Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 102/2023

Αριθμός: 102/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Σοφία Καλούδη και Νικόλαο Κουτρούμπα, Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Εκκαλούντων: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …………., 2) ………… με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της άνω ανωνύμου εταιρείας, οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Γεωργία Σμυρναίου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Εφεσίβλητης:  Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «…….» (ΑΦΜ . Δ.Ο.Υ. …..), με την ιδιότητα της οιονεί καθολικής διαδόχου, λόγω απορροφήσεως της εταιρείας με την επωνυμία «….. ………», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Νικόλαο Καραντώνη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά των εκκαλούντων  την από 3.11.2017 (με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. ……/2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε με τη νέα τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η 5270/2018 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την από 30.10.2020, κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 30.10.2020, με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …/2020 έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 30.10.2020, με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …../2020, οπότε δικάσιμος ορίστηκε η 9.12.2021, από την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε από το πινάκιο για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση κατ’ άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ, όπως οι σχετικές διατάξεις εφαρμόζονται και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 498 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, από την αρχική δικάσιμο της 9.12.2021, η από 30.10.2020 (κατ………………θείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και του ……… κατά της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………» προς εξαφάνιση της 5270/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 3.11.2017 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …………/2017) αγωγή της νυν εφεσίβλητης κατά των νυν εκκαλούντων, δέχθηκε εν μέρει αυτή. Η παραπάνω έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης, όπως τούτο δεν αμφισβητείται και δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 5.12.2018, η δε έφεση ασκήθηκε στις 30.10.2020, δηλαδή πριν παρέλθει διετία από τη παραπάνω δημοσίευση της εκκαλουμένης. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ, εφαρμοζομένης της τακτικής διαδικασίας κι αφού για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί το με κωδικό …………. e-Παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, ποσού 150 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του παραπάνω παράβολου και την από 29.10.2020 βεβαίωση επιτυχούς εκτέλεσης πληρωμής της myAlpha Web).

Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ασκήθηκε η ως άνω από 3.11.2017 αγωγή της εφεσίβλητης κατά των εκκαλούντων με την οποία η πρώτη υποστήριζε ότι στις 10.2.2006 καταρτίσθηκε μεταξύ της δικαιοπαρόχου της, εταιρίας με την επωνυμία «…………..» ως πωλήτριας και της πρώτης εναγόμενης-εκκαλούσας ως αγοράστριας, με εγγυητή υπέρ της αγοράστριας εταιρίας τον δεύτερο εναγόμενο, το με ίδια χρονολογία ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης εξοπλισμού και παραχώρησης χρήσης μονάδας, δυνάμει του οποίου η πρώτη πώλησε στη δεύτερη τον αναφερόμενο αναλυτικά στην αγωγή πάγιο εξοπλισμό επιχείρησης ιχθυοκαλλιέργειας, ευρισκόμενης στη θέση κόλπου «………» .. …, με παρακράτηση κυριότητας. Ότι το τίμημα ορίστηκε στο ποσό των 597.000 ευρώ (πλέον ΦΠΑ), το οποίο πιστώθηκε και θα καταβαλλόταν σε 53 ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 11.000 ευρώ εκάστης και μίας των 14.000 ευρώ με αφετηρία την 31.3.2006, η δε καταβολή θα γινόταν στην ………. με στερητική αναδοχή χρέους της αγοράστριας για το ισόποσο υπόλοιπο του δανείου που είχε λάβει και όφειλε η πωλήτρια στην τράπεζα, ενώ ο ΦΠΑ θα καταβαλλόταν μέχρι τις 25.3.2006. Ότι σε περίπτωση μη τήρησης των όρων του συμφωνητικού και μεταξύ άλλων μη υπογραφής εντός 10 ημερών της σύμβασης στερητικής αναδοχής χρέους με την ……………… ή καθυστέρησης άνω των 3 δόσεων, η πωλήτρια είχε δικαίωμα συμβατικής υπαναχώρησης, χωρίς να υποχρεούται να επιστρέψει το καταβληθέν έως τότε τίμημα, το οποίο θα παρακρατείτο ως ποινική ρήτρα. Ότι η υπαναχώρηση θα παρήγαγε τα αποτελέσματά της εντός 5 ημερών από την υποβολή της έγγραφης δήλωσης αυτής, εκτός εάν η αγοράστρια μέσα στην προθεσμία αυτή εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της και το βεβαίωνε με εξώδικη δήλωσή της και επίδειξη των σχετικών παραστατικών. Ότι σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αυτής, η υπαναχώρηση θα παρήγαγε τα αποτελέσματά της και θα συνεπαγόταν ολική, αυτοδίκαιη και αναδρομική ανατροπή της πώλησης με κάθε νόμιμη συνέπεια και κυρίως με υποχρέωση της αγοράστριας να επιστρέψει στην πωλήτρια την κατοχή και τη νομή του πωληθέντος εξοπλισμού, εκδίδοντας τα αντίστοιχα παραστατικά και με υποχρέωση της πωλήτριας να αναλάβει εκ νέου την αποπληρωμή του δανείου της στην ………………Ότι η πρώτη εναγόμενη, αν και παρέλαβε τη χρήση και κατοχή των πωληθέντων κινητών πραγμάτων, αθέτησε το άνω συμφωνητικό, καθώς αφενός κατάρτισε σωρευτική αναδοχή χρέους, αφετέρου κατέστη υπερήμερη ως προς την καταβολή του τιμήματος, καθώς έχει καταβάλει μέχρι την 23.7.2009 το ποσό των 335.616,07 ευρώ και εξακολουθεί να οφείλει το ποσό των 261.383, 93 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας ποσού 146.146,09 ευρώ. Ότι για τον λόγο αυτό, η ενάγουσα η οποία κατέστη οιονεί καθολική διάδοχος της πωλήτριας από συγχώνευση λόγω απορρόφησης, με την από 7.12.2014 εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε στην πρώτη εναγόμενη στις 19.12.2014 κάλεσε αυτήν εντός 5 ημερών να καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα, πλέον των τόκων υπερημερίας, δηλώνοντας ότι σε διαφορετική περίπτωση υπαναχωρεί από τη σύμβαση πώλησης, οπότε θα επέλθει ολική και αναδρομική ανατροπή της συμβάσεως και με την υποχρέωση μεταξύ άλλων της πρώτης εναγόμενης να της αποδώσει τη νομή και κατοχή του πωληθέντος εξοπλισμού. Ότι η πρώτη εναγόμενη ουδέν κατέβαλε, ώστε η δήλωση αυτή υπαναχώρησης της ενάγουσας ίσχυσε από τις 24.12.2014 κι έτσι τα αποτελέσματά της επήλθαν οριστικά και αμετάκλητα. Ότι ακολούθησε ένα διάστημα από 24.12.2014 έως 24.2.2016 κατά το οποίο παρότι η ενάγουσα είχε ήδη υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, αυτή καλή τη πίστη και για να ευδοκιμήσουν οι μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγόμενης διαπραγματεύσεις προς εξεύρεση συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, επέτρεπε στην πρώτη εναγόμενη να νέμεται τον ως άνω εξοπλισμό, πλην όμως στις 29.2.2016 κοινοποίησε στους διαδίκους την από 24.2.2016 εξώδικη δήλωση- διαμαρτυρία- πρόσκλησή της με την οποία ζητούσε να παύσει η αντιποίηση της νομής της ενάγουσας επί του εξοπλισμού, να αποχωρήσει η πρώτη εναγόμενη από τη μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας και να παραδοθεί αυτή στην ενάγουσα. Επειδή έκτοτε η πρώτη εναγόμενη αντιποιείται τη νομή των ανωτέρω πωληθέντων, παρακρατώντας τα και προσβάλλει με τον τρόπο αυτό την κυριότητα της ενάγουσας, η τελευταία ζητούσε μετά από παραδεκτό περιορισμό με τις προτάσεις της του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί το δικαίωμα της κυριότητάς της επί των κινητών πραγμάτων (εξοπλισμού) και η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης και κάθε τρίτου που έλκει δικαιώματα από αυτήν να αποδώσουν στην ενάγουσα τη νομή και κατοχή του εν λόγω εξοπλισμού και να απαγορευθεί κάθε μελλοντική προσβολή της νομής και κατοχής της επ’ αυτού, επ’ απειλή κατά του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης χρηματικής ποινής 1.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης 12 μηνών για κάθε παραβίαση της εκδοθησόμενης απόφασης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση κάθε τρίτου που τυχόν κατέχει τον επίδικο εξοπλισμό, έλκοντας δικαιώματα από την εναγόμενη, να το αποδώσει. Επίσης απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα να απαγορευθεί στους εναγόμενους κάθε μελλοντική προσβολή της νομής της ενάγουσας με αποβολή ή διατάραξη, καθώς και τα παρεπόμενα αιτήματα για απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου, που αποτελούν μέσα έμμεσης εκτέλεσης, που δεν προσιδιάζουν στην ένδικη αγωγή, για το λόγο ότι εν προκειμένω δεν πρόκειται για αγωγή διατάραξης της νομής, ώστε να έχουν εφαρμογή τα άρθρα 989 ΑΚ και 947 παρ.1 ΚΠολΔ, αλλά περί διεκδικητικής αγωγής, η οποία μάλιστα, μετά τον γενόμενο περιορισμό του αιτήματός της, έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα. Κατά τα λοιπά, η εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε την ενάγουσα αποκλειστική κυρία του περιγραφόμενου στην αγωγή εξοπλισμού πλην του σκάφους με το όνομα «Κ», επιβάλλοντας σε βάρος της πρώτης εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας. Ήδη με την υπό κρίση έφεση, οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έγινε δεκτή η αγωγή της εφεσίβλητης και απορρίφθηκαν οι συγκεκριμένα αναφερόμενες στο εφετήριο ενστάσεις και ως εκ τούτου ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ως άνω από 3.11.2017 αγωγή της εφεσίβλητης κατά αυτών, με καταδίκη της τελευταίας στη δικαστική δαπάνη των εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Περαιτέρω και σε ό,τι αφορά τον δεύτερο εκκαλούντα λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 385/2021, ΑΠ 248/2019, ΑΠ 470/2018, ΑΠ 92/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, ο δεύτερος εκκαλών παραπονείται γιατί έγινε δεκτή ως ουσία βάσιμη και σε βάρος του η αγωγή της εφεσίβλητης. Περαιτέρω, από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου προκύπτει σαφώς ότι η αγωγή στράφηκε και κατά αυτού «μόνο ως προς την χρηματική ποινή και απειλή προσωπικής κράτησης» (βλ. σελίδα 2 στο εισαγωγικό του αγωγικού δικογράφου 6η, 7η και 8η σειρά «ΚΑΙ ΚΑΤΑ μόνο ως προς την χρηματική ποινή και απειλή προσωπικής κράτησης Του ……….., κατοίκου ………… Αττικής…»). Παρακάτω, όπως διαλαμβάνεται και στην εκκαλούμενη απόφαση, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα (ήδη εφεσίβλητη) μετέτρεψε την αγωγή της από διεκδικητική σε αναγνωριστική κυριότητας του πωληθέντος εξοπλισμού. Κατόπιν τούτου, η αγωγή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του δεύτερου εναγόμενου ………… και αφορούσε ως προς αυτόν μόνο την επιβολή χρηματικής ποινής και την απειλή προσωπικής κράτησης έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι δεν είναι νοητή η εκτέλεση αναγνωριστικής απόφασης, η οποία δεν περιέχει καταδίκη, αλλά αναγνώριση έννομης σχέσης και της οποίας η ενέργεια εξαντλείται στο δεδικασμένο (βλ. ΕφΑθ 628/2003, ΕλλΔ/νη 2004/1470, ΕφΠειρ 1014/1992, ΑχαΝομ 44.63, ΕφΑθ 3702/1986, ΕλλΔ/νη 1986/706, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 70 αρ. 14 και άρθρ. 904 αρ. 6 και 907 αρ. 3, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης I, σελ. 227 επομ.). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι μη νόμιμα είναι «και τα παρεπόμενα αιτήματα για απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης εις βάρος του δεύτερου εναγόμενου, που αποτελούν μέσα εμμέσου εκτελέσεως, που δεν προσιδιάζουν στην ένδικη αγωγή, για το λόγο ότι εν προκειμένω δεν πρόκειται για αγωγή διατάραξης της νομής, ώστε να έχουν εφαρμογή τα άρθρα 989 ΑΚ και 947 παρ.1 ΚΠολΔ, αλλά περί διεκδικητικής αγωγής, η οποία μάλιστα, μετά τον γενόμενο περιορισμό του αιτήματός της, έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα.» Εντούτοις στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης η αγωγή έγινε δεκτή ως προς το κύριο αίτημα αυτής έναντι και του δεύτερου εναγόμενου, καθώς καμία διάκριση δεν γίνεται στο διατακτικό μεταξύ των εναγομένων και μόνο τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας επιβάλλονται σε βάρος μόνο της πρώτης εναγόμενης κατά το σχετικό αίτημα της αγωγής. Έτσι, όμως, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έπρεπε να απορρίψει ως μη νόμιμη την αγωγή κατά του δεύτερου εναγόμενου- ήδη δεύτερου εκκαλούντος, όπως δέχθηκε στο σκεπτικό της η εκκαλουμένη, προεχόντως δε γιατί τα μέσα εκτέλεσης δεν προσιδιάζουν σε αναγνωριστική αγωγή. Ενόψει των ανωτέρω, ερευνώντας το παρόν Δικαστήριο, κατά προτεραιότητα το νόμω βάσιμο της αγωγής κατά του δεύτερου εκκαλούντος που παραπονείται επειδή έγινε δεκτή και σε βάρος του η ένδικη αγωγή ως ουσία βάσιμη, πρέπει να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση έναντι αυτού και αφού κρατήσει για να δικάσει την αγωγή κατά του δεύτερου εναγόμενου, πρέπει να την απορρίψει κατά τα ανωτέρω ως μη νόμιμη. Τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εκκαλούντος-δεύτερου εναγόμενου πρέπει να επιβληθούν κατόπιν σχετικού αιτήματός του για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσίβλητης-ενάγουσας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά την πρώτη εκκαλούσα- πρώτη εναγόμενη διαλαμβάνονται τα εξής: Με τις εμπρόθεσμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατατεθείσες προτάσεις της η εφεσίβλητη προβάλλει ισχυρισμό περί ύπαρξης δεδικασμένου κατά τις διατάξεις των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ ως προς την ένδικη υπόθεση. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι έχει εκδοθεί η 535/2022 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία έκρινε μεταξύ των ίδιων διαδίκων για την ίδια ιστορική βάση, σχέδιο της οποίας και προσκομίζει, ότι η εν λόγω απόφαση έκρινε τελεσίδικα επί του ίδιου ουσιαστικού ζητήματος που αφορά και η υπό κρίση υπόθεση και ιδίως έκρινε τελεσίδικα επί των ίδιων λόγων και ισχυρισμών που αναφέρονται και στην υπό κρίση έφεση, ότι η νομική βάση της εν λόγω απόφασης είναι διαφορετική από τη νομική βάση της υπό κρίση υπόθεσης, πλην όμως η ιστορική βάση είναι η ίδια, όπως εύκολα συνάγεται από το κείμενο της απόφασης. Ότι εφόσον λοιπόν το ουσιαστικό ζήτημα της υπό κρίση υπόθεσης έχει ήδη κριθεί τελεσίδικα από την 535/2022 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, νόμιμα και παραδεκτά η εφεσίβλητη προτείνει κατ’ ένσταση το δεδικασμένο που παράγει η ανωτέρω απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου επί του ίδιου ουσιαστικού ζητήματος της υπό κρίση υπόθεσης και ότι η ένσταση αυτή πρέπει να γίνει κατ’ ουσίαν δεκτή και να απορριφθεί στην ουσία της η υπό κρίση έφεση των εκκαλούντων. Από την επισκόπηση της προσκομιζόμενης 535/2022 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά προκύπτει ότι επί της κριθείσας με την απόφαση αυτή εφέσεως, εκκαλούσα ήταν η νυν πρώτη εκκαλούσα και εφεσίβλητη ήταν η νυν εφεσίβλητη, ενώ το αντικείμενο της υπόθεσης προσδιορίζεται κατά το περιεχόμενο της παραπάνω απόφασης ως εξής: «Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε στην από 20.7.2016 και αρ. κατάθεσης …………/2016 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ότι στις 10-2-2006 καταρτίσθηκε μεταξύ της δικαιοπαρόχου της, εταιρίας με την επωνυμία «……………..» ως πωλήτριας και της πρώτης εναγόμενης- εκκαλούσας ως αγοράστριας, με εγγυητή υπέρ της αγοράστριας εταιρίας το δεύτερο εναγόμενο, το με ίδια χρονολογία ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης εξοπλισμού και παραχώρησης χρήσης μονάδας, δυνάμει του οποίου η πρώτη πώλησε στη δεύτερη τον αναφερόμενο αναλυτικά στην αγωγή πάγιο εξοπλισμό επιχείρησης ιχθυοκαλλιέργειας, ευρισκομένης στη θέση του κόλπου.. «………» ……….., με παρακράτηση κυριότητας. Ότι το τίμημα ορίστηκε στο ποσό των 597.000 Ε, το οποίο πιστώθηκε και θα καταβαλλόταν σε 53 ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 11.000 Ε εκάστης και μίας των 14.000 Ε με αφετηρία την 31.3.2006 η δε καταβολή θα γινόταν στην ………… Τράπεζα της Ελλάδος με στερητική αναδοχή χρέους της αγοράστριας για το ισόποσο υπόλοιπο του δανείου που όφειλε η πωλήτρια. Ότι σε περίπτωση μη τήρησης των όρων του συμφωνητικού και μεταξύ άλλων μη υπογραφής εντός 10 ημερών της σύμβασης στερητικής αναδοχής χρέους με την ……………… ή καθυστέρησης άνω των 3 δόσεων, η άνω πωλήτρια είχε δικαίωμα συμβατικής υπαναχώρησης, χωρίς να υποχρεούται να επιστρέψει το καταβληθέν έως τότε τίμημα, το οποίο θα παρακρατείτο ως ποινική ρήτρα, η δε πρώτη εναγόμενη θα ήταν υποχρεωμένη και ανεξάρτητα από την άσκηση του άνω δικαιώματος, μετά από τη σχετική εξώδικη αίτηση- δήλωση της ενάγουσας προς αυτήν, να υποβάλει άμεσα (αμελλητί) αίτηση για τη μεταβίβαση- διοικητική παραχώρηση των αδειών λειτουργίας και συμβάσεων μισθώσεως, που θα είχαν παραχωρηθεί σ’ αυτήν (1η εναγόμενη), σύμφωνα με τους όρους του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, και πάλι στην ενάγουσα. Ότι η πρώτη εναγόμενη αθέτησε το άνω συμφωνητικό, καθώς κατάρτισε σωρευτική αναδοχή χρέους με την ……………… και από τις 23.7.2009 σταμάτησε την καταβολή των δόσεων του τιμήματος, έχοντας καταβάλει έως τότε το συνολικό ποσό των 335.824,39 Ε, καθιστάμενη υπερήμερη ως προς το υπόλοιπο των 261.383,93 Ε, πλέον του ποσού των 146.146,09 Ε ως τόκων υπερημερίας από την 24-7-2009. Ότι η ενάγουσα, η οποία κατέστη οιονεί καθολική διάδοχος της πωλήτριας από συγχώνευση λόγω απορρόφησης, με την από 7.12.2014 εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε στην εναγόμενη στις 19.12.2014 κάλεσε αυτήν εντός 5 ημερών να καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα, πλέον των τόκων υπερημερίας δηλώνοντας ότι σε διαφορετική περίπτωση υπαναχωρεί από τη σύμβαση πωλήσεως. Ότι η εναγόμενη δεν εκπλήρωσε τις άνω υποχρεώσεις, ώστε η δήλωση αυτή υπαναχώρησης της ενάγουσας ίσχυσε από τις 24.12.2014, η οποία στη συνέχεια απαίτησε την επιστροφή του εξοπλισμού ασκώντας τα εκ του άρθρου 532 του ΑΚ δικαιώματά της, και με την από 31-3-2016 εξώδικη δήλωσή της που κοινοποίησε στην πρώτη εναγόμενη 4-4-2016 κάλεσε αυτήν, εντός αποκλειστικής προθεσμίας μιας εργάσιμης ημέρας από την επομένη της κοινοποιήσεως αυτής, να υποβάλει αίτηση προς την Διοίκηση και συγκεκριμένα προς το αρμόδιο Τμήμα Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων και Αλιείας της Περιφέρειας Αττικής, σχετικώς με την αναμεταβίβαση και διοικητική παραχώρηση στην ενάγουσα των αδειών μίσθωσης και λειτουργίας της εν λόγω μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας, πλην όμως η τελευταία ουδέποτε υπέβαλε την αντίστοιχη αίτηση. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη σε καταδίκη δηλώσεως βουλήσεως, η οποία να αφορά στην υποβολή έγγραφης αίτησης προς το τμήμα Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων και Αλιείας της Περιφέρειας Αττικής, με την οποία να συγκατατίθεται και να ζητεί: τη μεταβίβαση και παραχώρηση στην ενάγουσα: α) της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας στη θέση του κόλπου «…….» …………, όπως αυτή η άδεια αναφέρεται στην υπ’ αριθ. Α174/29-9-2000 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, όπως αυτή ισχύει ή θα ισχύει κατά τη μεταβίβαση, και β) της συμβάσεως μισθώσεως για τη λειτουργία της εν λόγω μονάδας, όπως αυτή η μίσθωση αναφέρεται στο υπ’ αριθ. ……../28-12-2000 μισθωτήριο της συμβολαιογράφου Καλαυρίας ………., καθώς και σε κάθε άλλο μισθωτήριο που έχει συμπληρώσει ή ανανεώσει ή αντικαταστήσει αυτό με οιονδήποτε τρόπο και γ) επιπλέον έκτασης είκοσι (20) στρεμμάτων στον ίδιο ως άνω θαλάσσιο χώρο, όπως αυτή η επέκταση αναφέρεται στην υπ’ αριθ. 1148/26-10-2005 απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής, καθώς και σε κάθε άλλη απόφαση που συμπληρώνει ή ανανεώνει ή αντικαθιστά αυτή με οιονδήποτε και για οιονδήποτε λόγο και αιτία. Επικουρικώς να καταδικαστεί η πρώτη εναγόμενη κατ’ άρθρον 946 του ΚΠολΔ, στην ακόλουθη υλική πράξη, δηλαδή να προβεί, εντός πέντε εργάσιμων ημερών, από τη δημοσίευση της οριστικής αποφάσεως επί της αγωγής αυτής, στην υποβολή των ως άνω αναλυτικώς αναφερόμενων αιτήσεων, και σε περίπτωση που δεν προβεί στην επιχείρηση αυτών σε χρηματική ποινή 50.000 Ε, καθώς και να επιβληθεί στο δεύτερο εναγόμενο, ως νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, προσωπική κράτηση διάρκειας μέχρι ενός έτους, σε περίπτωση παραβίασης της απόφασης, που θα εκδοθεί. Με την εκκαλούμενη απόφαση η προαναφερθείσα αγωγή έγινε δεκτή, ως προς το κύριο αίτημά της, και καταδικάσθηκε η πρώτη εναγομένη- εκκαλούσα σε δήλωση βουλήσεως και ειδικότερα σε ιδιωτικό έγγραφο (αίτηση) προς το Τμήμα Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων και Αλιείας της Περιφέρειας Αττικής, με το άνω περιεχόμενο, ώστε σε περίπτωση άρνησής της θα θεωρηθεί ότι η δήλωση βούλησής της έχει συντελεστεί με την τελεσιδικία της απόφασης αυτής, ενώ απορρίφθηκε η αγωγή ως προς το επικουρικό αίτημα αυτής και τα παρεπόμενα αιτήματα χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης ως προς τον πρώτο των εναγόμενων». Με έφεσή της που άσκησε κατά της απόφασης αυτής και τους πρόσθετους λόγους της η πρώτη εναγόμενη (και νυν πρώτη εκκαλούσα) παραπονείτο για μη ορθή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούσε δε να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί στο σύνολό της η κατά αυτής αγωγή, μεταξύ άλλων γιατί απορρίφθηκαν οι ενστάσεις της περί εξόφλησης του τιμήματος της πώλησης κατόπιν συμβατικού συμψηφισμού της εν λόγω απαίτησης με ανταπαιτήσεις της πρώτης εναγόμενης από πωλήσεις ιχθυοτροφών στην ενάγουσα, περί απόσβεσης του δικαιώματος υπαναχώρησης της πωλήτριας κατ’ άρθρο 395 ΑΚ λόγω μη άσκησής του εντός εύλογης προθεσμίας και περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος της πωλήτριας. Η έφεση αυτή και οι πρόσθετοι λόγοι της, κατά την κατ’ αντιμωλία εκδίκαση της υπόθεσης, έγιναν τυπικά δεκτοί και απορρίφθηκαν στην ουσία τους.

