Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 131/2023

Αριθμός     131/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4o

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Σωτήριο Αθανασάκο.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………. ως οριστικής δικαστικής συμπαραστάτου του ενήλικου τέκνου της …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Στυλιανό Λαμπαδάριο.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  22.10.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2015) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1703/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από  8.6.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο  ……../2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Εφετείο  ……./2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 21η.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 81/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 4ης.2.2021, μετά δε από διαδοχικές αναβολές στις δικασίμους της  7ης.10.2021, 7ης.4.2022 και σε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από 8.6.2018 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../8.6.2018 – ………/29.7.2019) έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος εκκαλούντος – εναγομένου, κατά της πρωτοδίκως εν μέρει νικήσασας εφεσίβλητης – ενάγουσας και της υπ΄αριθ. 1703/11.4.2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασίας Οικογενειακών Διαφορών), που δίκασε ερήμην του εναγομένου – εκκαλούντος και δέχτηκε εν μέρει την από 22.10.2015 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./2.12.2015) αγωγή της ενάγουσας – εφεσίβλητης, ασκήθηκε νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρα 591 παρ. 1α, 592 παρ. 1, 495 παρ.1 και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ.β΄εδ.α, 516 παρ.1, 517 εδ.α και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, (βλ. από 11.5.2018 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……. στο επιδοθέν στον εκκαλούντα απόγραφο της εκκαλουμένης, σε συνδυασμό με την από 8.6.2018 έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης του γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 520, 527 και 528 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 44 § 2 ν. 3994/13-7-2011 [ΦΕΚ Α` 165/25-7-2011], προκύπτει ότι η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης από τον εναγόμενο που δικάσθηκε ερήμην επιφέρει χωρίς έρευνα των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 639/2015, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 866/2008, ΑΠ 884/2007, ΑΠ 446/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 2005.1100), ενώ ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως (ΕφΔυτΜακεδ 28/2016 ΝΟΜΟΣ). Η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αλλά αρκεί η “τυπική” παραδοχή της, κατά το άρθρο 532ΚΠολΔ, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 546/2014, ΑΠ 1015/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 495/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Και με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106 ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ. Έτσι, στην περίπτωση που ο διάδικος ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς ανάγκη να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ` ουσίαν, κάποιος λόγος της έφεσης. Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 579/2018 πρβλ ΑΠ 6/2017, ΑΠ 343/2013 ΝΟΜΟΣ). Πρέπει επομένως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η ένδικη έφεση γίνει δεκτή τυπικά και κατ` ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες της τις διατάξεις και αφού κρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή κατά την ίδια, ως πρωτοδίκως, ειδική διαδικασία, εν όψει του ότι για το παραδεκτό της δεν απαιτείται να κατατεθεί παράβολο έφεσης (495 παρ. 3 Γ εδ. τελευταίο ΚΠολΔ).

