Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 207/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     207/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.  ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντοσέα, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «……………….», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ………..

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «………», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……………..           

Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «………», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………….            

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντοσέα, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «……………..», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός …………..

Ο εκκαλών στην Α έφεση – εφεσίβλητος στη Β έφεση άσκησε την από 17-12-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../22-12-2020 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εφεσίβλητης στην Α έφεση – εκκαλούσας στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 3114/2021 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της τελευταίας ως άνω απόφασης παραπονούνται: α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 21-2-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./28-2-2022 έφεσή του (υπό στοιχείο Α) και β) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη από 1-4-2022 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …../1-4-2022 έφεσή της (υπό στοιχείο Β), οι οποίες, με τις υπ’ αριθ. ……./1-3-2022 και ………./7-4-2022 πράξεις, αντιστοίχως, ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 21-2-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./28-2-2022 έφεση του ……… κατά της εταιρίας «……….» και β) από 1-4-2022 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …../1-4-2022 έφεση της ανωτέρω εφεσίβλητης κατά του ανωτέρω εκκαλούντος, οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 3114/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 17-12-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../22-12-2020 αγωγής του εκκαλούντος στην Α έφεση, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

2. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών στην Α έφεση / εφεσίβλητος στη Β’ έφεση με την προαναφερθείσα αγωγή του εξέθεσε ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε στις 16-12-2016 και 13-5-2019 με την εναγόμενη εταιρία και ήδη εκκαλούσα στη Β έφεση, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «ΕΠ», αριθ. νηολ. Πειραιά ……., κ.ο.χ. 4.863,46, ναυτολογήθηκε κατά τις άνω ημερομηνίες στο άνω πλοίο, στο λιμάνι του Λαυρίου, με την ειδικότητα του Μηχανοδηγού Α’ και με τους όρους και τις αποδοχές που καθορίζονταν στην οικεία Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, υπηρέτησε δε στο άνω πλοίο έως 13-5-2019 και 11-9-2020 αντίστοιχα, οπότε απολύθηκε κατά την 1η ναυτολόγηση στο λιμάνι του Λαυρίου «λόγω αδείας» και κατά τη 2η ναυτολόγηση στο λιμάνι του Πειραιά λόγω καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο χωρίς παράπτωμά του. Ότι κατά τις άνω ναυτολογήσεις του, προς κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του πλοίου, κατά τις περιόδους α) από 4-4-2019 έως και 9-5-2019, από 1-3-2020 έως και 30-4-2020 και από 20-7-2020 έως και 4-8-2020, β) από 1-5-2020 έως και 19-7-2020 και γ) από 25-8-2020 έως και 5-9-2020, ο ίδιος απασχολείτο καθημερινά υπερωριακά με καθήκοντα συναφή με την άνω ειδικότητά του επί δέκα, εννέα και δέκα επτά ώρες αντίστοιχα, ενώ κατά τις περιόδους από 1-1-2019 έως και 3-4-2019, από 10-5-2019 έως και 13-5-2019, από 31-5-2019 έως και 29-2-2020 και από 5-8-2020 έως και 24-8-2020, κατά τις οποίες το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, εκτελούσε καθημερινά, κατ’ εντολή του πλοιάρχου και πλήρη καθήκοντα υδραυλικού. Ότι η εναγόμενη πλοιοκτήτρια καθυστερεί να του καταβάλει: α) για τα επιπλέον  καθήκοντα υδραυλικού που εκτέλεσε κατά τα άνω χρονικά διαστήματα που το πλοίο εκτέλεσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, εθισμένη σχετική αμοιβή συνολικού ποσού 33.192,36 ευρώ, άλλως αντίστοιχη υπερωριακή αμοιβή, συνολικού ποσού 31.259,52 ευρώ, β) διαφορά αμοιβής συνολικού ποσού 3.958,57 ευρώ για την υπερωριακή εργασία του ως Μηχανοδηγού Α’ κατά τα άνω χρονικά διαστήματα που το πλοίο δεν εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, γ) διαφορά συνολικού ποσού 5.140,44 ευρώ για δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ετών 2019 και 2020, δ) διαφορά συνολικού ποσού 1.742,66 ευρώ για αμοιβή δρομολογίων εξπρές κατά τα ίδια έτη, ε) αποζημίωση συνολικού ποσού 2.080,49 ευρώ για μη χορήγηση αδειών διανυκτέρευσης κατά τα ίδια έτη και στ) διαφορά ποσού 590,53 ως αποζημίωση για την απόλυσή του στις 11-9-2020 χωρίς παράπτωμά του. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού μερικού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά και επαναλήφθηκε αναλυτικά στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε στο ακροατήριο (άρθρα 223, 224, 295 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει ως αμοιβή για τα πρόσθετα καθήκοντα υδραυλικού που εκτέλεσε όσο το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, το ποσό των 33.192,36 ευρώ, άλλως ως υπερωριακή αμοιβή για την ίδια αιτία το ποσό των 31.259,52 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι οφείλει ακόμη να του καταβάλει για τα υπόλοιπα κονδύλια το συνολικό ποσό των 13.512,69 ευρώ κατά τις γενόμενες διακρίσεις, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του την 11-9-2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την άνω αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και ως εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα συνολικό ποσό 5.081,54 ευρώ ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης της ειδικότητας του κατά το διάστημα που το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης της ειδικότητας του κατά το διάστημα που το πλοίο δεν εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, καθώς και για δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ετών 2019 και 2020, αμοιβή δρομολογίων εξπρές κατά τα ίδια έτη, αποζημίωση για μη χορήγηση αδειών διανυκτέρευσης κατά τα ίδια έτη και αποζημίωση απόλυσης, υπόλοιπο ποσό 6.439,04 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του την 11-9-2020 και καταδίκασε την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 650,00 ευρώ. Κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να αναδικαστεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και να γίνει δεκτή εν όλω ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντιστοίχως.

4. Από την εκτίμηση των υπ’ αριθ. πρωτ. Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου ΕΒ ………/3-11-2021 και Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά ΕΒ ………./3-11-2021 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων του ενάγοντος ……….. και ……………… ενώπιον της δικηγόρου Βόλου ………….. και του δικηγόρου ……….. αντίστοιχα, που λήφθηκαν μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης κατά τα άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με το άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ. την υπ’ αριθ. ………./27-10-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………… και την από 26-10-2021 γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων και πρόσκληση του ενάγοντος κατά της εναγόμενης) και της υπ’ αριθ. …../8-11-2021  ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος της εναγόμενης ………….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκε μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος κατά τα άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με το άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ. την υπ’ αριθ. Β- ……/3-11-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. και την από 3-11-2021 κλήση εξέτασης μαρτύρων της εναγόμενης κατά του ενάγοντος), οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρος, χωρίς από μόνο του το γεγονός ότι οι μάρτυρες του ενάγοντος τυγχάνουν αντίδικοι της εναγόμενης επειδή έχουν ασκήσει εναντίον της άλλη, δική τους, αγωγή με παρόμοιο αντικείμενο, να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Αθ. 3879/2012, Εφ.Πατρ. 698/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά των οποίων θα γίνει παρακάτω ειδική μνεία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ της εναγόμενης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ-Ο/Γ) πλοίου με την ονομασία «ΕΠ», αριθ. νηολ. Πειραιά …., κ.ο.χ. 4.863,46, Δ.Δ.Σ. ….. και του ενάγοντος, ο τελευταίος, απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, ετών 59, ναυτολογήθηκε στο Λαύριο την 16-12-2016 στο άνω πλοίο με την ειδικότητα του Μηχανοδηγού Α’ και παρείχε σ’ αυτό τις υπηρεσίες του μέχρι την 13-5-2019, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω αδείας ενός μηνός. Κατόπιν, δυνάμει νεότερης σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ίδιο πλοίο και απασχολήθηκε σ’ αυτό μέχρι τις 11-9-2020, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Στις άνω ναυτολογήσεις του, οι οποίες αποτελούσαν συνέχεια προηγούμενων ναυτολογήσεών του στο ίδιο πλοίο από έτους 2016, συμφωνήθηκε ότι στην εργασιακή του θα έχει εφαρμογή η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 24-8-2020 το άνω πλοίο προσέκρουσε σε ύφαλο έξω από το λιμάνι της Κάσου, με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλο ρήγμα στα ύφαλα της πλώρης του που το κατέστησε ανίκανο προς πλου.  Μετά το άνω ατύχημα το πλοίο επισκευάστηκε πρόχειρα στην Κάσο και στις 6-9-2020 ρυμουλκήθηκε στο Πέραμα, όπου απολύθηκε σταδιακά όλο του το πλήρωμα και παρέμεινε χωρίς να επισκευαστεί έως το Νοέμβριο 2021, οπότε αποσύρθηκε οριστικά από τη θάλασσα. Αποδείχθηκε ακόμα ότι από 1-1-2019 έως και 3-4-2019, από 10-5-2019 έως και 13-5-2019 και από 31-5-2019 έως και 29-2-2020, το άνω πλοίο εκτελούσε, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, καθημερινά δρομολόγια, όπως περιγράφονται στους παρακάτω πίνακες, με αφετηρία το λιμάνι του Λαυρίου [για Χίο (Μεστά) – Άγιο Ευστράτιο – Λήμνο (Μύρινα) – Καβάλα] και από 5-8-2020 έως και 24-8-2020 με αφετηρία το λιμάνι της Σητείας Κρήτης (για Κάσο – Κάρπαθο – Ρόδο):             Α. Από 1.1.2019 έως και 3.4.2019 (πρωί), από 10.5.2019 έως και 13.5.2019, από 31.5.2019 έως και 11.6.2019 και από 8.9.2019 έως και 31.10.2019:

 

 

  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Λαύριο 06.40 21.00 Αγ· Ευστράτιος 04.30 04.40 Λαύριο 06.40 21.00
      Μύρινα 06.00 08.00      
      Καβάλα 12.30 16.00      
      Μύρινα 20.30 21.30      
      Αγ· Ευστράτιος 23.00 23.10      
 
ΠΕΜΠΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Αγ. Ευστράτιος 04.30 04.40 Λαύριο 06.40 14.30 Μύρινα   00.45
Μύρινα 06.00 08.00 Αγ. Ευστράτιος 22.00 22.10 Καβάλα 05.15  
Καβάλα 12.30 16.00 Μύρινα 23.40        
Μύρινα 20.30 21.30            
Αγ· Ευστράτιος 23.00 23.10            
 
ΚΥΡΙΑΚΗ            
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.            
Καβάλα   16.00            
Μύρινα 20.30 21.30  
Αγ.  Ευστράτιος 23.00 23.10  

 

Β. Από 12.6.2019 έως και 13.7.2019 και από 2.9.2019 έως και 7.9.2019

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ
Καβάλα 09.00 Λαύριο   08. 30 Μύρινα 04. 30 05.00
Μύρινα 13.30 14.00 Αγ. Ευστράτιος 16.00 16.10 Αγ. Ευστράτιος 06. 20 06.30
Αγ. Ευστράτιος 15.20 15.30 Μύρινα 17. 30 18.00 Λαύριο 14.00 15.00
Λαύριο 23.00   Καβάλα 22.30 23. 59 Αγ. Ευστράτιος 22. 30 22.40
            Μύρινα 23. 59  
ΠΕΜΠΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Μύρινα   00.30 Αγ. Ευστράτιος 06.30 06.40 Μεστά 03.40 04.00
Καβάλα 05.00 07.00 Μύρινα 08.00 09.00 Λαύριο 09.50 12.00
Μύρινα 11.30 12.00 Καβάλα 13.30 16.00 Μεστά 17.50 18.10
Αγ. Ευστράτιος 13.20 13 30 Μύρινα 20.30 21.00 Αγ. Ευστράτιος 23.20 23.30
Λαύριο 21.00 23.00 Αγ. Ευστράτιος 22.20 22.30      
    ΚΥΡΙΑΚΗ  
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Μύρινα 00.50 09.00

 

Γ. Από 14.7.2019 έως και 1.9.2019

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Καβάλα 04.45 09.00 Λαύριο   08.30 Μύρινα 04.30 05.00
Μύρινα 13.30 14.00 Αγ. Ευστράτιος 16.00 16.10 Αγ Ευστράτιος 06.20 06.30
Αγ. Ευστράτιος 15.20 16.30 Μύρινα 17.30 18.00 Λαύριο 14.00 15.00
Λαύριο 23.00   Καβάλα 22.30 23.59 Αγ Ευστράτιος 22.30 22.40
            Μύρινα 23.59  
ΠΕΜΠΤΗ ‘ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Μύρινα   00.30 Αγ. Ευστράτιος 06.30 06.40 Μεστά 03.40 04.00
Καβάλα 05.00 07.00 Μύρινα 08.00 09.00 Λαύριο 09.50 12.00
Μύρινα 11.30 12.00 Καβάλα 13.30 16.00 Μεστά 17.50 18.10
Αγ. Ευστράτιος 13.20 13.30 Μύρινα 20.30 21.00 Αγ Ευστράτιος 23.20 23.30
Λαύριο 21.00 23.00 Αγ. Ευστράτιος 22.20 22.30      
   
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Μύρινα 00.50 09.00
Καβάλα

Λήμνος

13.30 14.30  
19.00 23.55  

 

Δ. Από 1.11.2019 έως και 29.2.2020

ΛΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Λαύριο 06.30 21.00 Αγ. Ευστράτιος 04.30 04.40 Λαύριο 06.30 21.00
      Μύρινα 06.00 08.00      
      Καβάλα 12.30 16.00      
      Μύρινα 20.30 21.30      
      Αγ Ευστράτιος 22.50 23.00      
ΠΕΜΠΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Αγ. Ευστράτιος 04.30 04.40 Λαύριο 06.30 14.30 Μύρινα   00.45
Μύρινα 06.00 08.00 Αγ. Ευστράτιος 22.00 22.10 Καβάλα 05.15  
Καβάλα 12.30 16.00 Μύρινα 23.40        
Μύρινα 20.30 21.30            
Αγ. Ευστράτιος 22.50 23.00            
ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Καβάλα   16.00
Μύρινα 20.30 21.30  
Αγ. Ευστράτιος 22.50 23.00  

 

Την Πέμπτη 6.2.2020 το πλοίο αναχώρησε από τη Μύρινα την 17.00 μ.μ. προς Καβάλα (άφ. 21.30 – αν. 23.30) – Μύρινα (άφ. 04.00 π.μ. της επομένης. Παρασκευή 7.2.2020 – αν. 07.00 π.μ.) -Αγ. Ευστράτιος (άφ. 08 20 π.μ. – αν. 08.30 π.μ.) – Λαύριο (άφ. 16.00 – αν. 21.00 μ.μ.) — Αγ. Ευστράτιος (άφ. 04.30 π.μ. της επομένης Σάββατο 8.2.2020 — αν. 04.40 π.μ.) — Μύρινα (άφ. 06.00 π.μ. – αν. 07.00 π.μ.) – Καβάλα (άφ. 11.30 π.μ. – αν. 16.00 μ.μ. της επομένης Κυριακή 9.2.2020) – Μύρινα (αφ. 20.30 – αν. 21.30) – Αγ. Ευστράτιος (άφ. 22.50 – αν. 23.00) -Λαύριο (άφ. 06.30 π.μ. της επομένης Δευτέρα 10.2.2020).

 

Ε. Από 5.8.2020 έως και 24.8.2020

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Σητεία   10.00 Ρόδος   11.00 Σητεία   10.00
Κάσος 13.00 13.20 Κάρπαθος 16.50 17.10 Κάσος 13.00 13.20
Κάρπαθος 15.10 15. 30 Κάσος 19.00 19.20 Κάρπαθος 15.10 15.30
Ρόδος 21.20   Σητεία 22 20   Ρόδος 21.20  
ΠΕΜΠΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Ρόδος   11.00 Σητεία   10.00      
Κάρπαθος 16.50 17.10 Κάσος 1300 13 20      
Κάσος 19.00 19 20 Κάρπαθος 15.10 15.30      
Σητεία 22.20   Ρόδος 21.20      

 

ΚΥΡΙΑΚΗ

ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Βόλος   11.00
Κάρπαθος 16.50 17.10
Κάσος 19.00 19.20
Σητεία 22.20  

 

