Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 311/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    311/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: …………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Βασίλειο Μπραβάκο,

Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………….” (…………), που εδρεύει στο ……. Ιρλανδίας και εκπροσωπείται, εν προκειμένω, από την πληρεξούσιά της και διαχειρίστρια των απαιτήσεών της εταιρεία με την επωνυμία “…………», που εδρεύει στην Αθήνα (………) και εκπροσωπείται νομίμως, σύμφωνα με την από ……/17-3-2021 σύμβαση διαχείρισης τιτλοποιημένων απαιτήσεων των άρθρ. 10 παρ.14 και 16 Ν. 3156/2003 (καταχωρισμένης στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών τ. .. αρ…..) σε συνδυασμό με το από 2/3/2021 πληρεξούσιο, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Δήμητρα Καλογεροπούλου.

Ο νυν εκκαλών άσκησε κατά της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 22.12.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) ανακοπή κατά αναγκαστικής κατάσχεσης και επί της οποίας (ανακοπής) εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 1842/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών), που απέρριψε την ανακοπή.

Ο ανακόπτων προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 14-6-2022 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 14.6.2022 με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. ……/2022, οπότε δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 14.6.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2022 και Ε.Α.Κ. …../2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …./2022) έφεση του …….. κατά της εκπροσωπούμενης εν προκειμένω με βάση την από 67/17-3-2021 σύμβαση διαχείρισης τιτλοποιημένων απαιτήσεων των άρθρων 10 παρ.14 και 16 του ν. 3156/2003 (καταχωρισθείσα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αρ. ….) σε συνδυασμό με το από 2.3.2021 πληρεξούσιο από την πληρεξούσια και διαχειρίστρια των απαιτήσεών της εδρεύουσα στην Αθήνα εταιρεία με την επωνυμία «………», εδρεύουσας στο …… Ιρλανδίας εταιρείας με την επωνυμία “………” προς εξαφάνιση της 1842/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την από 23.12.2021 (υπ’ αριθ. κατ. ………./27-12-2021) ανακοπή του νυν εκκαλούντος κατά της νυν εφεσίβλητης προς ακύρωση της αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου που επιβλήθηκε με την υπ’ αριθ……../15.11.2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……… σε ακίνητο ιδιοκτησίας του έχει ασκηθεί νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ στις 14.6.2022 πριν παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης στις 6.6.2022 και χωρίς να αποδεικνύεται από κάποιο έγγραφο ότι μεσολάβησε επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης από τον ένα διάδικο στον άλλο. Πρέπει, επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.α’ ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικασθεί με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ), να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Αβ’ ΚΠολΔ το με κωδικό ……… e- Παράβολο ποσού 100 ευρώ του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του ως άνω παραβόλου και την από 14.6.2022 βεβαίωση επιτυχούς εκτέλεση  πληρωμής e- παράβολου από τη myAlpha Web της ALPHA BANK).

