Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 284/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   284/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια και από την Γραμματέα K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας – εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή: της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» που εδρεύει στην ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύστασης της πρώτης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Τιμαγένη (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων – ανακοπτόντων: 1) …………. και 2) ……………, οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ανακόπτοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 23.07.2008 και με αριθμό κατάθεσης ……../2008 ανακοπή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 102/2010 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την ανακοπή. Η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 27.05.2010 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό 686/27.05.2010, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης ……./27.05.2010, για τη δικάσιμο της 17.03.2011 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 16.02.2012, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της, ενώ επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 19.09.2012 και με αριθμό κατάθεσης ……/2012 κλήση για τη δικάσιμο της 23.05.2013. Μετά τη συζήτηση της έφεσης κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο, το Δικαστήριο τούτο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 511/2014 απόφασή του με την οποία δέχθηκε την έφεση τυπικά και απέρριψε αυτή κατ’ ουσίαν. Την αναίρεση της υπ’ αριθ. 511/2014 απόφασης ζήτησε η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή με την από 22.05.2017 αίτηση αναίρεσης που κατέθεσε ενώπιον του Αρείου Πάγου. Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου εξέδωσε την υπ’ αριθ. 105/2019 απόφασή του, με την οποία αναίρεσε την υπ’ αριθ. 511/2014 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, συγκροτούμενο από Δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την ως άνω απόφαση. Η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση με την από 04.06.2019 κλήση της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή, που κατατέθηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./24.06.2019 και ειδικό …../24.06.2019 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 19.03.2020, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, η δε υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 55/2020 πράξης της Προέδρου Εφετών Πειραιώς Σπυριδούλας Μακρή, στη δικάσιμο της 09.07.2020, κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση και με την υπ’ αριθ. 242/2021 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, λόγω μη προσκόμισης από την παρισταμένη εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή των προτάσεων των δικασθέντων ερήμην εφεσίβλητων – ανακοπτόντων, που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ανακοπής τους. Ήδη η υπόθεση νομίμως φέρεται προς συζήτηση με την από 02.06.2021 κλήση της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή, που κατατέθηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./02.06.2021 και ειδικό …../02.06.2021 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 579 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, ενώ κατά το άρθρο 581 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, συνεπώς, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο εξαρτάται από το αν έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαιά της (ΑΠ 493/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1220/2007 ΕλλΔνη 2008. 1625, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 2001. 81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής ακόμα και του τυχόν χαρακτηρισμού από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 2005. 84, ΑΠ 1833/2001 ΝΟΜΟΣ). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (OλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007. 1830, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005. 1401). Με την αναίρεση της απόφασης αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Έτσι, αν αναιρεθεί απόφαση του εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3 και 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται μεν για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου, με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004 Δ 35. 1171) και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ό,τι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δ 35. 804). Η δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 του ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 153/1997 Δ 28. 857, ΕφΘεσ 434/2013 Αρμ. 2013. 1111, ΕφΛαμ 285/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 207/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 165/2004 ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδ. 2012, άρθρο 580, αρ. 9 επ., σελ. 726 επ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, τομ. ΙΙΙ, έκδ. 2007, § 121, αρ. 35, σελ. 565, Λ. Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2006, σελ. 342, Μ. Μαργαρίτης, σε Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. Ι, άρθρο 580, αρ. 5, σελ. 1080) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 629/2010 ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, αλλά από την ενδοδιαδικαστική δέσμευση, που απορρέει από την αναιρετική απόφαση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009. 708, ΑΠ 137/2004 ΝοΒ 2004. 1553) και οφείλεται στην κατά το σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2007, § 14, σελ. 260 επ.). Για το λόγο αυτό τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτα ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 15/2011 ΧΡΙΔ 2012. 194). Δεν δεσμεύεται όμως το δικαστήριο της παραπομπής να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας και να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ότι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δ 35. 804), δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό (ΑΠ 137/2004 Δ 35. 117, ΑΠ 1343/2002 ΕΕργΔ 2003. 725). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο, διότι, με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41. 51) ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 305/2016 ΝΟΜΟΣ). Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης ως προυπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 33/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4924/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΝαυπλ 66/2008 ΕΦΑΔ 2008. 968). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2 και 498 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της έφεσης για συζήτηση γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος τριάντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα, και εξήντα ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία δεν αναπληρώνεται από την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε (ΕφΠειρ 28/2016 ΝΟΜΟΣ). Εάν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλήτευσής του, εάν δε κατά την συζήτηση της έφεσης ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σε αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ, (ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005. 558, Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2003, παρ. 1078 έως 1080, σελ. 406-407). Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τα πρακτικά και τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διάδικου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων, τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται (ΑΠ 862/2000 ΕλλΔνη 2001. 