Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 49/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης   49 /2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………… που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αντώνιο Ανούστη και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης εταιρίας ……………….., ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης εταιρίας ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο, Αλεξάνδρα Λίνα.

Η εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.12.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../31.12.2015 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 816/2018 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την έκανε δεκτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με την από 16.5.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./17.5.2019 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../13.10.2020 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην δικάσιμο 3.6.2021, κατά την οποία αναβλήθηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 16.5.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./17.5.2019 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……/13.10.2020 έφεση του εκκαλούντος, …………., που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 816/2018 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την εναντίον του από 31.12.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/31.12.2015 αγωγή της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» και ήδη «……….» και τον διακριτικό τίτλο «………», που εδρεύει στο ……… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………….», ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της ενάγουσας, στις 17.4.2019, στον εναγόμενο, συντασσομένης της υπ’αριθμ…….΄/17.4.2019 εκθέσεως επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών, …………, που προσκομίζεται από την ενάγουσα-εφεσίβλητη, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 17.5.2019, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία, η οποία έχει ήδη απορροφηθεί, λόγω συγχώνευσης, από την εταιρία με την επωνυμία «…………» και ήδη «………», στην από 31.12.2015 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της μη διαδίκου ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στον Πειραιά, εξέδωσε μια τραπεζική επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, όπως λεπτομερώς εκτίθενται τα στοιχεία της, σε διαταγή της, η οποία ήταν λευκή, ως προς την χρονολογία έκδοσης της, για την εξασφάλιση της εξόφλησης του τιμήματος των αγορασθέντων από την εκδότρια εταιρεία ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών της για τον εφοδιασμό του πλοίου της «ΠΑ», χορηγώντας στην ενάγουσα λήπτρια την εξουσιοδότηση να συμπληρώσει την επιταγή κατά το παραπάνω ελλείπον αυτής στοιχείο, σε περίπτωση υπέρβασης του συμφωνημένου χρόνου εξόφλησης των σχετικών τιμολογίων, θέτοντας, ως ημερομηνία έκδοσης, οποιαδήποτε μετά την παρέλευση πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης σχετικής έγγραφης ειδοποίησης, εν γνώσει του, τόσο κατά το χρόνο εκδόσεως όσο και κατά το χρόνο πληρωμής των επιταγών, ότι η εκδότρια εταιρεία δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια παρά της πληρώτριας Τράπεζας, ότι εξαιτίας αυτού του λόγου δεν πληρώθηκε η εν λόγω επιταγή, κατά την εμπρόθεσμη και νομότυπη εμφάνιση της απ’αυτήν, ως νόμιμη κομιστή, γεγονός που βεβαιώθηκε επί του σώματος της επιταγής, αφότου αυτή συμπληρώθηκε, κατά τα συμφωνηθέντα, μετά την άπρακτη παρέλευση της ταχθείσης προθεσμίας με την από 1.7.2014 εξώδικη όχληση της ενάγουσας για την πληρωμή του ποσού των ανεξόφλητων τιμολογίων ανερχομένου σε 918.280,21 ευρώ, πλέον τόκων και ότι από την παράνομη και υπαίτια πράξη του εναγομένου ζημιώθηκε συνολικά το ποσό των 981.709,18 ευρώ κατά κεφάλαιο και τόκους. Ακολούθως, όπως παραδεκτά περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της σε εν μέρει αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επανέλαβε με τις προτάσεις της, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει, ως αποζημίωση, το ποσό των 300.