Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 562/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός     562      /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η ένδικη από 12.5.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς  ……. και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …….  έφεση κατά της με αριθμό 2811/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε στο σύνολό της την από 16.11.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ….. περί καταβολής εργολαβικής αμοιβής και τιμήματος πωλήσεων αγωγή της εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 500, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 1 ΚΠολΔ, εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης που πραγματοποιήθηκε στις 12.4.2017 (βλ. τη με αριθμό ……..  έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….. ). Επομένως, εφόσον παραδεκτώς με την επίσπευση της εφεσίβλητης φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από τη διάταξη της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του Ν. 4446/2016, παράβολο (βλ. το υπ’ αριθμ. ……… ηλεκτρονικό παράβολο), πρέπει η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Με την πιο πάνω αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, στη νομιμότοκη από της επιδόσεώς της καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των εξήντα χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα λεπτών (60.478,80 €), το οποίο κατά τους ισχυρισμούς της αποτελούσε το ανεξόφλητο υπόλοιπο μείζονος απαιτήσεώς της προερχομένης από την προσήκουσα εκπλήρωση περισσοτέρων συμβάσεων έργου και πωλήσεως εφοδίων πλοίου, που συνήψε διαδοχικά κατά το χρονικό διάστημα από 8.8.2013 έως 15.10.2014 στον Πειραιά με την εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Μάλτας φορτηγού (Φ/Γ) πλοίου S., στο όνομα και για λογαριασμό της οποίας συμβλήθηκε η τρίτη – μη διάδικος και διαχειρίστρια του πλοίου αυτού εταιρία με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στις …….  και έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα.     Ειδικότερα, υποστήριξε ότι έναντι αρχικής οφειλής για τις πιο πάνω αιτίες συνολικού ύψους εκατόν δεκαεννέα χιλιάδων εκατόν ενενήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα λεπτών (119.198,80 €) παρέμεινε, μετά τις αναφερόμενες τμηματικές καταβολές της εναγόμενης, που συμποσούνται σε πενήντα οκτώ χιλιάδες επτακόσια είκοσι ευρώ (58.720 €), ανεξόφλητο Α] υπόλοιπο εργολαβικού ανταλλάγματος από την εκτέλεση μηχανολογικών επισκευών στο πιο πάνω πλοίο που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, συνολικού ύψους είκοσι μιας χιλιάδων εξακοσίων είκοσι ευρώ (21.660 €), Β] το σύνολο της αμοιβής της για την παροχή υπηρεσιών επισκευής του ίδιου πλοίου, που πραγματοποιήθηκε σε λιμένα της αλλοδαπής, ύψους τριάντα επτά χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα δύο ευρώ (37.932 €) και Γ] υπόλοιπο τιμήματος πωλήσεων υλικών και ανταλλακτικών, συνολικού ύψους οκτακοσίων ογδόντα έξι ευρώ (886 €). Η εναγομένη πρωτοδίκως αρνήθηκε αιτιολογημένα την οφειλή της που αντιστοιχούσε στο υπό στοιχ. Β ανωτέρω κονδύλιο με τον ισχυρισμό ότι η σχετική δαπάνη είχε συμφωνηθεί να βαρύνει εξ ολοκλήρου την ενάγουσα, επειδή οι βλάβες στο πλοίο της, των οποίων απαιτήθηκε η επισκευή στο εξωτερικό, είχαν προκληθεί από υπαιτιότητα των προστηθέντων της επισκευάστριας κατά τη διάρκεια προηγούμενων μηχανολογικών επ’ αυτού εργασιών που είχαν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα και εκτελέστηκαν πλημμελώς, ενώ ως προς τα λοιπά αγωγικά κονδύλια, των οποίων δεν αμφισβήτησε ούτε το ύψος ούτε την αιτία, προέβαλε ένσταση εξοφλήσεώς τους και, επικουρικώς, συμψηφισμού τους με απαιτήσεις