Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 220/2023

Αριθμός Απόφασης    220/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Ιωάννα Ξυλιά, Εφέτη –Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Κατσαβό (ΑΜ: ……. ΔΣΑ) και κατέθεσε προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Στάθη (ΑΜ: ….. ΔΣΠειρ) δυνάμει της από 19-10-2022 δήλωσης, κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις.

Ο εκκαλών ζητούσε να γίνει δεκτή η από 10-07-2018 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ../ΕΑΚ……../18-10-2018 αγωγή του κατά του εφεσιβλήτου που απηύθυνε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2246/2019 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 21-09-2019 έφεσή του, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 25-09-2019 με ΓΑΚ … και ΕΑΚ……/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 22-10-2019, με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ……/2021 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 07-05-2020. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ.26804/2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ 1588/Β/25-4-2020), σε συνδ. με τα άρθρα 5 και 11 της από 11.3.2020 ΠΝΠ, όπως κυρώθηκε με το άρθρο 2 του Ν 4682/2020, για την αποτροπή της διάδοσης της νόσου του κορωνοϊού, επαναπροσδιορίστηκε για συζήτηση με την υπ’ αριθ. 96/2020 Πράξη της Προέδρου Εφετών, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 74§2 Ν 4690/2020, για τη δικάσιμο της 03-06-2021, οπότε αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, έχοντας υποβάλει την από 19-10-2022 δήλωσή του, σύμφωνα με το άρθρο 242§2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε αλλά προκατέθεσε προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 21-09-2019 έφεση, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 25-09-2019 με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ……./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 22-10-2019, με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ…../2021, κατά της με αριθμό 2246/26-06-2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη τακτική διαδικασία, την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ…./ΕΑΚ……../18-10-2018 αγωγή του εκκαλούντος κατά του εφεσιβλήτου και απέρριψε αυτήν, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495§§1 και 2, 511, 513§1 εδ. β, 516§1, 517, 518§1 σε συνδ. με 147§2 και 520§1 ΚΠολΔ, αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 26-07-2019 (βλ. προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο υπ’ αριθ. ………/26-07-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 25-09-2019, ήτοι την τελευταία ημέρα της 30ήμερης προθεσμίας του άρθρου 518§1 ΚΠολΔ, μη υπολογιζομένου του χρονικού διαστήματος από 1 έως 31 Αυγούστου. Εξάλλου έχει κατατεθεί για το παραδεκτό της στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό …….. e-παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ κατ’ άρθρο 495§3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 688 – 690 του ΑΚ που καθορίζουν λεπτομερώς την ευθύνη του εργολάβου αναλόγως με τη φύση των ελαττωμάτων και ελλείψεων, τα οποία φέρει το έργο που εκτελέσθηκε από αυτόν προκύπτει ότι ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει: α) σε περίπτωση επουσιωδών ελαττωμάτων, είτε τη διόρθωση αυτών, είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, β) σε περίπτωση ουσιωδών ελαττωμάτων, τα οποία καθιστούν το έργο άχρηστο, ή έλλειψης των συνολογηθεισών ιδιοτήτων, είτε τη διόρθωση, είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, είτε αντί αυτών να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και γ) σε περίπτωση κατά την οποία οι ελλείψεις του έργου, οι οποίες ανάγονται, είτε σε ουσιώδη, είτε σε επουσιώδη ελαττώματα, όσο και σε συμφωνημένες ιδιότητες, που οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης δικαιούται, αντί υπαναχωρήσεως ή μειώσεως της αμοιβής, να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία, η οποία προήλθε από το γεγονός ότι ο εργολάβος δεν ανταποκρίθηκε υπαιτίως στις εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του να κατασκευάσει έργο, που να φέρει τις συμφωνημένες ιδιότητες και χωρίς ελαττώματα. Έτσι, ο εργοδότης που επιδιώκει αποζημίωση με βάση το άρθρο 690 ΑΚ οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει: α) την κατάρτιση της σύμβασης έργου, β) ότι το έργο εκτελέσθηκε, γ) ότι το εκτελεσθέν έργο έχει ελλείψεις, που πρέπει να προσδιορίζονται, χωρίς να ενδιαφέρει η διάκρισή τους σε ουσιώδεις ή επουσιώδεις και δ) την ζημία που υπέστη από τις ελλείψεις του έργου, η οποία τελεί σε λογική ακολουθία με το ποσό της αποζημίωσης που ζητεί. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει, ότι η ενάσκηση της εκ του άρθρου 690 ΑΚ αξίωσης του εργολάβου, προϋποθέτει, κατά την κρατούσα άποψη στη θεωρία και τη νομολογία, εκτελεσθέν και παραδοθέν ή προσφερθέν προς παράδοση έργο, έστω και ελαττωματικό (ΑΠ 1409/2010, ΑΠ 852/2003). Η δε αποζημίωση περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, τη δαπάνη, στην οποία πρέπει να υποβληθεί ή υποβλήθηκε ο εργοδότης για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις του έργου, καθώς, επίσης, το διαφυγόν κέρδος και κάθε περαιτέρω ζημία (ΑΠ 203/2019, ΑΠ 1075/2017, ΑΠ 1273/2017). Την απαιτούμενη για την ευθύνη του εναγομένου εργολάβου προς αποζημίωση, ένεκα ελλείψεων του εκτελεσθέντος έργου, υπαιτιότητά του, δεν υποχρεούται να επικαλεσθεί και αποδείξει ο ενάγων εργοδότης, αλλά να αποκρούσει ο εναγόμενος εργολάβος, επικαλούμενος έλλειψη υπαιτιότητάς του, προς απαλλαγή του από την υποχρέωση αποζημιώσεως (ΑΠ 162/2020, ΑΠ 203/2019, ΑΠ 1590/2017). Διαγράφεται από τα άρθρα αυτά διαζευκτικά συρροή περισσοτέρων δικαιωμάτων υπέρ του εργοδότη, ο οποίος έχει έτσι το εκλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει οποιοδήποτε από τα παραπάνω παρεχόμενα σε αυτόν δικαιώματα, όταν δε κάνει την επιλογή του, ασκώντας ένα από αυτά, δεν μπορεί να παραιτηθεί από αυτό και να ασκήσει το άλλο. Αυτό δε, διότι σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 306 ΑΚ, ο οποίος εφαρμόζεται και επί διαζευκτικής συρροής δικαιωμάτων, η ως άνω επιλογή, που μπορεί να γίνει με άτυπη, μονομερή και απευθυντέα δήλωση προς τον εργολάβο, είναι αμετάκλητη και αναλίσκεται με τη δήλωση του εργοδότη ότι ασκεί ένα από τα πιο πάνω δικαιώματα. Εξάλλου, επί άσκησης του δικαιώματος διόρθωσης, εάν η προθεσμία προς διόρθωση των ελαττωμάτων παρέλθει άπρακτη, ή αν ο εργολάβος αρνηθεί τη διόρθωση, καθίσταται υπερήμερος, εξαιτίας δε της υπερημερίας ο εργοδότης δικαιούται να εκτελέσει ο ίδιος τη διόρθωση με δικές του δαπάνες, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 687 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 945 ΚΠολΔ, τις οποίες (δαπάνες) δικαιούται να απαιτήσει από τον εργολάβο μαζί με τις οποιεσδήποτε υπόλοιπες αξιώσεις αποζημίωσης, που συνδέονται με την ύπαρξη των ελαττωμάτων και ελλείψεων (ΑΠ 1229/2017, ΑΠ 1587/2013, ΑΠ 40/2010) , όπως διαφυγόν κέρδος, ζημίες που υφίσταται σε άλλα πέρα από το έργο απόλυτα δικαιώματα ή έννομα αγαθά του (ΑΠ 1281/2018 ΝΟΜΟΣ). Για την πληρότητα της αγωγής (άρθρο 216 ΚΠολΔ), με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, που συνίσταται στην απώλεια εσόδων, λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής με σαφήνεια όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε, με πιθανότητα, από την επαγγελματική δραστηριότητα, το αιτηθέν ποσό κέρδους, δηλαδή τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί και καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το κέρδους, ως προς τα επιμέρους κονδύλια καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΟλΑΠ 22/1995, ΟλΑΠ 20/1992, ΑΠ 27/2022, 1048/2020, 698/2020, 206/2020, 2/2020).

