Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 561/2018

Αριθμός 561/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 25-11-2016 (αρ. καταθ. ……………) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2098/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά της υπ΄ αρ. 3840/2009 μη οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), [η οποία, ως μη οριστική απόφαση (3840/2009), συμπροσβάλλεται αναγκαίως (άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ)], που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλίαν των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκαν η εκκαλούμενη απόφαση και η συμπροσβαλλόμενη (αναγκαίως) απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. το υπ΄ αρ. …… e-παράβολο και με κωδικό πληρωμής …… ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).

Με την από 23-8-2005 (αρ. καταθ. ……………) αγωγή του, κατόπιν περιορισµού του αιτήµατος αυτής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό στο σύνολό του που έγινε παραδεκτώς πρωτοδίκως, ο οποίος (περιορισµός) θεωρείται ως µερική παραίτηση, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ισχυρίστηκε ότι η εναγοµένη άσκησε σε βάρος του, ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 21-7-2005 (αρ. καταθ. …….) αγωγή της, δικάσιµος της οποίας ορίστηκε η 28-2-2008. Ότι ως προς το αναλυτικά αναφερόμενο σ΄ αυτήν (ένδικη αγωγή) ιστορικό της από 21-7-2005 αγωγής της (εναγοµένης), η αγωγή αυτή (από 21-7-2005) είναι δυσφηµιστική καθόσον με το δικόγραφο αυτής η εναγοµένη ισχυρίζεται για τον ίδιον γεγονότα ψευδή που µπορούν να βλάψουν την τιµή και την υπόληψή του τόσο την ατοµική όσο και την επαγγελµατική, τελώντας σε γνώση της αναλήθειάς τους και έχοντας την πρόθεση προς τούτο.  Ότι από την παράνοµη αυτή και υπαίτια συµπεριφορά της εναγοµένης υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε α) να αναγνωριστεί ότι η εναγοµένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 60.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το σε βάρος του τελεσθέν αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήµησης, µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής µέχρι την εξόφληση, β) την κήρυξη της απόφασης που θα εκδοθεί ως προσωρινά εκτελεστής και γ) την καταδίκη της στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 3840/2009 μη οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι αρκούντως ορισµένη και νόµιµη, πλην του αιτήµατος περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στο σύνολό της, το οποίο είναι µη νόµιµο, ανέβαλε τη συζήτηση της κρινόµενης αγωγής έως την αµετάκλητη περάτωση της δίκης επί της από 21-7-2005 αγωγής της εναγοµένης σε βάρος του ενάγοντος (αρ. καταθ. ……..) που εκκρεµούσε στο Πολυµελές Πρωτοδικείο Αθηνών (τακτική διαδικασία).  Με την υπ΄ αρ. καταθ. ….. κλήση του ενάγοντος, επαναφέρθηκε προς συζήτηση η ως άνω ένδικη (αρ. καταθ.  ……………) αγωγή του κατά της εναγοµένης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 2098/2016 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε αυτήν (ένδικη αγωγή). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη από 25-11-2016 (αρ. καταθ. ……………) έφεση με την οποία συμπροσβάλλεται αναγκαίως και η υπ΄ αρ. 3840/2009 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ο ηττηθείς ενάγων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (και η αναγκαίως συμπροσβαλλόμενη μη οριστική απόφαση), να του επιστραφεί το κατατεθέν παράβολο και να γίνει δεκτή στο σύνολό της, όπως περιορίσθηκε με τις προτάσεις, η ένδικη αγωγή του (εκκαλούντος).

Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, εκτός άλλων, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ και στην περίπτωση του άρθρου 57 του ΑΚ, το Δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέτοιο προστατευόμενο αγαθό είναι και η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην υπόληψη, εκτίμηση και αξία που αποδίδεται σ΄ αυτόν από τους άλλους και σε περίπτωση προσβολής της, με κάποια παράνομη ενέργεια, δικαιούται να απαιτήσει την άρση της και την παράλειψή της στο μέλλον, χωρίς τη συνδρομή υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη), η οποία, όμως, είναι αναγκαία προκειμένου περί ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης. Για την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης αυτής αρκεί κάθε είδος υπαιτιότητας, από δόλο ή από αμέλεια (ΟλΑΠ 2/2008). Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ` ενάσκηση δικαιώματος το οποίο όμως από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος (ΑΠ 50/2002, 831/2005). Προσβολή της προσωπικότητας συντελείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκφάνσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του προσβαλλόμενου, αφού τα έννομα αυτά αγαθά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις του ενιαίου δικαιώματος της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και η υπόληψη, δηλαδή η κοινωνική αξία κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι γι` αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου (ΑΠ 285/2012). Κατά δε το άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του (ΑΠ 1462/2005, ΑΠ 780/2005). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 920 του ΑΚ, όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το  επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει  με σαφήνεια ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι: α) η υποστήριξη ή η διάδοση αναληθών ειδήσεων. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους με επιχειρήματα υπέρ της αληθείας τους. Διάδοση δε είναι η απλή ανακοίνωσή τους. Η υποστήριξη ή η διάδοση των ειδήσεων μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, δηλαδή προφορικώς ή γραπτώς, με μαζικά μέσα ενημέρωσης ή μεμονωμένα, σε ένα ή περισσότερα άτομα κ.τ.λ. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε  περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και εκθέτουν σε κίνδυνο κατά το χρόνο της υποστηρίξεως ή διαδόσεως ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στην εν λόγω διάταξη αγαθά, ήτοι την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγόμενου. Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες, αναφερόμενες σε ορισμένα γεγονότα (δηλαδή συγκεκριµένα συµβάντα του εξωτερικού κόσµου, παρελθόντα ή παρόντα, υποπίπτοντα στις αισθήσεις και δεκτικά αποδείξεως, καθώς και συµπεριφορές ή συγκεκριµένες σχέσεις αναφερόµενες στο παρελθόν ή το παρόν) και  όχι  αόριστες  υπόνοιες  χωρίς αναφορά  σε ορισμένα γεγονότα, γιατί τότε δεν αποτελούν «ειδήσεις». Βεβαίως και οι απλές υπόνοιες εάν κριθεί ότι αντιβαίνουν στα χρηστά ήθη, υποχρεώνουν εκείνον  που  τις  διαδίδει  σε  ανόρθωση  της  ζημίας του θιγόμενου με βάση όμως το άρθρο 919 του ΑΚ. Περαιτέρω οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να αποδεικνύονται τελικώς και αναληθείς, δηλαδή ή να μη αληθεύει εξ ολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται αυτό παραποιημένο µε γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας. Αν το σχετικό γεγονός  αληθεύει δεν γεννάται θέμα εφαρμογής της παραπάνω διατάξεως (ΑΠ 1772/2006 ΧΡΙΔ 2007.129, ΕφΘεσ 443/2005 Αρµ. 2005.1722), είναι όμως πιθανόν να συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 919 του ΑΚ. β)  Γνώση  ή  υπαίτια  άγνοια  της  αναλήθειας. Δηλαδή αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις πρέπει να γνωρίζει ή υπαίτια  (ήτοι από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια των ειδήσεων. Σκοπός εξάλλου της διατάξεως είναι  γενικότερα η πρόληψη διαδόσεως αναληθών ειδήσεων,  γι΄ αυτό και δεν απαιτείται για την εφαρμογή της πρόθεση του διαδίδοντος να προξενήσει βλάβη στο θιγόμενο. Η ζημία του  βλαπτόμενου  προσώπου  πρέπει  να  προήλθε αιτιωδώς από τη διάδοση ή υποστήριξη των αναληθών ειδήσεων, γ) Κίνδυνος για την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του προσώπου. Οι διαδιδόμενες ή οι υποστηριζόμενες αναληθείς ειδήσεις πρέπει επιπλέον να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο πιο πάνω άρθρο αγαθά φυσικού  ή  νομικού  προσώπου. Δεν αρκεί, δηλαδή, η διαπίστωση ότι είναι αφηρημένα ικανές να εκθέσουν τα εν λόγω αγαθά σε κίνδυνο.  Ως πίστη του προσώπου νοείται η καλή γνώμη και υπόληψη που έχουν οι τρίτοι γι΄ αυτό σχετικά με την οικονομική και επαγγελματική του κατάσταση. Ως μέλλον αυτού νοείται η  οικονομική  και  επαγγελματική  του βελτίωση. Η πίστη, το μέλλον ή το επάγγελμα ενός προσώπου θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, όταν δημιουργούνται δυσμενείς παραστάσεις σε τρίτους και ειδικότερα σ΄ εκείνους με τους οποίους σχετίζεται, κοινωνικά, οικονομικά ή επαγγελματικά, δ) Ζημία. Τελευταία προϋπόθεση για την  ύπαρξη αξιώσεως από το άρθρο 920 του ΑΚ, είναι η απόδειξη (περιουσιακής) ζημίας, αιτιωδώς προκαλουμένης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά. Επίσης, ο θιγόμενος μπορεί με βάση το άρθρο 920 του ΑΚ να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την παραπάνω αδικοπραξία. Ο ενάγων πρέπει να αναφέρει στην αγωγή του και να αποδείξει όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις (ΕφΠατρ 1341/1990 ΕλλΔνη 1991.1335). Περαιτέρω, η προαναφερθείσα διάταξη ρυθμίζει μια ειδική μορφή αδικοπραξίας, με σκοπό την προστασία της οικονομικής υπόστασης των ατόμων από ζημιές που θα μπορούσαν να προκληθούν με την υποστήριξη ή διάδοση αναληθών γεγονότων (ειδήσεων), τα οποία εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον τους. Η ίδια προστασία θα μπορούσε να παρασχεθεί και με βάση το άρθρο 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 57 του ΑΚ (υπαίτια προσβολή του απόλυτου δικαιώματος στην προσωπικότητα) αλλά η ρύθμιση του θέματος με ειδική διάταξη κρίθηκε αναγκαία, ώστε να μη δημιουργηθούν αμφισβητήσεις, για το αν τα προστατευόμενα από το άρθρο 920 του ΑΚ αγαθά αποτελούν ή όχι εκφάνσεις του γενικού και απόλυτου δικαιώματος στην προσωπικότητα (Φίλιου: Ενοχ. Δικ., Ειδ. Μέρος, σελ. 608, Δεληγιάννη-Κορνηλάκη: Ειδ. Ενοχικό Δικ., τόμος ΙΙΙ, παρ. 354). Όταν η υποστήριξη ή η διάδοση των αναληθών «ειδήσεων» γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 361, 362, 363 του ΠΚ (εξύβριση, δυσφήμηση απλή η συκοφαντική) είναι προφανές ότι και πάλι μπορεί να ζητηθεί αποζημίωση με βάση το άρθρο 914 του ΑΚ σε συνδυασμό με την ποινική διάταξη που παραβιάστηκε (Γεωργιάδη-Σταθόπουλου: Αστικός Κώδιξ, άρθρο 920, αρ. 9, Δεληγιάννη-Κορνηλάκη: ο.π.). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι εκείνος του οποίου προσβάλλεται η προσωπικότητα με δυσφημιστική διάδοση γεγονότων, δηλαδή συμβάντος ή περιστατικού παρόντος ή του παρελθόντος που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, το οποίο (δυσφημιστικό γεγονός) μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, δικαιούται να ζητήσει, εκτός άλλων, και την καταδίκη του υπαιτίου της δυσφημιστικής διαδόσεως, στην καταβολή χρηματικού ποσού προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή (ΕφΑθ 4056/1988 ΕλλΔνη 31.121, ΕφΑθ 10504/1986 ΕλλΔνη 28.1325). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη 361 παρ. 1 του ΠΚ «όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται ….», με τη διάταξη του άρθρου 362 του ίδιου Κώδικα «όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται….» και με τη διάταξη του άρθρου 363 του αυτού ως άνω Κώδικα «αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται….». Από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Η πράξη της δυσφήμησης περιλαμβάνει αντικειμενικώς μεν τον ισχυρισμό ή διάδοση από το δράστη ενώπιον τρίτου, με οποιοδήποτε τρόπο, για κάποιον άλλον γεγονότος, που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτού, υποκειμενικώς δε τη γνώση του υπαιτίου, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου (ΑΠ 538/2012, ΑΠ 271/2012, ΑΠ 19/2012, ΑΠ 109/2012). Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μεταδόσεως από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοινώσεως. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, το οποίο ανάγεται στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δυνατόν να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία έχει ως πηγή την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως, ακόμη δε και χαρακτηρισμός οσάκις, αμέσως ή εμμέσως, υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνο όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά τη διάταξη του άρθρου 361 του ΠΚ (ΑΠ 955/2011, ΑΠ 34/2010, ΕφΔυτΜακεδ 122/2014). Τέλος, το άρθρο 367 του ΠΚ ορίζει στην παρ. 1 αυτού: «Δεν αποτελούν άδικη πράξη α) οι δυσμενείς κρίσεις … καθώς και γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον …» και στη δεύτερη παράγραφο: «Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 (δηλαδή της συκοφαντικής δυσφήμησης) καθώς και β) όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξύβρισης και της απλής δυσφήμησης (άρθρα 361 και 362 του ΠΚ) αίρεται και στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Τέτοιο δε ενδιαφέρον έχει και κάθε πρόσωπο, που έχει τις κατάλληλες γνώσεις και προϋποθέσεις, να ενημερώσει υπεύθυνα την κοινή γνώμη για ζήτημα γενικότερης σημασίας που την αφορά. Έτσι είναι επιτρεπτές κρίσεις, εκδηλώσεις, δημοσιεύματα, σχόλια για την πληροφόρηση, ενημέρωση και κατατόπιση του κοινού συνοδευόμενα ακόμη και από οξεία κριτική και δυσμενείς χαρακτηρισμούς των προσώπων στα οποία αναφέρονται. Στην περίπτωση όμως, αυτή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδήλωσης δεν αίρεται και, συνεπώς, παραμένει η παρανομία ως συστατικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η άνω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμηση ή όταν από τον τρόπο ή τις περιστάσεις που έγινε αυτή προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξύβρισης, που, ως νομική έννοια, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής της τιμής άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για την δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος μολονότι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλλει την τιμή άλλου. Η τελευταία αυτή διάταξη (άρθρο 367 του ΠΚ) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. του ΑΚ. Επομένως, όταν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των ως άνω αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη του άρθρου 367 παρ. 2 του ΠΚ), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ 1940/2014, ΑΠ 500/2012, ΑΠ 447/2012, ΑΠ 34/2010). Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσης του παράνομου της προσβολής. Όμως, όπως προεκτέθηκε, ο άδικος χαρακτήρας της προσβλητικής συμπεριφοράς, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λ.π. και, συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 367 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή όταν η προσβλητική συμπεριφορά, περιέχει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης του άρθρου 363 του ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει ειδικός σκοπός εξύβρισης. Τέτοιος δε σκοπός εξύβρισης, εμφαίνεται στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής (εξυβριστικής ή απλής δυσφημιστικής) συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για να αποδοθεί όπως έπρεπε το περιεχόμενο της σκέψης του ενεργήσαντος προς προστασία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και όταν ο τελευταίος, αν και γνώριζε την έλλειψη της αναγκαιότητας του τρόπου αυτού, εντούτοις τον χρησιμοποίησε για να προσβάλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 179/2011, ΑΠ 1609/2009, ΑΠ 1496/2009, ΑΠ 1095/2009, ΑΠ 1462/2005 ΕλλΔνη 47.187, ΑΠ 1573/2005 ΕλλΔνη 47.840). Η προβολή δε από τον προσβληθέντα περίπτωσης από το άρθρο 367 παρ. 2 του ΠΚ αποτελεί αντένσταση κατά της από το άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ ένστασης (ΑΠ 354/2012, ΑΠ 195/2007, ΑΠ 391/2006 ΧΡΙΔ 2006.596, ΑΠ 1395/2005, ΑΠ 387/2005, ΑΠ 167/2000 ΕλλΔνη 41.771, ΕφΑθ 1143/2016).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες  (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της εναγομένης, …, (ο ενάγων δεν ζήτησε την εξέταση μάρτυρά του) που εξετάστηκε κατά τη δικάσιμο της 16-10-2015 στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη (υπ΄αρ. 2098/2016) πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως (της δικασίμου της 16-10-2015) του ίδιου (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (πρβλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), [σημειώνοντας ότι η εφεσίβλητη στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως (της 16-10-2015), καλυπτόμενες από την υπογραφή της (αυτοπροσώπως παρασταθείσας εφεσίβλητης), και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Από τον Ιανουάριο του 2004 η εναγοµένη, Δικηγόρος, έχει αναλάβει τη νομική εκπροσώπηση του …… σε όλες τις υποθέσεις αστικής αλλά και ποινικής φύσεως που έχει με αντίδικο την εν διαστάσει σύζυγό του ….., ενώ η τελευταία, για τον ίδιο σκοπό, έχει νομικό παραστάτη τον ενάγοντα, Δικηγόρο, από το έτος 2000 και εφεξής. Η έγγαμη συμβίωση των εντολέων των ως άνω διαδίκων-Δικηγόρων διασπάστηκε οριστικά την 5-9-2000, έκτοτε δε υπάρχει σφοδρή αντιδικία για τα θέματα της επιµέλειας και διατροφής των κοινών τους τέκνων. Στο πλαίσιο της αντιδικίας αυτής ο ……., μη διάδικος στην παρούσα δίκη, εξετασθείς μάρτυρας, κοινοποίησε, στις 16-5-2005, στην εν διαστάσει σύζυγό του, (………) και στους γονείς της (…… και …..) επίσης μη διαδίκους στην παρούσα δίκη, την από 20-4-2005 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση με την οποία την καλούσε να σταματήσουν την μεταξύ τους αντιδικία και να συζητήσουν για την εξεύρεση της πλέον ενδεδειγμένης λύσης για το συμφέρον των τέκνων τους. Στην εν λόγω εξώδικη δήλωση – πρόσκληση ο …. …, αναφερόµενος µεταξύ άλλων και για το Δικηγόρο της συζύγου του, ……., (ήδη ενάγοντα-εκκαλούντα), διέλαβε επί λέξει τα εξής: «…. µε καταταλαιπωρήσατε µε σωρεία δικογράφων- αγωγών και µηνύσεων-δίχως λόγο, εξακoλoυθείτε να συνεχίζετε τους δικαστικούς αγώνες σας, µε τις παραστάσεις του πληρεξουσίου δικηγόρου σας κ. ….., στον οποίον απευθύνομαι συνεχώς ζητώντας να σταματήσει τα δικαστήρια διότι είναι όλα άσκοπα και εις βάρος κυρίως των οικονομικών μας και της προσοχής που πρέπει να έχουμε προς τα παιδιά μας … Με απλά λόγια, κάνατε τα πάντα δια να επιτύχετε την πλήρη εξόντωσή μου, τόσο εσείς όσο και ο πληρεξούσιος δικηγόρος σας … Ο δικηγόρος σας αρνείται συνεχώς στις επίμονες παρακλήσεις μου να μου δώσει το τηλέφωνό σας προς τελευταία προσπάθεια λύσεως των προβλημάτων μας και μάλιστα έχει το θράσος να με ειρωνεύεται χαμογελώντας «τι το θέλεις για να της στείλεις κανένα γραμματάκι!!!» … ο πληρεξούσιος δικηγόρος σας, τον οποίον αφήσατε εν λευκώ να δημιουργεί δικαστήρια και να παρίσταται στις αίθουσες χωρίς να ιδρώνει το αυτί του, όπως λέει η παροιμία … εισέρχεται στις δικαστικές αίθουσες χωρίς την παρουσία σας … και φεύγει με ειρωνικό χαμόγελο… Στις 4/2/2004 ο πληρεξούσιος δικηγόρος σας εντός του κτιρίου 9 μου έδωσε το χέρι αφού συνέταξε µία δήλωση αποδοχής εφέσεως ενώπιον της δικηγόρου µου και της αδελφής µου να την υπογράψω ώστε να πάρετε το σπίτι των παιδιών. ΕΝΑ ΕΙΔΟΣ ΕΚΒΙΑΣΜΟΥ και σας ερωτώ. ΤΑΞΑΤΕ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΣΑΣ ΔΙΑ ΑΥΤΟ ΠΑΣΧΙΖΕΙ ΜΕ ΚΑΘΕ ΤΡΟΠΟ ΝΑ ΤΟ ΑΡΠΑΞΕΙ (ή µε τον ένα τρόπο η µε τον άλλο) …. ενώ ο άλλος τρόπος που σοφίστηκε ο δικηγόρος σας είναι να αποσπάσει χρήµατα και να προσπαθήσει να µε καταστρέψει µε τις δυο προσωπικές ψευδέστατες αγωγές που έχει ασκήσει εις βάρος µου …». Σε απάντηση στην ανωτέρω εξώδικη δήλωση ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ως πληρεξούσιος Δικηγόρος της …… κοινοποίησε στον ….. αλλά και στην πληρεξούσια Δικηγόρο του (ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη) την από 22-6-2005 εξώδικη δήλωση στην οποία διαλαµβάνει, µεταξύ άλλων, και τα εξής: «Την 16η Μαΐου 2005 κοινοποιήσατε ο α΄ εξ υµών (…..) την από 20.4.2005 εξώδικη δήλωση – πρόσκλησή σας πρoς τους ….., …. και …… Σε πλείστα όσα σηµεία του ως άνω κοινοποιηθέντος εγγράφου, αναφέρεστε και εις εµέ προσωπικά, δυσφηµώντας µε, αφού µε παρουσιάζετε ως δικηγόρο εµπαθή και υπαίτιο των ανοιγεισών δικών µεταξύ υµών και της εντολέως µου .., ενώ γνωρίζετε ότι το αληθές και η γενεσιουργός αιτία είναι οι δικές ενέργειες και παραλείψεις .. » Για την εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, ειδικότερα, ως πληρεξούσια Δικηγόρο του ……., ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ανέφερε τα εξής: « …. Το εάν ιδρώνει το αυτί µου ή όχι, και αυτό δεν είναι θέµα που πρέπει να σας απασχολεί, όµως οφείλετε τόσο εσείς όσο και η συντάκτης δικηγόρος σας, να επιδεικνύετε τον δέοντα σεβασµό προς το λειτούργηµα του δικηγόρου … Ουδέποτε έκανα εκβιασµό. Ουδέποτε µου έταξαν το σπίτι των παιδιών, το οποίο … δεν υπάρχει και η νοµική δυνατότητα να «αρπαχθεί» όπως καλώς οφείλει να γνωρίζει η δεύτερη από εσάς (αναφέρεται στην ……… ήδη εναγοµένη), η οποία και συνέταξε την εξώδικη δήλωση. Η επικαρπία όπως αντιλαµβάνεστε, που είναι επίδικη, δεν είναι των παιδιών σας, αλλά ανήκει στην εντολέα µου, και ως εκ τούτου και αν ακόµα ήµουν άρπαγας, έκφραση για την οποία θα κληθείτε να λογοδοτήσετε, και πάλι δεν θα µπορούσα να πάρω το σπίτι, και φυσικά τούτο γνωρίζει και η συντάκτης του εξωδίκoυ σας…. Η διαστρέβλωση της αλήθειας, τόσο από εσάς, όσο και από τη δικηγόρο σας, ήταν η πρότασή µου, να παύσει κάθε προσωπική επικοινωνία αµφοτέρων προς εµένα …. Έτι όµως περαιτέρω διαπίστωσα και µία πλαστοπροσωπία, και πλαστογραφία που διεπράχθη στην κατατεθείσα Αίτηση – Γνωστοποίηση την 28-1-2004 στην Εισαγγελέα κ. …., όπου υπογράφεται από τρίτο άτοµο και όχι από τον ….. η άνω αίτηση γνωστοποίηση, και εγχειρίστηκε στην Γραµµατέα κ. .. και την Εισαγγελέα .. από την δεύτερη από εσάς (εννοεί τη . ….