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του να της καταβάλει επιπλέον το ποσό των 681.709,18 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, να απαγγελθεί κατά του εναγομένου, λόγω της αδικοπραξίας, προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικασθεί στη δικαστική της δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ακολούθως, την έκανε δεκτή, ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 300.000 ευρώ και αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του να της καταβάλει επιπλέον το ποσό των 681.709,18 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και με απαγγελία προσωπικής κράτησης εναντίον του διαρκείας οκτώ (8) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του ο εναγόμενος για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 79 Ν.5960/1993, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 ΝΔ 1325/1972, 914 επ., 297 και 298 του ΑΚ, προκύπτει ότι εκείνος  που εκδίδει επιταγή εις διαταγήν, εν γνώσει του ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα, είτε κατά το χρόνο εκδόσεως είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, ζημιώνει παράνομα τον κομιστή από τη μη πληρωμή  της επιταγής κατά την εμφάνιση της. Δηλαδή, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 79 Ν.5960/1933, η οποία χαρακτηρίζει την πράξη αυτή του  εκδότη της επιταγής ποινικό αδίκημα, εισάγεται απαγορευτικός κανόνας δικαίου. Αρκεί  για το υποκειμενικό στοιχείο, ο εκδότης να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενο, την έλλειψη των διαθεσίμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, στοιχειοθετείται παράλληλα και η αναγκαία για την αστική ευθύνη από αδικοπραξία παράνομη και υπαίτια πράξη εκείνου, που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, από την οποία (πράξη) προξενείται, κατ’ αιτιώδη συνάφεια, στο νόμιμο κομιστή της επιταγής, η ζημία από τη μη είσπραξη του ποσού, που ενσωματώνει, κατά το χρόνο εμφανίσεως της προς πληρωμή και έτσι γεννιέται η ευθύνη εκείνου για αποζημίωση τούτου με ποσό ίσο με αυτό της επιταγής. Επομένως, ο εκδότης της επιταγής υποχρεούται σε αποζημίωση του κομιστή, αφού η διάταξη  έχει θεσπιστεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής, το οποίο συνίσταται στη μη διάψευση της εμπιστοσύνης του στην επιταγή, ως μέσον πληρωμής, κατά το χρόνο της εμφανίσεως της προς πληρωμή. (ΑΠ 1380/2013 ΔΕΕ 2014, 256, ΑΠ 1565/2013 ΕΕμπΔ 2014, 132, ΑΠ 495/2010 ΝοΒ 2011, 302). Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση (ισόποση με την αξία της επιταγής) από το άρθρο 914 του ΑΚ, η οποία προϋποθέτει το έγκυρο της εκδοθείσας επιταγής (ΑΠ 740/2001 δημ.“Νόμος”), συρρέει με την αξίωση από επιταγή από το άρθρο 40 του Ν.5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να επιλέξει ποια αγωγή θα ασκήσει, με τον περιορισμό ότι η ικανοποίηση της μιας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση και της άλλης. Στοιχεία της αγωγής προς αποζημίωση, είναι η ύπαρξη ζημίας του δικαιούχου, η οποία προκαλείται υπαίτια με την έκδοση της επιταγής, χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα  κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής αυτής και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας του κομιστή και παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη. Σε περίπτωση που ασκείται αγωγή από αδικοπραξία εξαιτίας εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, ο ενάγων μπορεί να ζητήσει αποζημίωση, όχι μόνο για το ποσό της επιταγής, αλλά και για κάθε άλλη ζημία που υπέστη από τη σε βάρος του αδικοπραξία του εκδότη της επιταγής καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης (ΟλΑΠ 30/2003 ΝοΒ 52, 957, ΑΠ 1380/2013 ΔΕΕ 2014, 256, ΑΠ 1676/2008 ΕλΔνη 2011, 453, ΑΠ 12/2007 ΑρχΝ 2007, 713, ΑΠ 281/2003 ΕλΔνη 45, 442, ΑΠ 1442/2003 ΕλΔνη 46, 773, ΕφΠειρ 332/2018). Για την θεμελίωση της αγωγής από αδικοπραξία απαιτείται ο ενάγων να επικαλεσθεί ότι ο εκδότης-εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή αυτή δόλια, δηλαδή ενώ γνώριζε ότι δεν είχε αντίστοιχα με την αξία της διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά τον χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής και ότι η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός προθεσμίας οκτώ ημερών (ΑΠ 687/2010). Δεν είναι στοιχείο της εξ αδικήματος αγωγής, η βεβαίωση της μη πληρωμής της επιταγής με διαμαρτυρικό ή με έγγραφη δήλωση του πληρωτή, γραφόμενη επί του τίτλου, ή με δήλωση γραφείου συμψηφισμού, πράγμα που επιβάλλεται με βάση το άρθρο 40 Ν.5960/1933 για την εξ επιταγής αγωγή (ΑΠ 571/2010, ΑΠ 577/2010, ΕφΑθ 2372/2011 δημ.“Νόμος”) .

