Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 283/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     283/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΗΣ: 1) Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στην ….., ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ………, 3) ……. 4) ……….. και 5) ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευγενία Στάμου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΈΦΕΣΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………….», που εδρεύει …………… και  εκπροσωπείται νόμιμα, υπό την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος διάδικος κατ’ άρθρο 2 παρ. 4 ν. 4354/2015 και για λογαριασμό της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της  Αριστέα Φλεβοτόμου.           

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της εφεσίβλητης την από 10-12-2014 και με ΓΑΚ …. και ΑΚΔ …./15-12-2014 ανακοπή και τους από 10-5-2018 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./11-5-2018 και από 1-3-2019 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …/7-3-2019 πρόσθετους λόγους της και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρουν στα δικόγραφα αυτά. Επί της άνω ανακοπής και των άνω πρόσθετων λόγων εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 14.273/2018 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, το οποίο, αφού συνεκδίκασε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους, κηρύχθηκε αναρμόδιο προς εκδίκασή τους λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και τους παρέπεμψε προς εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών). Με την από 15-2-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/21-2-2019 κλήση των ανωτέρω ανακοπτόντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους ανακοπής η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι της εισήχθησαν προς συζήτηση ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 9-4-2019 και μετ’ αναβολή κατά τη δικάσιμο της 17-9-2019, οπότε και συζητήθηκαν. Ακολούθως, εκδόθηκε επ’ αυτών, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 3507/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι της απορρίφθηκαν. Την απόφαση αυτή πρόσβαλαν ενώπιον του  Δικαστηρίου τούτου οι ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους με την από 12-4-2022 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ …./18-4-2022 έφεσή τους, όπως συμπληρώθηκε με τους από 12-1-2023 και με Γ.Α.Κ. …. και ΕΑΚ …../13-1-2023 πρόσθετους λόγους της. Δικάσιμος των άνω εφέσεων και των άνω πρόσθετων λόγων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι της συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλη Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.): α) η από 12-4-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./18-4-2022 έφεση των: 1) Ναυτικής εταιρίας «………», 2) ………, 3) …….., 4) ………. και 5) ………… κατά της με αριθμό 3507/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 10-12-2014 και με ΓΑΚ … και ΑΚΔ …./15-12-2014 ανακοπής κατ’ άρθρα 632 και 933 Κ.Πολ.Δ. και των από 10-5-2018 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/11-5-2018 και από 1-3-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/7-3-2019 πρόσθετων λόγων ανακοπής και απέρριψε αυτούς (ανακοπή και πρόσθετους λόγους της) και β) οι από 12-1-2023 και με Γ.Α.Κ. … και ΕΑΚ …./13-1-2023 πρόσθετοι λόγοι της άνω έφεσης, οι οποίοι πρέπει να συνεκδικαστούν με αυτή, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα τους, καθώς η ύπαρξη της έφεσης αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής τους προς συζήτηση (άρθρο 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, Εφ.Αθ. 4131/2021, Εφ.Πειρ. 85/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 112, αριθ. 82, σ. 804, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση στ’, παρ. 584). Η άνω έφεση και οι άνω πρόσθετοι λόγοι της ασκήθηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495 παρ. 1, 496, 498 παρ. 1, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β’, εδάφ. α’, 516 παρ. 1, 517 εδάφ. α’, 518 παρ. παρ. 1 και 2 και 520 παρ. παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 Ν.4335/2015, ενόψει του ότι: Α) δεν προκύπτει επίδοση στους εκκαλούντες της εκκαλουμένης απόφασης και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής (άρθρο 518 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.), αφού το πρωτότυπό της κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 21-10-2019 και Β) οι πρόσθετοι λόγοι στην άνω έφεση, οι οποίοι αφορούν κεφάλαια της εκκαλουμένης που πλήττονται με την έφεση και σε κάθε περίπτωση συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, ασκήθηκαν με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και επιδόθηκε στην εφεσίβλητη τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …../13-1-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………. Επομένως, η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι της πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό, το νόμω και ουσία βάσιμο των λόγων τους, μέσα στα όρια που καθορίζονται απ’ αυτούς (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει και του ότι καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες το προβλεπόμενο κατά το άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει από 23-1-2017, μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 (Φ.Ε.Κ. Α’ 240/22-12-2016), παράβολο για την άσκηση της έφεσης, όπως προκύπτει από το με κωδικό πληρωμής …………….. ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου, ποσού 100,00 ευρώ και το αντίστοιχο ηλεκτρονικό αποδεικτικό πληρωμής, που προσαρτώνται στην έκθεση κατάθεσης της άνω έφεσης.             2. Κατά το άρθρο 585 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, το οποίο έχει εφαρμογή και στην ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 του ιδίου Κώδικα: «Το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα αναφερόμενα στα άρθρα 118 έως 120 στοιχεία και τους λόγους της. Νέοι λόγοι μπορούν να προταθούν μόνον με πρόσθετο δικόγραφο το οποίο κατατίθεται στη Γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο τριάντα ή όταν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι: α) το δικόγραφο της ανακοπής και των προσθέτων λόγων αυτής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, κατά τρόπον σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή σαφείς και ορισμένες τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής και β) νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής ή των προσθέτων λόγων αυτής κρίνονται απαράδεκτοι, γιατί δεν επιτρέπεται να προταθούν για πρώτη φορά με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης ή με το δικόγραφο της έφεσης, η οποία ασκείται κατά της απορριπτικής απόφασης της ανακοπής ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης και αν ακόμη οι νέοι λόγοι αφορούν ισχυρισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 Κ.Πολ.Δ, καθόσον, έναντι των γενικών αυτών διατάξεων κατισχύει η ειδική ως άνω διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, η οποία ρυθμίζει αποκλειστικώς το περιεχόμενο του δικογράφου της ανακοπής και τον τρόπο προβολής των νέων λόγων αυτής (Α.Π. 531/2022, Α.Π. 267/2021, Α.Π. 99/2020, Α.Π. 1094/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2η έκδ, υπ’ άρθρο 632, αριθ. 35, σ. 95). Μόνο το περιεχόμενο της ως άνω ανακοπής και εκείνο των τυχόν, κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής, ακόμη και αν πρόκειται για αιτιάσεις που ανάγονται στο κατά νόμο παραδεκτό της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής (Α.Π. 1660/2022, www.areiospagos.gr, Α.Π. 1188/2021, Α.Π. 999/2013, Α.Π. 1827/2012, Α.Π. 1999/2010, Α.Π. 1859/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Νέοι λόγοι ανακοπής που προτείνονται με άλλο τρόπο είναι απαράδεκτοι, ακόμα και όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 269 και 527 Κ.Πολ.Δ, δεδομένου ότι επέχουν θέση ιστορικής βάσης της αγωγής και δεν ρυθμίζονται από τις προαναφερόμενες διατάξεις, αλλά από εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 εδ. α’ και 224 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1098/2008, Α.Π. 1094/2006, Α.Π. 60/2005, Εφ.Αθ. 8/2023, Εφ.Αθ. 4814/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν η ανακοπή δεν περιέχει ένα τουλάχιστον παραδεκτό λόγο, έστω αβάσιμο, οι πρόσθετοι λόγοι είναι απαράδεκτοι, εκτός αν έχει τηρηθεί η προδικασία της ανακοπής ως προς αυτούς και η τυχόν προβλεπόμενη προθεσμία, οπότε μπορούν να κριθούν ως αυτοτελής ανακοπή (Εφ.Λαρ. 418/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 7478/1985, ΕλλΔνη 1985, 1501, Εφ.Αθ. 2795/1986, ΕλλΔνη 1986, 1162, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 585, αριθ. 2 και 3, σ. 1087, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 585, αριθ. 9, σ. 1120 και υπ’ άρθρο 632, αριθ. 15 και 17, σ. 91, Β. Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, 1995, υπ’ άρθρο 585, αριθ. 5, σ. 686, Σ. Πανταζόπουλου, Πρόσθετοι λόγοι Ανακοπής, 2015, σ. 96-98).

3. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι η εκκαλούμενη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1, 104 και 626 Κ.Πολ.Δ, δεν διενήργησε αυτεπαγγέλτως έλεγχο, ως όφειλε και δεν διέγνωσε την έλλειψη πληρεξουσιότητας της υπογράφουσας την από 27-2-2014 αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, δικηγόρου, η οποία συνεπάγεται α) την ακυρότητα της διαταγής πληρωμής αυτής [και δη της με αριθ. ……./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώνονται να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα ….., εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 518.177,60 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, ποσού 8.810,00 ευρώ, για απαίτηση που πηγάζει από σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό υπέρ της πρώτης εξ αυτών, για την οποία εγγυήθηκαν στην πιστώτρια τράπεζα οι λοιποί εξ αυτών)] και β) της από 20-11-2014 επιταγής προς πληρωμή, που συντάχθηκε στο αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής. Με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της έφεσής τους παραπονούνται Α) για την απόρριψη με την εκκαλούμενη απόφαση ως αόριστου: α) του μέρους  του πρώτου λόγου της ανακοπής τους με το οποίο ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, για το λόγο ότι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, κατ’ άρθρα 178 και 179 Α.Κ, σε συνδυασμό και με άρθρο 2 παρ. 6 ν. 2251/1994, οι αναφερόμενοι όροι που περιλήφθηκαν στην από 31-1-2000 σύμβαση δανείου και την από 14-9-2000 πρόσθετη πράξη της, με βάση τους οποίους προβλέφθηκε το δικαίωμα της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας να καθορίζει ελεύθερα το επιτόκιο και να μεταβάλει αυτό μονομερώς, με κριτήρια ασαφή και αδιαφανή, β) του μέρους του πρώτου λόγου της ανακοπής τους, με το οποίο ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, για το λόγο ότι η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν είναι εκκαθαρισμένη, διότι ενσωματώνει τόκους που επιβλήθηκαν με βάση τους αναφερόμενους καταχρηστικούς και γι’ αυτό άκυρους όρους που περιλήφθηκαν στην επίδικη σύμβαση δανείου και στην από 14-9-2000 πρόσθετη πράξη της και παρατίθενται στην προηγούμενη παράγραφο, γ) του δεύτερου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, για το λόγο ότι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί κατ’ άρθρα 178 και 179 Α.Κ, σε συνδυασμό και με άρθρο 2 παρ. 6 και 7 περ. κζ’ και κη’ ν. 2251/1994, οι αναφερόμενοι Γ.Ο.Σ. της επίδικης σύμβασης δανείου, καθ’ ο μέρος προβλέπουν πλασματική αναγνώριση του χρέους από μέρους τους, δ) του τρίτου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, για το λόγο ότι είναι άκυροι, επειδή προσκρούουν στην αρχή της διαφάνειας οι αναφερόμενοι όροι της επίδικης σύμβασης δανείου και των Πρόσθετων Πράξεων αυτής, με τους οποίους το επιτόκιο πίστωσης υπολογίστηκε με βάση έτος 360 ημερών αντί 365 ημερών, ε) του τέταρτου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, για το λόγο ότι η καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα δεν προέβη αυτεπάγγελτα σε επανακαθορισμό της ένδικης οφειλής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 ν. 2789/2000, 42 ν. 2912/2001 και 39 ν. 3259/2004 και στ) του πέμπτου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, για το λόγο ότι είναι άκυροι οι αναφερόμενοι όροι της επίδικης σύμβασης δανείου και των Πρόσθετων Πράξεων αυτής, με τους οποίους μετακυλίεται παράνομα σ’ αυτούς η εισφορά του ν. 128/1975 και ανατοκίζεται παράνομα αυτή. Και  Β) για την απόρριψη άνευ έρευνας των από 10-5-2018 και από 1-3-2019 πρόσθετων λόγων της ανακοπής [με τους οποίους επικαλούνται ακυρότητα της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, λόγω α) παράνομης μετακύλισης της εισφοράς του ν. 128/1975 και παράνομου ανατοκισμού της και β) παράνομης κεφαλαιοποίησης των οφειλόμενων τόκων και εξόδων (πρώτος και δεύτερος λόγος αντίστοιχα των από 10-5-2018 πρόσθετων λόγων), γ) αντισυμβατικής καταγγελίας της ένδικης σύμβασης δανείου και δ) αοριστίας της ένδικης διαταγής πληρωμής και της ένδικης επιταγής προς πληρωμή (πρώτος και δεύτερος λόγος αντίστοιχα των από 1-3-2019 πρόσθετων λόγων)], επειδή κρίθηκε εσφαλμένα ότι στο δικόγραφο της ανακοπής δεν υπήρχε ούτε ένας ορισμένος λόγος και ενόψει του ότι οι άνω πρόσθετοι λόγοι ανακοπής τους δεν είχαν ασκηθεί εντός της προθεσμίας για την άσκηση της ανακοπής  ώστε να μπορούν να ισχύσουν ως αυτοτελής ανακοπή. Περαιτέρω, με τους πρόσθετους λόγους της έφεσής τους, επικαλούνται έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης να αιτηθεί την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και να προχωρήσει βάσει αυτής στην ανακοπτόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Ειδικότερα, επικαλούνται: α) μη εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 ν. 4354/2015 για την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση της εφεσίβλητης προς άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, λόγω καταστρατήγησης του ειδικότερου νομικού πλαισίου του ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων, με βάση το οποίο συντελέστηκε η μεταβίβαση αυτών και η ανάθεση της διαχείρισής τους στην εφεσίβλητη από τη σημερινή δικαιούχο εταιρία ειδικού σκοπού «…..» (ειδική διάδοχο της αρχικής καθ’ ης η ανακοπή («……»), β) διαδικαστικό απαράδεκτο ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση της εφεσίβλητης, λόγω μη προσκόμισης της περίληψης δημοσίευσης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών της σχετικής σύμβασης διαχείρισης και του παραρτήματος αυτής, γ) διαδικαστικό απαράδεκτο ως προς τη μεταβίβαση των ενδίκων απαιτήσεων από την αρχική πιστώτρια τράπεζα ……… στη σημερινή δικαιούχο  «…..», λόγω προσκόμισης ελλιπούς παραρτήματος της σύμβασης εκχώρησης των επίδικων απαιτήσεων και δ) διαδικαστικό απαράδεκτο ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση της εφεσίβλητης, λόγω μη κοινοποίησης σ’ αυτούς (εκκαλούντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους έφεσης) κατά τη διαδικασία της εκτέλεσης του συνόλου των νομιμοποιητικών εγγράφων που αποδεικνύουν τη διαδοχή της ένδικης απαίτησης από την αρχική πιστώτρια άνω τράπεζα στην άνω σημερινή δικαιούχο, κατά παράβαση των διατυπώσεων του άρθρου 925 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και του άρθρου 10 ν. 3156/2003. Ωστόσο, από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης ανακοπής και των άνω πρόσθετων λόγων της προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος της έφεσης των ανακοπτόντων και άπαντες οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσής τους δεν διαλαμβάνονται στο περιεχόμενο της ένδικης ανακοπής τους κατ’ άρθρα 632 και 933 Κ.Πολ.Δ,  και των πρόσθετων λόγων της. Επίσης, η εκκαλούμενη δεν περιέχει διάταξη, απορριπτική τέτοιων λόγων. Προβάλλονται, επομένως, οι λόγοι αυτοί για πρώτη φορά με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της και, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπ’ αριθ. 2 νομική σκέψη της παρούσας, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν, δεδομένου ότι οι λόγοι της ανακοπής επέχουν θέση ιστορικής βάσης της αγωγής και δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 269 και 527 Κ.Πολ.Δ, αλλά από εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 εδ. α’ και 224 Κ.Πολ.Δ. Το Δικαστήριο τούτο δεν έχει δυνατότητα να ερευνήσει κατ’ ουσία τους ισχυρισμούς αυτούς, οι οποίοι προτείνονται το πρώτον ενώπιον του Εφετείου με το εφετήριο, τους πρόσθετους λόγους έφεσης και τις προτάσεις των εκκαλούντων, διότι νέοι λόγοι ανακοπής δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με τρόπο διάφορο του οριζομένου στο άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β Κ.Πολ.Δ, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 του Κ.Πολ.Δ, διότι έναντι των τελευταίων αυτών γενικών διατάξεων κατισχύει, λόγω της ειδικότητας της, η διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 εδ. β Κ.Πολ.Δ., κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν τα συζήτηση. Μόνο το περιεχόμενο της ως άνω ανακοπής και εκείνο των προσθέτων λόγων οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής ακόμη και αν πρόκειται για αιτιάσεις, που ανάγονται στο κατά νόμο παραδεκτό της έκδοσης της διαταγής πληρωμής. Ούτε επιτρέπεται η συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση, τους πρόσθετους λόγους αυτής και την αναίρεση (Α.Π. 348/2022, Α.Π. 925/2020, Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1298/2018, Α.Π. 1/2017, Α.Π. 370/2012, Α.Π. 1943/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς πρέπει να απορριφθούν ο πρώτος λόγος έφεσης, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι της ως απαράδεκτοι. Να προστεθεί εδώ εκ του περισσού α) αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι σε περίπτωση αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής χωρίς πληρεξουσιότητα, ο διάδικος μπορεί να εγκρίνει (όπως εν προκειμένω) την πράξη της υποβολής της αίτησης που προηγήθηκε, με τη νομότυπο πληρεξουσιότητα στο δικηγόρο που παρίσταται για λογαριασμό του στη δίκη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής ή στη δίκη που ανοίγεται στα πλαίσια της διαδικασίας για την αναγκαστική εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, εφόσον βέβαια αυτή δεν έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (Α.Π. 337/2006, Α.Π. 382/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, βλ. και Π. Αρβανιτάκη, Η Διαταγή Πληρωμής κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2012, σ. 454 – 455), έγκριση που μπορεί να γίνει και μετά την πρόταση της ακυρότητας για έλλειψη πληρεξουσιότητας, εφόσον για την ακυρότητα αυτή δεν έχει εκδοθεί κατά το χρόνο της έγκρισης τελεσίδικη απόφαση [Ε. Τσαρούχη, σε Π. Κολοτούρου (επιμ.), Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, (7), αριθ. 92, σ. 251 και, επομένως, και στην κατ’ έφεση δίκη, με το διορισμό ως δικηγόρου είτε εκείνου που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής είτε και άλλου, καθόσον η έγκριση αφορά τις πράξεις που ενεργήθηκαν και όχι το πρόσωπο που τις ενήργησε (Α.Π. 602/2004, Εφ.Αιγ. 161/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ. Γιακουμή / Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη (επιμ.) Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, υπ’ άρθρο 104, αριθ. 8, σ. 356] και β) αναφορικά με τον υπό στοιχείο α’ πρώτο πρόσθετο λόγο έφεσης, ότι κατά την κρατούσα νομολογία (Ολ.Α.Π. 1/2023, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση αυτών, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρίες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.

4. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 623, 624 παρ. 1, 626, 628 παρ. 1 εδ. α’, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 του Κ.Πολ.Δ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 του Κ.Πολ.Δ. Στην περίπτωση αυτή, η ακύρωση της διαταγής πληρωμής απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί αυτή με άλλα αποδεικτικά μέσα (Α.Π. 1376/2018, Α.Π. 682/2015, Εφ.Πειρ. 399/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 Κ.ΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και η παράγραφος 1 του άρθρου 119 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής, πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. 1 περ. α’ του Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που να εξατομικεύουν την απαίτηση, όσον αφορά στο αντικείμενο, το είδος και τον τρόπο γέννησής της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση, έναντι του αιτούντος (Α.Π. 999/2019, Α.Π. 15/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από δε την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 περ. γ’ και δ’ Κ.Πολ.Δ.  – που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί-, προκύπτει ότι αυτή δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρα 631 και 904 παρ. 1 περ. ε’ Κ.Πολ.Δ.). Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής, του καταβλητέου ποσού χρημάτων, απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 916 Κ.Πολ.Δ. και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος. Η δε απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό, με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1349/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, δεν απαιτείται η διαταγή πληρωμής να περιλαμβάνει και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σ’ αυτήν προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο που αυτή απλώς να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών που τη συγκροτούν (Α.Π. 1094/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως, η σύμβαση ανοίγματος του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση, αποτελούν και τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, κατόπιν συμφωνίας των συμβληθέντων μερών (Α.Π. 621/2018, Εφ.Πειρ. 399/2020, Εφ.Δυτ.Μακ.  25/2019, Εφ.Λαρ. 499/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η συμφωνία μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του πιστούχου οφειλέτη, κατά την οποία το απόσπασμα του τηρούμενου από την τράπεζα λογαριασμού θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διατάξει αποδείξεις σε βάρος της, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (Α.Π. 1022/2003,  Α.Π. 925/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), εναπόκειται δε στον πιστούχο οφειλέτη να αμφισβητήσει το ύψος των επιμέρους κονδυλίων πιστοχρέωσης που περιέχονται στα αποσπάσματα, αλλά φέρει ο ίδιος το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης (Εφ.Λαμ. 32/2022, Εφ.Αθ. 3791/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Ως εκ τούτου, αναφορικά με την αποδεικτική δύναμη των εν λόγω αποσπασμάτων, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, με την οποία ζητείται το κατάλοιπο δανειακής σύμβασης ή σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ’ ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται: α) ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε πως, το ποσό αυτό, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας, β) ότι ο λογαριασμός που τηρήθηκε σε εξυπηρέτηση της σύμβασης, έκλεισε με ορισμένο κατάλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων και γ) ότι το απόσπασμα αυτό, στο οποίο εμφαίνεται όλη η κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι και το κλείσιμο αυτού (και το οποίο αποτελεί έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 623 Κ.Πολ.Δ.), επισυνάπτεται στην αίτηση, οπότε και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σ’ αυτήν και τα επί μέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της αιτούσας τράπεζας (Α.Π. 999/2019, Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1071/2017, Α.Π. 872/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το δε αντίγραφο αυτού, έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρο 449 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, 52 του ν.δ. 3026/1954, ήδη 36 2β του ν. 4194/2013- και 14 του ν. 1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου, από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας. Στην περίπτωση όμως των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου, αλλά πρωτοτύπου (Α.Π. 999/2019, Α.Π. 621/2018, Εφ.Πειρ. 399/2020, Εφ.Δυτ.Μακ. 25/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

5. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (Α.Π. 999/2019, Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1738/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέτοιος δε, τελικός αποδέκτης και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει, αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία, σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών, με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι, από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες, είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης, προς περαιτέρω μεταβίβασή τους (Α.Π. 999/2019, Α.Π. 368/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

6. Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 που έχει τίτλο «προστασία καταναλωτών», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 3587/2007 και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (Ολ.Α.Π. 13/2015, Ολ.Α.Π. 15/2007, Α.Π. 368/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης τράπεζας, στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί οιασδήποτε μορφής πίστωση. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., που συνεπάγεται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην επομένη παράγραφο 7 του ιδίου άρθρου, απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς, ως προς αυτούς, να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ’ αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα (Α.Π. 1463/2017, Α.Π. 1332/2012, Α.Π. 7/2011, Α.Π. 904/2011, Εφ.Πατρ. 9/2021, Εφ.Λαρ. 139/2020, Εφ.Δυτ.Μακ. 19/2020 και 25/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, καταχρηστικοί, ενδεικτικά, είναι οι ΓΟΣ, που, μεταξύ άλλων, «… ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς λύσης ή τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο, …ια) χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα….». Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις είναι και η αρχή της διαφάνειας, σύμφωνα με την οποία, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (Εφ.Δυτ.Μακ. 25/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Λαρ. 298/2008, Επισκ.Εμπ.Δ. 2008, 1063, Εφ.Αθ. 1558/2007, ΕλλΔνη 48, 902), ήτοι, πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της, και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής (Ολ.Α.Π. 15/2007, Α.Π. 2037/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ. αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του Α.Κ. (σύμφωνα με την οποία, απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώμα­τος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβα­τική ελευθερία), με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη, ως καταχρηστικών, των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον τον καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε, στο πλαίσιο επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής, χρησιμεύει, κάθε φορά, το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή, μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο, λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών, των οποίων γίνεται αξιολογική στάθμιση, εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή, για κατάργησή του. Ερευνάται, δηλαδή, ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου, με δικές του ενέργειες (Α.Π. 430/2005, Εφ.Λαμ. 32/2022, Εφ.Δυτ.Μακ. 25/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Λαμβάνονται, ως εκ τούτου, υπόψη, εκτός από την ανάγκη προστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή, η φύση των αγα­θών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, όπως ο εξειδικευμένος ή μη χαρακτήρας της συναλλαγής, η εξοικείωση του πελάτη με τις σχετικές συναλλαγές, το μορφωτικό και πνευματικό του επίπεδο, οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και η δυνατότητα αντιμετώπισής τους, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (Α.Π. 1495/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Καταχρηστικός και, συνεπώς, άκυρος, είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία διαταράσσεται, όταν με το περιεχόμενο του ΓΟΣ, αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Έτσι, κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αυτός είναι αντίθετος με κάποια απαγορευτική ρήτρα που περιλαμβάνεται στην ενδεικτική απαρίθμηση συγκε­κριμένων ΓΟΣ που θεωρούνται «per se» καταχρηστικοί και άρα άκυροι, δηλαδή χωρίς να απαιτείται ως προς αυτούς η ύπαρξη των προαναφερόμενων προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας και, σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσον ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή η καταχρηστικότητα, θα κριθεί με βάση τα κριτήρια των εδαφίων α’ και β’ της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 (Α.Π. 1219/2001, Α.Π. 296/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Δέον να σημειωθεί ότι τα περιστατικά τα οποία διαταράσσουν την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και καθιστούν τον όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να προβάλλονται με σαφήνεια ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, για να έχει αυτό τη δυνατότητα να κρίνει, στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, για την ακυρότητα ή μη, ως καταχρηστικού, του σχετικού όρου (Α.Π. 350/2016, Α.Π. 561/2014, Εφ.Λαμ. 32/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η ακυρότητα ενός ΓΟΣ, δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με τον νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος της (181 Α.Κ.), δηλαδή ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Συνεπώς, εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι, ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της Α.Κ. 181. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 181 Α.Κ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο αυτής. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας, μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 Α.Κ, έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική βούληση όλων των μερών κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας, θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση της σχετικής υποθετικής βούλησης, γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (Α.Π. 772/2014, Εφ.Κρητ. 13/2021, Εφ.Λαρ. 17/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε από την άσκησή του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο και, μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε, η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρονικό διάστημα και, πάντως, μικρότερο απ’ αυτό της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και ευρισκόμενες σε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τους, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και έχει διατηρηθεί για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των διαγραφομένων από την ανωτέρω διάταξη ορίων. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης, να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει απλώς δυσμενείς (Ολ.Α.Π. 8/2018, Ολ. Α.Π. 10/2012, Α.Π. 999/2019, Α.Π. 1248/2018, Α.Π. 909/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

