Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 196/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   196/2023

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την ……….., προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

(Ι) Των Εκκαλούντων: (Α) ………(Β) ………(Γ) ………. οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια της πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Ελισάβετ Πούλιου (Δ.Σ.Π. ….), (βλ. το υπ’ αριθμόν ………./17-11-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).

Του Εφεσίβλητου: ……….ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια της πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Κυριακής Χελιώτη (Δ.Σ.Π. ……..), (βλ. το υπ’ αριθμόν …………../16-11-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).

(II) ΤΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: Της εδρεύουσας στην Αθήνα,  στη συμβολή των οδών ……….. και εκπροσωπούμενης νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Νικόλαου Πολυχρονόπουλου (Δ.Σ.Α. ………) (βλ. το υπ’ αριθμόν …………../11-11-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ο οποίος κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς ο ίδιος να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: …………., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια της πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Κυριακής Χελιώτη (Δ.Σ.Π. ………), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α ………../16-11-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).

ΥΠΕΡ ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: (Α) ……….. (Β) ……….. (Γ) …………, οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια της πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Ελισάβετ Πούλιου (Δ.Σ.Π. ………..), (βλ. το υπ’ αριθμόν ……… /17-11-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).

Ο εφεσίβλητος ………… άσκησε σε βάρος αρχικά του …….. και των: (1) ετερόρρυθμης εταιρίας, με την επωνυμία <<………..>> και (2) ………….., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21-07-2014 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …./2014 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ……../2014.

Ακολούθως, ο αρχικώς εναγόμενος …………..  άσκησε την από 10-09-2014 προσεπίκλησή του σε παρέμβαση, στην οποία σώρευσε αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του παραπάνω Δικαστηρίου προς την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία <<………..>>, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παραπάνω Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …../2014 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ……/2014.

Τέλος, λόγω του επισυμβάντος θανάτου του αρχικώς εναγόμενου ………….. η ανοιγείσα  ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δίκη διακόπηκε βίαια και ακολούθως επισπεύστηκε η επανάληψη της δίκης, με την από 25-10-2017 αίτησή του ενάγοντος …………, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …./2017 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ……/2017.

Επί της αγωγής αυτής και της προσεπίκλησης, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 1325/2019 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία έγινε δεκτή η κατά τα παραπάνω ένδικη αγωγή, κατά ένα μέρος αυτής, ως κατ’ ουσία βάσιμη, ενώ κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της παρεμπίπτουσας αγωγής, σύμφωνα με όσα ορίζονται σε αυτήν.

Την απόφαση αυτή, ως προς το κεφάλαιο, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή, προσέβαλαν οι εναγόμενοι …………… ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Εφετείου Πειραιώς), με την από 26/ 11/2021 έφεσή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) …/2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) …./2021, και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …./2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …../2021, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Ακολούθως, η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία <<…………..>> άσκησε την από 01-11-2022 πρόσθετη παρέμβασή της υπέρ των εκκαλούντων και σε βάρος του εφεσίβλητου, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …./2022 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ……/2022, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων.

Η πληρεξούσια Δικηγόρος των εκκαλούντων και καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά, όσα διαλαμβάνονται στην υπό κρίση έφεση, καθώς επίσης και στις προτάσεις, τις οποίες κατέθεσε, κατά την εκδίκαση αυτής.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

(Ι) Η κρινόμενη από 26/11/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …./(Ε.Α.Κ.Δ.) …../26-11-2021 έφεση των (Α) ………………., (Β) ………………. κατά της υπ’ αριθμόν 1325/2019 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και μόνον ως προς το κεφάλαιο, με το οποίο έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή, εν μέρει, εκδοθείσας, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία Άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν παρήλθε η καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής, την 09η Απριλίου 2019, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ. Πολ.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄87/23.7.2015) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε σε οποιονδήποτε διάδικο για γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, αφού δεν προσκομίζεται είτε έκθεση επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης είτε αντίγραφο αυτής με σχετική επισημείωση Δικαστικού Επιμελητή για επίδοση αυτής, ενώ συγχρόνως δεν προτείνεται ισχυρισμός για εκπρόθεσμη άσκηση της, με αποτέλεσμα να μην έχει αρχίσει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. Β Κ.Πολ.Δ., το δε δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 02α  Νοεμβρίου 2022], (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ. Δ). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατό (100,00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού . ……../ 2021 ηλεκτρονικό (e-) παράβολο), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (Διαδικασία άρθρου 1-465 Κ. Πολ.Δ.). Αντίθετα, αυτή τυγχάνει απαράδεκτη ως προς το λόγο, με τον οποίο παραπονείται για την προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, καθότι είναι μη οριστικη απόφαση.