Περαιτέρω, από το άρθρο 71 του ΑΚ προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων, που κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 του ΑΚ το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν τη βούληση του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως ευθύνεται και αυτό εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο. Ειδικότερα, στην ανώνυμη εταιρία, όπως και στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης, οι διοικούντες αυτήν δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για τα χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη τους προσωπικά από αδικοπραξία, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία ή ΕΠΕ κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (ΑΚ 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τούτων. Έτσι στην περίπτωση εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από το νόμιμο εκπρόσωπο κεφαλαιουχικής εταιρείας, στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας, η υποχρέωση προς αποζημίωση του κομιστή της επιταγής βαρύνει, τόσο το νόμιμο εκπρόσωπο που υπέγραψε την επιταγή εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρίσματος κατά το χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής, όσο και το ίδιο το νομικό πρόσωπο, αφού όπως προεκτέθηκε, η αστική ευθύνη του νόμιμου αντιπροσώπου, που είναι και ποινικά υπεύθυνος (άρθρο 79 Ν.5960/1933), είναι αυτοτελής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 εδ. β ΑΚ, έναντι εκείνης του νομικού προσώπου. (ΑΠ 1565/2013, ΕφΑθ 3835/2009 ΔΕΕ 2010, 1205, ΕφΠειρ 332/2018, ΕφΠειρ 119/2015, ΕφΘεσ 279/2012 – “Νόμος”).

Εξάλλου, ο κομιστής της επιταγής μπορεί μαζί με την αγωγή από το αδίκημα να σωρεύσει και αίτημα προσωπικής κρατήσεως κατά του εναγομένου εκδότη της επιταγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία δεν καταργήθηκε ούτε περιορίστηκε από το άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα (ΑΠ 60/2001 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 25/2000 ΕλΔνη 41, 712), που  κυρώθηκε με τον Ν.2462/1997 και αποτελεί διάταξη κανόνα υπέρτερης νομικής βαθμίδας, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγει δε διακωλυτικό κανόνα ως προς την απαγγελία προσωπικής κρατήσεως κατά εμπόρου για εμπορικές απαιτήσεις, όταν η μη εξόφληση των συμβατικών υποχρεώσεων του οφείλεται αποκλειστικά σε οικονομική αδυναμία αυτού, χωρίς να επηρεάζει τη δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης για αξιώσεις από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 23/2005). Το εν λόγω αίτημα είναι νόμιμο, καθόσον αφορά στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας ή στο διαχειριστή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, ο οποίος είναι ο εκδότης της επιταγής, διότι η εξαίρεση της παρ. 3 του άρθρου 1047 ΚΠολΔ, αναφέρεται στην απαγόρευση προσωπικής κρατήσεως των εκπροσώπων ΑΕ ή ΕΠΕ για χρέη εμπορικά ή από δικαιοπραξία, που βαρύνουν το νομικό πρόσωπο και όχι για χρέη από αδικοπραξία, που βαρύνουν το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, έστω και αν αυτό τέλεσε την αδικοπραξία στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (ΑΠ 271/2015, ΑΠ 1353/2011, ΑΠ 136/2010, ΑΠ 157/2010, ΑΠ 418/2007 ΝοΒ 55, 1168, ΑΠ 775/2006 ΔΕΕ 2006, 1045, ΑΠ 838/2002 ΧΡΙΔ 2002, 690, ΑΠ 133/2001 ΕλΔνη 2001, 699, ΕφΠειρ 822/2014, ΕφΑΘ 3961/2006 ΔΕΕ 2006, 277, ΕφΑΘ 1609/2002 ΕλΔνη 43, 1468). Οι ανωτέρω διατάξεις δεν αντίκεινται στα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1-4, 7 παρ. 