Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 101/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  101/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:

Των καλούντων εφεσιβλήτων εναγομένων: 1) …………. 2)  ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………», 3) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», 4) …………, 5) …………., 6) ……………, 7) ………….., 8) ………., 9)   εταιρείας με την επωνυμία «…………….», 10) εταιρείας με την επωνυμία «…………», 11) εταιρείας με την επωνυμία «……………», 12) εταιρείας με την επωνυμία «………….», 13) εταιρείας με την επωνυμία «…………..»,  14) της εταιρείας με την επωνυμία ««………..», 15) εταιρείας με την επωνυμία «……………», 16) της εταιρείας με την επωνυμία «…………..»,και 17) της εταιρείας  με την  επωνυμία «………..», …………… εκ των οποίων οι πρώτος, δεύτερη, τρίτη, δέκατη τρίτη, δέκατη τέταρτη και δέκατη έβδομη εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Χαλιακόπουλο, οι τέταρτη, ένατη δωδέκατη, δέκατη πέμπτη και δέκατη έκτη εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αργύριο Γιαννόπουλο και οι πέμπτος, έκτος, έβδομη, όγδοη, δέκατη και ενδέκατη εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Διακογιάννη.

Των καθ’ων η κλήση εκκαλουσών εναγουσών: 1) εταιρείας με την επωνυμία «………..» (πρώην «……………..»), 2) .εταιρείας με την επωνυμία «…………» (πρώην «…………..»), οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Παναγιώτη Βρυώνη και Κωνσταντίνο Πλιάτσικα.

Οι ενάγουσες και ήδη καθ’ων η κλήση αλλοδαπές εταιρείες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 25.8.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./2011) αγωγή τους, την οποία άσκησαν ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Οι ίδιες ενάγουσες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 20.6.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../2012) αγωγή τους, την οποία άσκησαν ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου.

Επί των εν λόγω αγωγών εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.6178/2013 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αυτές, απορρίφθηκαν αμφότερες εν μέρει ως αόριστες και εν μέρει ως ουσία αβάσιμες.

Οι εναγόμενες, ως εν όλω ηττηθείσες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 25.11.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./25.11.2015 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./25.11.2015 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους.

Επί της ανωτέρω έφεσης εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.297/2018 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, και, αφού κρατήθηκαν και συνεκδικάσθηκαν οι αγωγές, απορρίφθηκαν αυτές, κατά το μέρος που είχαν απορριφθεί πρωτοδίκως ως ουσία αβάσιμες, ως αόριστες.

Την αναίρεση της ανωτέρω απόφασης ζήτησαν τινές εκ των εναγομένων  – εφεσιβλήτων με την από 26.11.2018 αίτησή τους και τους από 4.2.2020 πρόσθετους λόγους αυτής, εκδοθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ. 497/2021 απόφασης του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η εν λόγω απόφαση κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της και παραπέμφθηκε η υπόθεση, ως προς το αναιρεθέν μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων, που δίκασαν.

Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς περαιτέρω συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο με την από 13.5.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../14.5.2021) κλήση των εναγομένων αμφοτέρων των αγωγών – εφεσιβλήτων, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου οι ανωτέρω πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο και αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο άρθρο 579 παρ.1 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι “αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ’ αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ’ αυτήν” και στο άρθρο του 581 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα ότι “η υπόθεση συζητείται (στο δικαστήριο της παραπομπής) μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση…”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναίρεσης που έγινε δεκτός, καθώς και αυτά που συνάπτονται, άρρηκτα, με εκείνα που αναιρέθηκαν. H έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει από κάθε αντίθετη γενική διατύπωση αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από την ίδια της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικά, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση, όπως και ως προς εκείνα που συνδέονται άρρηκτα με αυτά, τα οποία συναναιρούνται. Η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, τα οποία δεν προσβλήθηκαν με την αίτηση αναίρεσης ή εκείνα ως προς τα οποία απορρίφθηκαν οι λόγοι αναίρεσης. Ως προς αυτά τα κεφάλαια, ως προς τα οποία δεν αναιρέθηκε η απόφαση, αυτή παράγει δεδικασμένο, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (ΑΠ 1282/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), στα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης – όχι, δε, ως προς άλλα – καθώς και ως προς εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα, ως τέτοιων νοούμενων όσων αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαίτησης ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία, τα οποία συναναιρούνται. Επομένως, ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο, η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο, ενώ, ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης, διατηρείται το δεδικασμένο της. Η μερική αναίρεση αναφέρεται στο κεφάλαιο της απόφασης στο οποίο αφορά ο λόγος αναίρεσης που έγινε δεκτός και αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι δευτέρου βαθμού, η έφεση θα επανακριθεί μόνον ως προς το κεφάλαιο αυτό και δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται τα κεφάλαια που δεν αναιρέθηκαν, ως προς τα οποία, πλέον, η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη. Έτσι, το Δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να εξετάσει λόγους έφεσης, που αναφέρονται στα λοιπά κεφάλαια, ως προς τα οποία δεν αναιρέθηκε η απόφαση, διότι θα παραβίαζε το δεδικασμένο και συνεπώς η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (ΑΠ 251/2016, ΑΠ 738/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, όμως η διαδικασία πριν την αναιρεθείσα απόφαση ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. (ανάλογα του αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας). Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004, Δ 35.1171) αναγόμενο είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονομικό δίκαιο (βλ. ΑΠ 736/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Nόμος) και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ό,τι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (βλ. ΑΠ 129/2004, Δ 35.804). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999, ΕλλΔνη 41.51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτήν, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος). Συνακόλουθα, το δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνον τους λόγους έφεσης που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται, εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, δεν δεσμεύεται να κρίνει και διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό (ΑΠ 1343/2002, ΕΕργΔ 2003.725). Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΑθ 4924/2012, ΕφΛαρ 20/2013, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, όταν ορίζεται από το άρθρο 579 παρ.1 του ΚΠολΔ, ότι αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, προδήλως εννοεί τους διαδίκους που μετείχαν στην αναιρετική δίκη, μεταξύ των οποίων διεξάγεται κατά παραπομπή η νέα δίκη ενώπιον του Εφετείου. Δεν περιλαμβάνονται και οι διάδικοι εκείνοι οι οποίοι δεν μετείχαν  στην αναιρετική δίκη. Ως προς τους διαδίκους αυτούς υπάρχει δεδικασμένο από την τελεσίδικη απόφαση, η οποία μπορεί να έχει καταστεί και αμετάκλητη, διότι παρήλθε η προς άσκηση αναίρεσης προθεσμία του νόμου (βλ. σχετ. ΑΠ 1609/2017, ΑΠ 1131/2012, ΑΠ 81/2012, ΑΠ 1368/2010, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση οι καθ’ων η από 13.5.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ…………./14.5.2021) κλήση επαναφοράς της υπόθεσης προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αλλοδαπές εταιρείες άσκησαν ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς α) την από 25.8.2011 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………../2011) αγωγή τους, με την οποία ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, πρώτος, δεύτερη, τρίτη, ένατη, δέκατη, ενδέκατη, δωδέκατη, δέκατη τρίτη, δέκατη τέταρτη, δέκατη έκτη και δέκατη έβδομη των καλούντων, και μία ακόμη εταιρεία με την επωνυμία “…………………..”, μη διάδικος πλέον, έκαστος εξ αυτών εις ολόκληρον, να τους καταβάλουν, κατόπιν μερικού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος, το σε ευρώ ισότιμο κατά την ημέρα της πληρωμής του ποσού των 7.