Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 190/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   190/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος – εκκαλούντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης: του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικεί στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Σπυριδούλα Φωτοπούλου (ΑΜ …. Ν.Σ.Κ.).

Των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων – καθ’ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης: 1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Η ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ………. (Ν. 2330/1995)» και πρώην επωνυμία «……………», που εδρεύει στην …, οδός ………… και εκπροσωπείται νόμιμα από την ειδική εκκαθαρίστρια αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στο … Αττικής, οδός …………και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) της ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» που εδρεύει στον ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, από τις οποίες η πρώτη εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ιωάννη Μπόμπο (ΑΜ … ΔΣΑ) και Γεώργιο Ορφανίδη (ΑΜ … ΔΣΑ) και η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο …. (ΑΜ … ΔΣΠ).

Της καλούσας – εκκαλούσας – ασκούσας πρόσθετους λόγους έφεσης: της ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στον ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Τιμαγένη (ΑΜ …. ΔΣΠ).

Των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων – καθ’ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης: 1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Η ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ……… (Ν. 2330/1995)» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……. και εκπροσωπείται νόμιμα από την ειδική εκκαθαρίστρια αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στο .. Αττικής, οδός …….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικεί στην Αθήνα, από τους οποίους η πρώτη εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ιωάννη Μπόμπο (ΑΜ … ΔΣΑ) και Γεώργιο Ορφανίδη (ΑΜ …. ΔΣΑ) και το δεύτερο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Σπυριδούλα Φωτοπούλου (ΑΜ ….. Ν.Σ.Κ.).

Η ενάγουσα, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «Η ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ………. (Ν. 2330/1995)» και πρώην επωνυμία «…….. ζήτησε να γίνει δεκτή η από 08.07.1992 και με αριθμό κατάθεσης ……./1992 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η εναγόμενη – προσεπικαλούσα, ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..», ζήτησε να γίνει δεκτή η από 16.11.1993 και με αριθμό κατάθεσης ……../1993 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το καθ’ ου η προσεπίκληση – προσθέτως παρεμβαίνον, Ελληνικό Δημόσιο, ζήτησε να γίνει δεκτή η από 07.02.1994 και με αριθμό κατάθεσης ………../1994 πρόσθετη παρέμβασή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 146/1995 μη οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την αγωγή, την ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση και την πρόσθετη παρέμβαση, διέταξε αποδείξεις, ενώ με την υπ’ αριθ. 5019/2010 οριστική απόφασή του απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση και έκανε δεκτή την αγωγή και την ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν: (Α) το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την από 13.12.2010 έφεσή του που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό …./14.12.2010, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης …../15.03.2011 για τη δικάσιμο της 16.02.2012, και μετά από αναβολές για τη δικάσιμο της 21.05.2020, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της, και επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 04.08.2020 κλήση του που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης γενικό …/04.08.2020 και ειδικό …./04.08.2020, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 25.11.2021 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, (Β) το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με τον από 19.10.2021 πρόσθετο λόγο έφεσης που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης γενικό …/19.10.2021 και ειδικό …./19.10.2021, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 25.11.2021 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, (Γ) η εκκαλούσα ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» με την από 14.12.2010 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό …./14.12.2010, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης …../15.03.2011 για τη δικάσιμο της 16.02.2012, και μετά από αναβολές για τη δικάσιμο της 21.05.2020, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της, και επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 12.05.2022 κλήση της που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης γενικό …./13.05.2022 και ειδικό …../13.05.2022, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, (Δ) η εκκαλούσα ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………» με τους από 12.01.2012 πρόσθετους λόγους έφεσης που κατατέθηκαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης …./13.01.2012, προσδιορίσθηκαν για τη δικάσιμο της 16.02.2012, και μετά από αναβολές για τη δικάσιμο της 21.05.2020, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή τους, και επαναφέρθηκαν προς συζήτηση με την από 09.03.2022 κλήση της που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης γενικό …../10.03.2022 και ειδικό …/10.03.2022, προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο, (Ε) η εκκαλούσα ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» με τους από 18.04.2013 πρόσθετους λόγους έφεσης που κατατέθηκαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης …/19.04.2013, προσδιορίσθηκαν για τη δικάσιμο της 23.05.2013, και μετά από αναβολές για τη δικάσιμο της 21.05.2020, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή τους, και επαναφέρθηκαν προς συζήτηση με την από 09.03.2022 κλήση της που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης γενικό …/10.03.2022 και ειδικό …./10.03.2022, προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο και (ΣΤ) η εκκαλούσα ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….» με τον από 12.10.2021 πρόσθετο λόγο έφεσης που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης γενικό …./14.10.2021 και ειδικό …./14.10.2021, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 25.11.2021 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, η δικαστική πληρεξούσια του εκκαλούντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης Ελληνικού Δημοσίου και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – ασκούσας πρόσθετους λόγους έφεσης ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Η ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ………… (Ν. 2330/1995)» δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Στην προκειμένη περίπτωση, νόμιμα φέρονται προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας τα ακόλουθα δικόγραφα: (Α) με την από 04.08.2020 κλήση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου η από 13.12.2010 έφεσή του, (Β) ο από 19.10.2021 πρόσθετος λόγος έφεσης του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, (Γ) με την από 12.05.2022 κλήση της εκκαλούσας ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» η από 14.12.2010 έφεσή της, (Δ) με την από 09.03.2022 κλήση της εκκαλούσας ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..» οι από 12.01.2012 πρόσθετοι λόγοι έφεσης, (Ε) με την από 09.03.2022 κλήση της εκκαλούσας ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» οι από 18.04.2013 πρόσθετοι λόγοι έφεσης και (ΣΤ) ο από 12.10.2021 πρόσθετος λόγος έφεσης της εκκαλούσας ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», τα οποία (δικόγραφα) στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 5019/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συνεκκαλούμενης υπ’ αριθ. 146/1995 προδικαστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων επί: (α) της από 08.07.1992 και με αριθμό κατάθεσης ……../1992 αγωγής της ενάγουσας, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» εκπροσωπούμενης από τον προσωρινό επίτροπο αυτής, κατά της εναγόμενης, ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», (β) της από 16.11.1993 και με αριθμό κατάθεσης ……./1993 ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση ενωμένης με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης της εναγόμενης στην κύρια αγωγή κατά του καθ’ ου η προσεπίκληση – παρεμπτιπτόντως εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου και (γ) της από 07.02.1994 και με αριθμό κατάθεσης ………./1994 πρόσθετης παρέμβασης του καθ’ ου η προσεπίκληση – παρεμπτιπτόντως εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου υπέρ της εναγόμενης και κατά της ενάγουσας της κύριας αγωγής, και τα οποία (δικόγραφα) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89, 277 αρ. 4 και 517 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνον κατά του οποίου, σε περίπτωση ήττας του, δικαιούται να αναχθεί και ζητήσει αποζημίωση, για το ποσό που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα και συγχρόνως ενώσει μαζί με την προσεπίκληση και αγωγή αποζημίωσης, ο δε προσεπικληθείς και με την παρεμπίπτουσα αγωγή εναγόμενος προσήλθε στη δίκη, αλλά δεν παρενέβη σε αυτή, ούτε επικουρικά, περιορισθείς μόνο στην απόκρουση της προσεπίκλησης και την άρνηση της υποχρέωσής του για αποζημίωση, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγόμενου, ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ του προσεπικληθέντος και του προσεπικαλέσαντος αυτόν εναγόμενου (ΑΠ 599/2022 ΝΟΜΟΣ). Από αυτά παρέπεται ότι αν απορριφθεί η αγωγή και ως εκ τούτου και η προσεπίκληση και η ενωμένη σε αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, ο ενάγων στην κύρια δίκη, ασκώντας έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, δεν δικαιούται να την απευθύνει και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγόμενου, διότι ο τελευταίος, εφόσον δεν παρενέβη, δεν κατέστη διάδικος στην κύρια δίκη, ενώ ο εναγόμενος προσεπικαλέσας και παρεμπιπτόντως ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγόμενου. Η τελευταία αυτή έφεση, κατ’ ανάγκη, θα είναι επικουρική, θα τελεί δηλαδή υπό την αίρεση ευδοκίμησης της έφεσης του ενάγοντος, διότι αλλιώς δεν έχει ο προσεπικαλέσας – παρεμπιπτόντως ενάγων έννομο συμφέρον να προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση. Το έννομο αυτό συμφέρον, δημιουργείται το πρώτον με την παραδοχή της έφεσης του ενάγοντος, ανατρέχει, όμως , κατά τη φύση και το σκοπό της αίρεσης, υπό την οποία τελεί η έφεση του εναγόμενου, στο χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου (ΑΠ 1353/2008 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, για να μεταβιβαστεί η υπόθεση στο Εφετείο και κατά το μέρος αυτό, όσον αφορά δηλαδή την προσεπίκληση και την παρεμπίπτουσα αγωγή, πρέπει να ασκήσει έφεση (επικουρική) και ο ηττημένος προσεπικαλέσας – παρεμπιπτόντως ενάγων της αγωγής αυτής, ζητώντας την επανεξέτασή της, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση του κυρίως ενάγοντος (ΕφΑθ 26/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2416/2010 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση από 14.12.2010 έφεση της εκκαλούσας – εναγόμενης, ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………………», κατά της υπ’ αριθ. 5019/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συνεκκαλούμενης υπ’ αριθ. 146/1995 προδικαστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, την οποία παραδεκτώς απευθύνει τόσο κατά της ενάγουσας της κύριας αγωγής, όσο και κατά του καθ’ ου η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο κατέστη διάδικος στην κύρια ως άνω δίκη, αφού άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας – εναγόμενης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο 43 σε συνδυασμό με το άρθρο 72 του Ν. 3994/2011), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – εναγόμενη την 16.11.2010 (βλ. Τη σχετική από 16.11.2010 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ………………. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 5019/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 14.12.2010 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 14.12.2010, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό …./14.12.2010 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Ομοίως και η υπό κρίση από 13.12.2010 έφεση του εκκαλούντος – καθ’ ου η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο κατέστη διάδικος στην κύρια ως άνω δίκη, αφού άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας – εναγόμενης, κατά τα προαναφερθέντα, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο 43 σε συνδυασμό με το άρθρο 72 του Ν. 3994/2011), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν – καθ’ ου η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενο την 15.11.2010 (βλ. Τη σχετική από 15.11.2010 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ………. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 5019/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 13.12.2010 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 14.12.2010, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό …………/14.12.2010 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει οι από 14.12.2010 και από 13.12.2010, αντίστοιχα, εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να είναι παραδεκτοί οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει, εκτός άλλων, να αναφέρονται στα εκκληθέντα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης ή στα αναγκαία με αυτά συνεχόμενα, άλλως απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως. Ως αναγκαία συνεχόμενα κεφάλαια είναι οι διατάξεις της εκκαλούμενης απόφασης που έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες διατάξεις είτε διότι αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε διότι πηγάζουν από την ίδια ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσιδιάζουν το αντικείμενο εκείνων, ώστε τυχόν διαφορετική κρίση του Εφετείου σχετικά με την πρωτόδικη απόφαση να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 76/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 238/2001 ΕλλΔνη 42. 1598, ΕφΑθ 328/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα – εναγόμενη ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………..»,  άσκησε πρόσθετους λόγους έφεσης με τα από 12.01.2012, από 18.04.2013 και από 12.10.2021, αντίστοιχα, ιδιαίτερα δικόγραφά της, τα οποία επιδόθηκαν στους εφεσίβλητους, ενάγουσα της κύριας αγωγής και καθ’ ου η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενο, την 13.01.2012 (βλ. Τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. …./13.01.2012 και …./13.01.2012 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………..), την 19.04.2013 (βλ. Τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. …../19.04.2013 και …./19.04.2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………..) και την 18.10.2021, αντίστοιχα (βλ. Τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. …./18.10.2021 και …/18.10.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………….). Οι ανωτέρω πρόσθετοι λόγοι έφεσης, οι οποίοι αφορούν σε κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με τους λόγους της από 14.12.2010 έφεσης, διευρύνοντας την αιτιολογία αυτών, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την κατάθεση των δικογράφων στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου την 13.01.2012, την 19.04.2013 και την 14.10.2021, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τις πράξεις κατάθεσης με αριθμούς ../13.01.2012, …/19.04.2013 και γενικό …./14.10.2021 και ειδικό …/14.10.2021, αντίστοιχα, της γραμματέως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στα δικόγραφα, και την επίδοση αυτών στους εφεσίβλητους – ενάγουσα της κύριας αγωγής και καθ’ ου η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενο, την 13.01.2012, την 19.04.2013 και την 18.10.2021, αντίστοιχα, αφού τόσο η κατάθεση των δικογράφων, όσο και η επίδοσή τους, έλαβαν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των τριάντα ημερών από τη συζήτηση της υπό κρίση από 14.12.2010 έφεσης. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω πρόσθετοι λόγοι έφεσης πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτών, συνεκδικαζόμενοι, όπως προαναφέρθηκε, με την υπό κρίση από 14.12.2010 έφεση. Περαιτέρω, το εκκαλούν – καθ’ ου η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο άσκησε πρόσθετο λόγο έφεσης με το από 19.10.2021 ιδιαίτερο δικόγραφό του, το οποίο επιδόθηκε στους εφεσίβλητους, ενάγουσα της κύριας αγωγής και εναγόμενη – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, την 21.10.2021 (βλ. Τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. …./21.10.2021 και …../21.10.2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς …………..). Ο ανωτέρω πρόσθετος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά σε κεφάλαιο της απόφασης που έχει προσβληθεί με τους λόγους της από 13.12.2010 έφεσης, διευρύνοντας την αιτιολογία αυτών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου την 19.10.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης με αριθμό γενικό …./19.10.2021 και ειδικό ……/19.10.2021 της γραμματέως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στο δικόγραφο, και την επίδοση αυτού στους εφεσίβλητους, ενάγουσα της κύριας αγωγής και εναγόμενη – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, την 21.10.2021, αφού τόσο η κατάθεση του δικογράφου, όσο και η επίδοσή του, έλαβαν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των τριάντα ημερών από τη συζήτηση της υπό κρίση από 13.12.2010 έφεσης. Κατόπιν τούτων, ο ανωτέρω πρόσθετος λόγος έφεσης πρέπει να γίνει τυπικά δεκτός και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτού, συνεκδικαζόμενος, όπως προαναφέρθηκε, με την υπό κρίση από 13.12.2010 έφεση.