Σχετικά με την έκταση του δεδικασμένου που παράγεται από την παραπάνω 535/2022 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου που επικύρωσε την 3606/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί, μεταξύ των ιδίων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, δεδικασμένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης για το δικαίωμα που κρίθηκε και για τη δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει το δικαίωμα που κρίθηκε εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του, το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή λαμβάνοντάς το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το δεδικασμένο καλύπτει, όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε, αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των περιστατικών τα οποία ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, καθώς και τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που το Δικαστήριο προσέδωσε στα πραγματικά περιστατικά, κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου. Τα προαναφερόμενα ισχύουν και όταν η έννομη σχέση, που έχει τελεσιδίκως διαγνωσθεί, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης μεταγενέστερης επίδικης αξίωσης. Επομένως, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει όταν στην νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση (ΟλΑΠ 10/2002, ΑΠ 960/2015). Σε διαρκή έννομη σχέση, από την οποία πηγάζουν πλείονες έννομες συνέπειες και στην οποία η συμπεριφορά εκάστου συμβαλλόμενου θεμελιώνει ποικίλες αξιώσεις, που στηρίζονται σε διάφορους ουσιαστικούς νόμους ή (και) σε ειδικότερες ρυθμίσεις που προβλέπονται στην ίδια την καταρτισθείσα σύμβαση, οι τελεσίδικες αποφάσεις που κρίνουν επί μέρους αιτήματα, ως συνέπειες της διαρκούς έννομης σχέσης έστω και, κατά τα παραπάνω, εσφαλμένες, αποτελούν δεδικασμένο και για απαιτήσεις που γεννώνται στο μέλλον, ως προς τις προϋποθέσεις και το ύψος αυτών, εφόσον παραμένει αμετάβλητο το νομικό καθεστώς (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 960/2015). Έτσι, μεταξύ άλλων, καλύπτονται από το δεδικασμένο ο χαρακτήρας της σύμβασης, δηλαδή ο νομικός χαρακτηρισμός που δόθηκε από την απόφαση στην έννομη σχέση και το κύρος της σύμβασης και της τυχόν καταγγελίας της ή υπαναχώρησης από αυτή. Η κατάφαση ή η άρνηση στην απόφαση εννόμων σχέσεων, που δεν ανάγονται σε στοιχεία του πραγματικού του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, στον οποίο θεμελιώνεται η διαγνωσθείσα από την απόφαση έννομη συνέπεια, αλλά απλώς χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματα στη δικαστική απόφαση, δεν περιβάλλονται με ισχύ δεδικασμένου. (βλ. ΑΠ 1150/2017 στην ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, κατ’ άρθρο 330 ΚΠολΔ «το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή». Τέλος, στην περίπτωση κατά την οποία, ασκηθεί κατά πρωτόδικης αποφάσεως το ένδικο μέσο της έφεσης και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τη σχετική απόφασή του δεχθεί τυπικώς την έφεση και απορρίψει αυτήν κατ’ ουσίαν, το αντίστοιχο δεδικασμένο θα κριθεί, τόσο ως προς το αντικείμενο του, όσο και ως προς την έκταση των ορίων του, από την απόφαση του εφετείου, σε συνδυασμό όμως και με την πρωτόδικη απόφαση. Ειδικότερα, η αναδρομή αυτή στην πρωτόδικη απόφαση επιβάλλεται, κυρίως, διότι μόνον αυτής το διατακτικό τελεί σε αναφορά με το αίτημα της αγωγής, δηλαδή δέχεται ή απορρίπτει  (ολικώς ή μερικώς) το αίτημα, ενώ το διατακτικό της εφετειακής απόφασης περιορίζεται στο να απορρίψει κατ’ ουσίαν την έφεση. Όταν, δηλαδή απορρίπτεται κατ’ ουσίαν η έφεση, το συμπέρασμα του νομικού συλλογισμού για το αντικείμενο της δίκης περιέχεται μόνο στο διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης, η οποία αποτελεί στην περίπτωση αυτή και τον εκτελεστό τίτλο, κατά το άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, αν είναι καταψηφιστική. Ως εκ τούτου, για τον προσδιορισμό των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου, σε περίπτωση απορρίψεως της εφέσεως κατ’ ουσίαν, λαμβάνεται υπόψη τόσο η πρωτόδικη, όσο και η κατ’ έφεση απόφαση (βλ. ΜονΕφΠειρ 163/2020 στο efeteio-peir.gr, Δ. Κονδύλη «Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ», 2η έκδοση, παρ. 17 αρ. Ι 2 σελ. 320-321).

