Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 237/2023

Αριθμός   237/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2o

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη -Εισηγήτρια (κωλυομένων των Προέδρων Εφετών και των αρχαιότερών της Εφετών), Ελευθέριο Γεωργίλη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτες και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την  ……….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Παναγιώτη Γραμματικόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία του δικηγορο Ευτυχία Τριβυζά (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η καλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  20.7.2008 (αριθμ εκθ καταθ. …./2009) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1239/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο εναγόμενος και ήδη καθ΄ου η κλήση-εκκαλών 24.6.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. στο Πρωτοδικείο  …/2014, ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Εφετείο ……./2015) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 17η.3.2016, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής. Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 25.7.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018) κλήση της καλούσας-εφεσίβλητης, ορίσθηκε νέα δικάσιμος η 7η.3.2019.

Με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 9.1.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) κλήση της καλούσας-εφεσίβλητης  ορίσθηκε νέα δικάσιμος για την συζήτηση της προκειμένης υπόθεσης η 24η.10.2019, μετά δε από διαδοχικές αναβολές, η δικάσιμος της 19ης.11.2020 και η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 09.01.2019 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2019) κλήση της καλούσας – εφεσίβλητης η από 24.6.2014 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Πρωτ. …/2014 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης Εφετείου ……/2015) έφεση  η συζήτηση της οποίας είχε προσδιοριστεί για τη δικάσιμό της 24.10.2019, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 19.11.2020,  οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, λόγω του μέτρου της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων στα πλαίσια προστασίας από τον covid-19  για το χρονικό διάστημα από 7-11-2021 μέχρι 30.11.2021 (ΦΕΚ  τ.Β 4899/6.11.2020 Αριθ. Δ1Α/ΓΠ.ΟΙΚ.71342).

Η υπό κρίση από 24.6.2014 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης πρωτ. …../2014 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης εφετείου ……/2015) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1239/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν  η από 20.7.2008 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2009  αγωγή της ενάγουσας  και ήδη εφεσιβλήτου κατά του  εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 ΚΠοΛΔ). Αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.),  δεδομένου ότι κατά την κατάθεση της έφεσης έχει καταβληθεί το προβλεπόμενo από τη διάταξη του άρθρου 492 Α εδ. γ του ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου (αριθμός … παράβολο Δημοσίου, Σειρά Α, ποσού 50 ευρώ,  αριθμός … παράβολο Δημοσίου, Σειρά Α, ποσού 10 ευρώ, αριθμός … παράβολο Δημοσίου, Σειρά Α, ποσού 10 ευρώ, …. παράβολο Τ.Α.Χ.Δ.Ι.Κ, Σειρά Α ποσού 60 ευρώ, ….., Παράβολο Τ.ΑΧ.Δ.Ι.Κ  Σειρά Α, ποσού 60 ευρώ).  Πρέπει, επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠΟΛΔ.

