Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 249/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    249/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: υπό εκκαθάριση τελούσας κοινοπραξίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της …… …….., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αθανάσιος Κανελλόπουλος, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ κατά

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……..» (πρώην «………..»), που εδρεύει στην …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2] ……., 3] ……… και 4] …………., τους οποίους στο ακροατήριο εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους Γεώργιος Ζούρος και Ελευθέριος Γκέλης, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

Β. ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1] ……., 2] ……..και 3] ………, οι οποίοι στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Γεώργιο Ζούρο και Ελευθέριο Γκέλη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ κατά

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: κοινοπραξίας την επωνυμία «……..», που έχει την έδρα της στην …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Κανελλόπουλο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η υπό στοιχ. Α ανωτέρω εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 1ης.8.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/1.8.2019 αγωγή, την οποία έστρεψε κατά των υπό το ίδιο ως άνω στοιχ. εφεσιβλήτων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 26/2021 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε ως προς ορισμένους εναγομένους και κατά ένα μέρος δεκτή.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τόσον η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 14.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/14.5.2021 έφεσή της, όσον και οι ηττηθέντες πρωτοδίκως εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες, με την από 12.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./12.5.2021 έφεσή τους, δικάσιμος για την εκδίκαση των οποίων ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετικές δηλώσεις τους δήλωσαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθούν οι εφέσεις χωρίς να παρασταθούν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με τις κρινόμενες αντίθετες εφέσεις, δηλαδή α] την από 14.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../14.5.2021 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../27.5.2021 έφεση της εκκαλούσας – εν μέρει πρωτοδίκως νικήτριας ενάγουσας (Α΄ έφεση) και β] την από 12.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./12.5.2021 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./27.5.2021 έφεση των εν μέρει ηττηθέντων πρωτοδίκως εναγομένων (Β΄ έφεση), πλήττεται η με αριθμό 26/11.1.2021 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν, ως προς τους εκκαλούντες της Β΄ έφεσης, η από 1ης.8.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./1.8.2019 αγωγή της εκκαλούσας της Α΄ έφεσης. Οι εφέσεις αυτές, συνοδευόμενες από το νόμιμο παράβολο (βλ. για μεν την Α΄ έφεση το με αριθμό …….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 13.5.2021 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Τράπεζας ALPHA BANK και για τη Β΄ έφεση το με αριθμό ………… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 12.5.2021 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Εθνικής Τράπεζας ΑΕ), έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες της Β΄ έφεσης στις 14.4.2021 (βλ. τις με αριθμούς …………΄/2021 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., ενώ για το ότι η επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης αποτελεί διαδικαστική πράξη που κινεί την προθεσμία εφέσεως και σε βάρος του ενάγοντος που την επέδωσε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 144 § 2 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1207/1975, ΝοΒ 1975/516, ΕφΑθ. 1716/2004, ΝοΒ 2005/94, ΕφΘεσ. 898/1999, ΑρχΝ 2000/146, ΕφΑθ. 4916/1986, Δ 1986/742, ΕφΑθ. 521/1986, ΑρχΝ 1986/233, Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 26, αρ. 13, σελ. 349), οι δε ένδικες εφέσεις ασκήθηκαν με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της νόμιμης προθεσμίας (άρθρα 495 §§ 1 και 2, 498, 511 513 § 1β, 516 § 1, 517 και 518 § 1 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, οι εφέσεις αυτές, που είναι συναφείς, πρέπει, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 31, 246 και 524 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, να συνεκδικαστούν, προκειμένου να διευκολυνθεί έτσι και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης με παράλληλη μείωση των εξόδων και, στη συνέχεια, να γίνουν τυπικά δεκτές, ώστε να ερευνηθούν περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 533 § 1 ΚΠολΔ, κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως [τακτική] διαδικασία.

ΙΙ. Με την ως άνω αγωγή της η ενάγουσα νομική οντότητα εκθέτει ότι συνεστήθη υπό κοινοπρακτική μορφή το έτος 2005 με συμφωνία των μελών της (δέκα [10] τον αριθμό) φυσικών και νομικών προσώπων, μεταξύ των οποίων οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, ………… και ……….. αλλά και η πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρία (η οποία είχε ιδρυθεί το έτος 2003 με την [τότε] επωνυμία «………..», από τον …. . και τη σύζυγό του ……… [μη διάδικο] και στην οποία εισήλθε ο …………… στις 6.11.2009, μετονομασθείσα αργότερα σε «……………..»), με σκοπό την από κοινού εκμετάλλευση των σκαφών της ιδιοκτησίας τους (λαντζών, φορτηγίδων και ενός [1] καβοδετικού), για κοινό λογαριασμό και όφελος, συνιστάμενο στην ποσοστιαία συμμετοχή των κοινοπρακτούντων μελών στις κερδοζημίες της κοινοπραξίας, κατά την εκτέλεση πάσης φύσεως θαλάσσιων εργασιών στην περιοχή της …… ή στη νήσο …., μεταξύ των οποίων τα έργα α) μεταφοράς από και προς τη …. του προσωπικού της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………», διαχειρίστριας του Τερματικού Σταθμού Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (ΥΦΑ), που κατασκευάστηκε εκεί, όπως και οι τρεις [3] δεξαμενές του, από τις εργολήπτριες τεχνικές εταιρίες «………», «…….» και «………..» και β) καβοδεσίας των πλοίων που προσέγγιζαν στην προβλήτα της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……..» στην ………… και απορρύπανσης – επιφυλακής στην ίδια περιοχή. Ότι στο ιδρυτικό της κοινοπραξίας συμφωνητικό, όπως ίσχυε κατά τους κρίσιμους χρόνους, μετά από διαδοχικές τροποποιήσεις του στις 9.1.2008, στις 23.11.2012 και στις 16.2.2016, που ορισμένες συνοδεύτηκαν από προσθαφαιρέσεις μελών, οριζόταν, μεταξύ άλλων, α) ότι τα (αρχικώς ένδεκα [11] και μετά τις 16.2.2016 οκτώ [8]) σκάφη που είχαν εισφερθεί στην κοινοπραξία θα εργάζονται αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, καθώς και ότι αυτών μπορούσαν, ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος, να κάνουν χρήση όλα τα μέλη της ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους στα έργα που η κοινοπραξία αναλάμβανε, β) ότι ο χρόνος διάρκειας της κοινοπραξίας εκτεινόταν μέχρι τις 16.2.2021, γ) ότι η εκπροσώπησή της είχε ανατεθεί σε τετραμελές συμβούλιο διοικήσεως που αποφάσιζε με ομοφωνία και δ) ότι σκοπό της κοινοπραξίας αποτελούσε και «… η προστασία των συμφερόντων των μελών της από πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού από οποιονδήποτε προέρχονται αυτές…», που συνιστά ρήτρα απαγόρευσης ανταγωνισμού. Ότι στις 19.1.2008 τα ιδρυτικά μέλη επέτρεψαν την έξοδο από την κοινοπραξία της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρίας, υπό την τότε επωνυμία της, τροποποιώντας ταυτόχρονα το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό με την προσθήκη όρων, που αποσκοπούσαν στην αποτροπή ανάπτυξης δραστηριότητας παρόμοιας με αυτήν της κοινοπραξίας από φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδεόμενα με το αποχωρούν μέλος, οι οποίοι ειδικότερα α) απαγόρευαν στα μέλη της πρώτης εναγόμενης να ασκήσουν λεμβουχικές εργασίες στην περιοχή της ………… και β) προνοούσαν για την καταβολή αποζημίωσης ύψους εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 €) στο ταμείο της κοινοπραξίας για κάθε πράξη αθέμιτου προς αυτήν ανταγωνισμού, των σχετικών όρων εχόντων την έννοια ο μεν πρώτος της ρήτρας περιορισμού της επαγγελματικής δραστηριότητας των δεσμευομένων από αυτήν στη συγκεκριμένη εδαφική περιοχή και ο δεύτερος της ποινικής ρήτρας, ενισχυτικής του πρώτου. Με την ίδια τροποποίηση απαγορεύθηκε η διενέργεια και η ανάληψη εργασίας με το σκάφος του ατομικά από οποιοδήποτε μέλος της κοινοπραξίας και ορίστηκε ότι «κάθε ανάληψη εργασίας γίνεται επ’ ονόματι και για λογαριασμό της κοινοπραξίας». Ότι στις 23.11.2012 από την κοινοπραξία εξήλθε η . …………….., μητέρα του τρίτου εναγομένου και ομοίως ιδρυτικό της μέλος και εισήλθαν οι . …………….., τέταρτη εναγόμενη και θυγατέρα του δεύτερου εναγόμενου και ο . …………….., πατέρας του τρίτου εναγόμενου και μη διάδικος, οι οποίοι συνεισέφεραν σ’ αυτή το καβοδετικό σκάφος ΑΜ, της κατ’ ισομοιρίαν συνιδιοκτησίας τους. Ότι κατόπιν αυτών, στις 16.2.2016, στην ενάγουσα κοινοπραξία μετείχαν 1] η…………….. με ποσοστό συμμετοχής 8% και σκάφος συμμετοχής τη λάντζα ΤΔ, 2] ο σύζυγός της…………….. με ποσοστό συμμετοχής 12% και σκάφος συμμετοχής τη λάντζα Μ, 3] ο…………….. και 4] η…………….. με ποσοστό συμμετοχής εκάστου 0,5%, που είχαν συνεισφέρει το ως άνω καβοδετικό σκάφος, 5] ο…………….. με ποσοστό συμμετοχής 17,51% και σκάφος συμμετοχής τη λάντζα ΑΝ, την οποία είχε αποκτήσει το έτος 2014, 6] ο . ……………… με ποσοστό συμμετοχής 15% και σκάφος συμμετοχής τη λάντζα Χ, 7] ο ……. με ποσοστό συμμετοχής 15% και σκάφος συμμετοχής τη λάντζα Π, 8] ο ……….. με ποσοστό συμμετοχής 13,63% και σκάφος συμμετοχής το καβοδετικό MB, 9] ο ………. με ποσοστό συμμετοχής 15% και σκάφος συμμετοχής τη φορτηγίδα Ο, 10] ο …………… με ποσοστό συμμετοχής 1,36% και 11] ο…………….., υιός του δεύτερου και αδελφός της τέταρτης των εναγομένων με ποσοστό συμμετοχής 1,50%. Ότι από της ιδρύσεώς της το έτος 2005, που αποσκοπούσε και στη δημιουργία ισχυρότερης διαπραγματευτικής θέσης προς εξασφάλιση ευνοϊκότερων συμβατικών όρων σε σχέση με αυτούς που θα επιτύγχανε κάθε μέλος της δρώντας αυτοτελώς έναντι ιδίως της ………… και των ως άνω εργολάβων της, η ενάγουσα κοινοπραξία ανέπτυξε εμπορική δραστηριότητα και δημόσια δράση στο όνομά της, αναλαμβάνοντας έκτοτε, κατόπιν συμμετοχής της σε δημόσιους μειοδοτικούς διαγωνισμούς, τα έργα μεταφοράς από και προς τη νήσο …. και τις εργασίες επιφυλακής στην προβλήτα της ….. . και αποκομίζοντας έσοδα από το συμβατικό τίμημα των συμφωνιών που κατάρτιζε με τους αντισυμβαλλομένους πελάτες της, από το οποίο κατέβαλε τα έξοδα λειτουργίας των σκαφών που της είχαν εισφερθεί (κόστος πετρελαίου κίνησης, λιπαντικών των μηχανών τους, δαπάνες ασφαλιστικής καλύψεώς τους και λοιπά) και τα οποία, όπως εκθέτει, βάρυναν την ίδια και, στη συνέχεια διένειμε το υπόλοιπο στα μέλη της ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής εκάστου, καθώς και ότι για την εκπλήρωση του σκοπού της ενεργούσε άλλοτε μεν μόνη και άλλοτε συνεργαζόμενη με την επιχείρηση του τρίτου – μη διαδίκου …. …, λεμβούχου της περιοχής, που είχε συστήσει και εκείνος αντίστοιχη κοινοπραξία και με τον οποίον είχε ήδη από το έτος 2005 συμφωνήσει την παράλειψη διενέργειας πράξεων ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα να του παρέχει υπηρεσίες σε όσα από τα έργα αναλάμβανε εκείνος και να δέχεται τις υπηρεσίες του σε όσα έργα εξασφάλιζε η ενάγουσα. Ότι στο πλαίσιο αυτό και για την εκτέλεση του έργου καβοδεσιών και απορρύπανσης – επιφυλακής που απαιτούσε τη συμμετοχή δύο [2] καβοδετικών σκαφών και το οποίο είχε επανειλημμένως ανατεθεί από την …… στο . …………….., που διέθετε όμως μόνον ένα, η ενάγουσα από το έτος 2005 παρείχε σ’ αυτόν υπηρεσίες δεύτερου καβοδετικού, παραχωρώντας του το σκάφος MB, της ιδιοκτησίας του μέλους της . …………….. ., το οποίο είχε εισφερθεί στην κοινοπραξία, αντί αμοιβής ίσης με ποσοστό 50% του ποσού που λάμβανε η κοινοπραξία του . …………….. για κάθε επιφυλακή, το οποίο κατά το δίμηνο Φεβρουαρίου – Μαρτίου του έτους 2017 ανήλθε, με συνυπολογισμό και του ποσού που απέφεραν οι καβοδετικές εργασίες στην … και τη ….., σε δεκαέξι χιλιάδες πεντακόσια είκοσι δύο ευρώ (16.522 €) συνολικά και σε οκτώ χιλιάδες διακόσια εξήντα ένα ευρώ (8.261 €) κατά μέσο όρο μηνιαίως. Ότι στις 31.3.2017 ο . …………….. διέκοψε τη συνεργασία του με την ενάγουσα και ο μεν δεύτερος εναγόμενος . ………………, με την τότε ιδιότητα του προέδρου του συμβουλίου διοικήσεώς της, προσυπέγραψε την από 7.4.2017 βεβαίωση διακοπής της συνεργασίας των δύο κοινοπραξιών, χωρίς να λάβει τη σύμφωνη γνώμη των λοιπών μελών της, οι δε λοιποί «αντίδικοί της» συνεργάστηκαν με το . …………….. παρέχοντάς του υπηρεσίες με το καβοδετικό «τους» ΑΜ, μολονότι αυτό είχε εισφερθεί στην κοινοπραξία ήδη από το έτος 2012, «προς όφελός τους και εις βάρος των συμφερόντων της κοινοπραξίας», που πιο πριν του παρείχε εκείνη επ’ αμοιβή τις ίδιες υπηρεσίες, με αποτέλεσμα η μεν κοινοπραξία του   …………….. να εισπράξει το χρηματικό ποσό των εκατόν δεκαπέντε χιλιάδων εξακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ (8.261 € Χ 14 μήνες = 115.654 €) κατά το χρονικό διάστημα που εξακολούθησε να εκτελεί τα ίδια έργα (καβοδεσίας και επιφυλακής – απορρύπανσης), δηλαδή από 1.4.2017 έως και 6.6.2018, οπότε «οι αντίδικοι» της ενάγουσας εξήλθαν, όπως πιο κάτω θα αναφερθεί, από αυτήν «με τα σκάφη τους», ενώ το ίδιο χρηματικό ποσό θα έπρεπε να εισρεύσει στο ταμείο της (ενάγουσας), κατ’ εφαρμογή του όρου που είχε περιληφθεί στο κοινοπρακτικό και προέβλεπε ότι «κάθε ανάληψη εργασίας γίνεται επ’ ονόματι και για λογαριασμό της κοινοπραξίας». Ότι το μήνα Μάρτιο του ιδίου εκείνου έτους [2017] τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα επαναδραστηριοποίησαν την πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρία και ναύλωσαν τη λάντζα ΕΙΙ, ιδιοκτησίας του εξ αυτών…………….., προκειμένου να αναλάβουν, όπως και ανέλαβαν, το έργο της μεταφοράς του προσωπικού της εργοληπτικής τεχνικής εταιρίας …….. στη νήσο ……., το οποίο εκτελούσε «αφιλοκερδώς και εν αναμονή σύμβασης μαζί της» η ενάγουσα από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2016, οπότε η εταιρία ………. δραστηριοποιήθηκε στα έργα της ……., εξυπηρετώντας το προσωπικό της εταιρίας αυτής με μία [1] από τις δύο [2] λάντζες που χρησιμοποιούσε για τη μεταφορά και του προσωπικού της ……. στη …….., καθώς και ότι με τον τρόπο αυτό ζημίωσαν την ενάγουσα με το ποσό των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων ευρώ (162.000 €), το οποίο θα λάμβανε ως συνολικό «συμβατικό τίμημα» κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2017 έως και 30.9.2018, αν αναλάμβανε η ίδια, όπως εκτιμάται, το έργο που ανέλαβε η πρώτη εναγόμενη και το οποίο υπολογίζει με βάση το μηνιαίο «κόστος» της μεταφοράς στη …………….. του προσωπικού της τεχνικής εταιρίας …….., που εκτελούταν με την έτερη λάντζα της (τον Π ιδιοκτησίας του τότε μέλους της……………..), ύψους εννέα χιλιάδων ευρώ (9.000 €), το οποίο ανάγει σε δεκαοκτάμηνη διάρκεια. Ότι, μιας και η λάντζα ΕΙΙ   «στάθμευε στη νήσο …………….. και εκτελούσε περιστασιακά δρομολόγια και για τις δύο εταιρίες», το έργο που ανέλαβε η πρώτη εναγόμενη εξακολουθούσαν να εκτελούν οι λάντζες της κοινοπραξίας, την οποία επιβάρυναν τα έξοδα λειτουργίας τους και ότι προς αποφυγή διαμαρτυριών των λοιπών μελών της κοινοπραξίας που στα πλαίσια της κοινής χρήσης των λαντζών για την ταυτόχρονη μεταφορά του προσωπικού τόσο της ……, που είχε αναλάβει η ενάγουσα, όσο και της ……, που ανέλαβε η πρώτη εναγόμενη, εκτελούσαν βάρδιες σε όλες τις λάντζες ανεξαρτήτως της ιδιοκτησίας τους, πλην της λάντζας ΑΝ του     …………….., ο οποίος από την εισφορά της στην κοινοπραξία το έτος 2014 είχε απαγορεύσει τη χρήση της από τους λοιπούς κοινοπρακτούντες, ο ………, επιδεικνύοντας την ίδια με το συνεναγόμενό του αντισυμβατική συμπεριφορά, απαγόρευσε και αυτός την είσοδο των λοιπών μελών της ενάγουσας στη λάντζα Μ  της ιδιοκτησίας του. Ότι όλα αυτά συνέβησαν ενώ ήδη από τις αρχές του έτους 2016 ο τρίτος εναγόμενος και τότε αντιπρόεδρος της ενάγουσας…………….. είχε εκδηλώσει αντισυμβατική συμπεριφορά, καθώς παρακράτησε παράτυπα τα έγγραφα της από 16.2.2016 τροποποίησης του κοινοπρακτικού, τα οποία υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας μόλις στις 17.3.2016 και τούτο προκειμένου να προηγηθεί η απόφαση της …… επί της έγγραφης επιστολής που της είχαν ενυπογράφως απευθύνει τα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας (πλην αυτού και του πατρός του .) από κοινού με τον ως άνω μη διάδικο . …………….., με την οποία διαμαρτύρονταν για τη σχεδιαζόμενη ενόψει της νέας, τότε, διαγωνιστικής διαδικασίας για την ανάθεση του έργου της μεταφοράς του προσωπικού της στη …………….., μεταβολής των προδιαγραφών των σκαφών που θα μπορούσαν να μετάσχουν σ’ αυτή, η οποία ευνοούσε το . …………….., τον μόνο που διέθετε λάντζα των νέων προδιαγραφών, ο οποίος τελικώς ενήργησε μόνον αφού η …….. δέχθηκε το υποβληθέν από τους λεμβούχους της περιοχής αίτημα και αύξησε τα έτη παλαιότητας των σκαφών, ώστε να πληρούν τα κριτήρια του νέου διαγωνισμού και άλλες λάντζες πλην της δικής του. Ότι στις 6.9.2017 με εξώδικη δήλωσή τους τα έως τότε μέλη της ενάγουσας ………. (εναγόμενοι), ………. δήλωσαν ότι από τις 7.6.2018 παύουν να αποτελούν μέλη της και ότι για το λόγο αυτό τα εναπομείναντα μέλη της κοινοπραξίας ……………….., προέβησαν σε τροποποίηση του καταστατικού της, η οποία εξακολούθησε νομίμως να υφίσταται ως νομική οντότητα, εκπροσωπούμενη πλέον από τριμελές διοικητικό συμβούλιο, απαρτιζόμενο από τους τρεις [3] πρώτους των ανωτέρω, με τις ιδιότητες του προέδρου, του αντιπροέδρου και του ταμία αντίστοιχα και καταχώρησαν την τροποποίηση αυτή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας Αττικής, δημοσιεύοντας μάλιστα τη σχετική ανακοίνωση στο Γ.Ε.ΜΗ. στις 19.6.2018. Ότι στις 26.4.2017 τα υπό αποχώρηση μέλη της ενάγουσας προσκάλεσαν με εξώδικη επιστολή τους τα εναπομείναντα σε τροποποίηση του καταστατικού, ώστε να περιοριστεί η κοινοπρακτική δέσμευση όλων στα δύο [2] μόνον έργα που εκτελούσε μέχρι τότε η κοινοπραξία και, συγκεκριμένα, στα έργα μεταφοράς προσωπικού της ……. και της ………., ώστε, αν παρουσιαστούν στο μέλλον νέες ευκαιρίες για εκτέλεση έργων πέραν των ανωτέρω, να δύνανται οι πλοιοκτήτες των σκαφών να συμφωνούν μεταξύ τους ή με τρίτους καταρτίζοντας νέο κοινοπρακτικό, όμως η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή, καθώς και ότι, στη συνέχεια, το μήνα Ιανουάριο του έτους 2018, ο δεύτερος εναγόμενος ……. αρνήθηκε να εντάξει στο μηνιαίο πρόγραμμα εργασιών της ενάγουσας, το οποίο με την ιδιότητα του προέδρου της διοίκησής της εκπονούσε, τη λάντζα ΑΓ, την οποία απέκτησαν τα εναπομείναντα μέλη της κοινοπραξίας, μολονότι αυτή πληρούσε τις προδιαγραφές της …….. και εξακολούθησε να επιτρέπει τη συμμετοχή στην εκτέλεση του έργου μόνο των σκαφών που ανήκαν στην ιδιοκτησία εκείνου, του . …………….. και του   ……………… Τέλος, ότι την 1η.6.2018 η …… ανέθεσε το έργο της μεταφοράς του προσωπικού της στη …………….., για έξι [6] μήνες ακόμα, κατά παράταση της σύμβασης που είχε συνάψει με την ενάγουσα στις 6.6.2016, στην πρώτη εναγόμενη, η οποία το ανέλαβε και το εκτέλεσε με τις λάντζες Μ, ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγόμενου   …………….., ΑΝ, ιδιοκτησίας του τρίτου εναγόμενου   …………….. και ΕΑ, ιδιοκτησίας του   …………….., ο οποίος εισήλθε σ’ αυτήν ως μέλος, ζημιώνοντας την ενάγουσα με το χρηματικό ποσό των ογδόντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (85.500 €), το οποίο αντιστοιχεί στο συνολικό συμβατικό τίμημα της εξάμηνης αναθέσεως, μολονότι πιο πριν (η ……………) είχε απευθυνθεί στην ενάγουσα πρόσκληση εκδηλώνοντας την πρόθεση της να της αναθέσει, κατά παράταση, το έργο της συγκεκριμένης μεταφοράς, για να ανακαλέσει την πρότασή της αυτή όταν οι εναγόμενοι με επιστολή τους προς τη …………….. ΑΕ στις 16.5.2018 ισχυρίστηκαν ότι η ενάγουσα επρόκειτο να λυθεί στις 7.6.2018, κατόπιν της εξόδου των ιδίων από αυτήν, γεγονός που ήταν ψευδές, αφού, παρά την από 6.9.2017 σχετική δήλωση των εναγομένων, ουδέποτε συντάχθηκε ούτε υπογράφηκε σχετικό πρακτικό λύσης, ενώ ήδη από 15.5.2018 τα εναπομείναντα μέλη της κοινοπραξίας είχαν ενημερώσει εγγράφως την …………….. ΑΕ ότι αποδέχονται την πρόταση παράτασης, καθώς εξακολουθούσαν να αποτελούν νομική οντότητα και διέθεταν σκάφη πληρούντα τις προδιαγραφές της εργοδότριας, μεταξύ των οποίων και τη λάντζα ΑΓ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση τα περιστατικά αυτά και ισχυριζόμενη προσθέτως ότι οι εναγόμενοι είχαν σκοπό καταργήσεως της κοινοπραξίας προς εξυπηρέτηση ιδίων οικονομικών συμφερόντων και απόκτηση κέρδους, η ενάγουσα υποστήριξε περαιτέρω ότι οι τελευταίοι επέδειξαν αντισυμβατική, παράνομη και αθεμίτως ανταγωνιστική συμπεριφορά, στην οποία περιλαμβάνεται τόσο ο άμεσος ανταγωνισμός με την επαναδραστηριοποίηση της πρώτης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας όσο και ο έμμεσος με τη συμμετοχή σ’ αυτήν των λοιπών εναγομένων, δια της οποίας κατόρθωσαν αρχικώς να την αποστερήσουν από το κέρδος που θα της απέφεραν οι συναλλαγές που προαναφέρθηκαν και εν τέλει να την απογυμνώσουν από όλα τα έργα που είχε αναλάβει, με αποτέλεσμα να έχει πλέον μηδενικά έσοδα, καθώς και ότι τούτο ο εναγόμενοι πέτυχαν «ενόψει των επαφών που διατηρούσαν με τον κύκλο πελατών της κοινοπραξίας, άρα και της δυνατότητας που είχαν να εισχωρήσουν στον κύκλο αυτό και να τον σφετεριστούν για δικούς τους ανταγωνιστικούς σκοπούς». Για τους λόγους αυτούς και με την επίκληση των διατάξεων των άρθρων 914, 919, 920, 932 ΑΚ και του Ν. 146/1914 η ενάγουσα ζήτησε με την αγωγή της να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν ενεχόμενοι εις ολόκληρον έκαστος Α] το χρηματικό ποσό των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων ευρώ (162.000 €), «που αντιστοιχεί στο έργο μεταφοράς προσωπικού της ……, καθώς εκτελείτο … με τις λάντζες που είχαν εισφερθεί στην κοινοπραξία», Β] το χρηματικό ποσό των εκατόν δεκαπέντε χιλιάδων εξακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ (115.654 €), «που αντιστοιχεί σε έσοδα του καβοδετικού ΑΜ που είχε εισφερθεί στην κοινοπραξία» και «έπρεπε οι εναγόμενοι να τα εισφέρουν στο ταμείο της» και Γ] το χρηματικό ποσό των ογδόντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (85.500 €), «που αντιστοιχεί στην εξάμηνη παράταση του έργου της ……………..  , την οποία παράταση θα αναλάμβανε η ενάγουσα εάν δεν μεσολαβούσε η παράνομη και ανταγωνιστική προς την κοινοπραξία συμπεριφορά των εναγομένων». Προσθέτως, η ενάγουσα επικαλέστηκε ότι από τη συμπεριφορά αυτή έχει τρωθεί η φήμη, η εμπορική της πίστη και το εμπορικό της μέλλον και προς ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης ζήτησε Δ] να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων στην εις ολόκληρον καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των τριάντα πέντε χιλιάδων ευρώ (35.000 €), άπαντα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής της και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, η ενάγουσα ζήτησε Ε] να υποχρεωθεί καθένας των εναγομένων να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 €) ως συμφωνημένη ποινική ρήτρα που κατέπεσε λόγω της εκτεθείσας αντισυμβατικής συμπεριφοράς τους.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη αφενός μεν στη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 146/1914, που ως ειδικότερη θέτει εκποδών τη γενικότερη αδικοπρακτική διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, η οποία σε κάθε περίπτωση δε θα μπορούσε να εφαρμοστεί, επειδή οι επίμαχες ζημιογόνες πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων, που κατά τα εκτιθέμενα ταυτίζονται με διαδοχικές παραβιάσεις της κοινοπρακτικής συμβάσεως, δε θα ήταν καθαυτές παράνομες εκτός των πλαισίων της συμβατικής σχέσης των διαδίκων και, αφετέρου, στις διατάξεις των άρθρων 71, 297, 299, 330, 346, 361, 404 επομ., 747,  919, 920 και 932 ΑΚ και στη συνέχεια, αφού την απέρριψε κατ’ ουσίαν ως προς την πρώτη εναγόμενη, δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και με την προσβαλλόμενη απόφασή του αναγνώρισε την υποχρέωση των λοιπών εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας τους στην ενάγουσα α] το χρηματικό ποσό των ογδόντα πέντε χιλιάδων ευρώ (85.000 €) ως αποζημίωση για την απώλεια των εσόδων που θα αποκόμιζε η ενάγουσα από την εξάμηνη παράταση της σύμβασής της με τη ……………..   κατά το χρονικό διάστημα από 7.6.2018 έως 7.12.2018 και τα οποία στερήθηκε επειδή τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα  επαναδραστηριοποίησαν την πρώτη εναγόμενη και, κατά παράβαση της ρήτρας απαγόρευσης ανταγωνισμού που είχε περιληφθεί στο κοινοπρακτικό ιδιωτικό συμφωνητικό, δραστηριοποιήθηκαν επιχειρηματικά μέσω αυτής με σκοπό το κέρδος και ανέπτυξαν ανταγωνιστική προς την ενάγουσα συμπεριφορά αντίθετα προς τα χρηστά ήθη, διαδίδοντας μάλιστα προς τη …………….. τον εν γνώσει τους ψευδή ισχυρισμό ότι η ενάγουσα θα λυθεί στις 6.6.2018, β] το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €) ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης και γ] το χρηματικό ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) ως ποινική ρήτρα, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως των εναγομένων περί μειώσεώς της στο προσήκον μέτρο. Συνολικώς δε επιδίκασε στην ενάγουσα εκατόν σαράντα χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (140.500 €) εντόκως νομίμως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής που έγινε εν μέρει δεκτή.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότερες οι εν μέρει ηττηθείσες διάδικες πλευρές και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως.