Στην προκειμένη περίπτωση που η 535/2022 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου έκρινε επί έτερης έννομης συνέπειας που επέφερε η ως άνω από 7.12.2014 εξώδικη δήλωση υπαναχώρησης της και νυν εφεσίβλητης πωλήτριας προς την πρώτη εκκαλούσα αγοράστρια αναφορικά με την ίδια ως άνω από 10.2.2006 σύμβαση πώλησης εξοπλισμού και παραχώρησης χρήσης μονάδας, γεννάται δεδικασμένο από την εν λόγω απόφαση ως προς το είδος της καταρτισθείσας σύμβασης και το έγκυρο ή μη της υπαναχώρησης στην οποία προέβη η εφεσίβλητη, καθώς και ως προς τις ενστάσεις τις οποίες αυτή προέβαλε σχετικά με την ως άνω υπαναχώρηση και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο τούτο, όπως και ως προς εκείνες τις ενστάσεις που δεν στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα δυνάμενο να ασκηθεί με αυτοτελή αγωγή και οι οποίες ενώ μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν. Κατά τα λοιπά, η νομική βάση της ένδικης υπόθεσης διαφοροποιείται σε σύγκριση με την αντίστοιχη νομική βάση της υπόθεσης επί της οποίας έκρινε τελεσίδικα η 535/2022 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, καθώς η πρώτη αφορά σε αναγνώριση κυριότητας του πωληθέντος εξοπλισμού λόγω αμφισβήτησης της κυριότητας από την πρώτη εναγόμενη (πρώτη εκκαλούσα), ενώ η δεύτερη αφορά σε καταδίκη σε δήλωση βούλησης και ειδικότερα σε ιδιωτικό έγγραφο (αίτηση) προς το Τμήμα Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων και Αλιείας της Περιφέρειας Αττικής, οπότε ως προς το φερόμενο εμπράγματο δικαίωμα της εφεσίβλητης και την αμφισβήτηση αυτού από την πρώτη εκκαλούσα δεν γεννάται δεδικασμένο, αλλά τα ζητήματα αυτά αποτελούν αντικείμενο απόδειξης.

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, η πρώτη εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του αποδεικτικού υλικού, κακώς έκρινε ότι η από Απριλίου 2010 συμφωνία μεταξύ της εφεσίβλητης πωλήτριας και της πρώτης εκκαλούσας αγοράστριας του εξοπλισμού περί συμψηφισμού του τιμήματος του από 10.2.2006 συμφωνητικού «δεν υλοποιήθηκε εν τέλει, διότι ουδέποτε έγινε αποδεκτό από την τράπεζα το εν λόγω αίτημα της αποδέσμευσης της πρώτης εναγόμενης από τις υποχρεώσεις εκ της  σύμβασης σωρευτικής αναδοχής χρέους». Ότι δηλαδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κακώς εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και εξάρτησε τη συμφωνία των διαδίκων και τη λειτουργία του συμψηφισμού από το εάν η ως άνω Τράπεζα (………………) θα έκανε δεκτό το αίτημα για απαλλαγή της πρώτης εναγόμενης (ήδη πρώτης εκκαλούσας) από τη Σύμβαση Σωρευτικής Αναδοχής Χρέους, ενώ, αν έκρινε ορθά θα δεχόταν ότι, παρά το ότι έγινε η προσπάθεια ελευθερώσεως της πρώτης εναγόμενης από την ως άνω Σύμβαση, η άρνηση της Τράπεζας επ’ αυτού, δεν εμπόδιζε (ούτε εν τέλει εμπόδισε) τις διαδίκους (πωλήτρια και αγοράστρια του εξοπλισμού) να συμψηφίσουν τις μεταξύ τους εκατέρωθεν αμοιβαίες απαιτήσεις. Ότι εν τέλει, έπρεπε να γίνει κατ’ ουσίαν δεκτό ότι η νυν εφεσίβλητη (ενάγουσα) κατά το έτος 2010 είχε συμφωνήσει με την νυν πρώτη εκκαλούσα (πρώτη εναγόμενη) όπως η καταβολή του υπολειπόμενου τιμήματος του από 10.2.2006 Ιδιωτικού Συμφωνητικού με την πωλήτρια (πρώην «…….»), αλλά και του υπό ιδία ημερομηνία Ιδιωτικού Συμφωνητικού με πωλήτρια την πρώην «……….», οιονεί καθολική διάδοχος των οποίων κατέστη η εφεσίβλητη, θα γινόταν εφεξής τμηματικά, δια συμψηφισμού με ισόποσης αξίας οφειλόμενο εκ μέρους της τίμημα, από την πώληση ιχθυοτροφών, προς την πρώτη εναγόμενη- ήδη πρώτη εκκαλούσα. Ότι ανεξάρτητα από την (αναμενόμενη αφού όποια συμφωνία έγινε, έγινε χωρίς την σύμπραξη της «…..») αποτυχία ελευθερώσεως της πρώτης εκκαλούσας από τη σωρευτική αναδοχή του χρέους της εφεσίβλητης απέναντι στην «…………..», η συμφωνία περί συμψηφισμού λειτούργησε εν τέλει ανάμεσα στην εφεσίβλητη και την πρώτη εκκαλούσα, η δε συμφωνία αυτή ήταν αποδεκτή και από τις δύο πλευρές. Ότι ωστόσο, η εκκαλούμενη ουδόλως έλαβε υπόψη της όλα τα παραπάνω παραβλέποντας την αληθινή και ελεύθερη βούληση των μερών και εσφαλμένα εξάρτησε την επίτευξη του συμψηφισμού από το εάν η «…………» θα έκανε δεκτό το αίτημα για ελευθέρωση της πρώτης εκκαλούσας από την από 14.12.2006 Σύμβαση Σωρευτικής Αναδοχής Χρέους, ενώ, αν έκρινε ορθά, θα δεχόταν ότι, παρά το ότι έγινε η σχετική προσπάθεια ελευθερώσεως, η άρνηση της τράπεζας επ’ αυτού δεν εμπόδισε τα εμπλεκόμενα μέρη να συμψηφίσουν μεταξύ τους τις ληξιπρόθεσμες και ομοειδείς εκατέρωθεν απαιτήσεις τους. Αναφορικά όμως με την παραπάνω ένσταση της πρώτης εκκαλούσας περί άρσης της υπερημερίας της  ως προς την καταβολή του τιμήματος του ένδικου εξοπλισμού λόγω μεταγενέστερης συμφωνίας των διαδίκων περί συμβατικού συμψηφισμού του οφειλόμενου υπόλοιπου του τιμήματος με ανταπαιτήσεις τιμήματος από πωλήσεις ιχθυοτροφών από την πρώτη εκκαλούσα στην εφεσίβλητη, αυτή έχει ήδη προβληθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και μάλιστα με σχετικό λόγο έφεσης κατά της 3606/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και έχει απορριφθεί με την 535/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, με επάλληλη αιτιολογία, με αποτέλεσμα να γεννάται δεδικασμένο ότι τυγχάνει αβάσιμη στην ουσία της. Συγκεκριμένα η 535/2022 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου διαλαμβάνει σχετικά με τον παραπάνω ισχυρισμό της πρώτης εκκαλούσας, στη σελίδα 19, τα εξής: «Η εκκαλούσα- πρώτη εναγόμενη με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσής της επαναφέρει την ένσταση εξόφλησης- συμβατικού συμψηφισμού που είχε υποβάλλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ισχυριζόμενη ότι με νεότερη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, που έλαβε χώρα στις αρχές του 2010 συμφωνήθηκε το τίμημα της πωλήσεως του επιδίκου συμφωνητικού με την εταιρία «………», όσο και του με ίδια ημερομηνία συμφωνητικού που είχε καταρτίσει η εναγόμενη με την εταιρία «………….», των οποίων καθολική διάδοχος κατέστη η ενάγουσα, να εξοφλείται (συμψηφίζεται) με το τίμημα από τις πωλήσεις ιχθυοτροφών, που πραγματοποιούσε η εναγόμενη στην ενάγουσα. Ότι σε εκπλήρωση της συμφωνίας αυτής, η εναγόμενη σταμάτησε να καταβάλει τις συμφωνημένες δόσεις του τιμήματος στην Τράπεζα, συμψηφίζοντας αυτές με ίσης αξίας πωλήσεις ιχθυοτροφών η δε ενάγουσα απέστειλε επιστολή στην τελευταία που επιβεβαίωναν τη συμφωνία αυτή. Ότι με τον τρόπο αυτό, η εναγόμενη εξόφλησε ολικώς το τίμημα της πωλήσεως, αφού τον Απρίλιο του 2010 η ενάγουσα όφειλε στην εναγόμενη 572.111,38 Ε το δε τέλος του 2012 543.881,66 Ε. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθώς δεν εξειδικεύονται καθόλου τα παραγωγικά αυτού πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα οι πωλήσεις ιχθυοτροφών (με αναφορά των ποσοτήτων, της αξίας τους και το χρόνο που έλαβαν αυτές), που καταλογίστηκαν, κατόπιν της συμφωνίας των διαδίκων στο τίμημα της παρούσας πώλησης, χωρίς να είναι αρκετή η αναφορά σε ισάξιες πωλήσεις και στο υπόλοιπο που εμφάνιζε γενικά ο λογαριασμός της ενάγουσας το 2010 (572.111,38 Ε και το τέλος του 2012 543.881,66 Ε), τα οποία ποσά δεν προκύπτει τι αντιπροσωπεύουν. Εκτός όμως αυτών ο ίδιος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί και ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι πράγματι οι διάδικοι περί τον Απρίλιο του 2010 ήρθαν σε αρχική συμφωνία, η καταβολή του τιμήματος του από 10.2.2006 συμφωνητικού να γίνει με πωλήσεις ιχθυοτροφών της εναγόμενης προς την ενάγουσα και επιστροφή επιταγών στην ενάγουσα που της είχαν δοθεί χάριν καταβολής ομοίως για αγορά ιχθυοτροφών. Για την υλοποίηση της συμφωνίας αυτής η ενάγουσα συνέταξε τις από 12.4.2010 και 22.4.2010 επιστολές της προς την ……….. Τράπεζα της Ελλάδος με τις οποίες ζήτησε να απαλλαγεί η εναγόμενη από τις υποχρεώσεις της, που απέρρεαν από τις σωρευτικές αναδοχές χρέους που είχε συνάψει με την τελευταία για τα δάνεια των εταιριών ……………. (επίδικο) και ………… Μάλιστα έλαβε πρόσθετη χρηματοδότηση με συνυπολογισμό και των οφειλών αυτών. Όμως το αίτημα αυτό ολικής απαλλαγής της εναγόμενης, δεν έγινε αποδεκτό από την άνω Τράπεζα, με συνέπεια να μην μεταβληθεί (με νεότερο έγγραφο συμφωνητικό) η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει τις δόσεις του τιμήματος υπό μορφή δόσεων του δανείου. Σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως του αν εν τοις πράγμασι η συμφωνία αυτή λειτούργησε για ένα διάστημα δεν προκύπτει ότι η εναγόμενη πώλησε συγκεκριμένες ποσότητες ιχθυοτροφών, που καταλογίστηκαν στο τίμημα της επίδικης πωλήσεως…». Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η εκκαλούμενη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, επειδή δέχθηκε ότι δεν υλοποιήθηκε η από Απριλίου 2010 συμφωνία μεταξύ των διαδίκων περί συμψηφισμού του τιμήματος του από 10.2.2006 τυγχάνει απαράδεκτος λόγω δεδικασμένου κατ’ άρθρο 330 ΚΠολΔ, καθώς έχει ήδη κριθεί και απορριφθεί η σχετική ένσταση με την παραπάνω απόφαση.