Με την από 23.12.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) ανακοπή του ο ανακόπτων υποστήριζε ότι δυνάμει της ως άνω προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε οριζόντια ιδιοκτησία του, ήτοι στο Γ4 διαμέρισμα στον 3ο όροφο πολυκατοικίας στη θέση «….» του Δήμου Πειραιά, στη διασταύρωση των οδών ……………. για ποσό 50.000 ευρώ, για μέρος απαίτησης σε βάρος του με την ιδιότητα του εγγυητή σε επαγγελματικό δάνειο, που είχε επιδικασθεί με την υπ’ αριθ. ……/2019 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν αίτησης της αρχικής δικαιούχου Τράπεζας Πειραιώς, της οποίας διάδοχος φέρεται να είναι η καθ’ης αλλοδαπή εταιρεία, η οποία και επέδωσε στον ανακόπτοντα στις 19.7.2021 επιταγή προς πληρωμή, ισχυριζόμενη ότι η απαίτηση κατ’ αυτού της είχε μεταβιβασθεί, άλλως εκχωρηθεί δυνάμει της από 21.7.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων μεταξύ αυτής και της Τράπεζας Πειραιώς, δημοσιευθείσας στα οικεία βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Για τους λόγους που ανέπτυσσε στην ανακοπή του ο ανακόπτων ζητούσε να ακυρωθεί η αναγκαστική κατάσχεση που επιβλήθηκε στο ως άνω ακίνητο κυριότητάς του με την υπ’ αριθ. ……/15-11-2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………….. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τους λόγους της ανακοπής, τον πρώτο ως ουσία αβάσιμο και τον δεύτερο ως νόμω αβάσιμο και την ανακοπή στο σύνολό της. Ήδη με την υπό κρίση έφεση, ο εκκαλών-ανακόπτων παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ελλιπή εκτίμηση των αποδείξεων και αιτείται να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η από 23.12.2021 ανακοπή του, καταδικαζόμενης της εφεσίβλητης στη δικαστική του δαπάνη για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται γιατί απορρίφθηκε πρωτοδίκως ο πρώτος λόγος της ανακοπής του. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι με τον παραπάνω λόγο είχε προβάλλει ότι από το περιεχόμενο της περίληψης της από 21.7.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων μεταξύ της καθ’ης η ανακοπή και της Τράπεζας Πειραιώς που η καθ’ ης αλλοδαπή εταιρεία του κοινοποίησε και επισύναψε ως νομιμοποιητικό έγγραφο αυτής στην επιταγή προς πληρωμή κάτω από την ως άνω εκτελούμενη σε βάρος του διαταγή πληρωμής που του επέδωσε στις 19.7.2021, προκύπτει ότι η Τράπεζα Πειραιώς, με την εν λόγω από 21.7.2020 σύμβαση μεταβίβασε προς την καθ’ης, όπως επί λέξει αναγράφεται στην κοινοποιηθείσα Περίληψη (…../22-7-2020) μόνο «…απαιτήσεις…από στεγαστικά δάνεια εξασφαλισμένα με προσημείωση υποθήκης ή/και υποθήκη, καθώς και άλλα δάνεια, συνδεόμενα κατά κανόνα προς αυτά…μετά των παρεπομένων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και των τυχόν εξασφαλίσεων αυτών…». Ότι συνεπώς το επίμαχο δάνειο (πίστωση) που χορηγήθηκε στην εταιρεία, υπέρ της οποίας εγγυήθηκε ο ανακόπτων, ως επαγγελματικό δεν συμπεριλαμβανόταν στις απαιτήσεις εκ δανείων οι οποίες μεταβιβάσθηκαν από την Τράπεζα ………… στην καθ’ ης “……….” και άρα η τελευταία ουδέποτε κατέστη δικαιούχος της συγκεκριμένης απαίτησης που επιδικάσθηκε υπέρ της Τράπεζας …… με την υπ’ αριθ. ……/2019 διαταγή πληρωμής, ώστε να μπορεί να συνεχίσει την επίδικη αναγκαστική εκτέλεση κατά τα άρθρα 919, 925, 325 ΚΠολΔ, 455 επ. ΑΚ και ότι πρέπει για τον λόγο αυτό να ακυρωθεί η σε βάρος του αναγκαστική κατάσχεση. Ότι ωστόσο η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι η καθ’ ης αλλοδαπή εταιρεία είναι πράγματι δικαιούχος της απαίτησης, δεδομένου ότι η σχετική «σύμβαση, με το παράρτημά της (στο οποίο παρατίθεται