-ήδη εναγομένη), εµφανισθείσα ως «…..», τη στιγµή που εγώ δεν είχα καν πρόσβαση να λάβω έστω και ένα έγγραφο, εκεί δέχονται έγγραφο υπογεγραµµένο από τρίτο άτοµο, και στην πράξη εγχειρίσεως, και ενώ φαίνεται ο …… ότι το εγχειρίζει, η υπογραφή ανήκει στη δεύτερη από εσάς. Σας καλώ, αµφότερους, να µου γνωρίσετε τινος, ποιος έχει υπογράψει κάτω από την ένδειξη «Ο δηλών αναφέρων και αιτών» «……» και κατά ποίον τρόπο η δεύτερη από εσάς, υπέγραψε στη θέση ο εγχειρίσας, δίχως να αναφέρεται ότι την εγχειρίζετε εσείς, ούτε αναφέρεται κάποια εξoυσιoδότηση, ούτε αναφέρεσθε ως πληρεξουσία δικηγόρος. Ωσαύτως η δεύτερη από εσάς, να σταµατήσει τις προσωπικές επιθέσεις εναντίον μου στα ακροατήρια….». Εκτός από την προαναφερόµενη από 22-6-2005 εξώδικη δήλωση επί της από 20-4-2005 εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης του … ο ενάγων, ήδη εκκαλών, την 13-7-2005, άσκησε παράλληλα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε βάρος του …… και της πληρεξούσιας Δικηγόρου του –(ήδη εναγοµένης-εφεσίβλητης)- την από 13-7-2005 (αρ. καταθ. …….) αγωγή, στην οποία αφού παραθέτει το κείµενο της από 20-4-2005 εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης του ……, χαρακτηρίζει το περιεχόµενο του εν λόγω εξωδίκου ψευδές και δυσφηµιστικό για τον ίδιο και επικαλούµενος εξ αυτού προσβολή της προσωπικότητας του ζήτησε την χρηµατική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της αδικοπρακτικής συµπεριφοράς των εναγοµένων. Στην εν λόγω αγωγή όσον αφορά ειδικότερα την δεύτερη των εναγοµένων (ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη) ο Δικηγόρος …… (ήδη ενάγων-εκκαλών) ανέφερε επί λέξει τα εξής: «Τα περιλαµβανόµενα στην εξώδικη ανωτέρω, όσον αφορούν τον εαυτό µου, είναι δυσφηµιστικά και συκοφαντικά εις βάρος µου, και δεν έχει κανένα δικαίωµα να ασχολείται µε το δικηγόρο της αντιδίκου του, ο οποίος προσπαθεί µε τον καλύτερο τρόπο να διεκπεραιώσει τις εντολές των πελατών του. Ούτω συνεπικουρούµενος από την δεύτερη εναγοµένη, στην εγγραφή και τη διόρθωση του κοινοποιηθέντος εξωδίκoυ, αδικοπρακτεί διαρκώς σε βάρος µου, όπως έχει πράξει κατ΄ επανάληψη στο παρελθόν, και µέχρι κάποιο χρονικό σηµείο, τον συγχωρούσα, αλλά δυστυχώς όξυνε την συµπεριφορά του εναντίον µου… Και οι επόµενοι ισχυρισµοί που προβάλλουν είναι άκρως συκοφαντικοί, και αποτελούν προσβολή της προσωπικότητάς µου, καθόσον εμπεριέχουν υποτιµητικούς χαρακτηρισµούς για εµένα τόσο ως ανθρώπου αλλά και ειδικότερα ως δικηγόρου, οι οποίοι δεν συνάδουν με το λειτούργημα που ασκώ… Δεν είναι του χαρακτήρα μου, ούτε η θρασύτητα, ούτε η ειρωνεία, και δεν απαντώ ποτέ στις ερωτήσεις του, διότι στο παρελθόν, άλλα συζητούσαµε και άλλα µετέφερε στα δικαστήρια, δια τον ίδιο λόγο δε, ζήτησα από την δευτέρα εναγοµένη να µην µου απευθύνει το λόγο, και ό,τι αίτηµα έχουν να µου το διαβιβάζουν είτε µε εξώδικα, ή µε Φαξ ή µε το ηλεκτρονικό ταχυδροµείο, κάτι που φυσικά δεν έκαναν µέχρι σήµερα, εκτός από την λασπολογία σε βάρος µου, ωσάν να είµαι εγώ ο αντίδικος του εναγοµένου… Στην εξώδικη πρόσκληση, που απηύθυνα στους εναγόµενους, τους ζήτησα να σταµατήσουν τις απειλές και τα τελεσίγραφα, διότι εγώ θα συνεχίσω να θεραπεύω το λειτούργηµα µου …. δεν υπάρχει και η νοµική δυνατότητα «να αρπαχθεί» το σπίτι, όπως καλώς οφείλουν να γνωρίζουν οι εναγόµενοι, διότι ούτε άρπαγας είµαι, ούτε νοµικά υπάρχει η ευχέρεια… Ούτε την επικαρπία θα µπορούσα να πάρω, ακόµα και εάν ευδοκιµούσε η αγωγή για την ακύρωση του πληρεξουσίου, διότι ως γνωστό η επικαρπία είναι αµεταβίβαστη, και ως εκ τούτου και αν ακόµα ήµουν άρπαγας, και πάλι δεν θα µπορούσα να πάρω το σπίτι, και φυσικά τούτο γνωρίζουν αµφότεροι οι εναγόµενοι, και προβαίνουν σε αυτή την ενέργειά τους µε προφανή το σκοπό τους για την κατασυκοφάντησή µου, ώστε να αγανακτήσουν και δυσανασχετήσουν οι εντολείς µου, και να µε αντικαταστήσουν, ώστε να µην έχουν τη δέουσα νοµική συµπαράσταση… Ενόψει των συνθηκών που έγινε η αδικοπραξία, ήτοι µε την κατασυκοφάντησή µου, … το είδος της αδικοπραξίας, εγκείµενη στην εξύβριση, τη συκοφαντική µου δυσφήµηση και την προσβολή της προσωπικότητός µου, την βαρύτητα της προσβολής, … δεδοµένου ότι ούτοι, στράφηκαν και εναντίον µου προσωπικά βάλλοντες κατά του επαγγέλµατος µου … υπέστην ηθική βλάβη και επομένως πρέπει να µου επιδικασθεί για χρηµατική μου ικανοποίηση, το ποσό των 60.000 E…». Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 4004/2007 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που αφενός απέρριψε αυτή ως προς την …. (ήδη εναγοµένη-εφεσίβλητη) κρίνοντας ότι δεν αποδείχθηκε η σύµπραξη της στη σύνταξη της ως άνω εξώδικης δήλωσης του …… µε ιδιόχειρες διορθώσεις επ’ αυτής και αφετέρου έκανε αυτή εν µέρει δεκτή ως προς τον … υποχρεώνοντάς τον να καταβάλει το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος από τις αναφερόµενες σε αυτή προσβλητικές φράσεις που διέλαβε στο ως άνω εξώδικο. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι η εναγοµένη, ήδη εφεσίβλητη, προέβη στην άσκηση της από 21-7-2005 (υπ΄ αρ. ……2005) αγωγής κατά του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζητώντας να υποχρεωθεί ο τελευταίος να της καταβάλει χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς της και να υποχρεωθεί σε άρση και παράλειψη κάθε τέτοιας προσβολής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, η υπ΄ αρ. 2493/2010 οριστική απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε αυτή κατ΄ ουσίαν, κατά παραδοχή της στηριζομένης στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ ένστασης που είχε προβάλει ο εναγόµενος, ήδη ενάγων-εκκαλών, κρίνοντας ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ότι τα αναφερόµενα στην από 22-6-2005 εξώδικη δήλωση του …., ήδη ενάγοντος-εκκαλούντος καθώς και στην από 13-7-2005 (αρ. καταθ. ………) αγωγή του, δεν απέβλεπαν σε συκοφάντηση της ενάγουσας, ήδη εναγομένης-εφεσίβλητης, ….., αλλά διελήφθησαν από τον εναγόµενο, ήδη ενάγοντα-εκκαλούντα, υπολαμβάνοντας αυτός δικαιολογηµένα τη σύµπραξη της ως άνω πληρεξoύσιας Δικηγόρου στη σύνταξη της από 20-4-2005 εξώδικης δήλωσης του εντολέως της, µε σκοπό να αποκρούσει τις προσβλητικές για την προσωπικότητά του εκφράσεις που περιέχονταν σε αυτήν. Προσέτι δε ως προς τον φερόµενο ως δυσφηµιστικό ισχυρισµό για πλαστογραφία εκ μέρους της τότε