Ομοίως απαράδεκτος λόγω δεδικασμένου τυγχάνει ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης που αναφέρεται και πάλι στην απόρριψη του ίδιου ως άνω ισχυρισμού της πρώτης εκκαλούσας περί άρσης της υπερημερίας της ως αγοράστριας λόγω εξόφλησης του συμφωνηθέντος τιμήματος του ένδικου εξοπλισμού κατόπιν συμφωνίας με την πωλήτρια περί συμβατικού συμψηφισμού του τιμήματος με ανταπαιτήσεις της αγοράστριας κατά της πωλήτριας από πωλήσεις ιχθυοτροφών. Ειδικότερα, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση εφέσεως, η πρώτη εκκαλούσα παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την προταθείσα από εκείνη ένσταση εξόφλησης κάθε οφειλής της προς την εφεσίβλητη-ενάγουσα που απορρέει από το από 10.2.2006 Ιδιωτικό Συμφωνητικό μέσω συμψηφισμού, με την αυθαίρετη και μη νόμιμη αιτιολογία της έλλειψης εγγράφου δήλωσης του συμψηφισμού. Ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της το αληθές γεγονός ότι η σχολιαζόμενη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων λειτούργησε ανεξάρτητα από τη σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους. Ότι η πρώτη εκκαλούσα προσκόμισε μετ’ επικλήσεως πρωτοδίκως την κίνηση των συναλλαγών της με την εφεσίβλητη (είτε ως «………..», είτε ως «……..», είτε ως «…………..») από την οποία προκύπτει ο συμψηφισμός των εκατέρωθεν μεταξύ τους απαιτήσεων, ενώ η ενάγουσα-εφεσίβλητη δεν προσκόμισε μετ’ επικλήσεως κανένα αποδεικτικό εξόφλησης των δικών της υποχρεώσεων προς την πρώτη εναγόμενη- πρώτη εκκαλούσα. Ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της τη βούληση των μερών και παρέμεινε προσηλωμένη στον τύπο του άρθρου 5 του από 10.2.2006 Ιδιωτικού Συμφωνητικού στο οποίο αναγραφόταν ότι «Κάθε τυχόν τροποποίηση των όρων αυτού του συμφωνητικού, θα αποδεικνύεται αποκλειστικά και μόνο εγγράφως, αποκλειομένου οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου», ενώ από κοινού στη συνέχεια οι συμβαλλόμενοι αποφάσισαν να τροποποιήσουν προφορικά τον όρο αυτό και σε κάθε περίπτωση υπήρχαν τα εμπορικά βιβλία των διαδίκων για να αποδειχθεί ο συμψηφισμός. Ότι σχετικά με τον παραπάνω ισχυρισμό η εκκαλούμενη εσφαλμένα ερμήνευσε, άλλως δεν έλαβε υπόψιν της: 1) την αποδεικτική δύναμη της από 22.5.2014 υπεύθυνης δήλωσης του κ. ……….., ως διαχειριστή και εκπροσώπου της εφεσίβλητης προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά/Τμήμα Νηολόγια περί εξόφλησης του τιμήματος, 2) την από 5.3.2015 επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του λογιστηρίου της πρώτης εκκαλούσας προς την εφεσίβλητη σχετικά με το χρέος της, 3) την ενοποιημένη λογιστική καρτέλα (αναλυτικό καθολικό) στην οποία έχουν καταχωρισθεί οι μεταξύ των διαδίκων χρεωπιστώσεις από κάθε αιτία, 4) την υπ’ αριθ. ………./30.3.2018 ένορκη βεβαίωση του ………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της ενάγουσας-νυν εφεσίβλητης και 5) την υπ’ αριθ. ………./29.3.2018 ένορκη βεβαίωση της …….. ….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου, η οποία επιβεβαίωσε την ύπαρξη του συμψηφισμού και την εξόφληση του τιμήματος του από 10.2.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού. Ότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο συμψηφισμός που συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων λειτούργησε με κοινή προφορική συμφωνία των μερών από το έτος 2010 και όχι από το έτος 2016, πλην όμως ότι η εκκαλούμενη ουδόλως εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και έκρινε ότι, ελλείψει έγγραφης συμφωνίας, δεν υφίσταται ο συμψηφισμός. Ωστόσο, όλες οι παραπάνω αιτιάσεις της πρώτης εκκαλούσας αφορούν στον απορριφθέντα με δύναμη δεδικασμένου, κατόπιν έκδοσης της 535/2022 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την από 20.7.2016 και αρ. καταθ. …………/2016 αγωγή της νυν εφεσίβλητης κατά της νυν πρώτης εκκαλούσας, προβληθέντα ισχυρισμό περί συμβατικού συμψηφισμού του τιμήματος της ένδικης σύμβασης πώλησης εξοπλισμού με ανταπαιτήσεις τιμήματος που φέρεται να είχε η πρώτη εναγόμενη κατά της ενάγουσας από πωλήσεις σε αυτή ιχθυοτροφών, όπως αυτός κρίθηκε στα πλαίσια της παραπάνω δίκης και επομένως απαράδεκτος λόγω δεδικασμένου τυγχάνει κατά τα ανωτέρω και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης η πρώτη εκκαλούσα παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την υποβληθείσα ένσταση εξοφλήσεως με τις αιτιολογίες που αναφέρονται στους προηγούμενους δύο λόγους της έφεσης, ενώ αν έκρινε ορθά, θα έπρεπε να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, αίτημα το οποίο εκείνη πρόβαλε με τις έγγραφες προτάσεις της, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη του μεταξύ των διαδίκων συμψηφισμού, ώστε να προκύψει η νομιμότητα ή μη των ισχυρισμών εκάστης διάδικης πλευράς. Ότι ειδικότερα έπρεπε να διορισθεί πραγματογνώμονας με ειδικές γνώσεις για να ελέγξει τα λογιστικά βιβλία της πρώτης εκκαλούσας και της εφεσίβλητης και να διαπιστώσει με ποιο τρόπο η τελευταία εξοφλούσε τα τιμήματα των εμπορευμάτων που αγόραζε από την πρώτη και ότι κατά τον τρόπο αυτό θα διαπιστωνόταν αν πράγματι, από το έτος 2010 και εφεξής λειτούργησε ο συμψηφισμός των μεταξύ τους απαιτήσεων και αν η ένσταση εξοφλήσεως του τιμήματος από το από 10.2.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό είναι νόμιμη ή όχι. Σε κάθε περίπτωση με την ένδικη έφεση η πρώτη εκκαλούσα επαναπρόβαλε το αίτημά της να διαταχθεί από το παρόν Δικαστήριο η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης για τα ανωτέρω θέματα και να διορισθεί πραγματογνώμονας με ειδικές λογιστικές και οικονομικές γνώσεις προκειμένου, αφού ελέγξει τα λογιστικά βιβλία της πρώτης εκκαλούσας και της εφεσίβλητης, να διαπιστώσει εάν οι απαιτήσεις της τελευταίας που απορρέουν από το από 10.2.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό έχουν εξοφληθεί συμψηφιστικά ή όχι. Ωστόσο, ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος ελλείψει έννομου συμφέροντος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, όπως η σχετική διάταξη εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, καθώς ως προελέχθη, ο σχετικός ισχυρισμός περί εξοφλήσεως του τιμήματος της ένδικης πώλησης με συμβατικό συμψηφισμό με ανταπαιτήσεις από πωλήσεις ιχθυοτροφών από την πρώτη εκκαλούσα στην εφεσίβλητη έχει απορριφθεί ήδη στην ουσία του με ισχύ δεδικασμένου, κατόπιν έκδοσης της 535/2022 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η πρώτη εκκαλούσα υποστηρίζει ότι η εκκαλούμενη απόφαση αφού εσφαλμένα δέχθηκε όσα αναφέρονται στους δύο πρώτους λόγους της έφεσης, εσφαλμένα οδηγήθηκε στην κρίση ότι αφού δήθεν παραβιάστηκε από την αγοράστρια ο υπό στοιχ. [2.β.] όρος του από 10.2.2006 Ιδιωτικού Συμφωνητικού, η εφεσίβλητη νομίμως έκανε χρήση του δικαιώματός της περί υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση με την επίδοση της από 19.12.2014 εξώδικης δήλωσής της προς την πρώτη εκκαλούσα. Ότι η εν λόγω κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι εσφαλμένη, κατέληξε δε σε αυτήν το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων και κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Ειδικότερα κατά τον σχετικό λόγο έφεσης, η εφεσίβλητη πωλήτρια είχε το δικαίωμα υπαναχώρησης από την από 10.2.2006 σύμβαση σε τρεις περιπτώσεις που περιγράφονται στην παράγραφο [2.β.] αυτής, μία εκ των οποίων (περιπτώσεων) ήταν αν η πρώτη εκκαλούσα αγοράστρια δεν προέβαινε εντός δέκα ημερών απ΄ την υπογραφή του συμφωνητικού στην αίτηση προς την ………………για την αναδοχή του χρέους της εφεσίβλητης (ως «……………..») από το ανωτέρω δάνειο για το ποσό των 597.000 ευρώ και μια άλλη περίπτωση ήταν αν η παραπάνω αγοράστρια δεν κατέβαλε προς την ………………τρεις συνεχόμενες δόσεις του προς αποπληρωμή ποσού του δανείου της εφεσίβλητης. Ότι καθ’ ομολογία της εφεσίβλητης, η πρώτη εκκαλούσα κατέβαλε τις συμφωνηθείσες δόσεις μέχρι και την 23.7.2009. Ότι έκτοτε όμως κατόπιν της κοινής συμφωνίας των διαδίκων, η πρώτη εκκαλούσα συμψήφιζε τις δόσεις του συμφωνητικού με το τίμημα των πωλήσεων ιχθυοτροφών προς την εφεσίβλητη. Ότι με βάση την παραπάνω σύμβαση, η εφεσίβλητη, αν ήθελε να υπαναχωρήσει από αυτή, θα μπορούσε να το είχε κάνει, όπως προβλεπόταν σχετικά: -είτε μετά την πάροδο δέκα ημερών από την υπογραφή του από 10.2.2006 συμφωνητικού, αφού η σύμβαση με την «……..» για την αναδοχή του χρέους της εφεσίβλητης (ως «……….») υπογράφηκε με καθυστέρηση στις 14.12.2006 -είτε μετά τη συμπλήρωση τριών συνεχόμενων ανεξόφλητων δόσεων του δανείου της εφεσίβλητης προς την τράπεζα «………….», του τριμήνου αρχόμενου από την 23.7.2009 και εφεξής, ήτοι τον Νοέμβριο του έτους 2009, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο [2.β.ΙΙ] του από 10.2.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού. Ότι ωστόσο η εφεσίβλητη δεν άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησης ούτε και τα επόμενα πέντε χρόνια, μέχρι το τέλος του 2014, οπότε και επέδωσε στην πρώτη εκκαλούσα την από 19.12.2014 εξώδικη δήλωση περί ασκήσεως του δικαιώματος της υπαναχώρησης. Ότι η εκκαλούμενη απόφαση ουδόλως ερεύνησε τον λόγο που η εφεσίβλητη δεν προέβη στην άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης νωρίτερα από τον Δεκέμβριο του 2014, πλην όμως αν ορθά εκτιμούσε τα πραγματικά περιστατικά θα κατέληγε ότι ο λόγος που δεν ασκήθηκε το σχετικό δικαίωμα ήταν η ύπαρξη μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας περί συμψηφισμού: ότι η εφεσίβλητη θα κατέβαλε τις δόσεις του δανείου της στην τράπεζα (αφού η αναδοχή του χρέους ήταν σωρευτική), ενώ η πρώτη εκκαλούσα θα συμψήφιζε τις δόσεις του από 10.2.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού με τα τιμήματα που της όφειλε η εφεσίβλητη από την πώληση προς αυτήν, ιχθυοτροφών. Ότι επίσης η εκκαλούμενη ουδόλως έλαβε υπόψη της την από 22.12.2014 εξώδικη απάντηση και διαμαρτυρία της πρώτης εκκαλούσας προς την εφεσίβλητη, την οποία νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκόμισε εκείνη, όπου αναφέρονται όλα τα παραπάνω. Ότι επιπροσθέτως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την ως άνω εσφαλμένη κρίση του επί των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε τον νόμο και δη το άρθρο 395 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα της υπαναχώρησης αποσβήνεται αν δεν ασκηθεί μέσα σε εύλογη προθεσμία που τάσσεται από τον άλλο. Ότι ο νομοθετικός σκοπός της διάταξης αυτής συνίσταται στην άρση της αβεβαιότητας που προκαλεί η παρατεταμένη αδράνεια του δικαιούχου στην άσκηση της υπαναχώρησης και ότι επομένως λανθασμένα η εκκαλούμενη δέχθηκε ως νόμιμη την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από την εφεσίβλητη πέντε έτη μετά τις προθεσμίες που είχαν ταχθεί με την παράγραφο [2.β] του από 10.2.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού και γι’ αυτό πρέπει να εξαφανισθεί. Ως προς τον παραπάνω λόγο έφεσης, και πάλι επαναφέρεται η ένσταση εξόφλησης του τιμήματος μέσω συμβατικού συμψηφισμού των εκατέρωθεν απαιτήσεων των διαδίκων (στην ουσία πρόκειται για ένσταση άρσης της υπερημερίας της αγοράστριας από τη μη πληρωμή των δόσεων του δανείου προς την ………………λόγω εξόφλησης του τιμήματος με συμβατικό συμψηφισμό των εκατέρωθεν απαιτήσεων των διαδίκων, με αποτέλεσμα να αίρεται το δικαίωμα υπαναχώρησης της εφεσίβλητης), η οποία (ένσταση) όμως καλύπτεται, κατά τα ανωτέρω, από το δεδικασμένο που παρήχθη μετά την έκδοση της 535/2022 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου που απέρριψε την έφεση κατά της 3606/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κρίνοντας ότι ήταν έγκυρη η κοινοποιηθείσα στις 19.12.2014 υπαναχώρηση της πωλήτριας από τη σύμβαση και άρα και αυτός ο λόγος της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω δεδικασμένου κατ’ άρθρο 330 ΚΠολΔ. Ιδίως αναφορικά με τον ισχυρισμό περί απόσβεσης του δικαιώματος υπαναχώρησης της πωλήτριας από την ένδικη πώληση λόγω μη άσκησης του παραπάνω δικαιώματος εντός εύλογης προθεσμίας, αυτόν είχε κρίνει το παρόν Δικαστήριο και με την προαναφερόμενη 535/2022 απόφασή του και τον είχε απορρίψει με επάλληλες αιτιολογίες. Συγκεκριμένα η εν λόγω απόφαση, στη σελίδα 24 δέχθηκε ότι «Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα παραπονείται με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν ερεύνησε το λόγο για τον οποίο η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης έγινε μετά την πάροδο 5 ετών, από τις προθεσμίες που προέβλεπε το επίδικο ιδιωτικό συμφωνητικό κι ενώ η τελευταία καταβολή έγινε στις 23-7-2009, που ήταν η κατάρτιση της συμφωνίας περί συμψηφισμού. Ότι αφού δεν ασκήθηκε το δικαίωμα της ενάγουσας εντός εύλογου χρόνου έχει αποσβεσθεί αυτό, με βάση τη διάταξη του άρθρου 395 ΑΚ. Ο λόγος αυτός έφεσης, κατά το μέρος που επικαλείται την προβολή της ένστασης της διάταξης του άρθρου 395 ΑΚ πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού η εκκαλούσα δεν είχε προβάλει αυτόν με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ούτε επικαλείται τη συνδρομή των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 527 ΚΠολΔ αρ.1-6. Είναι όμως και μη νόμιμος, διότι η εναγόμενη δεν ισχυρίζεται ότι είχε τάξει στην ενάγουσα εύλογη προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματός της, και άλλωστε η εναγόμενη αρνείται ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης».