7. Αν σε σύμβαση χορήγησης πίστωσης υφίσταται γενικός όρος συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), κατά τον οποίο οι τόκοι θα υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, θεωρείται ότι ο όρος αυτός προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη, κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Η ύπαρξη ενός τέτοιου όρου διασπά, εντελώς τεχνητά και κατ’ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο οφείλει να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή – δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με κατά 1,3889% περισσότερο τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της πιστώτριας τράπεζας. Τούτο ιδίως σε μία εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα στην καταναλωτική πίστη, κατ’ επιταγή της κοινοτικής οδηγίας 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ 21- 178/13.2.2001 (Φ.Ε.Κ. Β’ 255/8-3-2001), ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (Α.Π. 430/2005, Δ.Ε.Ε. 2005, 460). Περαιτέρω με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16.2.1998 «σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη», το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ’ αρ. Ζ1 -178/13.2.2001 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της Υφυπουργού Ανάπτυξης (Φ.Ε.Κ. 255 Β’/9-3-2001) και την Υ.Α. υπ’ αρ. Ζ1-798/25-6-2008 του Υπουργού Ανάπτυξης (Φ.Ε.Κ. 1353 Β’/11-7-2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ. 1 περ. στ’ της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (Α.Π. 1331/2012). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 «για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου», με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ Ζ1-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας -Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Φ.Ε.Κ. Β’/23-6-2017), σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της «η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου». Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω Κ.Υ.Α. ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην όμως ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και «οι συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως «καταναλωτής» θεωρείται «κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του». Εξάλλου, με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος της η κοινή υπουργική απόφαση Φ1983/1991 (Φ.Ε.Κ. 172 Β’), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ15353/1994 (Φ.Ε.Κ. 947 Β’) και Ζ1178/2001 (Φ.Ε.Κ. 255 Β’). Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι και η ανωτέρω Κ.Υ.Α. αφορά μόνον καταναλωτικά δάνεια, με την προϋπόθεση μάλιστα οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής, και όχι επαγγελματικά, όπως είναι σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό (Α.Π. 1138/2020, Εφ.Αθ. 1566/2022, Εφ.Πατρ. 22/2021, Εφ.Αθ. 1051/2020, Εφ.Θεσ. 2613/2017,  ΝΟΜΟΣ).

8. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 Α.Κ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία, είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975 δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή της, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής της. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και, μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξης σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά, είναι τα πιστωτικά ιδρύματα (Α.Π. 368/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από μακρού χρόνου, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 756/2015, Α.Π. 2037/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), οπότε, υπό το καθεστώς αυτό, η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους, δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975 θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 Α.Κ. ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από το Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το Ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου, εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου, στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη, μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους, επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 του Α.Κ,  ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε, στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (Α.Π. 999/2019, Α.Π. 368/2019, Α.Π. 917/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη, αποτέλεσε από την ισχύ του ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συντέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια -πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997, καθορίστηκε ρητά ότι, για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς, κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου, που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β του ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις Ι. Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν θα θεσπιζόταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν. 128/1975, ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Άλλωστε, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Ειδικότερα, η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν. 128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (Α.Π. 999/2019, Α.Π. 368/2019, Α.Π. 430/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (Α.Π. 999/2019, Α.Π. 368/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