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής τους ζημίας και το ποσό των 200.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής και β) την από 20.6.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../2012) αγωγή τους σε βάρος των τέταρτης, πέμπτου, έκτου, έβδομης, όγδοης, δέκατης πέμπτης των καλούντων και ενός ακόμη φυσικού προσώπου (του μετέπειτα αποβιώσαντος ……………), με την οποία ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, καθένας εις ολόκληρον ενεχόμενος, να τους καταβάλουν, κατόπιν μερικού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος, το σε ευρώ ισότιμο κατά την ημέρα της πληρωμής του ποσού των 2.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. ως αποζημίωσή τους και το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο κάθε δικόγραφο εκτιθέμενα για την κατά νόμο θεμελίωση της ευθύνης των εναγομένων,  να απαγγελθεί κατά των εναγομένων – φυσικών προσώπων αμφοτέρων των αγωγών προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης της επ’αυτών εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Επί των ανωτέρω αγωγών εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 6178/2013 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού έγινε δεκτό ότι ως προς την δωδέκατη εναγόμενη της από 25.8.2011 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/2011) αγωγής εταιρεία με την επωνυμία “………” έλαβε χώρα παραδεκτά παραίτηση των εναγουσών από το αγωγικό δικόγραφο, με έγγραφο των τελευταίων, που κατατέθηκε στη γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου και επιδόθηκε στην προαναφερθείσα εναγόμενη και συνεκδικάσθηκαν οι αγωγές αυτές, απορρίφθηκαν αμφότερες ως αόριστες όσον αφορά την αξίωση των εναγουσών για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και ως κατ’ουσίαν αβάσιμες κατά τα λοιπά και καταδικάσθηκαν οι ηττηθείσες ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα. Κατά της ανωτέρω οριστικής απόφασης, η οποία στη συνέχεια διορθώθηκε με την υπ’αριθμ. 493/2014 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου ως προς τα στοιχεία ταυτότητας του πρώτου εναγομένου της από 25.8.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2011) αγωγής από το εσφαλμένο “……….” στο ορθό “…………”, άσκησαν οι ενάγουσες, ως εν όλω ηττηθείσες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, σε βάρος όλων των εναγομένων των προαναφερθεισών αγωγών, πλην της εταιρείας “.……….”, ως προς την οποία παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της από 25.8.2011 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./2011) αγωγής τους, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την από 25.11.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../25.11.2015 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με  αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./25.11.2015 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους, με την οποία, πλήττοντας την πρωτόδικη απόφαση για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο εφετήριο λόγους, οι οποίοι συνιστούσαν αιτιάσεις, που στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονταν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά την απόρριψη των αιτημάτων περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως αόριστων και των αιτημάτων περί καταβολής αποζημίωσης λόγω θετικής ζημίας ως κατ’ουσίαν αβάσιμων, ζητούσαν την εξαφάνιση της απόφασης αυτής, ώστε να γίνουν δεκτές οι αγωγές τους. Επί της ανωτέρω έφεσης εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 297/2018 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε, όσον αφορά τον δέκατο έκτο εφεσίβλητο …….….., ως προς τον οποίο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο παραδεκτά γνωστοποιήθηκε ο επισυμβάς στις 8.1.2014 θάνατός του και προσκομίσθηκε απόσπασμα της σχετικώς εκδοθείσης επί του γεγονότος αυτού ληξιαρχικής πράξης, χωρίς η ως άνω γνωστοποίηση να συνοδεύεται από δήλωση επανάληψης της δίκης από τα προς τούτο νομιμοποιούμενα πρόσωπα, ρητή ή σιωπηρή, ότι πρέπει να διακοπεί η εκκρεμής δίκη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 286 στοιχ.α΄ και 287 του ΚΠολΔ και μάλιστα ως προς αυτόν και μόνον, εφόσον, όπως επίσης έγινε δεκτό, μεταξύ των εναγομένων των αγωγών και πλέον τότε εφεσιβλήτων υφίσταται δεσμός απλής και όχι αναγκαίας ομοδικίας, δικάσθηκε η υπόθεση αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. Ακολούθως, με την αυτή ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι το αίτημα των αγωγών, επί των οποίων εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, ως εκ του τόπου επέλευσης της ένδικης εξ αδικοπραξίας ζημίας,  με το οποίο ζητείται η επιδίκαση σε ευρώ των αναφορομένων σε κάθε δικόγραφο ποσών δολαρίων Η.Π.