Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 560/2018

Αριθμός 560/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Από τη διάταξη του άρθρου 516 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την άσκηση έφεσης απαιτείται έννομο συμφέρον, το οποίο κρίνεται από το χρόνο άσκησης του ένδικου μέσου, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως και υπάρχει όταν ο διάδικος ηττήθηκε εν όλω ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, διότι απορρίφθηκαν οι αιτήσεις και προτάσεις του ή αντιθέτως έγιναν δεκτές οι αιτήσεις και προτάσεις του αντιδίκου του. Έτσι όταν η αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ουσία αβάσιμη, ο εναγόμενος με αυτήν δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκη­ση έφεσης κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης (ΑΠ 1467/1998 ΕλλΔνη 40.1315, ΕφΔωδ 20/2007). Ειδικότερα δεν έχει έννομο συμφέρον ο εναγόμενος να ασκήσει έφεση, εάν η αγωγή απορρίφθηκε για ουσιαστικό λόγο, ενώ θα έπρεπε να απορριφθεί για τυπικό λόγο (λ.χ. λόγω αοριστίας ή απαραδέκτου, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. Ι, άρθρο 516, σελ. 914, αρ. 27). Κατ΄ εξαίρεση έφεση έχει δικαί­ωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκη­σε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο δε υπάρχει όταν από τις αιτιολογίες της απόφασης παράγεται βλαπτικό των συμ­φερόντων του δεδικασμένο, όταν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αναφέρεται σε στοιχείο του δικαιώματος, που κρίθηκε στη δίκη και στηρίζει το διατακτικό της και όχι ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν χωρίς ανάγκη και πλεοναστικώς (ΑΠ 1459/2000, ΕφΘεσ 1834/2013, ΕφΛαρ 220/2013, ΕφΘεσ 1191/2009, ΕφΘεσ 654/2009, ΕφΑθ 362/2007, ΕφΘεσ 8/2006 Αρμ 2006.1259).  Ειδικότερα ο εναγόμενος έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση αν η αγωγή απορρίφθηκε για τυπικό λόγο, ενώ έπρεπε να απορριφθεί για ουσιαστικό (ως νόμω ή ουσία αβάσιμη), ή αν απορρίφθηκε κατά παραδοχή ενστάσεως συμψηφισμού ή καταχρήσεως δικαιώματος, που είχαν προταθεί επικουρικά, αντί να απορριφθεί ως αναπόδεικτη (Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, ο.π., σελ. 913-914, αρ. 26). Το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδι­καστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, η έλλειψή του δε, συνεπάγεται την απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης (ΕφΛαμ 48/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, ενώπιον του Δικαστηρί­ου τούτου εκκρεμούν: α) η από 13-2-2017 (αρ. καταθ. …..) έφεση της ….. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και β) η από 1-3-2017 (αρ. καταθ. ….) έφεση της εταιρείας με την επωνυμία «……» κατά της ……. και κατά (και οι δύο εφέσεις) της υπ΄ αρ. 282/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591, 614, 621 – 622 του ΚΠολΔ), κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των οκτακοσίων είκοσι ενός ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (821,87 ευρώ), ως δώρο Χριστουγέννων έτους 2015, με το νόμιμο τόκο από 1-1-2016 και έως εξοφλήσεως, απορριπτομένων των λοιπών αγωγικών κονδυλίων. Οι εφέσεις, πρέπει να συνεκδικασθούν, καθόσον είναι συναφείς, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 524 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η από 13-2-2017 (αρ. καταθ. …….) έφεση της ……, η οποία ηττήθηκε εν μέρει πρωτοδίκως, που περιέχει συγκεκριμένους λόγους, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, δεν έχει δε παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 24-1-2017, μέχρι την άσκησή της στις 13-2-2017 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄ και 2, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, λόγω της φύσεως της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ο πρώτος λόγος της από 1-3-2017 (αρ. καταθ. …..) εφέσεως της εναγομένης εταιρείας, με τον οποίο η τελευταία αναφέρεται στο κονδύλιο της υπερεργασιακής αμοιβής ποσού 26.002,95 ευρώ, για το διάστημα από 15-7-2010 έως 31-12-2014, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον το κονδύλιο αυτό απορρίφθηκε (λόγω συμψηφισμού του με τις υπέρτερες καταβαλλόμενες αμοιβές), δεκτής γενομένης ως ουσία βάσιμης της σχετικής ενστάσεως αυτής (εναγομένης, ήδη εκκαλούσας της από 1-3-2017 έφεσης) και συνεπώς η εναγομένη, ως νικήσασα, ως προς το κονδύλιο αυτό, διάδικος, δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης ως προς αυτό (κονδύλιο), επικαλούμενη ότι αυτό θα έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, λόγω του ότι ο εν μέρει περιορισμός του ως άνω καταψηφιστικού αιτήματος σε εν μέρει έντοκο αναγνωριστικό ήταν απαράδεκτος για τον αναφερόμενο λόγο. Ως προς τους λοιπούς όμως, λόγους αυτής, η ως άνω (από 1-3-2017) έφεση, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, δεν έχει δε παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 24-1-2017, μέχρι την άσκησή της στις 2-3-2017 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄ και 2, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό και της άνω ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, λόγω της φύσεως της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).      Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294 και 295 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής και ότι ο περιορισμός αυτός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το αίτημα που περιορίσθηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποιά κονδύλια αφορά, ή όταν περιορίζεται κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήματος, και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων (ΟλΑΠ 30/2007 ΕλλΔνη 48.1637, ΑΠ 1314/2009, ΕφΑθ 4924/2012). Περαιτέρω, από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει αυτεπάγγελτα αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή στερείται των απαραιτήτων στοιχείων για τη θεμελίωσή της ή ασκήθηκε απαράδεκτα, με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (άρθρο 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ειδικότερα, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) κατ΄ ουσίαν αβάσιμη και κατά της αποφάσεως παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει την απόφαση κατά παραδοχή της έφεσης και απορρίπτει την αγωγή για κάποιο από τους παραπάνω λόγους και χωρίς ειδικό προς τούτο παράπονο κατ΄ άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εφόσον μια τέτοια απόφαση είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η, σύμφωνα με το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αντικατάσταση αιτιολογίας, αφού οδηγεί αυτή σε διαφορετικό αποτέλεσμα (ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1686/2010, ΑΠ 298/2010, ΑΠ 778/2009, ΑΠ 1951/2007, ΑΠ 1493/2007, ΑΠ 455/1995 ΕλλΔνη 96.1319, ΑΠ 1138/1993 ΕλλΔνη 95.1052, ΑΠ 1254/1982 ΕΕΝ 50.563, ΑΠ 1544/1980 ΝοΒ 29.878, ΕφΠειρ 478/2015, ΕφΘεσ 162/2013, Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. Δ΄, παρ. 851 επ.).  Στην προκειμένη περίπτωση με την από 3-11-2015 (αρ. καταθ. …….) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα της από 13-2-2017 (αρ. καταθ. ……) έφεσης και εφεσίβλητη της από 1-3-2017 (αρ. καταθ. …….) έφεσης, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε την 1-1-2008 με την εναγoμένη εταιρεία, ήδη εφεσίβλητη της από 13-2-2017 (αρ. καταθ. …..) έφεσης και εκκαλούσα της από 1-3-2017 (αρ. καταθ. …..) έφεσης, προσλήφθηκε για να εργαστεί σε αυτήν ως υπάλληλος γραφείου στο κεντρικό κατάστηµά της στον …, µε µηνιαίο µισθό 3.156 ευρώ μικτά. Ότι από την 1-1-2010 έως την 31-12-2014 απασχολήθηκε επί πενθήµερο εβδοµαδιαίως, Δευτέρα έως Παρασκευή, µε ωράριο από 09:00 έως 19:00, απασχολούµενη κατά µέσο όρο επί δέκα ώρες ηµερησίως, υπερβαίνοντας έτσι το νόµιµο ηµερήσιο και εβδοµαδιαίο ωράριο εργασίας της και πραγµατοποιώντας υπερωριακή εργασία. Ότι την 30-6-2015 η εναγομένη κατήγγειλε μονομερώς τη σύμβαση εργασίας της. Επιπλέον ισχυρίσθηκε ότι η εναγομένη της οφείλει αμοιβή 1) για την υπερεργασία Α) κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 14-7-2010, ήτοι για 140 (= 28,07 εβδομάδες Χ 5 ώρες) ώρες  το συνολικό ποσό των ποσό 3.313,80 ευρώ και Β) για το χρονικό διάστημα από 15-7-2010 έως 31-12-2014, ήτοι για 1.145  (= 228,98 εβδομάδες Χ 5 ώρες) ώρες το  συνολικό ποσό των 26.002,95 ευρώ, 2) για κατ΄ εξαίρεση υπερωριακή εργασία, 3) για διαφορές επιδομάτων (δώρων) Χριστουγέννων και Πάσχα, 4) για διαφορές επιδοµάτων αδείας και 5) για διαφορά αποζηµίωσης απόλυσης. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 82.170,18 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, όπως αναλυτικά αναφέρει σ΄ αυτήν (αγωγή), άλλως από την ημέρα της απόλυσής της, δηλαδή από 30-6-2015, άλλως από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Στη συνέχεια η ενάγουσα κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της στο ακροατήριο  και με τις έγγραφες προτάσεις της, περιόρισε μερικά το αρχικά καταψηφιστικό αίτημά της, σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό και συγκεκριμένα η ενάγουσα διατήρησε ως καταψηφιστικό το αίτημα της αγωγής της για ποσό 20.000 ευρώ, το οποίο αφορά σε τμήμα του 1Β κονδυλίου της αγωγής της για την υπερεργασία της και μετέτρεψε σε αναγνωριστικό το υπόλοιπο ποσό των 62.170,28 ευρώ, που αφορούσε στα υπόλοιπα κονδύλια της αγωγής της, όπως αναλυτικά αναφέρεται στις προτάσεις της. Με ως άνω πρωτοδίκως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, αφού επανέλαβε τον ως άνω περιορισμό, ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι το ως άνω ποσό της οφείλεται με τους νόμιμους τόκους από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, διαφορετικά από την απόλυσή της ή επικουρικά από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 282/2017 οριστική απόφασή του, που δημοσιεύτηκε την 24-1-2017, αφού δέχθηκε ότι η αγωγή, με αυτό το ιστορικό και αιτήματα, αρμοδίως καθ΄ ύλην και κατά τόπο εισήχθη για να δικαστεί ενώπιον αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591, 614, 621- 622 του ΚΠολΔ) και ότι είναι νόμιμη και αφού δέχθηκε ως νόμιμη την ένσταση εξοφλήσεως, αναφορικά µε την εξόφληση των απαιτήσεων προερχόµενων από υπερεργασία και µη νόµιµη για τις απαιτήσεις από υπερωρίες, καθώς επίσης (αφού δέχθηκε) ως νόμιμη την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, δέχθηκε ότι οι αξιώσεις της ενάγουσας για υπερεργασιακή απασχόληση, διαφορές επιδομάτων Χριστουγέννων ετών 2010 έως 2014 ένεκα παρασχεθείσας υπερεργασίας, διαφορές επιδομάτων Πάσχα ετών 2010 έως και 2015, διαφορές επιδομάτων αδείας λόγω ενσωμάτωσης σε αυτά αναλογίας αμοιβής υπερεργασίας για τον επίδικο χρόνο (2010-2014), καθώς και η διαφορά αποζημίωσης απόλυσης λόγω ενσωμάτωσης στο ποσό της αποζημίωσης της αναλογίας υπερεργασίας, που (η ενάγουσα) υπολογίζει πέραν του κλειστού μισθού των 3.156 ευρώ που λάμβανε, έχουν υπερκαλυφθεί από τα ποσά που λάμβανε (η ενάγουσα) μηνιαίως, ότι ωστόσο δεν της έχει καταβληθεί το δώρο Χριστουγέννων έτους 2015 για την απασχόλησή της από 1-5-2015 έως 30-6-2015, το οποίο της οφείλεται, καθώς επίσης έκρινε ότι πρέπει να απορριφθεί το κονδύλιο της αµοιβής της υπερωριακής εργασίας ως ασκούµενου δια της ένδικης αγωγής κατά κατάχρηση δικαιώµατος, δεκτής γενοµένης ως ουσία βάσιµης της σχετικής ενστάσεως της εναγοµένης, απέρριψε δε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγοµένης να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηµατικό ποσό των οκτακοσίων είκοσι ενός ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (821,87 ευρώ) µε το νόµιµο τόκο από 1-1-2016 και έως εξοφλήσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με τις προαναφερόμενες εφέσεις οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτές (εφέσεις) αντίστοιχα λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν 1) με την από 13-2-2017 (αρ. καταθ. ……) έφεση η εν μέρει ηττηθείσα ενάγουσα να γίνει δεκτή η έφεση, να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια και να γίνει δεκτή στο σύνολό της, όπως περιορίστηκε, η ένδικη αγωγή της και 2) με την από 1-3-2017 (αρ. καταθ. ………) έφεση η εν μέρει ηττηθείσα εναγομένη να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί στο σύνολό της (καθ΄ όλα τα αιτήματα, κεφάλαια και βάσεις της) η αγωγή της εφεσίβλητης εναντίον της.

Με τη δήλωση περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, η ενάγουσα δεν προσδιόρισε στις πρωτοδίκως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, ούτε και με σχετική δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση της ένδικης αγωγής, καταχωριζόμενη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, σε ποιά ειδικότερα ποσά που αποτελούν το υπό στοιχείο 1Β κονδύλιο (συνολικού ποσού 26.002,95 ευρώ) αφορά ο περιορισμός αυτός, από το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα, σε εν μέρει καταψηφιστικό και σε εν μέρει αναγνωριστικό. Το αίτημα αυτό της αγωγής, με το οποίο, μετά τον πιο πάνω περιορισμό του από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζητείται η αναγνώριση και η επιδίκαση μέρους της αρχικής αξιώσεως, χωρίς να αναφέρεται ή να συνάγεται από τη σχετική δήλωση και τις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις της ενάγουσας ότι τα επιμέρους ποσά που αποτελούν την αρχική αξίωση (κονδύλιο ποσού 26.002,95 ευρώ) περιορίζονται ανάλογα, κατά ποσοστό του όλου αυτού αιτήματος, είναι αόριστο στο σύνολό του και τούτο διότι, αφού δεν διευκρινίζεται ποίων επιμέρους ποσών ζητείται η αναγνώριση και ποίων η καταψήφιση, δεν θα είναι δυνατό να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν νόμω ή ουσία αβάσιμα κάποια από αυτά, αν πρόκειται για αυτά των οποίων ζητήθηκε η αναγνώριση ή η καταψήφιση, ήτοι να αποφασισθεί ποιά από τα γενόμενα δεκτά πρέπει να αναγνωρισθούν και ποιά να επιδικασθούν στην ενάγουσα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η ενάγουσα νοµίµως περιόρισε µέρος του καταψηφιστικού αντικειµένου της αγωγής της σε έντοκο αναγνωριστικό, µε δήλωση του πληρεξούσιου της Δικηγόρου στο ακροατήριο (του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), καταχωρισθείσα στα πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασης (του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), αλλά και µε σχετική αναφορά στις προτάσεις της και συγκεκριµένα όπως περιόρισε στο ποσό των 20.000 ευρώ το καταψηφιστικό αίτηµα της αγωγής της, που αντιστοιχεί σε µέρος του κονδυλίου της αµοιβής της λόγω υπερεργασίας κατά το χρονικό διάστηµα από 15-7-2010 έως και 31-12-2014, κατά τα εκτειθέµενα στις προτάσεις της, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η από 13-2-2017 έφεση της ενάγουσας ως προς το κονδύλιο της υπερεργασίας της (ενάγουσας) για το χρονικό διάστημα από 15-7-2010 έως 31-12-2014, αφού το παρόν Δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως, ήτοι χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, την αοριστία αυτού, καθόσον την έφεση άσκησε η εν μέρει ηττηθείσα ενάγουσα, και με αυτή παραπονείται, όπως προαναφέρθηκε, για την εν μέρει κατ΄ ουσίαν απόρριψη αυτής (αγωγής), ήτοι και του ως άνω κονδυλίου, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το ως άνω κονδύλιο (υπερεργασίας κατά το χρονικό διάστημα από 15-7-2010 έως 31-12-2014) [γιατί η απόφαση αυτή για την εκκαλούσα είναι επωφελέστερη από την εκκαλουμένη, που απέρριψε την ως άνω αγωγή ως προς το ως άνω κονδύλιο για το λόγο ότι αυτό έχει υπερκαλυφθεί από τα ποσά που η ενάγουσα λάμβανε μηνιαίως και γιατί οι συνέπειες από την απόρριψη αυτού (κονδυλίου) για το λόγο αυτό είναι διαφορετικές, ώστε στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται περί αντικαταστάσεως αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ], και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό ως προς το ως άνω κονδύλιο, να δικασθεί εκ νέου η από 3-11-2015 (αρ. καταθ. …….) αγωγή ως προς αυτό (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και να απορριφθεί ως απαράδεκτη (ως προς αυτό), λόγω αοριστίας.