Με την από 22.10.2015 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………../2.12.2015) αγωγή της, όπως αυτή περιορίστηκε παραδεκτά εν μέρει από καταψηφιστική σε αναγνωριστική, η ενάγουσα, ως οριστική δικαστική συμπαραστάτρια του ενηλίκου τέκνου της ………………, το οποίο απέκτησε από τον ήδη λυθέντα  με τον εναγόμενο γάμο της, επικαλούμενη ότι λόγω της κατάστασης της υγείας του το εν λόγω τέκνο αδυνατεί να καλύψει τις διατροφικές του ανάγκες, καθόσον στερείται περιουσίας και εισοδημάτων και δεν μπορεί να εργαστεί, καθώς επίσης ότι δυνάμει του από Δεκεμβρίου 2009 μεταξύ της ίδιας και του εναγομένου ιδιωτικού συμφωνητικού – πρακτικού συμβιβασμού, ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει ως συνεισφορά του στη διατροφή του τέκνου το ποσό των 300 € μηνιαίως και παρόλ΄αυτά, αυτός δεν κατέβαλε κανένα ποσό κατά το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2010 έως και Νοέμβριο 2011, ήτοι για 19 μήνες. Με βάση τα παραπάνω η ενάγουσα ζητούσε όπως α)  υποχρεωθεί ο εναγόμενος, πατέρας του ενηλίκου τέκνου, να της καταβάλλει για λογαριασμό του τελευταίου με την ως άνω ιδιότητά της, ως μέρος της μηνιαίας διατροφής του σε χρήμα, το ποσό των 300 € μηνιαίως για χρονικό διάστημα 3 ετών από την επίδοση της αγωγής και  νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, β) αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλλει για την ίδια αιτία, ως υπόλοιπο μέρος της μηνιαίας διατροφής του ως άνω τέκνου σε χρήμα, ποσό 350 € μηνιαίως για χρονικό διάστημα 3 ετών από την επίδοση της αγωγής και  νομιμοτόκως από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και γ) να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει με την ως άνω ιδιότητά της το ποσό των 5.700 € που αντιστοιχεί στην με το προαναφερθέν ιδιωτικό συμφωνητικό καθορισθείσα και μη καταβληθείσα συνεισφορά του στη διατροφή του ενηλίκου ως άνω τέκνου τους και δη νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού απέρριψε όσα κρίθηκαν απορριπτέα, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει  στην ενάγουσα με την ιδιότητά της ως δικαστικής συμπαραστάτριας του ενηλίκου τέκνου των διαδίκων και για λογαριασμό αυτού, το ποσό των 300 € μηνιαίως, αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλλει με την ως άνω ιδιότητά της και για λογαριασμό του ενηλίκου τέκνου τους, το ποσό των 150 € μηνιαίως και τα παραπάνω ποσά για χρονικό διάστημα 3 ετών από την επίδοση της αγωγής και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ενώ επέβαλε σε βάρος του εναγομένου, μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας από 500 €. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί όπως, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, απορριφθεί η αγωγή της αντιδίκου του και καταδικαστεί αυτή στη δικαστική του δαπάνη.