(ΙΙ)  Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος …………. εκθέτει ότι, την 13 Νοεμβρίου 2009, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση ολικής αρθροπλαστικής δεξιού ισχύου λόγω αρθρίτιδας χωρίς τη χρήση συνθετικού υλικού (βιολογικό τσιμέντο) από τον αρχικά πρώτο (1ο) εναγόμενο Ιατρό ορθοπεδικό …………….., ο οποίος απεβίωσε, την 10-3-2015, και στη θέση του υπεισήλθαν, ως διάδικοι στην παρούσα δίκη οι ήδη εκκαλούντες, λόγω της επελθούσας κληρονομικής διαδοχής στην κλινική της ετερόρρυθμης Εταιρείας, με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………………», με την οποία ο ανωτέρω ιατρός συνεργαζόταν και ότι κατέβαλε σε αυτόν, ως αμοιβή για τη χειρουργική επέμβαση το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, διαβεβαιώνοντας τον ότι όλα έβαιναν καλά, νοσηλεύτηκε δε στην ανωτέρω κλινική, μέχρι την 27-11-2009. Ότι αμέσως μετά την επέμβαση αισθάνθηκε έντονους πόνους, αντιλήφθηκε υπόκωφο θόρυβο στο δεξιό ισχίο του και ότι το δεξί του πόδι ήταν ασταθές. Ότι, μολονότι τον είχε ενημερώσει σχετικά με τα συμπτώματα αυτά, εκείνος τον καθησύχαζε και έκρινε ότι έπρεπε να λάβει εξιτήριο κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία. Ότι, αν και ακολούθησε απόλυτα τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού του, λαμβάνοντας τη φαρμακευτική αγωγή του και αποφεύγοντας την φόρτιση του δεξιού κάτω άκρου, κάνοντας χρήση βακτηρίας για τουλάχιστον ένα (1) μήνα, δεν σημειώθηκε οποιαδήποτε βελτίωση, αλλά αντίθετα παρουσίαζε ολοκληρωτική αδυναμία βάδισης και απώλεια σταθερότητας με εντεινόμενο ήχο στο εσωτερικό του ισχίου και της λεκάνης και ότι παρότι ο ενάγων ενημέρωνε τον θεράποντα ιατρό του για την κατάσταση της υγείας του, ο τελευταίος ήταν καθησυχαστικός και μόνο μετά από δικές του οχλήσεις του σύστησε να υποβληθεί και πάλι σε ακτινογραφία στην ίδια ως άνω κλινική, από την οποία προέκυψε «απόκλιση της τεχνητής άρθρωσης κατά 25°», με αποτέλεσμα ο συγκεκριμένος ιατρός να αναγνωρίσει το ιατρικό του σφάλμα και να του συστήσει να υποβληθεί επειγόντως σε νέα χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης, το κόστος της οποίας θα αναλάμβανε ο ίδιος. Ότι, την 07-12-2009, υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις στο νοσοκομείο «……………», από τις οποίες προέκυψε ότι είχε υποστεί «εξάρθρημα της μηριαίας κεφαλής επί εδάφους ηυξημένης καθετότητας της κοτυλιαίας προθέσεως και ηυξημένης πρόσθιας κλίσεως του μηριαίου στυλεού…» και ότι αμέσως υποβλήθηκε σε νέα χειρουργική επέμβαση, η οποία περιελάμβανε αναθεώρηση ολικής αρθροπλαστικής δεξιού ισχίου με αποκατάσταση του πυελικού τοιχώματος, που πραγματοποιήθηκε από άλλον ορθοπεδικό χειρουργό στο ως άνω νοσοκομείο λόγω απώλειας πλέον της εμπιστοσύνης του στο πρόσωπο του ………………., νοσηλεύθηκε δε για δέκα (10) ημέρες, ακολουθώντας τις ιατρικές οδηγίες και λαμβάνοντας την επιβεβλημένη φαρμακευτική αγωγή. Ότι τα προβλήματα, που αντιμετώπισε μετά την πρώτη χειρουργική επέμβαση οφείλονται αποκλειστικά στην αμελή συμπεριφορά, που επέδειξε ο ……………… κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην ένδικη αγωγή του, καθώς δεν ήταν σύμφωνη με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και την συναφώς αποκτηθείσα εξιδιασμένη εμπειρία του, ότι διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο η υγεία του και αναγκάστηκε να υποβληθεί σε νέα χειρουργική επέμβαση ενώ προσθέτει ότι η υγεία του δεν έχει επανέλθει πλήρως, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα σωματικά και ψυχικά και έτσι να υποστεί σημαντική περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη. Επικαλούμενος έννομο συμφέρον,  ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες οφείλουν, ευθυνόμενοι ο καθένας από αυτούς αλληλέγγυα και σε ολόκληρο, να του καταβάλουν, το χρηματικό ποσό των εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδων τριακοσίων δέκα Ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (135.310,34) Ευρώ (Ε),  που αντιστοιχεί στη ζημία, την οποία υπέστη εξαιτίας της αμελούς συμπεριφοράς του αποβιώσαντος ορθοπεδικού, καθώς και το χρηματικό ποσό των πενήντα (50.000,00) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, την οποία υπέστη, επιφυλασσόμενος ως προς το χρηματικό ποσό των σαράντα (40,00) Ευρώ (Ε), προκειμένου να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική δίκη, ήτοι, δε, συνολικά, το χρηματικό ποσό των εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδων διακοσίων  εβδομήντα Ευρώ (Ε) και τριάντα τεσσάρων λεπτών (85.270,34) Ευρώ (Ε) με το νόμιμο .τόκο από την επομένη της χειρουργικής επέμβασης (13-11-2009) άλλως, επικουρικά, από την επομένη ημέρα της πραγματοποίησης της κάθε δαπάνης άλλως, επικουρικώς, από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

Ακολούθως, ο αρχικώς εναγόμενος ……… άσκησε την από 10-09-2014 προσεπίκληση σε παρέμβαση με ενωμένη αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του παραπάνω Δικαστηρίου προς την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία <<……….>>, με την οποία, επικαλούμενος τη μεταξύ τους σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης, κάλεσε αυτήν να παρέμβει υπέρ αυτού και σε περίπτωση αποδοχής της κύριας αγωγής σε βάρος του, να του καταβάλλει ό,τι υποχρεωθεί να καταβάλλει στον κυρίως ενάγοντα για κεφάλαιο, τόκους και δικαστική δαπάνη.

Επί της αγωγής και της προσεπίκλησης, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 1325/2019 (οριστική) απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή κατά ένα μέρος αυτής η ένδικη αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του καθενός από τους εναγόμενους και ήδη εκκαλούντες να καταβάλλουν ο καθένας από αυτούς σε ολόκληρο στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των σαράντα μίας χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα Ευρώ (Ε) και δεκατεσσάρων λεπτών (41.370,14) Ευρώ (Ε), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμόν 2.200/2019 (οριστική) απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ενώ κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της προσεπίκλησης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.

Κατά της παραπάνω απόφασης, ως προς την αποδοχή της ένδικης αγωγής, κατά ένα μέρος αυτής, οι εναγόμενοι άσκησαν την υπό κρίση έφεσή τους, με τις οποίες επικαλούνται πλημμέλειες της εκκαλούμενης απόφασης, συνιστάμενες αυτές σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου αλλά και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

Οι λόγοι αυτοί, που τυγχάνουν επαρκώς ορισμένοι, δεκτικοί δικαστικής αξιολόγησης και ως εκ τούτου παραδεκτοί, πρέπει να εξεταστούν ως προς τη βασιμότητά τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Στην ανοιγείσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δίκη η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία <<…………….>> άσκησε την από 01-11-2022 πρόσθετη παρέμβασή της υπέρ των εκκαλούντων και σε βάρος του εφεσίβλητου, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …./2022 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …../2022.

Κατόπιν τούτων, συντρέχει νόμιμη περίπτωση συνεκδίκασης της υπό κίση εφέσεως και της ασκηθείσας πρόσθετης παρέμβασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 246 Κ. Πολ.Δ., κατά την οποία το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων.

