Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 549/2018

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός αποφάσεως 549/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, ο οποίος ωρίσθη υπό του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΣΚΕΦΘΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 Α) Η κρινομένη έφεσις (υπ’ αριθ. καταθ. .. /6-6-2014) του Ελληνικού Δημοσίου  κατά της κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων εκδοθείσης υπ’ αριθ. 1322 /2014 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αρμοδίως εισαγομένη, κατ’ άρθρον 19 ΚΠολΔ, προς συζήτησιν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί, κατά τα άρθρα 495§1, 144§1, 511, 513§1περ.β, 518§1 ΚΠολΔ, 10 και 11 ΝΔ 26-6 /10-7-1944, νομοτύπως και εμπροθέσμως (εντός μηνός από της επιδόσεως της εκκαλουμένης), η οποία επεδόθη την 12η Μαΐου 2014. Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή  και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ιδίαν διαδικασίαν ως προς το παραδεκτόν και το νόμω και ουσία βάσιμον των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρον 533§1 ΚΠολΔ).

Β) Από το άρθρο 216§1 (στοιχ.α΄&β`) ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα διά την νομική θεμελίωσιν της αγωγής στοιεία, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη προς την υποβολήν αιτήματος ορισμένου και ουχί αορίστου. Διαφορετικώς, το δικαστήριο ευρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφασιν συγκεκριμένην και επιδεκτικήν εκτελέσεως. Όταν διά του δικογράφου της αγωγής δεν περιέχονται τα προαναφερθέντα στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψις αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησίν της και επιφέρει την υπό του δικαστηρίου της ουσίας απόρριψίν αυτής ως απαραδέκτου λόγω αοριστίας κατόπιν  προβολής αντιστοίχου ενστάσεως  είτε αυτεπαγγέλτως. Ειδικώτερον, όταν πρόκειται περί διεκδικητικής (ή αναγνωριστικής περί κυριότητος) ακινήτου αγωγής, απαιτείται διά το ορισμένον αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή  προσδιορισμός αυτού κατά θέσιν, έκτασιν, ιδιότητα και όρια και δή μετά τοιαύτης λεπτομερείας, ώστε να μην δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, πάντως, διά το ορισμένον της αγωγής να αναφέρονται διά του δικογράφου αυτής οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου και ο καθ’ όρια προσανατολισμός του ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των ομόρων ακινήτων (βλ. ΑΠ 217 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 460890 και Εφ Πατρ 915 /2007 ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 515069). Εις την προκειμένην περίπτωσιν διά της ενδίκου αγωγής η ενάγουσα και (ήδη εφεσίβλητος) ισχυρίζεται ότι είναι κυρία του κατά θέσιν (εις «..» χερσονήσου «..» ή «…..» … νήσου Σαλαμίνος), έκτασιν (280 μ2), ιδιότητα (αγροτεμαχίου μετά  οικίας), όρια (μετά αναφοράς των κωδικών αριθμών εθνικού κτηματολογίου των ομόρων ακινήτων) και πλευρικές διαστάσεις περιγραφομένου ακινήτου, ότι την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου απέκτησε διά του εξιστορουμένου παραγώγου τρόπου και επικουρικώς δι’ εκτάκτου χρησικτησίας κατόπιν προσμετρήσεως του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της, οι οποίοι, όπως αναλυτικώς εκθέτει, διακατείχαν τούτο ως τμήμα ακινήτου μείζονος εκτάσεως και ασκούσαν επ’ αυτού τις  διά του αγωγικού δικογράφου αναφερόμενες διακατοχικές πράξεις, οι οποίες προσιδιάζουν στην φύση και τον προορισμό του (καλλιέργειαν, βόσκησιν ζώων, δενδροφύτευσιν, περίφραξιν, καταμετρήσεις, ανέγερσιν κτισμάτων και συναφείς) διανοία κυρίου και καλή πίστει τόσον η ιδία όσον και προηγουμένως διά της εκτιθεμένης σειράς διαδοχικώς οι κατονομαζόμενοι  δικαιοπάροχοί της προ του έτους 1850 και έκτοτε συνεχώς και αδιαλείπτως έως της ασκήσεως της ενδίκου αγωγής, και ότι κατά την διαδικασίαν της κτηματογραφήσεως της περιοχής το ακίνητο αυτό κατεχωρήθη  εσφαλμένως στο οικείο Κτηματολογικό Γραφείο Αμπελακίων νήσου Σαλαμίνος υπό ΚΑΕΚ .. /. /. ως ιδιοκτησία του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Βάσει των ανωτέρω και επικαλουμένη προς τούτο άμεσον έννομο συμφέρον, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί κυρία του επιδίκου και να διορθωθεί ως ανακριβής η ανωτέρω πρώτη κτηματολογική εγγραφή. Επί της αγωγής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 1322 /2014 οριστική απόφαση τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας αύτη έγινε δεκτή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη το εναγόμενον Ελληνικό Δημόσιο, το οποίον προβάλλον διά της ενδίκου εφέσεως λόγους αναγομμένους σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνισιν αυτής και την απόρριψη της αγωγής. Ειδικώτερον, διά του πρώτου λόγου εφέσεως το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι η αγωγή είναι αόριστη, επειδή δεν αναφέρεται σε ποίον σημείον του μείζονος ακινήτου, το οποίο ανήκε στην απώτερη δικαιοπάροχο της εναγούσης ……… και του οποίου, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, το επίδικον αποτελεί μερικώτερον τμήμα, τούτο (επίδικον) ευρίσκεται και δεν μνημονεύονται οι συγκεκριμένες διακατοχικές πράξεις, τις οποίες ήσκησεν έκαστος των κατονομαζομένων δικαιοπαρόχων της εναγούσης «… σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές … εντοπιζόμενες ειδικά στην ένδικη έκταση…», καθώς και τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η καλή πίστη των νομέων, και ότι παρά ταύτα διά της εκκαλουμένης εσφαλμένως απερρίφθη ο πρωτοδίκως υπ’ αυτού προβληθείς αντίστοιχος ισχυρισμός. Ο ανωτέρω, ωστόσο, λόγος εφέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τούτο, διότι, υπό το προαναφερόμενον περιεχόμενον, η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά νόμον στοιχεία και προσδιορίζεται  δι’ αυτής σαφώς το επίδικον κατά  θέσιν, έκτασιν, ιδιότητα και όρια, ενώ διά το ορισμένον αυτής δεν ήτο αναγκαίος ο προσδιορισμός της  θέσεως του επιδίκου εν σχέσει προς το μείζον ακίνητον, το οποίον είχεν αποκτήσει η απωτέρα δικαιοπάροχος της εναγούσης …… και από την κατάτμησιν του οποίου αυτό προήλθε, δεδομένου ότι, όπως ήδη εσημειώθη, αναφέρονται διά της αγωγής και οι κωδικοί αριθμοί εθνικού κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) των ομόρων ακινήτων και ούτως δεν δύναται να δημιουργηθεί αμφιβολία ως προς τη θέσιν και την ταυτότητά του. Επίσης (και ανεξαρτήτως του ότι πρωτοδίκως το εναγόμενο δεν προέβαλεν αντίστοιχον ισχυρισμόν) αναφέρονται μετά σαφηνείας οι εμφανείς  προς τους τρίτους διακατοχικές πράξεις, τις οποίες ήσκησαν διαχρονικώς εντός του επιδίκου διανοία κυρίων και καλή πίστει η ενάγουσα και προηγουμένως (εντός της περιγραφομένης μείζονος εκτάσεως, από την οποία αυτό προήλθε) διαδοχικώς οι κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχοί της, δίχως να τυγχάνει αναγκαίον διά το ορισμένο της αγωγής η αναφορά και των επικαλουμένων από το εναγόμενο ως άνω προσθέτων στοιχείων, τα οποία δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξεις.