Ένας ισχυρισμός χαρακτηρίζεται ως ένσταση, όταν ο εναγόμενος καταφάσκει μεν την ιστορική βάση της αγωγής, επικαλείται, όμως, νέα γεγονότα, διάφορα από τα συγκροτούντα την βάση της, τα οποία, υπαγόμενα σε αντίθετο, σε σχέση με τον στηρίζοντα το επίδικο δικαίωμα, κανόνα δικαίου, αποτρέπουν την επέλευση της έννομης συνέπειας που διώκεται με την αγωγή. Δηλαδή, η ένσταση προϋποθέτει την ρητή ή σιωπηρή κατάφαση της ιστορικής βάσεως της αγωγής (βλ. Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, άρθρο 261 αρ. 22, Αστ. Γεωργιάδη, Η συμβολή του ουσιαστικού δικαίου στη διαμόρφωση των ενστάσεων, στον τόμο «Οι ενστάσεις στην πολιτική δίκη», Πρακτικά του 15ου Συνεδρίου Ε.Ε.Δ., 1992, σελ. 39). Υπό τα δεδομένα αυτά, η ερειδόμενη στο άρθρο 281 AK ένσταση προϋποθέτει την κατάφαση του επίδικου δικαιώματος, αφού δεν νοείται καταχρηστική άσκηση ανύπαρκτου δικαιώματος. Αντίθετα, η αμφισβήτηση αυτού (δικαιώματος) αξιολογείται πάντοτε ως άρνηση, απλή ή αιτιολογημένη, της αγωγής, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή ο χαρακτηρισμός του αρνητικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο ως ενστάσεως του άρθρου 281 AK (βλ. ΑΠ 999/2019 ΕΠολΔ 2020.177, ΑΠ 894/2007 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1799/2006 ΧρΙΔ 2007.328, ΕφΘεσ 2187/2008 Βάση Νομικών Δεδομένων «ΝΟΜΟΣ»), καθόσον η άρνηση (απλή ή αιτιολογημένη) δεν υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Η ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ είναι δυνατόν να προβληθεί και κατά της αγωγής διατροφής. Για τη θεμελίωσή της απαιτείται προβολή και απόδειξη ιδιαίτερων περιστατικών, τα οποία σε συγκεκριμένη περίπτωση καταδεικνύουν προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος διατροφής κατά την άσκησή του από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου και δη στην περίπτωση διατροφής ενηλίκου τέκνου το οποίο λόγω της κατάστασης της υγείας του δεν μπορεί να αυτοδιατραφεί, εφόσον, λ.χ. κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό υποδεικνύει έλλειψη οποιουδήποτε συναισθηματικού ή έστω και κοινωνικού δεσμού εκ μέρους του δικαιούχου σε βάρος του υποχρέου, διότι τέτοια περιστατικά δείχνουν έλλειψη σεβασμού και στοργής  και  περιφρόνηση του υποχρέου. Αντίθετα, δεν συνιστούν καταχρηστική άσκηση της αγωγής διατροφής τα ισχυριζόμενα από τον υπόχρεο – εναγόμενο περιστατικά το μεν ότι η μητέρα του δικαιούχου με τις επανειλημμένες δικαστικές ενέργειες εναντίον του δημιούργησε με τη συμπεριφορά της αποξένωση μεταξύ του υποχρέου και του δικαιούχου, καθόσον αυτό αφορά στις σχέσεις του υποχρέου και τρίτου προσώπου (της μητέρα του δικαιούχου), το δε ότι ο δικαιούχος διατροφής ενήλικος γιός του λαμβάνει επίδομα Πρόνοιας και δεν απαιτείται περαιτέρω  διατροφή από τον υπόχρεο, καθόσον αυτό συνιστά άρνηση της ύπαρξης του δικαιώματος  διατροφής από το δικαιούχο και όχι ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 1330/2011, ΕφΠειρ 407/2015, ΕφΘεσσ 1705/2003, ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών με τον 1ο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, παραπονείται, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της έφεσης, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κακώς απέρριψε την από το άρθρο 281 ΑΚ ένστασή του περί καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης αγωγής, καθόσον  όπως είχε επικαλεστεί και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο ενήλικος γιος του λαμβάνει λόγω της κατάστασης της υγείας του (σύνδρομο Down), προνοιακό επίδομα 527 € μηνιαίως, ενώ η συνεχής και επίμονη δικαστική διεκδίκηση διατροφής εκ μέρους της πρώην συζύγου του και δικαστικής συμπαραστάτριας του ως άνω τέκνου του, τον έχει αποξενώσει από το τελευταίο και έχει δημιουργήσει επαχθείς συνθήκες ζωής για τον ίδιο ο οποίος αμείβεται με μισθό 945 € δηλαδή μικρότερο από το ισχυριζόμενο στην αγωγή  των 1.200 € με τον οποίο πρέπει να συντηρεί την πεπαλαιωμένη πατρογονική οικία στην οποία κατοικεί, να αποπληρώνει δάνειο 100 € μηνιαίως και να διατρέφει τον εαυτό του, πέραν της αιτούμενης διατροφής. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί συνιστούν άρνηση της αδυναμίας αυτοδιατροφής του δικαιούχου ενηλίκου τέκνου, το οποίο αποτελεί αυτοτελές δικαίωμα μη εξαρτώμενο από τη συμπεριφορά τρίτων, για την οποία μάλιστα (συμπεριφορά) δεν εξειδικεύεται ο τρόπος με τον οποίο η άσκηση του δικαιώματος του δικαιούχου ασκείται καταχρηστικά από τη δικαστική συμπαραστάτρια μητέρα του και πρώην σύζυγο του εκκαλούντος. Εκλαμβάνει δηλαδή ο εκκαλών ότι η λήψη του προνοιακού επιδόματος από το δικαιούχο, ποσού 527 € μηνιαίως, αναιρεί την ανάγκη καταβολής διατροφής εκ μέρους του. Περαιτέρω, η επικαλούμενη αποξένωση από το δικαιούμενο διατροφής τέκνο, δεν εξειδικεύεται πώς επήλθε, από πότε και με βάση ποία απρεπή συμπεριφορά του δικαιούχου, ιδίως εν όψει της πάθησής του από σύνδρομο Down. Τέλος, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι τα επικαλούμενα ως άνω περιστατικά δεν αποτελούν απλώς άρνηση της ανάγκης αυτοδιατροφής αλλά επιχειρείται να ανατραπεί το αγωγικό δικαίωμα με βάση το άρθρο 281 ΑΚ, τα επικαλούμενα ως άνω περιστατικά (επίμονη διεκδίκηση της διατροφής με αποτέλεσμα την αποξένωση του εκκαλούντος από το τέκνο του, λήψη προνοιακού επιδόματος από το τελευταίο και έλλειψη δυνατότητας να καταβληθεί η επιδικασθείσα διατροφή) και αληθή υποτιθέμενα δεν στοιχειοθετούν τις προϋποθέσεις, ούτε αποτελούν περιστατικά που μπορούν να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του ενδίκου δικαιώματος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (ΑΚ 281) διατροφής, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία παραδεκτά (534 ΚΠολΔ) αντικαθίσταται με την παρούσα, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο σχετικός (1ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος.