Στη διάταξη του άρθρου 937 του ΑΚ ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε, όμως, περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης. Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται, και η κατά το άρθρο 932 του ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Εξάλλου στην περίπτωση που μία αδικοπραξία αποτελεί συνάμα και κολάσιμη πράξη, η τυχόν μακρότερη παραγραφή του ποινικού νόμου ισχύει και για την αξίωση αποζημιώσεως (ΑΠ 374/2001,  ΕφΔωδ 31/2019, ΕφΑθ (Μον) 76/2017). Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, αναλόγως, ποινική παραγραφή όπως αυτή ως προς τη διάρκειά της καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή σε διάταξη άλλου, ειδικού, ποινικού νόμου, η οποία προκειμένου περί πλημμελημάτων, που εν προκειμένω ενδιαφέρει, ανέρχεται σε πέντε (5) έτη και σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ (ΟλΑΠ 21/2003). Συνεπώς, αν η αδικοπραξία τιμωρούμενη και ποινικώς (π.χ. ανθρωποκτονία από πρόθεση, ΠΚ 299) υπόκειται σε 20 ετή ή 15ετή παραγραφή κατά το άρθρο 111 του ΠΚ, τότε θα υπόκειται στη μακρότερη τελευταία παραγραφή και η αξίωση αποζημιώσεως και όχι στην πενταετή του άρθρου 937 του ΑΚ. Αν η αδικοπραξία φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος που υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, κατά το άρθρο 111 παρ. 3 του ΠΚ, που αρχίζει κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, από τότε που ο υπαίτιος ενήργησε, τότε δεν εφαρμόζεται η τελευταία αυτή παραγραφή, γιατί δεν θεωρείται μακρότερη. Μακρότερη δεν θεωρείται η ποινική επί πλημμελήματος παραγραφή σε σύγκριση με την ΑΚ 937 εκ του λόγου ότι η ποινική παραγραφή, συντρεχουσών των όρων του νόμου, με την αναστολή επί πλημμελήματος των (3) ετών του άρθρου 113 παρ. 3 του ΠΚ καθίσταται οκταετής. Τούτο γιατί το αν η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη προκύπτει από τη γενική ρύθμιση του άρθρου 111 του ΠΚ, στην οποία και μόνο παραπέμπει η ΑΚ 937 κατά το αληθές πνεύμα της (ΑΠ 374/2001, ΕφΔωδ 31/2019, ΕφΛαρ 183/2003, ΕφΑθ (Μον) 76/2017). Ακόμη, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 261 εδ. α΄του ΑΚ και 221 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής-τέτοια δε αποτελεί και η κατά την ποινική διαδικασία νόμιμη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ (Ποιν) 670/2015 , ΑΠ (Ποιν) 617/2010).  Κατά τη διάταξη του άρθρου 268 Α.Κ., ‘’Κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή’’, αλλά η νέα αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου την ύπαρξη αξίωσης, που δεν έχει ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή. (Α.Π 317/2013, Α.Π 235/2011, Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει σαφώς ότι η επιδικαζόμενη από το ποινικό δικαστήριο χρηματική ικανοποίηση είναι αυτή η ίδια την οποία προβλέπει το άρθρο 932 ΑΚ λόγω ηθικής βλάβης (Αννα Ψαρούδα – Μπενάκη Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη 1982 σελ. 169 επ. ιδίως 177), η επιδίκαση της οποίας από το ποινικό δικαστήριο καθιστά απαράδεκτη την εκ νέου επιδίωξη όμοιας κατά του αυτού προσώπου ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου λόγω του δεδικασμένου, το οποίο δημιουργείται από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου (Κονδύλης, Το δεδικασμένο, 1983 σελ. 72). Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις και το συνδυασμό τους προς εκείνη του άρθρου 82 του ίδιου ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η δεσμευτικότητα της αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου κατά το περί της πολιτικής αγωγής μέρος της κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ, αφού το ποινικό δικαστήριο, όταν δικάζει τις αξιώσεις της πολιτικής αγωγής, δικάζει ως πολιτικό δικαστήριο. Από τις περί δεδικασμένου διατάξεις των άρθρων 321-324 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η παραδοχή, με τελεσίδικη απόφαση, της αγωγής δια της οποίας ο ενάγων ζήτησε όχι ολόκληρη την απαίτησή του αλλά μέρος αυτής, δεν αποτελεί δεδικασμένο για το υπόλοιπο, του οποίου, επομένως η επιδίωξη με νέα αγωγή δεν εμποδίζεται από το δεδικασμένο της προηγούμενης (ΑΠ 1475/1996 Δ28. 466, ΑΠ 218/1975 ΝοΒ 23- 1040, ΑΠ 891/1973 ΝοΒ 22.365, Κονδύλης ο.