσει το βλαβέν πλοίο στην περιουσία του ή όχι (Bennett Howard, ό.α, no. 21.77, p. 658), σταθμίζοντας ιδίως το γεγονός ότι, σε περίπτωση ολικής απώλειας, ως μέτρο της αποζημιώσεως, επί μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου (unvalued policy κατά την έννοια του άρθρου 28 Μ.Ι.Α. 1906), λαμβάνεται η ασφαλιστική αξία (άρθρο 68 παρ. 1). Αν επιλεγεί η εγκατάλειψη (abandonment) του αντικειμένου της ασφαλίσεως, ο ασφαλισμένος προκειμένου να ικανοποιηθεί για τεκμαρτή ολική απώλεια οφείλει να επιδώσει με εύλογη επιμέλεια (with reasonable diligence) στον ασφαλιστή ειδοποίηση περί της εγκαταλείψεως, συνήθως έγγραφη αλλά πάντοτε σαφή ως προς την πρόθεση του δηλούντος να εγκαταλείψει το αντικείμενο της ασφαλίσεως άνευ όρων (άρθρο 62 παρ. 1 – 3). Η δήλωση (notice of abandonment) πρέπει να προέρχεται από τον ασφαλισμένο ή από βοηθό εκπληρώσεώς του ή από εξουσιοδοτημένο πράκτορά του (Kyriaki Noussia, The Principle of Indemnity in Marine Insurance Contracts, 2007, p. 105). Η προηγούμενη επίδοση της ειδοποίησης θεωρείται μάλιστα ως αναγκαίος όρος (condition precedent) του δικαιώματος του ασφαλισμένου να αποζημιωθεί για τεκμαρτή ολική απώλεια [Bank of America National Trust and Savings Association v Chrismas (The Kyriaki) {1993}, 1 Lloyd’s Rep. 137, Royal Boskalis Westminster N.V. and others v Mountain and others {1997}, 2 All ER 929 = LRLR 523, Bennett Howard, The Law of Marine Insurance, 2007, no33, p. 693, Gilman Jonathan/Merkin Robert, ό.α, no 29 – 06, p. 1359, O’ May Donald, Marine Insurance Law and Policy, 1993, ch. 14, p. 423, Ivamy Hardy, Marine Insurance, 1979, ch. 29, p. 411, Lambeth R.J, ό.α, για δε τη διπλή λειτουργία του condition precedent στο αγγλικό δίκαιο των συμβάσεων, αφενός ως αναβλητικής αιρέσεως και αφετέρου ως διαδικαστικής προϋπόθεσης που πρέπει να τηρηθεί για τη γένεση ενός δικαιώματος ή για την ενάσκηση μιας αξιώσεως βλ. Chitty on Contracts, Vol. 1, 2004, General Principles, no 2 – 145, p. 193). Αν ο ασφαλισμένος δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του αυτή, η απώλεια μπορεί να θεωρηθεί μόνον ως μερική ζημία (άρθρο 62 παρ. 1 εδάφ. β’) και θα αποζημιωθεί κατά τις ακόλουθες διακρίσεις τις οποίες εισάγει η διάταξη του άρθρου 69: α) αν έχει γίνει πλήρης επισκευή του πλοίου θα αποζημιωθεί το λογικό κόστος αυτής, εφόσον δεν υπερβαίνει το ασφαλιστικό ποσό, ενώ β) αν πραγματοποιήθηκε μερική επισκευή του θα αποζημιωθεί το λογικό κόστος αυτής και θα αποκατασταθεί ο δικαιούχος κατά το ποσό της αξίας του πλοίου που απομειώθηκε εξαιτίας των ζημιών που δεν επισκευάστηκαν, εφόσον βέβαια το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως δεν υπερβαίνει το κόστος της πλήρους επισκευής και, τέλος, γ) αν το πλοίο δεν επισκευαστεί (και δεν πουληθεί στην κατάσταση που ευρίσκεται μετά την ζημία), ο δικαιούχος θα αποζημιωθεί για τη λογική υποτίμηση της αξίας του πλοίου, που οφείλεται στις ανεπισκεύαστες ζημίες του, εφόσον όμως και πάλι το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως δεν υπερβαίνει το εύλογο κόστος επισκευής (βλ. σχετ. και Μ. Παζαρζή, Ναυτασφαλίσεις, 2015, σ. 222). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι κατά το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης, η δικαστική ικανοποίηση της αξιώσεως στο ασφάλισμα που οφείλεται συνεπεία τεκμαρτής ολικής απώλειας του ασφαλισμένου πλοίου, προϋποθέτει ότι στη σχετική αγωγή που στρέφεται κατά του ασφαλιστή που αρνείται την καταβολή της ασφαλιστικής αξίας, γίνεται μνεία α) της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης σε χρονικό σημείο κατά το οποίο υπήρχε ενεργός ασφαλιστική κάλυψη, β) της αξίας επισκευής της ζημίας που επήλθε, η οποία πρέπει να είναι ανώτερη της ασφαλιστικής αξίας και γ) της δήλωσης περί εγκατάλειψης του πλοίου στον ασφαλιστή. Κατά την εφαρμογή παρομοίου περιεχομένου διατάξεων του ελληνικού δικαίου και συγκεκριμένα των άρθρων 280 – 285 του Κ.Ι.Ν.Δ. έχει γίνει από τα ημεδαπά δικαστήρια δεκτό ότι στο δικόγραφο της περί καταβολής του ασφαλίσματος για ολική απώλεια του πλοίου αγωγής πρέπει να γίνεται επίκληση νομότυπης άσκησης του δικαιώματος εγκατάλειψής του δια δηλώσεως προς τον ασφαλιστή, διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται είτε ως νομικά αβάσιμη (ΑΠ 1133/1975, Ε.Ν.Δ. 1976, 317) είτε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (Εφ.Πειρ. 319/2018, ό.α, Εφ.Πειρ. 619/2008, Ε.Ν.Δ. 2009, 137, ΕφΑθ. 6347/1990, Ε.Ν.Δ. 1991, 182). Οι λύσεις αυτές, όμως, δεν είναι συμβατές με το αγγλικό δίκαιο, κατά το οποίο, όταν ο ασφαλισμένος ενάγει για ολική απώλεια αλλά αποδεικνύει μόνο μερική τοιαύτη, μπορεί να αποζημιωθεί για τη μερική αυτή απώλεια (άρθρο 56 παρ. 4 Μ.Ι.Α. 1906), ενώ αν δεν επιδώσει ειδοποίηση εγκαταλείψεως, η απώλεια μπορεί να θεωρηθεί μόνον ως μερική ζημία (άρθρο 62 παρ. 1 εδάφ. β ΜΙΑ 1906). Η πρώτη από τις ανωτέρω διάταξη τίθεται βέβαια υπό την επιφύλαξη αντίθετης πρόβλεψης στο ασφαλιστήριο, η οποία, όμως, έχει την έννοια ότι η μερική ζημία δεν θα αποζημιωθεί μόνον εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους ασφαλισμένους κινδύνους, καθώς και ότι, παρά την ενάσκηση αρχικώς της αξίωσης για τεκμαρτή ολική ζημία, δεν εμποδίζεται ο δικαιούχος να εγείρει μεταγενέστερα απαίτηση για πραγματική απώλεια του πλοίου (Lambeth R.J, ό.α, p. 223). Εξάλλου, στην περίπτωση εναγωγής του ασφαλιστή από τον ενυπόθηκο δανειστή του πλοιοκτήτη και εκδοχέα των απαιτήσεών του στο ασφάλισμα, ο τελευταίος δεν μπορεί να αξιώσει από τον ασφαλιστή ολόκληρο το ασφάλισμα, αν η απαίτησή του κατά του ασφαλισμένου πλοιοκτήτη, που απορρέει από την μεταξύ τους έννομη σχέση, δεν το υπερβαίνει. Τούτο είναι συνεπές προς την αποζημιωτική αρχή, κοινή και στο ελληνικό (βλ. αντί πολλών Α. Μπεχλιβάνη, Διάσταση μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας στη χερσαία ασφάλιση ζημίας, 2015, σ. 56) και στο αγγλικό δίκαιο (Lowry John / Rawlings Philip / Merkin Robert, Insurance Law: Doctrines and Principles, 2011, p. 322, Birds John, Birds’ Modern Insurance Law, 2007, p. 292) βασική έννοια της ιδιωτικής ασφάλισης, που σημαίνει ότι η ασφαλιστική σύμβαση δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον πορισμό κέρδους και ότι απαγορεύεται ο πλουτισμός τόσον του λήπτη της ασφαλίσεως, ο οποίος αποζημιώνεται μόνον για ότι έχασε (Εφ.Πειρ. 319/2018, ό.α, Εφ.Θεσ. 154/2015, Επισκ.Ε.Δ. 2015, 265), όσον και του εκδοχέα και δανειστή του, η απαίτηση του οποίου στο ασφάλισμα περιορίζεται στο ύψος του υπολοίπου της δανειακής οφειλής του πλοιοκτήτη – ενυπόθηκου οφειλέτη – κατά τη χρονική στιγμή επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου και τούτο εφόσον η απαίτηση αυτή του έχει εκχωρηθεί. Με δεδομένο ότι καταρχήν ο υποθηκικός οφειλέτης–πλοιοκτήτης έχει υποχρέωση αποκαταστάσεως της μερικής ζημίας του πλοίου στα πλαίσια της τακτικής εκμεταλλεύσεώς του, σε περίπτωση παραβιάσεως της οποίας ο ενυπόθηκος δανειστής μπορεί να καταγγείλει την πιστωτική σύμβαση, ο τελευταίος καθίσταται, κατά το αγγλικό δίκαιο, δικαιούχος του ασφαλίσματος στις περιπτώσεις της ολικής απώλειας (total loss) και του μείζονος δυστυχήματος (major casualty), καθώς και για κάθε αξίωση μετά την καταγγελία του δανείου [Γ. Θεοχαρίδης, Ασφάλιση συμφερόντων ενυπόθηκου δανειστή πλοίου, σε Ε.Ν.Δ. 2008, 79 επομ. (94)].