η ένδικη απαίτηση) δημοσιεύθηκε νόμιμα σε περίληψη στο ειδικό βιβλίο του άρθρ. 3 Ν. 2844/2000 που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου …../22-7-2020,…με συνέπεια η μεταβίβαση αυτή…να έχει αποτέλεσμα εκχώρησης…». Ότι η ανωτέρω κρίση της εκκαλούμενης απόφασης είναι εσφαλμένη καθώς α) παρέλειψε να εκτιμήσει τον σχετικό όρο της σύμβασης μεταξύ της Τράπεζας Πειραιώς και της “……..” ότι οι μεταβιβασθείσες απαιτήσεις ήταν μόνο απαιτήσεις από στεγαστικά δάνεια, όπως σαφώς προκύπτει από το κείμενο της με αριθ. …./22-7-2020 Περίληψης που επικαλείται η εκκαλουμένη, β) ότι εν προκειμένω το συγκεκριμένο δάνειο ήταν επαγγελματικό και όχι στεγαστικό, γ) ότι η επίμαχη υπ’ αριθ. ………../1-10-2008 σύμβαση τιτλοφορείται και ήταν «Σύμβαση Ανοίγματος Πίστωσης με Ανοικτό (Αλληλόχρεο) Λογαριασμό» που προσιδιάζει σε επαγγελματικές και μόνο χρηματοδοτήσεις, δ) ότι κατ’ άρθρο 10 παρ.6 ν. 3156/2003 οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση, ως έχει συμβεί εν προκειμένω, είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου «εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιορισθούν με οποιοδήποτε τρόπο», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι αν δεν μπορούν να προσδιορισθούν δεν είναι δυνατόν να μεταβιβασθούν (εξάλλου ότι σύμφωνα με το τελ. εδάφιο της παρ.10 το ίδιου ως άνω άρθρου «με την αναγγελία πρέπει να προσδιορίζονται και οι απαιτήσεις στις οποίες αφορά η μεταβίβαση»), ε) ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. και 455 επ. ΑΚ, που ισχύουν εν προκειμένω εφόσον δεν είναι αντίθετες με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, το πωλούμενο πράγμα ή δικαίωμα πρέπει να είναι σαφώς, κατ’ είδος προσδιορισμένο ώστε, εκτός των άλλων, να είναι δυνατό στον αποκτώντα να γίνει κύριος του συγκεκριμένου πράγματος ή δικαιούχος του συγκεκριμένου δικαιώματος και να ασκήσει τα εξ αυτού απορρέοντα δικαιώματά του, στ) ότι απαιτείται σαφής και συγκεκριμένος προσδιορισμός των εκχωρούμενων απαιτήσεων και κατά τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, ζ) ότι κατά το αυστηρό δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης πρέπει να προκύπτει πάντοτε, χωρίς αμφιβολία, ποια είναι η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επιβλήθηκε κατάσχεση και ποιος είναι ο δικαιούχος της απαίτησης αυτής κι επομένως το πρόσωπο που δικαιούται να την επιβάλλει και πολύ περισσότερο να τη συνεχίσει, ιδίως όταν ο δικαιούχος της απαίτησης είναι ο εκδοχέας της που κατέστη δικαιούχος μετά την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και πρέπει, κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ, να νομιμοποιηθεί, για να συνεχίσει την εκτέλεση, η) ότι, εν προκειμένω, είναι μεν αληθές ότι στο επισυναπτόμενο και κοινοποιηθέν παράρτημα (απόσπασμα του παραρτήματος) αναφέρονται τα στοιχεία της σύμβασης από την οποία ο ανακόπτων ενέχεται και στο οποίο παραπέμπει η ως άνω Περίληψη (χωρίς να είναι γνωστό το ακριβές κείμενο της συμβάσεως), όμως το παράρτημα είναι συμπληρωματικό κείμενο και δεν είναι η σύμβαση, ούτε περιλαμβάνεται στη συγκεκριμένη σύμβαση (όπως η περίληψη αυτής έχει καταχωρισθεί στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου) ο όρος ότι τα αναφερόμενα στο παράρτημα, σε περίπτωση δυσαρμονίας ή αναντιστοιχίας με τους όρους της σύμβασης, υπερισχύουν των όρων της σύμβασης και θ) ότι εν πάση περιπτώσει, ως εκ της προφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ του περιεχομένου της συμβάσεως και του περιεχομένου του παραρτήματος δεν είναι απολύτως σαφές, όπως επιβάλλεται, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, αν πράγματι μεταβιβάσθηκε η επίδικη απαίτηση, ώστε να χωρήσει νομίμως η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Τον παραπάνω λόγο ανακοπής, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε νόμιμο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 919, 925, 325 ΚΠολΔ, 513 επ και  455 επ. ΑΚ και άρθρο 10 παρ.1,2, 6,8,9,10 του ν. 3156/2003. Περαιτέρω, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ανακόπτοντος, ………….. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως η κατάθεση αυτή περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου και από τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι, τέλος δε από το συνομολογούμενο από τον εκκαλούντα γεγονός ότι στο συγκοινοποιηθέν με την περίληψη σε αυτόν παράρτημα περιλαμβάνεται η ένδικη σύμβαση αποδεικνύονται σχετικά με τον παραπάνω λόγο ανακοπής τα εξής: Κατόπιν αιτήσεως της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ………/2019 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για ποσό 149.834,06 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων μεταξύ άλλων και κατά του ανακόπτοντος εις ολόκληρον οφειλέτη ως εγγυητή στην υπ’ αριθ. …….. σύμβαση χορήγησης πίστωσης σε ανοικτό (αλληλόχρεου) λογαριασμού που συνήψε την 1.10.2008, η εταιρεία «……..» με την “……..» (ειδική διάδοχος της οποίας ήταν η «……..») και στην υπ’ αριθ. ……… πρόσθετη πράξη αυτής που καταγγέλθηκαν από την τράπεζα με την από 29.1.2019 εξώδικη όχληση-καταγγελία λόγω μη πληρωμής ληξιπρόθεσμων δόσεων. Αντίγραφο εξ απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή από την «……..» επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 11.9.2019. Ακολούθως, στις 19.7.2021, επιδόθηκε εκ νέου σε αυτόν η ως άνω διαταγή πληρωμής με νέα επιταγή προς πληρωμή με την οποία επιτάσσεται να καταβάλει τα ποσά που επιδικάστηκαν σε βάρος του όχι προς την αμέσως παραπάνω τράπεζα, αλλά προς την καθ’ ης αλλοδαπή εταιρεία “……………..” και συγκεκριμένα προς τη διαχειρίστρια, πληρεξούσια αυτής και δεκτική καταβολής εταιρεία «……….», με την αιτιολογία ότι η επίμαχη απαίτηση της «………..» έχει μεταβιβασθεί με αποτέλεσμα την εκχώρηση στην ως άνω εταιρεία “……..” δυνάμει της μεταξύ τους από 21/7/2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων που δημοσιεύθηκε στις 22.7.2020 σε περίληψη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … και με αριθμό ….., με αριθμό πρωτ. ………./22-7-2020. Στην ως άνω επιταγή προς πληρωμή προς τον ανακόπτοντα επισυνάφθηκε ως νομιμοποιητικό έγγραφο η Περίληψη της δημοσίευσης της σύμβασης αυτής. Στο κείμενο της Περίληψης περιγράφονται μεταξύ άλλων οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις ως εξής: «3. Τύπος των μεταβιβαζόμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων-κύριες διατάξεις    α. Γενική περιγραφή της επιχειρηματικής απαίτησης  Απαιτήσεις (συμπεριλαμβανομένων μη εξυπηρετούμενων, καταγγελμένων και ενήμερων απαιτήσεων) από στεγαστικά δάνεια εξασφαλισμένα με προσημείωση υποθήκης ή/και υποθήκη, καθώς και άλλα δάνεια, συνδεόμενα κατά κανόνα προς αυτά, του Μεταβιβάζοντος (………….) (ανά επιχειρηματική απαίτηση κεφάλαιο, δεδουλευμένοι τόκοι και απαιτήσεις από έξοδα), μετά των παρεπόμενων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και των τυχόν εξασφαλίσεων αυτών…γ. Οφειλόμενα κεφάλαια ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά το σύνολο Επισυνάπτεται στο παρόν ως παράρτημα σελ.1 έως 801. δ. Ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις των οφειλετών και των εγγυητών Επισυνάπτεται στο παρόν ως παράρτημα σελ. 1 έως 801. ε. Παρεπόμενες εμπράγματες ή ενοχικές απαιτήσεις Επισυνάπτεται στο παρόν ως παράρτημα σελ. 1 έως 801. ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΓΓΡΑΦΗ ΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΩΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΩΝ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝΟΧΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΟΦΕΙΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΤΕΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΝΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 § 10 ΤΟΥ Ν. 3156/03…». Από το παραπάνω κείμενο της κοινοποιηθείσας στον ανακόπτοντα Περίληψης δεν προκύπτει το προβαλλόμενο από αυτόν ότι οι μεταβιβασθείσες απαιτήσεις από την «……………..» στην αλλοδαπή εταιρεία «…………» αφορούσαν μόνο στεγαστικά δάνεια και όχι επαγγελματικά, όπως το δάνειο που εκείνος εγγυήθηκε. Γίνεται μεν καταρχάς λόγος ως προς τον τύπο των μεταβιβαζόμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων ότι αφορά σε απαιτήσεις από στεγαστικά δάνεια εξασφαλισμένα με προσημείωση υποθήκης ή/και υποθήκη, προστίθεται όμως το ότι αφορά και «άλλα δάνεια, συνδεόμενα κατά κανόνα προς αυτά», το δε «κατά κανόνα» δεν σημαίνει «αποκλειστικά» κι επομένως οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις σαφώς μπορούν να αφορούν και σε άλλου τύπου δάνεια. Κυρίως όμως πέραν της γενικής περιγραφής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, στην ίδια την περίληψη γίνεται και ειδικότερη αναφορά στα οφειλόμενα κεφάλαια ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο με παραπομπή στο επισυναπτόμενο παράρτημα σελ. 1 έως 801 και μάλιστα και ως προς τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις των οφειλετών και εγγυητών και τις παρεπόμενες εμπράγματες ή ενοχικές απαιτήσεις ομοίως με παραπομπή στις ίδιες σελίδες του επισυναπτόμενου παραρτήματος. Εφόσον γίνεται άμεση παραπομπή στο κείμενο της περίληψης στο επισυναπτόμενο παράρτημα ως προς τα ακριβή στοιχεία των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και τα ονόματα των οφειλετών και εγγυητών, το οποίο (παράρτημα) μάλιστα κοινοποιήθηκε με την επιταγή προς πληρωμή στον εκκαλούντα και στο οποίο περιέχονται και τα στοιχεία της ένδικης σύμβασης, όπως αυτό και ο ίδιος παραδέχεται στον σχετικό λόγο της έφεσής του, καθίσταται σαφές ότι στις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνεται και η ένδικη απαίτηση της «………..» κατά του ανακόπτοντος. Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι δυνάμει της από 21.7.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων μαζί με το παράρτημα που τη συνοδεύει, η δικαιούχος της απαίτησης «…………» μεταβίβασε στην αλλοδαπή εταιρεία “………..” χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από δάνεια ή/και πιστώσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η ένδικη απαίτηση κατά του ανακόπτοντος. Η δε ως άνω σύμβαση, με το παράρτημά της (στο οποίο παρατίθεται η ένδικη απαίτηση στην 5η σελίδα με α.α. 63) δημοσιεύθηκε νόμιμα σε περίληψη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου …./22-7-2020, στον τόμο …, με αριθμό …., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 3156/2003, με συνέπεια η μεταβίβαση αυτή, με βάση το άρθρο 10 του ν. 3156/2003, να έχει αποτέλεσμα εκχώρησης, σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 44 ν.δ. 17.7.