Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 278/2023

Αριθμός     278/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Nαυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Μαρία Παπαδρογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:    1) Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……………» και τον διακριτικό τίτλο «…………..», που εδρεύει στην παραλία ……….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2) …………, 3) …………….. και 4) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Παναγιώτη Αρμαμέντο.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) ………… και 2) ……………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Δημήτριο Χριστόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.1.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) αγωγή,  επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 4072/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παράπεμψε την αγωγή στο Ναυτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως δικαστήριο αποκλειστικής δικαιοδοσίας και η υπ΄ αριθμ. 103/2022 απόφαση αυτού, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από 12.5.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………-………../2022) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και  ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η από 12.5.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2022 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 103/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 30.1.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2019 αγωγής έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση δικογράφου ενώπιον του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 2, 516 παρ. 1 και 517 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι οι εκκαλούντες επικαλούνται ότι η εκκαλουμένη απόφαση του επιδόθηκε στις 14.4.2022 (ημέρα Παρασκευή) η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε την αμέσως επόμενη εργάσιμη μέρα μετά τη λήξη της τριακονθήμερης προθεσμίας (στις 14.6.2022 ημέρα Σάββατο, το οποίο δεν είναι εργάσιμη μέρα για τα δικαστήρια προκειμένου να κατατεθεί ένδικο μέσο) (βλ. άρθρα 144 παρ. 1 και 145 παρ. 2 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Η έφεση μετά τον προσδιορισμό της στις 19.6.2023 κοινοποιήθηκε στους εφεσιβλήτους σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα μετ’επικλήσεως από τους εκκαλούντες με αριθμούς ……. και ……/23.6.2022 αποδεικτικά επίδοσης που επιδόθηκαν στη δεύτερη εφεσίβλητο σύνοικο του πρώτου εφεσίβλητου του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………….. Επομένως αλυσιτελώς οι παρισταμένοι δια πληρεξουσίου και δια δηλώσεως εφεσίβλητοι παραπονούνται ότι δεν έλαβε επίδοση της εφέσεως στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, ο οποίος και το πληροφορήθηκε μέσω της πύλης ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr, αφού η κατ’άρθρο 143 παρ. 3 του ΚΠολΔ επίδοση στον αντίκλητο είναι υποχρεωτική όταν δεν έχουν κληθεί οι εφεσίβλητοι. Επιπλέον στη συγκεκριμένη περίπτωση η συζήτηση έγινε με τη δικονομική παρουσία τους και τυχόν έλλειψη κλητεύσεως καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση, μόνο εφόσον αποδειχθεί δικονομική βλάβη που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο. Δεν υφίσταται τέτοια βλάβη, εάν οι εφεσίβλητοι παρέστησαν προσηκόντως κατά τη συζήτηση της έφεσης και αντέτεξαν πλήρως τα επιχειρήματά τους  (ΑΠ 48/2023 δημ. νόμος). Τέλος οι εφεσίβλητοι δεν επικαλούνται ούτε αποδεικνύουν ότι δηλώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο η ηλεκτρονική διεύθυνση του πληρεξουσίου τους ώστε να κληθεί αυτός εκ περισσού και ηλεκτρονικά σύμφωνα με τις διατάξεις 119 και 122α αρ. 7 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ………../2022 ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Πρέπει επομένως η κρινόμενη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή τους οι ενάγοντες εξέθεταν ότι ο πρώτος από αυτούς, κύριος ενός ξύλινου θαλάσσιου σκάφους (τύπου τρεχαντήρι) με το όνομα «Τ/Ρ – Α/Ψ Ν» ΝΠ …….., κατήρτισε στις 04.05.2018 στη Νέα Πέραμο Αττικής με τους εναγομένους σύμβαση,- δυνάμει της οποίας οι εναγόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση με δικά τους υλικά και προσωπικό να επισκευάσουν το σκάφος εκτελώντας εντός τριάντα ημερών τις ειδικότερες εργασίες της υδροβολής γάστρας, τρίψιμου – βάψιμου μουραβίων δύο χέρια, καθαρισμού αξόνων – προπέλας, αφαίρεσης βερνικιού και επαναβαφής με υλικό πολυορεθανικό, επιδιόρθωσης κουπαστών, πλώρης, πρύμνης, εξωτερικών βαφών, επιδιόρθωσης βαρδαριών και μαπών και ματιου αντί του συνολικού τιμήματος των 6.250 ευρω. Ότι το εργολαβικό τίμημα καταβλήθηκε τμηματικά κατά την πρόοδο των εργασιών και εξοφλήθηκε στις 22.06.2018 και το σκάφος τελικώς παραδόθηκε στον πρώτο των εναγόντων στο Ναυπηγείο Περάμου στις 22.06.2018 με τη διαβεβαίωση ότι ήταν έτοιμο και ασφαλές προς πλεύση, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν ήταν αξιόπλοο, γεγονός που γνώριζαν οι εναγόμενοι, αλλά δολίως απέκρυψαν από τον πρώτο των εναγόντων. Ότι το ελάττωμα αυτό του σκάφους διαπιστώθηκε άμεσα από τον πρώτο των εναγόντων, όταν με την καθέλκυση του σκάφους αυτός διαπίστωσε την εισροή μικρής ποσότητας ύδατος, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε τον τρίτο των εναγομένων, ο οποίος με τη σειρά του ειδοποίησε τον δεύτερο των εναγομένων. Ότι αμφότεροι οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων μολονότι διαβεβαίωσαν τον πρώτο των εναγόντων ότι η εισροή αυτή δεν αποτελούσε εστία κινδύνου, αλλά ότι ήταν η φυσική αντίδραση του ξύλινου σκάφους όταν μετά από καιρό καθελκύεται, μέσω προστηθέντος υπαλλήλου τους, χωρίς να ενημερώσουν τον πρώτο των εναγόντων, επεχείρησαν πρόχειρη επιδιόρθωση του ελαττώματος επιρρίπτοντας πριονίδι στα εσωτερικά τμήματα του σκάφους, από ία οποία φαινόταν να προέρχεται η εισροή, στη συνέχεια δε διαβεβαίωσαν εκ νέου τον ιδιοκτήτη ότι το σκάφος ήταν στεγανό και κατάλληλο προς πλεύση. Ότι κατόπιν τούτων, οι ενάγοντες επιβιβάσθηκαν στο σκάφος με προορισμό την Αρχαία Επίδαυρο, πλην όμως, κατόπιν ολιγόλεπτης πλεύσης στο σκάφος εισέρευσαν εκ νέου μεγάλες ποσότητες υδάτων, οι οποίες καθιστούσαν – σε συνδυασμό με τους ανέμους 3-4 μποφόρ που έπνεαν στην περιοχή – βέβαιη τη βύθισή του με κίνδυνο της ζωής των επιβαινόντων εναγόντων. Ότι ο πρώτος των εναγόντων κάλεσε βοήθεια και το πλοίο τελικώς ρυμουλκήθηκε στο λιμάνι του Περάματος. Ότι το ναυάγιο του πλοίου οφείλονταν στην ελαττωματική εκτέλεση της επισκευής του, που είχε ανατεθεί από τον πρώτο των εναγόντων στους εναγομένους, οι οποίοι ενεργώντας αντίθετα με τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης τους διατήρησαν το σκάφος κατά τη διάρκεια της επισκευής του εκτός θαλάσσης για χρόνο ανώτερο των 15 ημερών, με αποτέλεσμα να στεγνώσουν τα ξύλα που έρχονται σε επαφή με τη θάλασσα, να συρρικνωθεί ο όγκος τους και να δημιουργηθούν κενά μεταξύ των ξύλινων μαδεριών του, παραλείποντας στη συνέχεια να αποκαταστήσουν τα κενά αυτά και να το παραδώσουν αξιόπλοο και στεγανό, όπως το είχαν παραλάβει. Ότι η απατηλή αυτή συμπεριφορά των εναγομένων συνεχίστηκε και μετά την παράδοση του έργου, όταν μολονότι διαπιστώθηκε η πρώτη μικρή εισροή υδάτων, παραπειστικά διαβεβαίωσαν τον πρώτο των εναγόντων ότι το σκάφος είναι αξιόπλοο καλύπτοντας πρόχειρα τα μεταξύ του σκελετού του σκάφους ξύλινα διάκενα με πριονίδι και επέτρεψαν στους ενάγοντες να επιβιβαστούν στο σκάφος και να θέσουν αυτό σε πλεύση σε ανοιχτή θάλασσα, μολονότι γνώριζαν τον κίνδυνο που ελόχευε για τη ζωή τους από τη βύθισή του. Ότι από την ελαττωματική κατασκευή του έργου και την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων ο πρώτος των εναγόντων υπέστη θετική ζημία συνολικού ποσού 30.900 ευρώ συνιστάμενη στο ποσό των 24.140,20 ευρώ, που απαιτείται για την αποκατάσταση των βλαβών που υπέστη το σκάφος λόγω της εισροής υδάτων, όπως οι εργασίες αποκατάστασης αναλυτικώς αποτυπώνονται κατά είδος και τίμημα στην αγωγή και στο ποσό του εργολαβικού τιμήματος των 6.250 ευρώ, που κατέβαλε ο πρώτος των εναγόντων στους εναγομένους για την εκτέλεση του ελαττωματικού έργου, ενώ καθένας από τους ενάγοντες υπέστη λόγω της ταλαιπωρίας, του άγχους και της στενοχώριας που δοκίμασε από τον κίνδυνο του ναυαγίου ηθική βλάβη, η χρηματική ικανοποίηση της οποίας προσδιορίζεται από έκαστο των εναγόντων στο ποσό των 75.000 ευρώ. Ακολούθως αιτήθηκαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών στον πρώτο των εναγόντων το ποσό των 30.390 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία του και σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 75.