Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 239/2023

Αριθμός     239/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….»  και το διακριτικό τίτλο «………..», με έδρα την Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενης (Επωφελούμενης) ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….»  (Διασπώμενης), κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία-πιστωτικό ίδρυμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Παυλή.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  …………..η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Σταμάτιο Τερεζάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η εφεσίβλητη κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  22.11.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../2013) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1578/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η καθ΄ης η ανακοπή  και ήδη εκκαλούσα με την από  21.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2021- ……../2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις τος με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 21.5.2021 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Πρωτ. …../2021 και αρ. κατ. Εφετείου ………/2021) έφεση της ανακόπτουσας κατά της με αριθμό 1578/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε δεκτή η από 22-11-2013 αριθμό κατάθεσης ……../26-11-2013 ανακοπή της, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), εφόσον δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλομένης, ούτε έχει παρέλθει διετία από την δημοσίευση της που έλαβε χώρα την 6.5.2019  (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ  και  άρθρο 49 του Ν.4963/2022 (ΦΕΚ Α 149/30.07.2022), σύμφωνα με το οποίο: “1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (Α’104) και του πρώτου εδάφιου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α’48) ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 5.4.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985, (Α’ 182), ΚΠολΔ)  ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου. Αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ, όπως προκύπτει από την  ως άνω έκθεση  κατάθεσης ενδίκου μέσου  του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα,  το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ ήτοι το με αριθμό παραβόλου …………. e παράβολο (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ισχύει μετά την τροποποίησή της -ως προς το ύψος των παραβόλων- με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του κωδικοποιημένου Ν. 2190/1920 “Περί ανωνύμων εταιριών”, όπως αυτός αναμορφώθηκε και τροποποιήθηκε με το Ν. 3604/2007 και ίσχυε κατά το χρόνο, κατά τον οποίο φέρεται ότι τελέστηκε η επίδικη πράξη της παράβασης του Ν. 5960/1933 “Περί επιταγής” (14-3-2015), ορίζεται ότι “Η ανώνυμος εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του Διοικητικού αυτής Συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς”. Το άρθρο 22 του ίδιου νόμου ορίζει στη μεν παρ. 1 εδ. α’, ότι “Το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν’ αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας”, στη δε παρ. 3, ότι “Επιτρέπεται το καταστατικό να ορίζει θέματα, για τα οποία το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τις εξουσίες του διαχείρισης και εκπροσώπησης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη….Τα πρόσωπα αυτά μπορούν, εφόσον δεν το απαγορεύει το καταστατικό και προβλέπεται από τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, να αναθέτουν περαιτέρω την άσκηση των εξουσιών που τους ανατέθηκαν ή μέρους τούτων σε άλλα μέλη ή τρίτους….”