-13.8/1923, η δε καταχώριση στο δημόσιο βιβλίο να έχει αποτέλεσμα αναγγελίας της εκχώρησης προς τον οφειλέτη. Απορριπτέος, λοιπόν, τυγχάνει ως ουσία αβάσιμος ο πρώτος λόγος της ένδικης ανακοπής, ομοίως δε κρίνοντας η εκκαλούμενη απόφαση, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από τον εκκαλούντα με τον πρώτο λόγο της έφεσης του πρέπει να απορριφθούν στη ουσία τους.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται γιατί απορρίφθηκε ο επικουρικός λόγος της ανακοπής του περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (κατ’ άρθρο 281 ΑΚ) ως μη νόμιμος, με την αιτιολογία ότι δεν επικαλέσθηκε κάποια προγενέστερη ενέργεια της δανείστριας τράπεζας ή κάποια συμφωνία με αυτήν εκ της οποίας να δημιουργήθηκε στον ίδιο η εύλογη πεποίθηση ότι αυτή δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της εναντίον του. Ότι ωστόσο η κρίση αυτή είναι εσφαλμένη διότι για να είναι καταχρηστική η συμπεριφορά μιας τράπεζας (για την οποία ως εκ της θέσεώς της και του κοινωνικού αντίκτυπου των δράσεων της επιβάλλονται ειδικές υποχρεώσεις πίστεως και προστασίας των συναλλασσομένων) δεν είναι απαραίτητο να έχει υπάρξει οιαδήποτε ενέργειά της που να δημιούργησε στον συναλλαχθέντα με αυτήν την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τα δικαιώματά της και πολύ περισσότερο δεν απαιτείται ειδική συμφωνία με αυτόν για τον ίδιο λόγο. Ότι αρκεί η ύπαρξη ή η δημιουργία μιας κατάστασης (που μπορεί να δημιουργήθηκε ταυτοχρόνως με την κατάρτιση της σύμβασης εκ της οποίας απέρρευσαν τα δικαιώματά της και εξαιτίας αυτής) που να καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματος της κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις. Ότι τέτοια κατάσταση υφίσταται όταν η τράπεζα για την εξασφάλισή της έχει αξιώσει και έχει λάβει εμπράγματη ασφάλεια από τα αμέσως εμπλεκόμενα και, κατά τεκμήριο, ωφελούμενα από τη χρηματοδότησή της πρόσωπα και αντί, εκ των υστέρων, να στραφεί κατ’ αυτών για την ικανοποίηση της απαίτησής της στρέφεται κατά του απλού εγγυητή, ο οποίος δεν έχει εισπράξει το προϊόν της χρηματοδότησης (πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν ο εγγυητής είναι ετερόρρυθμος εταίρος της χρηματοδοτηθείσας εταιρείας, όπως ο εκκαλών) και δεν έχει ουσιαστικώς ωφεληθεί από τη χρηματοδότηση (όπως ο ίδιος), γι’ αυτό και δεν του έχει ζητηθεί εμπράγματη ασφάλεια (όπως συνέβη εδώ), παραλείποντας να στραφεί όχι μόνον κατά του τότε ομορρύθμου εταίρου (και διαχειριστή) και συνεπώς ωφεληθέντος από τη χρηματοδότηση, τούτου τεκμαιρομένου και από το γεγονός ότι αυτός (και ο αδελφός του στη υπό κρίση περίπτωση) ήταν αυτός που παρέσχε ασφάλεια. Επί του λόγου αυτού της έφεσης επισημαίνεται καταρχάς ότι ως επικουρικός λόγος της από 23.12.2021 ανακοπής δεν είναι διατυπωμένος με τον ίδιο τρόπο όπως στον δεύτερο λόγο έφεσης, όπου φέρεται η δανείστρια τράπεζα να γνωρίζει ότι η πίστωση που χορήγησε στην ετερόρρυθμη εταιρία θα κατευθυνόταν προς τους ομόρρυθμους εταίρους-εγγυητές που γι’ αυτόν τον λόγο είχαν παράσχει εμπράγματη ασφάλεια και ότι παρόλα αυτά προτίμησε να στραφεί για την ικανοποίηση της απαίτησής της κατά του ανακόπτοντος ετερόρρυθμου εταίρου-εγγυητή. Το στοιχείο αυτό δεν δύναται να προσθέσει με την έφεσή του ο εκκαλών, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 526 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη μεταξύ άλλων κάθε μεταβολή της βάσης της αγωγής ή της ανακοπής, όπως το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, έστω κι αν γίνεται και πάλι επίκληση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ (βλ. ΜονΕφΔωδ 243/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Κατά τον σχετικό λόγο της ανακοπής, όπως αυτός περιέχεται στο από 23.12.2021 δικόγραφο