ΙΙΙ. Ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής της καλόπιστης εκπλήρωσης των συμβάσεων (άρθρα 281 και 288 ΑΚ), ιδίως δε αυτών που παράγουν διαρκή ενοχή και εμφανίζουν έντονο το στοιχείο της εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, συνιστά, στο πεδίο των προσωπικών εταιριών του εμπορικού δικαίου, η υποχρέωση πίστης των εταίρων, που επιβάλλει την πρόταξη του εταιρικού συμφέροντος σε περίπτωση αντίθεσής του προς τα ατομικά συμφέροντά τους (ΜονΕφΕυβ. 92/2016, ΧρΙΔ 2017/362, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, ΙΙ, 2007, § 32, αρ. 66, σελ. 740). Η υποχρέωση πίστης θετικά επιτάσσει τον εταίρο να πράττει ο,τιδήποτε απαιτείται για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού και αρνητικά του απαγορεύει κάθε συμπεριφορά που δυσχεραίνει την ευόδωσή του (ΑΠ 1315/2017, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ. 664/2019, Αρμ. 2020/1671, ΜονΕφΘεσ. 1901/2018, Αρμ. 2018/1494, 1990). Η θετική όψη συνάγεται [και] από τη διάταξη του άρθρου 741 ΑΚ, που συγκεκριμενοποιεί την υποχρέωση των εταίρων να επιδιώκουν με αμοιβαίες εισφορές την επίτευξη κοινού σκοπού και, επομένως, να διαφυλάσσουν τα συμφέροντα της εταιρίας και των συνεταίρων τους, ενώ η αρνητική αποτυπώνεται κανονιστικά στη διάταξη του άρθρου 747 ΑΚ, που εισάγει γενική ρήτρα και ορίζει ότι ο εταίρος δεν δικαιούται να ενεργεί για δικό του ή ξένο λογαριασμό πράξεις αντίθετες με τα συμφέροντα της εταιρίας. Αντίθετη στο εταιρικό συμφέρον είναι κάθε ενέργεια (πράξη ή παράλειψη) που παραβλάπτει ή διακινδυνεύει την επίτευξη του εταιρικού σκοπού, ανεξαρτήτως αν επιχειρείται για λογαριασμό του ίδιου του εταίρου ή τρίτου. Η εξειδίκευση της γενικής ρήτρας γίνεται με βάση την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, λαμβανομένων υπόψη του πράγματι επιδιωκόμενου εταιρικού σκοπού (ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝ 2002/472) και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τύπου της συγκεκριμένης εταιρίας (ΕφΠατρ. 903/2007, ΑχΝομ 2008/536), μεταξύ των οποίων και η ένταση του προσωπικού συμβατικού δεσμού των εταίρων (Ρ. Γιοβαννόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη [επιμ.], Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], Ι, 2010, άρθρο 747, αρ. 4, σελ. 1435 επομ., Μ. Μηνούδης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, τόμος IV, 1982, άρθρο 747, αρ. 3, σελ. 24). Την πρακτικά σημαντικότερη περίπτωση παράβασης του άρθρου 747 ΑΚ, ιδίως στις εταιρίες που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό (Ν. Τέλλης, Ρήτρα μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού στο δίκαιο των εταιριών και επιχειρήσεων, 2007, σελ. 53), αποτελεί η διενέργεια από τον εταίρο πράξεων ανταγωνισμού της εταιρίας (ΑΠ 339/2010, ΧρΙΔ 2011/206 = Ε7 2012/638, ΤριμΕφΘεσ. 1875/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως ανταγωνιστικές πράξεις θεωρούνται εκείνες που εμπίπτουν στο περιεχόμενο του εταιρικού σκοπού (ΤριμΕφΘεσ. 1097/2015, ΕπισκΕΔ 2015/258, ΕφΔωδ. 209/1998, ΕπισκΕΔ 1999/822), ενώ στην ανταγωνιστική δραστηριότητα περιλαμβά­νεται τόσον ο άμεσος (που εκδηλώνεται με την ίδρυση νέας ή την ενεργοποίηση υφιστάμενης μεν πλην αδρανοποιημένης ανταγωνιστικής επιχείρησης), όσον και ο έμμεσος ανταγωνισμός, υπό την έννοια της συμμετοχής του εταίρου σε άλλη εταιρία, που δραστηριοποιείται στον ίδιο ή παραπλήσιο επιχειρηματικό τομέα με την εταιρία στην οποία είναι ήδη μέλος (ΑΠ 339/2010, ο.π.), αφού η ενέργεια αυτή διακινδυνεύει την οικονομική βιωσιμότητά της και θάλπει τον ανταγωνισμό άλλου, ιδίως όταν αυτός ο τελευταίος εκμεταλλεύεται για δικό του όφελος επιχειρηματικές ευκαιρίες σχετιζόμενες με επικείμενες συναλλαγές με τρίτους, με αποτέλεσμα να αυξάνει τον κύκλο εργασιών του σε βάρος της εταιρίας (Π. Παναγιώτου, Η action pro socio και η αρχή της υποχρέωσης πίστης ως μέσο περιορισμού της στο εταιρικό δίκαιο, ΕΕμπΔ 2013/291 επομ. [307]). Στην περίπτωση αυτή ο εταίρος ευθύνεται υπό δύο [2] προϋποθέσεις και, συγκεκριμένα, εφόσον οι επικείμενες συναλλαγές υπάγονται στο πεδίο της πραγματικής δραστηριότητας της εταιρίας του, που μπορεί και να υπολείπεται του καταστατικού σκοπού της, όπως συμβαίνει όταν το εύρος του εταιρικού αντικειμένου έχει περιοριστεί με ομόφωνη απόφαση όλων των συνεταίρων μετά την ίδρυση της εταιρίας, η οποία, επιπλέον, δεν πρέπει να εμποδίζεται από λόγους οικονομικούς ή νομικούς να τις συνάψει η ίδια (πρβλ Ε. Καραμανάκου, Η υποχρέωση πίστης των μετόχων, 2013, σελ. 346 – 349). Η απαγόρευση ανταγωνισμού (και η υποχρέωση πίστης γενικότερα) ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της παραγωγικής λειτουργίας της εταιρίας αλλά καταρχήν και μετά τη λύση της και μέχρι τη λήξη της εκκαθάρισής της, οπότε θραύεται ο εταιρικός δεσμός (ΤριμΕφΠατρ. 210/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καθώς, όμως, στο εκκαθαριστικό στάδιο ο εταιρικός σκοπός περιορίζεται στην περάτωση των εκκρεμών εννόμων σχέσεων που είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως, αντίστοιχα περιστέλλεται το περιεχόμενο και το μέτρο της υποχρέωσης πίστης, με αποτέλεσμα η απαγόρευση από το άρθρο 747 ΑΚ να καταλαμβάνει πλέον μόνον εκείνες τις πράξεις που διακινδυνεύουν την επιτυχή ολοκλήρωση της εκκαθάρισης, που κατατείνει στην εξόφληση των εταιρικών χρεών, την απόδοση των εισφορών στους εταίρους και στη διανομή του τυχόν προκύπτοντος υπολοίπου (άρθρα 780 και 782 ΑΚ). Υπό την έννοια αυτή ο εταίρος απαλλάσσεται από την υποχρέωση να απέχει από πράξεις ανταγωνισμού της εταιρίας του και, συγκεκριμένα, από τη συμμετοχή του σε ανταγωνίστρια εταιρία ή από τη σύναψη επικερδών συναλλαγών με τρίτους στο όνομά του και για δικό του λογαριασμό, αφού αυτές δεν παραβλάπτουν το σκοπό της εκκαθάρισης, που αποβλέπει στη διατήρηση της υφιστάμενης κατά τη λύση της εταιρίας περιουσίας της και όχι, πλέον, στην επαύξησή της. Άλλωστε, κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, ιδίως αν αυτό επέρχεται συννόμως πριν τη λήξη της συμβατικής διάρκειας της εταιρίας, η σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των εταίρων, από την οποία απορρέει η υποχρέωση πίστης, έχει ήδη, αν όχι διαρραγεί, τουλάχιστον ατονήσει και για το λόγο αυτό δεν μπορεί, εξαιτίας μόνης της εταιρικής του ιδιότητας, να αξιωθεί από τον εταίρο, που αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να μεριμνήσει για τη μελλοντική επιχειρηματική του δραστηριότητα, να απέχει από πράξεις που οποιοσδήποτε τρίτος θα επιχειρούσε ακωλύτως (Α. Παπαδόπουλου, Υποχρέωση πίστης των εταίρων στις προσωπικές εμπορικές εταιρίες, Αρμ. 1983/633 επομ. [637], Π. Παπαπαναγιώτου, Περί της απαγορεύσεως εις τους εταίρους και τους διαχειριστάς όπως ασκούν πράξεις ανταγωνισμού έναντι της εταιρίας, ΕΕμπΔ 1962/13 επομ. [27], Κ. Βρεττάς, Υποχρέωση πίστης στις προσωπικές εταιρίες, λειτουργία και εκφάνσεις, ΕπιστΕπετΔΣΘ 2001/253 επομ. [263]). Η υποχρέωση πίστης και συνακόλουθα η απαγόρευση ανταγωνισμού παύσει επίσης να ισχύει όταν, πριν τη λύση της εταιρίας, ο εταίρος εξέρχεται για οποιονδήποτε λόγο από αυτήν (ΕφΘεσ. 870/2008, ΕπισκΕΔ 2008/1130 = Αρμ. 2009/883). Στην περίπτωση αυτή, όμως, είναι επιτρεπτή η επέκταση με ειδική συμφωνία της απαγόρευσης ανταγωνισμού στο μετασυμβατικό στάδιο μετά τη λύση της εταιρίας ή την αποχώρηση του εταίρου από αυτήν. Η συμφωνία αυτή (μετενέργειας ή μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού), που μπορεί να αφορά είτε στην άμεση ανταγωνιστική δραστηριότητα είτε στη συμμετοχή του εταίρου σε ανταγωνιστική εταιρία, είναι, ενόψει της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας (άρθρο 5 § 1 Σ) και της εξ αυτής απορρέουσας ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), καταρχήν έγκυρη (ΤριμΕφΑθ. 5131/2011, ΔΕΕ 2012/24 = ΕΕμπΔ 2012/456), ωστόσο το κύρος της ελέγχεται με βάση τα άρθρα 178 και 179 ΑΚ και αναιρείται όταν η ρήτρα περιορίζει υπέρμετρα την ελευθερία του εταίρου στο πεδίο της μελλοντικής επαγγελματικής και γενικότερα της οικονομικής του δραστηριότητας (ΜονΕφΘεσ. 1901/2018, Αρμ. 2018/1494, 1990). Κριτήρια του ελέγχου αποτελούν η χρονική διάρκεια της απαγόρευσης, η τοπική έκτασή της, το είδος της απαγορευόμενης επαγγελματικής δραστηριότητας και το αντάλλαγμα που τυχόν δικαιούται ο εταίρος ως αποζημίωση για την παράλειψη ανταγωνιστικής δραστηριότητας, το οποίο θα αντισταθμίζει τη ζημία που θα υποστεί κατά το διάστημα του αποκλεισμού του από την οικονομική ζωή (ΑΠ 1041/2010, ΕπισκΕΔ 2011/91 = ΧρΙΔ 2011/375 = Δνη 2011/724, ΕφΘεσ. 870/2008, ο.π., Ν. Ρόκας, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, 2016, § 36, αρ. 72, σελ. 239, Μ. – Θ. Μαρίνος, Απαγορεύσεις ανταγωνισμού – Συγκρούσεις συμφερόντων στις κεφαλαιουχικές εταιρίες, 1997, σελ. 75 επομ.). Στο δίκαιο των εταιριών η υποχρέωση μη ανταγωνισμού είτε συναγόμενη από την υποχρέωση πίστης για όσο χρόνο διαρκεί η εταιρική ιδιότητα είτε ρητώς συνομολογούμενη βάσει ρήτρας μετενέργειας έχει για τον εταίρο το χαρακτήρα παροχής συνιστάμενης σε παράλειψη κατά την έννοια του άρθρου 287 εδαφ. β΄ ΑΚ και η παραβίασή της γεννά ευθύνη συμβατική (Μ. – Θ. Μαρίνος, ο.π., σελ. 73, Β. Αντωνόπουλος, Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, 2012, σελ. 143 επομ., Γ. Μπαμπέτας, παρατ. σε ΔΕΕ 2015/140 επομ.). Η τέτοια νομική φύση της ευθύνης αυτής είναι αδιαμφισβήτητη επί παραβιάσεως ρήτρας μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού, ενώ καταφάσκεται (Ρ. Γιοβαννόπουλος, ο.π., αρ. 7, σελ. 1436) και επί συμπεριφοράς που συνιστά παραβίαση του άρθρου 747 ΑΚ, ενόψει και του ενδοτικού χαρακτήρα της διατάξεως αυτής (ΕφΑθ. 6514/2009, Δνη 2010/513 = ΕΕμπΔ 2010/620 = Ε7 2012/235), που επιτρέπει την απαλλαγή όλων ή ορισμένων από τους εταίρους από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το καθήκον εταιρικής πίστεως, εφόσον, βέβαια, δεν αναιρείται η δυνατότητα της συλλογικής επιδίωξης του κοινού σκοπού (ΕφΠειρ. 1114/1982, ΕΕμπΔ 1983/419). Για την περίπτωση μη εκπληρώσεως της κύριας ενοχής του, δηλαδή μη αποχής από την απαγορευμένη πράξη αλλά τελέσεως αυτής, είναι δυνατή η ανάληψη εκ μέρους του εταίρου της υποχρέωσης καταβολής χρηματικού ποσού με άλλη συμφωνία, ενισχυτική της εταιρικής σύμβασης ή της ρήτρας μετενέργειας. Η παρεπόμενη αυτή συμφωνία αποτελεί γνήσια ποινική ρήτρα κατά την έννοια του άρθρου 404 ΑΚ, αφού ασφαλίζει την κύρια ενοχική υποχρέωση του εταίρου και, επιπλέον, συνιστά μορφή αποζημίωσης του δανειστή για την ασυνέπεια του οφειλέτη (ΑΠ 836/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 797/2010, ΕπισκΕΔ 2010/817 = Δνη 2011/1342), παράγει δε αυτοτελή ενοχή, η γέννηση της οποίας τελεί υπό αναβλητική αίρεση. Πράγματι, η ποινή καταπίπτει σε περίπτωση υπαίτιας μη εκπλήρωσης της κύριας ενοχής (ΑΠ 572/2020, ΤριμΕφΑθ. 432/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η κατάπτωσή της επέρχεται ακόμα και αν ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμία ζημία (άρθρο 405 εδαφ. β΄ ΑΚ). Σε περίπτωση που η ποινική ρήτρα έχει εξαρτηθεί από την τέλεση πράξεων ανταγωνισμού κατά παράβαση της συμφωνημένης υποχρέωσης αποφυγής τους, η ποινή καταπίπτει από το χρόνο εκδηλώσεως της απαγορευμένης συμπεριφοράς (ΕφΝαυπλ. 36/1967, ΝοΒ 1967/462, Μ. Βαρελά, ΣΕΑΚ, Ι, 2010, άρθρο 405, αρ. 7, σελ. 830, Γ. Ταμπάκης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, τόμος IΙ, 1997, άρθρο 405, αρ. 11, σελ. 414, Ι. Σόντης, ΕρμΑΚ, άρθρο 405, αρ. 14, Α. Γαζής, ΕρμΑΚ, εισαγ. άρθρ. 335 – 348, αρ. 34), χωρίς να απαιτούνται άλλες προϋποθέσεις, όπως η όχληση του δανειστή (που είναι αναγκαία για την υπερημερία του οφειλέτη ως προς την εκπλήρωση της κύριας παροχής του, όταν αυτή συνίσταται σε πράξη), αφού ο υποσχεθείς την καταβολή της ποινής έχει περιέλθει, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, ήδη σε κατάσταση αδυναμίας παροχής, δεδομένου ότι τέλεσε την πράξη, η παράλειψη της οποίας αποτελούσε τη συμβατική παροχή του. Τα πράγματα δεν παραλλάσσουν ακόμα και αν η ίδια ποινική ρήτρα θεωρηθεί μη γνήσια, αντιμετωπιστεί δηλαδή ως αυτοτελής, μη ρυθμισμένη στον ΑΚ, σύμβαση που δεν ενισχύει την εκπλήρωση άλλης (κύριας) ενοχής (ΑΠ 845/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, AΠ 1433/1998, Δνη 1999/633 = ΕΕΝ 2000/153 = ΕΤρΑξΧρΔ 2000/121), όπως γίνεται δεκτό (ΜονΕφΠειρ. 176/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 870/2008, ο.π.) ότι ισχύει στην περίπτωση υπόσχεσης αποφυγής ανταγωνιστικών πράξεων από τον εταίρο μετά τη λύση της εταιρικής σύμβασης ή από τον εργαζόμενο μετά τη λήξη της εργασιακής σχέσης, καθώς και τότε η υπαίτια εκδήλωση της ανταγωνιστικής δράσης πληροί άνευ άλλου τινός το πραγματικό της συμφωνίας (άρθρο 361 ΑΚ) και επιφέρει ως έννομη συνέπεια την κατάπτωση της ποινής. Άλλωστε και επί μη γνήσιας ποινικής ρήτρας εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του άρθρου 409 ΑΚ (ΑΠ 975/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που ορίζει ότι «αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, από το δικαστήριο στο μέτρο που αρμόζει. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει». Για τη διαπίστωση της δυσαναλογίας της ποινής και του αρμόζοντος μέτρου λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, η οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή, που επλήγησαν από την αθέτηση της σύμβασης, η έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, ο βαθμός του πταίσματός του και η ενδεχόμενη ωφέλειά του από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (ΑΠ 892/2019, ΑΠ 928/2019, ΑΠ 98/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παραβίαση της υποχρέωσης πίστης με τη διενέργεια πράξεων ανταγωνισμού της εταιρίας από τον εταίρο που εξακολουθεί να έχει την εταιρική ιδιότητα, όπως και η αθέτηση της ρήτρας μη ανταγωνισμού για το συμφωνηθέν χρονικό διάστημα μετά την αποχώρηση του εταίρου από την εταιρία και τη λήξη της εταιρικής σχέσης θεμελιώνουν αξίωση για άρση και παράλειψη στο μέλλον της ανταγωνιστικής δραστηριότητας, έστω και αν ο εταίρος ενεργεί ανυπαίτια, ενώ αν τον βαρύνει υπαιτιότητα ευθύνεται και προς αποζημίωση κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330, 361, 746 και 747 ΑΚ (ΑΠ 339/2010, ο.π., ΤριμΕφΘεσ. 1875/2021, ο.π., ΤριμΕφΠατρ. 210/2018, ο.π.). Σε κάθε περίπτωση η ευθύνη του προς αποζημίωση είναι δευτερογενής ενδοσυμβατική, καθώς ο νόμιμος λόγος της είναι η συμβατική παράβαση και όχι η αδικοπραξία, αφού η διενέργεια πράξεων ανταγωνισμού δεν θα ήταν καθαυτή παράνομη αν έλλειπε η συμβατική δέσμευση προς παράλειψή τους (ΟλΑΠ 967/1973, ΝοΒ 1974/505, ΑΠ 895/2004, ΧρΙΔ 2004/1009), δεδομένου ότι τότε ο ανταγωνισμός θα είναι καταρχήν θεμιτός. Άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 747 ΑΚ δεν ιδρύει αυτοτελή νόμιμο λόγο ευθύνης προς αποζημίωση, η οποία προϋποθέτει και υπαιτιότητα, που κρίνεται κατά το άρθρο 330 ΑΚ σε συνδυασμό προς το τυχόν ειδικότερα ισχύον μέτρο ευθύνης (Μ. Μηνούδης, ο.π., αρ. 6, σελ. 25, πρβλ, όμως, ΕφΑθ. 5131/2011, ο.π., κατά την οποία η παραβίαση της υποχρέωσης παράλειψης ανταγωνισμού ιδρύει αδικοπρακτική ευθύνη του διευθύνοντος συμβούλου ανώνυμης εταιρίας, επειδή η υποχρέωσή του αυτή προβλέπεται από το νόμο). Πάντως, αδικοπρακτική ευθύνη του εταίρου που παραβιάζει την υποχρέωση μη ανταγωνισμού ή τη ρήτρα μετενέργειας μπορεί να στοιχειοθετηθεί, αν ο ανταγωνισμός είναι αθέμιτος, όταν δηλαδή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 919 ΑΚ και της σχετικής ειδικής νομοθεσίας, δεδομένου ότι η παράβαση των συμβατικών απαγορεύσεων ανταγωνισμού δεν καθιστά αυτόν άνευ ετέρου αθέμιτο (ΑΠ 167/2015, Ε7 2015/715, ΑΠ 852/2015, ΧρΙΔ 2015/692 = Ε7 2015/1436, ΤριμΕφΑθ. 2666/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 76/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3598/2008, ΔΕΕ 2009/53, με σημείωμα Ε. Μαστρομανώλη, Μ. – Θ. Μαρίνος, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, 2021, αρ. 10.74, σελ. 310, Ν. Ρόκας, ο.π., αρ. 73, σελ. 239, ο ίδιος, γνμδ σε ΕΕμπΔ 2006/725 επομ. [733], Λ. Κοτσίρης, Δίκαιο Ανταγωνισμού, 2015, αρ. 132 – 133, σελ. 111). Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του Ν. 146/1914 «περί αθέμιτου ανταγωνισμού» θεσπίζεται απαγόρευση κάθε πράξης κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές που τελείται με σκοπό ανταγωνισμού και είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη και ιδρύεται ευθύνη του παραβάτη για άρση και παράλειψη στο μέλλον της ανταγωνιστικής ενέργειας και για αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από αυτήν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που εισάγει γενική ρήτρα απαγόρευσης (ΑΠ 1041/2010, ο.π.), ουσιώδεις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξίωσης για αποζημίωση επί αθέμιτου ανταγωνισμού, που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά (ΕφΑθ. 7770/2007, ΔΕΕ 2008/575), είναι, πρώτον, να εκτελείται η πράξη που φέρεται να συνιστά ανταγωνιστική ενέργεια, με σκοπό ανταγωνισμού προς την από άλλον ασκούμενη εμπορική κλπ επιχείρηση και, δεύτερον, να αντίκειται η ίδια ενέργεια στα χρηστά ήθη (ΑΠ 483/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως πράξη ανταγωνισμού νοείται η κατευθυνόμενη στη σύναψη πελατειακών σχέσεων και η αντικειμενικά ικανή να προωθήσει προϊόντα ή υπηρεσίες ενός προσώπου σε βάρος άλλου δίνοντας στο πρώτο ανταγωνιστικό προβάδισμα (ΤριμΕφΘεσ. 1357/2016, ΕπισκΕΔ 2018/485) και, επομένως, να διατηρήσει ή να επαυξήσει την πελατεία εκείνου που τη διενεργεί (ή και τρίτου) σε βάρος άλλων ανταγωνιστών (ΑΠ 97/2016, Ε7 2016/1569). Υπό την έννοια αυτή η πράξη ανταγωνισμού αποτελεί εκδήλωση της δραστηριότητας της επιχείρησης στην αγορά, η οποία επιδρά στους συμμετέχοντες σ’ αυτήν και στον ανταγωνισμό. Συνεπώς, δε μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη ανταγωνισμού ενέργεια (πράξη ή παράλειψη) που αφορά το εσωτερικό μιας επιχείρησης (Μ. – Θ. Μαρίνος, ο.π., αρ. 6.36, σελ. 192) και επηρεάζει μόνον την έννομη θέση και τα συμφέροντα των φορέων της μεταξύ τους, χωρίς να εξασφαλίζει ανταγωνιστικό προβάδισμα στην ίδια την επιχείρηση ή να βλάπτει την ανταγωνιστική θέση της στην αγορά. Εξάλλου, σκοπός ανταγωνισμού υπάρχει όταν η πράξη γίνεται με πρόθεση ενίσχυσης του ίδιου ή ξένου ανταγωνισμού (ΑΠ 419/2018, ΕΕμπΔ 2019/790) και η ύπαρξή του προϋποθέτει προϋπάρχουσα σχέση ανταγωνισμού μεταξύ του υποκειμένου της πράξης και τρίτων (ΑΠ 1664/2014, ΕΕμπΔ 2015/739), που αναπτύσσεται στο πλαίσιο σχετικής αγοράς στην οποία εκδηλώνεται η δραστηριότητα των επιχειρήσεων που ανταγωνίζονται (ΑΠ 613/2009, ΧρΙΔ 2010/52) απευθυνόμενες, συνήθως, στον ίδιο κύκλο πελατών (ΤριμΕφΘεσ. 1514/2011, ΕπισκΕΔ 2011/1084 = ΕΕμπΔ 2012/455). Κάθε ανταγωνιστικά πρόσφορη επιχειρηματική πράξη θεωρείται ότι ενέχει και ανταγωνιστική πρόθεση εκείνου που την επιχειρεί, τεκμαίρεται δηλαδή (μαχητώς βέβαια) ότι τελείται με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης του στην αγορά (ΑΠ 1223/2014, ΕΕμπΔ 2014/1028). Πάντως, πρόθεση βλάβης του ανταγωνιστή δεν απαιτείται αλλά αρκεί ότι το πρόσωπο που ενήργησε τη ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη τελούσε σε γνώση ότι η συμπεριφορά του είναι δυνατόν να προκαλέσει ζημία και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή παράλειψη από την οποία επήλθε και ούτε είναι αναγκαίο ο σκοπός ανταγωνισμού να αποτελεί το μόνο σκοπό της πράξης (ΑΠ 533/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εν λόγω ανταγωνιστική πράξη καθίσταται αθέμιτη και παράνομη όταν αντίκειται στα χρηστά ήθη, με προσδιοριστικό κριτήριο τις ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου του οικείου συναλλακτικού κύκλου, ο οποίος, κατά τη γενική αντίληψη, σκέπτεται και ενεργεί με φρόνηση και χρηστότητα (ΑΠ 991/2014, ΕΕμπΔ 2014/743 = ΧρΙΔ 2015/462). Η σχετική δικαστική κρίση δεν πρέπει να περιορίζεται στην εκτίμηση μεμονωμένων στοιχείων, όπως τα αίτια ή ο σκοπός του δράστη, αλλά πρέπει να εκτείνεται και να καλύπτει το σύνολο των περιστάσεων που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη ως αθέμιτη συμπεριφορά (ΑΠ 571/2011, ΕΕμπΔ 2011/715 = ΧρΙΔ 2012/58 = ΕπισκΕΔ 2011/927 = Δνη 2011/1058), λαμβανομένων επιπλέον υπόψη των οικονομικών και λοιπών συνθηκών της συγκεκριμένης αγοράς, στην οποία εμφανίζονται αθέμιτες ανταγωνιστικές συμπεριφορές, δεδομένου ότι αντικείμενο προστασίας δεν είναι μόνον το συμφέρον των ανταγωνιστών στην ατομική διάστασή του, αλλά και το συμφέρον των καταναλωτών και κατ’ επέκταση η λειτουργία της ίδιας της αγοράς και η εγγυημένη από το άρθρο 5 § 1 Σ οικονομική ελευθερία (ΑΠ 991/2014, ο.π., ΑΠ 1664/2014, ΕΕμπΔ 2015/739, ΑΠ 613/2009, ΧρΙΔ 2010/52). Οι λοιπές προϋποθέσεις της αξίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας κατά το άρθρο 1 του Ν. 146/1914 καθορίζονται από τις γενικές αδικοπρακτικές διατάξεις του ΑΚ και μεταξύ αυτών καταλέγεται ο αιτιώδης σύνδεσμος της αθέμιτης ανταγωνιστικής πράξης και της ζημίας που προκλήθηκε (ΤριμΕφΑθ. 2709/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ο οποίος καταφάσκεται όταν η θιγόμενη επιχείρηση ήταν και η ίδια σε θέση να αποκομίσει το εμπορικό κέρδος που εξαιτίας της επιλήψιμης ανταγωνιστικής συμπεριφοράς του δράστη στερήθηκε (πρβλ ΕφΑθ. 5131/2011, ο.