5. Συνήθως, δανειστής του πλοιοκτήτη είναι το πιστωτικό ίδρυμα που χρηματοδότησε την ναυπήγηση ή την αγορά του πλοίου. Για την εξασφάλισή της έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας του δανειολήπτη η τράπεζα καταρχάς αποκτά εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης επί του πλοίου, όμως το εύρος της προστασίας της αυτής είναι περιορισμένο, διότι εξαρτάται από την ύπαρξη του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας. Για το λόγο αυτό η πιστώτρια υποχρεώνει επιπλέον τον πλοιοκτήτη σε σύναψη σύμβασης ασφάλισης του σώματος του σκάφους και του μηχανολογικού του εξοπλισμού (hull and machinery) και ζητεί να της εκχωρηθεί εκ των προτέρων η μέλλουσα και αβέβαιη απαίτηση του ενυπόθηκου οφειλέτη στο ασφάλισμα, επιδιώκει δε να λάβει και πρόσθετες δεσμεύσεις του ασφαλιστή, έναντι του οποίου επιθυμεί να εξασφαλιστεί, αφενός περί του ότι αυτός δεν θα επικαλεστεί λόγους που τυχόν οδηγούν, σύμφωνα με την ασφαλιστική σύμβαση και το νόμο, σε απαλλαγή του και, αφετέρου, περί του ότι θα την ειδοποιήσει σε περίπτωση παραβιάσεως εκ μέρους του ασφαλισμένου των υποχρεώσεών του από την ασφαλιστική σύμβαση, ιδίως δε σε περίπτωση υπερημερίας του ως προς την καταβολή του ασφαλίστρου. Παράλληλα, η ενυπόθηκη δανείστρια έχει τη δυνατότητα να συνασφαλίσει μαζί με τον πλοιοκτήτη το πλοίο, για να καταστεί και αυτή άμεση δικαιούχος του ασφαλίσματος ή να ασφαλίσει η ίδια είτε το υποθηκικό συμφέρον της είτε τον επιχειρηματικό της κίνδυνο [Ι. Ρόκας, Εξασφάλιση και ασφάλιση των ναυτικών δανειστών, σε Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ 1994, σ. 395 επομ. (406), βλ. και Α. Μπεχιλάβη, Το δικαίωμα του προτιμώμενου ενυπόθηκου δανειστή προς ασφάλιση του πλοίου, Επισκ.Ε.Δ. 2006, 3 επομ, Δ. Τουντόπουλο, Το ασφαλιστικό συμφέρον στη θαλάσσια ασφάλιση, Ε.Ν.Δ. 2006, 337 επομ.). Η ασφάλιση του επιχειρηματικού κινδύνου της τράπεζας μπορεί να συνίσταται και στην εκ μέρους της λήψη υποσχέσεως του ασφαλιστή του ενυπόθηκου οφειλέτη ότι θα την καλύψει ασφαλιστικά ακόμα και στην περίπτωση που πταίσμα του ασφαλισμένου τον απαλλάξει από την ευθύνη του (MacGillivray on Insurance Law, 2003, no. 20 – 43, p. 541). Όσον αφορά την εξασφάλιση του ενυπόθηκου δανειστή με την εκχώρηση της απαιτήσεως του οφειλέτη του στο ασφάλισμα να σημειωθεί εδώ ότι η σύμβαση εκχωρήσεως της απαιτήσεως αυτής, που καταρτίζεται μεταξύ του εκχωρητή – πλοιοκτήτη και του εκδοχέα – πιστωτή του σε εκτέλεση της συμβατικής υποχρέωσης που με τη δανειακή σύμβαση ο πρώτος ανέλαβε, μπορεί να διέπεται από οποιοδήποτε δίκαιο οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν ως εφαρμοστέο και, βέβαια, από το δίκαιο της κοινής τους διαμονής ή, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, του τόπου της κοινής τους έδρας. Το δίκαιο αυτό, όμως, θα ρυθμίσει μόνον τις μεταξύ τους σχέσεις και όχι τις σχέσεις μεταξύ του εκδοχέα και του οφειλέτη ή τους όρους με τους οποίους μπορεί να γίνει επίκληση της εκχώρησης έναντι του οφειλέτη, αν αυτός είναι αλλοδαπός, διότι η αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης, που δικαιολογεί την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, δε μπορεί να οδηγήσει σε επιβολή υποχρεώσεων σε βάρος τρίτου μη συμβληθέντος, σύμφωνα με βασική αρχή του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, κατά την οποία με την εκχώρηση δε μπορεί να καταστεί επαχθέστερη η νομική θέση του οφειλέτη, κοινή τόσο στο ελληνικό (ΑΠ 208/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Προβλήματα εφαρμοστέου δικαίου στη νόμιμη εκχώρηση. Η περίπτωση της ασφαλιστικής υποκατάστασης, 1981, σελ. 71), όσον και στο αγγλικό δίκαιο (Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, The law of Ship Mortgages, 2017, 16.5.1, σ. 442, Beatson J./Burrows A./Cartwright J, Anson’s Law of Contract, 2016, ch. 22, p. 707, Harwood Stephenson, Shipping Finance, 2006, p. 225). Η αρχή αυτή αποτυπώνεται και στο άρθρο 14 του Κανονισμού Ρώμη Ι, που ενώ στο σημείο 1 αυτού επιτρέπει στους συμβαλλομένους να καθορίσουν το δίκαιο που θα διέπει τις μεταξύ τους σχέσεις, το έναντι αλλήλων κύρος της σύμβασης εκχώρησης και τις inter partes συνέπειες της ακυρότητάς της, εντούτοις, στο σημείο 2 και σε αρμονία προς το άρθρο 3 σημείο 2 εδαφ. β του ιδίου Κανονισμού, που ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα, όταν ανακύπτει στο μεταγενέστερο χρονικό σημείο της μεταβολής του αρχικώς επιλεγέντος δικαίου, εξαιρεί από τη βούληση των συμβαλλομένων στην εκχώρηση το ζήτημα των προϋποθέσεων δέσμευσης του οφειλέτη της εκχωρούμενης απαίτησης και, προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα του οφειλέτη, ορίζει ότι οι σχέσεις του με τον εκδοχέα και η ως προς αυτόν ισχύς της εκχωρήσεως διέπεται όχι από το δίκαιο που ρυθμίζει τη σύμβαση εκχωρήσεως αλλά από το δίκαιο το διέπον την απαίτηση που είναι αντικείμενο της εκχωρήσεως (Α. Αιμιλιανίδης, ό.α, παρ. 14, σ. 297, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, ό.α, no. 113, σ. 506, Α. Μεταλληνός, ό.α, αριθ. 60, σ. 69, Σ. Μεταλληνός, Η εκχώρησις κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, 1971, παρ. 18, σ. 128 επομ, Σπ. Βρέλλης, ό.α, παρ. 7, σ. 216, Beaumont P.R./McEleavy P.E, Private International Law, 2011, no260, σ. 503, π.ρ.β.λ. τις παρομοίου περιεχομένου ρυθμίσεις της Διεθνούς Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για την εκχώρηση απαιτήσεων στο διεθνές εμπόριο, περί των οποίων βλ. Σπ. Βρέλλη, Κανόνες εφαρμοστέου δικαίου στη διεθνή σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την εκχώρηση απαιτήσεων στο διεθνές εμπόριο, σε Τιμητικό Τόμο Κ. Μπέη, ΙΙΙ, 2003, σελ. 2041 επομ.). Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα του τρόπου με τον οποίον οι συνέπειες της εκχωρήσεως, δηλαδή η μεταβολή του προσώπου του δανειστή, δεσμεύουν τον οφειλέτη θα κριθεί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, κατά το δίκαιο που διέπει την εκχωρούμενη απαίτηση (Εφ.Πειρ. 738/2008, Πειρ.Ν. 2008, 58, Dicey, Morris and Collins on The Conflict of Laws, 2012, no. 24 – 062, p. 1361). Αν, επομένως, εκχωρείται ενοχική απαίτηση στο ασφάλισμα, οφειλόμενο από ασφαλιστική σύμβαση διεπόμενη από το αγγλικό δίκαιο, το ζήτημα αν για την εξ αυτής δέσμευση του ασφαλιστή έναντι του εκδοχέα απαιτείται αναγγελία προς τον πρώτο της εκχωρήσεως θα κριθεί με βάση το δίκαιο αυτό. Βέβαια, το θέμα αυτό δεν αποκτά έννομη σημασία στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα δίκαια, αν είναι διαφορετικά, που διέπουν αντιστοίχως τις συμβάσεις εκχώρησης και ασφάλισης θέτουν τις ίδιες προϋποθέσεις δέσμευσης του ασφαλιστή, απαιτούν δηλαδή αμφότερα αναγγελία της εκχωρήσεως προς αυτόν ή όταν οι προϋποθέσεις που κατά το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να πληρούνται για την δέσμευση του ασφαλιστή έναντι του εκδοχέα του ασφαλισμένου αποτελούν και συμβατικούς όρους κύρους της εκχωρήσεως (Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ό.α, no 16.11.2, p. 462). Κατά το ελληνικό δίκαιο η εκχώρηση αφορά την απαίτηση και όχι την όλη ασφαλιστική σχέση (Αθ. Κρητικός, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 455, αριθ. 39, σ. 577) και ολοκληρώνεται με την αναγγελία της (άρθρο 460 Α.Κ.) στον ασφαλιστή, που δεν χρειάζεται να συναινέσει, επιφέρει δε τη μεταβίβαση της απαιτήσεως από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, που, μετά από αυτήν καθίσταται ο μόνος δικαιούχος της και νομιμοποιείται πλέον να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη ο ίδιος και όχι ο εκχωρητής, ο ενοχικός δεσμός του οποίου με τον οφειλέτη έχει μετά την αναγγελία αποκοπεί (Α.Π. 1093/2017, Α.Π. 1431/2015, A.Π. 528/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντικείμενο της εκχωρήσεως μπορεί να είναι και μελλοντική απαίτηση, όπως συμβαίνει όταν η νομική βάση του δικαιώματος υφίσταται κατά το χρόνο της εκχωρήσεως αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμα αξίωση από το δικαίωμα αυτό ή όταν δεν έχει γεννηθεί ούτε η νομική βάση του δικαιώματος, υπάρχουν όμως ορισμένα στοιχεία, με την βοήθεια των οποίων μπορεί να εξατομικευτεί η απαίτηση, κατά την έκταση και το αντικείμενό της, στο χρόνο της γεννήσεώς της (Α.Π. 956/2015, Α.Π. 360/2014, Α.Π. 311/2011, Εφ.Πειρ. 615/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά το αγγλικό δίκαιο η εκχώρηση της απαιτήσεως (assignment) υλοποιείται με περισσότερους τρόπους αλλά δεν παρέχει αγώγιμο δικαίωμα στον εκδοχέα σε όλες τις περιπτώσεις. Ειδικότερα, το κοινό δίκαιο (common law) κατά κανόνα δεν αναγνωρίζει την εκχώρηση συμβατικών απαιτήσεων και τα έννομα αποτελέσματά της επέρχονται κατ’ αυτό μέσω άλλων θεσμών, όπως η αναδοχή χρέους (novation), στην οποία, όμως, μετέχει υποχρεωτικά και ο οφειλέτης της παροχής (Bennet Howard, ό.α, no. 20.12, p. 602) ή η εξουσιοδότηση προς είσπραξη (letter of attorney). Στο θετικό δίκαιο (statutory law) η γενική διάταξη που ρυθμίζει την εκχώρηση συμβατικών απαιτήσεων είναι αυτή του 136 του Νόμου περί Περιουσίας του 1925 (Law of Property Act, στο εξής LPA 1925), όπως σήμερα ισχύει τροποποιημένος, που προβλέπει ότι η εκχώρηση μιας απαίτησης είναι νόμιμη (legal assignment) όταν είναι α) απόλυτη (absolute), υπό την έννοια ότι αντικείμενό της είναι το σύνολο της απαιτήσεως και όχι μέρος της (Harwood Stephenson, ό.α, p. 227 – 228, Stone Richard, The Modern Law of Contract, 2005, no. 6.2.1, p. 175), για τη μεταβίβαση της οποίας μάλιστα δεν απαιτείται η παροχή ανταλλάγματος (consideration) εκ μέρους του εκδοχέα (McKendrick Ewan, Contract Law, 2005, p. 1208), β) απαλλαγμένη από όρους, αιρέσεις ή προθεσμίες (unconditional), γ) έγγραφη, χωρίς, όμως, να απαιτείται η τήρηση ιδιαίτερου τύπου και εφόσον δ) γίνει γραπτή αναγγελία της στον οφειλέτη της εκχωρούμενης απαίτησης, η οποία μπορεί να είναι και μελλοντική υπό τον όρο, όμως, ότι είναι επαρκώς προσδιορισμένη (Goode Roy, Legal Problems of Credit and Security, 2003, no. 3 – 11). Εκχώρηση που πληροί τις προϋποθέσεις αυτές είναι έγκυρη και αναπτύσσει ενέργεια από τη λήψη της αναγγελίας από τον οφειλέτη. Εφεξής ο εκδοχέας μπορεί να στραφεί κατά του οφειλέτη, ο εκχωρητής χάνει το σχετικό δικαίωμά του και δεν μπορεί να συμμετάσχει στη σχετική με την οφειλή δίκη, ενώ και ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται καταβάλλοντας στον εκχωρητή (Furmston Michael, Law of Contract, 2007, σελ. 1412). Εφόσον οι όροι αυτοί δεν πληρούνται, η εκχώρηση πάσχει, μπορεί, όμως, να ισχύσει ως εκχώρηση του δικαίου της επιείκειας (equity) (Chitty Joseph/Beale H. G, Chitty on contracts, 2004, p. 1171 – 1172). Για μια τέτοια εκχώρηση (equitable assignment) αρκεί για τη μεταβίβαση της απαιτήσεως η απλή συμφωνία μεταξύ του εκχωρητή και του εκδοχέα, χωρίς να προσαπαιτείται αναγγελία της εκχωρήσεως στον οφειλέτη. Πέραν των ανωτέρω γενικών προβλέψεων, διατάξεις σχετικές με την εκχώρηση περιλαμβάνονται και στο άρθρο 51 ΜΙΑ 1906, στις οποίες ρυθμίζονται, κατά τρόπο εναλλακτικό [Williams v Atlantic Assurance Ltd (1932), QB, l, Lloyds’ Rep. 206] έναντι του LPA 1925, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες με ειδικές συμφωνίες ή ρήτρες στο ασφαλιστήριο είναι δυνατή η εκχώρηση, αφενός, του ναυτασφαλιστηρίου στο σύνολό του, οπότε ο εκδοχέας δικαιούται να ασκήσει αγωγή στο δικό του όνομα και, αφετέρου, του ασφαλιστικού συμφέροντος, η εκχώρηση δε αυτή μπορεί να γίνει είτε πριν είτε μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, χωρίς να απαιτείται αναγγελία της στον ασφαλιστή (Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ό.α, 16.5.3, p. 443). Η συνηθέστερη αιτία για την οποία μία εκχώρηση ισχύει ως equitable και όχι ως legal assignment εντοπίζεται στην έκταση της δι’ αυτής μεταβιβάσεως της εκχωρούμενης απαίτησης στον εκδοχέα. Ειπώθηκε ήδη ότι κατά τον LPA 1925 η εκχώρηση πρέπει να είναι απόλυτη και όχι μερική, υπό την έννοια ότι ο εκχωρητής απεκδύεται του συνόλου των δικαιωμάτων του από την ασφαλιστική σύμβαση. Αυτό δεν συμβαίνει όταν ο ασφαλισμένος διατηρεί και μπορεί να ασκήσει ορισμένες αξιώσεις από το ασφαλιστήριο. Το ίδιο ισχύει και κατά τον ΜΙΑ 1906, καθώς και υπ’ αυτόν δεν παράγει αποτέλεσμα η εκχώρηση που αφορά μέρος μόνον του χρέους του ασφαλιστή [Raiffeisen Zentralbank Osterreich AG v Five Star General Trading (The Mount I) (2001), EWCA Civ 68 (2001] = 1 Lloyds’ Rep. 597, First National Bank of Chicago v West of England Shipowners Mutual Protection and Idemnity Association (Louxembourg) (The Evelpidis Era) (1981), 1 Lloyds’ Rep. 54]. Η βασική διαφορά των συνεπειών της legal assignment από την equitable assignment έγκειται στο ότι, αν η εκχώρηση είναι πλήρης, παρέχεται στον εκδοχέα δικαίωμα να στραφεί κατά του ασφαλιστή με αγωγή στο δικό του όνομα (άρθρο 136 LPA 1925 και άρθρο 50 παρ. 2 ΜΙΑ 1906), χωρίς στη σχετική δίκη να είναι αναγκαία η συμμετοχή του εκχωρητή. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση ο εκδοχέας δε νομιμοποιείται να ασκήσει μόνος την αγωγή εκπληρώσεως κατά του οφειλέτη αλλά υποχρεούται να προσεπικαλέσει τον εκχωρητή (Bennett Howard, ο.α, no. 20.12, p. 602, Απ. Μάνθος, Η σύμβαση υπέρ τρίτου στο ελληνικό και το αγγλικό δίκαιο, 2012, αριθ. 7.18, σ. 118, Γ. Γεωργιάδης, Η εκχώρηση μελλοντικής απαίτησης, 2006, σ. 48). Παρά ταύτα, τα αγγλικά δικαστήρια συνήθως δεν εμμένουν στη διαδικαστική προϋπόθεση της συμμετοχής του εκχωρητή στη δίκη, όταν κρίνουν ότι δεν υφίσταται κίνδυνος σύγκρουσης των συμφερόντων του με εκείνα του ενάγοντος εκδοχέα [Kapoor v National Westminster Bank Plc and Another (2011) EWCA Civ 1083 = (2012) 1 All ER 1201 = (2011) NPC 97 = (2012) Bus LR D25 = (2011) BPIR 1680 (CA), Bexhill (UK) Ltd v Razzaq (2012) EWCA Civ 1376 (CA), Raiffeisen Zentralbank Osterreich AG v Five Star General Trading (2001), ό.α, Three Rivers DC v Governor of the Bank of England (1996), 3 All ER 558, Central Insurance Co Ltd v Seacalf Shipping Corp. (The Aiolos) (1983), 2 Lloyds’ Rep. 25 (CA), βλ. και Bennet Howard, ό.α., υποσ. 21, Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ό.α., 16.5.15, p. 450, footnote 139). Πάντως, η υποχρεωτική συμμετοχή του εκχωρητή στη δίκη αποτελεί συνέπεια της ισχύουσας στο αγγλικό δίκαιο αρχής της σχετικότητας των ενοχών (privity of contracts), που εφαρμόζεται και στις ασφαλιστικές συμβάσεις και σημαίνει ότι όφελος από την υπόσχεση του ασφαλιστή ότι θα αποκαταστήσει τη ζημία αποκτά καταρχήν μόνον ο αντισυμβαλλόμενός του – ασφαλισμένος (Furmston Michael, ό.α, ch. 14, p. 572). Έτσι, η εκχώρηση, που κατευθύνει τον ασφαλιστή να πληρώσει τρίτο πρόσωπο, δεν απονέμει δικαίωμα στο πρόσωπο αυτό έναντι του υπόχρεου. Και ναι μεν η καταβολή στον τρίτο μπορεί να απαλλάξει τον ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου, ενώ και η άρνηση καταβολής στον τρίτο μπορεί να συνιστά παράβαση (breach) της ασφαλιστικής σύμβασης παράγουσα δικαιώματα για τον ασφαλισμένο, όμως, ο τρίτος, επικαλούμενος μόνο τη σύμβαση εκχώρησης, δεν μπορεί να στραφεί ευθέως κατά του ασφαλιστή [Iraqi Ministry of Defence v Arcepey Shipping Co SA (The Angel Bell) (1979), 2 Lloyds’ Rep. 491, 497, Bennett Howard, ό.α, no. 20.01, p. 597) και σε κάθε περίπτωση δεν αποκτά δικαίωμα έναντι αυτού αν δεν του αναγγείλει την εκχώρηση. Κατά το αγγλικό δίκαιο, αναγγελία της εκχωρήσεως (notice of assignment) είναι αναγκαία για τη legal (υπό τον LPA 1925) εκχώρηση αλλά δεν απαιτείται για την εκχώρηση κατά τον ΜΙΑ 1906, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην equitable εκχώρηση (Furmston Michael, ό.α., ch. 16, π. 653). Στην πράξη, όμως, αναγγελία γίνεται σε κάθε μορφή εκχωρήσεως, προκειμένου, αφενός, να δεσμευθεί ο οφειλέτης (ασφαλιστής) να καταβάλει στον εκδοχέα (ενυπόθηκο δανειστή του ασφαλισμένου) και, αφετέρου, να κατοχυρώσει ο τελευταίος χρονική προτεραιότητα ικανοποιήσεώς του έναντι οποιουδήποτε άλλου μεταγενέστερου εκδοχέα [Pfeiffer Weinkellerei – Weineinkauf GmbH & Co v Arbuthnot Factors Ltd (1988) 1 WLR 150, Bennett Howard, ό.α, no 20.13, p. 602]. Τούτο συμβαίνει διότι η εκχώρηση δεν παράγει μεν, όπως εκτέθηκε, αποτέλεσμα έναντι του οφειλέτη μέχρι αυτός να λάβει notice of assignment αλλά από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής δεν μπορεί πλέον να καταβάλει στον ασφαλισμένο και αν το πράξει δεν απαλλάσσεται και κινδυνεύει να καταβάλει εκ νέου στον εκδοχέα (MacGillivray, ό.α, no. 20 – 41, p. 540). Αναγγελία συνιστά και το αίτημα της τράπεζας προς τον ασφαλιστή να σημειώσει το υποθηκικό συμφέρον της [Colonial Mutual General Insurance Co v ANZ Banking Group (New Zealand) Ltd (1995), 1 WLR 1140]. Για το κύρος της αναγγελίας δεν απαιτείται η τήρηση ιδιαίτερου τύπου, όμως, αν η ασφαλιστική σύμβαση, όπως κατά κανόνα συμβαίνει, διέπεται από τις ρήτρες του Ινστιτούτου, το «notice of assignment» πρέπει να είναι έγγραφο και να υπογράφεται από τον εκχωρητή. Ειδικά για τα πλοία ή πλωτά ναυπηγήματα που υπόκεινται στους όρους ασφάλισης του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1ης.11.1985 «Institute Time Clauses – Hulls Total Loss Only, Including Salvage, Salvage Charges and Sue and Labour» οι οποίοι ενδιαφέρουν εν προκειμένω, τούτο ορίζεται ειδικά στον υπ’ αριθ. 14 όρο των ρητρών αυτών (βλ. σχετ. Hudson N. Geoffrey/Madge Tim/Sturges Keith, Marine Insurance Clauses, 2012, p. 232, Lorenzon Filippo/Coles Richard, The Law of Yachts and Yachting, 2012, ch. 5, (5 – 035), p. 119). Ο ενυπόθηκος δανειστής συνήθως προστατεύεται με ειδική ρήτρα, η οποία προβλέπει ότι το ασφάλισμα θα καταβληθεί σ’ αυτόν σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου. Πρόκειται για τη ρήτρα «Loss Payable ή Payee Clause» (στο εξής LPC), η οποία περιλαμβάνεται στη σύμβαση σύστασης της υποθήκης και αποτελεί συμφωνία μεταξύ του πλοιοκτήτη και του ενυπόθηκου δανειστή του σχετικά με τον τρόπο καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης και τον καθορισμό του προσώπου του δικαιούχου του ασφαλίσματος [Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ό.α, 16.8.2, p. 457, βλ. και Brown Robert., Dictionary of Marine Insurance Terms and Clauses, 1989, L 13). Στην απλή της μορφή (open clause) η ρήτρα αυτή προβλέπει μόνον ότι η ζημία θα πληρωθεί στον ενυπόθηκο δανειστή του ασφαλισμένου, τον οποίο και δεν καθιστά παρά μόνο υποδεικνυόμενο προς καταβολή πρόσωπο, χωρίς να του παρέχει αγώγιμο δικαίωμα έναντι του ασφαλιστή ούτε να τον καθιστά εκδοχέα της απαιτήσεως στο ασφάλισμα και χωρίς να τον προστατεύει ούτε έναντι άλλων διεκδικητών της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Για να ισχύσει και ως προς τον ασφαλιστή η μεταβολή του προσώπου του δικαιούχου της απαίτησης, η «open LPC» προβλέπει σε βάρος του ασφαλισμένου υποχρέωση αναγγελίας της στον ασφαλιστή, μετά την οποία ο ενυπόθηκος δανειστής καθίσταται εκδοχέας της απαιτήσεως στο ασφάλισμα είτε κατά το νόμο (LPA 1925 ή ΜΙΑ 1906) είτε κατά το δίκαιο της «equity», ανάλογα αν ο τελευταίος αποκτά το δικαίωμα συνολικά ή αν ο ασφαλισμένος του εκχωρεί ορισμένες μόνον αξιώσεις του αντίστοιχα [MacGillivray on Insurance Law, 2003, no. 20 – 41, p. 539 – 540). Αποτελεί πρακτική στις εκχωρήσεις των θαλασσίων ασφαλίσεων οι «open LPC» να προβλέπουν πληρωμή του συνόλου της αποζημιώσεως στον ενυπόθηκο δανειστή του πλοιοκτήτη σε περίπτωση ολικής απώλειας του πλοίου, ενώ επί μερικής ζημίας τίθεται χρηματικό όριο μέχρι του οποίου η καταβολή μπορεί να γίνει απευθείας στον ασφαλισμένο, τουλάχιστον μέχρι ο ενυπόθηκος δανειστής να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή ότι ο δικαιούχος του ασφαλίσματος κατέστη υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από τη δανειακή σύμβαση. Αν και τούτο προσκρούει στον LPA 1925 και στον ΜΙΑ 1906 και καθιστά «equitable» μια εκχώρηση  που μπορεί να σκοπήθηκε να είναι «legal», εντούτοις γίνεται δεκτό ότι με τη συμφωνία που περιέχεται σε μια τέτοια «LPC» ο ενυπόθηκος δανειστής παραιτείται από το δικαίωμά του στις μικρότερες του ορίου αξιώσεις και επιτρέπει στο δανειολήπτη–ασφαλισμένο να αποζημιωθεί έως το όριο αυτό, εφόσον το δάνειο δεν έχει κατά το χρόνο επελεύσεως της ασφαλιστικής περίπτωσης καταγγελθεί [Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ό.α, no. 16.5.14, p. 450, βλ. και Γ. Θεοχαρίδη, ό.α, υποσ. 119). Συνήθως, η «LPC» επισυνάπτεται στο θαλάσσιο ασφαλιστήριο και η αναφορά σ’ αυτό του προσώπου του εκδοχέα, που κατονομάζεται στη ρήτρα, ισοδυναμεί με αναγγελία του προς τον ασφαλιστή. Στην περίπτωση αυτή, αν η εφαρμογή του δεν έχει συμβατικά αποκλειστεί, το δικαίωμα του εκδοχέα είναι αγώγιμο έναντι του οφειλέτη και δυνάμει του Contracts (Rights of Third Parties) Act 1999 [στο εξής C(RTP)A 1999], με τον οποίο εισάγεται στο αγγλικό δίκαιο εξαίρεση από την αρχή της privity, από το συνδυασμό της οποίας προς την αρχή του ανταλλάγματος (consideration, περί της οποίας βλ. Keenan Denis, Smith & Keenan’ s English Law, 1998, p. 201), απορρέει καταρχήν απαγόρευση της δικαστικής επιδίωξης της ικανοποίησης συμβατικών αξιώσεων εκ μέρους τρίτου προσώπου, που δεν μετείχε σε [ατύπως, δηλαδή όχι με συμβολαιογραφικό έγγραφο (not under deed), καταρτισθείσα] σύμβαση η οποία συνήφθη μεταξύ άλλων και δεν παρέσχε αντάλλαγμα για την υπόσχεση παροχής που έλαβε από έναν των συμβαλλομένων [βλ. σχετ. Israelson v Dawson {Port of Manchester Insurance Co Ltd, Garnishees (1932)}, 43 Ll.L. Rep. 401, Απ. Μάνθο, ό.α, no. 4.2, p. 69, Μ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, παρ. 13, αριθ. 11, . 692, υποσ. 13). Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του C(RTP)A 1999 προβλέπεται ότι ο τρίτος αποκτά δικαίωμα από σύμβαση μεταξύ άλλων μόνον εφόσον α) τούτο προβλέπεται ρητά στη σύμβαση αυτών ή αυτή αποσκοπεί να προσπορίσει όφελος στον τρίτο και β) ο τρίτος κατονομάζεται ρητά ή η ταυτότητά του συνάγεται ευκρινώς. Επειδή στην εκχώρηση του ασφαλίσματος με «LPC» που επισυνάπτεται στην ασφαλιστική σύμβαση ο ενυπόθηκος δανειστής, προς όφελος του οποίου συνήφθη η ρήτρα loss payee, κατονομάζεται ως δικαιούχος της ασφαλιστικής αποζημίωσης, μπορεί να εναγάγει τον ασφαλιστή που αρνείται την καταβολή της σα να ήταν και ο ίδιος συμβαλλόμενος (Bennett Howard, ό.α, no. 20.05, p. 599, Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, ό.α, no. 16.8.2, p. 457), δεδομένου, επιπλέον, ότι αναφορικά με το αντικείμενο της ασφάλισης, δηλαδή το πλοίο, του οποίου χρηματοδότησε την αγορά, ο «loss payee» έχει αξιώσεις προς απόδοση του δανείου και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα έλλειψης consideration (Beatson J./Burrows A./Cartwright J, ό.α., p. 703, Henley Ch, Insurance, σε Merkin Robert, Privity of Contract, 2000, par. 9.62, p. 213, Απ. Μάνθος, ό.α, αριθ. 10.10, σ. 176). Η συμπερίληψη της «LPC» στο ασφαλιστήριο θεωρείται τότε ως γνήσια σύμβαση υπέρ του ενυπόθηκου δανειστή ως τρίτου, ο οποίος, όμως, υπόκειται σε όλες τις ενστάσεις του οφειλέτη κατά του δέκτη της υπόσχεσης (ασφαλισμένου–εκχωρητή) αλλά και αυτού του τελευταίου κατά του τρίτου [Εφ.Πειρ. 319/2018, ό.α, Merkin Robert, Colinvaux’s Law of Insurance, 2006, no. 9 – 43, p. 328, Bennett Howard, ό.α, no. 20.06, p. 600].

6. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα στη Β έφεση / εφεσίβλητη στην Α έφεση ανώνυμη τραπεζική εταιρία «…………», με την προαναφερθείσα αγωγή της, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο μετά και την παραδεκτή διευκρίνισή του με τις πρωτόδικες προτάσεις της, εκθέτει ότι η ελληνική τεχνική – κατασκευαστική εταιρία «…….», δυνάμει της από 11-2-2014 σύμβασης υπεργολαβίας που συνήψε με την κυπριακή εταιρία «………», ανέλαβε την επέκταση της προβλήτας του λιμένος ……… Κύπρου με την κατασκευή και πόντιση σε επιλεγμένη θέση της προβλήτας 24 κυψελωτών υδατοστεγών κυτίων (floating caissons) από ενισχυμένο σκυρόδεμα, έργο που ανέθεσε στη συνέχεια, δυνάμει της από 21-2-2014 σύμβασης υπεργολαβίας, στην κυπριακή εταιρία «………». Ότι για την εκτέλεση του άνω έργου υποδομής η τελευταία στις 12-5-2014 μίσθωσε από την άνω εταιρία «……….» τη χωρίς αυτοδύναμη πρόωση πλωτή δεξαμενή / φορτηγίδα (floating drydock) ιδιοκτησίας της με την ονομασία «ΠV», αριθμού νηολογίου Πειραιά……… κοχ 1.314,07. Ότι κατά την επίδικη χρονική περίοδο που η άνω πλωτή δεξαμενή χρησιμοποιείτο στον άνω λιμένα για την κατασκευή επί του καταστρώματος αυτής των κυψελωτών κιβωτίων για το άνω έργο, η άνω πλοιοκτήτρια την είχε ασφαλίσει (Hull & Machinery) στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία για χρονική περίοδο ενός έτους, που άρχιζε την 16-5-2014 (00:00) και έληγε την 15-5-2015 (24:00), για ολική απώλεια (total loss only), μέχρι του ποσού των 700.000,00 ευρώ το οποίο αντιστοιχούσε στην αξία της, με πρόσθετη κάλυψη των εξόδων διάσωσης και αποφυγής μεγαλύτερου κινδύνου (Salvage Charges and Sue and Labour). Ότι η άνω ασφάλιση συμφωνήθηκε να διέπεται από το Αγγλικό Δίκαιο και τη νομολογία των Αγγλικών Δικαστηρίων (English Case Law) και κυρίως τις διατάξεις του Αγγλικού Νόμου «περί θαλάσσιας ασφάλισης του 1906» (Marine Insurance Act 1906 – MIA 1906) και τους ενσωματωμένους στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο στερεότυπους όρους ασφάλισης του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1/11/1995 υπό τις κωδικοποιημένες ονομασίες «Institute Time Clauses – Hulls Total Loss Only» (Including Salvage, Salvage Charges and Sue and Labour (cl. 289) (Όροι του Ινστιτούτου για κατά χρόνο ασφάλισης πλοίων – ολική απώλεια μόνο, περιλαμβανομένης επιθαλάσσιας αρωγής, εξόδων διασώσεως και ρήτρα  εναγωγής και μόχθου) και «Institute Protection & Indemnity Clauses Hulls – Time (Cl. 344 – 20-7-87) (1.2-1.2.4 deleted)» (Όροι  του Ινστιτούτου για αποζημίωση αστικής  ευθύνης προς τρίτους για κατά χρόνο ασφάλιση – όρος 344, 20-7-1987, όροι 1.2 έως 1.2.4. διαγραμμένοι).  Ότι στις 22-1-2015, ενώ η πλωτή δεξαμενή αυτή βρισκόταν σε κατάσταση ερματισμού στο άνω λιμάνι προκειμένου να επιτευχθεί η επίπλευση του υδατοστεγούς κυτίου (caisson) Νο 9 που έφερε στο κατάστρωμά της και η ανύψωση και απόσπαση αυτού λόγω της άνωσης, από αμέλεια του χειριστή της ………., ο οποίος απομακρύνθηκε από το χώρο ελέγχου της (control room) χωρίς να έχει κλείσει τις βαλβίδες των γραμμών αναρρόφησης θαλάσσης και τις βαλβίδες των δυο δεξαμενών έρματος που έπρεπε να παραμένουν κενές σε όλες τις φάσεις / καταστάσεις από την έναρξη της κατασκευής της βάσης του υδατοστεγούς κυτίου (caisson) μέχρι και τη μεγαλύτερη βύθιση της πλωτής δεξαμενής για την ανύψωση – επίπλευση του κιβωτίου αυτού, κατακλύσθηκαν από έρμα οι δυο δεξαμενές της που έπρεπε να μείνουν κενές ή εν μέρει υπό έρμα και αφού έλαβε η δεξιά πλευρά της μεγάλη κλίση όταν το  υδατοστεγές κυτίο έφθασε σε βύθισμα επίπλευσης και αποκολλήθηκε από το κατάστρωμα, βυθίστηκε στη συνέχεια αυτή ολοκληρωτικά από την υπερβολική ποσότητα έρματος που είχε εισέλθει στις άνω δεξαμενές της. Ότι η βύθιση της πλωτής δεξαμενής οφείλεται στην επέλευση ασφαλισμένου κινδύνου από τους περιγραφόμενους στον όρο 6.2.2. του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και δη σε αμέλεια του χειριστή της κατά τη διαδικασία ανύψωσης / επίπλευσης του άνω υδατοστεγούς κυτίου. Ότι οι ζημιές που προκλήθηκαν στην πλωτή δεξαμενή από τη βύθισή της, εκτιμώμενου συνολικού κόστους αποκατάστασης 908.930,00 ευρώ σύμφωνα με τα ενσωματωμένα στην αγωγή αποσπάσματα της από 15-4-2015 έκθεσης του τεχνικού συμβούλου της πλοιοκτήτριας ……, υπερβαίνουν την ασφαλιστέα αξία της (700.000,00 ευρώ) και για το λόγο αυτό συντρέχει περίπτωση τεκμαρτής ολικής της απώλειας και καταβολής από την εναγόμενη του άνω ποσού συμφωνηθέντος ασφαλίσματος. Ότι την επόμενη ημέρα του ατυχήματος η πλοιοκτήτρια, προκειμένου να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη ζημία που θα υφίστατο η πλωτή δεξαμενή από τη βύθισή της, να αποτρέψει κατά το δυνατό την ολική της απώλεια, καθώς και για να την απομακρύνει από το άνω λιμάνι στο οποίο η παραμονή της ήγειρε από τρίτους θέματα ασφάλειας της ναυσιπλοΐας, ανέθεσε ευλόγως, με ειδικό προδιατυπωμένο έντυπο συμφωνητικό επιθαλάσσιας αρωγής του Ασφαλιστικού Οργανισμού Λόυδς του Λονδίνου (L.O.F. – Loyd’s Open Form of Salvage Agreement), στην εταιρία επαγγελματιών διασωστών «………….», την άμεση ανέλκυση και αποστράγγισή της, την οποία η άνω εταιρία ολοκλήρωσε στις 18-2-2015, χωρίς, ωστόσο, να περιοριστεί η ζημία που υπέστη η πλωτή δεξαμενή, σε βαθμό που να υπολείπεται του πλήρους ασφαλίσματος (700.000,00 ευρώ). Ότι για την ανέκλυση και αποστράγγιση της πλωτής δεξαμενής η πλοιοκτήτρια ενημερώθηκε από την άνω εταιρία διασωστών ότι η οφειλόμενη εύλογη αμοιβή της ανέρχεται στο ποσό των 300.000,00 ευρώ, ποσό που η ίδια (πλοιοκτήτρια) συμφώνησε προφορικά στις 18-1-2017 να της καταβάλει και συνακόλουθα το δικαιούται ως πρόσθετη ασφαλιστική αποζημίωση, στο πλαίσιο συμμόρφωσής της (με τη σύναψη της άνω σύμβασης επιθαλάσσιας αρωγής) με τις υποχρεώσεις της εκ του ειδικού όρου 9 των ενσωματωμένων στο ασφαλιστήριο άνω Ρητρών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1/11/1995 «sue and labour» (αποσόβησης και ελάττωσης της ζημίας), ενόψει και του ότι το άνω ποσό δεν υπερβαίνει το ασφάλισμα που δικαιούται για τεκμαρτή ολική απώλεια, το οποίο ο άνω όρος έθετε ως ανώτατο όριο για τη χορήγηση της άνω πρόσθετης ασφαλιστικής αποζημίωσης. Ότι τέσσερις ημέρες μετά το ατύχημα η πλοιοκτήτρια, μέσω της αναφερόμενης ασφαλιστικής συμβούλου της, ενημέρωσε για το συμβάν την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, με την αποστολή στην τελευταία της από 26-1-2015 σχετικής επιστολής της και τη ρητή εντολή να τη μεταβιβάσει στην εναγόμενη. Ότι την 19-10-2015 η άνω πλοιοκτήτρια κοινοποίησε και τυπικά στην εναγόμενη γνωστοποίηση εγκατάλειψης (notice of abandonment) της πλωτής δεξαμενής σ’ αυτή, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) που της απέστειλε μέσω του αναφερομένου ασφαλιστικού συμβούλου της, σύμφωνα με το οποίο το συνολικό κόστος επισκευής, συμπεριλαμβανομένου του κόστους ανέλκυσης, θα ανέρχονταν σε 1.126.630,00 ευρώ. Ότι, ωστόσο, την πρόθεσή της για εγκατάλειψη της πλωτής δεξαμενής λόγω τεκμαρτής ολικής απώλειας αυτής, είχε εμμέσως γνωστοποιήσει στην εναγόμενη ήδη από τον Απρίλιο του 2015, οπότε της κοινοποίησε την προαναφερθείσα από 15-4-2015 έκθεση του τεχνικού συμβούλου της, από το όλο πνεύμα της οποίας πρόκυπτε ότι  ως πλοιοκτήτρια της πλωτής δεξαμενής είχε πλέον ως μόνη επιλογή να την εγκαταλείψει στην εναγόμενη. Ότι, με το από 27-10-2015 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τον αναφερόμενο εξουσιοδοτημένο ασφαλιστικό σύμβουλο της πλοιοκτήτριας, η εναγόμενη απέρριψε την από 19-10-2015 άνω δήλωση εγκατάλειψης, καθώς και την από 23-10-2015 επιστολή δήλωσης απαίτησης (statement of claim) που της απέστειλε η πλοιοκτήτρια και αξίωσε απ’ αυτήν την καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης ποσού 700.000,00 ευρώ για ολική τεκμαρτή απώλεια της ασφαλισμένης πλωτής δεξαμενής και συμπληρωματικά ποσό 406.561,00 ευρώ για εξαιρετικές δαπάνες διάσωσης που όφειλε να καταβάλει στην εργολάβο της επιθαλάσσιας αρωγής που ανέλκυσε την πλωτή δεξαμενή, στο πλαίσιο της από μέρους της προσπάθειας να αποτραπεί ή ελαχιστοποιηθεί η ασφαλιστικά καλυπτόμενη «απώλεια» (loss) του αντικειμένου της ασφάλισης, σύμφωνα με τον άνω όρο 9 των ενσωματωμένων στο ασφαλιστήριο ρητρών «Institute Time Clauses – Hulls Total Loss Only», ενώ  αρνήθηκε και ότι η πλωτή δεξαμενή υπέστη ζημία από ασφαλισμένο κίνδυνο και δη τέτοιας έκτασης που την κατέστησε τεκμαρτή ολική απώλεια. Περαιτέρω, εκθέτει η ενάγουσα ότι είναι εκδοχέας των άνω απαιτήσεων της πλοιοκτήτριας κατά της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, δυνάμει του με αριθ. ……./6-12-2013 συμβολαίου σύστασης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης του συμβολαιογράφου Πειραιά . ………. [με το οποίο η πλοιοκτήτρια παραχώρησε υπέρ της (ενάγουσας) προτιμώμενη ναυτική υποθήκη ποσού 1.000.000,00 ευρώ επί της άνω πλωτής δεξαμενής, εκχωρώντας της όλα τα δικαιώματά της και όλες τις απαιτήσεις της απ’ όλα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια (insurance policies), ασφαλιστικά δελτία (insurance slips), σημειώματα καλύψεως (cover notes), εγγραφές σε Αλληλασφαλιστικό Οργανισμό (club entries) και άλλα σχετικά έγγραφα που υφίστανται ή ενδέχεται να εκδοθούν στο μέλλον υπέρ της πλοιοκτήτριας σε σχέση με την ασφάλιση του πλοίου (του σκάφους και μηχανημάτων), των ναύλων, των μισθωμάτων και των λοιπών κερδών και εισοδημάτων και παντός οφέλους απ’ αυτά, περιλαμβανομένων όλων των απαιτήσεων οποιασδήποτε μορφής, καθώς και εκείνων για την επιστροφή ασφαλίστρων, προς εξασφάλιση της περιγραφόμενης απαίτησής της από μεταξύ τους σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό (ποσού 785.169,13 ευρώ, πλέον ποσού 606.803,81 ευρώ που η ενάγουσα δέσμευσε ως κάλυμμα για να εκδώσει υπέρ της πιστούχου πλοιοκτήτριας τη με αριθ. …../…. εγγυητική επιστολή)], σε συνδυασμό με την από 6-12-2013 αναγγελία της πλοιοκτήτριας για εκχώρηση προς αυτήν (ενάγουσα) του ασφαλιστηρίου της πλωτής δεξαμενής, την οποία η ίδια (ενάγουσα) στις 25-2-2016 κοινοποίησε με ηλεκτρονικό μήνυμα στην εναγόμενη, ολοκληρώνοντας έτσι την εκχώρηση, την οποία της εμφάνισε ως απόλυτη (legal assignement) και με προστασία της ως ενυπόθηκης δανείστριας με τη ρήτρα πληρωμής ζημιών και ακύρωσης (LPC Clause). Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει α) το ποσό των 700.000,00 ευρώ ως ασφαλιστική αποζημίωση για τη βασική κάλυψη «Hull & Machinery» και δη για τεκμαρτή ολική απώλεια της πλωτής δεξαμενής (Hull) από  ασφαλισμένο κίνδυνο και β) το ποσό των 300.000,00 ευρώ ως πρόσθετη ασφαλιστική αποζημίωση για τη συμπληρωματική κάλυψη «sue & labour» που αφορά εξαιρετικές δαπάνες συμβατικής διάσωσης που οφείλει στην άνω εταιρία διασωστών «…………..», για την ανέλκυση της πλωτής δεξαμενής, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που γεννήθηκαν οι σχετικές αξιώσεις της και μέχρι την εξόφληση. Ακόμη, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά της έξοδα.

7. Περαιτέρω, με την ασκούμενη με αυτοτελές δικόγραφο ενώπιον του ιδίου άνω Δικαστηρίου από 17-12-2018 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …./18-12-2018 ανακοίνωση δίκης, την οποία απευθύνει προς την πλοιοκτήτρια της άνω πλωτής δεξαμενής ανώνυμη εταιρία «…………….», η ανωτέρω ενάγουσα εκθέτει ότι έχει ασκήσει εναντίον της ανωτέρω εναγόμενης την παραπάνω αγωγή για καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης, της οποίας το περιεχόμενο παραθέτει αυτούσιο, ότι η καθ’ ης η ανακοίνωση δίκης πλοιοκτήτρια έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει υπέρ της στη δίκη επί της αγωγής, διότι η είσπραξη από την ίδια (ενάγουσα) της αιτούμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης θα επιφέρει μείωση των οφειλών της προς αυτήν (ενάγουσα) και για το λόγο αυτό της ανακοινώνει την ανοιγείσα δίκη επί της άνω αγωγής, για να λάβει γνώση και να προσέλθει στη δίκη για να υποστηρίξει τα δικαιώματά της.

