Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 312/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός     312/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Ιωάννη Κρινάκο,

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) ……….., 2) ………. 3) ……….. οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Παύλο Τσικούρα.

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18.5.2018 (με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε ερήμην της εναγόμενης, η 665/2020  οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (νέα τακτική διαδικασία, που  δέχθηκε κατά τα κύρια αιτήματα την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από  23.6.2020 έφεση που κατέθεσε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …./2020. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …./2020, οπότε δικάσιμος ορίσθηκε η 17.6.2021, πλην όμως επειδή κατά τον κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δικαστηρίου δεν υπήρχε δικάσιμος κατά την ως άνω ημερομηνία με την υπ’ αριθ. …/2020 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς ορίστηκε νέα δικάσιμος η 11.11.2021, από την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. Επίσης η εκκαλούσα κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου τους από 5.10.2020 πρόσθετους λόγους έφεσης που έλαβαν Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και ορίστηκε δικάσιμος η 11.11.2021, από την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η έφεση και οι πρόσθετοι λόγο έφεσης εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από την ως άνω διάταξη με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος και είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271, 272 § 1 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ο δε εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που  μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς, να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικά και αυτό μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης,  χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 476/2017, ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 1906/2008, ΕφΠειρ 181/2023 στο efeteio-peir.gr, ΜονΕφΘρακ 8/2023 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαμ 22/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 226/2021 στην efeteio-peir.gr, ΕφΠειρ 449/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 67/2016,  ΕφΑνατΚρητ 61/2015, ΕφΠειρ 336/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μπαλογιάννη σε Απαλαγάκη ΕρμΚΠολΔ άρθρο 528 αρ.3 σ.1468, Πανταζόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα άρθρο 528 αρ.2-3).

Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 520 παρ.1 σε συνδυασμό με τα άρθρα 118 έως 120 ΚΠολΔ, μεταξύ των στοιχείων που απαιτείται να αναφέρει το δικόγραφο της έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής είναι ο αριθμός της προσβαλλόμενης απόφασης. Ωστόσο και η παράλειψη αναγραφής ή η εσφαλμένη αναγραφή του αριθμού της προσβαλλόμενης απόφασης δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου, εφόσον δεν καταλείπονται αμφιβολίες για την απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η έφεση (βλ. ΑΠ 1767/1983, Δίκη 1985, σελ. 937, ΑΠ 837/1977, ΝοΒ 1978, σελ. 679, ΕφΑθ 2261/1989, Δίκη 1989, σελ. 286, ΕφΛαρ 718/2001, ΕλλΔνη 2001, σελ. 816, στις οποίες παραπέμπουν οι Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, 2η έκδοση, σελ. 808,  Βασιλ. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, σελ. 270, Χ. Τριανταφυλλίδη σε Κυριάκου Οικονόμου Η έφεση, Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, έκδοση 2017, σελ. 155, υποσημ. 2). Έτσι, σε περίπτωση που έχει γραφεί λανθασμένα ο αριθμός της εκκαλούμενης απόφασης στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης, εφόσον αναφέρονται στο ίδιο δικόγραφο η ημερομηνία που φέρει το δικόγραφο της εφέσεως, ο γενικός και ειδικός αριθμός κατάθεσης αυτής τόσο στο Πρωτοδικείο, όσο και στο Εφετείο, τα ονόματα των διαδίκων και το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να γεννάται αμφιβολία στον εφεσίβλητο σχετικά με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που προσβάλλεται. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ «πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης». Το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης θεωρείται συμπληρωματικό του αρχικού δικογράφου της έφεσης και εκτιμάται μαζί με το εφετήριο, ως ενιαίο σύνολο. Συνέπεια του παρεπόμενου χαρακτήρα των πρόσθετων λόγω είναι και το ότι δεν νοείται χωριστή συζήτησή τους, η δε συνεκδίκασή τους διατάσσεται αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άρθρα 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 521/2010, ΕφΘεσσαλ 496/2011 στην ΤΝΠ Νόμος) και κατατίθενται ενιαίες προτάσεις (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π., σελ. 291 και όπου παραπέμπει ο Χ. Τριανταφυλλίδης, ό.π., σελ. 162).

Νόμιμα φέρονται μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 4 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ: α) η από 23.6.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …/2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση της ………… προς εξαφάνιση της 665/2020 οριστικής απόφασης (νέα τακτική διαδικασία) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δικάζοντας την από 18.5.2018 (με Γ.Α.Κ. …./2018 και με Ε.Α.Κ. …./2018) αγωγή των εφεσίβλητων κατά της εκκαλούσας, ερήμην της, δέχτηκε αυτή και όπως η ως άνω έφεση προσδιορίσθηκε αρχικά σε δικάσιμο που δεν συνεδρίαζε το 4ο Τμήμα του Εφετείου Πειραιά  και κατόπιν της υπ’ αριθ. …/2020 Πράξης της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, ορίσθηκε νέα δικάσιμος η 11.11.2021, από την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και β) οι από 5.10.2010 (κατατεθέντες στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) πρόσθετοι λόγοι έφεσης της ίδιας ως άνω εκκαλούσας κατά των ίδιων ως άνω εφεσίβλητων προς αποδοχή της από 23.6.2020 και με αριθμό κατάθεσης …./2020 έφεσης της εκκαλούσας επί της οποίας είχε οριστεί δικάσιμος η 17.6.2021 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου στον προσδιορισμό ……./2020) και κατά της 655/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (νέα τακτική διαδικασία), όπως τον αριθμό της απόφασης με δήλωση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και με τις ενώπιον αυτού προτάσεις του δήλωσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας ότι διορθώνει στο ορθό 665/2020. Η ως άνω έφεση και οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι έφεσης που αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγονται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικασθούν με την τακτική διαδικασία πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και του όλως παρακολουθηματικού χαρακτήρα των πρόσθετων λόγων εφέσεως (άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 112, αρ. 82, σελ. 804), καθώς στρέφονται κατά της ιδίας αποφάσεως. Οι εφεσίβλητοι προβάλλουν και με τις εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις τους ότι οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης πρέπει να απορριφθούν, γιατί στρέφονται κατά της 655/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία εκείνοι δεν έχουν καμία σχέση ως ενάγοντες ή εναγόμενοι. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του, καθώς πέραν της δήλωσης διορθώσεως του αριθμού της εκκαλουμένης στο ορθό «665/2020» στην οποία προέβη ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας στο ακροατήριο και με τις προτάσεις της, σαφώς προκύπτει ότι στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έχει παρεισφρύσει λανθασμένη αναγραφή του αριθμού της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς όμως τούτο να μπορεί να δημιουργήσει αμφιβολία στους εφεσίβλητους σχετικά με την απόφαση που προσβάλλεται και στο εάν πρόκειται για απόφαση που εκδόθηκε επί αγωγής στην οποία εκείνοι ήταν διάδικοι, δεδομένου ότι αναφέρεται με τα ακριβή της στοιχεία η έφεση η οποία εκκρεμεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και την οποία συμπληρώνουν οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, ήτοι αναφέρεται ότι πρόκειται για την από 23-6-2020 και με αριθμό κατάθεσης …………./2020 έφεση της εκκαλούσας, της οποίας δικάσιμος είχε οριστεί η 17.6.2021 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου στον προσδιορισμό ………/2020) (βλ. σελίδα 2 πρώτη παράγραφος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων εφέσεως). Με τα παρατιθέμενα ως άνω λεπτομερή στοιχεία της εφέσεως δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι προσβαλλόμενη και με τους πρόσθετους λόγους εφέσεως απόφαση είναι η εκκαλουμένη με την απευθυνόμενη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 23.6.2020 έφεση της ίδιας εκκαλούσας κατά των ίδιων εφεσίβλητων, 665/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (νέα τακτική διαδικασία) και όχι η εκ παραδρομής αναγραφόμενη ως 655/2020 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Μάλιστα στην νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από τους εφεσίβλητους από 26.10.201 γνωστοποίηση ένορκης εξέτασης μαρτύρων προς την εκκαλούσα, συνημμένη