π.), είχε δηλαδή τη δυνατότητα να προβεί στις ίδιες συναλλαγές με εκείνον αλλά δεν το κατόρθωσε επειδή ο τελευταίος απέκτησε αθέμιτα ανταγωνιστικό προβάδισμα στην οικεία αγορά. Στην αντίθετη περίπτωση, της αντικειμενικής και για λόγους αναγόμενους στη δική της σφαίρα ευθύνης αδυναμίας της φερόμενης ως θιγόμενης επιχείρησης να συμβληθεί με τρίτους, ο ανταγωνισμός δεν νοθεύεται, επειδή η ίδια επιχείρηση έχει ήδη εξέλθει από την αγορά, με αποτέλεσμα, αφενός μεν, η ζημία της να μην οφείλεται στην ανταγωνιστική δραστηριότητα του φερόμενου ως υπαιτίου, αφετέρου δε, να ελλείπει η σχέση ανταγωνισμού, που αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση της αξίωσης αποζημιώσεως. Περαιτέρω, η πλήρωση του πραγματικού της διατάξεως του άρθρου 1 του Ν. 146/1014, που εισάγει ειδική αδικοπραξία και για το λόγο αυτό εκτοπίζει τη γενική διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ (ΤριμΕφΑθ. 2709/2021, ο.π., ΤριμΕφΔωδ. 233/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα να αποκλείεται η συρροή των διατάξεων αυτών (αντιθέτως, η συρροή είναι δυνατή όταν μια ανταγωνιστική πράξη πληροί συγχρόνως το πραγματικό των άρθρων 919 και 920 ΑΚ [ΤριμΕφΘεσ. 1514/2011, ΕπισκΕΔ 2011/1084 = ΕΕμπΔ 2012/455, ΕφΑθ. 7770/2008, ο.π.]), έχει ως έννομη συνέπεια την υποχρέωση του παραβάτη να αποκαταστήσει τη θετική ζημία, δηλαδή τη μείωση της περιουσίας ή το διαφυγόν κέρδος του θιγέντος, που προσδιορίζονται με βάση τις γενικές αρχές του δικαίου της αποζημιώσεως, χωρίς να αποκλείεται και επιπλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η αθέμιτη ανταγωνιστική ενέργεια (ΤριμΕφΑθ. 698/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 1628/2004, ΕΕμπΔ 2004/512). Η αποκαταστατέα θετική ζημία συνίσταται κυρίως στη μείωση του κύκλου εργασιών του ακαθάριστου εισοδήματος του προσβληθέντος (Λ. Κοτσίρης, ο.π., αρ. 377, σελ. 350), ενώ ως διαφυγόν θεωρείται το κέρδος του οποίου η απώλεια συνδέεται αιτιωδώς με την αθέμιτα ανταγωνιστική δραστηριότητα του εναγόμενου (πρβλ Θ. Λιακόπουλο, Η νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος της αποζημίωσης στη βιομηχανική ιδιοκτησία, σε Αφιέρωμα εις Κωνσταντίνον Ν. Ρόκαν, 1986, σελ. 449 επομ. [468]). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 298 εδαφ. β ΑΚ, ως διαφυγόν κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και, ιδίως, τα μέτρα που έχουν ληφθεί, εφόσον η απώλειά του οφείλεται αιτιωδώς στην αθέμιτη ανταγωνιστική ενέργεια τρίτου, που απέτρεψε την επαύξηση της περιουσίας του ζημιωθέντος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους πρέπει να πιθανολογηθούν (ΑΠ 325/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) το μέγεθος του αναμενομένου κέρδους και η απώλειά του (Αστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Ι, 2007, σελ. 145 επομ.). Επί ανταλλακτικών συμβάσεων, όταν η εκπλήρωση της παροχής του ενός μέρους προϋποθέτει κόστος, που βαρύνει τον ίδιο, είναι προφανές ότι το κέρδος του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά η αποκατάσταση, αν απωλέστηκε, συνίσταται στο ποσό της διαφοράς του συμβατικού ανταλλάγματος έναντι του κόστους που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο δανειστής για την προσήκουσα εκπλήρωση της ενοχής του. Έτσι, επί συμβάσεως παροχής υπηρεσιών έναντι ανταλλάγματος, το κέρδος αυτού που παρέχει τις υπηρεσίες προκύπτει από την αφαίρεση του κόστους της παροχής των υπηρεσιών του (που απαιτείται είτε για την εξασφάλιση της πραγματικής ικανότητας παροχής των υπηρεσιών του ή για το σύννομο της εκτελέσεως της συμβάσεως είτε για τις αμοιβές του προσωπικού που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει τη συμβατική του υποχρέωση) από το συνολικό συμβατικό αντάλλαγμα, καθώς μόνον το προκύπτον υπόλοιπο αποδίδει την έννοια της επαύξησης της περιουσίας του και, συνεπώς, της αποκαθιστάμενης αποθετικής περιουσιακής του ζημίας (ΕφΑθ. 8513/2005, Δνη 2006/1698). Από δε την ίδια ως άνω διάταξη (του άρθρου 298 ΑΚ) σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, από την οποία συνάγεται ότι αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, για να είναι αυτή ορισμένη, αποτελεί η πληρότητα της ιστορικής της βάσης, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των περιστατικών που σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν την ζητούμενη έννομη συνέπεια (ΑΠ 6/2022, ΑΠ 192/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προκύπτει περαιτέρω ότι για την πληρότητα της περί επιδικάσεως διαφυγόντος κέρδους αγωγής, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σ’ αυτήν τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Προς το σκοπό αυτό δεν αρκεί να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών που καθιστούν πιθανό το κέρδος, ώστε να μπορεί να διαταχθεί απόδειξη (ΟλΑΠ 20/1992, ΝοΒ 1993/85, ΑΠ 1678/2014, ΑΠ 220/2012, ΑΠ 886/2010, ΑΠ 1062/2008, ΤριμΕφΠειρ. 374/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 559/2004, Δνη 2006/747). Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη και για το λόγο αυτό απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Το απαράδεκτο αυτό εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, γιατί ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΤριμΕφΠειρ. 541/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ). Εξάλλου, φορείς της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού κατά τη συμβατική διάρκεια της προσωπικής εταιρίας είναι όλοι όσοι έχουν αποκτήσει και διατηρούν την εταιρική ιδιότητα (Μ. Μηνούδης, ο.π., αρ. 1, σελ. 24) και της αποφυγής μετασυμβατικής ανταγωνιστικής δραστηριότητας εκείνος ο εταίρος που συνομολόγησε τη ρήτρα μετενέργειας, ενώ φορέας της αξιώσεως προς αποζημίωση είναι ο προσβληθείς (Ν. Ρόκας, ο.π., § 40, αρ. 13, σελ. 259), δηλαδή κάθε προσωπική εταιρία με (ΑΠ 339/2010, ο.π., ΤριμΕφΘεσ. 1875/2021, ο.π.) ή χωρίς νομική προσωπικότητα, της οποίας ζημιώνεται η εταιρική περιουσία, ενώ οι συνεταίροι νομιμοποιούνται ενεργητικά στις προβλεπόμενες στο νόμο περιπτώσεις (λ.χ. του άρθρου 767 ΑΚ) ή εφόσον υφίστανται άμεση ζημία, όπως, όμως, δεν συμβαίνει επί απλής μειώσεως της αξίας της εταιρικής συμμετοχής. Φορέας της αποζημιωτικής αξιώσεως μπορεί να είναι και η κοινοπραξία, δηλαδή μια ένωση προσώπων που επιδιώκει εμπορικό σκοπό. Κατά το παρελθόν, υπό το κράτος του ΕΝ, γινόταν δεκτό ότι το μόρφωμα αυτό των συναλλαγών αποτελούσε μια μη ρυθμισμένη στο νόμο μορφή εταιρίας του εμπορικού δικαίου, η οποία αντιμετωπιζόταν είτε ως αφανής (άρθρο 47 ΕΝ) είτε ως αδημοσίευτη (εν τοις πράγμασι) ομόρρυθμη, αναλόγως του αν ο διαχειριστής της, συμβαλλόμενος με τρίτους για λογαριασμό της, ενεργούσε είτε στο δικό του όνομα (ΑΠ 1417/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1246/2014, ΧρΙΔ 2015/100, ΑΠ 1266/1996, Δνη 1997/1117 = ΕΕμπΔ 1997/57 = ΕΕΝ 1998/304, ΑΠ 1180/1995, Δνη1997/778 = ΔΕΝ 1996/22 = ΕΕμπΔ 1996/77) είτε στο όνομα όλων των εταίρων ή υπό κοινή επωνυμία (ΑΠ 36/2011, ΕΕμπΔ 2011/362 = Αρμ. 2011/1665 = Δνη 2011/1389, ΤριμΕφΠειρ. 103/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αντιστοίχως. Στη δεύτερη περίπτωση γινόταν αρχικώς δεκτό ότι η κοινοπραξία αποκτούσε de facto νομική προσωπικότητα, λόγω της δημόσιας δράσης της, που αναπλήρωνε την έλλειψη τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας που ο ΕΝ (άρθρο 42) απαιτούσε για την έγκυρη σύσταση της ομόρρυθμης εταιρίας (ΕφΑθ. 7642/1986, ΕΕμπΔ 1988/260, ΕφΠειρ. 1009/1985, Δνη 1986/173 = ΠειρΝ 1985/490). Όμως, με την ΟλΑΠ 22/1998 (Δνη 1998/532 =  Δ 1999/234, με σημείωμα Κ. Μπέη στη σελ. 99 = ΕΕμπΔ 1998/782 = ΕΕΝ 1998/629 = ΝοΒ 1999/228, με σημείωμα Φ. Δωρή) κρίθηκε ότι η δημόσια άσκηση εμπορικής  δραστηριότητας δεν αναπληρώνει την τήρηση των ρητά από το νόμο (άρθρα 61 ΑΚ και 42 ΕΝ) απαιτούμενων διατυπώσεων δημοσιότητας και για το λόγο αυτό η κοινοπραξία, της οποίας δεν δημοσιεύθηκε η εταιρική σύμβαση, στερείται νομικής προσωπικότητας, ενώ η κρίση αυτή επιβεβαιώθηκε εμμέσως και από τις ΟλΑΠ 14/2007 (ΔΕΕ 2007/932 με σημείωμα Ε. Περάκη = ΕΕμπΔ 2007/815, με παρατηρήσεις Ε. Πουρνάρα = Δ 2007/1207, με παρατηρήσεις Κ. Μπέη = ΝοΒ 2007/2409, με παρατηρήσεις Δ. Σκαρίπα = ΕπισκΕΔ 2007/703, με παρατηρήσεις Κ. Παμπούκη) και ΟλΣτΕ 605/2008 (ΝοΒ 2008/1045), που έκριναν ότι η κοινοπραξία μπορεί μεν να είναι αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δεν έχει όμως νομική προσωπικότητα (για το καθεστώς της αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας και της κοινοπραξίας υπό την ισχύ του ΕΝ βλ. και Ε. Καστρήσιο, σε Κ. Ρούσσου [επιμ.] Δίκαιο Νομικών Προσώπων, 2010, § 32, σελ. 603 – 618, του ιδίου, Η κοινοπραξία [ικανότητα δικαίου και «νομικής δράσεως»], σε Digesta 2009/30 επομ., Γ. Σωτηρόπουλου, Η νομική φύση της αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας, σε Αναμνηστικό Τόμο Στυλιανού Ν. Κουσούλη, 2012, σελ. 577 επομ.). Τα πορίσματα της νομολογίας υιοθέτησε ο μεταγενέστερος νομοθέτης (ΑΠ 192/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ο οποίος στο άρθρο 293 του Ν. 4072/2012 «Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος – Νέα εταιρική μορφή – Σήματα – Μεσίτες Ακινήτων – Ρύθμιση θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012) όρισε ότι «Η κοινοπραξία είναι εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα. Εφόσον καταχωρισθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα (§ 1). Στην κοινοπραξία που συστήθηκε με σκοπό το συντονισμό της δραστηριότητας των μελών της εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αστική εταιρία. Η σύμβαση κοινοπραξίας μπορεί να προβλέπει ότι για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας έναντι τρίτων τα κοινοπρακτούντα μέλη θα ευθύνονται εις ολόκληρον (§ 2). Εφόσον η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ. και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρία (§ 3)». Ο Ν. 4072/2012 διακρίνει (βλ. την Αιτιολογική του Έκθεση), μεταξύ γνήσιας κοινοπραξίας (§ 2), η οποία περιορίζεται στο συντονισμό, την οργάνωση και τη διοίκηση της εμπορικής ή οικονομικής δραστηριότητας των μελών της, χωρίς να ασκεί δική της δραστηριότητα και μη γνήσιας κοινοπραξίας (§ 3), η οποία ενεργεί στο δικό της όνομα και δραστηριοποιείται στις συναλλαγές ανεξάρτητα από τα μέλη της. Ενόψει του ότι η μη γνήσια κοινοπραξία θα μπορούσε να ιδρυθεί και ως ομόρρυθμη εταιρία, ο νόμος επιβάλλει την υποχρεωτική καταχώρησή της στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) και την εφαρμογή επ’ αυτής αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 249 επομ., μεταξύ των οποίων και του άρθρου 252, κατά την οποία οι σχέσεις μεταξύ των εταίρων καθορίζονται από την εταιρική σύμβαση και στις σχέσεις αυτές ο καθένας τους ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή με γνώμονα την αφηρημένη επιμέλεια του μέσου συνετού εταίρου με ανάλογο αντικείμενο δραστηριότητας και όχι με κριτήριο τη συγκεκριμένη επιμέλεια που επιδεικνύει ο κάθε εταίρος στις δικές του υποθέσεις. Έτσι, η διάταξη αυτή επαυξάνει το μέτρο της επιμέλειας του εταίρου έναντι του κανόνα του άρθρου 746 ΑΚ (ευθύνη προς επίδειξη της «εν τοις ιδίοις επιμέλειας») και το εξισώνει με το μέτρο της ευθύνης που προβλέπει η γενική διάταξη του άρθρου 330 εδαφ. β΄ ΑΚ (Α. Καραγκουνίδης, σε Μ. – Θ. Μαρίνου/Γ. Τριανταφυλλάκη [επιμ.] Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, Ερμηνεία κατ’ άρθρον [άρθρ. 249-294 Ν. 4072/2012], 2017, άρθρο 252, αρ. 15, σελ. 188 επομ.), γεγονός που επηρεάζει την εφαρμογή και της διάταξης του άρθρου 747 ΑΚ, που εισάγει υποκειμενική ευθύνη για παραβίαση της υποχρέωσης της εταιρικής πίστης κατά τα προαναφερθέντα. Αντιθέτως, η διάταξη του άρθρου 251 § 2, περί της κτήσεως νομικής προσωπικότητας από την καταχώρηση στο Γ.Ε.ΜΗ. της ομόρρυθμης εταιρίας, δεν εφαρμόζεται και η κοινοπραξία, ανεξάρτητα αν η καταχώρηση γίνει ή παραλειφθεί, ουδέποτε αποκτά νομική προσωπικότητα, παρά μόνον ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα και μάλιστα όχι ως νομικό πρόσωπο αλλά ως ένωση προσώπων  (ΜονΕφΠειρ. 143/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. σχετ. και Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Προσωπικές & Κεφαλαιουχικές Εταιρίες, Εταιρικοί Μετασχηματισμοί, 2019, §§ 48-50, σελ. 192-198, Α. Σινανιώτη – Μαρούδη, Εμπορικό Δίκαιο – Εταιρίες, 2021, σελ. 108-111, Ι. Μάρκου, Βασικά ζητήματα από τις νέες ρυθμίσεις για τις προσωπικές εταιρίες, σε ΧρΙΔ 2014/173-183, του ιδίου, Οικονομικός και εμπορικός σκοπός της κοινοπραξίας, γνμδ, σε ΧρΙΔ 2015/65 επομ., Γ. Σχοινοχωρίτη, Η αφανής εταιρία, η κοινοπραξία και η αστική εταιρία με νομική προσωπικότητα μετά τον ν. 4072/2012, σε Δνη 2014/1601 επομ., πρβλ Σ. Κόκκινου, Ο νόμος 4072/2012 και το εταιρικό δίκαιο – Η αφανής εταιρία και η κοινοπραξία αντιμέτωπες με τον νομοθέτη, σε Αρμ. 2013/1442 επομ. [1452]). Η νομοθετική αυτή επιλογή επικρίθηκε (βλ. σχετ. Σπ. Ψυχομάνη, Οι επελθούσες με το ν. 4072/2012 αλλαγές στο Δίκαιο των Προσωπικών Εταιριών, ένθετο στο Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, τεύχος Ι – Προσωπικές Εταιρίες, 2012, σελ. 31 – 33, Κ. Παμπούκη, Νομική προσωπικότητα – Ανακίνηση μιας παλιάς συζήτησης, σε ΕπισκΕΔ 2012/796 επομ. [805] και Γ. Σωτηρόπουλο, Θέματα διαχείρισης και εκπροσώπησης της ομόρρυθμης εταιρίας, σε ΔΕΕ 2013/196 επομ. και για τον επιστημονικό αντίλογο βλ. Ν. Ρόκα, Οι ρυθμίσεις του ν. 4072/2012 εντασσόμενες στην εξέλιξη του όλου εταιρικού δικαίου, σε ΝοΒ 2012/6 επομ., Κ. Παναγόπουλου, Κοινοπραξία και Ο.Ε. δίχως νομική προσωπικότητα ως υποκείμενα του δικαίου, σε ΕΕμπΔ 2014/809 επομ. [818]), επειδή τριχοτομεί τα υποκείμενα του δικαίου αναγνωρίζοντας ρητά ως τέτοια, πέραν των φυσικών και νομικών προσώπων, πλέον και ορισμένες ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα (Γ. Τριανταφυλλάκης, σε Μ. – Θ. Μαρίνου/Γ. Τριανταφυλλάκη [επιμ.] Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, ο.π., άρθρο 293, αρ. 53, σελ. 903). Προτάθηκε μάλιστα από τους ως άνω επικριτές η αναγνώριση πλήρους νομικής προσωπικότητας στην κοινοπραξία που είτε καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. είτε ανέπτυξε δημόσια συναλλακτική δράση, επειδή στην πράξη οι έννομες συνέπειες που συνεπάγεται η αναγνώριση ικανότητας δικαίου στην καταχωρημένη κοινοπραξία σε τίποτε δεν διαφέρουν από εκείνες της νομικής προσωπικότητας (Γ. Σωτηρόπουλος, ο.π., σελ. 207, Ζ. Τσολακίδης, Η αναγνώριση «ικανότητας δικαίου» σε στερούμενες νομικής προσωπικότητας ενώσεις στο ν. 4072/2012, σε ΧρΙΔ 2013/12 επομ. [23]). Παρά ταύτα, κατά τη βούληση του νομοθέτη, η κοινοπραξία διαθέτει περιορισμένη ικανότητα δικαίου και συγκεκριμένα τόση, όση απαιτείται για την εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο τη συνέστησαν οι κοινοπρακτούντες. Πράγματι, ως ένωση προσώπων με δικαιοκτητική και πτωχευτική ικανότητα αλλά χωρίς νομική προσωπικότητα, η κοινοπραξία de lege lata διακρίνεται σαφώς από τα νομικά πρόσωπα και η διάκριση αυτή οφείλεται στα διαφορετικά αποτελέσματα που ο νομοθέτης ήθελε να επιφέρει η παράλειψη (ή και η εκούσια άρνηση) των εταίρων να περιενδύσουν την εμπορική σύμπραξή τους με τη νομική μορφή της ομόρρυθμης εταιρίας, διατυπώνεται δε στο νόμο με τόση σαφήνεια, ώστε θα συνιστούσε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του η αναγνώριση και στην κοινοπραξία των πλεονεκτημάτων της νομικής προσωπικότητας, παρά την αντίθετη βούληση των εταίρων (Ζ. Τσολακίδης, Ευθύνη των εταίρων για τις υποχρεώσεις αστικής εταιρίας, σε ΧρΙΔ 2007/961 επομ. [971, σημ. 51], Ν. Ρόκας, Εμπορικές Εταιρίες, ο.π., αρ. 10, σελ. 115). Μάλιστα, η ίδια διάκριση έχει πράγματι έννομες συνέπειες, δεδομένου ότι στην κοινοπραξία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 920 και 932 ΑΚ, που προϋποθέτουν νομική προσωπικότητα του παθόντος από δυσφημιστικές διαδόσεις ή από αδικοπρακτική συμπεριφορά, όπως είναι η αθέμιτα ανταγωνιστική, όταν αυτός δεν είναι φυσικό πρόσωπο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της εμπορικής τους πίστης, της επαγγελματικής τους φήμης και υπόληψης και γενικά του εμπορικού τους μέλλοντος δικαιούνται μόνον οι συλλογικές οντότητες στις οποίες ο νόμος ως έννομη συνέπεια της σύστασής τους προσνέμει νομική προσωπικότητα (ΑΠ 932/2019, ΕΕμπΔ 2020/233) και όχι όσες έχουν μόνον ικανότητα δικαίου, όπως οι κοινοπραξίες και τούτο ανεξαρτήτως του ότι και των νομικών προσώπων η ηθική βλάβη αποκαθίσταται μόνον αν έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 704/2017, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 730/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 382/2011, ΝοΒ 2011/2158 = Δνη 2011/1009, ΑΠ 1265/2010, ΧρΙΔ 2011/420 = Δνη 2011/1054, ΤριμΕφΠειρ. 106/2022, Αρμ. 2022/951, ΤριμΕφΠειρ. 327/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 152/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ και κατά την έννοια του άρθρου 920 ΑΚ θιγόμενος από δυσφημιστικές διαδόσεις μπορεί να είναι μόνον πρόσωπο, φυσικό ή νομικό (ΑΠ 1483/2021, ΑΠ 718/2017, ΑΠ 179/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 259 § 1 περ. β΄ του Ν. 4072/2012, που κατά το άρθρο 293 § 3 αυτού εφαρμόζεται και στην μη γνήσια κοινοπραξία, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που παραμένει αδημοσίευτη (Γ. Τριανταφυλλάκης, ο.π., αρ. 69, σελ. 911), η λύση της επέρχεται, μεταξύ άλλων και, με απόφαση των κοινοπρακτούντων, οπωσδήποτε μεταγενέστερη της ιδρύσεώς της και προδήλως προγενέστερη της λήξης της αρχικώς συμφωνημένης διάρκειάς της. Είναι αυτονόητο ότι αυτή η contrarius actus ισχύει μεταξύ των εταίρων της κοινοπραξίας που παραμένει αδημοσίευτη κατά το χρόνο καταρτίσεώς της (Π. Παναγιώτου, Το Νέο Δίκαιο της Ομόρρυθμης και Ετερόρρυθμης Εταιρίας, 2013, σελ. 96) και τους δεσμεύει και κατά το Ν. 4072/2012, όπως συνέβαινε και υπό το κράτος του ΕΝ στο πλαίσιο της εν τοις πράγμασι ομόρρυθμης εταιρίας (Ν. Ρόκας, Εμπορικές Εταιρίες, 1989, § 13Γ, σελ. 57 και § 17Β, σελ. 78 επομ.), χωρίς στις μεταξύ τους σχέσεις να δύναται να αντιταχθεί η έλλειψη της δημοσιεύσεώς της, που θα ήταν άλλως αναγκαία, εφόσον κατ’ ουσίαν πρόκειται για τροποποίηση της κοινοπρακτικής συμφωνίας. Μάλιστα, η ρύθμιση του άρθρου 259 του Ν. 4072/2012 εφαρμόζεται και στις κοινοπραξίες που είχαν ήδη κατά την έναρξη της ισχύος του (11.4.2012) συσταθεί, εφόσον δεν τελούσαν σε κατάσταση πτωχεύσεως ή δεν είχαν εισέλθει στο στάδιο της εκκαθάρισης, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 294 § 1 αυτού (περί της ερμηνείας του οποίου βλ. Γ. Ψαρουδάκη, Η εφαρμογή των ρυθμίσεων του ν. 4072/2012 στις υφιστάμενες προσωπικές εταιρίες [ζητήματα διαχρονικού δικαίου], σε ΧρΙΔ 2013/68 επομ.). Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 535 § 1 και 536 ΚΠολΔ, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το εφετείο έχει, εντός των ορίων που καθορίζονται με το εφετήριο και το δικόγραφο των τυχόν πρόσθετων λόγων, την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία ως προς την αγωγή σε σχέση με τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, δηλαδή επί των ζητημάτων ως προς τα οποία και πρωτοδίκως υπήρχε δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας. Για το λόγο αυτό μπορεί, κατά τον έλεγχο των κεφαλαίων της εκκαλουμένης τα οποία μεταβιβάστηκαν ενώπιόν του, ακόμα και αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να κρίνει ότι η αγωγή ήταν αόριστη ή γι’ άλλο λόγο απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη και να την απορρίψει για τον προσήκοντα λόγο, κατ’ αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 769/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, ΑΠ 356/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν εκδίδεται έτσι απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 258/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Της απορρίψεως της αγωγής προηγείται τότε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, διότι αυτή οδηγεί πάντοτε σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, είναι δε κατά κανόνα η απόφαση αυτή επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 92/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, ΤριμΕφΘεσ. 696/2014, ΕπισκΕΔ 2014/164). Το ίδιο ισχύει και στην ειδικότερη περίπτωση κατά την οποία η ουσιαστικώς απορριφθείσα πρωτοδίκως αγωγή απορρίπτεται και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για τον [τυπικό] λόγο της έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, ύστερα από αυτεπάγγελτη έρευνα και ανεξάρτητα από τη βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της έφεσης (ΤριμΕφΠειρ. 467/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ. 570/2017, Δνη 2017/846) και τούτο διότι η θέση του εκκαλούντος δεν χειροτερεύει, ενώ παράλληλα μεταβάλλονται επί το ευμενέστερο γι’ αυτόν τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου, καθώς επί της δικονομικής απορρίψεως το δεδικασμένο καταλαμβάνει μόνο το δικονομικό ζήτημα (άρθρο 322 § 1 εδαφ. β ΚΠολΔ) που κρίθηκε οριστικά, χωρίς να εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα της ύπαρξης ή μη του επιδίκου δικαιώματος (άρθρο 324 ΚΠολΔ), επιτρέποντας έτσι την επάνοδο του ενάγοντος με νέα αγωγή απαλλαγμένη από τις ελλείψεις που οδήγησαν στην περί του απαραδέκτου της προηγούμενη κρίση (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 17, αρ. 3, σελ. 323, Στ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετ ΔΣΘ 2005/357 επομ. [379]. Στ. Καραμέρος, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετ ΔΣΘ 2004/265 επομ. [281 – 282], Κ. Μακρίδου, Η διάκριση απαράδεκτης και νόμω αβάσιμης αγωγής στα πλαίσια της αοριστίας, σε Αρμ. 1995/288 επομ. [294], πρβλ. ΑΠ 1279/2004, Δνη 2005/141).