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας με την προσωπική κράτηση του οφειλέτη προβλέπεται με νόμο και δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Διότι ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντ.), πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία, η οποία είναι απαραβίαστη, αλλά, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του Συντάγματος, επιτρέπεται να ορίζονται με νόμο περιορισμοί στο εν λόγω δικαίωμα, που μπορεί να φθάνουν και στη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (ΑΠ 495/2010, ΑΠ 1/2009, ΕφΠειρ 219/2015, ΕφΠειρ 73/2012, ΕφΑθ 2161/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω επί αδικοπραξίας για τη θεμελίωση του εν λόγω αιτήματος αρκεί η επίκληση στην αγωγή και η απόδειξη της σχετικής απαίτησης και δεν απαιτείται η επίκληση και άλλων στοιχείων, όπως για παράδειγμα η αφερεγγυότητα του οφειλέτη. Η αποδοχή της προσωπικής κράτησης, όπως σε κάθε αδικοπραξία, είναι δυνητική και εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει ή όχι την προσωπική κράτηση του οφειλέτη, ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως και να καθορίσει τη διάρκεια της, αρκεί να αποδειχθεί η απαίτηση. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου προσδιορίζεται με βάση ορισμένα ουσιαστικά κριτήρια και ιδίως, ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξεως και τις συνέπειες της, το βαθμό του πταίσματος του εναγομένου, τη φερεγγυότητα του, την απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των διαδίκων (φυσικών προσώπων) και γενικά, τις ιδιαίτερες συνθήκες και λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 25/2000 ΕλΔνη 41, 712, ΑΠ 152/2000 ΕλΔνη 41, 712, ΑΠ 343/95 ΕΕΝ 64, 280, ΑΠ 1070/93 ΕλΔνη 35, 1579, ΕφΠειρ 74/2014, Εφθεσ 1311/2008 Αρμ 2009, 1532, ΕφΠειρ 29/2007, ΕφΑΘ 116/2007 ΝοΒ 2007, 1606, ΕφΑθ 6182/2003 ΕλΔνη 45, 859). Eκ των ανωτέρω συνάγεται ότι επί αδικοπρακτικής ευθύνης δεν θα πρέπει να απαλλάσσεται από την προσωπική του κράτηση ο οφειλέτης, που από αδυναμία δεν εκπληρώνει τη χρηματική του υποχρέωση (ΑΠ 257/2008, ΑΠ 857/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2897/2010 ΔΕΕ 2011, 78).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της έφεσης του ο εκκαλών παραπονείται για την μη απόρριψη του αιτήματος προσωπικής κράτησης του, ως αορίστου, λόγω μη αναφοράς στην αγωγή περιστατικών περί της δυνατότητας του να εξοφλήσει την επίδικη απαίτηση και της νομικής ή πραγματικής αδυναμίας της ενάγουσας να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του. Ο κρινόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την θεμελίωση του παρεπόμενου αιτήματος για την προσωπική κράτηση του εναγομένου, ως εκπροσώπου της εκδότριας εταιρείας της επίδικης ακάλυπτης επιταγής, ένεκα αδικοπρακτικής του ευθύνης, η επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών περί της οικονομικής δυνατότητας του ή αδυναμίας του να εκπληρώσει την υποχρέωση του και του ατελέσφορου ή άκαρπου της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένο και νόμιμο το σχετικό αίτημα, δεν παρέλειψε παρά τον νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, απορριπτομένου του συναφούς τέταρτου λόγου της έφεσης, που αποδίδει στην εκκαλουμένη την εν λόγω πλημμέλεια, καθώς επίσης παραβίαση της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 1047 παρ.1 ΚΠολΔ, ως ουσιαστικά αβασίμου.