157, ΕφΑθ 4804/2006 ΕλλΔνη 2007. 06, ΕφΑθ 242/2001 ΕλλΔνη 2002. 815). Εάν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΜονΕφΠειρ 279/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή κατέθεσε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την από 27.05.2010 έφεσή της, κατά της υπ’ αριθ. 102/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και έκανε δεκτή την από 23.07.2008 και με αριθμό κατάθεσης …./2008 ανακοπή. Από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό …../27.05.2010 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι την 27.05.2010 η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή …………. (ΑΜ ….. ΔΣΑ) κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επιπλέον, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό ………./27.05.2010 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς που υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα της ιδίας ως άνω πληρεξούσιας δικηγόρου της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της ένδικης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η 17.03.2011, ήτοι τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επέσπευσε η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, η οποία και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό …./27.05.2010 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό …../27.05.2010 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και η κλήση προς τους εφεσίβλητους – ανακόπτοντες, ως παραλήπτες του δικογράφου, να παραστούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη δικάσιμο της 17.03.2011 και να συμμετάσχουν στη συζήτηση της ένδικης έφεσης (βλ. Τις προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή υπ’ αριθ. …../10.06.2010 και …./01.06.2010 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……………….). Κατά τη δικάσιμο της 17.03.2011, η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 16.02.2012, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της, ενώ επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 19.09.2012 και με αριθμό κατάθεσης ……./2012 κλήση για τη δικάσιμο της 23.05.2013. Μετά τη συζήτηση της έφεσης κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο, το Δικαστήριο τούτο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 511/2014 απόφασή του, με την οποία η έφεση έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, επικυρώνοντας την υπ’ αριθ. 102/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και η οποία ακολούθως αναιρέθηκε με την υπ’ αριθ. 105/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία έκανε δεκτή την από 22.05.2017 αίτηση αναίρεσης της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή, αναίρεσε ολικά την προσβληθείσα απόφαση και παρέπεμψε την ένδικη υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, συγκροτούμενο από Δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την ως άνω απόφαση κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με την από 04.06.2019 κλήση της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή, που προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 19.03.2020, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, η δε υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 55/2020 πράξης της Προέδρου Εφετών Πειραιώς Σπυριδούλας Μακρή, στη δικάσιμο της 09.07.2020, κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση και με την υπ’ αριθ. 242/2021 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, λόγω μη προσκόμισης από την παρισταμένη εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή των προτάσεων των δικασθέντων ερήμην εφεσίβλητων – ανακοπτόντων, που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ανακοπής τους. Ήδη η υπόθεση νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την από 02.06.2021 κλήση της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και επιδόθηκε στους εφεσίβλητους – ανακόπτοντες νομίμως και εμπροθέσμως (βλ. Τις προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή υπ’ αριθ. …/16.11.2022 και …./16.11.2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………….). Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι εφεσίβλητοι – ανακόπτοντες δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή τους στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον ερημοδικούν οι εφεσίβλητοι – ανακόπτοντες που έχουν κληθεί νομίμως από την εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης, πρέπει, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, να δικαστούν ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι προσκομίσθηκαν από την παριστάμενη εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων των αντιδίκων της που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 εδ. β’ του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθ. 105/2019 απόφασή του έκρινε ότι το Εφετείο με την προσβληθείσα υπ’ αριθ. 511/2014 απόφασή του παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 626, 631, 632, 633 του ΚΠολΔ, στο μέτρο που αυτές είναι ουσιαστικού δικαίου, και τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 8 του Ν. 2251/1994 και των άρθρων 181, 200, 371 του ΑΚ, και συνεπώς ότι είναι βάσιμος ο αντίστοιχος έκτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται η σχετική από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, καθόσον «έκρινε ως άκυρους τέσσερις όρους (ΓΟΣ) της ένδικης υπ’ αριθ. ……./09.04.2004 σύμβασης παροχής πίστωσης που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη αναιρεσείουσας Τράπεζας και των ανακοπτόντων και ήδη αναιρεσίβλητων (πρωτοφειλέτη και εγγυητή, αντίστοιχα) και συγκεκριμένα: α) τον όρο 5.03 της σύμβασης για υπολογισμό των τόκων με βάση επιτόκιο 360 και όχι 365 ημερών, β) τον όρο 5.01 της σύμβασης για τη μονομερή δυνατότητα της Τράπεζας να μεταβάλει το επιτόκιο, γ) τον όρο για την εφάπαξ επιβάρυνση 180 ευρώ ως έξοδα προέγκρισης δανείου και δ) τον όρο 11.03 της σύμβασης για την επιβάρυνση του δανειολήπτη με τα πάσης φύσεως έξοδα και αμοιβές που η Τράπεζα θα κατέβαλε σε εκτέλεση της σύμβασης» και ότι με την κρίση αυτή που εξέφερε το Εφετείο «δηλαδή ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής έπρεπε να ακυρωθεί στο σύνολό της και όχι μόνο εν μέρει ως προς τα ποσά που λόγω της ακυρότητας των ανωτέρω ΓΟΣ δεν όφειλαν οι ανακόπτοντες», παραβίασε ευθέως τις ανωτέρω διατάξεις, και τούτο διότι αντί, κατ’ εφαρμογή αυτών, να αφαιρέσει από το ποσό της διαταγής πληρωμής α) τα περιλαμβανόμενα σ’ αυτό ως επιβαρύνσεις και έξοδα εκτέλεσης της σύμβασης, β) το ποσό κατά το οποίο επιβαρύνθηκαν οι αναιρεσίβλητοι με τον υπολογισμό τόκων με βάση έτος 360 ημερών σε σχέση με τον υπολογισμό τόκων με βάση έτος 365 ημερών και γ) να μην εφαρμόσει τον όρο 5.01 ως προς το κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο όφειλε πλέον να προσδιορίσει κατά δίκαιη κρίση, ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής στο σύνολό της, θεωρώντας έτσι ολόκληρη τη σύμβαση πίστωσης άκυρη, παρότι δεν δέχθηκε ότι λόγω της ακυρότητας των ανωτέρω όρων συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 181 του ΑΚ. Ακολούθως και σύμφωνα με τις εκτιθέμενες στην αρχή της παρούσας νομικές σκέψεις, ενόψει του πλαισίου που τέθηκε με την προαναφερθείσα αναιρετική απόφαση, με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολό της η υπ’ αριθ. 511/2014 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου και απέβαλε πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε, οι διάδικοι επανέρχονται στην πρότερη της έκδοσης της αναιρεθείσας απόφασης κατάσταση (άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και ως εκ τούτου πρέπει η κρινόμενη από 27.05.2010 έφεση να εξεταστεί μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (άρθρο 581 παρ. 1, 2 του ΚΠολΔ).