ΙV. Με την αγωγή που επανακρίνεται ασκήθηκαν αξιώσεις προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υποστηρίζει ότι υπέστη η ενάγουσα εταιρία από την αντισυμβατική (αντίθετη στην υποχρέωση πίστης και στη συμφωνία μη ανταγωνισμού της, που ενισχύθηκε με ποινική ρήτρα που κατέπεσε) και παράνομη (αθέμιτα ανταγωνιστική) συμπεριφορά των εναγόμενων μελών της. Υπό τα εκτιθέμενα, η ενάγουσα συνεστήθη το έτος 2003 με συμφωνία των ιδρυτών της, φυσικών και νομικού προσώπων, ώστε με αμοιβαίες εισφορές να επιδιώξουν την επίτευξη κοινών σκοπών, συνισταμένων, πρώτον, στην επιχείρηση πράξεων θαλάσσιου εμπορίου και, συγκεκριμένα, στην εκτέλεση λεμβουχικών εργασιών δια των εισφερόμενων σκαφών των μελών της, που αποτελούν πράξεις αντικειμενικά πρωτότυπα εμπορικές (άρθρο 2 του ΒΔ της 2/14.5.1835 «Περί της αρμοδιότητος των Εμποροδικείων»), δεύτερον, στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης των μελών της στον επιχειρηματικό τομέα δράσης της ενάγουσας και, τρίτον, στην προστασία των συμφερόντων των εταίρων από πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού και έλαβε τη μορφή της κοινοπραξίας, αναπτύσσοντας έκτοτε δημόσια δράση και συμβαλλόμενη με τρίτους στο δικό της όνομα, λειτουργούσε δε μέχρι και τις 19.6.2018, οπότε και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. Υπό τα δεδομένα αυτά καθίσταται σαφές ότι η ενάγουσα αποτελούσε από της ιδρύσεώς της ένωση προσώπων που λειτουργούσε μέχρι το έτος 2012 ως αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρία και έκτοτε μέχρι τις 19.6.2018 ως μη γνήσια κοινοπραξία μη καταχωρηθείσα στο Γ.Ε.ΜΗ. Υπό τους όρους αυτούς ουδέποτε απέκτησε νομική προσωπικότητα ούτε και θα μπορούσε να αποκτήσει ακόμα και αν καταχωριζόταν στο Γ.Ε.ΜΗ. αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 4072/2012, αφού δεν μετέβαλε τη νομική της μορφή, ώστε να προσλάβει αυτή της ομόρρυθμης εταιρίας. Επομένως, δεν κατέστη ποτέ φορέας αξιώσεων από τα άρθρα 932 και 920 ΑΚ και για το λόγο αυτό δεν δύναται να επιδιώκει συννόμως την ικανοποίησή τους, καθώς ελλείψει νομικής προσωπικότητας δεν δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω προσβολής της εμπορικής της πίστης, της επαγγελματικής της φήμης και υπόληψης και γενικά του εμπορικού της μέλλοντος ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως θιγόμενη από τις επικαλούμενες δυσφημιστικές διαδόσεις των αντιδίκων της, ακόμα και αν οι σχετικοί ισχυρισμοί της θεωρηθούν αληθείς. Επομένως, το ανωτέρω υπό στοιχ. Δ αίτημά της, περί χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής της βλάβης και όλοι οι ισχυρισμοί της περί ζημίας που υπέστη από τις εν γνώσει αναληθείς διαδόσεις των εναγομένων δεν στηρίζονται στο νόμο και πρέπει να απορριφθούν, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, που έκρινε την αγωγή νομικά και εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη ως προς το κεφάλαιο της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, κατά παραδοχή του συναφούς τρίτου σκέλους του ταυτάριθμου λόγου της έφεσης των εναγομένων (Β΄ έφεσης), με αποτέλεσμα να παρέλκει πλέον η έρευνα του έβδομου λόγου της Α΄ έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται για το ύψος του χρηματικού ποσού που της επιδικάστηκε προς ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης. Αντιθέτως, λόγω της δικαιοκτητικής ικανότητας που ανέκαθεν ως ένωση προσώπων διέθετε, η ενάγουσα μπορούσε να καταστεί φορέας ενοχικών δικαιωμάτων και, φυσικά, να επιδιώξει την δικαστική τους προστασία. Όμως, από τις επικαλούμενες περιουσιακής φύσης (αποζημιωτικές) αξιώσεις της οι υπό στοιχ. Α και Γ ανωτέρω, περί καταβολής αποζημίωσης ύψους εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων ευρώ (162.000 €) και ογδόντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (85.500 €) αντιστοίχως, απαραδέκτως προβάλλονται και κρίνονται απορριπτέες, καθόσον, μολονότι τα κονδύλια αυτά αντιστοιχούν, κατά τις ρητές παραδοχές της ενάγουσας στο συνολικό «συμβατικό τίμημα» που θα δικαιούταν αν η ίδια είχε συνάψει τις συμβάσεις μεταφοράς στη …………….. του προσωπικού της ….. κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2017 έως και 30.9.2018 και της …………….. .. κατά το χρονικό διάστημα από 7.6.2018 έως και 7.12.2018, αντίστοιχα, εντούτοις αναζητούνται, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 747 ΑΚ και 1 του Ν. 146/2014, ως διαφυγόν κέρδος της, το οποίο θα αποκόμιζε από τις αντίστοιχες συναλλαγές. Για το κέρδος από την εμπορική της δραστηριότητα η ίδια η ενάγουσα επικαλείται ότι προέκυπτε μετά την αφαίρεση των εξόδων που την βάρυναν και αφορούσαν στην πληρωμή των δαπανών για τη προμήθεια πετρελαίου, των ασφαλίστρων για την ασφαλιστική κάλυψη των λαντζών που είχαν εισφερθεί σ’ αυτήν από τους πλοιοκτήτες τους και των λοιπών εξόδων των σκαφών της. Με τον τρόπο αυτό, τα συγκεκριμένα κονδύλια καθίστανται αόριστα, αφού δεν εξειδικεύεται το ποσό του καθαρού κέρδους, που θα εισέρρεε στο ταμείο της κοινοπραξίας, μετά την αφαίρεση των ως άνω λειτουργικών δαπανών της από το συνολικό συμβατικό αντάλλαγμα που θα λάμβανε για την εκ μέρους της παροχή υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς δυνάμει των συμβάσεων που δεν κατήρτισε επειδή παρεμβλήθηκε η συμπεριφορά των εναγομένων. Για το λόγο αυτό και θα απορριφθούν ως απαράδεκτα, το μεν και πρωτοδίκως απορριφθέν κατ’ ουσίαν πρώτο (υπό στοιχ. Α ανωτέρω), μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο, στον οποίο χωρίς εμπόδιο από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα προβαίνει το παρόν Δικαστήριο μετά την προσβολή με λόγο (τον τρίτο κατά το δεύτερο σκέλος του της Α΄) έφεσης του σχετικού κεφαλαίου της εκκαλουμένης από την εκκαλούσα, το δε δεύτερο, υπό στοιχ. Γ ανωτέρω, που έγινε πρωτοδίκως δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της Β΄ έφεσης κατά το συναφές σκέλος του, με αποτέλεσμα την, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 522 και 535 § 1 ΚΠολΔ, εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά τα αντίστοιχα κεφάλαιά της. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι το κονδύλιο των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων ευρώ (162.000 €) η ενάγουσα προσδιορίζει με βάση όχι το πραγματικό συμβατικό αντάλλαγμα που εξασφάλισαν οι αντίδικοί της δυνάμει της συμφωνίας τους με την εταιρία …………….. για την δια θαλάσσης μεταφορά του προσωπικού της στη …………….. (το οποίο και δεν εκτίθεται) αλλά το αντάλλαγμα που ήδη λάμβανε η ίδια για το έργο της θαλάσσιας μεταφοράς στον προορισμό εκείνο του προσωπικού άλλης εταιρίας (της …………….), το οποίο εκτελούσε με τη λάντζα Π   του ……………..   Αντιθέτως, το υπό στοιχ. Β ανωτέρω αγωγικό κονδύλιο που αντιστοιχεί στο εισόδημα που θα εισέπραττε κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2017 έως και 6.6.2018 η ενάγουσα από την κοινοπραξία του (τρίτου – μη διαδίκου) …………….. …………….., στην οποία παρείχε υπηρεσίες δεύτερου καβοδετικού σκάφους κατά τις καβοδεσίες και κατά την εκτέλεση του έργου της επιφυλακής τους στις εγκαταστάσεις των εταιριών ……………..   και ……………..  ,  το οποίο εκείνη αναλάμβανε ήδη από το έτος 2005 κατόπιν συνεννοήσεων με την ίδια «με εκατέρωθεν δεσμεύσεις και προς αποφυγή διενέργειας πράξεων ανταγωνισμού», αν στις 31.3.2017 δεν είχε διακοπεί «με την υπογραφή του   ……………..» η συνεργασία των δύο [2] κοινοπραξιών, με ορισμένο τρόπο προβάλλεται, αφού το αιτούμενο ποσόν των εκατόν δεκαπέντε χιλιάδων εξακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ (115.654 €) αποτελεί είτε το καθαρό κέρδος που θα αποκόμιζε η ενάγουσα από την εξακολούθηση της εν λόγω επιχειρηματικής συνεργασίας της, που προέβλεπε συμμετοχή της κατά ποσοστό 50% στα κέρδη της κοινοπραξίας του   …………….., αν αυτή δεν είχε διακοπεί είτε το καθαρό ποσό που θα εισέρρε στο ταμείο της, αν δεν είχε παραβιαστεί συγκεκριμένος όρος του καταστατικού της, που απαγόρευε την ανάληψη ατομικά εργασίας από εταίρο της με σκάφος εισφερθέν στην κοινοπραξία και προέβλεπε ότι κάθε ανάληψη εργασίας θα γινόταν στο όνομα και για λογαριασμό της ιδίας, που φέρεται ότι παραβιάστηκε με την παροχή υπηρεσιών δεύτερου καβοδετικού, αντί του σκάφους MB, ιδιοκτησίας του κοινοπρακτούντος μέλους   ……………….., που μέχρι τότε συνεπικουρούσε το σκάφος Δ4 του   …………….., από το σκάφος ΑΜ, το οποίο, υπό τα εκτιθέμενα, ανήκε στην κατ’ ισομοιρίαν συμπλοιοκτησία των μελών της …………….. και…………….., ο οποίος, όμως, δεν ενάγεται. Συνεπώς, με βάση τους αγωγικούς ισχυρισμούς, από τους οποίους απουσιάζει οποιαδήποτε επίκληση της σχέσης των λοιπών εναγομένων με την πλοιοκτησία του σκάφους αυτού ή της οποιασδήποτε εμπλοκής τους με τη ναύλωσή του από το   …………….. ή την με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παραχώρηση της χρήσης του στην κοινοπραξία του, ελλείπει η παθητική νομιμοποίηση των λοιπών εναγομένων, πλην της   …………….., όπως διαπιστώνεται μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της Α΄ έφεσης, που οδηγεί στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, η οποία θεώρησε την αγωγή κατά το κεφάλαιό της αυτό παραδεκτή ως προς όλους τους εναγομένους και, ακολούθως, στην απόρριψή της κατά το μέρος της που στρέφεται εναντίον όσων από αυτούς δεν νομιμοποιούνται παθητικά για την καταβολή αποζημιώσεως. Ως προς τους εναγόμενους αυτούς, συμπεριλαμβανομένου και του   …………….., ο οποίος με την ιδιότητα του προέδρου του συμβουλίου διοικήσεως της ενάγουσας φέρεται ότι προσυπέγραψε τη διακοπή της συνεργασίας της με τον   …………….., θα επακολουθήσει ουσιαστικός έλεγχος της υπόθεσης, προκειμένου να διαπιστωθεί η βασιμότητα του υπό στοιχ. Ε ανωτέρω αιτήματος της ενάγουσας, περί καταβολής από καθέναν τους της ποινικής ρήτρας, που συνομολογήθηκε για την περίπτωση τελέσεως από αυτούς και σε βάρος της πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού, δια της δραστηριοποιήσεώς τους στον επιχειρηματικό τομέα της κοινοπραξίας και κατέπεσε συνεπεία της εκτιθέμενης αντίθετης συμπεριφοράς τους. Κατά την έρευνα αυτή, όμως, δεν θα αξιολογηθούν οι ισχυρισμοί της ενάγουσας που αφορούν στον αποκλεισμό της εισόδου των εναπομεινάντων μελών της στις λάντζες των αντιδίκων της, στην άρνηση των εναγομένων να εντάξουν το σκάφος ΑΓ, που τα ίδια μέλη απέκτησαν το έτος 2018 στο πρόγραμμα εργασιών της κοινοπραξίας και στην πρόκληση τεχνητών εντάσεων στο εσωτερικό της από τους εναγομένους για να ευνοηθούν αυτοί ατομικά σε οικονομικό επίπεδο και τούτο διότι οι ισχυρισμοί αυτοί και αν υποτεθούν αληθείς δεν δύνανται κατά νόμο να επιφέρουν κατάπτωση της ποινικής ρήτρας, αφού οι εν λόγω ενέργειες (πράξεις και παραλείψεις) των εναγομένων αφορούν τις εσωτερικές σχέσεις των κοινοπρακτούντων εταίρων και δεν επιδρούν στις συναλλαγές της προς τρίτους ούτε στην ανταγωνιστική θέση της στην οικεία αγορά, δεδομένου ότι επηρεάζουν μόνον τα συμφέροντα των εναπομεινάντων μελών της ενάγουσας, τα οποία όμως δεν εγείρουν ατομικές τους αξιώσεις, τις οποίες άλλωστε και δεν θα μπορούσαν να προβάλλουν υπό τη συγκεκριμένη ιστορική και νομική βάση, αφού η επίμαχη συμφωνία ποινικής ρήτρας συνομολογήθηκε μόνον από την ενάγουσα και προς δικό της όφελος και όχι από κάθε μέλος της για την προστασία των δικών του ατομικών συμφερόντων έναντι των λοιπών συνεταίρων του, απορριπτομένων μετά ταύτα και των συναφών τρίτου κατά το οικείο σκέλος του, τέταρτου και έκτου λόγων της Α΄ έφεσης λόγω της αλυσιτέλειας της προβολής τους. Ομοίως δεν θα αξιολογηθεί η (αορίστως επικαλούμενη) ανάληψη «σε τιμή κόστους» εκ μέρους του   …………….. του έργου της μεταφοράς στη …………….. του προσωπικού της εταιρίας ……… το μήνα Μάιο του έτους 2018, οπότε έληξε η σύμβασή της με την ενάγουσα κοινοπραξία, αφού ως προς αυτήν δεν εκτίθεται οποιαδήποτε εμπλοκή των εναγομένων ούτε οποιοδήποτε συγκεκριμένο αίτημα υποβάλλεται, απορριπτομένου, συνεπώς, ως αλυσιτελούς και του συναφούς πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου της Α΄ έφεσης.

V. Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθμ. …./5.12.2019 και ……./23.12.2019 ενόρκων ενώπιον των Συμβολαιογράφων …………….. Αττικής ….. και ….., αντίστοιχα, βεβαιώσεων που δόθηκαν για την απόδειξη και ανταπόδειξη της αγωγής κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων εκάστου επισπεύσαντος τη λήψη τους, καθώς και του συνόλου των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομότυπα προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως συμβαίνει με τις υπ’ αριθμ. …………/27.3.2018 τέσσερις ]4] ένορκες, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών η πρώτη και της ως Συμβολαιογράφου …………….. . . οι λοιπές, βεβαιώσεις, που είχαν ληφθεί στα πλαίσια άλλης αντιδικίας των διαδίκων, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄ και 352 § 1 ΚΠολΔ, πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη, ναυτική εταιρία του Ν. 959/1979 με έδρα στην . …………….., συνεστήθη στις 20.10.2003 υπό την επωνυμία «………….» με σύμβαση που καταρτίστηκε με ιδιωτικό έγγραφο μεταξύ του δεύτερου εναγόμενου . …………….. . και της συζύγου του (τρίτης – μη διαδίκου) . …………….., οι οποίοι κατέβαλαν το ύψους δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €) εταιρικό κεφάλαιο κατά ποσοστό 80% και 20% αντίστοιχα και ο καθένας τους ανέλαβε ανάλογο μέρος των χιλίων (1.000) ανώνυμων μετοχών της. Με το καταστατικό της η διάρκειά της ορίστηκε εικοσαετής, ως σκοπός της προσδιορίστηκε η κτήση της κυριότητας, η εκμετάλλευση ή η διαχείριση ιδιόκτητων ελληνικών εμπορικών πλοίων και η απόκτηση μετοχών άλλων ναυτικών εταιριών με τον ίδιο σκοπό, ενώ ως νόμιμη εκπρόσωπός της ορίστηκε η ……………… Στις 2.11.2009 ο εκ των ιδρυτών της ………. μεταβίβασε, με ιδιωτικό συμφωνητικό και αντί τιμήματος επτά χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (7.500 €), πεντακόσιες (500) από τις μετοχές του στον τρίτο εναγόμενο . …………………, ο οποίος κατέστη έτσι εταίρος της ναυτικής εταιρίας, στην πλοιοκτησία της οποίας ανήκε ήδη η λάντζα Ε  . Στο μεταξύ, η εταιρία αυτή, οι αρχικοί ιδρυτές της αλλά και ο ……………..   είχαν εισέλθει ως μέλη στην ενάγουσα κοινοπραξία, που με την επωνυμία «…………..» ιδρύθηκε στις 8.12.2005 με συμφωνία, που περιεβλήθη τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, την οποία κατάρτισαν μαζί με αυτούς άλλα επτά [7] φυσικά πρόσωπα, λεμβούχοι της περιοχής, με σκοπό την από κοινού εκμετάλλευση των ένδεκα [11] συνολικά σκαφών τους κατά την εκτέλεση πάσης φύσεως εργασιών στην . …………….., στη νήσο …………….. και σε οποιαδήποτε άλλη θαλάσσια περιοχή επί χρονικό διάστημα τριών [3] ετών «με δικαίωμα παράτασης για ορισμένο ή αόριστο χρόνο» και την διανομή των κερδών από την επιχειρηματική δραστηριότητά τους με βάση ποσοστιαία αναλογία υπολογιζόμενη ανά εισφερόμενο σκάφος (και όχι ανά συμμετέχοντα εταίρο). Στην πραγματικότητα, οι κοινοπρακτούντες αποφάσισαν να δεσμεύσουν τα σκάφη τους στην εκτέλεση λεμβουχικών εργασιών από κοινού και όχι να απέχουν οι ίδιοι ατομικά από την ανάληψη παρόμοιων εργασιών με άλλα σκάφη, μη εισφερθέντα στην κοινοπραξία, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι συμφώνησαν α] ότι τα υπό συνεκμετάλλευση σκάφη «θα εργάζονται αποκλειστικά και μόνο για τα συμφέροντα της κοινοπραξίας», β] ότι για κάθε εργασία «θα εκδίδεται κοινό τιμολόγιο από την κοινοπραξία … που θα βαρύνει τον κάθε πλοιοκτήτη ανάλογα με το ποσοστό επί των κερδών», γ] ότι οι δαπάνες για καύσιμα λιπαντικά, ασφάλιστρα και αποζημιώσεις σε περίπτωση ατυχήματος «θα βαρύνουν όλη την κοινοπραξία» και δ] ότι σε περίπτωση μεταβίβασης σκάφους ο νέος πλοιοκτήτης του θα δεσμεύεται από τους όρους της συμφωνίας σύστασης της κοινοπραξίας, ακόμα και αν δεν είναι ήδη μέλος της, ενώ για την αντικατάσταση από τον πλοιοκτήτη του οποιουδήποτε σκάφους της κοινοπραξίας με άλλο θα ήταν αναγκαία ομόφωνη απόφαση του συνόλου των μελών της. Ειδικότερα, ιδρυτικά μέλη της ενάγουσας υπήρξαν η πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρία, πλοιοκτήτρια της λάντζας Ε, εκπροσωπούμενη από την   …………….., η οποία μετείχε και ατομικώς, ως πλοιοκτήτρια της λάντζας ΤΔ, ο δεύτερος εναγόμενος …………., πλοιοκτήτης της λάντζας Μ, η   …………….., πλοιοκτήτρια της φορτηγίδας ΕΙΙ, ο υιός της και τρίτος εναγόμενος …………….., αφενός ως αποκλειστικός πλοιοκτήτης του καβοδετικού Λ και, αφετέρου, ως συμπλοιοκτήτης κατά ποσοστό 25% της λάντζας Θ, ο   …………….., αφενός ως αποκλειστικός πλοιοκτήτης του καβοδετικού Λ και, αφετέρου ως συμπλοιοκτήτης κατά ποσοστό 25% της λάντζας Θ, ο…………….., ως συμπλοιοκτήτης κατά ποσοστό 50% της ίδιας λάντζας, ο   …………….., πλοιοκτήτης της λάντζας Π, ο υιός του   ……………………, αφενός ως αποκλειστικός πλοιοκτήτης του καβοδετικού σκάφους MB και, αφετέρου, ως συμπλοιοκτήτης κατά ποσοστό 50% της λάντζας Α   και ο …………, αφενός ως συμπλοιοκτήτης κατά ποσοστό 50% της ίδιας λάντζας και, αφετέρου, ως αποκλειστικός πλοιοκτήτης της φορτηγίδας Ο .. Καθένα από τα ένδεκα [11] εισφερθέντα σκάφη συμμετείχε στις κερδοζημίες της κοινοπραξίας κατά ποσοστό 9,09% και κάθε πλοιοκτήτης συμμετείχε στα οικονομικά αποτελέσματά της κατά το ποσοστό της ιδιοκτησίας του σε κάθε σκάφος. Έτσι, όποιος εταίρος ήταν κατά 100% πλοιοκτήτης του σκάφους του λάμβανε το 9,09% των κερδών της κοινοπραξίας, ενώ όποιος είχε συμπλοιοκτησία κατά ποσοστό 50% ή 25% σε εισφερθέν σκάφος λάμβανε το 4,55% ή το 2,27% επί των κερδών της αντίστοιχα. Οι συμβληθέντες όρισαν ότι την κοινοπραξία θα εκπροσωπούν ο …………….., ως πρόεδρός της, ο…………….., που δεν είχε την ιδιότητα του μέλους της, ως γραμματέας της και ο …………….., ως ταμίας της. Η οικονομική αιτία συστάσεως της ενάγουσας κοινοπραξίας συνίσταται στην διεύρυνση της αγοράς στην γεωγραφική περιφέρεια στην οποία τα μέλη της παρείχαν τις λεμβουχικές υπηρεσίες τους. Συγκεκριμένα, εκτός από την ύπαρξη εγκαταστάσεων της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……» και το διακριτικό τίτλο «…………….. .» στις θέσεις ……. και …………….. …………….., στις προβλήτες των οποίων προσέγγιζαν δεξαμενόπλοια προς φορτοεκφόρτωση πετρελαιοειδών, τα οποία είχαν ανάγκη αρωγής από μικρότερα καβοδετικά σκάφη για την πρόσδεση και την απόδεσή τους εκεί και για την άμεση αντιμετώπιση συμβάντων ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος συνεπεία διαρροής υγρών καυσίμων, από το έτος 1999 η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «…………….. .» εγκατέστησε στη νήσο …………….. και έθεσε σε λειτουργία τερματικό σταθμό για την αποθήκευση σε υγρή μορφή και την εν συνεχεία αεριοποίηση του φυσικού αερίου, το οποίο εκφορτώνεται στις εγκαταστάσεις της υγροποιημένο από ειδικού τύπου δεξαμενόπλοια (υγραεριοφόρα), ενώ κατασκεύασε μέσω εργολαβικών εταιριών τρεις [3] δεξαμενές αποθήκευσης, απασχολώντας στην επιχείρησή της και δικό της προσωπικό και έχοντας ως εκ τούτου ανάγκη, αφενός, για τη θαλάσσια μεταφορά από και προς τη …………….. των υπαλλήλων της, του προσωπικού των εργοληπτριών εταιριών, των επισκεπτών της και άλλων επαγγελματιών, όπως και των αποσκευών τους και, αφετέρου, για την υποστήριξη του προσωπικού της σε έκτακτες περιστάσεις, ειδικότερα δε για τη λήψη μέτρων αντιμετώπισης του ενδεχομένου θαλάσσιας ρύπανσης ή/και ταχείας εκκένωσης της νήσου σε περίπτωση ατυχήματος. Για την εξασφάλιση τέτοιων υπηρεσιών οι ως άνω εταιρίες προκήρυσσαν ανά διαστήματα με διακηρύξεις τους τη διενέργεια δημόσιων μειοδοτικών διαγωνισμών προς ανάδειξη κάθε φορά αναδόχου, με τον οποίο κατάρτιζαν έγγραφες συμβάσεις με αντικείμενο την έναντι αμοιβής παροχή υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς, επιφυλακής έναντι του κινδύνου ρύπανσης και απορρύπανσης σε περίπτωση διαρροής, πέραν της ανάγκης καβοδεσίας των δεξαμενόπλοιων που προσέγγιζαν στις εγκαταστάσεις τους. Η προκήρυξη μειοδοτικών διαγωνισμών απέβλεπε στη συγκράτηση των αμοιβών των λεμβούχων της περιοχής σε χαμηλά επίπεδα, προσδιοριζόμενα από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, ο οποίος προϋπέθετε ανεξάρτητη επιχειρηματική δράση του καθενός τους. Κατά το χρονικό εκείνο διάστημα στην ίδια γεωγραφική περιφέρεια (του κόλπου των ……………..) δραστηριοποιούταν, εκτός από τα ιδρυτικά μέλη της ενάγουσας και ο λεμβούχος   …………….., ατομικά και μέσω κοινοπραξίας με την επωνυμία «………..», διαθέτοντας ένα [1] καβοδετικό σκάφος, δύο [2] λάντζες και μία [1] φορτηγίδα. Κατά την διετία 2004 – 2006 ανάδοχος του έργου παροχής υπηρεσιών στα πλοία που προσέγγιζαν στις προβλήτες της ……………..   και επιφυλακής στην περιοχή ελλιμενισμού τους, αντί συμβατικού ανταλλάγματος ύψους διακοσίων ογδόντα ευρώ (280 €) ανά προσεγγίζον πλοίο, είχε αναδειχθεί η ενάγουσα. Το έτος 2005 η ……………..   μετέβαλε τις προδιαγραφές των σκαφών που είχαν δικαίωμα συμμετοχής στο διαγωνισμό της και απαίτησε τη χρήση προς τούτο ειδικού τύπου χαλύβδινων σκαφών, σε αντικατάσταση των λαντζών και των πλαστικών καβοδετικών, που χρησιμοποιούνταν κατά το παρελθόν, τα οποία (νέου τύπου σκάφη) μάλιστα όριζε ότι θα έπρεπε να εκτελούν τις εργασίες αυτές ταυτόχρονα και από κοινού. Τέτοια σκάφη στην περιοχή, δεν αμφισβητείται ότι, διέθεταν από ένα [1] ο ως άνω   …………….., στην πλοιοκτησία του οποίου ανήκε το καβοδετικό Δ και η ενάγουσα, που διέθετε το σκάφος ΜΒ, ιδιοκτησίας του μέλους της   …………….. (τα άλλα καβοδετικά της ενάγουσας, δηλαδή τα σκάφη ΛΙ, της πλοιοκτησίας του   …………….. και ΛΙΙ, της πλοιοκτησίας του τρίτου εναγόμενου   …………….., φαίνεται ότι δεν πληρούσαν τις νέες προδιαγραφές της ……………..  ). Υπό τα δεδομένα αυτά κατέστη επιβεβλημένη η επιχειρηματική σύμπραξη των δύο [2] κοινοπραξιών, που συμφώνησαν την από κοινού ανάληψη του έργου στον επόμενο διαγωνισμό της ……………..  , ανεξαρτήτως του ποια από αυτές θα μειοδοτούσε. Με τον τρόπο αυτόν πέτυχαν επιπλέον, αφενός, την αποτροπή της ανάμειξης στο διαγωνισμό ανταγωνιστών λεμβούχων από άλλες γεωγραφικές περιφέρειες στην περιοχή της κοινής τους δραστηριοποίησης και, αφετέρου, υψηλότερη αμοιβή από τον εργοδότη προς όφελος αμφοτέρων. Πράγματι, στις 29.2.2008 ανατέθηκε από την ……………..   κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού και δυνάμει της υπ’ αριθμ. ….. έγγραφης σύμβασης στην ενάγουσα, που το ανέλαβε με το καβοδετικό σκάφος ΜΒ, που ανήκε στην πλοιοκτησία του μέλους της   …………….., το έργο «της καταπολέμησης κάθε τυχόν ρύπανσης στη θαλάσσια περιοχή των προβλητών» της για το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 31.12.2009, αντί αμοιβής ύψους οκτακοσίων πενήντα ευρώ (850 €) για κάθε φυλασσόμενο δεξαμενόπλοιο. Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …../4.12.2009 επιστολή του   …………….., μέρος της αμοιβής αυτής (σε ποσοστό 30%) η ενάγουσα κατέβαλε στην κοινοπραξία του, δυνάμει συμφωνίας τους που είχε καταρτιστεί στις 27.11.2007. Με αφορμή τον επόμενο διαγωνισμό της …………….. . οι δύο [2] κοινοπραξίες συμφώνησαν να συνεργαστούν εκ νέου για τις καβοδεσίες των πλοίων που προσέγγιζαν στις προβλήτες της …………….. και της …….. με τη χρήση των ως άνω δύο [2] καβοδετικών τους, που θα επιχειρούν ταυτόχρονα στην πλώρη και την πρύμνη εκάστου προσεγγίζοντος εκεί πλοίου και ανεξαρτήτως του ποιος θα κατάρτιζε κάθε φορά τη σύμβαση παροχής καβοδετικών υπηρεσιών, να εναρμονίσουν την αμοιβή τους και να λαμβάνουν χίλια οκτακόσια ευρώ (1.800 €) από κάθε πλοίο, κατανεμόμενα ισόποσα (σε ποσοστό 50%) μεταξύ τους. Στον διαγωνισμό αυτό, ενόψει της προκήρυξης του οποίου είχε συνταχθεί το από 28.1.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό των συμπραττουσών κοινοπραξιών, ανάδοχος αναδείχθηκε εκείνη του   ……………… Η συνεργασία αυτού και της ενάγουσας απέβη επωφελής και για το λόγο αυτό επεκτάθηκε σταδιακά και στα έργα της ……………..   στην ίδια περιοχή, όπως πιο κάτω θα εκτεθεί. Πάντως, πριν από τη σύμπραξη των δύο [2] κοινοπραξιών στο διαγωνισμό της ……………..  , που απέληξε στην κατάρτιση της ως άνω από 29.2.2008 σύμβασης ανάθεσης, η ενάγουσα είχε προβεί σε ουσιώδεις, οργανωτικής και ουσιαστικής φύσεως, τροποποιήσεις του καταστατικού της. Συγκεκριμένα, στις 19.1.2008 τα μέλη της συμφώνησαν, σε οργανωτικό επίπεδο, ότι το υπέρτατο όργανο διοίκησης της κοινοπραξίας θα ήταν η γενική της συνέλευση που θα αποφάσιζε για κάθε ζήτημα σχετικό με τη λειτουργία της με βάση την αρχή της πλειοψηφίας, πλην ορισμένων θεμάτων για τα οποία απαιτήθηκε ομοφωνία (είσοδος νέου μέλους, αποχώρηση εταίρου και συμμετοχή νέας λέμβου) και ότι στο διοικητικό της συμβούλιο θα μετείχαν όλα τα μέλη της, όμως εκπροσωπευτική εξουσία θα είχαν ο …………….., πρόεδρος, τον οποίο μάλιστα όρισαν ως αποκλειστικό εκπρόσωπό της «σε οποιαδήποτε εργασία αφορά τη νήσο ……………..», ο   …………….. , γραμματέας και ο   …………….., ταμίας, ενώ αντικατέστησαν τον (μη εταίρο)   …………….. από τη θέση του γραμματέα, για τον οποίο όρισαν ότι είχε δικαίωμα να εργάζεται σε οποιοδήποτε σκάφος της κοινοπραξίας ως κυβερνήτης. Ως προς το ουσιαστικό μέρος, με την εν λόγω τροποποίηση επιτράπηκε στον μεν   …………….. να πωλήσει το καβοδετικό σκάφος του ΛΙΙ  , χωρίς αυτό να έχει επίπτωση στο ποσοστό συμμετοχής του στα κέρδη, στη δε πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρία υπό την τότε επωνυμία «………..» να μεταβιβάσει τη λάντζα της Ε   και να αποχωρήσει από την κοινοπραξία, μη δικαιούμενη πλέον συμμετοχής στα κέρδη της. Όμως, ενώ για το ως άνω καβοδετικό σκάφος προβλέφθηκε απαγόρευση απασχολήσεώς του στην περιοχή της …………….. «και σε όποια ανταγωνιστική προς την κοινοπραξία εργασία», για την υπό μεταβίβαση πιο πάνω λάντζα, «κατ’ εξαίρεση», ο νέος ιδιοκτήτης της απηλλάγη από κάθε δέσμευση προς την κοινοπραξία, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι εταίροι γνώριζαν ότι η λάντζα αυτή δεν πρόκειται να απασχοληθεί στην περιοχή τους, ενώ για το καβοδετικό του ……………..   δεν υπήρχε αντίστοιχη βεβαιότητα. Ταυτόχρονα, βέβαια, περιέλαβαν όρο περί δεσμεύσεως των τότε μελών της πρώτης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας (δηλαδή του   …………….. και της   ……………..) να μην ασκήσουν καμία «λεμβουχική» εργασία (λάντζα)» στην περιοχή της ……………… Περαιτέρω, επιτράπηκε η συμμετοχή στην κοινοπραξία και με δεύτερο σκάφος i] στον …………….. …………….. με το σκάφος ΑΓ, της αποκλειστικής πλοιοκτησίας του, ii] στον   …………….. με το σκάφος Χ, της αποκλειστικής επίσης πλοιοκτησίας του και iii] στον   …………….. με σκάφος ευρισκόμενο τότε στο στάδιο της προνηολογήσεως. Κατόπιν αυτών συμφωνήθηκε ότι τα κέρδη θα διανέμονται στη ……………..   κατά ποσοστό 9,1%, στον …………….. …………….. κατά ποσοστό 15,9%, στην   …………….. κατά ποσοστό 7,50%, στον   …………….. κατά ποσοστό 5,23%, στον   …………….. κατά ποσοστό 12,73%, στους   ……………..,   …………….. και   …………….., συμπλοιοκτήτες του σκάφους Θ, κατά ποσοστό 9,09%, στον ……………..   κατά ποσοστό 13,19% και σε καθέναν από τους   …………….. και ……….. κατά ποσοστό 13,63%. Ουσιωδέστερες ήταν οι τροποποιήσεις που αφορούσαν στην αποφυγή ανταγωνισμού της κοινοπραξίας από τα μέλη της και στον τρόπο διαπραγμάτευσης και σύναψης των συμβάσεων για τις εργασίες που ενέπιπταν στο επιχειρηματικό της αντικείμενο. Συγκεκριμένα, ως προς το πρώτο ζήτημα, με τον όρο Η εδαφ. α΄ και β΄ του από 19.1.2008 ιδιωτικού συμφωνητικού ρητά δηλώθηκε η πρόθεση των μελών «… να αποφύγουν την ανάπτυξη  οποιασδήποτε δραστηριότητας με αυτήν της κοινοπραξίας από πρόσωπα φυσικά ή νομικά ή πρώτου βαθμού συγγενείας με τα μέλη της κοινοπραξίας με σκοπό την άσκηση πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού προς την κοινοπραξία…» και προς τούτο συμφωνήθηκε «… σε τέτοια περίπτωση, ανεξάρτητα από τις νόμιμες συνέπειες … υλική αποζημίωση 100,000 προς το ταμείο της κοινοπραξίας….», ενώ στον όρο Θ εδαφ. γ΄, δ΄ και ε΄ ορίστηκε ότι «… αν κάποιο εκ των μελών της κοινοπραξίας εκδηλώσει τη βούλησή του να αποχωρήσει από την κοινοπραξία, αυτή θα κοινοποιείται στα υπόλοιπα μετέχοντα μέλη δια εξωδίκου δηλώσεως κοινοποιήσεως. Μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος των δώδεκα μηνών, το αποχωρούν μέλος ουδεμία υποχρέωση θα υπέχει στην κοινοπραξία. Επίσης μετά την αποχώρησή του η οποία θα είναι οικειοθελώς, στην περίπτωση αυτή η κοινοπραξία θα συνεχίζει τη λειτουργία της κανονικά, το δε ποσοστό τους θα διανέμεται αναλογικά στα υπόλοιπα μέλη». Εξάλλου, ως προς το δεύτερο ζήτημα, ρητά στον όρο Η εδαφ. γ΄ και δ΄ ορίστηκε ότι «…απαγορεύεται η διενέργεια και ανάληψη εργασίας με το σκάφος του ατομικά από οποιοδήποτε μέλος της κοινοπραξίας. Κάθε ανάληψη εργασίας γίνεται επ’ ονόματι και για λογαριασμό της κοινοπραξίας», ενώ στον όρο Κ εδαφ. β΄ και γ΄ προβλέφθηκε (μολονότι η εκπροσωπευτική εξουσία απονεμήθηκε στον πρόεδρο, τον γραμματέα και τον ταμία της κοινοπραξίας) ότι «έκαστο … μέλος της κοινοπραξίας θα δύναται να λαμβάνει προσφορές για την εκτέλεση έργου υπ’ αυτής εντός των πλαισίων του εκάστοτε ισχύοντος τιμοκαταλόγου που η κοινοπραξία δια πλειοψηφίας έχει καταρτίσει. Ευνόητον είναι ότι έκαστο μέλος δικαιούται να αναλάβει δια της υπογραφής του την εκτέλεση έργου υπ’ αυτής εντός των πιο πάνω πλαισίων και προϋποθέσεων, δηλαδή της αυστηρής τήρησης των τιμών που έχουν κατά καιρούς προαποφασιστεί». Πάντως, στον όρο Ι εδαφ. τελευταίο προβλέφθηκε και ότι «…οποιαδήποτε ανάληψη εργασίας ή οποιαδήποτε θέματα της κοινοπραξίας απτόμενα στην κατάρτιση συμβολαίων θα τίθενται πάντα υπό την κρίση των μελών της». Από το συνδυασμό των τελευταίων αυτών διατάξεων συνάγει το Δικαστήριο ότι τα μέλη της ενάγουσας συμφώνησαν ότι το καθένα τους είχε τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί και να καταρτίσει σύμβαση σχετική με το επιχειρηματικό της αντικείμενο, όπως και να την εκτελέσει, ενεργώντας όμως, πάντοτε ως άμεσος αντιπρόσωπος της κοινοπραξίας («επ’ ονόματι και για λογαριασμό της»), η οποία θα εμφανίζεται ως εργολήπτρια («υπ’ αυτής»), δεδομένου μάλιστα ότι οι εταίροι δεν τροποποίησαν τον όρο του ιδρυτικού συμφωνητικού, δυνάμει του οποίου για τις εργασίες των σκαφών που είχαν εισφερθεί στην ενάγουσα «θα εκδίδεται κοινό τιμολόγιο από την κοινοπραξία». Η δυνατότητα εκάστου μέλους να διαπραγματεύεται και να συνάπτει συμβάσεις αναφερόταν στις καβοδετικές εργασίες που αναλάμβανε η κοινοπραξία, αφού τις συμβάσεις με την ……. και τη …………….. . σύναπτε η ίδια η κοινοπραξία. Κατ’ εφαρμογή των προβλέψεων αυτών σε συμφωνία με την κοινοπραξία του   …………….. προήλθε η ενάγουσα και όχι ο Γεώργιος …………….. ατομικώς, μολονότι εκείνος ήταν ο πλοιοκτήτης του καβοδετικού με τη συνεργασία του οποίου εκτελούνταν οι καβοδεσίες στις προβλήτες της ……………..  . Όμως, στις 20.5.2009 και σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε λήξει ακόμα η συμβατική διάρκεια της υπ’ αριθμ. …../29.2.2008 σύμβασης της ενάγουσας με την …………….. .., ο εταίρος της   …………….. καταρτίζει ενεργώντας στο όνομά του και για δικό του λογαριασμό, με την ιδιότητα του πλοιοκτήτη του καβοδετικού ΜΒ και όχι του μέλους της ενάγουσας κοινοπραξίας, σύμβαση με τον   …………….. περί συνεργασίας τους στις εργασίες καβοδεσίας και επιφυλακής στις εγκαταστάσεις της …………….. από της  συνάψεώς της και μέχρι τις 31.12.2011, δηλαδή ακόμη και μετά τη λήξη της υφιστάμενης τότε σύμβασης της ενάγουσας, που δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν θα ανανεώσει τη σύμπραξή της με την κοινοπραξία του   …………….. και συμφωνεί, πρώτον, ότι για την πρόσδεση και απόδεση κάθε δεξαμενόπλοιου θα συμπράττουν το μεν Δ από την πλώρη το δε ΜΒ από την πρύμνη κάθε εξυπηρετούμενου πλοίου, δεύτερον, ότι για κάθε καβοδεσία θα εισπράττονται χίλια οκτακόσια ευρώ (1.800 €) «…κατόπιν συμφωνίας και όχι από τα τιμολόγια…» και οι εισπράξεις αυτές θα διανέμονται κατ’ ίσο μέρος (σε ποσοστά 50% – 50%) σε καθέναν συμβαλλόμενο και, τρίτον, ότι τα τιμολόγια στο τέλος κάθε μήνα «θα συμψηφίζονται για να μην υπάρχουν οικονομικές διαφορές». Το συμπέρασμα ότι ο   …………….. δεν ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος της ενάγουσας επιβεβαιώνεται και από τον 6ο όρο του από 20.5.2009 συμφωνητικού, δυνάμει του οποίου αναλαμβάνει έναντι του   …………….. τη δέσμευση το σκάφος του να μη συνεργαστεί με άλλο, ακόμα και αν το άλλο αυτό σκάφος ανήκει στην κοινοπραξία του (δηλαδή στην ενάγουσα), αναιρώντας έτσι τη δυνατότητα της τελευταίας να αναλάβει μόνη της το έργο της ……………..   και να μη μοιράζεται τα εξ αυτού έσοδα με το   …………….., έστω και αν κάποιος συνεταίρος του αποκτήσει νέο (χαλύβδινο) καβοδετικό σκάφος και το εισφέρει στην κοινοπραξία. Μάλιστα, για την περίπτωση αθετήσεως της συμφωνίας αυτής αμφότεροι οι … και   …………….. συνομολογούν ποινική ρήτρα ύψους εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 €). Οι ίδιες συμφωνίες επαναλήφθηκαν στο από 2.10.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ των ιδίων, ενεργούντων πλέον και ως μελών των κοινοπραξιών τους, χωρίς να προκύπτει αν η συμφωνία αυτή εγκρίθηκε από τα μέλη της ενάγουσας, όπως προέβλεπε το από 19.1.2008 τροποποιητικό του ιδρυτικού της έγγραφο, οι δε εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι το αγνοούσαν, αν και στη μικρή κοινωνία της   …………….. τέτοια άγνοια δεν δικαιολογείται. Στη συνέχεια, στις 29.1.2010 με νέο ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ τους τα μέλη της ενάγουσας παρέτειναν τη διάρκειά της, που ήδη είχε παραταθεί μέχρι τις 31.5.2010, έως τις 31.5.2013, ενώ επέτρεψαν την «ανά πάσα στιγμή» αποχώρηση από την κοινοπραξία του δεύτερου σκάφους του   …………….. (ΑΓ), με τη δέσμευση ότι αυτό «δεν θα ασκήσει καμία λεμβουχική εργασία στην περιοχή της   ……………..», καθορίζοντας επιπλέον και ότι στο εξής τα κέρδη της θα διανέμονται στη ……………..   κατά ποσοστό 9,1%, στον   …………….. κατά ποσοστό 14,9%, στην   …………….. κατά ποσοστό 2,50%, στον   …………….. κατά ποσοστό 14,5%, στον   …………….. κατά ποσοστό 14 %, στους   ……………..,   …………….. και   …………….., κατά ποσοστό 4%, στον …………….. …………….. κατά ποσοστό 13,73% και σε καθέναν από τους   …………….. του …………….. και   ……………..   κατά ποσοστό 13,63%. Στις 25.1.2012 ο   …………….. διαπίστωσε ότι στην προβλήτα της ……………..   ανέλαβε, για λογαριασμό της ενάγουσας, εργασία στην πρύμνη του δεξαμενόπλοιου NA, αντί του καβοδετικού MB, το καβοδετικό ΑΜ, υπό τη διακυβέρνηση του   …………….. (δεύτερου εναγόμενου) και του υιού του ….. και διαμαρτυρήθηκε εγγράφως, απειλώντας να αναζητήσει την ποινική ρήτρα που κατέπεσε, για να λάβει την απάντηση ότι το καβοδετικό αυτό σκάφος «δεν ανήκει» στην ενάγουσα κοινοπραξία, η οποία πράγματι τήρησε στο εξής τα συμφωνηθέντα και συνέχισε να χρησιμοποιεί το καβοδετικό του   …………….. στη συνεργασία της με τον   …………….. ως προς τα έργα της …………….. .. Στο μεταξύ, στις 21.7.2010 είχε καταρτιστεί μεταξύ των δύο [2] ως άνω κοινοπραξιών νέα συμφωνία, ενόψει της υπό στοιχεία 174/10/ΔΠ προκήρυξης διαγωνισμού από τη ……………..   για την ανάθεση σε μειοδότη της δια θαλάσσης μεταφοράς από και προς τη …………….. του προσωπικού αυτής και της εργολάβου της εταιρίας ………, που είχε αναλάβει την κατασκευή εκεί δύο [2] δεξαμενών αποθήκευσης φυσικού αερίου, δυνάμει της οποίας τα μέρη, προκειμένου να επιτύχουν τον έλεγχο των αμοιβών των λεμβουχικών εργασιών στην περιοχή του κόλπου των …………….., συνεννοήθηκαν ότι το έργο αυτό, το οποίο από της συστάσεώς της ανετίθετο στην ενάγουσα, η οποία το εκτελούσε με τις λάντζες Π και Μ, που ανήκαν στην πλοιοκτησία του   …………….. και του ……………..   αντίστοιχα, θα αναλάβει και πάλι η ενάγουσα, όπως και συνέβη, δεδομένου ότι ο   …………….. και η κοινοπραξία του είτε δεν μετείχαν στον μειοδοτικό διαγωνισμό της ……………..   είτε υπέβαλαν υψηλότερη προσφορά. Με το ίδιο συμφωνητικό ορίστηκε ότι μέρος του έργου και, συγκεκριμένα, οι βραδινές βάρδιες, θα εκτελούταν με τις λάντζες ΕΘ και ΕΔ του…………….., που τις εκναύλωσε στην ενάγουσα, η οποία σε αντάλλαγμα δεσμεύθηκε να του καταβάλλει ποσοστό 20% επί της συνολικής μηνιαίας αμοιβής της. Ακολούθησε νέα τροποποίηση του καταστατικού της ενάγουσας, με συμφωνία των μελών της στις 23.11.2012, που παρέτειναν τη διάρκεια ισχύος της για δέκα [10] έτη και, συγκεκριμένα, έως τις 31.5.2023 και καθόρισαν ότι στο εξής τα κέρδη της θα διανέμονται στη   …………….. κατά ποσοστό 9,1%, στον   …………….. κατά ποσοστό 12,4%, στους …………….. …………….. και   …………….., στους οποίους ανήκε κατ’ ισομοιρίαν το καβοδετικό σκάφος ΑΜ, κατά ποσοστό 1%, στον   …………….. κατά ποσοστό 16,51%, στον   …………….. κατά ποσοστό 14%, στους   ……………..,   …………….. και   …………….., κατά ποσοστό 4% συνολικά, στον …………….. …………….. κατά ποσοστό 14,37% και σε καθέναν από τους   …………….. του …………….. και   ……………..   κατά ποσοστό 13,63%. Επιπλέον, τα μέλη της ενάγουσας, στα οποία πλέον δεν περιλαμβανόταν η   …………….., που αποχώρησε αφού μεταβίβασε τη φορτηγίδα της ΕΙ στον υιό της   …………….. (τρίτο εναγόμενο), που τη μετασκεύασε σε λάντζα, συμφώνησαν να επιτρέψουν στον τελευταίο «να μπορεί, όταν θελήσει, να εκτελεί εργασίες στο πλαίσιο του αντικειμένου της κοινοπραξίας και με δεύτερο σκάφος ΑΝ», χωρίς να λαμβάνει πρόσθετα κέρδη από την κοινοπραξία, καθώς και να «δύναται να παύσει να χρησιμοποιεί και να αποσύρει ένα από τα δύο σκάφη (ΕΛ ή ΑΝ) οποτεδήποτε από την κοινοπραξία, κατά την κρίση του χωρίς να αλλάζει το ποσοστό από τα κέρδη του. Σε μια τέτοια περίπτωση η κοινοπραξία ουδεμία αξίωση έχει κατά του   ……………..». Την επόμενη ημέρα (24.11.2012), ενόψει της προκήρυξης νέου διαγωνισμού από τη ……………..   (υπό στοιχεία 328/12/ΔΠ) για το ίδιο ως άνω έργο, οι δύο [2] κοινοπραξίες προσυνεννοήθηκαν ότι μειοδότης θα αναδειχθεί η ενάγουσα, η οποία θα το εκτελέσει με την αρωγή των ιδίων ως άνω δύο [2] λαντζών του   …………….., που θα λάμβανε ως αντάλλαγμα ποσοστό 20% επί της μηνιαίας αμοιβής της αναδόχου. Την ίδια ημέρα (24.11.2012) υπογράφηκε από τα μέρη και ένα [1] ακόμη ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να συνδράμει με το καβοδετικό σκάφος Λ1   και αντί αμοιβής ύψους εξακοσίων ευρώ (600 €) ανά πλοίο, την κοινοπραξία του…………….. στο έργο αποκλειστικά της πρόσδεσης στην προβλήτα της …………….. στη …………….., όπου προφανώς δεν ίσχυαν οι προδιαγραφές των καβοδετικών σκαφών που είχε θέσει η …………….., ενώ συνομολόγησε ποινική ρήτρα «100.000 € [εκατό χιλιάδων ευρώ] για την περίπτωση παραβιάσεώς της. Παρενθετικώς θα σημειωθεί εδώ ότι με βάση τα προβλεπόμενα στα από 20.5.2009, 2.10.2009 και 24.11.2012 ως άνω ιδιωτικά συμφωνητικά πρέπει να ερμηνευθεί και ο, πράγματι ασαφής, όρος Η της από 19.1.2008 τροποποίησης του καταστατικού της ενάγουσας περί καθορισμού «υλικής αποζημίωσης 100,000» [χωρίς προσδιορισμό νομίσματος και με χρήση ανεπιτήδειου σημείου στίξης προς διαχωρισμό των αριθμητικών στοιχείων (κόμμα αντί τελείας)] και, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, να γίνει δεκτό ότι ο όρος αυτός συνιστά πράγματι συμφωνία ποινικής ρήτρας εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 €), ακριβώς όπως και οι ανωτέρω (μεταγενέστερες πάντως αυτού) συμφωνίες της κοινοπραξίας με το   …………….., απορριπτομένου έτσι ως αβάσιμου του τρίτου λόγου της Α΄ έφεσης κατά το συναφές πρώτο σκέλος του, με το οποίο οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως προταθέντα και ορθώς κατ’ αποτέλεσμα, έστω και με αντιφατικές αιτιολογίες, απορριφθέντα ισχυρισμό τους ότι ο όρος αυτός δεν αποδίδει την έννοια της ποινικής ρήτρας των άρθρων 404 επομ. ΑΚ. Ανεξαρτήτως αυτών, από τα παραπάνω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά συνάγεται ότι στα τέλη του έτους 2012, οπότε έληγε η σύμβαση με την ……………..   και επέκειτο η προκήρυξη νέου διαγωνισμού, η ενάγουσα θα μπορούσε να μετάσχει με δύο [2] καβοδετικά σκάφη και να επιτύχει την ανάθεση του έργου αποκλειστικά σ’ αυτήν, χωρίς να έχει ανάγκη τη σύμπραξη της κοινοπραξίας του   …………….. και του δικού του καβοδετικού και δίχως να δεσμεύεται από την από 2.10.2009 συμφωνία, της οποίας η ισχύς άλλωστε έληγε στις 2.10.2012. Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν συνέβη, επί προφανή ζημία του καβοδετικού ΑΜ, που δεν είχε αντικείμενο εργασιών στην περιοχή δράσης της κοινοπραξίας, δεδομένου ότι, όπως και η ενάγουσα συνομολογεί, η συνεργασία της με την κοινοπραξία του   …………….. εξακολούθησε υπό τους ίδιους όρους μέχρι τις 31.3.2017, οπότε και διαλύθηκε υπό τις συνθήκες που θα εκτεθούν παρακάτω, από την οποία εισέπραττε κατά τη λήξη της εννιακόσια ευρώ (900 €) ανά καβοδεσία στις προβλήτες της ……………..  , εξακόσια ευρώ (600 €) ανά προσδενόμενο πλοίο στις εγκαταστάσεις της ……………..   στη …………….. και εξακόσια πενήντα έξι ευρώ (656 €), όπως είχε αναπροσαρμοστεί το συμβατικό αντάλλαγμα, ανά φυλασσόμενο πλοίο στις εγκαταστάσεις της ……………..  . Στις 30.12.2013 τροποποιήθηκε εκ νέου το καταστατικό της ενάγουσας και επιτράπηκε η αποχώρηση από τη κοινοπραξία του σκάφους ΕΙ, της πλοιοκτησίας του   …………….. και η συμμετοχή σ’ αυτήν της λάντζας του ΑΝ, χωρίς να μεταβληθεί το ποσοστό που του αναλογούσε επί των κερδών της, ενώ τροποποιήθηκε και η ημερομηνία λήξης της συμβατικής διάρκειας της κοινοπραξίας, η οποία ορίστηκε για τις 28.2.2016. Η σύντμηση της διάρκειάς της, που μόλις πριν ένα [1] έτος είχε οριστεί έως τις 31.5.2023, καταδεικνύει από μόνη της ότι μεταξύ των μελών της ενάγουσας είχαν ήδη ανακύψει διαφωνίες που σκίαζαν τις επιχειρηματικές προοπτικές της. Ειδικότερα, όπως είχε διαμορφωθεί τότε η κατάσταση των πραγμάτων, στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της ενάγουσας κοινοπραξίας περιλαμβάνονταν, κυρίως, το έργο μεταφοράς του προσωπικού της ……………..   και των εργολάβων της από και προς τη …………….., από το οποίο εισέπραττε ποσοστό 80% του εκάστοτε συμβατικού ανταλλάγματος, αφού το υπόλοιπο 20% κατέβαλε στην κοινοπραξία του   …………….., βάσει των συμφωνιών τους που προαναφέρθηκαν και το έργο της επιφυλακής στις προβλήτες της ……………..  , το οποίο μετά το έτος 2010 αναλάμβανε, πάλι κατόπιν συνεννοήσεως, η τελευταία, η οποία κατέβαλε το 50% των εσόδων της από κάθε φυλασσόμενο πλοίο στην ενάγουσα. Τα έργα αυτά οι εν λόγω κοινοπραξίες αναλάμβαναν κατόπιν διαγωνισμών. Πέραν αυτών, όπως και ορισμένων ακόμα εργασιών χωρίς ιδιαίτερο οικονομικό όφελος (λ.χ. μεταφορά απορριμμάτων), στο αντικείμενο της ενάγουσας περιλαμβάνονταν και οι καβοδεσίες στις προβλήτες της ……………..   και στη …………….., των οποίων η ανάληψη γινόταν χωρίς διαγωνισμό αλλά με ιδιαίτερες κάθε φορά συμφωνίες με το ναυτικό πράκτορα κάθε εξυπηρετούμενου πλοίου, τις οποίες κατάρτιζαν οι ατομικές καβοδετικές επιχειρήσεις του   …………….. και του   …………….., ιδιοκτητών των ως άνω καβοδετικών σκαφών, που είχαν καταλήξει ήδη από το έτος 2009 στις συμφωνίες που προαναφέρθηκαν, στη σύναψη των οποίων προέβησαν ατομικώς και ως μέλη της κοινοπραξίας του ο καθένας. Ατομικές καβοδετικές επιχειρήσεις διατηρούσαν και οι …………….. και   …………….. . Τις μεταφορικές υποχρεώσεις της κοινοπραξίας προς την …………….. ΑΕ εκτελούσαν αρχικώς οι λάντζες Μ, ΤΔ και Π, που ανήκαν στην πλοιοκτησία του   …………….., της συζύγου του   …………….. και του   …………….. αντίστοιχα, μετά δε το έτος 2014 και η λάντζα του   …………….. ΑΝ, τις οποίες επικουρούσαν οι λάντζες ΕΘ 95 και ΕΔ, της πλοιοκτησίας του   …………….., με τον οποίο και την κοινοπραξία του η συνεργασία της ενάγουσας είχε λάβει τη μορφή της αφανούς εταιρίας, όπως έχει κριθεί και με την υπ’ αριθμ. 