IV. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως των διαδίκων, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως κάθε μάρτυρα και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «.……..» και με διακριτικό τίτλο «…….», είχε ως αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας, μεταξύ άλλων, την εμπορία πετρελαιοειδών προϊόντων για τον ανεφοδιασμό πλοίων. Δυνάμει της υπ’αριθ.πρωτ. 17992/30.8.2016 απόφασης του Αντιπεριφερειάρχη του Βορείου Τομέα Αθηνών, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. με αριθμό καταχώρισης ……/31.8.2016, εγκρίθηκε η συγχώνευση με απορρόφηση της παραπάνω εταιρίας από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……..» και με διακριτικό τίτλο «……..», η οποία, κατόπιν τροποποίησης του σχετικού άρθρου του καταστατικού της, μετονομάστηκε σε «………..» και ήδη φέρει την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «………». Ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, ………, με την ιδιότητα, κατά τον κρίσιμο χρόνο, του νομίμου εκπροσώπου της μη διαδίκου ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στον Πειραιά, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «ΠΑ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……, εξέδωσε στις 19.9.2011 στον Πειραιά, στο όνομα και για λογαριασμό της εκπροσωπουμένης, ως άνω, ναυτικής εταιρίας και σε διαταγή της ήδη απορροφηθείσης ενάγουσας εταιρίας «……..», την υπ’ αριθ. …….-. επιταγή, ποσού 1.500.000 ευρώ, η οποία ήταν πληρωτέα στον υπ’αριθ…………… τραπεζικό λογαριασμό, που η εκδότρια εταιρία τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., υπέρ της οποίας μάλιστα τριτεγγυήθηκε, θέτοντας την επωνυμία της ενάγουσας λήπτριας στην θέση του σε διαταγή δικαιούχου, το ποσό της επιταγής, την υπογραφή του επί της σφραγίδας της ως άνω μη διαδίκου ναυτικής εταιρίας στη θέση του εκδότη και του τριτεγγυητή και την παρέδωσε στην ενάγουσα ηθελημένα λευκή, ως προς την ημερομηνία έκδοσης, για την εξασφάλιση της εμπρόθεσμης πληρωμής του τιμήματος των αγοραζομένων προϊόντων της ενάγουσας και εν γένει οποιασδήποτε απαίτηση της σε βάρος της εκδότριας από την εμπορική συνεργασία τους εφοδιασμού του πλοίου της εκδότριας με ναυτιλιακά καύσιμα και λιπαντικά. Η έγγραφη από 19.9.2011 συνοδευτική της παράδοσης της ανωτέρω επιταγής επιστολή της εκδότριας προς την ενάγουσα λήπτρια, την οποία η τελευταία αποδέχθηκε, περιλάμβανε την χορήγηση ανέκκλητης εντολής στη λήπτρια να τη συμπληρώσει μόνη της, θέτοντας ως ημερομηνία έκδοσης οποιαδήποτε ημερομηνία μετά την παρέλευση πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης έγγραφης σχετικής ειδοποίησης για την οφειλή από την πώληση καυσίμων ή/και άλλων λιπαντικών προϊόντων, σε περίπτωση υπέρβασης του συμφωνημένου χρόνου πληρωμής οποιουδήποτε τιμολογίου, ο οποίος είχε συμφωνηθεί να γίνεται εντός 45 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης των σχετικών προϊόντων, ή/και σε περίπτωση υπέρβασης του πιστωτικού ορίου, το οποίο συμφωνήθηκε στο ποσό του 1.500.000 ευρώ. Επίσης, κατά την ως άνω συμφωνία, σε περίπτωση που η λήπτρια εισέπραττε με την επιταγή ποσό που υπερέβαινε το οφειλόμενο, κατά κεφάλαιο και τόκους, αυτή αναλάμβανε την υποχρέωση να αποδώσει το υπερβάλλον ποσό στη μη διάδικο ναυτική εταιρία ή να το καταθέσει στον τραπεζικό της λογαριασμό. Ακολούθως, στις 2.7.2014 η «…………» επέδωσε στην «………» και τον εναγόμενο, με τις ιδιότητες της εκδότριας και του τριτεγγυητή αντίστοιχα, την από 1.7.2014 εξώδικη όχληση – δήλωση – πρόσκληση, με την