Παρακάτω, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, η πρώτη εκκαλούσα αιτιάται την εκκαλούμενη απόφαση ότι προσπέρασε σιγήν τον προταθέντα με τις προτάσεις ισχυρισμό ότι εν προκειμένω, ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι το δικαίωμα υπαναχώρησης ασκήθηκε έγκυρα, αυτό κατέστη ανίσχυρο λόγω μη εκπλήρωσης των όρων της έγκυρης ενάσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης, όπως αυτοί καταρτίστηκαν με το από 10.2.2006 συμφωνητικό. Ότι ειδικότερα σύμφωνα με τους όρους του εν λόγω συμφωνητικού το επιφυλασσόμενο υπέρ της πωλήτριας δικαίωμα υπαναχώρησης εάν παράξει αποτελέσματα, θα συνεπάγεται ολική αυτοδίκαιη και αναδρομική ανατροπή της πώλησης με κάθε νόμιμη συνέπεια και κυρίως με υποχρέωση της αγοράστριας να επιστρέψει την κατοχή και νομή του πωληθέντος εξοπλισμού, εκδίδοντας τα αντίστοιχα παραστατικά και με υποχρέωση της πωλήτριας να αναλάβει εκ νέου το δάνειο. Ότι ωστόσο η εφεσίβλητη όχι μόνο δεν ανέλαβε το δάνειο προς την ……………… απαλλάσσοντας την πρώτη εκκαλούσα από την καταβολή του τιμήματος, αλλά άσκησε την κρινόμενη αγωγή μετά την επίδοση σε βάρος της πρώτης εκκαλούσας-πρώτης εναγόμενης της υπ’ αριθ. ……/2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως της ……. υπό ειδική εκκαθάριση με βάση τις υπ’ αριθ. 14.12.2006 συμβάσεις σωρευτικής αναδοχής χρέους που καταρτίστηκαν μεταξύ της πρώτης εκκαλούσας αγοράστριας και της … και με τις οποίες η πρώτη εκκαλούσα αναδέχθηκε σε εξόφληση του πιστωθέντος με την ένδικη σύμβαση τιμήματος, τις οφειλές της εφεσίβλητης προς την ….., μετά την επίδοση της οποίας (διαταγής πληρωμής) έγινε σαφές στην πρώτη εκκαλούσα ότι η επίδικη αξίωση (ερειδόμενη στην υπαναχώρηση) δεν θα ασκηθεί. Ότι εν προκειμένω, τόσο το περιεχόμενο της από 19.12.2014 εξώδικης δήλωσης της εφεσίβλητης με την οποία το πρώτον προέβαλε το δικαίωμα υπαναχώρησης και η οποία ουδόλως μνημονεύει την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής να αναλάβει εκ νέου το δάνειο προς την ….., ούτως ώστε να απαλλαγεί εφεξής η πρώτη εκκαλούσα από την καταβολή του τιμήματος, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, σε συνδυασμό με την απόκρουση αυτής (εξώδικης) με την από 22.12.2014 εξώδικη δήλωση-απάντηση της πρώτης εκκαλούσας, αλλά και πολύ πιο σημαντικά η έκδοση εκ των υστέρων και πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, της ως άνω υπ’ αριθ. …../2016 διαταγής πληρωμής, με την οποία η πρώτη εκκαλούσα διατάχθηκε να καταβάλει το τίμημα της επίδικης σύμβασης καθιστούν το δικαίωμα υπαναχώρησης ανίσχυρο και δίχως αποτελέσματα, αφού καταδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο ότι η από 19.12.2014 εξώδικη δήλωση της εφεσίβλητης δεν αποσκοπούσε σε αντίστοιχη δέσμευσή της και κατά συνέπεια δεν παρήγαγε έννομες συνέπειες. Ότι έτσι η εφεσίβλητη δεν άσκησε νόμιμα και έγκυρα το δικαίωμα της υπαναχώρησης κατά τα ανωτέρω, άλλως αυτό κατέστη ανίσχυρο, άλλως ουδεμία συνέπεια παρήγαγε, άλλως ματαιώθηκε, καθόσον αφενός η ίδια η εφεσίβλητη έγινε υπερήμερη ως προς τη δική της αναληφθείσα υποχρέωση να αναλάβει εκ νέου το δάνειό της προς την… … αποδεσμεύοντας την πρώτη εκκαλούσα από την οφειλή αυτή ως προς την ……., αφετέρου επιδιώχθηκε η είσπραξη του τιμήματος όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα πρωτοδίκως ως άνω υπ’ αριθ. …../2016 διαταγή πληρωμής σε βάρος της πρώτης εκκαλούσας και η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως της …. υπό ειδική εκκαθάριση με βάση τις υπ’ αριθ. 14.12.2006 συμβάσεις σωρευτικής αναδοχής χρέους που καταρτίστηκαν μεταξύ της πρώτης εκκαλούσας και της ….. και με τις οποίες η πρώτη εκκαλούσα αναδέχθηκε σε εξόφληση του τιμήματος, τις οφειλές της εφεσίβλητης προς την ….. Ότι ενόψει των ανωτέρω, η εκκαλούμενη όφειλε να απορρίψει και αυτεπαγγέλτως, δίχως την προβολή σχετικής ένστασης ή ισχυρισμού, την αγωγή της εφεσίβλητης ως νόμω αβάσιμης, δεδομένου ότι τα περιστατικά που περιέχονται σε αυτή και το αίτημά της εμποδίζουν τη γέννηση της επικαλούμενης (αιτούμενης) έννομης συνέπειας.

Ο λόγος αυτός έφεσης κατά το μέρος με το οποίο υποστηρίζεται ότι το δικαίωμα υπαναχώρησης ασκήθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης μη νόμιμα και μη έγκυρα τυγχάνει απαράδεκτος λόγω του δεδικασμένου που παρήχθη μετά την έκδοση της 535/2022 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά τα αναλυτικά πιο πάνω εκτεθέντα. Κατά το μέρος όμως με το οποίο υποστηρίζεται ότι η επίδικη υποχρέωση της πρώτης εκκαλούσας να επιστρέψει την κατοχή και τη νομή του πωληθέντος εξοπλισμού, εκδίδοντας αντίστοιχα παραστατικά εξαρτάτο από την εκπλήρωση της επίσης απορρέουσας από την υπαναχώρηση υποχρέωσης της εφεσίβλητης να αναλάβει εκ νέου το δάνειο έναντι της …., αποδεσμεύοντας σε διαφορετική περίπτωση την αγοράστρια από την υποχρέωση να εκπληρώσει την υποχρέωσή της να αποδώσει τον εξοπλισμό, ο σχετικός ισχυρισμός δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο που παρήχθη μετά την έκδοση της 535/2022 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου που απέρριψε την έφεση κατά της 3606/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που κατέστη έτσι τελεσίδικη, καθώς ο ίδιος αυτός ισχυρισμός προβλήθηκε με λόγο έφεσης και απορρίφθηκε από την ως άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, ως ένσταση που απάλλασσε την πρώτη εκκαλούσα-πρώτη εναγόμενη από την υποχρέωση να προβεί σε δήλωση βουλήσεως προς το τμήμα Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων και Αλιείας της Περιφέρειας Αττικής σχετικώς με την αναμεταβίβαση και διοικητική παραχώρηση στην ενάγουσα-εφεσίβλητη των αδειών μίσθωσης και λειτουργίας της προαναφερόμενης μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας. Επομένως, ο σχετικός λόγος έφεσης που αφορά στο εάν προβλεπόταν στο από 10.2.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό ότι σε περίπτωση υπαναχώρησης, η υποχρέωση της αγοράστριας να αποδώσει τη νομή και κατοχή του εξοπλισμού (οπότε σε περίπτωση άρνησής της δεν θα γεννάτο ζήτημα αμφισβήτησης της κυριότητας της πωλήτριας) εξαρτάτο και συναρτάτο με την ταυτόχρονη ανάληψη εκ νέου από την πωλήτρια και μόνο της αποπληρωμής του ένδικου δανείου προς την ….., με ταυτόχρονη αποδέσμευση της αγοράστριας από τη σωρευτική αναδοχή χρέους και όπως ο ισχυρισμός αυτός απερρίφθη σιωπηρά από την εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να εξεταστεί στην ουσία του.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, όπως τέτοια είναι και ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί από τους διαδίκους στα πλαίσια παλαιότερων μεταξύ τους δικών, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, την υπ’ αρ. …/30-3-2018 ένορκη βεβαίωση του …………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Άργους, η οποία ελήφθη με επιμέλεια της ενάγουσας μετά από νομότυπη κι εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. …../27.3.2018 και ……./27.3.2018 εκθέσεις επιδόσεως της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………, μη λαμβανομένης όμως υπόψη κατ’ άρθρο 424 στοιχ.β’ του ΚΠολΔ, της επιμελεία της ενάγουσας ληφθείσας υπ’ αριθ. ……/2.4.2018 ένορκης βεβαίωσης του   ……… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ναυπλίου, καθώς δόθηκε ώρα 11.55 το πρωί και όχι ώρα 12.00 το μεσημέρι όπως αναφέρεται στις αμέσως προαναφερόμενες κλήσεις προς τους εναγόμενους, από την υπ’ αριθ. ………./30-3-2018 ένορκη βεβαίωση του ……. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά και την υπ’ αριθ. ……./29.3.2018 ένορκη βεβαίωση της ……. ……. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου που ελήφθησαν επιμελεία των εναγόμενων μετά από νομότυπη κι εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ……./26-3-2018 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου ……., ιδίως όμως σχετικά με τον νυν κρινόμενο λόγο έφεσης από το ίδιο το περιεχόμενο του νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενου από 10.2.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης εξοπλισμού και παραχώρησης χρήσης μονάδος δεν αποδεικνύεται αυτός βάσιμος στην ουσία του. Ειδικότερα, στο ως άνω από 10.2.2006 συμφωνητικό στον όρο 2.(β) αυτού προβλέπεται ότι «Σε περίπτωση που: …(ii) η ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑ δεν καταβάλει προς την ……….. τρεις (3) συνεχόμενες δόσεις του προς αποπληρωμή ποσού του δανείου…τότε η ΠΩΛΗΤΡΙΑ θα έχει δικαίωμα, με έγγραφη εξώδικη δήλωσή της, να υπαναχωρήσει από την παρούσα σύμβαση. Η συμβατική υπαναχώρηση θα παράγει τα αποτελέσματά της εντός πέντε (5) ημερών από την υποβολή της έγγραφης δήλωσης υπαναχώρησης. Εάν εντός των πέντε (5) αυτών ημερών η ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑ εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και το βεβαιώσει με εξώδικη δήλωσή της και επίδειξη των σχετικών παραστατικών, η υπαναχώρηση δεν θα παράγει τα αποτελέσματά της.   Εάν η υπαναχώρηση παράγει τα αποτελέσματά της, θα συνεπάγεται ολική, αυτοδίκαιη και αναδρομική ανατροπή της πώλησης με κάθε νόμιμη συνέπεια και κυρίως με υποχρέωση της ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑΣ να επιστρέψει στην ΠΩΛΗΤΡΙΑ την κατοχή και τη νομή του πωληθέντος εξοπλισμού, εκδίδοντας τα αντίστοιχα παραστατικά και με υποχρέωση της ΠΩΛΗΤΡΙΑΣ να αναλάβει εκ νέου την αποπληρωμή του δανείου της προς την …………. Στην περίπτωση αυτή της υπαναχώρησης, η ΠΩΛΗΤΡΙΑ θα δικαιούται να θεωρήσει το ποσό του τιμήματος που τυχόν θα έχει καταβληθεί προς την …… ως ποινική ρήτρα σε βάρος της ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑΣ και δεν θα έχει ουδεμία υποχρέωση να της επιστρέψει το ποσό αυτό…». Πουθενά στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό δεν προβλέπεται ότι επί υπαναχωρήσεως της πωλήτριας λόγω μη καταβολής τριών δόσεων του δανείου προς την …………. από την αγοράστρια, ένεκα της οποίας (υπαναχώρησης) επέρχεται «ολική, αυτοδίκαιη και αναδρομική ανατροπή της…με κάθε νόμιμη συνέπεια», η υποχρέωση της αγοράστριας να επιστρέψει στην πωλήτρια την κατοχή και τη νομή του πωληθέντος εξοπλισμού θα εξαρτάται από την υποχρέωση της πωλήτριας να αναλάβει εκ νέου την αποπληρωμή του δανείου προς την ……….., έτσι ώστε αν δεν συμβεί το τελευταίο, να μην έχει δικαίωμα η πωλήτρια να ζητήσει την επιστροφή του εξοπλισμού. Αντίθετα, σαφώς από το περιεχόμενο της σχετικής σύμβασης προκύπτει ότι πρόκειται για δύο διακριτές, αυτοτελείς υποχρεώσεις των μερών, αφ’ ης στιγμής ανατραπεί λόγω υπαναχώρησης η σύμβαση πώλησης, χωρίς η εκπλήρωση της μίας να εξαρτάται από την εκπλήρωση της άλλης, αλλά καθένα από τα συμβληθέντα μέρη δικαιούται να στραφεί κατά του άλλου για την εκπλήρωση της υποχρέωσής του αυτής. Μάλιστα όπως ορθά διαλαμβάνει η 535/2022 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία ως προς τον κρινόμενο λόγο έφεσης λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, σχετικά με την υποχρέωση αποδέσμευσης της αγοράστριας από την αποπληρωμή του δανείου προς την ………, με την γενόμενη υπαναχώρηση, η πρώτη εναγόμενη-πρώτη εκκαλούσα αγοράστρια απαλλάσσεται έναντι της ενάγουσας-εφεσίβλητης πωλήτριας από την καταβολή του υπόλοιπου τιμήματος, η απαλλαγή όμως αυτή δεν μπορεί να ισχύσει και έναντι της …………., αφού όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 474 ΑΚ η εναγόμενη δεν μπορεί να αντιτάξει έναντι αυτής ένσταση από τη σχέση της με την ενάγουσα, με δεδομένο ότι η αναδοχή χρέους είναι αναιτιώδης, παρά μόνο ένσταση που ενεργεί αντικειμενικά (π.χ. καταβολή, δόση ή υπόσχεση καταβολής, ανανέωση, συμψηφισμός, δημόσια κατάθεση). Εξάλλου, με δεδομένο ότι η εναγόμενη είχε καταρτίσει με την …….. σύμβαση σωρευτικής και όχι στερητικής αναδοχής χρέους, όπως προέβλεπε το από 10.2.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, η ενάγουσα εξακολούθησε να είναι συνυπόχρεη με συνέπεια να εκδοθεί για μέρος του χρέους η υπ’ αριθ. ……../2014 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Δεδομένου δε ότι έχει εκδοθεί μετά την υπαναχώρηση σε βάρος της πρώτης εναγόμενης-ήδη πρώτης εκκαλούσας με αίτηση της … υπό ειδική εκκαθάριση, η υπ’ αριθ. …./2016 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που αφορά στην υπ’ αριθ. …./24.11.2000 σύμβαση πίστωσης, αν τυχόν η πρώτη εναγόμενη καταβάλει το ποσό αυτό στην τράπεζα, θα έχει αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού έναντι της ενάγουσας για την απόδοση του πλουτισμού της για το μέρος που θα καταβάλει στην τράπεζα πέραν του αρχικού τιμήματος και των τόκων αυτού (βλ. 535/2022 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου στις σελίδες 28-30, που παραπέμπει και σε Κρητικό στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλο άρθρο 474 αρ.2). Εν κατακλείδι, απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του ο παραπάνω λόγος έφεσης και ορθά η εκκαλούμενη έστω και σιωπηρά απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό της πρώτης εναγόμενης.