στην υπ’ αριθ. …/26.10.2021 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …….. που επιδόθηκε με επιμέλειά τους σε αυτή, αναφέρεται επί λέξει «Γνωστοποιούμαι στην καθ’ ης ότι προς αντίκρουση της από 23 Ιουνίου 2020 έφεση σας και των από 5-10-2020 πρόσθετων λόγων έφεσης, στρεφομένων εναντίον μας και κατά της υπ’ αριθμόν 665/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Νέας Τακτικής Διαδικασίας) η συζήτηση των οποίων θα γίνει στις 11 Νοεμβρίου ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά θα εξετάσουμε ένορκα μάρτυρες ως εξής…», δηλαδή πράγματι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι έφεσης στρέφονταν κατά της ως άνω 665/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και όχι κατά της εκ παραδρομής αναγραφόμενης στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων 655/2020 τοιαύτης. Περαιτέρω, με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι οι εφεσίβλητοι αναφορικά με τους ως άνω πρόσθετους λόγους της έφεσής της δεν παρίστανται κανονικά, οπότε πρέπει να κριθούν δικονομικώς απόντες και να γίνουν δεκτοί ως ομολογημένοι οι ισχυρισμοί που προβάλλει η ίδια με τους παραπάνω πρόσθετους λόγους, λόγω της ερημοδικίας των εφεσίβλητων. Ειδικότερα επ’ αυτού, η εκκαλούσα αναφέρει ότι κατόπιν αιτήματος που υπέβαλε ενώπιον τούτου του Δικαστηρίου συνεκδικάσθηκαν λόγω πρόδηλης συνάφειας η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, πλην όμως ότι αυτό δικονομικά δεν σημαίνει ότι κάθε υπόθεση έχασε την αυτοτέλειά της, ούτε ότι εξέλιπαν οι προϋποθέσεις για την ορθή παράσταση των διαδίκων μερών ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου. Ότι εν προκειμένω οι εφεσίβλητοι δεν έλαβαν μέρος κανονικά στη δίκη όσον αφορά τους πρόσθετους λόγους έφεσης και ειδικότερα παραστάθηκαν μεν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο …., αλλά δεν κατέθεσαν προτάσεις στο δικάσαν δικαστήριο, ούτε εξέδωσαν γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής του ΔΣΠ. Ότι ως εκ τούτου ως προς τους πρόσθετους λόγους της έφεσης θα πρέπει οι εφεσίβλητοι να υποστούν τις συνέπειες της ερημοδικίας τους και ειδικότερα μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης κατ’ άρθρο 528 ΚΠολΔ, να θεωρηθούν ομολογημένοι οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας από αυτούς λόγω της ερημοδικίας και να γίνουν δεκτοί οι πρόσθετοι λόγοι. Ο παραπάνω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Καταρχάς, όπως επισημάνθηκε παραπάνω, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα των προσθέτων λόγων έφεσης νομίμως κατατίθενται ενιαίες προτάσεις για την έφεση και για τους πρόσθετους λόγους αυτής και εκδίδεται ένα ενιαίο γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων. Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την ανάγνωση των πρακτικών της παρούσας δίκης και από την ανάγνωση των προτάσεων που κατέθεσε νομίμως ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων, αυτός αιτείται να απορριφθούν οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης γιατί αφορούν στην 655/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στην οποία δεν συμμετείχαν ως διάδικοι οι εφεσίβλητοι και γι’ αυτό αρνείται να απαντήσει με τις προτάσεις του επί της ουσίας των προβαλλόμενων με τους πρόσθετους λόγους έφεσης ισχυρισμών της εκκαλούσας. Αυτό το νόημα έχει η δήλωσή του «Εδώ δεν θα καταθέσω προτάσεις» (βλ. σελ. 3 των ταυτάριθμων με την παρούσα πρακτικών «-Στην 22. Είναι οι πρόσθετοι λόγοι;- Ναι………… Πάλι από εσάς; Δια ……..; -Ναι. Σχετικά με τους πρόσθετους λόγους είναι άκυρο το δικόγραφο, διότι απευθύνονται σε αριθμό απόφασης η οποία δεν έχει καμία σχέση με την απόφαση της έφεσης που έχει προσβάλλει η κυρία ……. Αναφέρει άλλον αριθμό απόφασης στους πρόσθετους λόγους η οποία δεν μας αφορά. Ως εκ τούτου θεωρώ άκυρο το δικόγραφο και δεν καταλαβαίνω, να παραστώ να πω τι; Αυτό έχω να πω μόνο. – Παρίστασθε και λέτε αυτά που μας είπατε. Ότι πώς ακούγεστε διαφορετικά; – Το γράφω στις προτάσεις μου βέβαια για την έφεση που έχω καταθέσει αλλά εδώ δεν θα καταθέσω προτάσεις. Θα το δει το Δικαστήριό σας…»). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι με τις προτάσεις που κατέθεσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων δεν καλύπτει και τους πρόσθετους λόγους έφεσης και πάλι δεν νοείται κατ’ αντιμωλία εκδίκαση της έφεσης και εκδίκαση των πρόσθετων λόγων ερήμην των εφεσίβλητων, λόγω της απόλυτης εξάρτησης των πρόσθετων λόγων έφεσης από την ίδια την έφεση. Οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, παρά τον αυτοτελή τους χαρακτήρα ως επίκληση σφαλμάτων κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα και συμπλήρωμα της εφέσεως (ΑΠ 521/2010 στην ΤΝΠ Νόμος), με συνέπεια να προϋποθέτουν άσκηση εμπρόθεσμης έφεσης, να μην απαιτείται η κατάθεση χωριστών προτάσεων (Μαργαρίτης στον Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΙΙ άρθρ. 520 αρ.36, πρβλ. ΑΠ 54/1990, ΕλλΔνη 1991, σελ.62), να μη γίνεται χωριστή συζήτηση τους, ή επί παραιτήσεως από την έφεση να απορρίπτονται κι αυτοί, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα (βλ. Μακρίδου, Οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, σελ. 36). Οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης δεν αποτελούν ένδικο μέσο ή βοήθημα, αποκλειομένης και της ανακοπής ερημοδικίας, εάν ο εκκαλών δικάστηκε αντιμωλία ως προς την έφεση και εσφαλμένως ερήμην ως προς τους πρόσθετους λόγους (ΕφΑθ 8660/1992, ΕλλΔνη 1994, σελ. 1608 σημ. Κυριτσάκη) [βλ. για όλα τα ανωτέρω Στ. Πανταζόπουλο σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Πανταζόπουλος), Ερμηνεία ΚΠολΔ2, έκδοση 2020, άρθρα 495-520, άρθρο 520, σελ. 116, 117]. Επομένως τα όσα αντίθετα υποστηρίζει με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της η εκκαλούσα τυγχάνουν νόμω αβάσιμα, η δε υπόθεση δικάζεται αντιμωλία των διαδίκων τόσο ως προς την έφεση, όσο και ως προς τους πρόσθετους λόγους αυτής. Περαιτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 19.6.2020 (βλ. την υπ’ αριθ. ………./19.6.2020 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………, όπου βεβαιώνεται ότι παρέλαβε η ίδια η εναγόμενη), η δε έφεση ασκήθηκε από εκείνη στις 24.6.2020, νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ. Συνεπώς η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, λαμβανομένου υπόψη ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Αβ το με κωδικό ……….. e-Παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο το αντίγραφο του ως άνω e-Παράβολου και την από 24/6/2020 εξόφληση e- Παραβόλου της Τράπεζας Πειραιώς). Εξάλλου, οι ένδικοι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ασκήθηκαν με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου στις 6.10.2020, συνταχθείσας σχετικής έκθεσης κατάθεσης κατά τα ανωτέρω και επιδόθηκε στους εφεσίβλητους  στις 8.10.2021 (βλ. τις υπ’ αριθ. ……./8.10.2021, ……/8.10.2021 και …./8.10.2021 εκθέσεις επιδόσεως της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο .. ……. προς τους πρώτο, δεύτερη και τρίτη των εφεσίβλητων αντίστοιχα), ήτοι τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης κατ’ άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης τυγχάνουν παραδεκτοί.

Με την από 18.5.2018 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά οι εφεσίβλητοι εξέθεταν ότι είναι συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος του λεπτομερώς περιγραφόμενου στο αγωγικό δικόγραφο αγροτεμαχίου εμβαδού 432 τ.μ. που βρίσκεται επί της οδού ………., εκτός σχεδίου και εκτός ζώνης του Δήμου Αιαντείου, στη θέση «….» ή «…..» της κτηματικής περιοχής ……….., πρώην Δήμου Σαλαμίνας και εμφαίνεται στο προσαρτημένο στο υπ’ αριθ. …../1964 προσύμφωνο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. από 1.9.1964 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……., επί του οποίου (οικοπέδου) έχει ανεγερθεί προ του έτους 1964 αυθαίρετη ισόγεια μονοκατοικία εμβαδού 50 τετρ. μέτρων (προκάτ), που έχει εξαιρεθεί της κατεδαφίσεως δυνάμει του από 25-10-1978 (α.α. …./…..) τίτλου οριστικής μη κατεδαφίσεως αυθαιρέτου κατ’ άρθρο 1 του ν. 720/1977. Ότι το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε κατά τα ανωτέρω ποσοστά συγκυριότητας σε αυτούς (ενάγοντες) με παράγωγο τρόπο από την κληρονομία της αποβιώσασας αδιάθετης στις 25.2.2006, .… αμφιθαλούς αδελφής της προαποβιώσασας μητέρας τους ………., την οποία (κληρονομία) αποδέχθηκαν ειδικά ως προς το συγκεκριμένο ακίνητο δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./2009 συμπληρωματικής πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., νομίμως καταχωρισθείσας στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας στις 20.7.2009 με αριθμό ……. Ότι στη δικαιοπάροχό τους το εν λόγω ακίνητο είχε περιέλθει εκ κληρονομίας δυνάμει της δημοσιευθείσας και κηρυχθείσας κυρίας με το υπ’ αριθ. ……./8.11.1978 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά από 23.8.1978 ιδιόγραφης διαθήκης του αποβιώσαντος στις 31.8.1978 συζύγου αυτής …….., εκδοθέντος σχετικά του υπ’ αριθ. ……/1979 πιστοποιητικού κληρονομητηρίου του Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι στον τελευταίο (……) το ακίνητο είχε περιέλθει δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./19.11.1968 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …… νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με α.