 (III)  Σύμφωνα με το άρθρο 914ΑΚ οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι: (α) η παράνομη και υπαίτια ανθρώπινη συμπεριφορά, (β) η επέλευση ζημίας και γ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος (Α.Π. 1284/2017 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 889/2008, 995/2008, 422/2008). Κατά την κρατούσα γνώμη, το παράνομο κρίνεται από το αποτέλεσμα με την έννοια, ότι για την κατάφαση της παρανομίας ερευνάται αν προκλήθηκε παράνομη ζημία, αν δηλαδή προσβλήθηκε δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του ζημιωθέντος. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης εκ της θεμελιώδους δικαιϊκης αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων. Για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης προς αποζημίωση, δεν αρκεί μόνον ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος ως παράνομης. Περαιτέρω, αυτοτελής προϋπόθεση είναι η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, δηλαδή απαιτείται να μπορεί η συμπεριφορά του αυτή να αποδοθεί σε μια ιδιαίτερη ψυχική στάση που θεωρείται επιλήψιμη και αποδοκιμάζεται από το δίκαιο. Με τον όρο πταίσμα ή υπαιτιότητα, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης κατά το σύστημα του ΑΚ (αρθρ.300 αυτού), εννοείται ο ψυχικός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργεια του ή προς το αποτέλεσμα της, ο οποίος (δεσμός) δικαιολογεί τη σε βάρος του μομφή από την έννομη τάξη με τη γένεση στο πρόσωπο του ευθύνης προς αποζημίωση. Ο ψυχικός αυτός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργεια του συνίσταται, είτε στο ότι επιδίωξε την ενέργεια αυτήν (δόλος), είτε στο ότι δεν έλαβε τα επιβαλλόμενα μέτρα έτσι ώστε να την αποφύγει. Η προϋπόθεση της υπαιτιότητας πληρούται, αν στο πρόσωπο του ζημιώσαντος υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας (βαριά ή ελαφρά). Η υπαιτιότητα προϋποθέτει ικανότητα προς καταλογισμό (ή ικανότητα προς αδικοπραξία ή ικανότητα προς πταίσμα). Η ικανότητα προς καταλογισμό είναι απαραίτητη για την κατάφαση της υπαιτιότητας και περαιτέρω της αδικοπρακτικής ευθύνης. Απαιτείται δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά να μπορεί να καταλογιστεί προσωπικά στο δράστη. Ζημία είναι κάθε. δυσμενής μεταβολή στα έννομα αγαθά του προσώπου, είτε αυτά είναι περιουσιακά είτε μη περιουσιακά, ως συνέπεια της παράνομης πράξης. Η ζημία, που προξενείται στα περιουσιακής φύσεως αγαθά του προσώπου, δηλαδή στα αποτιμητά σε χρήμα αγαθά, αποτελεί την περιουσιακή ζημία, ενώ αυτή, που προξενείται στα ηθικά αγαθά του ατόμου ,δηλαδή σε εκείνα, τα οποία συνδέονται στενά με την προσωπικότητα του (προσβολή της τιμής, της ελευθερίας, της σωματικής και ψυχικής υγείας κ.λ.π του ατόμου), αποτελεί την ηθική βλάβη. Η ηθική βλάβη αποκαθίσταται με τη μορφή της χρηματικής ικανοποίησης στις περιπτώσεις των ΑΚ 57-59 (προσβολή του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ειδικότερα επί του εννόμου αγαθού της υγείας) και 932 (αδικο πραξία).Προϋπόθεση για τη γένεση της ευθύνης κατ’ άρθρο 914 ΑΚ είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Ως αιτιώδης συνάφεια εννοείται η σχέση και αποτελέσματος μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του δράστη) και του αποτελέσματος (ζημίας). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα τη κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (Ολ ΑΠ 18/2004, ΑΠ 177/2008, 427/2008, 579/2008). Η αναγκαιότητα της ύπαρξης αυτής της προϋπόθεσης για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση δεν ορίζεται μεν ρητά στο νόμο, προκύπτει όμως από τη γενική θεώρηση των διατάξεων που καθιερώνουν αυτή την ευθύνη. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της ΑΚ 932 αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε η τέλεση αδικοπραξίας, δηλαδή η τέλεση, είτε παράνομης και υπαίτιας πράξης κατά την ΑΚ 914, είτε και απλώς παράνομης πράξης, εφόσον δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης (π.χ. περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης), χωρίς να είναι αναγκαστικά και ποινικά κολάσιμη Εξάλλου, για την αδικοπρακτική ευθύνη κατά του άρθρου ΑΚ 919 απαιτείται: α)ανθρώπινη συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), (β) συμπεριφορά, που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (είναι δηλαδή ανήθικη, ήτοι αντίθετη κατά την κοινή ως προς την ηθική αντίληψη του χρηστώς και λογικώς σκεπτόμενου ανθρώπου. (Ολ ΑΠ 2/2008, ΑΠ 1652/2006, ΑΠ 1298/2006), (γ) συνοδεύεται από πρόθεση επαγωγής ζημίας (απαιτείται δηλαδή δόλος του δράστη), (δ) πρόκληση ζημίας σε άλλον και (ε) ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας (ΑΠ 1805/2007, 135/2005). Για την ανθρώπινη συμπεριφορά, τη ζημία, τον αιτιώδη σύνδεσμο και την ικανότητα προς καταλογισμό ισχύει ό,τι και για το άρθρο 914 ΑΚ. Περαιτέρω, η γένεση της αξίωσης αποζημίωσης στην περίπτωση προσβολής (ήτοι επέμβασης με την έννοια της βλάβης ή της διατάραξης) σε μια ή περισσότερες εκφάνσεις της προσωπικότητας, (άρθρ.57 παρ.2 ΑΚ) προϋποθέτει τη συνδρομή των όρων της αδικοπραξίας, δηλαδή, εκτός από το παράνομο της προσβολής, που απαιτείται και από το ίδιο το άρθρο 57, την ύπαρξη υπαιτιότητας (σε όσες περιπτώσεις απαιτείται αυτή για την αδικοπρακτική ευθύνη, λ.χ ΑΚ 914), ζημίας και αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας, κατά τα προαναφερόμενα, συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας του προσβληθέντος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 24 του Α.