8. Επί της άνω αγωγής και της άνω ανακοίνωσης δίκης εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων στην αγωγή και ερήμην της καθ’ ης η ανακοίνωση δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 1053/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), με την οποία συνεκδικάστηκαν αυτές και αφού κρίθηκε 1) ότι εφαρμοστέο στην ένδικη διαφορά είναι Α) το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο α) ως προς το δικαίωμα της ενάγουσας να λάβει το ασφάλισμα που η εναγόμενη οφείλει από  την ασφαλιστική σύμβαση, λόγω i) τεκμαρτής ολικής απώλειας της πλωτής δεξαμενής συνεπεία επέλευσης ασφαλισμένου κινδύνου και ii) λόγω  ασφαλισμένων εξαιρετικών δαπανών «sue & labour» της πλοιοκτήτριας που απορρέουν από σύμβαση επιθαλάσσιας αρωγής (δικαιώματα τα οποία η ενάγουσα απέκτησε παράγωγα, με εκχώρηση από την ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια) και β) ως προς την ισχύ έναντι της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας της εκχώρησης στην ενάγουσα των ενδίκων απαιτήσεων της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας, Β) το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο α) ως προς την εκχώρηση στην ενάγουσα των  απαιτήσεων αυτών και β) ως προς το παρεπόμενο αίτημα καταβολής τόκων υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από το χρόνο που γεννήθηκαν οι αξιώσεις αυτές μέχρι την άσκηση της αγωγής και Γ) το ελληνικό δικονομικό δίκαιο ως προς τα παρεπόμενα αιτήματα καταβολής τόκων επιδικίας για το χρονικό διάστημα από την άσκηση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και καταβολής δικαστικής δαπάνης και 2) ότι με βάση το άνω εφαρμοστέο δίκαιο (του οποίου η εφαρμογή δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους με λόγο έφεσης) η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία [συγκεκριμένα έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία όσον αφορά την αιτούμενη ασφαλιστική αποζημίωση ποσού 700.000,00 ευρώ για τη βασική κάλυψη «Hull & Machinery» για τεκμαρτή ολική απώλεια {αφού εντάχθηκε στο κονδύλι αυτό, ως κόστος ανέλκυσης, και ποσό 50.000,00 ευρώ από το κονδύλι 300.000,00 ευρώ για πρόσθετη κάλυψη δαπανών εναγωγής και μόχθου (sue & labour)} και απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσία όσον αφορά το τελευταίο αυτό κονδύλι], αναγνωρίστηκε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα για τεκμαρτή ολική απώλεια της πλωτής δεξαμενής το συνολικό ποσό των 700.000,00 ευρώ, εντόκως, με επιτόκιο υπερημερίας 5,30% από την 15-4-2015 μέχρι την άσκηση της αγωγής και εντεύθεν με το νόμιμο τόκο επιδικίας μέχρι την εξόφληση, ενώ η εναγόμενη καταδικάστηκε και σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ποσού 15.750,00 ευρώ. Στην άνω απόφαση δεν περιλήφθηκε διάταξη για το δικόγραφο της ανακοίνωσης δίκης, ενόψει του ότι με την τελευταία  δεν εισήχθη αίτημα παροχής έννομης προστασίας και η καθ’ ης δεν συμμετείχε στη δίκη ασκώντας παρέμβαση. Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονούνται, τόσο η ενάγουσα όσο και η εναγόμενη, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, ζητώντας για τους περιεχόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή των εφέσεών τους και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που αυτή προσβάλλεται από τον καθένα τους, ώστε ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικαστεί εξαρχής η αγωγή ως προς τα προσβαλλόμενα απ’ αυτούς κεφάλαια της εκκαλουμένης, κατά μεν την ενάγουσα, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή και ως προς αυτά, κατά δε την  εναγόμενη να απορριφθεί στο σύνολό της.

9. Σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ.1 Κ.Πολ.Δ,  οι λόγοι έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή, σε περίπτωση που κριθούν βάσιμοι, να οδηγούν  σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, έτσι ώστε, λόγος έφεσης ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν επιφέρει την κατά το νόμο εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και κατά συνέπεια απορριπτέος ως απαράδεκτος (Εφ.Πειρ. 464/2022, Εφ.Πειρ. 148/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 311/2016, Εφ.Αθ. 2760/2014,  Εφ.Αθ. 1396/2012, Εφ.Θεσ. 435/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, υπ’ άρθρο 520, αριθ. 1057 και 1059, σ. 280, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2003, παρ. 542, σ. 221). Εξάλλου, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ. 1 στοιχ. β, 240, 453, 524 παρ. 1 και 559 αριθ. 11γ Κ.Πολ.Δ, το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του όσα αποδεικτικά μέσα προσκομίστηκαν νόμιμα όπως είναι και τα έγγραφα, εφόσον παράλληλα υπάρχει σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών, ώστε να προκύπτει με βεβαιότητα η ταυτότητά τους (Α.Π. 363/2017). Η επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων σε προηγούμενη συζήτηση, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των εγγράφων (Ολ.Α.Π. 9/2000, Ολ.Α.Π. 14/2005, Α.Π. 759/2018). Γενική αναφορά στις προτάσεις του Εφετείου, σύμφωνα με την οποία προσκομίζονται εκ νέου όσα έγγραφα προσκομίστηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις, όπου γίνεται σαφής επίκληση των εγγράφων αυτών, που ενσωματώθηκαν στις προτάσεις του Εφετείου, δεν αρκεί (Ολ.Α.Π. 9/2000, Α.Π. 1677/2013). Δεν είναι, δε, νόμιμη η επίκληση των αποδεικτικών μέσων με την προσθήκη στην προθεσμία αντικρούσεων (Α.Π. 410/2016, Α.Π. 1565/2014), εκτός αν προσκομίζονται προς απόκρουση ισχυρισμών, που προβλήθηκαν κατά τη συζήτηση (Α.Π. 1215/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

10. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της Α έφεσης η εκκαλούσα εναγόμενη παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούσαν τους νόμιμους όρους, ως τάχα επικληθέντα από την ενάγουσα, τα οποία όμως αυτή ουδέποτε επικαλέστηκε με τα δικόγραφα που κατέθεσε και ειδικότερα συνεκτίμησε αποδεικτικά ως επώνυμα αποδεικτικά μέσα τις υπ’ αριθ. …./12-7-2017 και …/14-7-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………. και …………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες φέρονται να λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της εναγόμενης, καίτοι η ενάγουσα ουδέποτε έλαβε ένορκη εξέταση από τους άνω μάρτυρες, ούτε της επέδωσε κλήση για λήψη των παραπάνω ενόρκων βεβαιώσεών τους, ούτε προσκόμισε τέτοια κλήση τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά αυτές λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης της εναγόμενης, κατόπιν κλήτευσης απ’ αυτήν της εκεί αντιδίκου της (πλοιοκτήτριας της άνω πλωτής δεξαμενής) και συνακόλουθα στην προκείμενη δίκη θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη μόνο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή ως γνωστά στο Δικαστήριο γεγονότα από προηγούμενη ενέργειά του. Η ως άνω αιτίαση, αφορώσα δικονομική πλημμέλεια της εκκαλουμένης απόφασης που αναπτύσσεται στο πρώτο μέρος της άνω νομικής σκέψης, προβάλλεται αλυσιτελώς από την εκκαλούσα εναγόμενη κατά τα εκτιθέμενα στο δεύτερο μέρος της ίδιας σκέψης, ενόψει του ότι η εφεσίβλητη ενάγουσα, με επιμέλεια της οποίας λήφθηκαν οι άνω ένορκες βεβαιώσεις, δεν τις επικαλείται ούτε τις προσκομίζει στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, στην οποία το Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο των συναφών λόγων έφεσης για κακή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα με επίκληση, θα εξαφανίσει την εκκαλούμενη μόνον αν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, ενώ διαφορετικά η έφεση θα απορριφθεί (Εφ.Πειρ. 153/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Θρ. 117/2020, Εφ.Αθ. 488/2018, Εφ.Πειρ. 679/2015, Εφ.Θεσ. 1970/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, σ. 233).

11. Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίζεται νόμιμα με επίκληση και ιδίως από τις με αριθ. ……./18-3-2019, ……./18-3-2019, ……/18-3-2019 και ……../18-3-2019  ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …………… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη, με πρωτοβουλία της οποίας λήφθηκαν, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. την υπ’ αριθ. 6……../13-3-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …….. και την από 12-3-2019 κλήση της εναγόμενης προς την ενάγουσα για παράσταση κατά τη λήψη των άνω ενόρκων βεβαιώσεων), τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Α.Π. 386/2015, Α.Π. 1001/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 261, 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπου ειδικά αναφέρεται παρακάτω, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εταιρία «……………..», που εδρεύει στην …….., δραστηριοποιείται στον τεχνικό – κατασκευαστικό τομέα, στο δε σκοπό της συγκαταλέγεται μεταξύ άλλων η μελέτη, επίβλεψη και εκτέλεση τεχνικών έργων πόσης φύσεως, ιδιωτικών και δημοσίων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην αλλοδαπή. Επιπλέον, τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνικής σημαία ρυμουλκούμενου πλωτού ναυπηγήματος (πλωτή δεξαμενή) με την ονομασία «ΠV» (PV), εγγεγραμμένου στο νηολόγιο πλωτών ναυπηγημάτων του ν. …… του Λιμένος Πειραιώς, υπ’ αύξοντα αριθμό …, Διεθνές Διακριτικό Σήμα ……….., ολικής χωρητικότητας 1.354,06 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 1.314,07 κόρων, ολικού μήκους και μήκους νηολόγησης 47,10 μέτρων, πλάτους νηολογήσεως 23,50 μέτρων και βάθους νηολόγησης 3,90 μέτρων, ναυπήγησης έτους 1956 ως πλωτού γερανού, μετασκευής έτους 2008 ως πλωτής δεξαμενής, υλικού κατασκευής χάλυβα. Την άνω πλωτή δεξαμενή είχε ασφαλίσει η άνω πλοιοκτήτρια εταιρία, με τις ρήτρες Time (Χρόνου) και Hull (Κύτους), στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία «………….», δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/23-5-2014 ασφαλιστηρίου συμβολαίου της τελευταίας, για χρονική περίοδο 12 μηνών, με έναρξη από 16-5-2014 και λήξη στις 16-5-2015, για ολική απώλεια μόνο (for total loss only) και πλόες εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων και στη Μεσόγειο θάλασσα, με ασφαλιζόμενο κεφάλαιο 700.000,00 ευρώ. Η ασφάλιση αυτή συμφωνήθηκε να διέπεται από το Αγγλικό Δίκαιο και τη νομολογία των Αγγλικών Δικαστηρίων (English Case Law), περιλαμβανόμενου του Αγγλικού Νόμου «περί θαλάσσιας ασφάλισης του 1906» (Marine Insurance Act 1906 – MIA 1906), υπό τις συμφωνίες, όρους, αιρέσεις, περιορισμούς, εξαιρέσεις και απαλλαγές των στερεότυπων ασφαλιστικών ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1/11/1995 υπό τις κωδικοποιημένες ονομασίες «Institute Time Clauses – Hulls Total Loss Only» (Including Salvage, Salvage Charges and Sue and Labour (cl. 289) (Ρήτρες του Ινστιτούτου για κατά χρόνο ασφάλισης πλοίων – ολική απώλεια μόνο, περιλαμβανομένης επιθαλάσσιας αρωγής, εξόδων διασώσεως και ρήτρα  εναγωγής και μόχθου) και «Institute Protection & Indemnity Clauses Hulls – Time (Cl. 344 – 20-7-87) (1.2-1.2.4 deleted)» (Ρήτρες του Ινστιτούτου για αποζημίωση αστικής  ευθύνης προς τρίτους για κατά χρόνο ασφάλιση – όρος 344, 20-7-1987, όροι 1.2 έως 1.2.4. διαγραμμένοι) που είχαν προσαρτηθεί στο περιεχόμενο του ενδίκου ασφαλιστηρίου και αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα αυτού. Στις ρήτρες αυτές υπήρχε πρόβλεψη για κάλυψη μόνον ολικής απώλειας του σκάφους, μεταξύ άλλων, και από αμέλεια πλοιάρχου, αξιωματικών, πληρώματος ή πλοηγών (υπό τη ρητή, όμως, προϋπόθεση ότι η απώλεια δεν θα έχει προκύψει από την έλλειψη οφειλόμενης επιμέλειας από τον ασφαλισμένο) (provided that such loss has not resulted from want of due diligence by the assured, owners, managers or superintendents or any of their onshore management)(ρήτρα 6.2.2.), πρόσθετη κάλυψη επιθαλάσσιας αρωγής (ρήτρα 8), πρόσθετη κάλυψη κόστους εναγωγής και μόχθου (sue and labour) (ρήτρα 9) και ακόμη ορίζονταν, για τον καθορισμό του αν το πλοίο είναι τεκμαρτή ολική απώλεια, ότι «η ασφαλισμένη αξία θα εκλαμβάνεται ως η αξία αυτού επισκευασμένου και τίποτα ως προς την αξία αυτού με ζημιά ή την αξία διάλυσης του πλοίου ή του ναυαγίου δεν θα λαμβάνεται υπόψη» (ρήτρα 12). Περαιτέρω, τόσο στο άνω ασφαλιστήριο όσο και στην από 16-5-2014 βεβαίωση ασφάλισης σημειώνονταν το ενδιαφέρον της ενάγουσας (…………….) στο ασφαλισμένο σκάφος ως ενυπόθηκης δανείστριας, σύμφωνα με ειδοποίηση/αναγγελία εκχώρησης και Ρητρών Πληρωμής Απώλειας και Ακύρωσης (LPC). Ειδικότερα, κατά τη σύναψη της άνω ασφαλιστικής σύμβασης η άνω πλοιοκτήτρια ανήγγειλε στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία εκχώρηση από την πλευρά της όλων των μελλοντικών απαιτήσεών της από τις ασφαλιστικές συμβάσεις που θα συνήπτε για την κάλυψη της πλωτής δεξαμενής προς την ενάγουσα, σε διπλή εξασφάλιση χορηγηθέντος σ’ αυτήν (πλοιοκτήτρια) δανείου (πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό), με ανεξόφλητο υπόλοιπο ποσού 785.169,13 ευρώ, πλέον ποσού 606.803,81 ευρώ που είχε δεσμευθεί ως κάλυμμα για την έκδοση της με αριθ. ………. εγγυητικής επιστολής κατ’ εντολή της ανωτέρω πιστούχου. Στην αναφερόμενη στο ασφαλιστήριο από 6-12-2013 αναγγελία εκχώρησης προβλέπεται ότι «…(ο ασφαλισμένος) με το παρόν δίδει ειδοποίηση ότι με εκχώρηση με ημερομηνία 6 Δεκεμβρίου 2013 ο πλοιοκτήτης εκχώρησε στην ………….. όλα τα δικαιώματά του, τίτλο και ενδιαφέρον στις ασφαλίσεις (περιλαμβανόμενων όλων των συμμετοχών του σε αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς πολεμικών κινδύνων, προστασίας αποζημιώσεως και / ή νομικής προστασίας) και τα οφέλη όλων αυτών των ασφαλίσεων κάθε ανανέωσης αυτών, που έχουν ληφθεί ή θα μπορούσαν σε οποιοδήποτε χρόνο μεταγενέστερα να ληφθούν σχετικά με το Πλοίο και όλες τις απαιτήσεις κάτω από αυτές και οφέλη αυτών περιλαμβανόμενων των επιστροφών ασφαλίστρου». Στην άνω αναγγελία μνημονεύονται και οι υπάρχουσες υπέρ της εκδοχέως ενυπόθηκης δανείστριας Ρήτρες Πληρωμής Απώλειας και Ειδοποίησης Ακύρωσης [«Loss Payable» ή «Payee Clause» (εν συντομία: LPC)], οι οποίες προβλέπουν ότι το ασφάλισμα θα καταβληθεί στην ενυπόθηκη δανείστρια σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου και ειδικότερα ότι: «α) Αποζημιώσεις καταβλητέες υπό το παρόν για πραγματική, τεκμαρτή ή συμφωνημένη ή διευθετημένη ή κατά συμβιβασμό ολική απώλεια θα είναι πληρωτέες στην …………….. (κατάστημα ………..) οδός ……….. Αθήνα, Ελλάδα), ως ενυπόθηκη δανείστρια μέχρι το ενυπόθηκο συμφέρον της. Εκτός εάν και έως ότου οι ασφαλιστές έχουν λάβει γραπτή ειδοποίηση από την ενυπόθηκη δανείστρια ότι η πλοιοκτήτρια είχε αθετήσει την υποθήκη και/ή την εκχώρηση, όλες οι απαιτήσεις εκτός από απαιτήσεις για πραγματική, τεκμαρτή, διακανονισμένη ή συμφωνημένη ή κατά συμβιβασμό ολική απώλεια θα καταβάλλονται ως ακολούθως: i) Απαίτηση που δεν υπερβαίνει τα 50.000,00 δολάρια Η.Π.Α. ή το ισοδύναμό τους σε οποιοδήποτε άλλο νόμισμα θα ελευθερώνεται (δίδεται) στην πλοιοκτήτρια για την επισκευή, έξοδα διασώσεως ή άλλα εμπλεκόμενα έξοδα ή στην πλοιοκτήτρια ως αποζημίωση, εάν έχει πλήρως επισκευάσει τη ζημιά και έχει καταβάλει όλα τα έξοδα διάσωσης ή τα λοιπά έξοδα. ii) Απαίτηση που υπερβαίνει τις 50.000 δολ. Η.Π.Α, υπό τον όρο προηγούμενης γραπτής συναίνεσης της ενυπόθηκης δανείστριας, θα ελευθερώνεται στην πλοιοκτήτρια όταν το ειρημένο πλοίο αποκαθίσταται στο προηγούμενο καθεστώς και κατάστασή του και η υποχρέωση σε σχέση με την οποία αποζημιώνεται η ασφαλιστική ζημία εξοφλείται υπό την πρόβλεψη ότι οι ασφαλιστές μπορούν με τέτοια συναίνεση ως προεκτέθηκε να πραγματοποιούν πληρωμές έναντι επισκευών κατά τη διάρκεια εκτέλεσής τους». Ακόμη, στην υπ’ αριθ. ………./6-12-2013 πράξη σύστασης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης μέχρι του ποσού του 1.000.000,00 ευρώ επί της άνω πλωτής δεξαμενής υπέρ της ενάγουσας ………. του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., η οποία (προτιμώμενη ναυτική υποθήκη) παραχωρήθηκε προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της ενάγουσας που προέρχονταν από την προαναφερθείσα σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό με πιστούχο την άνω πλοιοκτήτρια εταιρία, αναφέρεται ότι «η Πλοιοκτήτρια εκχωρεί προς την αποδεχόμενη Τράπεζα όλα τα δικαιώματα της και όλες τις απαιτήσεις της από όλα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια (insurance policies), ασφαλιστικά δελτία (insurance slips), σημειώματα καλύψεως (cover notes), εγγραφές σε αλληλασφαλιστικό οργανισμό (club entries) που υφίστανται σήμερα ή ενδέχεται να εκδοθούν στο μέλλον υπέρ της Πλοιοκτήτριας σε σχέση με την ασφάλιση του πλοίου, (του σκάφους και μηχανημάτων) των ναύλων, των μισθωμάτων και των λοιπών κερδών και εισοδημάτων και παντός οφέλους από αυτά, περιλαμβανομένων όλων των απαιτήσεων οιασδήποτε μορφής καθώς και εκείνων για την επιστροφή ασφαλίστρων. Η Πλοιοκτήτρια επίσης εκχωρεί προς την τράπεζα και όλα τα δικαιώματα και όλες τις απαιτήσεις της από όλα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, σημειώματα καλύψεως, συμφωνίες, εγγυήσεις, συμβάσεις και εν γένει ασφαλίσεις συνδεόμενες με κινδύνους είτε θαλάσσιους είτε προστασίας και αποζημίωσης (protection and indemnity risks) είτε πολεμικούς κινδύνους (war risks) είτε καθ’ υπέρβασιν κινδύνους (excess risks) ή συνδεδεμένες με άλλους κινδύνους όπως αυτοί περιλαμβάνονται στον όρο (VI) κατωτέρω. Η Πλοιοκτήτρια αναλαμβάνει την υποχρέωση να υπογράψει κάθε έγγραφο ή σύμβαση σχετική με την τοιαύτη εκχώρηση ευθύς ως η Τράπεζα το ζητήσει, συμπεριλαμβανομένης αναγγελίας της τοιαύτης εκχώρησης στην αγγλική με περιεχόμενο κατά βάση όμοιο………». Επίσης, υποχρεώνεται η πλοιοκτήτρια εταιρία να ασφαλίζει την επίδικη πλωτή δεξαμενή με την υπόμνηση – υποχρέωση (όρος VI της άνω πράξης) όλα τα ασφαλιστήρια θα εκδίδονται στο όνομά της (πλοιοκτήτριας), μετά μνείας της …………. ως ενυπόθηκης δανείστριας και θα περιλαμβάνουν τη ρήτρα ότι, σε περίπτωση ολικής απώλειας (Total Loss), κάθε ασφαλιστική αποζημίωση θα καταβάλλεται από τους ασφαλιστές απευθείας στην Τράπεζα, ενώ σε περίπτωση μερικής ζημίας οι απαιτήσεις μέχρι το ύψος των 50.000.00 δολ. Η.Π.Α. θα καταβάλλονται στην πλοιοκτήτρια εταιρεία για επισκευές και σώστρα (ήτοι εξουσιοδοτείται μόνο η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία από την ενάγουσα τράπεζα να καταβάλει στην πλοιοκτήτρια ποσό μέχρι 50.000,00 ευρώ  από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο).  Εξάλλου, την από 6-12-2013 άνω αναγγελία εκχώρησης (Notice of Assignment and Loss Payable και Notice of Cancellation Clause) στα πλαίσια του υπ’ αριθ. 14.553 άνω συμβολαίου σύστασης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης, που περιγράφουν το ενδιαφέρον της ενάγουσας τράπεζας ως ενυπόθηκης δανείστριας και εκδοχέα των δικαιωμάτων και των απαιτήσεων της πλοιοκτήτριας από το άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο, κοινοποίησε την 25-2-2016 η ενάγουσα τράπεζα στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με το με ίδια ημερομηνία μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που προσκομίζεται με επίκληση απ’ αυτήν. Υπό τα δεδομένα αυτά, με βάση τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρ. 5 της παρούσας, αποδεικνύεται ότι στην προκειμένη περίπτωση έλαβε χώρα έγκυρα απόλυτη εκχώρηση (absolute assignment) της ένδικης ασφαλιστικής απαίτησης κατ’ άρθρο 136 Law of Property Act 1925, εφόσον προκύπτει ότι α) αντικείμενο της εκχώρησης ήταν το σύνολο των απαιτήσεων από το ναυτασφαλιστήριο και όχι μέρος τους και ότι για τη μεταβίβασή τους δεν απαιτείτο η παροχή ανταλλάγματος (consideration) εκ μέρους της ενάγουσας εκδοχέως, β) η εκχώρηση ήταν απαλλαγμένη από όρους, αιρέσεις ή προθεσμίες (unconditional) και δεν είχε αποκλειστικό σκοπό τη σύσταση βάρους, γ) η εκχώρηση ήταν έγγραφη (πραγματοποιήθηκε με το άνω υπ’ αριθ. ………../6-12-2013 συμβόλαιο σύστασης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης) και δ) έγινε γραπτή αναγγελία στην οφειλέτρια εναγόμενη των εκχωρούμενων επαρκώς προσδιορισμένων απαιτήσεων, με μνεία σ’ αυτή ότι η ενάγουσα ενυπόθηκη δανείστρια – εκδοχέας των απαιτήσεων προστατεύονταν με τις άνω Ρήτρες «LPC» που περιέχονταν στη σύμβαση σύστασης της άνω ναυτικής υποθήκης. Συνεπώς, η ενάγουσα νομιμοποιείται, κατ’ άρθρο 1 του Contracts (Rights of Third Parties) Act 1999 [C(RTP)A 1999] (που, κατά τα προεκτεθέντα,  εισάγει στο αγγλικό δίκαιο εξαίρεση από την αρχή της «privity»), να ασκεί μόνη της την ένδικη αγωγή εκπλήρωσης κατά της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας που αρνείται την καταβολή, σα να ήταν και η ίδια συμβαλλόμενη της τελευταίας (αφού η επισύναψη της άνω ρήτρας LPC της σύμβασης σύστασης ναυτικής υποθήκης στο ασφαλιστήριο και η αναφορά σ’ αυτό της ενάγουσας ως εκδοχέα θεωρείται ως γνήσια σύμβαση υπέρ της ενυπόθηκης δανείστριας ενάγουσας και ισοδυναμεί με αναγγελία, όπως αναφέρθηκε στην ανωτέρω υπ’ αριθ. 5 νομική σκέψη), χωρίς να υποχρεούται να προσεπικαλέσει την εκχωρήτρια πλοιοκτήτρια, η οποία, αφότου ανήγγειλε την εκχώρηση, απεκδύθηκε του συνόλου των δικαιωμάτων της από την ασφαλιστική σύμβαση (καθώς δεν είχε συμβατικά αποκλειστεί η δυνατότητα εκχώρησης, όπως παρείχε τη δυνατότητα η ρήτρα 14 των Institute Time Clauses – Hulls Total Loss Only). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, επίσης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε νόμιμη εκχώρηση στην ενάγουσα του ασφαλίσματος κατ’ άρθρο 1 του C(RTP)A 1999 με χρήση και της ρήτρας LPC που επισυνάπτεται στην ασφαλιστική σύμβαση, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις άνω σχετικές διατάξεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της εναγόμενης με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, είναι αβάσιμες και απορριπτέες.               12. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι περί το έτος 2014, στα πλαίσια των άνω δραστηριοτήτων της, η άνω πλοιοκτήτρια εταιρία συμμετείχε ως υπεργολάβος σε ένα έργο κατασκευής νέου κρηπιδώματος μήκους 500 μέτρων στο λιμάνι της ….. στην Κύπρο, το οποίο είχε αναλάβει ως ανάδοχος η εταιρία «………..», που εδρεύει στη …. Κύπρου. Ειδικότερα, η άνω πλοιοκτήτρια είχε αναλάβει, δυνάμει του από 11-2-2014 συμβολαίου υπεργολαβίας μεταξύ αφενός της εταιρίας «. ………..» και αφετέρου αυτής και της εταιρίας «………..», την κατασκευή και προμήθεια 24 «caissons», ήτοι 24 κυψελωτών τσιμεντένιων υδατοστεγών κιβωτίων πλάτους 15 μέτρων, μήκους 20,5 μέτρων και ύψους 7 μέτρων, τα οποία χρησιμοποιούνται για την κατασκευή προβλητών λιμένων. Τις ως άνω εργασίες ανέλαβε στη συνέχεια υπεργολαβικά, δυνάμει του από 21-2-2014 συμβολαίου υπεργολαβίας, η εταιρία «…………», που εδρεύει στη ….. της Κύπρου. Η εταιρία αυτή, προκειμένου να εκτελέσει τις  άνω εργασίες, μίσθωσε στις 12-5-2014 από την άνω πλοιοκτήτρια εταιρία την άνω πλωτή δεξαμενή, η οποία χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την κατασκευή και ανύψωση επ’ αυτής αυτόνομων επιπλεόντων τσιμεντένιων υδατοστεγών κυτίων για την κατασκευή κρηπισωμάτων σε λιμένες. Την 22-1-2015 η άνω πλωτή δεξαμενή βρισκόταν σε λειτουργία από τον χειριστή αυτής και υπάλληλο της πλοιοκτήτριας εταιρίας ………, στο προαναφερθέν έργο, στο λιμάνι της ………… Κύπρου και συγκεκριμένα περί ώρα 11:00 το πρωί είχε ξεκινήσει τη διαδικασία τη διαδικασία ερματισμού της, προκειμένου να βυθιστεί ώστε να αποκολληθεί απ’ αυτή το Νο 9 κιβώτιο από ενισχυμένο σκυρόδεμα (caisson). Η βύθιση της πλωτής δεξαμενής γίνονταν με ελεγχόμενο τρόπο για να πλεύσει το κιβώτιο και να τοποθετηθεί στη συνέχεια στη διάταξη που προβλεπόταν για την κατασκευή του κρηπιδώματος. Αυτό γινόταν λόγω του ότι το κιβώτιο από σκυρόδεμα είναι κλειστό με εξωτερικά και εσωτερικά τοιχία που εδράζονται σε μια βάση πλάκας από σκυρόδεμα. Περί ώρα 14:00 και ενώ η πλωτή δεξαμενή είχε βυθιστεί σε κατάλληλο βάθος 4,60 μ, είχε επιτευχθεί η κατάσταση ερματισμού που ήταν απαραίτητη για την επίπλευση του υδατοστεγούς κυτίου, το οποίο είχε φτάσει στο ειδικά ορισμένο ύψος των 7 μέτρων και ο χειριστής της πλωτής δεξαμενής έπρεπε να κλείσει τις αντλίες έρματος και τις βαλβίδες των δεξαμενών έρματος και να αναμείνει, διατηρώντας τις ανωτέρω αντλίες και τις βαλβίδες κλειστές και την πλωτή δεξαμενή στην απαιτούμενη σταθερή κατάσταση υπό έρμα, ώστε το κυτίο να ανυψωθεί και να αποσπαστεί από το κατάστρωμά της λόγω της άνωσης. Ωστόσο, ο άνω χειριστής, αντί να πράξει όπως έπρεπε κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, ήτοι να κλείσει όλες τις αντλίες έρματος και όλες τις βαλβίδες αναρρόφησης θαλάσσης και τις βαλβίδες των δεξαμενών έρματος των δεξαμενών και αφού βεβαιωθεί πρώτα ότι τις είχε πράγματι κλείσει, μετά να απομακρυνθεί από το δωμάτιο ελέγχου (control room) της πλωτής δεξαμενής και να προχωρήσει προς την σκάλα της προκειμένου να παρακολουθήσει και ελέγξει τα βυθίσματα και το δέσιμο της πλωτής δεξαμενής και να οργανώσει και να ρυθμίσει τη διαδικασία επίπλευσης / ανύψωσης του υδατοστεγούς κυτίου η οποία καθυστερούσε, αντιθέτως αυτός έκλεισε μόνο τις αντλίες έρματος και αφού ειδοποίησε τηλεφωνικά τον επιβλέποντα μηχανικό του εργοταξίου ………….. απομακρύνθηκε από το δωμάτιο ελέγχου αναμένοντας οδηγίες, αμελώντας  να κλείσει τις βαλβίδες των γραμμών αναρρόφησης θαλάσσης, καθώς και να προβεί σε επανέλεγχο προτού απομακρυνθεί, με αποτέλεσμα το νερό να συνεχίσει να εισρέει σε δεξαμενές έρματος υπό την επίδραση της βαρύτητας. Έτσι, δεξαμενές που, είτε έπρεπε να παραμείνουν κενές, είτε εν μέρει υπό έρμα, προκειμένου το πλωτό ναυπήγημα να διατηρήσει την απαιτούμενη κατάσταση υπό έρμα για την απόσπαση/επίπλευση του υδατοστεγούς κυτίου, γέμισαν με νερό, με συνέπεια η πλωτή δεξαμενή να επιβαρυνθεί με υπερβολική ποσότητα έρματος. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν, όταν μετά από 20 περίπου λεπτά το υδατοστεγές κυτίο αποκολλήθηκε από το κατάστρωμα, η πλωτή δεξαμενή να αρχίσει να λαμβάνει μεγάλη κλίση προς τη δεξιά της πλευρά και μετά την πάροδο μόλις 3 με 4 λεπτών να βυθιστεί ολοκληρωτικά, σε σημείο όπου ο βυθός έχει βάθος περίπου 16 μέτρα, με το κυτίο No 9 να παραμένει να επιπλέει πάνω απ’ αυτή και την πλωτή δεξαμενή να μην μπορεί στη συνέχεια να αποβυθιστεί από μόνη της και να επαναπλεύσει. Αιτία της βύθισης την πλωτής δεξαμενής ήταν το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της καθέλκυσης του παραπάνω κυτίου, επιβαρύνθηκε αυτή με υπερβολική ποσότητα έρματος, λόγω του ότι ο χειριστής της, εξαιτίας των προαναφερόμενων λανθασμένων χειρισμών και αμέλειάς του, δεν έκλεισε όταν έπρεπε τις βαλβίδες αναρρόφησης θαλάσσης και έρματος και απομακρύνθηκε από το δωμάτιο ελέγχου, με αποτέλεσμα το νερό να συνεχίσει να εισρέει στις δεξαμενές, οι οποίες τελικά γέμισαν υπερβολικά και προκάλεσαν τη βύθισή της. Το καθοριστικό για την επέλευση του ατυχήματος σφάλμα εκ μέρους του χειριστή, δηλαδή το γεγονός ότι άφησε τις βαλβίδες αναρρόφησης θαλάσσης και τις βαλβίδες έρματος ανοικτές, ενώ θα έπρεπε να τις έχει κλείσει, ανέφερε μάλιστα ο ίδιος στον επιθεωρητή της πλοιοκτήτριας ………, στον οποίο δήλωσε ότι, όταν η πλωτή δεξαμενή άρχισε να παίρνει κλίση, έτρεξε στο δωμάτιο ελέγχου και τότε διαπίστωσε πως οι λάμπες ένδειξης των βαλβίδων ήταν κόκκινου χρώματος, το οποίο αντιστοιχεί στην ανοιχτή θέση των βαλβίδων, ενώ επιβεβαιώθηκε και εκ των υστέρων, κατά την διάρκεια των εργασιών ανέλκυσης της πλωτής δεξαμενής, οπότε διαπιστώθηκε από τους διασώστες ότι οι βαλβίδες έρματος ήταν ανοικτές (βλ. την από 15-4-2015 έκθεση του άνω επιθεωρητή για τη βύθιση της άνω πλωτής δεξαμενής). Κατόπιν τούτων αποδεικνύεται ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η βύθιση επήλθε από ασφαλιστέο κίνδυνο ως εγγύτερη αιτία (proximate cause) κατά την έννοια του άρθρου 55 παρ. 1 MIA 1906, αφού, όπως προαναφέρθηκε, στο ασφαλιστήριο και συγκεκριμένα στις ενσωματωμένες σ’ αυτό Ρήτρες Institute Time Clauses 1-11-1995 (όρος 6.2.2.) είχε συμπεριληφθεί ως ασφαλιστέος κίνδυνος η αμέλεια του προσωπικού του πλοίου (inchmaree / negligence clause), υπό την προϋπόθεση ότι η ολική απώλεια δεν οφείλεται στην έλλειψη της δέουσας επιμέλειας την οποία όφειλε να επιδείξει ο ασφαλισμένος υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις (duo diligence proviso), περίπτωση που, όμως, δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει εν προκειμένω. Και τούτο ενόψει του ότι η άνω πλωτή δεξαμενή, μέχρι την 22-1-2015 που βυθίστηκε, διατηρούσε την κλάση της «Η-100-Β, γεγονός που προκύπτει από το υπ’ αριθ. ………/12-3-2013  πιστοποιητικό κλάσης και την από 18-2-2015 βεβαίωση διατήρησης κλάσης του Διεθνούς Γραφείου Επιθεωρήσεων Πλοίων – I.N.S.B. Επίσης, κατά τον προασφαλιστικό έλεγχο που πραγματοποίησε ο τεχνικός σύμβουλος της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας ναυπηγός – μηχανικός …………, διαπιστώθηκε ότι, παρά την παλαιότητά της ως πλωτό ναυπήγημα, η πλωτή δεξαμενή είχε μετασκευαστεί το έτος 2008 από πλωτός γερανός και έκτοτε χρησιμοποιούνταν σύμφωνα με τον προορισμό αυτό και βρισκόταν σε καλή κατάσταση. Ο έλεγχος της ποσότητας έρματος με τη χρήση αναλογικών οργάνων δεν την καθιστούσε ακατάλληλη για το συγκεκριμένο σκοπό, ενόψει της προηγούμενης επιτυχούς κατασκευής οκτώ υδατοστεγών κυτίων από σκυρόδεμα (caisson), χωρίς να ανακύψει κάποιο πρόβλημα. Άλλωστε, εάν η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία είχε άποψη περί αναξιοπλοΐας (unseawortiness) της πλωτής δεξαμενής, όφειλε να το επισημάνει στον προασφαλιστικό έλεγχο και να αρνηθεί την ασφάλισή της. Τούτο όμως δεν συνέβη, ενώ και ο μάρτυράς της και τεχνικός της σύμβουλος ναυπηγός μηχανολόγος μηχανικός ………. βεβαίωσε ένορκα ότι θεωρεί ότι η ηλικία και η κατάσταση της μεταλλικής κατασκευής της πλωτής δεξαμενής δεν έχουν συμβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο στο περιστατικό της εκτός ελέγχου άνω βύθισής της στον άνω Κυπριακό λιμένα όπου εκτελούσε νόμιμα εργασίες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο χειριστής της διέθετε την απαιτούμενη εμπειρία, γνώσεις, τεχνικές δεξιότητες και ναυτική εξοικείωση για τον χειρισμό της, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, είχε ήδη ολοκληρώσει επιτυχώς την κατασκευή οκτώ κιβωτίων από σκυρόδεμα στο λιμένα όπου εκτελούσε εργασίες (λιμένα Λεμεσού), ενώ εργαζόταν ως χειριστής της τα τελευταία πέντε έτη πριν το διερευνώμενο ατύχημα. Όσα υποστηρίζουν οι μάρτυρες της εναγόμενης ναυπηγοί μηχανικοί ………….. περί επαγγελματικής ανεπάρκειάς του για το συγκεκριμένο έργο κατασκευής λιμενοβραχίονα που επιβλέπονταν από πολιτικό μηχανικό και περί παράλειψης της πλοιοκτήτριας να του χορηγήσει τις αναγκαίες οδηγίες υπολογισμού ευστάθειας, δεν κρίνονται πειστικά, επειδή αποτελούν κρίσεις τους οι οποίες δεν βασίζονται σε ιδία γνώση τους και σε επαρκή τεκμηρίωση, ενώ βρίσκονται και σε αντίθεση με την προηγηθείσα πρόταση του πρώτου εξ αυτών προς την εναγόμενη να προχωρήσει στην ένδικη σύμβαση ασφάλισης, αφού ο ίδιος είχε προβεί για λογαριασμό της σε δυο επιθεωρήσεις της πλωτής δεξαμενής. Εξάλλου, ενόψει του ότι η τελευταία, η οποία φέρει την ελληνική σημαία, αποτελεί μη αυτοδυνάμως κινούμενο πλωτό ναυπήγημα, προορισμένο να χρησιμοποιείται σε σταθερή παραμονή συνήθως εντός των λιμένων ή όρμων, για σκοπούς βοηθητικούς της ναυτιλίας (άρθρο 4 Κ.Δ.Ν.Δ), εφαρμόζονται επ’ αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 3 του ν. 457/1976, συγκεκριμένες διατάξεις του Κ.Δ.Ν.Δ. και του Κ.Ι.Ν.Δ, οι οποίες δεν απαιτούν συγκρότηση οργανικής σύνθεσης πληρώματος και άρα ασφάλιση στο Ν.Α.Τ. του χειριστή της, ούτε αποδεικτικά ναυτικής του ικανότητας ή άλλες πιστοποιημένες γνώσεις του και εκπαίδευση (όπως αυτή του εμποροπλοιάρχου που επικαλείται η εναγόμενη), ενώ δεν προκύπτει ότι απαιτούνταν τέτοιες προϋποθέσεις και από τον Κανονισμό του λιμένος …… όπου η πλωτή δεξαμενή εκτελούσε εργασίες κατά το επίδικο συμβάν. Κατόπιν τούτων, δεν αποδεικνύεται ότι υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες η ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια εταιρία δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια κατά την έννοια του όρου 6.2.3. I.T.C. T.L.O. για τη δημιουργία προϋποθέσεων που θα απέκλειαν τον εξ αμελείας «υπερερματισμό» της πλωτής δεξαμενής μέχρι βυθίσεως, ώστε να συντρέχει περίπτωση απαλλαγής της εναγόμενης από την αναληφθείσα ευθύνη κάλυψης του κινδύνου αμέλειας του προσωπικού του πλοίου και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της τελευταίας με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, είναι αβάσιμες και απορριπτέες.