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 102/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε δεκτή η από 23.07.2008 και με αριθμό κατάθεσης ……/2008 ανακοπή των εφεσίβλητων – ανακοπτόντων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο 72 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α’ 165/25.07.2011) και το άρθρο 93 του Ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α’ 74/20.03.2013), καθόσον η έφεση ασκήθηκε την 27.05.2010, και ως εκ τούτου υπάγεται στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου και για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 27.05.2010 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 27.05.2010, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό ……/27.05.2010 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

Οι εφεσίβλητοι – ανακόπτοντες ζήτησαν με την από 23.07.2008 και με αριθμό κατάθεσης …../2008 ανακοπή τους κατά διαταγής πληρωμής κατ’ άρθρο 632 του ΚΠολΔ, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθεται σε αυτήν, να εξαφανισθεί η υπ’ αριθ. …../2008 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 32.021,71 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση που απορρέει από την υπ’ αριθ. …………/09.04.2004 σύμβαση παροχής πίστωσης επαγγελματικού κεφαλαίου κίνησης που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή και του πρώτου ανακόπτοντος ως πρωτοφειλέτη, υπέρ του οποίου εγγυήθηκε η δεύτερη ανακόπτουσα, σύζυγος του πρώτου ανακόπτοντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστή­ριο, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 102/2010 απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ανωτέρω ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και ότι εισήχθη στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, κατά την τακτική διαδικασία, στη συνέχεια έκανε δεκτούς τους λόγους της ανακοπής και την ανακοπή στο σύνολό της και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ενώ επέβαλε σε βάρος της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων – ανακοπτόντων. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή με την κρινόμενη έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής.

Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 που έχει τίτλο “προστασία καταναλωτών”, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού και όχι κατά το χρόνο που διατυπώθηκε (ΟλΑΠ 15/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1010/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1242/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 788/2018 ΝΟΜΟΣ), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ιδίου ως άνω Ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009 ΝΟΜΟΣ). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ’ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του Ν. 2251/1994 με το Ν. 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης-δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ιδίας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ιδίου ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητώς στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του (ΟλΑΠ 13/2015 ΧΡΙΔ 2015. 675, ΑΠ 1137/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1463/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο Γενικός Όρος Συναλλαγών (ΓΟΣ) που προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του όρθρου 243 παρ. 3 του ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ’ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή- δανειολήπτη, ο οποίος πλέον-όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της Κοινοτικής Οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23.06.2010 των Υπουργών Οικονομικών-Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας-Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 1395/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1138/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1438/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 181 του ΑΚ, δικαιοπραξία της οποίας ένα μέρος είναι άκυρο, παραμένει ισχυρή κατά το υπόλοιπο και μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί να συνάγεται ή να αποδεικνύεται ότι κατά τη βούληση των μερών η ακυρότητα καταλαμβάνει όλη τη δικαιοπραξία, δηλαδή καθιερώνεται ερμηνευτικός κανόνας υπέρ της μερικής ακυρότητας. Η μερική ακυρότητα δεν αναφέρεται στο ουσιώδες περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, οπότε θα προκαλούσε ολική ακυρότητα, αλλά σε επί μέρους όρο, ρήτρα, παροχή της δικαιοπραξίας ή και σε μέρος αυτών. Η μερική ακυρότητα δεν σχετίζεται με την αιτία της ακυρότητας, αλλά αφορά την ενέργειά της με συνέπεια να μπορεί να επέλθει ολική ακυρότητα σε περιπτώσεις που ο λόγος της ακυρότητας αφορά ουσιώδες μέρος της δικαιοπραξίας. Αντικείμενο της μερικής ακυρότητας μπορεί να αποτελέσει μόνο η δικαιοπραξία που μπορεί να κατατμηθεί σε περισσότερα μέρη, χωρίς να μεταβάλλεται το είδος της, έτσι ώστε το έγκυρο μέρος να ισχύει ως αυτοτελής δικαιοπραξία μετά την αφαίρεση του άκυρου μέρους. Η ακυρότητα του μέρους συμπαρασύρει όλη τη δικαιοπραξία, εάν συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα την επιχειρούσαν χωρίς το άκυρο μέρος. Για το σκοπό αυτό αναζητείται ερμηνευτικά όχι η πραγματική, αλλά η υποθετική ή εικαζόμενη θέληση που θα είχαν οι δικαιοπρακτούντες κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους με βάση και τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, δηλαδή το δικαστήριο συμπληρώνει με νομικό πλάσμα τη θέληση των μερών. Η εξακρίβωση της θέλησης των μερών θα γίνει με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και με κριτήρια αντικειμενικά, όπως η φύση της δικαιοπραξίας και ο επιδιωκόμενος σκοπός και υποκειμενικά, όπως τα ελατήρια, οι συνήθειες και τα συμφέροντα των δικαιοπρακτούντων. Η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης προϋποθέτει ότι τα μέρη αγνοούσαν την ακυρότητα