οποία τους καλούσε, εντός τριών ημερών από την επίδοση, να της καταβάλουν εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των 981.255,83 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε σε ληξιπρόθεσμη οφειλή της ενάγουσας αγοράστριας από τα αναγραφόμενα στον συνημμένο πίνακα, κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους, ανεξόφλητα τιμολόγια πώλησης και παράδοσης ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών στο ανωτέρω πλοίο της, συνολικού ποσού 918.280,21 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας μέχρι 30.6.2014, ποσού 62.975,62 ευρώ. Με το ίδιο εξώδικο η ενάγουσα «…………….» δήλωσε, ότι σε περίπτωση μη καταβολής του οφειλόμενου ποσού εντός της ταχθείσας προθεσμίας, θα συμπλήρωνε την παραπάνω αναφερόμενη επιταγή ως προς το ελλείπον στοιχείο της, αναγράφοντας ως χρονολογία έκδοσης την έκτη εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία επίδοσης του εξωδίκου και θα την εμφάνιζε για πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα για να εισπράξει το οφειλόμενο σ’αυτήν ανωτέρω ποσό, καθώς και ότι θα κατέθετε το υπόλοιπο, κατά τα συμφωνηθέντα. Μετά την άπρακτη παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας, η ενάγουσα συμπλήρωσε την επίδικη επιταγή, ως προς τη ημερομηνία έκδοσης, με βάση τη συμφωνία της με την εκδότρια, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο, αναγράφοντας ως ημερομηνία έκδοσης την 10.7.2014 και ακολούθως, ως νόμιμη κομιστής, την εμφάνισε νομίμως και εμπροθέσμως αυθημερόν προς πληρωμή, εντούτοις όμως αυτή δεν πληρώθηκε, ελλείψει αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων βεβαιωμένου τούτου στο σώμα της επιταγής, όπως προκύπτει από την αντίστοιχη βεβαίωση των αρμοδίων υπαλλήλων της πληρώτριας τράπεζας. Από τη μη πληρωμή της επίδικης επιταγής η ενάγουσα υπέστη περιουσιακή ζημία, ανερχόμενη κατά κεφάλαιο στο ποσό των 918.280,21 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας εκ 63.428,97 ευρώ μέχρι την ημερομηνία εμφάνισης της και συνολικά σε 981.709,18 ευρώ. Στη συνέχεια, με βάση την παραπάνω επιταγή, κατόπιν της από 29.12.2014 αίτησης της ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας, εκδόθηκε η υπ’αριθ……./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στρεφόμενη σε βάρος της εκδότριας εταιρίας, για το ποσό των 709,18 ευρώ, πλέον τόκων από την επομένη εμφάνισης της, πλην του κονδυλίου των τόκων και εξόδων. Ο εναγόμενος εξέδωσε την επίμαχη λευκή, ως προς την ημερομηνία έκδοσης, επιταγή μολονότι γνώριζε με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της εκδότριας, ότι ήταν αδύνατο να εξασφαλίσει τα αντίστοιχα χρηματικά κεφάλαια για την πληρωμή της, έστω και κατά τον μεταγενέστερο χρόνο συμπλήρωσης της και εμφάνισης της προς πληρωμή, καθόσον η ως άνω εκπροσωπούμενη από τον ίδιο ναυτική εταιρία αντιμετώπιζε, κατά τον επίδικο χρόνο της πραγματικής έκδοσης της επιταγής, σοβαρά οικονομικά προβλήματα, με κύρια συνέπεια την έλλειψη ρευστότητας προς εξόφληση των εμπορικών χρεών της, όπως προκύπτει από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, γεγονός, που παραδέχεται και ο ίδιος ο εναγόμενος υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι αυτός ήταν και ο δικαιολογητικός λόγος έκδοσης και παράδοσης της επιταγής στην ενάγουσα εταιρεία πετρελαιοειδών, προκειμένου να συνεχίσει να εφοδιάζεται το πλοίο με ναυτιλιακά καύσιμα και λιπαντικά με πίστωση, ούτως ώστε να δύναται να εκτελεί τα δρομολόγια του και να αποτραπεί η μετά βεβαιότητας επερχόμενη