της απορρέουσες από τον αναφερόμενο δοσοληπτικό λογαριασμό, που είχε συμφωνηθεί να τηρείται στα πλαίσια ενιαίας συμβάσεως με την οποία η προαναφερθείσα διαχειρίστρια του πλοίου S είχε αναθέσει στην ενάγουσα την επισκευή αυτού και έτερων δέκα [10] πλοίων, της πλοιοκτησίας άλλων εταιριών, οι οποίες ανήκαν, όπως και η διαχειρίστριά τους, στον ίδιο Όμιλο Επιχειρήσεων. Τέλος, υπέβαλε η εναγόμενη αίτημα αναστολής κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, της συζητήσεως της αγωγής μέχρις εκδόσεως αμετάκλητης απόφασης επί αγωγής που οι εταιρίες – μέλη του ως άνω Ομίλου είχαν ασκήσει κατά της ενάγουσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η έννομη σχέση που τη συνέδεε με τις πλοιοκτήτριες εταιρίες των ως άνω ένδεκα [11] πλοίων, επί των οποίων ανέλαβε την εκτέλεση μηχανολογικών εργασιών, ήταν εκείνη της ενιαίας σύμβασης έργου έναντι απολογιστικώς καθοριζόμενης εργολαβικής αμοιβής, καθώς και ότι από το συνολικό εργολαβικό λογαριασμό προέκυπτε χρεωστικό σε βάρος των πλοιοκτητριών εταιριών κατάλοιπο μικρότερο καθ’ ύψος από το χρηματικό αντικείμενο της ένδικης αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του θεώρησε αόριστες τις ενστάσεις της εναγομένης, τις οποίες απέρριψε ως απαράδεκτες και έκρινε ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα αναστολής της συζητήσεως της αγωγής, την οποία, μετά ταύτα, δέχθηκε στο σύνολό της ως βάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα και αιτιώμενη πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ζητεί με την ένδικη έφεση την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή της εφεσίβλητης ή, όπως εκτιμάται, να ανασταλεί κατά τα ανωτέρω η συζήτησή της.

ΙΙΙ. Στη διάταξη του πρώτου εδαφίου του υπό τον τίτλο «Αναστολή της συζήτησης έως το πέρας άλλης πολιτικής ή διοικητικής δίκης» άρθρου 249 του ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 524 § 1 αυτού εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης (ΕφΑθ. 7482/2007, Δνη 2008/534), ορίζεται ότι αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 1330/2017, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) και εφαρμόζεται όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εκκρεμοδικίας (ΑΠ 194/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η διακριτική εξουσία, με την αναβολή ή κατά νομική ακριβολογία την αναστολή (ΑΠ 215/1999, Δνη 1999/635) της ενώπιόν του δίκης, να προπαρασκευάσει την οριστική του απόφαση, ώστε αυτή να εναρμονιστεί με την κρίση που θα εκφερθεί σε άλλη δίκη μεταξύ των ιδίων ή άλλων προσώπων, που εκκρεμεί στο ίδιο ή σε άλλο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου θα κριθεί ζήτημα που ανακύπτει ως προδικαστικό στη δίκη που θα αναβληθεί, επειδή εμφανίζει δεσμό νομικής αναγκαιότητας με το αντικείμενο της δίκης αυτής, προκειμένου να επιτευχθεί ορθή εκτίμηση της υποθέσεως και, ταυτόχρονα, ασφαλέστερη και ταχύτερη διάγνωση της διαφοράς (ΑΠ 2066/1984 ΝοΒ 1985/1161, ΤριμΕφΔωδ. 11/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΔυτΜακ. 44/2011, Αρμ. 2012/1274, ΕφΑθ. 4634/2009, Δνη 2010/1054, ΕφΑθ. 909/2008, ΕφΑΔ 2009/321, ΕφΑθ. 5574/2004, Δνη 2007/545, ΕφΑθ. 6771/1999, Δνη 2000/1389, ΜονΕφΠειρ. 577/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν τέτοιος δεσμός ελλείπει (ΕφΔωδ. 119/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 1666/1998, Αρμ. 1998/728) ή αν η αναστολή της δίκης δεν θα εξυπηρετήσει την οικονομία της δίκης, επειδή θα επιβραδύνει τη διαδικασία (ΤριμΕφΑθ. 1147/2012, Δνη 2013/1092, ΕφΘεσ. 673/2009, ΕφΑΔ 2009/826), το σχετικό αίτημα απορρίπτεται (ΤριμΕφΠειρ. 45/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, η απορριπτική κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δε θεμελιώνει λόγο έφεσης (ΤριμΕφΛαρ. 