α. …… Ότι πέραν του ως άνω παράγωγου τρόπου, οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι του ανωτέρω ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρώντας νόμιμα στον χρόνο νομής τους τον χρόνο νομής της δικαιοπαρόχου θείας τους. Ότι από τις 25.2.2006 και εφεξής οι ίδιοι ασκούν αδιατάρακτα και αδιάλειπτα επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου όλες τις πράξεις εξουσιάσεως, νομής και κατοχής, τις προσιδιάζουσες σε αληθείς κυρίους, νομείς και κατόχους κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ενώ από τον επελθόντα στις 31.8.1978 θάνατο του ……… μέχρι και τον επισυμβάντα στις 25.2.2006 θάνατό της τις ίδιες πράξεις ασκούσε διανοία κυρίου η δικαιοπάροχός τους …….., χωρίς ποτέ να αμφισβητηθούν τα δικαιώματά τους από κανένα. Ότι προ του θανάτου της η ……. λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της, χρησιμοποιούσε επ’ αμοιβή την εναγόμενη αλβανή υπήκοο σε διάφορες βοηθητικές οικιακές εργασίες και ότι λόγω της μεταξύ τους γνωριμίας είχαν επισκεφθεί κάποιες φορές μαζί το ανωτέρω ακίνητο. Ότι τον Νοέμβριο του 2017 η εναγόμενη, αν και γνώριζε ότι δεν ήταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο κυρία, νομέας ή κάτοχος του ανωτέρω ακινήτου, προφασιζόμενη ότι κατά τις ανωτέρω επισκέψεις της στη μονοκατοικία της Σαλαμίνας είχαν παραμείνει διάφορα προσωπικά της αντικείμενα, ζήτησε από τους ενάγοντες και της παρέδωσαν τα κλειδιά της ανωτέρω οικίας, προκειμένου να παραλάβει τα αντικείμενα αυτά. Ότι ο καιρός περνούσε και τον Δεκέμβριο του 2017, οι ενάγοντες έχοντας εξαντλήσει κάθε όριο ανοχής επισκέφθηκαν το ανωτέρω ακίνητο στη Σαλαμίνα, όπου διαπίστωσαν ότι η εναγόμενη είχε εγκατασταθεί στην ως άνω μονοκατοικία αρνούμενη να τους παραδώσει τα κλειδιά αλλά και να του επιτρέψει την είσοδο στο ακίνητο, γεγονός που αρνείται μέχρι σήμερα να πράξει με αποτέλεσμα να τους έχει αποβάλει από τη νομή του ανωτέρω ακινήτου, αξίας 90.000 ευρώ (30.000 ευρώ η αξία του επικαλούμενου από κάθε ενάγοντα μεριδίου επί του ακινήτου). Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζητούσαν κατ’ εκτίμηση των αιτημάτων τους και με απόφαση προσωρινά εκτελεστή: 1) να αναγνωριστούν συγκύριοι σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας επί του προπεριγραφόμενου ακινήτου με κωδικό Κ.Α.Ε.Κ. …… του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, 2) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδώσει στον καθένα το 1/3 εξ αδιαιρέτου της νομής του εν λόγω ακινήτου, 3) να διαταχθεί ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης, η προσωπική κράτηση της εναγόμενης διάρκειας ενός έτους, άλλως η αποβολή της με τη βία από το ακίνητο και η νόμιμη εγκατάσταση των εναγόντων σε αυτό και 4) να απαγορευθεί στην εναγόμενη κάθε διατάραξη τους στο μέλλον με απειλή χρηματικής ποινής 2.000 ευρώ για κάθε διατάραξη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικάζοντας ερήμην, αφού απέρριψε ως νόμω αβάσιμα τα αιτούμενα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της εναγόμενης, δέχθηκε λόγω του τεκμηρίου ερημοδικίας στην ουσία της την αγωγή, αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκυρίους σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστο επί του προπεριγραφόμενου ακινήτου, υποχρέωσε την εναγόμενη να αποδώσει σε έκαστο αυτών το 1/3 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου και κήρυξε την ανωτέρω απόφαση κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή. Ήδη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της αλλά και με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο αυτής, η εκκαλούσα-εναγόμενη αρνείται την κυριότητα των εφεσίβλητων-εναγόντων στο επίδικο ακίνητο και προβάλλει ένσταση ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως τους και έννομου συμφέροντος αυτών όπως ασκήσουν την αγωγή τους, υποστηρίζοντας ότι το επίδικο ακίνητο δεν μπορούσαν οι ενάγοντες να κληρονομήσουν από την παραπάνω θεία τους, ………, καθώς ο θανών το έτος 1978, σύζυγός της, ………, κύριος του επίδικου ακινήτου δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/29.11.1968 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβ/φου Πειραιώς ………, κατέλιπε την από 31.8.1978 ιδιόγραφη διαθήκη του, με την οποία ως προς το συγκεκριμένο ακίνητο εγκατέστησε μόνο ως επικαρπώτρια τη σύζυγό του και όρισε ότι το εν λόγω σπίτι αποτελεί καταπίστευμα, κληρονομητέο απ’ όποιον ή όποιους συγγενείς του φέρουν το όνομα …….., όνομα που δεν φέρουν οι ενάγοντες. Ότι η θεία των εναγόντων ……. τα γνώριζε όλα αυτά και για τούτο δεν προέβη σε αποδοχή κληρονομίας ως κυρία του παραπάνω ακινήτου, περαιτέρω δε επειδή απασχολούσε από το έτος 2001 την εναγόμενη (εκκαλούσα) ως οικιακή βοηθό και νοσοκόμα, από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα άνευ αμοιβής, από ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπό της, συμφώνησε μαζί της να της παραδώσει το ακίνητο να το έχει από τον θάνατό της και μετά, ώστε με τη συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας να ανήκει τούτο κι επισήμως στην εναγόμενη, η οποία και εγκαταστάθηκε σε αυτό με τον σύζυγό της μετά τον θάνατο της …….. το έτος 2006. Ότι οι ενέργειες, επομένως, των εναγόντων να προκαλέσουν την απόφαση 6091/2010 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία αναγνωρίστηκε η κληρονομούμενη κυρία του επίδικου ακινήτου, ώστε να γίνει σχετική καταχώριση στο Εθνικό Κτηματολόγιο και η από αυτούς σύνταξη αποδοχής κληρονομίας ως προς το συγκεκριμένο ακίνητο, ουδεμία συνέπεια έχουν, διότι στηρίχθηκαν σε εσφαλμένη ερμηνεία της ως άνω διαθήκης του ………. Με τον σχετικό λόγο έφεσης αμφισβητείται στο σύνολό της η επί της ουσίας κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Πρέπει επομένως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η ένδικη έφεση μετά των πρόσθετων λόγων αυτής να γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες της τις διατάξεις και αφού κρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή κατά την ίδια, ως πρωτοδίκως, τακτική διαδικασία. Λόγω και της ουσιαστικής παραδοχής της έφεσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα (άρθρο  495 § 4 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό. Σημειωτέον ότι δεν τίθεται ζήτημα έρευνας διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού του Δικαστηρίου, ούτε περί του εφαρμοστέου ιδιωτικού διεθνούς ουσιαστικού δικαίου, γιατί παρά τα υποστηριζόμενα από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες ότι η εκκαλούσα-εναγόμενη τυγχάνει Αλβανή υπήκοος, από το προσκομιζόμενο σε φωτοαντίγραφο δελτίο αστυνομικής της ταυτότητας προκύπτει ότι τυγχάνει Ελληνίδα υπήκοος, όπως και οι εφεσίβλητοι. Με το παραπάνω περιεχόμενο η ένδικη από 18.5.2018 αγωγή αρμοδίως (άρθρα 7, 8, 9 εδ.δ’, 10, 11 περ.1, 14 παρ.2, 29 παρ.1 ΚΠολΔ) εισήχθη ενώπιον του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ήδη κατ’ έφεση κατ’ άρθρο 19 περ.α’ ΚΠολΔ ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, δικάζοντος με την τακτική διαδικασία. Για το παραδεκτό της η αγωγή έχει εγγραφεί κατ’ άρθρο 220 παρ.1 ΚΠολΔ νομίμως κι εμπροθέσμως στα βιβλία διεκδικήσεων, με καταχώριση στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου με ΚΑΕΚ ……. στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, στις 2.7.2018 (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. ………./2.7.2018 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης) κι ενώ η αγωγή είχε κατατεθεί στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13.6.2018. Επίσης, για το καταψηφιστικό αντικείμενο της αγωγής έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (όπως διαλαμβάνεται στην εκκαλούμενη απόφαση πρόκειται για το υπ’ αριθ. ………… ηλεκτρονικό παράβολο εξοφλημένο, χωρίς τούτο να αμφισβητείται). Περαιτέρω, παρά τα όσα υποστηρίζει με τις προτάσεις της η εκκαλούσα, προσκομίζεται από τους ενάγοντες-εφεσίβλητους πιστοποιητικό του άρθρου 106 παρ.1 του ν. δ/τος 118/1973 ότι υπέβαλαν δήλωση φόρου κληρονομίας (βλ. την υπ’ αριθ. …/4-6-2009 δήλωση φόρου κληρονομίας σε συνδυασμό με την αρχική υπ’ αριθ. …./3-8-2006 δήλωση φόρου κληρονομίας που αφορά στην κληρονομία της παραπάνω …….. με δηλούντες κληρονόμους τους ενάγοντες). Ακόμη, από τους ενάγοντες, ο πρώτος προσκομίζει το από 15.9.2020 πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ κατ’ άρθρο 54 του ν. 4174/2013 της ΑΑΔΕ περί εξόφλησης του αναλογούντος φόρου για το επίδικο ακίνητο των ετών 2015 έως και 2019. Εντούτοις, η μη προσκομιδή του σχετικού πιστοποιητικού από τις δεύτερη και τρίτη ενάγουσες (οι οποίες προσκομίζουν μόνο τις δηλώσεις του ακινήτου στον πίνακα Ε9) δεν προκαλεί το απαράδεκτο της συζητήσεως της υπό κρίση αγωγής, παρά τα όσα ισχυρίζεται η εκκαλούσα-εναγόμενη. Με τον Ν. 4223/2013 προβλέφθηκε η επιβολή του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) και δη στο άρθρο 1 αυτού ορίζεται «1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στα δικαιώματα της παραγράφου 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται στα εμπράγματα δικαιώματα της πλήρους κυριότητας, της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης και της επιφάνειας επί του ακινήτου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 