Καθ’ όλα τα άνω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του  ο ενάγων απασχολούνταν καθημερινά με τα ανατιθέμενα σε αυτόν καθήκοντα, τα συναφή με την ειδικότητά του, ως μέλος του μηχανοστασίου του άνω πλοίου, στο οποίο, σύμφωνα με την οργανική του σύνθεση (κατά το Π.Δ. 177/1974 «περί οργανικής σύνθεσης πληρωμάτων και επιβατηγών – ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών πλοίων» – Φ.Ε.Κ. Α’ 64/13-3-1974), παρείχαν την εργασία τους συνολικά δεκατέσσερα άτομα και συγκεκριμένα ένας Μηχανικός Α, δύο Μηχανικοί Β, δύο Μηχανικοί Γ, δύο δόκιμοι Μηχανικοί, ένας Μηχανοδηγός Α, τρεις Μηχανοδηγοί Β, ένας Ηλεκτρολόγος, ένας Βοηθός Ηλεκτρολόγου και ένας Καθαριστής Μηχανής. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 88, 89 και 90 του Β.Δ. 683/1960 «περί εφαρμογής του κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί ελληνικών επιβατηγών πλοίων 500 κ.ο.χ. και άνω», τα καθήκοντα του Αρχιθερμαστή ή Α Μηχανοδηγού είναι τα ακόλουθα: «1. Ο Αρχιθερμαστής είναι ο υπαξιωματικός υπόλογος διά την υπηρεσίαν μηχανής και το κατώτερον προσωπικόν αυτής. 2. Τελεί υπό τας διαταγάς και τον έλεγχον του Α Μηχανικού και βοηθεί αυτόν και τους λοιπούς Αξιωματικούς μηχανής εις τα καθήκοντά των κατά τας οδηγίας του Α’ Μηχανικού. 3. Προκειμένου περί πλοίου κινουμένου διά μηχανής εσωτερικής καύσεως υποκαθίσταται αναλόγως εις τα καθήκοντα του Αρχιθερμαστού ο Α’ Μηχανοδηγός» (άρθρο 88). «Ειδικώτερον, ο Αρχιθερμαστής είναι υπεύθυνος: α) διά την καθαριότητα και τάξιν του μηχανοστασίου και λεβητοστασίου και των ενδιαιτημάτων του προσωπικού μηχανής. β) διά την διατήρησιν της πειθαρχίας του κατωτέρου προσωπικού μηχανής και διά την παρακολούθησιν αυτού κατά την εκτέλεσιν της εργασίας και την οικονομικήν απόδοσιν αυτής. γ) διά την καλήν συντήρησιν των εργαλείων, σκευών και φύλαξιν υλικών μηχανής. δ) διά την εν όρμω επίβλεψιν και εξασφάλισιν της διατηρήσεως των πυρών και της διατεταγμένης πιέσεως του βοηθητικού λέβητος» (άρθρο 89) και «Ο Αρχιθερμαστής εκτελεί φυλακήν μετά του Α’ ή του Β’ Μηχανικού, αναλόγως του αριθμού των επί του πλοίου υπηρετούντων μηχανικών και μετέχει των διατασσομένων επισκευών μηχανικής φύσεως κατά τας ώρας εργασίας, συμφώνως προς τα εν άρθρω 78 του παρόντος Κανονισμού οριζόμενα» (άρθρο 90). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι στο άνω πλοίο το προσωπικό του μηχανοστασίου χωριζόταν σε δύο ομάδες και συγκεκριμένα σε αυτούς που εκτελούσαν βάρδια εναλλασσόμενοι εκ περιτροπής (φυλακές) και σε αυτούς που δούλευαν σε εργασίες γενικών καθηκόντων ως ημερήσιοι ναύτες (ντεϊμάνηδες). Ο ενάγων απασχολούνταν στο μηχανοστάσιο αποκλειστικά ως ντεϊμάνης, σε εργασίες καθαρισμού, συντήρησης και επισκευής των μηχανημάτων και των εγκαταστάσεων του μηχανοστασίου, με ωράριο από τις 08.00 έως τις 17.00 και κάποια διαλείμματα για ανάπαυση και φαγητό, τόσο κατά τα χρονικά διαστήματα από 4-4-2019 έως 9-5-2019, από 1-3-2020 έως 30-4-2020 και από 20-7-2020 έως 4-8-2020 που το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες λόγω επισκευών  όσο και κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2020 έως 19-7-2020 που το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες λόγω περιορισμένων επισκευών κυρίως από εξωτερικά συνεργεία, ενώ, κατά το χρονικό διάστημα από 25-8-2020 έως 5-9-2020 που το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο έξω από το λιμάνι της Κάσου λόγω πρόσκρουσης σε ύφαλο, συμμετείχε στις εργασίες άντλησης υδάτων και καυσίμων που λάμβαναν χώρα προκειμένου να μην βουλιάξει το πλοίο και να μην προκληθεί ρύπανση. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είχε συμφωνήσει με τον πλοίαρχο να εκτελεί κατά τα άνω χρονικά διαστήματα, επιπρόσθετα των καθηκόντων της κύριας ειδικότητός του (Μηχανικού Α) και τα μη συναφή καθήκοντα του υδραυλικού και μάλιστα αποκλειστικά αυτός, καθόσον δεν υπήρχε στο πλοίο ναυτολογημένος υδραυλικός και η εφαρμοστέα άνω ΣΣΕ δεν πρόβλεπε τέτοια ειδικότητα. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του προσκομίζει τις δύο άνω ένορκες βεβαιώσεις των συναδέλφων του …………… και ……………, οι οποίοι συνυπηρέτησαν κατά διαστήματα με αυτόν στο ένδικο πλοίο, ο μεν πρώτος κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του 2016 έως και τις 16-12-2019 με την ειδικότητα του Μηχανικού Γ, ο δε δεύτερος κατά τα χρονικά διαστήματα από το έτος 2017 έως το έτος 2020 με την ειδικότητα αρχικά του Μηχανικού Γ και εν συνεχεία του Μηχανικού Β. Πλην όμως η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού του αυτού δεν θεμελιώνεται πειστικά στις καταθέσεις των άνω μαρτύρων (οι οποίοι έχουν ασκήσει πανομοιότυπες αγωγές κατά της εναγόμενης), διότι δεν εξηγούν το λόγο για τον οποίο οι υδραυλικές βλάβες στο πλοίο ανατέθηκαν σε μόνιμη βάση αποκλειστικά στον ενάγοντα και όχι σε όλο το προσωπικό γενικών καθηκόντων του μηχανοστασίου (που, μάλιστα, ελάμβανε μηνιαίο επίδομα για την εκτέλεση έξτρα εργασιών, κατ’ άρθρο 16 της άνω ΣΣΕ) και δεν  ενισχύονται από κάποιο σχετικό έγγραφο που προσκομίστηκε νόμιμα [π.χ. δελτίο αναφοράς ζημιάς στο δίκτυο υδροδότησης και αποχέτευσης του πλοίου, το οποίο παραδόθηκε στον ενάγοντα από τον υπεύθυνο της υποδοχής του πλοίου για ζημιά την οποία μετέπειτα αυτός επισκεύασε], ενώ αναιρούνται από την υπ’ αριθ. …../8-11-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος της εναγόμενης . . ……………, ο οποίος, κατά τις επίδικες χρονικές περιόδους ναυτολόγησης του ενάγοντος, συνυπηρέτησε με αυτόν κατά διαστήματα με την ειδικότητα του Μηχανικού Α και, ως άμεσος προϊστάμενός του, του έδινε οδηγίες και τον ήλεγχε. Ο μάρτυρας αυτός ανταπόδειξης κατέθεσε με λεπτομέρεια πόσα ήταν τα μέλη του προσωπικού του μηχανοστασίου, πως μοιράζονταν σε ομάδες (και δη σε αυτούς που εκτελούσαν βάρδια, εναλλασσόμενοι εκ περιτροπής και σε αυτούς που δούλευαν σε εργασίες συντήρησης ως ντεϊμάνηδες, δηλαδή σε εργασίες γενικών καθηκόντων, κατηγορία στην οποία ανήκε ο ενάγων), καθώς και πόσες ώρες εργαζόταν και ποια ειδικότερα ήταν τα καθήκοντά του. Ειδικά ως προς τα τελευταία ο άνω μάρτυρας καταθέτει: «Ο ενάγων, ως Μηχανοδηγός, ανήκε στην κατηγορία αυτών που δούλευαν σε εργασίες συντήρησης ως ντεϊμάνιδες, δηλαδή σε εργασίες γενικών καθηκόντων στο μηχανοστάσιο και δούλευαν καθημερινά από τις 08:00 το πρωί έως τις 17:00 το απόγευμα, με κάποια διαλείμματα για ανάπαυση και φαγητό….. Εκείνο όμως που μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση είναι ότι ο …… υποστηρίζει ότι δήθεν με ειδική συμφωνία με τον πλοίαρχο του πλοίου ανέλαβε εκείνος μόνο να εκτελεί υδραυλικές εργασίες, ότι οι εργασίες αυτές ήταν πρόσθετες των καθηκόντων του ως Α Μηχανοδηγού και ότι στις εργασίες αυτές απασχολείτο άλλο ένα οκτάωρο ημερησίως, δηλαδή ότι εργαζόταν καθημερινά τουλάχιστον επί δεκαέξι ώρες, ζητώντας να του καταβληθεί ένας ακόμη μισθός ως “Υδραυλικός” ή, διαφορετικά, να του καταβληθεί αμοιβή για υπερωρία οκτώ επιπλέον ωρών ημερησίως. Η αλήθεια όμως είναι ότι ουδέποτε υπήρξε ειδική συμφωνία του με τον πλοίαρχο να αναλάβει εκείνος μόνο να εκτελεί υδραυλικές εργασίες πρόσθετες των καθηκόντων του ως Α Μηχανοδηγού, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει. Ως προϊστάμενος και ανώτερος στην ιεραρχία μετά λόγου γνώσεως καταθέτω ότι οι υδραυλικές εργασίες τις οποίες επικαλείται δεν είναι πρόσθετες ούτε ξένες προς τα καθήκοντά του ως Α Μηχανοδηγού, αλλά μέρος και παρακολουθηματικές αυτών. Άλλωστε, όταν υπήρχε κάποια σοβαρή βλάβη στις υδραυλικές εγκαταστάσεις του πλοίου, αυτής δεν επιλαμβανόταν μόνον ο ………. αλλά όλο το προσωπικό του μηχανοστασίου. Συγκριτικά, στις υδραυλικές εργασίες δεν αναλογούσε παρά ένα μικρό τμήμα των συνολικών καθηκόντων του ……, που το προσδιορίζω σε περί τις τρεις με τέσσερις ώρες εβδομαδιαίως το πολύ, τις οποίες, εφόσον απαιτείτο, τις παρείχε εντός του κανονικού ωραρίου εργασίας του, δηλαδή μεταξύ των ωρών 08:00 με 17:00 με τα  ενδιάμεσα διαλείμματα. Εν τέλει πρέπει να σημειώσω ότι η εταιρία κάθε μήνα κατέβαλε πρόσθετες έκτακτες αμοιβές προς εξόφληση των πάσης φύσεως εργασιών του Μηχανοστασίου, συμπεριλαμβανομένων των υδραυλικών εργασιών. Συνεπώς, είναι απολύτως αναληθές ότι ο κ. ……………. απασχολείτο στα καθήκοντα υδραυλικού καθημερινά και μάλιστα επί οκτώ ώρες επιπλέον του ωραρίου του». Μετά ταύτα, εφόσον  δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι συμφώνησε με τον πλοίαρχο να εκτελεί κατά τη διάρκεια των δρομολογίων του πλοίου, πέραν των καθηκόντων της κύριας ειδικότητός του (Μηχανοδηγού Α) και αυτά του υδραυλικού και μάλιστα μόνος αυτός εξ όλου του προσωπικού του μηχανοστασίου, αλλά, αντίθετα, αποδείχθηκε ότι τα τελευταία αυτά καθήκοντα ήταν μικρό τμήμα και παρακολουθηματικά των καθηκόντων της άνω κύριας ειδικότητά του και εκτελούνταν απ’ όλο το προσωπικό γενικών καθηκόντων του μηχανοστασίου, αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων ότι η εκκαλουμένη, απορρίπτοντας το κονδύλι για επιπλέον αποδοχές της ειδικότητας του υδραυλικού κατά το διάστημα των δρομολογίων του πλοίου, άλλως για αντίστοιχη υπερωριακή αμοιβή του, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 Σ, 3, 189, 192, 193, 361, 648, 651 έως 653 και 659 ΑΚ και 53 Κ.Ι.Ν.Δ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που με την προσβαλλόμενη απόφαση επίσης απέρριψε ως αβάσιμο κατ’ ουσία το άνω κύριο και επικουρικό κονδύλι  για εκτέλεση πρόσθετων εργασιών υδραυλικού, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται απ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα με τους πρώτο και το δεύτερο λόγους της έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

