Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 157/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   157/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων – δευτέρου, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των ανακοπτόντων – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση: 1) ……….., 2) …………..3) ………….. και 4) της ομόρρυθμης εταιρείας ………….., οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» που εδρεύει ………….. ως οιονεί καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει …………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, ως διαχειρίστρια δυνάμει της από 17.07.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει …………… με αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 01.07.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων σε συνδυασμό με την από 17.07.2020 σύμβαση εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, για την οποία (αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα) που δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, εμφανίσθηκε η δικηγόρος Παναγιώτα Μπουραντά (ΑΜ ………. ΔΣΑ) και δήλωσε ότι η διαχείριση της ένδικης απαίτησης ανατέθηκε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» και πρώην επωνυμία «…………» που εδρεύει ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστρια δυνάμει της από 18.04.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..» που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η οποία και συνεχίζει τη δίκη για λογαριασμό της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού και η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παναγιώτα Μπουραντά (ΑΜ ….. ΔΣΑ).

Οι ανακόπτοντες, ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», ………, ……., ……., ………. και ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……………», ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 13.12.2010 και με αριθμό κατάθεσης …./2010 ανακοπή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1181/2018 οριστική απόφασή του απέρριψε την ανακοπή. Οι εκκαλούντες – δεύτερος, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των ανακοπτόντων προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 08.11.2018 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./08.11.2018 και ειδικό …./08.11.2018, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/25.06.2019 και ειδικό …/25.06.2019, για τη δικάσιμο της 05.03.2020, μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 25.11.2021 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 03.11.2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή και κατά των εκκαλούντων – δευτέρου, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των ανακοπτόντων, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης γενικό …/05.11.2021 και ειδικό …../05.11.2021, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 25.11.2021 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξούσια δικηγόρος της ανωτέρω εταιρείας που υπεισήλθε στη θέση της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που, είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017 ΕΕμπΔ 2018. 869, ΑΠ 611/2013 ΝοΒ 2013. 2195). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατ’ άρθρο 325 αριθ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1102/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1564/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1731/2011 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε την έννοια του άρθρου 76 παρ. 4 του ΚΠολΔ η άσκηση των ενδίκων μέσων από κάποιον από τους αναγκαίους ομοδίκους έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους. Έτσι, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος άσκησε ένδικο μέσο, θεωρούνται από το νόμο ως ασκήσαντες αυτό και οι ομόδικοί του παρόλο που αδράνησαν, έστω και αν έχει παρέλθει ως προς αυτούς η προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου (ΟλΑΠ 63/1981 ΝοΒ 29. 1257). Στην περίπτωση αυτή της πλασματικής άσκησης του ενδίκου μέσου, οι μη ασκήσαντες αυτό ομόδικοι πρέπει να καλούνται σε όλες τις συζητήσεις του ενδίκου μέσου (άρθρα 76 παρ. 3 και 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ) διαφορετικά η συζήτηση αυτού κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους (ΕφΘεσ 266/2021 Αρμ 2021. 416, ΕφΛαρ 212/2015 Δικογραφία 2015. 510). Άρα, για τους αναγκαίους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (ΑΠ 368/2019 ΕΠΟΛΔ 2019. 423, ΕφΠατρ 58/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 31/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 68 του ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει το δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, ενώ, κατά το άρθρο 70 του ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Η νομιμοποίηση των διαδίκων (ενεργητική και παθητική) και το έννομο συμφέρον συνιστούν διακριτές διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής δικαστικής προστασίας, η συνδρομή αυτών ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης με ελεύθερη απόδειξη, η δε έλλειψή τους συνεπάγεται την απόρριψη της σχετικής αίτησης δικαστικής προστασίας ως απαράδεκτης. Περαιτέρω, από το άρθρο 216 παρ. 1 περ. α του ΚΠολΔ συνάγεται ότι ως νομιμοποίηση των διαδίκων, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση τους, δηλαδή για βιοτική σχέση αυτών με άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο, η οποία καθορίζεται, κατά κανόνα, ως προς τους φορείς της και το αντικείμενό της, από το ουσιαστικό δίκαιο και έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Την εν λόγω εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμά του ή έννομη σχέση αυτού, έχει, κατά κανόνα ο φορέας της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ενώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ο νόμος παρέχει την εξουσία διεξαγωγής της δίκης σε πρόσωπα, που δεν είναι φορείς της ουσιαστικής έννομης σχέσης (μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι), όπως λχ ο σύνδικος της πτώχευσης, ο εκτελεστής διαθήκης, ο εκκαθαριστής κληρονομίας και ο αναγκαστικός διαχειριστής. Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 3156/2003 “Ομολογιακά δάνεια, Τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα κλπ”, για τους σκοπούς του νόμου αυτού, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” μόνο νομικό πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού, σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα, “ομολογίες”, ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, το οποίο η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό και το διαθέτει σε τρίτους (επενδυτές) και στη συνέχεια με το αντίτιμο των ομολόγων εξοφλεί το τίμημα της αγοράς. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης και η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β’ 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β’ 4944/2020 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυση τους με π.δ/γμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μιας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί, με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως και σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 (παρ. 16), η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του, στον Ευρωπαϊκό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή” (παρ. 14). Εξάλλου, με τον Ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ”, εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω Ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 β του Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά, ήτοι: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4354/2015, στη σύμβαση μεταβίβασης (πώλησης) απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να είναι, ως πωλητές μόνον πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα και ως αγοραστές μόνον ΕΑΑΔΠ (εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 α του ως άνω Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 4643/2019, η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: ήτοι αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/2013), καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004) και της περίπτωσης δ’ της παρούσας παραγράφου. Δηλαδή, στη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ (εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) και αφετέρου ΕΔΑΔΠ (εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Εξάλλου, οι ΕΔΑΔΠ (εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται, για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α’, όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α’ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 1 του Ν. 4549/2018). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (καθώς και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας) (άρθρο 1 παρ. α’), οι οποίες (απαιτήσεις) μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ. 1-3 του Ν. 4354/2015, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 70 του Ν. 4389/2016, προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, καθόσον, αφενός μεν εξουσιοδοτών (αναθέτων την διαχείριση) μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ (εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), αφετέρου δε διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον ΕΔΑΔΠ (εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) που έχει λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (1 παρ. 1 α’ Ν. 4354/2015). Επίσης, η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β’ περιπτ. ββ και γγ του Ν. 4354/2015 και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις Ε.Δ.Α.Δ.Π (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 του ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του Ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν. 4307/2014 (Α’ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του Ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο Ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το Ν. 3156/2003 στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ’ αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ’ Ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν. 3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λχ συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχομένων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ’ αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι’ αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ’ του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι “παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003), είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015). Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του Ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε, ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του Ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω Ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ` αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ. Συνεπώς, με βάση τον ως άνω νόμο, που προηγήθηκε του Ν. 3156/2003, το Ελληνικό Δημόσιο ως διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων έχει την αποκλειστική εξουσία να ενεργεί στο όνομά του ως μη δικαιούχος διάδικος όλες τις αναγκαίες ενέργειες και διαδικασίες για την είσπραξη των εκχωρημένων ή μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ενώ ο εκδοχέας των απαιτήσεων στερείται νομιμοποίησης. Η υποστηριζόμενη άποψη ότι οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι μόνο όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης σ’ αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, λόγω του ότι προβλέπεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση των εταιρειών διαχείρισης στους δύο νόμους, καθώς ο Ν. 3156/2003 θέτει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπό καθεστώς φορολογικής ατέλειας, ενώ οι μεταβιβάσεις που γίνονται με βάση το Ν. 4354/2015 υπόκεινται σε φορολογία, δεν μπορεί να στηρίξει πειστικά αυτή τη διαφορετική άποψη. Επίσης, το επιχείρημα υπέρ της ίδιας ως άνω άποψης, λόγω του ότι ο Ν. 4354/2015 θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των καταναλωτών την προηγούμενη πρόσκληση του συνεργάσιμου δανειολήπτη και του εγγυητή για να διακανονίσουν τις οφειλές τους (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4354/2015), ενώ ο Ν. 3156/2003 δεν περιλαμβάνει τέτοια πρόβλεψη, είναι ατελέσφορο, διότι η τήρηση αυτής της προϋπόθεσης δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις, αφού εξαιρούνται από την προϋπόθεση αυτή απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 εδ. β’ του Ν. 4354/2015 (ΟλΑΠ 1/2023 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 286 του ΚΠολΔ, η δίκη διακόπτεται αν, έως ότου τελειώσει η συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, μεταξύ άλλων, (γ) πτωχεύσει κάποιος διάδικος, εφόσον η δίκη αφορά την πτωχευτική περιουσία ή πεθάνει ή αντικατασταθεί ο σύνδικος ή εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για επικύρωση του πτωχευτικού συμβιβασμού ή για αποκατάσταση, εφόσον έχουν ως αποτέλεσμα την ανάληψη της διαχείρισης της περιουσίας από τον πτωχό που συμβιβάστηκε ή αποκαταστάθηκε. Επιπλέον, γίνεται δεκτό ότι βίαιη διακοπή της δίκης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 286 του ΚΠολΔ, επέρχεται και στην περίπτωση μετάθεσης της νομιμοποιητικής εξουσίας προς διεξαγωγή δικών δυνάμει ειδικής διάταξης νόμου, όταν, δηλαδή, δυνάμει νομοθετικής ρύθμισης μετατίθεται η νομιμοποιητική εξουσία για τη διεξαγωγή δικών και την ενέργεια συναφών διαδικαστικών πράξεων από ένα πρόσωπο, τον κατά κανόνα φορέα του δικαιώματος, σε άλλο εξαιρετικά νομιμοποιούμενο. Η αναλογική εφαρμογή της περ. γ’ του άρθρου 286 του ΚΠολΔ γίνεται ακόμη δεκτή και σε άλλες περιπτώσεις μετάθεσης της νομιμοποίησης, προκειμένου να παρασχεθεί ο απαιτούμενος χρόνος προσανατολισμού του εφεξής νομιμοποιούμενου προς συνέχιση της εκκρεμούς δίκης. Ακολούθως, με τη διάταξη του άρθρου 287 παρ. 1 του ΚΠΔ ορίζεται ότι η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου της διακοπής, με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, η δε γνωστοποίηση γίνεται από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 290 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί μπορεί να γίνει εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή. Ενόψει των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 287 παρ. 1 και 290 του ΚΠολΔ γίνεται δεκτό ότι η διακοπή της δίκης δεν λαμβάνει χώρα αυτόματα και δεν κηρύσσεται με δικαστική απόφαση, αλλά επέρχεται με τη γνωστοποίηση στον αντίδικο ενός από τους λόγους που μεταβάλλουν την ικανότητα του διαδίκου προς δικαστική παράσταση, η οποία, μάλιστα, πρέπει να γίνει από πρόσωπο δικαιούμενο να επαναλάβει τη δίκη. Ήδη δε γίνεται δεκτό ότι δεν απαιτείται γνωστοποίηση του διακοπτικού της δίκης γεγονότος, κατ’ άρθρο 287 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όταν ο λόγος της βίαιης διακοπής δεν αφορά σε πραγματικό γεγονός στα πρόσωπα των διαδίκων, το οποίο το δικαστήριο δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να γνωρίζει, χωρίς πρωτοβουλία κάποιου διαδίκου, αλλά σε νομοθετική ρύθμιση που μεταβάλλει τη νομιμοποίηση του διαδίκου, την οποία και οφείλει να γνωρίζει ο αντίδικος και το δικαστήριο να τη λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως, ανεξάρτητα από τη διαδικαστική συμπεριφορά των διαδίκων (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 17/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 388/2013 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες, ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……….», …….….