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, νομιμοτόκως τα ανωτέρω ποσά από 22.06.2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 4072/2019 μη τελειωτική απόφαση του έκρινε ότι είναι υλικά αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο ναυτικό τμήμα του ίδιου Δικαστηρίου. Ακολούθως το Μονομελές Πρωτοδικείου του τμήματος ναυτικών διαφορών Πειραιώς έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 70,71,297,298,299,330,346,481 επ., 681 επ., 690, 922 και 932 ΑΚ. Απέρριψε ως νομικά αβάσιμο  ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και έκρινε νόμιμους ισχυρισμούς περί ανεπιφύλακτης παραλαβής του έργου (άρθρο 692 του ΑΚ) και περί συνυπαιτιότητας κατά ποσοστό 95% (άρθρο 300 ΑΚ). Στη συνέχεια αφού απέρριψε κατ’ουσίαν τις προαναφερόμενες ενστάσεις των εναγομένων δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή αναγνωρίζοντας ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 24.140 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής του ζημίας, και σε καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης, εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεση τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που συνίστανται σε κακή εφαρμογή νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνιση της και τη συνολική απόρριψη της αγωγής.

Από τα άρθρα 298, 330, 681, 688 και 690 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Με τη σύμβαση έργου μεταξύ εργολάβου και κυρίου του έργου, ο μεν εργολάβος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, ο δε κύριος του έργου (εργοδότης) να του καταβάλει την εργολαβική αμοιβή. Σε περίπτωση δε που μετά την εκτέλεση του έργου, τούτο από υπαιτιότητα (δόλος ή αμέλεια) του εργολάβου έχει πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη των ιδιοτήτων, που είχαν συμφωνηθεί, γεννιέται για τον κύριο του έργου (εργοδότη) κατά του εργολάβου, απαίτηση αποζημιώσεως κάθε ζημίας, που προέρχεται εξ αιτίας του ελαττώματος ή της έλλειψης της συμφωνηθείσης ιδιότητας. Την υπαιτιότητα δεν υποχρεούται να αποδείξει ο ενάγων εργοδότης αλλά να αποκρούσει ο εναγόμενος εργολάβος επικαλούμενος έλλειψη υπαιτιότητας του προς απαλλαγή του. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 692 ΑΚ μετά την έγκριση του έργου από τον εργοδότη ο εργολάβος απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη για τις ελλείψεις του, εκτός αν αυτές δεν μπορούσαν να διαπιστωθούν με κανονική εξέταση, όταν έγινε η παραλαβή του έργου ή αν ο εργολάβος τις απέκρυψε με δόλο. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η έγκριση προϋποθέτει πραγματική παράδοση του έργου, μπορεί δε να είναι ρητή, με την έννοια ότι ο εργοδότης δήλωσε ότι το έργο εκτελέστηκε σύμφωνα με τους όρους και τις προδιαγραφές της εργολαβικής σύμβασης που κατάρτισε με τον εργολάβο, ή σιωπηρή, που μπορεί να συναχθεί από την ανεπιφύλακτη ή χωρίς διαμαρτυρία παραλαβή του έργου από τον εργοδότη. Ως κανονική εξέταση νοείται εκείνη που γίνεται είτε από τον ίδιο τον εργοδότη (ή τον αντιπρόσωπο του ή τρίτον ορισθέντα από τον εργοδότη) είτε από ειδικό που έχει τις αναγκαίες για το εκτελεσθέν έργο γνώσεις, όταν, ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, εκτιμώμενες κατά την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, πρόκειται για ελλείψεις, που δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές από οποιονδήποτε. Παρά την έγκριση του εργοδότη, ο εργολάβος ευθύνεται για τις ελλείψεις του έργου, αν αυτές δεν μπορούσαν να διαγνωσθούν με την παραπάνω εξέταση αυτού κατά την παραλαβή του και μάλιστα είτε έγινε η «κανονική» εξέταση είτε όχι. (ΑΠ 446/2012, Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1434/2007, ΕΑ 5723/2006, ΕΑ 7466/2007 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω στον ΑΚ γίνεται διάκριση μεταξύ ουσιωδών και επουσιωδών ελαττωμάτων (688, 689). Ουσιώδη είναι, σύμφωνα ορισμό του άρθρου 689, εκείνα τα ελαττώματα που