Οι ενστάσεις ή αντενστάσεις του εκκαλούντος, οι οποίες αποβλέπουν στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, προτείνονται, κατά τα άρθρα 520, 525 και 527 του ΚΠολΔ, αποκλειστικά με το δικόγραφο της εφέσεως ή των προσθέτων λόγων υπό την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι είχαν προταθεί πρωτοδίκως και είχαν απορριφθεί (ΑΠ 575/2015) και ότι αυτοτελής ισχυρισμός μη προβληθείς πρωτοδίκως υπό του ηττηθέντος ενάγοντος μπορεί να προβληθεί παραδεκτώς σε δεύτερο βαθμό από αυτόν ως εκκαλούντος (με λόγο εφέσεως), μόνον αν 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία` αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Περαιτέρω η, κατ΄ άρθρο 527 του ΚΠολΔ, παραδεκτή, κατά τα ανωτέρω, προβολή προϋποθέτει αφενός την ρητή και σαφή εξιστόρηση της συνδρομής των προϋποθέσεων του ως άνω άρθρου περί παραδεκτής μεταγενέστερης προβολής του αυτοτελούς ισχυρισμού και αφετέρου την καθ΄ ορισμένο, κατά τα άρθρα 262 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, τρόπο εξιστόρηση των (προς θεμελίωση της προβαλλομένης με λόγο εφέσεως αντίστοιχης ενστάσεως) απαιτουμένων πραγματικών στοιχείων (ΑΠ 575/2015, ΑΠ 1239/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της από 1-3-2017 (αρ. καταθ. ….) εφέσεως η εκκαλούσα εταιρεία παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς να λάβει υπόψη της το σχετικό 3 (εξοφλητική απόδειξη), το οποίο νομίμως προσκόμισε και επικαλέσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δέχθηκε ότι δεν καταβλήθηκε στην ενάγουσα το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2015, ποσού 821,87 ευρώ, για την απασχόλησή της από 1-5-2015 έως 30-6-2015. Ο ως άνω ισχυρισμός, ο οποίος, κατ΄ εκτίμηση αυτού, συνιστά ένσταση εξοφλήσεως, είναι απορριπτέα ως απαραδέκτως προβληθείσα, το πρώτον με την ένδικη έφεση, χωρίς η εκκαλούσα, να επικαλείται και να αποδεικνύεται ότι συντρέχει κάποια από τις (προϋποθέσεις) εξαιρέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ ώστε να επιτρέπεται η βραδεία προβολή της ως άνω ενστάσεως στον παρόντα δεύτερο βαθμό (με λόγο εφέσεως), ενόψει του ότι πρωτοδίκως δεν είχε προβληθεί παραδεκτώς ένσταση εξοφλήσεως, ήτοι δεν διατυπώθηκε από την εκκαλούσα στις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ούτε υποβλήθηκε τέτοια δήλωση στο ακροατήριο αυτού με καταχώρησή της στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, σαφώς ισχυρισμός της (ένσταση) περί εξοφλήσεως του ως άνω κονδυλίου, λόγω καταβολής, με αίτημα απόρριψης του ως άνω κονδυλίου της ένδικης αγωγής, για την αιτία αυτή. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

Όταν ο καταβαλλόμενος βάσει της ατομικής συμβάσεως εργασίας μισθός είναι μεγαλύτερος από το σύνολο των προβλεπομένων από την οικεία ΣΣΕ ή ΔΑ αποδοχών (άθροισμα βασικού μισθού και επιδομάτων) τότε δεν οφείλονται στον μισθωτό ιδιαιτέρως επιπλέον του καταβαλλομένου μισθού και τα προβλεπόμενα από ΣΣΕ ή τη ΔΑ, επιδόματα, αλλά τα επιδόματα αυτά συμψηφίζονται σ΄ αυτόν, εκτός αν έχει συμφωνηθεί με την ατομική ή συλλογική σύμβαση ότι θα καταβάλλονται επιπλέον του συμπεφωνημένου μεγαλύτερου μισθού (ΑΠ 591/1996 ΔΕΝ 54.266, ΑΠ 322/1993 ΔΕΝ 54.265). Η δυνατότητα συμψηφισμού αποτελεί τον κανόνα, ενώ απαιτείται συμφωνία για το αντίθετο (ΑΠ 591/1996). Εξάλλου οι αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας δεν συμψηφίζονται με τις ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές ούτε κατόπιν ρητής συμφωνίας (ΑΠ 1129/2007 ΔΕΝ 63.897, ΑΠ 1321/2006, ΑΠ 1682/1981 ΔΕΝ 1983. 651, ΕφΘεσ 292/2012, ΕφΘεσ 1967/2007, ΕφΑθ 1064/2006 ΕλλΔνη 48.287, ΕφΑθ 9298/2003, ΕφΑθ 60/1991, ΕφΘεσ 2032/1989, ΕφΑθ 580/1985 ΔΕΝ 1985.1008). Τα ποσά των δώρων (επιδομάτων εορτών) Χριστουγέννων και Πάσχα μπορούν να συμψηφισθούν με τις ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές μόνον κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδότου και μισθωτού (ΑΠ 1532/1983 ΔΕΝ 1984.777). Οι οφειλόμενες προσαυξήσεις για εργασία κατά νύκτα, Κυριακές ή εορτές μπορούν να συμψηφιστούν με τις ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές μόνον κατόπιν ειδικής συμφωνίας μεταξύ εργοδότου και μισθωτού που είναι κατά πάντα έγκυρη (ΑΠ 930/1990 ΔΕΝ 1991. 692). Είναι επίσης έγκυρη η συμφωνία ότι οι αξιώσεις του μισθωτού για απασχόλησή του κατά τις Κυριακές και για τη στέρηση της εβδομαδιαίας αναπαύσεως συμψηφίζονται με τις υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές (ΑΠ 825/1984 ΔΕΝ 1985. 376). Για τον συμψηφισμό (καταλογισμό) της προσθέτου αμοιβής που οφείλεται για την παροχή πρόσθετης εργασίας προς τις υψηλότερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές απαιτείται ειδική συμφωνία μεταξύ εργοδότου και μισθωτού (ΕφΑθ 2815/1990 ΔΕΝ 1990. 477). Ο συμβατικός καταλογισμός (συμψηφισμός) της αμοιβής υπερεργασίας με τον υπέρτερο του νομίμου καταβαλλόμενου μισθού είναι επιτρεπτός (ΑΠ 1117/2017, ΑΠ 180/2015, 1254/2013, ΑΠ 119/1997 ΔΕΝ 1998.16). Ακόμη σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 4020/1959 θεωρείται άκυρη κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτών με την οποία οι αξιώσεις λόγω υπερωρίας (βασική αντιμισθία μετά της προσαυξήσεως) θα καλύπτονται συνολικά ή μερικά από τις τυχόν σε αυτούς καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές (ΑΠ 529/2016, ΑΠ 1915/2011, ΑΠ 645/2010, ΑΠ  429/2010, ΑΠ 767/1987 ΔΕΝ 1988.247). Η ως άνω απαγόρευση συμψηφισμού αναφέρεται τόσο στις αξιώσεις από την παροχή νόμιμης υπερωρίας, όσο και στις αξιώσεις από την παροχή παράνομης υπερωρίας (ΑΠ 220/2007, ΑΠ 1321/2006, ΑΠ 1269/2005 ΝοΒ 54.212, ΕφΘεσ 292/2012, ΕφΠατρ 1228/2007, ΕφΑθ 9892/2003, ΕφΠειρ 295/2003, ΕφΑθ 2197/2000 ΕΕΔ2001.462). Πάντως είναι έγκυρη η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτών, περί καταβολής στο μισθωτό ορισμένου επιπλέον του μισθού ποσού, έναντι συγκεκριμένης υπερωριακής εργασίας που πρόκειται να παρασχεθεί στο μέλλον. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με τις αξιώσεις του μισθωτού από τις υπερωρίες που πραγματοποιήθηκαν (ΕφΛαρ 807/2006). Ακολούθως, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ΄ αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως, η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας την στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται από την επιχειρούμενη ανατροπή αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις, στην περίπτωση δε αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (ΟλΑΠ 5/2011, ΟλΑΠ 8/2001). Εξάλλου η παραπάνω διάταξη, που έχει έντονο το χαρακτήρα δημόσιας τάξεως, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες, επίσης, δημόσιας τάξεις διατάξεις (ΟλΑΠ 33/2005). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 παρ. 2, 339, 409 παρ. 1 και 2, 410, 415 έως 420 του ΚΠολΔ και 61, 65, 67, 70 του ΑΚ, συνάγεται ότι δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και δεν μπορεί γι΄ αυτό να έχει την αντικειμενικότητα του τρίτου ο διάδικος και, για την ταυτότητα του λόγου, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου ή μέλος της διοίκησης αυτού. Τούτο συνάγεται ιδίως από το άρθρο 415 του ΚΠολΔ, που προβλέπει ως αποδεικτικό μέσο την εξέταση των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων των διαδίκων νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησής τους, καθόσον η εξέταση αυτή δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά ίδιο αποδεικτικό μέσο. Υπό την αντίθετη εκδοχή, είναι δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως μάρτυρας και στη συνέχεια ως διάδικος ή ως εκπρόσωπος ή μέλος της διοίκησης διαδίκου νομικού προσώπου, λύση προδήλως άτοπη. Συνεπώς, η ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου ή του μέλους της διοίκησης του διαδίκου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, ασχέτως του αν είχε οποτεδήποτε προηγουμένως προβληθεί ή όχι σχετική εναντίωση του αντιδίκου του προσκομίζοντος, αφού πρόκειται περί ανυπόστατου αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 397/2016, ΑΠ 2194/2014, ΑΠ 715/2013, ΑΠ 1621/2012, ΕφΔωδ 56/2014). Άρα ένορκη βεβαίωση ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Η έννομη αυτή συνέπεια προϋποθέτει την ύπαρξη της ιδιότητας του διαδίκου φυσικού προσώπου ή του εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου κατά το χρόνο της εξέτασής τους, γιατί, αν προϋπήρχε και εξέλιπε πλέον κατά τον παραπάνω χρόνο, ή εάν επήλθε μετά το χρόνο αυτό, η εν λόγω κατάθεση ή ένορκη βεβαίωση είναι έγκυρη και λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο (ΑΠ 1010/2009, ΑΠ 248/2009, ΑΠ 1492/2006, ΑΠ 1361/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της από 13-2-2017 (αρ. καταθ. …….) εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έλαβε υπόψη του (και δέχθηκε) την υπ΄ αρ. …….. ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης ……., επικαλούμενη ότι όπως, ο ίδιος καταθέτει από το έτος 2004 (Οκτώβριος) του είχαν ανατεθεί τα καθήκοντα του Προέδρου ΔΣ και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας και ότι τα συγκεκριμένα καθήκοντα άσκησε έως το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2014, οπότε και αποχώρησε από την εταιρεία λόγω συνταξιοδοτήσεώς του, και συνεπώς η ως άνω ένορκη βεβαίωση που έδωσε ο ίδιος είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την ως άνω ένορκη βεβαίωση του …….., ο οποίος από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2004 έως το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2014, ασκούσε τα καθήκοντα του Προέδρου ΔΣ και Διευθύνοντος Συμβούλου της εναγομένης. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η ένορκη βεβαίωση ενώπιον Συμβολαιογράφου του ίδιου του νομίμου εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, πλην όμως, η έννομη αυτή συνέπεια προϋποθέτει την ύπαρξη της ιδιότητας του εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου κατά το χρόνο της εξέτασής του, γιατί, αν προϋπήρχε και εξέλιπε πλέον κατά τον παραπάνω χρόνο, όπως εν προκειμένω (η ως άνω ένορκη βεβαίωση λήφθηκε την 3-6-2016), η εν λόγω κατάθεση ή ένορκη βεβαίωση είναι έγκυρη και λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο. Συνακόλουθα, η ως άνω ένορκη βεβαίωση ορθώς λήφθηκε υπόψη κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού δεύτερου λόγου της από 13-2-2017 (αρ. καταθ. …..) εφέσεως.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες  (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της ενάγουσας, …………, (η εναγομένη δεν ζήτησε την εξέταση μάρτυρά της), που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (πρβλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα,  υπ΄ αρ. …… και ….. ένορκες βεβαιώσεις των ……. και …, αντίστοιχα που, με επιμέλεια της εναγομένης, λήφθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ….., μετά από νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης (βλ. τις υπ΄ αρ. ……. εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιµελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, αντίστοιχα), [σημειώνοντας ότι η εκκαλούσα της από 1-3-2017 (αρ. καταθ. …..) εφέσεως στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως και την προσθήκη-αντίκρουση αυτών, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου της [εναγομένης, ήδη εκκαλούσας της από 1-3-2017 (αρ. καταθ. ….) εφέσεως], και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στον Πειραιά την 1 Ιανουαρίου 2008 δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης εταιρείας που έχει (η εναγομένη) αντικείµενο την παροχή υπηρεσιών διεθνών παραδόσεων και µεταφορών εµπορευµάτων, η ενάγουσα προσλήφθηκε από την εναγομένη προκειμένου να παρέχει την εργασία της ως υπάλληλος γραφείου στο ναυτιλιακό τµήµα αυτής (εναγομένης) στο κεντρικό κατάστηµά της στον Πειραιά, επί της οδού ……., εκτελώντας χρέη προϊσταµένης εξαγωγής του τµήµατος αυτού. Σε εκτέλεση των συµφωνηθέντων η ενάγουσα απασχολήθηκε συνεχώς στην ως άνω εταιρεία έως την 30-6-2015, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της, οπότε η ενάγουσα έπαυσε να εργάζεται σ΄ αυτήν (εναγομένη). Κατά το χρόνο της πρόσληψής της, η ενάγουσα είχε ήδη προϋπηρεσία είκοσι τριών (23) ετών σε προηγούµενους εργοδότες και ήταν έγγαµη, γεγονότα τα οποία είχε νοµίµως γνωστοποιήσει στην εναγομένη-εργοδότριά της.  Κατά τη µεταξύ τους σύµβαση, η ενάγουσα θα λάµβανε µικτές αποδοχές κατά πολύ υπέρτερες των νοµίµων που προβλέπονταν από τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ «Για τους γραµµατείς υπαλλήλους γραφείου στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών», αφού πλέον των νοµίµων αυτών αποδοχών που θα λάµβανε κατά προσέγγιση, θα της καταβαλλόταν τακτικώς µηνιαίως ένα ιδιαίτερα αυξηµένο ποσό, µε τη ρητή συµφωνία να καταλογίζεται (συµψηφίζεται) µε τις αξιώσεις της για υπερεργασία και υπερωρία, που συνολικά δεν θα υπερέβαιναν τις δύο ώρες ηµερησίως. Το επιπλέον αυτό ποσό του συµβατικού της µισθού που θα ελάµβανε κατά τη µεταξύ τους συµφωνία, ονομάστηκε επίδοµα ελευθεριότητας εργοδότη (όπως αναγράφεται και στις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής της) και η καταβολή του, κατά ρητή µεταξύ τους συµφωνία θα είχε σκοπό την εξόφληση της αξίωσής της για παροχή εργασίας ηµερησίως δύο ωρών πλέον του νοµίµου ωραρίου της (οκταώρου), ήτοι στο μεγαλύτερο μισθό που συμφωνήθηκε ότι θα καταβάλλεται περιλαμβανόταν και η αμοιβή για την παρεχόμενη, κατά τη διάρκεια της εργασίας της ημερησίως, δύο ωρών πλέον του νοµίµου ωραρίου της (οκταώρου), με την έννοια ότι η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία που παρασχέθηκε θα συμψηφίζεται στο ποσό που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του νόμιμου και του μεγαλύτερου μισθού που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται, γιατί αλλιώς θα επερχόταν ανεπίτρεπτη μείωση των οριζόμενων ελαχίστων ορίων αμοιβών. Η συμφωνία αυτή των διαδίκων είναι έγκυρη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αναφορικά με τις πρώτες πέντε ώρες πλέον των σαράντα ωρών εβδοµαδιαίας απασχόλησης και με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον ως άνω μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελαχίστων νομίμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και η ενάγουσα δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά. Έτσι, οι κλειστές µηνιαίες αποδοχές κατά το χρόνο προσλήψεώς της ανέρχονταν στο ποσό των 3.141,18 ευρώ, ενώ σύµφωνα µε τη Διαιτητική Απόφαση 11/2008 για τους όρους αµοιβής και εργασίας των εργαζοµένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας, που έλαβε αριθµό Πράξης Κατάθεσης Υπ. Απασχόλησης 6/6-6-2008 και κηρύχθηκε υποχρεωτική µε την ΥΑ 51871/2440/11-7-2008 ΥΑ (ΦΕΚ Β 1448/23-7-2008), µε βάση το ανωτέρω αντικείµενο δραστηριότητας της εναγοµένης, την ειδικότητα της ενάγουσας, καθώς και την γνωστοποιηθείσα στην εργοδότρια εταιρεία προϋπηρεσία και την οικογενειακή της κατάσταση, οι νόµιµες τακτικές µηνιαίες αποδοχές της, κατά το χρόνο πρόσληψής της, ανέρχονταν στο ποσό των 1.030,29 ευρώ βασικός µισθός, πλέον 103,03 ευρώ επίδοµα γάµου, ήτοι συνολικά 1.133,32 (= 1.030,29 + 103,03) ευρώ. Περαιτέρω κατά το επίδικο χρονικό διάστηµα από το κείµενο τις Δ.