ΙΙ. Από τα άρθρα 330, 361, 297, 298, 914 και 919 ΑΚ, προκύπτει, ότι, όταν υφίσταται συμβατικός δεσμός ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, η αθέτηση μόνη προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, μπορεί, ωστόσο, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων τους, που πηγάζουν από την οικεία συμβατική σχέση, από μία ή περισσότερες πράξεις ή παραλείψεις του ενός από τους συμβαλλομένους, να γεννηθεί, πλην της ενδοσυμβατικής ευθύνης και εξωδικαιοπρακτική για την αποκατάσταση της ζημίας, η οποία προκλήθηκε στον άλλο κατά τους ορισμούς των άρθρων 914, 919 ΑΚ, αν η πράξη ή παράλειψη και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη θα ήταν καθ’ εαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 1369/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1123/2006 ΕλλΔνη 2006.1433, ΑΠ 1120/2005 ΝοΒ 2006.387, ΑΠ 1538/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 212/2000 ΕλλΔνη 2000.758). Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε την ζημία ταυτίζεται, κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο, προς την παραβίαση της συμβάσεως και την δημιουργία της παρανομίας, όπως η παράδοση πράγματος, χωρίς να τηρηθούν οι συμφωνημένοι όροι ή η συνομολογημένη ιδιότητα, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΑΠ 212/2000 ό.π.).

Ο εκκαλών με την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. …………./18-10-2018 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι ανέθεσε στον εφεσίβλητο τη δημιουργία ιστοσελίδας, ως τον Ιανουάριο 2015, για την εξυπηρέτηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας με αντικείμενο την εμπορία δερμάτινων καλυμμάτων εσωτερικών χώρων αυτοκινήτων, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής 5.650 ευρώ που του κατέβαλε την 21-05-2015. Ότι ο εφεσίβλητος καθυστερούσε την παράδοση και τον ενέπαιζε, ζήτησε δε προθεσμία και το επιπλέον ποσό των 2.500 ευρώ, εκ των οποίων ο ίδιος του κατέβαλε την 23-12-2015 το ποσό των 1.650 ευρώ, του παρέδωσε δε το έργο με καθυστέρηση, την 26-08-2017. Ότι ενεργώντας όχι σύμφωνα με τους κανόνες επιστήμης και τέχνης και αντίθετα με τα συμφωνηθέντα, του παρέδωσε έργο που δεν ήταν λειτουργικό, αφού η ιστοσελίδα ήταν πολύ αργή και δεν εξυπηρετούσε τη διάδοση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και την πώληση των εμπορευμάτων του, στην απαίτησή του δε να την βελτιώσει, ουδέν έπραξε, με αποτέλεσμα να αδρανήσουν οι πωλήσεις του στην Ελλάδα και να απωλέσει για την αιτία αυτή εισοδήματα ύψους 7.000 ευρώ μηνιαίως, τα οποία με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα εισέπραττε, σύμφωνα με οικονομικές μελέτες που ο ίδιος είχε πληροφορηθεί. Ζητούσε δε, μετά την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, να γίνει δεκτή η αγωγή του και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, για διαφυγόντα εισοδήματά του από την παραπάνω αιτία, για το χρονικό διάστημα από τον Μάιο 2015  (για 38 μήνες Χ 7.000=) 266.000 ευρώ, καθώς και το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του, που συνίσταται στον συνεχή εμπαιγμό του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας: Α) ως προς το αίτημα αποζημίωσης με την αιτιολογία ότι δεν εξειδικεύονται στο δικόγραφο της αγωγής τα κρίσιμα εκείνα στοιχεία που καθιστούν πιθανή την πραγματοποίηση των επικαλούμενων από τον εκκαλούντα κερδών και ειδικότερα οι συγκεκριμένες περιστάσεις, ειδικές συνθήκες και τα προπαρασκευαστικά μέτρα που είχαν ληφθεί και καθιστούν το αιτούμενο καθαρό κέρδος των 7.000 ευρώ μηνιαίως ως προσδοκώμενο με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και Β) ως προς το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης επειδή δεν διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής περιστατικά που συνιστούν παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εφεσιβλήτου.