4223/2013, όπως αυτή ήδη τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. γ’ αρ 5 του Ν. 4254/2014: «Μετά το άρθρο 54 του Ν.4174/2013 προστίθεται νέο άρθρο 54Α που έχει ως εξής: «Άρθρο 54Α: Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων… 5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α. το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού». Η τελευταία αυτή διάταξη, περί απαραδέκτου της συζήτησης εμπράγματης αγωγής, που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α` 256) ορίζεται ότι “Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεως τους κατ` εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. `Ομως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της, κατά το χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών). Ο δικονομικός φραγμός, που τίθεται από τις παραπάνω διατάξεις, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών, που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο. Το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θεσπίζεται η παραπάνω διάταξη ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε εμπράγματης αγωγής. Ενώ, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία αναλογία, που επιβάλλεται να τηρείται, μεταξύ του νομοθετικά προστατευόμενου δικαιώματος του ατόμου και του σκοπού που το νομοθέτημα εξυπηρετεί. Επομένως, η παραπάνω ρύθμιση συντελεί απλά σε άνιση μεταχείριση των πολιτών του, από το ίδιο το κράτος, που τίθεται σε πλεονεκτική θέση έναντι αυτών, εξασφαλίζοντας πρωταρχικά και κύρια το δικό του δημοσιονομικό οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών του σε εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται και όχι να χρησιμοποιεί τη Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης για την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών. Επιπλέον, η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις. Διαφορετικά θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο (άρθρα 973 και 1000 του ΑΚ), θα πρέπει να μην εκδικασθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητο του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή. Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε μια καθαρά φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Άλλωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης (βλ. ΑΠ 383/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠατρ 323/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η εκκαλούσα με τις προτάσεις της προβάλλει ένσταση εκκρεμοδικίας. Αναφέρει ότι οι εφεσίβλητοι έχουν ασκήσει κατά αυτής, άλλες δύο αγωγές, στις οποίες υπάρχει ταυτότητα διαδίκων και ταυτότητα διαφοράς και οι συζητήσεις των οποίων έχουν ματαιωθεί. Ειδικότερα ότι πρόκειται: α) για την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά από 10.6.2010 αγωγή των εφεσίβλητων (Ε.Α.Κ.: …../2010) με το ίδιο αντικείμενο με την επίδικη αγωγή (αναγνώριση της κυριότητάς τους στο επίδικο ακίνητο), η συζήτηση της οποίας είχε ορισθεί για τις 10.3.2010, πλην όμως αναβλήθηκε και ορίσθηκε νέα δικάσιμος η 24.10.2012, οπότε η συζήτηση της ματαιώθηκε και έκτοτε η υπόθεση παραμένει εκκρεμής και β) για την ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας από 10.6.2010 αγωγή των εφεσίβλητων (αρ. κατ. …./2010) με αντικείμενο την αναγνώριση της συννομής τους στο επίδικο ακίνητο, ως προς την οποία εκδόθηκε η 9/2011 παραπεμπτική απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας και στη συνέχεια οι εφεσίβλητοι με την από 19.10.2011 κλήση τους (υπ’ αριθ. κατ. …../2011) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά προσδιόρισαν τη συζήτησή της για τη δικάσιμο της 9.11.2012, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κι έκτοτε η υπόθεση παραμένει εκκρεμής. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 260 παρ.2 εδ.1 και 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 16 του ν. 4842/2021 με εφαρμογή και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εκτός αν σε αυτές έχει η υπόθεση ήδη ματαιωθεί, οπότε η προθεσμία των 90 ημερών ισχύει από την 1.1.2022 ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4842/2021 (βλ. άρθρο 116 του νόμου αυτού) «Στην τακτική διαδικασία και στις δίκες των ειδικών διαδικασιών, αν οι διάδικοι  δεν λάβουν κανονικά μέρος στη δίκη ή δεν εμφανιστούν στο ακροατήριο, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται. Αν παρέλθουν ενενήντα (90) ημέρες από τη ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο από τον γραμματέα με εντολή του διευθύνοντος το δικαστήριο και η δίκη καταργείται». Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς τις παραπάνω αγωγές που αναφέρει η εκκαλούσα-εναγόμενη και η συζήτηση των οποίων έχει ματαιωθεί από το έτος 2012, δεν έχει επιδοθεί κλήση μέσα σε προθεσμία 90 ημερών από την 1.1.2022, ώστε να συζητηθούν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οπότε η δίκη ως προς αυτές έχει καταργηθεί σύμφωνα με τις αμέσως παραπάνω διατάξεις και δεν εμποδίζεται το παρόν Δικαστήριο να δικάσει την υπό κρίση αγωγή λόγω εκκρεμοδικίας κατ’ άρθρο 222 ΚΠολΔ, ο δε σχετικός ισχυρισμός της εκκαλούσας-εναγόμενης τυγχάνει απορριπτέος στην ουσία του. Περαιτέρω, η αγωγή  είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1041, 1042, 1043, 1045, 1046, 1051, 1094, 1193, 1198, 1199, 1710, 1814, 1846 ΑΚ με εξαίρεση τα αιτήματα που αφορούν στα μέσα εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης. Το αίτημα να διαταχθεί ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης η προσωπική κράτηση της εναγόμενης είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, δεδομένου ότι για την απόδοση ακινήτου, όπως όταν γίνεται δεκτή διεκδικητική αγωγή, προβλέπεται κατ’ άρθρο 943 παρ.1 ΚΠολΔ ως μοναδικό μέσο εκτέλεσης η αποβολή του καθ’ ου η εκτέλεση και η εγκατάσταση του επισπεύδοντος (άμεση εκτέλεση), επιπλέον δε το αίτημα να διαταχθεί η αποβολή της εναγόμενης με τη βία από το ανωτέρω ακίνητο και η νόμιμη εγκατάσταση σε αυτό των εναγόντων τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 943 παρ.2 ΚΠολΔ η αποβολή της εναγόμενης και η εγκατάσταση των εναγόντων στο ανωτέρω ακίνητο θα υλοποιηθεί από τον περιβεβλημένο με δύναμη καταστολής κάθε αντίστασης δικαστικό επιμελητή στο πλαίσιο αναγκαστικής εκτέλεσης, υπό την προϋπόθεση ότι η εναγόμενη εφόσον υποχρεωθεί με την εκδοθησόμενη απόφαση να αποδώσει το ακίνητο, θα αρνηθεί τη συμμόρφωση με αυτή. Επίσης, απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα να απαγορευθεί στην εναγόμενη κάθε διατάραξη των εναγόντων στο μέλλον με απειλή χρηματικής ποινής 2.000 ευρώ για κάθε διατάραξη, καθώς ενώ με το αίτημα αυτό σωρεύεται στο αγωγικό δικόγραφο αρνητική αγωγή κατ’ άρθρο 1108 ΑΚ, στην ίδια την αγωγή περιγράφεται αποβολή των φερόμενων ως συγκυρίων εναγόντων από τη συννομή τους στο ακίνητο εκ μέρους της εναγόμενης και όχι απλή διατάραξη της συννομής τους, οπότε σε μια τέτοια περίπτωση η κυριότητά τους εκ του νόμου δεν προστατεύεται με την αρνητική αλλά με την διεκδικητική αγωγή κατ’ άρθρο 1094 ΑΚ. Τέλος, το αίτημα περί κηρύξεως προσωρινά εκτελεστής της εκδοθησόμενης απόφασης προσήκει μόνο στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και όχι στον δεύτερο, οπότε αλυσιτελώς προβάλλεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (ΜονΕφΠειρ 94/2022 στην efeteio-peir.gr). Επομένως κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί στην ουσία της, δεδομένου ότι με τις προτάσεις της, όπως και με την έφεσή της και τους πρόσθετους λόγους αυτής, η εναγόμενη, εκτός από τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας με χρησικτησία εκ μέρους των εναγόντων τον οποίο αρνείται, προβάλλει ότι οι ενάγοντες δεν έχουν καταστεί ούτε με παράγωγο τρόπο κύριοι του ακινήτου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της αποβιώσασας στις 25.2.2006 θείας τους ………, καθώς η παραπάνω αποβιώσασα θεία τους είχε κληρονομήσει το εν λόγω ακίνητο δυνάμει της από 23.8.1978 ιδιόγραφης διαθήκης του προαποβιώσαντος συζύγου της και μέχρι τότε κυρίου του ακινήτου ……., βεβαρημένο με καταπίστευμα σύμφωνα με τη διαθήκη, όπου οριζόταν μετά τον θάνατό της έπρεπε να περιέλθει κατά κυριότητα το εν λόγω ακίνητο σε καταπιστευματοδόχο συγγενή του διαθέτη που θα φέρει το επώνυμο «……..». Σε κάθε περίπτωση απορριπτέος ως μη νόμιμος τυγχάνει ο προβαλλόμενος με τις προτάσεις της εναγόμενης ισχυρισμός περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των εναγόντων να αναγνωριστούν κύριοι και να τους αποδοθεί το επίδικο ακίνητο, καθώς η στηριζόμενη στο άρθρο 281 ΑΚ ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος προϋποθέτει ότι ο ενιστάμενος εναγόμενος αναγνωρίζει καταρχάς την ύπαρξη του δικαιώματος στο πρόσωπο του ενάγοντος, κάτι το οποίο η εναγόμενη εν προκειμένω αρνείται (βλ. στη σελίδα 11 των προτάσεών της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου όπου γίνεται ανάπτυξη του ισχυρισμού της περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος των εναγόντων στο τέλος της πρώτης παραγράφου «Είναι εντελώς άδικο να μου έχει δωρήσει άτυπα το επίδικο ακίνητο η ……. από το καλοκαίρι του έτους 2001…και στη συνέχεια να ταλαιπωρούμαι σε δικαστικούς αγώνες επί σειρά ετών για ένα ακίνητο που δεν ανήκει στους εφεσίβλητους.»).

Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1923, 1935 και 1940 του ΑΚ προκύπτει, ότι ο διαθέτης μπορεί να εγκαταστήσει με τη διαθήκη του κληρονόμο και να τον υποχρεώσει, να παραδώσει, ύστερα από ορισμένο χρονικό σημείο ή γεγονός, την κληρονομιά που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλον, τον καταπιστευματοδόχο. Δηλαδή, το κληρονομικό καταπίστευμα είναι ο θεσμός, που παρέχει στον διαθέτη τη δυνατότητα να ορίσει με τη διαθήκη του, όχι μόνο τον κληρονόμο του, αλλά και απώτερο κληρονόμο (μετακληρονόμο) ή κληρονόμους, στους οποίους θα περιέλθει η κληρονομιά του, κατά κανόνα, όταν πεθάνει ο αρχικός κληρονόμος, εφόσον ο διαθέτης με τη διαθήκη του δεν όρισε άλλο χρονικό σημείο ή γεγονός. Με την επέλευση του γεγονότος αυτού ή του χρόνου που τυχόν τάσσεται στη διαθήκη, η κληρονομιά επάγεται αυτοδικαίως στον καταπιστευματοδόχο με την ιδιότητα του κληρονόμου/καθολικού διαδόχου του κληρονομουμένου και όχι απλώς με την ιδιότητα δικαιούχου ενοχικής αξίωσης κατά του αρχικού κληρονόμου, αφού όμως αποκτήσει προη­γουμένως την κληρονομία ο βεβαρημένος με καταπί­στευμα κληρονόμος, ο οποίος αποκτά μετακλητή αλλά πλήρη κυριότητα επί των πραγμάτων που ανήκαν στον κληρονομηθέντα μέχρι την επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο (ΜονΕφΑιγ 35/2020, ΜονΕφΑθ 3315/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Μόλις δε γίνει η επαγωγή της κληρονομιάς στον τελευταίο, αυτός δικαιούται να αποδεχθεί ή να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα στη νόμιμη προθεσμία και εάν το καταπίστευμα αφορά ακίνητα πρέπει να προβεί σε δήλωση αποδοχής του καταπιστεύματος και μεταγραφής αυτής (άρθρα 1846, 1193 και 1195 ΑΚ), χωρίς τις οποίες δεν επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητάς τους σ’ αυτόν, αλλά μόνο η νομή (άρθρο 983 ΑΚ). Πριν από την επαγωγή, ηρτημένου του καταπιστεύματος, δεν μπορεί ο καταπιστευματοδόχος να προβεί σε αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομίας, αν δε αυτή (αποδοχή ή αποποίηση) γίνει, είναι άκυρη (άρθρα 1940 και 1851 εδ.α΄ ΑΚ), εκτός αν ο βεβαρημένος κληρονόμος μετά την αποδοχή της κληρονομιάς παραιτηθεί από αυτήν υπέρ του καταπιστευματοδόχου, κατά τις διατάξεις για την αποδοχή ή την αποποίησή της. Έτσι, με την επαγωγή του καταπιστεύματος επέρχεται αυτοδίκαια παύση της ιδιότητας του κληρονόμου και αυτοδίκαιη κτήση της ιδιότητας αυτής από τον καταπιστευματοδόχο, ο οποίος καθίσταται έτσι καθολικός και άμεσος, απευθείας, διάδοχος του διαθέτη, δηλαδή δεν γίνεται διάδοχος του βεβαρημένου, ούτε αποκτά από αυτόν δικαιώματα ως κληρονόμος (ΑΠ 1177/2014 στην ΤΝΠ Νόμος). Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1923 παρ.1 και 1935 παρ.1 ΑΚ, προκύπτει ότι ο καταπιστευματοδόχος από τότε που η κληρονομία επάγεται στον κληρονόμο, από το θάνατο δηλαδή του διαθέτη και μέχρι την επαγωγή του καταπιστεύματος, ως δικαιούχος υπό αναβλητική αίρεση, διατηρεί δικαίωμα προσδοκίας για το ότι θα περιέλθει σ` αυτόν η κληρονομία ή μέρος αυτής, το οποίο είναι κεκτημένο, απαλλοτριωτό και όχι κληρονομητό, μπορεί δε να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής, αν αμφισβητείται η ύπαρξή του από τον βεβαρημένο (ΑΠ 76/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, για τη σύσταση του καταπιστεύματος δεν απαιτείται χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, ούτε καν της λέξης “καταπίστευμα”, αλλά μπορεί να γίνει και με έμμεση δήλωση του διαθέτη, αρκεί να προκύπτει από τη διαθήκη η θέλησή του να γίνει κάποιος κληρονόμος του για ορισμένο διάστημα και μετέπειτα κληρονόμος του να γίνει άλλος. Είναι ζήτημα ερμηνείας της διαθήκης κάθε φορά πότε, από τον τρόπο διατύπωσης της τελευταίας βούλησης, ενυπάρχει σε αυτή σύσταση καθολικού καταπιστεύματος και ποιο είναι το πρόσωπο του καταπιστευματοδόχου. Από δε τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι κατά την ερμηνεία των διαθηκών αναζητείται μόνο η αληθινή βούληση του διαθέτη, σκοπούμενη από άποψη υποκειμενική και όχι αντικειμενική, υπό την οποία θα την αντιλαμβάνονται οι τρίτοι, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ, αφού αυτά αναφέρονται όχι σε μονομερείς (όπως η διαθήκη) δικαιοπραξίες, αλλά σε συμβάσεις.  Όμως, έδαφος για τέτοια ερμηνεία, που θα αποβλέπει στην αναζήτηση βούλησης διαφορετικής από εκείνη, η οποία εκφράστηκε με τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο διαθέτης, δεν παρέχεται, όταν, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η διατύπωση που έγινε με τις παραπάνω λέξεις είναι απόλυτα σαφής και αποδίδει με πληρότητα αυτό που και ο διαθέτης θέλησε (βλ. ΑΠ 589/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί της ύπαρξης ή όχι ανάγκης προσφυγής στις αμέσως πιο πάνω ερμηνευτικές διατάξεις, ως αναγόμενη ανέλεγκτα στην εκτίμηση πραγμάτων δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Παραβίαση του ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ υφίσταται, όταν το δικαστήριο μολονότι διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού και αμφιβολίας στη δήλωση βουλήσεως του διαθέτη και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας της, παραλείπει να προσφύγει στη διάταξη του πιο πάνω άρθρου ή προσφεύγει στην εφαρμογή της διάταξης αυτής και τη συμπλήρωση ή ερμηνεία της διαθήκης, μολονότι δέχεται, επίσης ανέλεγκτα ότι η διαθήκη είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, ακόμη δε και όταν προβαίνει σε κακή εφαρμογή της, οπότε ο αναιρετικός έλεγχος καταλαμβάνει και την ορθότητα της κρίσης του δικαστηρίου, αναφορικά με την ερμηνεία της βούλησης του διαθέτη, αφού πρόκειται για εφαρμογή διάταξης ουσιαστικού δικαίου (βλ. ΑΠ 97/2019, ΑΠ 1222/2018 στην ΤΝΠ Νόμος). Η ερμηνεία της διαθήκης εξάλλου, πρέπει να κατατείνει στη διάσωση του κύρους της επίμαχης διάταξης επί δύο δυνατών νοημάτων οδηγούντος στη διατήρηση της ισχύος της αμφίβολης διατάξεως, αφού σε κάθε περίπτωση ο διαθέτης απέβλεψε σε κάποιο αποτέλεσμα εξ αυτής. Σκοπός της ερμηνείας της διαθήκης είναι η άρση της (μερικής) ασάφειας αυτής και η διαπίστωση του νομικώς σημαντικού περιεχομένου της δήλωσης βούλησης του διαθέτη, ενώ αντικείμενο της είναι ακριβώς η δήλωση της βούλησης του διαθέτη. Σχετικώς πρέπει να ληφθούν υπόψη η εποχή που συντάχθηκε η διαθήκη, το κοινωνικό περιβάλλον του διαθέτη, οι προσωπικές (τοπικές, γλωσσικές ή επαγγελματικές) συνήθειές του, η πνευματική και κοινωνική του ανάπτυξη, η τυχόν νομική ή άλλη παιδεία του κτλ., ενώ συγχωρείται ακόμη και η αναζήτηση της εικαζόμενης βούλησης του. Έτσι, αποφασιστικό αποβαίνει εκείνο που ο διαθέτης εννόησε ή μπορούσε να εννοήσει, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη, η σχετική τυχόν αντίληψη ή η δυνατότητα αντίληψης άλλου ή άλλων προσώπων και ιδιαίτερα του τιμωμένου. Ωστόσο, κατά την ερμηνεία των διαθηκών δεν αναζητείται μια βούληση του διαθέτη αποκομμένη από τη σχετική δήλωση της βούλησης αυτής, αλλά το τι ήθελε να πει ο διαθέτης χρησιμοποιώντας τις συγκεκριμένες λέξεις. Έτσι, για την εξεύρεση αυτής της αληθινής βούλησης του διαθέτη αποβλέπουμε καταρχήν στο κοινό νόημα των λέξεων που χρησιμοποιεί ο διαθέτης στη διαθήκη. Αν, όμως, αποδεικνύεται, ότι αυτός χρησιμοποίησε τις συγκεκριμένες λέξεις με άλλο νόημα, είναι φανερό ότι πρέπει να αποβλέψουμε στο διαφορετικό αυτό νόημα. Η αναζητούμενη, με την ερμηνεία, αληθινή βούληση του διαθέτη θα πρέπει να βρίσκει κάποιο, έστω και έμμεσο, στήριγμα στο ίδιο το κείμενο της διαθήκης, γιατί αλλιώς θα παραβιάζονταν οι διατάξεις για τον τύπο των διαθηκών, ενώ θα υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να αλλοιωθεί πλήρως η βούληση του διαθέτη (ΑΠ 72/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, όταν η σύ­σταση του καταπιστεύματος γίνεται με τον όρο ότι η κληρονομία ή ποσοστό της θα διατηρηθεί στην οικο­γένεια είτε του διαθέτη, είτε του κληρονόμου, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό προσώπων, αυτό ονομάζεται οικογενειακό καταπίστευμα (ΑΚ 1929, 1930). Σύμφωνα με τον ερμηνευτικό κανόνα της παρ.1 του άρθρου 1929 ΑΚ, αν η διατήρηση της κληρονομίας ή ποσο­στού της ορίσθηκε για την οικογένεια του διαθέτη, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρούνται καταπιστευματοδόχοι μετά το θάνατο του εγκαταστάτου, όλα τα πρόσωπα που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου τον διαθέτη, αν πέθαινε κατά το χρόνο θανάτου