Γ) Κατά τις διατάξεις των ν. 12 Πανδ. (28.7), ν. 14 παρ. 8 Πανδ. (11.7) και ν. 69 Πανδ. (29.2) του προϊσχύσαντος βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, κατ’ άρθρον 51 ΕισΝΑΚ, είναι εφαρμοστέες στην προκειμένην περίπτωσιν, οι εκούσιοι ή εξωτικοί κληρονόμοι, στους οποίους περιλαμβάνονται η σύζυγος, καθώς και οι μη υπεξούσιοι κατιόντες του κληρονομουμένου, δηλαδή οι ενήλικες κατιόντες, αποκτούν την κληρονομία διά μονομερούς δηλώσεως της βουλήσεως αυτών προς αποδοχήν αυτής, η οποία αποτελεί δικαιοπραξία μη απευθυντέα (υπεισέλευσις εις την κληρονομίαν). Η δήλωσις αυτή δύναται να είναι είτε ρητή (έγγραφη ή προφορική) είτε σιωπηρά, συναγομένη από συμπεριφορά ή πράξεις, οι οποίες φανερώνουν την πρόθεση του καλουμένου διά ανάμειξιν εις την κληρονομίαν και απόκτησίν της. Επίσης, συμφώνως προς τις διατάξεις των ν. 2 Εισ. (2-19), 3 Εισ. (3-1) και 14 Πανδ. (38.16), οι οικείοι (sui), δηλαδή τα ανήλικα τέκνα του κληρονομουμένου, τα οποία ετέλουν υπό την άμεσον πατρικήν εξουσίαν του τελευταίου κατά τον χρόνο του θανάτου του, αποκτούσαν αυτοδικαίως την κληρονομία του εξουσιαστού πατρός αυτών άνευ γνώσεως ή βουλήσεως αυτών, είτε επρόκειτο διά κληρονομικήν διαδοχήν εκ του νόμου (εξ αδιαθέτου) είτε εκ διαθήκης (βλ. ΑΠ 289 /2016, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 217 /2008, ΤΝΠΔΣΑ). Εξ άλλου, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 Παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 (Πανδ. 18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου ηδύνατο να αποκτηθεί η κυριότης ακινήτου δι’ εκτάκτου χρησικτησίας κατόπιν ασκήσεως νομής διανοία κυρίου και καλή πίστει διά χρονικό διάστημα συνεχούς τριακονταετίας. Ως νομή, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, νοείται η άσκησις επί του ακινήτου εμφανών και συνεχών διακατοχικών πράξεων, διά των οποίων εκδηλούται βούλησις εξουσιάσεως του νομέως επ’ αυτού, όπως καλλιέργεια, εκμίσθωσις, εποπτεία, φύλαξις και άλλες πράξεις προσιδιάζουσες εις την φύσιν του ακινήτου. Ο χρησιδεσπόζων είχε τη δυνατότητα να συνυπολογίζει εις τον ίδιον χρόνο νομής και τον αντίστοιχον του δικαιοπαρόχου του, εφ’ όσον είχε γίνει κατά νόμιμον τρόπον καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Ως καλή δέ πίστις, κατά τις διατάξεις των v. 27 Πανδ. (18.1), 15 παρ. 3, 48 Πανδ. (41.3), 11 (51.4), 5 παρ.5, 1 (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), νοείται η ειλικρινής πεποίθηση, ότι διά της κτήσεως της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητος άλλου επ’ αυτού, γεγονός συναγόμενον από το δικαστήριο της ουσίας εν όψει της φύσεως της καλής πίστεως ως ενδιαθέτου καταστάσεως. Περαιτέρω, από τα άρθρα 974 και 1045 ΑΚ συνάγεται ότι διά την κτήσιν κυριότητος επί ακινήτου δι’ εκτάκτου χρησικτησίας μετά την εισαγωγήν του Αστικού Κώδικος απαιτείται άσκησις φυσικής εξουσίας επί του πράγματος διανοία κυρίου επί συνεχή εικοσαετίαν. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προς τις αντίστοιχες των άρθρων 18 και 21 Ν. της 21-6 /13-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων» συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί υπό τις προεκτιθέμενες προϋποθέσεις και επί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα δάση, τα οποία είναι εθνικά (εκτός των διαλαμβανομένων εις τα άρθρα 1 και 2 ΒΔ 17-11 /11-2-1836, τα οποία θεωρούνται ως ιδιωτικά υπό τις εν τω άρθρω 3 αυτού προϋποθέσεις κατά τα κατωτέρω ειδικώτερον εκτιθέμενα), εφ’ όσον η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό συνάγεται από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ /1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», τα οποία εξεδόθησαν βάσει αυτού από 12ης Σεπτεμβρίου 1915 μέχρι και 16ης Μαΐου 1926 και του άρθρου 21 ΝΔ 22-4 /16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», επανελήφθησαν διά του άρθρου 4 ΑΝ 1539 /1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» και διετηρήθησαν εν ισχύι και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικος βάσει του άρθρου 53 ΕισΝΑΚ. Δι’ αυτών ανεστάλη πάσα παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απηγορεύθη οιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του ελληνικού δημοσίου επί των κτημάτων αυτού και συνεπώς και η χρησικτησία επ’ αυτών (βλ. ΑΠ 501 /2011, ΤΝΠΔΣΑ). Εξ άλλου, από τις ρυθμίσεις του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 21-1 /3-2-1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος» και των ερμηνευτικών αυτού Πρωτοκόλλων της 4 /16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, εν συνδυασμώ προς τις ρυθμίσεις της από 27-6 /9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και του άρθρου 16 Ν. 21-6 /10-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», συνάγεται ότι στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου περιήλθαν όσα ακίνητα ευρίσκονταν εντός της ζώνης, την οποίαν μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει διά των στρατιωτικών του δυνάμεων και ανήκαν είτε στο οθωμανικό δημόσιο είτε σε οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκατελείφθησαν από τους οθωμανούς ιδιοκτήτες αυτών και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήσις των ακινήτων αυτών έγινε διά δημεύσεως «πολεμικώ δικαιώματι» (βλ. ΑΠ 222 /2017, ΤΝΠΔΣΑ και Γ. Καριψιάδη «Η Ελλάδα ως διάδοχον κράτος», έκδοσιν 2000, σελ. 137 – 145 και 178επ.). Από τα οθωμανικά κτήματα, τα οποία κατά τον χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3η Φεβρουαρίου 1830) ευρίσκοντο εντός εδαφών, τα οποία ετέλουν υπό τουρκική στρατιωτικήν κατοχήν αλλά εν συνεχεία βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως παρεχωρήθησαν εις την ελληνικήν κυριαρχίαν (όπως ειδικώτερον η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδος) όσα  εξ αυτών ανήκαν στο οθωμανικό δημόσιο περιήλθαν βάσει της ιδίας Συνθήκης στο ελληνικό δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησίαν αυτών μετά δικαιώματος πωλήσεως αυτών εντός ορισμένης προθεσμίας (βλ. Γ. Καριψιάδη, ο.π., σελ. 161επ. και 178επ.). Όσα δέ ακίνητα ευρίσκοντο είτε εντός της ελληνικής είτε εντός της τουρκικής ζώνης κατοχής εκείνων των εδαφών, τα οποία κατά την 3η Φεβρουαρίου 1830 απετέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατείχοντο από έλληνες ιδιώτες διανοία κυρίου έστω και βάσει ακύρου κατά το οθωμανικό δίκαιον τίτλου (δηλαδή ταπίου, χοτζετίου ή βουγιουρδίου), ανεγνωρίσθησαν ως ανήκοντα στους τελευταίους (βλ. ΕφΑθ 1162 /2002, ΝοΒ 50: 1281, ΕφΠατρ 281 /1981, ΝοΒ 29: 118 και Γ. Καριψιάδη, ο.