5. Σύμφωνα με το άρθρο 11 της Σ.Σ.Ν.Ε Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 (Υ.Α. 2242.5-1.5/56040/2019) «οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η παρούσα Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς». Σύμφωνα δε με το άρθρο 13 των αυτών Σ.Σ.Ν.Ε «Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 των Συμβάσεων, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή, η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσό του μηνιαίου μισθού ενέργειας της παραγράφου 1 του άρθρου 1 διαιρείται διά των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων διά της διαίρεσης των εβδομάδων του έτους διά δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του από τη διαίρεση αυτή προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τις ώρες της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίως υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρείς (παρ.1). Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία, η προκύπτουσα από την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού θα προσαυξάνεται κατά 25% (παρ. 2). Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 18 των Συμβάσεων, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, προσαυξημένη, κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών (παρ. 5)».

6. Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν στο μηχανοστάσιο αποκλειστικά ως ντεϊμάνης, δηλαδή σε εργασίες γενικών καθηκόντων (καθαρισμού, συντήρησης και επισκευής των μηχανημάτων και των εγκαταστάσεων του μηχανοστασίου, όπως εξαρμώσεις και καθαρισμούς μηχανών, γεννητριών, ψυγείων, ντελαβάλ, αντικαταστάσεις αντλιών, καθαρισμούς αυλών και σωληνώσεων), με ωράριο από τις 08.00 έως τις 17.00 και κάποια διαλείμματα για ανάπαυση και φαγητό από τις 10:00 έως τις 10:20, από τις 12:00 έως τις 13:00 και από 15:00 έως τις 15:20. Κατά τους πλόες από 1-1-2019 έως και 3-4-2019, από 10-5-2019 έως και 13-5-2019, από 31-5-2019 έως και 29-2-2020 και από 5-8-2020 έως και 24-8-2020, εάν τύχαινε κάτι έκτακτο (όπως π.χ. κάποια σοβαρή βλάβη), για την ασφάλεια του πλοίου το ωράριο της βάρδιας παρατείνονταν και ο ενάγων εργαζόταν υπερωριακά, γεγονός που ήταν σπάνιο, ενώ τα Σάββατα που το πλοίο διανυκτέρευε στην Καβάλα, περί ώρα 08:30 ξεκινούσε η συντήρηση του πλοίου και ο καθαρισμός μηχανών και φίλτρων μέχρι τις 14:30 – 15:00 και έπειτα ο ενάγων ήταν ελεύθερος υπηρεσίας μέχρι το επόμενο πρωί στις 08:00. Κατά τα χρονικά διαστήματα από 4-4-2019 έως 9-5-2019, από 1-3-2020 έως 30-4-2020 και από 20-7-2020 έως 4-8-2020 που το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες λόγω επισκευών, καθώς και κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2020 έως 19-7-2020 που το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες λόγω περιορισμένων επισκευών κυρίως από εξωτερικά συνεργεία, ο ενάγων συμμετείχε στις επισκευές με το ίδιο άνω ωράριο από τις 08.00 έως τις 17.00, με τα ίδια άνω διαλείμματα για ανάπαυση και φαγητό, ενώ, κατά το χρονικό διάστημα από 25-8-2020 έως 5-9-2020 που το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο έξω από το λιμάνι της Κάσου μετά την πρόσκρουση σε ύφαλο, συμμετείχε στις εργασίες άντλησης υδάτων και καυσίμων για να αποφευχθεί η βύθισή του και να μην προκληθεί ρύπανση. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η διάρκεια εργασίας του ενάγοντος κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησής του στο άνω πλοίο δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη και ότι, προς κάλυψη των ποικίλλων λειτουργικών αναγκών που προκύπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω χρονικών περιόδων ναυτολόγησής του, ο ενάγων απασχολούνταν επιπλέον ώρες πέραν του νόμιμου ωραρίου του, γεγονός άλλωστε που έμμεσα συνομολογεί η εναγόμενη, δεδομένου ότι δεν αρνείται ότι κατέβαλε σ’ αυτόν αμοιβή από υπερωριακή εργασία. Αμφισβήτηση, όμως, εγείρεται εκ μέρους της όσον αφορά την επικαλουμένη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της απασχόλησης αυτής πέραν του ωραρίου του και όσον αφορά το ύψος της αιτουμένης υπερωριακής αμοιβής του. Ειδικότερα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι εργαζόταν α) επί 16 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2019 έως και 3-4-2019, από 10-5-2019 έως και 13-5-2019, από 31-5-2019 έως και 29-2-2020 και από 5-8-2020 έως και 24-8-2020 κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, β) επί 10 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο κατά τα χρονικά διαστήματα από 4-4-2019 έως και 9-5-2019, από 1-3-2020 έως και 30-4-2020 και από 20-7-2020 έως και 4-8-2020 κατά τα οποία το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια και σ’ αυτό εκτελούνταν εργασίες επισκευών και συντήρησης, γ) επί 9 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2020 έως και την 19-7-2020 που το πλοίο παρέμενε αργό και σ’ αυτό εκτελούνταν περιορισμένης έκτασης επισκευαστικές εργασίες ως επί τω πλείστον από εξωτερικά συνεργεία και δ) επί 17 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο κατά το χρονικό διάστημα από 25-8-2020 έως και την 5-9-2020 που το πλοίο ρυμουλκήθηκε από την Κάσο στον Πειραιά.  Η εναγόμενη υποστηρίζει ότι συνολικά η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος κατά τις άνω χρονικές περιόδους δεν ξεπερνούσε τις 8 ώρες κατά μέσον όρο και εκτάκτως και κατ’ εξαίρεση έφθανε έως τις 9 ώρες. Οι μάρτυρες του ενάγοντος ………. (Μηχανικός Γ) και …………… (Μηχανικός Γ/Β), υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς του, καταθέτοντας ότι ο ενάγων Μηχανοδηγός Α εργαζόταν ημερησίως επί 16 ώρες κατά τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, επί 10 ώρες κατά τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια και σ’ αυτό εκτελούνταν εργασίες επισκευών και συντήρησης και ασταμάτητα από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα επί 10 περίπου ημέρες μετά την άνω προσάραξη του πλοίου σε ύφαλο. Ο μάρτυρας της εναγόμενης ………… (Μηχανικός Α) υποστηρίζει τους ισχυρισμούς της, καταθέτοντας ότι συνολικά η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος δεν ξεπερνούσε τις 8 ώρες κατά μέσον όρο και εκτάκτως και κατ’ εξαίρεση μόνο τις 9 ώρες και μόνο κατά την άνω προσάραξη του πλοίου σε ύφαλο η απασχόλησή του διήρκεσε μέχρι τις 19:00 το βράδυ. Με βάση όλα τα προαναφερθέντα και ενόψει: α) των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του άνω πλοίου, το οποίο ήταν ενταγμένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα των άνω χρονικών περιόδων ναυτολόγησης του ενάγοντος ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας του, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές όσο και τα Σάββατα και τις αργίες, γ) της μη προσκόμισης από την εναγόμενη του βιβλίου υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο όφειλε να τηρεί, δια του αρμοδίου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας Επιβατηγών Πλοίων και 19 των άνω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, δ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος, ε) του επιμερισμού των εργασιών μεταξύ του προσωπικού μηχανής, στ) της ύπαρξης της προβλεπόμενης σύνθεσης του προσωπικού του μηχανοστασίου και ζ) των διδαγμάτων της κοινής πείρας, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος ήταν 10 ώρες τα άνω χρονικά διαστήματα που το πλοίο εκτελούσε πλόες, 9 ώρες τα άνω χρονικά διαστήματα που το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες λόγω επισκευών, 8 ώρες το άνω χρονικό διάστημα που το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες λόγω περιορισμένων επισκευών κυρίως από εξωτερικά συνεργεία και 15 ώρες το άνω χρονικό διάστημα που στο πλοίο εκτελούνταν εργασίες άντλησης υδάτων και επισκευών. Επομένως, ο ενάγων παρείχε, σύμφωνα με την ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές 2 ώρες υπερωριακής εργασίας τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2019 έως και 3-4-2019, από 10-5-2019 έως και 13-5-2019, από 31-5-2019 έως και 29-2-2020 και από 5-8-2020 έως και 24-8-2020, 1 ώρα υπερωριακής εργασίας τα χρονικά διαστήματα από 4-4-2019 έως 9-5-2019, από 1-3-2020 έως 30-4-2020 και από 20-7-2020 έως 4-8-2020, 0 ώρα υπερωριακής εργασίας το χρονικό διάστημα από 1-5-2020 έως 19-7-2020 και 15 ώρες υπερωριακής εργασίας το χρονικό διάστημα από 25-8-2020 έως 5-9-2020, ενώ κατά τα Σάββατα και τις αργίες κατά τα ίδια άνω χρονικά διαστήματα παρείχε 10, 9, 8 και 15 ώρες υπερωριακής εργασίας αντίστοιχα. Το γεγονός ότι το πλοίο κατά τα επίδικα αυτά χρονικά διαστήματα είχε πλήρη την οργανική σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (Κ.Δ.Ν.Δ., Φ.Ε.Κ. Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλοών του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (Εφ.Πειρ. 655/2022, Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, www.efeteio-peir.gr), ενώ το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν πλήρως στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτής (Εφ.Πειρ. 155/2023, Εφ.Πειρ. 577/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 716/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Δεν έσφαλε, επομένως, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επίσης δέχθηκε ότι ο ενάγων, στα πλαίσια της ειδικότητός του του Μηχανοδηγού Α, εργαζόταν τις ίδιες ώρες τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ο τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, κατά το μέρος τους με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

7. Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας, ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε, είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Επίσης, τα προαναφερθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του Μηχανοδηγού Α, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο ορισμένως και ειδικώς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002,  Εφ.Πειρ. 743/2022, Εφ.Πειρ. 485/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 72/2019, Εφ.Πειρ. 588/2018, Εφ.Πειρ. 213/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 465/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 326).

8. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, επαναφέρει την ένσταση που πρόβαλε πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσία, για συμψηφισμό των ποσών που τυχόν θα αποδειχθεί ότι οφείλει στον ενάγοντα ως αμοιβή για υπερωριακή εργασία του τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, με συνολικό ποσό 7.455,20 ευρώ που του κατέβαλε το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2019 έως Σεπτέμβριο 2020, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι, με βάση τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, ερμηνευμένα σύμφωνα με την καλή πίστη και λαμβανομένων υπόψη και των χρηστών ηθών, του κατέβαλε το άνω συνολικό ποσό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, ως «επιμίσθιο», δηλαδή ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου του στην εκτέλεση των καθηκόντων του, με τη συμφωνία να συμψηφίζεται το ποσό αυτό με την τυχόν οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή εργασία του. Η ένσταση αυτή, για την οποία σε κάθε περίπτωση συντρέχουν και οι όροι εφαρμογής του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ. για την υποβολή της το πρώτον στο δεύτερο βαθμό, είναι πλήρως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 440 επ. Α.Κ, 262 Κ.Πολ.Δ. και πρέπει να ερευνηθεί και κατ’ ουσία. Για την απόδειξή της η εναγόμενη προσκόμισε πρωτόδικα και προσκομίζει παραδεκτά και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, τις αποδείξεις πληρωμής μηνιαίας μισθοδοσίας του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2019 έως και Σεπτέμβριο 2020 των ένδικων ναυτολογήσεών του στο πλοίο «ΕΠ», καθώς και τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας του στο πλοίο αυτό τις ένδικες χρονικές περιόδους.  Από τις άνω αποδείξεις αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια των ένδικων άνω ναυτολογήσεων του ενάγοντος, η εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της (ένσταση), κατέβαλε σ’ αυτόν διάφορα χρηματικά ποσά, με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 7.455,20 ευρώ (400,00 ευρώ τον Ιανουάριο 2019, 410,00 ευρώ το Φεβρουάριο 2019, 338,00 ευρώ το Μάρτιο 2019, 180,00 ευρώ τον Απρίλιο 2019, 520,00 ευρώ το Μάιο 2019, 200,00 ευρώ τον Ιούνιο 2019, 325,00 ευρώ τον Ιούλιο 2019, 423,00 ευρώ τον Αύγουστο 2019, 440,00 ευρώ το Σεπτέμβριο 2019, 400,00 ευρώ τον Οκτώβριο 2019, 400,00 ευρώ το Νοέμβριο 2019, 820,00 ευρώ τον Ιανουάριο 2020, 460,00 ευρώ το Φεβρουάριο 2020, 470,00 ευρώ το Μάρτιο 2020, 400,00 ευρώ τον Ιανουάριο 2020, 560,00 ευρώ τον Απρίλιο 2020, 499,50 ευρώ τον Ιούλιο 2020 και 600,00 ευρώ το Σεπτέμβριο 2020). Δεν αποδείχθηκε όμως ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού των καταβαλλόμενων κάθε φορά στον ενάγοντα διαφορετικών άνω πρόσθετων ποσών εκτάκτων αμοιβών, έστω κι αν αυτά καταβάλλονταν από την εναγόμενη εξ ελευθεριότητας, με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ορισμένη και ειδική συμφωνία μεταξύ των συμβληθέντων μερών περί καταλογισμού των πρόσθετων αυτών ποσών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές του ενάγοντος που προβλέπονταν από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε, αφού, η αόριστη διατύπωση του υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικού όρου της άνω σύμβασης ναυτικής εργασίας του: «Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», ερμηνευμένου κατά τα άρθρα 173, 200 Α.Κ. (Α.Π. 1214/2010, Α.Π. 1746/2009, Α.Π. 142/2003, Α.Π. 737/2001, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 743/2022, ό.α.), δεν επιτρέπει το συμψηφισμό των ως άνω πρόσθετων ποσών που χορηγούσε η εναγόμενη προς τον ενάγοντα με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή εργασία, αφού στον ως άνω συμβατικό όρο δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα (κατά ποιόν και ποσόν), οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγόμενης προς τον ενάγοντα. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητά ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν υποχρεώσεις της εναγόμενης από τη σύμβαση για υπερωριακή αμοιβή ή για δώρα εορτών (Εφ.Πειρ. 743/2022, Εφ.Πειρ. 205/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 465/2009, ό.α.). Σε κάθε περίπτωση, δεν προσκομίστηκε κάποιο αποδεικτικό έγγραφο που να φέρει την υπογραφή του ενάγοντος και να αποδεικνύει το αντίθετο. Όπως, δε, κατέθεσε χαρακτηριστικά ο μάρτυρας ανταπόδειξης ………., τα άνω ποσά που ο ενάγων έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» αφορούσαν ιδιαίτερη αμοιβή του κατ’ άρθρο 29 της άνω ΣΣΝΕ για εκτελεσθείσες απ’ αυτόν έξτρα εργασίες μηχανοστασίου, συμπεριλαμβανομένων υδραυλικών εργασιών και συνεπώς φέρουν το χαρακτήρα αποζημίωσης και όχι αμοιβής που καταβάλλεται εξ ελευθεριότητας, μη δυνάμενα εκ του λόγου αυτού να υποβληθούν σε συμψηφισμό με τη δικαιούμενη αμοιβή για υπερωριακή εργασία, αφού έχουν καταβληθεί για άλλη αιτία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την άνω ένσταση της εναγόμενης, έστω με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