Περαιτέρω, με τον έκτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, η πρώτη εκκαλούσα παραπονείται γιατί η εκκαλούμενη απέρριψε μη νόμιμα την αναβλητική ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (ΑΚ 374), ως μη νόμιμη με το σκεπτικό στο 4ο φύλλο της ότι «η εν λόγω ένσταση προτείνεται μόνο σε ενεργή ενοχική σχέση». Ότι ωστόσο από τη διάταξη του άρθρου 374 ΑΚ, που αποτελεί συνέπεια της αρχής της αλληλεξάρτησης των παροχών, η οποία διέπει τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, όπως είναι και η πώληση (513 επ. ΑΚ), προκύπτει ότι παροχή και αντιπαροχή βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση λειτουργικής εξάρτησης, τόσο ως προς τη γένεση, όσο και ως προς την εξέλιξη των περί παροχής και αντιπαροχής υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ότι η άποψη ότι η άσκηση της υπαναχώρησης επιφέρει κατάργηση της όλης ενοχικής σχέσης, ούτε από τη σκοπιά της συστηματικής και δογματικής της θεμελιώσεως ικανοποιεί, ούτε μπορεί περαιτέρω να ανταποκριθεί στις πρακτικές ανάγκες της νομικής ζωής και ότι αυτή ενεργεί κατά βάση για το μέλλον αίροντας μόνο τις υφιστάμενες ακόμη πρωτογενείς υποχρεώσεις προς κύρια παροχή και όχι την όλη συμβατική σχέση. Ότι πέραν τούτου, εν προκειμένω, η μεταξύ των διαδίκων έννομη σχέση δεν έχει σε κάθε περίπτωση ανατραπεί ενόψει της υπερημερίας της εφεσίβλητης ως προς τη δική της αναληφθείσα υποχρέωση να αναλάβει εκ νέου το δάνειο της προς την…….. αποδεσμεύοντας την πρώτη εκκαλούσα, ούτε έχει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καταργηθεί, ούτως ώστε να μην τυγχάνει εφαρμογής η ένσταση του άρθρου 374 ΑΚ. Ότι δεδομένης και της συνάφειας των δύο απαιτήσεων, αφού προέρχονται από την ίδια νομική αιτία ήτοι το από 10.2.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό η εν λόγω ένσταση είναι νόμιμη και βάσιμη, επιβάλλεται επιπροσθέτως εν προκειμένω και από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη οι δύο αντίθετες υποχρεώσεις να πραγματοποιηθούν ταυτόχρονα, διαφορετικά οι διάδικοι θα οδηγηθούν στην άδικη περίπτωση όπου η εφεσίβλητη καθίσταται κυρία του πωληθέντος εξοπλισμού, ενώ η πρώτη εκκαλούσα παραμένει υπόχρεη στην ……………… υπό ειδική εκκαθάριση για την εξόφληση του δανείου της εφεσίβλητης, υποχρέωση η οποία αναγνωρίστηκε με την υπ’ αριθ. ……/2016 διαταγή πληρωμής σε βάρος της πρώτης εκκαλούσας ποσού 570.691,84 ευρώ, επιφυλασσόμενης της ……………… να διεκδικήσει στο μέλλον το υπόλοιπο, από το συνολικά οφειλόμενο ποσό του 1.000.183,43 ευρώ και η οποία επιδοθείσα δεύτερη φορά την 12.9.2016 στην πρώτη εκκαλούσα, απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

Σχετικά με τον λόγο αυτό που αφορά που αφορά στην ένδικη και μόνο παροχή δεν υφίσταται δεδικασμένο κατόπιν έκδοσης της 535/2022 οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, όπως στους προηγούμενους κριθέντες λόγους έφεσης. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η ένδικη από 3.11.2017 αγωγή της νυν εφεσίβλητης κατά των νυν εκκαλούντων είχε μετατραπεί με της προτάσεις της από διεκδικητική, σε αναγνωριστική της κυριότητας του εξοπλισμού αγωγή, δεν μπορούσε να προβληθεί από τους εναγόμενους ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος κατά αυτής κατ’ άρθρο 374 ΑΚ, αφού η σχετική ένσταση προσήκει σε καταψηφιστική και όχι σε αναγνωριστική αγωγή. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 374 § 1 ΑΚ συνάγεται ότι α) η με αυτή θεσπιζόμενη ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος είναι αναβλητική, γιατί με αυτή δεν ζητείται η απόρριψη της αγωγής αλλ` η αναβολή της εκπλήρωσης από τον εναγόμενο της παροχής του μέχρι ο ενάγων να εκπληρώσει την αντιπαροχή του, β) η αγωγή, κατά της οποίας προβάλλεται η ένσταση αυτή πρέπει να στηρίζεται σε αναγνωριζόμενη από τον εναγόμενο έγκυρη αμφοτεροβαρή σύμβαση και γ) με την ίδια αγωγή ο ενάγων απαιτεί από τον εναγόμενο την, από την επικαλούμενη με αυτή ως καταρτισθείσα με τον εναγόμενο αμφοτεροβαρή σύμβαση, παροχή του εναγομένου (βλ. σχετ. Γ. Μπαλή, ΕνοχΔ § 80 αριθ. 2 σελ. 276). Κατά συνέπεια η ανωτέρω αγωγή πρέπει να είναι καταψηφιστική. Η ιδιότητα αυτή της παραπάνω αγωγής συνάγεται και από τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αφού, το κατ’ αυτή με την προβολή της ανωτέρω ένστασης, δικαίωμα του εναγομένου να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής του προϋποθέτει ότι η αγωγή έχει αντικείμενο την καταψήφιση του εναγομένου να εκπληρώσει την παροχή του. Με τη ρύθμιση δε αυτή της διάταξης του άρθρου 374 § 1 ΑΚ συμπορεύεται και εκείνη του άρθρου 378 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με την οποία η ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης αποτέλεσμα έχει ότι ο εναγόμενος καταδικάζεται στην παροχή με τον όρο ταυτόχρονης εκπλήρωσης από τον άλλο της αντιπαροχής που τον βαρύνει (ΕφΑθ 704/1999, ΕλλΔνη 1999, σελ. 1136, Απόστολο Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο -Γενικό μέρος, έκδοση 1999, σελ. 330-331, υποσημ. 11, πρβλ. ΑΠ 1855/2009, 1857/2009 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως δεν είναι δυνατή η προβολή της παραπάνω ένστασης κατά της αναγνωριστικής αγωγής, που, όπως αυτή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, έχει αντικείμενο την αναγνώριση της κυριότητας του πωληθέντος εξοπλισμού μετά την υπαναχώρηση της πωλήτριας από τη σύμβαση της πώλησης με παρακράτηση κυριότητας, λόγω της υπερημερίας της αγοράστριας, ούτε με βάση το άρθρο 374 ΑΚ, ούτε με επίκληση της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε για τον λόγο αυτό και πριν από την εξέταση της φύσεως των εκατέρωθεν παροχών, να απορρίψει τον ισχυρισμό περί αναβλητικής ένστασης του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (άρθρο 374 ΑΚ) ως μη νόμιμο και δεν χρειαζόταν να διαλάβει νομική σκέψη ότι οι διατάξεις των άρθρων 374επ. του ΑΚ δεν εφαρμόζονται σε σχέση, που δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων αμφοτεροβαρούς σύμβασης με την υπαναχώρηση του ενός από τη σύμβαση. Κατόπιν τούτου, ορθώς απορρίφθηκε ο παραπάνω ισχυρισμός ως μη νόμιμος, πλην όμως θα αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης με τις αιτιολογίες της παρούσας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ.

Παρακάτω, με τον έβδομο λόγο της υπό κρίση έφεσης η πρώτη εκκαλούσα αιτιάται την εκκαλουμένη ότι εσφαλμένα απέρριψε την επικουρικώς προβληθείσα ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής της, με την αιτιολογία ότι «πέραν της αναφερόμενης αδράνειας από το έτος 2010, ουδεμία άλλη ειδική περίσταση επικαλούνται προς υποστήριξη της ενστάσεώς τους», αγνοώντας τους πρωτοδίκως ισχυρισμούς της, όπως αποδείχθηκαν με τα προσκομιζόμενα μετ΄ επικλήσεως έγγραφα. Ότι ειδικότερα αυτή είχε προβάλει με τις πρωτόδικες προτάσεις της ότι η απαίτηση της ενάγουσας για την εξόφληση του τιμήματος από την επίμαχη πώληση έχει αποσβεσθεί, καθώς η απαίτησή της συμψηφίστηκε με απαιτήσεις της πρώτης εναγόμενης-εκκαλούσας από την πώληση προϊόντων της εμπορίας της. Ότι η εφεσίβλητη δημιούργησε την εύλογη και άδολη πεποίθηση ότι θεωρεί, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθέν το τίμημα και ότι ως εκ τούτου, δεν θα αμφισβητήσει στο μέλλον το γεγονός αυτό. Ότι για τον λόγο αυτό έχοντας δηλαδή η πρώτη εκκαλούσα συμφωνήσει με την εφεσίβλητη ότι το τίμημα της επίδικης σύμβασης συμψηφίζεται με τις πωλήσεις γόνου και ιχθυοτροφών προς αυτή, ουδέποτε διεκδίκησε την πληρωμή των τιμολογίων από τις πωλήσεις ιχθυοτροφών και γόνου, η αξία των οποίων ξεπέρασε το 1 εκατομμύριο ευρώ. Ότι εάν δεν υπήρχε τέτοια συμφωνία περί συμψηφισμού, τότε η πρώτη εκκαλούσα θα είχε επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησής της από την εφεσίβλητη και θα κατέβαλε τις δόσεις στην ………………. Ότι έτσι, ακόμη και εάν ήθελε κριθεί ότι υπάρχει κάποια τυπική πλημμέλεια στον συμψηφισμό, εντούτοις, από τις καρτέλες που επικαλείται η πρώτη εκκαλούσα, αποδεικνύεται ότι το τίμημα της ένδικης σύμβασης έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί, όπως ξεκάθαρα προέβαλε αυτή σε απάντηση της από 19.12.2014 εξώδικης δήλωσης της εφεσίβλητης περί άσκησης δικαιώματος υπαναχώρησης. Ότι περαιτέρω εκείνη είχε προβάλει στις έγγραφες προτάσεις της ότι η ένδικη αγωγή ασκείται καταχρηστικά και για τον πρόσθετο λόγο ότι η εφεσίβλητη, αντίθετα σε κάθε έννοια καλής πίστης, καίτοι διατείνεται ότι έχει ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης από το 2014, δεν έχει μέχρι σήμερα αναλάβει το δάνειο της ………………, ούτως ώστε να απαλλάξει την πρώτη εκκαλούσα από οποιαδήποτε υποχρέωση απέναντι στην ……………… σχετικά με τα δάνειά της. Ότι συνέπεια της αντισυμβατικής αυτής συμπεριφοράς της εφεσίβλητης να μην αποπληρώσει τις δόσεις προς την ……………… ήταν η τελευταία να κινηθεί σε βάρος της πρώτης εκκαλούσας με την έκδοση της υπ’ αριθ. 1470/2016 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία μάλιστα απέκτησε και ισχύ δεδικασμένου. Ότι εξάλλου, η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης οκτώ χρόνια μετά την τέλεση της φερόμενης παράβασης της πρώτης εκκαλούσας (2006-2014) και της κρινόμενης αγωγής ερειδόμενης στην από 19.12.2014 δήλωση υπαναχώρησης τρία χρόνια μετά και αφού προηγουμένως έχει επιδιωχθεί σε βάρος της πρώτης εκκαλούσας η είσπραξη του τιμήματος της ένδικης σύμβασης με την υπ’ αριθ. …………./2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών καθιστούν την κρινόμενη αγωγή καταχρηστική και ως εκ τούτου απορριπτέα, αφού πλέον έγινε ξεκάθαρο στην αγοράστρια ότι η ένδικη αξίωση δεν θα ασκηθεί. Ότι κατόπιν των ανωτέρω και για τον λόγο αυτό έσφαλε η εκκαλουμένη και θα πρέπει να εξαφανιστεί. Ο παραπάνω ισχυρισμός ως ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ που εμποδίζει την άσκηση του επίδικου δικαιώματος δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο που παρήχθη μετά την έκδοση της 535/2022 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, πλην όμως κατά το μέρος του ισχυρισμού με το οποίο υποστηρίζεται η εξόφληση του τιμήματος του πωληθέντος εξοπλισμού με συμβατικό συμψηφισμό των εκατέρωθεν απαιτήσεων των διαδίκων, τούτος συνιστά άρνηση της αγωγής ότι δεν υπήρξε υπερημερία της αγοράστριας και ότι άρα δεν είναι έγκυρη η υπαναχώρηση της πωλήτριας από τη σύμβαση, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αμφισβητείται το δικαίωμα κυριότητας της τελευταίας από την πρώτη. Ωστόσο για να στοιχειοθετηθεί ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, προϋποτίθεται η ύπαρξη του σχετικού δικαιώματος και όχι ανυπαρξία του όπως η πρώτη εκκαλούσα υποστηρίζει, ισχυριζόμενη ότι δεν τυγχάνει υπερήμερη, αλλά ότι έχει εξοφλήσει το τίμημα της πώλησης. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμο τον σχετικό ισχυρισμό, καθ’ ο μέρος υποστηρίζεται εξόφληση του τιμήματος της ένδικης πώλησης. Ομοίως η επί μακρόν χρόνο αδράνεια της πωλήτριας να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης μετά την υπερημερία της αγοράστριας δεν μπορεί να στηρίξει ως συμπεριφορά από μόνη της, ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και άρα ορθά απερρίφθη ο σχετικός ισχυρισμός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νόμιμος. Επίσης, δεν στοιχειοθετείται καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας πωλήτριας, επειδή αυτή δεν αποδέσμευσε μετά την υπαναχώρησή της από την ένδικη σύμβαση την πρώτη εναγόμενη αγοράστρια από τη σωρευτική αναδοχή χρέους έναντι της ……………… που αφορούσε στο δάνειο που είχε λάβει η πωλήτρια από την τράπεζα για την αγορά του ένδικου εξοπλισμού, καίτοι τούτο προβλεπόταν στο μεταξύ τους από 10.2.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό για την περίπτωση που υπαναχωρούσε από τη σύμβαση η πωλήτρια. Σύμφωνα με όσα διέλαβε στις προτάσεις της κι ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η πρώτη εναγόμενη-ήδη πρώτη εκκαλούσα, μετά την κατάρτιση του από 10.2.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού που προέβλεπε ότι εκείνη θα αναδεχόταν στερητικά το χρέος από το δάνειο της πωλήτριας έναντι της ………………, τον όρο αυτό δεν δέχθηκε η τράπεζα, με αποτέλεσμα να καταρτισθεί σωρευτική αναδοχή χρέους ως προς το εν λόγω δάνειο μεταξύ της αγοράστριας πρώτης εναγόμενης και της ………………. Κατά συνέπεια, η εφεσίβλητη παραμένει συνυπόχρεη για την αποπληρωμή του υπόλοιπου του δανείου έναντι της ………………, η δε άρνηση της τελευταίας να δεχθεί στερητική αναδοχή χρέους με μόνη υπόχρεη την ενάγουσα κατόπιν σχετικής αιτήσεως αυτής, όπως η ίδια η πρώτη εναγόμενη-εκκαλούσα ως γεγονός δεν αμφισβητεί, δεν μπορεί να καταλογισθεί στην ενάγουσα ως δική της συμπεριφορά, ώστε να μπορεί εκ του λόγου αυτού να της αντιταχθεί ένσταση καταχρηστικής άσκησης του επίδικου δικαιώματος, όπως και η πρωτοβουλία της τράπεζας να εκδώσει διαταγή πληρωμής και σε βάρος της πρώτης εναγόμενης-εκκαλούσας αγοράστριας. Επομένως, ορθά απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη νόμιμος ο σχετικός ισχυρισμός και απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο έβδομος λόγος έφεσης.

