Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 227/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  227/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των καλούντων – εφεσίβλητων – εναγόντων: 1) της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ………… και 2) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Γιαννόπουλο (ΑΜ …. ΔΣΑ).

Των καθ’ ων η κλήση – εκκαλούντων – εναγόμενων: 1) ……….. και 2) ………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Ανυφαντή (ΑΜ ….. ΔΣΑ).

Ο αρχικώς ενάγων ………, ενεργώντας ατομικά και υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………………..», ζήτησε να γίνει δεκτή η από 14.03.2014 και με αριθμό κατάθεσης ……/2014 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1684/2016 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή. Οι εκκαλούντες – εναγόμενοι προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 02.01.2017 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/02.01.2017 και ειδικό …./02.01.2017, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./05.01.2017 και ειδικό …../05.01.2017, για τη δικάσιμο της 02.11.2017 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 01.02.2018. Μετά τη συζήτηση της έφεσης κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο, το Δικαστήριο τούτο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 268/2018 απόφασή του με την οποία δέχθηκε την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν, εξαφάνισε την υπ’ αριθ. 1684/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και απέρριψε την αγωγή. Την αναίρεση της υπ’ αριθ. 268/2018 απόφασης ζήτησε ο αρχικώς ενάγων με την από 03.09.2018 αίτηση αναίρεσης που κατέθεσε ενώπιον του Αρείου Πάγου. Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου εξέδωσε την υπ’ αριθ. 998/2020 απόφασή του, με την οποία αναίρεσε την υπ’ αριθ. 268/2018 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, συγκροτούμενο από Δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την ως άνω απόφαση. Η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση με την από 27.10.2020 κλήση των εφεσίβλητων – εναγόντων, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………» και πρώην επωνυμία «………….» και ………, που κατατέθηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./27.10.2020 και ειδικό …../27.10.2020 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 05.05.2022, κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση και με την υπ’ αριθ. 342/2022 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, έγινε δεκτή η από 08.06.2022 αίτηση της προεδρεύουσας της σύνθεσης του Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 05.05.2020, Εφέτη Σταυρούλας Λιακέα και αποφάνθηκε ότι αυτή είναι εξαιρετέα από τη συζήτηση της υπόθεσης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησής της. Ήδη η υπόθεση νομίμως φέρεται προς συζήτηση με την από 20.06.2022 κλήση των εφεσίβλητων – εναγόντων, που κατατέθηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./20.06.2022 και ειδικό …../20.06.2022 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 579 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, ενώ κατά το άρθρο 581 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, συνεπώς, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο εξαρτάται από το αν έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαιά της (ΑΠ 493/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1220/2007 ΕλλΔνη 2008. 1625, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 2001. 81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής ακόμα και του τυχόν χαρακτηρισμού από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 2005. 84, ΑΠ 1833/2001 ΝΟΜΟΣ). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (OλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007. 1830, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005. 1401). Με την αναίρεση της απόφασης αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Έτσι, αν αναιρεθεί απόφαση του εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3 και 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται μεν για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου, με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004 Δ 35. 1171) και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ό,τι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δ 35. 804). Η δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 του ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 153/1997 Δ 28. 857, ΕφΘεσ 434/2013 Αρμ. 2013. 1111, ΕφΛαμ 285/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 207/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 165/2004 ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδ. 2012, άρθρο 580, αρ. 9 επ., σελ. 726 επ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, τομ. ΙΙΙ, έκδ. 2007, § 121, αρ. 35, σελ. 565, Λ. Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2006, σελ. 342, Μ. Μαργαρίτης, σε Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. Ι, άρθρο 580, αρ. 5, σελ. 1080) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 629/2010 ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, αλλά από την ενδοδιαδικαστική δέσμευση, που απορρέει από την αναιρετική απόφαση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009. 708, ΑΠ 137/2004 ΝοΒ 2004. 1553) και οφείλεται στην κατά το σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2007, § 14, σελ. 260 επ.). Για το λόγο αυτό τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτα ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 15/2011 ΧΡΙΔ 2012. 194). Δεν δεσμεύεται όμως το δικαστήριο της παραπομπής να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας και να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ότι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δ 35. 804), δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό (ΑΠ 137/2004 Δ 35. 117, ΑΠ 1343/2002 ΕΕργΔ 2003. 725). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο, διότι, με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41. 51) ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 305/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 33/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4924/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΝαυπλ 66/2008 ΕΦΑΔ 2008. 968). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 20.06.2022 κλήση των εφεσίβλητων – εναγόντων, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….» και πρώην επωνυμία «…………» και ……………, νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 02.01.2017 έφεση των εκκαλούντων – εναγόμενων, κατά της υπ’ αριθ. 1684/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και έκανε δεκτή την από 14.03.2014 και με αριθμό κατάθεσης …../2014 αγωγή του αρχικώς ενάγοντος . ……, ενεργώντας ατομικά και υπό την ιδιότητά του ως νόμιμου εκπροσώπου και διαχειριστή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………….» και η οποία εξαφανίστηκε κατά παραδοχή της έφεσης με την υπ’ αριθ. 268/2018 οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία ακολούθως αναιρέθηκε με την υπ’ αριθ. 998/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία έκανε δεκτή την από 03.09.2018 αίτηση αναίρεσης του αρχικώς εφεσίβλητου – ενάγοντος, αναίρεσε ολικά την προσβληθείσα απόφαση και παρέπεμψε την ένδικη υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, συγκροτούμενο από Δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την ως άνω απόφαση κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθ. 998/2020 απόφασή του έκρινε ότι το Εφετείο με την προσβληθείσα υπ’ αριθ. 268/2018 απόφασή του παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 303, 714 επ. και 718 του ΑΚ, και συνεπώς ότι είναι βάσιμοι οι αντίστοιχοι δεύτερος και τρίτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται η σχετική από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, καθόσον δέχθηκε ότι «οι ήδη αναιρεσίβλητοι, εναγόμενοι, προέβησαν σε εξώδικη λογοδοσία, με την καθημερινή παρουσίαση προς τον ήδη αναιρεσείοντα, ενάγοντα, του υπολοίπου των τραπεζικών λογαριασμών, τους οποίους αυτοί διαχειρίζονταν, με παράθεση των σχετικών παραστατικών, ότι ο τελευταίος λάμβανε γνώση των διαχειριστικών τους πράξεων από τις σχετικές σημειώσεις στα οικεία βιβλιάρια των ανωτέρω τραπεζικών λογαριασμών, που βρίσκονταν στην κατοχή του, τα σχετικά «εξτρέ» για τις κινήσεις τους, τις υπάρχουσες αποδείξεις είσπραξης στο λογιστήριο της εταιρίας και την απεικόνιση του ταμείου της, καθώς και ότι τη λογοδοσία τους αυτή ενέκρινε ο ενάγων» και ότι οι παραδοχές αυτές, στις οποίες κατέληξε το Εφετείο, δεν καλύπτουν το πραγματικό των ανωτέρω διατάξεων, ώστε να δικαιολογείται, εν προκειμένω, η εφαρμογή τους «δεδομένου ότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που έγιναν, ανελέγκτως δεκτά, από το Εφετείο, δεν συνιστούν εξώδικη λογοδοσία, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης έννοια και δη ανακοίνωση, από το δοσίλογο στο δεξίλογο, εγγράφου λογαριασμού για τις διαχειριστικές του πράξεις, για το χρόνο, που αφορούν αυτές, με λεπτομερή αντιπαράθεση σ’ αυτόν των εσόδων και εξόδων, που πραγματοποιήθηκαν κατά τον ίδιο χρόνο και αναφορά του προκύπτοντος καταλοίπου από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, μαζί με τα σχετικά δικαιολογητικά, όταν συνηθίζεται τούτο, ούτε και (συνιστούν) έγκριση «λογοδοσίας» από το δεξίλογο, υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή σύναψη, μετά των διαδίκων μερών (δοσίλογου και δεξίλογου) σύμβασης, με την οποία δηλώνεται αμοιβαίως η θέλησή τους ότι εφεξής θα ισχύσει μόνο το αποτέλεσμα του εγκριθέντος λογαριασμού και ότι αυτοί δεν θα επανέλθουν, στο