ενάγουσας, ήδη εναγομένης-εφεσίβλητης, κατά την εγχείριση της από 28-1-2004 αίτησης κρίθηκε ότι δεν απέβλεπε σε δυσφήμηση της τότε ενάγουσας, ήδη εναγομένης-εφεσίβλητης, δοθέντος µάλιστα και ότι η ίδια είχε δηλώσει ότι υπέγραψε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών την πράξη εγχείρισης ενός εγγράφου, ενόψει του ότι ο εντολέας της ……. έπρεπε να αποχωρήσει λόγω κάποιου προβλήµατος που ανέκυψε σε σχέση µε τα παιδιά του. Περαιτέρω κατόπιν άσκησης της από 29-7-2010 (αρ. καταθ. …..) έφεσης της ενάγουσας, ήδη εναγομένης-εφεσίβλητης, ……, κατά της ανωτέρω (υπ΄ αρ. 2493/2010) απόφασης του πρωτοβάθµιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 6763/2013 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ΄ ουσία την έφεση, κρίνοντας ότι το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο, το οποίο, µε την εκκαλουµένη απόφαση του κατέληξε στην ίδια (με αυτό δευτεροβάθμιο Δικαστήριο) κρίση και απέρριψε την ένδικη αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιµη, ορθά ερµήνευσε και εφάρμοσε το νόµο και ορθά εκτίµησε τις αποδείξεις, και τα ενάντια υποστηριζόµενα από την εκκαλούσα, ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη, µε την ένδικη από 29-7-2010 έφεσή της, έπρεπε να απορριφθούν ως αβάσιµα. Ειδικότερα έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι δεν αποδείχθηκε η τέλεση συκοφαντικής δυσφήµησης από τον εναγόµενο-εφεσίβλητο, ήδη ενάγοντα-εκκαλούντα, ούτε απλής δυσφήμησης της ενάγουσας, ήδη εναγομένης-εκκαλούσας, αφού ο εναγόμενος-εφεσίβλητος, ήδη ενάγων-εκκαλών, προβάλλοντας τους επίδικους ισχυρισμούς, ενήργησε από το δικαιολογηµένο ενδιαφέρον του να αποκαταστήσει την τιµή και την υπόληψή του και να προφυλάξει την προσωπικότητά του και µε την ένδικη εξώδικη και αγωγή του επεδίωξε να αποκαταστήσει την αληθή των πραγµάτων κατάσταση, όσον αφορά το πρόσωπό του και την ακεραιότητά του κατά την άσκηση του λειτουργήµατός του και πάντως όχι µε σκοπό να βλάψει την τιµή και υπόληψη της τότε ενάγουσας, ήδη εναγομένης-εφεσίβλητης.

Το ως άνω Δικαστήριο, με την υπ΄ αρ. 6763/2013 απόφασή του έκρινε επίσης, ότι τα διαλαµβανόµενα στα ανωτέρω έγγραφα δεν υπερέβαιναν το αναγκαίο µέτρο για την εκδήλωση του ανωτέρω δικαιολογηµένου ενδιαφέροντος, οπότε και όπως βασίµως διατεινόταν ο εναγόµενος, ήδη ενάγων-εκκαλών, µε σχετική ένστασή του, τυγχάνει εφαρµογής η διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1, περ. γ΄ και δ΄ του ΠΚ, που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της δυσφήµησης. Ότι εξάλλου στα ένδικα έγγραφα, δεν περιέχονται εξυβριστικοί για την ενάγουσα, ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη, ισχυρισµοί, από δε τον τρόπο εκδήλωσης και από τις περιστάσεις δεν προκύπτει ούτε σκοπός εξύβρισης της ενάγουσας, ήδη εναγομένης-εφεσίβλητης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιµής αυτής. Τέλος, δε το ως άνω Δικαστήριο, με την προαναφέρομενη (υπ΄ αρ. 6763/2013) απόφασή του έκρινε ότι κατά παραδοχή της σχετικής εκ του άρθρου 367 του ΠΚ ένστασης του εναγοµένου, ήδη ενάγοντος-εκκαλούντος, δεν συντρέχει περίπτωση ευθύνης αυτού ούτε για απλή δυσφήµηση ή εξύβριση και ότι εντεύθεν, δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική συµπεριφορά του εναγοµένου, ήδη ενάγοντος-εκκαλούντος, ούτε συµπεριφορά προσβλητική της προσωπικότητας της ενάγουσας, ήδη εναγομένης-εφεσίβλητης, καθώς και ότι απορριπτόµενης της ιστορικής βάσης της αγωγής περί αδικοπραξίας, πρέπει συνακόλουθα να απορριφθεί ως μη νόμιμο και το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στην ενάγουσα, ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη, και επομένως ότι η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ειδικότερα το ως άνω Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 6763/2013 απόφασή του δέχθηκε ότι το περιεχόµενο του από 20-4-2005 εξωδίκου του .. .. και ιδίως οι διαλαµβανόµενες για τον Δικηγόρο ….. (εναγόμενο, ήδη ενάγοντα-εκκαλούντα) φράσεις όπως «αποκορύφωµα της υπέρβασης της ανθρώπινης παρεκτροπής», «δεν υπάρχει όριο και φραγµός», «ένας είδος εκβιασµού», «ο τρόπος που σοφίστηκε ο δικηγόρος σας για να αποσπάσει χρήµατα», είναι ιδιαίτερα καταφρονητικές και µειωτικές της τιµής και υπόληψης του ως ανθρώπου αλλά και επαγγελµατία δικηγόρου και προσβάλλουν καταφανώς την προσωπικότητά του. Ότι ωσαύτως επί της προαναφερόμενης από 13-7-2005 αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αρ. 4004/2007 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, µε την οποία έγινε εν µέρει δεκτή η αγωγή ως προς τον εναγόµενο ….., ενώ απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιµη ως προς την εναγοµένη, ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη, ……, µε την αιτιολογία ότι δεν προέκυψε ότι η εναγομένη, ήδη εναγομένη-εκκαλούσα, συνέπραξε στη σύνταξη της επίµαχης εξώδικης δήλωσης, απόφαση που κατέστη τελεσίδικη µε την έκδοση της υπ΄ αρ. 5635/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Το Εφετείο Αθηνών με την υπ΄ αρ. 6763/2013 απόφασή του δέχθηκε επίσης ότι ανεξαρτήτως των ανωτέρω απαλλακτικών για την ενάγουσα, ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη, αποφάσεων και της κρίσεως ότι η ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη, δεν συνέπραξε στη σύνταξη του αποσταλέντος από 20-4-2005 δυσφημιστικού για τον …., ήδη ενάγοντα-εκκαλούντα, εξωδίκου, δεν προέκυψε ότι ο ανωτέρω είχε άµεση γνώση, είτε ιδίαν είτε από σχετική πληροφόρηση, ότι η τότε ενάγουσα, ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη, δεν είχε συµπράξει στη σύνταξη και διόρθωση του εν λόγω εξωδίκου και ότι ανέφερε ψευδώς τα