Περαιτέρω, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε με επιμέλεια της ενάγουσας – εφεσίβλητης και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης σε συνδυασμό με τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται και χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά έστω και εάν δεν μνημονεύεται ειδικά, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Οι διάδικοι ………. και …………. τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο στην Αίγινα στις 20.9.1987, ο οποίος λύθηκε το έτος 1996. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο τέκνα, εκ των οποίων ο ενάγων, …….  ………., που γεννήθηκε στις 3.3.1989, ηλικίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, 26 ετών,  δεν μπορεί να  αυτοδιατραφεί, αφού λαμβάνει προνοιακό επίδομα ποσού 1.056 ευρώ ανά δίμηνο, δηλαδή 527 ευρώ ανά μήνα, τουλάχιστον από το 2012 (βλ. υπ΄ αριθ. ……/13.8.2012 και ……../18.5.2018 βεβαιώσεις Δήμου Πειραιά), το οποίο δεν καλύπτει πλήρως τις ανάγκες του, ενώ  στερείται περιουσίας και τυγχάνει ανίκανος για εργασία, διότι πάσχει από σύνδρομο Down, έχει δείκτη νοημοσύνης μικρότερο του 30 και του έχει αναγνωριστεί ποσοστό αναπηρίας 80% και ανικανότητα για κάθε βιοποριστικό επάγγελμα εφ΄ όρου ζωής (βλ. την υπ΄ αριθ. πρωτ. ………./8-2-2007 ψυχολογική βεβαίωση του Ελληνικού Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών). Δυνάμει δε της υπ’ αριθ. 3310/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας), ο ως άνω ενήλικος υιός των διαδίκων τέθηκε σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση και η ενάγουσα – μητέρα του διορίσθηκε δικαστική συμπαραστάτρια αυτού, η οποία, συνεπώς, νόμιμα τον εκπροσωπεί στην παρούσα δίκη. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. 916/2012 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), ο εναγόμενος – πατέρας του εν λόγω ενηλίκου τέκνου υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην ενάγουσα με την ως άνω ιδιότητά της ως προσωρινή μηνιαία διατροφή του το ποσό των 450,00 €. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος εργάζεται ως δημοτικός υπάλληλος του Δήμου Αίγινας, με μηνιαίο μισθό ποσού 945 ευρώ για το έτος 2016, 953 ευρώ για το έτος 2017 και 873 ευρώ για το έτος 2018 (βλ. προσκομιζόμενες βεβαιώσεις αποδοχών  Δήμου Αίγινας). Το αναφερόμενο στην αγωγή ποσό των 1.200 ευρώ μηνιαίως δεν αποδείχτηκε, ενώ από τη σχετική βεβαίωση αποδοχών του έτους 2015 προκύπτει ότι ο μισθός του ανερχόταν στο ποσό των 1041 ευρώ μηνιαίως. Επίσης, δεν αποδείχτηκε ότι ο εναγόμενος βαρύνεται με την εκ του νόμου υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων, εκτός από τον ενάγοντα – υιό του. Από την προσκομιζόμενη βεβαίωση δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης  έτους 2018 προκύπτει ότι ο εναγόμενος είναι πλήρης κύριος πεπαλαιωμένης οικίας (έτους κατασκευής 1929) 69 τμ με  βοηθητικούς χώρους 20,7 m2  στο ….. Αίγινας όπου κατοικεί, είναι ψιλός κύριος  μονοκατοικίας επιφανείας 69 τμ και βοηθητικών χώρων 29 τμ, εντός οικοπέδου 860 m2 στην …. Αίγινας και δύο γηπέδων, στη ….. Αίγινας, επιφανείας 606 τμ  και σε απόσταση 500 μέτρων από τη θάλασσα και στην …….. Αίγινας, επιφανείας 750 τμ των οποίων είναι πλήρης κύριος, χωρίς να αποδεικνύεται από κανένα στοιχείο εάν αποφέρουν εισόδημα ή όχι, ή, εάν είναι δυνατή και συμφέρουσα η ρευστοποίησή  τους σε σχέση με τις διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ούτε η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι η ανωτέρω περιουσία είναι δυνατόν  να αποφέρει εισόδημα. Τέλος, ο εναγόμενος έχει να αντιμετωπίσει και τις δαπάνες διατροφής, ενδύσεως και ψυχαγωγίας του, οι οποίες είναι οι συνήθεις ατόμου της ηλικίας του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η μητέρα του ενάγοντος, ηλικίας  κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, 46 ετών, έως το έτος 2015 εργαζόταν περιστασιακά ως καθαρίστρια, αποκομίζοντας μηνιαίο εισόδημα ποσού 400,00 € κατά μέσο όρο περίπου, πλην όμως σήμερα έχει παύσει την εργασία της αυτή, διότι πάσχει από συγγενές υπεξάρθρημα ισχίου άμφω με ανάπτυξη εκφυλιστικής οστεοαρθρίτιδας ίδια δεξιά, χήνειο βάδισμα, συχνές κρίσεις οσφυοισχυαλγίας λόγω εκφυλιστικής δισκοπάθειας 04, 05, 06, I δίσκου και αρχόμενη οστεοαρθρίτιδα γόνατος ίδια δεξιά, εξαιτίας των οποίων βαδίζει με δυσχέρεια, χωλότητα και επώδυνα, χρήζει ιατρικής παρακολούθησης και της έχουν δοθεί συστάσεις για αποφυγή κόπωσης, ορθοστασίας και άρσης βάρους (βλ. το από 17-3-2015 πιστοποιητικό του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ» καθώς και τα σχετικά πιστοποιητικά του ίδιου Νοσοκομείου  για τα έτη 2008, 2009, 2010, 2011, 2012, 2013 όπου διαπιστώνονται  τα ίδια προβλήματα υγείας της ενάγουσας, καθώς και τα από 15.1.2018 και 28.2.2018 με όμοιο περιεχόμενο. Ακόμη, αυτή διαμένει μαζί με τον ενάγοντα υιό της σε μισθωμένη οικία, για την οποία καταβάλλει μηνιαίο μίσθωμα ποσού 200,00 €, ενώ επιπλέον βαρύνεται και με τις λειτουργικές δαπάνες της εν λόγω οικίας (λ.χ. κοινόχρηστες δαπάνες, δαπάνες λογαριασμών εταιρειών κοινής ωφέλειας, κ.λπ.). Άλλη περιουσία ή πόρους από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει, ούτε βαρύνεται με την υποχρέωση διατροφής άλλου προσώπου, πλην του ενάγοντος – υιού της, βαρύνεται όμως με τις δαπάνες διατροφής, ενδύσεως και ψυχαγωγίας της, οι οποίες είναι οι  συνήθεις ατόμου της ηλικίας της. Επίσης, παρέχει στο τέκνο της τις συνδεόμενες με τη συνοίκηση προσωπικές της φροντίδες και υπηρεσίες (παρασκευή φαγητού, πλύσιμο, σιδέρωμα, ιδιαίτερες φροντίδες λόγω της κατάστασης της υγείας του, εκπαίδευσή του, κ.λπ.), που είναι αποτιμητές σε χρήμα. Εξάλλου, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, ο ενήλικος υιός των διαδίκων ήδη διαμένει μαζί με τη μητέρα του σε μισθωμένη οικία και, συνεπώς, βαρύνεται με τις αναλογούσες στον ίδιο δαπάνες στέγασης, λειτουργίας και συντήρησης της οικίας αυτής. Οι λοιπές δαπάνες συντηρήσεώς του, ήτοι τροφής, ένδυσης, ψυχαγωγίας, εκπαίδευσης κλπ, είναι οι συνήθεις δαπάνες ατόμου της αντίστοιχης ηλικίας, δεδομένου ότι η ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη καλύπτεται πλήρως από τον ασφαλιστικό του φορέα ΙΚΑ — ΕΤΑΜ, ενώ, όπως ήδη προεκτέθηκε, δεν διαθέτει περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή. Στο σημείο δε αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι, παρόλο που ο εν λόγω ενάγων – υιός του εναγομένου είναι ενήλικος, η υποχρέωση των γονέων του και, ειδικότερα εν προκειμένω, του εναγομένου πατέρα του για διατροφή του, εξακολουθεί υφισταμένη, αφού αυτός, λόγω της κατάστασης της υγείας του, με βάση τις υπάρχουσες περιστάσεις και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, δεν θα είναι σε θέση να καλύψει εξ ιδίων τις διατροφικές του ανάγκες εφ’ όρου ζωής του. Από τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι, ενόψει των συνθηκών της ζωής του ως άνω ενήλικου τέκνου του εναγομένου, όπως αυτές προσδιορίζονται, όχι μόνο από την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, τις κλίσεις και τις ικανότητές του, αλλά και από τις συνθήκες και τις δυνάμεις των γονέων του, όπως αυτές προαναφέρθηκαν, η απαιτούμενη ανάλογη με τις συνθήκες αυτές διατροφή του ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 650 €. Στο ποσό αυτό συνυπολογίζεται και η παροχή προσωπικής εργασίας και φροντίδας της μητέρας του, οι οποίες είναι αποτιμητές σε χρήμα.