καθιστούν το έργο άχρηστο, δηλαδή αναιρούν πλήρως τη χρησιμότητά του με κριτήριο βέβαια καταρχήν τη συνηθισμένη χρήση του ή αυτή προϋπετέθη κατά τη σύμβαση. Μόνο αν υπάρχουν τέτοια ελαττώματα παρέχεται στον εργοδότη και το δικαίωμα της αναστροφής (689) τα υπόλοιπα ελαττώματα, που δεν καθιστούν το έργο άχρηστο απλώς μ ε ι ώ ν ο υ ν -αδιάφορο αν ουσιωδώς ή επουσιωδώς – την αξία ή την καταλληλότητά του, είναι κατά την έννοια – επουσιώδη και χορηγούνται γι’ αυτά μόνο τα δικαίωμα  διόρθωσης και της μείωσης της αμοιβής ( 688). Ενώ στην πώληση όλες οι αγορανομικές αγωγές παρέχονται αδιάκριτα στην εργολαβία τα ελαττώματα που δεν αναιρούν πλήρως αλλά απλώς μειώνουν και ουσιωδώς την αξία ή χρησιμότητα της παροχής κατατάσσονται στη σύμβαση έργου την κατηγορία των επουσιωδων (Δεληγιάννη Κορνηλάκη Συμβαση έργου Θεσ/νικη 1992, 197). Εξάλλου η αθέτηση της συμβάσεως καθ` εαυτήν δεν συνιστά αδικοπραξία (ΑΠ 1501/05 ΝΟΜΟΣ). Βέβαια αποτελεί πράξη παράνομη, όμως οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της συμβάσεως κλπ). Μερικές φορές είναι δυνατό ένα και το ίδιο βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθετήσεως της συμβάσεως, όσο και της αδικοπραξίας (π. χ. ο εργολάβος καταστρέφει από αμέλεια την ύλη που του χορηγεί ο εργοδότης). Στην περίπτωση αυτή το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Πρόκειται για συρροή δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης ή κατ` άλλη άποψη για μία αξίωση αποζημιώσεως πολλαπλώς θεμελιούμενη (ΕφΑθ 1324/93 ΕλΔ 37/1672. Βλ. και ΕφΑθ 108/98 ΕλΔ 39/1682, ΕφΑθ 5146/98 ΕλΔ 40/1192). Ετσι, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέραν από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίξει και τέτοια για αδικοπραξία, εάν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το δίκαιο, κατ` άρθ. 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον (ΟλΑΠ 967/73 ΝοΒ 22/505, ΑΠ 47/96 ΕλΔ 37/1316, ΑΠ 1268/94 ΕλΔ 37/1361). Οταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο προς την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΑΠ 212/00 ΕλΔ 41/756). Ετσι, στην περίπτωση αυτή οι έννομες συνέπειες ρυθμίζονται από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της ενοχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση) και όχι από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (ΕφΠειρ 589/2013 δημ. νόμος). Τέλος η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Και με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106 ΚΠολΔ γενική αρχή τα διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ. Έτσι, στην περίπτωση που ο διάδικος ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς ανάγκη να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, κάποιος λόγος της έφεσης. Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 579/2018 πρβλ ΑΠ 6/2017, ΑΠ 343/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα επικαλούμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά μπορούσαν να υπαχθούν μόνο στα διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης καθώς όπως προαναφέρθηκε η αθέτηση της συμβάσεως καθ` εαυτήν δεν συνιστά αδικοπραξία και ειδικότερα όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο προς την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας διότι στην περίπτωση αυτή οι έννομες συνέπειες ρυθμίζονται από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της ενοχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση) και όχι από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι υπάρχει συρροή αξιώσεων και επιδίκασε κατ’εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 914, 922, και 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στους εφεσίβλητους ενάγοντες εσφαλμένως εφήρμοσε το νόμο και συνεπώς κατ’αυτεπάγγελτη κρίση και κατά παραδοχή του σχετικού τέταρτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο αυτό η εκκαλουμένη απόφαση και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να δικάσει την υπόθεση ως προς το κεφάλαιο αυτό (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και να απορρίψει ως νομικά αβάσιμη την αγωγή κατά το μέρος αυτό και συνολικά ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.