Ν. 1565/1939 “περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το όρθρο 47 ΕισΝΑΚ, “ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελειώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τα άρθρ. 330, 652 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλεια του, ακόμη και ελαφρά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωση του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΑΠ 1362/2007 181/2011, ΑΠ 424/2012). Ειδικά στην περιοχή της ιατρικής αμέλειας, αυτή μπορεί να εμφανίζεται υπό τις εξής μορφές: α) είτε ως εσφαλμένη διάγνωση ή μη διάγνωση μιας νόσου, που οφείλεται στη μη συμμόρφωση προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και έχει, ως συνέπεια τη μη αντίληψη και τη μη κοινοποίηση του κινδύνου, που απειλεί το έννομο αγαθό της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας και υγείας (ως επί το πλείστον η ορθή διάγνωση προϋποθέτει τη λήψη του ιστορικού του ασθενούς εξέταση του ασθενούς εργαστηριακές εξετάσεις ακτινογραφίες και συμβουλή άλλων ιατρών), β) είτε ως εσφαλμένη-πλημμελής θεραπευτική αγωγή (φαρμακευτική, διαιτητική, εγχειρηματική κ.λπ.), διαδικασία δηλαδή που αποσκοπεί στην ίαση του ασθενούς κατά τρόπο παρακάμπτοντα τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (π.χ. μετάγγιση αίματος χωρίς έλεγχο της συμβατότητας των ομάδων αίματος εγκατάλειψη εργαλείων ή άλλων αντικειμένων στο σώμα του ασθενούς μετά την εγχείρηση, μη έγκαιρη επέμβαση, χορήγηση υπερβολικής δόσης φαρμάκου), δηλαδή συγκεκριμένα η αμέλεια του ιατρού μπορεί να θεμελιωθεί σε σφάλμα περί την εκλογή της θεραπείας λόγω της οποίας και επέρχεται βλάβη στον ασθενή, είτε αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενέργειας είτε γιατί επέλεξε μέθοδο και θεραπεία η οποία, κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης δεν ήταν η ενδεδειγμένη για την περίπτωση, γ) είτε ως μη παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό θάλαμο και την ανάληψη της διεξαγωγής ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ειδικές γνώσεις και ικανότητες ή τα κατάλληλα διαγνωστικά μέσα, δ) είτε ως μη εκπλήρωση καθήκοντος ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας (ΕφΘεσ 318/2015 Ελλ.Δνη 2015. 1722, Εφ. Αθ 197/1988 ΑρχΝ 1988.139, βλ. παρατηρήσεις Καϊάφα-Γκμπάντι,  Πλημ. Σαμ 19/2001 ΠοινΔνη 2001.1114). Στην περίπτωση αυτή ο ιατρός ευθύνεται στην καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 297, 298, 299 και 932 ΑΚ (ΑΠ 687/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού ρυθμίζεται ως προς ορισμένα ζητήματα και από το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 ν. 3587/2007) το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ή ηθική βλάβη, που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (§ 1), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (§ 2 εδ. β’), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (§ 3), ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας» (§ 4 εδ. α), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, (β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, (γ) ο χρόνος παροχής της, (δ) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, (ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και (στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (§ 4 εδ. β) και ότι «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα» (§ 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής, του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης συναφώς νόθου αντικειμενικής ευθύνης με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεως του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (σχετικά ΑΠ 427/2015, ΑΠ 974/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1227/ 2007, Φουντεδάκη, ό.π. σ. 91-91, 100-102, την ίδια, Αστική Ευθύνη ιδιωτικής κλινικής ΧρΙδΔ 2010. 786 επ..). Εξάλλου, αμέλεια, κατ’ άρθρον 330 του ΑΚ, υπάρχει, όταν αφενός μπορούσε να προβλεφθεί το αποτέλεσμα της παράνομης συμπεριφοράς και αφετέρου η αποτροπή του ήταν δυνατή με την καταβολή της απαιτούμενης επιμέλειας. Σημειωτέον ότι, αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, που είναι μια ορισμένη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής βάσει των ειδικότερων περιστατικών που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τούτο δε διότι η κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ απαγόρευση της μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής και όχι της νομικής βάσης της αγωγής (βλ. ΑΠ 838/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012 114, I. Καρόκωστα «Το δίκαιο των αδικοπραξιών» σελ. 29 επ.). Εξάλλου, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατά τις πιο πάνω διατάξεις ευθύνη του ιατρού και υποχρέωση του γι’ αποζημίωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερομένης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας, που έχει προκληθεί ή και της βλάβης περιουσιακής ή ηθικής την οποία ο ασθενής επικαλείται. Ο εν λόγω αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός. Τέλος, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. ’Αλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό, την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ από τους αρ. 1 ή 19, αντίστοιχα και, αν πρόκειται για αποφάσεις των ειρηνοδικείων: άρθρο 560 ΚΠολΔ, από τους αριθμούς 1 ή 6, αντίστοιχα), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 80/2018, Α.Π. 79/2020 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Αρείου Πάγου).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση από την ένορκη κατάθεση του …………….., που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με επιμέλεια του ενάγοντος- εφεσίβλητου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ. και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, εκτιμώμενη ανάλογα με τις γνώσεις και το βαθμό αξιοπιστίας του, από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από οποιονδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. Α.Π 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 395 Κ.Πολ.Δ, τις φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από οποιονδήποτε διάδικο και είναι επιτρεπτά αποδεικτικά μέσα, ως ιδιωτικά έγγραφα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 444 αριθ. 3, 448 παρ. 2 και 457 πα. 4 Κ.Πολ.Δ., και έχουν καταστεί κοινό αποδεικτικό μέσο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 346 Κ.Πολ.