Α. σε συνδυασµό µε τις συγκεντρωτικές µισθολογικές καταστάσεις η ενάγουσα δικαιούταν να λάβει τις ακόλουθες μηνιαίες αποδοχές, αλλά λάµβανε τελικά τις ακόλουθες υπέρτερες (µηνιαίες αποδοχές): α) από 1-1-2010 έως 31-12-2010 ως έγγαµη µε 25ετή προϋπηρεσία δικαιούταν µε βάση την Δ.Α. 1.225,30 (= 1.113.91 ευρώ + 111,39 ευρώ) ευρώ, ενώ ο βασικός µισθός της ανερχόταν αναλογικά προσαρµοσµένος προς την ανωτέρω Δ.Α. από το µήνα Ιανουάριο έως και το µήνα Μάρτιο σε 1.274,32 (= 1.158,47 ευρώ + 115,85 ευρώ επίδοµα γάµου) ευρώ, ενώ για υπερωρίες λάμβανε επίδοµα ελευθεριότητας εργοδότη ίσο µε 1.828,08 ευρώ παραπάνω, από το µήνα Απρίλιο έως και το µήνα Ιούλιο αµειβόταν µε τον ίδιο βασικό µισθό και επίδοµα γάµου, ήτοι το ποσό των 1.274,32 ευρώ, λαµβάνοντας πέραν αυτών επίδοµα ίσο με 1.874,62 ευρώ για υπερωρίες και συνολικά 3.148,94 (= 1.274,32 + 1.874,62) ευρώ κλειστό µισθό, το µήνα Αύγουστο έλαβε βασικό µισθό 1.167,73 ευρώ πλέον επιδόματος γάµου, ποσού 116,73 ευρώ, πλέον των ποσών αυτών 1.864,90 ευρώ για υπερωρίες, ήτοι συνολικά 3.149,36 (= 1.167,73 + 116,73 + 1.864,90) ευρώ, από το µήνα Σεπτέµβριο έως και το µήνα Δεκέµβριο έλαβε βασικό µισθό 1.172,17 ευρώ πλέον επιδόματος γάµου, ποσού 117,22 ευρώ, πλέον αµοιβής για υπερωρίες 1.859,55 ευρώ και συνολικά 3.148,94 (=1.172,17 + 117,22 + 1.859,55) ευρώ. Επίσης έλαβε για δώρο Πάσχα 579,24 (= 1.158,47 : 2) ευρώ πλέον επιδόµατος γάµου 57,93 (= 115,85 : 2) ευρώ πλέον προσαύξησης επιδόµατος αδείας 64,62 ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 914,04 (= 1.828,08 : 2) ευρώ και συνολικά 1.615,82 (= 579,24 + 57,93 + 64,62 + 914,04) ευρώ. Για επίδοµα αδείας έλαβε 579,24 (= 1.158,47 : 2) ευρώ πλέον επιδόµατος γάµου 57,93 (= 115,85 : 2)  ευρώ πλέον προσαύξησης επιδόµατος αδείας 3,38 ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 937,31 (= 1.874,62 : 2) ευρώ και συνολικά 1.577,85 (= 579,24 + 57,93 + 3,38 + 937,31) ευρώ. Για δώρο Χριστουγέννων έλαβε βασικό µισθό 1.172,17 ευρώ πλέον επιδόµατος γάµου, ποσού 117,22 ευρώ, πλέον προσαύξησης επιδόµατος αδείας 131,18 ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 1.859,55 ευρώ και συνολικά 3.280,12 (1.172,17 + 117,22 + 131,18 + 1.859,55) ευρώ, β) από 1-1-2011 έως 31-12-2011 ως έγγαµη µε 26ετή προϋπηρεσία δικαιούταν µε βάση την Δ.Α. 1.239,80 (= 1.127,09 ευρώ + 112,71 ευρώ) ευρώ, ενώ ο βασικός µισθός της αναλογικά προσαρµοσµένος προς την ανωτέρω Δ.Α. ανερχόταν από το µήνα Ιανουάριο έως και το µήνα Ιούλιο στο ποσό των 1.289,39 (= 1.172,17 ευρώ + 117,22 ευρώ επίδοµα γάµου) ευρώ, ενώ για υπερωρίες ως επίδοµα ελευθεριότητας εργοδότη λάµβανε επιπροσθέτως 1.859,55 ευρώ παραπάνω και συνολικά αµειβόταν µε 3.148,94 (= 1.289,39 + 1.859,55) ευρώ. Το µήνα Αύγουστο έλαβε βασικό µισθό 1.180,11 ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου ποσού 118,01 ευρώ και επίδοµα ελευθεριότητας για υπερωρίες 1.850,82 ευρώ επιπλέον του βασικού µισθού, ήτοι συνολικά 3.148,94 (=1.180,11 + 118,01 + 1.850,82) ευρώ. Από το µήνα Σεπτέµβριο έως και το µήνα Δεκέµβριο λάµβανε βασικό µισθό 1.184,47 ευρώ πλέον επιδόµατος γάµου ποσού 118,45 ευρώ, πλέον 1.853,08 ευρώ πέραν του βασικού και συνολικά 3.156 (= 1.184,47 + 118,45 + 1.853,08) ευρώ. Επίσης έλαβε για δώρο Πάσχα 586,09 (= 1.172,17 : 2) ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου ποσού 58,61 (= 117,22 : 2) ευρώ, πλέον προσαύξησης επιδόµατος αδείας 65,59 ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 929,78 (= 1.859,55 : 2) ευρώ και συνολικά 1.640,06 (=586,09 + 58,61 + 65,59 + 929,78) ευρώ. Για επίδοµα αδείας έλαβε 586,09 (= 1.172,17 : 2) ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου 58,61 (= 117,22 : 2) ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 929,78 (= 1.859,55 : 2) ευρώ και συνολικά 1.574,47 (= 586,09 + 58,61 + 929,78) ευρώ. Για δώρο Χριστουγέννων έλαβε βασικό µισθό 1.184,47 ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου 118,45 ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 1.853,08 ευρώ και συνολικά 3.156 (= 1.184,47 + 118,45 + 1.853,08) ευρώ, γ) από 1-1-2012 έως 31-12-2012 ως έγγαµη µε 27ετή προϋπηρεσία δικαιούταν µε βάση την Δ.Α. 1.252,80 (= 1.138,91 ευρώ + 113,89 ευρώ) ευρώ, ο βασικός µισθός της ανερχόταν σε 1.184,47 ευρώ πλέον επιδόµατος γάµου 118,45 ευρώ,  ήτοι  1.302,92 (= 1.184,47 + 118,45) ευρώ, πλέον 1.853,08 ευρώ πέραν του βασικού και συνολικά 3.156 (= 1.302,92 + 1.853,08) ευρώ. Επίσης έλαβε για δώρο Πάσχα 592,24 (= 1.184,47 : 2) ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου 59,23 (= 118,45 : 2) ευρώ, πλέον προσαύξησης επιδόµατος αδείας 65,74 ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 926,54 (= 1.853,08 : 2) ευρώ και συνολικά 1.643,74 (= 592,24 + 59,23 + 65,74 + 926,54) ευρώ. Για επίδοµα αδείας έλαβε 592,24 (= 1.184,47 : 2) ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου 59,23 (= 118,45 : 2) ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 929,78 (= 1.853,08 : 2) ευρώ και συνολικά 1.578 (= 592,24 + 59,23 + 929,78) ευρώ. Για δώρο Χριστουγέννων έλαβε βασικό µισθό 1.184,47 ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου 118,45 ευρώ, πλέον προσαύξησης επιδόµατος αδείας 131,48 ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 1.853,08 ευρώ και συνολικά 3.287,48 (= 1.184,47 + 118,45 + 131,48 + 1.853,08) ευρώ,  δ) από 1-1-2013 έως 31-12-2013 ως έγγαµη µε 28ετή προϋπηρεσία δικαιούταν µε βάση την Δ.Α. 1.266,83 (= 1.151,66 ευρώ + 115,17 ευρώ) ευρώ, ο βασικός µισθός της ανερχόταν αναλογικά προσαρµοσµένος σε 1.184,47 ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου 118,45 ευρώ, ήτοι 1.302,92 (= 1.184,47 + 118,45) ευρώ, πλέον 1.853,08 ευρώ πέραν του βασικού και συνολικά 3.156 (=1.302,92 + 1.853,08) ευρώ. Επίσης έλαβε για δώρο Πάσχα 592,24 (= 1.184,47 : 2) ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου 59,23 (= 118,45 : 2) ευρώ, πλέον προσαύξησης επιδόµατος αδείας 65,74 ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 926,54 (= 1.853,08 : 2) ευρώ και συνολικά 1.643,74 (= 592,24 + 59,23 + 65,74 + 926,54) ευρώ. Για επίδοµα αδείας έλαβε 592,24 (= 1.184,47 : 2) ευρώ, πλέον επιδόματος γάµου 59,23 (= 118,45 : 2) ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 929,78 (= 1.853,08 : 2) ευρώ και συνολικά 1.578 (= 592,24 + 59,23 + 929,78) ευρώ. Για δώρο Χριστουγέννων έλαβε βασικό µισθό 1.184,47 ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου 118,45 ευρώ, πλέον προσαύξησης επιδόµατος αδείας 131,48 ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 1.853,08 ευρώ και συνολικά 3.287,48 (=1.184,47 + 118,45 + 131,48 + 1.853,08) ευρώ, ε) από 1-1-2014 έως 31-12-2014 ως έγγαµη µε 29ετή προϋπηρεσία δικαιούταν µε βάση την Δ.