Α., ως αποζημίωση, σύμφωνα με την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, δεν είναι νόμιμο, εφόσον πρόκειται για αγωγή αποκατάστασης ζημίας από αδικοπραξία, της ζημίας ειδικότερα συνισταμένης στην απώλεια ορισμένου χρηματικού ποσού, ενώ δεν είναι δυνατή η από το Δικαστήριο εκτίμηση του αιτήματος έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι σε αυτό περιλαμβάνεται ως έλασσον και το αίτημα προσδιορισμού αυτού με βάση την ισοτιμία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της απώλειας, καθόσον στις αγωγές “δεν προσδιορίζεται ειδικότερα ο χρόνος αυτής της απώλειας, αλλά γενικά αναφέρεται ότι αυτός συμπίπτει με το χρόνο διαπιστώσεως της ανυπαρξίας περιουσιακών στοιχείων του ………. στην Ελλάδα και της ματαιώσως της εις βάρος του αναγκαστικής εκτελέσεως, που όμως ούτε αυτός προσδιορίζεται”, με αποτέλεσμα οι αγωγές απορριπτέες να τυγχάνουν ως αόριστες, ενόψει της αοριστίας του αιτήματος εκάστης. Επισημάνθηκε επίσης από το παρόν Δικαστήριο στην αυτή ως άνω απόφασή του ότι, ανεξαρτήτως της προαναφερθείσας αοριστίας, οι αγωγές είναι αόριστες και ως προς την αξίωση των εναγουσών αλλοδαπών εταιρειών για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τους, διότι εκτίθεται μεν στο δικόγραφο της κάθε μίας ότι οι ενάγουσες υπέστησαν ηθική βλάβη από τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις των εναγομένων, πλην όμως δεν εξειδικεύεται το περιεχόμενο της βλάβης τους αυτής, δηλαδή δε συνδέεται με συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση. Ενόψει τούτων έγινε δεκτό ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τις αγωγές εν μέρει ως αόριστες και εν μέρει ως κατ’ουσίαν αβάσιμες, αντί, κατ’ορθή εφαρμογή του νόμου, να τις απορρίψει ως αόριστες στο σύνολό τους, δηλαδή και κατά το κεφάλαιό τους για αποζημίωση της θετικής ζημίας των εναγουσών, κατά το οποίο είχαν απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμες και, επομένως, ότι πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και κατ’ουσίαν (χωρίς ειδικό παράπονο, εφόσον δε χειροτερεύει η θέση των εκκαλουσών), να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση, να συνεκδικασθούν οι αγωγές και ν’ απορριφθούν ως αόριστες, καθώς και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων κρίθηκε δυσχερής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 179 του ΚΠολΔ. Κατά το διατακτικό της ανωτέρω απόφασης διεκόπη η δίκη ως προς τον αποβιώσαντα διάδικο, δικάσθηκε η υπόθεση αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, έγινε δεκτή η έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν, διατάχθηκε η επιστροφή στις εκκαλούσες – ενάγουσες του κατατεθέντος παραβόλου του ένδικου μέσου, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη, κρατήθηκαν και συνεκδικάσθηκαν οι αγωγές, οι οποίες απορρίφθηκαν και συμψηφίσθηκε μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Στη συνέχεια οι πρώτος, δεύτερη, τρίτη των καλούντων, εναγόμενοι της από 25.8.2011 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./2011) αγωγής και οι τέταρτη, πέμπτος, έκτος, έβδομη και όγδοη των καλούντων, εναγόμενοι της έτερης από 20.6.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./2012) αγωγής, άπαντες εφεσίβλητοι, ζήτησαν την αναίρεση της ανωτέρω απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου με την από 26.11.2018 αίτησή τους και τους από 4.4.2020 πρόσθετους λόγους αυτής, οι οποίοι κοινοποιήθηκαν στους ένατη, δέκατη, ενδέκατη, δωδέκατη, δέκατη τρίτη, δέκατη τέταρτη των καλούντων – εναγομένους της από 25.8.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./2011) αγωγής και στη δέκατη πέμπτη καλούσα – εναγόμενη της από 20.6.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/2012) αγωγής αντίστοιχα, επίσης εφεσίβλητους, που δεν παρέστησαν, επί των οποίων (αναίρεσης και πρόσθετων λόγων) εκδόθηκε η υπ’αριθμ.497/2021 απόφαση του Α1′ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Με την ανωτέρω απόφαση, αφού κρίθηκε ότι υπάρχει έννομο συμφέρον προς άσκηση αναίρεσης και αν η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη, ενώ, κατά τον αναιρεσείοντα εναγόμενο, αυτή έπρεπε να απορριφθεί ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη, με αποτέλεσμα στην προκειμένη περίπτωση, που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, με τον πρώτο λόγο της αίτησής τους, ότι οι  εναντίον τους δύο αγωγές των αναιρεσιβλήτων, κατά το κεφάλαιο και αίτημα αυτών περί αποζημίωσης των θετικών ζημιών τους από αδικοπραξία, εκπεφρασμένων σε αλλοδαπό νόμισμα, εσφαλμένως απορρίφθηκαν ως αόριστες, ενώ έπρεπε να απορριφθούν ως μη νόμιμες, να θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον τους προς άσκηση της αίτησης αναίρεσης, ακολούθως έγιναν δεκτά τα κάτωθι: Με το να δεχθεί, όμως, το Εφετείο, ότι οι ένδικες αγωγές, με το παραπάνω αίτημα, είναι αόριστες, γιατί δεν είναι δυνατή η εκτίμησή τους, από το Δικαστήριο, έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι σε αυτό (αίτημα) περιλαμβάνεται ως έλασσον και το αίτημα προσδιορισμού αυτού με βάση την ισοτιμία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της απώλειας, επειδή δεν προσδιορίζεται, σ’αυτές, ειδικότερα, ο χρόνος αυτής (απώλειας), υπέπεσε στην, βασίμως, αποδιδόμενη με τον πρώτο αναιρετικό λόγο πλημμέλεια, από τον αριθμό 14, εκτιμώμενο ως και από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Και τούτο διότι, οι ένδικες αγωγές, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα δεν είναι νόμιμες και ως τέτοιες έπρεπε να απορριφθούν, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, η συναλλαγματική ισοτιμία του αιτουμένου αλλοδαπού νομίσματος προς το ευρώ, κατά το χρόνο της πληρωμής δεν αποτελεί το “μείζον”, ώστε να περιλαμβάνεται σ’αυτό, ως “έλασσον”, εκείνη του χρόνου επαγωγής της επικαλούμενης ζημίας των ήδη αναιρεσιβλήτων, εναγουσών. Επομένως, ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος, που κρίθηκε βάσιμος, πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της, με το οποίο, οι ένδικες αγωγές, κατά τα κεφάλαιά τους περί αποζημιώσεως των ήδη αναιρεσιβλήτων, εναγουσών, για τις θετικές τους ζημίες, οφειλόμενες σε αδικοπραξία των ήδη αναιρεσειόντων, εναγομένων, απορρίφθηκαν ως αόριστες…Σημειουμένου εδώ ότι, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν θίγεται κατά το μέρος της, με το οποίο κρίθηκαν απορριπτέες, ως αόριστες, οι ένδικες αγωγές, ως προς τα κεφάλαιά τους, περί επιδικάσεως στις ήδη αναιρεσίβλητες, ενάγουσες χρηματικής ικανοποίησης, συνεπεία της επικαλούμενης ηθικής τους βλάβης, τα οποία και με την πρωτόδικη απόφαση είχαν απορριφθεί ομοίως. Στη συνέχεια, πρέπει η υπόθεση, κατά το μέρος της, που αναιρέθηκε, να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που τη δίκασε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός εκείνων, που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, κατά την παρ.3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ”. Συνεπώς, με την ανωτέρω απόφαση  του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η υπ’αριθμ. 