π., σελ. 197 – 200). Ειδικώτερον, εις την Αττικήν, η οποία παρεχωρήθη στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 (βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως), κατά την διάρκεια της τρίτης τουρκικής κατοχής (1827 έως 1833) και συγκεκριμένως κατά το έτος 1829 ο Σουλτάνος, έχων κατά το οθωμανικό δίκαιον την κυριαρχία εφ` όλης της εις το Οθωμανικό Κράτος ανηκούσης γής, ανεγνώρισε στους έλληνες και τούρκους υπηκόους του, οι οποίοι κατείχαν νομίμως (κατά το οθωμανικό δίκαιον) ακίνητα, ιδιοκτησιακά δικαιώματα επ’ αυτών, τα οποία αργότερον διά της περιελεύσεως της περιοχής εις το Ελληνικό Κράτος ανεγνωρίσθησαν και από αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και του Πρωτοκόλλου της 3-2-1830 (βλ. ΕφΑθ 2516 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 453843, ΕφΑθ 1162 /2002, ο.π., ΕφΑθ 1518 /2002 και Ευθ. Κουρουσόπουλου, «Δασική ιδιοκτησία και διαχείρισις», σελ. 183 – 185 και 198). Άλλωστε, ως προς τα εντός της Αττικής ευρισκόμενα οθωμανικά κτήματα δεν δύναται να γίνει λόγος διά περιέλευσιν αυτών εις την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου δικαιώματι πολέμου, αφού η Αττική δεν κατεκτήθη δι’ όπλων αλλά, όπως προανεφέρθη, παρεχωρήθη βάσει της προαναφερομένης Συνθήκης στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833.  Περαιτέρω, κατά το άρθρον 1 (εν συνδυασμώ προς τα άρθρα 2 και 3) ΒΔ 16-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών» ανεγνωρίσθη η κυριότης του Ελληνικού Δημοσίου επί των εκτάσεων, οι οποίες απετέλουν δάση, πλήν όσων προ της ενάρξεως του απελευθερωτικού αγώνος ανήκαν σε ιδιώτες και οι τίτλοι ιδιοκτησίας ήθελαν αναγνωρισθεί από το υπουργείο οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από της δημοσιεύσεως του έχοντος ισχύν νόμου ανωτέρω Διατάγματος. Διά των συγκεκριμένων διατάξεων εθεσπίσθη υπέρ του ελληνικού δημοσίου τεκμήριον κυριότητος επί των δασών, τα οποία υπήρχαν εντός των ορίων του ελληνικού κράτους κατά τον χρόνον ισχύος του ανωτέρω Διατάγματος, εφ’ όσον δεν ανεγνωρίσθη η κυριότης ιδιώτου κατά την διαδικασία του ως άνω Διατάγματος (βλ. ΑΠ 191 /1997, ΤΝΠΔΣΑ). Κατά την έννοιαν των ως άνω διατάξεων, θεωρείται δάσος πάσα έκτασις εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικώς ή μερικώς από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται διά την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, συμφώνως προς τον ορισμό του δάσους,  ο οποίος εμπεριέχεται εντός του άρθρου 1 Ν. ΑΧΝ /1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», η οποία περιελήφθη ως άρθρον 57 εντός του Ν. 3077 /1924 «περί δασικού κώδικος» και βασικώς δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 Ν. 998 /1979. Διά του άρθρου 3 Ν. 998 /1979 ορίζονται ειδικώτερον τα εξής: «1. Ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλλει εις την διατήρησιν της φυτικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος. 2. Ως δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτομένη υπό αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους ξυλώδους βλαστήσεως οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήσει μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών. 3. Εις τα δάση ή τας δασικάς εκτάσεις αντιστοίχως περιλαμβάνονται και αι εντός αυτών οιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικαί ή μη, βραχώδεις εκτάσεις και γενικώς ακάλυπτοι χώροι, καθώς και αι υπεράνω δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφαί ή αλπικαί ζώναι των ορέων και αι άβατοι κλιτύες αυτών». Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς τις αντίστοιχες των άρθρων 18 και 21 Ν. 21-6 /3-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», του Ν. ΔΞΗ /1912 και των Διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», τα οποία εξεδόθησαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 ΝΔ 22-4 /16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης» συνάγεται ότι, όπως ανωτέρω εξετέθη, προκειμένου περί δημοσίων κτημάτων, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, διά την κτήσιν επ’ αυτών κυριότητος δι’ εκτάκτου χρησικτησίας έπρεπε η τριακονταετής νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11η Σεπτεμβρίου 1915 (βλ. ΟλΑΠ 75 /1987, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 874 /2006, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 419983, ΑΠ 730-1 /2004, ΕλλΔνη 47: 1020 & 1021, ΑΠ 178 /2004, ΕλλΔνη 45: 1685, ΑΠ 1359 /2002, ΝοΒ 51.450, ΑΠ 1404/1998, ΕλλΔνη 40: 85, ΑΠ 191 /1997, ΕλλΔνη 38: 1543, ΑΠ 956 /1990, ΕλλΔνη 31: 324, ΕφΑθ 5279 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 466498 και ΕφΑθ 2516 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 453843). Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται επίσης ότι επί κυριότητος αποκτηθείσης λόγω συμπληρώσεως τριακονταετίας μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου 1915 δεν έχουν εφαρμογήν και δεν ασκούν έννομη επιρροή οι μεταγενέστερες διατάξεις των μετά την ως άνω ημερομηνίαν ισχυσάντων δασικών κωδίκων, ειδικώτερον δέ το άρθρον 215 Ν. 4173 /1929, όπως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη διά του άρθρου 37 ΑΝ 1539 /1938 και του άρθρου 16 του ΑΝ 192 /1946, το οποίον επανελήφθη διά του άρθρου 58 ΝΔ 86 /1969 «περί Δασικού Κώδικος», διά των οποίων ορίζεται ότι επί των δημοσίων γενικώς δασών θεωρείται νομεύς το ελληνικό δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε επ’ αυτών οιανδήποτε πράξιν νομής και ότι η εκχέρσωσις, υλοτομία, σπορά, βοσκή και λοιπές αγροτικές πράξεις επί των δημοσίων δασών δεν θεωρούνται ποτέ ως πράξεις νομής ή οιονεί νομής (βλ. ΑΠ  289 /2016, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 840 /2010, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 198/1983, ΤΝΠΔΣΑ). Εις πάσαν, όμως, περίπτωσιν, προϋπόθεσις συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής εις το πρόσωπον του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι την 11-9-1915 προς κτήσιν κυριότητος δι’ εκτάκτου χρησικτησίας, είναι ότι όντως το ακίνητον αποτελεί δημόσιον κτήμα. Επομένως, εάν δεν πρόκειται περί δημοσίου κτήματος, είναι δυνατή η κτήσις κυριότητος διά τακτικής ή εκτάκτου χρησικτησίας και μετά την 11-9-1915, εφ’ όσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις (βλ. ΑΠ 148 /2016, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1256 /1997, ΕλλΔνη 39: 596 και ΕφΑθ 4153 /2007).  Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 ΒΔ 12-12-1833 «περί διορισμού του φόρου βοσκής και του διά τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834», το οποίον έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια διά την επικαρπίαν των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπίον) εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή αυτών παραμένει εις το ελληνικό δημόσιον. Η διάταξις αυτή αφορά εις την συντήρησιν των προϋπαρχόντων δικαιωμάτων του ελληνικού δημοσίου και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή συνάγεται και αφ’ ενός από το άρθρο 1§2 Ν. ΚΘ΄ /31-1 (18-2)-1864, κατά το οποίον το ελληνικό δημόσιον και οι κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα, τα οποία είχαν επί των αμφισβητουμένων λειβαδίων άνευ βλάβης των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους, και αφ’ ετέρου από το άρθρο 3 Ν. ΨΗΖ /1880, κατά το οποίον οι κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λειβάδια διατηρούν έναντι των ιδιωτών την νομικήν κατοχήν επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων έγιναν μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Ακόμη, από τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου περί κτήσεως κυριότητος ακινήτου δι’ εκτάκτου χρησικτησίας, 18 και 21 Ν. 21-6(3-7)-1837, 21 ΝΔ 22-4 /16-5-1926, 60 Ν. ΣΟΖ΄ /1855 και 12§1 Ν. ΔΝΖ΄ /1912 συνάγεται ότι είναι δυνατή η κτήσις κυριότητος επί βοσκοτόπων εθνικών ή μη και από ιδιώτες, εφ’ όσον αυτοί τους νέμονταν διανοία κυρίου και καλή πίστει επί τριακονταετίαν μέχρι και την 11η Σεπτεμβρίου 1915 (βλ. ΑΠ 1281 /2002, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 1812 /2001, ΤΝΠΔΣΑ). Επιπροσθέτως, κατά τις διατάξεις του  βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου [Ν. 1, 23 Πανδ (47, 1) Εισηγ. 47 (2-1)], διά να καταστεί κάποιο ακίνητον αδέσποτον, έπρεπε να υπάρχει εγκατάλειψις νομής από τον κύριον προς τον σκοπόν παραιτήσεως από την κυριότητα και άνευ προθέσεως περαιτέρω μεταβιβάσεώς της προς τρίτο πρόσωπο, η δέ βούλησις του κυρίου έπρεπε να εκδηλώνεται υπό συνθήκες μη καθιστώσες αυτήν αμφίβολον, χωρίς να απαιτείται η τήρησις τύπου, όπως απαιτείται υπό την ισχύ του Αστικού Κώδικος (βλ. ΑΠ 835 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 638104).  Εξάλλου, κατά τα άρθρα 2, 13, 14 και 16 Ν. 21-6-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων» δημόσια κτήματα είναι όσα ανήκουν στην επικράτειαν, όλα τα από ιδιώτες ή κοινότητες μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα και τα κτήματα των αποθανόντων ακλήρων ή εγκαταλελειμμένα από τους κληρονόμους κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένες απαιτήσεις και συνεπώς και τα αδέσποτα δάση και εν γένει δασικές εκτάσεις ανήκουν στο Δημόσιο. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι τα  αδέσποτα, τα οποία υπήρχαν κατά την εισαγωγή του νόμου αυτού, περιήλθαν ex lege στο ελληνικό δημόσιο, στο οποίο περιέρχονται και τα εκάστοτε καθιστάμενα αδέσποτα ακίνητα εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες καθώς και εκείνα των άνευ διαθήκης και κληρονόμων αποβιωσάντων. Παρέπεται δέ ότι τα αδέσποτα ακίνητα πρέπει να διακρίνονται από τα εγκαταλελειμμένα, τα οποία εξακολουθούν να ανήκουν στην κυριότητα κάποιου προσώπου αλλά ο κύριος αυτών εγκατέλειψε τη νομήν ή κατοχήν αυτών (δεδομένου ότι η κυριότης ως απεριόριστο δικαίωμα περιλαμβάνει ακόμα και την ευχέρειαν του κυρίου να μην ποιεί οιανδήποτε χρήσιν του ακινήτου) και είτε ουδείς  κατέχει αυτά είτε κάποιος τρίτος κατέλαβε και τα κατέχει, χωρίς, όμως, ο κύριος να ασκήσει αγωγήν κατά του κατόχου αυτού, καθώς αυτά είναι δυνατόν να επανέλθουν στην ενεργή κυριότητα των εγκαίρως εμφανιζομένων ιδιοκτητών, είτε περιέρχονται στην κυριότητα των αληθώς και νομίμως χρησιδεσποσάντων ταύτα είτε εν τέλει καταλαμβάνονται από το δημόσιο προς δεκαετή διαχείρισιν κατά τους όρους του άρθρου 334 ΑΝ 1539 /1938. Διά του άρθρου 49 ΕισΝΑΚ κατηργήθη ο εν λόγω νόμος «περί διακρίσεως κτημάτων», αντ’ αυτού δέ ισχύει η όμοιον δίκαιον αποδίδουσα διάταξις του άρθρου 972 ΑΚ, διά της οποίας ορίζεται ότι τα αδέσποτα ακίνητα καθώς και οι περιουσίες των άνευ κληρονόμων αποθνησκόντων ανήκουν στο ελληνικό δημόσιο. Κατά το σύστημα του προαναφερομένου νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων» καθώς και το αντίστοιχο του Αστικού Κώδικος τα αδέσποτα ακίνητα διακρίνονται: α) εις τα ουδέποτε υπάρξαντα εις την κυριότητα τινος, δηλαδή τα εξ αρχής αδέσποτα και β) εις τα μεταγενέστερον γενόμενα αδέσποτα κατόπιν εγκαταλείψεως του προηγουμένου κυρίου, οπότε, διά το νομότυπον της τοιαύτης εγκαταλείψεως απαιτείται μονομερής δήλωσις του κυρίου διά συμβολαιογραφικού εγγράφου ότι παραιτείται από την κυριότητα επί ορισμένου ακινήτου και μεταγραφή αυτής, δοθέντος ότι υπόκειται δικαιοπραξία περιέχουσα κατάργησιν κυριότητος. Ειδικώτερον, από τον συνδυασμόν των άρθρων 369, 966 – 968, 972, 1033, 1134, 1169, 1192εδ.α΄ και 1319 ΑΚ συνάγεται ότι απώλεια της κυριότητος ακινήτου επέρχεται και διά παραιτήσεως (εγκαταλείψεως) προς το σκοπό να καταστεί αδέσποτο ή κοινόχρηστο ή και διά αναγνωρίσεως της ιδιότητος του ακινήτου ως αδεσπότου ή κοινοχρήστου. Διά δέ την τοιαύτην παραίτησιν (όπως και διά την αντίστοιχη από κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου) απαιτείται μονομερής δήλωσις του κυρίου διά συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή της δικαιοπραξίας, η οποία περιέχει κατάργησιν του εμπραγμάτου δικαιώματος της κυριότητος. Από και διά της μεταγραφής της αντίστοιχης συμβολαιογραφικής πράξεως αφ’ ενός απόλλυται η κυριότης του μέχρι τούδε κυρίου και αφ’ ετέρου καθίσταται κύριος του πράγματος το ελληνικόν δημόσιον (βλ. ΑΠ 957 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 655602 και ΑΠ 1335 /2010, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 531372). Εν τέλει, κατά το άρθρον 6§2 Ν. 2664 /1998, όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του διά του άρθρου 2§2 Ν. 4164 /2013 και της τροποποιήσεώς του διά του άρθρου 37 Ν. 4361 /2016, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, δηλαδή εγγραφής που καταχωρείται ως αρχική εγγραφή  στο κτηματολογικό βιβλίο, δύναται να ζητηθεί δι’ αγωγής ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον πρωτοδικείου η αναγνώρισις του διά της ανακριβούς εγγραφής προσβαλλομένου δικαιώματος η διόρθωσις (ολικώς ή μερικώς) της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται υπό του έχοντος έννομον συμφέρον εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ετών. Η αγωγή απευθύνεται εναντίον του αναγραφομένου ως δικαιούχου του δικαιώματος, στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή των καθολικών διαδόχων αυτού. Διά την παραδοχήν της ουσιαστικής βασιμότητος της αγωγής υπό του δικαστηρίου πρέπει να αποδειχθεί ότι ο ενάγων (πραγματικός δικαιούχος) απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου διά κάποιου νομίμου τρόπου (παραγώγου ή πρωτοτύπου) κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του εθνικού κτηματολογίου σε μίαν περιοχήν και ότι είχε την τοιαύτην κυριότητα κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο ενάρξεως λειτουργίας του εθνικού κτηματολογίου. Κρίσιμος, δηλαδή, χρόνος διά την ύπαρξιν του εμπραγμάτου δικαιώματος, το οποίον προσβάλλεται διά των ανακριβών πρώτων εγγραφών, είναι ο χρόνος  ενάρξεως του εθνικού κτηματολογίου σε ορισμένη περιοχή, όπως καθωρίσθη διά σχετικής αποφάσεως του ΟΚΧΕ και ουχί ο της εγέρσεως της αγωγής του άρθρου 6§2 Ν. 2664 /1998 αντίστοιχος χρόνος (βλ. ΕφΠατρ 226 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 592392 και ΕφΛαρ 179 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 586357). Επομένως, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσεως είναι η χρησικτησία, τότε η εξιστορουμένη νομή χρησιδεσπόσεως πρέπει να έχει συμπληρωθεί πριν την έναρξη ισχύος του εθνικού κτηματολογίου στην συγκεκριμένη περιοχή (ΕφΛαρ 179 /2012, ο.