Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 234/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης   234/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Χαρίκλεια Σαραμαντή, Προεδρεύουσα Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………. για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας ασκήσασας πρόσθετους λόγους έφεσης εναγομένης: ………….. εταιρείας με την επωνυμία «……………….», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φίλιππο Δίγκα.

Της εφεσίβλητης καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ενάγουσας: ……………… ασφαλιστικής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………….», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Άννα Παπακωνσταντίνου.

Η ενάγουσα αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρεία ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25.7.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./25.7.2017) αγωγή της, την οποία άσκησε σε βάρος της εναγομένης, εταιρείας εδρεύουσας ομοίως στην αλλοδαπή, ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της προαναφερθείσης αγωγής εκδόθηκε αρχικά, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 3203/2018 μη οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση επ’αυτής μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της από 4.12.2008 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………../4.12.2008) αγωγής της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 του ΚΠολΔ.

Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου με την από 17.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./2019) κλήση της ενάγουσας, εκδοθείσης στη συνέχεια επί της αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, της υπ’αριθμ. 2154/2020 οριστικής απόφασής του, με την οποία έγινε αυτή δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 12.11.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./12.11.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και …………../31.5.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, και εγγράφηκε στο πινάκιο, προσέβαλε την ανωτέρω απόφαση.

Η αυτή ως άνω εκκαλούσα άσκησε σε βάρος της εφεσίβλητης, επίσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το από 14.2.2022 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/14.2.2022) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσής της, το οποίο προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για την ίδια δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο των ανωτέρω δικογράφων, τα οποία συνεκφωνήθηκαν με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι προαναφερθέντες πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων εμφανίσθηκαν και, αφού έλαβαν το λόγο από την Προεδρεύουσα Εφέτη, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι δικόγραφα: α) Η από 12.11.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/12.11.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και …………/31.5.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης της ασκηθείσας από την εφεσίβλητη ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 25.7.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/25.7.2017) αγωγής, και β) το από 14.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./14.2.2022) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης της εκκαλούσας, αμφότερα στρεφόμενα κατά της εκδοθείσας επί της ως άνω αγωγής υπ’αριθμ. 2154/2020 οριστικής απόφασης του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, τα οποία (έφεση και δικόγραφο πρόσθετων λόγων αυτής) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 12.11.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./12.11.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και …………/31.5.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης κατά της υπ’αριθμ.  2154/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 25.7.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………../25.7.2017) αγωγής, διώκουσας την επιδίκαση στην ενάγουσα αυτής και ήδη εφεσίβλητη (ασφαλιστική εταιρεία νομίμως υποκατασταθείσα, κατόπιν της καταβολής του ασφαλίσματος, στη θέση της ασφαλισμένης της, δικαιούχου φορτίου ξυλείας ολικώς απωλεσθέντος κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του με πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης/θαλάσσιας μεταφορέως, που βυθίσθηκε  εν πλω στη θάλασσα της Μάγχης, λόγω ενυπάρχουσας ήδη κατά τον απόπλου του αναξιοπλοΐας, άλλως νομιμοποιούμενη ενεργητικά με την ιδιότητα της εκδοχέως της απαίτησης της δικαιούχου, πωλήτριας, φορτώτριας και νόμιμης κομίστριας των εκδοθεισών για την  επίδικη μεταφορά φορτωτικών) αποζημίωσης σε χρήμα, συνισταμένης ειδικότερα στη συνήθη αξία των μεταφερομένων εμπορευμάτων στον τόπο και το χρόνο, που θα έπρεπε να έχουν εκφορτωθεί και με την οποία (προσβαλλόμενη απόφαση) έγινε δεκτή η αγωγή καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν βάσιμη κατά το κύριο αίτημά της και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό του 1.932.273,33 ευρώ, ως το σε ευρώ ισότιμο κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο της συνήθους αξίας του απωλεσθέντος φορτίου, ανερχομένης στο ποσό των 2.823.051,33 δολαρίων Η.Π.Α., με το νόμιμο τόκο από τις 10.12.2008, επομένη της επίδοσης στην εναγόμενη προηγούμενης αγωγής της ενάγουσας, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 12.11.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../12.11.2020), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης στις 21.5.2020 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), που εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Περαιτέρω, η αυτή ως άνω εκκαλούσα άσκησε σε βάρος της εφεσίβλητης κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης πρόσθετους λόγους έφεσης με το από 14.2.2022 ιδιαίτερο δικόγραφό της, πλήττοντας κεφάλαια της εκκαλουμένης ήδη προσβληθέντα με την έφεση, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στις 14.2.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…………./14.2.2022) και, αφού συντάχθηκε έκθεση κάτωθεν τούτου, κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη αυθημερόν, ήτοι πλέον των τριάντα (30) ημερών προ της αναγραφομένης στην αρχή της παρούσας απόφασης δικασίμου (17.3.2022), κατά την οποία συζητήθηκε η έφεση, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα και ασκήσασα τους πρόσθετους λόγους έφεσης υπ’αριθμ. ……./14.2.2022 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή …………. και, επομένως, εμπρόθεσμα και νομότυπα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ.2 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αυτής, τα οποία παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνουν δεκτά κατά το τυπικό τους μέρος και να διερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων, που διαλαμβάνονται στο κάθε δικόγραφο, κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Με την ασκηθείσα ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών  του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 25.7.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…………./25.7.2017) αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη αλλοδαπή, εδρεύουσα στη …., ασφαλιστική εταιρεία, εξέθετε ότι η ασφαλισμένη και δικαιοπάροχός της αλλοδαπή, εδρεύουσα επίσης στην ίδια χώρα (……..), εταιρεία με την επωνυμία «… …….» πώλησε στις αναφερόμενες πέντε (5) αιγυπτιακές εισαγωγικές εταιρείες ποσότητες ξυλείας, συνολικού όγκου εννέα χιλιάδων επτακοσίων κυβικών μέτρων και πενήντα τριών κυβικών χιλιοστών (9.700,053 κ.μ.) αντί συνολικού τιμολογηθέντος τιμήματος ύψους δύο εκατομμυρίων οκτακοσίων είκοσι τριών χιλιάδων πενήντα ενός δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα τριών σεντς (2.823.051,33 $). Ότι τη θαλάσσια μεταφορά της ξυλείας από τα λιμάνια της Σουηδίας Skarnas και Holmsund στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου έπρεπε να εκφορτωθεί και παραδοθεί στις αγοράστριες εταιρείες στις 23.1.2008, ανέθεσε η πωλήτρια με σύμβαση διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς στην τύποις εδρεύουσα στον ….., αλλά στην πραγματικότητα στην Αθήνα εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία. Ότι η τελευταία, ως εκναυλώτρια – θαλάσσια μεταφορέας, φόρτωσε επί του υπό ελληνική σημαία πλοίου με την ονομασία «IP», πλοιοκτησίας της, το φορτίο ξυλείας, και δη ποσότητα αυτού στα κύτη και ποσότητα επί του καταστρώματος, που ειδικότερα προσδιορίζονται στο δικόγραφο, εξέδωσε δε προς τούτο τις επίσης επικαλούμενες δέκα (10) σε διαταγή φορτωτικές. Ότι στις 13.1.2008 το πλοίο, ενώ έπλεε στη θάλασσα της Μάγχης, εμφάνισε, λόγω ενυπάρχουσας ήδη κατά τον απόπλου του αναξιοπλοΐας (συνισταμένης σε έλλειψη εξαρχής επαρκούς θετικής ευστάθειας και οφειλομένης σε αμέλεια των προστηθέντων της), κλίση προς τα αριστερά, την δε 15η.1.2008 βυθίστηκε, με αποτέλεσμα την ολική απώλεια του μεταφερομένου φορτίου, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα. Ότι η ίδια (ενάγουσα), έχοντας έναντι της ως άνω πωλήτριας – ναυλώτριας – φορτώτριας ασφαλίσει, δυνάμει των αναφερομένων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, το όλο μεταφερόμενο φορτίο κατά παντός κινδύνου από τη θαλάσσια μεταφορά του, της κατέβαλε στις 27.2.2008, ως νόμιμης δικαιούχου του φορτίου και σε εκπλήρωση της υποχρέωσής της εκ των συμβάσεων ασφάλισης, λόγω ασφαλιστικής της αποζημίωσης, κατόπιν της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, το ως άνω χρηματικό ποσό δολαρίων ΗΠΑ. Ότι, ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας αγοραίας τιμής, η συνηθισμένη τιμή εμπορευμάτων του αυτού είδους και ποιότητας με το απωλεσθέν μεταφερόμενο φορτίο ξυλείας ανερχόταν στον τόπο (λιμάνι Αλεξάνδρειας) και χρόνο (23.1.2008), που έπρεπε αυτό να εκφορτωθεί, σε δύο εκατομμύρια οκτακόσιες είκοσι τρεις χιλιάδες πενήντα ένα δολάρια ΗΠΑ και τριάντα τρία σεντς (2.823.051,33 $), που συνέπιπτε με την τιμολογιακή αξία του. Ότι από και με την καταβολή του ασφαλίσματος στις 27.2.2008 υποκαταστάθηκε νομίμως, άλλως δυνάμει σύμβασης εκχώρησης, στα δικαιώματα της νόμιμης κομίστριας των καλυπτουσών την μεταφορά φορτωτικών ως άνω δικαιούχου του απωλεσθέντος φορτίου ασφαλισμένης της πωλήτριας – φορτώτριας εταιρείας έναντι της υπόχρεης προς αποζημίωση εκναυλώτριας εναγομένης, επισημαίνοντας επιπροσθέτως ότι, όπως είχε συμφωνηθεί με τις αγοράστριες εταιρείες, η πωλήτρια εταιρεία θα παρακρατούσε την κυριότητα των εμπορευμάτων μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος εκάστης πώλησης, οπότε και οι φορτωτικές (όπως άλλωστε και τα εκδοθέντα για τις πωλήσεις ισάριθμα τιμολόγια και τα λοιπά έγγραφα, που αφορούσαν το φορτίο), θα παραδίδονταν στις αγοράστριες από τις τράπεζές τους στην Αίγυπτο, στην κατοχή των οποίων είχαν στο μεσοδιάστημα περιέλθει οπισθογραφημένες, κατόπιν διαβίβασής τους από την διαβεσολαβήσασα στις επίμαχες συναλλαγές τράπεζα της ιδίας (της πωλήτριας) στη Σουηδία, καθώς και ότι, λόγω της απώλειας των εμπορευμάτων με τη βύθιση του πλοίου και αφού το τίμημα δεν επρόκειτο εκ των πραγμάτων να καταβληθεί, τα πρωτότυπα των φορτωτικών, σε εκτέλεση μεταγενέστερης συμφωνίας μεταξύ των αγοραστριών – παραληπτριών και της πωλήτριας, επεστράφησαν στην τελευταία, διά των αιγυπτιακών τραπεζών, η οποία και έκτοτε εξακολουθεί να τα κατέχει ως νόμιμη κομίστρια αυτών. Ότι σε βάρος της εναγομένης για την αυτή αξίωση αποζημίωσης της ασφαλισμένης της από την ολική απώλεια του συγκεκριμένου φορτίου ξυλείας κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς του, άσκησε προηγουμένως ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την από 4.12.2008 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2008) όμοια αγωγή της, ζητώντας, κατόπιν περιορισμού του αιτήματός της στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της