Από την επανεκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, τη με αριθμό ……/2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς του συνταξιούχου και κάτοικου Πειραιώς …………. που λήφθηκε κατά τις διατυπώσεις των άρθρων 422επ.  του ΚΠολΔ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τις με αριθμό ……………./2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιµελητή ………………., τις με αριθμό …………../2019 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς του συντηρητή επαγγελματικών σκαφών αναψυχής και κατοίκου Παιανίας ………….., της συζύγου του δευτέρου εκκαλούντος και του ανιψιού των δευτέρου και τρίτου των εκκαλούντων που επίσης λήφθηκαν νομότυπα και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τις με αριθμό …….. και ……../2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………. από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόµιµα επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι, και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα  υπόψη διδάγματα της  κοινής πείρας και του κανόνες της λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) απoδεικvύoνται- κατά την κρίση του δικαστηρίου – τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: ο πρώτος εφεσίβλητος ενάγων έχει από το έτος 2015 την κυριότητα ενός ξύλινου σκάφους τύπου τρεχαντήρι, με το όνομα «Ν», με αριθμό Νηολογίου Πειραιά …….., που ναυπηγήθηκε το 1992 και φέρει μία μηχανή τύπου ΜΕΚ PERKINS Μ 135, 120 ΒΗΡ ίππων. Ο πρώτος εφεσίβλητος ανακαίνισε το χρόνο της αγοράς το τρεχαντήρι και το χρησιμοποιούσε για πλόες αναψυχής. Την 4.5.2018 κατάρτισε με τους δεύτερο και τρίτο των εκκαλούντων ομορρύθμους εταίρους της πρώτης εκκαλούσας σύμβαση έργου με αντικείμενο εργασίες συντήρησης στο προαναφερόμενο σκάφος έναντι εργολαβικού ανταλλάγματος ύψους 6.250 ευρώ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την, από 04.05.2018, έγγραφη προσφορά του ναυπηγείου στην οποία δεν περιλαμβάνεται ο ΦΠΑ, την οποία αποδέχθηκε ο πρώτος εφεσίβλητος, το ναυπηγείο της πρώτης εκκαλούσας ομόρρυθμης εταιρίας ανέλαβε την ανέλκυση-καθέλκυση (300 ευρώ), την υδροβολή γάστρας (50 ευρώ), το τρίψιμο βάψιμο μοράβια δύο χέρια + primer με υλικά (650 ευρώ), το καθάρισμα αξόνων – προπέλα (50 ευρώ), την αφαίρεση βερνικιού και ετιαναβαφή με υλικό πολυορεθανικό των κουπαστών – πλώρη – πρύμνη- μπαμπαδάκια (3.000 ευρώ), τις εξωτερικές βαφές (με το υλικό να επιβαρύνει τον πελάτη) (1.200 ευρώ), τις εργασίες στα βαρδάρια και μάπες (υλικό-εργασία) (1.000 ευρώ), την τοποθέτηση ματιού (υλικό – εργασία) με την προϋπόθεση ότι κάνει για τρεχαντήρι – εργασία που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε και ως χρόνος αποπεράτωσης του έργου συμφωνήθηκε κατ’ ελάχιστον διάστημα 30 ημερών. Το σκάφος μέχρι τότε δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ πρόβλημα εισροής νερού στο εσωτερικό του. Στις 22.6.2018 ο πρώτος εφεσίβλητος αφού εξόφλησε το παραπάνω ποσό παρέλαβε από τις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της πρώτης εκκαλούσας το σκάφος, ενώ στην καθέλκυση του ήταν παρόντες οι δεύτερος και τρίτος των εκκαλούντων και ο ενόρκως βεβαιώσας ………………, και με τη βοήθεια των εκκαλούντων το “έριξε” στη θάλασσα προκειμένου αυτός (ο πρώτος εφεσίβλητος) να ταξιδέψει προς την Αρχαία Επίδαυρο μαζί με τη σύζυγο του. Επειδή με την καθέλκυση παρατηρήθηκε μικρή εισροή νερού οι εκκαλούντες χρησιμοποίησαν νάυλον σακούλες με πριονίδι και συγκεκριμένα έβαλαν βοηθό τους να δέσει μία από τις σακούλες με το πριονίδι σ’ ένα κοντάρι και να. κουνάει αυτός τη γεμισμένη με το πριονίδι