Δ., από την υπ αριθμόν ……./11-5-2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Νάξου …………., την οποία προσκομίζει ο ενάγων κατόπιν νόμιμης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων-εκκαλούντων, όπως προκύπτει από τις υπ αριθμόν …/7-5-2018, 1084Ε/7-5-2018, …. Ε/7-5-2018, … Ε/7-5-2018 και …. Ε/7-5-2018 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ….. …., από την από 23-9-2010 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ορθοπεδικού-χειρουργού- ……….. και από την από 15-10-2010 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ορθοπεδικού χειρουργού …………, τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ. Κεραμέως/ Κονδύλη/Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τον Νοέμβριο του 2009, συνεπεία ενοχλήσεων κατά τη βάδιση στο δεξιό κάτω άκρο, ο ενάγων- εφεσίβλητος επισκέφτηκε τον αρχικώς πρώτο εναγόμενο, με την ιδιότητα του ως ιατρού-ορθοπεδικού ………., ο οποίος απεβίωσε, την 10-3-2015, και στη δίκη υπεισήλθαν στην έννομη θέση του οι εκκαλούντες, λόγω της επιγενόμενης κληρονομικής διαδοχής από διαθήκη, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι πάσχει από αρθρίτιδα στην περιοχή του δεξιού ισχίου και ότι πρέπει να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση ολικής αρθροπλαστικής του δεξιού ισχίου, κατά την οποία η κατεστραμμένη άρθρωση του ισχίου θα αντικαθίστατο από τεχνητή άρθρωση, η οποία περιλαμβάνει μηριαία και κοτυλιαία πρόθεση. Τον διαβεβαίωσε δε ότι μετά την πάροδο δύο (2) μηνών, θα επερχόταν η πλήρης αποκατάσταση της υγείας του. Την 13-11-2009, εισήχθη στην κλινική, την οποία διατηρούσε η ετερόρρυθμη εταιρία, με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «…………..», με διάγνωση εισαγωγής την οστεοαρθρίτιδα δεξιού ισχίου. Ακολούθως, υποβλήθηκε στην παραπάνω κλινική σε χειρουργική επέμβαση ολικής αρθροπλαστικής δεξιού ισχίου, την οποία διενέργησε ο Ιατρός ………. και εξήλθε από την παραπάνω κλινική, την 27-11-2009 με ιατρικές οδηγίες σχετικά με τη λήψη κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής και μερικής φόρτισης του σκέλους για τουλάχιστον  έξι (6) εβδομάδες. Μολονότι χειρουργήθηκε, την 13-11-2009, από τον Ιατρό …….., το ακτινολογικό υλικό, που πραγματοποιήθηκε στην κλινική της παραπάνω ετερόρρυθμης Εταιρείας εμφανίζει τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο να έχει χειρουργηθεί, την 5-11-2009, [πρωτογενής ολική αρθροπλαστική (ΔΕ) ισχίου] και από ακτινολογικό έλεγχο [ακτινογραφία Face(ΔΕ) ισχίου], που πραγματοποιήθηκε, την 11-11-2009 προκύπτει υπερξάρθρημα της ολικής αρθροπλαστικής, επισήμανση, που αναφέρεται και στην ιατρική πραγματογνωμοσύνη του ορθοπεδικού-χειρουργού …………. Αμέσως μετά την επέμβαση, την οποία διενέργησε ο ιατρός ……….. και ενώ εξακολουθούσε να νοσηλεύεται στην παραπάνω κλινική, αισθάνθηκε πόνο και άκουσε κάποιους ήχους, προερχόμενους από το δεξιό ισχίο, ενώ το δεξιό κάτω άκρο ήταν ασταθές. Άμεσα ενημέρωσε το θεράποντα ιατρό του ………….. σχετικά με τα παραπάνω συμπτώματα, ο οποίος τον καθησύχασε, λέγοντας του ότι πρόκειται για απολύτως φυσιολογικά μετεγχειρητικά συμπτώματα. Εξήλθε δε την 27-11-2009, λαμβάνοντας ιατρικές οδηγίες από τον Ιατρό ………. σχετικά με τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής και την αποφυγή φόρτισης του κάτω άκρου, κάνοντας χρήση υποστηρικτικής βακτηρίας (τύπου Π) για τουλάχιστον ένα (1) μήνα. Λόγω του συνεχιζόμενου πόνου στο χειρουργηθέν (ΔΕ) ισχίο, της δυσχέρειας στη βάδιση, που εμφάνιζε, και της επιδείνωσης της μετεγχειρητικής του κατάστασης, ο ενάγων επισκέφθηκε και πάλι τον ιατρό-ορθοπεδικό μετά την πάροδο τριάντα επτά (37) ημερών από τη διενέργεια της χειρουργικής επέμβασης,- υποβλήθηκε σε ακτινολογικό- έλεγχο και κλινική εξέταση από τον Ιατρό ……. (=θεράποντα ιατρό του) και διαπιστώθηκε ότι έχει υποστεί εξάρθρωση της ολικής αρθροπλαστικής του (ΔΕ) ισχίου. Στη συνέχεια, την 07-12-2009, ο ενάγων εισήχθη στο νοσοκομείο «………..» και την 9-12-2009 υποβλήθηκε σε επέμβαση αναθεώρησης ολικής αρθροπλαστικής (ΔΕ) ισχίου με αποκατάσταση του πυελικού τοιχώματος από τον ορθοπεδικό χειρουργό ………… Η μετεγχειρητική πορεία του ενάγοντος ήταν ομαλή και έλαβε εξιτήριο, την 16-12-2009 με οδηγίες για μερική φόρτιση, φυσιοθεραπεία και κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, χορηγήθηκε σε αυτόν αναρρωτική άδεια  τριών (3) μηνών. Εν τω μεταξύ, ο ενάγων υπέβαλε σε βάρος του θεράποντος ιατρού του την από 31-03-2010 έγκληση του ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, ισχυριζόμενος ότι επέδειξε αμέλεια κατά τη διενέργεια της επέμβασης στην κλινική, συνιστάμενη σε τοποθέτηση με αυξημένη καθετότητα της κοτυλιαίας πρόθεσης και δημιουργία αυξημένης πρόσθιας κλίσης του μηριαίου στυλεού, με αποτέλεσμα την αδυναμία βάδισης, την απώλεια σταθερότητας του ισχίου και την αδυναμία ελέγχου του δεξιού κάτω άκρου και ότι εξαιτίας της παραπάνω αμελούς συμπεριφοράς του αναγκάστηκε να υποβληθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα σε νέα χειρουργική επέμβαση προς αποκατάσταση …… 2010/2363 παραγγελία της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών, διατάχθηκε η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης από την Πταισματοδίκη του τέταρτου (4ου) Προανακριτικού Τμήματος του Πταισματοδικείου Αθηνών, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επέμβαση ολικής αρθροπλαστικής του δεξιού ισχίου, στην οποία υποβλήθηκε ο ενάγων από τον προαναφερόμενο ιατρό και η θεραπεία που ακολούθησε έγιναν lege artis, διορίζοντας προς τούτο την 28-6-2010 ως ιατρικούς πραγματογνώμονες τους χειρουργούς ορθοπεδικούς ……… και τον ………, οι οποίοι συνέταξαν τις από 15-10-2010 και 23-9-2010 εκθέσεις ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, αντίστοιχα. Κατόπιν τούτων, σε βάρος του ιατρού ………….. ασκήθηκε ποινική δίωξη για σωματική βλάβη από αμέλεια από υπόχρεο και παραπέμφθηκε, προκειμένου αυτός να δικαστεί στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών αλλά, σύμφωνα με