297/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου μόνον ως προς αυτούς εκ των εφεσιβλήτων που άσκησαν αναίρεση και μόνον κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της αναιρετικής απόφασης μέρος της, ως προς το οποίο απώλεσε την ισχύ της και έπαψε να αποτελεί δεδικασμένο, ήτοι αυτό με το οποίο κρίθηκαν απορριπτέες οι αγωγές ως αόριστες ως προς τα κεφάλαιά τους περί επιδίκασης στις ενάγουσες – εκκαλούσες – αναιρεσίβλητες αποζημίωσης για την αποκατάσταση της θετικής τους ζημίας και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το ανωτέρω αναιρεθέν μέρος της,  προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, συγκροτηθησόμενο από άλλους Δικαστές από εκείνους, που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση. Επομένως, όσον αφορά τους υπόλοιπους εφεσίβλητους, που δεν άσκησαν αναίρεση, καθώς και το μέρος της ανωτέρω απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με το οποίο επίσης κρίθηκαν απορριπτέες οι αγωγές ως αόριστες ως προς τα κεφάλαιά τους περί επιδίκασης στις ενάγουσες χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που και με την πρωτόδικη απόφαση είχαν απορριφθεί ομοίως και ως προς το οποίο η εν λόγω απόφαση δεν αναιρέθηκε, υφίσταται δεδικασμένο, που δεσμεύει το Δικαστήριο τούτο ως το δικαστήριο της παραπομπής, ενώ η υπόθεση κατά το αναιρεθέν μέρος της θα συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εντός των ορίων που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση, κατόπιν αναβίωσης της εκκρεμοδικίας της έφεσης των ηττηθεισών εναγουσών, η οποία, συνακόλουθα, θα επανεκδικασθεί μόνον όσον αφορά το μέρος της εκκαλουμένης, με το οποίο απορρίφθηκαν οι αγωγές ως αόριστες ως προς τα κεφάλαιά τους περί καταβολής στις ενάγουσες αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής τους ζημίας. Ακολούθως άπαντες οι εφεσίβλητοι (πλην του αποβιώσαντος, ως προς τον οποίο η δίκη διεκόπη κατά τα προεκτεθέντα) με την από 13.5.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./14.5.2021) κλήση τους, που έστρεψαν κατά των εκκαλουσών – εναγουσών αλλοδαπών εταιρειών, εισήγαν την υπόθεση κατά το αναιρεθέν μέρος της προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ενόψει όμως όσων προεκτέθηκαν, η ανωτέρω κλήση επαναφοράς της ένδικης έφεσης των ηττηθεισών εναγουσών και ήδη καθ’ων η κλήση κατά της πρωτόδικης απόφασης παραδεκτά ασκήθηκε από τους πρώτο έως και όγδοη των καλούντων (εφεσιβλήτων – εναγομένων), οι οποίοι ως ασκήσαντες την αίτηση αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους αυτής σε βάρος της απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, μετείχαν στην αναιρετική δίκη, συνεπώς μεταξύ αυτών και των αναιρεσιβλήτων εκκαλουσών – εναγουσών και μόνον θα διεξαχθεί κατά παραπομπή η νέα δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εντός των ορίων που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση, ως προς τους οποίους και αναβίωσε η εκκρεμοδικία της έφεσης, ενώ όσον αφορά τους λοιπούς καλούντες (ένατη έως και δέκατη έβδομη) η κλήση απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη, διότι οι τελευταίοι δεν άσκησαν αναίρεση και δεν μετείχαν καθ’οιονδήποτε τρόπο στην αναιρετική δίκη, με αποτέλεσμα ως προς αυτούς να ισχύει το δεδικασμένο της εφετειακής απόφασης, που δεσμεύει και το παρόν Δικαστήριο ως το δικαστήριο της παραπομπής. Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω καλούντες δεν κατέστησαν διάδικοι στη δίκη ενώπιον του Αρείου Πάγου, στην οποία δεν παρέστησαν, εκ μόνης της κοινοποίησης προς αυτούς (πλην των δέκατης έκτης και δέκατης έβδομης) των δικογράφων της αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων, καθώς και ότι η άσκηση αναίρεσης από τους προαναφερθέντες εφεσίβλητους δεν είχε αποτέλεσμα και για τους λοιπούς μη ασκήσαντες το ένδικο αυτό μέσο και αδρανήσαντες ομοδίκους τους, διότι οι πλείονες εφεσίβλητοι συνδέονται με δεσμό απλής (άρθρο 74 του ΚΠολΔ) και όχι αναγκαίας (άρθρο 76 του ΚΠολΔ) ομοδικίας, ως εναχθέντες από αδικοπραξία, ενεχόμενοι εις ολόκληρον σε καταβολή των αιτουμένων χρηματικών ποσών αποζημίωσης (βλ. σχετ. ΑΠ 1353/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), με αποτέλεσμα οι πράξεις κάθε ομοδίκου να μην ωφελούν, ούτε να βλάπτουν τους άλλους, με την επιπρόσθετη επισήμανση ότι διάταξη αντίστοιχου περιεχομένου προς τη διάταξη του άρθρου 537 του ΚΠολΔ για την έφεση, που προϋποθέτει περισσότερους ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό διαδίκους, δεν έχει προβλεφθεί για την περίπτωση της αναίρεσης. Η δικαστική δαπάνη των καθ’ων η κλήση, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τις τελευταίες σχετικό αίτημα, θα επιβληθεί σε βάρος των ανωτέρω ένατης έως και δέκατης έβδομης των καλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 19 παρ.2 του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από το παρόν Δικαστήριο ως το δικαστήριο της παραπομπής εντός των ορίων της αναιρετικής απόφασης από 25.11.