Α. 1.279,33 (= 1.163,03 ευρώ + 116,30 ευρώ) ευρώ, ο βασικός µισθός της αναλογικά προσαρµοσµένος ανερχόταν σε 1.184,47 ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου 118,45 ευρώ, ήτοι συνολικά 1.302,92 (= 1.184,47 + 118,45) ευρώ, πλέον 1.853,08 ευρώ πέραν του βασικού και συνολικά 3.156 (= 1.302,92 + 1853,08) ευρώ. Επίσης έλαβε για δώρο Πάσχα 592,24 (= 1.184,47 : 2) ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου 59,23 (= 118,45 : 2) ευρώ, πλέον προσαύξησης επιδόµατος αδείας 65,74 ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 926,54 (= 1.853,08 : 2) ευρώ και συνολικά 1.643,74 (= 592,24 + 59,23 + 65,74 + 926,54) ευρώ. Για επίδοµα αδείας έλαβε 592,24 (= 1.184,47 : 2) ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου 59,23 (= 118,45 : 2) ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 929,78 (= 1.853,08 : 2) ευρώ και συνολικά 1.578 (= 592,24 + 59,23 + 929,78) ευρώ. Για δώρο Χριστουγέννων έλαβε βασικό µισθό 1.184,47 ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου 118,45 ευρώ, πλέον προσαύξησης επιδόµατος αδείας 131,48 ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 1.853,08 ευρώ και συνολικά 3.287,48 (= 1.184,47 + 118,45 + 131,48 + 1.853,08) ευρώ, στ) για δώρο Πάσχα έτους 2015 έχει λάβει 592,24 (= 1.184,47 : 2) ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου 59,23 (= 118,45 : 2) ευρώ, πλέον προσαύξησης επιδόµατος αδείας 38,33 ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 926,54 (= 1.853,08 : 2) ευρώ και συνολικά 1.616,34 (= 592,24 + 59,23 + 38,33 + 926,54) ευρώ, ζ) για αποζηµίωση απόλυσης έλαβε 1.184,47 ευρώ πλέον επιδόµατος γάµου 118,45 ευρώ, ήτοι 1.302,92 (= 1.184,47 + 118,45) ευρώ, πλέον 1.853,08 ευρώ πέραν του βασικού και συνολικά 14.728 {= 3.682 [= 3.156 (= 1.302,92 + 1.853,08) ευρώ + 526 (= 1/6 Χ 3.156)] Χ 4 µήνες} ευρώ, εκ των οποίων 8.647,72 {= 2.161,93 [= 1.853,08 + 308,85 (= 1/6 Χ 1.853,08)] Χ 4 μήνες} ευρώ, αντιστοιχούν στην αποζηµίωση της πέραν του 8ώρου εργασίας της. Σημειώνεται, ότι δεν πλήττεται με λόγο έφεσης το αποτέλεσμα του υπολογισμού των διαφορών αυτών. Ο ισχυρισμός που προέβαλε η ενάγουσα, τον οποίο επαναφέρει με λόγο εφέσεως ότι δεν υπήρξε συµφωνία περί κλειστού µισθού, που θα περιλάµβανε την αµοιβή για τη δίωρη πέραν του οκταώρου απασχόλησή της και ότι το ποσό των 3.156 ευρώ µικτά είχε συµφωνηθεί μόνο για την οκτάωρη απασχόλησή της µε δεδοµένο ότι ήταν προϊσταµένη τµήµατος είναι απορριπτέος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Συγκεκριμένα στο από 31-7-2008 μήνυµα ηλεκτρονικού ταχυδροµείου που η ίδια η ενάγουσα είχε αποστείλει προς την υπάλληλο του Τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγομένης ………, διαµαρτυρόµενη για την πρόταση µείωσης των αποδοχών της αναφέρει ρητά, μεταξύ άλλων, ότι «Όπως σας έχω ήδη ενηµερώσει ο µισθός που είχα κανονίσει µε την εταιρεία είναι EURO 2200 (εν. καθαρά)/µηνιαίως κλειστά, γι΄ αυτό και δεν αποδέχοµαι οποιαδήποτε µείωση στο συγκεκριµένο ποσό». Ο ισχυρισμός που η ενάγουσα επικαλείται για την αναγραφή «κλειστά» ότι δηλαδή σηµαίνει καθαρό ποσό µη επιδεχόµενο µειώσεις, τυγχάνει προφανώς ουσία αβάσιµος και απορριπτέος, αφού η έννοια του χαρακτηρισµού του µισθού ως κλειστού είναι η κάλυψη, από τον καταβαλλόµενο υπέρτερο του νοµίµου µισθό, διαφόρων απαιτήσεων του εργαζοµένου µεταξύ των οποίων και για άνω του οκταώρου απασχόλησή του. Υπό την ερµηνεία που δίδει η ενάγουσα στον χαρακτηρισµό των αποδοχών ως «κλειστές», οι αποδοχές απάντων των εργαζοµένων είναι κλειστές, δεδοµένου ότι ουδέποτε διαλαµβάνονται, κατά τη σύναψη των εργασιακών συµβάσεων, συµφωνίες περί µείωσης των αποδοχών για την παροχή ιδίου είδους και υπό το ίδιο χρονικό πλαίσιο εργασίας, η οποία (µείωση) ήθελε σε κάποιες περιπτώσεις όπως ανακύψει λόγω συνθηκών κατά την εξέλιξη της εργασιακής σχέσεως. Το Δικαστήριο δε, σχημάτισε την ως άνω κρίση από το σύνολο του προαναφερομένου αποδεικτικού υλικού. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, σε εκτέλεση των συµφωνηθέντων η ενάγουσα απασχολήθηκε συνεχώς στην ως άνω εταιρεία έως την 15-6-2015, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της. Καθ΄ όλο το επίδικο χρονικό διάστηµα η ενάγουσα εργάσθηκε µε το σύστηµα της πενθήµερης εβδοµαδιαίας εργασίας, δηλαδή πέντε εργάσιµες ηµέρες από Δευτέρα έως Παρασκευή µε ωράριο από 09:00 έως 19:00, απασχολούµενη καθηµερινά πέραν του συµβατικού της ωραρίου κατά δύο ώρες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό δεύτερο λόγο της από 1-3-2017 (αρ. καταθ. …) έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Η εναγοµένη εταιρεία µε δήλωση του πληρεξουσίου της Δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) και τις κατατεθείσες επί της έδρας προτάσεις της προέβαλε την ένσταση, την οποία επαναφέρει νομίμως και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εξοφλήσεως των αιτούµενων ποσών λόγω συµφωνίας µε την ενάγουσα κατά την πρόσληψή της να συµψηφίζονται αυτά µε τις υπέρτερες των νοµίµων συµφωνηθείσες αποδοχές της, οι οποίες της καταβάλλονταν καθ΄ όλη τη διάρκεια απασχόλησής της. Ο ανωτέρω ισχυρισµός συνιστά ένσταση εξοφλήσεως, είναι νόµιµος ως προς το πρώτο σκέλος της (άρθρα 416, 440 του ΑΚ) αναφορικά µε την εξόφληση των απαιτήσεων προερχόµενων εξ υπερεργασίας και µη νόµιµος για τις εξ υπερωριών απαιτήσεις, κατά τους ειδικότερους λόγους που αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Ακολούθως, οι πέντε πρώτες ώρες υπερεργασίας εβδοµαδιαίως, ήτοι η πρώτη µετά του οκταώρου ώρα κάθε ηµέρας συνιστά υπερεργασιακή απασχόληση, οι οποίες αµείβονται, εάν πραγµατοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστηµα από 1-1-2010 έως 14-7-2010, υπό το καθεστώς του Ν. 3385/2005, µε το καταβαλλόµενο ωροµίσθιο προσαυξηµένο κατά 25%, ενώ από την 15-7-2010 και εντεύθεν οι υπερωρίες που πραγματοποιούν οι εργαζόμενοι αμείβονται µε το καταβαλλόµενο ωροµίσθιο προσαυξηµένο κατά 20% (Ν. 3863/2010). Οι αγωγικές απαιτήσεις µολονότι έχουν προκύψει από ωροµίσθιο που έχει υπολογισθεί εσφαλµένως, λαµβάνοντας ως βάση το συνολικό κλειστό µισθό των 3.156 ευρώ και όχι ως έδει µε βάση το βασικό µισθό των 1.184,47 ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου 118,45 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 1.302,92 ευρώ (ήτοι µη υπολογιζοµένης της πρόσθετης τακτικής παροχής αφού κατά τα γενόµενα δεκτά ανωτέρω ζητούµενο είναι αν η πρόσθετη αυτή παροχή καλύπτει την οφειλόµενη αξίωση αµοιβής για υπερεργασιακή απασχόληση), ανέρχονται σε 509,82 ευρώ µηνιαίως για το χρονικό διάστηµα από 1-1-2010 έως 14-7-2010 (3.313,80 ευρώ : 6,5 µήνες χρονικού διαστήµατος) (ενώ υπό ορθό υπολογισµό ανέρχονται κάτω από το µισό του ποσού αυτού). Με δεδοµένο δε ότι όπως αναφέρεται ανωτέρω η ενάγουσα λάµβανε ποσό 1.853,08 ευρώ µηνιαίως άνω του βασικού µισθού για αµοιβή της πέραν του 8ώρου απασχόλησής της, καθίσταται προφανές ότι οι αξιώσεις της για την υπερεργασία, κατόπιν της ως άνω ειδικής συμφωνίας τους, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 14-7-2010 έχουν υπερκαλυφθεί, ήτοι έχουν εξοφληθεί με καταλογισμό – συμψηφισμό. Οµοίως και οι απαιτήσεις της για διαφορές επιδοµάτων Χριστουγέννων ετών 2010 έως 2014 ένεκα παρασχεθείσας υπερεργασίας έχουν υπερκαλυφθεί, ήτοι έχουν εξοφληθεί με καταλογισμό – συμψηφισμό, αφού ανέρχονται από 506,41 ευρώ έως 513,77 ευρώ, που υπολείπονται κατά πολύ του χρηµατικού ποσού των 1.853,08 ευρώ, που λάµβανε η ενάγουσα ως πρόσθετη παροχή επιδόµατος Χριστουγέννων. Οι απαιτήσεις της για διαφορές επιδοµάτων Πάσχα ετών 2010 έως και 2015 έχουν ωσαύτως υπερκαλυφθεί, ήτοι έχουν εξοφληθεί με καταλογισμό – συμψηφισμό, αφού ανέρχονται σε ποσά από 253,20 ευρώ έως 280,80 ευρώ ενώ έχει λάβει για την αιτία αυτή 926,54 ευρώ επιπροσθέτως ως δώρο Πάσχα για την αναλογία υπερεργασίας επιπλέον του βασικού µισθού. Ωστόσο δεν της έχει καταβληθεί το δώρο Χριστουγέννων έτους 2015 για την απασχόλησή της από 1-5-2015 έως 30-6-2015, το οποίο ανέρχεται σε βασικό µισθό 1.184,47 ευρώ, πλέον επιδόµατος γάµου εξ 118,45 ευρώ, πλέον προσαύξησης επιδόµατος αδείας 131,48 ευρώ, πλέον επιδόµατος ελευθεριότητας εργοδότη 1.853,08 ευρώ και συνολικά 821,87 [= 3.287,48 (= 1.184,47 + 118,45 + 131,48 + 1.853,08) ευρώ Χ 2/8 µήνες] ευρώ, το οποίο της οφείλεται. Οι απαιτήσεις της ενάγουσας για διαφορές επιδοµάτων αδείας λόγω ενσωµάτωσης σε αυτά αναλογίας αµοιβής υπερεργασίας για τον επίδικο χρόνο (2010 – 2014) ανέρχονται από 243,08 ευρώ έως 246,61 ευρώ, οι οποίες έχουν υπερκαλυφθεί, ήτοι έχουν εξοφληθεί με καταλογισμό – συμψηφισμό,  