Η ενάγουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «Η ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ……… (Ν. 2330/1995)» και πρώην επωνυμία «………..», στην από 08.07.1992 και με αριθμό κατάθεσης ………/1992 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε, κατόπιν προσήκουσας εκτίμησης του δικογράφου αυτής, ότι κατόπιν ελέγχου της οικονομικής και λογιστικής κατάστασης της ενάγουσας που διενεργήθηκε από τον προσωρινό επίτροπο αυτής που διορίσθηκε με τις υπ’ αριθ. …./19.10.1988 και …/23.12.1988 Πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, προέκυψε ότι τα συνολικά χρηματικά ποσά των 2.973.017,00 δολαρίων Η.Π.Α., των 3.221.391,79 γερμανικών μάρκων, των 2.210,00 ελβετικών φράγκων και των 150.000,00 ολλανδικών φιορινίων, τα οποία προέρχονταν από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ενάγουσας, καταβλήθηκαν σε διάφορους τρίτους, δια εμβασμάτων ή επιταγών, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή, προκειμένου να εξοφληθούν υποχρεώσεις της εναγόμενης ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..», σχετικές με την απόκτηση και διακίνηση παικτών από ποδοσφαιρικές ομάδες του εξωτερικού, ότι οι καταβολές αυτές έγιναν σε εκτέλεση των εντολών της εναγόμενης που δόθηκαν στην ενάγουσα είτε από τον ……………….., ο οποίος ήταν διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και κύριος μέτοχος της εναγόμενης, ενώ ταυτόχρονα ήταν και διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διοικητής της ενάγουσας, είτε από άλλους εκπροσώπους της εναγόμενης, ότι η ενάγουσα ενεργώντας ως εντολοδόχος της εναγόμενης, εκπλήρωσε προσηκόντως τις εντολές που έλαβε απ’ αυτήν, πλην όμως η τελευταία δεν απέδωσε στην ενάγουσα – εντολοδόχο τα ανωτέρω ποσά που αυτή δαπάνησε για την κανονική εκτέλεση της εντολής, άλλως ότι ο ………… ενεργώντας υπό την ιδιότητά του ως διοικητής της ενάγουσας Τράπεζας και εκμεταλλευόμενος αυτή τη δεσπόζουσα θέση του, έδινε εντολές στους αρμοδίους υπαλλήλους της ενάγουσας και αυτοί προέβαιναν είτε σε μεταφορά χρημάτων σε λογαριασμούς Τραπεζών του εξωτερικού, με αντίστοιχη χρέωση των λογαριασμών της ενάγουσας στις ανταποκρίτριες Τράπεζες του εξωτερικού και σε καταβολή των εκτιθέμενων στην αγωγή ποσών αλλοδαπών νομισμάτων, δια εμβασμάτων ή επιταγών, σε διαφόρους τρίτους, φερόμενους ως δικαιούχους, είτε σε μεταφορά χρημάτων από τον υπ’ αριθ. ………. λογαριασμό καταθέσεων σε συνάλλαγμα του ……. σε τηρούμενους στην ενάγουσα λογαριασμούς συναλλάγματος, προκειμένου να εξοφληθούν υποχρεώσεις της εναγόμενης σχετικές με την απόκτηση και διακίνηση παικτών από ποδοσφαιρικές ομάδες του εξωτερικού, χωρίς να ελέγξουν οι υπάλληλοι, συμμορφούμενοι προς τις εντολές του .. ……, εάν τα ποσά αυτά με τα οποία χρεώθηκαν οι λογαριασμοί της ενάγουσας στις ανταποκρίτριες Τράπεζες του εξωτερικού, είχαν προηγουμένως πιστωθεί στους ίδιους λογαριασμούς, με πραγματική χρέωση λογαριασμών είτε του …….., είτε της εναγόμενης, είτε τρίτου προσώπου και χωρίς να ελέγξουν εάν υπήρχε αντίστοιχο πιστωτικό υπόλοιπο στον υπ’ αριθ. ……… λογαριασμό καταθέσεων σε συνάλλαγμα του …….. ., στον οποίο χρεώθηκαν τα ποσά αυτά που πιστώθηκαν στους τηρούμενους στην ενάγουσα Τράπεζα λογαριασμούς συναλλάγματος, με αποτέλεσμα η ενάγουσα, η οποία δεν είχε καμία συμβατική ή εκ του νόμου υποχρέωση έναντι της εναγόμενης, να επιβαρυνθεί με τα ποσά αυτά, καθόσον ο ……… δεν φρόντισε να καλύψει τα εν λόγω ποσά, που αφαιρέθηκαν από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ενάγουσας, κατά τον προπεριγραφόμενο τρόπο, ότι ακολούθως ο …………. ιδιοποιήθηκε παράνομα τα ανωτέρω ποσά από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα κεφάλαια της ενάγουσας, τα οποία αποτελούσαν περιουσία της, διαχειριζόμενη από τον ίδιο που τα είχε στην κατοχή του ως διοικητής αυτής, ενώ ταυτόχρονα ο …………. ενεργώντας υπό την ιδιότητά του ως διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης, αποδέχθηκε να περιέλθουν στην κατοχή αυτής τα ανωτέρω ποσά, τα οποία διέθεσε για την απόκτηση και διακίνηση παικτών από ποδοσφαιρικές ομάδες του εξωτερικού, με αποτέλεσμα αυτή η συμπεριφορά του να πληροί καταρχήν την ειδική υπόσταση του αδικήματος της υπεξαίρεσης σε βάρος της ενάγουσας, αλλά και την ειδική υπόσταση του αδικήματος της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, για την οποία ευθύνεται έναντι της ενάγουσας – παθούσας και η εναγόμενη ως νομικό πρόσωπο κατ’ άρθρο 71 του ΑΚ, αφού ο   ………… τέλεσε την αξιόποινη πράξη της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ως διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης, επικουρικώς δε ότι η εναγόμενη κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας κατά τα ανωτέρω ποσά, αφού ο πλουτισμός της έγινε από αιτία παράνομη, ήτοι κατόπιν υπεξαίρεσης τελεσθείσας σε βάρος της ενάγουσας, άλλως χωρίς νόμιμη αιτία, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν είχε συμβατική ή εκ του νόμου υποχρέωση έναντι της εναγόμενης, για καταβολή των εν λόγω ποσών. Με βάση αυτό το ιστορικό και κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρα 223, 294, 295 παρ. 1 εδ. β’ και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμού με τις προτάσεις της του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ζήτησε κατά μεν τις κύριες βάσεις της αγωγής στηριζόμενες στις διατάξεις περί εντολής και περί αδικοπραξιών, κατά δε την επικουρική βάση αυτής στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της καταβάλει τα χρηματικά ποσά των 2.973.017,00 δολαρίων Η.Π.Α., των 3.221.391,79 γερμανικών μάρκων, των 2.210,00 ελβετικών φράγκων και των 150.000,00 ολλανδικών φιορινίων, άλλως το ισάξιο σε δραχμές των ποσών των αλλοδαπών νομισμάτων κατά την ημέρα της καταβολής, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την καταβολή κάθε επιμέρους ποσού, άλλως από την επίδοση της αγωγής, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Η εναγόμενη ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….», στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την προαναφερόμενη κύρια αγωγή, με το από 16.11.1993 και με αριθμό κατάθεσης ……………./1993 αυτοτελές δικόγραφο, που απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο ενσωμάτωσε το περιεχόμενο της κύριας αγωγής, που είχε ασκηθεί εναντίον της, προσεπικάλεσε το Ελληνικό Δημόσιο, ως δικονομικό της εγγυητή, να παρέμβει αναγκαστικώς υπέρ αυτής και να την υποστηρίξει στην ως άνω εκκρεμή δίκη, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, συνιστάμενο στο ότι αυτό είναι υπόχρεο σε αποζημίωση, δυνάμει του άρθρου 22 παρ. 37 του Ν. 2166/1993 σε συνδυασμό με την Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών 2077684/18014/0025/1990 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 8 του Ν. 1906/1990, με το οποίο παρέσχε την εγγύησή του προς την ενάγουσα υπέρ της εναγόμενης, μέχρι του συνολικού ποσού των 2.600.000.000 δραχμών ή 7.630.227,44 ευρώ, για την κάλυψη των χρεών της εναγόμενης προς την ενάγουσα και ανέλαβε να καταβάλει το ανωτέρω ποσό εφόσον επιδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση, κατόπιν αγωγής της ενάγουσας κατά της εναγόμενης. Στο ίδιο δικόγραφο σώρευσε και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατ’ αυτού, με την οποία ζήτησε, μετά τον παραδεκτό, κατ’ άρθρα 223, 294, 295 παρ. 1 εδ. β’ και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμό με τις προτάσεις της του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του καθ’ ου η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενου να της καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό τυχόν υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα, σε περίπτωση ευδοκίμησης της κυρίας αγωγής, μετά των τόκων και εξόδων, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί το αντίδικό της στη δικαστική της δαπάνη. Το καθ’ ου η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με το από 07.02.1994 και με αριθμό κατάθεσης …………/1994 ιδιαίτερο δικόγραφο, άσκησε παραδεκτώς πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγόμενης – προσεπικαλούσας, επικαλούμενο την ιδιότητά του ως δικονομικού εγγυητή της τελευταίας, με αίτημα να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση, να απορριφθεί η κύρια αγωγή και η προσεπίκληση ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, και να καταδικασθούν οι αντίδικοί του στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 146/1995 μη οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την αγωγή, την προσεπίκληση ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης και την πρόσθετη παρέμβαση, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς τις κύριες βάσεις και την επικουρική βάση αυτής, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70 του ΚΠολΔ, 713 επ., 722, 71, 914, 297, 301, 345 και 904 επ. του ΑΚ, εκτός από το επικουρικό αίτημα περί καταβολής των αιτούμενων ποσών κατά το ισάξιο αυτών σε δραχμές κατά την ημέρα της καταβολής που κρίθηκε νόμιμο μόνο κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής και το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, έκρινε την προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70, 76, 86, 88, 89, 91 του ΚΠολΔ, του άρθρου 22 παρ. 37 του Ν. 2166/1993 σε συνδυασμό με την Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών 2077684/18014/0025/1990 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 8 του Ν. 1906/1990, έκρινε την πρόσθετη παρέμβαση νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 80, 81, 82, 83 του ΚΠολΔ, ανέβαλε την οριστική του απόφαση και διέταξε αποδείξεις κατ’ εφαρμογή του άρθρου 340 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το Ν. 2951/2001. Ακολούθως, μετά την διεξαγωγή των ταχθεισών μαρτυρικών αποδείξεων και την εκ νέου συζήτηση της υπόθεσης, εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 5019/2010 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αφού κρίθηκε μη νόμιμο το επικουρικό αίτημα περί καταβολής των αιτούμενων ποσών κατά το ισάξιο αυτών σε δραχμές κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, κατόπιν ανάκλησης της υπ’ αριθ. 146/1995 μη οριστικής απόφασης κατά το μέρος της αυτό, κρίθηκε νόμιμο το αίτημα περί καταβολής του ισάξιου των αλλοδαπών νομισμάτων σε ευρώ, πλέον, κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, το οποίο θεωρήθηκε ότι εμπεριέχεται στο αγωγικό αίτημα για επιδίκαση του ισάξιου κατά το χρόνο καταβολής, έγινε δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια περί αδικοπραξιών βάση της και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ κατά τους αναφερόμενους στην απόφαση χρόνους διάπραξης του αδικήματος, των 2.973.017,00 δολαρίων Η.Π.Α., των 3.221.391,79 γερμανικών μάρκων, των 2.210,00 ελβετικών φράγκων και των 150.000,00 ολλανδικών φιορινίων, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ενώ απορρίφθηκε η πρόσθετη παρέμβαση και έγινε δεκτή η προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και η σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του καθ’ ου η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στην προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα κάθε ποσό που υποχρεούται αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής και μέχρι του ποσού των 2.600.000.000 δραχμών ή 7.630.227,44 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αφενός η εκκαλούσα ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………………» με την από 14.12.2010 έφεσή της, τους από 12.01.2012 πρόσθετους λόγους έφεσης, τους από 18.04.2013 πρόσθετους λόγους έφεσης και τον από 12.10.2021 πρόσθετο λόγο έφεσης, αφετέρου το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την από 13.12.2010 έφεσή του και τον από 19.10.2021 πρόσθετο λόγο έφεσης, για τους περιεχόμενους στα δικόγραφα λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθούν η κύρια αγωγή, καθώς και η προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και η σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295, 296, 297, 299, 522 και 524 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση παραδεκτής έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης αναβιώνει η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε με την έγερση της αγωγής, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση, και συνεπώς ο ενάγων έχει έκτοτε το δικαίωμα να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής του (ΑΠ 118/1998 ΕλλΔνη 39. 536), είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικό του. Η παραίτηση αυτή επάγεται την κατάργηση της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και την έμμεση άρση της ισχύος της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον γίνει χωρίς αντίρρηση του εναγόμενου, καθώς και όταν αντιλέγει μεν αυτός, αλλά δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς περάτωση της δίκης με έκδοση οριστικής απόφασης (ΑΠ 1922/2005 ΕλλΔνη 47. 739, ΕφΑθ 233/2011 ΝΟΜΟΣ). Τυπική εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης με ιδιαίτερη διάταξη δεν απαιτείται, αφού μετά την παραίτηση κηρύσσεται κατηργημένη η δίκη και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και αυτό αναφέρεται στο διατακτικό της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1922/2005 ό.π., ΕφΘεσ 749/2009, Δίκη 2009. 999, ΕφΑθ 472/2009 ΕΦΑΔ 2009. 821, ΕφΔωδ 145/2007 ΝΟΜΟΣ). Το εμπρόθεσμο, όμως, της έφεσης ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι, εάν η έφεση είναι εκπρόθεσμη, η πρωτόδικη απόφαση έχει τελεσιδικήσει και η εκκρεμοδικία περατώθηκε, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν να χωρήσει πλέον παραίτηση από την αγωγή (ΕφΑθ 3644/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 505/2007 ΕλλΔνη 49. 227). Εξάλλου, κατά το άρθρο 297 του ΚΠολΔ η παραίτηση από το δικόγραφο και το δικαίωμα, κατά τα άρθρα 294 και 296 του ίδιου Κώδικα, γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου ή, τέλος, μετά την τροποποίηση του άρθρου 297 του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015 και με δήλωση στις προτάσεις (X. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, Ε έκδ., άρθρο 297, σελ. 832, αρ. 3). Ως δικόγραφο νοείται κάθε έγγραφο που συντάσσεται από το διάδικο ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του ή το δικαστικό πληρεξούσιό του για την πιστοποίηση ή βεβαίωση των διαδικαστικών πράξεων που ενεργούν ή από το δικαστήριο, το οποίο κατ’ άρθρο 118 του ΚΠολΔ είτε υποβάλλεται στο δικαστήριο, είτε επιδίδεται από τον ένα στον άλλο διάδικο, και συνεπώς δεν αποτελεί στοιχείο της έννοιας αυτού η υποβολή του απαραιτήτως στο δικαστήριο. Με βάση τα παραπάνω και ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού του άρθρου 297 του ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παραίτηση μπορεί να γίνει και με εξώδικη δήλωση, εφόσον φέρει τα στοιχεία του άρθρου 118 του ΚΠολΔ. Απαιτείται, συνεπώς, επίδοση με τον οριζόμενο από το νόμο τρόπο από τα προς τούτο αρμόδια όργανα (ΑΠ 47/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 834/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 958/2004 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εναγόμενης – προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, με δήλωσή του στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, που επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατατέθηκαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της από 16.11.1993 και με αριθμό κατάθεσης …………./1993 ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση ενωμένης με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, που είχε ασκήσει κατά του Ελληνικού Δημοσίου, η δε δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. που εκπροσώπησε το Ελληνικό Δημόσιο δήλωσε ότι δεν αντιλέγει στην παραίτηση. Η δήλωση αυτή της εκκαλούσας – εναγόμενης – προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας περί παραίτησής της από το από 16.11.1993 και με αριθμό κατάθεσης ……………/1993 δικόγραφο της ασκηθείσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση ενωμένης με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, είναι παραδεκτή, καθόσον αυτή έχει ασκήσει κατά της εκκαλουμένης υπ’ αριθ. 5019/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή η προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και η σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, την από 14.12.2010 έφεσή της και τους από 12.01.2012, από 18.04.2013 και από 12.10.2021 πρόσθετους λόγους έφεσης, με αποτέλεσμα να έχει αναβιώσει η εκκρεμοδικία ως προς την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, και ως εκ τούτου να δύναται αυτή νόμιμα να παραιτηθεί από το δικόγραφο κατ’ άρθρα 294 επ. και 299 του ΚΠολΔ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον παραδεκτά και νόμιμα έγινε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η προαναφερθείσα παραίτηση από το δικόγραφο της από 16.11.1993 και με αριθμό κατάθεσης …………./1993 ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση ενωμένης με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, πρέπει να κηρυχθούν καταργημένες εξ ολοκλήρου οι με το δικόγραφο αυτό ανοιγείσες δίκες, πρωτοβάθμια και έκκλητη, αφού η από 14.12.2010 έφεση και οι από 12.01.2012, από 18.04.2013 και από 12.10.2021 πρόσθετοι λόγοι έφεσης, κατά της εκκαλουμένης απόφασης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, χωρίς να αποφανθεί το Δικαστήριο τούτο περί των σχετικών εξόδων. Σημειωτέον δε ότι μετά την παραίτηση από το δικόγραφο της προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση και σωρευόμενης παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, παρέλκει η έρευνα του τέταρτου, του πέμπτου, του έκτου και του έβδομου λόγου της από 13.12.2010 έφεσης και του από 19.10.2021 πρόσθετου λόγου έφεσης του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την προσεπίκλησή του ως δικονομικού εγγυητή και τη σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν. 3601/2007, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 4261/2014 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, στις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνονται και οι “υπηρεσίες πληρωμών”, μεταξύ των οποίων εντάσσεται η μεταφορά κεφαλαίων. Μορφή τραπεζικής πληρωμής αποτελεί η καταβολή στα πλαίσια εκπλήρωσης υποχρέωσης της τράπεζας από σύμβαση τραπεζικού εμβάσματος που έχει συνάψει με τον πελάτη της για τη διαβίβαση χρημάτων από τόπο σε τόπο. Η τράπεζα αποδέχεται μετρητά, λογιστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα που καταθέτει ο εντολέας, με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση της πράξης πληρωμής και τη μεταφορά χρηματικών ποσών στον δικαιούχο καταβαλλομένων τοις μετρητοίς. Άλλη μορφή τραπεζικής πληρωμής αποτελεί η καταβολή στα πλαίσια τραπεζικού γύρου, που ενεργείται με την λογιστική μεταφορά χρηματικού ποσού από ένα λογαριασμό σε έναν άλλο. Η αποστολή των χρημάτων μπορεί να είναι ενδοτραπεζική ή διατραπεζική και να αφορά στον ίδιο τον πελάτη ή σε τρίτο πρόσωπο, το οποίον έχει υποδειχθεί από αυτόν (ΑΠ 856/1995 ΕλλΔνη 38. 1142, ΜονΕφΛαρ 245/2015 Δικογραφία 2015. 742, Γ. Τριανταφυλλάκη, Ζητήματα αστικής ευθύνης τραπεζών κατά τη διενέργεια πληρωμών με μεταφορά κεφαλαίων, ΔΕΕ 1996, σελ. 577 επ.). Ο τραπεζικός γύρος προϋποθέτει τη σύναψη σύμβασης κατάθεσης χρημάτων ανάμεσα στην τράπεζα και στον πελάτη της, την εντολή γύρου από τον πελάτη της για μεταφορά χρημάτων σε άλλο λογαριασμό πελάτη της, την μεταφορά του ενταλθέντος ποσού διά των κατάλληλων λογιστικών εγγραφών στον λογαριασμό του τελευταίου ως δικαιούχου και τέλος την πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου με το μεταφερόμενο ποσό. Δηλαδή στη σύμβαση τραπεζικού εμβάσματος το περιεχόμενο της σχετικής εντολής αφορά στην καταβολή μετρητού χρήματος στον δικαιούχο, ενώ στην τραπεζική σύμβαση γύρου η εντολή αφορά στην πίστωση λογαριασμού του δικαιούχου, δηλαδή στη μεταφορά λογιστικού χρήματος σε αυτόν. Έτσι λοιπόν η σύμβαση του τραπεζικού γύρου (προερχόμενη από τη ιταλική λέξη giro που σημαίνει κύκλος), ενέχει μια χρονική διάρκεια καθώς με την τελευταία η τράπεζα συνάπτει με τον πελάτη της μια διαρκή σύμβαση, βάσει της οποίας ενεργούνται λογιστικές μεταφορές χρηματικών ποσών ύστερα από εντολή του τελευταίου σε λογαριασμούς τρίτων (βλ. Αλ. Τσιμικάλη, Μελέται εκ του δικαίου των τραπεζών, σελ. 52 και 66 υποσημ. 2, Γ. Τριανταφυλλάκη, Σύμβαση τραπεζικού γύρου και εντολή μεταφοράς πίστωσης, Δίκη 23, σελ. 405-406). Κατά την άποψη που προκρίνεται ως ορθότερη από το Δικαστήριο τούτο, και λαμβάνοντας υπόψη την τραπεζική συναλλακτική πρακτική, η διατραπεζική αποστολή λογιστικού χρήματος σε τρίτο και όχι τοις μετρητοίς δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζεται πάντοτε ως πράξη γύρου, όταν είναι μεμονωμένη και δεν εντάσσεται στα πλαίσια της διαρκούς σχέσης που ιδρύει η σύμβαση γύρου. Πειστικά επιχειρήματα υπέρ της άποψης αυτής μπορούν να αντληθούν και από τις ρυθμίσεις που εισάγει η Οδηγία 2007/64/ΕΚ (βλ. Προοίμιο Οδηγίας 2007/64 Αιτιολογική Σκέψη αρ. 7 και Παράρτημα (Υπηρεσίες Πληρωμών) αρ. 6), όπου ρητά περιλαμβάνεται το έμβασμα στις υπηρεσίες πληρωμών που ρυθμίζονται από την Οδηγία. Πράγματι, ο κοινοτικός νομοθέτης εντάσσει πλέον ρητά τις υπηρεσίες εμβασμάτων στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και χρησιμοποιεί κατά τον ορισμό του εμβάσματος ως κριτήριο, όχι το εάν ο δικαιούχος του εμβάσματος λαμβάνει αυτούσιο ή λογιστικό χρήμα, αλλά το εάν η μεταφορά του χρηματικού ποσού είναι μεμονωμένη ή στα πλαίσια διαρκούς σχέσης. Επομένως, στα πλαίσια της Οδηγίας 2007/64, διακρίνεται σαφώς το έμβασμα από την πράξη γύρου ανάλογα με το εάν η μεταφορά χρηματικών ποσών εκτελείται ευκαιριακά στα πλαίσια μίας μεμονωμένης συναλλακτικής επαφής μεταξύ τράπεζας και πελάτη ή εντάσσεται σε μία διαρκή σχέση, η λειτουργία της οποίας εξυπηρετείται μέσω ενός διαρκούς λογαριασμού πληρωμών, σε χρέωση ή πίστωση του οποίου φέρονται οι επί μέρους πράξεις πληρωμών. Η νομική σχέση, η οποία δημιουργείται, τόσο για την σύμβαση τραπεζικού εμβάσματος, όσο και για την σύμβαση τραπεζικού γύρου, είναι, κατά την κρατούσα άποψη, αυτή της σύμβασης έργου, διότι αντικείμενο της σύμβασης δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η παροχή υπηρεσίας, στην οποία είναι αναγκαίο να προβεί η Τράπεζα για την επίτευξη του αποτελέσματος, αλλά το προσδοκώμενο από την εν λόγω εργασιακή ενέργεια αποτέλεσμα ως έργο, δηλαδή η πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου με το μεταφερόμενο ποσόν, εφόσον συμφωνείται και αμοιβή (προμήθεια) της Τράπεζας για την επίτευξη του άνω αποτελέσματος (ΜονΕφΑθ 4506/2021 ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, το αναλαμβανόμενο από την τράπεζα έργο συνίσταται στη διατόπια μεταφορά κεφαλαίων έναντι προμήθειας. Έτσι, η κύρια συμβατική παροχή της τράπεζας συνίσταται στην εκτέλεση της μεταφοράς αυτής, η δε αντιπαροχή του εντολέα στην καταβολή αμοιβής για το παρεχόμενο από την τράπεζα έργο. Επιπλέον, λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται μεταξύ τους, τόσο ο εντολέας του εμβάσματος όσο και η τράπεζα βαρύνονται με καθήκοντα αυξημένης επιμέλειας και προστασίας των συμφερόντων του αντισυμβαλλομένου. Πρόκειται για παρεπόμενες συμβατικές υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όπως οι αρχές αυτές αποκρυσταλλώνονται στη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ. Ειδικότερα, ο εντολέας υποχρεούται να παράσχει σαφείς και ακριβείς πληροφορίες και οδηγίες που θα επιτρέψουν την εκτέλεση του εμβάσματος και φέρει τον κίνδυνο κάθε ζημίας που αποδίδεται σε ελλιπείς οδηγίες του προς την τράπεζα (άρθρα 691, 723 του ΑΚ). Υποχρεούται επίσης να καταβάλει σε αυτήν το ποσό που πρόκειται να μεταφερθεί, ως προκαταβολή δαπάνης κατ’ άρθρο 721 του ΑΚ (βλ. Σπ. Ψυχομάνη, Παρατηρήσεις στην ΕφΠειρ 716/1993 ΕπισκΕμπΔ 1995. 798 επ.). Η τράπεζα από την πλευρά της υποχρεούται να προβεί σε άμεση ειδοποίηση του δικαιούχου και να εκτελέσει το έμβασμα σύμφωνα με τις οδηγίες του εντολέα. Η εκτέλεση του εμβάσματος πραγματοποιείται με την ανάληψη ίδιας νομικής δέσμευσης από την τράπεζα έναντι του δικαιούχου, που στην περίπτωση του εμβάσματος, επέρχεται με την ειδοποίηση του δεύτερου περί άφιξης του εμβάσματος και την πρόσκλησή του να το εισπράξει. Στις υποχρεώσεις της τράπεζας συγκαταλέγονται επίσης ο έλεγχος της γνησιότητας και αυθεντικότητας της εντολής, η επιλογή κατάλληλου ανταποκριτή, η παροχή επαρκούς καλύμματος σε αυτόν, καθώς και πλήρων και σαφών οδηγιών και υποστήριξης σχετικά με την εκτέλεση της εντολής (βλ. Χ. Χρυσάνθη, Η ηλεκτρονική εξυπηρέτηση των σύγχρονων τραπεζικών συναλλαγών, έκδ. 1997, σελ. 198-199 και εκεί παραπομπές). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 330 εδ. β’ και 914 του ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη, χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης (ΑΠ 535/2012 ΝΟΜΟΣ). Αδικοπραξία υπό την έννοια των διατάξεων αυτών συνιστά και η αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 394 του ΠΚ, με την οποία προστατεύεται το έννομο αγαθό της περιουσίας, χωρίς να είναι κατ’ ανάγκη απαραίτητο, για την κατάφαση της αδικοπραξίας αυτής, και η από ποινικής πλευράς πλήρης στοιχειοθέτηση και της νομοτυπικής μορφής τόσο του εγκλήματος της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος, όσο και του προτέρου εγκλήματος, αφού, όπως προεκτέθηκε, παράνομη κατά το αστικό δίκαιο είναι η συμπεριφορά που αντίκειται όχι μόνο σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, αλλά και στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Ειδικότερα διαπράττει αδικοπραξία και αυτός που με γνώση του αποδέχεται και ενσωματώνει στην περιουσία του ή διαθέτει περαιτέρω για την κάλυψη δικών του υποχρεώσεων προς τρίτους πράγματα που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος, αφού με τη συμπεριφορά του αυτή συμμετέχει στην απόλαυση των προϊόντων του εγκλήματος, η απώλεια των οποίων και προκαλεί τη ζημία στον παθόντα, η οποία συνδέεται έτσι αιτιωδώς και με τη συμπεριφορά αυτού. Περαιτέρω κατά το άρθρο 71 του ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης, ενώ το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον. Κατά το άρθρο 63 παρ. 1 του ΑΚ, το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, και κατά το άρθρο 67 του ΑΚ, όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα, υποκατάσταση απαγορεύεται εφόσον η συστατική πράξη ή το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται α) ότι οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούληση τους, β) ότι σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου, δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης εκάστου μέλους της διοίκησης για την κατ’ αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρέωσης προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος και γ) ότι δύναται το μέλος της διοίκησης να επικαλεσθεί με ένσταση, την οποία και βαρύνεται να αποδείξει, ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικώς υπαίτιο για την διάπραξη του αδικήματος και την εντεύθεν ζημία του παθόντος, για την οποία ευθύνεται το νομικό πρόσωπο (ΑΠ 758/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1903/2013 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στην έννομη σχέση η οποία δημιουργείται με τη διάπραξη αδικήματος και διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, για τον υπολογισμό της ζημίας και την καταβολή της αποζημίωσης εφαρμόζεται το άρθρο 297 εδ. α’ του ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι “Ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα”. Ως “χρήμα” στη διάταξη αυτή νοείται το εθνικό νόμισμα, δηλ. η δραχμή και μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2842/2000 το ευρώ, με το νόμισμα δε αυτό πρέπει όχι μόνο να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική και αποθετική αποζημίωση του αδικηθέντος, διότι η ενοχή από αποζημίωση, λόγω αδικήματος, που συνέβη στην Ελλάδα, ως περιεχόμενο έχει ποσότητα δραχμών και ήδη ευρώ, η οποία εκφράζει εξ αρχής, πρωτογενώς, την ανορθωτέα ζημία. Έτσι αν η ζημία που προκλήθηκε συνίσταται στην απώλεια αλλοδαπών νομισμάτων θα ληφθεί μεν υπόψη, για το συγκεκριμένο καθορισμό της ζημίας, το ποσό του ξένου νομίσματος που απωλέστηκε, μόνο, όμως, προκειμένου να υπολογισθεί η ποσότητα δραχμών και ήδη ευρώ, η οποία παριστά τη ζημία. Για το σκοπό δε αυτό θα τραπεί η ποσότητα αλλοδαπών νομισμάτων, που απωλέστηκε, σε δραχμές και ήδη ευρώ, με βάση την ισοτιμία του χρόνου της απώλειας (ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 1997. 