αντιδίκου της να της καταβάλει, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής αυτής, κυρίως μεν αυτούσιο το ως άνω ποσό των δύο εκατομμυρίων οκτακοσίων είκοσι τριών χιλιάδων πενήντα ενός δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα τριών σεντς (2.823.051,33 $) άλλως το σε ευρώ ισότιμό του κατά το χρόνο της πληρωμής. Ότι με την υπ’αριθμ.89/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση προς συζήτηση με την υπ’αριθμ.686/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε εν όλω την εκδοθείσα επί έφεσης κατά της υπ’αριθμ.281/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς της ηττηθείσας λόγω της ερημοδικίας της στον πρώτο βαθμό εναγομένης υπ’αριθμ.387/2012 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, έγινε δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη κατά το κύριο αίτημα αυτής και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό δολαρίων ΗΠΑ, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής, διότι, όπως έγινε δεκτό από τον Άρειο Πάγο, θα έπρεπε για τη νομιμότητα της αγωγής να ζητηθεί το ισάξιο του προαναφερθέντος ποσού δολαρίων ΗΠΑ σε ημεδαπό νόμισμα κατά το χρόνο της εκφόρτωσης των μεταφερομένων εμπορευμάτων στον τόπο προορισμού τους και όχι αυτούσιο το αλλοδαπό νόμισμα), έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν η έφεση της εναγομένης, εξαφανίσθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση και αφού κρατήθηκε και δικάσθηκε η υπόθεση, απορρίφθηκε η αγωγή της, καθόσον αμφότερα τα αιτήματα αυτής, κύριο και επικουρικό, κρίθηκαν μη νόμιμα, το εξ αυτών κύριο αίτημα λόγω της προηγηθείσης με δεσμευτική δύναμη  για το επιληφθέν της ίδιας υπόθεσης δικαστήριο της παραπομπής κρίσης επ’αυτού της αναιρετικής απόφασης. Ότι σε βάρος της ανωτέρω υπ’αριθμ. 89/2017 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου προτίθεται να ασκήσει αναίρεση. Ότι η επίδικη αγωγή της συνιστά εκ νέου έγερση της προγενέστερης αγωγής της, που απορρίφθηκε τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς, ασκηθείσα εντός έξι μηνών από την απόρριψη, με αποτέλεσμα να τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 263 του ΑΚ και η παραγραφή της αξίωσής της να θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το ποσό του 1.932.273,33 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ισόποσο σε ευρώ της τιμολογιακής αξίας των απωλεσθέντων εμπορευμάτων των 2.823.051,33 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο των ΗΠΑ (1:1,4610) την 23η.1.2008, δηλαδή κατά τον χρόνο που αναμενόταν να εκφορτωθεί το φορτίο στον λιμένα εκφόρτωσης, άλλως το ισάξιο σε ευρώ των 2.823.051,33 δολαρίων ΗΠΑ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά τον χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της προγενέστερης όμοιου περιεχομένου από 4.12.2008 αγωγής της, άλλως από την επίδοση της επίδικης αγωγής, μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθεί η αντίδικός της στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αρχικά η υπ’αριθμ. 3203/2018 μη οριστική απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι η εκκρεμής πολιτική δίκη επί της από 27.7.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/2017) αίτηση αναίρεσης, που άσκησε τελικά η ηττηθείσα ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία ενώπιον του Αρείου Πάγου σε βάρος της υπ’αριθμ.89/2017 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν η ασκηθείσα έφεσή της κατά της εκδοθείσας επί της προηγούμενης από 4.12.20008 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2008) αγωγής της σε βάρος της εναγομένης (ως προς την οποία έγινε δεκτό ότι έχει κοινή ιστορική αιτία με την κρινόμενη) υπ’αριθμ. 281/2010 απόφασης του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξαφανίσθηκε η ανωτέρω απόφαση, κρατήθηκε και δικάσθηκε εξαρχής η υπόθεση και απορρίφθηκε η αγωγή κατ’αμφότερα τα αιτήματά της ως νομικά αβάσιμη, όπως έχει ήδη αναφερθεί, επηρεάζει σαφώς τη διάγνωση της διαφοράς και την εν γένει πορεία της παρούσας δίκης, για λόγους οικονομίας της δίκης και ασφάλειας δικαίου, στη συνέχεια, κατά παραδοχήν υποβληθέντος σχετικού αιτήματος της ενάγουσας, αναβλήθηκε η συζήτηση της αγωγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 του ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της ως άνω προηγουμένως ασκηθείσης αγωγής της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης. Επακολούθησε η έκδοση της υπ’αριθμ.343/2019 απόφασης του Α2΄Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η ανωτέρω ασκηθείσα από την ενάγουσα αίτηση αναίρεσης σε βάρος της υπ’αριθμ.89/2017 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα η προηγούμενη αγωγή της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης ν’απορριφθεί αμετάκλητα κατ’αμφότερα τα αιτήματά της (κύριο και επικουρικό) ως νομικά αβάσιμη. Στη συνέχεια επαναφέρθηκε προς συζήτηση η υπόθεση επί της επίδικης αγωγής ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 1.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../2019) κλήση της ενάγουσας, εκδοθείσης ακολούθως επί της αγωγής αυτής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, της υπ’αριθμ. 2154/2020 (εκκαλουμένης) οριστικής απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή κατά το κύριο αίτημά της ως κατ’ουσίαν βάσιμη και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό του 1.932.273,33 ευρώ, που συνιστά το ισότιμο σε ευρώ της συνολικής τιμολογιακής αξίας του απωλεσθέντος φορτίου ξυλείας, ανερχομένης στο ποσό των 2.823.051,33 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία του ημεδαπού προς το αλλοδαπό νόμισμα στον τόπο και το χρόνο, που θα έπρεπε το φορτίο αυτό να εκφορτωθεί από το πλοίο, με το νόμιμο τόκο από τις 10.12.2018, επομένη της επίδοσης στην εναγόμενη της προηγούμενης από 4.12.2008 αγωγής της ενάγουσας, για την οποία έγινε αναλυτικά λόγος ανωτέρω και καταδικάσθηκε η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, το ύψος της οποίας ορίσθηκε στο ποσό των 14.500 ευρώ. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφού κρίθηκε α) ότι το ανωτέρω Δικαστήριο ήταν καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής, λόγω της ναυτικής φύσης της καταγομένης με αυτήν προς κρίση διαφοράς, που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας και ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί σχετικώς, β) ότι στην επίδικη θαλάσσια μεταφορά συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής των Κανόνων Χάγης Βίσμπυ (η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25.8.1924 “για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές”, όπως τροποποιήθηκε με τα πρωτόκολλα της 23.2.1968 και 23.12.1979 και κυρώθηκε με το νόμο 2107/1992), πλην της αγωγικής αξίωσης, που αφορά στην απώλεια του φορτίου, που φορτώθηκε επί του καταστρώματος, το οποίο εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης, γ) ότι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει εφαρμογής στην κρινόμενη περίπτωση επί της σχέσης μεταξύ της ενάγουσας και της ασφαλισμένης της όσον αφορά την αξίωση  αποζημίωσης της τελευταίας για την ολική απώλεια του μεταφερομένου με το πλοίο της εναγομένης φορτίου και δη ως προς τα ζητήματα της υποκατάστασης της ενάγουσας στα δικαιώματα της ανωτέρω από τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς και της εκχώρησης της εκ της εν λόγω σύμβασης απορρέουσας απαίτησής της προς αποκατάσταση της προκληθείσης περιουσιακής ζημίας της από την απώλεια αυτή, καθώς και αναφορικά με την ευθύνη της εναγομένης ως θαλάσσιας μεταφορέως για την απώλεια του μέρους του φορτίου, που φορτώθηκε επί του καταστρώματος, ακολούθως έγινε δεκτό, με βάση το ελληνικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, που κρίθηκε εφαρμοστέο, ότι, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικά προς έγερση αυτής, ως αποζημιώσασα τη ζημία της ασφαλισμένης της, άμεσα ζημιωθείσας από την απώλεια του μεταφερομένου φορτίου, και, επομένως, ως υποκατασταθείσα εκ του νόμου στα δικαιώματα της ανωτέρω, άλλως ως εκδοχέας της απαίτησής της,  καθώς και ότι η αγωγή είναι νόμιμη κατά το κύριο αίτημά της, στηριζόμενη στις ειδικότερα εκτιθέμενες στην απόφαση διατάξεις των Κανόνων Χάγης Βίσμπυ, του ΑΚ, του ΚΙΝΔ, των νόμων 2496/1997 και 2842/2000 και του ΚΠολΔ και περαιτέρω ερευνητέα κατ’ουσίαν, ενώ το επικουρικό αίτημα αυτής απορρίφθηκε ως απαράδεκτο λόγω του απορρέοντος από την υπ’αριθμ.89/2017 (πλέον αμετάκλητη) απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου δεδικασμένο. Προ της διερεύνησης της αγωγής από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την ανωτέρω οριστική απόφασή του έκρινε ως νόμιμη και περαιτέρω ερευνητέα κατ’ουσίαν την περί παραγραφής της αγωγικής αξίωσης επιδίκασης στην ενάγουσα αποζημίωσης για την απώλεια του φορτίου της ασφαλισμένης της, που φορτώθηκε στα κύτη του πλοίου, διαρκούσης της θαλάσσιας μεταφοράς του, προβληθείσα ένσταση της εναγομένης, σύμφωνα με την οποία, από τις 23.1.2008, δηλαδή από την ημερομηνία κατά την οποία, με βάση τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, το απωλεσθέν φορτίο θα έπρεπε κατά τα συμφωνηθέντα μεταξύ των διαδίκων να παραδοθεί στο λιμένα εκφόρτωσης (της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου), μέχρι την άσκηση της αγωγής στις 26.7.2017, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, με αποτέλεσμα η εν λόγω αξίωση της ενάγουσας να έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.6 εδαφ.δ΄των Κανόνων Χάγης Βίσμπυ ενιαύσια παραγραφή, ενώ η ίδια ένσταση αναφορικά με την αγωγική αξίωση αποζημίωσης για το επί του καταστρώματος απωλεσθέν φορτίο, ως προς την οποία έγινε δεκτό ότι εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης και ότι τυγχάνει εφαρμοστέο επ’αυτής το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι δεν προβλήθηκε από την εναγόμενη σχετικός περί παραγραφής ισχυρισμός με βάση την εν προκειμένω εφαρμοστέα για τη συγκεκριμένη αξίωση διάταξη του άρθρου 289 περ.4 του ΚΙΝΔ. Σημειώνεται ότι η ίδια ένσταση απορρίφθηκε ως μη νόμιμη κατά το σκέλος αυτής, κατά το οποίο η νομική της βασιμότητα επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί από την ενιστάμενη εναγόμενη στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.6 β΄της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης. Περαιτέρω με την ίδια απόφαση η εν λόγω ένσταση, καθ’ό μέρος κρίθηκε νόμιμη, απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, κατά παραδοχήν ως κατ’ουσίαν βάσιμης της προβληθείσης αντένστασης της ενάγουσας περί διακοπής της σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 εδαφ.