292/2015, Δικογραφία 2016/75, ΤριμΕφΛαρ. 412/2012, Δικογραφία 2012/762, ΤριμΕφΘεσ. 457/2011, Αρμ. 2011/1022, ΕφΘεσ. 599/2007, Αρμ. 2007/1521, ΕφΑθ. 7228/2004, Δνη 2005/543, ΕφΔωδ. 219/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 10144/1995, Αρμ. 1996/189 = ΝοΒ 1996/225, ΜονΕφΠατρ. 144/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 80, σελ. 176, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1169, σελ. 306). Και τούτο διότι, αν και η παραβίαση δικονομικών διατάξεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτή του άρθρου 249 ΚΠολΔ (ΑΠ 1258/1986, ΝοΒ 1987/913), είναι δυνατόν να αποτελέσει σφάλμα του δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 520 του ιδίου αυτού Κώδικα (ΕφΑθ. 2575/2009, ΕΔΠ 2010/27, ΕφΠατρ. 1083/2006, ΑχΝομ. 2007/401, ΕφΑθ. 8667/2001, ΑρχΝ 2002/351, Αγ. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, Δνη 1992/1137), εντούτοις, η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, καθόσον η αναβολή δεν συνιστά υποχρέωση του δικαστηρίου αλλά απόκειται στην διακριτική του ευχέρεια, χωρίς μάλιστα το διατακτικό της αποφάσεώς του να θεμελιώνεται στην παραδοχή ή στην απόρριψη του αιτήματος αυτού. Εξάλλου, αν ο εκκαλών επαναφέρει στο εφετείο το αίτημα της κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ αναστολής της δίκης, που πρωτοδίκως απορρίφθηκε, ο σχετικός λόγος της έφεσής του, πέραν της νομικής αβασιμότητάς του, αποβαίνει απορριπτέος και ως απαράδεκτος στην περίπτωση κατά την οποία μέχρι τη συζήτησή της η άλλη δίκη, μέχρι το αμετάκλητο πέρας της οποίας ζητείται η αναστολή της δευτεροβάθμιας δίκης, έχει ήδη ανασταλεί με απόφαση του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμούσε κατ’ εφαρμογήν της ιδίας διατάξεως μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της δίκης της οποίας (εξακολουθεί να) ζητείται η αναστολή. Το απαράδεκτο εν προκειμένω παράγεται συνεπεία εκλείψεως του εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος, αφού η δικονομική κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την αναστολή της άλλης δίκης καθιστά πλέον το αίτημά του νομικά αδικαιολόγητο (πρόκειται για το δικονομικό φαινόμενο της υπερκεράσεως ή υπερδρομής περί του οποίου βλ. Γ. Ράμμο, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Ι, 1978, § 162, σελ. 414 και Ν. Νίκα, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ, 1981, § 7, σελ. 226, ενώ για το ότι το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος πρέπει να υφίσταται σε κάθε στάση της δίκης βλ. ΑΠ 1016/2005, Δνη 2005/1088, ΤριμΕφΠειρ. 506/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πράγματι, στην περίπτωση αυτή ο σκοπός, στην ικανοποίηση του οποίου το αίτημα αναστολής κατέτεινε, δηλαδή η αποφυγή παραγωγής αντιφατικών δικαστικών κρίσεων, έχει ήδη εκπληρωθεί και, επομένως, δεν ευθυγραμμίζεται πλέον με τους σκοπούς της πολιτικής δίκης (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Προϋποθέσεις αναστολής δυνάμει των διατάξεων για την εκκρεμοδικία και δυνάμει του άρθρου 249 ΚΠολΔ, γνμδ, σε ΕφΑΔ 2018/225 επομ. [228], Σ. Σταματόπουλος, Η αρχή της οικονομίας στην πολιτική δίκη, 2003, σελ. 395 επομ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, Τακτική Διαδικασία – Απόδειξη, 2005, § 71, αρ. 9, σελ. 312, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Κ. Μακρίδου], Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 249, αρ. 6, σελ. 524, όπου και παραπομπές στη νμλγ), καθόσον ενδεχόμενη παραδοχή του ως μόνο αποτέλεσμα θα επέφερε την παράλυση της δίκης που εκκρεμεί στο δεύτερο βαθμό και θα συνιστούσε εν τέλει αρνησιδικία σε αμφότερες τις εκκρεμείς και αλληλοεξαρτώμενες δίκες.