……. και ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……………», άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», την από 13.12.2010 και με αριθμό κατάθεσης ………./2010 ανακοπή τους, τακτικής διαδικασίας, με την οποία ζήτησαν για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους την ακύρωση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. …………/2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε σε βάρος της πρώτης ανακόπτουσας ως πιστούχου και των λοιπών ανακοπτόντων ως εγγυητών υπέρ αυτής για απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή που απορρέει από την υπ’ αριθ. …./1991 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1181/2018 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε ερήμην του τρίτου των ανακοπτόντων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, εκ των οποίων η πρώτη των ανακοπτόντων αντιπροσωπευόμενη από τους λοιπούς παρισταμένους αναγκαίους ομοδίκους της, απέρριψε την ανακοπή. Οι εκκαλούντες – δεύτερος, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των ανακοπτόντων προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την κρινόμενη από 08.11.2018 έφεσή τους, που προσδιορίστηκε ενώπιον του αυτού του Δικαστηρίου για τη δικάσιμο της 05.03.2020, μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 25.11.2021 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Ακολούθως, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………….» άσκησε με ιδιαίτερο δικόγραφο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την κρινόμενη από 03.11.2021 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή και κατά των εκκαλούντων – δευτέρου, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των ανακοπτόντων, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 25.11.2021 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, επικαλούμενη έννομο συμφέρον και ισχυριζόμενη ότι έχει καταστεί διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης δυνάμει της από 17.07.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής και της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………….», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 01.07.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων σε συνδυασμό με την από 17.07.2020 σύμβαση εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, ζήτησε δε ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης, που αποτελεί το αντικείμενο της προκείμενης δίκης, να αποβεί η δίκη υπέρ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, με την απόρριψη της έφεσης των εκκαλούντων – δευτέρου, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των ανακοπτόντων. Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση των κρινόμενων υποθέσεων από τη σειρά του οικείου πινακίου, εμφανίστηκε η δικηγόρος ………. (ΑΜ ……. ΔΣΑ) και δήλωσε ότι η διαχείριση της ένδικης απαίτησης ανατέθηκε στην εκπροσωπούμενη από την ίδια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………» και πρώην επωνυμία «………………», δυνάμει της από 18.04.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής και της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..» και καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, αφού δε γνωστοποίησε τη μεταβολή του προσώπου της διαχειρίστριας της ένδικης απαίτησης, κατά τα προαναφερθέντα, δήλωσε ότι η νέα διαχειρίστρια εταιρεία συνεχίζει τη δίκη για λογαριασμό της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού. Πράγματι, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι δυνάμει της από 01.07.2020 σύμβασης πώλησης και αγοράς και της από 17.07.2020 σύμβασης εκχώρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων, οι οποίες καταρτίσθηκαν μεταξύ της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..» και έδρα το ….. Ιρλανδίας, μεταβιβάστηκε λόγω πώλησης από την πρώτη στη δεύτερη, μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 παρ. 13 του Ν. 3156/2003, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή έχουν καταγγελθεί. Η συμφωνία αυτή καταχωρήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003, την 17.07.2020 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …../17.07.2020, στον τόμο …. και με αριθμό …… Κατόπιν τούτων, η ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία κατέστη δικαιούχος των ως άνω απαιτήσεων, ως ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη κατ’ άρθρο 325 του ΚΠολΔ, μεταξύ δε των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων περιλαμβάνεται και αυτή που απορρέει από την υπ’ αριθ. …../1991 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την ανακοπή υπ’ αριθ. …./2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Στη συνέχεια, με το από 17.07.2020 ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που καταρτίσθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, μεταξύ της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..» και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….», ανατέθηκε στην τελευταία η διαχείριση του ανωτέρω χαρτοφυλακίου, η σύμβαση δε αυτή καταχωρήθηκε την 17.07.2020 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …/17.07.2020, στον τόμο … και με αριθμό …… Επιπλέον, από το προσκομιζόμενο από 18.04.2022 ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που καταρτίσθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, μεταξύ της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………» και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………» και