β΄του ΑΚ, κατόπιν δε τούτου, έγινε δεκτό ότι παρέλκει ως άνευ αντικειμένου η εξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών αντεντάσεων της ενάγουσας περί διακοπής της παραγραφής της αξίωσής της κατά το άρθρο 261 του ΑΚ και περί καταχρηστικής προβολής από την εναγόμενη της ένστασης παραγραφής. Ειδικότερα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η ενιαύσια παραγραφή της καταγομένης προς κρίση με την αγωγή αξίωσης της ενάγουσας, που προβλέπεται στην προαναφερθείσα διάταξη των Κανόνων Χάγης Βίσμπυ, έχει διακοπεί με την προηγούμενη από 4.12.2008 αγωγή, η οποία ασκήθηκε από την ενάγουσα σε βάρος της εναγομένης ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου στις 9.12.2008, δηλαδή εντός ενός έτους από την ημερομηνία, που έπρεπε να παραδοθεί το απωλεσθέν φορτίο (23.1.2008), διότι η αγωγή αυτή απορρίφθηκε τελεσίδικα με την υπ’αριθμ.89/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου για λόγους μη ουσιαστικούς και συγκεκριμένα για λόγο που αφορούσε στη διατύπωση του αιτήματός της (απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη τόσο κατά το κύριο αίτημα, που διατυπώθηκε σε αλλοδαπό νόμισμα, όσο και κατά το επικουρικό, που διατυπώθηκε σε ευρώ με βάση την ισοτιμία ευρώ δολαρίου ΗΠΑ, όχι του χρόνου της συμφωνηθείσης εκφόρτωσης του φορτίου, ως θα έδει, αλλά της πληρωμής) και όχι στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της ίδιας της ένδικης αξίωσης και η δεύτερη αγωγή, που συνιστά επανέγερση της πρώτης, λόγω ταυτότητας ιστορικής και νομικής αιτίας μεταξύ τους και ταυτότητας της καταγομένης προς κρίση με την καθεμία αξίωσης, παρά τη διατύπωση του αιτήματος της δεύτερης αγωγής σε ευρώ με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το συμφωνηθέντα χρόνο της εκφόρτωσης των εμπορευμάτων, ασκήθηκε εντός έξι μηνών από την τελεσιδικία της πρώτης. Ακολούθως στο πλαίσιο της διερεύνησης της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατόπιν εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων, ότι η ολική απώλεια του φορτίου ξυλείας, που πωλήθηκε από την ασφαλισμένη της ενάγουσας σε πέντε αιγυπτιακές εταιρείες, οφείλεται σε αρχική αναξιοπλοΐα του πλοίου της εκναυλώτριας εναγομένης, με το οποίο συμφωνήθηκε να μεταφερθεί το εμπόρευμα από τη Σουηδία στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, οι προστηθέντες της οποίας προ και κατά την έναρξη του πλου δεν κατέβαλαν τη δέουσα επιμέλεια, προκειμένου να διατεθεί πλοίο κατάλληλο προς θαλασσοπλοΐα και προς μεταφορά του φορτίου, της αναξιοπλοΐας του ειδικότερα συνισταμένης σε έλλειψη ήδη κατά τον απόπλου του θετικής ευστάθειας επαρκούς για την εκτέλεση της συγκεκριμένης μεταφοράς, με αποτέλεσμα στις 13.1.2008 να εμφανίσει κλίση προς τα αριστερά, που έβαινε αυξανόμενη και να βυθισθεί στις 15.1.2008 στη θάλασσα της Μάγχης και απορρίφθηκαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμες οι  ενστάσεις της εναγομένης περί απαλλαγής της από την ευθύνη ως θαλάσσιας μεταφορέως για την απώλεια του μεταφερομένου φορτίου, ως αποδιδόμενη σε θαλάσσιο συμβεβηκός, άλλως σε ναυτικό πταίσμα των προστηθέντων της, άλλως σε συνδυασμό των ανωτέρω δύο λόγων απαλλαγής της, καθώς και η ένσταση της ιδίας περί απαλλαγής της από την ευθύνη για την απώλεια των επί του καταστρώματος φορτωθέντων εμπορευμάτων με βάση σχετική συμφωνία των διαδίκων, που περιλήφθηκε στο ναυλοσύμφωνο και στις εκδοθείσες για τη μεταφορά φορτωτικές. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι η ασφαλισμένη της ενάγουσας πωλήτρια των εμπορευμάτων τυγχάνει νόμιμη κομίστρια των συγκεκριμένων φορτωτικών και δικαιούχος της επίδικης αξίωσης για την ολική απώλεια του μεταφερομένου φορτίου, διότι ναι μεν η τράπεζα της ανωτέρω στη Σουηδία, στην οποία παραδόθηκαν οι φορτωτικές οπισθογραφημένες, απέστειλε αυτές διά εταιρείας ταχυμεταφορών στις τράπεζες των αγοραστριών εταιρειών στην Αίγυπτο, οι οποίες (τράπεζες) τις παρέλαβαν σε χρόνο μεταγενέστερο της βύθισης του πλοίου και της απώλειας του φορτίου, δηλαδή σε χρόνο που η αξίωση του κομιστή των φορτωτικών σε βάρος του θαλάσσιου μεταφορέα για την παράδοση του φορτίου είχε μετατραπεί σε δευτερογενή αξίωση αποζημίωσης, πλην όμως  οι τίτλοι τους αυτούσιοι ουδέποτε παραδόθηκαν στις ίδιες τις αγοράστριες και, επομένως, δεν μεταβιβάσθηκαν στις τελευταίες τα εξ αυτών δικαιώματα επί του φορτίου, της αξίωσης προς έγερση αγωγής αποζημίωσης λόγω της απώλειάς του συμπεριλαμβανομένης, αλλά επεστράφησαν στην πωλήτρια – φορτώτρια μέσω της τράπεζάς της στη Σουηδία, στην οποία διαβιβάσθηκαν προηγουμένως από τις αιγυπτιακές τράπεζες, εφόσον το τίμημα των πωλήσεων δεν είχε, ούτε και επρόκειτο να καταβληθεί, με αποτέλεσμα η πωλήτρια και αρχική κομίστρια των φορτωτικών, ουδέποτε αποξενωθείσα στη συνέχεια νομικά και πραγματικά της κατοχής τους,  να διατηρήσει την ιδιότητά της αυτή (της νόμιμης κομίστριας) και να παραμείνει ως τέτοια καθόλο το χρονικό διάστημα από τη βύθιση του πλοίου και μέχρι την είσπραξη της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Έγινε επίσης δεκτό με την ίδια απόφαση ότι η ενάγουσα στις 27.2.2008, σε εκπλήρωση της υποχρέωσής της από τις συμβάσεις ασφάλισης, λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, κατέβαλε στην ασφαλισμένη της ως ασφάλισμα το ποσό των 2.823.051,33 δολαρίων Η.Π.Α., με αποτέλεσμα να υποκατασταθεί εκ του νόμου στα δικαιώματα της ανωτέρω, η οποία επιπροσθέτως στις 27.2.2008 εκχώρησε εγγράφως στην ενάγουσα την απαίτησή της σε βάρος της εναγομένης εκ της απώλειας του φορτίου, καθώς και ότι το προαναφερθέν χρηματικό ποσό συνιστά τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων στο τόπο και κατά το χρόνο, που θα έπρεπε να εκφορτωθούν και ταυτίζεται με την τιμολογιακή τους αξία, το σε ευρώ ισάξιο της οποίας, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του αλλοδαπού με το ημεδαπό νόμισμα στον ίδιο τόπο και κατά τον ίδιο χρόνο, αποτελεί το ποσό της αποκαταστατέας ζημίας της ενάγουσας, που αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούται η εναγόμενη να της καταβάλει ως αποζημίωσή της, πλέον τόκων από την επίδοση της προηγούμενης αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ανωτέρω απόφασης, με την άσκηση των κάτωθι αναφερομένων δικογράφων: 1) Της από 12.11.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../12.11.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……/31.5.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης, με την οποία βάλλει κατά της ως άνω απόφασης για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε νομικά και πραγματικά σφάλματα αυτής και συγκεκριμένα σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά την απορριπτική κρίση του επί των προβληθεισών ενστάσεών της παραγραφής της αγωγικής αξίωσης και απαραδέκτου της αγωγής λόγω δεδικασμένου, καθώς και την κρίση του επί της ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας προς άσκηση της αγωγής και επί της ουσίας της υπόθεσης (ειδικότερα επί των παραδοχών της εκκαλουμένης αναφορικά με την αιτία της απώλειας του φορτίου, ως προς την οποία έγινε δεκτό ότι οφείλεται σε αρχική αναξιοπλοΐα του πλοίου και απορρίφθηκαν οι ενστάσεις της περί απαλλαγής της από την ευθύνη ως θαλάσσιας μεταφορέως του), καθώς και επί της διάταξης της δικαστικής δαπάνης και 2) του από 14.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/14.2.2022) δικογράφου πρόσθετων λόγων έφεσης, με το οποίο παραδεκτά πλήττονται από την ασκήσασα αυτό εκκαλούσα τα ήδη εκκληθέντα με την έφεσή της κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, όπως οι προβαλλόμενες μ’αυτό αιτιάσεις συνολικά εκτιμώνται από το παρόν Δικαστήριο, ζητώντας με αμφότερα τα προαναφερθέντα δικόγραφα την παραδοχή τους, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και κρατηθεί στη συνέχεια και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή.

Με το άρθρο πρώτο του ν.2107/1992 κυρώθηκαν από την Ελλάδα και αποτελούν, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, εσωτερικό κανόνα δικαίου, με υπερνομοθετική ισχύ, η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25.8.1924 «για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές» και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23.2.1968 και της 26.12.1979 (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ). Από το συνδυασμό των διατάξεων, του άρθρου 2 του πιο πάνω νόμου και των άρθρων 1 περ. Β΄ 2, 3 παρ. 1, 5 παρ. 2 και 10 παρ. 2 και 3 της προαναφερόμενης Διεθνούς Σύμβασης προκύπτει, ότι η εν λόγω Σύμβαση έχει εφαρμογή στην Ελλάδα: α) Σε κάθε σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων, στην οποία τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, εφόσον η μεταφορά αυτή καλύπτεται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο, που αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων και β) σε κάθε θαλάσσια μεταφορά μεταξύ ελληνικών λιμένων, είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι. Η χρησιμοποίηση του όρου «εμπορεύματα», στις πιο πάνω διατάξεις, δεν σημαίνει ότι αναφέρεται σε ειδική κατηγορία πραγμάτων, αλλά αναφέρεται σε φορτωθέντα πράγματα και τον τρόπο αποζημίωσης του δικαιούχου σε περίπτωση βλάβης ή απώλειάς τους, σύμφωνα δε με το άρθρο 1 στοιχ. Γ΄της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης ο όρος «πράγματα» περιλαμβάνει πράγματα, αντικείμενα και είδη οιασδήποτε φύσεως, με εξαίρεση ζωντανά ζώα καθώς και φορτίο, που έχει δηλωθεί στη σύμβαση μεταφοράς σαν φορτίο καταστρώματος και μεταφέρεται έτσι (ΕφΠειρ 543/2003 ΕΝΔ 2003.437). Συνεπώς, είναι ευρύτατος ο ορισμός των πραγμάτων που συνιστούν το φορτίο, περιλαμβάνει δε κάθε είδους ενσώματο αντικείμενο, στερεό, υγρό ή αέριο, αρκεί να είναι δεκτικό ανθρώπινης εξουσίασης, χωρίς κατ’ εξαίρεση, να περιλαμβάνονται στην έννοια των πραγμάτων τα ζωντανά ζώα και το φορτίο που έχει δηλωθεί σαν φορτίο καταστρώματος και μεταφέρεται έτσι (Ι. Κοροτζή, ό.π., σελ. 395). Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Διεθνούς Σύμβασης εξαιρείται, υπό προϋποθέσεις, το φορτίο καταστρώματος. Ειδικότερα, προκειμένου να εξαιρεθεί το φορτίο καταστρώματος από το πεδίο εφαρμογής της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, πρέπει, αφενός μεν το φορτίο αυτό να έχει δηλωθεί στη σύμβαση μεταφοράς ότι θα μεταφερθεί στο κατάστρωμα, αφετέρου δε να μεταφέρεται πράγματι στο κατάστρωμα. Επομένως, για την εφαρμογή της εξαίρεσης αυτής δεν αρκεί η ρήτρα στη φορτωτική για τη φόρτωση και μεταφορά του φορτίου στο κατάστρωμα, αλλά επιπρόσθετα χρειάζεται και σημείωση στη φορτωτική ότι τα πράγματα φορτώθηκαν και μεταφέρονται πράγματι στο κατάστρωμα, ενώ αν λείπει μία από τις προαναφερόμενες δύο προϋποθέσεις η εξαίρεση δεν εφαρμόζεται, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν εφαρμογής οι Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ. Σε περίπτωση που οι ανωτέρω προϋποθέσεις δεν πληρούνται σωρευτικά, τότε η εν λόγω μεταφορά διέπεται από το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, και με βάση το δίκαιο αυτό θα κριθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα, η εγκυρότητα τυχόν απαλλακτικών ρητρών, καθώς και το θέμα της παραγραφής της αξίωσης. Εάν εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, τότε η μεταφορά θα διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 114, 134 επ. και 143 παρ. 2 περ. α΄του ΚΙΝΔ (βλ.  Κιάντου – Παμπούκη Α., Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, ΣΤ΄ έκδοση, §§ 155, 185, σελ. 209, 333 – 334, Αντάπαση Α./Αθανασίου Λ., Ναυτικό Δίκαιο, §§ 25 – 27, αριθμ. περιθ. 1127, 1274, 1303, σελ. 559, 644, 662). Η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα υφίσταται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 135 του ΚΙΝΔ και του άρθρου 3 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, έναντι οποιουδήποτε προσώπου που έχει ενδιαφέρον επί του φορτίου, υπό την έννοια ότι είναι φορέας δικαιώματος που απορρέει από τη σύμβαση και μπορεί να θεωρηθεί ότι ζημιώνεται άμεσα από την απώλεια ή βλάβη αυτού. Τέτοια πρόσωπα μπορεί να είναι ο φορτωτής, ο παραλήπτης που είναι νόμιμος κομιστής φορτωτικής, ο ασφαλιστής του φορτίου που αποζημίωσε τη ζημία του ασφαλισμένου και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα αυτού είτε με διάταξη νόμου είτε με εκχώρηση της σχετικής απαίτησης, καθώς και ο ενεχυρούχος δανειστής του φορτίου ή ο εκδοχέας των δικαιωμάτων του παραλήπτη (Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τομ. 2ος, εκδ. 2005, σελ. 98-99). Περαιτέρω, με το άρθρο 455 εδαφ. β΄ της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου του έτους 1968, ορίζεται ότι «… σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης θα υπολογίζεται σε σχέση με την αξία αυτών των εμπορευμάτων στον τόπο και τον χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με την σύμβαση μεταφοράς. Η αξία των εμπορευμάτων θα υπολογίζεται σύμφωνα με την χρηματιστηριακή τιμή για το εμπόρευμα ή αν δεν υπάρχει τέτοια τιμή, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά, ελλείψει δε αμφοτέρων, με βάση την συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας …». Επομένως, η αξία των εμπορευμάτων υπολογίζεται σύμφωνα με την χρηματιστηριακή τιμή ή σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά ή αν δεν υπάρχει καμία από τις δύο, θα υπολογίζεται με βάση την συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας στον τόπο και χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να έχουν εκφορτωθεί, σύμφωνα με την σύμβαση μεταφοράς. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο θαλάσσιος μεταφορέας, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των πραγμάτων, είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει την αξία τους στον τόπο και χρόνο της εκφόρτωσης. Αποκαθίσταται δε η αξία που εξευρίσκεται με την απόδειξη της τιμής του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων, εάν δε δεν υπάρχει τέτοια τιμή λαμβάνεται υπόψη η τρέχουσα τιμή της αγοράς και αν δεν υπάρχει ούτε αυτή, η συνηθισμένη τιμή των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και της ίδιας ποσότητας. Με την άνω διάταξη, δηλαδή, καθορίζεται το μέτρο υπολογισμού της αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας από την απώλεια ή βλάβη του φορτίου. Σύμφωνα δε με τη γενική αρχή του άρθρου 297 εδαφ. α΄του ΑΚ, η αποζημίωση από την απώλεια ή βλάβη του μεταφερομένου φορτίου, υπολογιζόμενη κατά τις άνω διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης, οφείλεται σε ημεδαπό νόμισμα, χωρίς η φύση της τελευταίας ως χρηματικής οφειλής να αλλοιώνεται στην περίπτωση που ο τόπος προορισμού των πραγμάτων βρίσκεται στην αλλοδαπή. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της ασφαλιστικής υποκατάστασης, όταν δηλαδή ο ασφαλιστής κατέβαλε στο δικαιούχο του απολεσθέντος ή βλαβέντος φορτίου, το ασφάλισμα και υποκατασταθείς στα δικαιώματα αυτού έναντι του υπευθύνου εκναυλωτή, υποχρέου σε αποκατάσταση της ζημίας, στρέφεται, κατ’άρθρο 14 παρ.1 του ν.2496/1997, κατά του τελευταίου ή βάσει της σύμβασης εκχώρησης των δικαιωμάτων του δικαιούχου του φορτίου έναντι του εκναυλωτού και επιδιώκει την αναγνώριση ή καταβολή της αποζημίωσης. Τούτο δε διότι ο ασφαλιστής υποκαθίσταται στην αξίωση του ασφαλισμένου και δικαιούχου του απολεσθέντος ή βλαβέντος φορτίου έναντι του εκναυλωτού, η οποία – λόγω μη εκπλήρωσης ή μη κανονικής εκπλήρωσης από τον τελευταίο της αρχικής παροχής της θαλάσσιας μεταφοράς του φορτίου στον τόπο προορισμού, διαμορφώθηκε σε αξίωση αποζημίωσης, το μέτρο της οποίας υπολογίζεται, κατά τα ανωτέρω, και ως αποζημίωση, επιδιωκόμενη στην Ελλάδα – πρέπει να ζητείται σε ευρώ, ασχέτως αν αυτός (ασφαλιστής) κατέβαλε το ασφάλισμα στο ζημιωθέντα σε αλλοδαπό νόμισμα (ΑΠ 343/2019 ΕΕΜΠΔ 2020.177). Εξάλλου, ο θεσμός της παραγραφής είναι δημόσιας τάξης, γιατί εξυπηρετεί την ασφάλεια των συναλλαγών και τη βεβαιότητα του δικαίου, καθώς και την ανάγκη ταχύτερης εκκαθάρισης των σχετικών υποθέσεων, αποτελεί δε την από τον νόμο κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο νόμο και γι’ αυτό δεν είναι νοητή η παραγραφή της αξίωσης, όταν αυτός έχει ενεργήσει ό,τι είναι αναγκαίο, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μην χρειάζεται να κάνει κάτι ιδιαίτερο (ΑΠ 148/2017, ΑΠ 361/2019, ΑΠ 1819/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.6 εδαφ. 4 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 παρ. 2 του Πρωτοκόλλου της 23.2.1968, ορίζεται ότι “ο μεταφορέας και το πλοίο θα απαλλάσσονται σε κάθε περίπτωση από οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με τα εμπορεύματα, εφόσον δεν έχει εγερθεί αγωγή εντός ενός έτους από την παράδοση τους ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται για την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα βραχυχρόνια ετήσια παραγραφή, η οποία αρχίζει από την παράδοση των πραγμάτων ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί (ΑΠ 928/2011 ΕΕΜΠΔ 2011.880). Με την εν λόγω Διεθνή Σύμβαση όμως, δεν ορίζεται περαιτέρω ο,τιδήποτε για την διακοπή ή την αναστολή της παραγραφής. Οι περιπτώσεις αυτές ρυθμίζονται, όσον αφορά μεν την διακοπή της παραγραφής, από τα άρθρα 261 επ. του ΑΚ, όσον αφορά δε την αναστολή της παραγραφής, πλέον του άρθρου 255 ΑΚ και από το άρθρο 14 παρ. 5 Ν.2496/1997, κατά το οποίο: «Σε περίπτωση υποκατάστασης του ασφαλιστή, η παραγραφή των αξιώσεων του λήπτη της ασφάλισης κατά του τρίτου δεν συμπληρώνεται πριν την παρέλευση έξι (6) μηνών από την υποκατάσταση και εφόσον αυτή έλαβε χώρα πριν από την παραγραφή ή την απόσβεση αυτών των αξιώσεων». Η διάταξη αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με την ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση, καθόσον δεν εισάγει ρύθμιση διαφορετική από εκείνη, αλλά τη συμπληρώνει σε θέμα το οποίο δεν ρυθμίζεται απ’αυτήν (ΑΠ 1092/2014 ΕΝΑΥΤΔ 2014.227). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 289 περ.4 του ΚΙΝΔ, στην ετήσια παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις από σύμβαση ναύλωσης, μεταφοράς επιβατών ή πραγμάτων, από τη μη εκτέλεση ή τη μη προσήκουσα εκτέλεση της σύμβασης, σε συνδυασμό με το άρθρο 291 του ΚΙΝΔ, η οποία αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία της αξίωσης. Στην παραγραφή της διάταξης αυτής υπόκεινται λόγω της ευρύτατης διατύπωσής της, όλες οι αξιώσεις οι οποίες απορρέουν από τη σύμβαση ναύλωσης, μεταφοράς επιβατών ή πραγμάτων τόσον του ναυλωτή ή του παραλήπτη κατά του εκναυλωτή, όσον και τούτου κατά του ναυλωτή ή του παραλήπτη. Η παραγραφή αυτή διακόπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΚ (ΑΠ 1445/2002 δημ. ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 402/1994 ΕΝΔ 23.6, ΕφΠειρ 655/2010, δημ. ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 872/2003, ΕφΠειρ 806/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996-1997 σελ. 617 επ., βλ. επίσης ΑΠ 1307/2006 ΕΝΑΥΔ 2006.269, σύμφωνα με την οποία η αξίωση αποζημίωσης σε βάρος του μεταφορέα λόγω ολικής απώλειας του φορτίου υπόκειται στην ετήσια παραγραφή, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 289 περ.4 του ΚΙΝΔ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, 277 του ΑΚ και 291 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη η ένσταση ενιαύσιας παραγραφής των αναφερομένων στο άρθρο 289 αριθ. 4 του ΚΙΝΔ αξιώσεων, πρέπει να εκτίθεται το έτος εντός του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 251 του ΑΚ, γεννήθηκε η σχετική αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, ήτοι το αφετήριο αυτής χρονικό σημείο (πρβλ. ΑΠ 7/2015 ΤΝΠ Nόμος), και να περιλαμβάνει αυτοτελές αίτημα απόρριψης της αγωγής λόγω παραγραφής (Βλ. ΑΠ 1139/2002 ΕλλΔνη 45.473, ΕΠ 465/2011 δημ. σε ΤΝΠ Nόμος). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 249, 250, 251, 261, 270, 272, 277 του ΑΚ και 262 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για το ορισμένο της ένστασης παραγραφής, πρέπει να αναφέρονται ο χρόνος, κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση, το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής και ο χρόνος επίδοσης της αγωγής, προκειμένου να διαπιστωθεί, αν, με αφετηρία το ανωτέρω χρονικό σημείο και μέχρι της επίδοσης της αγωγής, από την οποία διακόπτεται η παραγραφή, συμπληρώθηκε ο χρόνος αυτής (ΑΠ 1453/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).  Πλέον ειδικότερα, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 277 ΑΚ και 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η παραγραφή προβάλλεται με ένσταση, η οποία πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, των γεγονότων, δηλαδή, που αποτελούν την ιστορική της βάση, χωρίς να αρκεί η αναφορά σε άλλο έγγραφο στο οποίο περιλαμβάνονται κρίσιμα για τη θεμελίωσή της γεγονότα. Εκείνος που προβάλλει ένσταση παραγραφής της αξίωσης, πρέπει να επικαλείται όλα τα γεγονότα που προσδιορίζουν την αφετηρία της κα καταρχήν εκείνα που προσδιορίζουν τον χρόνο κατά τον οποίο έγινε απαιτητή η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, από τον οποίο προκύπτει και εάν έχει συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος έως την άσκηση της αξίωσης, στον ενάγοντα απόκειται δε, να επικαλεσθεί κατ’ αντένσταση γεγονότα που επιφέρουν διακοπή ή αναστολή της παραγραφής (ΑΠ 906/2009 ΕλλΔνη 2009.107,ΑΠ 1372/2000 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 263 του ΑΚ, κάθε παραγραφή, που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή εντός έξι μηνών, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Κατά την έννοια του νόμου, απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς υπάρχει σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία απορρίπτεται η αγωγή για λόγο, που δεν ανάγεται στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη ικανότητας δικαστικής παράστασης, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα, οι λόγοι εκείνοι, που, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση αυτής (ΑΠ 261/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), καθόσον στις περιπτώσεις αυτές είναι πρόδηλο ότι είναι αντικειμενικώς δυνατόν με τη νέα αγωγή να διορθωθεί το τυπικό σφάλμα της απορριφθείσας προηγουμένης αγωγής (ΑΠ 546/2021, ΑΠ 554/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ως απόρριψη της αγωγής “για λόγους μη ουσιαστικούς” νοείται η απόρριψη αυτής για λόγους που δεν συνδέονται με το υποστατό της αξίωσης, αλλά ανάγονται σε δικονομική ακυρότητα ή απαράδεκτο (ΑΠ 802/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ως επανέγερση της αγωγής νοείται η υποβολή νέου αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας από τον ίδιο ενάγοντα ή σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή από το διάδοχό του κατά του ιδίου εναγομένου ή σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή των διαδόχων εκείνου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία (ΑΠ 1484/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).  Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της νομικής διάταξης, που πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη (βλ. ΑΠ 1445/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).  Η ταυτότητα αυτή υπάρχει και όταν με τη νέα αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή οι ελλείψεις που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της προηγούμενης αγωγής, αρκεί να μην μεταβάλλεται η ταυτότητα της αξίωσης υπέρ της οποίας πρέπει να παρασχεθεί δικαστική προστασία (ΑΠ 125/2020, ΑΠ 113/2019, ΑΠ 768/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).  Το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής δεν επηρεάζεται από τον περιορισμό του αιτήματος της νέας αγωγής, ούτε από την υποβολή με αυτήν προσθέτου ή διαφόρου αιτήματος, το οποίο συνάπτεται με τη δικαστική νομιμοποίηση των διαδίκων και δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαγνωστέας αξίωσης (ΑΠ 505/2020, ΑΠ 190/2008, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Το διακοπτικό δηλαδή αποτέλεσμα της παραγραφής που επέφερε η έγερση της αγωγής αίρεται με την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης, η οποία απορρίπτει την αγωγή για λόγους μη ουσιαστικούς, εκτός αν εγερθεί αγωγή μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της απόφασης, οπότε αναβιώνει η διακοπή της παραγραφής. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι διατάξεις των άρθρων 261 και 263 ΑΚ είναι, ουσιαστικά, αλληλένδετες λειτουργικά μεταξύ τους, καθόσον η δεύτερη από αυτές αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της πρώτης, παρέχοντας στο δανειστή, που δεν αδράνησε να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του, τη δυνατότητα να επανεγείρει την αγωγή του και να διορθώσει και συμπληρώσει ελλείψεις της αρχικής αγωγής, είτε μετά την τελεσίδικη απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης για λόγους τυπικούς (π.