µε δεδοµένο ότι η ενάγουσα έχει λάβει προς κάλυψη των απαιτήσεων αυτών, ως ανωτέρω αναφέρεται, ποσό 929,78 ευρώ έκαστο έτος. Τέλος κατά τον ίδιο τρόπο έχει υπερκαλυφθεί, ήτοι έχουν εξοφληθεί με καταλογισμό – συμψηφισμό, και η  αξίωσή της για διαφορά αποζηµίωσης απόλυσης λόγω ενσωµάτωσης στο ποσό της αποζηµίωσης της αναλογίας υπερεργασίας που υπολογίζει πέραν του κλειστού µισθού των 3.156 ευρώ που λάµβανε, αφού σύµφωνα µε το αγωγικό δικόγραφο οι σχετικές αξιώσεις ανέρχονται σε 2.248,72 ευρώ ενώ η εναγοµένη έχει ήδη καταβάλει για το λόγο αυτό 8.647,72 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, απαγορεύεται ο συμβατικός καταλογισμός (συμψηφισμός) των υπέρτερων των νομίμων αποδοχών στην αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση. Επομένως, η συμφωνία των διαδίκων κατά το σκέλος που αφορά την υπερωριακή απασχόληση της ενάγουσας, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι άκυρη. Αναφορικά με την αιτούµενη αµοιβή για υπερωριακή απασχόληση, η ενάγουσα για το χρονικό διάστηµα από 8-3-2011 έως και 31-12-2012 είχε εφοδιασθεί µε τις απαιτούµενες από το νόµο άδειες για την απασχόληση µέρους του προσωπικού της, µεταξύ του οποίου και της ενάγουσας, για δύο ηµέρες καθηµερινώς επί δύο ώρες πέραν του οκταώρου και ως εκ τούτου για το ανωτέρω χρονικό διάστηµα η ενάγουσα εργάσθηκε νοµίµως υπερωριακώς (βλ. την υπ΄ αρ. ……/8-3-2011 άδεια υπερωριακής εργασίας του Σώµατος Επιθεώρησης Εργασίας για το χρονικό διάστηµα από 8-3-2011 έως 30-6-2011, την υπ΄ αρ. πρωτ. ….. για το χρονικό διάστηµα από 1-7-2011 έως 31-12-2011, την υπ΄ αρ. πρωτ. …. άδεια για το χρονικό διάστηµα από 4-1-2012 έως 30-6-2012 και την υπ΄ αρ. πρωτ. ……. άδεια για το χρονικό διάστηµα από 2-7-2012 έως 31-12-2012). Η οφειλόµενη σε αυτή αµοιβή για το ανωτέρω χρονικό διάστηµα ανέρχεται µηνιαίως σε 273,75 {= 25 ώρες Χ 10,95 (= βασικός µισθός 1.184,47 ευρώ + επίδομα γάµου 118,45 ευρώ = 1.302,92 ευρώ : 25 Χ 6 ηµέρες : 40 = 7,82 ευρώ + 40% προσαύξηση)} ευρώ. Κατά τα λοιπά χρονικά διαστήµατα από 1-1-2010 έως 8-3-2011 και από 1-1-2013 έως 31-12-2014 εργάσθηκε κατά µία ώρα ημερησίως υπερωριακά χωρίς να έχουν τηρηθεί οι νόµιµες διατυπώσεις. Το ύψος της αµοιβής της για το χρονικό διάστηµα αυτό ανέρχεται για το διάστηµα από 1-1-2010 έως 14-7-2010 μηνιαίως σε 586,50 {= 25 ώρες Χ 23,46 (= βασικός µισθός 1.184,47 ευρώ + επίδομα γάµου 118,45 ευρώ = 1.302,92 ευρώ : 25 Χ 6 ηµέρες : 40 = 7,82 ευρώ + 100% προσαύξηση)} ευρώ και για τις 14 ηµέρες του Ιουλίου 586,50 Χ 14/30 = 253,70 ευρώ και για το χρονικό διάστηµα από 15-7-2010 έως 8-3-2011 και από 1-1-2013 έως 31-12-2014 σε 508,50 {=  25 ώρες Χ 20,34 ευρώ (= βασικός µισθός 1.184,47 ευρώ + επίδομα γάµου 118,45 ευρώ = 1.302,92 ευρώ : 25 Χ 6 ηµέρες: 40 = 7,82 ευρώ + 80% προσαύξηση)} ευρώ µηνιαίως. Με δεδοµένο δε ότι η οφειλόµενη αµοιβή για µία ώρα υπερεργασίας για την χρονική περίοδο από 1-1-2010 έως 14-7-2010 ανέρχεται σε 244,50 {=  25 ώρες Χ 9,78 (= βασικός µισθός 1.184,47 ευρώ + επίδομα γάµου 118,45 ευρώ = 1.302,92 ευρώ : 25 Χ 6 ηµέρες : 40 = 7,82 ευρώ + 25% προσαύξηση)} ευρώ µηνιαίως και για την χρονική περίοδο από 15-7-2010 έως 31-12-2014 σε 234,50 {= 25 ώρες Χ 9,38 (= βασικός µισθός 1.184,47 ευρώ + επίδομα γάµου 118,45 ευρώ = 1.302,92 ευρώ : 25 Χ 6 ηµέρες : 40 = 7,82 ευρώ + 20% προσαύξηση)} ευρώ µηνιαίως, ενώ η ενάγουσα για το χρονικό αυτό διάστηµα έχει εισπράξει πέραν των νοµίµων αποδοχών της ποσό 1.853,08 ευρώ µηνιαίως προς κάλυψη της αµοιβής της για την πέραν του 8ώρου απασχόλησής της, συνάγεται ότι, ότι λόγω της µεγάλης διαφοράς του επιπρόσθετου ποσού που λάµβανε για την υπερωριακή της απασχόληση (αθροιστικά της υπερεργασίας και της υπερωριακής της απασχόλησης) εν σχέσει µε την αξία αυτής, δεν τηρούσε ουδεµία αµφιβολία περί του ότι οι υπέρτερες των νοµίµων αποδοχές που της κατέβαλε η εναγοµένη υπερκάλυπταν και µε το παραπάνω τις ανωτέρω αξιώσεις της που αθροιστικά υπολογιζόµενες, ανέρχονταν σε πολύ µικρότερα ποσά από το ποσό των 1.853,08 ευρώ που η ενάγουσα εισέπραττε πέραν των νοµίµων αποδοχών της για το λόγο αυτό. Η ενάγουσα καθ΄ όλη τη διάρκεια της εργασίας της και µετά τη λήξη αυτής γνώριζε λόγω της µεγάλης διαφοράς µεταξύ του καταβαλλόµενου επιπλέον µισθού της και των αξιώσεών της για απασχόληση πέραν του οκταώρου ότι η συµφωνία περί των αποδοχών της που είχε συνάψει µε την εναγομένη ήταν πέραν του αναµενόµενου, µε βάση τα οικονοµικά δεδοµένα της επίδικης περιόδου, (οικονοµική κρίση), συµφέρουσα οικονομικώς για αυτήν. Άλλωστε µολονότι εξέφραζε ενεργώς και συνεχώς τις απαιτήσεις της όχι µόνο για τον εαυτό της αλλά και για τους συναδέλφους της, η ενάγουσα µετά βεβαιότητας, εάν πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία που δεν θα αµειβόταν, θα είχε διαµαρτυρηθεί άμεσα. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το ότι υπέγραψε (η ενάγουσα) την καταγγελία της συμβάσεώς της «…Με κάθε επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μου» και ότι αμέσως μετά την απόλυσή της, την 8-7-2015, προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας του Κεντρικού Τομέα Πειραιά ζητώντας την υπερεργασιακή και υπερωριακή αμοιβή για την απασχόλησή της από την 1-1-2010 έως την απόλυσή της, καθόσον τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα μεταγενέστερα, ήτοι το πρώτο κατά την απόλυσή της και το δεύτερο μετά από αυτήν (απόλυση). Σηµειωτέον ότι από το προαναφερόμενο από 31-7-2008 μήνυµα ηλεκτρονικού ταχυδροµείου της ενάγουσας προς την υπάλληλο του Τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγομένης ……. και το από 31-7-2008 απαντητικό µήνυµα της τελευταίας προς την ενάγουσα αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα µολονότι εισέπραττε αποδοχές ποσού 2.200 ευρώ καθαρά µηνιαίως, διαµαρτυρήθηκε, όπως είχε δικαίωμα, για ποσό των επτά (7) ευρώ που της παρακρατήθηκε από το µήνα Ιούνιο του 2008, µάλιστα δε, προέβη στην εν λόγω διαµαρτυρία λίγους µήνες µετά τη σύναψη της συµβάσεως εργασίας της τον Ιανουάριο του 2008, ως νεοπροσληφθείσα, το οποίο σηµαίνει ότι εξαρχής η ενάγουσα προέβαλε, όπως έπρεπε, κάθε οικονοµική της αξίωση. Ακόµη και για άλλους υπαλλήλους η ενάγουσα απαιτούσε µε σθένος επιπλέον αµοιβή, όπως για τις υπαλλήλους …… και  …. Ως εκ τούτου, λόγω του συγκεκριµένου ευθέος και διεκδικητικού χαρακτήρα και στάσης της ενάγουσας, η µη διαµαρτυρία της δηµιουργούσε εδραία και εύλογη πεποίθηση στην εναγοµένη ότι η συµφωνία στην οποία είχαν έλθει ήταν συµφέρουσα για την ενάγουσα και ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της. Άλλωστε η πληρωµή σε αυτήν αµοιβής τριπλάσιας περίπου από αυτήν που θα εισέπραττε εάν δεν είχαν συνάψει συµφωνία κλειστού µισθού, είχε λάβει χώρα υπό την αυτονόητη προϋπόθεση να µην προβεί η ενάγουσα εκ των υστέρων σε διεκδικήσεις σε βάρος της εναγοµένης, παραιτούµενη σαφώς από την διεκδίκηση µίας ώρας υπερωρίας ηµερησίως που η αξία της ήταν πολύ µικρή σε σχέση µε την αµοιβή που της κατέβαλε η εναγοµένη. Κατά τον τρόπο αυτό η καταβολή στην ενάγουσα τριπλάσιου σχεδόν ποσού από το νόμιμο δημιουργούσε στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι η ενάγουσα, σε συνδυασμό με το ότι επί σειρά ετών ουδέποτε διατύπωσε διαφωνία σχετικά με την εκκαθάριση των μηνιαίων αποδοχών της και ουδέποτε είχε διαμαρτυρηθεί για το λόγο αυτό ενώ προέβαινε σε άλλες διαμαρτυρίες για άλλα οικονομικά ζητήματα, είναι πλήρως ικανοποιημένη, δεν διατηρεί αξίωση από την επίδικη αυτή αιτία και ουδέποτε θα επανέλθει να διεκδικήσει μία ώρα υπερωριακή απασχόληση την ημέρα, η αξία της οποίας δεν υπερβαίνει μηνιαίως τα 600 ευρώ, από τη στιγμή που της καταβάλει