722/2020 απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και όπως και η ενάγουσα ήδη συνομολογεί. Να σημειωθεί εδώ ότι από το έτος 2014, οπότε η εταιρία ……… ανέλαβε εργολαβικά την κατασκευή τρίτης δεξαμενής αποθήκευσης φυσικού αερίου στη …………….. για λογαριασμό της ……………..  , τη μεταφορά του προσωπικού της εκεί εκτελούσε αποκλειστικά η λάντζα Π, του   …………….., για λογαριασμό της ενάγουσας, στην οποία το έργο ανατέθηκε, επικουρούμενη και από τη λάντζα του   …………….. Χ. Αντίστοιχα, στο έργο της επιφυλακής στις προβλήτες της ……………..   μετείχε το καβοδετικό ΜΒ του   …………….., το οποίο αναλάμβανε και τις καβοδεσίες όπου απαιτείται προς τούτο η χρήση χαλύβδινου σκάφους (όπως στις εγκαταστάσεις της ……………..  ), ενώ όπου αρκούσαν παλαιού τύπου καβοδετικά (όπως στη …………….. ή αλλού), καβοδεσίες αναλάμβαναν και τα υπόλοιπα καβοδετικά της ενάγουσας, όπως το Λ01. Σύμφωνα με τους όρους της ιδρυτικής κοινοπρακτικής σύμβασης και της από 19.1.208 τροποποιήσεώς της, οι ατομικές καβοδετικές επιχειρήσεις των μελών της ενάγουσας όφειλαν να αναλαμβάνουν καβοδετικές εργασίες στο όνομα και για λογαριασμό της κοινοπραξίας, η οποία θα εξέδιδε κοινό τιμολόγιο, όμως, μετά τη συνεργασία της ενάγουσας με τον   …………….. και τις συμφωνίες που προαναφέρθηκαν αυτό δεν ήταν εφικτό, αφού και εκείνος είχε δικαίωμα να τιμολογεί τις υπηρεσίες του καβοδετικού του, τα δε τιμολόγια αμφοτέρων «συμψηφίζονταν». Υπό τις συνθήκες αυτές στους κόλπους της ενάγουσας δημιουργήθηκαν δύο [2] ομάδες μελών. Την πρώτη απάρτιζαν οι εταίροι που παρείχαν υπηρεσίες στο όνομα της κοινοπραξίας, η οποία και τις τιμολογούσε εισπράττοντας την αξία τους στο ταμείο της, ενώ της δεύτερης ομάδας οι εταίροι τιμολογούσαν τις υπηρεσίες τους ατομικά έχοντας ακολούθως την υποχρέωση να μεταβιβάσουν τα έσοδά τους στο κοινό ταμείο, ώστε να διανεμηθούν στο σύνολο των κοινοπρακτούντων με βάση την εκάστοτε ισχύουσα ποσοστιαία καθενός στα κέρδη της, αφού προηγουμένως εξοφληθούν από το κοινό ταμείο οι (ασφαλιστικές και εργοδοτικές) υποχρεώσεις και τα λειτουργικά έξοδα των πλοίων. Πάντως, κατά το έτος 2017 η υποχρέωση αυτή φαίνεται ότι είχε ατονήσει καθώς από την οικεία δήλωση φορολογίας εισοδήματος της ενάγουσας και τους συνημμένους σ’ αυτήν λογιστικούς πίνακες προκύπτει ότι ως εισόδημά της στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας δηλώθηκαν μόνον τα έσοδά της από τις συμβάσεις μεταφοράς που είχε συνάψει με τις εταιρίες ……………..   και …….. και όχι από καβοδετικές εργασίες. Στις 12.11.2014 οι εταίροι ……….. συμβάλλονται για τη σύσταση ναυτικής εταιρίας του Ν. 959/1979, με την επωνυμία «…………….», έδρα στην   …………….., εταιρικό κεφάλαιο σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000 €), εικοσαετή διάρκεια και καταστατικό σκοπό την κτήση και την εκμετάλλευση ελληνικών εμπορικών πλοίων. Μάλιστα, κατά το έτος 2015 η ναυτική αυτή εταιρία εμφανίζεται να παρέχει υπηρεσίες στην ενάγουσα, καθώς εκδίδει το υπ’ αριθμ. …./31.12.2015 επί πιστώσει τιμολόγιό της για εξήντα μία χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (61.500 €), συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, «σύμφωνα με τη σύμβαση για τη μίσθωση λαντζών από 11.2015 – 31.12.2015», ενώ το ίδιο συμβαίνει και το επόμενο έτος, οπότε εκδίδεται το υπ’ αριθμ. …./31.3.2016 επί πιστώσει τιμολόγιό της προς την ενάγουσα για δώδεκα χιλιάδες τριακόσια ευρώ (12.300 €), συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, «σύμφωνα με τη σύμβαση για τη μίσθωση λαντζών από 1.1.2016 – 31.3.2016». Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ποιές λάντζες εκναύλωσε η ναυτική εταιρία ……….. στην ενάγουσα ούτε σε ποιές εργασίες της αυτές χρησιμοποιήθηκαν ούτε αν προς τούτο ελήφθη απόφαση της γενικής συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας ούτε αν τα τιμολόγια αυτά πράγματι εξοφλήθηκαν. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η εν λόγω ναυτική εταιρία συστήθηκε για «…να παρέχει επιβοηθητικές υπηρεσίες προς το έργο της κοινοπραξίας, για την επίτευξη χαμηλότερης φορολογίας, καθώς ίσχυε η αναλογική, ως προς τα έσοδα, αύξηση του φόρου εισοδήματος…». Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για (παραγεγραμμένο) φορολογικό αδίκημα (έκδοση και αποδοχή εικονικών τιμολογίων), αφού οι υπηρεσίες αυτές δεν μπορούσαν να παρασχεθούν, δεδομένου ότι η εν λόγω ναυτική εταιρία δεν διέθετε σκάφος για να τις παράσχει. Πράγματι, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει μόνον η έκδοση στις 11.4.2016 ενός [1] τιμολογίου της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………» για την πώληση προς αυτήν ενός ημιτελούς ακόμη σκάφους μεταφοράς επιβατών αντί τιμήματος ύψους σαράντα τριών χιλιάδων ευρώ (43.000 €), χωρίς το ΦΠΑ (ποσού δηλαδή ανώτερου του μετοχικού κεφαλαίου της ναυτικής εταιρίας), ενώ και η ενάγουσα συνομολογεί ότι το σκάφος ΑΓ  αποκτήθηκε στο όνομα της εταιρίας αυτής μόλις το έτος 2018. Αν, όμως, πρόκειται για πράγματι παρασχεθείσες υπηρεσίες, έστω επιβοηθητικής φύσεως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι μέτοχοι της ναυτικής εταιρίας, μολονότι ήδη μέλη της ενάγουσας, δεν εισφέρουν τα σκάφη τους στην κοινοπραξία αλλά τα εκναυλώνουν σ’ αυτήν, με αποτέλεσμα να διατηρούν το ποσοστό της συμμετοχής τους στα, μετ’ αφαίρεση των λειτουργικών δαπανών της, κέρδη της και ταυτόχρονα να αυξάνουν τα λειτουργικά της έξοδα προς όφελός τους. Και τούτο πέραν του ότι αναλαμβάνουν εργασίες εμπίπτουσες στο αντικείμενο της κοινοπραξίας της οποίες είναι μέλη. Περαιτέρω, κατά το έτος 2015 επέκειτο η εκ μέρους της ……………..   προκήρυξη νέου διαγωνισμού για το έργο της μεταφοράς του προσωπικού της από και προς τη νήσο ……………… Κατά το χρονικό εκείνο σημείο όλα τα τότε μέλη της ενάγουσας, πλην των …………….. και …………….. (πατρός και υιού) …………….., από τους οποίους ο πρώτος είχε εισέλθει στην κοινοπραξία ως συμπλοιοκτήτης του καβοδετικού ΑΜ, υπογράφουν, από κοινού με το   …………….., επιστολή απευθυνόμενη στον …….., Συντονιστή Διευθυντή του Τερματικού Σταθμού ΥΦΑ …………….. της …………….., με την οποία διαμαρτύρονται για τη σχεδιαζόμενη από αυτήν μεταβολή των τεχνικών χαρακτηριστικών των δυνάμενων να μετάσχουν στο διαγωνισμό σκαφών ως προς την παλαιότητα και τη χωρητικότητά τους, θεωρώντας ότι η απαίτηση του εργοδότη για σκάφη ναυπηγημένα εντός της τελευταίας εικοσαετίας και χωρητικότητας σαράντα [40] τουλάχιστον επιβατών έθιγε τα συμφέροντά τους προς όφελος άλλου μέλους της ενάγουσας, τον οποίο εκεί δεν κατονομάζουν αλλά πρόκειται για τον τρίτο εναγόμενο Στέφανο …………….., που διέθετε τότε δύο [2] σκάφη πληρούντα τις νέες προδιαγραφές (τη λάντζα ΑΝ και τη μετασκευασμένη σε λάντζα φορτηγίδα ΕΙ) και θα μπορούσε με αυτές να επιτύχει την ανάθεση του έργου ατομικά στον ίδιο. Οι διαμαρτυρίες αυτές φαίνεται ότι τελεσφόρησαν και ότι η ……………..   ενέδωσε, δεδομένου ότι στην υπό στοιχεία 580/15/ΔΔΠ από 12.6.2015 προκήρυξη του διαγωνισμού γινόταν λόγος μόνον για μεταφορική ικανότητα των δυνάμενων να γίνουν δεκτά σκαφών δεκαεννέα [19] ατόμων, με αποτέλεσμα τα κριτήρια του εργοδότη να πληρούν πλέον από τα σκάφη της κοινοπραξίας και οι λάντζες των   …………….. και   …………….., Μ  και Π, αντίστοιχα, από τα οποία, όμως, το δεύτερο ήδη εκτελούσε το έργο της μεταφοράς του προσωπικού της ……. Ο διαγωνισμός της ……………..   ανέδειξε μειοδότρια την ενάγουσα, αφού κατόπιν συνεννοήσεως, ο   …………….. δεν υπέβαλε προσφορά. Η σχετική σύμβαση (με αριθμό 949/16) καταρτίστηκε στις 10.10.2016 και με αυτή συμφωνήθηκε α] ότι η ανάδοχος είχε την υποχρέωση να παρέχει υπηρεσίες, αφενός, έγκαιρης και ασφαλούς μεταφοράς επιβατών από τη λιμενική εγκατάσταση του εργοδότη στην   …………….. προς τη νήσο …………….., όπου ο τερματικός σταθμός του, ως επιβατών νοουμένων του προσωπικού της εκεί εγκαταστάσεως, των επισκεπτών, των εργατοτεχνιτών ή άλλων επαγγελματιών, καθώς και των συνήθων αποσκευών τους και, αφετέρου, υποστήριξης του προσωπικού της ……………..   σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και, συγκεκριμένα, στη λήψη μέτρων αντιμετώπισης θαλάσσιας ρύπανσης ή/και ταχείας εκκένωσης της νήσου, β] ότι η διάρκεια της σύμβασης θα ήταν ετήσια (από 6.6.2016 έως 6.6.2017, με δικαίωμα προαίρεσης του εργοδότη για ένα [1] ακόμη έτος, με δυνατότητα ισόχρονης περαιτέρω παράτασης με συμφωνία των μερών και γ] ότι η αμοιβή της εργολήπτριας κοινοπραξίας θα ανερχόταν σε δεκατέσσερις χιλιάδες διακόσια πενήντα ευρώ (14.250 €) σε μηνιαία και σε εκατόν εβδομήντα μία χιλιάδες ευρώ (171.000 €) σε ετήσια βάση, πλέον ΦΠΑ. Πέραν τούτων, η ……………..   με τη σύμβαση απαίτησε το μεταφορικό έργο να εκτελείται με πλοιάρια ναυπηγημένα μετά το έτος 1986 (δηλαδή παλαιότητας μέχρι τριάντα [30] ετών) και   εγγεγραμμένα στο μητρώο πιστοποιημένων πλοιαρίων, που θα περιελάμβανε τα σκάφη της αποδοχής της, βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, αναφερομένων στην § 2 του άρθρου 5 της σύμβασης, ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος. Δεν απέκλεισε δηλαδή η ……………..   την εκτέλεση των μεταφορών αποκλειστικά από σκάφη της μειοδότριας κοινοπραξίας αλλά απαίτησε τα χρησιμοποιούμενα σκάφη να έχουν προηγουμένως πιστοποιηθεί από αυτήν και καταχωρηθεί σε σχετικό μητρώο. Από το υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου   /28.11.2016 έγγραφο της …………….. ΑΕ προκύπτει ότι στο τηρούμενο από αυτήν μητρώο πιστοποιημένων πλοιαρίων της σύμβασης 949/16 είχαν καταχωρηθεί οι λάντζες Μ, ΑΝ, ΕΙΙ, που ανήκαν στην πλοιοκτησία του    …………….. η πρώτη και του   …………….. οι άλλες δύο [2] και ΕΘ και ΕΔ, της πλοιοκτησίας αμφότερες του   ……………… Πριν την κατακύρωση του διαγωνισμού της ……………..   στην ενάγουσα και την υπογραφή της ως άνω συμβάσεως είχε μεσολαβήσει νέα τροποποίηση του εταιρικού της. Συγκεκριμένα, στις 16.2.2016 τα τότε μέλη της ενάγουσας με (τροποποιητικό των προηγουμένων) ιδιωτικό συμφωνητικό επανεπιβεβαίωσαν ότι ο σκοπός και το αντικείμενο της κοινοπραξίας τους είναι η, σύμφωνα με τους όρους της κοινοπρακτικής συμπράξεως, «…από κοινού εκμετάλλευση των σκαφών τους (λαντζών) [αποφεύγοντας να περιλάβουν ρητή αναφορά και των καβοδετικών], με σκοπό την εκτέλεση πάσης φύσεως θαλάσσιων εργασιών στην περιοχή της ……………..   ή της νήσου …………….. …», «… για κοινό λογαριασμό και όφελος … , καθώς και η προστασία των συμφερόντων των μελών της κοινοπραξίας από πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού από οποιονδήποτε προέρχονται αυτές, όπως επίσης και οποιαδήποτε πράξη μη αναφερόμενη παραπάνω που αποσκοπεί στην προστασία των συμφερόντων των μελών της κοινοπραξίας …» (βλ. το προοίμιο και το άρθρο 1.3), που θα διαρκέσει μέχρι τις 16.2.2021 (άρθρο 1.4) και, αφού περιέλαβαν πρόνοιες περί του ότι «έναντι του Εργοδότη οι κοινοπρακτούντες εταίροι θα ευθύνονται εις ολόκληρον για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση. Τα μέλη της κοινοπραξίας έναντι αλλήλων θα βαρύνονται με τις υποχρεώσεις της Κοινοπραξίας κατά την αναλογία της συμμετοχής τους [οι οποίες προβλέψεις συμπορεύονται προς τις ρυθμίσεις του άρθρου 293 § 2 του Ν. 4072/2012, γεγονός που καταδεικνύει ότι τελούσαν σε γνώση της νόμιμης υποχρέωσής τους να καταχωρήσουν την κοινοπραξία τους στο Γ.Ε.ΜΗ., την οποία, όμως, δεν εκπλήρωσαν], ενέκριναν την επανείσοδο του   …………….. ως μέλους και την έλευση του   …………….. ως νέου μέλους στην κοινοπραξία, με αποτέλεσμα να καθορίσουν εκ νέου την αναλογία συμμετοχής εκάστου εταίρου στις κερδοζημίες ως εξής: κατά ποσοστό 8% της   …………….., που συμμετείχε με τη λάντζα ΤΔ, κατά ποσοστό 12% του …………….. …………….., που συμμετείχε με τη λάντζα Μ, κατά ποσοστό 1% των ……………..   και   …………….., που συμμετείχαν ως κατ’ ισομοιρίαν συμπλοιοκτήτες του καβοδετικού ΑΜ, κατά ποσοστό 17,51% του   …………….., που συμμετείχε με τη λάντζα ΑΝ, κατά ποσοστό 15% του   …………….., που συμμετείχε με τη λάντζα Χ, κατ’ ίσο (15%) ποσοστό του   …………….., που συμμετείχε με τη λάντζα Π, κατά ποσοστό 13,63% του   …………….., που συμμετείχε με το καβοδετικό σκάφος ΜΒ, κατά ποσοστό 15% του    ………, που συμμετείχε με τη φορτηγίδα Ο  και κατά ποσοστά 1,36% του   …………….. και 1,50% του   …………….., που δεν εισέφεραν σκάφος. Ακολούθως, ως προς τη διοίκηση και εκπροσώπηση της κοινοπραξίας τους τα μέλη α] όρισαν ως μέλη του διοικητικού της συμβουλίου τους   …………….., ως πρόεδρο,   …………….., ως αντιπρόεδρο,   …………….., ως γραμματέα και   …………….., ως ταμία, στους οποίους απένειμαν εκπροσωπευτική εξουσία, εφόσον ενεργούσαν από κοινού (άρθρα 3.1.2 και 3.1.7), β] προέβλεψαν ότι «κάθε πράξη ή ενέργεια του προέδρου της κοινοπραξίας που θα βρίσκεται μέσα στον σκοπό της Κοινοπραξίας θα δεσμεύει την Κοινοπραξία, εκτός αν το σύνολο των μελών της κοινοπραξίας έχει ήδη λάβει διαφορετική θέση, γ] επιφόρτισαν τον πρόεδρο και τα μέλη της διοίκησης να προγραμματίζει τις εργασίες της κοινοπραξίας και τον ταμία της να μεριμνά ώστε η εκτέλεση αυτών να γίνεται κατά τον οικονομικότερο και επωφελέστερο τρόπο (άρθρο 3.1.8, 3.1.9 και 3.2.1), ενώ δ] αποφάσισαν ότι «Οι αποφάσεις κατανομής των ευθυνών από το Συμβούλιο της Κοινοπραξίας πρέπει να λαμβάνουν σοβαρή μέριμνα ώστε να μην δημιουργείται οποιαδήποτε καθυστέρηση στο έργο της Κοινοπραξίας από υπερφόρτιση ενός σκάφους και να υπάρχει, κατά το δυνατόν, ισοκατανομή δραστηριοτήτων και ευθυνών μεταξύ των σκαφών των κοινοπρακτούντων εταίρων – μελών» (άρθρο 3.2.3). Στη συνέχεια, αναφερόμενοι στην οικονομική οργάνωση της κοινοπραξίας, όρισαν ότι «…όλα τα καταχωρημένα πρακτικά εις το Λογιστήριο της Κοινοπραξίας θα φέρουν τις υπογραφές και των τεσσάρων μελών (04) του συμβουλίου απαραιτήτως» [άρθρο 4.4(δ)] και αποφάσισαν το άνοιγμα λογαριασμού της κοινοπραξίας σε αναγνωρισμένο τραπεζικό ίδρυμα της ημεδαπής για την ταμειακή διακίνηση των χρημάτων της (άρθρο 4.3), ενώ, τέλος, απέκλεισαν τη διάλυση της κοινοπραξίας πριν από τη συμβατική λύση της, με τη μνεία ότι οποιαδήποτε καταγγελία μέλους της πριν από αυτήν θα επέχει θέση δήλωσης εξόδου του, χωρίς να παρεμποδίζει την εξακολούθηση της λειτουργίας της από τα εναπομένοντα μέλη (άρθρο 5.2) και όρισαν ότι «Ο εκάστοτε εταίρος της κοινοπραξίας, κατά την εκτέλεση έργου, δύναται αντ’ αυτού να ορίζει άλλον αντικαταστάτη του – βοηθό – οδηγό στο σκάφος του, για τον οποίο όμως θα φέρει την αποκλειστική ευθύνη …» (άρθρο 5.4). Η τελευταία αυτή πρόβλεψη σχετίζεται με την σοβαρή βλάβη, που (δεν αμφισβητείται ότι) υπέστη στις αρχές του έτους 2016 η λάντζα ΤΔ, της ……………..  υπό τη διακυβέρνησή της από άλλο μέλος της κοινοπραξίας, γεγονός το οποίο οδήγησε στην αναγνώριση δικαιώματος σε κάθε πλοιοκτήτη να ελέγχει αυτός το πρόσωπο που θα κυβερνά εκάστοτε το σκάφος του. Σχετικά με τη συγκεκριμένη τροποποίηση του εταιρικού της η ενάγουσα μέμφεται τον τρίτο εναγόμενο και τότε αντιπρόεδρο του διοικητικού της συμβουλίου   …………….. ότι με την ιδιότητά του αυτή καθυστέρησε την υποβολή του τροποποιητικού της κοινοπραξίας εγγράφου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. μέχρι να ληφθεί η οριστική απόφαση της ……………..    επί του ζητήματος της μεταβολής των προδιαγραφών των σκαφών που θα μετείχαν στον επικείμενο τότε διαγωνισμό της και ότι ενήργησε τελικά στις 17.3.2016, όταν είχε καταστεί πλέον σαφές ότι στο διαγωνισμό θα είχαν δικαίωμα συμμετοχής και οι λάντζες των συνεταίρων του ……………..   και   ……………… Οι αιτιάσεις αυτές δεν αποδεικνύονται βάσιμες. Ακόμα όμως και αν ήταν δεν θα ασκούσαν έννομη επιρροή, καθώς η συγκεκριμένη συμπεριφορά δεν συνεπάγεται αστική ευθύνη του   …………….., επειδή δεν συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό βλαπτικό των συμφερόντων της ενάγουσας, η οποία δεν εμποδίστηκε να συμμετάσχει στον ως άνω διαγωνισμό και δεν υπέστη ζημία, παρά μόνον (ενδεχομένως) αντισυμβατική ενέργεια του συγκεκριμένου εναγομένου, παραβιάζουσα την υποχρέωση πίστης στην κοινοπραξία στην οποία ήταν μέλος, για την επίδειξη της οποίας όμως δεν είχε απειληθεί  ποινική ρήτρα. Πράγματι, ο όρος Η της από 19.1.2009 ιδιωτικής συμφωνίας έκανε λόγο για υλική αποζημίωση σε περίπτωση ανάπτυξης αθέμιτης ανταγωνιστικής δραστηριότητας προς την της κοινοπραξίας και δεν προέβλεπε κατάπτωση ποινής για οποιαδήποτε άλλη παραβίαση της υποχρέωσης πίστης. Επομένως, ο τα αντίθετα υποστηρίζων δεύτερος λόγος της Α΄ έφεσης κατά το συναφές δεύτερο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2016 δραστηριοποιείται στη νήσο …………….. και άλλος εργολάβος της …………….. . και, συγκεκριμένα, η εταιρία ………, η οποία ανέλαβε το έργο της δεύτερης αναβάθμισης των κρυογενικών εγκαταστάσεων του τερματικού σταθμού ΥΦΑ. Για τη μεταφορά του προσωπικού της από την …… προς τη …………….. με επιστροφή χρησιμοποιούνται μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017, τα σκάφη που εξυπηρετούσαν το προσωπικό της …………….. . (αφού κατ’ εφαρμογήν της σύμβασης 949/16, σ’ αυτό περιλαμβανόταν και το προσωπικό των εργολάβων της), δηλαδή οι (πιστοποιημένες) λάντζες Μ του   …………….. και ΑΝ του   …………….., χωρίς να καταβάλλεται πρόσθετο αντάλλαγμα στην ενάγουσα. Την 1η.2.2017 η ……………..  , χωρίς να προηγηθεί μειοδοτικός διαγωνισμός, αναθέτει με την υπ’ αριθμ. ……………….. έγγραφη σύμβαση το έργο της μεταφοράς του προσωπικού της στην πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρία, υπό τη νέα επωνυμία της «………………», για χρονικό διάστημα δεκαοκτώ [18] μηνών, αρχής γενομένης από την 1η.3.2017, αντί συμβατικού τιμήματος εκατόν δεκαοκτώ χιλιάδων ευρώ (118.000 €) συνολικά ή έξι χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (6.600 €) μηνιαίως, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ, για δωδεκάωρη ημερήσια χρήση της λάντζας ΕΙΙ, πλέον προσαυξήσεων σε περίπτωση πρόσθετης, υπερωριακής, εργασίας ή απασχόλησής της κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Η λάντζα αυτή ανήκε στην πλοιοκτησία του τρίτου εναγόμενου και είχε καταχωρηθεί στο μητρώο πιστοποιημένων σκαφών της ……………..  . Κατά την κατάρτιση της σύμβασης, για λογαριασμό της εργολήπτριας συμβλήθηκαν, εκπροσωπώντας την νόμιμα, η τέταρτη εναγόμενη   …………….. και ο   …………….., ο οποίος εκναύλωσε την ως άνω λάντζα του στη ναυτική εταιρία, προκειμένου να εκτελέσει το έργο. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου 2016 και Μαρτίου 2017 τελούσε σε αναμονή υπογραφής σύμβασης με την …………….. . και επικαλούμενη την απαγόρευση άσκησης λεμβουχικών εργασιών στην περιοχή, που είχε επιβληθεί στην πρώτη εναγόμενη κατά την έξοδό της από την κοινοπραξία το έτος 2008 και την ποινική ρήτρα που είχε συμφωνηθεί για τον αποκλεισμό πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού από τα μέλη της, ισχυρίζεται ότι οι ενέργειες των αντιδίκων της να επαναδραστηριοποιήσουν την αδρανοποιημένη έκτοτε ναυτική εταιρία και να επιτύχουν την ανάθεση σ’ αυτήν του έργου της …………….. . συνιστά αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά τους. Οι ισχυρισμοί της αυτοί δεν ευσταθούν. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει αρχική πρόθεση της …………….. . να συνάψει σύμβαση μεταφοράς του προσωπικού της με την ενάγουσα, η οποία το πρώτον στις προτάσεις της του δεύτερου βαθμού κάνει λόγο για διαπραγματεύσεις της μαζί της, που κατέληξαν σε συμφωνία για δωδεκάωρη καθημερινή παροχή μεταφορικών υπηρεσιών αντί αμοιβής ύψους εννέα χιλιάδων ευρώ (9.000 €) μηνιαίως (ενώ στην αγωγή της υποστήριζε ότι το αντάλλαγμα της σύμβασης με την …………….. .. θα ήταν ίσο με την αμοιβή που κατέβαλε η …………….. για τη μεταφορά του δικού της προσωπικού, δυνάμει άλλης σύμβασης). Ανεξαρτήτως του απαραδέκτου της προβολής του ισχυρισμού αυτού, δεν προσκομίζεται κανένα έγγραφο οποιασδήποτε πρότασης και της τυχόν αποδοχής της ούτε σχετική μαρτυρία υπάρχει, ώστε να επιβεβαιωθεί ότι όντως έγινε διαπραγμάτευση μεταξύ της ενάγουσας και της ……………..   με τέτοιο ή οποιοδήποτε άλλο περιεχόμενο. Εξάλλου, η πρώτη εναγόμενη αποχώρησε από την ενάγουσα κοινοπραξία στις 19.1.2008 επειδή επέκειτο τότε η πώληση σε τρίτον της λάντζας Ε, που ανήκε στην πλοιοκτησία της και, στη συνέχεια, εισήλθε σ’ αυτή ο   …………….. ως εταίρος, μετονομάστηκε δε σε μεταγενέστερο, αδιευκρίνιστο, χρονικό σημείο και η νόμιμη εκπροσώπησή της ανατέθηκε [και] στην τέταρτη εναγόμενη   …………….., για την οποία δεν προκύπτει άλλη (μετοχική) σχέση της με την εταιρία. Η έξοδος από την κοινοπραξία της επιτράπηκε στις 19.1.2008 με μόνες υποχρεώσεις, αφενός, ότι η ίδια (αποχωρούσα εταιρία) θα υπέχει δεσμεύσεις έναντι της κοινοπραξίας (προδήλως απόχης από επαγγελματική δραστηριότητα συναφή με το αντικείμενό της) για χρονικό διάστημα δώδεκα [12] μηνών και, αφετέρου, ότι τα τότε μέλη της (δηλαδή ο …………… και η   ……………..) δεν θα ασκούσαν λεμβουχικές εργασίες με χρήση λάντζας στην περιοχή της ……………… Την κοινοπραξία δεν απασχολούσε τότε (19.1.2008) το ενδεχόμενο ανάπτυξης λεμβουχικής δραστηριότητας στην περιοχή της από το αποχωρούν σκάφος (τη λάντζα Ε), δεδομένου ότι απάλλαξαν από κάθε δέσμευση το νέο ιδιοκτήτη του (σε αντίθεση προς ό,τι συνέβη κατά την αποχώρηση άλλων σκαφών, όπως το ΑΓ ή το   ΛΙΙ, κατά τα προαναφερθέντα), ενώ έναντι της ενδεχόμενης ανταγωνιστικής δραστηριότητας της εταιρίας ήταν εξασφαλισμένη, το μεν λόγω της ιδιότητας των εταίρων της, που παρέμεναν ατομικώς μέλη της κοινοπραξίας και της υποχρέωσης πίστης που εξ αυτής υπείχαν, το δε εξαιτίας της απαγόρευσης που τους επέβαλε να μην ασκούν συναφή δραστηριότητα στην περιοχή της ……………… Για το λόγο αυτό η πρώτη εναγόμενη μετά την παρέλευση δωδεκαμήνου, δηλαδή από τις 20.1.2009, δεν είχε καμία συμβατική υποχρέωση μη ανταγωνισμού της ενάγουσας ούτε έφερε ιδιότητα ως προς την οποία να υφίσταται αντίστοιχη νόμιμη ή καταστατική υποχρέωσή της. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η αποχώρηση της πρώτης εναγόμενης από τον κοινοπραξία το έτος 2008 δεν ήταν οικειοθελής, κατά την έννοια του όρου Θ του από 19.1.2008 τροποποιητικού του καταστατικού της συμφωνητικού αλλά επισυνέβη εξαιτίας της πωλήσεως του μοναδικού περιουσιακού της στοιχείου, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη αντίδικός της να μην υπόκειται απλώς στη δωδεκάμηνη δέσμευση του όρου εκείνου αλλά να υπέχει επ’ αόριστον υποχρέωση μη ανταγωνισμού, όπως συνέβαινε με τα σκάφη των οποίων επιτράπηκε η έξοδος από την κοινοπραξία υπό τον όρο να μη δραστηριοποιηθούν στην περιοχή της. Ανεξαρτήτως του ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι κατά τα παραπάνω βάσιμος, πρέπει να σημειωθεί ότι και αν αλήθευε, δεν θα ήταν νόμιμος, αφού η συμβατική επ’ αόριστον δέσμευση μέλους αποχωρούντος από κοινοπραξία να μην ασκεί το επάγγελμά του θα περιόριζε υπέρμετρα την ελευθερία του στο πεδίο της μελλοντικής επαγγελματικής και γενικότερα της οικονομικής του δραστηριότητας και θα ήταν άκυρη λόγω της προσκρούσεώς της στις αξιολογήσεις του νομοθέτη, που αποτυπώνονται στα άρθρα 178 και 179 ΑΚ. Αντιθέτως, οι εταίροι και η νόμιμη εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης είχαν, πράγματι, υποχρέωση πίστης προς την ενάγουσα και μη ανταγωνισμού της, εμμέσως, δηλαδή με τη συμμετοχή τους στη δραστηριοποιούμενη ανταγωνίστριά της ναυτική εταιρία. Κανείς, όμως, από αυτούς δεν επέδειξε εν προκειμένω αντισυμβατική ή παράνομη συμπεριφορά, επειδή, αν και σύναψε σύμβαση με τρίτον με αντικείμενο που ενέπιπτε στον σκοπό της κοινοπραξίας, εντούτοις δεν περιόρισε τον κύκλο των συναλλαγών της ούτε την οδήγησε σε απώλεια επιχειρηματικής ευκαιρίας ούτε αύξησε τις εργασίες της ναυτικής εταιρίας σε βάρος της κοινοπραξίας ούτε διακινδύνευσε την οικονομική βιωσιμότητά της. Και τούτο διότι η ενάγουσα δεν είχε πραγματική δυνατότητα να συνάψει η ίδια τη σύμβαση με την ……………..  , δεδομένου ότι δεν διέθετε λάντζα για να εκτελέσει το συγκεκριμένο μεταφορικό έργο. Πράγματι, κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017 από τα σκάφη που της είχαν εισφερθεί οι λάντζες Μ και ΑΝ υλοποιούσαν το έργο της ……………..  , σε εκτέλεση της υπ’ αριθμ. ……/16 σύμβασης, συνεπικουρούμενες από τις λάντζες ΕΘ και ΕΔ, της πλοιοκτησίας του   …………….., ενώ η λάντζα Π, του   …………….. εκτελούσε το έργο της  . Επομένως, απέμενε μόνον η λάντζα Χ, του   …………….. (για την οποία μάλιστα η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι επικουρούσε στη εκτέλεση του έργου της εταιρίας ………….), η οποία, όμως, δεν είχε καταχωρηθεί στο μητρώο πιστοποιημένων σκαφών της ……………..   και, συνεπώς, δεν ήταν κατάλληλη για το έργο της εργολάβου της (……………..  ). Από τα πιστοποιημένα στη ……………..   σκάφη απέμενε μόνον η μετασκευασμένη λάντζα του   …………….. ΕΙΙ η οποία από τις 30.12.2013 είχε εξέλθει της κοινοπραξίας και την οποία αυτός εκναύλωσε στην πρώτη εναγόμενη. Θα μπορούσε, βέβαια, να την έχει εκναυλώσει στην ενάγουσα, ώστε να δυνηθεί η τελευταία να αναλάβει το έργο της ……………..  . Όμως, ήδη από 23.11.2012, η κοινοπραξία είχε επιτρέψει στο   …………….. να αποσύρει το σκάφος του αυτό οποτεδήποτε θελήσει, κατά την κρίση του, χωρίς να διατηρεί οποιαδήποτε περαιτέρω αξίωση κατ’ αυτού, που δεν υπείχε αντιστοίχως οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι της ενάγουσας, επομένως ούτε και υποχρέωση εκναυλώσεως του σκάφους του σ’ αυτήν και προς το συμφέρον της (βλ. τον όρο 7 του από 23.11.2012 ιδιωτικού συμφωνητικού, στο οποίο έγινε ήδη ανωτέρω αναφορά). Η ενάγουσα διαμαρτύρεται, τέλος, επειδή η σύμβαση της πρώτης εναγόμενης με την ……………..   την επιβάρυνε οικονομικά, για το λόγο ότι τη μεταφορά του προσωπικού της εκτελούσαν στην πραγματικότητα, όπως και πριν τη σύναψή της, οι δικές της λάντζες, ενώ η λάντζα ΕΙΙ «στάθμευε στη νήσο …………….. και εκτελούσε περιστασιακά δρομολόγια», με αποτέλεσμα τα έσοδα από την ……………..   να καρπώνεται μόνη η πρώτη εναγόμενη, ενώ τα έξοδα από την εκτέλεση της συμβατικής της υποχρέωσης βάρυναν την ίδια. Ο ισχυρισμός της αυτός κρίνεται αβάσιμος, ενόψει του ότι στην υπ’ αριθμ. 4328 – SER – 007 σύμβαση ρητά προβλέπεται ως συμβατική υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης η χρήση της λάντζας ΕΙΙ με συγκεκριμένη μάλιστα μεταφορική ικανότητα (49 ατόμων, κατά τον όρο 4.6), χωρίς δικαίωμα υποκατάστασής της από άλλη λάντζα, παρά μόνον αν η υποκατάστατη είναι «ισοδύναμης μεταφορικής ικανότητας και προδιαγραφών» και εφόσον η συμβατική λάντζα (ΕΙΙ  ) «έχει τεθεί εκτός λειτουργίας από βλάβη ή τακτική ή έκτακτη συντήρηση» (όρος 4.2), όπως δεν εκτίθεται ούτε αποδεικνύεται ότι οποτεδήποτε κατά τον κρίσιμο χρόνο (1.3.2017 – 1.8.2019) συνέβη. Υπό τα δεδομένα αυτά δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για κατάπτωση της ποινικής ρήτρας που απειλήθηκε σε βάρος των δευτέρου έως και τέταρτης των εναγομένων για την περίπτωση άσκησης από αυτούς πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού. Η εκκαλουμένη, που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε κατ’ ουσίαν τους σχετικούς ισχυρισμούς της ενάγουσας, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και όσα αντίθετα υποστηρίζει η ενάγουσα με τον τρίτο λόγο της Α΄ έφεσής της κατά το αντίστοιχο δεύτερο σκέλος του είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, η ενάγουσα υποστηρίζει, όπως εκτιμά το Δικαστήριο, ότι η παραπάνω συμπεριφορά των εναγομένων ήταν ενταγμένη στον ευρύτερο σχεδιασμό τους να την «απογυμνώσουν από όλα τα έργα που πραγματοποιούσε» σε συνεννόηση με το   …………….., ο οποίος την περίοδο εκείνη (Μάρτιος 2017) διέκοψε τη συνεργασία του ιδίου και της κοινοπραξίας του μαζί της και συνέπραξε με τους αντιδίκους της αποδεχόμενος τις υπηρεσίες του καβοδετικού ΑΜ, της συμπλοιοκτησίας των   …………….. και   …………….., για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του έναντι της ……………..   και για την εκτέλεση των καβοδετικών εργασιών που αναλάμβανε, μολονότι το σκάφος αυτό είχε εισφερθεί στην ενάγουσα ήδη από το έτος 2012. Προς απόδειξη του ισχυρισμού της η τελευταία επικαλείται την από 29.12.2016 επιστολή του που απευθυνόταν στην ίδια, όπου εξέφραζε «τους δήθεν προβληματισμούς του για τις συγκρούσεις που παρατηρούνται μεταξύ των μελών της κοινοπραξίας». Όμως, από την εν λόγω επιστολή στην οποία αναγράφεται ότι «… Ακούμε πως στην (Κοινοπραξία σας  ……………..) ότι διαταράσσεται η εσωτερική σας συνύπαρξη, ζητούμε την άμεση και έγγραφη ενημέρωσή μας για τις αναμεταξύ μας συμφωνίες, διότι, αν αληθεύει, μας χρησιμοποιείτε, εμπλέκοντάς μας για τις διαφορές σας … Σας υπενθυμίζω ότι έχουμε τουλάχιστον 3,5 χρόνια να λογαριαστούμε…», συνάγεται ότι οι ενδοιασμοί του .   …………….. για το μέλλον της συνεργασίας του με την ενάγουσα δεν ήταν προσχηματικοί, δεδομένου και ότι καθυστερούσε η εκκαθάριση των δοσοληψιών στο πλαίσιο της μεταξύ τους συνεργασίας, που είχε, όπως προαναφέρεται, προσλάβει τη μορφή αφανούς εταιρίας. Στην επιστολή του αυτή ο   …………….. έλαβε δύο [2] απαντήσεις. Η πρώτη προερχόταν από τα μισά μέλη της ενάγουσας και, συγκεκριμένα, τους   …………….., οι οποίοι την 1η.2.2017 του γνωστοποίησαν ότι «Στην κοινοπραξία μας έχει επέλθει μια μικρή ρήξη η οποία έχει ως αποτέλεσμα μέλη της κοινοπραξίας να αρνούνται να βάλουν τα έσοδα των πλοίων, τα οποία έχουν ήδη λάβει, από τον Απρίλιο του 2016 (πρόεδρος και αντιπρόεδρος) [ενν. τους   …………….. και   ……………..]. Έτσι πάρθηκε μια προφορική απόφαση με τα δύο αυτά άτομα η οποία έχει ως αποτέλεσμα η συνεργασία μας πλέον θα έχει σκοπό και μόνο ό,τι αφορά τη νήσο   ……………..», για να καταλήξουν σε πρόταση ξεχωριστής συνεργασίας τους μαζί του με τη φράση «Κύριε   …………….. με βάση την καλή συνεργασία μας τα τελευταία 7 χρόνια θα σας προτείναμε την συνέχιση της συνεργασίας μας σύμφωνα με του από 20/5/2009 ιδιωτικού συμφωνητικού …» [διατηρείται και εδώ η σύνταξη του αποδεικτικού εγγράφου]. Το Δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι το συμφωνητικό εκείνο αφορούσε τις καβοδετικές εργασίες στα δεξαμενόπλοια που προσέγγιζαν στις προβλήτες της ……………..   και την επιφυλακή για περιπτώσεις ρύπανσης από αυτά, αντί ενιαίας αμοιβής από κάθε πλοιοκτήτη, ανεξαρτήτως της ταυτότητας του καβοδετικού σκάφους που θα επέλεγε ο ναυτικός πράκτοράς του, κατανεμόμενης μεταξύ των καβοδετικών κατ’ ίσα ποσοστά (50% – 50%) και, δεύτερον, ότι στην επιστολή της 1ης.2.2017 έγινε αναφορά στη συμφωνία που είχε συνάψει ατομικά ο   …………….. και όχι στην από 2.10.2009 συμφωνία που είχε καταρτίσει ο ίδιος με τον   …………….., ενεργώντας όμως τότε και ως μέλος της ενάγουσας κοινοπραξίας, γεγονός που υποδηλώνει σαφώς την πρόθεση των συντακτών της απαντητικής επιστολής να απεγκλωβιστούν από τις έναντι του   …………….. υποχρεώσεις της κοινοπραξίας τους. Η δεύτερη απάντηση που έλαβε ο   …………….. είναι αχρονολόγητη (προγενέστερη πάντως της 12ης.2.2017) και προερχόταν από τους   …………….. και   …………….., που ενεργούσαν και για λογαριασμό των λοιπών μελών της κοινοπραξίας, δηλαδή της ………, συζύγου, ……….. θυγατέρας και ……. …………….., υιού του πρώτου και του …………….., πατέρα του δεύτερου, όπως δεν αμφισβητείται, αποδεικνύεται άλλωστε και από την εξέλιξη των πραγμάτων, όπως πιο κάτω θα περιγραφεί. Οι συντάκτες της υπενθύμιζαν στο   …………….. ότι η συνεργασία των δύο [2] κοινοπραξιών αφορούσε μόνο τη μεταφορά του προσωπικού της ……………..   και του πρότειναν στο εξής «… η συνεργασία στο δέσιμο – λύσιμο να μπορεί να γίνεται ελεύθερα και ανεξάρτητα με όποιο μέλος επιλέγετε…». Από τις επιστολές αυτές ο   …………….. ευλόγως διέγνωσε διάσταση απόψεων στο εσωτερικό της ενάγουσας, όσον αφορά τις καβοδετικές εργασίες, που δεν είχαν αναληφθεί κατόπιν διαγωνισμού και στις 12.2.2017 απευθυνόμενος στην ενάγουσα «και όλα τα μέλη αυτής» με νέα επιστολή του ζήτησε την εξόφληση των εκκρεμών οφειλών και την τροποποίηση του καταστατικού της, ώστε να περιληφθεί σ’ αυτό ρητός όρος περί του ότι ο σκοπός της κοινοπραξίας τους έχει περιοριστεί πλέον στην εκτέλεση των συμβάσεων που είχε συνάψει με τη ……………..  , επισημαίνοντας ότι, μετά ταύτα, «…ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει…». Μη λαμβάνοντας απάντηση και θεωρώντας ότι η συνεργασία των μελών της ενάγουσας έχει πλέον περιοριστεί, κατόπιν της προφορικής συμφωνίας τους, μόνο στην εκτέλεση των έργων μεταφοράς προς τη νήσο …………….., ο   …………….. απέστειλε στις 4.4.2017 στους ……….. και .. …………….., όπως και στην ενάγουσα, την από 30.3.2017 επιστολή του με θέμα «Λύση συνεργασίας στις καβοδετικές εργασίες», στην οποία τους ανέφερε ότι «Όπως μας έχετε γνωρίσει μέσω των προηγούμενων επιστολών σας λόγω προβλημάτων που έχουν προκύψει μεταξύ των μελών σας η Κοινοπραξία σας έχει λυθεί και συνεπώς δεν μπορείτε να ανταποκριθείτε στη συνέχιση της συνεργασίας μας αναφορικά με τις καβοδετικές – λεμβουχικές εργασίες που εξυπηρετούν τις εγκαταστάσεις των …………….. και της ……………..   στην   ……………… Επιπρόσθετα μας ενημερώσατε ότι επιθυμείτε να συνεχισθεί η συνεργασία μας μόνο για την παροχή υπηρεσιών για τη μεταφορά προσωπικού στη …………….. με βάση την προκήρυξη με αριθμό ……../ΔΠΠ. Κατόπιν της αδυναμίας συνέχισης της συνεργασίας μας που οφείλεται αποκλειστικά σε δικούς σας λόγους, σας καλούμε όπως τακτοποιηθούν οι μεταξύ των δύο Κοινοπραξιών οικονομικές εκκρεμότητες από την έναρξη της συνεργασίας μας μέχρι και την 31.3.2017…». Εν συνεχεία, κατέβαλε στον υπ’ αριθμ. GR ………. τηρούμενο στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……….» λογαριασμό της ενάγουσας το χρηματικό ποσόν των εξακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ (654 €), που θεωρούσε ότι προέκυπτε ως χρεωστικό σε βάρος της δικής του κοινοπραξίας υπόλοιπο από τη συνεργασία της με την ενάγουσα και εξέδωσε την από 7.4.2017 έγγραφη βεβαίωση με θέμα «Ολοκλήρωση συνομιλιών μας περί την διακοπή της συνεργασίας των δύο κοινοπραξιών», την οποία προσυπέγραψε για λογαριασμό της ενάγουσας ο πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου και δεύτερος εναγόμενος ………………….. Η ενάγουσα δεν αρνείται την ακρίβεια του ως άνω διαπιστωθέντος χρεωστικού υπέρ της υπολοίπου (άλλωστε, σε διαφορετική περίπτωση, ήταν αρμοδιότητα του ταμία της   …………….. να το αμφισβητήσει αμέσως, όπως δεν συνέβη), ισχυρίζεται όμως ότι η διακοπή της συνεργασίας των δύο [2] κοινοπραξιών υπογράφηκε από τον τότε πρόεδρό της χωρίς αυτός να διαθέτει εκπροσωπευτική εξουσία, δεδομένου, πρώτον, ότι η διακοπή εκείνη συνεπαγόταν τον περιορισμό των εσόδων της κοινοπραξίας και δεν θα μπορούσε να αποτελεί ενέργεια εντός του κοινοπρακτικού σκοπού, όπως απαιτούσε το άρθρο 3.1.8 του από 16.2.2016 τροποποιητικού του καταστατικού της ιδιωτικού συμφωνητικού και, δεύτερον, ότι ο ………. ενήργησε προς ίδιον όφελος. Ακολούθως, επικαλούμενη ότι οι εναγόμενοι παραβίασαν τον όρο της κοινοπρακτικής συμβάσεως που είχε συμφωνηθεί στις 19.1.2008 και όριζε ότι «Κάθε ανάληψη εργασίας γίνεται επ’ ονόματι και για λογαριασμό της κοινοπραξίας», επειδή δεν κατέβαλαν στο ταμείο της κοινοπραξίας τα χρήματα που αποκόμισαν από τη συνεργασία του καβοδετικού ΑΜ με το…………….., επιδιώκει την αποζημίωσή της (παραδεκτώς, βέβαια, μόνον από την τέταρτη εναγόμενη   …………….., κατ’ ισομοιρίαν συμπλοιοκτήτρια του εν λόγω καβοδετικού, κατά τα προαναφερθέντα). Κατ’ ουσίαν, η ενάγουσα μέμφεται τον   …………….. για αθέμιτη ανταγωνιστική συμπεριφορά, συνιστάμενη στην προσυπογραφή της βεβαίωσης διακοπής της συνεργασίας με το   …………….., σε βάρος των συμφερόντων της κοινοπραξίας και υπέρ της θυγατέρας του ……………..  και την τελευταία όχι επειδή συνεργάστηκε με το   …………….. αλλά επειδή παραβίασε όρο της κοινοπρακτικής συμφωνίας και δεν κατέβαλε τα εκ της συνεργασίας της αυτής έσοδα στο ταμείο της κοινοπραξίας. Όμως, η ενέργεια του   …………….. δεν συνδέεται αιτιωδώς με τη βλάβη των οικονομικών συμφερόντων της ενάγουσας, που αποστερήθηκε τα χρήματα που έπρεπε να της καταβάλλει κάθε μήνα ο   …………….. αλλά με την απόφαση του τελευταίου, που ελήφθη στα πλαίσια της οικονομικής ελευθερίας του, να διακόψει τη συνεργασία του μαζί της καταγγέλλοντας την αφανή εταιρία που είχε συσταθεί. Ακόμα και αν ο …………. είχε αρνηθεί να προσυπογράψει τη βεβαίωση διακοπής, η ενάγουσα δεν θα μπορούσε να τον υποχρεώσει να συνεχίσει να αποδέχεται τη σύμπραξη του καβοδετικού ΜΒ ούτε θα διατηρούσε περιουσιακή αξίωση κατ’ αυτού αν δεν εκτελούνταν καβοδετικές εργασίες από κοινού. Την αποκατάσταση της ζημίας της από την απώλεια των εσόδων της η ενάγουσα μπορούσε να αναζητήσει μόνον από τα πρόσωπα στα οποία τα έσοδα αυτά κατέληξαν, δηλαδή από τους ως άνω συμπλοιοκτήτες του καβοδετικού ΑΜ, από τους οποίους ενάγει μόνον την   …………….., η οποία είχε δικαίωμα να εισπράξει το 50% των εσόδων αυτών. Όμως και η κατ’ αυτής απαίτησή της δεν είναι βάσιμη. Καταρχάς, η τέταρτη εναγόμενη κατά τον κρίσιμο χρόνο παρέμενε μεν μέλος της κοινοπραξίας, όμως η υποχρέωση πίστης που υπείχε λόγω της ιδιότητάς της αυτής ήταν ελαττωμένη, αφού ελαττώθηκε αντίστοιχα και η ένταση του προσωπικού δεσμού μεταξύ των εταίρων της κοινοπραξίας, μετά τη «ρήξη», για την οποία έγινε λόγος στην ως άνω από 1ης.2.2017 επιστολή. Μάλιστα, μετά την αναφερόμενη στην ίδια επιστολή «προφορική συμφωνία» των εταίρων περί περιορισμού της κοινοπρακτικής συμπράξεώς τους μόνον σε «…ό,τι αφορά τη νήσο   ……………..…», δηλαδή προεχόντως στην εκτέλεση του μεταφορικού έργου που είχε αναληφθεί κατόπιν του μειοδοτικού διαγωνισμού της ……………..  , πρέπει να γίνει δεκτό ότι στο σκοπό της κοινοπραξίας δεν περιλαμβάνονταν πλέον οι καβοδετικές εργασίες και το σκάφος ΑΜ, το οποίο άλλωστε μέχρι τότε δεν είχε αντικείμενο εργασίας εντός της κοινοπραξίας, μπορούσε πια να χρησιμοποιηθεί από τους συμπλοιοκτήτες του σε οποιοδήποτε έργο, χωρίς δέσμευση ούτε από τον κοινοπρακτικό δεσμό ούτε και από το καταστατικό της ενάγουσας, όπως ίσχυε μετά την τελευταία τροποποίησή του της 16ης.2.2016, με την οποία ο κοινοπρακτικός σκοπός περιορίστηκε (προσεκτικά αλλά ρητώς) μόνο στο μεταφορικό έργο, καθόσον στο προοίμιό του αναγράφηκε ότι σκοπός και αντικείμενο της κοινοπραξίας είναι η «…από κοινού εκμετάλλευση των σκαφών … (λαντζών)», χωρίς να γίνεται μνεία των καβοδετικών. Τούτο σημαίνει ότι η συνεργασία της τέταρτης εναγόμενης με τον . …………….. δεν συνιστούσε αθέμιτο ανταγωνισμό της ενάγουσας και ότι η ίδια δεν είχε συμβατική υποχρέωση να παρέχει καβοδετικές υπηρεσίες στο όνομα και για λογαριασμό της κοινοπραξίας ή να καταβάλλει τα έσοδα από τη δραστηριότητα αυτή στο κοινό ταμείο. Σημαίνει ακόμα ότι δε μπορεί να γίνει λόγος για κατάπτωση της ποινικής ρήτρας, αφού η συγκεκριμένη ενέργεια δεν ήταν ανταγωνιστική προς το σκοπό της κοινοπραξίας, αφού δεν θα μπορούσε να υφίσταται ανταγωνισμός σε τομέα που δεν ενέπιπτε στο αντικείμενό της. Το ότι οι καβοδεσίες δεν περιλαμβάνονταν στο σκοπό της κοινοπραξίας επιβεβαιώνεται και από νέα έγγραφη και αχρονολόγητη επιστολή, που απέστειλαν οι εταίροι  ………………., από κοινού με τον (μη εταίρο)   …………….., επαγγελματία λεμβούχο, στον   …………….., ο οποίος την παρέλαβε στις 19.5.2017, όπως προκύπτει από την έγγραφη απάντησή του. Στην επιστολή τους εκείνη οι παραπάνω αναφέρονται σε κοινή συναίνεση για «αποδέσμευση από την Κοινοπραξία από 1.5.2016 των δύο καβοδετικών και μιας φορτηγίδας» που είχαν στην κατοχή τους και εξέφραζαν την επιθυμία τους να συνεργαστούν με το   …………….. «για την από κοινού εκτέλεση εργασιών όπως δέσιμο και λύσιμο πλοίων, φορτία, σκουπίδια, δρομολόγια…» και μάλιστα στα πλαίσια «νέας κοινοπραξίας» με το   …………….., στον οποίο «αναθέτουμε την ηγεσία και την οργάνωσή της … αναγνωρίζοντας τις ικανότητες και την εμπειρία του…». Ανεξαρτήτως του ότι ο τελευταίος απάντησε αρνητικά, όσον αφορά την προταθείσα συνεργασία «…στη βάση δημιουργίας νέας Κοινοπραξίας» και δεν αρνήθηκε σύμπραξη «με έκαστο πλοιοκτήτη χωριστά … στις υπηρεσίες πρόσδεσης πλοίων…», βέβαιον είναι ότι η πρόταση συστάσεως νέας κοινοπραξίας με αντικείμενο τις καβοδεσίες θα ήταν αντίθετη στο καταστατικό της ενάγουσας, αν στο σκοπό της εξακολουθούσαν να περιλαμβάνονται οι συγκεκριμένες εργασίες. Άλλωστε, ήδη, όπως προαναφέρθηκε, η κοινοπραξία δεν δηλώνει φορολογητέο εισόδημα από αυτήν την αιτία. Από την άποψη αυτή η   …………….. δεν έπραξε κάτι διαφορετικό από αυτό που επιθυμούσαν να πετύχουν και οι συντάκτες της εν λόγω επιστολής. Εξάλλου, δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι οι τελευταίοι κατά τον ίδιο κρίσιμο χρόνο διαβλέπουν ότι η κοινοπραξία δεν έχει μέλλον και το ανακοινώνουν στο . …………….. αναφέροντάς του ότι «…σας ενημερώνουμε ότι από τις 6.6.2018 … διαλύεται οριστικά και αμετάκλητα η ………….. …» και μάλιστα ότι τούτο συμβαίνει ενώ η συμβατική της διάρκεια έχει παραταθεί μέχρι τις 16.2.2021 και πριν οποιοδήποτε μέλος της ζητήσει την πρόωρη λύσης της, ζήτημα που τέθηκε μήνες αργότερα, όπως πιο κάτω θα αναφερθεί. Η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως αβάσιμους τους εν λόγω ισχυρισμούς της ενάγουσας, θεωρώντας ότι αυτή «ουδεμία ζημία υπέστη … με υπαιτιότητα των εναγομένων όσον αφορά τη διακοπή της συνεργασίας της με τον . ……………..». Έτσι που έκρινε σε ορθό αποδεικτικό πόρισμα κατέληξε και, μολονότι οι σχετικές αιτιολογίες της είναι ελλιπείς και συνοπτικές, κατ’ αποτέλεσμα δεν έσφαλε. Για το λόγο αυτό τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η ενάγουσα με τον πέμπτο λόγο της Α΄ έφεσής της είναι αβάσιμα και ως εκ τούτου απορριπτέα. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι κατά το χρόνο που ανταλλάσσονταν οι παραπάνω επιστολές ο δεύτερος εναγόμενος, τότε πρόεδρος της ενάγουσας κοινοπραξίας συγκαλεί γενική συνέλευση των μελών της για τις 24.4.2017 με έγγραφό του στο οποίο αναφέρεται στην πραγματική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και επισημαίνει, πρώτον, ότι «Η Κοινοπραξία εκτελεί αυτή τη στιγμή δύο έργα μεταφοράς προσωπικού των εταιριών ………….. και ……………… Οι καβοδετικές εργασίες (δεσίματα πλοίων) εκτελούνται πλέον ατομικά από κάθε πλοιοκτήτη ανεξάρτητα από την Κοινοπραξία. Ούτε οι φορτηγίδες των μελών εκτελούν πλέον έργα για την Κοινοπραξία αλλά ατομικά για τον κάθε πλοιοκτήτη. Κανένα άλλο έργο πέραν των δύο ανωτέρω … δεν εκτελεί η Κοινοπραξία ούτε πρόκειται να εκτελέσει, καθόσον ήδη όλα τα μέλη της έχουν αποδεσμευθεί από μια τέτοια υποχρέωση και το έχουν ανακοινώσει και σε τρίτους…», δεύτερον, ότι ο λόγος για τον οποίο η κοινοπραξία είχε συμπράξει με το . …………….. στον οποίο κατέβαλε το 20% της αμοιβής από το έργο της …………….. ήταν «… επειδή τα μέλη αποβλέπαμε και στα έσοδα από τις εργασίες των καβοδετικών και φορτηγίδων, οι οποίες όμως εργασίες δεν εκτελούνται στο σύνολό τους για λογαριασμό και με τιμολόγια της Κοινοπραξίας και τούτο δημιούργησε προστριβές, εξαιτίας των οποίων καμία τέτοια εργασία πλέον δεν γίνεται στο όνομά της ούτε για λογαριασμό της…» και, τρίτον, ότι οι ………….. είχαν υποσχεθεί ότι θα διαθέσουν τουλάχιστον ένα σκάφος με τις προδιαγραφές της ……………..   