χ. λόγω έλλειψης κάποιας δικονομικής προϋπόθεσης), χωρίς δηλαδή να έχει υπεισέλθει το δικαστήριο στην ουσία της υπόθεσης, είτε παραιτούμενος από το δικόγραφο της πρώτης αγωγής και πριν την έκδοση απόφασης. Παρέχεται, έτσι, ένας επί πλέον λόγος διακοπής της παραγραφής, που ανατρέχει όμως στο χρόνο άσκησης της αρχικής αγωγής (ΑΠ 52/2021 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, οι διατάξεις των άρθρων 215 και 221 του ΚΠολΔ ορίζουν ότι η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. Η επίδοσή της έχει ως συνέπεια τα αποτελέσματα που το ουσιαστικό δίκαιο ορίζει ότι επέρχονται από την έγερση της αγωγής. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι μόνον αν η αγωγή απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους μη ουσιαστικούς μπορεί ο δικαιούχος να εγείρει μέσα στο εξάμηνο νέα αγωγή, ίδια με την προηγούμενη, με το ίδιο δηλαδή αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία, οπότε η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη. Όταν, όμως, η πρώτη αγωγή απορριφθεί τελεσιδίκως κατ’ ουσίαν αίρονται όλες οι συνέπειες τόσο της κατάθεσης, όσο και της επίδοσής της, επομένως και η διακοπή της παραγραφής, αφού δεν είναι νοητή διακοπή παραγραφής ανύπαρκτης, όπως τελεσιδίκως κρίθηκε, αξίωσης. Νέα αγωγή με το αυτό αντικείμενο και θεμελίωση δεν μπορεί να ασκηθεί γιατί προσκρούει στο δεδικασμένο. Αγωγή για την ίδια έννομη σχέση, στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά, αλλά σε διαφορετική νομική θεμελίωση, δεν εμποδίζεται από το δεδικασμένο και μπορεί να ασκηθεί αλλά ακόμη και αν εγερθεί πριν παρέλθει εξάμηνο από την έγερση της πρώτης η παραγραφή της αξίωσης που ασκείται με αυτή, είτε θεωρηθεί η ίδια με εκείνη της αγωγής που απορρίφθηκε, στηριζόμενη απλώς σε διαφορετική νομική βάση, είτε όχι, δεν έχει διακοπεί με την επίδοση της αρχικής αγωγής, αφού με την απόρριψή της κατ’ουσίαν έχουν εξαλειφθεί τόσο τα δικονομικά, όσο και τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο αποτελέσματά της (ΑΠ 198/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Οι μη ουσιαστικοί λόγοι, στους οποίους γίνεται αναφορά στη διάταξη του άρθρου 263 του ΑΚ, δεν ταυτίζονται με το ουσία βάσιμο ή αβάσιμο. Και η νομική βασιμότητα είναι ουσιαστικός λόγος απόρριψης για την εφαρμογή της 263 ΑΚ. Άλλως, μόνον εάν απορριφθεί η αγωγή για λόγους τυπικούς, που δεν επέτρεψαν την εξέταση της βασιμότητας της αγωγής, η έγερση αυτής δε διακόπτει την παραγραφή. Στην πραγματικότητα η αγωγή θα πρέπει να έχει απορριφθεί για δικονομικούς λόγους, προϋποθέσεις δικονομικές, η παράλειψη των οποίων συνεπάγεται την ακυρότητα ή το απαράδεκτο, για λόγους τυπικούς, που δεν αναφέρονται στο υποστατό της αξίωσης (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, 2η έκδοση, υπό άρθρο 263, σελ. 1430). Περαιτέρω, ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που επικαλείται με την αγωγή του ο ενάγων για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία. Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντιθέτως, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπάρχει, αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση για την εφαρμογή του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 2048/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοσθεί, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος που ασκείται, για να κρίνει νόμιμη την αγωγή ή, αντίθετα, αρκέστηκε σε λιγότερα από εκείνα που απαιτούνται. Η αοριστία, όμως, του δικογράφου της αγωγής μπορεί να μη είναι νομική, αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφό της δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτημά της (ποσοτική αοριστία) ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Στις περιπτώσεις αυτές της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 8 και 14 του ΚΠολΔ, αντίστοιχα (ΑΠ 1701/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου η αοριστία είναι ελάττωμα του δικογράφου και δημιουργεί απαράδεκτο, ενώ το βάσιμο κατά νόμο αφορά την ύπαρξη ή μη του ουσιαστικού δικαιώματος με βάση τα περιστατικά της αγωγής (ΕφΛαρ 26/2004 Αρμ.2004.992). Η απόφαση που απορρίπτει την αγωγή ως μη νόμιμη ή κατ’ουσίαν αβάσιμη ή δέχεται την αγωγή τέμνει το αμφισβητούμενο δίκαιο ως προς το ζήτημα της ύπαρξης ή ανυπαρξίας του ουσιαστικού δικαιώματος του οποίου έγινε επίκληση με την αγωγή και ζητήθηκε η παροχή έννομης προστασίας και έγινε δίκη, δημιουργεί έννομες συνέπειες μεταξύ των διαδίκων. Τέτοιες όμως συνέπειες όσον αφορά το ουσιαστικό ζήτημα (δικαίωμα) δεν δημιουργούνται από τις αποφάσεις με τις οποίες απορρίπτεται η αγωγή, λόγω μη συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων που αναφέρονται στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο (π.χ. ορισμένο αγωγής), Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις δεν ανάγονται στην ουσία του δικαιώματος αλλά στη διαδικασία προς διαπίστωση της ύπαρξης του ουσιαστικού δικαιώματος. Περιορίζονται μόνο στο δικονομικό ζήτημα (ΑΠ 1321/2004 ΕλλΔνη 2005.1435). Μη νόμιμη είναι η αγωγή όταν οι περιεχόμενοι πραγματικοί ισχυρισμοί είναι μεν πλήρεις, πλην και αληθείς υποτιθέμενοι δεν είναι ικανοί να θεμελιώσουν το επίδικο δικαίωμα, ενώ ουσία αβάσιμη είναι η ορισμένη και νόμιμη αγωγή, της οποίας δεν αποδείχθηκαν οι αγωγικοί ισχυρισμοί ή αποδείχθηκαν μεν, αλλά αποδείχθηκε και καταλυτική ένσταση του εναγομένου. Η αόριστη αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, για έλλειψη δηλαδή της διαδικαστικής προϋπόθεσης, την οποία αξιώνει το άρθρο 216 § 1 α του ΚΠολΔ. Το σφάλμα αυτό επιδρά στην έκταση του δεδικασμένου που απορρέει από την απόφαση, καθώς η απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης ισοδυναμεί με κατ’ουσίαν απόρριψη, ενώ η απόρριψη αυτής ως αόριστης γίνεται  για τυπικούς λόγους (ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534). Ειδικότερα, το δεδικασμένο της απόφασης, που απορρίπτει την αγωγή ως νόμω αβάσιμη, όταν δηλαδή τα επικαλούμενα με την αγωγή πραγματικά περιστατικά δεν επάγονται την αιτούμενη με αυτήν (αγωγή) έννομη συνέπεια, είναι ισοδύναμο προς το δεδικασμένο της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη (ΑΠ 1190/1974 ΝοΒ 23.729). Και στις δύο περιπτώσεις το δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο ενάγων δεν έχει το επικαλούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αυτή ακριβώς η διαπίστωση περιβάλλεται με την ισχύ του δεδικασμένου αν η απόφαση είναι ή καταστεί τελεσίδικη (Δ. Κονδύλη, Το δεδικασμένο, 1983, σελ. 218, 219), ενώ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει όταν η αγωγή απορρίπτεται για τυπικό λόγο, ως αόριστη (ΑΠ 648/1991 ΕλλΔνη 32.1236, ΕφΘεσ 796/2008 Αρμ. 2009.904). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 331 και 332 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο, το οποίο, εφόσον πρόκειται για δικαίωμα που έχει ήδη κριθεί μεταξύ των ίδιων προσώπων για το ίδιο αντικείμενο της βασιζόμενης στην ίδια νομική και ιστορική αιτία διαφοράς, δεσμεύει τόσο τους διαδίκους και τα αναφερόμενα στα άρθρα 325 – 329 του αυτού Κώδικα άλλα πρόσωπα όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν εκείνο που έχει ήδη κριθεί. Κατά το άρθρο 324 του ΚΠολΔ, δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείμενο και την αυτή νομική και ιστορική αιτία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δεδικασμένο καλύπτει ως ενιαίο σύνολο ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που αναγνωρίσθηκε), β) τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου, την οποία εφάρμοσε και γ) την ιστορική αιτία, που έγινε δεκτή από την απόφαση, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (ΑΠ 1496/1996 ΕλλΔνη 39.1610). Από την ίδια ως άνω διάταξη προκύπτει επίσης ότι η ενέργεια του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δίκη προϋποθέτει ότι αυτή αναφέρεται στο ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, δηλαδή στο ίδιο νομικό γεγονός το παραγωγικό, τροποποιητικό, καταργητικό ή αποσβεστικό της συγκεκριμένης έννομης σχέσης. Ειδικότερα, ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε κατά την προηγούμενη δίκη και ήταν αναγκαία κατά νόμο για την άρνηση ή την κατάφαση της διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας, είναι τα ίδια που συγκροτούν το πραγματικό εν όλω ή εν μέρει της νομικής διάταξης που πρέπει να εφαρμοστεί στη νέα δίκη (ΑΠ 1198/1997 ΕλλΔνη 40.87, ΑΠ 559/1996 ΕλλΔνη 38.107). Προκειμένου να εξετασθεί αν υφίσταται από προηγηθείσα τελεσίδικη απόφαση δεδικασμένο, το οποίο κωλύει την έρευνα του ήδη με νέα αγωγή φερόμενου προς κρίση, βάσει ορισμένης ιστορικής αιτίας αιτήματος, θα ληφθεί υπόψη η αιτιολογία της πρώτης απόφασης, όσον αφορά την ιστορική αιτία επί της οποίας έκρινε και ο λόγος της απόρριψης (ΟλΑΠ 15/1998 ΕλλΔνη 39.303, ΑΠ 1069/2006 ΕλλΔνη 47.1364). Επομένως, αν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, η τελεσίδικη κρίση του δικαστηρίου δημιουργεί δεδικασμένο ως προς το ουσιαστικό ζήτημα (δικαίωμα) το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 322 του ΚΠολΔ και καταλαμβάνει το δικαίωμα για το οποίο διεξήχθη η δίκη και τη δικαιολογητική σχέση από την οποία απέρρευσε. Καλύπτει συνεπώς το δικαίωμα και τις υποχρεώσεις που κρίθηκαν, δηλαδή τις έννομες σχέσεις, που ως έννομες συνέπειες προέκυψαν από την υπαγωγή ορισμένων περιστατικών στο πραγματικό ορισμένου κανόνα δικαίου. Το δεδικασμένο εκτείνεται και επί του κριθέντος οριστικά δικονομικού ζητήματος. Ως τέτοιο με την έννοια της διάταξης του άρθρου 322 παρ.1 β΄ του ΚΠολΔ νοείται κυρίως η απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, λόγω της έλλειψης μιας ή περισσότερων διαδικαστικών προϋποθέσεων, που αναφέρονται είτε στους διαδίκους είτε στο δικαστήριο είτε στο αντικείμενο της δίκης είτε στο εισαγωγικό έγγραφο της δίκης (ορισμένο της αγωγής). Εξάλλου, η απόφαση που απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, δεν λύει το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι του ουσιαστικού δικαιώματος, του οποίου έγινε επίκληση. Έτσι, το δικαίωμα αυτό εξακολουθεί να είναι νομικά αμφισβητήσιμο και μετά την απόρριψη της αγωγής. Τούτο δε, διότι η δέσμευση από το δεδικασμένο καταλαμβάνει τον συγκεκριμένο λόγο απόρριψης της αγωγής, με την έννοια ότι σε περίπτωση άσκησης νέας όμοιας αγωγής με την προηγούμενη, ήτοι αγωγής που εμφανίζει την ίδια δικονομική έλλειψη, το δικαστήριο θα απορρίψει αυτήν, ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου περί την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, χωρίς να ερευνήσει αν ορθά ή εσφαλμένα έκρινε το προηγούμενο δικαστήριο. Αντίθετα, εφόσον με τη δεύτερη αγωγή συμπληρωθεί η έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο και είναι επιτρεπτή η άσκηση εκ νέου της αγωγής (ΑΠ 85/2018, ΑΠ 817/2013, δημοσιευμένες ΤΝΠ Νόμος). Tέλος, στη δεσμευτική δύναμη του δεδικασμένου, που αναφέρεται στην ουσία της διαφοράς και εκτείνεται σε όλα τα ουσιώδη στοιχεία, είτε έγινε επίκληση είτε παραλείφθηκε η επίκλησή τους, αναγνωρίζονται οι ακόλουθες εξαιρέσεις: α) όταν ο ενάγων στη μεταγενέστερη αγωγή του επικαλείται νέα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συντελέσθηκαν σε χρόνο που ήταν αδύνατη η παραδεκτή προβολή τους στα πλαίσια της προηγούμενης δίκης, και β) όταν ο κρίσιμος χρόνος για τη μεταγενέστερη δίκη διέρρευσε κάτω από νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε κατά το χρόνο που ήταν κρίσιμος στην προηγούμενη δίκη και ενόψει του οποίου επιδικάσθηκε ή όχι η απαίτηση, η οποία ήταν επίμαχη στη δίκη εκείνη, αφού στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει η προϋπόθεση της ταυτότητας, και στις δύο δίκες, του νομικού ζητήματος, δηλαδή της νομικής αιτίας (ΟλΑΠ 34/1992 ΕλλΔνη 33.1450, ΕφΚρ 216/2001 ΝοΒ 50.708).