13. Αποδείχθηκε ακόμη ότι η πλωτή δεξαμενή ανελκύστηκε  στις 18-2-2015 και παραδόθηκε εν επιπλεύσει στην πλοιοκτήτρια, κάτω από την από 23-1-2015 σύμβαση επιθαλάσσιας αρωγής LOF (Lloyd’s Open Form ή Ανοικτή Φόρμα Λλόυδς) που συνήψε η τελευταία με την εταιρία «………..», με τον αφερματισμό των υπερβολικά ερματισμένων δεξαμενών, με τη χρήση αντλιών που λάμβαναν ενέργεια από την ξηρά. Κατά την αρχική επιθεώρηση του πραγματογνώμονα της εναγόμενης …….. της εταιρίας «……….» εκτιμήθηκε ότι η δαπάνη της επισκευής δεν θα μπορούσε να υπερβεί το ποσό των 300.000,00 ευρώ, που περιλάμβανε ρυμούλκησή της στον Πειραιά για επισκευές. Όμως, τον Απρίλιο 2015, ο τεχνικός σύμβουλος της πλοιοκτήτριας .. …. της εταιρίας ναυπηγών – τεχνικών συμβούλων «….. …….», με την από 15-4-2015 τεχνική του έκθεση που της απηύθυνε, εκτίμησε ότι η δαπάνη της επισκευής θα ανέρχονταν στο ποσό των 908.930,00 ευρώ, δηλαδή θα υπερέβαινε την ασφαλισμένη αξία του πλοίου (700.000,00 ευρώ). Η πλοιοκτήτρια κοινοποίησε ακολούθως την άνω τεχνική έκθεση στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, χωρίς να επιδείξει διάθεση να προβεί στην κατά νόμο υποχρεωτική ειδοποίηση εγκατάλειψης του ναυπηγήματος σ’ αυτήν ως προϋπόθεση να αξιώνει απ’ αυτήν αποζημίωση στη βάση της τεκμαρτής ολικής απώλειας. Σε μικρό χρονικό διάστημα μετά η πλοιοκτήτρια κανόνισε να ρυμουλκηθεί το πλοίο από τη Λεμεσό στον Πειραιά, προφανώς για διενέργεια επισκευών, τις οποίες όφειλε να καλύψει εξ ιδίων, διότι, με βάση το ασφαλιστήριο, η μερική ζημία δεν περιλαμβάνονταν στους ασφαλισμένους κινδύνους. Έτσι, το Μάιο 2015 προσέγγισε την εναγόμενη και ζήτησε να λάβει νέα ασφαλιστική κάλυψη της ανεπισκεύαστης πλωτής δεξαμενής κατά τη διάρκεια της ρυμούλκησής της από τη Λεμεσό στον Πειραιά, προτείνοντας ως ασφαλιστέα αξία της, στη ζημιωμένη / ανεπισκεύαστη κατάστασή της, το ποσό των 400.000,00 ευρώ. Η πλοιοκτήτρια όμως δεν αποδέχθηκε το ποσό του ασφαλίστρου που της πρότεινε η εναγόμενη και έτσι η πλωτή δεξαμενή δεν ασφαλίστηκε για το συγκεκριμένο ταξίδι, τουλάχιστον από την εναγόμενη. Τελικά, με επιμέλεια της πλοιοκτήτριας, η πλωτή δεξαμενή κατέπλευσε ρυμουλκούμενη στον Πειραιά και οδηγήθηκε σε ναυπηγοεπισκευαστικές εγκαταστάσεις στη Σαλαμίνα, χωρίς στη συνέχεια να διενεργηθούν σ’ αυτή επισκευές ή έστω εργασίες προληπτικού χαρακτήρα για την προστασία από τη διάβρωση του βρεγμένου εξοπλισμού της. Εννέα μήνες μετά το περιστατικό και έξι μήνες μετά την άνω εκτίμηση κόστους επισκευής από τον τεχνικό σύμβουλο της πλοιοκτήτριας και συγκεκριμένα την 19-10-2015 η πλοιοκτήτρια, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) προς την εναγόμενη, προέβη σε ειδοποίηση εγκατάλειψης (notice of abandonment) της πλωτής δεξαμενής, αξιώνοντας το επί ολικής απώλειας ασφάλισμα, ως εάν αυτό είχε καταστεί τεκμαρτή ολική απώλεια (CTI) κάτω από το ασφαλιστήριο, Ειδικότερα, με το άνω ηλεκτρονικό μήνυμα της δήλωσε επί λέξει: «Οι πλοιοκτήτες έχουν ολοκληρώσει την έρευνά τους για την έκταση της ζημιάς και το κόστος των επισκευών του ΠV και όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό από τη συνημμένη έκθεση, οι πλοιοκτήτες θεωρούν το πλοίο CTI (Τεκμαρτή Ολική Απώλεια). Με αυτό το μήνυμα οι πλοιοκτήτες δίδουν με το παρόν Ειδοποίηση εγκατάλειψης του πλοίου ΠV στους Ασφαλιστές». Την άνω ειδοποίηση εγκατάλειψης η εναγόμενη απέρριψε γραπτά την 27-10-2015 ως εξόχως καθυστερημένη, υπό όρους γενόμενη αλλά και λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων για να χαρακτηριστεί η πλωτή δεξαμενή ως τεκμαρτή ολική απώλεια. Κατόπιν τούτου η πλοιοκτήτρια ήγειρε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αγωγή κατά της εναγόμενης για τις απαιτήσεις της από το ασφαλιστήριο, η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσία με τη με αριθ. 3455/2018 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, αφού έγινε δεκτός ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί προηγούμενης μεταβίβασης με καταπιστευτική εκχώρηση των ασφαλιστικών απαιτήσεων της πλοιοκτήτριας στην «…………….» ως ενυπόθηκη δανείστρια. Η τελευταία ήγειρε ακολούθως κατά της εναγόμενης την υπό κρίση από 10-12-2018 αγωγή, αξιώνοντας αποζημίωση ως εκδοχέας κάτω από το ασφαλιστήριο σε σχέση με την ασφαλισμένη αξία του πλοίου για ολική (τεκμαρτή) απώλεια (700.000,00 ευρώ) και συμπληρωματικά, υπό τον όρο 9 των άνω Ρητρών «Institute Time Clauses – Hulls Total Loss Only 1-11-1995», για δαπάνες εναγωγής και μόχθου (sue and labour) 300.000,00 ευρώ που θα βάρυναν την ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια και αφορούσαν έξοδα επιθαλάσσιας αρωγής. Η εναγόμενη αντέκρουσε συνολικά την αξίωση, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, ότι η ειδοποίηση εγκατάλειψης (notice of abandonment) δεν της κοινοποιήθηκε έγκαιρα και δη με εύλογη επιμέλεια μετά τη λήψη αξιόπιστης πληροφόρησης ως προς την απώλεια (άρθρο 62 παρ. 3 ΜΙΑ 1906). Με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε ότι, μολονότι η ειδοποίηση εγκατάλειψης (notice of abandonment) είχε υποβληθεί «μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη λήψη των πληροφοριών για τη φύση και την έκταση της ζημίας, δηλαδή έξι μήνες από τη σύνταξη της έκθεσης του τεχνικού συμβούλου της πλοιοκτήτριας ……., κατά παράβαση της δέουσας επιμέλειας, με αποτέλεσμα η εναγόμενη να απωλέσει τη δυνατότητα να λάβει άμεσα μέτρα για να μετατρέψει το περιουσιακό στοιχείο που ρίχθηκε στα χέρια της στην καλύτερη δυνατή οικονομική απόδοση», στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείτο δήλωση εγκατάλειψης εξαιτίας του γεγονότος ότι το πλοίο ήταν υποθηκευμένο και ως εκ τούτου η ειδοποίηση εγκατάλειψης δεν είχε όφελος για τον Ασφαλιστή κάτω από το άρθρο 62 (7) του Νόμου Θαλάσσιας Ασφάλισης 1906. Μετά την παραδοχή αυτή αλλά και την παραδοχή ότι η πλωτή δεξαμενή είχε καταστεί ολική τεκμαρτή απώλεια, η αγωγή έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία όσον αφορά την αιτούμενη σχετική ασφαλιστική αποζημίωση ποσού 700.000,00 ευρώ που αφορούσε τη βασική κάλυψη «Hull & Machinery» {αφού εντάχθηκε στο κονδύλι αυτό, ως κόστος ανέλκυσης, και ποσό 50.000,00 ευρώ από το κονδύλι 300.000,00 ευρώ για πρόσθετη κάλυψη δαπανών εναγωγής και μόχθου (sue & labour)}, ενώ, κατά τα λοιπά, απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσία όσον αφορά το τελευταίο αυτό κονδύλι, καθώς κρίθηκε ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα επιθαλάσσια αρωγή αλλά απλή δαπάνη ανέλκυσης, η οποία δεν συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, αλλά αντιθέτως αφορά έξοδα που η πλοιοκτήτρια η ίδια αποφάσισε ότι θα κατέβαλε στην εταιρία «…………….», έξοδα που, ωστόσο, εκφεύγουν της κάλυψης ασφαλιστικού κινδύνου ακόμα και όταν έχει επέλθει  η ασφαλιστική περίπτωση με βάση τη ρήτρα εναγωγής και μόχθου (άρθρο 78 Μ.Ι.Α. 1906), καθώς αποτελούν μέρος της ζημίας που αποζημιώνεται κατά την εκτίμηση της ολικής ή μερικής ζημίας.

14. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 62 παρ. 7 Μ.Ι.Α. 1906, ενώ δέχθηκε ως νόμιμο, κατ’ άρθρο 60 παρ. 2 του ιδίου νόμου και ως βάσιμο τον αμυντικό ισχυρισμό που πρόβαλε με τις προτάσεις της ότι δεν συνέτρεχε η νόμιμη προϋπόθεση της προηγούμενης έγκαιρης και χωρίς όρους εγκατάλειψης σ’ αυτήν της ανεπισκεύαστης πλωτής δεξαμενής που εμφανίζεται ως ολική τεκμαρτή απώλεια, στη συνέχεια, υιοθετώντας σχετικό ισχυρισμό που η ενάγουσα πρόβαλε το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεών της, έκρινε ότι, λόγω της συνδρομής του άρθρου 62 παρ. 7 Μ.Ι.Α. 1906, δεν απαιτούνταν υπό τις περιστάσεις της ένδικης ασφαλιστικής περίπτωσης για την ασφαλιστική αποζημίωση της ενάγουσας η ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια να είχε προβεί στην άνω δήλωση εγκατάλειψης, επειδή η εγγραφή ναυτικής υποθήκης υπέρ της ενάγουσας καθιστούσε εξαρχής αδύνατη την αποκόμιση οφέλους από την ίδια, καθώς θα αποκτούσε περιουσιακό στοιχείο με βάρη, δυσχερώς εκποιήσιμο. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της άνω διάταξης, αγνόησε: α) ότι οι περιπτώσεις που αυτή αφορά όταν προβλέπει απαλλαγή από την υποχρέωση εγκατάλειψης εκεί που δεν προβλέπεται όφελος για τον ασφαλιστή είναι μόνον αυτές που το ασφαλισμένο πράγμα δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να ανακτηθεί, ήτοι οι περιπτώσεις πραγματικής ολικής απώλειας (actual total loss) ή οι περιπτώσεις που ναυαγισμένο πλοίο πωλείται από τον ασφαλισμένο πλοιοκτήτη για τη μεγιστοποίηση της ωφέλειας (η οποία ασφαλώς αποδίδεται στον ασφαλιστή ή συμψηφίζεται) και όχι εκείνες που ο ασφαλισμένος πλοιοκτήτης, που διεκδικεί ασφάλισμα για τεκμαρτή ολική απώλεια, διατηρεί το πλοίο, που υπάρχει, στην κυριότητά του, όπως εν προκειμένω και β) ότι, κατά το αγγλικό κοινό δίκαιο (common law), εάν το εγκαταλειπόμενο (στο σωστό χρόνο) πράγμα για τεκμαρτή ολική απώλεια είναι βεβαρυμμένο με υποθήκη ή άλλα βάρη, ο ασφαλισμένος (ή ο τυχόν εκδοχέας του ασφαλίσματος), για να εισπράξει το ασφάλισμα, οφείλει να αποζημιώσει κατά το ποσό που απαιτείται για να εξαλείψει τα βάρη τον ασφαλιστή, ο οποίος, έτσι κι αλλιώς, θα αναλάβει την κυριότητά του κατ’ ασφαλιστική υποκατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 79 (1) του Μ.Ι.Α. 1906, έχοντας καταβάλει ασφάλισμα ίσο προς την πλήρη ασφαλισμένη αξία. Επί του άνω λόγου έφεσης, σε συνέχεια όσων εκτέθηκαν στην υπ’ αριθ. 4 άνω νομική σκέψη σχετικά με το εκ του άρθρου 61 ΜΙΑ 1906 δικαίωμα του ασφαλισμένου να εγκαταλείψει το πλοίο στον ασφαλιστή σε περίπτωση τεκμαρτής ολικής απώλειας, πρέπει να αναφερθούν τα εξής:

15. Σε περίπτωση τεκμαρτής ολικής απώλειας πλοίου (constructive total loss) κατά την έννοια του άρθρου 60 Μ.Ι.Α. 1906, εφόσον ο ασφαλισμένος επιλέξει κατ’ άρθρο 61 του ιδίου νόμου να εγκαταλείψει το ασφαλισμένο πλοίο στον ασφαλιστή και να αντιμετωπίσει την απώλεια σα να επρόκειτο για πραγματική ολική απώλεια του πλοίου, οφείλει να προβεί σε σχετική δήλωση εγκατάλειψης (notice of abandonment) προς τον ασφαλιστή σύμφωνα με το άρθρο 62 του ιδίου νόμου, το οποίο έχει ως εξής: « Δήλωση εγκατάλειψης. 1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, όταν ο ασφαλισμένος επιλέγει να εγκαταλείψει το ασφαλισθέν αντικείμενο στον ασφαλιστή, υποχρεούται να προβεί σε δήλωση εγκαταλείψεως. Αν δεν προβεί (σε τέτοια δήλωση), η απώλεια δύναται μόνον να θεωρηθεί ως μερική απώλεια. 2. Η δήλωση εγκαταλείψεως δύναται να είναι έγγραφη ή προφορική ή εν μέρει έγγραφη και εν μέρει προφορική, περιέχουσα κάθε όρο ο οποίος να δηλώνει την πρόθεση του ασφαλισμένου να εγκαταλείψει το ασφαλισθέν δικαίωμά του επί του ασφαλισθέντος αντικειμένου στον ασφαλιστή άνευ όρων. 3. Η δήλωση εγκαταλείψεως πρέπει να χορηγείται με εύλογη επιμέλεια μετά τη λήψη αξιόπιστης πληροφόρησης ως προς την απώλεια, αν όμως η πληροφόρηση δεν είναι αξιόπιστη, ο ασφαλισμένος δικαιούται εύλογο χρόνο προς διερεύνηση (του ζητήματος). 4. Αν κατά τη δήλωση εγκαταλείψεως τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, τα δικαιώματα του ασφαλισμένου δεν βλάπτονται από την άρνηση του ασφαλιστή να αποδεχθεί την εγκατάλειψη. 5. Η αποδοχή της εγκαταλείψεως δύναται να είναι είτε ρητή είτε να συνάγεται από τη συμπεριφορά του ασφαλιστή. Η σιωπή του ασφαλιστή κατόπιν της δηλώσεως (εγκαταλείψεως) δεν συνιστά αποδοχή. 6. Εφόσον η δήλωση εγκαταλείψεως γίνει αποδεκτή, η εγκατάλειψη καθίσταται αμετάκλητη. Η αποδοχή της δηλώσεως συνιστά πλήρη παραδοχή της ευθύνης για την απώλεια και της πληρότητας της δηλώσεως. 7. Δεν απαιτείται δήλωση εγκαταλείψεως όταν, τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο ασφαλισμένος έλαβε γνώση της απώλειας, δεν υπήρχε δυνατότητα να επωφεληθεί ο ασφαλιστής, αν ελάμβανε δήλωση εγκαταλείψεως. 8. Ο ασφαλιστής δύναται να παραιτηθεί της δηλώσεως εγκαταλείψεως. 9. Όταν ο ασφαλιστής έχει προβεί σε αντασφάλιση του κινδύνου, δεν απαιτείται δήλωση εγκαταλείψεως προς αυτόν». Τα αποτελέσματα της έγκυρης εγκατάλειψης αναφέρονται στο άρθρο 63 του ιδίου νόμου, κατά το οποίο ο ασφαλιστής δικαιούται να αναλάβει τα δικαιώματα του ασφαλισμένου σε ό,τι απομένει από το πλοίο και σε όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα που απορρέουν απ’ αυτό, καθώς και σε ναύλους, ενώ, με το άρθρο 79 παρ. 1 του ιδίου νόμου, προβλέπεται, πέραν του δικαιώματος του ασφαλιστή να αναλάβει κάθε δικαίωμα επί του πλοίου σε περίπτωση που κατέβαλε στον ασφαλισμένο αποζημίωση λόγω απώλειας αυτού, υποκατάσταση του ασφαλιστή στα δικαιώματα και ένδικα βοηθήματα του ασφαλισμένου έναντι τρίτων. Κατά τα ανωτέρω, σε περίπτωση τεκμαρτής απώλειας πλοίου ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει να εγκαταλείψει το ασφαλισμένο πλοίο στον ασφαλιστή, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση να προβεί έγκαιρα και έγκυρα σε σχετική δήλωση εγκατάλειψης προς τον ασφαλιστή [Petros M Nomikos Ltd v Robertson (1939) AC 371]. Περίπτωση που κρίθηκε, κατά τη νομολογία, ότι η δήλωση εγκατάλειψης δόθηκε πολύ αργά είναι η απόφαση Involnert Management Inc v Aprilgrange Ltd (2015), EWHC 2225 (Comm), 2015, 2 Lloyd’s Rep. 289, όπου ο πλοιοκτήτης του ασφαλισμένου θαλαμηγού σκάφους έδωσε ειδοποίηση εγκατάλειψης δύο μήνες μετά αφότου θεωρούσε ότι το θαλαμηγό σκάφος ήταν ολική απώλεια. Το δικαστήριο έκρινε ότι (αυτό) δεν ικανοποιούσε την απαίτηση για υποβολή ειδοποίησης εγκατάλειψης (Ν.Ο.Α.) με εύλογη επιμέλεια. Στις παραγράφους 261-264 της άνω απόφασης αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Την 14 Μαΐου 2012 ναυπηγοί που είχαν οδηγίες από τον ενάγοντα παρέδωσαν μία έκθεση, η οποία υπολόγιζε ότι η συνολική δαπάνη επισκευής της ζημιάς του θαλαμηγού θα ήταν 12.250,80 ευρώ. Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι, αφ’ ης στιγμής αυτή η έκθεση παραλήφθηκε, ακόμη και αν όχι νωρίτερα, ο ενάγων είχε αξιόπιστη πληροφόρηση η οποία ξεκάθαρα αποδείκνυε ότι η θαλαμηγός ήταν τεκμαρτή ολική απώλεια. Την 12 Ιουλίου 2012 οι δικηγόροι του ενάγοντος κοινοποίησαν επίσημη ειδοποίηση εγκατάλειψης. Οι ασφαλιστές υποστηρίζουν ότι η ειδοποίηση εγκατάλειψης δεν είχε δοθεί με εύλογη επιμέλεια μετά τη λήψη αξιόπιστης πληροφόρησης για τη ζημιά, όπως απαιτείται από το άρθρο 62(3) του Νόμου. Ισχυρίστηκαν ότι κατά συνέπεια ο ενάγων απώλεσε το δικαίωμα να εγκαταλείψει το θαλαμηγό στους ασφαλιστές και να θεωρήσει την απώλεια ως ολική απώλεια και αντίθετα περιορίζεται από το άρθρο 62 (1) του Νόμου, στο να θεωρήσει την απώλεια ως μερική απώλεια. 262. Στις γραπτές εναρκτήριες προτάσεις τους για τη δίκη ο παριστάμενος στη δίκη για τον ενάγοντα πληρεξούσιος δικηγόρος (counsel) επιδίωξε να στηριχτεί σε μία επιστολή από τους δικηγόρους (solicitors) του ενάγοντα ημερομηνίας 8 Μαΐου 2012, η οποία, ως ισχυρίστηκαν, έδινε επαρκή ειδοποίηση εγκατάλειψης. Αυτό δεν αποτελούσε υποστηρίξιμο ισχυρισμό. Η υπόψη επιστολή περιείχε δήλωση ότι το θαλαμηγό ήταν «σχεδόν βέβαιον» τεκμαρτή ολική απώλεια. Σε αυτή τη βάση ο ενάγων είχε το δικαίωμα, κάτω από το άρθρο 61 του Νόμου, να επιλέξει, είτε να θεωρήσει την απώλεια ως μερική απώλεια, ή να εγκαταλείψει το θαλαμηγό στους ασφαλιστές και να θεωρήσει την απώλεια ως να ήταν μια πραγματική ολική απώλεια. Τίποτε όμως στην επιστολή δεν έλεγε ή υπονοούσε ότι αποτελούσε πρόθεση του ασφαλισμένου να εγκαταλείψει το συμφέρον του στη θαλαμηγό άνευ όρων στους ασφαλιστές. Η επιστολή συνεπώς δεν πληρούσε την απαίτηση μίας ειδοποίησης εγκατάλειψης, όπως ορίσθηκε στο άρθρο 62(2) του νόμου. 263. Στην υπόθεση ………. (1795) I Rark 399, αναφέρεται από το Λόρδο Δικαστή Kenyon ότι «ο ασφαλισμένος θα πρέπει να κάνει την επιλογή του γρήγορα». Ο παριστάμενος δικηγόρος (councel) για τους ασφαλιστές παρέθεσε αριθμό αποφάσεων στις οποίες η καθυστέρηση μερικών μόνο ημερών ή εβδομάδων στη χορήγηση ειδοποίησης εγκατάλειψης είχε κριθεί να είναι θανατηφόρα για τον ασφαλισμένο. 264. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει προταθεί λόγος για την παράλειψη του ενάγοντα να δώσει ειδοποίηση εγκατάλειψης με την επιστολή ημερομηνίας 8 Μαΐου 2012 ή τουλάχιστον με τη λήψη της έκθεσης των ναυπηγών την 14 Μάϊου 2012. Ακόμη και εάν μία περίοδος ολίγων ημερών ή ίσως λίγο μεγαλύτερη θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στη βάση της ανάγκης για τον ενάγοντα να λάβει νομική συμβουλή και να δώσει οδηγίες στους δικηγόρους του, είναι δύσκολο να απεικονιστεί με πιο τρόπο μία καθυστέρηση δύο μηνών δα ήταν δυνατόν να είναι συνεπής με την άσκηση εύλογης επιμέλειας. Επί απουσίας οποιοσδήποτε εξήγησης για την καθυστέρηση, είμαι δεσμευμένος να συμπεράνω ότι δεν ήταν». Εξάλλου, σκοπός της άνω δήλωσης εγκατάλειψης είναι αφενός ο ασφαλισμένος να ενημερώσει τον ασφαλιστή ως προς την επιλογή του, καθιστώντας ταυτοχρόνως την επιλογή αυτή αμετάκλητη, αφετέρου ο ασφαλιστής να λάβει εγκαίρως τις κατάλληλες αποφάσεις ως προς το εγκαταλειφθέν πλοίο. Σημειώνεται ότι η προϋπόθεση αυτή τίθεται κυρίως προς διασφάλιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του ασφαλιστή, προκειμένου ο τελευταίος να έχει έγκαιρα τη δυνατότητα να λάβει τις αποφάσεις και να ασκήσει όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από το πλοίο, με στόχο τον περιορισμό της ζημίας του. Πράγματι, στο σημείο αυτό εντοπίζεται η κύρια διαφορά μεταξύ πραγματικής ολικής απώλειας και τεκμαρτής ολικής απώλειας του πλοίου. Στην πραγματική ολική απώλεια του πλοίου ο ασφαλιστής δεν δύναται να αντλήσει κανένα όφελος από αυτό, ενώ στην τεκμαρτή ολική απώλεια ο ασφαλιστής, που αναλαμβάνει το πλοίο, δύναται να το εκμεταλλευτεί μέσω πώλησης του σκάφους (π.χ. ως ανταλλακτικά), είσπραξης ναύλων, κ.λ.π. Η ανωτέρω θέση επιβεβαιώνεται από τις εξαιρέσεις που εισάγει η παράγραφος 62 Μ.Ι.Α: πράγματι, δεν απαιτείται δήλωση εγκατάλειψης όταν α) κατά την παρ. 8 ο ασφαλιστής παραιτείται αυτής και β) κατά την παρ. 7 δεν υπήρχε δυνατότητα οφέλους του ασφαλιστή αν λάμβανε δήλωση εγκατάλειψης τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο ασφαλισμένος έλαβε γνώση της απώλειας. Συνάγεται, συνεπώς, δυνάμει των δύο ως άνω εξαιρέσεων, ότι η δήλωση εγκατάλειψης τίθεται κατά κύριο λόγο προς προστασία του οφέλους (benefit) του ασφαλιστή [Connect Shipping Inc v The Swedish Club (MV Renos) (2019) UKSC 29, 2019, 2 Lloyd’s Rep. 78)]. Ακόμη, το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 7 του άρθρου 62 Μ.Ι.Α. 1906 κατά τη θεωρία και νομολογία είναι στενό. Προκειμένου να μην απαιτείται δήλωση εγκατάλειψης, πρέπει να μην υφίσταται κανένα όφελος από το πλοίο προς τον ασφαλιστή. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μην υπάρχει τίποτα επί της ουσίας προς εγκατάλειψη από το πλοίο, ούτε καν ανταλλακτικά ή μέρη που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν, περίπτωση όλως απίθανη, καθώς έτσι θα συνέτρεχε πραγματική ολική απώλεια και όχι τεκμαρτή ολική απώλεια του πλοίου (R. Merkin, Marine Insurance Legislation, LLP, London – Hong Kong, 2000, p. 68). Περιπτώσεις που κρίθηκε κατά τη νομολογία ότι δεν απαιτείτο δήλωση εγκατάλειψης είναι οι ακόλουθες: Ο ασφαλισμένος δεν είχε καμία πληροφορία για την τύχη του πλοίου επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε δεν απέμενε κανένα όφελος στον ασφαλιστή, όταν τελικά αυτό εντοπίστηκε (Rickards v Orestal land, Timber & Rys Co Ltd [1942] AC 50), δεν υπήρχε καμία δυνατότητα ανελκύσεως του πλοίου εξαιτίας της τοποθεσίας όπου αυτό βρισκόταν και της διεξαγωγής πολέμου [The Litsion Pride (1985) Lloyd’ s Rep. 437, esp. 478, το πλοίο είχε αρχικά καταστεί τεκμαρτή ολική απώλεια (CTL) από πυρκαγιά και μετά, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα βυθίστηκε και κατέστη πραγματική ολική απώλεια (για την οποία δεν απαιτείται ειδοποίηση εγκατάλειψης (ΝΟΑ) και ο ασφαλισμένος δεν ήταν ενήμερος για την απώλεια του πλοίου, μέχρι μετά που βυθίστηκε (Involnert Management Inc v Aprilgrange Ltd, ό.α.], κυρίως δε όταν αμέσως μετά την επέλευση του κινδύνου ο πλοίαρχος προχώρησε σε άμεση πώληση του πλοίου (right sale) και πλέον η απώλεια από τεκμαρτή μετατρέπεται σε ολική για τον ασφαλισμένο (Idle v Rotal Exchange Auss Co [1819] Taunt 755). Γενικά, αν υπάρχει η δυνατότητα να γίνει οποιαδήποτε χρήσιμη ενέργεια, η δήλωση εγκατάλειψης είναι απαραίτητη [E.R. Hardy Ivamy, Chalmers’ Marine Insurance Act 1906, Butterworths, London 1983, με παραπομπή σε Vacuum Oil Co v Union Insurance Society of Canton Ltd (1926) 25 Li Lrep. 546 at 554, βλ. ακόμη Involnert Management Inc v Aprilgrange Ltd, ό.α, όπου αναφέρεται από το δικαστή Walsh ότι οι περιστάσεις στις οποίες έχει εφαρμογή το άρθρο 62 παρ. 7 της ΜΙΑ 1906 είναι πολύ στενές και εκτίθενται χαρακτηριστικά στις παραγράφους 267 και 268 τα εξής: «267. Ένα παράδειγμα μιας υπόθεσης στην οποία έχει τύχει επίκλησης επιτυχώς είναι η ……… (The Litsion Pride) [1985] 1 Lloyds Rep. 437, p. 478, όπου οποιαδήποτε έννοια διάσωσης βρέθηκε να είναι εντελώς μη ρεαλιστική, με το πλοίο να έχει ναυαγήσει επί αμμώδους έξαρσης στο κεφάλι του Περσικού Κόλπου, σε μια πολύ ενεργή πολεμική ζώνη. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η ………… [2004] 2 Lloyds Rep. 119, όπου μια τεκμαρτή ολική απώλεια από πυρκαγιά μερικές ώρες αργότερα ακολουθήθηκε από βύθιση του πλοίου. Ο ασφαλισμένος δεν έμαθε το προγενέστερο ατύχημα, μέχρι μετά την πραγματική απώλεια του πλοίου. Σε αντίθεση με αυτά τα παραδείγματα, υπήρχε τουλάχιστον μια πιθανότητα οφέλους στους Ασφαλιστές στην παρούσα υπόθεση, μιας και το ναυάγιο ήταν διαθέσιμο και είχε κάποια δυνητική αξία scrap……. 267 Μπορεί στην πράξη να είναι εξαιρετικά απίθανο ένας ασφαλιστής, ο οποίος έχει αρνηθεί την κάλυψη για κάποιο ατύχημα, το οποίο είχε σχεδόν σίγουρα καταστήσει το πλοίο τεκμαρτή ολική απώλεια, να διαλέξει να αποδεχθεί την ευκαιρία να αναλάβει το συμφέρον του ασφαλισμένου στο ναυάγιο σε αντάλλαγμα παραίτησής του από την δυνητική άμυνά του και να αναγνωρίσει ευθύνη να πληρώσει την απαίτηση. Κρίνω αυτό να συμβαίνει εδώ. Ωστόσο, μου φαίνεται ότι η επιλογή είναι μια τέτοια, που θα πρέπει ο ασφαλιστής να δικαιούται να την κάνει για τον εαυτό του.  Δεν είναι απίθανο κάποιος ασφαλιστής που έχει αρνηθεί κάλυψη να μπορεί, σε περιπτώσεις που το ναυάγιο έχει κάποια πιθανή απομένουσα αξία, να διαλέξει να δεχθεί την εγκατάλειψη, κατά προτίμησή του να συνεχίσει να αρνείται ευθύνη, αν για παράδειγμα ο ασφαλιστής αντιλαμβάνεται τις προοπτικές του να αμυνθεί επιτυχώς στην απαίτηση να είναι πολύ αδύναμες για να δικαιολογήσουν τα έξοδα και τους κινδύνους της διεξαγωγής δικαστικού αγώνα. Πάντως, δεν πέφτει στον ασφαλισμένο ούτε στο δικαστήριο να προδικάσει την απόφαση»].  Εξάλλου, η ύπαρξη βάρους επί του πλοίου, όπως είναι η υποθήκη, δεν αποτελεί τεκμήριο ότι ο ασφαλιστής δεν δύναται να επωφεληθεί από το πλοίο, ώστε να μην απαιτείται η δήλωση εγκατάλειψης του ασφαλισμένου κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 62 Μ.Ι.Α. 1906. Ο ασφαλιστής, εφόσον αποδεχθεί τη δήλωση εγκατάλειψης, αναλαμβάνει το πλοίο με όλα τα τυχόν βάρη επί αυτού, συμπεριλαμβανομένων υποθηκών, ανεξαρτήτως αν ευθύνεται ο ίδιος ή ο ασφαλισμένος – ως προηγούμενος κύριος του πλοίου – γι’ αυτά. Αν μετά την εγκατάλειψη του πλοίου ο ασφαλισμένος δεν ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των ενυπόθηκων δανειστών του και αυτοί επιχειρήσουν εκτέλεση κατά του πλοίου, ο ασφαλιστής νομιμοποιείται να στραφεί κατά του ασφαλισμένου και να αναζητήσει ότι κατέβαλε στους δανειστές του τελευταίου (F.D. Rose, Marine Insurance, Law and Practice, 2nd Edition, Informa, London, 2012, para 24-78). Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω, στην περίπτωση πλοίων που τα βαρύνει υποθήκη, δεν εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 62 Μ.I.A. 1906, έτσι ώστε για τη θεμελίωση δικαιώματος αποζημιώσεως για τεκμαρτή ολική απώλεια ενυπόθηκου ασφαλισμένου πλοίου να απαιτείται προηγούμενη δήλωση εγκατάλειψης αυτού προς στους ασφαλιστές, καθώς, αν υπάρχει οτιδήποτε να εγκαταλειφθεί, η υποθήκη και μόνον δεν αποκλείει τη δυνατότητα του ασφαλιστή να επωφεληθεί της προς αυτόν εγκαταλείψεως του πλοίου [βλ. σχετ. υπ’ αριθ. πρωτ. 336/14-9-2022 Νομική Πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, από 11-11-2021 γνωμοδότηση (advice) του ειδικού στο δίκαιο της ασφάλισης, της ναυτιλίας, του διεθνούς εμπορίου, των επενδύσεων και των τραπεζικών συναλλαγών Άγγλου δικηγόρου (Barrister) Peter Macdonald Eggers QC, Arnould Law of Marine Insurance and Average, 20th ed. – 2021, par 30-15, Suez Fortune Investments Ltd v Talbot Underwritting Ltd [2015] EWHC 42 (Comm) (2015) 1 Lloyd’s Rep. 651, par 12 – 13, Rose on Marine Insurance and Practice, 2nd ed, par. 24.78, άπαντα προσκομιζόμενα με επίκληση από την εκκαλούσα – εναγόμενη].