. Οι διατάξεις αυτές του Ν. 2190/1920, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, εκπροσωπεί αυτό στα δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση, που αφορά τη διοίκηση της εταιρίας ή τη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 3 του Ν. 2190/1920 ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση τις διατάξεις αυτές. Οι εν λόγω διατάξεις (του άρθρου 22 παρ. 3) περιλαμβάνουν στο πεδίο εφαρμογής τους, τόσο τις πράξεις διαχείρισης, όσο και την εκπροσώπηση της εταιρίας και, μεταξύ άλλων, επιτρέπουν στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, που κατ’ αρχήν ενεργεί συλλογικά, να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις, προβλέπουν δε ότι για ορισμένα θέματα είναι δυνατό να αποφασιστεί από το διοικητικό συμβούλιο μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή, κατά το άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο και όχι μόνο προς μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας. Προϋποθέτει, όμως, σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρίας. Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο, στο οποίο το διοικητικό συμβούλιο ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατο του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της προβλεπόμενης, από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. (Α.Π 630/2020 ΝΟΜΟΣ). Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ., καθόσον τόσον ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά ενεργούν, ως αντιπρόσωποι, πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο. Η σχετική απόφαση του Δ.Σ. ή των οργάνων που εκτελείται από τον τρίτο δεν είναι αναγκαίο να διατυπώνεται πανηγυρικά, αλλά πρέπει να συνάγεται η βούληση των οργάνων ότι η σύμβαση θα συναφθεί από τρίτο πρόσωπο. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 7α περ. γ και 7β παρ. 15 του ν. 2190, όπως προστέθηκαν με το Π.Δ. 409/1986, προκύπτει ότι οι αποφάσεις της διοίκησης για διορισμό των προσώπων που έχουν εξουσία να την εκπροσωπούν υποβάλλονται σε δημοσιότητα. Η δημοσιότητα αυτή, όσον αφορά το διορισμό εκπροσώπων της Α.Ε., δεν αποτελεί συστατικό τύπο, αλλά έχει βεβαιωτικό – δηλωτικό χαρακτήρα, γι’ αυτό, αν η απόφαση δεν έχει υποβληθεί στην προβλεπόμενη δημοσιότητα, δεν μπορεί να την επικαλεσθεί η εταιρεία, ενώ αντίθετα μπορούν να την επικαλεσθούν κατ’ αυτής οι τρίτοι. Οι διατάξεις αυτές δεν αντιβαίνουν προς τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 20 του ν. 2190/1920 που προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 του ν. 2339/1995, κατά την οποία οι συζητήσεις και οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου καταχωρούνται περιληπτικά σε ειδικό βιβλίο που μπορεί να τηρείται και κατά το μηχανογραφικό σύστημα. Περαιτέρω κάθε υπάλληλος της Α.Ε. όταν καταρτίζει δικαιοπραξία, ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος της εταιρείας, μόνον εφόσον οι εξωτερικές εκδηλώσεις της δράσης του, οι εμφανιζόμενες στο κοινό, εν γνώσει, κατ’ εντολή ή κατ’ ανοχή του διοικητικού συμβουλίου ή των υποκατάστατων οργάνων του, παρέχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια που διαμορφώνονται στις συναλλαγές του είδους της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Α.Ε., την εντύπωση ότι έχει ανατεθεί σ’ αυτόν (υπάλληλό της) κύκλος εργασιών που περιλαμβάνει και την προαναφερόμενη δικαιοπραξία (ΑΠ 1694/2009, 1187/2000 ΤΝΠΝ  ΝΟΜΟΣ). Η οργανική εκπροσώπηση βέβαια της εταιρείας, κατά το άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 2190/1920 γενικά ή για την ενέργεια συγκεκριμένου είδους πράξεων, καθ’ υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου αυτής, διαφέρει από την αντιπροσώπευσή της, κατά το άρθρο 211 ΑΚ (κατόπιν πληρεξουσιότητας ή εντολής) για την ενέργεια συγκεκριμένης πράξεως ή είδους πράξεων, αφού κατά την οργανική εκπροσώπηση η βούληση της εταιρείας εκφράζεται πρωτογενώς (ΑΠ 148/2013, Α.Π. 1363/2011, ΑΠ 470/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ. Πειραιά 686/2022, ΕφΠειρ 373/2019 Νομολογία Εφετείου Πειραιώς).