π. σελ. 228 επ.). Εκ τούτων παρέπεται ότι αν ο παθών από αξιόποινη πράξη παρέστη ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου και ζήτησε ορισμένο χρηματικό ποσόν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με την επιφύλαξη να επιδιώξει μεγαλύτερο τέτοιο ποσόν από το πολιτικό δικαστήριο, δεν κωλύεται να προσφύγει μεταγενεστέρως στο πολιτικό δικαστήριο για την επιδίωξη συμπληρωματικού ποσού χρηματικής ικανοποιήσεως, εφόσον όμως το ποινικό δικαστήριο επιδίκασε ολόκληρο το αιτηθέν μικρότερο ποσόν. Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή η αξίωση του παθόντος κρίθηκε εντός των ορίων της αιτήσεως του, η οποία και ικανοποιήθηκε εντός αυτών χωρίς να κριθεί καθόλου η συνολική απαίτηση, η οποία δεν απετέλεσε αντικείμενο της δίκης. Αν, αντιθέτως το ποινικό δικαστήριο επιδίκασε μέρος του αιτηθέντος, τότε ο παθών δεν μπορεί να προσφύγει στο πολιτικό δικαστήριο, διότι η αξίωσή του κρίθηκε ολόκληρη από το ποινικό δικαστήριο και αναλώθηκε, το δε εκ της ποινικής αποφάσεως προκύψαν ως προς αυτήν δεδικασμένο κωλύει δια της αρνητικής εκ των λειτουργιών του την εκ νέου κρίση των τελεσιδίκως ήδη κριθέντων (ΕΑ 6697.1985 ΕλλΔ/νη 26-1197, ΕΑ 7596/1980 ΝοΒ 29-126, ΕΑ 58/1975 Δ6-738, Καυκάς Ενοχ. Δικ. άρθρα 932-933 σελ. 919 Ε` εκδ., Γεωργιάδης στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου άρθρο 932 παρ. 26 ΕΦ. ΠΕΙΡ. 286/2022, ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 20.7.2008 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2009  αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθεσε ότι ο εναγόμενος κατά τους αναφερόμενους τόπους και χρόνους τέλεσε σε βάρος της τις επαρκώς περιγραφόμενες κατά τις ειδικότερες περιστάσεις τους ποινικά κολάσιμες πράξεις της αποπλάνησης παιδιού σε βαθμό κακουργήματος και πλημμελήματος κατ’ εξακολούθηση και της ακούσιας απαγωγής με σκοπό την ακολασία, από τις οποίες υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση αυτό το ιστορικό η ενάγουσα  ζήτησε, μετά τον παραδεκτό, κατ’ άρθρ. 223, 295 και 297 ΚΠολΔ, περιορισμό του αιτήματος της, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις σε βάρος της αδικοπραξίες, καθώς και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή του να της καταβάλει το ποσό των 60.000 ευρώ για την αυτή αιτία, αμφότερα νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και πλέον του ποσού των 44 ευρώ, που της επιδικάσθηκε ήδη από τα ποινικά Δικαστήρια, στα οποία παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα. Ζήτησε, επίσης, λόγω της αναφερόμενης αδικοπραξίας, να διαταχθεί σε βάρος του εναγόμενου προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 340, 345, 346, 914, 932 ΑΚ, 98, 327, 339 παρ. 1 περ. β-γ ΠΚ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ίσχυε πριν την τροποποίησή της με τη παρ. 4 άρθρ. 3 ν.3727/2008 (ΦΕΚ Α’ 257/18-12-2008), 176 παρ. 1, 951 και 1047 ΚΠολΔ. Ήδη, κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος  και ήδη εκκαλών, με την υπό κρίση έφεση, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου  και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ανωτέρω αγωγή στο σύνολό της.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος ………….., που εξετάστηκε το ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμά με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (ο εναγόμενος δεν ζήτησε την εξέταση μάρτυρα), η οποία εκτιμάται μόνη της και σε συνδυασμό προς τα λοιπά αποδεικτικά μέσα κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας της μάρτυρος αυτής, και όλα τα νόμιμα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, η οποία έχει γεννηθεί την 13.9.1989 κατοικεί από μικρή ηλικία με την οικογένεια της, που αποτελείται από τη μητέρα της και τα τέσσερα αδέλφια της σε διαμέρισμα πολυκατοικίας που βρίσκεται  στο Ν. Φάληρο Αττικής και επί της οδού ……………. Ο εναγόμενος, ο οποίος έχει γεννηθεί στις 5.10.1973 κατοικεί επίσης από πολλών ετών σε διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου της αυτής πολυκατοικίας  έχοντας αναπτύξει οικογενειακές και φιλικές σχέσεις κυρίως με τα μεγαλύτερα αδέλφια της ενάγουσας που ονομάζονται … και ….. Ο εναγόμενος γνώριζε την ακριβή ηλικία της ενάγουσας, διότι την γνώριζε από ενδεκαετίας, την επισκέπτονταν στην οικία της όπου και είχε παρευρεθεί επανειλημμένα στον εορτασμό των γενεθλίων της, συνεπώς γνώριζε την  ημερομηνία γέννηση της,  γνώριζε  δε σε ποια τάξη φοιτούσε και την είχε παραλάβει από το σχολείο. Αποδείχθηκε ότι την 6ης προς 7ης Σεπτεμβρίου 2002, ενώ η μητέρα της ενάγουσας και ο μικρότερος αδελφός της απουσίαζαν εκτός Αττικής, ο εναγόμενος γνωρίζοντας το γεγονός αυτό επισκέφθηκε την οικία της οικογένειας …… και εισήλθε στο δωμάτιο της ανήλικης τότε, ηλικίας 12 ετών και 358 ημερών, ενάγουσας και αφού την είχε ήδη παραπλανήσει λέγοντας της ότι την αγαπά, ότι θέλει να γίνει το κορίτσι του και ότι ήθελε να μείνουν μαζί, ξάπλωσε δίπλα της στο κρεβάτι της, άρχισε να τη φιλάει στο λαιμό και να τη χαϊδεύει στα πλευρά και στο στήθος, ενώ αυτή εξέφρασε την αντίθεσή της, λέγοντας του “τι κάνεις τώρα”, αυτός της απάντησε “δεν είναι κακό, θα δεις ότι θα σου αρέσει”. Στη συνέχεια έβγαλε το παντελόνι του και αφού κατέβασε και το παντελόνι της παθούσας ενάγουσας τη χάιδεψε στα πλευρά και στο στήθος και στη συνέχεια εισήγαγε το εν στύσει ευρισκόμενο πέος του στο αιδοίο της, πραγματοποιώντας μαζί της ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή με σκοπό την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του. Η ως άνω ανήλικη αιφνιδιάστηκε από τη συμπεριφορά του και δεν κάλεσε σε βοήθεια τον αδελφό της, που κοιμόταν σε διπλανό δωμάτιο της αυτής οικίας, φοβούμενη λόγω της ηλικίας της, αλλά και όσων είχε ακούσει από την αδελφή της για τη βίαιη συμπεριφορά του εναγόμενου προς την πρώην αρραβωνιαστικιά του, την οποία είχε χαστουκίσει με αποτέλεσμα να υποστεί αυτή ρήξη τυμπάνου του αυτιού της. Στη συνέχεια ο εναγόμενος εξακολούθησε να επισκέπτεται την οικία της ενάγουσας, χωρίς να καταφέρει να την απομονώσει. Στις 17.10.2002  η ενάγουσα δεν πήγε σχολείο, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε ο εναγόμενος ο οποίος την παρέσυρε και την οδήγησε με το αυτοκίνητό του στο συνεργείο αυτοκινήτων στο οποίο εργαζόταν και κατόπιν την πήγε στο φροντιστήριο, όπου η ανήλικη παρακολουθούσε  μαθήματα αγγλικής γλώσσας, λέγοντας της ότι θέλει να την κλέψει και ότι δεν θέλει να την αφήσει να γυρίσει στο σπίτι της, αλλά ότι θα πωλήσει το αυτοκίνητό του για να αγοράσει σπίτι και να μείνουν μαζί, δηλώσεις στις οποίες η ενάγουσα αντέδρασε. Μετά το πέρας του μαθήματος, ο εναγόμενος την παρέλαβε από το φροντιστήριο και με το αυτοκίνητό του τη μετέφερε σε άγνωστο ξενοδοχείο και την εγκατέστησε σε δωμάτιό του, όπου τη χάιδεψε στα γεννητικά της όργανα  και ακολούθως εισήγαγε το εν στύσει πέος του στο αιδοίο της, πραγματοποιώντας ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή μαζί της με σκοπό την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του. Την επόμενη ημέρα η ενάγουσα παρακαλούσε τον εναγόμενο να την επιστρέφει στο σπίτι της  λέγοντας του ότι η μητέρα της θα ανησυχεί, αλλά αυτός επέμενε να μην τη γυρίσει λέγοντας της ότι την αγαπούσε και ήθελε να βρίσκονται συνέχεια μαζί. Μετά όμως από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε η ενάγουσα με τη μητέρα της από το κινητό τηλέφωνο του κατηγορουμένου και αφού η τελευταία τον ενημέρωσε ότι είχε ειδοποιήσει την αστυνομία, ο εναγόμενος φοβήθηκε και πείστηκε να την επιστρέφει στο σπίτι της λέγοντας της να μην αποκαλύψει σε κανέναν ότι ήταν μαζί του κατά το διάστημα της απουσίας της. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος εκμεταλλεύτηκε τη διανοητική ατέλεια  της ενάγουσας λόγω της μικρής ηλικίας της, τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας του με αυτή που του προσέδιδε υπεροχή και το φόβο από τον οποίο διακατεχόταν η ανήλικη τότε ενάγουσα  εξαιτίας όσων είχε ακούσει για το βίαιο χαρακτήρα του και την, ως εκ τούτου, ανικανότητά της να αντισταθεί και αφού την απομάκρυνε από την οικία της, την έθεσε, ανεμπόδιστος πλέον, υπό την πλήρη επιρροή του. Οι πράξεις αυτές του