9. Κατόπιν αυτών, για τα μη αμφισβητούμενα άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του στο πλοίο «ΕΠ», ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του τα ακόλουθα ποσά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα γι’ αυτήν ωρομίσθια στην εφαρμοστέα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 (Υ.Α. 2242.5-1.5/56040/2019): α) ως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση για χρονικό διάστημα 12 μηνών και 27 ημερών που το πλοίο εκτελούσε πλόες (ήτοι από 1-1-2019 έως και 3-4-2019, από 10-5-2019 έως και 13-5-2019, από 31-5-2019 έως και 29-9-2020 και από 5-8-2020 έως και 24-8-2020): 1) για 55 Σάββατα και 14 αργίες και συνολικά 69 ημέρες, το ποσό των (69 ημέρες Χ 10 ώρες υπερωριακής εργασίας X 11,55 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 50%) 7.969,50 ευρώ, 2) για 323 καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (323 ημέρες X 2 ώρες X 9,63 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 25%) 6.220,98 ευρώ και συνολικά για το διάστημα αυτό το ποσό των 14.190,48 ευρώ, β) ως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση για τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες λόγω επισκευών (ήτοι από 4-4-2019 έως 9-5-2019, από 1-3-2020 έως 30-4-2020 και από 20-7-2020 έως 4-8-2020): 1) για 15 Σάββατα και 4 αργίες και συνολικά 19 ημέρες, το ποσό των (19 ημέρες X 9 ώρες υπερωριακής εργασίας X 11,55 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 50%) 1.975,05 ευρώ, 2) για 90 καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (90 ημέρες X 1 ώρα X 9,63 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 25%) 866,70 ευρώ, και συνολικά για το διάστημα αυτό το ποσό των 2.841,75 ευρώ, γ) ως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση για το χρονικό διάστημα που το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες (ήτοι από 1-5-2020 έως 19-7-2020): 1) για 12 Σάββατα και 2 αργίες και συνολικά 14 ημέρες, το ποσό των (14 ημέρες X 8 ώρες υπερωριακής εργασίας X 11,55 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 50%) 1.293,60 ευρώ και 2) για 66 καθημερινές και Κυριακές δεν δικαιούται αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Συνολικά για το διάστημα από 1-5-2020 έως 19-7-2020 δικαιούται το ποσό των 1.293,60 ευρώ και δ) ως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση για το χρονικό διάστημα που εκτελούνταν εργασίες άντλησης υδάτων και επισκευών (ήτοι από 25-8-2020 έως και 5-9-2020): 1) για ένα Σάββατο το ποσό των (1 ημέρα X 15 ώρες υπερωριακής εργασίας X 11,55 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 50%) 173,25 ευρώ, 2) για 10 καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (10 ημέρες X 7 ώρες X 9,63 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 25%) 674,10 ευρώ, και συνολικά για το διάστημα από 25-8-2020 έως και 5-9-2020 το ποσό των 847,35 ευρώ. Έναντι των ως άνω ποσών έλαβε για το έτος 2019, για υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών, το ποσό των 2.650,95 ευρώ και για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών το ποσό των 6.046,37 ευρώ και για το έτος 2020, για υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών το ποσό των 943,82 ευρώ και για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών το ποσό των 4.411,73 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 14.052,87 ευρώ και επομένως για έκαστο μήνα κατά μέσο όρο το ποσό των (14.052,87 ευρώ / 19 μήνες και 27 ημέρες του συνολικού χρόνου ναυτολόγησης του ενάγοντος) 706,17 ευρώ. Συνεπώς, για τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2019 έως και 3-4-2019, από 10-5-2019 έως και 13-5-2019, από 31-5-2019 έως και 29-9-2020 και από 5-8-2020 έως και 24-8-2020, ήτοι για χρονικό διάστημα 12 μηνών και 27 ημερών, που το αίτημα της αγωγής είναι καταψηφιστικό, του έχει καταβληθεί το ποσό των (706,17 ευρώ X 12 μήνες και 27 ημέρες) 9.108,94 ευρώ και δικαιούται επιπλέον ποσό (14.190,48 – 9.108,94) 081,54 ευρώ. Για τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα, που το αίτημα είναι αναγνωριστικό, δικαιούται το ποσό των (2.841,75 + 1.293,60 + 847,35) 4.982,70 ευρώ, έναντι του οποίου του έχει καταβληθεί το ποσό των (2.618,61 + 907,18) 3.525,79 ευρώ (και όχι μόνο 3.123,26 ευρώ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται) και δικαιούται τη διαφορά ποσού (4.982,70 – 3.525,79) 1.456,91 ευρώ 38,77 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που του επιδίκασε για τα άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του τα ίδια άνω ποσά ως αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ο τρίτος λόγος της έφεσής του και ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, κατά το μέρος τους με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

10. Από τη διάταξη του άρθρου 14 της εφαρμοστέας άνω ΣΣΝΕ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με  αριθμό 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. B’ 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εφόσον  η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε  οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων  λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της άνω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά  μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες  παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα  (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 496/2015, αδημ, Εφ.Πειρ. 861/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 481/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 430/2014, Εφ.Πειρ. 361/2014, Εφ.Πειρ. 56/2014, Εφ.Πειρ. 83/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονης γραμμής (Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 220/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 328/2014, Εφ.Πειρ. 177/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ωστόσο συνυπολογίζεται και η άνω αμοιβή στην περίπτωση που πραγματοποιούνται τακτικά τέτοια δρομολόγια και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (Εφ.Πειρ. 463/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 590/2014, Εφ.Πειρ. 66/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, δεν συνυπολογίζονται τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας που προσφέρεται, αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 194/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr), ούτε η αμοιβή για εκτέλεση έξτρα εργασιών, εάν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα (Εφ.Πειρ. 237/2016, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 434/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 543/2022, www.efeteio-peir.gr).