του μέρους, διαφορετικά δεν θα είχαν περιλάβει το άκυρο μέρος, διότι αν το περιέλαβαν εν γνώσει της ακυρότητας δεν εφαρμόζεται η διάταξη. Όποιος συνεπώς επικαλείται ολική ακυρότητα της δικαιοπραξίας πρέπει να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι τα μέρη δεν θα κατάρτιζαν την όλη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος. Προς τούτο πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα περιστατικά από τα οποία θα συναγάγει το δικαστήριο ότι οι δικαιοπρακτούντες-συμβαλλόμενοι είχαν αποδώσει τέτοια σημασία στο άκυρο μέρος (σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν με μνεία μεταξύ άλλων και της επιδιωκόμενης οικονομικής αξίας), ώστε αν κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας γνώριζαν την ακυρότητά του, δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία (AΠ 168/2021 ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων (άρθρο 2 παρ.6 και 8 του Ν. 2251/1994, 181, 200 του ΑΚ) συνάγεται ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 του ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ’ αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ (ΑΠ 1060/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 105/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585 παρ. 2, 632 και 633 του ΚΠολΔ, λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί και η επίκληση ουσιαστικής ένστασης (διακωλυτικής ή αποσβεστικής εν όλω ή εν μέρει), εξαιτίας της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είτε είχε καταλυθεί η οφειλή, την οποία αυτή αφορά, είτε ήταν άκυρη η δικαιοπραξία από την οποία πήγαζε. Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά, κατά τα προεκτεθέντα, φέρει χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 1346/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1138/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 669/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 196/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 999/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1071/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2210/2013 ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άνω άρθρου (633 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνο κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 333/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1349/2013 ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ένστασης) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της (ΑΠ 1395/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1138/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 196/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1060/2019 ΝΟΜΟΣ). Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι είναι άκυρος λόγω της αντίθεσής του προς τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 και την Κ.Υ.Α. Ζ1-178/13.02.2001, ο όρος 5.03 της υπ’ αριθ. …………../09.04.2004 σύμβασης παροχής πίστωσης επαγγελματικού κεφαλαίου κίνησης, δυνάμει του οποίου λαμβάνεται το έτος των 360 ημερών ως βάση υπολογισμού των τόκων, και ότι η χρήση αυτή ημερολογιακού έτους 360 ημερών αντί 365 είχε ως αποτέλεσμα τη χρέωση του λογαριασμού της πίστωσης με τόκους παράνομα αυξημένους, καθόσον ο ανωτέρω όρος προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, αφού ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο. Ο λόγος αυτός της ανακοπής παραδεκτά προβάλλεται, λόγω της ιδιότητας των ανακοπτόντων ως καταναλωτών, αφού η χορήγηση στον πρώτο ανακόπτοντα πίστωσης, δυνάμει της επίδικης υπ’ αριθ. ………./09.04.2004 σύμβασης παροχής πίστωσης επαγγελματικού κεφαλαίου κίνησης, προς εξυπηρέτηση των αναγκών της ατομικής επιχείρησής του, την εκπλήρωση των όρων της οποίας εγγυήθηκε η δεύτερη ανακόπτουσα, σύζυγος του πρώτου ανακόπτοντος, συμπεριλαμβάνεται στις συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες (χορήγηση δανείων και πιστώσεων), που απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, συνιστούν, δηλαδή, παροχές προς τελικούς αποδέκτες (βλ. ΑΠ 999/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ), η δε δεύτερη ανακόπτουσα συμβλήθηκε ως εγγυήτρια προς βοήθεια του συζύγου της πρώτου ανακόπτοντος, χωρίς να ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας. Εντούτοις, ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αόριστος, μολονότι η συμφωνία υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών πράγματι προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν τα κατ’ ιδίαν κονδύλια του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της σύμβασης πίστωσης λογαριασμού που προσβάλλουν, ούτε επικαλούνται επακριβώς ποια είναι τα παρανόμως επιδικασθέντα ποσά από την επιβάρυνση του υπολογισμού του επιτοκίου με τον υπολογισμό του έτους των 360 ημερών και ποιο τελικά είναι το ποσό από αυτά τα κονδύλια που οφείλουν, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθούν αυτά από το συνολικό ποσό της απαίτησης που επιτάσσεται με την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής. Αντιθέτως, επικαλούνται αορίστως ότι επιβαρύνθηκαν με τόκους παράνομα αυξημένους, χωρίς να προσβάλλουν συγκεκριμένα κονδύλια του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της σύμβασης πίστωσης λογαριασμού, ώστε μόνον κατ’ αυτό το ποσό να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής. Μετά ταύτα, ενόψει του ότι η επικαλούμενη από τους ανακόπτοντες ακυρότητα του ανωτέρω όρου 5.03, λόγω αδιαφάνειάς του, δεν συνδέεται με την ακυρότητα συγκεκριμένων κατ’ ιδίαν κονδυλίων και συνακόλουθα ποσών που επιδικάστηκαν με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, επιπλέον δε η επικαλούμενη ακυρότητα δεν συνεπάγεται την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης αφού ούτε και οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι αυτή δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος της (άρθρο 181 του ΑΚ), ο πρώτος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας.