την υπ αριθμόν 65040/2016 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η ποινική δίωξη, που ασκήθηκε σε βάρος του, έπαυσε οριστικά λόγω του επισυμβάντος θανάτου του. Σύμφωνα με την έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ορθοπεδικού χειρουργού ……….., <<στην επέμβαση της ολικής αρθροπλαστικής του ισχίου, η στερέωση της τεχνητής άρθρωσης γίνεται με βιολογική διαδικασία, η οποία προσομοιάζει με την βιολογική διαδικασία της πώρωσης των καταγμάτων (πρωτογενής-δευτερογενής πώρωση). Η κοτύλη και ο μηριαίος αυλός προετοιμάζονται κατάλληλα με αφαίρεση υλικού, ώστε να υποδεχθούν τις προθέσεις. Στην τραυματισμένη επιφάνεια, που δημιουργείται κατά την κατεργασία αναπτύσσεται οστίτις ιστός, που συνδέει την πρόθεση με το οστό, που την περιβάλλει. Η στερέωση είναι επαρκής μετά από 6 εβδομάδες και γι αυτό συνιστάται η μερική φόρτιση του σκέλους ……….. στήριξη με βακτηρία τύπου Π) κατά τις πρώτες 6-8 εβδομάδες. Σε αυτό το χρονικό διάστημα απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και συμμόρφωση του χειρουργημένου ασθενούς με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού του αλλά και επαγρύπνηση των ατόμων, που περιποιούνται τον ασθενή (νοσοκόμες, φυσιοθεραπευτές, οικείοι). Για την επιτυχία δε της αρθροπλαστικής, η κοτυλιαία και η μηριαία πρόθεση πρέπει να έχουν ακριβή προσανατολισμό, ο οποίος επιτυγχάνεται με την πλήρη κάλυψη της κοτύλης με οστούν (επαρκές bonestock) και με ικανοποιητική αντοχή του περιβάλλοντος οστούν για να την συγκροτήσει, ενώ, αν το οστικό υπόστρωμα (bonestock) δεν είναι επαρκές, μπορεί να αποκατασταθεί με κατάλληλα μοσχεύματα. Μία σοβαρή μετεγχειρητική επιπλοκή της ολικής αρθροπλαστικής ισχίου αποτελεί και η εξάρθρωση της, που μπορεί να οφείλεται σε μη ορθό προσανατολισμό [πρωτογενή όταν τα εμφυτεύματα δεν τοποθετήθηκαν σωστά κατά τη διάρκεια της επέμβασης και δευτερογενή, όταν τα προθέματα άλλαξαν προσανατολισμό μετεγχειρητικά όπερ συμβαίνει είτε από αδυναμία του οστικού υποστρώματος (ελλειπές bonestock) είτε σε μικρότερο βαθμό, από πρόωρη φόρτιση της άρθρωσης ή ακραίες θέσεις, που μπορεί να πάρει το άκρο στην μετεγχειρητική περίοδο] ή σε αδύναμους απαγωγούς μύες. Αν δε τα εμφυτεύματα δεν έχουν ορθό προσανατολισμό, η εξάρθρωση αντιμετωπίζεται συντηρητικά άλλως απαιτείται η αφαίρεση των εμφυτευμάτων και η αντικατάσταση τους με νέα. Περαιτέρω, στην ιατρική πραγματογνωμοσύνη του ορθοπεδικού-χειρουργού ….. … αναφέρεται ότι τα βασικά ερωτήματα, που πρέπει να απαντηθούν, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο ιατρός ……….. επέδειξε αμέλεια κατά την άσκηση των ιατρικών καθηκόντων του είναι αν ο προσανατολισμός των εμφυτευμάτων ήταν σωστός κατά την πρώτη επέμβαση και εάν ναι, ποιοί μετεγχειρητικοί παράγοντες μπορεί να συνέβαλαν στην εξάρθρωση της αρθροπλαστικής. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα, που κατέληξαν οι δύο ιατρικές πραγματογνωμοσύνες, μετά την αρχική επέμβαση ολικής αρθροπλαστικής δεξιού ισχίου, στην οποία υποβλήθηκε ο ενάγων, ο τελευταίος υποβλήθηκε σε απεικονιστικό έλεγχο, που πραγματοποιήθηκε στην κλινική της παραπάνω ετερόρρυθμη Εταιρεία, [ακτινογραφία Face-(AE) ισχίου κακής ευκρίνειας], η οποία φέρεται να έλαβε χώρα την 5-11-2009, από την οποία μεν δεν μπορούν να προκύψουν ασφαλή συμπεράσματα αλλά τουλάχιστον δεν εμφανίζεται ακραία καθετότητα του κοτυλιαίου εμφυτεύματος, ούτε η κεφαλή του μηριαίου εμφυτεύματος είναι εξαρθρωμένη. Από τον επόμενο ακτινολογικό έλεγχο [ακτινογραφία Face(ΔΕ) ισχίου], που διενεργήθηκε, την 11-11-2009, παρατηρείται υπεξάρθρημα της μηριαίας κεφαλής και μετανάστευση (μετατόπιση) του κοτυλιαίου εμφυτεύματος. Από την από 4-12-2009 ακτινογραφία (ΔΕ) ισχίου προκύπτει ότι η αρθροπλαστική βρίσκεται σε εξαρθρωμένη θέση. Πριν ο ενάγων υποβληθεί στη δεύτερη (2η)  κατά σειρά επέμβαση, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε αναθεώρηση αρθροπλαστικής, υποβλήθηκε στο «…………..» την 7-12-2009 σε ακτινογραφία λεκάνης-ισχίων Face και την 9-12-2009 σε τρισδιάστατη αξονική τομογραφία (ΔΕ) ισχίου, σύμφωνα με τις οποίες παρατηρείται εξάρθρωση της ολικής αρθροπλαστικής, είσφρηση της κοτυλιαίας πρόθεσης προς την πύελο και εστιακή προβολή χειρουργικού υλικού (κοχλίας) εντός του παρακείμενου έσω θυρεοειδούς μυός, ενώ είναι δυσδιάκριτος ο οστικός φλοιός στην έσω παρυφή της κοτύλης. Από το πρακτικό της δεύτερης επέμβασης στο «…………….» προκύπτει ότι πριν την τοποθέτηση του εμφυτεύματος της κοτύλης, πραγματοποιήθηκε αποκατάσταση του εδάφους της πυέλου με πολλά μοσχεύματα. Τοποθετήθηκε η κατάλληλη πρόθεση, σταθεροποιημένη με  δύο (2) βίδες. Πλέον συγκεκριμένα, έλαβε χώρα αφαίρεση της μηριαίας προθέσεως, μετά από επιμήκη διάνοιξη της μηριαίας διαφύσεως και τοποθετήθηκε νέος στυλεός, μεγαλυτέρου μεγέθους στη σωστή γωνία κλίσεως (anteversion). Η μηριαία διάφυση σταθεροποιήθηκε με   «Cableand Grinds», ενώ η δοκιμαστική ανάταξη ήταν αρίστη και σταθερή. Συρραφή – επίδεση/Redon». Στην από 15-10-2010 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του, ο ορθοπεδικός χειρουργός- ………… καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιπλοκή της πρωτογενούς ολικής αρθροπλαστικής είναι απότοκος της είσφρησης και μετανάστευσης του κοτυλιαίου εμφυτεύματος στην πύελο με αποτέλεσμα να αλλάξει ο προσανατολισμός της αρθροπλαστικής, γεγονός, που οδήγησε στην εξάρθρωση της, αναφέρει δε ότι εγείρονται ερωτηματικά για τη μη αποκατάσταση του ανεπαρκούς οστικού υποστρώματος (bonestock) με μοσχεύματα κατά την τοποθέτηση του κοτυλιαίου εμφυτεύματος (κοτυλιαία πρόθεση) σε πρώτο χρόνο (δηλαδή στο πρώτο χειρουργείο), ενώ καταλήγει ότι πρωτεύον αίτιο της εξάρθρωσης αποτέλεσε το ανεπαρκές οστικό υπόστρωμα (bonestock) και δευτερεύον η μη συμμόρφωση του ενάγοντος στις ιατρικές οδηγίες, που οδήγησε στην πρόωση φόρτιση του σκέλους του. Τέλος, στην από 23-9-2010 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του, ο ορθοπεδικός χειρουργός ………… εκτιμά ότι η αδυναμία στήριξης του κοτυλιαίου εμφυτεύματος σε πυελικό έδαφος σαθρό με όχι επαρκές οστικό υπόστρωμα (bonestock) σε συνδυασμό με πιθανή πρώιμη φόρτιση του χειρουργημένου δεξιού σκέλους οδήγησε στην μετανάστευση του κοτυλιαίου εμφυτεύματος και στο εξάρθρημα της πρωτογενούς (primary) αρθροπλαστικής και ότι οι ανωτέρω διαπιστώσεις εγείρουν ερωτηματικά για το μη επαρκές οστικό υπόστρωμα και τη μη αποκατάσταση του σε πρώτο χρόνο. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την ιατρική πραγματογνωμοσύνη του ορθοπεδικού χειρουργού ………., ο τελευταίος εξέτασε κλινικά τον ενάγοντα την 29-8-2010 και διαπίστωσε ότι φέρει δύο μετεγχειρητικές ουλές, εμφανίζει αδυναμία στους απαγωγούς μύες, ενώ βαδίζει χωρίς τη βοήθεια βακτηριών στην έκθεση της ιατρικής του πραγματογνωμοσύνης επισημαίνει ότι ο ίδιος ο ενάγων αναφέρει χωλότητα βάδισης, άλγος στο δεξιό ισχίο, αδυναμία και δυσχρηστία του δεξιού κάτω άκρου. Περαιτέρω, ο ορθοπεδικός χειρουργός …… . αναφέρει στην ιατρική του πραγματογνωμοσύνη ότι κατά την κλινική του εξέταση του ενάγοντος παρατήρησε αδυναμία απαγωγών μυών, την ύπαρξη δύο μετεγχειρητικών ουλών, ότι βαδίζει χωρίς τη χρήση βακτηρίων εντούτοις, όμως, «χωλαίνοντας», καθώς και ότι ο ίδιος ο ενάγων αναφέρει ότι τον πονά το δεξιό ισχίο, ιδίως με τις μεταβολές των καιρικών συνθηκών, ότι δυσχεραίνεται στη χρήση του δεξιού του κάτω άκρου και ότι το «νιώθει αδύναμο». Από όλη’ την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι η μετανάστευση του κοτυλιαίου εμφυτεύματος και το εξάρθρημα της πρωτογενούς αρθροπλαστικής οφείλεται και στην παράλειψη του θεράποντος ιατρού του ενάγοντος …….. να στηρίξει το κοτυλιαίο εμφύτευμα σε πυελικό έδαφος με επαρκές οστικό υπόστρωμα (bonestock) αλλά και στην μη συμμόρφωση του ενάγοντος στις ιατρικές οδηγίες του θεράποντος ιατρού του, ο οποίος προέβη σε πρώιμη φόρτιση του κάτω άκρου παρά τις συστάσεις του ιατρού του. Επιπροσθέτως, αποδεικνύεται ότι ο θεράπων ιατρός του ενάγοντος δεν επέδειξε την απαιτούμενη προσοχή στα μετεγχειρητικά συμπτώματα, που εμφάνισε ο τελευταίος, με αποτέλεσμα να κρίνει εσφαλμένα ότι μπορεί να λάβει εξιτήριο από την κλινική της παραπάνω ετερόρρυθμης Εταιρείας, γεγονός, που επισημαίνει και ο ορθοπεδικός χειρουργός ………. στην έκθεση ιατρικής του πραγματογνωμοσύνης, και να καθυστερήσει η αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής επιπλοκής που εμφάνισε ο ενάγων. Ο ιατρός όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις και με βάση τις ατομικές του ικανότητες και προσωπικές περιστάσεις, τις σχετιζόμενες με το επάγγελμα και την υπηρεσία του ως ιατρού, στις οποίες απέβλεψε ο ασθενής, να αποτρέψει τη μετανάστευση του κοτυλιαίου εμφυτεύμα τος και το εξάρθρημα της πρωτογενούς αρθροπλαστικής αλλά και να αντιληφθεί άμεσα τις μετεγχειρητικές επιπλοκές, που εμφάνισε ο ενάγων, ώστε να αντιμετωπιστούν άμεσα. Έτσι, ο χειρουργός ιατρός προέβη στην τοποθέτηση των εμφυτευμάτων [κοτυλιαία πρόθεση και μηριαία πρόθεση (στυλεός, που εισάγεται εντός του μηριαίου οστού & σφαιρική κεφαλή)], και δη στη στερέωση της κοτυλιαίας πρόθεσης επί της πυέλου (λεκάνης), χωρίς προηγουμένως να ελέγξει και διαπιστώσει εάν το οστικό υπόστρωμα ήταν επαρκές και με ικανοποιητική αντοχή για να την συγκρατήσει. Καθώς, εάν πράγματι είχε ερευνήσει και ελέγξει το πυελικό έδαφος, θα είχε διαπιστώσει ότι αυτό ήταν «…σαθρό με όχι επαρκές οστικό υπόστρωμα…» (ελλιπές bone stock), οπότε και θα έπρεπε να προβεί στην τοποθέτηση μοσχευμάτων προς αποκατάσταση του πυελικού εδάφους και ενίσχυση αυτού ώστε να δύναται να συγκρατήσει την κοτυλιαία πρόθεση που στερεώθηκε επί αυτού, γεγονός, που ενισχύεται από τη διενέργεια δεύτερης χειρουργική επέμβαση για την «Αναθεώρηση Ολικής Αρθροπλαστικής ΔΕ ισχίον, με αποκατάσταση τον πυελικού τοιχώματος, στην οποία σύντομα υποβλήθηκε ο ενάγων την 09. 12.2009, από τον Ορθοπεδικό Χειρουργό ……….., συνεκτιμώμενης της μη περιγραφής στο ως άνω πρακτικό, με συνέπεια την «είσφρηση και μετανάστευση τον κοτυλιαίου εμφυτεύματος στην πύελο, με αποτέλεσμα να αλλάξει ο προσανατολισμός της αρθροπλαστικής, γεγονός πον οδήγησε στην εξάρθρωσή της….».: Κατόπιν τούτων, διαπιστώθηκε πλημμελής τοποθέτηση των εμφυτευμάτων [κοτυλιαίου και μηριαίου (στυλεού μετά σφαιρικής κεφαλής)] υπό εσφαλμένη κλίση και προσανατολισμό κατά την πρώτη χειρουργική επέμβαση ολικής αρθροπλαστικής, δεδομένης της ύπαρξη σαθρού πυελικού εδάφους με ελλιπές οστικό υπόστρωμα, με συνέπεια την αναθεώρηση αυτής με την αντικατάσταση των εμφυτευμάτων και τοποθέτησή τους υπό ορθή κλίση και επιτυχή ανάταξη. Πέραν τούτων, πρέπει να συνεκτιμηθεί η από 23.06.2010′ έκθεση ένορκης εξέτασης της ………, η οποία κατέθεσε μεταξύ άλλων:  «…από τον ……… ο οποίος εγγυήθηκε ότι σε δέκα μέρες θα ήταν καλά και θα περπατούσε … είδα ότι πονούσε πολύ, σκάφθηκα ότι ήταν μετεγχειρητικά όλα αυτά. Όταν ο …….. βγήκε από την κλινική, η κατάσταση τον ήταν δραματική, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, το πόδι ήταν αιωρούμενο, είχε φρικτούς πόνους, ήταν κίτρινος και αδύνατος, δηλαδή χάλια. Καθημερινά μου έλεγε «…. δεν είμαι καλά, ….. πεθαίνω»… τον σήκωσαν για να τον φέρουν μέσα στο μαγαζί και το πόδι τον το είχε δεμένο μ’ ένα κασκόλ και το κρατούσε στο χέρι. Όταν τον είδα τα έχασα, εκεί μου ζήτησε να τον βοηθήσω και να τον βρω γιατρό διότι ο ……… του είπε ότι κάτι δεν πήγε καλά και ότι έπρεπε να ξαναχειρονργηθεί… Την Δευτέρα πρωί μαζί με τον γιο του …. τον μεταφέραμε στο ………. και όταν είδε την ακτινογραφία που έβγαλε μετεγχειρητικά ο ….., ο κ. ….. ιατρός έπαθε σοκ και τα έχασε. Ο κ. …. τηλεφωνούσε στον κ. ….. και στην κλινική και στο κινητό τον, αλλ’ αυτός δεν απαντούσε. Τον έβαλε κατευθείαν για χειρουργείο……Ο κ. ….. είπε μπροστά μου στον …. ότι «θα μπορέσεις να περπατήσεις, αλλά δεν μπορώ να σου υποσχεθώ το 100% της αποκατάστασης. Τουλάχιστον να περπατάς με τα πόδια σου». Η ζημιά που προκλήθηκε στον … από την πρώτη επέμβαση ήταν πολύ σοβαρή. Ο κ. …… δεν είναι αυτός που ήξερα. Δεν μπορεί να