1036, ΑΠ 124/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1203/2010 ΝΟΜΟΣ). Όπως δε γίνεται παγίως δεκτό, στο αίτημα προσδιορισμού σε δραχμές ήδη σε ευρώ, της αξίας του ποσού των αλλοδαπών νομισμάτων, με βάση τον χρόνο της πληρωμής περιλαμβάνεται ως “έλασσον” και το αίτημα του προσδιορισμού αυτού με βάση τον χρόνο διενέργειας της δαπάνης ή απώλειας του κέρδους (ΟλΑΠ 14/1997 ό.π., ΑΠ 1903/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1770/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1232/2002 ΕλλΔνη 2004. 398, ΜονΕφΠειρ 363/2021 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 904 του ΑΚ “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή πα­ροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”, αχρεώστητη δε είναι η παροχή που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος α­πό το λήπτη, ήτοι αυτή που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δι­καιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι α) ο πλουτι­σμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή­ ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Σε κάθε δε περίπτωση, στοιχεία της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που πρέ­πει να εκτίθενται στο δικόγραφό της, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη, είναι η ύπαρξη περιουσιακής ωφέλειας σε κάποιο πρόσωπο, η αιτία για την οποία αυτή επήλθε και η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 1664/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 791/2012 ΧΡΙΔ 2012. 733, ΜονΕφΛαρ 260/2019 ΝΟΜΟΣ). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), κατ’ άρθρο 219 του ΚΠολΔ, της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της ως άνω         α­γωγής, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, τούτο δε διότι, ε­φόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σε αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βά­ση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όταν, όμως, η εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νο­μική πληρότητα της άνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση των προαναφερθεισών τεσσάρων (με στοιχεία α’ έως δ’) προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α’ του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές οι προϋποθέσεις θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισ­μό, πλην όμως είναι αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κυρία αγωγική βάση ασκούμενων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1325/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1480/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1450/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 170/2016 ΝΟ­ΜΟΣ, ΑΠ 2019/2007, ΕΕργΔ 2009. 255). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η από 08.07.1992 αγωγή είναι αόριστη κατά την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί εντολής κύρια βάση της, αφού δεν εκτίθεται στο δικόγραφό της ότι καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας Τράπεζας και της εναγόμενης ως πελάτη αυτής, είτε συμβάσεις τραπεζικών εμβασμάτων, είτε σύμβαση τραπεζικού γύρου, δυνάμει των οποίων η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση για τη διαβίβαση χρημάτων από τόπο σε τόπο, και συγκεκριμένα για την εκτέλεση των εκτιθέμενων στην αγωγή πράξεων πληρωμής και τη μεταφορά των χρηματικών ποσών στους αναφερομένους σ’ αυτή δικαιούχους, καταβαλλομένων είτε τοις μετρητοίς, είτε με πίστωση των λογαριασμών αυτών. Ειδικότερα, δεν εκτίθεται στην αγωγή ότι η εναγόμενη ήταν πελάτης της ενάγουσας Τράπεζας, έχοντας συνάψει σύμβαση ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού και ότι στα πλαίσια αυτά συνήψε συμβάσεις τραπεζικών εμβασμάτων ή σύμβαση τραπεζικού γύρου, δυνάμει των οποίων έδινε τις επίδικες εντολές στην ενάγουσα, όπως προβεί είτε σε λογιστική μεταφορά χρημάτων σε λογαριασμούς Τραπεζών του εξωτερικού και σε καταβολή των ποσών δια εμβασμάτων στους διαφόρους τρίτους, φερόμενους ως δικαιούχους, είτε σε λογιστική μεταφορά χρημάτων σε τηρούμενους στην ενάγουσα λογαριασμούς συναλλάγματος, τις οποίες (εντολές πληρωμής) φέρεται να εκτέλεσε η ενάγουσα, ενεργώντας δια των προστηθέντων οργάνων της, ούτε ότι η ενάγουσα αποδέχθηκε μετρητά, λογιστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα, που κατέθεσε η εναγόμενη – εντολέας, με αποκλειστικό σκοπό τη διατραπεζική πληρωμή στους εν λόγω τρίτους μέσω των ενδίκων τραπεζικών εμβασμάτων, λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, ο εντολέας υποχρεούται να καταβάλει στην τράπεζα το ποσό που πρόκειται να μεταφερθεί στον δικαιούχο δια τραπεζικού εμβάσματος, ως προκαταβολή δαπάνης κατ’ άρθρο 721 του ΑΚ, και ως εκ τούτου δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω το επικαλούμενο από την ενάγουσα άρθρο 722 του ΑΚ περί απόδοσης στον εντολοδόχο των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε για την κανονική εκτέλεση της εντολής. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή κατά την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί εντολής κύρια βάση της, δεν εφάρμοσε σωστά το νόμο και έσφαλε, και ως εκ τούτου οι σχετικοί ισχυρισμοί της εκκαλούσας που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της από 14.12.2010 έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, ενώ παρέλκει η έρευνα του έβδομου και όγδοου λόγου της από 14.12.2010 έφεσης που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την θεμελιούμενη στις διατάξεις της εντολής κύρια αγωγική βάση. Στη συνέχεια πρέπει, γενομένης δεκτής της από 14.12.2010 έφεσης κατά το μέρος της αυτό, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της και αφού το Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση και την δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας η επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί εντολής κύρια βάση της αγωγής. Αναφορικά δε με την κύρια βάση της αγωγής που θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 330, 71, 297, 298 του ΑΚ και των άρθρων 375, 394 του ΠΚ, αφού εκτίθενται σ’ αυτή με πληρότητα και σαφήνεια όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, και συγκεκριμένα ότι ο …………… ενεργώντας υπό την ιδιότητά του ως διοικητής της ενάγουσας Τράπεζας και εκμεταλλευόμενος αυτή τη δεσπόζουσα θέση του, έδινε εντολές στους αρμοδίους υπαλλήλους της ενάγουσας και αυτοί προέβαιναν είτε σε μεταφορά χρημάτων σε λογαριασμούς Τραπεζών του εξωτερικού, με αντίστοιχη χρέωση των λογαριασμών της ενάγουσας στις ανταποκρίτριες Τράπεζες του εξωτερικού και σε καταβολή των εκτιθέμενων στην αγωγή ποσών αλλοδαπών νομισμάτων, δια εμβασμάτων ή επιταγών, σε διαφόρους τρίτους, φερόμενους ως δικαιούχους, είτε σε μεταφορά χρημάτων από τον υπ’ αριθ. ……….. λογαριασμό καταθέσεων σε συνάλλαγμα του ………. σε τηρούμενους στην ενάγουσα λογαριασμούς συναλλάγματος, προκειμένου να εξοφληθούν υποχρεώσεις της εναγόμενης σχετικές με την απόκτηση και διακίνηση παικτών από ποδοσφαιρικές ομάδες του εξωτερικού, χωρίς να ελέγξουν οι υπάλληλοι, συμμορφούμενοι προς τις εντολές του . …., εάν τα ποσά αυτά με τα οποία χρεώθηκαν οι λογαριασμοί της ενάγουσας στις ανταποκρίτριες Τράπεζες του εξωτερικού, είχαν προηγουμένως πιστωθεί στους ίδιους λογαριασμούς, με πραγματική χρέωση λογαριασμών είτε του ……….., είτε της εναγόμενης, είτε τρίτου προσώπου και χωρίς να ελέγξουν εάν υπήρχε αντίστοιχο πιστωτικό υπόλοιπο στον υπ’ αριθ. …………. λογαριασμό καταθέσεων σε συνάλλαγμα του ………., στον οποίο χρεώθηκαν τα ποσά αυτά που πιστώθηκαν στους τηρούμενους στην ενάγουσα Τράπεζα λογαριασμούς συναλλάγματος, με αποτέλεσμα η ενάγουσα, η οποία δεν είχε καμία συμβατική ή εκ του νόμου υποχρέωση έναντι της εναγόμενης, να επιβαρυνθεί με τα ποσά αυτά, καθόσον ο ……….. δεν φρόντισε να καλύψει τα εν λόγω ποσά, που αφαιρέθηκαν από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ενάγουσας, κατά τον προπεριγραφόμενο τρόπο, ότι ακολούθως ο ……… ιδιοποιήθηκε παράνομα τα ανωτέρω ποσά από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα κεφάλαια της ενάγουσας, τα οποία αποτελούσαν περιουσία της, διαχειριζόμενη από τον ίδιο που τα είχε στην κατοχή του ως διοικητής αυτής, ενώ ταυτόχρονα ο ….. . ενεργώντας υπό την ιδιότητά του ως διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης, αποδέχθηκε να περιέλθουν στην κατοχή αυτής τα ανωτέρω ποσά, τα οποία διέθεσε για την απόκτηση και διακίνηση παικτών από ποδοσφαιρικές ομάδες του εξωτερικού, με αποτέλεσμα αυτή η συμπεριφορά του να πληροί καταρχήν την ειδική υπόσταση του αδικήματος της υπεξαίρεσης σε βάρος της ενάγουσας, αλλά και την ειδική υπόσταση του αδικήματος της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, για την οποία ευθύνεται έναντι της ενάγουσας – παθούσας και η εναγόμενη ως νομικό πρόσωπο κατ’ άρθρο 71 του ΑΚ, αφού ο …………. τέλεσε την αξιόποινη πράξη της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ως διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας που διαλαμβάνονται στον πρώτο και τέταρτο λόγο της από 14.12.2010 έφεσης και στον πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, έκτο, όγδοο, δέκατο και δωδέκατο πρόσθετο λόγο αυτής πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Σημειωτέον ότι εφόσον η ενάγουσα επικαλέστηκε ζημία από την προαναφερόμενη αδικοπραξία, συνεπεία της οποίας απώλεσε τα ανωτέρω ποσά αλλοδαπών νομισμάτων, είναι νόμιμο το αίτημα περί καταβολής του ισάξιου των αλλοδαπών νομισμάτων σε δραχμές, και πλέον σε ευρώ, κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, το οποίο εμπεριέχεται στο αγωγικό αίτημα για επιδίκαση του ισάξιου κατά το χρόνο καταβολής, αφού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, στο ανωτέρω αγωγικό αίτημα προσδιορισμού της αποζημίωσης βάσει της ισοτιμίας κατά το χρόνο καταβολής περιλαμβάνεται ως έλασσον και το αίτημα προσδιορισμού με βάση τον προγενέστερο χρόνο της απώλειάς τους. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας που διαλαμβάνονται στον τρίτο λόγο της από 14.12.2010 έφεσης και στον ένατο πρόσθετο λόγο αυτής πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επιπλέον το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων για κάθε επιμέρους ποσό από την ημέρα της καταβολής είναι μη νόμιμο, μετά την απόρριψη της θεμελιούμενης στις διατάξεις της εντολής κύρια αγωγική βάση, λαμβανομένου δε υπόψη ότι η αγωγή κατά την κύρια βάση της στηρίζεται στην αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόμενης, οφείλονται τόκοι από την επίδοση της αγωγής, εφόσον η εναγόμενη – οφειλέτης δεν κατέστη υπερήμερη από προηγούμενο χρόνο, συνεπεία όχλησης από την ενάγουσα – δικαιούχο της απαίτησης (βλ. ΑΠ 1253/2003 ΕλλΔνη 2004. 487, ΕφΛαρ 134/2019 Δικογραφία 2020. 65), και ως εκ τούτου το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων είναι νόμιμο για το χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής. Όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής, η οποία ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση εντολής και την αδικοπραξία, κατ’ άρθρο 219 του ΚΠολΔ, κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, δεδομένου ότι δεν γίνεται, έστω α­πλή, επίκληση στο αγωγικό δικόγραφο της ανυπαρξίας της με την κύρια αγωγική βάση ασκούμενης αξίωσης από τη σύμβαση εντολής και την αδικοπραξία, και συνακόλουθα θεμελιώνεται η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού στα ίδια πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με αυτά στα οποία θεμελιώνεται η κύρια βάση της αγωγής. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη και νόμιμη την θεμελιούμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση της αγωγής, δεν εφάρμοσε σωστά το νόμο και έσφαλε, και ως εκ τούτου οι σχετικοί ισχυρισμοί της εκκαλούσας που διαλαμβάνονται στον δέκατο λόγο της από 14.12.2010 έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι. Στη συνέχεια πρέπει, γενομένης δεκτής της από 14.12.2010 έφεσης κατά το μέρος της αυτό, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της και αφού το Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση και την δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας η επικουρική βάση της αγωγής που θεμελιώνεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 300 του ΑΚ “Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκταση της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για το πταίσμα των προσώπων για τα οποία ευθύνεται εκείνος που ζημιώθηκε”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι προϋπόθεση για τον αποκλεισμό ή τη μείωση της οφειλόμενης αποζημίωσης με βάση το εν λόγω άρθρο είναι η συμβολή του ζημιωθέντος ή των προσώπων για τα οποία υπέχει αυτός ευθύνη στη ζημία ή στην έκταση της και ότι για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτείται υπαίτια συμπεριφορά του ζημιωθέντος ή των προσώπων για τα οποία αυτός ευθύνεται και αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη συμπεριφορά αυτή και την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας, χωρίς να απαιτείται απαραιτήτως και αιτιώδης συνάφεια της εν λόγω συμπεριφοράς με τη συμπεριφορά του ζημιώσαντος. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη του ζημιωθέντος ή των προσώπων για τα οποία υπέχει ευθύνη αυτός, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με τη διάταξη του άρθρου 71 του ΑΚ που ορίζει ότι “Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον” και τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ που ορίζει ότι “Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του” προκύπτει ότι όταν αυτός που ζημιώθηκε είναι νομικό πρόσωπο, αυτό βαρύνεται με συντρέχον πταίσμα για την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας του αναφορικά με τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων του που το αντιπροσωπεύουν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως και για εκείνες των προστηθέντων του, εφόσον αυτές συντέλεσαν στην πρόκληση ή την έκταση της ζημίας του (ΑΠ 1903/2013 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (OλΑΠ 17/1995 ΝΟΜΟΣ). Η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, καταχρηστική δε άσκηση του δικαιώματος υφίσταται όχι μόνο στην περίπτωση αδράνειας του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, η οποία, εάν συνοδεύεται και από άλλες περιστάσεις, μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση καταχρηστικότητας υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος (OλΑΠ 7/2002 ΝΟΜΟΣ), αλλά και στην περίπτωση που η μεταβολή της προηγούμενης συμπεριφοράς του δικαιούχου, που είχε δημιουργήσει στον προσβολέα την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει αυτός το δικαίωμά του και είχε συντελέσει στην ενέργεια πράξεων από εκείνον που αποκρούει το δικαίωμα και στη δημιουργία ορισμένης πραγματικής κατάστασης, είναι αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη, η λόγω δε της μεταβολής της συμπεριφοράς αυτής άσκηση του δικαιώματος, επιφέρει ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε, με επαχθείς, αν και όχι κατ’ ανάγκην αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων, με γνώμονα την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, να παρίσταται επιβεβλημένη η θυσία του (ΑΠ 64/2022 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη με τις από 21.09.1994 έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αρνήθηκε την αγωγή και προέβαλε την ένσταση συνυπαιτιότητας της ενάγουσας ισχυριζόμενη αυτολεξεί τα ακόλουθα: «κατηγορούμεν την αντίδικον ότι δια της ασυγνώστου αμελείας και αβελτηρίας των αρμοδίων υπαλλήλων της παρέλειψε να διαγνώσει, καίτοι ηδύνατο και όφειλε να πράξει τούτο, την εγκληματική δραστηριότητα του Προέδρου και Διοικητού της ……………. και συνεπώς ζημιωθείσα εκ της τοιαύτης υπαιτίου αδιαφορίας της, εξ ιδίου δηλονότι αμαρτήματος, ου δοκεί ζημιούσθαι (300 ΑΚ)». Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 146/1995 μη οριστική απόφασή του έκρινε ότι ο ισχυρισμός αυτός που αποβλέπει στην απόρριψη των αγωγικών κονδυλίων που αφορούν σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, δεν δύναται να θεμελιώσει αυτοτελή ένσταση κατ’ άρθρο 300 του ΑΚ, εφόσον δεν ζητείται η μείωση της αποζημίωσης λόγω συνυπαιτιότητας, αλλά η απόρριψη της αγωγής λόγω αποκλειστικής υπαιτιότητας της ενάγουσας, και ως εκ τούτου ότι εκτιμάται ως αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός συνιστάμενος στο ότι η ενάγουσα από ασύγνωστη αμέλεια των αρμοδίων υπαλλήλων της παρέλειψε να διαγνώσει, αν και μπορούσε και όφειλε, την εγκληματική δραστηριότητα του προέδρου του διοικητικού της συμβουλίου, διευθύνοντος συμβούλου και διοικητή της ……………, και συνεπώς ότι ζημιώθηκε μόνο από την υπαίτια αυτή αδιαφορία της, συνιστά ορισμένη και νόμιμη ένσταση συνυπαιτιότητας (βλ. ΑΠ 758/2018 και ΑΠ 1903/2013, κατά τις οποίες κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η ταυτόσημη κατά περιεχόμενο και αίτημα ένσταση που προβλήθηκε σε προγενέστερη δίκη μεταξύ των ιδίων διαδίκων με αντικείμενο όμοια κατά την ιστορική και νομική βάση της αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης), στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 262 του ΚΠολΔ και 300 του ΑΚ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τον έκρινε απαράδεκτο λόγω αοριστίας, δεν εφάρμοσε σωστά το νόμο και έσφαλε, και οι σχετικοί ισχυρισμοί της εκκαλούσας της από 14.12.2010 έφεσης που διαλαμβάνονται στον πέμπτο λόγο αυτής και στον ενδέκατο και δέκατο τρίτο πρόσθετο λόγο αυτής, με τους οποίους επαναφέρει τον υποβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό της, καθώς και ο σχετικός ισχυρισμός του εκκαλούντος της από 13.12.2010 έφεσης, που διαλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο αυτής, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι. Στη συνέχεια πρέπει, γενομένων δεκτών των από 14.12.2010 και από 13.12.2010 εφέσεων κατά το μέρος τους αυτό, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της και αφού το Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση και την δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού που συνιστά ορισμένη και νόμιμη ένσταση συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας, κατά τα προαναφερθέντα. Περαιτέρω, με τον έκτο λόγο της από 14.12.2010 έφεσης η εναγόμενη επαναφέρει τον υποβληθέντα με τις από 21.09.1994 έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρισμό της περί καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης αγωγής, επικαλούμενη ότι είναι καταχρηστική και αντίθετη προς την καλή πίστη και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος η επιδίωξη ικανοποίησης των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας, διότι αφενός γνωρίζει την ανυπαρξία τους, αφετέρου έχει προκληθεί τεράστια αναταραχή στην ίδια που διεκδικεί το εθνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, αλλά και τη διεθνή διάκριση της ομάδας της, και ταυτόχρονα έχει μειωθεί το κύρος και η φήμη της, αν και η ίδια ήταν καλόπιστη. Εντούτοις, ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης δεν είναι νόμιμος, καθόσον τα επικαλούμενα από αυτή πραγματικά περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί η ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, αφού η περιγραφόμενη στάση της ενάγουσας δεν συνιστά αδράνεια εκ μέρους της, και μάλιστα μακροχρόνια, ούτε υποδηλώνει διάθεση αυτής μη διεκδίκησης των επίδικων αξιώσεών της, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εναγόμενη της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να τις ασκήσει, ούτε οδηγεί στη διαμόρφωση πραγματικής κατάστασης που να καθιστά αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη τη μεταβολή της συμπεριφοράς της ενάγουσας. Εξάλλου, μόνο η επικαλούμενη μείωση του κύρους και της φήμης της εναγόμενης που φέρεται να προκαλείται από την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγόμενης και ο ερευνώμενος έκτος λόγος της από 14.12.2010 έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (δύο από την πλευρά της ενάγουσας και ένας από την πλευρά της εναγόμενης) που εξετάσθηκαν ενώπιον Εισηγητή Δικαστή και περιέχονται στην υπ’ αριθ. ……/2000 εισηγητική έκθεση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και εκτιμώνται ανάλογα με το μέτρο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΕφΑθ 781/2009 ΕΦΑΔ 2009. 453), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά το χρονικό διάστημα από την 18.01.1985 έως την 19.10.1988 ο ………… διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διοικητής της ενάγουσας, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Η ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ………. (Ν. 2330/1995)» και πρώην επωνυμία «…………….», της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας και τέθηκε αυτή σε εκκαθάριση με την υπ’ αριθ. …../01.01.1996 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας (βλ. το προσκομιζόμενο ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ υπ’ αριθ. φύλλου 41/04.01.1996), κατά δε το χρόνο άσκησης της αγωγής εκπροσωπείτο από τον προσωρινό επίτροπο αυτής που διορίσθηκε με τις υπ’ αριθ. …../19.10.1988 και …./23.12.1988 Πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Επιπλέον, με τα από 18.11.1987, 19.11.1987 και 25.11.1987 πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης, ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», εκλέχθηκαν αντικαταστάτες στις θέσεις παραιτηθέντων συμβούλων και συγκροτήθηκε το διοικητικό συμβούλιο σε σώμα με πρόεδρο τον ……….., ο οποίος έτσι απέκτησε τον πλήρη έλεγχο της εναγόμενης, και θητεία μέχρι την 30.06.1988, παρατεινόμενη μέχρι τη γενική συνέλευση των μετόχων (βλ. το προσκομιζόμενο ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ υπ’ αριθ. φύλλου 2855/08.12.1987), ενώ την 06.12.1988 καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών η υπ’ αριθ. 2600/1988 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διορίσθηκε προσωρινό διοικητικό συμβούλιο της εναγόμενης με πρόεδρο τον ………….. (βλ. το προσκομιζόμενο ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ υπ’ αριθ. φύλλου 3730/27.12.1988). Από τον έλεγχο της οικονομικής και λογιστικής κατάστασης της ενάγουσας, που διενεργήθηκε από τον προσωρινό επίτροπο αυτής, προέκυψε ότι τα συνολικά χρηματικά ποσά των 2.973.017,00 δολαρίων Η.Π.Α., των 3.221.391,79 γερμανικών μάρκων, των 2.210,00 ελβετικών φράγκων και των 150.000,00 ολλανδικών φιορινίων, τα οποία προέρχονταν από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ενάγουσας, καταβλήθηκαν σε διάφορους τρίτους, δια εμβασμάτων ή επιταγών, προκειμένου να εξοφληθούν υποχρεώσεις της εναγόμενης, σχετικές με την απόκτηση και διακίνηση παικτών από ποδοσφαιρικές ομάδες του εξωτερικού, αλλά και τη διεξαγωγή αγώνων. Επιπλέον προέκυψε ότι ο ………….. ενεργώντας υπό την διττή ως άνω ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου και διαχειριστή ουσιαστικά αμφοτέρων των διαδίκων, προέβη σε παράνομη οικονομική ενίσχυση της εναγόμενης, με κεφάλαια προερχόμενα από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ενάγουσας, τα οποία ο ίδιος υπεξαίρεσε από την τελευταία, εκμεταλλευόμενος τη δεσπόζουσα θέση του διοικητή αυτής. Ειδικότερα, ο …………. ενεργώντας υπό την ιδιότητά του ως διοικητής της ενάγουσας Τράπεζας, έδινε εντολές στους αρμοδίους υπαλλήλους της και αυτοί προέβαιναν είτε σε μεταφορά χρημάτων σε λογαριασμούς Τραπεζών του εξωτερικού, με αντίστοιχη χρέωση των λογαριασμών της ενάγουσας στις ανταποκρίτριες Τράπεζες του εξωτερικού και σε καταβολή των εκτιθέμενων στην αγωγή ποσών αλλοδαπών νομισμάτων, δια εμβασμάτων ή επιταγών, σε διαφόρους τρίτους, φερόμενους ως δικαιούχους, είτε σε μεταφορά χρημάτων από τον υπ’ αριθ. ………… λογαριασμό καταθέσεων σε συνάλλαγμα του ……… σε τηρούμενους στην ενάγουσα λογαριασμούς συναλλάγματος, προκειμένου να εξοφληθούν υποχρεώσεις της εναγόμενης σχετικές με την απόκτηση και διακίνηση παικτών από ποδοσφαιρικές ομάδες του εξωτερικού, αλλά και τη διεξαγωγή αγώνων, χωρίς να ελέγξουν οι υπάλληλοι, συμμορφούμενοι προς τις εντολές του ………….., εάν τα ποσά αυτά με τα οποία χρεώθηκαν οι λογαριασμοί της ενάγουσας στις ανταποκρίτριες Τράπεζες του εξωτερικού, είχαν προηγουμένως πιστωθεί στους ίδιους λογαριασμούς, με πραγματική χρέωση λογαριασμών είτε του ………, είτε της εναγόμενης, είτε τρίτου προσώπου και χωρίς να ελέγξουν εάν υπήρχε αντίστοιχο πιστωτικό υπόλοιπο στον υπ’ αριθ. ……. λογαριασμό καταθέσεων σε συνάλλαγμα του ……., στον οποίο χρεώθηκαν τα ποσά αυτά που πιστώθηκαν στους τηρούμενους στην ενάγουσα Τράπεζα λογαριασμούς συναλλάγματος, με αποτέλεσμα η ενάγουσα, η οποία δεν είχε καμία συμβατική ή εκ του νόμου υποχρέωση έναντι της εναγόμενης, να επιβαρυνθεί με τα ποσά αυτά, καθόσον ο ……… δεν φρόντισε να καλύψει τα εν λόγω ποσά, που αφαιρέθηκαν από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ενάγουσας, κατά τον προπεριγραφόμενο τρόπο. Αποδείχθηκε ειδικότερα ότι ενόψει της μεταγραφής των ποδοσφαιριστών ………. από τις ομάδες …………στην εναγόμενη, ο ………, υπό την ιδιότητα του διοικητή της ενάγουσας, έδωσε τις ακόλουθες εντολές: (1) την 08.12.1987, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος ……. (…), να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στον ……. πρόεδρο του αθλητικού σωματείου ……… το χρηματικό ποσό των 300.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 08.12.1987, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα ………., που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσαν να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 300.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. στην Τράπεζα ……… υπέρ της Τράπεζας ……….., σε πίστωση του λογαριασμού υπ’ αριθ. …….. του προέδρου της ανωτέρω ομάδας, και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. ……… λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………… Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 09.12.1987 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ……… λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………… με το ποσό των 300.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (2) την 16.12.1987, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος … (….), να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στο αθλητικό σωματείο ………. το χρηματικό ποσό των 600.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 16.12.1987, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα ………, που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσαν να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 600.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. στην Τράπεζα ………., σε πίστωση του λογαριασμού υπ’ αριθ. ………. της ανωτέρω ομάδας, και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. …….. λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα …….. Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 17.12.1987 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ……. λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα …….. με το ποσό των 600.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (3) την 29.01.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος ………..’ να εκδώσει σε διαταγή της επιχείρησης ……… με έδρα …. ., την υπ’ αριθ. …. επιταγή, ποσού 1.517,00 δολαρίων Η.Π.