Το συνολικό αυτό ποσόν, καλύπτεται εν μέρει από το προνοιακό επίδομα που προαναφέρθηκε, ύψους 527 ευρώ, ενώ ο εναγόμενος πατέρας του είναι σε θέση, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική του δυνατότητα και την προσωπική του κατάσταση, συσχετιζόμενη με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της μητέρας του, να καλύψει το μερικότερο κονδύλιο των 100,00 € μηνιαίως. Το δε υπόλοιπο, αναγκαίο για τη διατροφή του ποσό, βαρύνει τη μητέρα του, η οποία, ως έχουσα κατά νόμο συντρέχουσα και ανάλογη των οικονομικών και εν γένει δυνατοτήτων της υποχρέωση διατροφής του, μπορεί να το καλύπτει με την προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών και των λοιπών, συνδεομένων με τη συνοίκησή τους, παροχών. Στο σημείο δε αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ως άνω συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων, σύμφωνα με τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, γίνεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, χωρίς ν’ απαιτείται η υποβολή ένστασης συνεισφοράς και της μητέρας του ενάγοντος εκ μέρους του εναγομένου, καθόσον με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του ενάγοντος δικαιούχου τέκνου, αλλά μόνο το μέρος, το οποίο κατά την άποψή της πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο – πατέρα του, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού (εναγομένου) και της ίδιας (βλ. σχετ. ΑΠ 1307/1999 ΕλλΔνη 44.728, ΕφΛαρ 68/2005 Αρμ 2006.1074, ΕφΘεσ 1102/2002 Αρμ 2003.38).