Για καθέναν, επομένως, από τους λόγους αυτούς, από τους οποίους και αυτοτελώς έκαστος επιστηρίζει το διατακτικό της παρούσας, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίον η εκκαλούσα μέμφεται την εκκαλουμένη επειδή κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε το αίτημά της να ανασταλεί η ενώπιόν του συζήτηση μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η δίκη που ανοίχθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την έγερση της από 19.9.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……… αγωγής της ιδίας και λοιπών ένδεκα [11] εταιριών του ιδίου εφοπλιστικού Ομίλου (πλοιοκτητριών και διαχειρίστριας των πλοίων τους) κατά της ενάγουσας, που είχε το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε, δεδομένου ότι, εκτός της νομικής αβασιμότητάς του, οι διάδικοι συνομολογούν, προκύπτει άλλωστε και από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, που παραδεκτώς κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ λαμβάνει χώρα στο διαδικαστικό αυτό στάδιο, πριν την έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, αφού κρίνεται το παραδεκτό του ερευνώμενου λόγου εφέσεως, ότι η δίκη επί της αγωγής εκείνης με την υπ’ αριθμ. 1262/2017 μη οριστική απόφαση του παραπάνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανεστάλη κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί ένδεκα [11] αγωγών της ενάγουσας κατά των εταιριών του ως άνω Ομίλου, μεταξύ των οποίων και η ένδικη αγωγή, επειδή κρίθηκε ότι το ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού της μεταξύ των εκεί διαδίκων έννομης σχέσης ως ενιαίας σύμβασης έργου έναντι απολογιστικώς προσδιοριζομένης εργολαβικής αμοιβής αποτελούσε κοινό όλων των αγωγών προδικαστικό ζήτημα.

ΙV. Κατά το άρθρο 416 ΑΚ η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, δηλαδή με εκπλήρωση της παροχής που αποτελεί το αντικείμενο της ενοχής, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 317 του ιδίου Κώδικα, που ορίζει ότι η παροχή μπορεί να εκπληρωθεί και από τρίτον, εκτός αν ο δανειστής έχει συμφέρον στην αυτοπρόσωπη από τον οφειλέτη εκπλήρωσή της, προκύπτει ότι παρά τον προσωπικό δεσμό που η ενοχή παράγει μεταξύ δανειστή και οφειλέτη είναι καταρχήν επιτρεπτή η εκπλήρωση της παροχής και από τρίτον δια καταβολής του χρέους από αυτόν, η οποία έχει τα ίδια, όπως και κατά το άρθρο 416 ΑΚ αποτελέσματα και απαλλάσσει τον οφειλέτη από την ενοχική του υποχρέωση (ΑΠ 1265/2002, Δνη 2004/459, Μ. Καστριώτη, Η αποσβεστική λειτουργία της καταβολής σε θέματα αστικού δικαίου και αναγκαστικής εκτέλεσης [ΑΚ 416], σε ΑρχΝ 2010/1 επομ. [9], Ι. Σπυριδάκης, Εξόφληση χρέους από τρίτον. Υπερημερία δανειστή. Υποχρέωση συμμόρφωσης προς την καλή πίστη. Αξίωση αποζημιώσεως, προϋποθέσεις. Νόμιμος λόγος ευθύνης κατά ΑΚ 914, 919, γνμδ σε ΕφΑΔ 2009/131 επομ., πρβλ ΑΠ 1627/2010, Δνη 2011/432, 489 = ΧρΙΔ 2011/586). Προϋπόθεση, όμως, για την επέλευση του αποσβεστικού της ενοχής