σε διαφορετική περίπτωση οικονομική καταστροφή της εκπροσωπούμενης απ’αυτόν ναυτικής εταιρείας. Ενόψει των ανωτέρω, ο αρνητικός ισχυρισμός του εναγομένου περί του δόλου του για την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση του στο ότι δεν μπορούσε να προβλέψει την αδυναμία πληρωμής της ένδικης επιταγής κατά το χρόνο της εμφάνισης της, ένεκα της επικαλούμενης απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών μεταξύ του χρόνου, που εκδόθηκε και παραδόθηκε η επίδικη λευκή επιταγή και του χρόνου που συμπληρώθηκε, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον τα δυσμενή γεγονότα, ως προς την οικονομική πορεία της εκδότριας εταιρείας, δεν διαδραματίστηκαν αίφνης μετά τον χρόνο της πραγματικής έκδοσης της επίμαχης επιταγής, ούτε ήταν απρόβλεπτα, αντίθετα, κατά τον κρίσιμο εκείνο χρόνο, αυτός γνώριζε τη γέννηση τους και την οικονομική δυσπραγία της εταιρείας του και συνεπώς, μπορούσε βάσιμα να προβλεφθεί από τον εναγόμενο το γεγονός της μη πληρωμής της επιταγής, κατά τον χρόνο εμφάνισης της, που το αποδέχθηκε, ως ενδεχόμενο, μη στοιχειοθετουμένης απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών, η δε γνώση της ενάγουσας περί των οικονομικών προβλημάτων της εκδότριας εταιρείας, δεν αίρει την υπαιτιότητα του εναγομένου-εκκαλούντος εκπροσώπου της στην έκδοση της εν λόγω ακάλυπτης επιταγής, όπως αβασίμως υπολαμβάνει. Από την προεκτιθέμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου-εκκαλούντος προξενήθηκε, κατ’ αιτιώδη συνάφεια, ζημία της ενάγουσας εταιρείας, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 981.709,18 ευρώ.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε την κατάφαση των απαιτουμένων για τη θεμελίωση της αποδιδομένης σε βάρος του αδικοπρακτικής ευθύνης προϋποθέσεων, με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών του, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του περί μη συνδρομής του στοιχείου του δόλου στο πρόσωπο του, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Περαιτέρω, ο εναγόμενος-εκκαλών ισχυρίζεται ότι η ένδικη επιταγή παραδόθηκε στην αντίδικο του χάριν εγγύησης και συνεπώς, είναι παρεπόμενη της βασικής σχέσης από τις μεταξύ τους αγοραπωλησίες ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών, που ανάγονται στα έτη 2011 έως 2013 και, ως εκ τούτου, η ένδικη αξίωση συνωδά με τις απαιτήσεις από τις κύριες συμβάσεις πώλησης, έχει υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή  του άρθρου 289 αριθ. 3 ΚΙΝΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 291 ΚΙΝΔ, η οποία συμπληρώθηκε στις 31.12.2014, ήτοι πριν την επίδοση της ένδικης αγωγής. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού η επίδικη τραπεζική επιταγή εκδόθηκε και παραδόθηκε στην ενάγουσα, ως μέσο εξασφάλισης των απαιτήσεων της από τις συναφθείσες με την εταιρεία του εναγομένου πωλήσεις πετρελαιοειδών προϊόντων, χάριν καταβολής του τιμήματος των αγορασθέντων καυσίμων και λιπαντικών, ώστε, σε περίπτωση μη εξόφλησης των σχετικών τιμολογίων, να επιτευχθεί μέσω της εμφάνισης και πληρωμής της επιταγής, η άμεση είσπραξη των οφειλών της εκδότριας εταιρείας από τις εξασφαλισμένες με την έκδοση του αξιογράφου απαιτήσεις της ενάγουσας και δεν συνιστά σύμβαση εγγύησης, όπως χαρακτηρίζεται από τον εναγόμενο, κατ’εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό, που όμως ανάγεται στην εξουσία του Δικαστηρίου να αποδώσει τον ορθό, χωρίς να υφίσταται δέσμευση από τον προβαλλόμενο από τους διαδίκους χαρακτηρισμό. Εξάλλου, η