Στην προκειμένη περίπτωση σχετικά με τους λόγους της ένδικης έφεσης, οι οποίες αφορούν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του επί των προβληθεισών ενστάσεων της εναγομένης και  ήδη εκκαλούσας περί παραγραφής της αγωγικής αξίωσης και απαραδέκτου της αγωγής και κατά το κύριο αίτημά της εξαιτίας του απορρέοντος από την υπ’αριθμ. 89/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου δεδικασμένου, αμφότερες οι οποίες απορρίφθηκαν ρητά και σιγή αντίστοιχα με την εκκαλουμένη οριστική απόφαση, λεκτέα τα εξής: Από την εκτίμηση των κρίσιμων επί των εν λόγω ενστάσεων εγγράφων, που προσκομίζουν αμφότερα τα διάδικα μέρη και ιδίως των ασκηθεισών επί του ιδίου βιοτικού συμβάντος μεταξύ των διαδίκων αγωγών και των εκδοθεισών επ’αυτών αποφάσεων του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και του Αρείου Πάγου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα άσκησε κατά της εναγομένης ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 4.12.2008 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./2008) αγωγή της, που επέδωσε στην αντίδικό της στις 9.12.2008 (βλ. την υπ’αριθμ. ……./9.12.2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών ……………). Με την ανωτέρω αγωγή η ενάγουσα, επικαλούμενη ολική απώλεια του ιδίου με την ένδικη υπόθεση, μεταφερομένου με το πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, φορτίου ξυλείας, συνολικής τιμολογιακής αξίας 2.823.051,33 δολαρίων ΗΠΑ, που η ασφαλισμένη της, σουηδική εταιρεία, πώλησε σε πέντε εταιρείες στην Αίγυπτο και ανέθεσε τη μεταφορά του στην εναγόμενη με σύμβαση διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς, λόγω βύθισης του πλοίου αυτού κατά τη διάρκεια της μεταφοράς στη θάλασσα της Μάγχης, οφειλομένης (της βύθισής του) σε αμέλεια των προστηθέντων της εναγομένης, καθώς και ότι από και με την πληρωμή του ασφαλίσματος, ισόποσου της αξίας των εμπορευμάτων, υποκαταστάθηκε νομίμως, άλλως δυνάμει σύμβασης εκχώρησης, στα δικαιώματα της νόμιμης κομίστριας των σχετικώς εκδοθεισών για τη μεταφορά φορτωτικών και δικαιούχου του φορτίου/ασφαλισμένης της πωλήτριας – φορτώτριας εταιρείας, κατά της εναγομένης εκναυλώτριας, που δεν εκπλήρωσε την αναληφθείσα υποχρέωσή της μεταφοράς του φορτίου στον τόπο προορισμού του, ζήτησε να αναγνωρισθεί (κατά νομότυπο περιορισμό του αρχικώς καταψηφιστικού αιτήματός της) ότι η συμβατικώς ευθυνόμενη εναγόμενη είναι υποχρεωμένη να της καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, προς αποζημίωσή της, κυρίως μεν αυτούσιο το προαναφερθέν ποσό των 2.823.051,33 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως το σε ευρώ ισότιμό του κατά το χρόνο της πληρωμής. Επί της εκδικασθείσας με την τακτική διαδικασία ως άνω αγωγής εκδόθηκε, ερήμην της εναγομένης (λόγω πλασματικής ερημοδικίας της), η υπ’αριθμ.281/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, με το οριστικό σκέλος της και κατ’ εφαρμογή του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, την δέχθηκε ως νόμω, κατά το κύριο αίτημά της, αλλά και ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνωρίζοντας ότι η εναγόμενη όφειλε να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση λόγω της απώλειας του επίδικου φορτίου αυτούσιο το ως άνω συνολικό ποσό δολαρίων ΗΠΑ. Κατά της απόφασης αυτής η εναγόμενη άσκησε την από 27.4.2010 (με αριθμ.εκθ.καταθ. ……/28.4.2010) έφεσή της και ζήτησε την, για νομικά και πραγματικά σφάλματα, εξαφάνισή της, με σκοπό ν’απορριφθεί η αγωγή. Η ανωτέρω εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίσθηκε κατά το οριστικό σκέλος της, κατόπιν παραδοχής της έφεσης της εναγομένης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, με την υπ’αριθμ. 387/2012 οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου και ακολούθως, αφού κρατήθηκε και δικάσθηκε εξαρχής η υπόθεση, έγινε δεκτή η αγωγή ως νόμω, αλλά και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο ποσό δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής αυτής και μέχρι την εξόφληση. Η απόφαση αυτή ακολούθως αναιρέθηκε με την υπ’ αριθμ. 686/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, που δέχθηκε σχετική αίτηση της καλούσας – εκκαλούσας – εναγομένης και αναίρεσε την προσβληθείσα απόφαση, καθώς έκρινε ότι «η ένδικη αξίωση δεν συνιστά έγκυρη συμβατική οφειλή σε ξένο νόμισμα από διεθνή συναλλαγή, αλλά πρόκειται για καθ’υποκατάσταση της ασφαλίστριας εκ του νόμου και με βάση σύμβαση εκχώρησης στη αξίωση αποζημίωσης κατά της εκναυλώτριας, λόγω μη εκπλήρωσης υπ’ αυτής της αρχικής παροχής, ήτοι της θαλάσσιας μεταφοράς του φορτίου στον τόπο προορισμού, εξαιτίας της βύθισης του πλοίου από αμέλεια των προστηθέντων της και της απώλειάς του, της δικαιούχου αυτού, ως νόμιμης κομίστριας των σχετικώς εκδοθεισών για τη μεταφορά του φορτίου φορτωτικών, πωλήτριας αυτών, το μέγεθος της οποίας συγκεκριμενοποιείται με βάση την εκφραζόμενη σε αλλοδαπό νόμισμα συνήθη αξία αυτών, στον τόπο προορισμού κατά το χρόνο έναρξης της εκφόρτωσης, το οποίο παραμένει περαιτέρω αμετάβλητο και, εφόσον, όπως δεν αμφισβητείται, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και επιδιώκεται στην Ελλάδα, έστω και με αναγνωριστική αγωγή, για τη νομιμότητα της αγωγής αυτής έπρεπε να ζητηθεί το ισάξιο του αλλοδαπού νομίσματος σε ημεδαπό νόμισμα στον τόπο προορισμού και κατά το χρόνο έναρξης της εκφόρτωσης του φορτίου και  όχι αυτούσιο το αλλοδαπό νόμισμα» παρέπεμψε την ένδικη υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο κατ’ άρθρο 580 § 3 του ΚΠολΔ. Στη συνέχεια η ανωτέρω έφεση επανήλθε προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με την από 22.7.2015 (με αριθμ.εκθ.καταθ……/22.7.2015) κλήση της εφεσίβλητης, εκδοθείσης στη συνέχεια επί της υπόθεσης της υπ’αριθμ.89/2017 απόφασης, με την οποία, αφού έγινε δεκτή η έφεση ως ουσιαστικώς βάσιμη με βάση τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη πρωτόδικη απόφαση κατά το πληττόμενο οριστικό σκέλος της και κρατήθηκε και αναδικάσθηκε η υπόθεση, έγινε δεκτό ότι η αγωγή δεν ήταν νόμιμη κατά το κύριο αίτημά της, όπως κρίθηκε ήδη με δεσμευτική για το ανωτέρω Δικαστήριο, που επιλήφθηκε της ιδίας υπόθεσης, δύναμη, από την προαναφερθείσα αναιρετική απόφαση. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι και κατά το περί επιδίκασης του κατά το χρόνο της πληρωμής ισόποσου σε ευρώ των δύο εκατομμυρίων οκτακοσίων είκοσι τριών χιλιάδων πενήντα ενός δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα τριών σεντς (2.823.051,33 $) επικουρικό αίτημά της η αγωγή αυτή κρίνεται ομοίως νομικά αβάσιμη, δεδομένου ότι κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της αποκαταστατέας αξίας δεν ήταν, κατά τα προαναφερθέντα, ο της πληρωμής της αποζημίωσης, αλλά ο χρόνος, κατά τον οποίο το φορτίο έπρεπε να εκφορτωθεί στο λιμένα του προορισμού του, δηλαδή η 23η.1.2008, αφού κατά το χρόνο εκείνο καθορίσθηκε το ακριβές μέγεθος της αποζημίωσης για την ολική απώλεια του επίδικου φορτίου, που συγκεκριμενοποιήθηκε με βάση την συνήθη αξία των μεταφερομένων πραγμάτων και παρέμεινε έκτοτε αμετάβλητο, με την επισήμανση ότι δυνατότητα του ως άνω Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριεχόταν, εμμέσως ή σιωπηρώς, το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας κατά το χρόνο της εκφόρτωσης του επίδικου φορτίου – υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ’ άρθρο 223 εδαφ. β΄του ΚΠολΔ  – θα υπήρχε μόνον αν ήταν δεδομένο ότι κατά το χρόνο εκείνο η έναντι του ευρώ αξία του δολαρίου ΗΠΑ ήταν πράγματι μικρότερη εκείνης του χρόνου της πραγματικής πληρωμής της αποζημίωσης, πράγμα, όμως, αβέβαιο δεδομένου ότι ο χρόνος αυτός ήταν σε σχέση με τη δικαστική του κρίση μελλοντικός. Επομένως, με την ανωτέρω απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή ως προς αμφότερα τα αιτήματά της ως νομικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα – εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 27.7.2017 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.343/2019 απόφαση του Α2΄Πολιτικού Τμήματος, που απέρριψε αυτήν. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, η απόρριψη της ανωτέρω αγωγής ως νομικά αβάσιμης, τόσο κατά το κύριο, όσο και κατά το επικουρικό της αίτημα, κατέστη αμετάκλητη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό η εναγόμενη της κρινόμενης αγωγής, προς αντίκρουσή της, παραδεκτά προέβαλε ένσταση παραγραφής της αγωγικής αξίωσης, επικαλούμενη για την κατά νόμο θεμελίωσή της ότι από το χρόνο της συμφωνηθείσης και αναμενόμενης εκφόρτωσης (23.1.2008) του απωλεσθέντος φορτίου και μέχρι την άσκηση της αγωγής αυτής στις 26.7.2017, συμπληρώθηκε η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.6 εδαφ.δ΄ των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ ενιαύσια παραγραφή. Η ανωτέρω ένσταση απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος αυτής, που αφορά στην αγωγική αξίωση επιδίκασης αποζημίωσης για την απώλεια του φορτίου, το οποίο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, φορτώθηκε επί του καταστρώματος του πλοίου, με βάση σχετική συμφωνία μεταξύ της ασφαλισμένης της ενάγουσας πωλήτριας των εμπορευμάτων, φορτώτριας και ναυλώτριας και της εναγομένης εκναυλώτριας και θαλάσσιας μεταφορέως, που περιλήφθηκε στις εκδοθείσες για τη συγκεκριμένη μεταφορά φορτωτικές, ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι η εν λόγω αξίωση, η οποία εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των Κανόνων Χάγης Βίσμπυ, υπόκειται, σύμφωνα με το εν προκειμένω εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 περ.4 του ΚΙΝΔ, πλην όμως σχετικός περί παραγραφής ισχυρισμός με βάση την ανωτέρω διάταξη του ΚΙΝΔ δεν προβλήθηκε από την εναγόμενη, ενώ κατά το μέρος, που αφορά στην αξίωση της ενάγουσας περί επιδίκασης αποζημίωσης λόγω της ολικής απώλειας του φορτίου, που φορτώθηκε στα κύτη του βυθισθέντος πλοίου, ως προς το οποίο κρίθηκε νόμιμη, στηριζόμενη στην ως άνω διάταξη των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ, απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, διότι έγινε δεκτή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας η αντένσταση της ενάγουσας περί διακοπής της παραγραφής της αξίωσής της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 του ΑΚ εδαφ.