Η ανακόπτουσα με την από 22-11-2013 (με αριθμό κατάθεσης αριθμό κατάθεσης ……./26-11-2013 ανακοπή), που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 632 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους την ακύρωση της υπ’ αριθμ. …./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε για απαίτηση της καθ’ής η ανακοπή ποσού 211,484,356 πλέον τόκων και εξόδων, που προκύπτει από τις υπ’ αριθμ, …/15-12-2005 και …./24-02-2006 συμβάσεις στεγαστικού δανείου και των προσθέτων πράξεων αυτών, που συνήφθησαν μεταξύ της καθ’ης η ανακοπή και του ……………, στις οποίες συνεβλήθη ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη – εγγυήτρια η ανακόπτουσα για τους ειδικότερα μνημονευόμενους στο δικόγραφο λόγους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς), με την εκκαλούμενη με αριθμό 1578/2019 οριστική απόφασή του, έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν την ανακοπή και ακύρωσε  την ως άνω διαταγή πληρωμής. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η καθ΄ης η ανακοπή με την ως άνω έφεσή της  και ζητεί την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ώστε να  απορριφθεί η ανωτέρω ανακοπή και να ακυρωθεί η με αριθμό ……/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Στις 15-12-2005 καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ της καθ’ης η ανακοπή και του ………….. η υπ’αριθμ. …/2005 δανειακή σύμβαση μετά των δύο πρόσθετων πράξεων αυτής βάσει των οποίων η πρώτη ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσει στον δεύτερο στεγαστικό δάνειο μέχρι του ποσού των 140.0006. Στις 24-02-2006 καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ της καθ’ης η ανακοπή και του ……. η υπ’αριθμ. …………../24-02-2006 δανειακή σύμβαση μετά της πρόσθετης πράξης αυτής βάσει των οποίων η πρώτη ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσει στον δεύτερο στεγαστικό δάνειο μέχρι του ποσού των 150,500 ευρώ. Στον όρο 6.5 των ως άνω δανειακών συμβάσεων ορίστηκε «Στην περίπτωση μη καταβολής τριών (3) διαδοχικών μηνιαίων δόσεων, η Τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση, να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο μέρος του δανείου και να χρεώνει το ποσό αυτού με τους ως άνω τόκους υπερημερίας και τους επ’αυτών τόκους, να επιδιώξει δε, κατ’ επιλογή της, είτε την είσπραξη των καθυστερημένων δόσεων με τους οφειλόμενους τόκους και έξοδα είτε επιπλέον και την είσπραξη του καταστάντος ληξιπρόθεσμου και απαιτητού άληκτου μέρους του δανείου». Στον όρο 12 των ως άνω δανειακών συμβάσεων ορίστηκε «Σε περίπτωση παραβάσεως οιουδήποτε όρου της παρούσας ενδεικτικά δε των όρων τέσσερα (4), πέντε (5), έξι (6), εννέα (9) και δέκα (10) της παρούσης, που συνομολογούνται κύριοι και ουσιώδεις, η Τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση, να κηρύξει το δάνειο αμέσως και άνευ άλλου τινός, ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να αξιώσει την εξόφληση ολόκληρου του ανεξόφλητου ποσού του κεφαλαίου, των πόσης φύσεως τόκων και λοιπών επιβαρύνσεων». Στις ως άνω δανειακές συμβάσεις και πρόσθετες πράξεις αυτών συμβλήθηκε ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη εγγυήτρια η ανακόπτουσα, η οποία εγγυήθηκε την εκπλήρωση από τον ως άνω οφειλέτη – δανειολήπτη απάντων των υποχρεώσεων του των απορρεόντων από αυτές και ιδίως την πλήρη και έγκαιρη εξόφληση παντός χρεωστικού υπολοίπου κατά κεφάλαιο, τόκους, προμήθειες, τέλη, επιβαρύνσεις και εν γένει κάθε σχετική δαπάνη. Ταυτόχρονα, η ανακόπτουσα παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα, ένσταση ή ευεργέτημα των άρθρων 853, 855, 858, 862, 863, 864, 866, 867 και 868ΑΚ ιδίως δε της ενστάσεως διζήσεως και του δικαιώματος προβολής ενστάσεων του πρωτοφειλέτη ευθυνόμενη κατά τον τρόπο αυτό ως αυτοφειλέτης. Ο ανωτέρω δανειολήπτης στις 28-12-2005 έκανε χρήση της ως άνω υπ΄ αριθμ. …./2005 δανειακής σύμβασης αναλαμβάνοντας το σύνολο του χορηγηθέντος δανείου δια δύο εκταμιεύσεων μιας εκ ποσού 79.236,986 και μιας εκ ποσού 80.763,026, για την εξυπηρέτηση της οποίας (δανειακής σύμβασης) τηρήθηκαν οι υπ’ αριθμ. ……. και ……….. τραπεζικοί λογαριασμοί. Επίσης, ως άνω δανειολήπτης την 01-03-2006 έκανε χρήση της ως άνω υπ’ αριθμ. ……../24-02-2006 δανειακής σύμβασης αναλαμβάνοντας δια μιας εκταμίευσης το ποσό των 50.0006, για την εξυπηρέτηση της οποίας (δανειακής σύμβασης) τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. ………. τραπεζικός λογαριασμός. Τόσο ο δανειολήπτης όσο και η ανακόπτουσα εγγυήτρια δεν υπήρξαν συνεπείς στις συμβατικές τους υποχρεώσεις και συγκεκριμένα δεν κατέβαλαν πλέον των τριών διαδοχικών μηνιαίων δόσεων με αποτέλεσμα η καθ’ ης η ανακοπή στις 14-09-2011 να καταγγείλει την ως άνω υπ’ αριθμ. ……./2005 δανειακή σύμβαση, να καταστήσει το δάνειο στο σύνολό του ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, και να μεταφέρει στις 15-09-2011 το χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 76.821,676 του υπ’ αριθμ. ……. λογαριασμού στον υπ’ αριθμ. ……. Λογαριασμό όπως και το χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 59.925,356 του υπ’ αριθμ. ……… λογαριασμού αυθημερόν (14-09-2011) στον υπ’ αριθμόν …….. λογαριασμό. Ακολούθως, για τον ίδιο ως άνω λόγο στις 15-09-2011 η καθ’ης η ανακοπή κατήγγειλε την ως άνω υπ’αριθμ. ……./24-02-2006 δανειακή σύμβαση κατέστησε το δάνειο στο σύνολό του ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μετέφερε αυθημερόν το χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 50.198,896 του υπ’ αριθμό ……… λογαριασμού στον υπ’ αριθμό …….. λογαριασμό.. Στη συνέχεια, με την υπογραφόμενη από τον δικηγόρο …….. από 18-07-2013 εξώδικη δήλωση και πρόσκληση, που επιδόθηκε στον ανωτέρω δανειολήπτη και την ανακόπτουσα στις 30-07-2013 και στις 31-07-2013 αντίστοιχα, συνταχθεισών για το λόγο αυτό των υπ’ αριθμ. …../30-07-2013 και ……./31-07-2013 εκθέσεων επιδόσεων του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………., η καθ΄ης η ανακοπή μεταξύ άλλων τους γνωστοποίησε τις ως άνω από 14-09-2011 και 15-09-2011 καταγγελίες των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων καθώς και τους λόγους για τους οποίους προέβη σε αυτές. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ως άνω από 18-07-2013 εξώδικη δήλωση και πρόσκληση επιδόθηκε στην ανακόπτουσα με θυροκόλληση γεγονός που βεβαιώθηκε στην υπ΄ αριθμ. ……./31-07-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………., χωρίς να συνεπιδοθεί και πληρεξούσιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι ο υπογραφών την προαναφερθείσα εξώδικη δήλωση δικηγόρος ………… είχε την εντολή και πληρεξουσιότητα από την καθ’ης η ανακοπή να προβεί στην γνωστοποίηση των ως άνω καταγγελιών. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα αμφισβήτησε τις ανωτέρω καταγγελίες αποκρούοντας την έλλειψη συνεπίδοσης πληρεξουσίου εγγράφου το πρώτον με την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής που επιδόθηκε στην καθ’ης η ανακοπή στις 26-11-2013, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. ………./2013 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………, ήτοι περίπου  τέσσερις (4) μήνες αφότου της απευθύνθηκαν οι δηλώσεις δια των οποίων συντελέσθηκαν οι ως άνω καταγγελίες. Συνεπώς,  η απόκρουση από την πλευρά της ανακόπτουσας έγινε με υπαίτια βραδύτητα και η ανακόπτουσα δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει συγκεκριμένους λόγους από τους οποίους να προκύπτει ότι ενήργησε χωρίς υπαίτια καθυστέρηση εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ως άνω δικηγόρος ……… στερείτο αντιπροσωπευτικής εξουσίας να καταγγείλει τις ως άνω δανειακές συμβάσεις όπως και να γνωστοποιήσει τις ως άνω από 14-09-2011 και 15-09-2011 καταγγελίες στον ανωτέρω δανειολήπτη και την εγγυήτρια αυτού για λογαριασμό της καθ΄ ης η ανακοπή. Στη συνέχεια, μετά την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής ο δικηγόρος ………. επικαλούμενος το υπ΄ αριθμ. ………/01-07-2013 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. και ενεργώντας ως πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της καθ΄ ης η ανακοπή με το από 24-03-2015 έγγραφό του προέβη σε δήλωση εγκρίσεως της ανώτερου από 18-07-2013 εξώδικης γνωστοποίησης. Σύμφωνα με το προσκομισθέν υπ’ αριθμ. ………../01-07-2013 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. προκύπτει ότι ο τότε διευθύνων σύμβουλος της καθ’ης η ανακοπή ……… ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπός της καθ’ης δήλωσε ότι διορίζει και καθιστά πληρεξουσίους, αντικλήτους και αντιπροσώπους της τράπεζας που εκπροσωπεί τους ρητά αναφερόμενους δικηγόρους μεταξύ των οποίων και τον ……….., παρέχοντάς τους την ειδική εντολή, πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα να εκπροσωπούν την τράπεζα σε όλα γενικώς τα ελληνικά δικαστήρια, αρχές και επιτροπές και να ενεργούν για την υποστήριξη των δικαίων της τράπεζας όλες τις κύριες και παρεπόμενες διαδικαστικές πράξεις, που περιγράφονται στο ανωτέρω ειδικό πληρεξούσιο εξειδικεύοντας τες κατ΄ είδος μεταξύ των οποίων να καταγγέλλουν συμβάσεις δανείων, πιστώσεων, αλληλόχρεων λογαριασμών και οποιαδήποτε άλλη, να διορίζουν πληρεξουσίους δικηγόρους ή μη με τις αυτές ή λιγότερες εντολές και να τους ανακαλούν, γενικώς παρέχει σε αυτούς κάθε γενική ή ειδική εντολή, εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα, εξουσία ή δικαίωμα, αναγκαία για την αντιπροσώπευση της Τραπέζης, την άσκηση των καθηκόντων τους και την ενέργεια οποιασδήποτε πράξης αναγκαίας για την κατοχύρωση των συμφερόντων της Τραπέζης, ώστε να ενεργούν όσα χρειάζονται για την εκτέλεση ή άσκηση των ως άνω εντολών, εξουσιών και δικαιωμάτων, ακόμα και αν δεν αναφέρονται ρητά στο πληρεξούσιο αυτό καθώς και να ανακαλούν τυχόν χορηγηθείσες εντολές. Τέλος, ο ανωτέρω διευθύνων σύμβουλος ενεργών ως νόμιμος εκπρόσωπος δήλωσε ότι εγκρίνει και αναγνωρίζει τις πράξεις των ανωτέρω διορισθέντων δικηγόρων που έγιναν στα όρια των δοθέντων σε αυτούς εντολών ως εάν είχαν γίνει από την τράπεζα. Εκ των αναφερομένων στο ανωτέρω ειδικό πληρεξούσιο  περί παροχής γενικής πληρεξουσιότητας στον δικηγόρο ……….. να προβαίνει στην διενέργεια οποιασδήποτε πράξης αναγκαίας για την κατοχύρωση των συμφερόντων της Τραπέζης, προκύπτει η βούληση χορήγησης πληρεξουσιότητάς προς τον δικηγόρο ……….. να προβαίνει  σε έγκριση καταγγελιών που είχαν ήδη διενεργηθεί από τρίτους, παρά τη γενική και αόριστη διατύπωση του πληρεξουσίου εγγράφου, εφόσον πρόκειται για γενική πληρεξουσιότητα.  Πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση  δεν αποδείχθηκε ότι κατά τον τρόπο αυτό ισχυροποιήθηκαν αναδρομικά οι ανωτέρω καταγγελίες των ένδικων δανειακών συμβάσεων με την από 24.3.2915 δήλωσης έγκρισης της από 18.7.2013 εξώδικης δήλωσης γνωστοποίησης των από 14.9.2011 και 15.9.2011 καταγγελιών των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων στεγαστικών δανείων και των πρόσθετων πράξεων.  Τούτο διότι – αν και η έγκριση κατ΄ άρθρο 238 Α.Κ έχει αναδρομική ισχύ- στην προκειμένη περίπτωση  δεν επέφερε τα αποτελέσματα της, καθόσον  από το υπ’ αριθμ. ……/01-07-2013 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. δεν προκύπτει ότι ο τότε διευθύνων σύμβουλος της καθ’ης η ανακοπή ………. ο οποίος ενεργούσε ως νόμιμος εκπρόσωπος,  εκπροσωπούσε οργανικά την ανώνυμη τραπεζική με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, εφόσον υπήρχε καταστατική προς τούτο πρόβλεψη (υποκατάστατο όργανο) και αν στις αρμοδιότητες που του  έχουν ανατεθεί περιλαμβάνονταν η αρμοδιότητα να διορίζει πληρεξουσίους δικηγόρους με εξουσία έγκρισης των ενεργειών άλλων δικηγόρων ή αν ενεργούσε ως αντιπρόσωπος, με βάση πληρεξουσιότητα και με ποιο περιεχόμενο, ώστε να μπορεί να παρέξει έγκυρη πληρεξουσιότητα στον ………… Εξάλλου δεν προσκομίστηκαν το καταστατικό