αντίθετα και εν γνώσει της αναληθείας τους στην από 22-6-2005 εξώδικη απάντησή του και στην από 13-7-2005 αγωγή του, για να διαδώσει συκοφαντικούς για την ενάγουσα, ήδη εναγομένη-εκκαλούσα με την ένδικη από 23-8-2005 αγωγή, ισχυρισµούς και να πλήξει την τιµή και υπόληψή της. Το Εφετείο Αθηνών με την ίδια υπ΄ αρ. 6763/2013 αμετάκλητη απόφασή του δέχθηκε ότι ο εναγόµενος, ήδη ενάγων-εκκαλών με την ένδικη από 23-8-2005 αγωγή, ευλόγως πίστευε ότι η ενάγουσα, ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη, ως πληρεξούσια Δικηγόρος του ……… και έχουσα νοµικές γνώσεις θα παρείχε στον εντολέα της σχετικές συµβουλές κατά τη σύνταξη και διόρθωση του επίµαχου από 20-4-2005 εξωδίκου, που απεστάλη σε αυτόν και στην εντολέα του. Περαιτέρω, δέχθηκε, όσον αφορά τον διαλαµβανόµενο στην από 13-7-2005 αγωγή ισχυρισµό του εναγομένου, ήδη ενάγοντος-εκκαλούντος, περί πλαστογραφίας, ήτοι ότι η υπογραφή στην έκθεση εγχειρίσεως της από 28-1-2004 αίτησης στην Εισαγγελέα .. δεν φέρει στην οικεία θέση την υπογραφή του …… που αναφέρεται στο κείµενο της εν λόγω έκθεσης ως εµφανισθείς και εγχειρίσας, αλλά υπογραφή τρίτου ατόµου, δεν αφίσταται της αληθείας, αφού όπως και η ίδια η ενάγουσα, ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη, συνομολογεί (σχετ. τα από 28-2-2008 πρακτικά συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σελ. 6 της ένδικης έφεσης) η υπογραφή αυτή στην έκθεση εγχειρίσεως δεν ανήκει στον ……. αλλά στην ίδια, διότι ο εντολέας της αποχώρησε για έκτακτους οικογενειακούς λόγους, και επομένως εύλογα ο εναγόμενος, ήδη ενάγων-εκκαλών, διερωτάται στην αγωγή του ποιος είναι ο θέσας την εν λόγω υπογραφή ενόψει και του ότι στο κείμενο της εκθέσεως δεν αναφέρεται ότι άλλο άτομο ενεργεί ως πληρεξούσιος του ……. Ενόψει των ανωτέρω, δέχθηκε το Εφετείο Αθηνών με την ως άνω υπ΄ αρ. 6763/2013 αμετάκλητη απόφασή του, ότι ο (με αυτή) εναγόµενος Δικηγόρος ……., ήδη ενάγων-εκκαλών, απέστειλε στην ενάγουσα, ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη, και τον εντολέα της … την από 22-6-2005 εξώδικη απάντηση και άσκησε σε βάρος τους την από 13-7-2005 αγωγή του, αιτούµενος χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, από την παράνοµη προσβολή της προσωπικότητάς τους, συνεπεία της προηγούµενης αποστολής από τον ….. του από 20-4-2005 δυσφηµιστικού για τον ίδιο (εναγόµενο, ήδη ενάγοντα-εκκαλούντα) εξωδίκου. Επίσης ότι όσα ανέφερε ο εναγόµενος, ήδη ενάγων-εκκαλών, στα εν λόγω έγγραφα είχε εύλογη πεποίθηση ότι είναι αληθή και δεν τελούσε σε πλήρη γνώση και επίγνωση ότι τα διαλαµβανόµενα στα έγγραφα αυτά ήταν ψευδή και ότι είχε την πρόθεση να καταθέσει και να διαδώσει ψευδή και συκοφαντικά για την ενάγουσα, ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη, περιστατικά, για να πλήξει την τιµή και την υπόληψη της, έναντι τρίτων, καθώς και ότι απεναντίας, µε βάση την εντύπωση που αυτός (εναγόµενος) είχε µέχρι τότε αποκοµίσει από την αντιδικία με τον εντολέα της ενάγουσας, ήδη εναγομένης-εφεσίβλητης, προέκυψε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο εναγόμενος, ήδη ενάγων-εκκαλών, ενεργούσε με πεποίθηση αληθείας για τα διαλαμβανόμενα και είχε εύλογα σχηματίσει την εν λόγω πεποίθηση και αντίληψη ότι η ενάγουσα, ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη, και ο εντολέας της, που ήταν σφοδρός αντίδικός του, διέδωσαν σε βάρος του τα προαναφερόµενα δυσφηµιστικά για τον ίδιο γεγονότα. Με βάση λοιπόν, όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι οι ισχυρισµοί που προβλήθηκαν µε την από 21-7-2005 (αρ. καταθ. ………), αγωγή της ήδη εναγοµένης-εφεσίβλητης κατά του ήδη ενάγοντος-εκκαλούντος ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δεν στοιχειοθετούν το αδίκηµα της συκοφαντικής δυσφήµησης. Τούτο δε διότι η εναγοµένη περιέγραψε στην ως άνω αγωγή τη σφοδρή αντιδικία που υφίσταται µεταξύ του εντολέως της και του ενάγοντος, υπολαµβάνοντας ότι ο τελευταίος θεωρεί ότι η αντιδικία αυτή έχει πλέον καταστεί και προσωπική του υπόθεση, αφενός λόγω των εξώδικων δηλώσεων και ενδίκων βοηθηµάτων στα οποία έχει ο ίδιος, ατοµικά, προβεί, αφετέρου δε λόγω του ότι τούτο είχε δηλώσει ρητώς και ο υιός του, …, προς τον …, την 12-7-2005, όταν ο τελευταίος τον είχε ρωτήσει για ποιο λόγο ο πατέρας του τού κοινοποιεί όλα αυτά τα δικόγραφα, ήτοι είχε απαντήσει ότι «είναι πλέον προσωπική υπόθεση του πατέρα µου». Περαιτέρω ο ισχυρισµός ότι ο ενάγων, ήδη εκκαλών, κοινοποιούσε στον εντολέα της (εναγομένης ήδη εφεσίβλητης) επιταγές προς εκτέλεση προς πληρωμή για δήθεν οφειλές του εντολέα της προς τη ……, αν και γνώριζε ότι η τελευταία οφείλει στον εντολέα της, προβλήθηκε από την εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, με το σκοπό διαφύλαξης των συμφερόντων του εντολέα της και όχι με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτού (ενάγοντος ήδη εκκαλούντος). Με την προαναφερόμενη δε υπ΄ αρ. 5635/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κρίθηκε τελεσίδικα ότι δεν προέκυψε ότι η τότε εναγομένη, ήδη εναγομένη-εφεσίβλητη, συνέπραξε στη σύνταξη της ως άνω εξώδικης δήλωσης, με ιδιόχειρες διορθώσεις επ΄ αυτής, όπως ο τότε ενάγων και ήδη ενάγων-εκκαλών ισχυρίζεται. Εξάλλου όσον αφορά τον ισχυρισμό της ήδη εναγομένης-εφεσίβλητης που προέβαλε με την από 21-7-2005 αγωγή της και αφορά το από 20-4-2005 εξώδικο του ήδη ενάγοντος-εκκαλούντος, δεν αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω είχε άμεση γνώση, είτε ιδίαν είτε από σχετική πληροφόρηση, ότι ο τότε εναγόμενος, ήδη ενάγων-εκκαλών, δεν γνώριζε ότι η ίδια δεν είχε συµπράξει στη σύνταξη και διόρθωση του εν λόγω εξωδίκου και ότι ανέφερε