Περαιτέρω, από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρεται πιο πάνω ότι λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, σε συνδυασμό με το δεδικασμένο που παρήχθη μετά την έκδοση της 535/2022 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης και την εγκυρότητα της υπαναχώρησης από αυτή της εφεσίβλητης-ενάγουσας προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 10.2.2006 καταρτίσθηκε μεταξύ της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, εταιρείας με την επωνυμία «……………………», ως πωλήτριας και της πρώτης εναγόμενης-πρώτης εκκαλούσας ως αγοράστριας, σύμβαση πώλησης πάγιου εξοπλισμού ιχθυοκαλλιέργειας με τον όρο διατήρησης της κυριότητας ωσότου αποπληρωθεί το τίμημα και παραχώρησης χρήσης μονάδας στην οποία συνεβλήθησαν και ο ……………. ως εγγυητής υπέρ της πωλήτριας και ο δεύτερος εναγόμενος-δεύτερος εκκαλών ως εγγυητής υπέρ της αγοράστριας, συνταχθέντος του με ίδια ημερομηνία ιδιωτικού συμφωνητικού. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του εν λόγω συμφωνητικού η εταιρία «……..» πώλησε στην πρώτη εναγόμενη τον αναλυτικώς περιγραφόμενο στο συνημμένο παράρτημα 1 (που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του συμφωνητικού) πάγιο εξοπλισμό ιχθυοκαλλιέργειας, εγκ………………στημένο στη θέση κόλπου «………» …….. ………, έναντι συνολικού τιμήματος 597.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., εκδίδοντας αυθημερόν κατά την υπογραφή του ως άνω συμφωνητικού και τα αντίστοιχα τιμολόγια πώλησης. Ειδικότερα, ο πωλούμενος εξοπλισμός αφορούσε σε: 1) Διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου με οικίσκο, αποθήκη και προβλήτα αξίας 92.000 ευρώ, 2) Αγκυροβόλια πλήρη με σημαδούρες, τιμόνια, φωτοσημαντήρες και καδένες τεμ. 2, με τιμή μονάδος 60.000 ευρώ, συνολικής αξίας 120.000 ευρώ, 3) Πλατφόρμα εξαλίευσης 6 x 4 με γερανό, αξίας 20.000 ευρώ, 4) Κλωβούς 6 x 6 πλαστικούς, τεμ. 8, με τιμή μονάδας 5.000 ευρώ, συνολικής αξίας 40.000 ευρώ, 5) Κλωβούς διαμ. Φ 16, τεμ. 5, με τιμή μονάδας 7.000 ευρώ, συνολικής αξίας 35.000 ευρώ, 6) Κλωβούς διαμ. Φ19, τεμ. 10, με τιμή μονάδας 8.000 ευρώ, συνολικής αξίας 80.000 ευρώ, 7) Γεννήτρια Petrogen 40 KWA, αξίας 15.000 ευρώ, 8) Γεννήτρια κλειστού τύπου ΚΥΒΟΤΑ 7,5 KWA, αξίας 15.000 ευρώ, 9) Πνευμ. σύστημα παροχής τροφής αξίας 8.000 ευρώ, 10) Δίχτυα 6 x 6, 24 τεμ., με τιμή μονάδας 1.250 ευρώ, συνολικής αξίας 30.000 ευρώ, 11) Δίχτυα Φ16, 10 τεμ., με τιμή μονάδας 3.000 ευρώ, συνολικής αξίας 30.000 ευρώ, 12) Δίχτυα Φ19, 10 τεμ., με τιμή μονάδας 4.000 ευρώ, συνολικής αξίας 40.000 ευρώ, 13) Φορτηγάκι κλειστό VW (αρ. κυκλοφ. ……….) αξίας 10.000 ευρώ, 14) Ταχύπλοο μηχανοκίνητο HONDA 30HP, αξίας 10.000 ευρώ, 15) Σκάφος Creta Mare 8,5μ με CUMMINGS 200 HP, αξίας 30.000 ευρώ, 16) Clarke Linde 1,5 τον., αξίας 15.000 ευρώ, 17) Εξωλέμβια Yamaha 25 HP, αξίας 3.000 ευρώ, 18) Τράπεζα εμβολιασμού ιχθύων με 4 πιστόλια αξίας 4.000 ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας του εξοπλισμού 597.000 ευρώ. Με τον όρο 1δ του ως άνω συμφωνητικού συμφωνήθηκε ότι η ως άνω πώληση γίνεται με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας του πωλούμενου εξοπλισμού μέχρις ολοσχερούς αποπληρωμής του τιμήματος πλέον Φ.Π.Α. και με την επιφύλαξη του δικαιώματος υπαναχώρησης της πωλήτριας. Περαιτέρω, με το άρθρο 2 α του συμφωνητικού ορίσθηκε ο τρόπος αποπληρωμής του τιμήματος ως εξής: Η πρώτη εναγόμενη αγοράστρια θα αναδεχόταν με στερητική αναδοχή χρέους το χρέος της ενάγουσας πωλήτριας από δάνειο που είχε λάβει από την ….. Τράπεζα της Ελλάδος, το οποίο ισούται με το ύψος του τιμήματος, αφαιρουμένου του Φ.Π.Α., ήτοι με ποσό 597.000 ευρώ. Σύμφωνα με το στοιχείο (ιιι) της δεύτερης παραγράφου του δεύτερου άρθρου του εν λόγω συμφωνητικού, η καταβολή στην …………. θα γινόταν σε 53 μηνιαίες δόσεις των 11.000 ευρώ εκάστη και μίας των 14.000 ευρώ με συμφωνηθείσα καταβολή πρώτης δόσης την 31.3.2006, ενώ σύμφωνα με την περίπτωση (v) η καταβολή του οφειλόμενου Φ.Π.Α. θα γινόταν μέχρι την 25.3.2006. Η πώληση αυτή τελούσε σε άμεση συνάρτηση με την διοικητική παραχώρηση των σχετικών διοικητικών αποφάσεων και συμβάσεων μίσθωσης θαλάσσιας έκτασης από το Ελληνικό Δημόσιο για τη λειτουργία της μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας στη θέση κόλπου «…….» ………., η δε πωλήτρια δεσμευόταν να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να ολοκληρωθούν οι σχετικές παραχωρήσεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2β περίπτωση (ιι) ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι εάν η αγοράστρια δεν καταβάλει προς την ……………… τρεις συνεχόμενες δόσεις του προς αποπληρωμή ποσού του δανείου, τότε η πωλήτρια θα έχει δικαίωμα, με έγγραφη εξώδικη δήλωσή της να υπαναχωρήσει από την παρούσα σύμβαση. Η συμβατική υπαναχώρηση θα παράγει τα αποτελέσματά της εντός πέντε (5) ημερών από την υποβολή της έγγραφης δήλωσης υπαναχώρησης. Εάν εντός των πέντε (5) αυτών ημερών η αγοράστρια εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και το βεβαιώσει με εξώδικη δήλωσή της και επίδειξη των σχετικών παραστατικών, η υπαναχώρηση δεν θα παράγει τα αποτελέσματά της. Εάν η υπαναχώρηση παράγει τα αποτελέσματά της, θα συνεπάγεται ολική, αυτοδίκαιη και αναδρομική ανατροπή της πώλησης με κάθε νόμιμη συνέπεια και κυρίως με υποχρέωση της αγοράστριας να επιστρέψει στην πωλήτρια την κατοχή και τη νομή του πωληθέντος εξοπλισμού, εκδίδοντας τα αντίστοιχα παραστατικά και με υποχρέωση της πωλήτριας να αναλάβει εκ νέου την αποπληρωμή του δανείου της προς την ………………Στην περίπτωση αυτή της υπαναχώρησης, η πωλήτρια θα δικαιούται να θεωρήσει το ποσό του τιμήματος που τυχόν θα έχει καταβληθεί προς την ………………ως ποινική ρήτρα σε βάρος της αγοράστριας και δεν θα έχει ουδεμία υποχρέωση να της επιστρέψει το ποσό αυτό. Σύμφωνα με το άρθρο 2 (γ) εάν η πωλήτρια δεν επιθυμεί να ασκήσει το ανωτέρω δικαίωμα υπαναχώρησης και δεν ασκήσει αυτό, τότε ρητώς συμφωνείται ότι για την περίπτωση που η αγοράστρια δεν έχει εξοφλήσει τρεις (3) συνεχόμενες δόσεις του δανείου προς την ………………(ενώ η πωλήτρια έχει εκπληρώσει πλήρως τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το παρόν) τότε η αγοράστρια θα οφείλει να καταβάλει στην πωλήτρια ως ποινική ρήτρα ποσό ίσο με το απολειπόμενο- μη καταβληθέν- εκείνη τη στιγμή τίμημα, αποκλειομένης κάθε περαιτέρω αποζημιώσεως. Αν η αγοράστρια παραβεί τις ως άνω υποχρεώσεις της έναντι της πωλήτριας και δεν καταβάλει σε αυτήν την ως άνω συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα, η πωλήτρια θα δικαιούται να στραφεί και κατά του εγγυητή, δεύτερου εναγόμενου, ……………, ο οποίος θα ευθύνεται εις ολόκληρο έναντι της πωλήτριας ως αυτοφειλέτης, μόνο όμως για την καταβολή της ως άνω ποινικής ρήτρας. Ενόψει των ανωτέρω, η πωλήτρια παρέδωσε τον παραπάνω εξοπλισμό κατά χρήση στην πρώτη εναγόμενη, η οποία απέκτησε δικαίωμα προσδοκίας για κτήση κυριότητας επ’ αυτού με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης για αποπληρωμή του τιμήματος. Στη συνέχεια, η πρώτη εναγόμενη στις 14.12.2006, υπέγραψε με την ……….. την υπ’ αριθ. ………/2000 σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους με την οποία αναδέχθηκε σωρευτικά με την πωλήτρια το χρέος που όφειλε έως τότε η τελευταία, ύψους 511.526,73 ευρώ, από την υπ’ αριθ. …./2000 σύμβαση πίστωσης και τις πρόσθετες πράξεις αυτής που είχε καταρτίσει η εταιρία «……….» με την ως άνω τράπεζα, αναλαμβάνοντας να καταβάλλει το ποσό των 11.000 ευρώ κάθε μήνα, όπως αναφέρθηκε και στο από 10.2.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό και τους τόκους, που θα καταλογίζονταν στις 30/6 και στις 31/12 κάθε έτους. Η κατάρτιση σωρευτικής και όχι στερητικής αναδοχής χρέους οφειλόταν στο ότι η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία δεν συναινούσε να απαλλαγεί πλήρως η πωλήτρια από τις έναντι αυτής εκ του δανείου υποχρεώσεις και να παραμείνει μόνη οφειλέτρια η πρώτη εναγόμενη. Σημειωτέον ότι το γεγονός ότι η αγοράστρια αναδέχθηκε σωρευτικά με την πωλήτρια και όχι στερητικά το χρέος έναντι της τράπεζας, όπως είχε συμφωνηθεί με την ένδικη σύμβαση, δεν συνιστά εκ μέρους της υπαίτια μη εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων. Η διάταξη του άρθρου 471 του ΑΚ προβλέπει την περίπτωση της στερητικής αναδοχής χρέους, κατά την οποία ο οφειλέτης απαλλάσσεται από το χρέος με την υπεισέλευση του αναδοχέα στη θέση του. Για να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, απαιτείται σύμβαση μεταξύ του τρίτου αναδοχέα και του δανειστή, χωρίς να απαιτείται και σύμπραξη του παλαιού οφειλέτη. Εάν η σχετική συμφωνία γίνει μεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου, απαιτείται είτε η σύμπραξη του δανειστή είτε η εκ των υστέρων έγκριση της συμφωνίας από αυτόν, κατά το άρθρο 239 ΑΚ, που δηλώνεται είτε προς τον ένα είτε προς τον άλλον των συμβαλλομένων, ρητώς ή σιωπηρώς, οπότε γεννιούνται αναδρομικά και εξαρχής πλήρη τα αποτελέσματα, όπως στη σύμβαση στερητικής αναδοχής με τον δανειστή. Τα αποτελέσματα, όμως, αυτά προϋποθέτουν ότι τα συμβαλλόμενα μέρη (οφειλέτης και αναδοχέας) θέλησαν σαφώς μια τέτοια αναδοχή, δηλαδή την απαλλαγή του οφειλέτη και την υπεισέλευση του αναδοχέα στη θέση του. Αλλά και η έγκριση του δανειστή πρέπει, επίσης, να αφορά στο σύνολο της συμφωνίας οφειλέτη τρίτου. Διαφορετικά, πρόκειται απλώς για σύμβαση ελευθερώσεως από το χρέος (άρθρο 478 ΑΚ), η οποία λειτουργεί, καταρχήν, μόνο μεταξύ του τρίτου, που έδωσε την υπόσχεση και του οφειλέτη, χωρίς να δημιουργείται δεσμός με τον δανειστή (βλ. ΕφΠειρ 400/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 822/2014 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 5740/1987 ΑρχΝ ΛΗ/680, ΕφΛαρ 66/1986 Αρμ Μ/980, ΕφΑθ 5369/1982 Αρμ ΛΖ/377, Γ. Μπαλή, Ενοχικό Δίκαιο, παρ. 170, σελ. 519 επ., Α. Κρητικό σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, υπ’ άρθρο 471, αριθμ. 2 και 3). Στην τελευταία   αυτή  περίπτωση  (της  συμβάσεως  ελευθερώσεως)  ο  τρίτος υποχρεούται από τη σύμβαση να καταβάλει το χρέος του αντισυμβαλλόμενού του οφειλέτη προς το δανειστή του και να τον απαλλάξει  απ`αυτό, σε περίπτωση  δε  που ο τρίτος δεν εκπληρώσει την υποχρέωση του αυτήν και εξαναγκασθεί  ο  αντισυμβαλλόμενός  του  οφειλέτης,  κατόπιν   απειλής αναγκαστικής  εκτελέσεως  εκ  μέρους  του  δανειστή  του, να καταβάλει σ`αυτόν  το  χρέος,   ο   τρίτος   υποχρεούται   σε   αποζημίωση   του αντισυμβαλλομένου  του  οφειλέτη  (βλ.   Μιχαηλίδη-Νουάρο,  στην ΕρμΑΚ υπ`αρθρ.  478 παρ.  1,2 και 13, Μπαλή, Ενοχικό παρ. 73, ΕφΛαρ  66/1986,  Αρμ 49.980, ΕφΘεσ 682/1976 ΝοΒ 25.763, ΕφΘεσ 185/1970 Αρμ 24.597, ΕφΑθ  2244/1968  Αρμ  23.287,  ΕφΙωαν 8/1963 Αρμ 18.190, ΠολΠρ Θεσ 3097/1972, Αρμ 27.447). Επιπλέον, η πωλήτρια εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις της από την επίδικη σύμβαση προέβη σε μεταβίβαση- διοικητική παραχώρηση προς την αγοράστρια της μισθωτικής σχέσης και των αδειών λειτουργίας της μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας και ειδικότερα, της υπ’ αριθ. Α 174/29-9-2000 απόφασης του Νομάρχη Πειραιώς για την άδεια λειτουργίας, του υπ’ αριθ. …./28.12.2000 μισθωτήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Καλαυρίας ……….. για την αρχική θαλάσσια έκταση και της υπ’ αριθ. 1148/15-12-2005 απόφασης του Περιφερειάρχη Αττικής για τη μεταβίβαση-παραχώρηση επιπλέον έκτασης είκοσι στρεμμάτων. Ομοίως σε εκτέλεση της σύμβασης, η πρώτη εναγόμενη αγοράστρια αρχικά αποπλήρωνε τμηματικά το τίμημα με την καταβολή των προβλεπόμενων δόσεων του δανείου της πωλήτριας προς την ………………Εξάλλου, μετά την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης και συγκεκριμένα στο τέλος του έτους 2008 η πωλήτρια εταιρία συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την ενάγουσα, η οποία ως οιονεί καθολική διάδοχος αυτής υπεισήλθε στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι η πρώτη εναγόμενη είχε καταρτίσει την ίδια ως άνω ημεροχρονολογία με την ένδικη σύμβαση, δηλαδή στις 10.2.2006, ως αγοράστρια και άλλη σύμβαση πωλήσεως εξοπλισμού ιχθυοκαλλιέργειας και παραχώρησης χρήσης μονάδας εγκατεστημένων στη θέση κόλπου «……….» Χερσονήσου ………. με την εταιρεία «……….» αντί τιμήματος 703.