αποτελέσματος είναι είτε από ρητή δήλωση του καταβάλλοντος τρίτου είτε από τις περιστάσεις να προκύπτει ότι η καταβολή του τρίτου αφορά το χρέος του οφειλέτη (Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, § 17, IV, 1, σελ. 951 επομ.), ότι δηλαδή ο τρίτος ενεργεί μεν στο δικό του όνομα αλλά με σκοπό εκπληρώσεως του χρέους του οφειλέτη, του οποίου (χρέους) γνωρίζει την ύπαρξη (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, § 17, ΙΙ, αρ. 5, σελ. 199). Δε νοείται, επομένως, εκπλήρωση από τρίτο όταν αυτός καταβάλει την παροχή για απόσβεση χρέους, το οποίο είτε είναι είτε το θεωρεί δικό του και όχι του οφειλέτη (ΑΠ 1849/1990, ΕΔΠ 1990/306 = ΕΕΝ 1991/765, ΑΠ 91/1974, ΝοΒ 1974/905, ΕφΑθ. 7196/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 419/1996, Δνη 1997/688, Αγ. Γεωργιάδου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, άρθρο 317, αρ. 6, σελ. 141 επομ., Π. Ζέπος, ΕρμΑΚ, Άρθρ. 317, αρ. 4 – 7, σελ. 183 επομ.). Εξάλλου, η καταβολή, από οποιονδήποτε και αν γίνει, αποτελεί πάντοτε υλική πράξη, δηλαδή πραγματικό γεγονός και όχι σύμβαση ή μονομερή δικαιοπραξία (ΑΠ 1285/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, ο ισχυρισμός του εναγομένου οφειλέτη περί της δια καταβολής εξοφλήσεως της χρηματικής απαίτησης, της οποίας η πληρωμή επιδιώχθηκε με την αγωγή, συνιστά ένσταση καταχρηστική (ΑΠ 1881/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καταλυτική του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 1678/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 23, αρ. 4, σημ. 25, σελ. 462), που ως προς την πληρότητα του περιεχομένου της προβάλλεται παραδεκτώς εφόσον ο εναγόμενος επικαλεστεί το ποσό που καταβλήθηκε, την αιτία της καταβολής και το χρόνο αυτής (ΑΠ 1591/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1163/2011, ΕπισκΕΔ 2011/984, ΜονΕφΠατρ. 297/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208). Ακόμα και αν η καταβολή έγινε από τρίτον ο ίδιος ισχυρισμός του εναγομένου διατηρεί τη νομική φύση της καταχρηστικής ενστάσεως και για το λόγο αυτό δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 262 § 2 ΚΠολΔ, που απαγορεύει την προβολή ενστάσεως από δικαίωμα τρίτου, η οποία αφορά μόνον τις γνήσιες ενστάσεις, εκείνες δηλαδή που θεμελιώνονται σε αυθύπαρκτο δικαίωμα, το οποίο καθιστά προσωρινά ή οριστικά αδρανές το δικαίωμα που ασκείται με την αγωγή, όχι δε και τις καταχρηστικές ενστάσεις, αυτές δηλαδή που στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά, που εμποδίζουν τη γέννηση ή αναιρούν (καταλύουν) την ύπαρξη του δικαιώματος που προβάλλεται από τον ενάγοντα (ΑΠ 1614/1990, ΕΕΔ 1992/498, ΑΠ 1105/1984, Δ 1986/814 = ΝοΒ 1985/770, ΑΠ 764/1981, ΝοΒ 1982/425 = ΕΕΔ 1981/738, ΕφΑθ. 3086/2002, Δνη 2002/802, ΕφΑθ. 3439/1989, Δνη 1991/145, Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, αρ. 89, σελ. 240). Στις ενστάσεις αυτές, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν προκύπτουν από τη δικογραφία, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί να συναγάγει την έννομη συνέπεια αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 902/1994, ΑρχΝ 1994/647). Συνεπώς, ο εναγόμενος νομιμοποιείται μεν να προτείνει ισχυρισμό περί εξοφλήσεως της απαίτησης, για την εκπλήρωση της οποίας ενάγεται, λόγω καταβολής από τρίτον (Γ. Ράμμος, ο.