ψευδώς τα αντίθετα και εν γνώσει της αναληθείας τους στην από 21-7-2005 αγωγή της, για να διαδώσει συκοφαντικούς για τον ήδη ενάγοντα-εκκαλούντα ισχυρισµούς και να πλήξει την τιµή και υπόληψή του. Απεναντίας, η εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, ευλόγως πίστευε ότι ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ως πληρεξούσιος Δικηγόρος της ….., γνώριζε ότι η ίδια δεν παρείχε στον εντολέα της σχετικές συµβουλές κατά τη σύνταξη και διόρθωση του επίµαχου από 20-4-2005 εξωδίκου, που απεστάλη σε αυτόν και στην εντολέα του, αφού υπογράφτηκε μόνο από αυτόν. Επίσης, δεν στοιχειοθετείται ούτε το αδίκημα της απλής δυσφήμησης του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, αφού η εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, ενσωμάτωσε στην ως άνω αγωγή της το περιεχόμενο της από 13-7-2005 (αριθ. κατ. ……….) αγωγής του ενάγοντος και της από 22-6-2005 εξώδικης δήλωσης αυτού, χαρακτηρίζοντας αυτό ως συκοφαντικό για την ίδια και προσβλητικό της προσωπικότητάς της, ενεργώντας, από δικαιολογηµένο, κατ΄ αντικειµενική κρίση, ενδιαφέρον, να αποκαταστήσει την τιµή και υπόληψή της και να προφυλάξει την προσωπικότητά της και πάντως όχι µε σκοπό να βλάψει την τιμή και υπόληψη του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, ούτε να αμφισβητήσει τις νομικές του γνώσεις. Τα δε διαλαµβανόµενα στην ως άνω (από 21-7-2005) αγωγή της δεν υπερέβαιναν το αναγκαίο µέτρο για την εκδήλωση του ανωτέρω δικαιολογηµένου ενδιαφέροντος, οπότε και όπως βασίµως διατείνεται η εναγομένη µε σχετική καταλυτική της αγωγικής αξίωσης ένστασή της που προέβαλε νομίμως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναπροβάλλει με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, τυγχάνει εφαρµογής η διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ’ του ΠΚ, που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της δυσφήµησης, ήτοι η σχετική ένστασή της πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη. Εξάλλου στην από 21-7-2005 αγωγή δεν περιέχονται εξυβριστικοί για τον ενάγοντα, ήδη εκκαλούντα, ισχυρισµοί, από δε τον τρόπο εκδήλωσης και από τις περιστάσεις δεν προκύπτει, σε κάθε περίπτωση, ούτε σκοπός εξύβρισης του ενάγοντος, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιµής αυτού. Εποµένως, κατά παραδοχή της σχετικής εκ του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ ένστασης της εναγοµένης, ήδη εφεσίβλητης, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναλαμβάνει νομίμως στον παρόντα βαθμό, δεν συντρέχει περίπτωση ευθύνης αυτής ούτε για απλή δυσφήµηση ή εξύβριση, χωρίς, σε κάθε περίπτωση, να συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 367 παρ. 2 του ΠΚ, δεδομένου μάλιστα ότι ούτε ο ενάγων πρότεινε κατ΄ αντένσταση τέτοιο ισχυρισμό. Εντεύθεν, δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική συµπεριφορά της εναγοµένης, ήδη εφεσίβλητης, ούτε συµπεριφορά προσβλητική της προσωπικότητας του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη έννοια. Απορριπτόµενης δε της ιστορικής βάσης της αγωγής περί αδικοπραξίας, πρέπει συνακόλουθα να απορριφθεί και το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στον ενάγοντα, ήδη εκκαλούντα, και επομένως η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, δεχόμενο τη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 εδ. γ΄ του ΠΚ σχετική ένσταση που προέβαλε η εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ΄ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η εν μέρει ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ η καταψήφιση στα δικαστικά έξοδα του διαδίκου που νικήθηκε είναι συνέπεια της αρχής της ήττας, ενώ ο συμψηφισμός, εν όλω ή εν μέρει, των δικαστικών εξόδων γίνεται κατ΄ άρθρο 179 του ΚΠολΔ, και λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας που εμφανίζει η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών με τον σχετικό λόγο της έφεσής του ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να επιβάλλει σε βάρος της εφεσίβλητης, καθόσον αποδείχθηκαν τα γεγονότα που επικαλείται με την ένδικη αγωγή του, τα δικαστικά έξοδά του, ανερχόμενα, σύμφωνα με τον πίνακα αμοιβών, που προσκόμισε στο ποσό των 2.994,93 ευρώ. Με το περιεχόμενο αυτό ο ως άνω λόγος της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμoς. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, ορθά συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων, στο σύνολό της, κρίνοντας, χωρίς να υπάρχει, εκ μέρους της νικήσασας εναγομένης, λόγος εφέσεως, περί του αντιθέτου, ότι υφίσταται δυσχέρεια στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν, ενώ με βάση της αρχής της ήττας, ενόψει του ότι η ένδικη αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν θα μπορούσαν να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της. Το Δικαστήριο, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού (200) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως, με το υπ΄ αρ. ……. e-παράβολο και με κωδικό πληρωμής ……… ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ, στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας, (άρθρα 106, 183, 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 25-11-2016 (αρ. καταθ. ……………) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2098/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της αναγκαίως συμπροσβαλλομένης υπ΄ αρ. 3840/2009 μη οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. ……. e-παράβολο και με κωδικό πληρωμής …… ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  11 Σεπτεμβρίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