νάυλον σακούλα περιμετρικά γύρω – γύρω και στα σημεία όπου το τρεχαντήρι ήταν εκτός θαλασσινού νερού προκειμένου να το στεγανοποιήσουν. Οι προστηθέντες της εργολήπτριας ομορρύθμου εταιρίας δεύτερος και τρίτος των εναγομένων μετά από αυτό αφού συνέστησαν στον ενάγοντα να θέσει σε λειτουργία τις αντλίες του σκάφους προκειμένου να γίνει απάντληση υδάτων που υπήρχαν εντός αυτού, διαβεβαίωσαν τον πρώτο εφεσίβλητο ότι τα πριονίδια είναι μία ασφαλής μέθοδος για να επιταχυνθεί η σύσφιξη των αρμών του σκάφους ώστε να βουλώσουν τα κενά που υπάρχουν στις σχισμές των ξύλινων μαδεριών του σκάφους και στη συνέχεια του σύστησαν ανεπιφύλακτα να ταξιδέψει προς την Αρχαία Επίδαυρο βεβαιώνοντας τον ότι το σκάφος ήταν έτοιμο και ασφαλές προς απόπλου. Ωστόσο, μετά την πάροδο δύο ωρών περίπου από την αναχώρηση του ο πρώτος εφεσίβλητος αντιλήφθηκε εισροή υδάτων στα στεγανά του σκάφους και στις σεντίνες του μηχανοστασίου. Επειδή προσπάθησε να τα αποβάλει και αυτό δεν κατέστη δυνατό και επειδή νύχτωνε και επικρατούσε έντονος κυματισμός κάλεσε σε βοήθεια μέσω VHF, καθώς το σκάφος έμεινε ακυβέρνητο λόγω των υδάτων που εισέρευσαν στη μηχανή του. Κατέπλευσε στο σημείο ανοιχτά της νήσου Κυράς Σαρωνικού σκάφος της Λιμενικής Αρχής Αρχαίας Επιδαύρου, το οποίο είχε ενημερωθεί από τον Θάλαμο Επιχειρήσεων και τους περισυνέλλεξε ενώ μετέβησαν στο σημείο που βρισκόταν το ακυβέρνητο σκάφος σκάφος του λιμεναρχείου Αίγινα και δύο σκάφη για παροχή επιθαλάσσια αρωγής, δηλαδή την απάντληση των υδάτων και τη ρυμούλκηση του τρεχαντηριού στη μαρίνα της Αίγινας στις 4.40 τα ξημερώματα της 23.6.2018, όπου ακολούθως μεταφέρθηκε σε ναυπηγείο της περιοχής. Ακολούθως λόγω της ανάγκης προμήθειας ανταλλακτικών αναγκαίων για την αποκατάσταση των βλαβών στο τρεχαντήρι λόγω της εισροής υδάτων και τη διενέργεια εκ νέου ναυπηγικών εργασιών ο πρώτος εφεσίβλητος υπέστη θετική περιουσιακή ζημία ύψους 24.100 ευρώ, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, δεδομένου ότι το κεφάλαιο αυτό (αγωγικό κονδύλι αποκαστάστασης βλαβών) δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης.  Από τα παραπάνω σε συνδυασμό με τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας αποδεικνύεται ότι η εργολήπτρια πρώτη εκκαλούσα παρέδωσε το έργο στον πρώτο εφεσίβλητο με έλλειψη, η οποία συνίσταται στην ελλιπή στεγανότητα του σκάφους που ανάγεται σε υπαιτιότητα (αμέλεια) των προστηθέντων της, δεύτερου και τρίτου των εναγομένων και λοιπών εργαζομένων που απασχολήθηκαν στο έργο. Βέβαια σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από τους εκκαλούντες τεχνικές εκθέσεις από την προσφορά του ναυπηγείου που προαναφέρθηκε δεν προέκυψαν εργασίες στο εξωτερικό περίβλημα του σκάφους οι οποίες να επηρεάζουν τη στεγανότητα του σκάφους. Εξάλλου το μηχάνημα υδροβολής που διαθέτει το ναυπηγείο είναι χαμηλής πίεσης νερού δηλαδή 200 bar και επομένως ο χρήστης της υδροβολής έχει εικόνα του καθαρισμού της επιφάνειας και δεν επιμένει τοπικά για να καταστρέψει υγιές σύστημα βαφής ιδιαίτερα στα ξύλινα σκάφη. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η πολυήμερη παραμονή ξύλινου σκάφους εκτός της θάλασσας, δηλαδή τουλάχιστον από τις 4.5.2018 έως τις 22.6.2018 και μάλιστα σε εποχή που η θερμοκρασία περιβάλλοντος είναι αυξημένη έχει ως αποτέλεσμα (σε συνάρτηση με τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά του σκάφους) τα μαδέρια να ανοίγουν λόγω της συστολής της ξυλείας (εκ της ελλείψεως ύδατος) και στις μεταξύ τους ενώσεις να δημιουργούνται κενά, εφόσον δεν λαμβάνεται μέριμνα για συχνό βρέξιμο του σκάφους κατά την παραμονή του στην ξηρά. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση η εργολήπτρια αφενός θα έπρεπε να ολοκληρώσει τις εργασίες σε χρονικό διάστημα συντομότερη του διμήνου (κατά την προσκομιζόμενη τεχνική έκθεση δεν υφίσταται αυστηρός μέγιστος χρόνος 10ήμερης παραμονής στη στεριά), και στη συνέχεια να συστήσει την παραμονή του πλοίου σε ήρεμη θάλασσα μέχρι να διασταλούν τα μαδέρια και όχι να συναινέσει στον άμεσο απόπλου του σκάφους, το οποίο μέχρι τότε, όπως προαναφέρθηκε δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα στεγανοποίησης. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό πρώτο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τον πρώτο εφεσίβλητο δεν βαραίνει συνυπαιτιότητα όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με το δεύτερο λόγο εφέσεως καθώς ήταν η πρώτη φορά που μετά την ανακαίνιση του σκάφους παρέδωσε αυτό για ναυπηγικές εργασίες και δεν όφειλε να γνωρίζει το λόγο εμφάνισης αρμών μεταξύ των ξύλινων μαδεριών αλλά αντίθετα η πρώτη εκκαλούσα ομόρρυθμη εταιρία με αντικείμενο τις ναυπηγήσεις όφειλε δια των προστηθέντων της δεύτερο και τρίτο των εκκαλούντων να ολοκληρώσει τις εργασίες στο ξύλινο σκάφος σύμφωνα με την παραδοσιακή ναυπηγική τέχνη και να το παραδώσει προς πλουν μετά τη διαστολή των ξύλινων μαδεριών από το θαλάσσιο υγρό, δηλαδή το λεγόμενο “στανιάρισμα”, καθώς σύμφωνα με την τεχνική έκθεση που οι ίδιοι οι εκκαλούντες προσκομίζουν ακόμη και οι αποκολλήσεις στεγανοποιητικών είναι ορατές με γυμνό μάτι και επιδιορθώνονται πριν τη διενέργεια της τελικής στρώσης επαναβαφής του σκάφους. Το γεγονός ότι οι προστηθέντες της πρώτης εκκαλούσας ανέφεραν αορίστως στον πρώτο εφεσίβλητο ότι θα χρειαστεί αντλία για την απάντληση υδάτων δεν αίρει την υπαιτιότητα τους ως προς την ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής διότι αυτοί παρέδωσαν αμέσως μετά τις ναυπηγικές εργασίες το σκάφος προς πλουν, διαβεβαιώνοντας τον μάλιστα σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του αυτόπτη …………………. ότι ήταν ασφαλές να διασχίσει το Σαρωνικό μέχρι τη Νέα Επίδαυρο. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι τον πρώτο εφεσίβλητο δεν βαρύνει συνυπαιτιότητα στην επέλευση της ζημίας του ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς ο δεύτερος λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ομοίως δεν έχει βασιμότητα ο ισχυρισμός τους περί ανεπιφύλακτης παραλαβής του έργου (άρθρο 692 του ΑΚ) εκ μέρους του πρώτου εφεσιβλήτου, καθώς η μη στεγανοποίηση του σκάφους κατά τους κανόνες της παραδοσιακής ναυπήγησης συνιστά έλλειψη του έργου που αποκαλύφθηκε στη συνέχεια και η οποία κατά τη συναλλακτική καλή πίστη δεν ήταν δυνατόν να γίνει αντιληπτή εκ των προτέρων από άτομο που δεν διαθέτει τις αναγκαίες ειδικές γνώσεις για την εξέταση του έργου, και επομένως ο πρώτος εφεσίβλητος αφενός δεν είχε την υποχρέωση κατά την καλή πiστη και τη συναλλακτική πρακτική, να ορίσει ναυπηγό για την επιθεώρηση του σκάφους του οποίου μόλις είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες συντήρησης στο ναυπηγείο της πρώτης εκκαλούσας, αφετέρου δεν είχε τις αναγκαίες ειδικές γνώσεις για την εξέταση της στεγανοποίησης του σκάφους. Να σημειωθεί ότι η έλλειψη στεγανοποίησης δεν είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση συμφωνηθείσα ιδιότητα, αλλά πραγματικό ελάττωμα που αναιρεί τη χρησιμότητα του σκάφους. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ο πρώτος εφεσίβλητος δεν παρέλαβε ανεπιφύλακτα το έργο και απορρίπτοντας το σχετικό ισχυρισμό των εναγομένων περί του αντιθέτου, ορθά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό τρίτο λόγο έφεσης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και αφού δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος έφεσης πρέπει να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο του τίτλου η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η 30.1.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2019 αγωγή ως προς τη δεύτερη ενάγουσα και γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η 30.1.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2019 αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα. Ακολούθως πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι σε αυτή οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 24.140 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ). Να σημειωθεί ότι η εις ολόκληρον ευθύνη της τέταρτης εναγομένης ομορρύθμου εταίρου που αποχώρησε στις 18.2.2022 από την πρώτη ομόρρυθμη εταιρία σύμφωνα με το προσκομιζόμενο ε σχετικό, προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 249 και 269 του ν. 4072/2012 δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκε ο σχετικός από τις διατάξεις των άρθρων 289 και 291 του ισχύοντος κατά το χρόνο της δημοσίευσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ΚΙΝΔ περί ενιαύσιας παραγραφής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσία θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4842/2021 (φεκ α 190) και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4871/2021 φεκ α 246/10.12.2021 στο οποίο “Το δικαστήριο μπορεί επίσης να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος των εξόδων, εάν, κατ` εκτίμηση των περιστάσεων, υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης.» και αυτή η διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 1β του ν. 4842/2021 ισχύει από την 1η.1.2022, και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις και αφορά τα έξοδα της παρούσας δίκης, ή και αυτά της πρωτοβάθμιας δίκης αν εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση. Τέλος το με αριθμό ………./2022 ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως ποσού 100 ευρώ, πρέπει αφού το ένδικο μέσο κατά ένα μέρος έγινε δεκτό στην ουσία του να αποδοθεί στους εκκαλούντες που το κατέβαλαν κατά την άσκηση της, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 12.5.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2022 έφεση κατά της με αριθμό 103/2022 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 30.1.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2019 αγωγής

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ΄ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την απόδοση στους εκκαλούντες του με αριθμό …………./2022 ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως ποσού 100 ευρώ που αυτοί κατέβαλαν κατά την άσκηση της εφέσεως

Εξαφανίζει την με αριθμό 103/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση επί της 30.1.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2019 αγωγής

Απορρίπτει την αγωγή ως προς τη δεύτερη ενάγουσα και ό,τι άλλο έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται κατά ένα μέρος τη με αριθμό ……………./2019 αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι οφείλουν εις ολόκληρον να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα  το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εκατόν σαράντα ευρώ (24.140) με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 18 Μαΐου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