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../25.11.2015 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/25.11.2015 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των ηττηθεισών εναγουσών κατά της υπ’αριθμ. 6178/2013 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί των από 25.8.2011 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/2011) και από 20.6.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ…………/2012) αγωγών τους και με την οποία οι αγωγές αυτές, κατά το μέρος τους, που παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο, απορρίφθηκαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμες, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν στην κρινόμενη περίπτωση κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 25.11.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./25.11.2015) καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά στοιχεία επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης στις 28.11.2013 [όπως η ανωτέρω διάταξη ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), που εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε προ της 1ης.1.2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τις εκκαλούσες κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας, όπου διαπράχθηκε αυτό. Συνεπώς η έννομη σχέση, που δημιουργείται από τη διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο. Εντεύθεν παρέπεται, ότι, για τον υπολογισμό της ζημίας και την καταβολή της, κατ` άρθρο 914 του ΑΚ, αποζημίωσης, εφαρμόζονται τα άρθρα 297 εδαφ.α΄ και 298 του ΑΚ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 του ΑΚ και 6 παρ.1 του Ν. 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 του ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να την ζητήσει από 1.1.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της εξόφλησης. Οι διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν έγκυρη σε ξένο νόμισμα συμβατική οφειλή, εφαρμόζονται και στις αποζημιωτικές από ενδοσυμβατική ευθύνη αξιώσεις. Αντιθέτως, επί διεπομένων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, η αποζημίωση από τη γενόμενη (προς αποκατάσταση της ζημίας) δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος, είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ, κατά την ισοτιμία, που ίσχυε στο χρόνο επαγωγής της ζημίας. Εφόσον δε η ζημία συνίσταται σε απώλεια ξένων νομισμάτων, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και ο δανειστής δικαιούται να το ζητήσει μόνο σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) με βάση την αξία τον ξένου νομίσματος, κατά το χρόνο της απώλειας, δηλαδή της επαγωγής της ζημίας. Επομένως, η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση ξένου νομίσματος ως αποζημίωση από αδικοπραξία, εφόσον η ζημία συνίσταται στην απώλεια χρηματικού ποσού, σε αλλοδαπό νόμισμα, είναι μη νόμιμη, αν δεν ζητείται το ισάξιο αυτού σε ευρώ, σύμφωνα με την ισοτιμία, που ίσχυε κατά το χρόνο της απώλειας. Περαιτέρω, το αίτημα της αγωγής αυτής περί επιδίκασης του αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ με την κατά το χρόνο της πληρωμής συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων, δεν είναι “μείζον” και δεν νοείται, ως εκ τούτου, ότι συμπεριλαμβάνεται σ’αυτό, ως “έλασσον”, το αίτημα, περί επιδίκασης του αλλοδαπού νομίσματος με βάση την ισοτιμία του, με το ευρώ, κατά το χρόνο της απώλειας. Και τούτο, διότι, ενόψει της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού και του αλλοδαπού νομίσματος, η αξία του τελευταίου σε ευρώ μπορεί κατά το πρώτο χρονικό σημείο (απώλειας) να είναι όχι μόνο μεγαλύτερη αλλά και μικρότερη απ’ό,τι κατά το δεύτερο χρονικό σημείο (της πληρωμής), με συνέπεια, στην τελευταία περίπτωση, να μεταπίπτει το κρίσιμο αίτημα από “μείζον” σε “έλασσον” (ΑΠ 497/2021 αναιρετική απόφαση, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524 παρ. 1.525 παρ. I και 536 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, το Εφετείο, στο οποίο με την άσκηση της έφεσης μεταβιβάζεται η υπόθεση, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτή και τους προσθέτους λόγους, έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συνεπώς, μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο, αρκεί από το αποτέλεσμα αυτό να μην καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, χωρίς να συντρέξει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 536 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, επί έφεσης του ενάγοντος, όταν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και ο ενάγων παραπονείται για την κατ’ουσίαν απόρριψή της, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει ότι αυτή είναι νόμω αβάσιμη (AΠ 1472/2012 ΝοΒ 2013.760, AΠ 1778/2011 ΝοΒ 2011.982, AΠ 1436/2002 ΕλλΔνη 2004.774), εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή ως μη νόμιμη, και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου και τούτο γιατί η απόφαση αυτή είναι ευνοϊκότερη για τον εκκαλούντα από την προσβληθείσα (ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 2001.925). Στην περίπτωση αυτή, αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης αντί ως ουσιαστικά αβάσιμης, οδηγεί σε διάφορο κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό και η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανισθεί (ΑΠ 103/2001 ΕλλΔνη 42.714).

