Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 279/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός 279/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Στέφανο Λύρα και Ανδρέα Γούναρη, με δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «………..» (δ.τ. «……….»), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………..           

Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «……….» (δ.τ. «……….»), που εδρεύει στην ……. Αττικής, οδός …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «………», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………           

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:          ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Στέφανο Λύρα και Ανδρέα Γούναρη, με δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Ο εκκαλών στην Α έφεση – εφεσίβλητος στη Β έφεση άσκησε την από 2-6-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../15-6-2020 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εφεσίβλητης στην Α έφεση – εκκαλούσας στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, κατά την παραπάνω διαδικασία, η με αριθ. 155/2022 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της τελευταίας ως άνω απόφασης παραπονούνται: α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 11-2-2022 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../23-3-2022 έφεσή του (υπό στοιχείο Α) και β) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη από 7-12-2022 και με ΓΑΚ ….. και ΑΚ …../7-12-2022 έφεσή της (υπό στοιχείο Β), οι οποίες, με τις υπ’ αριθ. …../23-3-2022 και ………./7-12-2022 πράξεις, αντιστοίχως, ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 11-2-2022 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ …./23-3-2022 έφεση του ……….. κατά της εταιρίας «……….» (δ.τ. «……..») και β) από 7-12-2022 και με ΓΑΚ ……. και ΕΑΚ ……./7-12-2022 έφεση της ανωτέρω εφεσίβλητης εταιρίας κατά του ανωτέρω εκκαλούντος, οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 155/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 2-6-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……./15-6-2020 αγωγής του εκκαλούντος στην Α έφεση, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

2. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών στην Α έφεση / εφεσίβλητος στη Β’ έφεση με την προαναφερθείσα αγωγή του, όπως παραδεκτά διορθώθηκε το δικόγραφό της με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πριν από την έναρξη της συζήτησης, η οποία (δήλωση) περιέχεται και στις πρωτόδικες προτάσεις του, εξέθεσε ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας, απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 9-11-2011 έως 12-2-2019 με την ειδικότητα του ναύτη σε Ε/Γ-Ο/Γ πλοία πλοιοκτησίας της εταιρίας «……», που αποτελεί μέλος του ομίλου συμμετοχών «……..». Ότι στη συνέχεια, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ναυτολογήθηκε εκ νέου και απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 14-2-2019 έως 9-11-2019 με την ειδικότητα είτε του ναύτη είτε του υποναύκληρου στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο με την ονομασία «ΝΡ», πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρίας, η οποία ήταν μέλος του ως άνω ομίλου συμμετοχών. Ότι στις 9-11-2019 καταγγέλθηκε η τελευταία άνω σύμβαση ναυτικής εργασίας του λόγω διακοπής των δρομολογίων του άνω πλοίου για ετήσια επιθεώρηση, χωρίς να επαναπροσληφθεί εντός της προθεσμίας των 60 ημερών από τη διακοπή των δρομολογίων. Ότι μάλιστα η εναγόμενη εξωτερίκευσε στις 24-1-2020 τη βούλησή της να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας του και του κατέβαλε αποζημίωση απόλυσης ποσού 2.796,63 ευρώ. Ότι η τελευταία αυτή απόλυσή του είναι παράνομη, διότι αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 26, 27 και 28 του ν. 330/1976 που αφορούν την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών, καθόσον έλαβε χώρα κατά το χρόνο που ήταν πρόεδρος του πρωτοβάθμιου σωματείου με την επωνυμία «……….», γεγονός το οποίο γνώριζε η εναγόμενη, χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος από τους αναφερόμενους στο άρθρο 2 του ν. 1803/1951 και παρά την προηγηθείσα ευδόκιμη υπηρεσία του σε πλοία του στόλου της αλλά και άλλων ναυτικών εταιριών που επίσης ανήκουν στον άνω όμιλο. Ότι σε κάθε περίπτωση, η απόλυσή του είναι άκυρη και ως καταχρηστική, διότι οφείλεται σε ταπεινά αίτια και δη σε εμπάθεια της εναγόμενης και σε θέλησή της να τον τιμωρήσει λόγω της συνδικαλιστικής του ιδιότητας και δράσης ως προέδρου του ως άνω σωματείου, ιδιότητα υπό την οποία κατήγγειλε, με σχετική από 19-11-2019 επιστολή του άνω σωματείου προς τη Διεύθυνση Ναυτικής Εργασίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, τις άσχημες εργασιακές συνθήκες που επικρατούσαν στα Ε/Γ-Ο/Γ πλοία Δ, BCI και MS του άνω ομίλου που ανήκε και η εναγόμενη. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματος σε εν μέρει αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και στις πρωτόδικες προτάσεις της, ζήτησε: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της τελευταίας από 24-1-2020 καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας του, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται την εργασία του υπό την ειδικότητα του υποναύκληρου, σύμφωνα με τις αποδοχές που προβλέπονται στην οικεία ΣΣΝΕ, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει ως αποδοχές υπερημερίας για τους μήνες Ιανουάριο έως και Απρίλιο του έτους 2020 το ποσό των 16.271,72 ευρώ, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει για τους υπόλοιπους μήνες (Μάιο έως και Νοέμβριο 2020) ως αποδοχές υπερημερίας το ποσό των 28.475,51 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας ημέρας του μήνα που αφορά κάθε μισθολογική αξίωση, άλλως δε από την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση, δ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης από την απόλυσή του υπό συνθήκες που πρόσβαλαν παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά του και την επαγγελματική του υπόληψη και δραστηριότητα, το ποσό των 20.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ε) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, στ) να απαγγελθεί σε βάρος της εναγόμενης χρηματική ποινή ποσού 100,00 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης με την απόφαση που θα εκδοθεί σχετικά με το αίτημα επαναπρόσληψής του και ζ) να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως προς το αίτημα να κηρυχθεί άκυρη η από 24-1-2020 καταγγελία της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, καθώς και ως προς τα συνεχόμενα με αυτό αιτήματα που σχετίζονται με την επαναπρόσληψή του και την καταβολή αποδοχών υπερημερίας, ως απαράδεκτη λόγω παρόδου, από την επόμενη ημέρα της οριστικής παύσης αποδοχής των υπηρεσιών του μέχρι την άσκηση της αγωγής, της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 ν. 3198/1955. Ακολούθως, δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία ως προς το κονδύλι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα για την παραπάνω αιτία ποσό 2.000,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και καταδίκασε την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 100,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να αναδικαστεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και να γίνει δεκτή εν όλω ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντιστοίχως.