Ως προς το περί διαφυγόντος κέρδους αίτημα, το οποίο, κατ’ εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, απορρέει από την υπερημερία του εργολάβου στην διόρθωση του ελαττωματικού πράγματος, την οποία επέλεξε κατά τους ισχυρισμούς του ο εκκαλών, με μονομερή, απευθυντέα προς τον εφεσίβλητο δήλωσή του, η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, διότι ο εκκαλών αρκέστηκε στην αναφορά του κατά πιθανότητα προσδοκώμενου ως διαφυγόντος κέρδους, σε 7.000 ευρώ μηνιαίως, σύμφωνα με οικονομικές μελέτες που είχε πληροφορηθεί, χωρίς να εξειδικεύει και να προσδιορίζει τα απαιτούμενα, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο Ι. μείζονα σκέψη, περιστατικά, που το καθιστούν πιθανό, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εκθέτοντας τις ειδικότερες συνθήκες και περιστάσεις, καθώς και τα προπαρασκευαστικά μέρα που είχαν ληφθεί και ειδικότερα χωρίς να αναφέρει τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, με αναφορά των ποσοτήτων των εμπορευμάτων που θα ήταν σε θέση να διοχετεύσει μέσω ιστοσελίδας στην ελληνική αγορά, του αριθμού των πελατών που θα συναλλάσσονταν μαζί του με τον ανωτέρω τρόπο και κυρίως της αγοραίας τιμής ενός εμπορεύματος σε συγκεκριμένο χρόνο, ώστε να είναι δυνατόν τα στοιχεία αυτά να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικής εκτίμησης και απόδειξης, αλλά και αντίκρουσης από την πλευρά του εφεσιβλήτου (ΑΠ 260/2022, 60/2019, ΑΠ 1596/2017, ΑΠ 496/ 2016, ΑΠ 730/2015). Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απέρριψε το ανωτέρω αίτημα ως αόριστο, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και ο σχετικός λόγος έφεσης, με τον οποίο παραπονείται ο εκκαλών για παρά τον νόμο απόρριψης του αιτήματός του αυτού ως αορίστου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος που το πρώτον διατυπώθηκαν με το δικόγραφο της εφέσεώς του, ότι δραστηριοποιείται μεταπωλώντας τα αναφερόμενα σ’ αυτήν προϊόντα, που είναι ανταγωνιστικά, με κέρδος 30%, το δε καθαρό του κέρδος, έστω και από μία συναλλαγή μηνιαίως, ανέρχεται σε ποσό που υπερβαίνει τα 7.000 ευρώ, πέραν του ότι δεν επαρκούν για τη συμπλήρωση της αοριστίας της αγωγής του, απαραδέκτως κατ’ άρθρο 224 εδ. β΄ ΚΠολΔ προτείνονται με το δικόγραφο της έφεσης, αφού η δικονομική ευχέρεια της συμπλήρωσης, διευκρίνισης ή διόρθωσης των πραγματικών του ισχυρισμών προς το σκοπό θεραπείας της πραγματικής αοριστίας της αγωγής περιορίζεται στον πρώτο βαθμό. Περαιτέρω το αίτημα της αγωγής του εκκαλούντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που επιχειρεί να θεμελιώσει σε αδικοπρακτική συμπεριφορά του εφεσιβλήτου, ο οποίος, κατά τα εκτιθέμενα σ’ αυτήν, «καίτοι εξοφλήθη … χαρακτηριστικώς τον ενέπαιζε, ζητών συνεχώς προθεσμίες για επίλυσιν τεχνικών προβλημάτων τα οποία δήθεν επαρουσιάζοντο» είναι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω υπό στοιχείο ΙΙ. νομική σκέψη, απορριπτέο ως αόριστο, διότι οι επικαλούμενες στην αγωγή περιστάσεις συνιστούν καθαρά αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων και ειδικότερα καθυστέρηση στην εκτέλεση του ανατεθέντος έργου και παράδοση τελικά αυτού με ελαττώματα, οι οποίες, χωρίς τη συμβατική σχέση, δεν θα ήταν παράνομες, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, ώστε να θεμελιώνουν αξίωση αποζημίωσης υπέρ του ενάγοντος, ο δε ισχυρισμός του περί εμπαιγμού του από την πλευρά του εφεσιβλήτου δεν αρκεί για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του εφεσιβλήτου, αφού δεν αναφέρονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που θα συνιστούσαν, καθ’ εαυτά, αδικοπραξία. Εξάλλου οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, που το πρώτον προβάλλονται με το δικόγραφο της έφεσής του, ότι «υφίστατο αδικοπρακτική ευθύνη του εφεσιβλήτου, η οποία συνίστατο και εστηρίζετο εις τον συνεχή εμπαιγμό του, σκοπούντα εις την παρά τα συμπεφωνημένα οικονομικήν του απομύζησιν και την παράβαση των υποχρεώσεών του κατά σαφή παράβασιν των συναλλακτικών  και χρηστών ηθών», απαραδέκτως προβάλλονται το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσης κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απέρριψε και το αίτημα αυτό ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, ορθά εφάρμοσε τον νόμο. Συνεπώς ο λόγος της έφεσης με τον οποίο παραπονείται ο εκκαλών για την παρά τον νόμο απόρριψη του αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως αόριστου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Με το δεύτερο σκέλος των παραπάνω λόγων έφεσης ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά κακή εκτίμηση του προσαχθέντος πλούσιου αποδεικτικού υλικού απέρριψε ως αόριστα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης τα κονδύλια της αγωγής του. Ο ανωτέρω λόγος έφεσης, με τον οποίο παραπονείται ο εκκαλών για κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού όπως προαναφέρθηκε η αγωγή απορρίφθηκε ως προς αμφότερα τα αιτήματά της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, και χωρίς να προβεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης.

Τέλος με τον τελευταίο λόγο έφεσής του ο εκκαλών προσβάλλει τη διάταξη της εκκαλουμένης περί επιβολής των δικαστικών εξόδων, ποσού 5.740 ευρώ, του εφεσιβλήτου σε βάρος του, ισχυριζόμενος ότι το επιδικασθέν ποσό είναι υπέρογκο. Ο λόγος αυτός παραδεκτά μεν προβάλλεται, κατ’ άρθρο 193 ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (Σ. Σαμουήλ Η Έφεση, έκδοση 2003, §193). Πλην όμως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι, το επιδικασθέν ποσό αφορά στην ελάχιστη αμοιβή που δικαιούτο ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος, μόνο για τη σύνταξη των προτάσεών του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της αγωγής, ύψους 316.000 ευρώ, η οποία απορρίφθηκε στο σύνολό της, κατ’ άρθρα 176, 189, 191§2 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, για την σύνταξη των προτάσεων του εναγομένου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η αμοιβή του δικηγόρου του ανέρχεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68§1 περ. α΄ και 63§1 περ. i στ. α-β Ν 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων» στο ποσό των [(200.000Χ2%=) 4.000 ευρώ + (116.000Χ1,5%=) 1.740 ευρώ =) 5.740 ευρώ, διατηρουμένου ως σημείου αναφοράς, κατ’ αρχήν, του ποσοστού 2%, ως ελάχιστης νόμιμης αμοιβής, για τη σύνταξη του δικογράφου των προτάσεων, επί του τμήματος του οικονομικού αντικειμένου της δίκης έως 200.000 €, απομειουμένου αυτού σε 1,5% για το επιπλέον ποσό των 116.000 ευρώ (ΑΠ Ολ 6/2021).

Μη προτεινομένου άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε για την παραδεκτή άσκησή της στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495§3 ΚΠολΔ. Τέλος πρέπει να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, κατ’ άρθρα 106, 176, 183, 189 και 191§2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ…../ΕΑΚ……../2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2246/26-06-2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εισαγωγή του με αριθμό ………….. e- παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 16 Μαρτίου 2023 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 25 Απριλίου 2023 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