9. Με το άρθρο 1 του Ν. 1266/1982, καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή, η οποία με βάση την εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί από το άρθρο 2 παρ. 3 του Ν.Δ 588/1948 «περί ελέγχου πίστεως», καθόριζε με απόφαση της (Ν.Ε.) τα «τραπεζικά επιτόκια» και παράλληλα ορίσθηκε ότι οι αρμοδιότητές της μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε, με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ), καθορίζονταν τα «τραπεζικά επιτόκια», τα επιτόκια, δηλαδή, που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή συναλλαγές. Ο Διοικητής, ειδικότερα, καθόριζε το ελάχιστο και το ανώτατο όριο των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων, μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια, μπορεί να ήταν, και πολλές φορές συνέβαινε αυτό, ανώτερα των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων, δηλαδή των επιτοκίων των λοιπών, πλην των τραπεζικών συναλλαγών, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορούσε να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση, και «κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου…». Μέχρι τον Ιανουάριο του 1987, τα τραπεζικά επιτόκια, τόσο ως προς το ανώτατο, όσο και ως προς το κατώτερο όριο, υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 6 του Ν.Δ. 548/1948, τα οριζόμενα αυτά επιτόκια, ήταν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. Με την υπ’ αριθμό 1087/1987 ΠΔ/ΤΕ, με στόχο την, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω, αλλά και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίστηκε για πρώτη φορά, με την άνω πράξη, μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών. Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο τραπεζικό επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμό 2286/28-1-1994 ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών, καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κλπ, πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων, ορίζονται τα εξής: «… Με την προϋπόθεση της τήρησης του συνολικού κατ’ άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ. β. και γ., το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν». Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη «επιτοκίων χορηγήσεων», πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και όχι στις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα «χορηγήσεων», αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη «χορηγήσεις», υποδηλώνει σαφώς τις κατ’ εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κτλ), τα οποία, λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν (χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κλπ), διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Κατά συνέπεια, με σειρά πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, επήλθε ουσιαστικά απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, οπότε η επέμβαση του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό ανώτατου ορίου, περιορίζεται στη ρύθμιση των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) μόνο επιτοκίων, σύμφωνα με τα άρθρα 293-295 του ΑΚ. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) και τα τραπεζικά επιτόκια, αποτελούσαν ανέκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονται από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, αφού καθεμία κατηγορία ρυθμίζεται από διαφορετικά όργανα, με διαφορετική νομοθετική εξουσιοδότηση, τα δε τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς, με ελεύθερο ανταγωνισμό, τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και τη στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και χωρίς οι τράπεζες, κατά τον καθορισμό τους, να δεσμεύονται από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων. Ενόψει αυτών, συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, που καταρτίσθηκαν μετά την απελευθέρωσή τους και με τις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν, κατά περίπτωση, υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι εκ μόνου του λόγου αυτού αθέμιτες. Συνακόλουθα, η συμφωνία μεταξύ πιστούχου και πιστωτικού ιδρύματος περί χορήγησης καταναλωτικού δανείου από το τελευταίο, με την οποία, κατά περίπτωση και με βάση τις προαναφερόμενες συνθήκες (και, ιδίως, των χρηματοπιστωτικών αγορών και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών, που απορρέουν από τις διατάξεις οι οποίες διέπουν τη λειτουργία τους) σαφώς καθορίζεται κυμαινόμενο επιτόκιο και περιγράφεται ο τρόπος υπολογισμού του με κριτήρια αντικειμενικά, δεν καθίσταται άκυρη, από το γεγονός και μόνο ότι κατά την κατάρτισή της, το συμβατικά προβλεπόμενο ύψος του τραπεζικού επιτοκίου, υπερέβαινε τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) κατά ορισμένες μονάδες και, κατά την καταγγελία, ακόμη περισσότερες, και τούτο διότι η συμφωνία περί καθορισμού κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου, στηρίζεται στις επικρατούσες, κατά το χρόνο συνομολόγησης της, προαναφερόμενες συνθήκες, οι οποίες μάλιστα, σε περίπτωση μεταβολής τους, θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν όχι μόνο τη μείωση υπέρ του πιστούχου, αλλά και την υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος αύξησή του. Ενόψει των εκτεθέντων, με βάση την αρχή του απαραβίαστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda), παραμένει για τα συμβαλλόμενα μέρη η άνω συμφωνία έγκυρη και δεσμευτική κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου, ελεγχόμενη, ενδεχομένως, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και γίνει σχετική επίκληση αυτών, στο πλαίσιο των γενικών ρητρών του Α.Κ. (άρθρα 281 και 388), καθώς και του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή και όχι διότι αυτό, δηλαδή το συμβατικά καθορισθέν κυμαινόμενο τραπεζικό επιτόκιο, υπερβαίνει απλώς και μόνο τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια (Εφ.Λαρ. 147/2019, Εφ.Λαρ. 149/2019, Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). Περαιτέρω, από το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 1083/1980, την υπ’ αριθ. 289/1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω νόμου, το άρθρο 296 Α.Κ και τα άρθρα 110, 111 και 112 Εισ.Ν.Α.Κ, συνάγεται ότι ο ανατοκισμός των οφειλόμενων σε τραπεζικούς ή άλλους πιστωτικούς οργανισμούς, ληξιπρόθεσμων τόκων, δικαιοπρακτικών ή νόμιμων, δεδουλευμένων ή μη, ακόμη δε και τέτοιων επί οριστικού καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού, μπορεί να γίνει από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης, χωρίς οποιονδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό, όχι όμως αυτοδικαίως ή με σχετική μονομερή δήλωση του δανειστή, αλλά με σχετική συμφωνία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη (Ολ.Α.Π. 8 και 9/1998, Εφ.Πατρ. 58/2021, Εφ.Αθ. 2407/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αλλαγές στην ως άνω ρύθμιση επέφερε ο ν. 2601/1998, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 20 αυτού, άρχισε να ισχύει από 15-4-1998 και στο άρθρο 12 του οποίου ορίζονται ότι «1. Από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι, ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων, είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού και το προσωρινό ή οριστικό κατάλοιπο αυτού. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του Εισαγωγικού Νόμου Α.Κ. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Εισαγωγικού Νόμου αυτού. 2. Υφιστάμενες συμφωνίες περί ανατοκισμού για συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, εξακολουθούν να ισχύουν. Εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, γίνεται αυτοδίκαια ανατοκισμός ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο. Για τα στεγαστικά δάνεια ισχύει ο ανατοκισμός μετά δωδεκάμηνο από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ενώ για τη χορήγηση πιστώσεων μέσω πιστωτικών δελτίων (καρτών) ισχύει ο εξάμηνος ανατοκισμός από την πρώτη ανανέωσή τους. 3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και στις οφειλές για καθυστερούμενους τόκους από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων που έχουν καταγγελθεί ή οι εξ αυτών λογαριασμοί έχουν κλείσει από την έναρξη της ισχύος του ν. 1083/1980 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. 4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν όσα κρίθηκαν τελεσίδικα ή ρυθμίστηκαν με συμβιβασμό ή αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών, αναφορικά με συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου… 7. Η ισχύς των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός εκείνων που αφορούν τις συμβάσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες), για τις οποίες η ισχύς του αρχίζει μετά εξάμηνο από τη δημοσίευση αυτού». Με την ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση, προβλέπεται ότι οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα τόκοι, ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης, μόνο εφόσον τούτο συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων. Η περί ανατοκισμού συμφωνία, ισχύει υπό το χρονικό περιορισμό, οι τόκοι να προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο κάθε εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο. Έτσι, συμφωνία που προβλέπει ανατοκισμό για χρονικό διάστημα μικρότερο του εξαμήνου, είναι άκυρη, καθώς η σχετική διάταξη είναι αναγκαστικού δικαίου (Ολ. Α.Π. 13/2006, Α.Π. 5011/2011, Α.Π. 121/2009, Εφ.Λαμ. 32/2022, Εφ.Αθ. 2407/2021, Εφ.Πατρ. 380/2021, Εφ.Πατρ. 58/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν δεν υπάρχει καθόλου συμφωνία ανατοκισμού, ο ανατοκισμός διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 296 Α.Κ. και 110, 111 και 112 Εισ.Ν.Α.Κ. Από τις διατάξεις αυτές και, ιδίως, της παρ. 3, σε συνδυασμό με την παρ. 2, προκύπτει ότι, επί προϋφισταμένων του ν. 2601/1998 συμβάσεων δανείου, εάν δεν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού, γίνεται αυτοδικαίως ανατοκισμός των καθυστερούμενων τόκων ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο (Α.Π. 1781/2007, Α.Π. 1653/2007, Εφ.Πατρ. 380/2021, Εφ.Πατρ. 58/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Προβλέπεται, εξάλλου, ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού έχουν αναδρομική ισχύ, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία μεταξύ των μερών, χωρίς όμως να θίγονται όσα έχουν ήδη κριθεί τελεσίδικα ή αποτέλεσαν αντικείμενο συμβιβασμού ή αναγνώρισης χρέους, περιπτώσεις στις οποίες ισχύουν όσα διατάσσονται από τη σχετική απόφαση, τα συμφωνηθέντα ή αναγνωρισθέντα, αντίστοιχα, ήτοι, η αναδρομική ισχύς, δεν επηρεάζει υπάρχουσες συμφωνίες που καταρτίστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 2601/1998 (Ολ.Α.Π. 13/2006, Δ. 2006, 1144, Α.Π. 74/2020, Α.Π. 421/2009, Εφ.Πατρ. 380/2021, Εφ.Πατρ. 58/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια της «τελεσίδικης κρίσης», περιλαμβάνονται όσες απαιτήσεις κρίθηκαν είτε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση είτε με διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, είτε με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως και των δύο ανακοπών που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, είτε μετά την τελεσίδικη απόρριψη ασκηθείσας ανακοπής και την επικύρωση της διαταγής πληρωμής (Α.Π. 1647/2010, Εφ.Πατρ. 380/2021, Εφ.Πατρ. 58/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, επί συμβάσεως δανείου, όταν δεν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων, η συμβαλλόμενη τράπεζα δικαιούται να απαιτήσει τόκους τόκων, από 15-4-1998 ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης (μετά τη καταγγελία της σύμβασης του δανείου), αλλά περαιτέρω και για το χρόνο μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης ή διαταγής πληρωμής, γιατί το οφειλόμενο ποσό που αποτελεί απαίτηση της τράπεζας, δεν χάνει, μετά την καταγγελία της σύμβασης, αλλά ούτε και μετά την έκδοση της απόφασης ή της διαταγής πληρωμής, το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού τόσο ο προαναφερόμενος εξουσιοδοτικός νόμος και η παραπάνω απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, όσο και ο ν. 2061/1998, προβλέπουν τον εκτοκισμό των οφειλόμενων στις τράπεζες τόκων, χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ ενεργού συμβάσεως και συμβάσεως που για οποιονδήποτε λόγο έληξε ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό, όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος (Α.Π. 578/2006, Α.Π. 938/2002, Εφ.Πατρ. 380/2021, Εφ.Πατρ. 58/2021, Εφ.Αθ. 492/2020, Εφ.Δυτ.Μακεδ. 19/2020, Εφ.Λαρ. 261/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

10. Κατά το άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 245/2016, Α.Π. 1652/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο, ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1443/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία), είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και, συνεπώς, δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (Α.Π. 368/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ’ αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση, συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1943/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο σύμβασης δανείου, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ, στην περίπτωση δε αυτή, φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1071/2017, Α.Π. 370/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 2210/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1349/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας. Για το λόγο αυτό, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρα 118 και 119 Κ.Πολ.Δ.) για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, αν πρόκειται για απαίτηση από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού ή δανειακής σύμβασης, για να είναι ορισμένοι οι λόγοι της ανακοπής που αφορούν στην απαίτηση, πρέπει να περιέχουν ισχυρισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και, γενικότερα, του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (Α.Π. 999/2019, Α.Π. 1071/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επί προβαλλόμενης δε με λόγο ανακοπής, καταχρηστικότητας των γενικών όρων συναλλαγών σε σύμβαση, πρέπει να εκτίθεται το ακριβές περιεχόμενό τους, ώστε να ερευνηθεί αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και, στη συνέχεια, ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, καθώς και το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της σύμβασης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της, όπως επίσης και το εάν οι όροι επιβλήθηκαν δίχως να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας και δίχως επαρκή ενημέρωση του ανακόπτοντος (Α.Π. 350/2016, Α.Π. 15/2007, Εφ.Λαμ. 32/2022, Εφ.Κρητ. 13/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο λόγοι ανακοπής (Α.Π. 40/1994, Δ. 1994, 861, Μιχ. Μαργαρίτη/Άντα Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 632, αριθ. 19, σ. 92). Και