4. Με τον πρώτο λόγο της Α έφεσης ο ενάγων παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση εφάρμοσε εσφαλμένα το νόμο και συγκεκριμένα δεν εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου τρίτου των Κ.Υ.Α. Δ1α/Γ.Π.οικ.17334/Φ.Ε.Κ. Β 833/12-3-2020 και Δ1α/ΓΠ.οικ.18176/Φ.Ε.Κ. Β 864/15-3-2020 και του άρθρου τέταρτου των ΚΥΑ  Δ1α/ΓΠ.οικ. 21159 /Φ.Ε.Κ. Β 1074/27-3-2020,  Δ1α/ΓΠ.οικ.24403/Φ.Ε.Κ. Β 1301/11-4-2020,   Δ1α/ΓΠ.οικ.26804/Φ.Ε.Κ. Β 1588/25-4-2020 και Δ1α/ΓΠ.οικ. 30340/Φ.Ε.Κ. Β 1857/15-5-2020, για την προσωρινή αναστολή λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών στο σύνολο της Επικράτειας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού 19, καθώς και του άρθρου 74 παρ. 1 Ν. 4690/2020 «σχετικά με την επαναλειτουργία των δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης», με αποτέλεσμα να απορρίψει εσφαλμένα την άνω αγωγή ως απαράδεκτη ως προς τα υπό στοιχεία α, β και γ αιτήματα, επειδή θεώρησε ότι η αγωγή δεν ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 6 παρ. 1 ν. 3198/1955 αποσβεστικής προθεσμίας των τριών μηνών από την απόλυση του ενάγοντος, παραβλέποντας όμως ότι με τις άνω Κ.Υ.Α. και σύμφωνα και με το άρθρο 74 παρ. 1 Ν. 4690/2020 η άνω προθεσμία είχε ανασταλεί για το συνολικό χρονικό διάστημα από 13-3-2020 έως 31-5-2020. Επί του άνω λόγου έφεσης παρατηρούνται τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο τρίτο της Κ.Υ.Α. Δ1α/ΓΠ.οικ.17334/Φ.Ε.Κ. Β 833/12-3-2020 «περί επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών στο σύνολο της Επικράτειας και της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως και 27.3.2020», οι Υπουργοί Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης αποφάσισαν «Την προσωρινή αναστολή λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων, ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών δικαστηρίων της χώρας για το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 έως και 27-3-2020 για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στην από 12.3.2020 εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορονοϊού Covid – 19 και ως ακολούθως: 1. Αναστέλλονται…    β) οι νόμιμες και διαδικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, καθώς και η παραγραφή των συναφών αξιώσεων….». Ακολούθως, με το άρθρο τρίτο της Κ.Υ.Α. Δ1α/ΓΠ.οικ.18176/Φ.Ε.Κ. Β 864/15-3-2020 «περί επιβολής του μέτρου της αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων, Εισαγγελιών και της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών», οι Υπουργοί Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης αποφάσισαν: «Την προσωρινή αναστολή λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων, ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών δικαστηρίων της χώρας για το χρονικό διάστημα από 16-3-2020 έως και 27-3-2020 για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στην από 15-3-2020 εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορονοϊού Covid -19 και ως ακολούθως: 1. Αναστέλλονται……, β) οι νόμιμες και διαδικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, καθώς και η παραγραφή των συναφών αξιώσεων……», ενώ με το άρθρο έκτο της ίδιας Κ.Υ.Α. «Από την δημοσίευση της παρούσας παύει η ισχύς της κοινής απόφασης των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης υπ’ αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 17334/2020 Β’ 833». Ακολούθως, με το άρθρο τέταρτο της Κ.Υ.Α. Δ1α/ΓΠ.οικ.21159/Φ.Ε.Κ. Β 1074/27-3-2020 περί επιβολής του μέτρου της αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων, Εισαγγελιών και της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, οι Υπουργοί Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης αποφάσισαν: «Την προσωρινή αναστολή λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων, ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών δικαστηρίων της χώρας για το χρονικό διάστημα από 28-3-2020 έως και 10-4-2020 για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στην από 26-3-2020 εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του Covid -19 και ειδικότερα την αναστολή: .. β) των νόμιμων και διαδικαστικών προθεσμιών για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, καθώς και η παραγραφή των συναφών αξιώσεων». Ακολούθως, με το άρθρο τέταρτο της Κ.Υ.Α. Δ1α/ΓΠ.οικ.24403/Φ.Ε.Κ. Β 1301/11-4-2020 περί επιβολής του μέτρου της αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων, Εισαγγελιών και της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, οι Υπουργοί Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης αποφάσισαν: «Την προσωρινή αναστολή λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων, ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών δικαστηρίων της χώρας για το χρονικό διάστημα από 11-4-2020 έως και 27-4-2020 για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στην από 9-4-2020 εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του Covid -19 και ειδικότερα την αναστολή: …    β) των νόμιμων και διαδικαστικών προθεσμιών για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, καθώς και η παραγραφή των συναφών αξιώσεων……..». Ακολούθως, με το άρθρο τέταρτο της Κ.Υ.Α. Δ1α/ΓΠ.οικ. 26804/Φ.Ε.Κ. Β 1588/25-4-2020 «περί επιβολής του μέτρου της αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων, Εισαγγελιών και της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών», οι Υπουργοί Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης αποφάσισαν: «Την προσωρινή αναστολή λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων, ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών δικαστηρίων της χώρας για το χρονικό διάστημα από 28 Απριλίου 2020 έως και 15 Μαΐου 2020 για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στην από 24-4-2020 εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορονοϊού Covid -19 και ειδικότερα την αναστολή: …….β) των νόμιμων και διαδικαστικών προθεσμιών για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, καθώς και η παραγραφή των συναφών αξιώσεων». Ακολούθως, με το άρθρο τέταρτο της Κ.Υ.Α. Δ1α/ΓΠ.οικ.30340/Φ.Ε.Κ. Β 1857/15-5-2020 περί επιβολής του μέτρου της αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων, Εισαγγελιών και της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, οι Υπουργοί Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών αποφάσισαν: «1. Από το Σάββατο, 16 Μαΐου 2020 έως και την Κυριακή, 31 Μαΐου 2020, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στην από 13-5-2020 γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορονοϊού Covid -19, τη συνέχιση της αναστολής ……..     β) των νόμιμων και διαδικαστικών προθεσμιών για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, καθώς και η παραγραφή των συναφών αξιώσεων…….». Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 1 του Ν. 4690/2020 σχετικά με την επαναλειτουργία των δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης «Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13-3-2020 – 31-5-2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και διαδικαστικές προθεσμίες για την διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και των άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από το νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 Κ.Πολ.Δ, ενδίκων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για το χρονικό διάστημα από την 13η Μαρτίου 2020 έως και την 31η Μαΐου 2020, με διαδοχικές Κοινές Αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης, ανεστάλη η λειτουργία των δικαστηρίων όλης της χώρας και συγκεκριμένα ανεστάλησαν, μεταξύ άλλων, οι νόμιμες και διαδικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, καθώς και η παραγραφή των συναφών αξιώσεων. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα η λειτουργία των δικαστικών υπηρεσιών περιοριζόταν στις άκρως αναγκαίες ενέργειες για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων που εξαιρούνταν σύμφωνα με τις άνω Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις και συγκεκριμένα στη δημοσίευση αποφάσεων, τη χορήγηση και ανάκληση προσωρινών διαταγών χωρίς την κλήτευση του αντιδίκου ή στην εκδίκαση κακουργημάτων για τους προσωρινά κρατούμενους, των οποίων συμπληρωνόταν κατά περίπτωση το ανώτατο όριο προσωρινής κράτησης, ενώ δεν επιτρεπόταν η κατάθεση δικογράφων και είχαν ανασταλεί όλες οι νόμιμες και διαδικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων. Τις άνω διατάξεις  Κ.Υ.Α. και την άνω διάταξη του άρθρου 74 παρ. 1 του Ν. 4690/2020 εσφαλμένα δεν εφάρμοσε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έτσι έκρινε εσφαλμένα ότι, εφόσον η αποσβεστική προθεσμία άρχισε από την επομένη ημέρα της οριστικής παύσης αποδοχών των υπηρεσιών του ενάγοντος, ήτοι την 25η Ιανουάριου 2020, έληξε την αντίστοιχη ημέρα του τελευταίου μηνός, ήτοι την 25η Απριλίου 2020 και άρα η αγωγή ασκήθηκε μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης από το άρθρο 6 παρ. 1 ν. 3198/1955 τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από την απόλυση του ενάγοντος και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά απαράδεκτη. Όμως, εάν εφάρμοζε τις ισχύουσες άνω διατάξεις, των οποίων η εφαρμογή δεν αποκλειόταν σε περίπτωση αποσβεστικής προθεσμίας, όπως η επίμαχη του άρθρου 6 παρ. 1 ν. 3198/1955, θα δεχόταν ότι ήδη από την 13η Μαρτίου 2020 η άνω προθεσμία είχε ανασταλεί και ξεκίνησε πάλι να τρέχει την 1η Ιουνίου 2020. Συγκεκριμένα, θα δεχόταν ότι την 12η Μαρτίου 2020, τελευταία ημέρα πριν ξεκινήσει η αναστολή των προθεσμιών, είχαν περάσει 48 ημέρες από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, ενώ από την 1η Ιουνίου 2020, όταν ξεκίνησε πάλι να τρέχει η άνω προθεσμία, έως και την 19η Ιουνίου 2020, όταν η αγωγή του επιδόθηκε στην εφεσίβλητη (σύμφωνα με την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη απ’ αυτόν υπ’ αριθ. ……/19-6-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………), είχαν περάσει άλλες 19 ημέρες. Ακολούθως, μετ’ αφαίρεση του εξαιρετέου χρονικού διαστήματος της αναστολής από 13-3-2020 έως και 31-5-2020 λόγω της πανδημίας του covid 19, θα δεχόταν ότι η αγωγή ασκήθηκε εντός της άνω τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας και συγκεκριμένα την 67η ημέρα από την καταγγελία της σύμβασης του ενάγοντος, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο τελευταίος με τον πρώτο λόγο της έφεσής του. Πρέπει, συνεπώς, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τη διάταξή της με την οποία κρίθηκε απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) η αγωγή ως προς τα αιτήματά της που σχετίζονται με την ακύρωση της τελευταίας από 24-1-2020 καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, καθώς και ως προς τα συνεχόμενα με αυτό αιτήματα που σχετίζονται με την επαναπρόσληψή του και την καταβολή αποδοχών υπερημερίας, να κρατηθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό από το Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή από άποψη παραδεκτού, νόμιμου και ουσιαστικά βάσιμου.