Επί δανειακών τραπεζικών συμβάσεων, το άρθρο 2 παρ. 7 περ. ε’, ια’ του Ν. 2251/1994 αξιώνει τα κριτήρια, με τα οποία καθορίζονται οι όροι αυτών, να αναφέρονται στη σύμβαση, δεδομένου ότι ο νόμος δεν ανέχεται την αοριστία του τιμήματος, παρά μόνο αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, οπότε πρέπει να αναφέρονται ειδικώς καθορισμένα και εύλογα κριτήρια (ΕφΑθ 446/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1471/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5101/2011 ΝοΒ 2011. 2139, ΕφΑθ 2386/2006 ΕλλΔνη 2006. 1467, ΕφΑθ 5253/2003 ΕΕμπΔ 2003. 643). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Ν. 1266/1982 καταργήθηκαν η Νομισματική Επιτροπή και οι υποεπιτροπές της και, παράλληλα, ορίστηκε ότι οι αρμοδιότητές της, με εξαίρεση τις αναφερόμενες περιπτώσεις των άρθρων 2 και 3, μεταβιβάστηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της ή οργάνων της εξουσιοδοτημένων από τον διοικητή, στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής. Σε εκτέλεση των διατάξεων αυτών, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 336/29.02.1984 απόφαση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία συστήθηκε η Επιτροπή Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων, που, με την υπ’ αριθ. …../26.06.1998 πράξη του, μετονομάσθηκε σε Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων, στις αρμοδιότητες της οποίας περιλαμβάνονται, πλην άλλων, και η έκδοση αποφάσεων που αφορούν στους όρους λειτουργίας των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων. Οι εκδιδόμενες από την εν λόγω Επιτροπή αποφάσεις, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του Ν. 1266/1982, έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και αποτελούν κανόνες ουσιαστικού δικαίου. Αντίστοιχου περιεχομένου είναι η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 6 του Ν. 3601/2007, κατά τους ορισμούς της οποίας «Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τα πιστωτικά ιδρύματα και τα λοιπά εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα οφείλουν να παρέχουν στους συναλλασσόμενους με αυτά ως προς τους όρους των συναλλαγών τους, για τη διασφάλιση της διαφάνειας και σαφήνειας». Στο πλαίσιο αυτό, με τις περιπτώσεις «i» και «iν» της παρ. 2 εδ. α’ του κεφαλαίου Β’ της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (ΦΕΚ Α’ 277/18.11.2002) ορίστηκε ότι τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, κατ’ ελάχιστο, να παρέχουν πληροφορίες σχετικές με «το ύψος των βασικών επιτοκίων χορηγήσεων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται όλες οι τυχόν χρηματοοικονομικές επιβαρύνσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, και το ύψος του περιθωρίου επιτοκίου (spread), όπου αυτό εφαρμόζεται. Επιπλέον, αναφέρονται χωριστά οι ειδικές εισφορές, οι φόροι και τα τέλη που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (είδος και ποσό ή ποσοστό)», καθώς και «σε περιπτώσεις δανειακών συμβάσεων με κυμαινόμενο επιτόκιο, το γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιορισμένο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου (όπως π.χ. παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)». Περαιτέρω, με τα εδάφια «α» και «β» της παρ. 2 της απόφασης 178/3/2004 της ΕΤΠΘ (ΦΕΚ Α’ 152/09.08.2004), ορίζεται ότι: «α) Η παρ. 2 εδ. α’ (iν) του Κεφαλαίου Β’ της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 περί κυμαινόμενου επιτοκίου είναι σύμφωνη με την ως άνω αρχή και αποβλέπει στην εξασφάλιση πλήρους διαφάνειας και αποτελεσματικής ενημέρωσης των συναλλασσόμενων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται το αρχικά καθορισμένο επιτόκιο της δανειακής σύμβασης, β) Η μεταβολή του κυμαινόμενου επιτοκίου συνδέεται αποκλειστικά με δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα όπως παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, euribor, απόδοση ομολόγων, βραχυπρόθεσμων τίτλων κ,λ.π., οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ρητά στη σύμβαση. Στη σύμβαση προσδιορίζεται επίσης ρητά ο τρόπος προσαρμογής του συμβατικού επιτοκίου ως εξής: i) ως το ανώτατο πολλαπλάσιο της εκάστοτε μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη ή ii) ως το εκάστοτε προκύπτον άθροισμα του ύψους του επιτοκιακού δείκτη πλέον ενός περιθωρίου καθοριζόμενου μέχρι ενός ανώτατου ορίου. Σε περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός από τους ως άνω δείκτες πρέπει επίσης να σταθμίζεται στη σύμβαση η συμμετοχή του κάθε δείκτη στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του κυμαινόμενου επιτοκίου». Εξάλλου, με βάση τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Ν. 2251/1994, που εφαρμόζονται και επί στεγαστικών δανείων, που χορηγούνται από Τράπεζα, με προμηθευτή την τελευταία και καταναλωτή τον δανειολήπτη, περαιτέρω δε, με βάση και τις πιο πάνω αποφάσεις της ΠΔ/ΤΕ και της ΕΤΠΘ/ΤΕ, γίνεται δεκτό, αφενός μεν, ότι δεν είναι καταχρηστικός ο όρος, με τον οποίο προβλέπεται, σε