Α., η οποία σύρθηκε από τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……………….. Η επιταγή πληρώθηκε στον κομιστή της την 10.02.1988 και την 11.02.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. …….. λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……… με το ποσό των 1.517,00 δολαρίων Η.Π.Α., (4) την 12.07.1987, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος … (….), να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στον ………… το χρηματικό ποσό των 80.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 12.07.1987, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα ……, που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσαν να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 80.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. στην Τράπεζα ……….., σε πίστωση του λογαριασμού υπ’ αριθ. …… του ……, και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. …… λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………… Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 08.12.1987 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ….. λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα …….. με το ποσό των 80.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (5) την 15.03.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος … (…..), να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στο αθλητικό σωματείο ……….. το χρηματικό ποσό των 100.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 15.03.1988, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα ……………… που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσαν να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 100.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. στην Τράπεζα …….. υπέρ της Τράπεζας ………., σε πίστωση του λογαριασμού υπ’ αριθ. ……… της ανωτέρω ομάδας, και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. ……. λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……………. Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 15.03.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ………… λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……… με το ποσό των 100.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (6) την 14.06.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος ………, να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στο αθλητικό σωματείο ……. το χρηματικό ποσό των 500.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 14.06.1988, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα ……., που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσαν να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 500.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. στην Τράπεζα ……., σε πίστωση του λογαριασμού υπ’ αριθ. ……. της ανωτέρω ομάδας, και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. …… λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα …………… Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 14.06.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. …………… λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……………… με το ποσό των 500.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (7) την 01.07.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος …….., να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στο αθλητικό σωματείο ………….. το χρηματικό ποσό των 150.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 01.07.1988, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα ……, που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσαν να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 150.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. στην Τράπεζα ……. υπέρ της Τράπεζας ……….., σε πίστωση του λογαριασμού υπ’ αριθ. ……. της ανωτέρω ομάδας, και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. …….. λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………. Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 01.07.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ……… λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………. με το ποσό των 150.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (8) την 16.08.1988, στους αρμόδιους υπαλλήλους … … και ……. να εκδώσουν σε διαταγή του αθλητικού σωματείου ……., την υπ’ αριθ. …. επιταγή, ποσού 65.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., η οποία σύρθηκε από τον υπ’ αριθ. ……. λογαριασμό της ανταποκρίτριας Τράπεζας ………….. Η επιταγή πληρώθηκε στον κομιστή της την 06.09.1988 και την 07.09.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ……….. λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……….. με το ποσό των 65.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (9) την 24.12.1987, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος ………, να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στον ……. . που διαμεσολάβησε για τη μετεγγραφή στην εναγόμενη των ανωτέρω ποδοσφαιριστών, το χρηματικό ποσό των 100.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 24.12.1987, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα ………., που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσαν να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 100.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. στην Τράπεζα ………., σε πίστωση του λογαριασμού υπ’ αριθ. …….. του ………, και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. ……. λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……….. Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 24.12.1987 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ……. λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……… με το ποσό των 100.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (10) την 14.12.1987, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος … (….), να πιστώσει τον τηρούμενο στην ενάγουσα Τράπεζα λογαριασμό συναλλάγματος του ποδοσφαιριστή …….. με το χρηματικό ποσό των 250.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 14.12.1987, συντάχθηκε το υπ’ αριθ. ……… καταθετήριο συναλλάγματος – γραμμάτιο είσπραξης και πιστώθηκε στον τηρούμενο στην ενάγουσα Τράπεζα υπ’ αριθ. ….. λογαριασμό συναλλάγματος με δικαιούχο τον ………, το χρηματικό ποσό των 250.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., ενώ χρεώθηκε αντίστοιχα ο υπ’ αριθ. ………… λογαριασμός συναλλάγματος του ………….., πλην όμως η χρέωση αυτή ήταν μόνον λογιστική και όχι πραγματική, δηλαδή για την λογιστική τακτοποίηση του ως άνω ποσού πιστώθηκε ο λογαριασμός του ….. και χρεώθηκε εικονικά ο ανωτέρω λογαριασμός καταθέσεων σε συνάλλαγμα του ……., ο οποίος όμως δεν είχε αντίστοιχο πιστωτικό υπόλοιπο. Αποδείχθηκε επίσης ότι ενόψει της μεταγραφής στην εναγόμενη ποδοσφαιριστών από τις αναφερόμενες κάτωθι ομάδες, ο ………….., υπό την ιδιότητα του διοικητή της ενάγουσας, έδωσε τις ακόλουθες εντολές: (11) την 16.08.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος Διοίκησης, να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στο αθλητικό σωματείο ………. το χρηματικό ποσό των 240.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 16.08.1988, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα …………, που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσαν να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 240.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. στην Τράπεζα ………, σε πίστωση του λογαριασμού υπ’ αριθ. …….. της ανωτέρω ομάδας, και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. ……. λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……….. Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 16.08.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ………. λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……… με το ποσό των 240.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (12) την 16.08.1988, στους αρμόδιους υπαλλήλους ……. και … ….. να εκδώσουν σε διαταγή του αθλητικού σωματείου …., την υπ’ αριθ. …….. επιταγή, ποσού 150.000,00 ολλανδικών φιορινίων, η οποία σύρθηκε από τον υπ’ αριθ. ………. λογαριασμό της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα …………. Η επιταγή πληρώθηκε στον κομιστή της την 25.08.1988 και την 29.08.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. …….. λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………. με το ποσό των 150.000,00 ολλανδικών φιορινίων, (13) την 11.08.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος …….. να εκδώσει σε διαταγή του αθλητικού σωματείου ……, την υπ’ αριθ. ……. επιταγή, ποσού 233.500,00 δολαρίων Η.Π.Α., η οποία σύρθηκε από τον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……… Η επιταγή πληρώθηκε στον κομιστή της την 11.08.1988 και την 29.08.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ……. λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……. με το ποσό των 233.500,00 δολαρίων Η.Π.Α., (14) την 11.08.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης να εκδώσει σε διαταγή του αθλητικού σωματείου ………, την υπ’ αριθ. ……. επιταγή, ποσού 150.000,00 γερμανικών μάρκων, η οποία σύρθηκε από τον υπ’ αριθ. ……. λογαριασμό της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……….. Η επιταγή πληρώθηκε στον κομιστή της την 11.08.1988 και την 25.08.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ……… λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……….. με το ποσό των 150.000,00 γερμανικών μάρκων, (15) την 17.12.1987, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος …. (….), να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στο αθλητικό σωματείο ……. ως αμοιβή για τη διεξαγωγή φιλικού αγώνα με την εναγόμενη, το χρηματικό ποσό των 21.561,00 γερμανικών μάρκων. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 17.12.1987, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα ……….., που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσαν να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 21.561,00 γερμανικών μάρκων, στην Τράπεζα ……… μέσω της Τράπεζας …….., σε πίστωση του λογαριασμού της ανωτέρω ομάδας, και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. …….. λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………… Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 18.12.1987 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. …….. λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………. με το ποσό των 21.561,00 γερμανικών μάρκων, (16) την 15.09.1988, στους αρμόδιους υπαλλήλους .. …. και …… να εκδώσουν σε διαταγή του αθλητικού σωματείου ………. και της επιχείρησης …….., τις υπ’ αριθ. …….. και …… επιταγές, ποσού 73.738,00 γερμανικών μάρκων και 126.092,79 γερμανικών μάρκων, αντίστοιχα, οι οποίες σύρθηκαν από τον υπ’ αριθ. ………. λογαριασμό της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………. Οι επιταγές πληρώθηκαν στους κομιστές τους και την 29.09.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ….-… λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………. με τα ποσά των 73.738,00 γερμανικών μάρκων και των 126.092,79 γερμανικών μάρκων, (17) την 14.04.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος (99) να εκδώσει σε διαταγή της επιχείρησης ………., την υπ’ αριθ. ……… επιταγή, ποσού 3.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., η οποία σύρθηκε από τον υπ’ αριθ. …….. λογαριασμό της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………. Η επιταγή πληρώθηκε στον κομιστή της και την 22.04.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ……. λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……. με το ποσό των 3.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., ενώ με το ποσό αυτό εξοφλήθηκαν τριάντα travelers cheques, ποσού 100,00 δολαρίων Η.Π.Α. το καθένα, εκδόσεως της επιχείρησης …….., τα οποία παραδόθηκαν στους υπαλλήλους της εναγόμενης …………, (18) την 05.07.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος ………, να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στον …….. που διαμεσολάβησε για τη μετεγγραφή στην εναγόμενη του ποδοσφαιριστή ……., το χρηματικό ποσό των 1.500.000,00 γερμανικών μάρκων. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 05.07.1988, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα …….., μέσω της Τράπεζας ………. που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσαν να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 1.500.000,00 γερμανικών μάρκων, σε πίστωση του λογαριασμού υπ’ αριθ. …… του ………., και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. ….-…. λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα …………. Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 07.07.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ……. λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα …… με το ποσό των 1.500.000,00 γερμανικών μάρκων, (19) την 15.06.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος …., να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στο σωματείο ………, το χρηματικό ποσό των 2.210,00 ελβετικών φράγκων. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 16.08.1988, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα ……., που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσε να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 2.210,00 ελβετικών φράγκων, σε πίστωση του λογαριασμού υπ’ αριθ. …….. του ανωτέρω σωματείου, και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. …… λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα …….. Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 15.06.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. …… λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα …….. με το ποσό των 2.210,00 ελβετικών φράγκων, (20) την 15.09.1988, στους αρμόδιους υπαλλήλους ……. και .. … να εκδώσουν σε διαταγή της επιχείρησης ……….. που παρείχε υπηρεσίες φυσιοθεραπείας στους ποδοσφαιριστές της εναγόμενης, την υπ’ αριθ. …/…. επιταγή, ποσού 40.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., η οποία σύρθηκε από τον υπ’ αριθ. ……… λογαριασμό της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……… Η επιταγή πληρώθηκε στον κομιστή της και χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ……… λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………. με το ποσό των 40.