δουλέψει, αχρηστεύθηκε.». Ομοίως, πρέπει να συνεκτιμηθεί η από 23.06.2010’Εκθεση Ένορκης εξέτασης της μάρτυρος – ………., η οποία κατέθεσε σχετικά με το ότι (α) ο ιατρός ……… ήταν καθησυχαστικός. (β) Κατά την προσπάθεια ελάχιστης μετακίνησής του ενάγοντος- εφεσίβλητου «…πάνω στο κρεβάτι, την δεύτερη ημέρα από το χειρουργείο, επειδή είχε πιαστεί…» με την σύμφωνη γνώμη του ιατρού, άκουσα έναν εσωτερικό ήχο «γκονπ», που του προκάλεσε έντονη ανησυχία. Όμως και πάλι ο θεράπων ιατρός ήταν καθησυχαστικός, ωστόσο όμως με την πάροδο των ημερών αυτός πονούσε με αυξανόμενη ένταση παρά τη λήψη παυσίπονων και φαρμακευτικής αγωγής. «… Ωστόσο, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να το ακουμπήσει κάτω το πόδι τον, το έδενε από τον μηρό με το κασκόλ και το κρατούσε με το Πι για να μπορεί να πάει τουαλέτα. Ο πατέρας μου είχε αδυναμία στο βάδισμα και από τον πόνο, κάποιες στιγμές δάκρυζε. Μιλούσε στο τηλέφωνο με τον ….. και αυτός τον καθησύχαζε ότι είναι ακόμα νωρίς και ότι θα χτιστεί το νέο σώμα με το σώμα του πατέρα μου…». Κατόπιν τούτων, το αποδεικτικό υλικό κρίνεται επαρκές για το σχηματισμό της κρίσιμης δικανικής πεποίθησής του Δικαστηρίου τούτου, με συνέπεια να παρέλκει η διενέργεια νέας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, απόρριπτόμενου του σχετικού αιτήματος των εκκαλούντων- εναγομένων, ως ουσιαστικά αβάσιμου, αφού οι κατά τα παραπάνω εκθέσεις ιατρικής πραγματογνωμοσύνης κρίνονται επαρκώς εμπεριστατωμένες και επιστημονικά αιτιολογημένες, παρέχουσες ικανοποιητικές απαντήσεις στα τεθέντα από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών ερωτήματα-ζητήματα. Επομένως, τα προβλήματα, που αντιμετώπισε ο ενάγων- εφεσίβλητος μετά την πρώτη χειρουργική επέμβαση οφείλονται αποκλειστικά στην αμελή συμπεριφορά, που επέδειξε ο …. ….. κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, καθώς δεν ήταν σύμφωνη με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και την συναφώς αποκτηθείσα εξιδιασμένη εμπειρία του, (=lege artis). Ένεκα της προπεριγραφόμενης αμελούς συμπεριφοράς του ιατρού …. ….., ο ενάγων – εφεσίβλητος ταλαιπωρήθηκε ψυχικά και σωματικά, δοκίμασε μεγάλη θλίψη και στεναχώρια, ενώ από αμφότερες τις εκθέσεις ιατρικής πραγματογνωμοσύνες προκύπτει ότι εμφανίζει αδυναμία των απαγωγών μυών, ο δε ορθοπεδικός χειρουργός ……… στην έκθεση της ιατρικής του πραγματογνωμοσύνης αναφέρει ότι ο ενάγων περπατά χωρίς να χρειάζεται βακτηρίες εντούτοις «χωλαίνοντας». Συνεπώς, προέκυψε ότι το πρόβλημα υγείας, που προκλήθηκε από την αμελή συμπεριφορά του ιατρού ………., δεν αντιμετωπίστηκε απόλυτα παρά την επιτυχία της δεύτερης επέμβασης που υποβλήθηκε στο νοσοκομείο «………….». Το Δικαστήριο τούτο, εκτιμώντας το ζημιογόνο αποτέλεσμα, την αποκλειστική υπαιτιότητα του Ιατρού ………. στην πρόκληση του ένδικου συμβάντος, την έκταση και το είδος της σωματικής βλάβης του ενάγοντος- εφεσίβλητου και τη στενοχώρια, την οποία αυτός αισθάνθηκε, την ταλαιπωρία, την οποία υπέστη για την αποκατάσταση της σωματικής βλάβης του, το χρονικό διάστημα της παραμονής του στα παραπάνω Νοσοκομεία, καθώς και την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση του κρίνει ότι ο τελευταίος υπέστη ηθική βλάβη, για την ικανοποίηση της οποίας ως εύλογο χρηματικό ποσό, μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 Α.Κ.), κρίνεται αυτό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) Ευρώ (Ε), το οποίο πρέπει να επιδικασθεί σε αυτόν, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το χρηματικό αυτό ποσό κρίνεται εύλογο, δίκαιο και ανταποκρινόμενο πλήρως στο είδος και στη βαρύτητα της προσβολής του ενάγοντος στο έννομο αγαθό της υγείας του, της έκτασης της βλάβης του τελευταίου, στο σύνολο των ειδικότερων συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, στην περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, όπως επίσης και στη βαρύτητα του πταίσματος του δικαιοπαρόχου των εναγομένων, τυγχάνει δε συμβατό με την προεκτεθείσα στη νομική σκέψη της παρούσας αρχής αναλογικότητας (Α.Π. 517/2017 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ. Α.<<ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ>>). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και έκανε δεκτή την ένδικη αγωγή, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά ένα μέρος αυτής δεν έσφαλλε, παρά τα περί αντιθέτου διατεινόμενα από τους εκκαλούντες, καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον αποδείξεις, κατά τον προσήκοντα τρόπο, απορριπτόμενου των σχετικών λόγων της υπό κρίση εφέσεως. Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, πρέπει η έφεση να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας των τελευταίων (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 επ. Ν 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων»), κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος του, ως ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου εκατό (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την άσκηση της έφεσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 26/ 11/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …./2021 και (Ε.Α.Κ.Δ.) …./2021 έφεση των (Α) ………….. (Β) ………… και (Γ) ……….. και την από 01-11-2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.Α.Κ.) …/ (Ε.Α.Κ.Δ.) …./2022 πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία <<…………..>>  υπέρ των εκκαλούντων και σε βάρος του εφεσίβλητου, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου.

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα  του εφείβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό ευρώ (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την πλευρά των εκκαλούντων κατά την άσκηση της έφεσης με υπ’ αριθμόν κωδικού παραβόλου ……. ………/ 2021

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά , την 5η  Απριλίου 2023.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                  Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