για την εκτέλεση του έργου της μεταφοράς του προσωπικού της και δεν το έπραξαν, με αποτέλεσμα να καταπονούνται οι λάντζες Μ και ΑΝ, από τις οποίες είχαν έσοδα και αυτοί, «χωρίς να συμμετέχουν ανάλογα». Για τους λόγους αυτούς ο πρόεδρος της κοινοπραξίας θέτει ζήτημα τροποποίησης του καταστατικού της, ώστε 1] να αποτυπωθεί σ’ αυτό η πραγματική κατάσταση και πέραν των δύο [2] ως άνω μεταφορικών έργων να μην ισχύει καμία άλλη δέσμευση για τα μέλη που θα είναι ελεύθερα να συνάπτουν νέες συμφωνίες μεταξύ τους ή με τρίτους ή να συμμετέχουν σε άλλες κοινοπραξίες για την εκμετάλλευση των ευκαιριών εκτέλεσης και άλλων εργασιών πέραν των παραπάνω (ζητεί δηλαδή να γίνει αυτό που και οι εταίροι που απευθύνθηκαν στον . …………….. επιζητούσαν) και 2] να αναδιαμορφωθεί το ποσοστό συμμετοχής στα κέρδη των ………… από τις συμβάσεις της κοινοπραξίας με τις εταιρίες …………….. … και ……. και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεισφέρουν ένα [1] τουλάχιστον σκάφος με κατάλληλες προδιαγραφές. Η πρόσκληση αυτή δεν τελεσφόρησε και το καταστατικό της ενάγουσας δεν τροποποιήθηκε. Στις 24.7.2017 και ενώ η σύμβαση με τη …………….. … είχε παραταθεί για ένα [1] ακόμη έτος (έως τις 6.6.2018), ακολούθησε νέα πρόσκληση του .. …………….. και του . …………….. προς όλα τα μέλη της κοινοπραξίας να συνέλθουν στις 27.7.2017 ώστε να λάβουν απόφαση, μεταξύ άλλων και επί του ενδεχομένου ναύλωσης των σκαφών που εκτελούσαν το έργο της …………….. . ή επανδρωμένων σκαφών τρίτων, μέχρις ότου συμμετάσχει σ’ αυτό το αναμενόμενο νέο σκάφος του . ……………… Από το σχετικώς συνταχθέν έγγραφο πρακτικό φαίνεται ότι η πρόταση αυτή υπερψηφίστηκε από όλα τα μέλη, όμως το πρακτικό δεν υπέγραψαν οι ……….. (που εκπροσωπούσε και τα τέκνα του … και …..). Μετά από την εξέλιξη αυτή οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτη των εναγομένων μαζί με τον . …………….. και τον . …………….. απευθύνουν στην ενάγουσα και τους λοιπούς συνεταίρους τους την από 6.9.2017 εξώδικη δήλωση με επιφύλαξη δικαιωμάτων, με την οποία αναφέρονται στα ίδια προβλήματα της κοινοπραξίας που εκτέθηκαν ανωτέρω, τους αποδίδουν αντισυμβατική και κακόπιστη συμπεριφορά, συνεπεία της οποίας «…έχει καταστεί ιδιαίτερα δυσχερής έως αδύνατη η συνεργασία … και η λήψη αποφάσεων…» και τους δηλώνουν ότι στις 6.6.2018, οπότε λήγει η συμβατική παράταση της διάρκειας της υπ’ αριθμ. ……../16 σύμβασης με τη …………….. .. αποχωρούν από την κοινοπραξία μαζί με τα σκάφη τους. Οι αποδέκτες της εξώδικης αυτής δήλωσης (τα φυσικά πρόσωπα, όχι δε και η ενάγουσα κοινοπραξία) με δική τους εξώδικη δήλωση – πρόσκληση – όχληση και διαμαρτυρία στις 18.9.2017 παραδέχονται πανηγυρικά ότι λόγω διαφωνιών των μελών της επήλθε περιορισμός του επιχειρηματικού αντικειμένου της κοινοπραξίας τους [«…Από τις 6.6.2016 ανακύπτουν διαφωνίες μεταξύ μας με αποτέλεσμα η Κοινοπραξία να περιοριστεί στην εκτέλεση μόνον των δύο παραπάνω έργων (…………….. και …………..), επειδή είχαμε δεσμευθεί συμβατικά απέναντι στους εργοδότες μας, ενώ έπαυσε κάθε άλλη εργασία (καβοδεσίες και μεταφορά φορτίων και λοιπές εργασίες)…], αποδίδουν όμως τις διαφωνίες αυτές σε υπαιτιότητα του προέδρου και του γραμματέα της κοινοπραξίας (δεύτερου και τρίτου εναγόμενου, προς τους οποίους απευθύνουν το έγγραφό τους) και αφού διαμαρτύρονται για τις παράνομες ενέργειες τους, δηλώνουν προς αυτούς αλλά και προς τον . …………….. (προς τον οποίον απευθύνουν επίσης την εξώδικη δήλωσή τους, αντιμετωπίζοντάς τον έτσι ως μέλος της κοινοπραξίας τους) ότι «επιθυμούμε τη λύση της κοινοπραξίας και τη νόμιμη εκκαθάριση αυτής με το πέρας του έργου προς την …………….. . την 6.6.2018». Με τον τρόπο αυτό υπερθεματίζουν σε σχέση με την από 6.9.2017 δήλωση, που ως έννομη συνέπεια θα επέφερε απλώς την έξοδο των εκεί δηλούντων από την κοινοπραξία και όχι τη λύση της, αφού η κοινοπρακτική σύμπραξη θα συνεχιζόταν με τους εναπομένοντες εταίρους, σύμφωνα με το άρθρο 5.2 της από 16.2.2021 τροποποίησης του καταστατικού της και προτείνουν (άρθρο 185 ΑΚ) τη σύναψη νέας σύμβασης με αντίθετο περιεχόμενο από την ιδρυτική, επιφέρουσας τη λύση της κοινοπραξίας και την είσοδό της στο στάδιο της εκκαθάρισης, τελούσας μάλιστα υπό αναβλητική προθεσμία (άρθρο 210 ΑΚ), μέχρι το χρονικό σημείο λήξης της διάρκειας της σύμβασης μεταξύ της ενάγουσας και της …………….. ., το οποίο προσδιορίζουν ρητά (6.6.2018), μολονότι τελούν σε γνώση του ότι κατά το άρθρο 3 της υπ’ αριθμ. 949/16 σύμβασης είναι ενδεχόμενο η χρονική διάρκεια της σύμβασης να παραταθεί για ένα [1] ακόμη έτος με συμφωνία ενάγουσας και …………….. ., ενδεχόμενο, όμως, από το οποίο δεν εξαρτούν την ενέργεια της προτάσεώς τους ούτε το περιλαμβάνουν σ’ αυτήν υπό μορφή αιρέσεως. Η πρότασή τους γίνεται δεκτή (άρθρο 189 ΑΚ), καθώς με την από 27.9.2017 εξώδικη δήλωσή τους οι …………, αφού αντικρούσουν τις αιτιάσεις των συνεταίρων τους μία προς μία, διαπιστώνουν «συναντίληψη» όλων των μελών της κοινοπραξίας ως προς το ότι ο σκοπός και το αντικείμενό της έχουν περιοριστεί στα δύο [2] παραπάνω έργα και δηλώνουν στους λοιπούς συνεταίρους τους ότι «… η κοινοπραξία με το πέρας του έργου της ……………..   στις 6.6.2018 θα λυθεί …». Με τον τρόπο αυτό καταρτίζεται σύμβαση (άρθρα 192 και 361 ΑΚ) υπό αναβλητική προθεσμία περί λύσεως της κοινοπραξίας και εισόδου της στο εκκαθαριστικό στάδιο στις 6.6.2018. Κατά τη διάρκεια της αναβλητικής προθεσμίας η ναυτική εταιρία με την επωνυμία «……..», από την οποία έχει ήδη αποχωρήσει ο   ……………..  και η οποία δεν έχει ενταχθεί στην ενάγουσα κοινοπραξία, αποκτά από την εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……………..  » με αγορά και αντί τιμήματος εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000 €), άνευ ΦΠΑ,  τη λάντζα ΑΓ (βλ. το υπ’ αριθμ.  …./20.11.2017 τιμολόγιο της πωλήτριας), το οποίο καταχωρεί στο μητρώο πιστοποιημένων σκαφών της …………….. ΑΕ (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. …./29.1.2018 βεβαίωση του Συντονιστή Διευθυντή ΥΦΑ ………). Η λάντζα αυτή δεν εισφέρεται στην ενάγουσα ούτε ναυλώνεται από αυτήν για την εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεών της προς την ……………..  . Στις 14.5.2018 ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγομένων κοινοποιούν στην ενάγουσα την από 10.5.2018 τηλεομοιοτυπία της ……………..  , στην οποία διατυπώνεται η πρόθεσή της για παράταση της ισχύος της υπ’ αριθμ. …../16 σύμβασης επί ένα εξάμηνο, δηλαδή από 7.6.2018 έως και 7.12.2018 έναντι ανταλλάγματος ύψους ογδόντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (85.500 €) πλέον ΦΠΑ και καλούν τους   …………….. και   …………….. να συνυπογράψουν κοινή απάντηση περί του ότι η κοινοπραξία «δεν έχει δυνατότητα συμμετοχής στην πρόταση της παράτασης», δηλώνοντάς τους ότι άλλως θα βεβαιώσουν οι ίδιοι ατομικά την αδυναμία της, όπως και τελικά έπραξαν στις 16.5.2018, χωρίς να γνωρίζουν ότι την προηγουμένη (15.5.2018) ο   …………….. ενεργώντας για λογαριασμό της κοινοπραξίας είχε αποστείλει στην ……………..   επιστολή, με την οποία δήλωνε ότι αποδεχόταν την πρόταση παράτασης, επισυνάπτοντας σ’ αυτήν την από 6.9.2017 εξώδικη δήλωση και σημειώνοντας επιπλέον, πρώτον, ότι μετά την έξοδο από την ενάγουσα των εκεί δηλούντων η κοινοπραξία «…συνεχίζει από τα εναπομείναντα μέλη της…», που «…ουδέποτε έχουμε ασκήσει αντίστοιχο δικαίωμα εξόδου…» και, δεύτερον, ότι «…η κοινοπραξία διαθέτει λάντζες που πληρούν τις προδιαγραφές μεταξύ των οποίων την ΑΓ που έχει καταχωρηθεί στο μητρώο πιστοποιημένων λαντζών», αποκρύπτοντας ταυτόχρονα την ύπαρξη της από 18.9.2017 ως άνω εξώδικης δήλωσης περί λύσης της κοινοπραξίας. Το ίδιο περιεχόμενο είχε και η από 24.5.2018 επιστολή των πληρεξουσίων δικηγόρων των ……………..   και   …………….., που απευθύνθηκε στη ……………..   και με την οποία επαναδηλωνόταν ότι «..ορισμένα μέλη της κοινοπραξίας … έχουν εξωδίκως δηλώσει ότι από 7.6.2018 αποχωρούν…και, αφού, όπως δέχεται παγίως η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, η δήλωση αυτή δεν ανακαλείται, η κοινοπραξία συνεχίζει τη λειτουργία της από 7.6.2018 με τα εναπομείναντα πέντε μέλη της…», χωρίς να γίνεται και πάλι αναφορά στην ύπαρξη και το περιεχόμενο της από 18.9.2017 ως άνω εξώδικης δήλωσης. Στο μεταξύ (δεν αμφισβητείται ότι) οι εναγόμενοι στις 16.5.2018 με επιστολή τους ζητούν από τη ……………..   να αναθέσει το έργο στην πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρία, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι στις 6.6.2018 οι λάντζες Μ και ΑΝ, που ήδη το εκτελούσαν, θα εξέλθουν της κοινοπραξίας και από 7.6.2018 θα ενταχθούν μεταξύ των δικών της πλοιαρίων (της πρώτης εναγόμενης), καθώς και ότι από τις 7.6.2018 η ενάγουσα λύνεται και τελεί υπό εκκαθάριση. Κατόπιν αυτών, στις 31.5.2018 η ……………..   δηλώνει στην πρώτη εναγόμενη ότι προτίθεται να της αναθέσει το έργο της μεταφοράς του προσωπικού της από και προς τη …………….. για χρονικό διάστημα έξι [6] μηνών (7.6.2018 – 7.12.2018) αντί αμοιβής ογδόντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (85.500 €), την 1η.6.2018 ανακαλεί την δήλωση πρόθεσης εξάμηνης παράτασης της σύμβασης με αριθμό 949/16 που είχε απευθύνει στην ενάγουσα και στις 5.6.2018 απαντά εξωδίκως στην από 4.6.2018 εξώδικη επιστολή των εναπομεινάντων στην ενάγουσα μελών, με την οποία διαμαρτυρήθηκαν για την ανάκληση της πρόθεσης παράτασης, ότι από το συνδυασμό των ως εξώδικων επιστολών που αντάλλαξαν το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2017 τα μέλη της προέκυπτε ότι η κοινοπραξία τους είχε λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση από την 6η.6.2018, σημειώνοντας και ότι την από 18.9.2017 επιστολή της είχε παραδώσει μέλος της κοινοπραξίας, το οποίο δεν κατονόμασε, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι επρόκειτο για κάποιον από τους δεύτερο ή τρίτο των εναγομένων. Τελικά, το έργο ανέλαβε η πρώτη εναγόμενη και, όπως δεν αμφισβητείται, το εκτέλεσε με τις λάντζες Μ   του   …………….., ΑΝ του   …………….. και ΕΘ του   …………….., ο οποίος εισήλθε ως μέλος σ’ αυτήν. Στις 7.6.2018 τα εναπομείναντα στην κοινοπραξία μέλη τροποποιούν το καταστατικό της και, ωσάν να μην είχε καμία έννομη συνέπεια η από 18.9.2017 δήλωσή τους περί της λύσης και εκκαθάρισής της, αποφασίζουν την εξακολούθηση της λειτουργίας της ενάγουσας, καταθέτουν δε αντίγραφό του αυθημερόν στη Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας, ενώ στις 19.6.2018 καταχωρούν για πρώτη φορά την κοινοπραξία τους στο Γ.Ε.ΜΗ. Με βάση τα περιστατικά αυτά η ενάγουσα επικαλείται ότι ζημιώθηκε κατά το ποσόν του ανταλλάγματος που έλαβε η πρώτη εναγόμενη από τη ……………..   (85.500 €), το οποίο στερήθηκε η ίδια και την ζημία της αυτή αποδίδει στην προπεριγραφείσα σκόπιμη συμπεριφορά των αντιδίκων της, την οποία θεωρεί ανήθικη, αθέμιτα ανταγωνιστική και ως εκ τούτου παράνομη αλλά και ως παραβιάζουσα την υποχρέωση πίστης των εταίρων και την καταστατική ρήτρα (μετασυμβατικής) απαγόρευσης ανταγωνισμού. Όλοι οι ισχυρισμοί της είναι αβάσιμοι. Πράγματι, μετά την εκ μέρους των ………… αποδοχή στις 27.9.2017 της από 18.9.2017 πρότασης των …………….. περί διαλύσεως του κοινοπρακτικού δεσμού και την παρέλευση της αναβλητικής προθεσμίας, η ενάγουσα λύθηκε στις 6.6.2018 και εισήλθε έκτοτε στο στάδιο της εκκαθάρισης, κατά το οποίο ο κοινοπρακτικός σκοπός περιορίστηκε στην περάτωση των εκκρεμών εννόμων σχέσεών της προς τρίτους και δεν περιελάμβανε πλέον τη σύναψη νέων συμβάσεων ή την παράταση των ήδη παλαιών που έληγαν τότε. Οι δε ανταλλαγείσες δηλώσεις των εταίρων το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2017 παρήγαγαν πλήρη δέσμευση όλων τους και μόνον τα αποτελέσματά τους (λύση και εκκαθάριση της κοινοπραξίας) αναβλήθηκαν για την 6η.6.2018 και τούτο για να μην υπάρξουν δυσμενείς συνέπειες από την αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεών της έναντι της ……………..  . Το γεγονός ότι τα εναπομείναντα μέλη της κοινοπραξίας ακολούθως μετέγνωσαν και αποφάσισαν (μονομερώς) την εξακολούθηση της λειτουργίας της (ίδιας) κοινοπραξίας δεν μεταβάλλει τα πράγματα, αφού η (κοινή) απόφαση των εταίρων, που ελήφθη κατόπιν σύμπτωσης των βουλήσεων απάντων, που δηλώθηκε μάλιστα εγγράφως, είχε την ισχύ καταργητικής του κοινοπρακτικού δεσμού σύμβασης (άρθρο 361 ΑΚ) και επέφερε τη λύση της κοινοπραξίας, χωρίς, ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις, να ασκεί έννομη επιρροή το ότι δεν τηρήθηκαν διατυπώσεις δημοσιότητας, δηλαδή το ότι δεν καταχωρήθηκε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. έγγραφο πρακτικό για τη λύση της ή έγγραφη τροποποίηση του καταστατικού ως προς τη διάρκεια της κοινοπραξίας. Η μόνη υποχρέωση που εξακολουθούσαν να υπέχουν έναντι της κοινοπραξίας όλοι οι εταίροι της μετά την 6η.6.2018 ήταν να διευκολύνουν την εκκαθάρισή της και όχι να απέχουν από επιχειρηματική δραστηριότητα είτε ατομική είτε υπό άλλο εταιρικό σχήμα. Ούτε η μεταστροφή της βούλησης των εναπομεινάντων μελών της ενάγουσας καθιστά αναληθή τη δήλωση των λοιπών προς τη ……………..   ότι η κοινοπραξία τους είχε συμφωνηθεί να λυθεί στις 6.6.2018, αφού ουδέποτε τα πρώτα ανακάλεσαν την από 18.9.2017 δήλωσή τους ούτε ανακοίνωσαν στα δεύτερα την πρόθεσή τους να εξακολουθήσουν κοινή πορεία υπό το ίδιο κοινοπρακτικό σχήμα, ανεξαρτήτως του ότι μετά την κατάρτιση της (καταργητικής της κοινοπρακτικής σύμπραξης) συμβάσεως της 27ης.9.2017 τέτοια ενέργεια δεν θα είχε καμία ισχύ και μόνη δυνατότητα των εναπομεινάντων μελών θα ήταν η ίδρυση νέας κοινοπραξίας μεταξύ τους. Συνεπώς, η σύναψη της σύμβασης μεταξύ πρώτης εναγόμενης και ……………..   για το χρονικό διάστημα από 7.6.2018 έως 7.12.2018 δεν υπήρξε ενέργεια ούτε ανήθικη ούτε αθέμιτα ανταγωνιστική προς την ενάγουσα, ενώ δεν συνιστά ούτε παραβίαση της ρήτρας μη ανταγωνισμού που είχε περιληφθεί στο καταστατικό της κοινοπραξίας, η οποία είχε ισχύ μόνον επί εξόδου ορισμένων εταίρων και συνέχισης της λειτουργίας της μετά την αποχώρησή τους, όπως όμως δεν συνέβη, αφού η κοινοπραξία λύθηκε, μη δυνάμενη, επομένως, να προκαλέσει ούτε την κατάπτωση της συμφωνημένης ποινικής ρήτρας. Άλλωστε, τα εναπομείναντα μέλη στις 7.6.2018 δεν διέθεταν σκάφη κατάλληλα να αναλάβουν την εκτέλεση του μεταφορικού έργου της ……………..   για το χρονικό διάστημα έως την 7η.12.2018, αφού οι λάντζες Μ 21 του   …………….. και ΑΝ του …………….. …………….. έπαυσαν από 6.6.2018 να αποτελούν σκάφη της κοινοπραξίας, από δε τα πιστοποιημένα στο μητρώο της …………….. ΑΕ πλοιάρια οι λάντζες ΕΘ και ΕΔ ανήκαν αμφότερες στην πλοιοκτησία του   …………….., ο οποίος είχε αποκτήσει την ιδιότητα του μέλους της πρώτης εναγόμενης, στην οποία είχε εισφερθεί και η λάντζα ΕΙΙ, που ανήκε στην πλοιοκτησία του   ……………… Απέμενε λοιπόν μόνον η (ομοίως πιστοποιημένη) λάντζα ΑΓ, η οποία όμως δεν είχε εισφερθεί στην ενάγουσα, ενώ και η λάντζα Π του   …………….. δεν είχε μετασκευαστεί ακόμα (βλ. το από 21.7.2018 πρωτόκολλο γενικής επιθεώρησης), ώστε να πληροί τις προδιαγραφές της ……………..  . Ακόμα και αν η ενάγουσα ναύλωνε την πρώτη, τούτο δεν θα της αρκούσε για να αναλάβει το έργο, για την εκτέλεση του οποίου ήσαν απαραίτητες τουλάχιστον δύο [2] λάντζες, όπως συνέβαινε και κατά το παρελθόν, επί σειρά ετών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μολονότι διέγνωσε ότι «από 6 Ιουνίου 2018 η ενάγουσα δεν είχε λάντζες», εντούτοις θεώρησε ότι το έργο της ……………..  , το οποίο ανέλαβε η πρώτη εναγόμενη, «υπό τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα εκτελείτο από την ενάγουσα» και ακολούθως έκρινε ότι «ναι μεν τα εναπομείναντα μέλη της ενάγουσας … συμφώνησαν να λυθεί η κοινοπραξία την 6-6-2018», όμως η λύση της δεν επήλθε επειδή «…η ενάγουσα αρνήθηκε την από 26-4-2017 πρόσκληση του δεύτερου εναγόμενου για τροποποίηση του καταστατικού της …» (η οποία άρνηση, όμως, είναι προγενέστερη της από 18.9.2017 προτάσεως περί λύσεως της κοινοπραξίας), καθώς και ότι «…η συμπεριφορά των εναγομένων ήταν αντίθετη στα χρηστά ήθη και ανταγωνιστική σε βάρος της ενάγουσας, η οποία συμβατικώς εξακολουθούσε να ισχύει…», χωρίς να δύναται να συναχθεί αντίθετο συμπέρασμα από την από 18.9.2017 εξώδικη δήλωση. Με βάση δε αυτές τις παραδοχές θεώρησε ότι τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα έδρασαν ευθέως ανταγωνιστικά, αντίθετα στα χρηστά ήθη, κατά παράβαση της ρήτρας μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού και κατά παραβίαση της υποχρέωσης πίστης προς την ενάγουσα και για το λόγο αυτό επεδίκασε στην τελευταία την αιτηθείσα αποζημίωση (85.500 €), χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης ύψους πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €) και το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) λόγω καταπτώσεως της ποινικής ρήτρας. Οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης είναι ουσιαστικά εσφαλμένες, λογικά αντιφατικές και εν τέλει ανεπαρκείς να επιστηρίξουν το διατακτικό της. Πρέπει, συνεπώς, κατά παραδοχή του συναφούς δεύτερου λόγου της Β΄ έφεσης, να εξαφανιστεί ως προς το αντίστοιχο κεφάλαιό της. Μετά από αυτά παρέλκει η έρευνα του πρώτου λόγου της Α΄ έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για την κατά παραδοχή ένστασης των εναγομένων από το άρθρο 409 ΑΚ μείωση του ποσού της αιτηθείσας ποινικής ρήτρας και για την εσφαλμένη επιδίκασή του εις ολόκληρον, ενώ είχε ζητηθεί από καθέναν εναγόμενο, καθώς και του τρίτου λόγου της Β΄ έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος του με το οποίο οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι το ποσό της επιδικασθείσας ποινικής ρήτρας είναι υπερβολικό. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας θα σημειωθεί εδώ και ότι απορριπτέος ως απαράδεκτος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος της Α΄ έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο η ενάγουσα προβάλλει την, πράγματι βάσιμη, αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρανόησε το χρόνο συντάξεως της επιστολής διαμαρτυρίας προς τη …….., που αφορούσε τη σχεδιαζόμενη από αυτήν μεταβολή των τεχνικών χαρακτηριστικών των σκαφών που μπορούσαν να αναλάβουν το έργο της μεταφοράς του προσωπικού της, καθόσον αυτό συνέβη πριν το διαγωνισμό του έτους 2016 και όχι του έτους 2018, όπως έγινε δεκτό. Και τούτο διότι η εκκαλούσα δεν προσδιορίζει την επίδραση που η εσφαλμένη αυτή παραδοχή άσκησε στο διατακτικό της εκκαλουμένης (ΑΠ 155/1996, Δνη 1996/1346, ΤριμΕφΠατρ. 148/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.] Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 188, σελ. 121, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 542, σελ. 231, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, σε ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1623]).

VΙ. Κατ’ ακολουθίαν όσων προαναφέρθηκαν πρέπει, αφού απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη Α΄ έφεση, να γίνει δεκτή η Β΄ έφεση και να εξαφανιστεί στο σύνολό της (για την ενότητα της τελεσίδικης δικαστικής κρίσεως) η εκκαλούμενη απόφαση και, στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και αναδικαστεί η αγωγή, να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της. Εξάλλου, το παράβολο που κατατέθηκε από την εκκαλούσα της από 14.5.2021 έφεσης πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, ενώ το παράβολο που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες της από 12.5.2021 έφεσης πρέπει να τους αποδοθεί (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει γι’ αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας της Α΄ έφεσης – ενάγουσας και εφεσίβλητης της Β΄ έφεσης, λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 183, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 467/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Συνεκδικάζει τις από 14.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/14.5.2021 και από 12.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/12.5.2021 αντίθετες εφέσεις.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει την από 14.5.2021 έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Δέχεται την από 12.5.2021 έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στους εκκαλούντες.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 26/2021 απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και αναδικάζει την από 1.8.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./1.8.2019 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή στο σύνολό της.

Επιβάλει σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων της από 12.5.2021 έφεσης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000 €).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 2 Ιουνίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄  αυτής λόγω συνταξιοδοτήσεως

και αποχωρήσεως από την Υπηρεσία,

η Πρόεδρος Εφετών

Θεώνη Μπούρη

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, από έτερη σύνθεση, λόγω αποχωρήσεως από την Υπηρεσία της Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή και προαγωγής και αναχώρησης της Εφέτη Χαρίκλειας Σαραμαντή, αποτελούμενη από τους Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ και Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτες, στις 8  Μαΐου 2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