του εγκαταστάτου, ενώ για άλλους απώτερους συγγενείς του διαθέτη δεν ισχύει το οικογενειακό καταπίστευμα. Προϋπόθεση για να υπάρχει οικογενειακό καταπίστευμα, είναι να μην υπάρχει ορισμός προσώπων χάριν των οποίων συστή­θηκε, αλλά πρέπει ο διαθέτης να επιθυμούσε τη δια­τήρηση της κληρονομίας χάριν της οικογενείας του ή του κληρονόμου του, διαφορετικά, τα άρθρα 1929- 1930 δεν εφαρμόζονται (ΑΠ  240/2019, ΑΠ  246/2011 στην ΤΝΠ Νόμος). Πε­ραιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1936 ΑΚ, καταπιστευματοδόχος μπορεί να είναι μόνο όποιος ζει ή τουλάχιστον έχει συλληφθεί κατά το χρόνο που επάγεται σ’ αυτόν η κληρονομία. Αν ο καταπιστευματοδόχος δεν ζει ή δεν έχει συλληφθεί κατ’ αυτό το χρόνο, εφόσον ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά, η κληρονομία παραμένει στον κληρονόμο. Κατ’ εξαίρε­ση, αυτό δεν συμβαίνει εφόσον έχουν ορισθεί περισ­σότεροι καταπιστευματοδόχοι, οπότε η μερίδα του εκπεσόντος ή μη υπάρχοντος καταπιστευματοδόχου προσαυξάνει τις μερίδες των υπολοίπων, εφόσον συ­ντρέχουν οι όροι της ΑΚ 1807 (ΜονΕφΑιγ 35/2020, ΕφΑθ 3315/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 1936 ΑΚ προκύπτει ότι εάν ο διαθέτης έχει ορίσει να επάγεται η κληρονομία στον καταπιστευματοδόχο αμέσως μετά τον θάνατο του κληρονόμου, εφόσον κατά τον χρόνο αυτό ο καταπιστευματοδόχος δεν ζει ή δεν υπάρχει, ο όρος στη διαθήκη για επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο είναι σαν να μην έχει γραφεί και στην περίπτωση αυτή, η κληρονομιαία περιουσία του διαθέτη επάγεται στους εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου κληρονόμους του θανόντος άμεσου κληρονόμου του διαθέτη. Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου 1937 ΑΚ προκύπτει, ότι ο βεβαρημένος με καταπίστευμα, μέχρι να γίνει η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο, έχει την τακτική διαχείριση της κληρονομίας, δηλαδή ενεργεί όλες τις αναγκαίες πράξεις για την εκμετάλλευση, συντήρηση και διαφύλαξη των κληρονομιαίων σύμφωνα με τον προορισμό κάθε αντικειμένου της, εφόσον δε ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά, έχει την εξουσία να διαθέτει τα αντικείμενα της κληρονομίας μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στην παρ. 2 του παραπάνω άρθρου περιπτώσεις, δηλαδή μόνον εφόσον: α) η διάθεση επιβάλλεται από τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης (εκποίηση υποκειμένων σε φθορά αντικειμένων, εκπλήρωση υποχρεώσεων της κληρονομίας), β) αν έδωσε τη συναίνεσή του ο καταπιστευματοδόχος και γ) όταν υπάρχει καταπίστευμα του υπολοίπου (περιλιμπανομένου), κατ` άρθρο 1939 ΑΚ. Κάθε άλλη διάθεση που γίνεται από το βεβαρημένο κληρονόμο κατά παράβαση των παραπάνω ορισμών, αποβαίνει άκυρη μόλις γίνει η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο, ήτοι η ακυρότητα είναι επιγενόμενη, δηλαδή αποβαίνει άκυρη με την επαγωγή του καταπιστεύματος και είναι σχετική υπέρ του καταπιστευματοδόχου, προς το συμφέρον του οποίου έχουν ταχθεί οι όροι. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1800 παρ.2 του ΑΚ, αν έχουν αφεθεί μόνο ειδικά αντικείμενα στον τιμώμενο, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται κληροδόχος, ακόμη και αν ονομάσθηκε κληρονόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι ισχυρή η εγκατάσταση κληρονόμου επί δήλου πράγ­ματος, δηλαδή επί ειδικά καθοριζόμενου στοιχείου της κληρο­νομιάς, η οποία υπάρχει αν συνάγεται από τη διαθήκη, με τη μνεία του δήλου, να εγκαταστήσει τον τιμώμενο ως κληρονό­μο, ως άμεσο δηλαδή καθολικό του διάδοχο σε όλη τη κληρο­νομιά ή σε ποσοστό της. Μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας αν δηλαδή δεν προκύπτει θέληση του διαθέτη για εγκατάσταση του τιμώμενου ως κληρονόμου, αυτός που τιμήθηκε με το δήλον πράγμα θεωρείται κληροδόχος (βλ. ΑΠ 1371/2014 στην ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΕφΑιγ 21/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία ΑΚ και ΕισΝΑΚ, έκδοση 2016, σελ. 1303).

Περαιτέρω, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της εκκαλούσας-εναγόμενης ………. στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, όπως η εν λόγω κατάθεση περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, από τις επιμελεία των εφεσίβλητων-εναγόντων ληφθείσες ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …… υπ’ αριθ. ……./1.11.2021 ένορκη βεβαίωση της ….. και ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας υπ’ αριθ. ……/2.11.2021 ένορκη βεβαίωση της …….., κατόπιν νόμιμης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης της εκκαλούσας κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ.  ……../26.10.2021 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών . ……..), μη λαμβανομένης υπόψη της ενώπιον της Ειρηνοδίκη Καλλιθέας δοθείσας υπ’ αριθ. ……./18.6.2018 ένορκης βεβαίωσης της …….. που προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι καθώς ενώ στο σώμα της βεβαίωσης αναφέρεται ότι έχει κληθεί να παρασταθεί η εναγόμενη σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ………/13.6.2018 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, δεν προσκομίζεται στο παρόν Δικαστήριο η εν λόγω έκθεση επίδοσης, απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν στα πλαίσια άλλων παλαιότερων δικών (όπως αυτές των …………) που λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, συμπεριλαμβανομένων στα έγγραφα και των φωτογραφιών η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (βλ. άρθρο 444 παρ.1 στοιχ.γ ΚΠολΔ), τέλος δε από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρα 336 παρ.4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 25.2.2006 απεβίωσε στη ……… Αττικής, χωρίς να αφήσει διαθήκη και άτεκνη, η …….., γεννημένη το έτος 1914, η οποία όσο ζούσε, κατοικούσε στο …… Αττικής στην οδό ………. Κατά τον χρόνο του θανάτου της, η ανωτέρω κατέλειπε μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς της τους ενάγοντες, τέκνα της προαποβιώσασας αδελφής της, ………., οι οποίοι κληρονόμησαν αυτή κατ’ ισομοιρία κατά το 1/3 ο καθένας κατά τη δεύτερη τάξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής (άρθρο 1814 ΑΚ). Οι ενάγοντες προέβησαν σε δήλωση αποδοχής της κληρονομίας κατά το αναλογούν σε καθέναν ποσοστό και συγκεκριμένα αρχικά με την ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθήνας ……….. υπ’ αριθ. …../3.11.2006 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Παλαιού Φαλήρου στον τόμο …… και με αριθμό …….. που αφορά σε άλλα ακίνητα πλην του επιδίκου και ακολούθως με την υπ’ αριθ. ………/24.6.2009 συμπληρωματική πράξη της υπ’ αριθμ.: ……../03-11-2006 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της ίδιας συμβολαιογράφου που αφορά στο επίδικο ακίνητο και όπως η τελευταία αυτή πράξη καταχωρίστηκε στις 20.7.2009, με αριθμό καταχώρισης ….., στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο του εν λόγω ακινήτου με ΚΑΕΚ ………. στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας. Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, εκτός σχεδίου και εκτός ζώνης, που εμφαίνεται  κατά τον τίτλο κτήσεως με τον αριθμό ένα (1) του Έψιλον Κεφαλαίο (Ε) τετραγώνου στο από 1.9.1964 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ………., που έχει προσαρτηθεί στο υπ’ αριθ. ……../1964 προσύμφωνο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ………., κείμενο στη θέση «…» ή «….» της κτηματικής περιοχής ……. της Κοινότητας Αιαντείου και ήδη Δήμου Αιαντείου, πρώην Δήμου Σαλαμίνας, έχοντος εμβαδόν κατά τον τίτλο συμβολαίου του αποβιώσαντος ………, 225 τετρ. μέτρων ή κατά το παλιό μετρικό σύστημα έκταση πήχεων τεκτονικών 400, κατά νεότερη δε και ακριβέστερη καταμέτρηση 432 τετρ. μέτρων σύμφωνα με το απόσπασμα του Κτηματολογικού διαγράμματος, συνορευόμενου βορειοανατολικώς με το υπ’ αριθ. τέσσαρα (4) όμοιον του αυτού ως άνω τετραγώνου και σχεδιαγράμματος επί πλευράς 16 μέτρων, νοτιοανατολικώς με το υπ’ αριθ. πέντε (5) όμοιον του αυτού τετραγώνου και σχεδιαγράμματος επί πλευράς 14 μέτρων, νοτιοδυτικώς με ιδιωτική οδό επί προσώπου 15 μέτρων και βορειοδυτικώς με το υπ’ αριθ. ένα (1) αγροτεμάχιον του αυτού τετραγώνου επί πλευράς 15 μέτρων. Επί του εν λόγω ακινήτου υπάρχει ισόγεια μονοκατοικία (προκάτ), εμβαδού 50 τετρ. μέτρων, η οποία ανεγέρθηκε αυθαίρετα προ του έτους 1964 και εξαιρέθηκε της κατεδαφίσεως, όπως προκύπτει από τον από 25.10.1978 (α.