ένδικη αξίωση για αποζημίωση σε βάρος του εναγόμενου, η οποία βασίζεται στην εκτιθέμενη αδικοπρακτική του συμπεριφορά, που συνιστά το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη έναντι της αξίωσης από τη βασική σχέση, με αποτέλεσμα να υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, η οποία προδήλως δεν έχει συμπληρωθεί κατά την έγερση της αγωγής, ούτε βέβαια συμπληρώθηκε εκκρεμούσης της δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την προβαλλομένη από τον εναγόμενο ένσταση παραγραφής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του δεύτερου λόγου της έφεσης του, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Περαιτέρω, ενόψει του ύψους της απαίτησης, της βαρύτητας της αδικοπραξίας και των συνεπειών της, των συνθηκών τέλεσης της, του βαθμού υπαιτιότητας του εναγομένου, της μη ύπαρξης εμφανών περιουσιακών στοιχείων του μη επιβαρημένων με βάρη υπέρ προνομιούχων απαιτήσεων τρίτων υπερβαινόντων την αξία τους, της εν γένει συμπεριφοράς του και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος του αδικοπραγήσαντος εναγομένου, προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, αναφορικά με την καταψηφιστική της διάταξη, διάρκειας οκτώ (8) μηνών. Η αναγκαιότητα της επιβολής του μέτρου της προσωπικής κράτησης και από την άποψη του χρόνου διάρκειας της, δεν έρχεται σε αντίθεση με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, καθόσον τελεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνιστά μέτρο όχι απλώς πρόσφορο, αλλά απολύτως αναγκαίο για την ικανοποίηση της επιδικαζόμενης απαίτησης, απορριπτομένων των πρωτοδίκως προβαλλομένων ισχυρισμών του εναγομένου, που επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί νομικής και ουσιαστικής αβασιμότητας του αιτήματος της προσωπικής του κράτησης, ένεκα έλλειψης δόλου τέλεσης εκ μέρους του του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αντίθεσης της στις επιταγές του Συντάγματος και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ μέτρου και σκοπού, λόγω οικονομικής του αδυναμίας καταβολής του χρέους, ως ουσιαστικά αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, ως προς την αναγκαιότητα και την διάρκεια της προσωπικής κράτησης του εναγομένου,  ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και, ως εκ τούτου, αντικαθισταμένης της αιτιολογίας με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), οι αποδιδόμενες με τον τρίτο λόγο της έφεσης στην εκκαλουμένη πλημμέλειες περί παραβίασης της διάταξης του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα, που όμως δεν είναι εφαρμοστέα και της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 1047 παρ.1 ΚΠολΔ, που είναι εφαρμοστέα, καθώς και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, κρίνονται απορριπτέες, ως ουσιαστικά αβάσιμες, αφού τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πληρούν το πραγματικό της εφαρμοζομένης αυτής διάταξης.

V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα για την άσκηση της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στον εκκαλούντα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.816/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου κατά την άσκηση της.

Επιβάλλει στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά  στις  23 Ιουνίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω συνταξιοδότησης της Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρου τους στις 24 Ιανουαρίου  2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