καταχωρήθηκε την 19.04.2022, στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …./19.04.2022, στον τόμο …. και με αριθμό …., σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. …./17.06.2022 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, προκύπτει ότι οι ανωτέρω εταιρίες έχουν καταρτίσει μεταξύ τους έγγραφη σύμβαση, στο πλαίσιο της οποίας η πρώτη έχει αναθέσει στη δεύτερη να παρέχει υπηρεσίες για τη διαχείριση και την είσπραξη τιτλοποιημένων απαιτήσεων από συμβάσεις επιχειρηματικών και άλλων δανείων, τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα της σύμβασης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η διαχείριση της επίδικης οφειλής από την υπ’ αριθ. …../1991 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την ανακοπή υπ’ αριθ. …./2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά συνέπεια, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, η νέα διαχειρίστρια εταιρεία με την επωνυμία «………………..» νομίμως υπεισήλθε στην παρούσα δίκη στη θέση της προσθέτως παρεμβαίνουσας εταιρείας με την επωνυμία «………………», κατ’ αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 286 περ. γ’ του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η ανωτέρω δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της νέας διαχειρίστριας εταιρείας επέχει θέση γνωστοποίησης λόγου διακοπής της δίκης, ο οποίος συνέτρεξε με την αντικατάσταση της αρχικής εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων, στη συνέχεια δε η νέα διαχειρίστρια εταιρεία δήλωσε την πρόθεσή της να επαναλάβει τη δίκη ως μόνη πλέον νομιμοποιούμενη διάδικος, και ως εκ τούτου νομίμως επαναλαμβάνεται η διακοπείσα δίκη. Μέσω αυτής της βίαιης διακοπής και της εκούσιας επανάληψης της δίκης, εξασφαλίζεται εν προκειμένω η ομαλή συνέχισή της από τη νέα διαχειρίστρια εταιρεία με την επωνυμία «……………..», στην οποία μετατοπίστηκε, κατά τα ανωτέρω, η νομιμοποιητική εξουσία προς διεξαγωγή της μετά τη λήξη της κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης της αρχικής εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία «………………….». Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 του ΚΠολΔ), παραδεκτώς και νομίμως ασκήθηκε κατ’ άρθρα 80 και 83 του ΚΠολΔ το πρώτον στην προκειμένη δίκη, που ανοίχθηκε με την ένδικη έφεση, από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………………», η οποία είχε έννομο συμφέρον να παρέμβει αυτοτελώς ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης που απορρέει από την υπ’ αριθ. ……/1991 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό,  με αποτέλεσμα μεταξύ της κύριας διαδίκου εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, καθόσον η ισχύς της εκδοθησόμενης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής παραγόμενο δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνουν και την ειδική διάδοχο της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας (και συγκεκριμένα μετά την αναβίωση αυτής με την άσκηση της υπό κρίση έφεσης), αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», καθόσον η υπόθεση αφορά την μεταβιβασθείσα προς αυτήν έννομη σχέση από την οποία απορρέει η ένδικη απαίτηση που επιδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη με την ανακοπή υπ’ αριθ. ……./2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση, συνεκδικαζόμενη με την υπό κρίση έφεση, διότι έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι αυτής, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που ανοίχθηκε με την αγωγή ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (βλ. σχετ. ΑΠ 1426/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4355/2002 ΕλλΔνη 2004. 206), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους διαδίκους της κύριας δίκης, και συγκεκριμένα στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή (βλ. την υπ’ αριθ. ………./11.11.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών . …..), αλλά και στους καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούντες – δεύτερο, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των ανακοπτόντων (βλ. τις υπ’ αριθ. …/11.11.2021, …/11.11.2021, …/11.11.2021, …../11.11.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……………..). Κατά συνέπεια, εφόσον με την αυτοτελή παρέμβαση, κατ’ άρθρα 80 και 83 του ΚΠΔ, δημιουργήθηκε μεταξύ της προσθέτως παρεμβαίνουσας και της κυρίας διαδίκου – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, αυτή δε, καίτοι κλήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε με νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και δεν έλαβε μέρος κατά τη συζήτηση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της προσθέτως παρεμβαίνουσα, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη, και ως εκ τούτου η συζήτηση θα χωρήσει σαν να ήταν παρούσα και η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ). Επιπλέον, εφόσον οι καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούντες – δεύτερος, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των ανακοπτόντων κλητεύθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, ωστόσο, δεν εμφανίστηκαν στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, πρέπει η πρόσθετη παρέμβαση να ερευνηθεί περαιτέρω ερήμην τους.