α. …../1009) τίτλο οριστικής μη κατεδάφισης αυθαιρέτου σύμφωνα με την παρ.3 του άρθρου 1 του ν. 720/1977. Το εν λόγω ακίνητο είχε περιέλθει στον προαποβιώσαντα σύζυγο της παραπάνω θείας των εναγόντων, ……….., με το υπ’ …/1973 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….., νόμιμα μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αριθμό …… Ο παραπάνω ………… πέθανε στις 31.8.1978 και κατά τον χρόνο του θανάτου του κατέλειπε την από 23.8.1978 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με τα υπ’ αριθ. 444/1978 πρακτικά και απόφαση αυτού στις 8.11.1978. Με τη διαθήκη του αυτή ο ανωτέρω διαθέτης εγκατέστησε μεν γενική κληρονόμο του επί της κινητής και ακίνητης περιουσίας του τη σύζυγό του …………, πλην όμως ειδικά για το επίδικο ακίνητο όρισε ότι ήθελε «το σπίτι της Σαλαμίνας να μένη σε όνομα ……… μετά το θάνατο της». Η τελευταία για την πιστοποίηση του κληρονομικού της δικαιώματος ως εκ διαθήκης κληρονόμος εφ’ απάσης της κληρονομίας του αποβιώσαντος συζύγου της έλαβε το υπ’ αριθ. …./1979 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου από το Πρωτοδικείο Αθηνών. Επίσης προέβη στην υπ’ αριθ. ………/5.1.1979 δήλωση αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών, ……….., που νόμιμα μεταγράφηκε στον τόμο …. και με αριθμό ….. στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, με την οποία αποδέχθηκε την κληρονομία του συζύγου της ως γενική κληρονόμος επί της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, συμπεριλαμβανομένου του επίδικου ακινήτου, χωρίς να κάνει κάποια διάκριση ότι αποδεχόταν αυτό ως επικαρπώτρια όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγόμενη. Η ίδια ωστόσο αμφιβάλλοντας για το εύρος του εμπράγματου δικαιώματός της επί του αμέσως ανωτέρω ακινήτου, λόγω της παραπάνω διάταξης στη διαθήκη του συζύγου της που όριζε να μείνει μετά τον θάνατό της σε «………..» το δήλωνε στις φορολογικές της δηλώσεις ως δικαίωμα ισόβιας επικαρπίας (βλ. τις προσκομιζόμενες από τους εφεσίβλητους από 14.6.1982 δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας προς τον Οικον. Έφορο Ε’ Πειραιώς και την από 30.3.1998 δήλωση φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας προς τη Δ.Ο.Υ. Παλ. Φαλήρου). Επισημαίνεται ότι επί ορισμού καταπιστευματοδόχου σε διαθήκη επί κληρονομιαίου ακινήτου ο αρχικός κληρονόμος, μέχρι να επέλθει το γεγονός ένεκα του οποίου περιέρχεται το ακίνητο στον καταπιστευματοδόχο, αποκτά μετακλητή κυριότητα στο ακίνητο και όχι επικαρπία, όπως εσφαλμένα υποστηρίζει η εναγόμενη καθώς ο καταπιστευματοδόχος διατηρεί δικαίωμα προσδοκίας μέχρι να αποκτήσει το ακίνητο και δεν αποκτά επ’ αυτού ψιλή κυριότητα. Περίπου στις αρχές του έτους 2005, σε αντικατάσταση της οικιακής βοηθού ………. την οποία απασχολούσε μέχρι το τέλος του 2004, η ως άνω ……….. άρχισε να απασχολεί ως οικιακή βοηθό την εναγόμενη. Δεν αποδείχθηκε το υποστηριζόμενο από την τελευταία ότι η ως άνω εργοδότης της, η οποία ήταν συνταξιούχος του ΝΑΤ και είχε αξιόλογη ακίνητη περιουσία, την πλήρωσε μόνο τους πρώτους τέσσερις-πέντε μήνες και ότι μετά έκαναν συμφωνία αντί να την πληρώνει να της παραχωρήσει το επίδικο ακίνητο. Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι ανέπτυξαν μεταξύ τους φιλική σχέση και ότι επισκέπτονταν από κοινού την ως άνω επίδικη εξοχική κατοικία στη Σαλαμίνα. Στο πλαίσιο της σχέσης αυτής, η παραπάνω θεία των εναγόντων έδωσε κλειδιά της εν λόγω οικίας στην εναγόμενη για να κάνει χρήση αυτής, όποτε επιθυμούσε, με τη συμφωνία μετά τον θάνατό της να παραδώσει τα ακίνητο στον ή στους κληρονόμους που είχε ορίσει ο προαποβιώσας σύζυγός της με την παραπάνω από 23.8.1978 ιδιόγραφη διαθήκη του, όποτε αυτοί εμφανιστούν. Λίγους μήνες μετά τον θάνατο της ………, το έτος 2006, ο πρώτος ενάγων, ενεργώντας για λογαριασμό και των λοιπών εναγουσών, ζήτησε από την εναγόμενη να τους παραδώσει το εν λόγω ακίνητο. Η τελευταία, έχοντας υπόψη της το περιεχόμενο της παραπάνω διαθήκης αναφορικά με το επίδικο ακίνητο απευθύνθηκε σε δικηγόρο και συμβολαιογράφο (τα ονόματα των οποίων αναφέρει στην από 12.4.2010 εξώδικη δήλωσή της προς τους πρώτο και τρίτη των εναγόντων)  ρωτώντας σχετικά με το εάν ο πρώτος ενάγων είχε νόμιμα δικαιώματα επί του προπεριγραφέντος ακινήτου, οι δε ανωτέρω νομικοί ερμηνεύοντας το κείμενο της ως άνω διαθήκης τη συμβούλευσαν να παραδώσει το ακίνητο μόνο σε συγγενείς εξ αίματος του ………. θεωρώντας ότι με την ανωτέρω διαθήκη η μεν ……… είχε οριστεί ως επικαρπώτρια εφ’ όρου ζωής, οι δε εξ αίματος συγγενείς του διαθέτη, κληρονόμοι του ως ψιλοί κύριοι. Έκτοτε η εναγόμενη αρνείται να παραδώσει το ακίνητο στους ενάγοντες, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της ……… έχουν κληρονομήσει κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας και το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, αυτή δε το επισκέπτεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και το χρησιμοποιεί ως εξοχική κατοικία της, έχοντας μεταφέρει τη σύνδεση των παροχών κοινής ωφέλειας στο όνομά της. Οι ενάγοντες δεν μένουν αδρανείς στη διαμορφωθείσα κατάσταση, αλλά αντιδρούν με την αποστολή εξωδίκων προς την εναγόμενη, προς όσες υπηρεσίες διευκόλυναν την εγκατάσταση της στο παραπάνω ακίνητο και προς γείτονες που την υποστήριξαν με οποιονδήποτε τρόπο στις μεταξύ τους διενέξεις, με την άσκηση αγωγών κατά αυτής σχετικά με τα επικαλούμενα εμπράγματα δικαιώματά τους επί του ακινήτου, αλλά και με την επισήμανση με μπογιά στους τοίχους της εξοχικής οικίας ότι τυγχάνει δική τους ιδιοκτησία, επιπλέον δε επιμελήθηκαν να γίνει διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του επίδικου ακινήτου, ώστε αντί του εσφαλμένου «άγνωστος» ιδιοκτήτης, να αναγραφεί ως ιδιοκτήτρια η ως άνω αποβιώσασα θεία τους. Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς το ζήτημα που θέτει η εναγόμενη, αν επί της ουσίας νομιμοποιούνται ενεργητικά ως κληρονόμοι οι ενάγοντες να ζητούν με διεκδικητική αγωγή την απόδοση του ακινήτου, κρίσιμο είναι το περιεχόμενο της από 23.8.1978 ιδιόγραφης διαθήκης του αποβιώσαντος στις 31.8.1978 ……… με την οποία αυτός όρισε την τύχη της κληρονομιαίας περιουσίας του, στην οποία περιλαμβάνεται το επίδικο ακίνητο. Στην ως άνω δημοσιευθείσα και κηρυχθείσα κυρία, ιδιόγραφη διαθήκη διαλαμβάνονται τα εξής: «ΠΕΡΑΜΑ. 23.8.78. Την παρούσα συντάσω ίδιοχίρος προς την γυναίκα μου και την αφήνω Γενικό κληρονόμο σε όλη μου την περιουσία ακινήτου και κινητή  εν όσω ζει διότι ήτο καλή γυναίκα δεν υπάρχει ούτε αδελφή μου ούτε τέκνα ή άλλος το μόνο θέλω, το σπίτι της Σαλαμίνος να μίνη σε όνομα ….. μετά το θάνατό της η παρούσα εγράφη από εμέ τον ίδιον τας 12 η ώρα 29.8.78 (ακολουθεί υπογραφή) ακριβές ……….». Από την ανάγνωση της παραπάνω διαθήκης καθίσταται σαφές ότι παρότι δεν χρησιμοποιείται ο όρος «καταπίστευμα» ή «καταπιστευματοδόχος», ο διαθέτης ορίζει ειδικά για το ακίνητο της Σαλαμίνας απώτερο κληρονόμο, μετά τον θάνατο της αρχικής κληρονόμου συζύγου του, δηλαδή έχει θέσει διάταξη περί καταπιστεύματος. Ωστόσο, ο ίδιος όρος της διαθήκης παρουσιάζει ασάφεια ως προς το  πρόσωπο ή τα πρόσωπα, τα οποία ο διαθέτης εγκαθιστά ως καταπιστευματοδόχο ή καταπιστευματοδόχους του και για τούτο, στο σημείο αυτό η διαθήκη χρήζει ερμηνείας. Το Δικαστήριο αυτό αναζητώντας την αληθινή βούληση του διαθέτη, μέσα από τα νοήματα που εκφράζει στην ίδια του τη διαθήκη, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του κατά τη σύνταξη της διαθήκης (γεννημένος το έτος 1911), την προσωπική του κατάσταση, το μορφωτικό του επίπεδο και το γεγονός ότι κατά τον παραπάνω χρόνο ο πιο κοντινός του άνθρωπος ήταν η σύζυγός του καθώς, όπως αναφέρει ο ίδιος, δεν είχε αδελφή, ούτε τέκνα ή άλλον, το δηλούμενο από αυτόν «το σπίτι της Σαλαμίνος να μίνη σε όνομα … μετά το θάνατό της» παραπέμπει σε εξ αίματος συγγενείς της πατρικής του οικογένειας φέροντες το επώνυμο «………..», δεδομένου ότι κάθε επώνυμο διατηρείται στους γόνους της ίδιας οικογένειας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1790 ΑΚ αν ο διαθέτης χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό μνημονεύει στη διαθήκη τους «συγγενείς» του, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι έχουν τιμηθεί εκείνοι που καλούνται εξ αδιαθέτου κατά το χρόνο της επαγωγής, κατά την αναλογία της μερίδας τους, ενώ στο άρθρο 1929 ΑΚ σχετικά με το οικογενειακό καταπίστευμα