π., § 182, σελ. 467, Γ. Νικολόπουλος, Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1987, σελ. 102), για την πληρότητα, όμως, της ενστάσεώς του αυτής πρέπει να επικαλεστεί, πέραν των ανωτέρω, κοινών σε κάθε ισχυρισμό περί εξοφλήσεως στοιχείων, επιπλέον και ότι ο καταβαλών τρίτος ενήργησε με γνώση της προς τον ενάγοντα οφειλής του εναγομένου και προς το σκοπό αποσβέσεως της οφειλής εκείνου και όχι της δικής του (ΕφΑθ. 206/1988, Δνη 1990/384). Καταχρηστική ένσταση συνιστά και ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι το επίδικο χρέος αποσβέστηκε με συμψηφισμό ανταπαιτήσεώς του, που επήλθε με δήλωσή του πριν την έγερση της αγωγής (ΑΠ 132/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού στην περίπτωση αυτή στην πραγματικότητα γίνεται επίκληση μόνον των αποσβεστικών αποτελεσμάτων του εξώδικου συμψηφισμού που έχουν ήδη επέλθει, με συνέπεια να αντιμετωπίζεται ως απλή ένσταση εξοφλήσεως κατ’ άρθρο 416 ΑΚ (ΑΠ 1460/2012, ΕπισκΕΔ 2013/324, ΑΠ 1042/2009, ΕΕμπΔ 2010/46 = ΕΠολΔ 2010/444, ΤριμΕφΑθ. 4753/2014, ΔΕΕ 2015/166, ΕφΑθ. 5326/2007, Δνη 2008/1099).  Αντιθέτως, η πρόταση του συμψηφισμού, όταν γίνεται κατά τη διάρκεια της δίκης (ΑΚ 442) και υποβάλλεται στη δικαστική κρίση (Κ. Πολυζωγόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 442, αρ. 2, σελ. 542), συνιστά γνήσια μη αυτοτελή ένσταση (ΑΠ 764/2015, Δνη 2018/59, ΑΠ 450/2013, ΧρΙΔ 2013/583, Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2012, § 36 ΙΙ ε, αρ. 96, σελ. 485, υποσημ. 1, Γ. Νικολόπουλος, ο.π., σελ. 81), που αποσκοπεί στην απόρριψη της αγωγής κατά το μέρος που αποσβήνεται η ασκούμενη με αυτήν αξίωση, δεδομένου ότι κατά το ουσιαστικό δίκαιο (άρθρα 440 και 441 ΑΚ) με την άσκηση του εν λόγω διαπλαστικού δικαιώματος (ΑΠ 435/2015, ΕΠολΔ 2016/384), δηλαδή από το χρονικό σημείο της προτάσεως του συμψηφισμού, δύο ομοειδείς και αντίθετες απαιτήσεις που συνυπάρχουν αποσβήνονται στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται και μάλιστα αναδρομικά (ΑΠ 936/2013, ΝοΒ 2014/33 = ΧρΙΔ 2014/17, ΑΠ 941/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ανεξάρτητα από το αν η πρόταση θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται (ΑΠ 486/2016, ΤριμΕφΠειρ. 