5. Κατά πάγια νομολογία, ήδη υπό την ισχύ του ν. 330/1976, ο οποίος, ως προς την ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών, εφαρμόζεται στις ναυτεργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις (άρθρο 1 παρ. 2 ν. 1264/1982), νομολογία η οποία ισχύει και υπό το καθεστώς του ν. 1264/1982, η προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών προϋποθέτει ότι ο εργοδότης γνωρίζει τη συνδικαλιστική ιδιότητα του προστατευόμενου συνδικαλιστή κατά το χρόνο της καταγγελίας (Α.Π. 182/2019, Α.Π. 424/2016, Α.Π. 440/2015, Α.Π. 1218/2013, Α.Π. 84/2010, Α.Π. 360/2009, Α.Π. 455/2004, Ολ.Α.Π. 26/1988, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γ. Λεβέντης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2007, σ. 300, Στυλ. Βλαστός, Αστικά σωματεία, συνδικαλιστικές & εργοδοτικές; Οργανώσεις, 1996, αριθ. 407, σ. 457). Η προϋπόθεση αυτή είναι ουσιώδες στοιχείο και πρέπει να αναφέρεται στην αγωγή, η οποία άλλως είναι αόριστη (Α.Π. 440/2015, ό.α., Α.Π. 84/2010, ό.α.). Όταν ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο, η γνώση πρέπει να υπάρχει στο νόμιμο εκπρόσωπό του, δηλαδή σ’ εκείνον που έχει οριστεί από το νόμο ή το καταστατικό να εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο, καθώς και σ’ εκείνον, ο οποίος έχει οριστεί κατά τους κανόνες της πρόστησης για να το εκπροσωπεί στον τομέα εργασίας ή τις διοικητικές υπηρεσίες του, με δικαίωμα πρόσληψης και απόλυσης του προσωπικού, ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό του (Α.Π. 182/2019, ό.α, Α.Π. 440/2015, ό.α, Α.Π. 1218/2013, ό.α, Α.Π. 84/2010, ό.α).

. Κατά το άρθρο 1 ν. 1264/1982 «Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων», με το άρθρο 32 του οποίου καταργήθηκε ο ν. 330/1976 «Περί επαγγελματικών σωματείων και ενώσεων και διασφαλίσεως της συνδικαλιστικής ελευθερίας»:  «…1. Με την επιφύλαξη της ισχύος των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας που έχουν κυρωθεί, ο νόμος αυτός κατοχυρώνει τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων και ρυθμίζει την ίδρυση, οργάνωση, λειτουργία και δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεών τους. Για την εφαρμογή αυτού του νόμου εργαζόμενοι είναι όσοι απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (μισθωτοί),  στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι στο δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. Ειδικά για τις οργανώσεις του νόμου αυτού οι διατάξεις του Α.Κ. και του Εισ.Ν.Α.Κ. ισχύουν όπως τροποποιούνται ή συμπληρώνονται με αυτόν. 2. Δεν εφαρμόζεται ο νόμος αυτός: α) Για τις δημοσιογραφικές οργανώσεις,  εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 12, 14, 15, 19, 20, με εξαίρεση το εδάφιο γ’ της παραγράφου 1 21, 22, 23 και 26. β) Για τις ναυτεργατικές οργανώσεις. Γι’ αυτές, μέχρις ότου ψηφιστεί και δημοσιευτεί ειδικός νόμος, θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται το ισχύον σήμερα νομικό καθεστώς». Εκ των ανωτέρω, ενώ θα ήταν αναμενόμενο ο ν. 1264/1982 να τυγχάνει καθολικής εφαρμογής στις ανωτέρω οργανώσεις, εντούτοις, προφανώς λόγω της ιδιομορφίας τους, ο νόμος αυτός, όπως προβλέπει το άρθρο 1 παρ. 2 εδ. α’ τούτου, δεν εφαρμόζεται σ’ αυτές (πλην των επιλεκτικώς αναφερόμενων διατάξεών του και μόνο ως προς τις δημοσιογραφικές οργανώσεις). Ρητώς δε ως προς τις ναυτεργατικές οργανώσεις, εφόσον μέχρι και σήμερα δεν έχει δημοσιευθεί ειδικός νόμος ρύθμισης με αντικείμενο τη σύσταση, λειτουργία και εν γένει δράση ως και τη διάλυση των επαγγελματικών σωματείων, εξακολουθεί να εφαρμόζεται  ο ν. 330/1976. Εφόσον, όμως, δεν πρόκειται για αμιγώς ναυτεργατικές οργανώσεις, εφαρμόζεται ο ν. 1264/1982 λόγω της άνω εξαίρεσης του άρθρου 1 παρ. 2β αυτού, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα καταστρατηγείτο η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία εξαιρεί αποκλειστικά τις ναυτεργατικές οργανώσεις και όχι τις συνδικαλιστικές οργανώσεις οποιαδήποτε μορφής, ακόμη και εάν έχουν και ναυτεργατικό χαρακτήρα  (π.ρ.β.λ. και Στ. Βλαστό, Αστικά σωματεία, συνδικαλιστικές και εργοδοτικές οργανώσεις, 1996, παρ. παρ. 31, 32, σ.σ.  36, 37).

. Κατά τις παρ. 1 και 4 του άρθρου 1 του ν.  330/1976 «1. Επιφυλασσομένης της ισχύος των διατάξεων της υπ’ αριθ. 87 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας “περί της συνδικαλιστικής ελευθερίας και προστασίας του συνδικαλιστικού δικαιώματος”, κυρωθείσης δια του Ν. Δ/τος 4204/1961 και της υπ’ αριθ. 98 ομοίας, “περί εφαρμογής των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγματεύσεως”, κυρωθείσης δια του Ν.Δ/τος 4205/1961, η σύστασις, η λειτουργία και η εν γένει δράσις ως και διάλυσις των επαγγελματικών σωματείων, διέπονται υπό των διατάξεων του Αστικού Κώδικος και του Εισαγωγικού αυτού νόμου, ως αύται συμπληρούνται ή τροποποιούνται ειδικώς δια τα εν λόγω σωματεία υπό των διατάξεων του παρόντος» και «4. Αι διατάξεις του παρόντος, πλην των διατάξεων των άρθρων 26-28, 32-38, 40 και 42, δεν έχουν εφαρμογήν επί των δημοσιογραφικών και ναυτεργατικών σωματείων, διεπομένων υπό των ιδίων περί αυτών διατάξεων». Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατηρηθείσες σε ισχύ, ως προς τις ναυτεργατικές οργανώσεις, διατάξεις των άρθρων 26-28 του ν. 330/1976:  Άρθρο 26. «1. Επιφυλασσομένων των προστατευτικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας και του Αστικού Κώδικος, η σχέσις εργασίας μισθωτών, οίτινες τυγχάνουν πρόεδροι, (αναπληρωταί πρόεδροι ή αντιπρόεδροι), γενικοί γραμματείς, αναπληρωταί γενικοί γραμματείς και ταμίαι επαγγελματικού σωματείου αριθμούντος πλέον των εκατόν μελών ως και πάσης ενώσεως επαγγελματικών σωματείων δεν δύναται να καταγγελθή κατά την διάρκειαν της θητείας των και επί εν έτος μετά την λήξιν αυτής, ειμή μόνον ένεκα σπουδαίου λόγου και κατά την διαδικασίαν του άρθρου 28. Της αυτής προστασίας τυγχάνουν ο Πρόεδρος και ο γενικός γραμματεύς επαγγελματικού σωματείου αριθμούντος πλέον των ογδοήκοντα (80) μελών, εφ’ όσον: α) το σωματείον καλύπτει μισθωτούς του αυτού εργοδότου μόνον, και β) δεν λειτουργεί νομίμως έτερον επαγγελματικόν σωματείον καλύπτον εν όλω ή εν μέρει μόνον μισθωτούς του αυτού εργοδότου.  2. Τα της κατά την προηγουμένην παράγραφον προστασίας τυγχάνουν και οι εκ των μελών της προσωρινής διοικήσεως επαγγελματικού σωματείου, έχοντες την μίαν των εν αυτώ αναφερομένων ιδιοτήτων, διαρκούσης της θητείας των. 3. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως είναι καταχρηστική εφ’ όσον γίνεται ως αντίδρασις δια την συμμετοχήν του μισθωτού εις νόμιμον συνδικαλιστικήν δράσιν». Άρθρο 27 «Σπουδαίον λόγον καταγγελίας της εργασιακής σχέσεως, κατά την έννοιαν του προηγουμένου άρθρου είναι ο του άρθρου 2 του Α.Ν. 1803/1951 “περί προστασίας των συνδικαλιστικών στελεχών”» και Άρθρο 28 «1. Δια την διαπίστωσιν της συνδρομής του κατά το προηγούμενον άρθρον σπουδαίου λόγου εφαρμόζονται αι διατάξεις των άρθρων 3, 4 και 5 του Α.Ν. 1803/1951. 2. Καταγγελία συμβάσεως εργασίας των εν άρθρω 26, παρ. 1 και 2 προσώπων άνευ προηγουμένης διαπιστώσεως της συνδρομής σπουδαίου λόγου κατά τ’ ανωτέρω είναι άκυρος». Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του Α.Ν. 1803/1951 «1. Σπουδαίος λόγος κατά την έννοιαν  του  προηγουμένου  άρθρου  είναι μόνον:  α) Όταν κατά την σύναψιν της ατομικής συμβάσεως εργασίας μετά του εργοδότου  του  ο  μισθωτός  εξηπάτησε  αυτόν  προσκομίσας  ψευδή πιστοποιητικά  ή  βιβλιάρια  πρός λήψιν μεγαλυτέρας αμοιβής. β) Όταν ο μισθωτός επρόδωσε βιομηχανικά ή εμπορικά μυστικά ή εζήτησεν ή εδέχθη αθέμιτα πλεονεκτήματα  κυρίως  προμηθείας  παρά  τρίτων επί ζημία του εργοδότου αυτού. γ) Όταν ο μισθωτός έγινε  ένοχος  αικιών η βαρείας εξυβρίσεως ή σοβαρών απειλών κατά του εργοδότου ή των οικείων του. δ) Όταν  ο  μισθωτός  επιμόνως ηρνήθη   υπηρεσίαν ή ηπείθησεν εις δικαιολογημένας διαταγάς του εργοδότου ή δια της κουφότητός του έθεσεν εν κινδύνω την ασφάλειαν προσώπων ή πραγμάτων ή καίτοι αποτραπείς κατ’ επανάληψιν, μεθύσκεται διαρκούσης της εργασίας ή προσέρχεται εις αυτήν εν  καταστάσει  μέθης.  ε)  Όταν  διαπιστούται  ότι  ο  μισθωτός είναι ανίκανος  δια  την  συμπεφωνημένην  εργασίαν  ή  παρεβίασεν  ουσιώδεις υποχρεώσεις  του  ή  και επουσιώδεις τοιαύτας, δια τας οποίας όμως του εγένοντο υπό του εργοδότου του επανειλημμμέναι υποδείξεις. στ) Όταν ο μισθωτός  απέσχε της εργασίας άνευ αδείας επί μακρόν σχετικώς χρονικόν διάστημα. Μακρόν χρονικόν διάστημα θεωρείται, κατά τας περιστάσεις, ιδία όταν υπερβαίνη το δεκαπενθήμερον επί υπαλλήλων και το  δεκαήμερον  επί  τεχνιτών, εργατών η υπηρετών. 2. Ως σπουδαίος λόγος δεν δύναται εν ουδεμία περιπτώσει να θεωρηθή η συνδικαλιστική  δράσει του εναγομένου ιδία εφ’ όσον αύτην ασκείται έξω του τόπου εργασίας και εν γένει εντός των ορίων του Νόμου, πάντως αύτη δεν δύναται να θεωρηθή ότι απαλλάσσει τούτον της υποχρεώσεώς του  προς εργασίαν κατά την διάρκειαν των κεκανονισμένων ορίων».

. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 216 παρ. 1, 335, 337, 338 και 560 αριθ. 1 (όπως και του άρθρου 559 αριθ. 1) του Κ.Πολ.Δ, ο νομικός χαρακτηρισμός των επικαλουμένων περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται το προβαλλόμενο με την αγωγή αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το ουσιαστικό Δικαστήριο (πρωτοδικείο ή εφετείο), το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των εννόμων σχέσεων που αναδύονται εκ των επικαλουμένων κατά τρόπο σαφή πραγματικών περιστατικών, και όπως αυτά στη συνέχεια προκύπτουν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου από τις διεξαχθείσες αποδείξεις, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από το διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό τους χαρακτηρισμό, αλλά και χωρίς, κατά τη διαφορετική αυτή νομική εκτίμηση, το Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη πράγματα μη προταθέντα ή να λαμβάνει υπόψη πράγματα ως αληθινά, χωρίς απόδειξη (Α.Π. 659/2022, Α.Π. 119/2022, Α.Π. 1030/2020, Α.Π. 184/2020, Α.Π. 1374/2019, Α.Π. 283/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο διάδικος δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεσθεί νομικές διατάξεις, επί των οποίων στηρίζει τον ισχυρισμό του, αφού η υπαγωγή στον κατάλληλο νομικό κανόνα γίνεται αυτεπάγγελτα από το δικαστή ουσίας (iura novit curia, βλ. σχετ. Α.Π. 1890/2022, Α.Π. 83/2021, Εφ.Πειρ. 639/2022, Εφ.Αθ. 1683/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, το δικαστήριο ουσίας αναζητεί αυτεπαγγέλτως την κατάλληλη νομική διάταξη (ή διατάξεις) που πρέπει να εφαρμο­σθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να εμπο­δίζεται από την μη επίκληση αυτών από τους διαδίκους ή να δεσμεύεται από την επίκληση απ’ αυτούς συγκεκριμένων διατάξεων (Α.Π. 431/2005, Εφ.Αθ. 3428/2019, Εφ.Θεσ. 923/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

. Κατά το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 1264/1982, είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας για νόμιμη συνδικαλιστική δράση. Στην έννοια της συνδικαλιστικής δράσης περιλαμβάνεται η συμμετοχή σε νόμιμη απεργία, καθώς και κάθε νόμιμη δραστηριότητα που γίνεται με σκοπό τη διαφύλαξη και προαγωγή εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών ή συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Για την ακυρότητα της καταγγελίας δεν απαιτείται η συνδικαλιστική δράση να αποτελεί την αποκλειστική αιτία της απόλυσης, αλλά αρκεί το ότι συντέλεσε και αυτή στην απόφαση για την απόλυση, με την έννοια ότι χωρίς αυτήν ο εργοδότης θα επιδείκνυε ανοχή και δεν θα προέβαινε στην καταγγελία. Η για τον λόγο αυτό καταγγελία της σύμβασης εργασίας, όπως και εκείνη που γίνεται η αποκλειστικά από εχθρότητα προς το πρόσωπο του εργαζόμενου, ελέγχεται σύμφωνα με το άρθρο 281 Α.Κ, ως προς την προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα συναλλακτικά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του συναφούς δικαιώματος του εργοδότη (Α.Π. 1051/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επί αγωγής, δε, που έχει ως αυτοτελές αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, πρέπει, κατά το άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ, για το ορισμένο αυτής, να εκτίθενται στο δικόγραφό της, με πληρότητα και σαφήνεια,  τα περιστατικά, που θεμελιώνουν την ακυρότητα. Επομένως, εφόσον προβάλλεται στο δικόγραφό της, ως λόγος ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής  σύμβασης, η καταχρηστική, εκ μέρους του εργοδότη, άσκηση του σχετικού δικαιώματός του, πρέπει να διαλαμβάνονται περιστατικά, από τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, να συνάγεται, ότι η άσκηση, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες του δικαιώματος, υπερβαίνει, προφανώς, τα αξιολογικά όρια του άρθρου 281 Α.Κ. (Α.Π. 412/2017, Α.Π. 400/2017, Α.Π. 244/2017, Α.Π. 50/2011, Α.Π. 84/2011, Εφ.Αθ. 146/2020, Εφ.Θεσ. 545/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Θεωρείται δε η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της εργασιακής σύμβασης καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου, όπως στην περίπτωση που ο εργοδότης προέβη στην καταγγελία εξαιτίας εχθρότητας προς τον εργαζόμενο λόγω της συνδικαλιστικής δράσης του τελευταίου, η οποία δεν άρεσε στον εργοδότη και ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα της επιχείρησής του, είτε για να απαλλαγεί ο εργοδότης από το μισθωτό αυτόν, είτε για να εκφοβίσει τους άλλους εργαζομένους ώστε αυτοί να απόσχουν από τη συνδικαλιστική οργάνωση ή δράση (Α.Π. 359/2020, Α.Π. 1051/2018, Α.Π/ 1512/2018, Α.Π. 1173/2017, Α.Π. 769/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

7. Η σύμβαση ναυτολόγησης, σύμφωνα με την αυστηρού δικαίου διάταξη του άρθρου 72 του παλαιού Κ.Ι.Ν.Δ. (ν. 3816/1958) που ίσχυε κατά το χρόνο της ένδικης καταγγελίας, μπορεί να λυθεί με καταγγελία του πλοιάρχου οποτεδήποτε, χωρίς να υποχρεούται ο πλοίαρχος να τηρήσει κάποια προθεσμία. Η καταγγελία δεν υπόκειται σε κανένα τύπο ούτε απαιτείται η ύπαρξη κανενός λόγου ή η προσφορά αποζημίωσης. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός του οποίου καταγγέλλεται η σύμβαση δικαιούται ως αποζημίωση την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 76 του Κ.Ι.Ν.Δ. Δηλαδή, επί καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας, ακόμα και καταχρηστικής, δεν έχουν εφαρμογή οι περί καταγγελίας και μισθών υπερημερίας διατάξεις των άρθρων 656, 659 και 672 του Α.Κ. και εκείνες του ν. 2112/1920, όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε. Εφόσον όμως η καταχρηστική απόλυση του ναυτικού, συνιστά και αδικοπραξία, ο απολυθείς δικαιούται αποζημίωσης κατ’ άρθρο 914 του Α.Κ. (Α.Π. 551/1974, Ε.Ε.Δ. 34, 98, Εφ.Πειρ. 109/2019, Εφ.Πειρ. 700/2016, Εφ.Πειρ. 143/2011, Εφ.Πειρ. 45/2010, Εφ.Πειρ. 111/2007, Εφ.Πειρ. 276/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 697/1995, Νομ.Ναυτ.Τμημ.Εφετ. Πειρ. 1994-1995, σ. 181, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, παρ. 492, σ. 239, 240, Δημ. Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, υπ’ άρθρο 72 του Κ.Ι.Ν.Δ, σ. 251).