11. Με βάση τα παραπάνω, στις νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος θα συνυπολογιστούν ο καθορισθείς ανωτέρω  μέσος όρος της αμοιβής του για υπερωριακή εργασία, το επίδομα άγονης γραμμής και η αποζημίωση άδειας, ενόψει του ότι, από τις προσκομιζόμενες και μη αμφισβητούμενες από τους διαδίκους μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του προκύπτει η κατά τρόπο σταθερό, τακτική, κάθε μήνα καταβολή ποσών γι’ αυτές τις αιτίες, ως άλλωστε δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη – εκκαλούσα. Δεν θα συνυπολογιστούν όμως στις τακτικές αποδοχές του, σύμφωνα και με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στη συνέχεια, τα ποσά που του καταβλήθηκαν ως έκτακτες αμοιβές και ως πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, καθώς δεν τα λάμβανε σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα και τα δρομολόγια εξπρές δεν πραγματοποιούνταν τακτικά, όπως δεν θα συνυπολογιστούν και τα ποσά που του καταβλήθηκαν ως δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αφού αυτά του καταβάλλονταν επ’ ευκαιρία των άνω εορτών και όχι τακτικά κάθε μήνα ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας που προσέφερε. Κατόπιν τούτων, οι νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται σε 3.835,76 [1.331,91 ευρώ μισθός ενεργείας + 293,02 επίδομα  Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 ευρώ Χ 30 ημέρες) + 20,61 ευρώ μηνιαίο ειδικό επίδομα παρακολούθησης της λειτουργίας των βοηθητικών μηχανημάτων του πλοίου + 36,91 ευρώ μηνιαίο επίδομα κατώτερου πληρώματος μηχανής + 469,20 ευρώ αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας + 963,47 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας {14.190,48 + 2.841,75 + 1.293,60 + 847,35) 19.173,18 ευρώ / 19,9 μήνες της συνολικής ναυτολόγησής του (19 μήνες και 27 ημέρες)} + 84,60 ευρώ μέσος όρος αμοιβής για πλόες άγονης γραμμής = 3.835,76 ευρώ]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται: Α) για δώρο Πάσχα 2019 (για τη ναυτολόγησή του από 1-1-2019 έως και 30-4-2019):  3.835,76 / 2 = 1.917,88 ευρώ και μετά την αφαίρεση του συνολικού ποσού 1.223,84 που έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 694,04  ευρώ. Β) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019 (για τη ναυτολόγησή του από 1-5-2019 έως 13-5-2019 και από 31-5-2019 έως 31-12-2019):  3.835,76 ευρώ / 25 Χ 2 Χ 12 δεκαεννεαήμερα που και ο ίδιος επικαλείται = 3.682,32 ευρώ και μετ’ αφαίρεση του συνολικού ποσού 2.349,60 ευρώ που έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.332,72  ευρώ, Γ) για δώρο Πάσχα 2020 (για τη ναυτολόγησή του από 1-1-2020 έως και 30-4-2020):  3.835,76 / 2 = 1.917,88 ευρώ και μετά την αφαίρεση του συνολικού ποσού 1.179,42 που έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 738,46  ευρώ. και Δ) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 (για τη ναυτολόγησή του από 1-5-2020 έως 11-9-2020):  3.835,76 ευρώ / 25 Χ 2 Χ 7,05 δεκαεννεαήμερα που και ο ίδιος επικαλείται = 2.163,36 ευρώ και μετ’ αφαίρεση του συνολικού ποσού 1.259,05 ευρώ που έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 904,31 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε τα ίδια ποσά για αναλογία δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα 2019 και 2020, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο τέταρτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος (με τον οποίο υποστηρίζεται ότι για τον υπολογισμό των αιτούμενων δώρων εορτών έπρεπε να συνυπολογιστεί μεγαλύτερος μέσος όρος υπερωριακής εργασίας, να συνυπολογιστεί η καταβληθείσα έκτακτη αμοιβή για έξτρα εργασίες μηχανοστασίου και να αφαιρεθεί μικρότερο ποσό ως εισπραχθέν ως δώρο Χριστουγέννων 2019) και ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης (με τον οποίο υποστηρίζεται ότι για τον υπολογισμό των αιτούμενων δώρων εορτών έπρεπε να συνυπολογιστεί μικρότερος μέσος όρος υπερωριακής εργασίας και να μη συνυπολογιστούν οι αποδοχές αδείας).

12. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι: α) σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό, κατ’ εξαίρεση, δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού, β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση, που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00, και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται πρόσθετης αμοιβής για εξπρές δρομολόγια. Για τον υπολογισμό της αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ακολούθως, η πρόσθετη αυτή αμοιβή υπολογίζεται ως εξής (παρ. 7): Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο. Στις αποδοχές αυτές, με βάση τις οποίες υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής, το επίδομα άδειας (Εφ.Πειρ. 149/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 216/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 235/2020, Εφ.Πειρ. 55/2017, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 117/2016, Εφ.Πειρ. 120/201653/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το επίδομα άγονης γραμμής, η αναλογία επί των δώρων εορτών (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 557/2022, Εφ.Πειρ. 422/2021, Εφ.Πειρ. 120/2019, www.efeteio-peir.gr), όχι όμως και το επίδομα ιματισμού, το οποίο παρέχεται είτε σε είδος είτε σε χρήμα για τις λειτουργικές ανάγκες του πλοίου και όχι ως αντάλλαγμα της εργασίας των ναυτικών (Εφ.Πειρ. 435/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 463/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 200/2016, Εφ.Πειρ. 603/2015,  Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ούτε τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των μηνιαίων αποδοχών, αφού, κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ, δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας που προσφέρεται, αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 194/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr), ούτε, τέλος, η αμοιβή για εκτέλεση έξτρα εργασιών, εάν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα (Εφ.Πειρ. 237/2016, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 434/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 543/2022, www.efeteio-peir.gr).

13. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων επικαλέστηκε με την αγωγή του ότι το άνω πλοίο (ΕΠ), κατά το χρονικό διάστημα των άνω ναυτολογήσεών του με αφετηρία το λιμάνι του Λαυρίου και στις αναφερόμενες ειδικότερα ημερομηνίες, εκτελούσε μέχρι και πέντε προγραμματισμένα κυκλικά δρομολόγια ανά εβδομάδα, τα οποία διαρκούσαν πάνω από δώδεκα ώρες έκαστο και ζήτησε να του επιδικαστεί πρόσθετη αμοιβή γι’ αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 3 της άνω ΣΣΝΕ, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τις παρ. 4 και 7α του ιδίου άρθρου. Με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε (χωρίς να αμφισβητείται από τους διαδίκους) ότι, κατά τα άνω χρονικά διαστήματα το άνω πλοίο πραγματοποίησε συνολικά 167,79 ώρες πρόωρης αναχώρησης και εκτέλεσε συνολικά 20,97 εξπρές δρομολόγια για τα οποία ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή. Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται για τον υπολογισμό από την εκκαλουμένη της πρόσθετης αυτής αμοιβής και συγκεκριμένα για συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές του μικρότερου μέσου όρου αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του, καθώς και για το μη συνυπολογισμό σ’ αυτές της μηνιαίας αναλογίας επί των δώρων εορτών και του μέσου όρου της αμοιβής που έλαβε για έξτρα εργασίες μηχανοστασίου. Αντίστοιχα η εναγόμενη, με τον τρίτο λόγο της έφεσής της παραπονείται για τον συνυπολογισμό στην άνω πρόσθετη αμοιβή αμοιβής για υπερωριακή εργασία, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων δεν εργάστηκε υπερωριακά, επιπλέον δε παραπονείται για τον συνυπολογισμό στην άνω πρόσθετη αμοιβή του επιδόματος αδείας. Οι ανωτέρω λόγοι έφεσης α) καθ’ ο μέρος αναφέρονται σε διαφορετικό μέσο όρο υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος απ’ αυτόν που έκρινε η εκκαλουμένη, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσία, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά ως αποδειχθέντα (σκέψεις 6 και 10), β) καθ’ ο μέρος αναφέρονται σε ανεπίτρεπτο συνυπολογισμό του επιδόματος άδειας στον καθορισμό της πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 33 της άνω ΣΣΝΕ, είναι απορριπτέοι ως νομικά αβάσιμοι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπ’ αριθ. 12 νομική σκέψη, γ) καθ’ ο μέρος αναφέρονται σε εσφαλμένο μη συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος της μηνιαίας αναλογίας επί των δώρων εορτών που ελάμβανε, είναι νομικά βάσιμοι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ίδια άνω νομική σκέψη και δ) καθ’ ο μέρος αναφέρονται σε εσφαλμένο μη συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος του μέσου όρου της αμοιβής που έλαβε για έξτρα εργασίες μηχανοστασίου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσία, διότι το ποσό της σχετικής έκτακτης αμοιβής του δεν καταβάλλονταν σταθερά και μόνιμα ώστε να έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής, αλλά κυμαίνονταν, κατά πλήρη μήνα απασχόλησής του, από μηδέν ευρώ τους μήνες Δεκέμβριο 2019, Μάιο 2020, Ιούνιο 2020 και Αύγουστο 2020, έως και 820,00 ευρώ τον Ιανουάριο 2020, διακύμανση που υποδηλώνει ότι δεν επρόκειτο για πάγια παροχή ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, η οποία (παροχή) δεν μεταβάλλονταν ανά μήνα, αλλά για παροχή που τελούσε σε συνάρτηση προς εξωγενείς παράγοντες, μεταβαλλόμενους στο χρόνο, όπως βλάβες και άλλες έκτακτες ανάγκες που ανέκυπταν. Κατόπιν τούτων, οι πάγια και σταθερά καταβαλλόμενες αποδοχές του ενάγοντος για τον υπολογισμό της αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές ανέρχονται σε 3.835,76 [1.331,91 ευρώ μισθός ενεργείας + 293,02 επίδομα  Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 ευρώ Χ 30 ημέρες) + 20,61 ευρώ μηνιαίο ειδικό επίδομα παρακολούθησης της λειτουργίας των βοηθητικών μηχανημάτων του πλοίου + 36,91 ευρώ μηνιαίο επίδομα κατώτερου πληρώματος μηχανής + 469,20 ευρώ αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας + 963,47 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας {14.190,48 + 2.841,75 + 1.293,60 + 847,35) 19.173,18 ευρώ / 19,9 μήνες της συνολικής ναυτολόγησής του (19 μήνες και 27 ημέρες)} + 84,60 ευρώ μέσος όρος αμοιβής για πλόες άγονης γραμμής = 3.835,76 ευρώ]. Συνολικά, ο ενάγων δικαιούται για την άνω αιτία (3.835,76 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές / 30 = 127,86 ευρώ Χ 20,97 εξπρές δρομολόγια) 2.681,19 ευρώ και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού των 1.710,88 ευρώ (όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται), απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 970,31 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε το ίδιο ποσό ως πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, ορθά το νόμο (άρθρο 33 παρ. 7 της άνω ΣΣΝΕ) ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο πέμπτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

14. Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη παραπονείται για την παραδοχή από την εκκαλουμένη του αιτήματος του ενάγοντος για καταβολή αποζημίωσης για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις. Επί του λόγου αυτού πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 16 της οικείας ΣΣΝΕ «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμένα αφετηρίας ή στο λιμένα προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή». Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ιδίως των καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης …………. και ………………, οι οποίοι συνυπηρέτησαν κατά διαστήματα με τον ενάγοντα στο άνω πλοίο, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των επίδικων ναυτολογήσεων του τελευταίου δεν χορηγούνταν σ’ αυτόν οι ως άνω καθοριζόμενες διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου που δικαιούνταν ανά μήνα. Άλλωστε και ο μάρτυρας ανταπόδειξης ……….. δεν κατέθεσε ότι του χορηγούνταν διανυκτερεύσεις, ούτε προσδιόρισε τέτοιες χρονικά. Επιπλέον, η εναγόμενη δεν προσκόμισε αντίγραφα του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου  με τις συνημμένες αιτήσεις του ενάγοντος για διανυκτέρευση και τις σχετικές εγγραφές από τον πλοίαρχο, ούτε προσδιόρισε τις ημερομηνίες κατά τις οποίες τυχόν χορηγήθηκαν διανυκτερεύσεις. Όμως, εάν πράγματι του είχαν χορηγηθεί άδειες διανυκτέρευσης, θα ήταν αναμενόμενο να είχε καταχωρηθεί τούτο στο ημερολόγιο του πλοίου και να είχε επικυρωθεί η σχετική εγγραφή από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, όπως επιτάσσει η παρ. 3 του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης άνω ΣΣΝΕ, προς κατοχύρωση και της εναγόμενης εργοδότριας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έλαβαν χώρα οι επικαλούμενες διανυκτερεύσεις. Ενόψει αυτών, οφείλεται στον ενάγοντα η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης (άρθρο 16 παρ. 2 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε), για δυο φορές το μήνα κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2019 και κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο του έτους 2020 και για μια ημέρα κατά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο των ετών 2019 και 2020. Ειδικότερα, για τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του δικαιούται 36 διανυκτερεύσεις, ως δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγόμενη, και  έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση, το συνολικό ποσό των (1.331,91  ευρώ μισθός ενεργείας / 22  Χ 36 =) 2.179,44 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 506,12 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο (2.179,44 – 506,12) 1.673,32 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση και επιδίκασε στον ενάγοντα ως αποζημίωση διανυκτέρευσης το ίδιο άνω ποσό, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.),  δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πέμπτος  λόγος της έφεσης της εναγόμενης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.             15. Κατά το άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ, η σύμβαση ναυτολόγησης μπορεί να λυθεί με καταγγελία του πλοιάρχου οποτεδήποτε, χωρίς ο τελευταίος να υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας, είτε η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου είτε ορισμένου χρόνου και χωρίς να απαιτείται να επικαλεστεί λόγο που να δικαιολογεί στην ορισμένου χρόνου σύμβαση την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός εάν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά του (άρθρο 75 εδ. β’ Κ.Ι.Ν.Δ.). Η αποζημίωση αυτή προβλέπεται και προσδιορίζεται από τα άρθρα 75 εδ. δ’ και 76 Κ.Ι.Ν.Δ. και είναι ίση προς τις αποδοχές δεκαπέντε (15) ημερών, εφ’ όσον η απόλυση έγινε εντός των ορίων της ελληνικής επικρατείας, και προς υπολογισμό της λαμβάνονται υπ’ όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή, όπως στην εξεταζόμενη υπόθεση, παρέχεται τακτικώς, ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1224/2019, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 417/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σ. 355, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, 2004, υπ’ άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ, σ. 372). Δεν συνυπολογίζονται όμως τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας που προσφέρεται, αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 194/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr), ούτε η αμοιβή για εκτέλεση έξτρα εργασιών, εάν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα (Εφ.Πειρ. 237/2016, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 434/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 543/2022, www.efeteio-peir.gr). Εξάλλου, όπως συνάγεται από τη διατύπωση του άρθρου 76 Κ.Ι.Ν.Δ, ο ναυτικός, όταν ενάγει για την καταβολή της κατά το άρθρο 72 του ίδιου Κώδικα αποζημίωσής του, αρκεί να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθεί, να αποδείξει ότι η σύμβαση ναυτολόγησης λύθηκε μονομερώς, ύστερα από καταγγελία του πλοιάρχου. Η κατά τα άνω αξίωση του ναυτικού καταλύεται με την προβολή και την απόδειξη από τον εργοδότη του ισχυρισμού ότι η καταγγελία της σύμβασης ναυτολόγησης, που έγινε από τον πλοίαρχο, οφείλεται σε παράπτωμα του ναυτικού, στο οποίο υπέπεσε υπαιτίως αυτός και το οποίο δικαιολογεί την καταγγελία. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση (Α.Π. 1224/2019, Εφ.Πειρ. 417/2020, Εφ.Πειρ. 237/2016, Εφ.Πειρ. 57/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος καταγγέλθηκε στις 11-9-2020 από τον πλοίαρχο του πλοίου «ΕΠ», καθώς αυτό, όπως προαναφέρθηκε, στις 24-8-2020, λίγο πριν την είσοδο στο λιμάνι της Κάσου, προσέκρουσε σε ύφαλο, με αποτέλεσμα να προκληθεί ρήγμα στα ύφαλα της πλώρης του και να καταστεί ανίκανο προς πλου. Επομένως, εφόσον η εναγόμενη μονομερώς κατήγγειλε την υφιστάμενη μεταξύ της ιδίας και του ενάγοντος σύμβαση ναυτικής εργασίας χωρίς ο ενάγων να έχει υποπέσει σε κάποιο παράπτωμα που να δικαιολογεί την απόλυσή του, ο τελευταίος δικαιούται την προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη του άρθρου 76 του Κ.Ι.Ν.Δ. αποζημίωση, η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ισούται με το μισθό 15 ημερών, επειδή ο ενάγων απολύθηκε σε λιμάνι της ημεδαπής. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές που του καταβάλλονταν με καθεστώς πλήρους απασχόλησης κατά τον τελευταίο μήνα της ναυτολόγησής του (Αύγουστο 2020) και ανέρχεται στο ποσό των 3.835,76 ευρώ /  2 = 1.917,88 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.830,77 ευρώ, όπως συνομολογεί και ο ίδιος στην αγωγή του και εξακολουθεί να του οφείλεται ποσό 87,11 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο αναγνώρισε το άνω δικαίωμα αποζημίωσης απόλυσης του ενάγοντος και του επιδίκασε προς τούτο το ίδιο άνω ποσό,  δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο έκτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

16. Με τον έκτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει τον ισχυρισμό που πρόβαλε πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του, που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι ο ενάγων παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς να ισχυριστεί ποτέ ότι δεν αμειβόταν κανονικά, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της ως εργοδότριας, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης και ποτέ δεν ήγειρε θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε δε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράζει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη και τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) αναγνώριζε κατ’ ουσία και τη διαβεβαίωνε ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός της αυτός δεν είναι νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr), όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 Κ.Πολ.Δ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων  αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019, www.efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος της εναγόμενης θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του εναγόμενη, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α.). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την άνω ένσταση της εναγόμενης κατ’ άρθρο 281 Α.Κ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο έκτος λόγος της έφεσής της, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

17. Κατόπιν όλων αυτών, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.081,54 ευρώ και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει ακόμη να του καταβάλει υπόλοιπο ποσό (38,77 + 694,04 + 1.332,72 + 738,46 + 904,31 + 970,31 + 1.673,32 + 87,11) 6.439,04 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένης της λήξης της εργασιακής σχέσης του (11-9-2020), καθώς ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Έτσι, όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τους εκκαλούντες με τους άνω  λόγους των εφέσεών τους κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι εφέσεις αυτές στο σύνολό τους. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στις άνω εφέσεις για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις αναφερόμενες στο σκεπτικό εφέσεις κατά της με αριθ. 3114/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών).

Δέχεται αυτές τυπικά και τις απορρίπτει κατ’ ουσία.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στις άνω εφέσεις στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ για κάθε έφεση.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 11 Απριλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