π. και ΕφΘεσ 618 /2015, ΕλλΔνη 58: 123). Εις την προκειμένην περίπτωσιν, από τις ένορκες καταθέσεις των πρωτοβαθμίως εξετασθέντων μαρτύρων, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένην απόφασιν πρακτικά, και από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: το επίδικο ακίνητο (αγροτεμάχιον), ευρίσκεται εις θέσιν «..» ή «……» ή «….» της κτηματικής περιφερείας … του Δήμου Σαλαμίνος, έχει εμβαδόν 280 μ2, περιέχει κτίσμα (οικίαν), αποτυπώνεται υπό τα στοιχεία «Α – Β – Γ – Δ – Α» στο από Σεπτεμβρίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ….. (στο οποίο έχει αναφερθεί ότι έχει εμβαδόν 278,88 τ.μ.), έχει καταχωρηθεί υπό ΚΑΕΚ . /. /. και συνορεύει, κατά το απόσπασμα του κτηματολογικού διαγράμματος, ανατολικώς μετά ακινήτου υπό ΚΑΕΚ . /. /., δυτικώς μετά οδού, βορείως μετά ακινήτου υπό ΚΑΕΚ . /. /. και νοτίως μετά ακινήτου υπό ΚΑΕΚ .. /./… Το συγκεκριμένο ακίνητο, κατά τους κάτωθι αναλυτικώτερον εκτιθεμένους ισχυρισμούς του εναγομένου, αποτελεί τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου (δημοσίου κτήματος) συνολικού εμβαδού 288.190 μ2, το οποίο έχει καταχωρηθεί ως δημόσιο κτήμα υπό …… και αποτυπούται υπό τον αριθμό δώδεκα (12) εντός του από 27-2-1939 τοπογραφικού διαγράμματος των μηχανικών .. – … μετά του υπ’ αριθ. πρωτ. .. /20-9-2011 υπομνήματος της συνταξάσης μηχανικού ….. (θεωρηθέντος υπό του Προϊσταμένου του Τεχνικού Τμήματος και του Προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς), ενώ επιπλέον κατά το έτος 1945  φέρεται (βάσει των αεροφωτογραφιών του έτους 1945) να αποτελούσε τμήμα της δασικής εκτάσεως υπό ΔΑ 7503 (βλ. υπ’ αριθ. πρωτ. … /28-12-­2010 έγγραφο Διευθύνσεως Δασών Πειραιώς). Όπως, ωστόσο, περαιτέρω αποδεικνύεται,  το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα μείζονος ακινήτου (εμβαδού 111.987 μ2 περίπου), το οποίο συνόρευε ανατολικώς μετά ακινήτου κληρονόμων …, δυτικώς μετά ακινήτου κληρονόμων .., .. και άλλων (αγνώστων ιδιοκτητών), βορείως μετά θαλάσσης (κόλπου Αμπελακίων) και μετά ακινήτων αγνώστων ιδιοκτητών και νοτίως μετά θαλάσσης Σεληνίων. Το μείζον δέ τούτο ακίνητο ανήκεν κατά το ήμισυ (1/2) εξ αδιαιρέτου εις έκαστον εκ των .. ή .. .. και .. …. Οι προαναφερόμενοι αποκλειστικοί συγκύριοι είχαν κατασκευάσει εντός αυτού ποιμνιοστάσια και εχρησιμοποίουν τούτο κυρίως ως βοσκότοπον, ενώ παραλλήλως  καλλιεργούσαν τα καλλιεργήσιμα και γόνιμα  τμήματά του. Εις τους εν λόγω συγκυρίους το ως άνω μείζον  ακίνητο είχε περιέλθει προ του έτους 1845, κατά το οποίο χρονικό σημείο ολοκληρώθηκαν στην Σαλαμίνα οι εργασίες της αρμοδίας επί των διαφιλονικούμενων δασών Επιτροπής, η οποία, διά της υπ’ αριθ. 305 /24-1-1845 αποφάσεώς της ανεγνώρισε  τα δάση ως ιδιωτικά (πλήν των ανηκόντων εις την διαλελυμένην Ιεράν Μονήν Αγίου Νικολάου και όσων είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία δημοσίων κτημάτων), στα οποία, όμως, ακίνητα (της  διαλελυμένης Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου και καταχωρηθέντα στα βιβλία δημοσίων κτημάτων) δεν  συμπεριελαμβάνετο το προπεριγραφόμενο μείζον ακίνητο (εμβαδού 111.987 μ2), όπως τούτο προκύπτει από το υπ’ αριθ. .. /13-6-1845 έγγραφο του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας …….. Μετά τον κατ’ έτος 1899 επελθόντα θάνατον του εκ των ως άνω συγκυρίων .. ή …… .. το ήμισυ (1/2) εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητος αυτού επί του ως άνω μείζονος ακινήτου των 111.987 μ2 περιήλθε εις τον υιόν αυτού …… βάσει των διατάξεων περί εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, διότι ούτος ήτο ο μοναδικός ενήλιξ κληρονόμος του, ο οποίος ανεμείχθη εις την κληρονομίαν ασκών την (συν)νομή επ’ αυτού κατά τον ίδιον τρόπον, όπως ο κληρονομούμενος πατήρ αυτού καλή πίστει (δηλαδή μετά της ειλικρινούς πεποιθήσεως της μη προσβολής δικαιώματος τρίτου). Μετά παρέλευσιν ολίγων ετών ο ως άνω …… του … ή … απέκτησεν και το υπόλοιπον ήμισυ (1/2) ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητος επί του μείζονος ακινήτου κατά παράγωγον τρόπον και δή λόγω αγοράς από τους ……. και ….. [υιούς του ετέρου αρχικού συγκυρίου …… (κατόπιν  κληρονομικής διαδοχής βάσει των διατάξεων περί εξ αδιαθέτου διαδοχής του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου)] δυνάμει του υπ’ αριθ. ……. /1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνος ………. [(νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (ΤΜ: .. – ΑΑ: ..)]. Έκτοτε, ο ……, ενέμετο το μείζον ακίνητο των 111.987 μ2 μετά καλής πίστεως (δηλαδή υπό την ειλικρινή πεποίθησιν της μη προσβολής δικαιώματος τρίτου), ενώ κατά το έτος 1925 μεταβίβασε (λόγω πωλήσεως) τμήμα αυτού (εμβαδού 16.000 μ2) στον …….. Συνέχισε, όμως, να ασκεί καλή τη πίστει την νομήν επί του (μετά την πώλησιν του εδαφικού τμήματος των 16.000 μ2 εναπομείναντος) υπολοίπου μείζονος ακινήτου των 95.987 (= 111.987 – 16.000) μ2, μέχρι και του χρόνου θανάτου αυτού την 22α Μαΐου 1932. Απεβίωσε δέ, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείψας μόνους πλησιεστέρους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του την σύζυγό του .. .. και τα δέκα τέκνα του, δηλαδή τους….. .. Οι ως άνω κληρονόμοι του ανεμείχθησαν εις την κληρονομιά, ασκούντες (συν)νομήν επί του κληρονομιαίου ακινήτου και δή άπασες τις εις την φύσιν και τον προορισμόν αυτού προσιδιάζουσες υλικές πράξεις, όπως οριοθέτησιν, επίβλεψιν, άτυπον παραχώρησιν σε τρίτους προς βόσκησιν και ξύλευσιν και μάλιστα καλή πίστει, δηλαδή υπό την ειλικρινή πεποίθησιν της μη προσβολής δικαιώματος τρίτου. Ούτως, κατέστησαν (αποκλειστικοί) συγκύριοι αυτού η μέν ……… κατά ποσοστόν 450 /1800 εξ αδιαιρέτου, έκαστον δέ των δέκα τέκνων του αποβιώσαντος κατά ποσοστόν 135 /1800 εξ αδιαιρέτου διά παραγώγου τρόπου και συγκεκριμένως λόγω κληρονομικής διαδοχής βάσει των διατάξεων του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου. Ακολούθως, κατά το έτος 1937 απεβίωσε και η ……. άνευ συντάξεως διαθήκης καταλείψασα μόνους πλησιεστέρους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους της επί του ιδανικού μεριδίου εκ 450 /1800 συγκυριότητος επί του προαναφερθέντος ακινήτου τα προαναφερόμενα δέκα τέκνα της, τα οποία ανεμείχθησαν στην κληρονομιά, ασκούντα έκαστον εξ αυτών κατά επί πλέον ποσοστόν 45 /1800 εξ αδιαιρέτου συννομήν επί του κληρονομιαίου ακινήτου συνισταμένην εις άπασες τις εις την φύσιν και τον προορισμόν του ακινήτου προδιδιάζουσες διακατοχικές υλικές πράξεις, όπως οριοθέτησιν, επίβλεψιν, άτυπη παραχώρησιν εις τρίτους προς βόσκησιν και ξύλευσιν και, μάλιστα καλή τη πίστει  (δηλαδή υπό την ειλικρινή πεποίθησιν της μη προσβολής δικαιώματος τρίτου). Ούτως,  οι ως άνω κληρονόμοι (δέκα τέκνα των αποβιωσάντων δύο γονέων) κατέστησαν συγκύριοι αυτού έκαστος κατά διαμορφωθέν ποσοστόν 180 (= 45+135) /1800 εξ αδιαιρέτου κατά παράγωγον τρόπον και συγκεκριμένως λόγω κληρονομικής διάδοχής βάσει των διατάξεων του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου. Ακολούθως, κατά το έτος 1951 απεβίωσε ο συγκύριος ……αντελή άνευ συντάξεως διαθήκης, καταλείψας μόνους πλησιεστέρους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του την σύζυγό του ….. (το γένος ….) και τα πέντε τέκνα του: ………, οι οποίοι απεδέχθησαν την εις έκαστον τούτων επαχθείσα κληρονομίαν (συγκειμένην από το ιδανικό μερίδιον εξ 180 /1800 συγκυριότητος του κληρονομουμένου …… επί του ανωτέρω ακινήτου) δυνάμει της υπ’ αριθ. .. /1961 δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών … … (νομίμως μεταγραφείσης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνος) και ούτως κατέστησαν συγκύριοι αυτού κατά ποσοστά 45 /1800, 27 /1800, 27 /1800, 27 /1800, 27 /1800 και 27 /1800 εξ αδιαιρέτου αντιστοίχως. Από δέ του χρόνου θανάτου του κληρονομουμένου συζύγου και πατρός αυτών (εντός του έτους 1951) συνενέμοντο το ακίνητο κατά τα προδιαληφθέντα ποσοστά δι’ ασκήσεως επ’ αυτού  όλες τις εις την φύσιν και τον προορισμόν αυτού προσιδιάζουσες υλικές πράξεις, όπως οριοθέτησιν, επίβλεψιν, άτυπον παραχώρησιν εις τρίτους προς βόσκησιν και ξύλευσιν. Κατά το έτος 1952 απεβίωσε ο εκ των συγκυρίων ….. άνευ συντάξεως διαθήκης, καταλείψας μόνους πλησιεστέρους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του την σύζυγό του .. .. (το γένος …..) και τα έξι τέκνα του: ……, ενώ κατά το έτος 1954 απεβίωσε και ο αμέσως ως άνω κληρονόμος . .. άνευ συντάξεως διαθήκης καταλείψας μόνους πλησιεστέρους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του την μητέρα του …. …… και τα προαναφερόμενα πέντε αδέλφια του ……, οι οποίοι δυνάμει της υπ’ αριθ. … /1961 δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. (μεταγραφείσης νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνος) απεδέχθησαν την εις έκαστον τούτων επαχθείσαν  κληρονομίαν του συζύγου και πατρός αυτών αντιστοίχως ….. τόσον διά λογαριασμόν αυτών όσον και διά λογαριασμόν του μεταποβιώσαντος υιού και αδελφού αυτών αντιστοίχως .. … Ούτως, συγκειμένης της ως άνω κληρονομίας του κληρονομηθέντος ….. .. εκ ποσοστού 180 /1800 εξ αδιαιρέτου συγκυριότητος επί του ανωτέρω ακινήτου, ούτοι κατέστησαν συγκύριοι αυτού κατά επί μέρους ποσοστά 45 /1800, 22,50 /1800, 22,50 /1800, 22,50 /1800, 22,50 /1800, 22,50 /1800 και 22,50 /1800 εξ αδιαιρέτου αντιστοίχως. Ακολούθως δέ η μήτηρ και τα αδέλφια του μεταποβιώσαντος κληρονόμου …… δυνάμει της υπ’ αριθ. … /1961 δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. (μεταγραφείσης νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνος) απεδέχθησαν την, κατά τα προαναφερθέντα, εις τον υιόν και αδελφόν αυτών αντιστοίχως … …, επαχθείσα κληρονομίαν του πατρός αυτού (συγκειμένην εξ 22,50 /1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστού συγκυριότητος επί του ανωτέρω ακινήτου) και ούτως (μετά και την ως άνω αποδοχήν) το ποσοστό συγκυριότητος της μητρός και των πέντε υιών αυτής επί του συγκεκριμένου ακινήτου ανήλθε σε 48,75 /1800 [= 45 /1800 + 3,75 /1800 (= 22,50 /1800 : 6)], 26,25/1800 [= 22,50 /1800 + 3,75 /1800 (= 22,50 /1800 : 6)], 26,25 /1800, 26,25 /1800, 26,25 /1800 και 26,25/1800 εξ αδιαιρέτου αντιστοίχως. Από δέ του χρόνου θανάτου των κληρονομουμένων αφ’ ενός συζύγου και πατρός αυτών και αφ’ ετέρου υιού και αδελφού αυτών (εντός των ετών 1952 και 1954) αντιστοίχως οι ως άνω συγκληρονόμοι συνενέμοντο το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκούντες επ’ αυτού όλες τις εις την φύσιν και τον προορισμόν αυτού προσιδιάζουσες υλικές πράξεις κατοχής (όπως οριοθέτησιν, επίβλεψιν, άτυπη παραχώρησιν σε τρίτους προς βόσκησιν και ξύλευσιν). Κατά το έτος 1958 απεβίωσεν ο συγκύριος ……. άνευ συντάξεως διαθήκης, καταλείψας μόνους πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του αφ’ ενός την σύζυγόν του …. (το γένος ….) και τα εν ζωή τότε επτά αδέλφια του: ι…….., αφ’ ετέρου τα πέντε τέκνα του (κατ’ έτος 1951) προαποβιώσαντος αδελφού του … .: ………. και επίσης τα πέντε τέκνα του κατ’ έτος 1952 προαποβιώσαντος αδελφού του ……: ι. ……., οι οποίοι απεδέχθησαν την εις έκαστον τούτων επαχθείσαν κληρονομίαν (συγκειμένην εκ ποσοστού 180 /1800 εξ αδιαιρέτου συγκυριότητος του κληρονομουμένου …… επί του ανωτέρω ακινήτου) δυνάμει της υπ’ αριθ. … /1961 δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ….. (νομίμως μεταγραφείσης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνος). Ούτως, μετά και την ως άνω αποδοχήν κληρονομίας οι προαναφερθέντες κατέστησαν συγκύριοι του ακινήτου η μέν σύζυγος και τα επτά αδέλφια του κληρονομηθέντος ……. κατά συνολικά ποσοστά 90 /1800 (= 180 /1800 Χ 1/2), 190/1800 [= 180 /1800 + (180 /1800 Χ 1/2 : 9)], 190 /1800, 190 /1800, 190 /1800, 190 /1800, 190 /1800, 190 /1800 εξ αδιαιρέτου αντιστοίχως, τα δέ πέντε τέκνα του ….. (κατ’ έτος 1951 προαποβιώσαντος αδελφού του …..) κατά συνολικά ποσοστά 29 /1800 [= 27 /1800 + 2 /1800 (= 180 /1800 Χ 1/2 : 9 : 5)], 29 /1800, 29 /1800, 29 /1800 και 29 /1800 εξ αδιαιρέτου αντιστοίχως και επίσης τα πέντε τέκνα του .. … (κατ’ έτος 1952 προαποβιώσαντος αδελφού του ……) κατά συνολικά ποσοστά 28,25 /1800 [= 26,25 /1800 + 2 /1800 (= 180 /1800 Χ 1/2 : 9 : 5)], 28,25 /1800, 28,25 /1800, 28,25 /1800 και 28,25 /1800 εξ αδιαιρέτου αντιστοίχως. Από δέ του χρόνου θανάτου του κληρονομηθέντος .. … (εντός του έτους 1958) οι προαναφερθέντες συγκληρονόμοι συγκύριοι αλλά και οι λοιποί, κατά τα ως άνω, συγκύριοι συνενέμοντο το ακίνητο κατά τα προδιαληφθέντα εξ αδιαιρέτου ποσοστά, ασκούντες επ’ αυτού όλες τις εις την φύσιν και τον προορισμόν αυτού προσιδιάζουσες υλικές πράξεις νομής (όπως οριοθέτησιν, επίβλεψιν, άτυπη παραχώρησιν εις τρίτους προς βόσκησιν και ξύλευσιν). Εν συνεχεία, δυνάμει του υπ’ αριθ. … /1961 συμβολαίου του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνος (ΤΜ: .. – ΑΑ: ..), άπαντες οι προαναφερθέντες αποκλειστικοί συγκύριοι, δηλαδή οι: α΄) ……… (κατά ποσοστόν 190 /1800), β΄) …… (κατά ποσοστόν 190 /1800), γ΄) …….. (κατά ποσοστόν 190 /1800), δ΄) ……. (κατά ποσοστόν 190 /1800), ε΄) …….. (κατά ποσοστόν 190 /1800), στ΄) …… (κατά ποσοστόν 190 /1800), ζ΄) Ζ…….. (κατά ποσοστόν 45 /1800), η΄) ……… (κατά ποσοστόν 29 /1800), θ΄) …….. (κατά ποσοστόν 29 /1800), ι΄) ……… (κατά ποσοστόν 29 /1800), ια΄) …… (κατά ποσοστόν 29 /1800), ιβ΄) ……… (κατά ποσοστόν 29 /1800), ιγ΄) ……. (κατά ποσοστόν 48,75 /1800), ιδ΄) …….. (κατά ποσοστόν 28,25 /1800), ιε΄) … . (κατά ποσοστόν 28,25 /1800), ιστ΄) …… (κατά ποσοστόν 28,25 /1800), ιζ΄) ….. (κατά ποσοστόν 28,25 /1800), ιη΄) ……. (κατά ποσοστόν 28,25 /1800), ιθ΄) ……. (κατά