Στην κρινόμενη περίπτωση ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκήθηκαν από τις εκκαλούσες οι από 25.8.2011 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./2011) αγωγή τους σε βάρος των ένδεκα πρώτων εφεσιβλήτων και η από 20.6.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../2012) αγωγή τους σε βάρος των λοιπών επτά εφεσιβλήτων δωδέκατης έως και δέκατης όγδοης (επισημαίνεται ότι ως προς τον δέκατο έκτο εφεσίβλητο η δίκη διεκόπη λόγω της παραδεκτής γνωστοποίησης του θανάτου του στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της έφεσης, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η’αριθμ.297/2018 εν μέρει αναιρεθείσα απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που κατά το σχετικό μέρος της δεν εθίγη με την αναιρετική απόφαση), στις οποίες, κατά την κυριαρχική εκτίμηση των δικογράφων τους, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό τους περιεχόμενο και κατά τα κεφάλαια αυτών, κατά τα οποία η υπόθεση επανεξετάζεται, εντός των ορίων, που διεγράφησαν από την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου, εκτίθενται τα κάτωθι: Ότι οι ενάγουσες, εταιρείες, που εδρεύουν στην αλλοδαπή, κατά του πρώτου εναγομένου της πρώτης αγωγής έχουν, εκάστη εις ολόκληρον, χρηματική απαίτηση ύψους 86.850.012 δολαρίων ΗΠΑ, προερχόμενη από σύμβαση εγγγύησης, επιδικασθείσα σε βάρος του δυνάμει της από 18.7.2011 τελεσίδικης απόφασης του αγγλικού δικαστηρίου “High Court οf Justice” του Λονδίνου. Ότι για την ίδια απαίτηση, μετά από αίτησή τους, διαρκούσης της ανωτέρω δίκης στο βρετανικό δικαστήριο, εκδόθηκε, από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, η υπ’αριθμ.2147/2011 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία διέταξε τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του ανωτέρω οφειλέτη τους μέχρι του ποσού των 120.000.000 δολαρίων ΗΠΑ. Ότι, παρά τις έρευνες των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στην Ελλάδα, προκειμένου να ανευρεθούν περιουσιακά στοιχεία τον ανωτέρω οφειλέτη τους ώστε αρχικά να τα δεσμεύσουν και στη συνέχεια να τα υποβάλουν σε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθεί κανένα. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να ματαιωθεί η ικανοποίηση της ανωτέρω απαίτησής τους, καθόσον είναι αδύνατη η εναντίον του οφειλέτη τους επίσπευση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, με συνέπεια να υποστούν ισόποση με την απαίτησή τους αυτή περιουσιακή ζημία. Ότι οι λοιπές εναγόμενες (πλην της έκτης ως προς την οποία παραιτήθηκαν από το δικόγραφο) της πρώτης των ανωτέρω αγωγών και η έβδομη εναγόμενη της δεύτερης αγωγής είναι, άλλες από αυτές, εξωχώριες και άλλες ενδοχώριες εταιρείες, των οποίων μέτοχοι και νόμιμοι εκπρόσωποι είναι, κατά περίπτωση, οι πρώτη έως και έκτος των εναγομένων της δεύτερης αγωγής – σύζυγος και συγγενικά πρόσωπα του πρώτου εναγομένου της πρώτης  αγωγής – οφειλέτη τους (πλην της όγδοης εξ αυτών της οποίας μέτοχος είναι ο ίδιος), ελεγχόμενες, όμως, στην πραγματικότητα απ’αυτόν, ο οποίος τις χρησιμοποιεί, κατά παράβαση των χρηστών ηθών, προκειμένου να αποκρύπτει σε αυτές τα περιουσιακά στοιχεία του, με πρόθεση τη βλάβη των δανειστών του, οι οποίοι έτσι αδυνατούν να ικανοποιήσουν με αναγκαστική εκτέλεση οποιαδήποτε σε βάρος του απαίτησή τους. Ότι τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα της δεύτερης αγωγής (η πρώτη είναι σύζυγος, οι δεύτερος και τρίτος τέκνα, η τέταρτη αδελφή και η έκτη μητέρα του πρώτου εναγομένου της πρώτης αγωγής), με πρόθεση συνέπραξαν στην πρόκληση της ανωτέρω βλάβης, καθόσον εμφανίζονται, είτε ως μέτοχοι είτε ως νόμιμοι εκπρόσωποι ή και τα δύο των ως άνω εταιρειών, γνωρίζοντας όμως ότι στην πραγματικότητα βασικός μέτοχος των εταιρειών είναι ο πρώτος εναγόμενος της πρώτης αγωγής, ο οποίος τις χρησιμοποιεί για να αποκρύπτει σε αυτές τα περιουσιακά του στοιχεία προς βλάβη των δανειστών του. Ότι οι ανωτέρω εναγόμενες εταιρείες αμφοτέρων των αγωγών είναι εικονικές καθόσον ουδεμία συναλλακτική δραστηριότητα παρουσιάζουν, αλλά έχουν συσταθεί αποκλειστικά και μόνον προς το σκοπό περιέλευσης στο πρόσωπό τους περιουσιακών στοιχείων, τα οποία στην πραγματικότητα έχουν κτηθεί από τον πρώτο εναγόμενο της πρώτης αγωγής και ανήκουν σε αυτόν. Άλλως επικουρικώς ότι, ακόμα κι αν κριθεί ότι η συμπεριφορά των εναγομένων εταιρειών δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη, εντούτοις, εξαιτίας της προαναφερόμενης αδικοπρακτικής, ως αντίθετης στα χρηστά ήθη, συμπεριφοράς του πρώτου εναγομένου της πρώτης αγωγής, ο οποίος χρησιμοποιεί τη νομική τους προσωπικότητα ως κάλυμμα για την άσκηση της ατομικής επιχειρηματικής του δραστηριότητας και επομένως είναι ο αληθής και βασικός μέτοχος αυτών, προκαλείται πλήρης σύγχυση μεταξύ της ατομικής περιουσίας του και της περιουσίας καθεμίας από τις εναγόμενες εταιρείες, με αποτέλεσμα οι περιουσίες τους να ταυτίζονται και έτσι να στερούνται οι εταιρείες αυτές νομικής προσωπικότητας και αυτοτέλειας, με συνέπεια την επέκταση της ευθύνης τους έναντι των εναγουσών για την επίδικη (εξ αδικοπραξίας) απαίτησή τους κατά του προαναφερόμενου οφειλέτη τους. Με την επίκληση των ανωτέρω και κατόπιν παραδεκτού μερικού περιορισμού του αιτήματος εκάστης αγωγής ζητούν με την πρώτη αγωγή να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι αυτής, έκαστος εις ολόκληρον, να τους καταβάλουν το ισότιμο σε ευρώ κατά την ημέρα της πληρωμής του ποσού των 7.500.000 δολαρίων ΗΠΑ ως αποζημίωσή τους για την αποκατάσταση ισόποσης περιουσιακής ζημίας τους, ειδικότερα συνισταμένης στο αντίστοιχο μέρος της επιδικασθείσας με την ως άνω τελεσίδικη αλλοδαπή δικαστική απόφαση, απαίτησής τους σε βάρος του πρώτου εναγομένου της πρώτης αγωγής, η ικανοποίηση της οποίας ματαιώθηκε, νομιμοτόκως από την επίδοσή της μέχρι την εξόφληση και με τη δεύτερη αγωγή να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι αυτής, έκαστος εις ολόκληρον, να τους καταβάλουν το ισότιμο σε ευρώ κατά την ημέρα της πληρωμής του ποσού των 2.500.000 δολαρίων ΗΠΑ, ως αποζημίωσή τους για την ίδια αιτία, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να απαγγελθεί σε βάρος των εναγομένων φυσικών προσώπων προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης επί των αγωγών απόφασης και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Επισημαίνεται ότι σε αμφότερες τις ανωτέρω αγωγές περιέχονται αιτήματα των εναγουσών για την επιδίκαση ποσών ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης, τα οποία απορρίφθηκαν ως αόριστα, τόσο με την πρωτόδικη απόφαση, όσο και με την αρχικά εκδοθείσα επί της έφεσης υπ’αριθμ.297/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία κατά το μέρος της αυτό δεν εθίγη με την αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου. Οι αγωγές όμως αυτές, όσον αφορά τα αιτήματά τους περί καταβολής στις ενάγουσες αποζημίωσης για την αποκατάσταση της προκληθείσης εξ αδικοπραξίας των εναγομένων περιουσιακής (θετικής) τους ζημίας, δηλαδή κατά το μέρος τους, κατά το οποίο η υπόθεση παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση και ως προς το οποίο και μόνον επανεξετάζεται, της αιτουμένης αποζημίωσης ειδικότερα συνισταμένης στο σε ευρώ ισότιμο κατά την ημέρα της πληρωμής του ποσού των 7.