11. Από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ, 361, 873, 874 Α.Κ, 112 Εισ.Ν.Α.Κ. και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», προκύπτει, ότι αλληλόχρεος λογαριασμός υπάρχει, όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία τουλάχιστον το ένα είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία, μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από την καταχώρισή τους την αυτοτέλειά τους και δεν μπορούν να επιδιωχθούν ή να διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το κατάλοιπο, που προκύπτει κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων. Συνεπώς, με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλόμενων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια. Η σχέση αυτή έχει περιουσιακό χαρακτήρα και ως εκ τούτου καταλογίζεται στο ενεργητικό ή το παθητικό της περιουσίας των μερών το ανά πάσα στιγμή περιεχόμενο του λογαριασμού, δηλαδή η αντιπαραβολή των κονδυλίων της χρεοπιστώσεως (Ολ.Α.Π. 31/1997). Κλείνει δε ο λογαριασμός αυτός περιοδικά, εκτός αντίθετης συμφωνίας, κάθε εξάμηνο και οριστικά με καταγγελία της σύμβασης (άρθρο 112 παρ. 2 του Εισ.Ν.Α.Κ.). Μόνον δε μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικώς η απόδοση του οριστικού καταλοίπου. Από τις αμέσως παραπάνω σημειούμενες διατάξεις, προκύπτει επίσης ότι η σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, της οποίας χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι η παροχή της πίστωσης και ο ανοιχτός λογαριασμός, παρέχει εκ του νόμου τη δυνατότητα στην πιστώτρια να κλείνει οριστικά το λογαριασμό, αν και όποτε το θελήσει, κοινοποιώντας ακολούθως στον πιστούχο επιταγή για την πληρωμή του τυχόν υπέρ εκείνης καταλοίπου του λογαριασμού, χωρίς, βέβαια, να τίθεται, κατ’ αρχήν, θέμα κατά πόσο εκείνη πρέπει, για να απαιτήσει την αντίστοιχη είσπραξη του καταλοίπου, να καταγγείλει τη σύμβαση (Α.Π. 1281/2017, Α.Π. 1437/2014). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 806, 807 και 361 Α.Κ. σαφώς προκύπτει ότι η σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, δηλαδή εκείνη, κατά την οποία ο αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε τμηματικές καταβολές προς τη δανείστρια Τράπεζα, καθορισμένες εκ των προτέρων κατά χρόνο και κατά ποσό για την κάλυψη παρασχεθέντος δανείου, είναι τελείως διαφορετική από εκείνη του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι δε δοσοληψίες από το τοκοχρεολυτικό δάνειο, ως από τη φύση τους, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν με την τήρηση ανοικτού λογαριασμού, αφού δεν είναι απαιτητό από την αρχή το σύνολο του χρέους και για το λόγο αυτό α) κάθε δόση είναι διακριτή από τις υπόλοιπες και διατηρεί την αυτοτέλεια και ατομικότητά της και δεν είναι δυνατή η παρακολούθησή της ως μέρους ενός ετερογενούς συνόλου, που περιέχει κεφάλαιο και άληκτα χρεωλύσια, αλλά και κονδύλια του ίδιου λογαριασμού, τα οποία προέρχονται από διαφορετικές αιτίες, που επιβάλλουν ανομοιογενή μεταχείριση και β) δεν είναι δυνατό το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού και ο ανά τρίμηνο ανατοκισμός του συνόλου του καταλοίπου, διότι κάθε δόση του τοκοχρεωλυτικού δανείου περιέχει και άληκτους τόκους, οι οποίοι δεν είναι επιτρεπτό να εκτοκίζονται. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 2789/2000, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 του ν. 2912/2001, ορίσθηκε ότι «Κατ’ εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί, ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί, εν όλω ή εν μέρει, ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31-12-2000, δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ’ ανώτατο όριο». Τα πολλαπλάσια αυτά ορίσθηκαν με την ίδια διάταξη «α) στο τετραπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι τις 31-12-1985 ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτή, β) στο τριπλάσιο, εάν τα άνω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι τις 31-12-1990, γ) στο διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι τις 31- 12-2000», σε κάθε δε περίπτωση, «στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού». Από δε τις διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 1,2 και 12 του επιγενόμενου, ισχύοντος από 4-8-2004, ν. 3259/2004, ορίζεται ότι: «Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου (παρ. 1). Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεων τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξή τους ούτε σε συνέχιση διαδικασιών που έχουν ήδη αρχίσει, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Η αποπληρωμή της προκύπτουσας κατά τα ως άνω οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Η οφειλή θα είναι έντοκη με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες χρηματοδοτήσεις (παρ. 2). Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, όπως (ο νόμος αυτός) ισχύει» (παρ. 12). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες εγκαθίδρυσαν υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από συμβάσεις ή πιστώσεις, ώστε η εκάστοτε προς αυτά οφειλή να μην υπερβαίνει το τετραπλάσιο, τριπλάσιο ή διπλάσιο, κατά περίπτωση, του ληφθέντος κεφαλαίου κάθε δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων λογαριασμών του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, προκύπτει ότι με το άρθρο 39 του ν. 3259/2004, βελτιώθηκαν οι ρυθμίσεις του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 2789/2000, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 2912/2001 και περιορίσθηκε το οριζόμενο ως ανώτατο όριο, του τετραπλασίου της απαιτήσεως από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων με πιστωτικά ιδρύματα, στο τριπλάσιο αυτής και δεν καταργήθηκαν οι ως άνω διαβαθμίσεις των οφειλών ανάλογα με το χρόνο κλεισίματος του λογαριασμού, ούτε αποκλείσθηκαν της ρυθμίσεως εκείνες οι οφειλές που δεν υπερέβαιναν το τριπλάσιο του ληφθέντος δανείου (Α.Π. 262/2021, Α.Π. 1009/2019, Α.Π. 132/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ακόμα ότι ο νόμος ρύθμισε ο ίδιος αυτοτελώς και πλήρως τις προϋποθέσεις όσο και το ύψος της ex lege επιτασσόμενης προσαρμογής των οφειλών από τόκους. Η ρύθμιση των οφειλών χωρεί ex lege αυτοδικαίως. Η απαίτηση είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, προσδιορίζεται δε κατ’ αναπροσαρμογή, σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, με την τέλεση αριθμητικών πράξεων και αφού ληφθεί ως βάση το ποσό της οφειλής (ληφθέν κεφάλαιο προκειμένου περί συμβάσεων δανείων ή πιστώσεων ή της οφειλής όπως είχε διαμορφωθεί κατά την τελευταία εκταμίευση του αλληλόχρεου λογαριασμού), παρέχεται δε στον οφειλέτη, όταν εκδόθηκε σε βάρος του διαταγή πληρωμής ή επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση προς είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων, με ανακοπή του κατά το άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ. ή αντίστοιχα κατά το 933 Κ.Πολ.Δ. να ισχυριστεί και αποδείξει ότι το ποσό της απαίτησης, όπως αυτή προσδιορίζεται από την Τράπεζα, δεν είναι εκείνο, που προκύπτει, ως οφειλόμενο, σύμφωνα με τις εν λόγω ρυθμίσεις του νόμου και δεν οφείλεται κανένα ποσό ή οφείλεται μικρότερο εκείνου που δηλώνει η Τράπεζα. Για το ορισμένο του σχετικού λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η αμφισβήτηση του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, σύμφωνα με το νόμο, μικρότερη ή και μηδενική οφειλή (Α.Π. 2210/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

12. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους, κατά το πρώτο μέρος του, οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, κατά το μέρος με το οποίο ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, για το λόγο ότι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, κατ’ άρθρα 178 και 179 Α.Κ, σε συνδυασμό και με άρθρο 2 παρ. 6 ν. 2251/1994, οι αναφερόμενοι όροι που περιλήφθηκαν στην από 31-1-2000 σύμβαση δανείου και την από 14-9-2000 πρόσθετη πράξη της, με βάση τους οποίους προβλέφθηκε το δικαίωμα της τράπεζας να καθορίζει ελεύθερα το επιτόκιο και να μεταβάλει αυτό μονομερώς, με κριτήρια ασαφή και αδιαφανή και συγκεκριμένα: Α) Ο όρος 1.2 της αρχικής σύμβασης, που ορίζει ότι: «Η Τράπεζα σε όλη τη διάρκεια της ισχύος της παρούσας συμβάσεως διατηρεί το δικαίωμα περιοδικής αναπροσαρμογής, δι’ αυξομειώσεως του παραπάνω επιτοκίου ή του τρόπου υπολογισμού τους, χωρίς σύμπραξη του πιστούχου. Οι αναπροσαρμογές αυτές θα γίνονται κάθε φορά ενόψει και των συνθηκών της αγοράς ή και βάσει τραπεζικών κριτηρίων…», Β) Ο όρος 2.1 της αρχικής σύμβασης, που ορίζει ότι: «…Τα ανωτέρω επιτόκια θα προσαυξάνονται κατά 4 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως. Το επιπλέον αυτό ποσοστό (περιθώριο), θα δικαιούται η Τράπεζα να το αναπροσαρμόζει μονομερώς, κατά την ελεύθερη κρίση της και θα γνωστοποιείται εγγράφως στον πιστούχο…», Γ) Ο όρος 3.1 της αρχικής σύμβασης, που ορίζει ότι: «Η Τράπεζα επιφυλάσσεται του δικαιώματος αυξομειώσεως των παραπάνω εκατοστιαίων μονάδων», Δ) Ο όρος 6.4 της αρχικής σύμβασης, που ορίζει ότι: «Η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα της περιοδικής αναπροσαρμογής, ήτοι της αυξήσεως ή μειώσεως του ελάχιστου δανειστικού επιτοκίου, χωρίς τη σύμπραξη του πιστούχου. Η αναπροσαρμογή του ελάχιστου δανειστικού επιτοκίου θα γίνεται κάθε φορά ανάλογα με τις συνθήκες της χρηματαγοράς και το κόστος του χρήματος για την Τράπεζα…», Ε) Ο όρος 6.5 της αρχικής σύμβασης που ορίζει ότι: «Η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα, λαμβάνουσα υπόψη τα εκάστοτε οικονομικά στοιχεία του πιστούχου και την αποδοτικότητα της ευρύτερης μ’ αυτόν συνεργασίας, γεγονότα οικονομικής φύσεως που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων και η αύξηση του κόστους του χρήματος γενικότερα και ειδικότερα στη διατραπεζική αγορά, τα οποία επιβάλλουν σ’ αυτή αλλαγή της πιστωτικής πολιτικής και του ύψους των επιτοκίων, να αυξάνει, να μειώνει ή να καταργεί το ισχύον κάθε φορά περιθώριο» και ΣΤ) Ο όρος 2.3 της πρόσθετης πράξης, που ορίζει ότι: «…Το ως άνω οριζόμενο περιθώριο θα δικαιούται η Τράπεζα να το αναπροσαρμόζει μονομερώς κατά την ελεύθερη κρίση της…». Με αυτό το περιεχόμενο και με βάση και τα εκτιθέμενα στις ανωτέρω νομικές σκέψεις 5, 6, 9 και 10, ο άνω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι οι ανακόπτοντες, παρόλο που επικαλούνται μερική ακυρότητα της σύμβασης δανείου από την οποία πηγάζουν οι απαιτήσεις για τις οποίες εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής λόγω καταχρηστικότητας των άνω όρων της άνω σύμβασης δανείου και της άνω πρόσθετης πράξης της, δεν εκθέτουν ότι η υποθετική βούληση των συμβαλλομένων κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης θα ήταν αυτή να μην ισχύσει, εάν οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν την ακυρότητα των παρατιθέμενων όρων, με βάση τους οποίους προβλέφθηκε το δικαίωμα της τράπεζας να καθορίζει το επιτόκιο. Επιπλέον, δεν εκθέτουν και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία να εξειδικεύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία τους στις συναλλαγές, τη μη ικανοποίηση των απαιτήσεων διαφάνειας και επαρκούς ενημέρωσής τους, καθώς και το ύψος των παράνομων ωφελημάτων που αποκόμισε η καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα, ώστε να δύναται να συγκεκριμενοποιηθεί, υπό τις επικρατούσες συνθήκες κατά το χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης, η επικαλούμενη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί σχετικά και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με παρεμφερή, αλλά συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία, όπου είναι αναγκαίο, συμπληρώνεται, κατ’ άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ, με αυτήν της παρούσας, απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε το δικόγραφο της ανακοπής και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το άνω μέρος του με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

13. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους, κατά το δεύτερο μέρος του, οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, κατά το μέρος του με το οποίο ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, για το λόγο ότι η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν είναι εκκαθαρισμένη, διότι ενσωματώνει τόκους που επιβλήθηκαν με βάση τους αναφερόμενους άκυρους ως καταχρηστικούς όρους που περιλήφθηκαν στην από 31-1-2000 σύμβαση δανείου και την από 14-9-2000 πρόσθετη πράξη της (και παρατίθενται στην προηγούμενη παράγραφο, στο πλαίσιο της έρευνας του πρώτου λόγου της ανακοπής, κατά το μέρος του περί καταχρηστικότητας όρων της σύμβασης), με βάση τους οποίους προβλέφθηκε το δικαίωμα της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας να καθορίζει ελεύθερα το επιτόκιο και να μεταβάλει αυτό μονομερώς, με κριτήρια ασαφή και αδιαφανή. Με αυτό το περιεχόμενο και με βάση και τα εκτιθέμενα στις νομικές σκέψεις 5, 6, 7, 8, 9 και 10 της παρούσας, ο άνω λόγος ανακοπής είναι επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι οι ανακόπτοντες αμφισβητούν γενικά την ορθότητα του χρεωστικού καταλοίπου του αλληλόχρεου λογαριασμού που τηρήθηκε, χωρίς να προσβάλλουν συγκεκριμένα κονδύλια πιστοχρέωσης και χωρίς να προσδιορίζουν το ποσό με το οποίο επιβαρύνθηκαν εξαιτίας του υπολογισμού των τόκων, με βάση τους σχετικούς όρους της σύμβασης δανείου και της άνω πρόσθετης πράξης της, ούτε το ποσό στο οποίο θα έπρεπε να είχε διαμορφωθεί το χρεωστικό κατάλοιπο και τελικά η οφειλή τους, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την ίδια αιτιολογία απέρριψε τον άνω λόγο ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε το δικόγραφο της ανακοπής και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το άνω μέρος του με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

14. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους, κατά το τρίτο μέρος του, οι εκκαλούντες επαναφέρουν το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, για το λόγο ότι στην επίδικη σύμβαση, η οποία αποτέλεσε την αιτία για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, συμπεριλήφθηκαν οι ακόλουθοι όροι πλασματικής αναγνώρισης της οφειλής τους, οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς τους, είναι άκυροι, ως αντικείμενοι στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 περ. κζ’ και κη’ του Ν. 2251/1994, και συγκεκριμένα: Α) Ο όρος 5.9 της σύμβασης δανείου που ορίζει ότι: «Απόσπασμα που θα εξάγει η Τράπεζα από τα βιβλία της, και που θα εμφανίζει την κίνησή του ή των λογαριασμών της πιστώσεως, σε περίπτωση δε αναγνωρίσεως από την τελευταία αναγνώριση του πιστούχου και μετά, αποτελεί πλήρη απόδειξη του ποσού που οφείλει ο πιστούχος στην Τράπεζα από το κλείσιμο του ή των λογαριασμών του, ο δε πιστούχος αναγνωρίζει από τώρα κάθε οφειλή του που θα αποδεικνύεται με τον τρόπο αυτό και παραιτείται ρητά από κάθε δικαίωμά του να την αμφισβητήσει για οποιοδήποτε λόγο ή αιτία», Β) Ο όρος 9.5 της σύμβασης δανείου που ορίζει ότι: «Συμφωνείται ότι η παράλειψη του πιστούχου να γνωστοποιήσει στην Τράπεζα εγγράφως μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ταχυδρόμηση προς αυτόν αντιγράφου του λογαριασμού ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου, τυχόν αντιρρήσεις ή διαφωνία του, θεωρείται ως αναγνώριση από τον πιστούχο της ακρίβειας του λογαριασμού ή του εγγράφου που του ταχυδρομήθηκε», Γ) Ο όρος 9.1 της σύμβασης δανείου που ορίζει ότι: «Στο τέλος κάθε τριμήνου η Τράπεζα θα αποστέλλει στον πιστούχο αντίγραφο του ή των λογαριασμών που θα αποδεικνύουν την κίνησή τους κατά το τρίμηνο αυτό, καθώς και το υπόλοιπο που θα προκύπτει κάθε τρίμηνο κατά το περιοδικό κλείσιμό τους.(…) Ο πιστούχος οφείλει, αφού ελέγξει τα κονδύλια του λογαριασμού, να αναγνωρίσει το υπόλοιπό του», Δ) Ο όρος 9.2 της σύμβασης δανείου που ορίζει ότι: «Ο πιστούχος συμφωνεί ότι οφείλει μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το τέλος κάθε τριμήνου να γνωστοποιεί εγγράφως κατά τρόπο που να εξασφαλίζει απόδειξη, ότι δεν έλαβε αντίγραφο του ή των λογαριασμών ή ότι δεν διαφωνεί με το περιεχόμενο του αντιγράφου που παρέλαβε», και Ε) Ο όρος 9.4 της σύμβασης δανείου, με βάση τον οποίο: «Ρητά συμφωνείται ότι τα αντίγραφα ή τα αποσπάσματα από τα βιβλία της Τραπέζης που εμφανίζουν την κίνηση του ή των λογαριασμών της πιστώσεως (…) αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της Τραπέζης». Με αυτό το περιεχόμενο και με βάση και τα εκτιθέμενα στις υπ’ αριθ. 4, 5, 6 και 10 νομικές σκέψεις της παρούσας, ο άνω λόγος ανακοπής είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι οι ανακόπτοντες δεν εκθέτουν τις συνέπειες της συνομολόγησης των παραπάνω όρων στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης δανείου και, ειδικότερα, δεν εκθέτουν εάν ενεργοποιήθηκαν οι ως άνω όροι και σε καταφατική περίπτωση εάν η ενεργοποίησή τους επέδρασε στη διαμόρφωση του χρεωστικού σε βάρος τους καταλοίπου (με πλασματική αναγνώριση υπολοίπου κατά το προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο), ούτε εκθέτουν το ύψος των επιμέρους κονδυλίων πιστοχρέωσης που περιέχονται στα αποσπάσματα και οι ίδιοι αμφισβητούν, αλλά και το κατ’ αυτούς ορθό ύψος της οφειλής, όπως αυτό διαμορφώνεται σε σχέση με την πλασματική αναγνώριση και τη στέρηση της δυνατότητάς τους να εναντιωθούν. Επίσης, κατά το μέρος που προβάλλεται η αιτίαση ότι ο Δικαστής που εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν προέβη αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της καταχρηστικότητας των παραπάνω παρατιθέμενων όρων, αλλά και της αιτίασης περί παραβίασης της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, με βάση τα εκτιθέμενα στις υπ’ αριθ. 2 και 10 νομικές σκέψεις της παρούσας, ο άνω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι οι ανακόπτοντες δεν εκθέτουν εάν ενεργοποιήθηκαν οι όροι αυτοί και, σε καταφατική περίπτωση, εάν η ενεργοποίησή τους επηρέασε τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης εναντίον τους και του τελικά οφειλόμενου ποσού απ’ αυτούς, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την ίδια αιτιολογία απέρριψε το δεύτερο λόγο ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε το δικόγραφο της ανακοπής και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το άνω μέρος του με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

15. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους, κατά το τέταρτο  μέρος του, οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, για το λόγο ότι ο όρος 1.1. της επίδικης σύμβασης δανείου και οι όροι 2.3δ και 4.1.4 των από 14-9-2000 και από 5-12-2011 Πρόσθετων Πράξεων αυτής, με τους οποίους το επιτόκιο πίστωσης υπολογίστηκε με βάση έτος 360 ημερών αντί 365 ημερών, είναι άκυροι διότι προσκρούουν στην αρχή της διαφάνειας, καθόσον με τον τρόπο αυτό η δανειολήπτρια πρώτη εξ αυτών δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο και επιβαρύνεται με τη μεθόδευση αυτή για κάθε ημέρα με επιπλέον 1,3889% τόκους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, αφού ναι μεν η συμφωνία υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, όπως επιτάσσεται από τη διάταξη του άρθ. 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, κατά τα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθ. 7 νομική σκέψη της παρούσας, ωστόσο δεν προσβάλλεται με αυτόν συγκεκριμένο κονδύλιο του αλληλόχρεου λογαριασμού, παρά μόνον προβάλλεται μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού αυτού, που τηρείτο προς εξυπηρέτηση της ένδικης σύμβασης παροχής πίστωσης, με δεδομένο ότι οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς τα επί πλέον χρηματικά ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα εξαιτίας της εφαρμογής του προκείμενου όρου της σύμβασης χορήγησης πίστωσης, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους και σε καταφατική περίπτωση να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής μόνο κατά το ακριβές ποσό των παρανόμως επιβληθέντων τόκων, που επιδικάστηκαν με αυτή (Α.Π. 168/2021, Α.Π. 1060/2019, Α.Π. 999/2019, Εφ.Αθ. 1566/2022, Εφ.Αθ. 2407/2021, Εφ.Πατρ. 22/2021, Εφ.Αθ. 1051/2020, Εφ.Θεσ. 2613/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά απέρριψε τον τρίτο λόγο της ανακοπής ως αόριστο και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το άνω μέρος του με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

16. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους, κατά το πέμπτο   μέρος του, οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον τέταρτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση για την ένδικη οφειλή, για το λόγο ότι η αντισυμβαλλόμενη της πρώτης εξ αυτών τράπεζα δεν προέβη σε επανακαθορισμό της οφειλής αυτής με βάση τις διατάξεις των άρθρων 30 του Ν. 2789/2000, 42 του Ν. 2912/2001 και 39 του Ν. 3259/2004. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι οι ανακόπτοντες, παρόλο που αμφισβητούν το ύψος της απαίτησης λόγω μη επανακαθορισμού της οφειλής, με βάση τις επικαλούμενες από τους ίδιους διατάξεις, για τη θεμελίωση του λόγου αυτού, που έχει χαρακτήρα ένστασης κατά τα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθ. 11 ανωτέρω νομική σκέψη, δεν εκθέτουν τα στοιχεία, με βάση τα οποία προκύπτει μικρότερη ή μηδενική οφειλή τους. Ειδικότερα, δεν εκθέτουν, αφενός περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση υπαγωγής τους στις ρυθμίσεις των επικαλούμενων ως άνω νομοθετημάτων, αφετέρου δεν προσδιορίζουν το ποσό που έχει επιδικασθεί σε βάρος τους κατά παράβαση των επικαλούμενων διατάξεων, ούτε και το ποσό στο οποίο θα έπρεπε να είχε διαμορφωθεί η οφειλή τους λόγω υπαγωγής στις επικαλούμενες ευεργετικές ρυθμίσεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά απέρριψε με την ίδια αιτιολογία τον τέταρτο λόγο ανακοπής ως αόριστο και ο δεύτερος λόγος  έφεσης, κατά το πέμπτο μέρος του με το οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία. Και

17. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους, κατά το έκτο μέρος του, οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον πέμπτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, για το λόγο ότι στην ένδικη σύμβαση περιλαμβάνονται παράνομοι και άρα άκυροι όροι [και δη α) ο όρος 2.3α της από 14-9-2000 Πρόσθετης Πράξης που ορίζει ότι: «Ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει στην τράπεζα τόκο που συμφωνείται να είναι το άθροισμα, ως ετήσιο ποσοστό επί τοις εκατό, του επιτοκίου διατραπεζικής Ευρωπαϊκής Αγοράς, πλέον περιθωρίου, πλέον κόστους υποχρεωτικών δεσμεύσεων, πλέον εισφοράς Ν. 128/75, και β) Οι όροι 5.1γ των από 26-3-2009 και 5-12-2011 Πρόσθετων Πράξεων που ορίζουν ότι: «Κυμαινόμενο επιτόκιο, ίσο με το εκάστοτε ισχύον Ελάχιστο Δανειστικό επιτόκιο της Τραπέζης (…) πλέον της εκάστοτε ισχύουσας εισφοράς του Ν. 128/75»], σύμφωνα με τους οποίους η καθ’ ης η ανακοπή καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης χρέωνε παράνομα την πιστούχο πρώτη εξ αυτών με ποσά για την εισφορά του ν. 128/1975, τα οποία επιπλέον ανατόκιζε παράνομα, επιδρώντας με τον τρόπο αυτό στο τελικά οφειλόμενο ποσό δυνάμει του τηρούμενου λογαριασμού και καθιστώντας την απαίτησή της μη εκκαθαρισμένη. Με το περιεχόμενο αυτό και με βάση τα εκτιθέμενα στις υπ’ αριθ. 8, 9, 10, 11 νομικές σκέψεις της παρούσας, ο άνω λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθώς με αυτόν δεν προσβάλλεται ειδικά συγκεκριμένο κονδύλι του λογαριασμού, αλλά μόνο γενικά υποστηρίζεται ότι η μετακύλιση της άνω εισφοράς είναι παράνομη και άρα άκυρη και προβάλλεται μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της δανειακής σύμβασης λογαριασμού. Ο λόγος αυτός ούτε και ως αμφισβήτηση του βέβαιου και εκκαθαρισμένου της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή μπορεί να εκτιμηθεί, δοθέντος ότι η διαταγή πληρωμής δεν καθίσταται άκυρη στο σύνολό της, ως ενσωματώνουσα απαίτηση μη εκκαθαρισμένη, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες, αλλά μόνο κατά το υπερβάλλον ποσό της επιδικαζόμενης απαίτησης, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, πρέπει ο αμφισβητών το ύψος της επίδικης απαίτησης να προσδιορίζει επ’ ακριβώς και με τρόπο ορισμένο (Εφ.Αθ. 1566/2022, Εφ.Αθ. 2407/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπως δεν συμβαίνει στην υπό κρίση ανακοπή, στην οποία οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν τα ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα από την εισφορά του ν. 128/1975 και τον παράνομο ανατοκισμό της. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής ως αόριστο, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται όπου χρειάζεται με αυτήν της παρούσας (άρθ. 534 Κ.Πολ.Δ.) και ο δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το πέμπτο μέρος του με τον οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία.

18. Κατόπιν όλων αυτών, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε το δικόγραφο της ανακοπής η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την άνω ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας επειδή στο δικόγραφό της δεν περιλαμβάνεται έστω ένας ορισμένος λόγος και ακολούθως απέρριψε, χωρίς περαιτέρω έρευνα, τους από 10-5-2018 και από 1-3-2019 πρόσθετους λόγους της [αφού αυτοί δεν μπορούσαν να αξιολογηθούν και να ισχύσουν ως αυτοτελής ανακοπή, διότι δεν ασκήθηκαν εντός της προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής, ενόψει του ότι η αοριστία των λόγων της ανακοπής δεν θεραπεύεται με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα, σε συνδυασμό με το ότι η εξέταση των τελευταίων προϋποθέτει παραδεκτή άσκηση ανακοπής, με την προβολή ενός τουλάχιστον ορισμένου λόγου, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπ’ αριθ. 2 νομική σκέψη] και επικύρωσε την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ………/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (άρθρο 633 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και ακολούθως  απέρριψε και τη σωρευόμενη ανακοπή κατά της από 20-11-2014 επιταγής προς εκτέλεση (άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ.) και όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τους εκκαλούντες με τους άνω λόγους της έφεσής τους και τους πρόσθετους λόγους της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι της στο σύνολο τους. Οι εκκαλούντες/ασκούντες πρόσθετους λόγους έφεσης, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης\καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματός της (άρθρα 176, 183, 189, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου που κατατέθηκε για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 12-4-2022 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../18-4-2022 έφεση και β) τους από 12-1-2023 και με Γ.Α.Κ. ….. και ΕΑΚ …../13-1-2023 πρόσθετους λόγους της.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες/ασκούντες πρόσθετους λόγους έφεσης στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης/καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του με κωδικό πληρωμής ……………… ηλεκτρονικού παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 25 Μάϊου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