μέλλον, στα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού, που ανακοινώθηκε, κατά τους παραπάνω τύπους, και τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση». Ακολούθως και σύμφωνα με τις εκτιθέμενες στην αρχή της παρούσας νομικές σκέψεις, ενόψει του πλαισίου που τέθηκε με την προαναφερθείσα αναιρετική απόφαση, με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολό της η υπ’ αριθ. 268/2018 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου και απέβαλε πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε, οι διάδικοι επανέρχονται στην πρότερη της έκδοσης της αναιρεθείσας απόφασης κατάσταση (άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και ως εκ τούτου πρέπει η κρινόμενη από 02.01.2017 έφεση να εξεταστεί μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (άρθρο 581 παρ. 1, 2 του ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 474 και 477 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η οριστικότητα της απόφασης που διατάσσει λογοδοσία και τάσσει προθεσμία από την επίδοσή της για την κατάθεση του λογαριασμού τελεί υπό αίρεση (ΑΠ 978/1997 ΕλλΔνη 1998. 110, Π. Αρβανιτάκης, Προθεσμία εφέσεως κατ’ αποφάσεως που διατάσσει παροχή λογοδοσίας χωρίς αίτημα καταβολής του καταλοίπου, σε ΕΠολΔ 2013. 782 επ.). Καθίσταται δε οριστική, ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας, μόνον αφού παρέλθει άπρακτη η ορισθείσα προθεσμία κατάθεσης του λογαριασμού (ΑΠ 707/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 344/2004 ΧρΙΔ 2004. 543, ΕφΑθ 8553/2004 ΕλλΔνη 2006. 259). Επομένως, μέχρι το χρονικό αυτό σημείο δεν υπόκειται σε έφεση (ΑΠ 565/1999 ΕλλΔνη 1999. 1079) και δυνατότητα προσβολής της ανακύπτει αν ο λογαριασμός δεν κατατεθεί εντός της προθεσμίας που τάχθηκε προς τούτο, οπότε η απόφαση που διέταξε τη λογοδοσία γίνεται οριστική και υπόκειται έκτοτε σε έφεση, κατά το άρθρο 513 παρ. 1 περ. β’ εδ. α’ του ΚΠολΔ (ΑΠ 707/2020 ΝΟΜΟΣ). Η επίδοση της απόφασης που γίνεται σε εκτέλεση της σχετικής επιταγής του δικαστηρίου κινεί μόνο την προθεσμία που τάχθηκε για την κατάθεση του λογαριασμού, όχι δε και την προθεσμία για την άσκηση έφεσης που κατά το άρθρο 518 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα εκκινεί από την επίδοση της οριστικής πλέον απόφασης, και διαρκεί επί τριάντα ή εξήντα ημέρες. Για την έναρξη της προθεσμίας αυτής απαιτείται η άπρακτη παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας, μετά την οποία πληρούται η αίρεση υπό την οποία τελεί η οριστικότητα της απόφασης που διέταξε τη λογοδοσία (Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, έκδ. 2017, άρθρο 518, αρ. 24, σελ. 135) και καθίσταται αυτή εκκλητή (ΕφΠειρ 355/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΕφΔυτΣτΕλ 52/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 206/2000 Αρμ. 2002. 715). Για την εκκίνηση της προθεσμίας έφεσης απαιτείται νέα επίδοση της (οριστικής πλέον) απόφασης (ΑΠ 1651/1987 ΕλλΔνη 1988. 1377, ΕφΘεσ. 1597/2000 Αρμ. 2001. 389) και δεν αρκεί η προηγούμενη επίδοσή της, αφού αυτή πραγματοποιήθηκε πριν την οριστικοποίησή της και έλαβε χώρα μόνο για να εκκινήσει η προθεσμία της λογοδοσίας (ΕφΠειρ 314/2014 ΕλλΔνη 2015. 489, ΕφΘεσ. 1550/2012 ΕΠολΔ 2013. 808). Αν λοιπόν λάβει χώρα νέα επίδοση, αυτή αποτελεί και το εναρκτήριο γεγονός της προθεσμίας έφεσης, ενώ αν δεν λάβει χώρα νέα επίδοση η έφεση κατά της απόφασης που διέταξε τη λογοδοσία ασκείται εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας της παρ. 2 του άρθρου 518 του ΚΠολΔ, που και αυτή αφετηριάζεται από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας που τάχθηκε για την κατάθεση του λογαριασμού (ΑΠ 1446/2012 ΧρΙΔ 2013. 281), η οποία για την ταυτότητα του νομικού λόγου πρέπει να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί προς τη δημοσίευση της απόφασης, αφού, σε διαφορετική περίπτωση, δε θα ήταν ποτέ δυνατή η έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης (ΕφΑθ 2041/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 355/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΕφΠειρ 314/2014 ΕλλΔνη 2015. 489, ΕφΑθ 6549/2009 ΔΕΕ 2010. 438). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία υποχρεώθηκαν οι εκκαλούντες – εναγόμενοι να αποδώσουν λογοδοσία εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την επίδοση της απόφασης, επιδόθηκε σ’ αυτούς την 10.08.2016, έκτοτε δε εκκίνησε η ταχθείσα με την εκκαλουμένη απόφαση προθεσμία των τεσσάρων μηνών, εντός της οποίας οι εκκαλούντες – εναγόμενοι δεν κατέθεσαν σχετικό λογαριασμό στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και ως εκ τούτου με την πάροδο αυτής της προθεσμίας η εκκαλουμένη απόφαση κατέστη οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας, κατ’ άρθρο 477 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ενώ επιδόθηκε εκ νέου στους εκκαλούντες – εναγόμενους την 21.12.2016, η