16. Με βάση τα παραπάνω, το δικαίωμα της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας να αξιώσει αποζημίωση για τεκμαρτή ολική απώλεια (C.T.L.) κάτω από το ασφαλιστήριο, και εάν υποτεθεί ότι η πλωτή δεξαμενή ήταν C.T.L, είχε ως προηγούμενο αναγκαίο όρο (condition precedent) την υποβολή μιας δήλωσης εγκατάλειψης (Ν.Ο.Α.) με εύλογη επιμέλεια μετά τη λήψη αξιόπιστης πληροφόρησης για τεκμαρτή ολική απώλεια. Όμως η περιγραφόμενη στη σκέψη 13 της παρούσας δήλωση εγκατάλειψης (Ν.Ο.Α.) αυτής, που έλαβε χώρα στις 19-10-2015, ήτοι έξι περίπου μήνες αφότου η ίδια η πλοιοκτήτρια δηλώνει ότι αφίχθηκε στο συμπέρασμα ότι η πλωτή δεξαμενή ήταν τεκμαρτή ολική απώλεια (C.Τ.Ι.) με βάση το συμπέρασμα της από 15-4-2015 έκθεσης του τεχνικού συμβούλου της ……… και εννέα περίπου μήνες από τη βύθισή της, δεν επιδόθηκε με εύλογη επιμέλεια (with reasonable diligence) στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ. 3 του Μ.Ι.Α. 1906. Εξάλλου, η εκ μέρους της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας κοινοποίηση τον Απρίλιο 2015 στην εναγόμενη της προαναφερθείσας τεχνικής έκθεσης …….. δεν αποτελεί, με βάση την άνω διάταξη, έγγραφη και σαφή ειδοποίηση εγκατάλειψης (Ν.Ο.Α.) ως προς την πρόθεσή της να εγκαταλείψει άνευ όρων την πλωτή δεξαμενή, αφού δεν συνοδεύονταν από την κατά νόμο υποχρεωτική σαφή ειδοποίηση εγκατάλειψης της πλωτής δεξαμενής στην εναγόμενη και από αξίωση απ’ αυτήν αποζημίωσης στη βάση της τεκμαρτής ολικής απώλειας. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει εν προκειμένω ο προηγούμενος άνω αναγκαίος όρος του εφαρμοστέου αγγλικού δικαίου, ο οποίος, κατά τα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθ. 4 άνω νομική σκέψη, αποτελεί αφενός αναβλητική αίρεση και αφετέρου διαδικαστική προϋπόθεση που πρέπει να τηρηθεί για τη γένεση του δικαιώματος της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας για αποζημίωση για ολική τεκμαρτή απώλεια και για την ενάσκηση της αντίστοιχης αξίωσής της και κατ’ επέκταση και της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας τράπεζας ως ενυπόθηκης δανείστριας με «consideration» στο ασφάλισμα, λαμβανομένου υπόψη και του ότι, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 50 Μ.Ι.Α. 1906 και 136 L.P.Α. 1925, κάθε απαίτηση ενυπόθηκης δανείστριας μετά από νόμιμη εκχώρηση σ’ αυτήν, δεν μπορεί να είναι καλύτερη από την απαίτηση του εκχωρητή, επειδή το συμφέρον της πρώτης προκύπτει από τον τελευταίο, ενώ το ίδιο συμβαίνει και επί εκχωρήσεων επιείκειας  [Guest, Insurance Law, 4th ed. 2021, par. 7-01, William Pickersgrill & Sons Ltd v London & Provincial Marine & General Insurance Co Ltd (1912) 3KB, 614)]. Εξάλλου, το γεγονός ότι η άνω πλωτή δεξαμενή ήταν υποθηκευμένη δεν αποτελεί έγκυρο λόγο για να παραμεριστεί η υποβολή ειδοποίησης εγκατάλειψης (Ν.Ο.Α.) δυνάμει του άρθρου 62 παρ. 7 του Μ.Ι.Α. 1906, καθώς η υποθήκη και μόνο δεν αποκλείει τη δυνατότητα της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας να επωφεληθεί της προς αυτήν εγκατάλειψης της πλωτής δεξαμενής ως τεκμαρτής ολικής απώλειας, σύμφωνα με την ανωτέρω (υπ’ αριθ. 15) νομική σκέψη. Σε άλλη κρίση δεν άγεται το Δικαστήριο από την αναφερόμενη στην εκκαλουμένη, αγγλική απόφαση Bayview Motors Ltd v Mitsui Marine & Fire Insurance Co Ltd (2002) Lloyd’s Rep. 652, ενόψει του ότι αυτή αφορά πραγματικά περιστατικά ανόμοια με αυτά της υπό κρίση υπόθεσης. Συγκεκριμένα, η άνω απόφαση αφορά αυτοκίνητα κατασχεμένα από τις τελωνειακές αρχές, τα οποία στη συνέχεια βρέθηκαν στην κατοχή τελωνειακών υπαλλήλων και μελών των οικογενειών τους (και όχι στα χέρια του ασφαλισμένου) και των οποίων κρίθηκε από το Δικαστήριο (Queen’s Bench Division / Commercial Court / Mr Justice David Steel), μετά από την εξέταση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε, ότι το κόστος ανάκτησης της κυριότητάς τους με πολυετείς και πολυδάπανους δικαστικούς αγώνες θα υπερέβαινε την αξία τους, ενώ δεν υπήρχαν προοπτικές επιτυχούς και αποτελεσματικής εκτέλεσης των αποφάσεων για την ανάκτησή τους. Μάλιστα, το άνω Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν ήταν αναγκαία η δήλωση εγκατάλειψης των πραγμάτων που βρίσκονταν στην κυριότητα, νομή και κατοχή  τρίτων, που αρνούνταν να τα αποδώσουν, όχι με βάση το άρθρο 62 παρ. 7  Μ.Ι.Α. 1906 αλλά με βάση το άρθρο 60 παρ. 2 του ιδίου νόμου. Συνακόλουθα, η άνω απόφαση δεν δύναται να τύχει εφαρμογής στην προκείμενη υπόθεση, λαμβανομένου υπόψη και του αγγλικού νομικού δόγματος (doctrine) «each case will turn on its facts» (κάθε υπόθεση κρίνεται βάσει των δικών της πραγματικών περιστατικών) (ACT Court of Appeal – Jancevski v WR Engineering Pty Ltd [2018] ACT CA 34). Συνεπώς, μη αποδειχθέντος ότι υποβλήθηκε από την ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια δήλωση εγκατάλειψης (ΝΟΑ) με εύλογη επιμέλεια (εντός εύλογου χρόνου), η ενάγουσα τράπεζα / ενυπόθηκη δανείστρια της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας δεν δικαιούται να αξιώνει αποζημίωση για τεκμαρτή ολική απώλεια (CΤΙ) κάτω από το ασφαλιστήριο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι, αν και η δήλωση εγκατάλειψης της πλωτής δεξαμενής ως τεκμαρτής ολικής απώλειας έγινε από την ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια με 6μηνη καθυστέρηση, κατά παράβαση της δέουσας επιμέλειας (62 παρ. 3 Μ.Ι.Α. 1906), στη συγκεκριμένη περίπτωση τούτο δεν ασκεί επιρροή, επειδή δεν απαιτείτο δήλωση εγκατάλειψης προς θεμελίωση δικαιώματος ασφαλιστικής αποζημίωσης της πλοιοκτήτριας για τεκμαρτή ολική απώλεια λόγω της συνδρομής του άρθρου 62 παρ. 7 Μ.Ι.Α. 1906 (που αποκλείει τη δυνατότητα του ασφαλιστή ενυπόθηκου πλοίου να επωφεληθεί της προς αυτόν εγκατάλειψης) και στη συνέχεια δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά το ανωτέρω κεφάλαιο και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα ως ασφαλιστική αποζημίωση για τεκμαρτή ολική απώλεια το συνολικό ποσό των 700.000,00 ευρώ, εντόκως κατά τις γενόμενες διακρίσεις, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη του άρθρου 62 παρ. 7 Μ.Ι.Α. 1906, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της. Πρέπει, συνεπώς, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς την άνω διάταξή της με την οποία κρίθηκε βάσιμη η αξίωση ασφαλιστικής αποζημίωσης της ενάγουσας ποσού 700.000,00 ευρώ για τη βασική κάλυψη «Hull & Machinery» για τεκμαρτή ολική απώλεια, να κρατηθεί η υπόθεση ως προς το κεφάλαιο αυτό από το Δικαστήριο τούτο και να απορριφθεί η αγωγή κατά το σχετικό κονδύλι ως αβάσιμη κατ’ ουσία.

17. Κατά το άρθρο 78 Μ.Ι.Α. 1906 « Όταν το ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιλαμβάνει όρο περί εναγωγής και μόχθου, η υποχρέωση που έχει αναληφθεί με του όρο αυτό θεωρείται συμπληρωματική της ασφαλιστικής σύμβασης και ο ασφαλισμένος μπορεί να αξιώσει από τον ασφαλιστή οποιοσδήποτε δαπάνες τις οποίες δεόντως πραγματοποίησε σύμφωνα με τον όρο, ανεξαρτήτως εάν ο ασφαλιστής έχει καταβάλει για ολική απώλεια ή εάν υπάρχει εγγύηση ότι το αντικείμενο της ασφάλισης είναι ελεύθερο ειδικής αβαρίας είτε ολικά είτε κατωτέρω ενός ποσοστού. 2. Ζημίες και εισφορές γενικής αβαρίας και δαπάνες διάσωσης, όπως ορίζονται στην παρούσα, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αξίωσης σύμφωνα με τον όρο εναγωγής και μόχθου. 3. Δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν προς το σκοπό αποτροπής ή μείωσης οποιοσδήποτε ζημίας που δεν καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αξίωσης σύμφωνα με τον όρο εναγωγής και μόχθου. 4. Αποτελεί καθήκον του ασφαλισμένου και των προστηθέντων του, σε κάθε περίπτωση, να λάβουν εύλογα μέτρα προς το σκοπό αποτροπής ή μείωσης οποιοσδήποτε ζημίας». Σκοπός του άνω όρου εναγωγής και μόχθου (sue & labour) είναι να ενθαρρύνει τον ασφαλισμένο να λάβει εύλογα μέτρα ώστε να αποτρέψει ή ελαχιστοποιήσει τον ασφαλισμένο κίνδυνο. Ως εκ τούτου, με τον όρο αυτό οι ασφαλιστές δεσμεύονται να πληρώσουν αναλογικά κάθε δαπάνη που πραγματοποιήθηκε. Κάθε τέτοια δαπάνη θα πρέπει 1) να πραγματοποιήθηκε εύλογα, 2) η προσπάθεια να ανάγεται στο πρόσωπο του ασφαλισμένου ή των προστηθέντων του και 3) ο σκοπός της δαπάνης να ήταν να αποτρέψει την απώλεια του αντικειμένου. Το δικαίωμα του ασφαλισμένου να αξιώσει τη δαπάνη δεν εξαρτάται από την επιτυχία του να αποτρέψει την απώλεια. Συνεπώς, δαπάνες που αξιώνονται σύμφωνα με τον όρο εναγωγής και μόχθου (στη συνήθη μορφή του) θα πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) αναφορικά με τον αιτιώδη σύνδεσμο τους, πρέπει να προέκυψαν κατά κάποιο τρόπο από το περιστατικό του ασφαλισμένου κινδύνου, β) αναφορικά με το σκοπό τους, πρέπει να πραγματοποιήθηκαν για το σκοπό της αποτροπής ή ελαχιστοποίησης ζημίας η οποία διαφορετικά θα καλυπτόταν από τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, και γ) αναφορικά με το χαρακτήρα τους, θα πρέπει να πραγματοποιήθηκαν εύλογα κατά ή σε σχέση με την άμυνα, τη διασφάλιση ή την ανάκτηση του ασφαλισμένου αντικειμένου και πρέπει επίσης να υπήρξαν ασυνήθεις ή έκτακτες ή το αποτέλεσμα ασυνήθους ή έκτακτης εργασίας (Ozlem Gurses, Marine Insurance Law, 2nd. ed, 2015, p. 240). Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δαπανών διάσωσης (salvage charges), εναγωγής και μόχθου (sue & labour) και της γενικής αβαρίας (general average) είναι λεπτή, αλλά διακριτή, και, για το σκοπό αυτό, το άρθρο 65 παρ. 2 Μ.Ι.Α. 1906 ορίζει ότι τα τέλη διάσωσης δεν περιλαμβάνουν «….τα έξοδα των υπηρεσιών στη φύση της διάσωσης που παρέχεται από τον ασφαλισμένο ή τους αντιπροσώπους του, ή οποιοδήποτε πρόσωπο που απασχολείται απ’ αυτούς με σκοπό την αποτροπή ενός ασφαλισμένου κινδύνου». Τέτοια έξοδα, όπου δεόντως πραγματοποιήθηκαν, μπορούν να ανακτηθούν ως ιδιαίτερες επιβαρύνσεις ή ως γενική αβαρία, ανάλογα με τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκαν. Το άρθρο 65 παρ. 2 Μ.Ι.Α. 1906 περιλαμβάνεται στον Μ.Ι.Α. 1906 μετά την απόφαση Aitchison v Lohre (1879) 4 App Cas 755, όπου κρίθηκε ότι η αμοιβή για διάσωση δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στην έννοια των εξόδων εναγωγής και μόχθου. Το σκεπτικό πίσω από την απόφαση ήταν ότι η ρήτρα εναγωγής και μόχθου σε ένα ασφαλιστήριο δεν προορίζεται να συμπεριλάβει την πραγματική διάσωση. Η ρήτρα εναγωγής και μόχθου έχει εισαχθεί προς όφελος του ασφαλιστή, στο βαθμό που έχει σκοπό να ενθαρρύνει τον πλοιοκτήτη να αποτρέψει ή να ελαχιστοποιήσει τις απώλειες και στη συνέχεια να αποζημιωθεί για τέτοια έξοδα που πραγματοποίησε. Επομένως, η ρήτρα εναγωγής και μόχθου είναι διακριτή από την πραγματική διάσωση και συνήθως λαμβάνει τη μορφή της μίσθωσης βοήθειας, η οποία στη συνέχεια είναι ανακτήσιμη μέσω ιδιαίτερης χρέωσης. Επίσης, σε αντίθεση με τη δαπάνη για πραγματική διάσωση, η οποία αποτελεί την αμοιβή που επιδικάζεται από το δικαστήριο για υπηρεσίες διάσωσης που παρέχονται ως εθελοντική πράξη στη βάση «no cure, no pay» (όχι θεραπεία, όχι πληρωμή»), η δαπάνη εναγωγής και μόχθου είναι μια έκτακτη δαπάνη που πραγματοποιείται για την πρόληψη ή την ελαχιστοποίηση της απώλειας. Είναι εντελώς διακριτή από τη δαπάνη για πραγματική διάσωση και, επειδή εκείνοι στους οποίους οφείλεται η δαπάνη εναγωγής και μόχθου ενεργούν ως πράκτορες του ασφαλισμένου, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι η δαπάνη αυτή είναι εθελοντική. Κατά κύριο λόγο η δαπάνη αυτή είναι το καθήκον του ασφαλισμένου, στο πλαίσιο ενός συμβολαίου θαλάσσιας ασφάλισης, να ενεργεί με υπεύθυνο τρόπο (in a responsible manner), διασφαλίζοντας ότι αποτρέπεται ή ελαχιστοποιείται η απώλεια ή η ζημιά στο ασφαλισμένο αντικείμενο και με αυτόν τον τρόπο μειώνεται η ευθύνη του ασφαλιστή. Έτσι, οποιαδήποτε αξίωση για δαπάνη εναγωγής και μόχθου αντιπροσωπεύει μια δαπάνη που έχει πραγματοποιηθεί προς όφελος του ασφαλιστή και μια τέτοια αξίωση μπορεί να ανακτηθεί χωριστά και ανεξάρτητα από άλλες μερικές ζημίες, υπό τη μορφή ιδιαίτερης χρέωσης. Τα έξοδα που προκύπτουν για δαπάνη εναγωγής και μόχθου είναι ανακτήσιμα επιπρόσθετα των άλλων αξιώσεων για ζημιά ή απώλεια και εξαιτίας τούτου, μια τέτοια αξίωση μπορεί να προστεθεί στην κύρια απαίτηση, ακόμη και αν η ασφαλισμένη αξία του συμβολαίου μπορεί στη συνέχεια να ξεπεραστεί. (https//lawexplorers.com/partial-loss – 2/ Maritime Law, 2015, Chapter 18, “Salvage, general average and Sue & Labour”, όπου και λεπτομερής αναφορά σε σχετική νομολογία Αγγλικών Δικαστηρίων).

18. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η ενάγουσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 78 Μ.Ι.Α. 1906, αφενός απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το κονδύλι συμπληρωματικής αποζημίωσης με βάση την ενσωματωμένη στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ρήτρα εναγωγής και μόχθου (sue & labour) ποσού 300.000,00 ευρώ (για εύλογες δαπάνες της πλοιοκτήτριας για να μειώσει τη ζημία, τις οποίες οφείλει ως αμοιβή στη διασώστρια εταιρία «………….» η οποία ανέλκυσε και απομάκρυνε την πλωτή δεξαμενή από το λιμάνι της Λεμεσού) και αφετέρου ενέταξε μειωμένο ποσό 50.000,00 ευρώ από το άνω κονδύλι στο κονδύλι αποζημίωσης για τεκμαρτή ολική απώλεια. Ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος: α) κατά το πρώτο μέρος του, διότι γίνεται με αυτόν επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, ενώ το άνω κονδύλι συμπληρωματικής αποζημίωσης απορρίφθηκε πρωτόδικα ως ουσιαστικά αβάσιμο (π.ρ.β.λ. Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, υπ’ άρθρο 520, αριθ. 1078, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2003, παρ. 542.6, σ. 222, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 1995, υπ’ άρθρο 520, αριθ. 40, σ. 263)  και β) κατά το δεύτερο μέρος του, διότι το Δικαστήριο τούτο  ήδη εξαφάνισε την εκκαλουμένη ως προς τη διάταξή της με την οποία κρίθηκε βάσιμη κατ’ ουσία η αξίωση αποζημίωσης της ενάγουσας για τεκμαρτή ολική απώλεια και απέρριψε το κονδύλι αυτό ως αβάσιμο κατ’ ουσία. Σε κάθε περίπτωση, κατά το πρώτο μέρος του ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος και ως μη νόμιμος, διότι, όπως παρουσιάζονται οι επικαλούμενες δαπάνες εναγωγής και μόχθου (ηθελημένα έξοδα για ανέλκυση και διάσωση της προ πολλού βυθισθείσας πλωτής δεξαμενής, τα οποία η ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια θα μπορούσε να είχε αποφύγει εάν εγκατέλειπε την πλωτή δεξαμενή στην εναγόμενη ως πραγματική ολική απώλεια και εισέπραττε απ’ αυτήν το αντίστοιχο ασφάλισμα), δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως εύλογο μέτρο συνετού ασφαλισμένου, αιτιωδώς συνδεόμενο προς το σκοπό αποτροπής ή ελαχιστοποίησης του (μόνου) καλυπτόμενου κινδύνου της ολικής απώλειας της πλωτής δεξαμενής προς όφελος της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, αλλά ως ηθελημένα έξοδα για την πραγματική διάσωση (ανέλκυση και ανάκτηση απ’ αυτήν) της πλωτής δεξαμενής  στη βάση «no cure, no pay», τα οποία όμως δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αξίωσης εναγωγής και μόχθου (sue & labour), κατ’ άρθρο 78 παρ. 4 Μ.Ι.Α. 1906, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθ. 18 άνω νομική σκέψη.

19. Κατόπιν τούτων, απορριπτέα τυγχάνουν αμφότερα τα κονδύλια της αγωγής [για ασφαλιστική αποζημίωση για τεκμαρτή ολική απώλεια (C.T.L.) και για δαπάνες εναγωγής και μόχθου (sue & labour)] και πρέπει, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων των άνω συνεκδικαζόμενων εφέσεων: Α) Να απορριφθεί η Β έφεση της ενάγουσας ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της, να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και να διαταχθεί και η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του προκαταβληθέντος από την ενάγουσα ηλεκτρονικού παράβολου άσκησης έφεσης  (άρθρο 495 παρ. 3 Γ’ εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και Β) Να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η Α έφεση της εναγόμενης και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Α.Π. 1279/2004, ΕλλΔνη 2005, 141, Εφ.Πειρ. 218/2022, Εφ.Πειρ. 147/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πατρ. 50/2020, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), αναγκαία δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, που θα καθοριστεί εξαρχής. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και να απορριφθεί η από 10-12-2018 αγωγή στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), τα οποία θα υπολογιστούν σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α Ν. 4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1iγ’ του ιδίου Κώδικα, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, επειδή η Α έφεση της εναγόμενης γίνεται δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση σ’ αυτήν του προκαταβληθέντος παράβολου άσκησης έφεσης  (άρθρο 495 παρ. 3 Γ’ εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α και Β εφέσεις.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Ι. Απορρίπτει κατ’ ουσία τη Β έφεση.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην άνω έφεση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των προκαταβληθέντων από την ανωτέρω εκκαλούσα παράβολων άσκησης έφεσης, συνολικού ποσού εκατόν ογδόντα (180,00) ευρώ και δη των υπ’ αριθ. …  και ….., σειράς Α, παράβολων ΤΑ.Χ.ΔΙΚ, ποσού εξήντα (60,00) ευρώ εκάστου, του υπ’ αριθ. …….. παράβολου Δημοσίου, σειράς Α, ποσού σαράντα (40,00) ευρώ και του υπ’ αριθ. …….. παράβολου Δημοσίου, σειράς Α, ποσού είκοσι (20,00) ευρώ.             

ΙΙ. Δέχεται κατ’ ουσία την Α έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 1053/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί και δικάζει επί τοις ουσίας την υπόθεση που αφορά τις αναφερθείσες στο σκεπτικό από 10-12-2018 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./10-12-2018 αγωγή και από 17-12-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../18-12-2018 ανακοίνωση δίκης.

Απορρίπτει την άνω αγωγή.

Καταδικάζει την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα στην Α έφεση του με κωδικό ………….. ηλεκτρονικού παράβολου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 16-2-2023 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 2 Μαρτίου  2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

         Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