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, η εξόφληση του οποίου θα γινόταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με αυτόν της ένδικης σύμβασης και με σκοπό την ισόποση αποπληρωμή έτερου δανείου της ως άνω πωλήτριας προς την …….. Τράπεζα. Επίσης, η εταιρεία «…………» συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την ενάγουσα, η οποία ως οιονεί καθολική διάδοχος αυτής υπεισήλθε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της αρχικής πωλήτριας στην εν λόγω σύμβαση πωλήσεως και όπως και η συγχώνευση αυτή έλαβε χώρα το ίδιο χρονικό διάστημα με αυτή της «………». Εξάλλου, η ενάγουσα και η πρώτη εναγόμενη διατηρούσαν μεταξύ τους και άλλη εμπορική συνεργασία συνιστάμενη στην πώληση εκ μέρους της εναγόμενης προς την ενάγουσα διαφόρων ποσοτήτων ιχθύων, ιχθυελαίου, υλικών συσκευασίας ιχθυοειδών και ιχθυοτροφών, ενώ δυνάμει της από 1.1.2010 σύμβασης υπεκμίσθωσης, η ενάγουσα υπεκμίσθωσε στην πρώτη εναγόμενη, ένα αγροτεμάχιο εκτάσεως 4 στρεμμάτων μετά του εντός αυτού συσκευαστηρίου ιχθύων για χρονικό διάστημα πέντε ετών, ήτοι από την 1.1.2010 έως την 31.12.2015. Περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη κατέβαλε τις δόσεις του δανείου της «……………» που είχε σωρευτικά αναδεχθεί στα πλαίσια της ένδικης σύμβασης πώλησης έναντι της ………………μέχρι τις 23.7.2009, έχοντας καταβάλει μέχρι τότε το ποσό των 335.616,07 ευρώ, έκτοτε όμως σταμάτησε να καταβάλει τις δόσεις και κατέστη υπερήμερη, εναπομένοντος οφειλόμενου υπολοίπου τιμήματος, ανερχόμενου στο ποσό των 261.383,93 ευρώ πλέον τόκων. Ενόψει δε του ως άνω γεγονότος, καθώς και του ότι η ενάγουσα είχε καθυστερήσει την αποπληρωμή τιμήματος πωληθέντων προς αυτήν εμπορευμάτων από την πρώτη εναγόμενη, οι ως άνω διάδικοι, κατά μήνα Απρίλιο του έτους 2010 και στα πλαίσια διαπραγματεύσεων για τη ρύθμιση των εκατέρωθεν υποχρεώσεών τους συμφώνησαν όπως η καταβολή του υπόλοιπου τιμήματος από το από 10.2.2006 συμφωνητικό πώλησης γίνει με αγορά ιχθυοτροφών εκ μέρους της ενάγουσας από την πρώτη εναγόμενη, καθώς και με την επιστροφή στην ενάγουσα εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης επιταγών που της είχαν δοθεί χάριν καταβολής και αφορούσαν στην εξόφληση τιμήματος προηγούμενων αγορών γόνου και ιχθυοτροφών, υπό τον όρο της ανάληψης των δανειακών υποχρεώσεων της ενάγουσας προς την ……………… αποκλειστικά από την ίδια, και την απαλλαγή της πρώτης εναγόμενης από τις υποχρεώσεις της ως προς την σωρευτική αναδοχή χρέους έναντι της ……. για αμφότερα τα δάνεια των εταιρειών «………» και «……..», στη θέση των οποίων ως οφειλέτρια είχε υπεισέλθει η ενάγουσα (βλ. τις από 19.4.2010 και 22.4.2010 επιστολές της ενάγουσας προς την ……………… ΒΑΝΚ και τα από 30-4-2010 και 14-5-2010 μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων των διαδίκων), πλην όμως η εν λόγω συμφωνία δεν υλοποιήθηκε εντέλει, διότι ουδέποτε έγινε αποδεκτό από την τράπεζα το παραπάνω αίτημα αποδέσμευσης της πρώτης εναγόμενης από τις υποχρεώσεις της εκ της σύμβασης σωρευτικής αναδοχής χρέους. Άλλωστε μια τέτοια τελική συμφωνία περί τροποποίησης της σύμβασης ως προς τον τρόπο εξόφλησης του τιμήματος από την αγοράστρια θα είχε καταρτισθεί εγγράφως σύμφωνα με τον όρο 5 της επίδικης από 10.2.2006 σύμβασης πώλησης, όπου προβλεπόταν ότι «Κάθε τυχόν τροποποίηση των όρων αυτού του συμφωνητικού, θα αποδεικνύεται αποκλειστικά και μόνο εγγράφως, αποκλειομένου οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου». Επίσης, σε περίπτωση που η πρώτη εναγόμενη είχε πράγματι εξοφλήσει την οφειλή της εκ της επίδικης σύμβασης, θα ζητούσε έγγραφη εξοφλητική απόδειξη, καθώς και την άρση της παρακράτησης της κυριότητας του επίδικου εξοπλισμού, πράγμα που δεν έγινε συνολικά. Η από 22.5.2014 υπεύθυνη δήλωση του νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας, …………….. αφορά μόνο στην εξόφληση του τιμήματος του σκάφους με το όνομα «Κ», που μεταβιβάστηκε λόγω πώλησης στην πρώτη εναγόμενη με το από 10.2.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό που κατάρτισε με την πωλήτρια εταιρεία «……….», η δε δήλωση του παραπάνω νομίμου εκπροσώπου ότι δεν υφίσταται παρακράτηση κυριότητας από την ενάγουσα ως προς αυτό δεν αναφέρεται στο σύνολο του εξοπλισμού που πωλήθηκε στην πρώτη εναγόμενη με τα από 10.2.2006 ιδιωτικά συμφωνητικά που είχε καταρτίσει με τις παραπάνω πωλήτριες εταιρίες, τις οποίες διαδέχθηκε η ενάγουσα. Μετά την προαναφερόμενη άρνηση της δανείστριας τράπεζας ……………… να συναινέσει σε στερητική αναδοχή χρέους του προς αυτήν οφειλόμενου δανείου, οπότε κατέστη φανερό ότι οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων παρέμεναν ως είχαν, δεν έγινε κάποια καταβολή εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης είτε προς την τράπεζα, είτε προς την ενάγουσα, η δε …………, όπως αυτή έχει προκύψει μετά τη διάσπασή της, ήτοι η ………. υπό ειδική εκκαθάριση, εξέδωσε σε βάρος μεταξύ άλλων και της ενάγουσας την υπ’ αριθ. ……/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. ……../2014 διαταγή πληρωμής του ίδιου Δικαστή, με την οποία η ενάγουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει εις ολόκληρον στην ως άνω τράπεζα το ποσό του 1.300.000 ευρώ, το οποίο συμπεριλαμβάνει και τα χρεωστικά υπόλοιπα των δανείων, την αποπληρωμή των οποίων είχε αναλάβει η πρώτη εναγόμενη με τα από 10.2.2006 δύο ιδιωτικά συμφωνητικά πώλησης. Στη συνέχεια, ενόψει της συνδρομής της περίπτωσης του άρθρου 2β του από 10.2.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού, η ενάγουσα έκανε χρήση του δικαιώματός της περί υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση με την επίδοση σε αμφότερους τους εναγόμενους στις 19.12.2014 της από 7.12.2014 εξώδικης δήλωσης, με την οποία αφού δήλωσε την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, καλούσε τους εναγόμενους να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από το συμφωνητικό με την καταβολή σε αυτήν του οφειλόμενου υπολοίπου του τιμήματος, ποσού 261.383,93 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας από την 23.7.2009 (ημερομηνία τελευταίας καταβολής προς την ………………) εντός πέντε ημερών από την επομένη κοινοποιήσεως της εξώδικης δήλωσης, άλλως εάν παρέλθει άπρακτη η ως άνω προθεσμία η υπαναχώρηση θα παράγει πλήρως τα αποτελέσματά της κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 της συμβάσεως. Οι εναγόμενοι απάντησαν με την από 22.12.2014 εξώδικη απάντηση- διαμαρτυρία, στην οποία επικαλέστηκαν την εκ μέρους τους εξόφληση του τιμήματος δια συμψηφισμού, με βάση τη συμφωνία στην οποία προέβησαν τον Απρίλιο του 2010, και ότι έχουν εκπληρώσει στο ακέραιο τις συμβατικές τους υποχρεώσεις για την ολοσχερή αποπληρωμή του τιμήματος, ισχυρισμός που ήδη έχει απορριφθεί με ισχύ δεδικασμένου με την 535/2022 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου. Με την ως άνω δήλωση υπαναχώρησης της ενάγουσας επήλθε ολική, αυτοδίκαιη και αναδρομική ανατροπή της πώλησης με κάθε νόμιμη συνέπεια και κυρίως με υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να επιστρέψει στην ενάγουσα την κατοχή και τη νομή του πωληθέντος εξοπλισμού, εκδίδοντας τα αντίστοιχα παραστατικά, καθώς και όπως έχει ήδη κριθεί με την 535/2022 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, να υποβάλει αμελλητί αίτηση για την μεταβίβαση- διοικητική παραχώρηση των αδειών μίσθωσης και λειτουργίας της μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας στην ενάγουσα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 α της συμβάσεως. Στη συνέχεια κατόπιν προτάσεως των εναγόμενων, οι διάδικοι διαπραγματεύτηκαν, προκειμένου να λύσουν συμβιβαστικά τις μεταξύ τους διαφορές, πλην όμως οι ως άνω διαπραγματεύσεις απέβησαν άκαρπες και η ενάγουσα απέστειλε εκ νέου στους εναγόμενους την από 24.2.2016 εξώδικη δήλωση- διαμαρτυρία και πρόσκληση, με την οποία τους ζήτησε να παύσουν να χρησιμοποιούν τις εγκαταστάσεις της μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας, να αποχωρήσουν από αυτή και να την παραδώσουν στην ενάγουσα. Ωστόσο, η πρώτη εναγόμενη δεν συμμορφώθηκε με το περιεχόμενο της παραπάνω δήλωσης και  ισχυρίζεται αβάσιμα κατά τα ανωτέρω ότι έχει αποκτήσει κυριότητα επί του επίδικου εξοπλισμού και αρνείται να τον αποδώσει στην ενάγουσα, αμφισβητώντας την κυριότητα της τελευταίας επ’ αυτού. Κατόπιν τούτου, η ενάγουσα έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί κυρία του επίδικου εξοπλισμού, με εξαίρεση το σκάφος «Κ» που έχει περιέλθει στην κυριότητα της πρώτης εναγόμενης, όπως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την ένδικη αναγνωριστική αγωγή κυριότητας και αναγνώρισε την ενάγουσα κυρία του επίδικου εξοπλισμού, απορριπτομένης στο σύνολό της της υπό κρίση έφεσης με την οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως ουσία αβάσιμης. Σημειωτέον ότι απαραδέκτως επαναφέρει η πρώτη εκκαλούσα με τις προτάσεις της α) την ένσταση επίσχεσης του επίδικου εξοπλισμού μέχρι η ενάγουσα να αποπληρώσει το δάνειό της στην ………………, απαλλάσσοντάς την από την ευθύνη της καταβολής του, η οποία απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως μη νόμιμη, με το σκεπτικό ότι μετά τον περιορισμό της αγωγής σε αναγνωριστική της κυριότητας δεν είναι νοητή η άσκηση δικαιώματος επισχέσεως, αφού το δικαίωμα αυτό δίδεται στον με τη διεκδικητική αγωγή εναγόμενο νομέα προς απόδοση του διεκδικούμενου πράγματος και β) την ένσταση της ενιαύσιας παραγραφής του άρθρου 992 ΑΚ, την οποία απέρριψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη, κρίνοντας ότι δεν πρόκειται εδώ για αγωγή αποβολής από τη νομή, αλλά για αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή κατά της οποίας δεν προτείνεται τέτοια ένσταση, δεδομένου ότι η πρώτη εκκαλούσα δεν παραπονείται για την απόρριψη των παραπάνω ισχυρισμών με σχετικό λόγο έφεσης. Σε κάθε περίπτωση με ορθό αιτιολογικό απορρίφθηκαν οι παραπάνω ισχυρισμοί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Καίτοι απορρίφθηκε η ένδικη έφεση της πρώτης εκκαλούσας κατά της εφεσίβλητης, μέρος των δικαστικών εξόδων των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους κατ’ άρθρο 179 τελ. εδ. του ΚΠολΔ, καθώς κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης λόγω των μεταξύ των συμβαλλομένων προχωρημένων διαπραγματεύσεων για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, ενώ κατά τα λοιπά μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης πρέπει να επιβληθούν κατόπιν αιτήματός της σε βάρος της πρώτης εκκαλούσας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 κα 191 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, επειδή η έφεση του δεύτερου εκκαλούντος έγινε δεκτή, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, η επιστροφή σε αυτόν τους κατατεθέντος κοινού παράβολου για την άσκηση του ένδικου μέσου, σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση του δεύτερου εκκαλούντος.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση ως προς τον δεύτερο εκκαλούντα.

Κρατεί και δικάζει την από 3.11.2017 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……./21.12.2017) αγωγή κατά του δεύτερου εναγόμενου.

Απορρίπτει την αγωγή κατά του δεύτερου εναγόμενου.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εκκαλούντος-δεύτερου εναγόμενου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσίβλητης-ενάγουσας και ορίζει αυτά στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση της πρώτης εκκαλούσας.

Συμψηφίζει μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης με τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εκκαλούσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης κατά της πρώτης εκκαλούσας για τον ίδιο βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της τελευταίας, ορίζει δε αυτά στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του αναφερόμενου στο σκεπτικό της παρούσας και κατατεθέντος για την άσκηση της κριθείσας έφεσης e-παράβολου στον δεύτερο εκκαλούντα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 20.1.2023

Και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 13-2-2023

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