Τέλος, δεν αποδείχτηκε  ότι οι διάδικοι κατήρτισαν το από Δεκεμβρίου 2009 ιδιωτικό συμφωνητικό   δυνάμει  του οποίου ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως για διατροφή του ενήλικου γιού του …… και το σχετικό κονδύλιο των 5.700  ευρώ πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο.

Εν όψει όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει  για τη διατροφή του ενηλίκου τέκνου του ….. …. στην ενάγουσα με την ιδιότητά της  ως δικαστικής συμπαραστάτριας του ανωτέρω δικαιούχου, και για λογαριασμό αυτού, το ποσό των  100 ευρώ μηνιαίως και δη προκαταβολικά, εντός των τριών πρώτων ημερών κάθε  μήνα και για τρία έτη από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από  την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή  εξόφληση. Περαιτέρω, πρέπει να επιστραφεί το παράβολο  έφεσης που αναφέρεται  στο διατακτικό στον εκκαλούντα ο οποίος το προσκόμισε αν και δεν όφειλε. Τέλος, πρέπει  να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων η δικαστική  δαπάνη λόγω του βαθμού συγγένειάς τους κατ΄ άρθρο  179 ΚΠολΔ, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 8.6.2018 (υπ΄αριθ. καταθ. ……./8.6.2018-………/29.7.2019 έφεση κατά της υπ΄ αριθ. 1703/11.4.2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασίας Οικογενειακών Διαφορών).

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση

Κρατεί και δικάζει την από 22.10.2015 (υπ΄ αριθ. κατάθ. ……../2.12.2015) αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα με την ιδιότητά της ως δικαστικής συμπαραστάτριας του ενηλίκου ……… το ποσό των εκατό (100) ευρώ, ως μηνιαίας διατροφής αυτού, εντός των τριών πρώτων ημερών κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την  επομένη της καθυστέρησης κάθε δόσης και μέχρι την  ολοσχερή εξόφληση.

Διατάσσει  την απόδοση του παραβόλου έφεσης με αριθμό …………../2018 στον εκκαλούντα.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 28 Φεβρουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