σύμβαση δανείου, η δυνατότητα μεταβολής του συνομολογηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου σε περίπτωση μεταβολής του βασικού παρεμβατικού επιτοκίου για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), οικονομικού μεγέθους που δικαιολογεί τη συμβατική αυτή ρύθμιση, με ανώτατο πολλαπλάσιο αυτής το 200/00 της διαφοράς μεταξύ του προηγούμενου και του νέου παρεμβατικού επιτοκίου, αφού το πολλαπλάσιο αυτό, δεν αποτελεί σημαντική απόκλιση και ουσιαστική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (με την έννοια της «απόκλισης» από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, στο πλαίσιο των οποίων και εμπίπτει), δοθέντος ότι το διπλάσιο της μεταβολής, κατ’ ανώτατο όριο, δικαιολογημένα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβατικής ρύθμισης και αφετέρου (αντιθέτως), είναι καταχρηστικός, ως αντίθετος στα άρθρα 2 παρ. 6 και 7 περ. ε’ και ια’ του Ν. 2251/1994, διότι εμφανίζει αοριστία, ο προδιατυπωμένος και περιλαμβανόμενος στους ΓΟΣ όρος, ο οποίος δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και σύμφωνα με τον οποίο επιτρέπεται στην προμηθεύτρια Τράπεζα, ρυθμίζοντας τη διαμόρφωση του κυμαινόμενου επιτοκίου σε σύμβαση δανείου, να προσδιορίζει οποτεδήποτε συμβατικό επιτόκιο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή πελάτη κριτήρια ειδικά και εύλογα, ήτοι, εν προκειμένω, παραλλήλως προσδιοριζόμενα κριτήρια μεταβολής του κυμαινόμενου συμβατικού επιτοκίου, που, συνδυαζόμενα πάντοτε με την προϋπόθεση μεταβολής του βασικού παρεμβατικού επιτοκίου, αξιολογούνται ως εύλογα και δικαιολογούν τη συμβατική αυτή ρύθμιση, ως αναφερόμενα σε σημαντικά οικονομικά στοιχεία, χωρίς παράλληλα να είναι δυνατός ο περαιτέρω ειδικός προσδιορισμός τους, ώστε να καταλείπονται περιθώρια αξιολόγησής τους ως αορίστων. Τέτοια, δε, παραλλήλως προσδιοριζόμενα, κριτήρια μεταβολής του κυμαινόμενου επιτοκίου, δύναται να αποτελούν οι συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού, ο γενικότερος προϊοντικός κίνδυνος και ο κίνδυνος που η Τράπεζα αναλαμβάνει έναντι του κατόχου (ΑΠ 354/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1196/2010 ΝΟΜΟΣ). Ήτοι, συνοψίζοντας, η συνήθης στην τραπεζική πρακτική σύναψη δάνειων με κυμαινόμενο επιτόκιο ουδόλως είναι «per se» παράνομη ή έστω αντικείμενη στο νόμο περί προστασίας του καταναλωτή. Το κρίσιμο, αντιθέτως, είναι αν τα κριτήρια, που τίθενται για τη μεταβολή του επιτοκίου, είναι εύλογα και όχι προδήλως αόριστα, καθώς και το αν η σύναψη του όρου έχει λάβει χώρα υπό όρους διαφάνειας, ήτοι, ιδίως, αν έχει διατυπωθεί κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο. Με την υπ’ αριθ. 178/19.07.2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ (ΦΕΚ Α’ 1872/26-27.12.2006), ορίστηκε ότι η παρ. 2 εδ. α’ (iν) του κεφαλαίου Β` της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, περί κυμαινόμενου επιτοκίου, κατά την οποία, η ελάχιστη ενημέρωση, που οφείλουν να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα στους συναλλασσόμενους, πριν από τη σύναψη κάποιας σύμβασης και συγκεκριμένα, ως προς τις δανειακές συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο, αφορά στο γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιοριζόμενο, με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και την πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντιστοίχου δανείου (όπως π.χ. παρεμβατικά επιτόκια ΕΚΤ), είναι σύμφωνη με την αρχή περί ελεύθερης διαμόρφωσης των τραπεζικών επιτοκίων και αποβλέπει στην εξασφάλιση πλήρους διαφάνειας και αποτελεσματικής ενημέρωσης των συναλλασσόμενων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται το αρχικά καθορισμένο επιτόκιο της δανειακής σύμβασης, όταν δε, η μεταβολή του κυμαινόμενου επιτοκίου συνδέεται αποκλειστικά με δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως παρεμβατικά επιτόκια της EKT, euribor, απόδοση ομολόγων, βραχυπρόθεσμων τίτλων κτλ, οι τελευταίοι πρέπει να αναφέρονται ρητά στη σύμβαση. Η πρόβλεψη, συνεπώς, στη σύμβαση δυνατότητας μονομερούς τροποποίησης του συμβατικού επιτοκίου από το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να συνοδεύεται από τον καθορισμό ειδικών και εύλογων κριτηρίων (ΕφΠειρ 638/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1471/2013 ΝΟΜΟΣ). Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι είναι άκυρος λόγω της αντίθεσής του προς τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 περ. ια’ του Ν. 2251/1994, ο όρος 5.01 της υπ’ αριθ. ………../09.04.2004 σύμβασης παροχής πίστωσης επαγγελματικού κεφαλαίου κίνησης, δυνάμει του οποίου η καθ’ ης η ανακοπή διατηρούσε το δικαίωμα, κατά την εύλογη κρίση της και ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς, να μεταβάλει το βασικό επιτόκιο κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης, με αποτέλεσμα να παρέχεται στην καθ’ ης η ανακοπή η μονομερής δυνατότητα να μεταβάλει το επιτόκιο της πίστωσης, χωρίς να έχουν τεθεί εκ των προτέρων εύλογα κριτήρια καθορισμού του κυμαινόμενου επιτοκίου για τον πρώτο ανακόπτοντα – οφειλέτη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται απορριπτέος ως αόριστος, καθόσον ανεξαρτήτως της αδιαφάνειας ή μη των συμφωνηθέντων κριτηρίων μεταβολής του επιτοκίου, οι ανακόπτοντες ουδόλως προσδιορίζουν, ως όφειλαν για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, το ύψος του πράγματι εφαρμοσθέντος επιτοκίου, καθώς και τα χρηματικά ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκαν εξαιτίας της εφαρμογής του συνομολογηθέντος και ακύρου, κατά τους ισχυρισμούς τους, επιτοκίου, δοθέντος ότι η διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα μόνο κατά το αντίστοιχο μέρος, από δε τα παρατιθέμενα στην ανακοπή στοιχεία δεν καθίσταται δυνατό να εξάγει το Δικαστήριο με μαθηματικούς υπολογισμούς το αμφισβητούμενο ποσό. Ο λόγος αυτός ούτε ως αμφισβήτηση του βέβαιου και εκκαθαρισμένου της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή μπορεί να εκτιμηθεί, δοθέντος ότι η διαταγή πληρωμής δεν καθίσταται άκυρη στο σύνολό της, ως ενσωματώνουσα απαίτηση μη εκκαθαρισμένη, αλλά μόνο κατά το υπερβάλλον ποσό της επιδικαζόμενης απαίτησης, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, πρέπει ο αμφισβητών το ύψος της επίδικης απαίτησης να προσδιορίζει επ’ ακριβώς και με τρόπο ορισμένο, αφού η αμφισβήτηση της ύπαρξης ή του ύψους της απαίτησης δεν καθιστά αυτήν αβέβαιη απαίτηση. Άλλωστε, “βέβαιη” είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, ενώ “εκκαθαρισμένη” είναι όταν είναι ορισμένη κατά το ποσόν και το ποιόν της και δυνάμενη να καθοριστεί έστω με μαθηματικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν στον ίδιο τον τίτλο, ώστε μόνη η αμφισβήτηση μέρους της απαίτησης, όπως εν προκειμένω ως προς τους τόκους, συμβατικούς και υπερημερίας, να μην την καθιστά ελαττωματική ως προς τα χαρακτηριστικά της αυτά.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 της ΠΔTΕ 1969/08.08.1991 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1266/1982 (ΦΕΚ A’ 131/29.08.1991), “απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα”, ενώ κατά το κεφάλαιο ΣΤ εδ. α’ της ΠΔTΕ 2501/31.10.2001, που αντικατέστησε την ανωτέρω ΠΔΤΕ 1969/1991, δεν επιτρέπεται η είσπραξη οιασδήποτε προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη α) προμήθειας οργάνωσης και διαχείρισης προκειμένου περί κοινοπρακτικών δανείων και β) προμήθειας αδρανείας επί των μη αναληφθέντων ποσών πιστώσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή χορήγησης τους. Στην έννοια των πάσης φύσεως προμηθειών του παρόντος κεφαλαίου δεν εμπίπτουν οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων, όπως επί παραδείγματι συμβολαιογραφικά έξοδα εκτίμησης και ελέγχου τίτλων ακινήτου. Αντίθετα, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κάποια ελάχιστα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, ειδικότερα, δε, ως προς τις χορηγήσεις, το ύψος των αμοιβών για τυχόν παρεπόμενες ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπανών, καθώς και των εξόδων υπέρ τρίτων που εισπράττουν (ΑΠ 368/2019 ΕΠΟΛΔ 2019. 423, ΕφΠατρ 65/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 9/2022 ΝΟΜΟΣ). Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι, κατ’ εφαρμογή ειδικότερου όρου της σύμβασης πίστωσης, η καθ’ ης η ανακοπή χρέωσε τον πιστούχο την 13.07.2004 με το ποσό των 180,00 ευρώ για εφάπαξ δαπάνη προέγκρισης δανείου, ότι την 10.11.2003 ο λογαριασμός της πίστωσης χρεώθηκε παρανόμως με το ποσό των 500,00 ευρώ για δαπάνη τεχνικού και νομικού ελέγχου και ότι την 26.04.2006, την 27.07.2006, την 27.09.2006, την 27.10.2006, την 26.02.2007, την 19.06.2007, την 18.09.2007 και την 20.11.2007, αντίστοιχα, ο λογαριασμός της πίστωσης χρεώθηκε παρανόμως με τα ποσά των 20,00 ευρώ, και συνολικά με το ποσό των 160,00 ευρώ για δαπάνες εξόδων επιστολών και ότι οι εν λόγω χρεώσεις, που έχουν χαρακτήρα προμήθειας, είναι αφενός παράνομες, αφετέρου η πρώτη ως άνω δαπάνη επιβλήθηκε με Γ.Ο.Σ., που είναι άκυρος ως καταχρηστικός. Ο λόγος αυτός, κατά το μέρος που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις του Ν. 2251/1994 είναι αόριστος, καθόσον ουδόλως αναφέρεται ότι ο εν λόγω Γ.Ο.Σ. επιφέρει σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος των ανακοπτόντων, ούτε εκτίθενται τα στοιχεία, με βάση τα οποία ο εν λόγω Γ.Ο.Σ. διαταράσσει, και μάλιστα σημαντικά, την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να κρίνει, στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, για την ακυρότητα ή μη ως καταχρηστικού του σχετικού όρου κατ’ άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 (βλ. ΑΠ 350/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 561/2014 ΧρΙΔ 2014. 