δε κρινόμενη από 02.01.2017 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την τελευταία επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 02.01.2017, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./02.01.2017 και ειδικό …../02.01.2017 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – εναγόμενους το παράβολο των 200 ευρώ που προβλεπόταν από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Ο αρχικώς ενάγων ………., ενεργώντας ατομικά και υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………..», στην από 14.03.2014 και με αριθμό κατάθεσης ……./2014 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι τυγχάνει μοναδικός εταίρος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….» και έδρα τον …., επί της …. ……., η οποία συστάθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ. ………./1997 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς την 19.09.1997, με αύξοντα αριθμό 608 και δημοσιεύθηκε στο με αριθμό φύλλου 6769/22.09.1997 ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ, και η οποία είχε ως σκοπό την αγορά προς μεταπώληση στην ημεδαπή καυσίμων και λιπαντικών, την αγορά καυσίμων και λιπαντικών και τον εφοδιασμό κάθε είδους πλοίων είτε με ιδιόκτητα, είτε με μισθωμένα πλωτά μέσα, καθώς και τους λοιπούς διαλαμβανόμενους στο καταστατικό της εταιρείας σκοπούς, ότι στα πλαίσια αυτής της επαγγελματικής του δραστηριότητας προσέλαβε ως υπαλλήλους γραφείου, τον πρώτο εναγόμενο την 02.03.2001 και τον δεύτερο εναγόμενο, πατέρα του πρώτου εναγόμενου, την 06.08.2002, με τους οποίους διατηρούσε μακρόχρονες φιλικές και προσωπικές σχέσεις, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό τους, και για τον λόγο αυτό τους ανέθεσε αυξημένες αρμοδιότητες αναφορικά με τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, καθιστώντας αυτούς είτε αποκλειστικούς δικαιούχους, είτε συνδικαιούχους των τραπεζικών λογαριασμών, μέσω των οποίων πραγματοποιούνταν οι πληρωμές των πελατών της εταιρείας, ότι την 30.12.2011 συνταξιοδοτήθηκε ο δεύτερος εναγόμενος και καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, πλην όμως εξακολούθησε να συνεργάζεται ατύπως και επ’ αμοιβή με την εταιρεία, διατηρώντας τις ανωτέρω αυξημένες αρμοδιότητές του, ενώ την 03.04.2013 αποχώρησε από την εργασία του ο πρώτος εναγόμενος και ταυτόχρονα έπαυσε η συνεργασία του δεύτερου εναγόμενου με την εταιρεία, ότι οι εναγόμενοι, αν και ήταν συνδικαιούχοι στους υπ’ αριθ. ……… και ……….. τραπεζικούς λογαριασμούς της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και στον υπ’ αριθ. ………. τραπεζικό λογαριασμό της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………», που εξυπηρετούσαν αποκλειστικά και μόνο τους εταιρικούς σκοπούς, ουδέποτε απέδωσαν σ’ αυτόν λογαριασμό αναφορικά με την κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων και αιτιολογία των καταθέσεων και των αναλήψεων, ήτοι καταθέσεις χρημάτων από πελάτες της εταιρείας, αναλήψεις χρημάτων από τους τραπεζικούς λογαριασμούς και ισόποσες καταθέσεις αυτών στο ταμείο της εταιρείας, παρότι ο ίδιος τους καλούσε ανά τακτά χρονικά διαστήματα να το πράξουν, μεταθέτοντας σε αόριστο χρόνο τη σχετική τους υποχρέωση, ότι ακολούθως τους επέδωσε την από 08.02.2014 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση – διαμαρτυρία, με την οποία τους κάλεσε να του παράσχουν αναλυτικό λογαριασμό λογοδοσίας αναφορικά με τους ανωτέρω τραπεζικούς λογαριασμούς, εντός προθεσμίας πέντε εργασίμων ημερών, πλην όμως αυτοί αρνήθηκαν και του επέδωσαν την από 14.02.2014 εξώδικη δήλωσή τους, στην οποία ουδέν ανέφεραν σχετικά με την υποχρέωσή τους να λογοδοτήσουν, ενώ ισχυρίσθηκαν ότι τα σχετικά παραστατικά βρίσκονταν στην κατοχή του ιδίου, γεγονός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παράσχουν σ’ αυτόν λογοδοσία αναφορικά με την διαχείριση των ανωτέρω τραπεζικών λογαριασμών, για το χρονικό διάστημα από την 02.03.2001 έως την 03.04.2014, και συγκεκριμένα να καταθέσουν έγγραφο κατάλογο που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και το προκύπτον από την αντιπαράθεση κατάλοιπο, και να επισυνάψουν τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν το κατάλοιπο του λογαριασμού λογοδοσίας, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικασθούν αυτοί στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1684/2016 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι η αγωγή ασκείται παραδεκτώς από τον ενάγοντα υπό την ιδιότητά του ως νόμιμου εκπροσώπου και διαχειριστή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………………» και ότι αυτή ασκείται απαραδέκτως από τον ενάγοντα ατομικά, και αφού απέρριψε αυτή ως παθητικά ανομιμοποίητη κατά το σκέλος της αυτό, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 303, 713, 718 του ΑΚ και των άρθρων 473, 474, 176 του ΚΠολΔ, και στη συνέχεια έκανε αυτή δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους σε λογοδοσία, για το χρονικό διάστημα από την 02.03.2001 έως την 03.04.2014, αναφορικά με τις χρεοπιστώσεις των υπ’ αριθ. ………. και ………. τραπεζικών λογαριασμών της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και του υπ’ αριθ. ………… τραπεζικού λογαριασμού της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», προβαίνοντας σε γραπτή αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων και σε αναφορά του αποτελέσματος αυτής της αντιπαράθεσης, ήτοι του προκύπτοντος καταλοίπου, και στη σύγχρονη παράδοση όσων δικαιολογητικών εγγράφων κατέχουν οι εναγόμενοι, καθώς και των κινήσεων των ανωτέρω λογαριασμών, πλην του τρίτου εξ αυτών, που ήδη προσκομίσθηκε με τις προτάσεις τους, εντός τεσσάρων μηνών από την επίδοση της απόφασης, συντασσομένης σχετικής έκθεσης από τον αρμόδιο γραμματέα, απείλησε σε βάρος των εναγόμενων χρηματική ποινή 300,00 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός μήνα, σε περίπτωση παραβίασης της προαναφερόμενης διάταξης της απόφασης, και καταδίκασε τους εναγόμενους, σε περίπτωση άρνησής τους να καταθέσουν εμπρόθεσμα τον λογαριασμό με τα δικαιολογητικά, στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με την κρινόμενη από 02.01.2017 έφεσή τους για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 303 του ΑΚ, όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει, προς τούτο δε οφείλει να ανακοινώσει στον δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η γενική υποχρέωση για εξώδικη ή δικαστική λογοδοσία εκείνου, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις του νόμου και ρυθμίζεται ο τρόπος κατά τον οποίο θα εκπληρωθεί στην πράξη η υποχρέωση λογοδοσίας. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 473 του ΚΠολΔ και 303 του ΑΚ προκύπτει ότι όποιος από οποιαδήποτε αιτία, είτε από τον νόμο, είτε από σύμβαση (π.χ εντολή, εταιρία) ή από οιονεί σύμβαση ή από διάταξη τελευταίας βουλήσεως, διαχειρίστηκε ξένη, ολικά ή μερικά, περιουσία (ή έστω και μια υπόθεση), η οποία συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, υποχρεώνεται σε λογοδοσία προς εκείνον την περιουσία ή την υπόθεση του οποίου διαχειρίστηκε. Υποχρέωση δηλαδή για λογοδοσία μπορεί να γεννηθεί από οποιαδήποτε σύννομη σχέση (ενοχικού ή εμπραγμάτου ή άλλου δικαιώματος). Ειδικότερα, στο άρθρο 718 του ΑΚ ορίζεται ότι ο εντολοδόχος υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες στον εντολέα περί της ανατεθείσας υποθέσεως, μετά δε το πέρας της εντολής οφείλει λογοδοσία. Η υποχρέωση λογοδοσίας υπάρχει ανεξάρτητα από τον τρόπο που επήλθε το πέρας της εντολής, ενώ σε περίπτωση θανάτου του εντολέα, η λογοδοσία δίδεται στους κληρονόμους του. Αν ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς τον δεξίλογο λογαριασμού, δεν εκπληρώνεται η υποχρέωση του δοσίλογου, ο δε δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως του δοσίλογου περί ανακοινώσεως του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 473 – 477 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1401/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 360/2014 ΝΟΜΟΣ). Για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής αυτής αρκεί το γεγονός ότι ο δοσίλογος διαχειρίστηκε υπόθεση ολικώς ή μερικώς του δεξίλογου με βάση οποιαδήποτε μεταξύ τους έννομη σχέση (ΑΠ 475/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1318/2014 ΧΡΙΔ 2015. 191). Η έγερση της αγωγής αυτής αποκλείεται εάν ο δοσίλογος έχει προβεί σε εξώδικη λογοδοσία σύμφωνα με τους άνω όρους και τύπο ή εάν ο δεξίλογος έχει αποδεχθεί και εγκρίνει τον λογαριασμό που έδωσε ο δοσίλογος, αφού έτσι συνάπτεται μεταξύ αυτών σύμβαση, με την οποία δηλώνεται αμοιβαίως η θέλησή τους ότι εφεξής θα ισχύσει μόνο το αποτέλεσμα του εγκριθέντος λογαριασμού και ότι οι συμβαλλόμενοι δεν θα επανέλθουν στο μέλλον στα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 437/2012 ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι έθεσε υπόψη του ενάγοντος τους σχετικούς λογαριασμούς, τους οποίους ενέκρινε ο τελευταίος πριν από την άσκηση της αγωγής λογοδοσίας, αποτελεί ένσταση καταλυτική της αγωγής αυτής. Η ένσταση αυτή για να είναι ορισμένη αρκεί να περιέχει τα απαιτούμενα για την κατάρτιση της πιο πάνω σύμβασης στοιχεία, δηλαδή ότι ο ενάγων δεξίλογος ενέκρινε τον λογαριασμό που του ανακοίνωσε ο εναγόμενος και αναγνώρισε έτσι το αποτέλεσμα τούτου. Αναφορά των κονδυλίων του λογαριασμού που εγκρίθηκε δεν απαιτείται, αφού η εν λόγω ένσταση στηρίζεται, όπως εκτέθηκε, στη συμφωνία των μερών ότι θα ισχύει εφεξής μόνο το αποτέλεσμα του λογαριασμού και συνακόλουθα ότι δεν θα επανέλθουν οι συμβαλλόμενοι στα επί μέρους κονδύλια τούτου (ΑΠ 527/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 437/2012 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της έφεσης και οι λόγοι αυτής που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το Εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους, και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το Εφετείο, στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 829/2007 ΝΟΜΟΣ). Η δε διάταξη του άρθρου 536 παρ.1 του ΚΠολΔ, που, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 534 του ίδιου κώδικα, απαγορεύει, κατά την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, πριν από την εξαφάνισή της, την έκδοση απόφασης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα και, συνεπώς, απόφασης με δυσμενέστερο γι’ αυτόν δεδικασμένο, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, δεν επιτρέπει υπέρβαση των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αλλά προϋποθέτει ότι το Εφετείο ενεργεί μέσα στα όρια αυτά, οπότε δεν απαγορεύεται η έκδοση απόφασης (πριν από την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης), με ισοδύναμο προς την πρωτόδικη δεδικασμένο, η οποία δεν είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 385/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 314/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης επαναφέρουν την υποβληθείσα και πρωτοδίκως ένστασή τους περί εξώδικης λογοδοσίας και περί έγκρισης αυτής από τον ενάγοντα, και ειδικότερα ισχυρίζονται ότι προέβησαν σε εξώδικη λογοδοσία με την καθημερινή παρουσίαση προς τον ενάγοντα του υπολοίπου των επίμαχων τραπεζικών λογαριασμών, τους οποίους αυτοί διαχειρίζονταν, με παράθεση των σχετικών παραστατικών, ότι ο ενάγων λάμβανε γνώση των διαχειριστικών τους πράξεων από τις σχετικές σημειώσεις στα οικεία βιβλιάρια των εν λόγω τραπεζικών λογαριασμών, που βρίσκονταν στην κατοχή του, από τα σχετικά με τις κινήσεις των λογαριασμών «εξτρέ», από τις υπάρχουσες στο λογιστήριο της εταιρείας αποδείξεις είσπραξης και από την απεικόνιση του ταμείου της εταιρείας, καθώς και ότι ο ενάγων ενέκρινε αυτή την εκούσια ή εξώδικη λογοδοσία τους ρητά, άλλως σιωπηρά, συναγόμενη η έγκρισή του από το σύνολο της προαναφερόμενης συμπεριφοράς του, λαμβανομένης υπόψη και της μακροχρόνιας κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών, χωρίς ουδέποτε να διαμαρτυρηθεί ο ενάγων. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η ένσταση αυτή είναι νόμω αβάσιμη και απορριπτέα, δεδομένου ότι τα προβαλλόμενα προς θεμελίωσή της ως άνω περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν εξώδικη λογοδοσία, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη έννοια, και δη ανακοίνωση από το δοσίλογο προς το δεξίλογο έγγραφου λογαριασμού για τις διαχειριστικές του πράξεις, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, με λεπτομερή αντιπαράθεση σ’ αυτόν των εσόδων και των εξόδων που πραγματοποιήθηκαν και αναφορά του προκύπτοντος καταλοίπου από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, μαζί με παράθεση των σχετικών δικαιολογητικών, ούτε συνιστούν έγκριση του λογαριασμού που έδωσε ο δοσίλογος, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη έννοια, και δη σύναψη μεταξύ του δοσίλογου και του δεξίλογου σύμβασης, με την οποία δηλώνεται αμοιβαίως η θέλησή τους ότι εφεξής θα ισχύσει μόνο το αποτέλεσμα του εγκριθέντος λογαριασμού και ότι αυτοί δεν θα επανέλθουν, στο μέλλον, στα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού, που ανακοινώθηκε, κατά τους ανωτέρω τύπους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ορισμένη και νόμιμη την προβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση περί εξώδικης λογοδοσίας και περί έγκρισης αυτής από τον ενάγοντα και στη συνέχεια απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου γεγονός που, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, αφού οι εκκαλούντες – εναγόμενοι παραπονούνται για την ουσιαστική απόρριψη της ένστασής τους και η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη γι’ αυτούς από την εκκληθείσα, και συνεπώς πρέπει, αφού αντικατασταθεί η αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), να απορριφθεί η ένσταση αυτή ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι δεν δημιουργείται δυσμενέστερο δεδικασμένο, αφού η απόρριψη της ένστασης αυτής ως μη νόμιμης ή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης, καλύπτεται από το δεδικασμένο της προσβαλλόμενης απόφασης που δέχτηκε την αγωγή. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής τρίτος λόγος της κρινόμενης έφεσης.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων της μάρτυρος απόδειξης ………… και του μάρτυρος ανταπόδειξης ……………, που εξετάσθηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι σε επικυρωμένα φωτοτυπικά αντίγραφα, και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχηματισθείσας σχετικής ποινικής δικογραφίας, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΕφΑθ 781/2009 ΕΦΑΔ 2009. 453), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων τύγχανε μοναδικός εταίρος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..» και έδρα τον …., επί της …….., η οποία συστάθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ. …………./1997 συμβολαίου της συμβολαιογράφου …. ………, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς την 19.09.1997, με αύξοντα αριθμό 608 και δημοσιεύθηκε στο με αριθμό φύλλου 6769/22.09.1997 ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ. Το κεφάλαιο της εταιρείας ανήλθε σε 18.000,00 ευρώ, διαιρούμενο σε 600 εταιρικά μερίδια, ονομαστικής αξίας 30,00 ευρώ το καθένα, που ανήκαν στον μοναδικό εταίρο ενάγοντα. Η εταιρεία είχε ως σκοπό την αγορά προς μεταπώληση στην ημεδαπή καυσίμων και λιπαντικών, την εξαγωγή και πώληση στην αλλοδαπή καυσίμων και λιπαντικών, καθώς και την εισαγωγή αυτών των προϊόντων στην ημεδαπή, την αγορά καυσίμων και λιπαντικών και τον εφοδιασμό κάθε είδους πλοίων είτε με ιδιόκτητα, είτε με μισθωμένα πλωτά μέσα, την αγορά χερσαίων και θαλάσσιων πλωτών μέσων μεταφοράς των άνω προϊόντων, προς εξυπηρέτηση των σκοπών και αναγκών της εταιρείας και την πρακτόρευση αυτών, την με σκοπό το κέρδος διαμεσολάβηση σε αγοραπωλησίες καυσίμων και λιπαντικών, είτε στην ημεδαπή, είτε στην αλλοδαπή, είτε σε διερχόμενα πλοία, τη δημιουργία εγκαταστάσεων, ιδιόκτητων ή μισθωμένων, σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας ή της αλλοδαπής, για την αποθήκευση καυσίμων και λιπαντικών, τη συνεργασία με παρεμφερείς επιχειρήσεις της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, την μεταπώληση στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή ναυτιλιακών καυσίμων, και τη διενέργεια κάθε συναφούς προς τα άνω εργασίας. Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./17.07.2019 πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., και κατόπιν της από 20.06.2019 απόφασης της συνέλευσης των εταίρων της ανωτέρω εταιρείας, αποφασίσθηκε η πώληση και η μεταβίβαση 12 εταιρικών μεριδίων, ονομαστικής αξίας 30,00 ευρώ το καθένα, από τον ενάγοντα στον ……………, αντί συνολικού τιμήματος 360,00 ευρώ, και τροποποιήθηκαν τα άρθρα 1, 15 και 17 του καταστατικού της εταιρείας αναφορικά με την επωνυμία αυτής, την διαχείριση και την εκπροσώπηση της εταιρείας και την ανάκληση του διαχειριστή αυτής. Ειδικότερα, τροποποιήθηκε η επωνυμία της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε «…………….», ανατέθηκε η διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και η εκπροσώπηση της εταιρείας στον ……………. για δύο έτη από τη σύνταξη της ανωτέρω συμβολαιογραφικής πράξης και ορίσθηκε ότι η ανάκληση του διαχειριστή της εταιρείας αποφασίζεται ομόφωνα από τη συνέλευση των εταίρων. Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών προέκυψε ότι η κρινόμενη από 14.03.2014 και με αριθμό κατάθεσης ………./2014 αγωγή ασκήθηκε παραδεκτώς από τον ενάγοντα υπό την ιδιότητά του ως νόμιμου εκπροσώπου και διαχειριστή της μονοπρόσωπης, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………….» και ότι αυτή ασκήθηκε απαραδέκτως από τον ενάγοντα ατομικά, και ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον υποβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό των εναγόμενων περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος ενεργούντος υπό την ιδιότητά του ως νόμιμου εκπροσώπου και διαχειριστή της εν λόγω εταιρείας, και απέρριψε την αγωγή ως παθητικά ανομιμοποίητη κατά το σκέλος της που ασκείται από τον ενάγοντα ατομικά, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, ούτε εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις, και συνεπώς κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγόμενων που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η εκπροσωπούμενη από τον ενάγοντα εταιρεία συνεργάσθηκε αποκλειστικά με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….» ως πράκτορας εξεύρεσης και πώλησης καυσίμων και λιπαντικών ναυτιλίας, έναντι αμοιβής, εισπράττοντας το τίμημα για λογαριασμό αυτής και αποδίδοντάς το σ’ αυτή, τα δε τιμολόγια πώλησης και τα δελτία αποστολής εκδίδονταν από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………» απευθείας προς τους πελάτες. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων ενεργώντας υπό την ιδιότητά του ως μοναδικός εταίρος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………………», προσέλαβε με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, τον εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρα ανταπόδειξης …………. την 10.10.2001 ως προγραμματιστή, τον πρώτο εναγόμενο την 02.03.2001 ως υπάλληλο γραφείου, και τον δεύτερο εναγόμενο, πατέρα του πρώτου εναγόμενου, την 06.08.2002 ως υπάλληλο γραφείου, με τους οποίους διατηρούσε μακρόχρονες φιλικές και προσωπικές σχέσεις, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό τους. Στα πλαίσια αυτά, ο ενάγων ανέθεσε στους ανωτέρω υπαλλήλους αυξημένες εξουσίες και καθήκοντα αναφορικά με τη διαχείριση των οικονομικών συναλλαγών της εταιρείας, καθιστώντας αυτούς είτε αποκλειστικούς δικαιούχους, είτε συνδικαιούχους των τραπεζικών λογαριασμών, μέσω των οποίων πραγματοποιούνταν οι πληρωμές των πελατών της εταιρίας. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της παροχής της εργασίας των ανωτέρω υπαλλήλων της εταιρείας, ανοίχθηκαν, μεταξύ άλλων, ο υπ’ αριθ. …….. τραπεζικός λογαριασμός της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», με συνδικαιούχους τον ……… και τους εναγόμενους, ο υπ’ αριθ. ………… τραπεζικός λογαριασμός της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», με συνδικαιούχους τους εναγόμενους, καθώς και ο υπ’ αριθ. ……….. τραπεζικός λογαριασμός της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», με συνδικαιούχους αρχικά τον ………. και τον πρώτο εναγόμενο, ενώ την 17.04.2012 προστέθηκε ως συνδικαιούχος και ο ενάγων. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η συνεργασία μεταξύ του ενάγοντος, του ……….. και των εναγόμενων δεν εξελίχθηκε ομαλά,  αφού την 29.03.2013 καταγγέλθηκε η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του ………… και την 03.04.2013 καταγγέλθηκε η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του πρώτου εναγόμενου και ταυτόχρονα έπαυσε η συνεργασία και του δεύτερου εναγόμενου με την εταιρεία, ο οποίος είχε ήδη συνταξιοδοτηθεί από την 30.12.2011, αλλά εξακολουθούσε να συνεργάζεται ατύπως και επ’ αμοιβή με την εταιρεία. Ο ………….. απασχολήθηκε ως νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής σε εταιρεία κυπριακών συμφερόντων, η οποία είχε συναφές αντικείμενο δραστηριότητας με την εκπροσωπούμενη από τον ενάγοντα εταιρεία και στην οποία προσλήφθηκε να απασχοληθεί ως υπάλληλος ο πρώτος εναγόμενος, ενώ επακολούθησαν δικαστικές διαμάχες αστικής και ποινικής φύσης μεταξύ του ενάγοντος, του ……….. και των εναγόμενων. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι εναγόμενοι, αν και ήταν συνδικαιούχοι των ανωτέρω τραπεζικών λογαριασμών που εξυπηρετούσαν αποκλειστικά και μόνο τους εταιρικούς σκοπούς, και ως εκ τούτου είχαν υποχρέωση προς λογοδοσία έναντι της εκπροσωπούμενης από τον ενάγοντα εταιρείας, δεν εκπλήρωσαν την εν λόγω υποχρέωσή τους, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι η υποχρέωση αυτή των εναγόμενων δεν εκπληρώθηκε με εξώδικη λογοδοσία και έγκριση αυτής από τον ενάγοντα, κατά τα προαναφερθέντα. Επομένως, η εκπροσωπούμενη από τον ενάγοντα εταιρεία έχει, έναντι των εναγόμενων, αξίωση προς παροχή λογοδοσίας για τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, κατά τη διάταξη του άρθρου 303 του ΑΚ, ήτοι απόδοση λογαριασμού αναφορικά με την κίνηση των ανωτέρω τραπεζικών λογαριασμών, που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων και αιτιολογία των καταθέσεων και των αναλήψεων, δοθέντος ότι, προκειμένου να θεμελιωθεί η αξίωση προς λογοδοσία, αρκεί η ύπαρξη οποιασδήποτε έννομης σχέσης μεταξύ δεξίλογου και δοσίλογου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε, με την εκκαλούμενη απόφασή του, την ύπαρξη νόμιμης υποχρέωσης των εναγόμενων να παράσχουν λογοδοσία στην εκπροσωπούμενη από τον ενάγοντα εταιρεία και υποχρέωσε τους εναγόμενους σε λογοδοσία, για το χρονικό διάστημα από την 02.03.2001 έως την 03.04.2014, αναφορικά με τις χρεοπιστώσεις των υπ’ αριθ. ……. και …….. τραπεζικών λογαριασμών της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και του υπ’ αριθ. ……… τραπεζικού λογαριασμού της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», προβαίνοντας σε γραπτή αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων και σε αναφορά του αποτελέσματος αυτής της αντιπαράθεσης, ήτοι του προκύπτοντος καταλοίπου, και στη σύγχρονη παράδοση όσων δικαιολογητικών εγγράφων κατέχουν οι εναγόμενοι, καθώς και των κινήσεων των ανωτέρω λογαριασμών, πλην του τρίτου εξ αυτών, που ήδη προσκομίσθηκε με τις προτάσεις τους. Συνακόλουθα, τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους εναγόμενους με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 02.01.2017 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων – εναγόντων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόμενων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες – εναγόμενοι, λόγω της ήττας τους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 02.01.2017 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1684/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …/2017, …./2017, …./2017, …./2017, …/2017 και …./2017, συνολικού ποσού διακοσίων (200,00) ευρώ που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες – εναγόμενοι.

Επιβάλει σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόμενων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων – εναγόντων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 16.3.2023 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 28.4.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