της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και το πρακτικό του διοικητικού της νομίμως  δημοσιευθέντα από τα οποία να προκύπτουν τα ανωτέρω . Δεν κρίνεται βάσιμος και τυγχάνει απορριπτέος ο ισχυρισμός της καθ’ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας περί του η ιδιότητα του ………….. και η σχέση του με την Τράπεζα είναι γνωστή τοις πάσι και περί του ότι στο ως άνω ειδικό πληρεξούσιο αναφέρεται το ιστορικό της διασπώμενης Τράπεζας από  τη σύσταση της έως το χρόνο υπογραφής του πληρεξουσίου και συνεπώς  ήταν ευχερές για το Δικαστή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να αναζητήσει οποιοιδήποτε έγγραφο μέσω του διαδικτύου (ΓΕΜΗ, ΦΕΚ), ενώ τη νομιμοποίηση του ανωτέρω διευθύνοντος συμβούλου έλεγξε η συμβολαιογράφος που συνέταξε το ανωτέρω ειδικό πληρεξούσιο,  ως υποχρεούτο  άμισθη δημόσια λειτουργός. Τούτο διότι  ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων – πλην της διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας – εφαρμόζεται το συζητητικό σύστημα ή αρχή της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, κατ΄ άρθρο 106 ΚΠολΔ  κατά το οποίο, το δικαστήριο δεν ερευνά αυτεπαγγέλτως να βρει την αλήθεια, αλλά δεσμεύεται από τους ισχυρισμούς που εγείρουν και τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζουν οι διάδικοι,  ούτε μπορεί να στηρίξει την απόφασή του σε περιστατικά που δεν επικαλέστηκαν και απέδειξαν οι διάδικοι. Εξάλλου, η οργανική εκπροσώπηση της κάθε ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας δεν συνιστά δικαστικό πασίδηλο κατ΄ άρθρο 336 ΚΠολΔ, ούτε από τη σύνταξη του ανωτέρω ειδικού πληρεξουσίου από την ανωτέρω συμβολαιογράφο αποδεικνύεται ότι η οργανική εκπροσώπηση της Τράπεζας από τον   ……….,  απορριπτομένων ως ουσιαστικά  αβάσιμων των σχετικών λόγων έφεσης. Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, έστω και με εσφαλμένη εν μέρει  αιτιολογία, την οποία αιτιολογία το Δικαστήριο τούτο αντικαθιστά με την ορθή παραπάνω αιτιολογία (αρθ. 534 Κ.Πολ.Δ), όπως αναλυτικά έχει εκτεθεί χωρίς να πρέπει να εξαφανιστεί, η εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον η εσφαλμένη αιτιολογία δεν περιέχει στοιχεία διατακτικού και δεν δημιουργεί δεδικασμένο (Εφ Αθ 8662/2007 δημ. Νόμος, Σαμουήλ «η έφεση», έκδοση Ε σελ.427 παρ. 1136), ορθά εφήρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στην κρινόμενη έφεση, κρίνονται ως αβάσιμα και απορριπτέα. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς εξέταση, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί κατά ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να συμψηφισθούν κατά ένα μέρος τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και να επιβληθεί το υπόλοιπο μέρος αυτών (δικαστικών εξόδων) της εφεσίβλητης – ανακόπτουσας σε βάρος εκκαλούσας – καθ΄ης η ανακοπή, λόγω του δυσερμήνευτου του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε  (άρθρο 179 του ΚΠολΔ), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου που κατέβαλε η καθ΄ης η ανακοπή  και ήδη εκκαλούσα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 21.5.2021 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Πρωτ. ………/2021 και αρ. κατ. Εφετείου ………./2021) έφεση της καθ΄ης – εκκαλούσας κατά της με αριθμό 1578/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία Και

Συμψηφίζει κατά ένα μέρος τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων (ήτοι της ανακόπτουσας – εφεσίβλητης και της καθ΄ ης η ανακοπή – εκκαλούσας) και επιβάλλει το υπόλοιπο μέρος αυτών (δικαστικών εξόδων), σε βάρος της εκκαλούσας – καθ΄ης η ανακοπή, το οποίο καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων  (600,00) ευρώ, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την κατάπτωση του κατατεθέντος από την  καθ΄ης η ανακοπή – εκκαλούσα  παραβόλου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  3 Μαΐου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