β΄, η οποία προβλήθηκε καθ’υποφοράν με το δικόγραφο της αγωγής της, καθώς και με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της. Ειδικότερα, κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του ότι η ανωτέρω παραγραφή της αγωγικής αξίωσης θεωρείται διακοπείσα από την προηγούμενη από 4.12.2008 αγωγή μεταξύ των ιδίων διαδίκων, η οποία ασκήθηκε στις 9.12.2008, ήτοι εντός έτους από την αναμενόμενη εκφόρτωση των απωλεσθέντων λόγω της βύθισης του πλοίου με το οποίο μεταφέρονταν εμπορευμάτων (στις 23.1.2018) και απορρίφθηκε τελεσίδικα για λόγο μη ουσιαστικό, που αφορούσε στη διατύπωση του αιτήματός της, χωρίς δηλαδή να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα της ίδιας της αξίωσης, διότι η ένδικη αγωγή, που συνιστά επανέγερση της προηγούμενης, λόγω της ταυτότητας της ιστορικής και της νομικής τους βάσης, ασκήθηκε εντός έξι μηνών από την τελεσιδικία της πρώτης. Επί της πρωτόδικης αυτής κρίσης λεκτέα τα κάτωθι: Η προβληθείσα από την εναγόμενη με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό προτάσεις της ένσταση παραγραφής και κατά το σκέλος αυτής, που αφορά στην αγωγική αξίωση αποζημίωσης λόγω της ολικής απώλειας του φορτίου, που είχε φορτωθεί και μεταφερόταν στο κατάστρωμα του πλοίου, ως προς την οποία (αξίωση) ορθά έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση ότι εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ και ότι επ’αυτής τυγχάνει εφαρμοστέο το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται ειδικά από την εκκαλούσα – εναγόμενη με την έφεσή της και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης, με αποτέλεσμα να υπόκειται στην προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 289 περ.4 του ΚΙΝΔ ενιαύσια παραγραφή, η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 291 του ιδίου Κώδικα άρχεται από το τέλος του έτους κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία της αξίωσης, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 251 του ΑΚ, που προβλέπει ότι η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η σχετική αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις ανωτέρω διατάξεις, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 14 παρ.5 του ν.2496/1997 και περαιτέρω ερευνητέα τυγχάνει κατ’ουσίαν. Και τούτο διότι εκτίθενται από την εναγόμενη στις προτάσεις της όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται για την κατά νόμο θεμελίωση της ένστασης αυτής και επάγονται την επικαλούμενη έννομη συνέπεια, τα οποία επίσης αναφέρθηκαν αναλυτικά στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, επιπροσθέτως δε έχει περιληφθεί και αυτοτελές αίτημα απόρριψης της αγωγής για το λόγο αυτό, χωρίς να απαιτείται μνεία της συγκεκριμένης διάταξης νόμου, που την προβλέπει, καθώς αρκεί η παράθεση των αναγκαίων στοιχείων, που συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, η υπαγωγή των οποίων σ’αυτό αποτελεί έργο του δικαστηρίου και όχι του ενιστάμενου διαδίκου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω ένσταση κατά το σκέλος αυτό ως μη νόμιμη, εσφαλμένα τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εκκαλούσα με το σχετικό λόγο της έφεσής της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση η παραγραφή της ένδικης αξίωσης αποζημίωσης της ενάγουσας, που άρχισε να διαδράμει, όσον αφορά την ολική απώλεια των φορτωθέντων στα κύτη του πλοίου εμπορευμάτων στις 24.1.2008, επομένη της συμφωνηθείσας ημερομηνίας εκφόρτωσης του μεταφερομένου φορτίου στο λιμένα προορισμού του (23.1.2008), όπως αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο και δεν αμφισβητήθηκε από την εναγόμενη, ενώ όσον αφορά την ολική απώλεια του μέρους του φορτίου, που φορτώθηκε στο κατάστρωμα, την 1η.1.2009, ήτοι την επομένη ημέρα του τέλους του έτους της αφετηρίας της αξίωσης, συμπληρώθηκε σε αμφότερες τις περιπτώσεις μετά την πάροδο ενός έτους, χωρίς να λάβει χώρα στο μεσοδιάστημα κάποιο διακοπτικό της αρξάμενης παραγραφής γεγονός, καθώς η άσκηση της κρινόμενης αγωγής συντελέσθηκε με την επίδοσή της στην εναγόμενη στις 26.7.2017, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου αντιγράφου της αγωγής του Δικαστικού Επιμελητή ……… Η προβληθείσα αντένσταση της ενάγουσας, σύμφωνα με την οποία η ανωτέρω παραγραφή θα πρέπει να θεωρηθεί διακοπείσα από την άσκηση της προηγούμενης από 4.12.2008 αγωγής μεταξύ των ιδίων διαδίκων, που συντελέσθηκε στις 8.12.2008, δηλαδή προ της παρόδου έτους από το εναρκτήριο χρονικό σημείο της παραγραφής, διότι η αγωγή αυτή απορρίφθηκε τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς και η κρινόμενη αγωγή, που ουσιαστικά συνιστά επανέγερση της πρώτης, λόγω της ταυτότητας της με αυτές καταγομένης προς κρίση αξίωσης, ασκήθηκε εντός έξι μηνών από την τελεσιδικία της πρώτης (ήτοι από την έκδοση της υπ’αριθμ.89/2017 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου), με αποτέλεσμα να μην έχει συμπληρωθεί, θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, διότι δε συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 263 εδαφ.β΄του ΑΚ. Συγκεκριμένα η προηγούμενη αγωγή από 4.12.2008 μεταξύ των ιδίων διαδίκων με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, απορρίφθηκε (αμετάκλητα πλέον) ως νόμω αβάσιμη κατά αμφότερα τα αιτήματά της κύριο και επικουρικό. Συγκεκριμένα ζητήθηκε με την αγωγή αυτή να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση λόγω της εξ αμελείας των προστηθέντων της εναγομένης προκληθείσης ολικής απώλειας των μεταφερομένων με το πλοίο της τελευταίας εμπορευμάτων της ασφαλισμένης της ενάγουσας, φορτώτριας και ναυλώτριας αυτών, συνιστάμενη ειδικότερα στη συνήθη αξία του απωλεσθέντος φορτίου στον τόπο προορισμού του κατά το χρόνο έναρξης της εκφόρτωσης και εκφραζόμενη σε αλλοδαπό νόμισμα (δολάρια ΗΠΑ), κυρίως μεν το ως άνω ποσό σε αυτούσιο το αλλοδαπό νόμισμα, άλλως επικουρικώς να της καταβάλει το σε ευρώ ισόποσο με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά  το χρόνο της πληρωμής, ενώ θα έπρεπε για τη νομιμότητα της αγωγής να ζητηθεί το ισάξιο του αλλοδαπού νομίσματος σε ημεδαπό, πλην όμως κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, καθώς, όπως έγινε αμετάκλητα δεκτό, κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της αποκαταστατέας αξίας δεν είναι ο της πληρωμής της αποζημίωσης, αλλά ο χρόνος κατά τον οποίο το φορτίο έπρεπε να εκφορτωθεί στο λιμένα του προορισμού του, δηλαδή η 23η.1.2008, αφού κατά το χρόνο εκείνο καθορίσθηκε το ακριβές μέγεθος της αποζημίωσης για την ολική απώλεια του επίδικου φορτίου, που συγκεκριμενοποιήθηκε με βάση την συνήθη αξία των μεταφερομένων πραγμάτων και παρέμεινε έκτοτε αμετάβλητο. Η απόρριψη αυτή όμως, σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα άποψη στη θεωρία και τη νομολογία, θεωρείται απόρριψη για ουσιαστικούς λόγους και όχι για μη ουσιαστικούς, όπως προϋποθέτει η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, την οποία επικαλείται η ενάγουσα και σε σχέση με την οποία η νομική αβασιμότητα έχει παγίως κριθεί ότι συνιστά ουσιαστικό λόγο απόρριψης, κατά τα αναλυτικά προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης.  Ειδικότερα δεν πρόκειται για απόρριψη για τυπικό λόγο και δη για ελάττωμα αναγόμενο στον τρόπο εκφοράς του αιτήματος της αγωγής, που απλώς διατυπώθηκε εσφαλμένα και δη σε αλλοδαπό νόμισμα, άλλως σε ημεδαπό υπολογιζόμενο με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του χρόνου της πληρωμής, αφού, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται η ενάγουσα, με βάση τους αγωγικούς ισχυρισμούς, υφίσταται γεγεννημένη αξίωσή της, δηλαδή τα στην ιστορική βάση της αγωγής της εκτιθέμενα πραγματικά γεγονότα είναι επαρκή και κατάλληλα να θεμελιώσουν την επίδικη αξίωση, της οποίας μόνον το ύψος προσδιορίσθηκε εσφαλμένα στο αίτημα, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η επάνοδός της με νέα αγωγή απαλλαγμένη από το ελάττωμα αυτό, κατόπιν διόρθωσης του εμφιλοχωρήσαντος σφάλματος του αιτήματος, που δεν προσκρούει στο δεδικασμένο της προηγούμενης αγωγής και εφόσον ασκήθηκε εντός εξαμήνου από την τελεσίδικη απόρριψη, συνεπάγεται διακοπή της παραγραφής της επίδικης αξίωσης με την πρώτη αγωγή, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 263 εδαφ.