ποσοστόν 90 /1800), κ΄) ……. (κατά ποσοστόν 47,50 /1800), κα΄) …… (κατά ποσοστόν 28,50 /1800), κβ΄) ……(κατά ποσοστόν 28,50 /1800), κγ΄) …… (κατά ποσοστόν 28,50 /1800), κδ΄) …….. (κατά ποσοστόν 28,50 /1800) και κε΄) …… (κατά ποσοστόν 28,50 /1800) μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως το ανωτέρω ακίνητο των 95.987 μ2 στην .. (ή ..) σύζυγον … (το γένος ….) και παρέδωσαν εις αυτήν την νομή αυτού. Αμέσως μετά την κτήση της κυριότητος επί του ανωτέρω ακινήτου η ….. κατέτμησεν τούτο σε περισσότερα αυτοτελή αγροτεμάχια (συμφώνως προς το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ……), τα οποία διεχωρίζοντο υπό ιδιωτικών οδών, και ακολούθως μεταβίβασε αυτά επίσης λόγω πωλήσεως προς τρίτους. Έν εκ των ως άνω αυτοτελών αγροτεμαχίων τυγχάνει και το επίδικον ακίνητον, το οποίον η …. επώλησε και μετεβίβασε κατ’ ισομοιρίαν προς τις …. το γένος …και .. .. και …… δυνάμει του υπ’ αριθ. …. /1968 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ….. μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνος (ΤΜ: .. – ΑΑ: …). Ακολούθως, οι ως άνω συγκυρίες μετεβίβασαν τούτο  λόγω πωλήσεως εις την ενάγουσα  δυνάμει του υπ’ αριθ. … /1982 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνος (ΤΜ: .. – ΑΑ: …). Πρέπει να επισημανθεί ότι κατά το έτος 1963 ηγέρθη αμφισβήτησις περί του δικαιώματος κυριότητος  της ως άνω δικαιοπαρόχου …. . επί του ως άνω μείζονος ακινήτου (επιφανείας 95.987 μ2) και συνακολούθως επήλθε αμφισβήτησις του δικαιώματος κυριότητος των ειδικών διαδόχων αυτής ως αγοραστών των διά κατατμήσεως σχηματισθέντων μικροτέρων αυτοτελών αγροτεμαχίων. Ειδικώτερον, η τότε Κοινότης Σεληνίων άσκησε την υπ’ αριθ. καταθ. … /16-8-1963 αγωγήν κατά της …… ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας εξέθεσεν ότι ετύγχανεν κυρία δύο ακινήτων εμβαδού 456,250 στρεμμάτων και 6 στρεμμάτων αντιστοίχως, ότι την κυριότητα επ’ αυτών είχε αποκτήσει κατά τη σύστασιν αυτού  ο Δήμος Σαλαμίνος και εν συνεχεία η Κοινότης Αμπελακίων, της οποίας αυτή (τότε ενάγουσα) ετύγχανεν καθολική διάδοχος, και ότι αυτά είχαν αποτυπωθεί διά του από έτους 1936 Κτηματολογίου της, το οποίον είχε καταρτισθεί βάσει της από 5-2-1936 αμετακλήτου αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου Κτηματολογίου του Νομού Αττικής. Εζήτησε δέ να αναγνωρισθεί κυρία του αναλυτικώς περιγραφέντος τμήματος, εμβαδού 15 στρεμμάτων και 600 τετραγωνικών μέτρων, το οποίον, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, είχε καταλάβει άνευ νομίμου δικαιώματος η τότε εναγομένη .. .., και να υποχρεωθεί η τελευταία να αποδώσει προς αυτήν την νομή αυτού. Επίσης, η ως άνω Κοινότης ήσκησεν και την υπ’ αριθ. καταθ.  … /5-5­-1965 αγωγήν ομοίου περιεχομένου. Όμως, οι ως άνω αγωγές ουδέποτε συνεζητήθησαν. Επί πλέον και η τότε Κοινότης Αμπελακίων άσκησε κατά της .. .. την υπ’ αριθ. καταθ. … /20-12-1964 αγωγήν ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας, επιστηρίξασα την κτήσιν κυριότητος στα αυτά περιστατικά θεμελιώσεως των δύο αγωγών της τότε Κοινότητος Σεληνίων, εζήτησε να αναγνωρισθεί κυρία του αναλυτικώς περιγραφομένου τμήματος (εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου), το οποίον, βάσει των εν τη αγωγή διαλαμβανομένων είχε καταλάβει άνευ νομίμου δικαιώματος η εναγομένη … ……, και να υποχρεωθεί η τελευταία να αποδώσει προς αυτήν την νομήν αυτού. Η επί της τελευταίας ως άνω αγωγής δίκη κατηργήθη βάσει του υπ’ αριθ. … /1969 (εξωδίκου) συμβιβασμού ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., ο οποίος ενεκρίθη διά της υπ’ αριθ. 31 /1969 αποφάσεως του Κοινοτικού Συμβουλίου της ως άνω Κοινότητος (όπως ετροποποιήθη διά της υπ’ αριθ. 81 /1969 ομοίας αποφάσεως) και της υπ’ αριθ. πρωτ. 17802 /10-6-1969 αποφάσεως της Νομαρχίας Πειραιώς (τροποποιηθείσης διά της υπ’  αριθ. πρωτ. 2496 /04-02-1970 ομοίας αποφάσεως). Εντός δέ του πλαισίου του ανωτέρω συμβιβασμού η μέν Κοινότης Αμπελακίων παρητήθη του δικαιώματος της ως άνω αγωγής και συνήνεσεν εις την διαγραφήν  αυτής από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, η δέ ……… ανέλαβε την υποχρέωσιν να καταβάλει τμηματικώς το ποσό των 200.000 δραχμών. Ούτως, βάσει των προαναφερομένων προκύπτει ότι από του έτους 1845 την νομή του αρχικού μείζονος ακινήτου (εμβαδού 111.987 μ2), το οποίον από του έτους 1925 περιωρίσθη εις εμβαδόν 95.987 μ2 (μετά την πώληση μερικωτέρας επιφανείας 16.000 μ2 στον ………) και του οποίου μερικώτερον εδαφικόν τμήμα αποτελεί και το επίδικον ακίνητον, ασκούσαν οι προαναφερθέντες απώτεροι δικαιοπάροχοι της εναγούσης (από των …………) και ότι αυτοί ουδέποτε είχαν απωλέσει την ως άνω νομήν. Κατά τα έτη δε 1963 έως 1965, η νομή αυτών ημφισβητήθη  από την Κοινότητα Σεληνίων και από την Κοινότητα Αμπελακίων, πλήν, όμως, κατά τα προαναφερόμενα, ουδέποτε απωλέσθη.  Επομένως, ακόμη και υπό την εκδοχήν ότι το επίδικον ακίνητον απετέλει δημόσιον κτήμα (τούτο, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, δεν αποδεικνύεται) κατά την κρίσιμη ημερομηνία της 11ης Σεπτεμβρίου 1915 ο απώτερος δικαιοπάροχος της εναγούσης ……….. είχε καταστεί κύριος του ακινήτου αυτού διά παραγώγου τρόπου και συγκεκριμένως λόγω κληρονομικής διαδοχής και πωλήσεως βάσει των διατάξεων του βυζαντινορρρωμαϊκού δικαίου αλλά εις πάσαν περίπτωσιν και διά πρωτοτύπου τρόπου και δή με τα προσόντα της εκτάκτου χρησικτησίας του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, αφού κατά την συγκεκριμένην ημερομηνίαν είχε συμπληρώσει διά προσμετρήσεως του χρόνου χρησικτησίας των αμέσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διεδέχθη κατά την νομήν, τριακονταετή καλόπιστη νομή επ’ αυτού. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το εν λόγω ακίνητο έχει καταχωρηθεί ως τμήμα του δημοσίου κτήματος υπό …. και ως τμήμα δασικής εκτάσεως υπό …., αφού η απλή πράξις καταχωρήσεως αυτού στα δημόσια κτήματα ή τις δασικές εκτάσεις, δεν δύναται να αναιρέσει την αδιαμφισβήτητη, κατά τα προαναφερθέντα, νομήν των απωτέρων δικαιοπαρόχων της εναγούσης επ’ αυτού. Εξ άλλου, και παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από το εναγόμενο, η τριακονταετής καλόπιστη νομή του …….. δεν αναιρείται ούτε από κατά πολύ μεταγενέστερο από 16-10-1970 τοπογραφικό διάγραμμα και τον σχετικό κτηματολογικό πίνακα του τοπογράφου μηχανικού της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς ……., το οποίον εστηρίχθη στο από 27-2-­1939 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου της ιδίας Υπηρεσίας ……. (όπου ο ……. φέρεται μόλις από το έτος 1928 να κατέχει εδαφικήν έκτασιν εμβαδού μόνον 3,860 στρεμμάτων καταχωρηθείσα υπ’ αύξοντα αριθμόν 7), αφού, όπως προκύπτει από το ίδιο ως άνω διάγραμμα και τον αυτόν κτηματολογικόν πίνακα,  το δημόσιο κτήμα υπό …… εμβαδού 288.190 μ2 ταυτίζεται προς την έκτασιν εμβαδού 288,180 στρεμμάτων υπό αύξοντα αριθμόν 12, διά την οποίαν περαιτέρω (εξαιρέσει της επισημειώσεως ότι διεκδικείται από τις Κοινότητες Αμπελακίων και Σεληνίων) δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία περί του εάν πέραν της διεκδικήσεως υφίστατο και νομή των ως άνω Κοινοτήτων ή εάν τυχόν τρίτο πρόσωπον ενέμετο ταύτην και από ποίου χρονικού σημείου. Ο δέ μάρτυς του εναγομένου (διοικητικός υπάλληλος της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου), ο οποίος ως πηγή γνώσεως έχει μόνο τον φάκελλο  της υποθέσεως τον τηρούμενον εντός της Υπηρεσίας του, εποίησεν λόγον διά διακατοχικές πράξεις του Ελληνικού Δημοσίου (καταμετρήσεις, εκμισθώσεις βάσει δημοπρασίας) στο μείζον ακίνητο υπ’ αριθ. …… από του έτους 1927 και εφ’ εξής [δηλαδή σε χρόνον εμφανώς μεταγενέστερον της κτήσεως του προαναφερομένου μείζονος  ακινήτου των 111.987 μ2 (και ακολούθως 95.987 μ2) από τους δικαιοπαρόχους της εναγούσης],  χωρίς  κατά τούτο  η κατάθεσίς του να επιβεβαιούται από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Σημειούται δέ ότι ο ίδιος ως άνω μάρτυς εβεβαίωσεν ότι, συμφώνως προς τα έγγραφα του φακέλλου της υποθέσεως, η  περιοχή του επιδίκου ήταν άγονη, ενώ  περαιτέρω εντελώς ενδοιαστικώς κατέθεσεν ότι είναι πιθανόν κάποια τμήματα, τα οποία, όμως, δεν προσδιώρισε, να εθεωρούντο  δασικά σε παλαιότερον χρόνον (βλ. 21η – 22α σελίδες των οικείων πρακτικών της πρωτοβαθμίου δίκης). Εφ’ όσον λοιπόν οι απώτεροι και οι άμεσοι δικαιοπάροχοι της εναγούσης είχαν αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου των 95.987 μ2 και συνακολούθως και του επιδίκου (εμβαδού 280 μ2),  η ιδία κατέστη κυρία του τελευταίου διά παραγώγου τρόπου και συγκεκριμένως διά μεταβιβάσεως λόγω πωλήσεως. Εν τέλει, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία  αποδεικνύεται ότι η κτηματική περιοχή, όπου ευρίσκεται το ανωτέρω ακίνητο, εκηρύχθη υπό κτηματογράφησιν εντός του πλαισίου εργασιών διά την δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου συμφώνως προς τον Ν. 2308 /1995. Κατά το άρθρο 2 Ν. 2308 /1995, εκλήθησαν όσοι έχουν εμπράγματον ή άλλο εγγραπτέο στα κτηματολογικά βιβλία δικαίωμα επί ακινήτου της υπό κτηματογράφησιν περιοχής να υποβάλουν δήλωσιν μετά περιγραφής του δικαιώματος και αναφοράς της αιτίας κτήσεως. Κατά δέ την διαδικασίαν κτηματογραφήσεως το επίδικο ακίνητο κατεχωρήθη ανακριβώς ως ιδιοκτησία του εναγομένου (υπό ΚΑΕΚ . /. /..). Η αρχική, όμως, αυτή εγγραφή του κτηματολογικού φύλλου,  η οποία αφορά στο επίδικο ακίνητο είναι ανακριβής ως προς το καθεστώς κυριότητος, αφού, βάσει των προαναφερθέντων, τούτο ανήκει στην κυριότητα της εναγούσης. Διά των δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου λόγων εφέσεως το εναγόμενον και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζει, επαναλαμβάνον τους και πρωτοδίκως προβληθέντας ισχυρισμούς, ότι το επίδικον ακίνητον αποτελεί τμήμα του υπ’ αριθ. …… δημοσίου κτήματος συνολικής εκτάσεως 288.190 μ2, και ότι την κυριότητα αυτού απέκτησεν: α΄΄) «δικαιώματι πολέμου», διότι: ι. αποτελούσε δημόσια γαία ανήκουσα στο Οθωμανικό Δημόσιο, το οποίο και διεδέχθη και ιι. άλλως ανήκε στους εγκαταλείψαντας τούτο Οθωμανούς και κατελήφθη από αυτό την 21-1/3-2-1830, β΄΄) άλλως, διότι αποτελούσε λιβάδι ή βοσκότοπο κατά την 3 /15-12-1833, γ΄΄) άλλως διά των προσόντων της έκτακτης χρησικτησίας ως νεμηθέν αυτό καλή τη πίστει από την Ελληνικήν Επανάστασιν του έτους 1821 μέχρι και του χρόνου ασκήσεως της αγωγής, δ΄΄) άλλως, διότι ήτο αδέσποτο κατά την 21-6 /10-7-1837, χωρίς να απητείτο η κατάληψίς του, ε΄΄) άλλως, διότι απετέλει αδέσποτον υπό την ισχύν του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου και στ΄΄) άλλως, διότι ήτο αδέσποτο κατά την έναρξη εφαρμογής του Αστικού Κώδικος. Όμως, οι ως άνω ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι διά τους εξής λόγους:  α΄΄΄) ο πρώτος ως μη νόμιμος,  διότι, κατά τα εν τη μείζονι σκέψει προεκτεθέντα, διά ακίνητα, όπως το επίδικον, τα οποία ευρίσκονται εντός της Αττικής, δεν δύναται να γίνει λόγος διά περιέλευσιν αυτών εις το Ελληνικό Δημόσιο «δικαιώματι πολέμου», αφού η Αττική δεν είχε κατακτηθεί διά των όπλων αλλά παρεχωρήθη στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6 /9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και β΄΄΄) οι δεύτερος, τρίτος, πέμπτος, έκτος και έβδομος ισχυρισμοί ως αόριστοι, διότι το εναγόμενον δεν επικαλείται τα αναγκαία προς θεμελίωσιν αυτών περιστατικά (ποίος ήτο ο οθωμανός κύριος του επιδίκου ή εγκατάλειψις της νομής του επιδίκου από τον μέχρι τότε κύριον μετά προθέσεως παραιτήσεως από του δικαιώματος κυριότητος). Εις πάσαν δέ περίπτωσιν, οι αμέσως ως άνω ισχυρισμοί, καθώς και ο τέταρτος εξ αυτών είναι απορριπτέοι  ως ουσιαστικώς αβάσιμοι, αφού από το προδιαληφθέν αποδεικτικόν υλικό δεν απεδείχθη ότι το επίδικο ανήκε κάποτε σε οθωμανούς ή ότι υπήρξε λιβάδι ή βοσκότοπος κατά την ημερομηνίαν της .. /15-12-1833 ή ότι ήτο αδέσποτον (αντιθέτως απεδείχθη, κατά τα αναλυτικώς ανωτέρω εκτεθέντα, ότι το ακίνητο αυτό, αρχικώς ως τμήμα μείζονος ακινήτου και ακολούθως ως αυτοτελές  αγροτεμάχιον εχρησιδέσποσαν καλή τη πίστει και διανοία κυρίων από του έτους 1850 περίπου συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι την καταχώρησιν της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής αλλά και την άσκησιν της ενδίκου αγωγής η ενάγουσα και πρό ταύτης οι ανωτέρω κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχοί της, ασκούντες επ’ αυτού τις επίσης ανωτέρω αναφερόμενες διακατοχικές πράξεις). Επομένως, η ένδικη  αγωγή  είναι βάσιμη κατ’ ουσίαν. Συνακολούθως η εκκαλουμένη, καταλήξασα εις την αυτήν ως άνω κρίσιν (μετ’ απόρριψιν των προαναφερομένων αυτοτελών ισχυρισμών του εναγομένου), ορθώς τον νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και ορθώς τις αποδείξεις εξετίμησε, τυγχανόντων απορριπτέων απάντων των λόγων εφέσεως. Πρέπει, μετά ταύτα, η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και η δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτου διά τον δεύτερον βαθμόν δικαιοδοσίας πρέπει κατόπιν υποβολής αντιστοίχου αιτήματος να επιβληθεί μειωμένη εις βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθρα 106,176,183, 189,  191§2 ΚΠολΔ και 22 Ν. 3693 /1957, 7 και 9 ΝΔ 2698 /1993 και ΥΑ 134423 /1992 Υπουργών  Οικονομικών και Δικαιοσύνης), κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα στο  διατακτικό.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δικάζει  αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπ’ αριθ. καταθ. .. /2014 έφεσιν κατά της υπ’ αριθ. 1322 /2014 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επιβάλλει εις βάρος του εκκκαλούντος την δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη σε έκτακτη και δημοσία συνεδρίαση στο ακροατήριό του, δίχως να παρίστανται οι διάδικοι, την 10η Σεπτεμβρίου 2018.

         Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