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (21) την 30.06.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος …., να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στο αθλητικό σωματείο ……… ως αμοιβή για τη μεταγραφή του ποδοσφαιριστή ………….., το χρηματικό ποσό των 350.000,00 γερμανικών μάρκων. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 30.06.1988, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα ……….., που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσαν να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 350.000,00 γερμανικών μάρκων, στην Τράπεζα …….., σε πίστωση του υπ’ αριθ. …. λογαριασμού της ανωτέρω ομάδας, και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. … λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………. Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 05.07.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ……. λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……… με το ποσό των 350.000,00 γερμανικών μάρκων, (22) την 07.12.1987, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος ……..’, να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στους … και ….., το χρηματικό ποσό των 500.000,00 γερμανικών μάρκων. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 07.12.1987, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα ……… που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσαν να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 500.000,00 γερμανικών μάρκων, στην Τράπεζα …….., σε πίστωση του λογαριασμού υπ’ αριθ. ….. των …. και ….., και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. …..…. λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………… Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 08.12.1987 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. …-.. λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ………. με το ποσό των 500.000,00 γερμανικών μάρκων, (23) την 01.07.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος ………, να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στο αθλητικό σωματείο ….. ως αμοιβή για τη μεταγραφή του ποδοσφαιριστή ……, το χρηματικό ποσό των 350.000,00 γερμανικών μάρκων. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 01.07.1988, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα ………. που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσε να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 350.000,00 γερμανικών μάρκων, στην Τράπεζα ……., σε πίστωση του λογαριασμού υπ’ αριθ. …. του αθλητικού σωματείου, και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. … λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……… Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 05.07.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. …… λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……… με το ποσό των 350.000,00 γερμανικών μάρκων, (24) την 12.07.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος …., να καταβάλει, με τραπεζικό έμβασμα, στον ……. που διαμεσολάβησε για τη μετεγγραφή στην εναγόμενη ποδοσφαιριστών και τη διεξαγωγή φιλικών αγώνων, το χρηματικό ποσό των 70.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 12.07.1988, συντάχθηκε και εστάλη στην Τράπεζα …….., μέσω της Τράπεζας …….., που ήταν η ανταποκρίτρια της ενάγουσας, κλειδαριθμημένο τέλεξ, με το οποίο την κάλεσαν να καταβάλει, με έμβασμα το χρηματικό ποσό των 70.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., σε πίστωση του λογαριασμού υπ’ αριθ. …. του ……….., και αντίστοιχη χρέωση του υπ’ αριθ. …….. λογαριασμού της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα …….. Το έμβασμα εκτελέσθηκε και την 14.07.1988 χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. ……. λογαριασμός της ενάγουσας στην ανταποκρίτρια Τράπεζα ……. με το ποσό των 70.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (25) την 29.06.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος ….., να πιστώσει τον τηρούμενο στην ενάγουσα Τράπεζα κοινό λογαριασμό συναλλάγματος του …….. και του ποδοσφαιριστή . …….. με το χρηματικό ποσό των 150.000,00 γερμανικών μάρκων. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 29.06.1988, συντάχθηκε το υπ’ αριθ. …… παραστατικό χρέωσης/πίστωσης λογαριασμών πελατών εκτός τάξεως και πιστώθηκε στον τηρούμενο στην ενάγουσα Τράπεζα υπ’ αριθ. …….. κοινό λογαριασμό συναλλάγματος με δικαιούχους τους ….. και ….. …., το χρηματικό ποσό των 150.000,00 γερμανικών μάρκων, ενώ χρεώθηκε αντίστοιχα ο υπ’ αριθ. ……… λογαριασμός συναλλάγματος του ……., πλην όμως η χρέωση αυτή ήταν μόνον λογιστική και όχι πραγματική, δηλαδή για την λογιστική τακτοποίηση του ως άνω ποσού πιστώθηκε ο κοινός λογαριασμός του ……. και του ……. και χρεώθηκε εικονικά ο ανωτέρω λογαριασμός καταθέσεων σε συνάλλαγμα του ……., ο οποίος όμως δεν είχε αντίστοιχο πιστωτικό υπόλοιπο, (26) την 03.12.1987, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος …. (….), να πιστώσει τον τηρούμενο στην ενάγουσα Τράπεζα λογαριασμό συναλλάγματος του ποδοσφαιριστή ……. με το χρηματικό ποσό των 80.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 03.12.1987, συντάχθηκε το υπ’ αριθ. ……… καταθετήριο συναλλάγματος – γραμμάτιο είσπραξης και πιστώθηκε στον τηρούμενο στην ενάγουσα Τράπεζα υπ’ αριθ. ……… λογαριασμό συναλλάγματος με δικαιούχο τον ………., το χρηματικό ποσό των 80.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., ενώ χρεώθηκε αντίστοιχα ο υπ’ αριθ. …….. λογαριασμός συναλλάγματος του ………, πλην όμως η χρέωση αυτή ήταν μόνον λογιστική και όχι πραγματική, δηλαδή για την λογιστική τακτοποίηση του ως άνω ποσού πιστώθηκε ο λογαριασμός του ……… και χρεώθηκε εικονικά ο ανωτέρω λογαριασμός καταθέσεων σε συνάλλαγμα του …….., ο οποίος όμως δεν είχε αντίστοιχο πιστωτικό υπόλοιπο, (27) την 01.08.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος …., να πιστώσει τον τηρούμενο στην ενάγουσα Τράπεζα κοινό λογαριασμό συναλλάγματος του …….. και του ….. με το χρηματικό ποσό των 150.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 01.08.1988, συντάχθηκε το υπ’ αριθ. …….. παραστατικό χρέωσης/πίστωσης λογαριασμών πελατών εκτός τάξεως και πιστώθηκε στον τηρούμενο στην ενάγουσα Τράπεζα υπ’ αριθ. …… κοινό λογαριασμό συναλλάγματος με δικαιούχους τους …….. και ……, το χρηματικό ποσό των 150.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., ενώ χρεώθηκε αντίστοιχα ο υπ’ αριθ. ……… λογαριασμός συναλλάγματος του ……, πλην όμως η χρέωση αυτή ήταν μόνον λογιστική και όχι πραγματική, δηλαδή για την λογιστική τακτοποίηση του ως άνω ποσού πιστώθηκε ο κοινός λογαριασμός του ….. και του …. και χρεώθηκε εικονικά ο ανωτέρω λογαριασμός καταθέσεων σε συνάλλαγμα του ……, ο οποίος όμως δεν είχε αντίστοιχο πιστωτικό υπόλοιπο, (28) την 09.06.1988, στον αρμόδιο υπάλληλο του υποκαταστήματος ….., να πιστώσει τον τηρούμενο στην ενάγουσα Τράπεζα κοινό λογαριασμό συναλλάγματος του ……. και του προπονητή …… με το χρηματικό ποσό των 10.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σε εκτέλεση αυτής της εντολής, την 09.06.1988, συντάχθηκε το υπ’ αριθ. …… παραστατικό χρέωσης/πίστωσης λογαριασμών πελατών εκτός τάξεως και πιστώθηκε στον τηρούμενο στην ενάγουσα Τράπεζα υπ’ αριθ. …….. κοινό λογαριασμό συναλλάγματος με δικαιούχους τους ….. και ……., το χρηματικό ποσό των 10.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., ενώ χρεώθηκε αντίστοιχα ο υπ’ αριθ. …….. λογαριασμός συναλλάγματος του ……, πλην όμως η χρέωση αυτή ήταν μόνον λογιστική και όχι πραγματική, δηλαδή για την λογιστική τακτοποίηση του ως άνω ποσού πιστώθηκε ο κοινός λογαριασμός του …… και του ….. και χρεώθηκε εικονικά ο ανωτέρω λογαριασμός καταθέσεων σε συνάλλαγμα του ……., ο οποίος όμως δεν είχε αντίστοιχο πιστωτικό υπόλοιπο. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι οι ανωτέρω υπάλληλοι της ενάγουσας, συμμορφούμενοι προς τις εντολές του ……., δεν έλεγξαν εάν τα ως άνω ποσά, με τα οποία χρεώθηκαν οι λογαριασμοί της ενάγουσας στις ανταποκρίτριες Τράπεζες του εξωτερικού, είχαν προηγουμένως πιστωθεί στους ίδιους λογαριασμούς, με πραγματική χρέωση άλλων λογαριασμών είτε του ………, είτε της εναγόμενης, είτε τρίτου προσώπου, ούτε έλεγξαν εάν υπήρχε αντίστοιχο πιστωτικό υπόλοιπο στον υπ’ αριθ. …….. λογαριασμό καταθέσεων σε συνάλλαγμα του ……., στον οποίο χρεώθηκαν τα ως άνω ποσά που πιστώθηκαν στους ανωτέρω τηρούμενους στην ενάγουσα Τράπεζα λογαριασμούς συναλλάγματος, με αποτέλεσμα η ενάγουσα, η οποία δεν είχε καμία συμβατική ή εκ του νόμου υποχρέωση έναντι της εναγόμενης, να επιβαρυνθεί με τα ποσά αυτά, καθόσον ο …….. δεν φρόντισε να καλύψει τα εν λόγω ποσά, που αφαιρέθηκαν από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ενάγουσας, κατά τον προπεριγραφόμενο τρόπο. Με τον τρόπο αυτό συντελέστηκε υπεξαίρεση από τον ………, έτσι ώστε τα ως άνω χρηματικά ποσά που υπεξαίρεσε αυτός, ως διοικητής της ενάγουσας, και διέθεσε στους προαναφερόμενους διαφόρους τρίτους, ως πρόεδρος της εναγόμενης, να επιβαρύνουν τελικά τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ενάγουσας. Από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι ο ……… ιδιοποιήθηκε παράνομα τα ανωτέρω ποσά από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα κεφάλαια της ενάγουσας, τα οποία αποτελούσαν περιουσία της, διαχειριζόμενη από τον ίδιο που τα είχε στην κατοχή του ως διοικητής αυτής, ενώ ταυτόχρονα ο ….. . ενεργώντας υπό την ιδιότητά του ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης, αποδέχθηκε να περιέλθουν στην κατοχή αυτής τα ανωτέρω ποσά, τα οποία διέθεσε για την απόκτηση και διακίνηση παικτών από ποδοσφαιρικές ομάδες του εξωτερικού, αλλά και τη διεξαγωγή αγώνων, με αποτέλεσμα αυτή η συμπεριφορά του να πληροί καταρχήν την ειδική υπόσταση του αδικήματος της υπεξαίρεσης σε βάρος της ενάγουσας, αλλά και την ειδική υπόσταση του αδικήματος της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, για την οποία ευθύνεται έναντι της ενάγουσας – παθούσας και η εναγόμενη ως νομικό πρόσωπο κατ’ άρθρο 71 του ΑΚ, αφού ο …… τέλεσε την αξιόποινη πράξη της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης. Σημειωτέον ότι για την ανωτέρω πράξη της υπεξαίρεσης, καθώς και για άλλες συναφείς πράξεις, ο ……… κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή κάθειρξης με την υπ’ αριθ. 664/1997 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών, καταφάσκεται η ευθύνη της εναγόμενης από αδικοπραξία, καθόσον αυτή δια του εκφράζοντος τη βούλησή της προέδρου του διοικητικού της συμβουλίου και νόμιμου εκπροσώπου της ……, αποδέχθηκε με τους ανωτέρω τρόπους, ήτοι με διάθεση σε τρίτους δανειστές αυτής για την εξόφληση δικών της υποχρεώσεων από τη μεταγραφή σ’ αυτή ποδοσφαιριστών και τη διεξαγωγή αγώνων, τα από αυτόν υπεξαιρεθέντα από την ενάγουσα Τράπεζα ως άνω χρηματικά ποσά. Αυτή η ενιαία αδικοπρακτική συμπεριφορά της υπεξαίρεσης και της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος από τον ίδιο δράστη, ήτοι τον ……, η οποία εντάσσεται στα πλαίσια ενός παράνομου σχεδίου που έθεσε σε εφαρμογή ο ίδιος, υπό την διττή ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου και διαχειριστή ουσιαστικά αμφοτέρων των διαδίκων, για οικονομική ενίσχυση της εναγόμενης με κεφάλαια προερχόμενα από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ενάγουσας, εκμεταλλευόμενος τη δεσπόζουσα θέση του διοικητή αυτής, είναι παράνομη ως προσκρούουσα στη διάταξη του άρθρου 394 του ΠΚ, αλλά και αντίθετη στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου και ειδικότερα στο γενικό καθήκον “του μη ζημιούν άλλον υπαιτίως”, καθώς και υπαίτια, αφού ο ίδιος τελούσε σε γνώση ότι τα ανωτέρω χρηματικά ποσά ήταν προϊόν της υπεξαίρεσης, την οποία είχε διαπράξει ο ίδιος με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας. Επιπλέον η αδικοπρακτική συμπεριφορά της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την ισόποση ζημία της ενάγουσας, αφού η πράξη αυτή, η οποία συνιστά συμμετοχή στην απόλαυση των υπεξαιρεθέντων, χάριν της οποίας, άλλωστε, τελέστηκε η υπεξαίρεση προς ολοκλήρωση, με την αποδοχή των υπεξαιρεθέντων, του παρανόμου σχεδίου του ………, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την ανωτέρω ζημία την οποία και πράγματι επέφερε. Συνεπώς, κρίνονται απορριπτέοι οι αρνητικοί ισχυρισμοί της εναγόμενης ότι η ζημία της ενάγουσας προκλήθηκε αποκλειστικά από την προηγηθείσα πράξη της υπεξαίρεσης, και όχι και από την αποδοχή από την εναγόμενη των ενδίκων χρηματικών ποσών. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, εφόσον τα ίδια έκρινε και η εκκαλούμενη οριστική απόφαση, αν και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, και ως εκ τούτου ο σχετικός ένατος λόγος της από 14.12.2010 έφεσης και οι σχετικοί πέμπτος και έβδομος πρόσθετοι λόγοι της από 14.12.2010 έφεσης, καθώς και οι σχετικοί πρώτος και τρίτος λόγος της από 13.12.2010 έφεσης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι στην επέλευση της ως άνω ζημίας της ενάγουσας συνετέλεσε και ίδιο πταίσμα του διευθύνοντος συμβούλου, προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διοικητή αυτής, αλλά και των προστηθέντων υπαλλήλων της, η οποία συνίσταται για τον μεν πρώτο, διοικητή της ενάγουσας, στην προεκτεθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά του συνισταμένη στην υπεξαίρεση και στην εν συνεχεία αποδοχή των υπεξαιρεθέντων που, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί ενιαία αδικοπρακτική συμπεριφορά εντασσόμενη στο πλαίσιο του εκπονηθέντος και εφαρμοσθέντος σχεδίου, για τους δε δεύτερους, προστηθέντες υπαλλήλους της ενάγουσας, στο ότι από βαριά αμέλεια παρέλειψαν να προβούν στους αναγκαίους ελέγχους προς διαπίστωση της ύπαρξης διαθεσίμων κεφαλαίων στους χρεωθέντες λογαριασμούς της ενάγουσας, και συγκεκριμένα εάν είχαν προηγουμένως πιστωθεί με τα αντίστοιχα ποσά, με πραγματική χρέωση άλλων λογαριασμών είτε του ………., είτε της εναγόμενης, είτε τρίτου προσώπου, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η ενάγουσα κατά τα υπεξαιρεθέντα ως άνω ποσά, τα οποία στη συνέχεια αποδέχθηκε η εναγόμενη, εν γνώσει του προέδρου και νόμιμου εκπροσώπου αυτής, ως προϊόντων της προηγηθείσας υπεξαίρεσης. Με βάση τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προκύπτει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στις πράξεις και παραλείψεις των οργάνων και προστηθέντων υπαλλήλων της ενάγουσας και της ζημίας της τελευταίας, η οποία προκλήθηκε εξαιτίας της προηγηθείσας πράξης της υπεξαίρεσης εκ μέρους του νόμιμου εκπροσώπου της και η οποία ταυτίζεται με εκείνη που προκλήθηκε από τον ίδιο, αλλά υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου της εναγόμενης, εξαιτίας της αποδοχής των υπεξαιρεθέντων και της ενσωμάτωσης αυτών στην περιουσία της και της διάθεσής τους για την κάλυψη δικών της υποχρεώσεων προς τρίτους, πράξη στην οποία αυτός εξαρχής αποσκοπούσε – με την προηγηθείσα υπεξαίρεση – και με την οποία ολοκληρώθηκε η αδικοπρακτική του συμπεριφορά. Σύμφωνα δε με όσα προεκτέθηκαν, η συμπεριφορά του …….., υπό την διττή αυτού ιδιότητα και ειδικότερα ως εκπροσώπου της εναγόμενης, να αποδεχθεί τα υπεξαιρεθέντα από τον ίδιο με άλλη ιδιότητα, τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την ισόποση ζημία της ενάγουσας. Τούτο δε αρκεί για να θεμελιώσει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της συμπεριφοράς του ζημιωθέντος, αλλά και του ζημιώσαντος, εκπροσωπούμενων και των δύο από το ίδιο φυσικό πρόσωπο. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η προταθείσα ένσταση συνυπαιτιότητας, και να ορισθεί το βαρύνον την ενάγουσα ποσοστό αυτής, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αφού ληφθούν υπόψη, αφενός οι προαναφερόμενες περιστάσεις, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η επελθούσα ζημία της ενάγουσας, και αφετέρου ο προαναφερόμενος βαθμός πταίσματος των εμπλεκομένων μερών, συνιστάμενος σε δόλο του διευθύνοντος συμβούλου, προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διοικητή της ενάγουσας και σε βαριά αμέλεια των προστηθέντων υπαλλήλων αυτής, και σε δόλο του προέδρου και νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης, σε 60%, του υπολοίπου 40% καταλογιζόμενου στην εναγόμενη.

Συνοψίζοντας όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτές κατ’ ουσίαν η από 14.12.2010 έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, καθώς και η από 13.12.2010 έφεση και ο πρόσθετος λόγος αυτής, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 5019/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, για το ενιαίο του τίτλου εκτέλεσης, αναγκαίως δε και κατά τη συναρτώμενη με την όλη έκβαση της δίκης διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, αφού η δικαστική δαπάνη καθορίζεται εξ υπαρχής ενιαία για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της εξαφάνισης της απόφασης, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να απορριφθεί η πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγόμενης ως ουσιαστικά αβάσιμη, και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα, μετά από αφαίρεση του βαρύνοντος αυτή ποσοστού συνυπαιτιότητας: (1) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 08.12.1987, του ποσού των 120.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (300.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (2) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 16.12.1987, του ποσού των 240.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (600.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (3) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 29.01.1988, του ποσού των 606,80 δολαρίων Η.Π.Α. (1.517,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (4) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 12.07.1987, του ποσού των 32.00,00 δολαρίων Η.Π.Α. (80.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (5) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 15.03.1988, του ποσού των 40.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (100.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (6) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 14.06.1988, του ποσού των 200.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (500.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (7) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 01.07.1988, του ποσού των 60.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (150.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (8) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 16.08.1988, του ποσού των 26.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (65.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (9) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 24.12.1987, του ποσού των 40.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (100.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (10) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 14.12.1988, του ποσού των 100.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (250.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (11) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 16.08.1988, του ποσού των 96.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (240.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (12) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 16.08.1988, του ποσού των 60.000,00 ολλανδικών φιορινίων (150.000,00 ολλανδικά φιορίνια το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (13) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 11.08.1988, του ποσού των 93.400,00 δολαρίων Η.Π.Α. (233.500,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (14) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 11.08.1988, του ποσού των 60.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (150.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (15) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 17.12.1987, του ποσού των 8.624,40 γερμανικών μάρκων (21.561,00 γερμανικά μάρκα το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (16) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 15.09.1988, του ποσού των 29.495,20 και των 50.437,11 γερμανικών μάρκων (73.738,00 και 126.092,79 γερμανικά μάρκα το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (17) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 14.04.1988, του ποσού των 1.200,00 δολαρίων Η.Π.Α. (3.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (18) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 05.07.1988, του ποσού των 600.000,00 γερμανικών μάρκων (1.500.000,00 γερμανικά μάρκα το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (19) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 15.06.1988, του ποσού των 884,00 ελβετικών φράγκων (2.120,00 ελβετικά φράγκα το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (20) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 15.09.1988, του ποσού των 16.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (40.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (21) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 30.06.1988, του ποσού των 140.000,00 γερμανικών μάρκων (350.000,00 γερμανικά μάρκα το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (22) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 07.12.1987, του ποσού των 200.000,00 γερμανικών μάρκων (500.000,00 γερμανικά μάρκα το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (23) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 01.07.1988, του ποσού των 140.000,00 γερμανικών μάρκων (350.000,00 γερμανικά μάρκα το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (24) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 12.07.1988, του ποσού των 28.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (70.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (25) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 29.06.1988, του ποσού των 60.000,00 γερμανικών μάρκων (150.000,00 γερμανικά μάρκα το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (26) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 03.12.1987, του ποσού των 32.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (80.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), (27) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 01.08.1988, του ποσού των 60.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (150.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%) και (28) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 09.06.1988, του ποσού των 4.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (10.000,00 δολάρια Η.Π.Α. το ύψος της προκληθείσης στην ενάγουσα ζημίας Χ 40%), τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ όλων των διαδίκων της από 14.12.2010 έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής, καθώς και της από 13.12.2010 έφεσης και του πρόσθετου λόγου αυτής, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει εξ ολοκλήρου καταργημένες τις, με το δικόγραφο της από 16.11.1993 και με αριθμό κατάθεσης ………./1993 ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση ενωμένης με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, ανοιγείσες δίκες, πρωτοβάθμια και έκκλητη.

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 13.12.2010 έφεση και τον από 19.10.2021 πρόσθετο λόγο έφεσης του εκκαλούντος, καθώς και την από 14.12.2010 έφεση, τους από 12.01.2012 πρόσθετους λόγους έφεσης, τους από 18.04.2013 πρόσθετους λόγους έφεσης και τον από 12.10.2021 πρόσθετο λόγο έφεσης της εκκαλούσας, κατά της υπ’ αριθ. 5019/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την από 08.07.1992 και με αριθμό κατάθεσης ……../1992 αγωγή και την από 07.02.1994 και με αριθμό κατάθεσης ………./1994 πρόσθετη παρέμβαση.

Απορρίπτει την πρόσθετη παρέμβαση.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα: (1) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 08.12.1987, του ποσού των 120.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (2) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 16.12.1987, του ποσού των 240.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (3) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 29.01.1988, του ποσού των 606,80 δολαρίων Η.Π.Α., (4) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 12.07.1987, του ποσού των 32.00,00 δολαρίων Η.Π.Α., (5) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 15.03.1988, του ποσού των 40.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (6) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 14.06.1988, του ποσού των 200.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (7) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 01.07.1988, του ποσού των 60.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (8) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 16.08.1988, του ποσού των 26.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (9) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 24.12.1987, του ποσού των 40.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (10) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 14.12.1988, του ποσού των 100.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (11) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 16.08.1988, του ποσού των 96.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (12) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 16.08.1988, του ποσού των 60.000,00 ολλανδικών φιορινίων, (13) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 11.08.1988, του ποσού των 93.400,00 δολαρίων Η.Π.Α., (14) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 11.08.1988, του ποσού των 60.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (15) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 17.12.1987, του ποσού των 8.624,40 γερμανικών μάρκων, (16) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 15.09.1988, του ποσού των 29.495,20 και των 50.437,11 γερμανικών μάρκων, (17) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 14.04.1988, του ποσού των 1.200,00 δολαρίων Η.Π.Α., (18) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 05.07.1988, του ποσού των 600.000,00 γερμανικών μάρκων, (19) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 15.06.1988, του ποσού των 884,00 ελβετικών φράγκων, (20) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 15.09.1988, του ποσού των 16.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (21) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 30.06.1988, του ποσού των 140.000,00 γερμανικών μάρκων, (22) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 07.12.1987, του ποσού των 200.000,00 γερμανικών μάρκων, (23) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 01.07.1988, του ποσού των 140.000,00 γερμανικών μάρκων, (24) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 12.07.1988, του ποσού των 28.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (25) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 29.06.1988, του ποσού των 60.000,00 γερμανικών μάρκων, (26) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 03.12.1987, του ποσού των 32.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., (27) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 01.08.1988, του ποσού των 60.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. και (28) το ισάξιο σε ευρώ κατά την 09.06.1988, του ποσού των 4.000,00 δολαρίων Η.Π.Α., τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ όλων των διαδίκων της από 14.12.2010 έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής, καθώς και της από 13.12.2010 έφεσης και του πρόσθετου λόγου αυτής, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 16.3.2023 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 31.3.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