β΄του ΑΚ, αλλά για λόγο ουσιαστικό, αναγόμενο στη νομική βασιμότητα της ένδικης απαίτησης, η οποία εξ ορισμού περιλαμβάνει και συγκεκριμένο αίτημα ως προσδιοριστικό της στοιχείο, που την οριοθετεί και την εξατομικεύει (άλλωστε το αίτημα συνιστά και αναγκαίο ελάχιστο περιεχόμενο της αγωγής, με την οποία κατάγεται  προς κρίση η απαίτηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 στοιχ. γ΄του ΚΠολΔ) και δε νοείται διαχωρισμός τους. Και τούτο διότι το Δικαστήριο υπεισήλθε εν προκειμένω στην έρευνα του υποστατού της ουσιαστικής αξίωσης της ενάγουσας, όπως διατυπώθηκε στο αγωγικό δικόγραφο με τα συγκεκριμένα αιτήματα και έκρινε ότι τέτοια αξίωση αποζημίωσης διεπόμενη από το ελληνικό δίκαιο και επιδιωκόμενη στην Ελλάδα με αναγνωριστική αγωγή λόγω ολικής απώλειας του μεταφερομένου με πλοίο φορτίου σε αλλοδαπό νόμισμα ή στο αντίστοιχο ποσό του αλλοδαπού νομίσματος με βάση τη μεταξύ τους ισοτιμία κατά το χρόνο της πληρωμής) δεν υπάρχει, εξ αυτού δε του λόγου και απέρριψε στη συνέχεια την αγωγή ως νόμω αβάσιμη κατά αμφότερα τα αιτήματά της, δεχόμενο δηλαδή ότι τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά δεν επάγονται την αιτούμενη έννομη συνέπεια με βάση κάποιο κανόνα του εφαρμοστέου ελληνικού ουσιαστικού δικαίου και όχι για λόγο νομικής αοριστίας, όπως η έννοια αυτής προσδιορίσθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ή για άλλο τυπικό λόγο εξ αυτών οι οποίοι, κατά βασική δικονομική αρχή ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση αυτής, αλλά λόγω ανυπαρξίας του επικαλούμενου ουσιαστικού δικαιώματος της ενάγουσας. Δεδομένου δε ότι, όπως επίσης προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, η τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο συνεπάγεται δυνατότητα του ενάγοντος να επανέλθει με νέα αγωγή, καθόσον στην περίπτωση αυτή είναι αντικειμενικώς δυνατόν με τη νέα αγωγή να διορθωθεί το τυπικό σφάλμα της απορριφθείσας προηγούμενης αγωγής, οπότε η νέα αγωγή δεν προσκρούει στο δεδικασμένο της προηγούμενης, που καλύπτει μόνον το τελεσίδικα κριθέν δικονομικό ζήτημα και η παραγραφή της αξίωσης, το υποστατό της οποίας δεν ερευνήθηκε από το δικαστήριο κατά την εκδίκαση της πρώτης αγωγής και η οποία επανεγείρεται με τη δεύτερη αγωγή (εφόσον αυτή ασκηθεί με το ίδιο αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία εντός έξι μηνών από την τελεσιδικία της πρώτης), θεωρείται διακοπείσα από την άσκηση της πρώτης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 του ΑΚ, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην κρινόμενη περίπτωση η αμετάκλητη πλέον απόρριψη της πρώτης αγωγής ως νομικά αβάσιμης με την υπ’αριθμ.89/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία ουσιαστικά κρίθηκε ότι τα επικαλούμενα από την ενάγουσα πραγματικά περιστατικά δεν επάγονται την αιτούμενη έννομη συνέπεια και η η οποία τέμνει το αμφισβητούμενο δίκαιο ως προς το ζήτημα της ύπαρξης ή ανυπαρξίας του ουσιαστικού δικαιώματος, του οποίου έγινε επίκληση με την αγωγή αυτή και για το οποίο ζητήθηκε από την ενάγουσα η παροχή έννομης προστασίας, παράγει δεδικασμένο, το οποίο είναι, κατά την απολύτως κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, ισοδύναμο προς το δεδικασμένο της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη καθώς και στις δύο περιπτώσεις το δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο ενάγων δεν έχει το επικαλούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα (ενώ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει όταν η αγωγή απορρίπτεται για τυπικό λόγο) και στο οποίο προσκρούει η άσκηση της δεύτερης αγωγής, με αποτέλεσμα να μη μπορεί εκ των πραγμάτων να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 263 εδαφ.β΄του ΑΚ, διότι η ενάγουσα σε κάθε περίπτωση εμποδίζεται εξ αυτού του λόγου να επανέλθει με νέα αγωγή για το δικαίωμά της αυτό που καλύπτεται από το δεδικασμένο και το δικαστήριο να το επανακρίνει, πλην των εξαιρέσεων που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, που όμως δε συντρέχουν εν προκειμένω. Συνεπώς, εφόσον μη ουσιαστικοί λόγοι, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του ΑΚ, θεωρούνται όλοι αυτοί που δεν αποκλείουν την επάνοδο του ενάγοντος με άλλη αγωγή διορθωμένη ως προς το τυπικό σφάλμα που παρεισέφρησε, για το οποίο και η αγωγή αυτή απορρίφθηκε, εν προκειμένω η απόρριψη της πρώτης αγωγής της ενάγουσας ως νομικά αβάσιμης συνιστά απόρριψη για ουσιαστικό λόγο (και όχι για τυπικό λόγο, αναγόμενο σε κατά νόμο ελαττωματικότητα του συγκεκριμένου αιτήματος ως προς τον τρόπο διατύπωσης και υποβολής του), που αποκλείει την επανέγερση αυτής, επιπροσθέτως δε και εξαιτίας του απορρέοντος από την τελεσίδικη απορριπτική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου δεδικασμένου. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι κατόπιν της τελεσίδικης απόρριψης της πρώτης αγωγής ως νομικά αβάσιμης, αφενός μεν η ενάγουσα κωλύεται να επανέλθει με νέα αγωγή λόγω του δεδικασμένου, αφετέρου δε και σε κάθε περίπτωση αίρονται όλες οι συνέπειες τόσο της κατάθεσης, όσο και της επίδοσης της προηγούμενης αγωγής, επομένως και η διακοπή – διά της άσκησής της – της παραγραφής, αφού δεν είναι νοητή διακοπή παραγραφής ανύπαρκτης, όπως τελεσιδίκως κρίθηκε, αξίωσης, με αποτέλεσμα η προβληθείσα αντένσταση της ενάγουσας περί διακοπής της παραγραφής της αξίωσής της, που ασκείται με την ένδικη αγωγή, με την άσκηση της προηγούμενης αγωγής της και με την έκδοση τελεσίδικης απ’αυτής απόφασης, με βάση τη διάταξη του άρθρου 261 παρ.1 του ΑΚ, απορριπτέα να τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, η ενάγουσα προέβαλε αντένσταση περί καταχρηστικής προβολής από την εναγόμενη της ένστασης παραγραφής της αγωγικής αξίωσης, σύμφωνα με την οποία η καταχρηστικότητα έγκειται ειδικότερα στο γεγονός της άσκησης της αγωγής ήδη από το έτος 2008, οπότε και η εναγόμενη έλαβε γνώση της εκ μέρους της διεκδίκησης της επίδικης αξίωσης, στο ότι η ίδια η εναγόμενη συνέβαλε με σειρά δικαστικών της ενεργειών και με την άσκηση τακτικών και έκτακτων ένδικων μέσων στο να διαρκέσει η πρώτη δίκη 9 έτη, στο ότι η πρώτη αγωγή απορρίφθηκε για τυπικό λόγο, άνευ διάγνωσης της αξίωσης, στο ότι η ενάγουσα ασκεί εν προκειμένω αναγωγικό δικαίωμα για την αποκατάσταση της ζημίας της ως ασφαλιστική εταιρεία κατόπιν καταβολής του ασφαλίσματος στην ασφαλισμένη της, δικαιούχο της αξίωσης για την ολική απώλεια του φορτίου, καθώς και στο ότι η παραδοχή της ένστασης παραγραφής θα καταστήσει την αντίδικό της πλουσιότερη, άνευ δικής της (της ενάγουσας) αδράνειας. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα ο ως άνω ισχυρισμός της ενάγουσας απορριπτέος τυγχάνει ως μη νόμιμος, διότι τα ανωτέρω επικαλούμενα για την κατά νόμο θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθούν αληθή, δεν καθιστούν την εκ μέρους της εναγομένης προβολή της ένστασης παραγραφής της αγωγικής αξίωσης προδήλως υπερβαίνουσα τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματός της, με τις επιπρόσθετες επισημάνσεις ότι, ναι μεν η απαγόρευση από το νόμο (άρθρο 281 του ΑΚ) της καταχρηστικότητας στη συμπεριφορά των κοινωνών του δικαίου αντιτάσσεται και κατά του δικαιώματος του εναγομένου προς πρόταση της ένστασης παραγραφής, η προβολή όμως της καταχρηστικότητας αυτής επιτρέπεται μόνον υπό ειδικές συνθήκες (ΑΠ 1207/1979, ΝοΒ 1980.701, ΕφΠειρ 928/1994 ΕλλΔνη 1996.377) και, συγκεκριμένα, όταν από τις προηγούμενες της επέλευσης της παραγραφής υπαίτιες ενέργειες του εναγόμενου οφειλέτη δημιουργήθηκε κατάσταση τέτοια, που είχε ως συνέπεια τη δικαιολογημένη αποτροπή του ενάγοντος από την έγκαιρη άσκηση των αξιώσεων του, όπως όμως δε συμβαίνει εν προκειμένω, και ότι και μετά την συμπλήρωση της παραγραφής, η οφειλή δεν αποσβέννυται και ο υπόχρεος εξακολουθεί να οφείλει, μάλιστα καταβάλλοντας δεν καταβάλλει αχρεωστήτως και, συνεπώς, δεν εφαρμόζονται οι περί αναζήτησης αχρεωστήτου διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, διότι δεν υπάρχει αχρεώστητο, η δε  μετά την παραγραφή εκπλήρωση της αξίωσης αποτελεί εκπλήρωση υφισταμένης ενοχής του δίδοντος, έστω και αν αυτός διατελεί εν αγνοία της συμπληρωθείσης παραγραφής, όπερ ισχύει και επί εκπλήρωσης αξίωσης, για την οποία εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αξίωση ως παραγεγραμμένη (ΕφΑθ 888/2002 ΕλλΔνη 2004.248). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη την ένσταση παραγραφής της αγωγικής αξίωσης, που παραδεκτά προέβαλε η εναγομένη, κατόπιν παραδοχής και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας της αντένστασης διακοπής της παραγραφής, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 263 του ΑΚ και σιγή απέρριψε την ένσταση περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω δεδικασμένου και κατά το κύριο αίτημά της, εσφαλμένα τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εκκαλούσα με τους υποστηρίζοντες τα ανωτέρω σχετικούς λόγους της έφεσής της. Πρέπει, επομένως, ενόψει τούτων, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και ως κατ’ουσίαν βάσιμη (η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής, καθώς και των λόγων του δικογράφου των προσθέτων λόγων έφεσης παρέλκει, έχοντας πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου) και, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και κρατηθεί και ερευνηθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, διότι η αξίωση της ενάγουσας έχει υποπέσει σε παραγραφή. Λόγω δε της παραδοχής της έφεσης και κατ’ουσίαν πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα – εναγόμενη του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου (άρθρο 495 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, η δικαστική δαπάνη της εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε απ’αυτήν σχετικό αίτημα με τα ως άνω δικόγραφα, θα επιβληθεί σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης αναφερόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 12.11.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../12.11.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……../31.5.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και β) το από 14.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./14.2.2022) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης της εκκαλούσας κατά της υπ’αριθμ. 2154/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αμφότερα αυτά και κατ’ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος  παραβόλου του ένδικου μέσου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και συνεκδικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 25.7.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./25.7.2017) αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ως άνω αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη της εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 15 Σεπτεμβρίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής λόγω προαγωγης

και αναχωρήσεως, η Πρόεδρος

Εφετών, Θεώνη Μπούρη

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 2 Μαΐου 2023, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Προεδρεύουσας Εφέτη, Χαρίκλειας Σαραμαντή, αποτελούμενη από τους Δικαστές  Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών,   Μαρία Δανιήλ και Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτες και με Γραμματέα την Κ.Σ, χωρίς δε την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