Από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2 και 498 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της έφεσης για συζήτηση γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος τριάντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα, και εξήντα ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία δεν αναπληρώνεται από την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε (ΕφΠειρ 28/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272 παρ. 1-2 και 524 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’ έφεση δίκη, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και συνεπώς το δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος, και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’ αυτή. Ειδικότερα, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολειπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στη μεν αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 παρ. 1 και 3, 272 παρ. 1 και 2, 271 του ΚΠολΔ), στην καταφατική δε περίπτωση απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης. Προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 του ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπόμενου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Ήτοι, πριν από την πιο πάνω έρευνα, πρέπει να προηγηθεί από το δικαστήριο η διακρίβωση του ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, διότι αν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία της κλήσης προς συζήτηση (ΑΠ 549/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 441/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 145/2009 ΕλλΔνη 2010. 211, ΕφΑθ 4422/2003 ΕλλΔνη 2004. 592). Ειδικότερα, κατ’ εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθρα 110 παρ. 2 και 111 του ΚΠολΔ), σε περίπτωση απουσίας οποιοσδήποτε διαδίκου, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο αν νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης συντελείται, κατά το άρθρο 498 του ΚΠολΔ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου, αλλά απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε (ΑΠ 85/1994 ΕλλΔνη 1995. 346, Μαργαρίτη σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 518, αριθ. 5) και υποδηλώνει τη βούληση του ότι επιθυμεί την εκδίκαση της, ενώ η μη επίδοση της υποδηλώνει την αντίθετη προς τούτο βούληση του διαδίκου (ΕφΠειρ 28/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, διότι, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 ΕλλΔνη 41. 804, ΑΠ 268/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 322/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 693/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 27/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ). Στην προκείμενη περίπτωση, από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../08.11.2018 και ειδικό …/08.11.2018 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη από 08.11.2018 έφεση προκύπτει ότι την 08.11.2018 η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων – δεύτερου, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των ανακοπτόντων ………. κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επιπλέον, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …./25.06.2019 και ειδικό ………/25.06.2019 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς που υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα της πληρεξούσιας δικηγόρου της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή …………. ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της ένδικης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η 05.03.2020, ήτοι τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επέσπευσε η εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή, η οποία και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./08.11.2018 και ειδικό …./08.11.2018 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …./25.06.2019 και ειδικό …./25.06.2019 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και η κλήση προς τους εκκαλούντες – δεύτερο, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των ανακοπτόντων, ως παραλήπτες του δικογράφου, να παραστούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την δικάσιμο της 05.03.2020 και να συμμετάσχουν στη συζήτηση της ένδικης έφεσης (βλ. Τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ.  …./28.06.2019, …/28.06.2019, …./28.06.2019, …../28.06.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………….). Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο της 05.03.2020, η υπόθεση αναβλήθηκε εκ του πινακίου για τη δικάσιμο της 25.11.2021, κατά την οποία αναβλήθηκε εκ του πινακίου για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, αναβολές, οι οποίες επέχουν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 4 εδ. 3 και 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην κατ’ έφεση δίκη, κατά άρθρο 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ, θέση κλήτευσης ως προς όλους τους διαδίκους. Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης και της πρόσθετης παρέμβασης και κατά την εκφώνηση των υποθέσεων από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι εκκαλούντες – δεύτερος, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των ανακοπτόντων δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή τους στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον οι εκκαλούντες – δεύτερος, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των ανακοπτόντων, που έχουν κληθεί νομίμως από την εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης, ερημοδικούν, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει η ένδικη έφεσή τους να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων αυτής, ενώ πρέπει να ορισθεί το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από τους εκκαλούντες (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της προσθέτως παρεμβαίνουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 182, 183, 184 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο και η κατάπτωση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου του καταβληθέντος από τους εκκαλούντες παράβολου, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Όσον αφορά στην υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, καθόσον αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα, το οποίο να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (ούτε καν σιωπηρά) το Δικαστήριο τούτο, αλλά απλώς διευρύνει τα όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως μετά την άσκησή της (βλ. ΑΠ 715/1998 ΕλλΔνη 40.630, ΕφΑθ 409/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 58/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 111/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5722/2011 ΕλλΔνη 53. 822, ΕφΑθ 6524/1996 ΕλλΔνη 38. 929).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την έφεση και την πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης, ερήμην των εκκαλούντων – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, εκ των οποίων η εφεσίβλητη – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση αντιπροσωπεύεται από την παρισταμένη αναγκαία ομόδικό της προσθέτως παρεμβαίνουσα.

Ορίζει παράβολο διακόσια ενενήντα (290,00) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας.

Απορρίπτει την από 08.11.2018 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1181/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην του τρίτου των ανακοπτόντων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, εκ των οποίων η πρώτη των ανακοπτόντων αντιπροσωπευόμενη από τους λοιπούς παρισταμένους αναγκαίους ομοδίκους της, κατά την τακτική διαδικασία.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση τα δικαστικά έξοδα της προσθέτως παρεμβαίνουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την άσκηση της έφεσής τους με το υπ’ αριθ. ……………/2018 ηλεκτρονικό παράβολο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 16.2.2023 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 17.3.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