8.  Για την ύπαρξη αδικοπραξίας, κατά το άρθρο 914 Α.Κ, απαιτείται, εκτός άλλων όρων, παράνομη συμπεριφορά (θετική πράξη ή παράλειψη) προσώπου. Τέτοια συμπεριφορά αποτελεί και η προσβολή ορισμένου δικαιώματος άλλου ή απλώς συμφέροντος του, προστατευομένου από τη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάζεται (Α.Π. 146/2018, Α.Π. 1284/2017, Α.Π. 5/2001, Α.Π. 87/2000, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το δικαίωμα της προσωπικότητας, ως πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση ατόμου και είναι με αυτό (άτομο) αναπόσπαστα συνδεδεμένα (άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος), προστατεύεται, σε περίπτωση προσβολής, από τα άρθρα 57 και 59 Α.Κ. Η προσβολή της προσωπικότητας πρέπει να είναι παράνομη, να γίνεται δηλ, όταν είτε δεν υπάρχει δικαίωμα είτε ασκείται υπάρχον δικαίωμα καταχρηστικώς (άρθρα 281 Α.Κ, 25 παρ. 3 Συντάγματος). Αγαθά, που προστατεύονται από την προσωπικότητα είναι και η τιμή και η επαγγελματική αξία του ατόμου. Η τιμή του ατόμου, ειδικότερα, αντικατοπτρίζεται στην εκτίμηση, απέναντί του, των άλλων και προστατεύεται, κυρίως, ως κοινωνικό αγαθό (άρθρο 5 παρ.1 Συντάγματος). Αξίωση από την προσβολή της προσωπικότητας είναι και η αποζημίωση προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής βλάβης του προσβαλλόμενου. Για την αξίωση αποζημιώσεως προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης, συνισταμένη και σε πληρωμή εύλογου χρηματικού ποσού, απαιτείται και το στοιχείο της υπαιτιότητας (άρθρα 57 παρ.2, 59, 914, 299, 932, 926, 927, 71 Α.Κ.). Οι όροι δηλ. αυτής της παροχής εξομοιώνονται με εκείνους της αποζημιώσεως (προσβολή, παράνομη συμπεριφορά, που προκάλεσε την προσβολή, αιτιώδης σύνδεσμος της προσβολής με την παράνομη συμπεριφορά και υπαιτιότητα εκείνου, που προσβάλλει). Προκειμένου δε, να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό, λαμβάνονται υπ’ όψη και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, όπως και η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, χωρίς να αναφέρεται αναγκαίως και σε τι συνίσταται η κατάσταση αυτή, η κοινωνική θέση του διαδίκου, που προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, το είδος και η έκταση της βλάβης (Ολ.Α.Π. 13/1999, ΕλλΔνη 40, 753, Α.Π. 849/2015, Α.Π. 1114/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, μειωτική προς την προσωπικότητα του εργαζομένου, κατά τις εκφάνσεις της τιμής καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητας, ως μείωση της επαγγελματικής αξίας του, όπως απόλυση του εργαζομένου από τον εργοδότη κατά τρόπο που εκθέτει (μειώνει) τον απολυθέντα στους συναδέλφους του και στο κοινωνικό του περιβάλλον, εν όψει και του είδους της απασχολήσεως και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος του εργαζομένου για πραγματική απασχόληση, δικαιολογεί αξίωση του τελευταίου (εργαζομένου) για αποζημίωση προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής του βλάβης. Η αξίωση αυτή στηρίζεται στα άρθρα 914, 57 παρ.2, 59, 299, 932, 926, 927, 71 Α.Κ. σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 669, 672, 361 Α.Κ. και δεν έχει σχέση με τις αξιώσεις από το ως άνω άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 εδ. (α) ν. 3198/1955, συνεπώς, δεν υπόκειται στις αποσβεστικές προθεσμίες του άρθρου 6 παράγραφοι 1 και 2 εδ. (α) ν. 3198/1955. Στο δικόγραφο της αγωγής, με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη, πρέπει να εκτίθενται ότι ο εργαζόμενος υπέστη ηθική βλάβη για συγκεκριμένους λόγους (ή λόγο), από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, που πρέπει ο εργαζόμενος και να αποδεικνύει (Α.Π. 105/2020, Α.Π. 1186/1990, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

9. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της Β έφεσης, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα εκτίμησε το δικόγραφο της αγωγής και εφάρμοσε το νόμο και δη τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, 26 και 28 ν. 330/1976, 1 παρ. 2 ν. 1264/1982, 3 ν. 1803/1951, 57, 59, 281, 297, 298, 299, 914 και 932 Α.Κ, απορρίπτοντας σιγή την ένσταση αοριστίας της αγωγής που αυτή υπέβαλε πρωτόδικα. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι στο δικόγραφο της αγωγής: α) δεν αναφέρεται ότι η ίδια γνώριζε κατά το χρόνο καταγγελίας ότι ο ενάγων (απολυόμενος) ήταν προστατευόμενο συνδικαλιστικό στέλεχος της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής ναυτεργατικής οργάνωσης «………….» και ότι αυτή αριθμούσε πέραν των 100 μελών, β) δεν αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, καθιστούν παράνομη και καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματός της για καταγγελία της σύμβασης ναυτικής εργασίας του και γ) δεν αναφέρονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να μπορούν να στοιχειοθετήσουν προσβλητική συμπεριφορά της προς το πρόσωπό του, η οποία τον έθιξε σε επαγγελματικό επίπεδο και συνετέλεσε στην ηθική του μείωση έναντι των συναδέλφων του. Από την επισκόπηση όμως του δικογράφου της αγωγής προκύπτει αβασιμότητα των άνω αιτιάσεων της εναγόμενης, καθώς ρητά αναφέρεται στην αγωγή: i) (σ. 11, 12, 14) (ακόμα και εάν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής του ν. 330/1976 και δη των διατάξεων των άρθρων 26 και 28 αυτού, καθώς και του άρθρου 3 ν. 1803/1951), ότι, κατά την καταγγελία της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, η ιδιότητά του ως συνδικαλιστή και συγκεκριμένα ως Προέδρου της άνω συνδικαλιστικής ναυτεργατικής οργάνωσης, η οποία κατά την άσκηση της αγωγής αλλά και τώρα αριθμεί πάνω από 650 μέλη, ήταν γνωστή στην εναγόμενη, όπως και στην ανήκουσα στον ίδιο όμιλο εταιριών και έχουσα κοινή με αυτήν διοίκηση και διοικητικό συμβούλιο εταιρία «………….», σε πλοία της οποίας απασχολήθηκε αδιάλειπτα ο ενάγων από το έτος 2011 έως το έτος 2019, καθώς και στους πλοιάρχους των άνω πλοίων στα οποία ο ενάγων ναυτολογήθηκε αφότου εξελέγη πρόεδρος της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης «…………..» τον Οκτώβριο 2016, ενώ τα ειδικότερα περιστατικά υπό τα οποία η εναγόμενη έλαβε γνώση της συνδικαλιστικής του ιδιότητας και δράσης κατά τη διάρκεια των άνω ναυτολογήσεών του είναι θέμα απόδειξης, ii) (σ. σ. 14, 21) ότι στις 19 Νοεμβρίου 2019 η άνω συνδικαλιστική οργάνωση προέβη σε καταγγελία προς τη Διεύθυνση Ναυτικής Εργασίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής σχετικά με τις επικρατούσες συνθήκες στα πλοία Ε/Γ- Ο/Γ «Δ» και «BCI», που αφορούσε παραβάσεις Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, υποτυπώδεις παροχές προς τους εργαζόμενους ναυτεργάτες (συγκεκριμένα μη τήρηση εδεσματολογίου και παροχής από την εταιρία στους ναυτικούς της συνεχώς του ίδιου φαγητού) και εφαρμογή διακρίσεων μεταξύ των μελών του πληρώματος στους χώρους εργασίας, ότι η καταγγελία αυτή έγινε μεν επ’ ονόματι της άνω συνδικαλιστικής οργάνωσης, πλην την συνυπέγραψε ο ίδιος ως ο Πρόεδρός της, μαζί με το Γενικό Γραμματέα της ……, ότι τα άνω πλοία που αφορούσε η καταγγελία ανήκαν στο στόλο της μη διαδίκου εταιρίας «……..», στην οποία ο ίδιος απασχολούνταν επί σειρά ετών και συγκεκριμένα από 9-11-2011 έως 12-2-2019 και η οποία διοικούνταν από τα ίδια πρόσωπα και ήταν ιδίων συμφερόντων με την εναγόμενη, ότι η διεκδίκηση, δια μέσου της άνω συνδικαλιστικής οργάνωσης, όσων από το Νόμο και τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας δικαιούνταν οι συνάδελφοί του ναυτικοί, η οποία έλαβε χώρα με την άνω επίσημη καταγγελία που συνυπέγραψε και η οποία συνοδεύθηκε με ελέγχους από τις αρμόδιες αρχές, όπως ήταν αναμενόμενο, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κλίματος δυσαρέσκειας, εμπάθειας και απαρέσκειας προς το πρόσωπό του από την πλευρά της εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρίας, με αποτέλεσμα η τελευταία να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του δεν συνδέονταν με την απόδοση και τη γενική συμπεριφορά του κατά την παροχή της εργασίας του τόσο στην εναγόμενη όσο και στην άνω εταιρία του ιδίου ομίλου, καθώς, καθ’ όλη τη διάρκειά της ήταν απόλυτα συνεπής και αποδοτικός στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, γεγονός που τεκμηριώνεται από τη μακροημέρευση της απασχόλησής του σε διάφορα πλοία του στόλου του άνω ομίλου, ότι ως εκ τούτου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ήταν αμιγώς προσωποληπτική και το κινήσαν αίτιο που την προκάλεσε ήταν ταπεινό και συνίστατο στην εκδικητικότητα για την εκ μέρους του θεμιτή συνδικαλιστική δράση του, εξέρχεται των ορίων θεμιτής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος που ορίζει ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ανάγεται δε αποκλειστικά στην εμπάθεια με την οποία η εναγόμενη περίβαλε το πρόσωπο του, εξαιτίας της άνω συνδικαλιστικής δράσης του, στο πλαίσιο της οποίας συνυπέγραψε την άνω καταγγελία, ως πρόεδρος της άνω συνδικαλιστικής οργάνωσης. Ότι ακόμη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είχε τη σκοπιμότητα της εμπέδωσης «γενικής πρόληψης», δηλαδή της αποτροπής του υπολοίπου προσωπικού από την ενεργή ενασχόληση με το συνδικαλισμό και την δια αυτού του τρόπου αποφυγή άσκησης οποιοσδήποτε θεμιτής επιρροής στο εργασιακό status αυτής. Και iii) (σ. 20, 21) Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, παρά την προηγηθείσα ευδόκιμη υπηρεσία του σε πλοία του στόλου του ομίλου της εναγόμενης και της εταιρίας «……………….», εκκινούσα από τη αποδοκιμασία του προσώπου του εξαιτίας της θεωρηθείσας ανεπιθύμητης συνδικαλιστικής δράσης του, πρόσβαλε ευθέως την προσωπικότητά του και ιδίως την επαγγελματική του επάρκεια και ευσυνειδησία, για την οικοδόμηση της οποίας έχει αφιερώσει τον παραγωγικό βίο του, η οποία ευτελίσθηκε, ενόψει της εκ μέρους της εναγόμενης εταιρίας πρόταξης αθέμιτων σκοπιμοτήτων που συνέχονται με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του στο πλαίσιο της οποίας δραστηριοποιήθηκε συνδικαλιστικά, ασκώντας τη συνταγματικά κατοχυρωμένη συνδικαλιστική ελευθερία. Ότι η απόλυσή του, ως επιτίμιο της καθ’ όλα θεμιτής συνδικαλιστικής δράσης του, αποφασίσθηκε ως ποινή – τιμωρία για την εκ μέρους του ανάπτυξη συνδικαλιστικής δράσης και υπ’ αυτό το δεδομένο συνιστά προσβολή του στενού πυρήνα της προσωπικότητάς του, αφού το βασικό αγαθό της εργασίας του, από την άσκηση της οποίας συντηρείται αυτός και η οικογένειά του και αναπτύσσεται η προσωπικότητά του, κατέστη ευτελές και αναλώσιμο, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η αθέμιτη σκοπιμότητα της αποξένωσης από το εργασιακό περιβάλλον του, το οποίο επιχειρήθηκε να στεγανοποιηθεί από την επίδραση της συνδικαλιστικής δράσης του. Ότι οι συνέπειες της απόλυσής του δεν περιορίζονται στην απώλεια της εργασίας του, που επί αρκετά έτη παρείχε ευσυνείδητα είτε στην εναγόμενη εταιρία είτε σε άλλες του ίδιου ομίλου, αλλά συνιστά παράλληλα χαρακτηρισμό του ως προσώπου ανεπιθύμητου σε όλες τις εταιρίες του ομίλου, από τις οποίες είναι πλέον αποκλεισμένος. Ότι, παράλληλα, η απόλυσή του, υπ’ αυτά τα αίτια και συνθήκες, «μολύνει» κατά κυριολεξία το ατομικό βιογραφικό του, με την καταλογισθείσα στο πρόσωπό του «επικινδυνότητα» εξαιτίας της καθ’ όλα θεμιτής ανάπτυξης συνδικαλιστικής δράσης, γεγονός που δυσχεραίνει πλέον την εκ μέρους του ανεύρεση εργασίας στο ναυτικό κλάδο στον οποίο εργάζεται. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την άνω ένσταση αοριστίας της εναγόμενης και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την τελευταία με τον πρώτο λόγο της Β έφεσής της, με τον οποίο επαναφέρει την άνω ένσταση, είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

9. Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων του μάρτυρος απόδειξης ………….. και του μάρτυρος ανταπόδειξης ………, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως αυτές περιέχονται στα με αριθ. ……../2022 απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, των υπ’ αριθ. ………/1-9-2021 και …../31-8-2021 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων απόδειξης …………… και ……….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών …………. και της συμβολαιογράφου Ρόδου ……….. αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης κατά τα άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με το άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ. την υπ’ αριθ. ………./26-8-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….. και την από 25-8-2021 γνωστοποίηση ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων και πρόσκληση του ενάγοντος κατά της εναγόμενης), της υπ’ αριθ. ………./7.9.2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος ανταπόδειξης ………, που προσκομίζεται από την εναγόμενη προς αντίκρουση των καταθέσεων των άνω μαρτύρων απόδειξης, η οποία λήφθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………….. μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος κατά τα άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με το άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα,  με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγόμενης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που περιέχεται στα με αριθ. …………./2022 απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, οι οποίες (ένορκες καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά των οποίων θα γίνει παρακάτω ειδική μνεία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας που καταρτίστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 9-11-2011 έως 12-2-2019, ο ενάγων, ο οποίος είναι Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, με αριθμό ναυτικού φυλλαδίου ……………., ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη, σε Ε/Γ-Ο/Γ πλοία δρομολογημένα σε γραμμές Πειραιάς – Κυκλάδες- Δωδεκάνησα, πλοιοκτησίας της μη διαδίκου εταιρίας «…………..» (δ.τ. ………..), έναντι μηνιαίου μισθού του καθοριζόταν ανάλογα με την ειδικότητα που είχε σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα στις εκάστοτε ισχύουσες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας Ακτοπλοΐας. Η άνω πλοιοκτήτρια εταιρία ανήκει στον όμιλο εταιριών «…………..» (…………..), στον οποίο ανήκει και η εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρία «………..» (………..). Ειδικότερα, με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος και του πλοιάρχου του πλοίου «BSD», ναυτολογήθηκε σε αυτό στις 9 Νοεμβρίου 2011 και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι και την 30η Ιανουάριου 2012, οπότε απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου. Την 1η Απριλίου 2012 ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο  και απασχολήθηκε σ’ αυτό με την ίδια ειδικότητα έως και την 9η Μαΐου 2012, οπότε απολύθηκε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς του σε νέο. Την ίδια ημέρα ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι και την 4η Ιουνίου 2012, οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης. Στις 12 Ιουνίου 2012 ναυτολογήθηκε αυτή τη φορά στο πλοίο «BSP» με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως και τις 9 Ιουλίου 2012, οπότε απολύθηκε λόγω κλεισίματος ναυτολογίου. Την ίδια ημέρα ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου 2012, οπότε απολύθηκε λόγω λήψης άδειας έως και την 15η Ιανουάριου 2013. Στις 15 Ιανουάριου 2013 ναυτολογήθηκε προκειμένου να απασχοληθεί με την ίδια ειδικότητα στο πλοίο «BSΡ» και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι και την 22 Ιουνίου 2013, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας έως και 21 Ιουλίου 2013. Στις 4 Ιουλίου 2013 ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και απολύθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2013 λόγω ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου. Στις 10 Μαρτίου 2014 ναυτολογήθηκε με την ίδια ειδικότητα στο πλοίο BSP και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι τις 21 Ιουνίου 2014, οπότε απολύθηκε λόγω μετάθεσης. Την ίδια ημέρα ναυτολογήθηκε στο πλοίο «BH» με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως την 1η Οκτωβρίου 2014, οπότε απολύθηκε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς του σε νέο. Την ίδια ημέρα ναυτολογήθηκε στο πλοίο BH με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως τις 9 Οκτωβρίου 2014, οπότε απολύθηκε λόγω λήψης αδείας έως και 9 Νοεμβρίου 2014. Στις 8 Νοεμβρίου 2014 ναυτολογήθηκε εκ νέου στο πλοίο «BH» με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως και τις 30 Μαρτίου 2015, οπότε απολύθηκε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς του σε νέο. Την ίδια ημέρα ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως και τις 11 Ιουνίου 2015, οπότε απολύθηκε λόγω λήψης αδείας έως και την 11η Ιουλίου 2015. Ακολούθως, στις 11 Ιουλίου 2015 ναυτολογήθηκε εκ νέου στο πλοίο BH ως ναύτης και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως και τις 28 Σεπτεμβρίου 2015, οπότε απολύθηκε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς του σε νέο. Την ίδια ημέρα προσλήφθηκε εκ νέου με την ίδια ειδικότητα στο ίδιο πλοίο και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως και την 1η Μαρτίου 2016, οπότε απολύθηκε λόγω λήψης της άδειάς του έως και την 1η Απριλίου 2016. Με τη λήξη της άδειάς του ναυτολογήθηκε εκ νέου στο πλοίο BH με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως και τις 9 Σεπτεμβρίου 2016, οπότε απολύθηκε λόγω λήψης της μηνιαίας άδειας έως και την 9η Οκτωβρίου 2016. Στις 10 Οκτωβρίου 2016 ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως και τις Μαρτίου 2017, οπότε απολύθηκε λόγω λήψης αδείας ενός μηνός. Στις 25 Μαΐου 2017 ναυτολογήθηκε εκ νέου με την ίδια ειδικότητα στο πλοίο BSP και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως και τις 28 Αυγούστου 2017, οπότε απολύθηκε λόγω αντικατάστασης του ναυτολογίου και μεταφοράς του σε νέο. Την ίδια ημέρα ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως και τις 22 Σεπτεμβρίου 2017 λόγω άδειας έως και την 22“ Οκτωβρίου 2017. Ακολούθως, στις 26 Οκτωβρίου 2019 ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως και τις 22 Νοεμβρίου 2017, οπότε και έλαβε μία ημέρα άδεια. Μετά την άδεια του, στις 23 Νοεμβρίου 2017, ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως τις 14 Δεκεμβρίου 2017, οπότε απολύθηκε λόγω λήψης αδείας έως και την 14η Ιανουάριου 2018. Στις 7 Φεβρουάριου 2018 ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και απολύθηκε στις 24 Φεβρουάριου 2018 λόγω αντικατάστασης του ναυτολογίου και μεταφοράς του σε νέο. Την ίδια ημέρα ναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως τις 13 Αυγούστου 2018, οπότε απολύθηκε  λόγω αδείας έως και την 13η Σεπτεμβρίου 2018. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2018, μετά το πέρας της άδειάς του, ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως και την 12 Ιανουάριου 2019, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας έως και τις 12 Φεβρουάριου 2019. Ακολούθως, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας που καταρτίστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 14-2-2019 έως 9-11-2019, ο ενάγων ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη ή του υποναύκληρου, σε Ε/Γ-Ο/Γ πλοία πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρίας «…………..», που επίσης ήταν δρομολογημένα σε γραμμές Πειραιάς – Κυκλάδες – Δωδεκάνησα, έναντι μηνιαίου μισθού που επίσης καθοριζόταν ανάλογα με την ειδικότητα που είχε σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα στις εκάστοτε ισχύουσες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας Ακτοπλοΐας. Συγκεκριμένα, στις 14 Φεβρουάριου 2019 ναυτολογήθηκε στο πλοίο ΝΡ, με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι την 27 Μαρτίου 2019, οπότε απολύθηκε  λόγω κλεισίματος ναυτολογίου. Την επόμενη ημέρα, 28 Μαρτίου 2019, ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι τις 14 Μαΐου 2019, οπότε απολύθηκε λόγω προαγωγής. Την ίδια ημέρα ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο με τη νέα του ειδικότητα, ήτοι ως υποναύκληρος) και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως την 1η Οκτωβρίου 2019, οπότε απολύθηκε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς του σε νέο. Τέλος, την ίδια ημέρα ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο ως υποναύκληρος και απασχολήθηκε σ’ αυτό έως την 9 Νοεμβρίου 2019, οπότε απολύθηκε λόγω διακοπής των δρομολογίων για ετήσια επιθεώρηση. Ωστόσο, πριν τη πάροδο της προθεσμίας των 60 ημερών (άρθρο 173 Κ.Δ.Ν.Δ.) και την επανεκκίνηση των δρομολογίων του πλοίου, η εναγόμενη έπαυσε οριστικά να δέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντα και κατέβαλε σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε ο τελευταίος το ποσό των 2.796,63 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης κατ’ άρθρα 75 παρ. 2 και 76 Κ.Ι.Ν.Δ. (βλ. σχετ. το από 9-11-2019 εκκαθαριστικό σημείωμα αποζημίωσης απόλυσης και το από 27-1-2020 αποδεικτικό κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος της αποζημίωσης απόλυσης ποσού 2.796,63 ευρώ). Με την καταβολή της αποζημίωσης αυτής η εναγόμενη εξωτερίκευσε και γνωστοποίησε σ’ αυτόν τη βούλησή της να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων στις 14-10-2016 είχε εκλεγεί πρόεδρος του πρωτοβάθμιου σωματείου με την επωνυμία «…………..», με διάρκεια θητείας τέσσερα έτη. Το σωματείο αυτό δεν αποτελεί αμιγώς ναυτικό σωματείο, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από το άρθρο 4 του καταστατικού του, ως μέλη δύνανται να εγγραφούν όχι μόνο όσοι ασκούν το επάγγελμα του ναυτεργάτη αλλά και όποιος άλλος ασκεί «συναφές προς τούτο επάγγελμα», όπως λ.