προβλέπεται ότι «Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο και όρισε η κληρονομία ή ποσοστό της να διατηρηθεί στην οικογένειά του, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1923 παρ.2 θεωρούνται σε περίπτωση αμφιβολίας καταπιστευματοδόχοι μετά το θάνατο του εγκατάστατου όλα τα πρόσωπα που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου το διαθέτη αν πέθαινε κατά το θάνατο του εγκαταστάτου. Για άλλους απώτερους συγγενείς του διαθέτη δεν ισχύει το οικογενειακό καταπίστευμα». Στην προκειμένη περίπτωση, πράγματι υφίσταται αμφιβολία ποιοι εξ αίματος συγγενείς του οι οποίοι θα έφεραν το επώνυμο «….» και με ποιο βαθμό συγγένειας επιθυμούσε ο διαθέτης να οριστούν καταπιστευματοδόχοι του, μετά τον θάνατο της συζύγου του, οπότε κατά τη συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 1929 και 1790 ΑΚ, πρέπει να θεωρηθούν ως τέτοιοι οι εξ αίματος συγγενείς του διαθέτη, φέροντες το επώνυμο «….» που θα τον κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου, αν αυτός πέθαινε κατά τον χρόνο θανάτου της εγκαταστάτου συζύγου, στις 25.2.2006. Δεδομένου ότι ο ……… απεβίωσε άτεκνος, δεν είχε συγγενείς που θα μπορούσαν να τον κληρονομήσουν κατά την πρώτη τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Επίσης, εφόσον κατά τη διαθήκη του δεν είχε αδέλφια, επομένως ούτε ανίψια και μικρανίψια (τέκνα και εγγόνια αδελφών του) και λαμβανομένου υπόψη ότι στις 25.2.2006, αν αυτός ζούσε θα ήταν 95 ετών, οπότε κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν θα είχε εν ζωή τους γονείς του, αποκλείεται η ύπαρξη κληρονόμων που θα μπορούσαν να τον κληρονομήσουν στις 25.2.2006, κατά την δεύτερη τάξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής. Ομοίως κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν θα μπορούσε ο διαθέτης να έχει στις 25.2.2006, εν ζωή τους προπαππούδες και τις προγιαγιάδες του, που θα μπορούσαν να τον κληρονομήσουν κατά την τέταρτη τάξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής. Εντέλει η μόνη περίπτωση να υπήρχαν εν ζωή εξ αίματος συγγενείς του διαθέτη ……….., με το ίδιο επώνυμο στις 25.2.2006, οι οποίοι θα μπορούσαν να τον κληρονομήσουν εφόσον αυτός είχε πεθάνει χωρίς να αφήσει διαθήκη, θα ήταν οι προβλεπόμενοι στον ΑΚ στην τρίτη τάξη εξ αδιαθέτου διαδοχής συγγενείς του και συγκεκριμένα όχι οι παππούδες και οι γιαγιάδες του που κατά τον παραπάνω χρόνο ασφαλώς θα είχαν αποβιώσει, αλλά τυχόν τέκνα τους (θείοι ή θείες του διαθέτη με το επώνυμο «….»), άλλως εγγονοί των παππούδων και των γιαγιάδων του διαθέτη, δηλαδή πρώτα εξαδέλφια του διαθέτη φέροντα το επώνυμο «….». Σε περίπτωση που όλοι οι ανωτέρω είτε δεν υπήρχαν, είτε είχαν αποβιώσει πριν την 25.2.2006, η περί καταπιστεύματος διάταξη της ως άνω διαθήκης που αφορά στο επίδικο ακίνητο θεωρείται μη γεγραμμένη και το ως άνω ακίνητο στη Σαλαμίνα, κληρονομούν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της εγκαταστάτου αρχικής κληρονόμου του διαθέτη, ………., δηλαδή οι ενάγοντες. Περαιτέρω, στις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στη σελίδα 18, οι εφεσίβλητοι αναφέρουν σχετικά με την μάρτυρά τους, ……… που έδωσε ένορκη βεβαίωση ότι «Επίσης η ίδια μάρτυς ένορκα βεβαιώνει ότι σε συνομιλία που είχε με στενό συγγενή του συζύγου της δικαιοπαρόχου μας και συγκεκριμένα τον …….. την διαβεβαίωσε ότι οι συγγενείς του ………… δεν ενδιαφέρονται για το ακίνητο της Σαλαμίνας. Το γεγονός αυτό εξάλλου επιβεβαιώνεται καθ όσον μέχρι και σήμερα δεν εμφανίστηκε κανείς από την οικογένεια ………., ούτε ενοχλήθηκε τόσο η δικαιοπάροχός μας όσο και εμείς…». Επίσης, η εκκαλούσα στη δική της προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων στην τελευταία σελίδα 7 επισημαίνει ότι «Από την κατάθεση της μάρτυρος των εφεσιβλήτων ………. (βλ. σελίδα 18 προτάσεων εφεσιβλήτων) προκύπτει κατ’ αρχήν ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν πολύ καλά και τους συγγενείς του ……….. και ειδικά τον ………. από τους οποίους είναι βέβαιο ότι έχουν αποκρύψει το περιεχόμενο της ως άνω διαθήκης και τη βούληση του διαθέτη. Δεν αντέχει στα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας να βεβαιώνει η εν λόγω μάρτυρας ότι «σε συνομιλία που είχε με στενό συγγενή του συζύγου της δικαιοπαρόχου μας και συγκεκριμένα τον ……….. τη διαβεβαίωσε ότι οι συγγενείς του …….. δεν ενδιαφέρονται για το ακίνητο της Σαλαμίνας» δηλαδή οι ως άνω συγγενείς απεμπόλησαν την κληρονομική τους ιδιότητα σε ένα ακίνητο του οποίου η αντικειμενική αξία την οποία επικαλούνται οι εφεσίβλητοι  ανέρχεται σε 100.000 ευρώ». Δεδομένου ότι οι διάδικοι κάνουν λόγο για κάποιον στενό συγγενή του διαθέτη ……… και συγκεκριμένα τον ……., αλλά και για άλλους συγγενείς του διαθέτη, χωρίς να προσδιορίζουν τον βαθμό συγγένειας που οι εν λόγω συγγενείς είχαν με τον ως άνω διαθέτη και εάν οι συγγενείς αυτοί ζούσαν κατά τον χρόνο θανάτου της αρχικής κληρονόμου …….., στις 25.2.2006, καθώς μόνο σε περίπτωση που τυγχάνουν τέκνα των παππούδων και των γιαγιάδων του ……….. ή πρώτα του εξαδέλφια κι εφόσον ζούσαν στις 25.2.2006 κληρονομούν το επίδικο ακίνητο ως καταπιστευματοδόχοι, το Δικαστήριο αυτό κρίνει αναγκαίο να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης και να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης κατ’ άρθρο 254 παρ.1 ΚΠολΔ, προκειμένου να γίνει αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων κατ’ άρθρο 245 ΚΠολΔ εφαρμοζόμενο και στη δευτεροβάθμια δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ.1 ίδιου Κώδικα και συγκεκριμένα να εμφανιστεί ένας εκ των εναγόντων-εφεσιβλήτων και η εναγόμενη-εκκαλούσα για την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων σχετικά με το εάν ο αναφερόμενος από αυτούς ……….. τυγχάνει θείος του διαθέτη ………. και μάλιστα τέκνο των παππούδων και γιαγιάδων του τελευταίου ή πρώτος εξάδελφός του και εάν γνωρίζουν την τυχόν ύπαρξη με τον παραπάνω βαθμό συγγένειας εξ αίματος συγγενών του ………… που ζούσαν κατά τον χρόνο θανάτου της συζύγου του στις 25.2.2006, προσκομίζοντας αν διαθέτουν και τα σχετικά πιστοποιητικά συγγένειας. Σημειωτέον ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με την έκδοση μη οριστικής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 254 παρ.1 ΚΠολΔ, δεν θεωρείται νέα, αλλά συνέχεια της προηγούμενης, οπότε δεν απαιτείται να κατατεθούν νέες προτάσεις, αλλά αρκούν και ισχύουν οι προτάσεις που έχουν ήδη κατατεθεί (ΟλΑΠ 30/1997, ΕλλΔνη 1997, σελ. 1522, Α. Αλαπάντας σε Χαρ. Απαλαγάκη- Στ. Σταματόπουλο, Ο νέος ΚΠολΔ1, Νομική Βιβλιοθήκη 2022, σελ. 965, παρ.5). Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, διότι η παρούσα απόφαση είναι εν μέρει μόνο οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 23.6.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση και τους από 5.10.2020 (κατατεθέντες στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) πρόσθετους λόγους έφεσης κατά της 665/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (νέα τακτική διαδικασία) αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης με κωδικό ………….. e-Παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατό (100) ευρώ στην εκκαλούσα.

Κρατεί και δικάζει την από 18.5.2018 (με Γ.Α.Κ. …./2018 και με Ε.Α.Κ. …../2018) αγωγή.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο σε αυτή.

Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής απόφασης.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να εμφανιστούν αυτοπροσώπως ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 245 ΚΠολΔ ένας εκ των εναγόντων και η εναγόμενη για την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων σχετικά με το εάν ο αναφερόμενος από αυτούς στις προτάσεις τους ……….. τυγχάνει θείος του διαθέτη στην από 23.8.1978 ιδιόγραφη διαθήκη και αποβιώσαντος στις 31.8.1978 ………. και μάλιστα τέκνο των παππούδων και γιαγιάδων του τελευταίου ή πρώτος εξάδελφός του και εάν γνωρίζουν την τυχόν ύπαρξη με τον ως άνω αναφερόμενο βαθμό συγγένειας άλλων εξ αίματος συγγενών του …….. που ζούσαν κατά τον χρόνο θανάτου της συζύγου του στις 25.2.2006, προσκομίζοντας αν διαθέτουν και τα σχετικά πιστοποιητικά συγγένειας. Η εξέταση θα γίνει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σε δημόσια συνεδρίασή του, μετά από κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 31.5.2023.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