622). Κατά τα λοιπά και κατά το μέρος που οι ανακόπτοντες επικαλούνται ότι οι ως άνω χρεώσεις είναι παράνομες, ο λόγος είναι ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις του άρθρου 174 του ΑΚ, του άρθρου 1 της ΠΔΤΕ 1969/08.08.1991, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1266/1982, και της ΠΔΤΕ 2501/31.10.2001, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην μείζονα σκέψη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από όλα τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα αποδείχθηκε ότι σύμφωνα με τον όρο 11.03 της υπ’ αριθ. …………./09.04.2004 σύμβασης παροχής πίστωσης επαγγελματικού κεφαλαίου κίνησης «Έξοδα και αμοιβές κάθε φύσης, όπως δικαστικά έξοδα, τέλη και αμοιβές εγγραφής υποθήκης, προσημείωσης υποθήκης, ανεξάρτητα από την τροπή της ή όχι σε υποθήκη, και κάθε τυχόν άλλης σημείωσης στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου, εξάλειψης αυτών, ασφαλίστρων του ή των ακινήτων, επί των οποίων έχει εγγραφεί προσημείωση ή υποθήκη, καθώς και των ενεχυρασμένων πραγμάτων, κατασχέσεων, αναγγελιών, επιδόσεων και γενικά αναγκαστικής εκτέλεσης, έξοδα και αμοιβές λογιστών, επιθεωρητών, εκτιμητών ή άλλων εμπειρογνωμόνων, έξοδα κίνησης του λογαριασμού με επιταγές, καθώς και οποιαδήποτε άλλα έξοδα και αμοιβές που πληρώθηκαν ή θα πληρωθούν από την Τράπεζα σε εκτέλεση της παρούσας σύμβασης, βαρύνουν τον οφειλέτη και είναι καταβλητέα απ’ αυτόν έντοκα από την ημερομηνία πληρωμής τους από την Τράπεζα. Ο δε οφειλέτης εξουσιοδοτεί με την παρούσα την Τράπεζα να χρεώνει τον αναφερόμενο στον όρο 1.3 της παρούσας σύμβασης λογαριασμό του με τα προαναφερόμενα έξοδα». Επιπλέον, σύμφωνα με τον όρο 11.04 της σύμβασης πίστωσης «Ο οφειλέτης, επίσης, οφείλει να καταβάλει προς την Τράπεζα κατά την υπογραφή της παρούσας το ποσό που αναφέρεται στον όρο 1.6, και κατ’ έτος, τη δαπάνη επαναξιολόγησης η οποία προβλέπεται στο τιμολόγιο της Τράπεζας για δάνεια επαγγελματικής πίστης, και για την οποία ο οφειλέτης έχει ενημερωθεί». Σύμφωνα δε με τον όρο 1.6 της σύμβασης πίστωσης «Έξοδα: Εφάπαξ δαπάνη προέγκρισης ευρώ 180,00». Όπως αποδείχθηκε από το προσκομιζόμενο απόσπασμα του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της πίστωσης υπ’ αριθ. …………………. λογαριασμού, που είναι εξηγμένο από τα νόμιμα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας, ο λογαριασμός χρεώθηκε: (α) την 13.07.2004 με το ποσό των 180,00 ευρώ για εφάπαξ δαπάνη προέγκρισης και (β) την 26.04.2006, την 27.07.2006, την 27.09.2006, την 27.10.2006, την 26.01.2007, την 26.02.2007, την 19.06.2007, την 18.09.2007, την 19.10.2007 και την 20.11.2007, αντίστοιχα, με τα ποσά των 20,00 ευρώ, αντίστοιχα, και συνολικά με το ποσό των 200,00 ευρώ για δαπάνες εξόδων επιστολών. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι την 10.11.2003 ο λογαριασμός της πίστωσης χρεώθηκε με το ποσό των 500,00 ευρώ για δαπάνη τεχνικού και νομικού ελέγχου, όπως αβάσιμα επικαλούνται οι ανακόπτοντες. Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών, τα ανωτέρω ποσά που προβλέπονται ως εφάπαξ δαπάνη προέγκρισης πίστωσης και ως δαπάνες εξόδων επιστολών, δεν αφορούν σε προμήθειες της καθ’ ης η ανακοπή, αλλά αντιθέτως αφορούν σε έξοδα, στα οποία υποβλήθηκε η ίδια στα πλαίσια της λειτουργίας της ένδικης σύμβασης πίστωσης, και τα οποία βαρύνουν τον πρώτο ανακόπτοντα–οφειλέτη κατ’ εφαρμογή των προαναφερόμενων όρων της ένδικης σύμβασης πίστωσης. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε αντιθέτως, κάνοντας δεκτούς ως νόμω και ουσία βάσιμους τους ανωτέρω λόγους ανακοπής, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και πρέπει ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος της κρινόμενης έφεσης να γίνουν δεκτοί ως και ουσιαστικά βάσιμοι. Κατόπιν τούτων, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε την ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ ως προς όλες τις διατάξεις της. Ακολούθως πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να απορριφθεί η από 23.07.2008 και με αριθμό κατάθεσης ……/2008 ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ κατά της υπ’ αριθ. …../2008 διαταγής πληρωμής και να επικυρωθεί η τελευταία. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εφεσίβλητων – ανακοπτόντων λόγω της ήττας τους, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που οι εφεσίβλητοι – ανακόπτοντες ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των εφεσίβλητων – ανακοπτόντων, την από 27.05.2010 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 102/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 102/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει την από 23.07.2008 και με αριθμό κατάθεσης …../2008 ανακοπή.

Απορρίπτει την ανακοπή.

Επικυρώνει την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …../2008 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επιβάλει σε βάρος των εφεσίβλητων–ανακοπτόντων τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας–καθ’ ης η ανακοπή, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια (1.000,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις   27.4.2023 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 25.05.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