χ. καβοδέτες, ναυτικοί πράκτορες, πλοηγοί, αλιείς κ.λ.π, ήτοι εν γένει εργαζόμενοι που δεν είναι ναυτικοί και δεν εντάσσονται στο πλήρωμα ενός πλοίου. Για το λόγο αυτό η δράση του άνω σωματείου δεν αναγνωρίζεται από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία (Π.Ν.Ο.), η οποία συνιστά το δευτεροβάθμιο συλλογικό όργανο που κατεξοχήν εκπροσωπεί το σύνολο των ναυτεργατικών σωματείων της χώρας και αρνείται να το εγγράψει ως μέλος της, άρνηση που, λόγω της φύσης και του σκοπού του άνω σωματείου, έχει κριθεί πρωτόδικα σύννομη με τη με αριθ. 3.400/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία). Συνεπώς, εν προκειμένω εφαρμοστέες για τη διάγνωση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος λόγω μη τήρησης της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας για τα συνδικαλιστικά στελέχη τυγχάνουν οι διατάξεις του ν. 1264/1982 και όχι αυτές του ν. 330/1976, διότι από την ισχύ του πρώτου εξαιρούνται μόνο οι αμιγείς ναυτεργατικές οργανώσεις και όχι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις οποιαδήποτε μορφής, ακόμη και εάν έχουν και ναυτεργατικό χαρακτήρα, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο 6α άνω νομική σκέψη. Η επίκληση από τον ενάγοντα του ν. 330/1976 αντί του ν. 1264/1982 προς θεμελίωση ακυρότητας της απόλυσής του λόγω συνδικαλιστικής δράσης του δεν ασκεί εν προκειμένω έννομη επιρροή, καθώς το Δικαστήριο τούτο, ως Δικαστήριο ουσίας, οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των εννόμων σχέσεων που αναδύονται εκ των επικαλουμένων κατά τρόπο σαφή πραγματικών περιστατικών, όπως αυτά προκύπτουν από τις διεξαχθείσες αποδείξεις και ακολούθως να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως την κατάλληλη νομική διάταξη που πρέπει να εφαρμο­σθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στις ανωτέρω υπό στοιχεία 6γ και 6δ νομικές σκέψεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε ως αβάσιμους τόσο τους ισχυρισμούς του ενάγοντος ότι εφαρμοστέος τυγχάνει ο ν. 330/1976 και όχι ο ν. 1264/1982 όσο και της εναγόμενης ότι η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη στο σύνολό της γιατί ο ενάγων δεν επικαλείται το ν. 1264/1982 αλλά το ν. 330/1976, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο δεύτερος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 5-12-2018 το ως άνω σωματείο, στο οποίο είναι γραμμένα περισσότερα των 100 ταμειακά εντάξει μέλη, απέστειλε επιστολή στον υπεύθυνο πληρωμάτων των εταιριών «…………….» και «………….», καταγγέλλοντας τις εργασιακές συνθήκες που επικρατούσαν σε πλοία της πρώτης. Την καταγγελία υπέγραφε ο ενάγων υπό την ιδιότητα του προέδρου του άνω σωματείου. Στις 19-11-2019 το σωματείο αυτό εκ νέου απέστειλε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου καταγγελία με αποδέκτη τη Διεύθυνση Ναυτικής Εργασίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, καταγγέλλοντας τις εργασιακές συνθήκες που επικρατούσαν στα πλοία «Δ, BC και MS», πλοιοκτησίας της εταιρίας «…………………..». Την επιστολή υπέγραφε και πάλι ο ενάγων ως πρόεδρος του άνω σωματείου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η εναγόμενη  γνώριζε τη συνδικαλιστική ιδιότητα και δράση του ενάγοντος, δεδομένου ότι τόσο η εναγόμενη όσο και η καταγγελλόμενη εταιρία αποτελούν μέλη του ομίλου συμμετοχών με την επωνυμία «……………………» (…………). Αμφότερες οι εταιρίες εδρεύουν επί της οδού ………….. στην ……… Αττικής όπου και ασκείται η διοίκησή τους. Επίσης, από την αντιπαραβολή των μελών των διοικήσεων των δύο εταιριών το έτος 2019 προκύπτει ότι αυτές ταυτίζονται (βλ. σχετικές ανακοινώσεις καταχώρησης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών των στοιχείων των μελών του διοικητικού συμβουλίου των εταιριών αυτών – σχετικά 5, 6, 7 και 8 του εκκαλούντος). Η γνώση της εργοδότριας (εναγόμενης) ως προς την συνδικαλιστική ιδιότητα του απολυόμενου εργαζομένου συνάγεται με βεβαιότητα από το γεγονός ότι αποδέκτης της καταγγελίας ήταν ο υπεύθυνος προσωπικού (………….), που είχε ορισθεί, κατά τους κανόνες της πρόστησης, για να εκπροσωπεί την εταιρία «………….» στον τομέα εργασίας, με δικαίωμα πρόσληψης και απόλυσης προσωπικού, ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό της (Α.Π. 424/2016, Α.Π. 440/2015, Α.Π. 84/2010, www.areiospagos.gr). Ενόψει τούτων, κρίνεται προσχηματικός ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η συνδικαλιστική ιδιότητα του ενάγοντος υπέπεσε στην αντίληψή της μετά την καταγγελία της σύμβασής του και συγκεκριμένα στις 3-2-2020, οπότε προωθήθηκε σ’ αυτή το με ίδια ημερομηνία και αριθ. πρωτ. ………………../2020 έγγραφο του Υπουργείου Ναυτιλίας, με το οποίο αυτό ζήτησε να του αποσταλούν οι απόψεις της εργοδότριας εταιρίας του ενάγοντος σχετικά με τους ισχυρισμούς του περί συνδικαλιστικής του ιδιότητας και τυχόν εφαρμογής των διατάξεων του ν. 330/1976. Συνεπώς, δεδομένης της ταύτισης των διοικήσεων της εναγόμενης εταιρίας και της εταιρίας ……………., η εναγόμενη, γνωρίζοντας τη συνδικαλιστική δράση και ιδιότητα του ενάγοντος, επέλεξε να μην προβεί στην επαναυταλόγησή του μετά την επανεκκίνηση των δρομολογίων του πλοίου «ΝΡ» περί τα τέλη Ιανουάριου 2020, αλλά αντιθέτως να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του, καταβάλλοντάς του τη σχετική αποζημίωση. Όμως η καταγγελία αυτή είναι παράνομη γιατί έγινε κατά τη διάρκεια της θητείας του ενάγοντος για λόγους συνδικαλιστικής δράσης του, χωρίς να συντρέχει λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 14 παρ. 10 Ν. 1264/1982, πέραν του γεγονότος ότι και αν υπήρχε τέτοιος λόγος, έπρεπε να βεβαιωθεί η συνδρομή του από την Επιτροπή Προστασίας Συνδικαλιστικών Στελεχών του άρθρου 15 του ίδιου νόμου. Πρέπει, να σημειωθεί ότι κατά το χρόνο καταγγελίας ο ν. 1264/1982 δεν είχε τροποποιηθεί με το ν. 4808/2021 (άρθρα 88 και 101 που καταργεί την επιτροπή του άρθρου 15 του ν. 1264/1982). Επίσης, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων επέδειξε αμέλεια ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων του και κατά συνέπεια η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του οφειλόταν στη συνδικαλιστική δράση του και όχι σε λόγους εργασιακής του απόδοσης και εν αγνοία της συνδικαλιστικής του ιδιότητας, όπως αβάσιμα ισχυρίστηκε πρωτόδικα η τελευταία,  ισχυρισμό που επαναφέρει με τον τρίτο λόγο της έφεσής της. Μεταξύ δε της συνδικαλιστικής ιδιότητας και δράσης του ενάγοντος και της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η εναγόμενη δεν θα έφθανε στην απόλυσή του, ενώ αυτός απασχολούνταν επί 10ετία σε πλοία του ιδίου ομίλου χωρίς μέχρι τότε να υπάρξει κάποιο παράπονο σε βάρος του, εάν δεν υπήρχε η συνδικαλιστική δράση του. Εξάλλου, αυτό γίνεται ευχερώς αντιληπτό και από το γεγονός ότι η καταγγελία της σύμβασής εργασίας του έγινε σε διάστημα δυόμισι μόλις μηνών μετά την άνω από 19-11-2019 καταγγελία προς τη Διεύθυνση Ναυτικής Εργασίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, την οποία ο ενάγων συνυπογράφει ως πρόεδρος του άνω σωματείου. Υπό τα δεδομένα αυτά η καταγγελία της επίδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του, δεδομένου ότι επέφερε μείωση της αξίας και υπόληψής του ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση, ενώ συνιστά και αδικοπραξία, αφού αυτός μειώθηκε ηθικά έναντι των συναδέλφων του αποκλειστικά και μόνο λόγω της συνδικαλιστικής δράσης του. Για το λόγο αυτό η εναγόμενη, με βάση τις πιο πάνω περιγραφόμενες συνθήκες απόλυσής του [παράνομη απόλυση εν γνώσει της συνδικαλιστικής ιδιότητας και δράσης του, της ηλικίας του (50 ετών), της 10χρονης προϋπηρεσίας του σε πλοία του ιδίου ομίλου που διοικούνταν από τα ίδια φυσικά πρόσωπα], συνεκτιμώντας τον βαθμό του πταίσματος της εναγόμενης και των οργάνων της (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), το είδος και τη βαρύτητα της παράνομης και υπαίτιας ηθικής προσβολής και την περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των διαδίκων μερών, πρέπει να του καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση ποσού 3.000,00 ευρώ, ποσό που δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ) και δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εφαρμογή των κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 57 παρ. 2, 59, 299, 932 Α.Κ, δεδομένου ότι, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υστερεί ούτε υπερβαίνει αντίστοιχα, καταφανώς, εκείνων, που, συνήθως, επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης και προκύπτουν από τις συνθήκες της αδικοπραξίας. Η αξίωση αυτή του ενάγοντος δεν έχει σχέση με τις αξιώσεις από το άνω άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 εδ. (α) ν. 3198/1955, κατά τα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθ. 8 άνω νομική σκέψη και συνεπώς, δεν υπόκειται στις αποσβεστικές προθεσμίες των παραγράφων 1 και 2 εδ. α του ιδίου άρθρου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης από την απόλυσή του υπό συνθήκες που πρόσβαλαν παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά του και την επαγγελματική του υπόληψη και δραστηριότητα, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου (τρίτου) της έφεσής του. Περαιτέρω, αναφορικά με τα αγωγικά αιτήματα για επαναπρόσληψη του ενάγοντος και καταβολή σ’ αυτόν μισθών υπερημερίας, τα οποία επανεξετάζονται μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως προς αυτά, πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμα, διότι, επί καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας, ακόμα και καταχρηστικής, δεν έχουν εφαρμογή οι περί καταγγελίας και μισθών υπερημερίας διατάξεις των άρθρων 656, 659 και 672 του Α.Κ. και εκείνες του ν. 2112/1920 «περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων», κατά τα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθ. 7 άνω νομική σκέψη. Εξάλλου, ο ενάγων δεν επικαλείται αλλά ούτε και αξιώνει αποζημίωση στο πλαίσιο των περί αδικοπραξιών διατάξεων του Α.Κ.

10. Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει: Α) να απορριφθεί η Β έφεση της εναγόμενης ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος της εναγόμενης, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) και Β) να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η Α έφεση του ενάγοντος και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, για την ενότητα της εκτέλεσης (Εφ.Πειρ. 178/2023, Εφ.Πειρ. 139/2023, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), Εφ.Πειρ. 178/2023, ό.α, Εφ.Πειρ. 139/2023, ό.α, ώστε η απόφαση να έχει ενιαίο διατακτικό (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Δωδ. 309/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και αφού απορριφθεί ότι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό, να γίνει εν μέρει δεκτή η από 2-6-2020 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ ……./15-6-2020 αγωγή και δη ως προς το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης [κατά το οποίο η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται και αναλύονται στις υπ’ αριθ. 5, 6α, 6γ, 6δ, 7, 8 νομικές σκέψεις στην αρχή της παρούσας, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 299, 57 παρ. 2, 59, 932, 346 Α.Κ, 70, 176 Κ.Πολ.Δ.] και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα για την άνω αιτία το ποσό των 3.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, η εναγόμενη, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, 63 παρ. 1α’, 68 παρ. 1, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α και Β εφέσεις.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Ι. Απορρίπτει κατ’ ουσία τη Β έφεση.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.

ΙΙ. Δέχεται κατ’ ουσία την Α έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 155/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 2-6-2020 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ ……./15-6-2020 αγωγή.

Απορρίπτει ότι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Μαΐου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