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. κατά την πρώτη αγωγή και του ποσού των 2.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. κατά τη δεύτερη αγωγή αντίστοιχα, δεν είναι αόριστες, όπως δέχθηκε το παρόν Δικαστήριο με την υπ’αριθμ. 297/2018 εκδοθείσα επί της έφεσης απόφασή του, αλλά μη νόμιμες, όπως έγινε δεκτό με την υπ’αριθμ. 497/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε κατά το μέρος της αυτό η εφετειακή απόφαση και η κρίση της οποίας (αναιρετικής απόφασης) επί του τοιουτοτρόπως με αυτήν επιλυθέντος ως άνω νομικού ζητήματος δεσμεύει το Δικαστήριο τούτο ως το δικαστήριο της παραπομπής, καθόσον επί διεπομένων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, όπως είναι και οι επίδικες, η αποζημίωση από τη γενόμενη προς αποκατάσταση της ζημίας δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ κατά την ισοτιμία, που ίσχυε στο χρόνο επαγωγής της ζημίας, και όχι στο χρόνο της πληρωμής, όπως ζητείται με τις αγωγές, με την επιπρόσθετη επισήμανση ότι η συναλλαγματική ισοτιμία του αιτουμένου αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ  κατά το χρόνο της πληρωμής δεν αποτελεί το «μείζον», ώστε να περιλαμβάνεται σ’αυτό ως «έλασσον» εκείνη του χρόνου επαγωγής της επικαλουμένης ζημίας των εναγουσών, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Συνεπώς, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε ότι οι αγωγές αυτές κατά τα ανωτέρω κεφάλαιά τους είναι νόμιμες, στη συνέχεια, κατόπιν εκτίμησης των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, τις απέρριψε ως κατ’ουσίαν αβάσιμες, αντί, κατ’ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, να τις απορρίψει ως μη νόμιμες. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και κατ’ουσίαν, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου από τις εκκαλούσες, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και χωρίς με τον τρόπο αυτό να καθίσταται χειρότερη η θέση των ανωτέρω, οι οποίες παραπονούνται για την κατ’ουσίαν απόρριψη της αγωγής τους ως προς τα εν λόγω αιτήματα, με την επισήμανση ότι δεν πρόκειται περί περίπτωσης αντικατάστασης αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, διότι οι συνέπειες της απόρριψης των αγωγών για άλλο λόγο και δη ως νόμω αβάσιμες είναι διαφορετικές από πλευράς δεδικασμένου, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας (άρθρα 522, 524 παρ.1, 525 και 536 του ΚΠολΔ), να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τους πρώτο έως και όγδοη των καλούντων – εναγομένους και ως προς το αναιρεθέν μέρος της, καθώς και ως προς την διάταξη των εξόδων αυτής (εκκαλουμένης) όσον αφορά τους ως άνω διαδίκους, τα οποία θα προσδιορισθούν από το παρόν Δικαστήριο εξαρχής συνολικά (ΑΠ 192/1998 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος) και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί η υπόθεση, ν’απορριφθούν οι ένδικες αγωγές ως μη νόμιμες. Λόγω δε της παραδοχής της έφεσης και κατ’ουσίαν πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στις εκκαλούσες του κατατεθέντος κατά την άσκηση του ένδικου μέσου παραβόλου τους (άρθρο 495 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, η δικαστική δαπάνη των ανωτέρω εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τους τελευταίους σχετικό αίτημα, θα επιβληθεί σε βάρος των εναγουσών λόγω της ήττας τους στην ουσία της υπόθεσης παρά την παραδοχή της έφεσής τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης αναφερόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από από 13.5.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………../14.5.2021) κλήση ως προς τους ένατη έως και δέκατη έβδομη των καλούντων.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των ανωτέρω καλούντων τη δικαστική δαπάνη των καθ’ων η κλήση, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 25.11.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../25.11.2015 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./25.11.2015 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 6178/2013 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τους πρώτο έως και όγδοη των καλούντων (πρώτο, δέκατη, ενδέκατη, δωδέκατη, δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο, δέκατο πέμπτο και δέκατη έβδομη των εφεσιβλήτων αντίστοιχα).

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επιστροφή στις εκκαλούσες του κατατεθέντος απ’αυτές παραβόλου του ένδικου μέσου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω απόφαση κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.

ΚΡΑΤΕΙ και συνεκδικάζει εξαρχής την υπόθεση επί των από 25.8.2011 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…./30.8.2011) και από 20.6.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/21.6.2012) αγωγών κατά το μέρος αυτό.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις ανωτέρω αγωγές.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγουσών τη δικαστική δαπάνη των πρώτου, ενδέκατης και δωδέκατης των εναγομένων της από 25.8.2011 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…../30.8.2011) αγωγής και των πρώτης, δεύτερου, τρίτου, τέταρτης και έκτης των εναγομένων της από 20.6.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/21.6. 2012) αγωγής, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των δέκα πέντε (15.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  30.6.2022

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής λόγω

Συνταξιοδοτήσεως και

Αναχωρήσεως η Πρόεδρος

Εφετών, Θεώνη Μπούρη

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, με άλλη σύνθεση, λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών, Σπυριδούλας Μακρή και λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου, Χαρίκλειας Σαραμαντή, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ και Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτες  και με Γραμματέα την Δήμητρα Πάλλα,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις  13.2.2023

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