αυτής, ο ανακόπτων ζήτησε να ακυρωθεί η ως άνω επιβληθείσα επί του ακινήτου ιδιοκτησίας του αναγκαστική κατάσχεση για παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ, επειδή εν  προκειμένω η καθ’ ης, ενώ ήταν πλήρως εξασφαλισμένη με την προσημείωση επί της ακίνητης περιουσίας των αδελφών ……….. και ……………, οι οποίοι άλλωστε είχαν εισπράξει και το προϊόν του δανείου και είχαν παραχωρήσει προσημείωση ακριβώς για την εξασφάλιση της δανειοδοτούσας τράπεζας, αντί να προβεί σε κατάσχεση της περιουσίας αυτής προς ικανοποίηση της απαίτησής της, όπως θα ήταν το απολύτως κανονικό και αναμενόμενο, επί τη βάσει της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, εστράφη, παραδόξως, εναντίον του και της περιουσίας του, ήτοι της μοναδικής του κατοικίας, την οποία κατέσχεσε, χωρίς να συντρέχει ειδικός προς τούτο λόγος με την ενέργεια αυτή να προστατεύσει, αποτελεσματικά, τα δικά της συμφέροντα (αντιθέτως απεμπολεί, χωρίς αιτία, ουσιαστικά της δικαιώματα που απορρέουν από την υπέρ αυτής εμπράγματη ασφάλεια), προκαλώντας με την καταχρηστική της συμπεριφορά, όχι μόνο έντονη εντύπωση αδικίας αλλά και υπέρμετρη (και αδικαιολόγητη) βλάβη των συμφερόντων του ίδιου, ενώ αφήνει ανενόχλητους τους λοιπούς εγγυητές, οι οποίοι έχουν παράσχει και εμπράγματη εγγύηση (με προσημείωση της περιουσίας τους). Ωστόσο, ο παραπάνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς αποτελεί ευχέρεια της τράπεζας να αποφασίσει κατά ποιου εγγυητή θα στραφεί για να ικανοποιήσει την απαίτησή της ανάλογα και με την αξία και τη δυνατότητα ρευστοποίησης της περιουσίας του, το δε επικαλούμενο από τον ανακόπτοντα γεγονός ότι η τράπεζα είχε ήδη προσημειώσει για την ίδια απαίτηση ακίνητη περιουσία συγκυριότητας των συνεγγυητών αδελφών … στο Βοτανικό-χωρίς να διευκρινίζει αν υπήρχε άλλη εμπράγματη ασφάλεια που επιβάρυνε το ίδιο ακίνητο προς εξασφάλιση απαίτησης άλλων δανειστών ή της ίδιας της τράπεζας που προηγείτο σε σειρά της προσημείωσης που ενέγραψε αυτή- δεν σημαίνει ότι όφειλε η τράπεζα να στραφεί άνευ τινος άλλου κατά των συνεγγυητών αδελφών …. και να αποφύγει να στραφεί κατά του επίσης εγγυητή ανακόπτοντα, εφόσον το ακίνητο ιδιοκτησίας του που κατασχέθηκε, μπορούσε να ικανοποιήσει την απαίτησή της ευκολότερα π.χ. λόγω του ότι βρίσκεται σε πιο εμπορική περιοχή (εν προκειμένω …..), η δε συμπεριφορά της αυτή δεν υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματός της κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμο τον επικουρικό λόγο της ανακοπής του εκκαλούντος, με παραδεκτή συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης με τις αιτιολογίες της παρούσας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Μη απομένοντος άλλου λόγου εφέσεως προς εξέταση, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του κατά την έκβαση της δίκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω απόρριψης του ως άνω ένδικου μέσου, πρέπει να διαταχθεί σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 προτελ. εδ. ΚΠολΔ η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα για την άσκηση της εφέσεως παραβόλου, στο δημόσιο ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 14.6.2022 έφεση κατά της 1842/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών).

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας στον εκκαλούντα και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του με κωδικό ……………. e- Παράβολου ποσού εκατό (100) ευρώ του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 30.5.2023.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