παραπάνω 1.800 ευρώ περίπου το μήνα. Η καταβολή τέτοιου ύψους χρηματικού ποσού πέραν του νομίμου και μάλιστα υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης, προς κάλυψη της αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, η οποία ήταν σταθερή και δεν υπερέβαινε τις δύο ώρες ημερησίως σε συνδυασμό με τη στάση της ενάγουσας, η οποία απολάμβανε από την έναρξη της απασχόλησής της το έτος 2008 έως και τη στιγμή της απόλυσής της, τις επαρκέστατες αμοιβές της εναγομένης, μη θέσεως εκ μέρους της θέματος υπερωριακής απασχόλησης ενόψει της λήψεως των ανωτέρω μεγάλου ύψους αμοιβών, καθώς ο τρόπος αμοιβής της αυτός, δια του κλειστού μισθού, ήταν πιο συμφέροντες από την καταβολή σε αυτήν των τακτικών αμοιβών που θα λάμβανε εάν πληρωνόταν τις υπερωρίες ξεχωριστά χωρίς ενσωμάτωση στο μισθό της, σε καμία περίπτωση δεν θα λάμβανε χώρα εάν η εναγομένη είχε την υπόνοια ότι η ενάγουσα δεν ήταν ευχαριστημένη με τον ως άνω τρόπο αμοιβής της. Η δε λήψη από την ενάγουσα για το επίδικο χρονικό διάστημα επιπλέον της νόμιμης αμοιβής της ποσού 96.696,60 (= 1.859,55 ευρώ Χ 13 μισθούς Χ 4 έτη) ευρώ, δεν θα λάµβανε χώρα εάν υπήρχε υπόνοια εκ µέρους της εναγοµένης, ότι η ενάγουσα όχι µόνο θα διεκδικούσε δύο ώρες εργασίας άνω του οκταώρου αλλά και θα λάµβανε και ως βάση υπολογισµού της αµοιβής της υπερωριακής απασχόλησής της και τις ανωτέρω υπέρτερες αποδοχές που της κατέβαλε, προς διεκδίκηση διπλάσιου σχεδόν κόστους της υπερωριακής εργασίας. Η μεταγενέστερη επιδίωξη των αξιώσεων αυτών συνιστά σε κάθε περίπτωση καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, καθόσον υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος κατά την έννοια της διάταξης αυτής δεδοµένου ότι α) είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι οι απαιτήσεις αυτές (για την πέραν του 8ώρου απασχόλησή της) θα καλύπτονταν (συμψηφίζονταν) με την καταβολή σ΄ αυτήν αποδοχών μεγαλύτερων (υπέρτερων) αυτών που προβλέπονταν από τις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, β) είχε γίνει αποδεκτό και από την ίδια την ενάγουσα ότι οι υπέρτερες των νομίμων αποδοχές που λάμβανε κάθε μήνα αποτελούσαν το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών της που περιλάμβανε και τις αποδοχές για τις προαναφερόμενες αιτίες, χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε αντίρρηση μέχρι την άσκηση της αγωγής, γ) ουδέποτε ασκήθηκαν οικονομικές διεκδικήσεις από την ενάγουσα που προέβαινε σε οικονομικές διεκδικήσεις υπέρ τρίτων και ενίοτε και υπέρ του εαυτού της για διεκδίκηση ακόµη και ποσού της τάξεως των επτά (7) ευρώ, δηµιουργώντας την εδραία πεποίθηση στην εναγοµένη ότι θα έθετε υπόψη της (εναγομένης) οιαδήποτε αντίρρησή της ως προς τον τρόπο καταβολής και το ύψος της αµοιβής της και συνεπώς ότι δεν έχει σχετικό δικαίωμα, δ) η επί µακρό χρόνο καταβολή εκ µέρους της εναγοµένης στην ενάγουσα τριπλάσιων των νοµίµων αποδοχών, προφανώς τελεί σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούµενη συµπεριφορά της ενάγουσας που επιθυµούσε την απολαβή των ανωτέρω αµοιβών, ε) µε την άσκηση του δικαιώµατος της ενάγουσας επιχειρείται η ανατροπή της κατάστασης που δηµιουργήθηκε στο πλαίσιο της οµαλής εργασιακής σχέσης και η πρόκληση στην εναγοµένη, αντίστοιχου µε την αµοιβή της υπερωριακής εργασίας ποσού, επαχθών συνεπειών, που είναι η επιβολή σε αυτήν πρόσθετης υποχρέωσης για καταβολή αµοιβής για εργασία που ήδη έχει ικανοποιηθεί και µε το παραπάνω, εµφανίζουσα πλέον αυτήν ως οφειλέτρια µολονότι ανταποκρινόταν στις οικονοµικές της υποχρεώσεις απέναντί της (ενάγουσας), προξενώντας δυσµενείς επιπτώσεις στην οικονοµική της ζωή, πλήττοντας τη φήµη της δια της δηµιουργίας της εντύπωσης ότι δεν καταβάλει σε εργαζόμενους της τα νόµιµα. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα η άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας, καθίσταται καταχρηστική, σύμφωνα και με όσα ορίζονται ανωτέρω στη νομική σκέψη της παρούσας, ως υπερβαίνουσα προφανώς τα κατά το άρθρο 281 του ΑΚ όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το εν λόγω κονδύλιο της αµοιβής της υπερωριακής εργασίας ως ασκούµενου δια της ένδικης αγωγής κατά κατάχρηση δικαιώµατος, δεκτής γενοµένης ως ουσία βάσιµης της σχετικής ενστάσεως της εναγοµένης, την οποία προέβαλε πρωτοδίκως την οποία επαναφέρει νομίμως, στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, ορθά, κατ΄ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ΄ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει διάφορη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ο σχετικός λόγος της από 1-3-2017 (αρ. καταθ. …) εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή µόνο για το ποσό των 821,87 ευρώ ως δώρο Χριστουγέννων έτους 2015 και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει το ποσό αυτό από 1-1-2016 και έως εξοφλήσεως, απορριπτοµένων των λοιπών αγωγικών κονδυλίων που στηρίζονται και στις δύο αγωγικές βάσεις, την κύρια από την σύμβαση, αλλά και της επικουρικής του αδικαιολόγητου πλουτισµού, για τους ίδιους αναφερθέντες λόγος, µη κριθείσας της συµβάσεως εργασίας της ως άκυρης. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των οκτακοσίων είκοσι ενός ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (821,87 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από 1-1-2016 και έως εξοφλήσεως, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τις α) από 13-2-2017 (αρ. καταθ. .) και β) από 1-3-2017 (αρ. καταθ. ….) ένδικες εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει α) να απορριφθεί η από 1-3-2017 (αρ. καταθ. …..) έφεση, κατά τα λοιπά, ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, β) να γίνει δεκτή η από 13-2-2017 (αρ. καταθ. …..) έφεση ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της που αφορά, όπως προαναφέρθηκε, το κονδύλιο της υπερεργασίας της (ενάγουσας) για το χρονικό διάστημα από 15-7-2010 έως 31-12-2014, καθώς και ως προς τη διάταξη και τα κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν και όσα δεν μεταρρυθμίστηκαν, αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου η από 3-11-2015 (αρ. καταθ. …..) αγωγή ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγοµένης να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηµατικό ποσό των οκτακοσίων είκοσι ενός ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (821,87 ευρώ) µε το νόµιµο τόκο από την 1-1 του επόμενου έτους στο οποίο αφορά, ήτοι από 1-1-2016 και έως εξοφλήσεως. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε διαδίκου (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 13-2-2017 (αρ. καταθ. …..) και β) από 1-3-2017 (αρ. καταθ. ….) εφέσεις κατά της υπ΄ αρ. 282/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591, 614, 621 – 622 του ΚΠολΔ).

Απορρίπτει την από 1-3-2017 (αρ. καταθ. ..) έφεση ως απαράδεκτη, ως προς τον πρώτο λόγο αυτής.

Δέχεται, κατά τα λοιπά, τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 1-3-2017 (αρ. καταθ. ….) έφεση.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 13-2-2017 (αρ. καταθ. ….) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 282/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει την από 27-12-2012 (αρ. καταθ. ….) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγοµένης να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηµατικό ποσό των οκτακοσίων είκοσι ενός ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (821,87) ευρώ µε το νόµιµο τόκο από την 1-1-2016 και έως εξοφλήσεως.

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  11.9.2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