εναγόμενου έχουν κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά τους στοιχεία το χαρακτήρα αποπλάνησης παιδιού κατ’ εξακολούθηση, και μάλιστα η τελεσθείσα στις 6-9-2002 της κακουργηματικής μορφής της, η δε τελεσθείσα στις 17-10-2002 της πλημμεληματικής μορφής κατά την έννοια της παρ. 1′ του άρθρου 339 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με την παρ, 4 άρθρ. 3 ν. 3727/2008, σύμφωνα με την οποία “1. Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351 Α, ως εξής: α] αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατρία έτη, με φυλάκιση”. Εξάλλου, η απαγωγή και κατακράτηση της ανήλικης ενάγουσας στις 17-10-2002 με τη θέλησή της, χωρίς όμως τη συγκατάθεση της μητέρας της, που είχε σύμφωνα με το νόμο το δικαίωμα να φροντίζει για το πρόσωπό της, με σκοπό την ακολασία προβλέπεται και τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος κατ’ άρθρ. 328 ΠΚ.  Η μητέρα της τότε ανήλικης παθούσας και νυν ενάγουσας – εφεσίβλητης δήλωσε ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, όπου εισήχθη για να δικαστεί ο τότε κατηγορούμενος και νυν εναγόμενος – εκκαλών για τα εγκλήματα της αποπλάνησης ανηλίκου κατ΄ εξακολούθηση τελεσθείσα πριν και μετά τη συμπλήρωση του δέκατου τρίτου έτους της ηλικίας της ανήλικης και του εγκλήματος της ακούσιας απαγωγής ανηλίκου με σκοπό την ακολασία παράσταση πολιτικής αγωγής και ζήτησε την επιδίκαση του ποσού των 44 ευρώ με την επιφύλαξη διεκδίκησης μεγαλύτερου ποσού ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που είχε υποστεί η θυγατέρα της από τα ανωτέρω  εγκλήματα, δήλωση που επανέλαβε ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Δυνάμει της υπ’ αριθ. 252-254-255-256/2004 απόφασης του Β’ Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου  Αθηνών ο τότε κατηγορούμενος και  νυν εναγόμενος και ήδη εκκαλών κηρύχθηκε ομόφωνα ένοχος για την πράξη της αποπλάνησης της ανήλικης παθούσας και  νυν ενάγουσας-εφεσίβλητης τελέσθείσας κατ΄ εξακολούθηση στην κατοικία της την  6η προς 7η.9.2002 , στο Φάληρο Αττικής, οπότε αυτή είχε συμπληρώσει το δέκατο όχι όμως το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας της  και στο ……… Αττικής την 17.10.2002, οπότε αυτή είχε συμπληρώσει το δέκατο τρίτο όχι όμως το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας της και της πράξης της ακούσιας απαγωγής διαπραχθείσας με σκοπό την ακολασία. Κατόπιν άσκησης έφεσης η υπόθεση μεταβιβάστηκε ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών. Δυνάμει της υπ’ αριθ. 87,88,89,90,91/2005 απόφασης του Β’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος περί ότι αγνοούσε την πραγματική ηλικία της παθούσας και πίστευε ότι ήταν 16 ετών, λόγω της σωματικής της διάπλασης, πλην όμως έγινε δεκτό ή κατά την πλειοψηφίσασα γνώμη πέντε μελών η συνδρομή πραγματικής πλάνης του τότε κατηγορουμένου – νυν εναγόμενου για τη μη συμπλήρωση από την παθούσα ενάγουσα του 13ου έτους της ηλικίας της, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί αυτός για αποπλάνηση παιδιού που συμπλήρωσε το 13ο έτος της ηλικίας του, όχι όμως και το 15ο, το οποίο τιμωρείτο σε βαθμό πλημμελήματος. Δυνάμει της ανωτέρω απόφασης ο τότε κατηγορούμενος κηρύχθηκε κατά πλειοψηφία ένοχος (5-2)  για την πράξη της αποπλάνησης της νυν ενάγουσας  κατ΄ εξακολούθηση τελέσθείσας στην κατοικία της την 6η προς 7η.9.2002, στο Φάληρο Αττικής, οπότε αυτή είχε συμπληρώσει το δέκατο τρίτο όχι όμως το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας της και  στο ……… Αττικής την 17.10.2002, οπότε αυτή είχε συμπληρώσει το δέκατο τρίτο όχι όμως το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας της  και της πράξης της εκούσιας απαγωγής διαπραχθείσας με σκοπό την ακολασία. Σημειωτέον ότι η απόφαση αυτή του ποινικού δικαστηρίου δεν αποτελεί δεδικασμένο για την παρούσα πολιτική δίκη υπό την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει σχετικά με την τέλεση του αστικού και, ταυτοχρόνως, ποινικού αδικήματος, δεν δεσμεύεται από την προηγηθείσα, αθωωτική ή καταδικαστική, σχετική απόφαση ποινικού Δικαστηρίου. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη, ως ισχυρό τεκμήριο, την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. (ΟΛ. Α.Π 4/2020, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1716/2012,987/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι, οι πράξεις που  ο νυν εναγόμενος – εκκαλών τέλεσε σε βάρος της ενάγουσας – εφεσίβλητης είχαν το χαρακτήρα κακουργήματος, αλλά και πλημμελήματος και, επομένως, η προβληθείσα ένσταση αυτού του τελευταίου περί παραγραφής της ασκούμενης αξίωσης αποζημίωσης είναι νόμιμη μόνον όσον αφορά τις πλημμεληματικές πράξεις της εκούσιας απαγωγής με σκοπό την ακολασία και της μερικότερης πράξης της αποπλάνησης παιδιού που συμπλήρωσε τα δεκατρία έτη που τελέστηκε στις 17-10-2002. ‘Οσον αφορά την πράξη της αποπλάνησης παιδιού που συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη, που τελέστηκε στις 6-9-2002, είναι μη νόμιμη και απορριπτέα. Ενόψει δε του ότι η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 31-12-2008, όπως  αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …/31-12-2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . ….., η ασκούμενη αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα εκ των ποινικά κολάσιμων πράξεων με τον χαρακτήρα πλημμελήματος κατά τα ανωτέρω έχουν ήδη υποκύψει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, γενομένης δεκτής της σχετικής νόμιμης ένστασης του εναγόμενου. Πλην, όμως, δυνάμει της προαναφερόμενης υπ’ αριθ. 87,88,89,90,91/14-2-2005 απόφασης του Β’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών επιδικάστηκε τελεσίδικα με επιφύλαξη του δικαιώματός της ποσό των 44 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του ισχυρισμού του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος περί του ότι το επιδικασθέν ποσό των 44 ευρώ αφορά αδικοπρακτικά κονδύλια θετικής και αποθετικής ζημίας. Κατά το χρόνο δε εκείνο δεν είχε υποκύψει η αξίωσή της σε παραγραφή, καθόσον δεν είχε  συμπληρωθεί πενταετία από την γέννηση της αξίωσής της με αποτέλεσμα την επιμήκυνση της συνολικής αξίωσης προς αποζημίωση της ενάγουσας σε εικοσαετή, κατ’ άρθρ. 268 ΑΚ, γενομένης δεκτής της υποβληθείσας αντένστασης της ενάγουσας ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης. Όσον αφορά την πράξη της κακουργηματικής αποπλάνησης παιδιού, που τελέστηκε από τον εναγόμενο στις 6-9-2002, αυτή αποτελεί κατά τα ανωτέρω κολάσιμη πράξη χαρακτηριζόμενη ως κακούργημα, για το οποίο προβλέπεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών (άρθρ. 339 παρ. 1 περ. β’ ΠΚ), κατά τα ήδη εκτεθέντα, κατά δε τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, δηλαδή παραγράφεται μετά δεκαπέντε έτη (άρθρο 111 παρ. 2 εδ. β ΠΚ), οπότε αυτή η παραγραφή ισχύει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και για την απαίτηση αποζημίωσης της ενάγουσας. Επομένως η σχετική αξίωση αυτής από την σε βάρος της αδικοπραξία της 6-9-2002 δεν έχει παραγραφεί, ενώ η παραγραφή της αξίωσής της από τις σε βάρος της αδικοπραξίες της 17-10-2002 έχει επιμηκυνθεί σε εικοσαετή λόγω της τελεσίδικης επιδίκασής τους. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε  τα ίδια,  δεν έσφαλε ως ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των σχετικών λόγων έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, συνεπεία της προπεριγραφείσας αδικοπραξίας του εναγομένου ήτοι των ανωτέρω εγκλημάτων που συνιστούν και αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, επηρεάστηκε δυσμενώς στην  ψυχολογική και συναισθηματική της κατάσταση, όπως  διαπιστώθηκε στις 16.4.2004 και από την ψυχολόγο ……….., που την εξέτασε, οπότε παρουσίαζε έντονο άγχος με φοβικά στοιχεία, επιθετικότητα προς τα πρόσωπα του οικογενειακού της περιβάλλοντος, μελαγχολία με έντονη ευσυγκινησία και αρνητικές σκέψεις. Κατά την ως άνω ψυχολόγο τα ανωτέρω έχουν άμεση σχέση με την τραυματική εμπειρία της αποπλάνησης την οποία υπέστη κατά την ιδιαίτερη ηλικία της προεφηβείας της, της συστήθηκε δε ψυχοθεραπεία για τουλάχιστον 2 έτη και με συχνότητα 2 φορές την εβδομάδα. Ο ισχυρισμός του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος περί του  ότι δεν διαπαρθένευσε ο ίδιος την ενάγουσα ανεξαρτήτως του ότι η βασιμότητα του δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο κρίνεται ως είναι νομικά αδιάφορος,  δεδομένου ότι η ηθική βλάβη της ενάγουσας προκλήθηκε από την τέλεση από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα των ανωτέρω ποινικά κολάσιμων πράξεων και όχι από το γεγονός της διαπαρθένευσης της ή μη πριν την τέλεση των ανωτέρω ποινικά κολάσιμων πράξεων σε βάρος της .  Συνεπώς η ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου προκάλεσε στην ενάγουσα  στενοχώρια,  θλίψη και άγχος και ως εκ τούτου για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη δικαιούται ανάλογης χρηματικής ικανοποίησης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων τις συνθήκες, υπό τις οποίες τελέστηκε η ανωτέρω αδικοπραξία, το μέγεθος, το είδος και τις συνέπειες των πράξεων του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος,  το είδος της προσβολής, του ψυχικού άλγους που δοκίμασε η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, το βαθμό του και την έκταση της ζημίας της ενάγουσας, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, συγχρόνως δε δεν πρέπει με ακραίες εκτιμήσεις να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχα υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου (ΑΠ 9/2015, Πλήρης Ολομέλεια, ΕλΔ/νη 2015, 1661, Σ. Ματθία, Το πεδίο λειτουργίας της αρχής της αναλογικότητας, ΕλΔ/νη 2006, σελ. 1), κρίνει ότι εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα από την παραπάνω αδικοπραξία, είναι αυτό των δέκα πέντε χιλιάδων  (15.000,00)  ευρώ. Το συγκεκριμένο αυτό ποσό χρηματικής ικανοποίησης αξιολογείται  ως εύλογο, επαρκή και δίκαιο, για να αποκαταστήσει πλήρως την επίδικη ηθική βλάβη της  ενάγουσας ,(βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του και διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό του τα ανωτέρω, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει  στην ενάγουσα, το ποσό των  δέκα πέντε (15.000,00)  ευρώ  ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί ο εκκαλών  λόγω της ήττας του  στη δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτου, κατόπιν του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 24.6.2014 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Πρωτ. …../2014 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης Εφετείου ………./2015)  έφεση κατά της με αριθμό 1239/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της  εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων  (600,00)  ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 23η Μαρτίου 2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στις 3 Μαΐου  2023 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με άλλη σύνθεση,  λογω μετάθεσης και αναχώρησης του Εφέτη Ελευθερίου Γεωργίλη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ιωάννα Μάμαλη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτες και με Γραμματέα την Τ.Λ., με απόντες δε τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

Η   ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