391/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προϋπόθεση, όμως, βασική του συμψηφισμού με μονομερή δήλωση αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων που προβάλλονται σε συμψηφισμό, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαιτήσεως (ΑΠ 1703/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 955/1995, ΝοΒ 1997/1112, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, § 7, σελ. 106), δεδομένου ότι άλλως ο οφειλέτης θα επιχειρούσε να διαθέσει ξένο δικαίωμα (Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, άρθρο 440, ΙΙ, αρ. 1489, σελ. 794). Έτσι, ο οφειλέτης μπορεί να προτείνει σε συμψηφισμό μόνο δικές του ανταπαιτήσεις κατά του δανειστή της κύριας απαίτησης και όχι ξένες απαιτήσεις, τις οποίες αδυνατεί να συμψηφίσει συννόμως ακόμα και αν έχει τη συγκατάθεση του δικαιούχου τους, εκτός αν έχει γίνει εκχώρηση προς αυτόν της ξένης απαιτήσεως (ΕφΠατρ. 624/2003, ΑχΝομ. 2004/68, ΕφΑθ. 265/2000, Δνη 2000/1427, ΕφΑθ. 6443/1989, Δνη 1990/1539, ΜονΕφΔωδ. 22/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδης, ο.π., § 50, ΙΙ, αρ. 8, σελ. 494, Κ. Πολυζωγόπουλος, ο.π., άρθρο 440, αρ. 21, σελ. 535). Επομένως, ο εναγόμενος που δεν έχει καταστεί δικαιούχος της ομοειδούς αξιώσεως απαραδέκτως προτείνει τη γνήσια ένσταση του συμψηφισμού ανταπαίτησης τρίτου (Ν. Νίκας, ο.α.π., § 68, αρ. 22, σελ. 279, Π. Γέσιου – Φαλτσή/Α. Καϊσης, Η πολιτική δίκη σε κίνηση, Ι, 1985, αρ. 68, σελ. 108) και αυτή, αφού δεν ασκείται από το φορέα της απαιτήσεως, απορρίπτεται ως ανομιμοποίητη (ΑΠ 1175/2001, ΧρΙΔ 2001/829, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Β, 1994, άρθρο 262, αρ. 20, σελ. 193).

Εν προκειμένω, η εκκαλούσα – εναγομένη, πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Μάλτας φορτηγού (Φ/Γ) πλοίου S, κόρων ολικής χωρητικότητας επτά χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα οκτώ (7.448), με αριθμό ΙΜΟ … και διεθνές διακριτικό σήμα ……, προέβαλε πρωτοδίκως, αμυνόμενη κατά της αγωγής, ότι ανήκει στον εφοπλιστικό Όμιλο … …… μαζί με άλλες δέκα [10] πλοιοκτήτριες εταιρίες και τη διαχειρίστρια απάντων των πλοίων αυτών εταιρία με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στις …… και έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, η οποία με σύμβαση που συνήψε με την ενάγουσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης, που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στους τομείς της γενικής επισκευής πλοίων και της εισαγωγής και εμπορίας μηχανών και ανταλλακτικών πλοίων, της ανέθεσε διαδοχικώς κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2010 έως και το μήνα Μάρτιο του έτους 2014 την αντί αμοιβής εκτέλεση δι’ ιδίου εργατοτεχνικού προσωπικού και με δικά της υλικά και ανταλλακτικά μηχανολογικών εργασιών προς το σκοπό της επισκευής των πλοίων του στόλου του ως άνω Ομίλου. Ότι, ειδικότερα, η αμοιβή της ενάγουσας θα καθοριζόταν επί τη βάσει αναλυτικού κοστολογίου που θα συνέτασσε η εργολήπτρια ξεχωριστά για κάθε πλοίο και θα ενέκρινε το τεχνικό τμήμα της διαχειρίστριας αυτών. Ότι η συμφωνία αυτή αποτελούσε κατά τη νομική της φύση ενιαία σύμβαση έργου αντί αμοιβής προσδιοριζομένης απολογιστικώς «εν είδει ανοικτού δοσοληπτικού λογαριασμού», του οποίου το κατάλοιπο (χρεωστικό ή πιστωτικό) θα διαπιστωνόταν κατά την εκκαθάρισή του, που θα έπονταν της έγκρισης από την διαχειρίστρια των χρεώσεων της εργολάβου και θα προηγούταν της εκδόσεως από αυτήν των σχετικών τιμολογίων ξεχωριστά για κάθε πλοίο, τη διαχείριση του οποίου είχε αναλάβει η  «………». Ότι κατά την εκκαθάριση του αντίστοιχου λογαριασμού που τηρήθηκε για τις εργασίες στο υπό σημαία Κύπρου (M/V) πλοίο BV1 (και ήδη SF), που ανήκει στην πλοιοκτησία της εταιρίας με την επωνυμία «…..  », οι οποίες διενεργήθηκαν τμηματικά εντός του χρονικού διαστήματος από 19.1.2011 έως 24.7.2014, προέκυψε, μετά από αφαίρεση από το εγκεκριμένο κόστος τους των καταβολών στις οποίες κατά τη διάρκεια των επισκευών του η ως άνω διαχειρίστριά του ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας του προέβη κατά τα αναλυτικώς ως προς το χρόνο εκάστης καταβολής, την αιτία της και τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά εκτεθέντα, πιστωτικό για την εργοδότρια κατάλοιπο ύψους ογδόντα χιλιάδων επτακοσίων είκοσι ευρώ (80.720 €). Ότι κατά την εκκαθάριση του αντίστοιχου λογαριασμού που τηρήθηκε για τις εργασίες στο υπό σημαία Κύπρου (M/V) πλοίο BV2 (και  ήδη SN), που ανήκει στην πλοιοκτησία της εταιρίας με την επωνυμία « …..», οι οποίες διενεργήθηκαν τμηματικά εντός του χρονικού διαστήματος από 19.1.2011 έως 24.7.2014, προέκυψε, μετά από αφαίρεση από το εγκεκριμένο κόστος τους των καταβολών στις οποίες κατά τη διάρκεια των επισκευών του η ως άνω διαχειρίστριά του ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας του προέβη κατά τα αναλυτικώς ως προς το χρόνο εκάστης καταβολής, την αιτία της και τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά εκτεθέντα, πιστωτικό για την εργοδότρια κατάλοιπο ύψους τριάντα μιας χιλιάδων εξακοσίων δώδεκα ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (31.612,21 €). Ότι κατά την εκκαθάριση του αντίστοιχου λογαριασμού που τηρήθηκε για τις εργασίες στο υπό σημαία Μάλτας (M/V) πλοίο CE (πρώην CA), που ανήκει στην πλοιοκτησία της εταιρίας με την επωνυμία «……….. », οι οποίες διενεργήθηκαν τμηματικά εντός του χρονικού διαστήματος από 14.5.2012 έως 29.6.2014, προέκυψε, μετά από αφαίρεση από το εγκεκριμένο κόστος τους των καταβολών στις οποίες κατά τη διάρκεια των επισκευών του η ως άνω διαχειρίστριά του ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας του προέβη κατά τα αναλυτικώς ως προς το χρόνο εκάστης καταβολής, την αιτία της και τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά εκτεθέντα, πιστωτικό για την εργοδότρια κατάλοιπο ύψους δύο χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα επτά ευρώ και ογδόντα λεπτών (2.937,80 €). Ότι κατά την εκκαθάριση του αντίστοιχου λογαριασμού που τηρήθηκε για τις εργασίες στο υπό σημαία Κύπρου (M/V) πλοίο SG (πρώην CM, πρώην N), που ανήκει στην πλοιοκτησία της εταιρίας με την επωνυμία «… …», οι οποίες διενεργήθηκαν τμηματικά εντός του χρονικού διαστήματος από 10.12.2010 έως 27.2.2014, προέκυψε, μετά από αφαίρεση από το εγκεκριμένο κόστος τους των καταβολών στις οποίες κατά τη διάρκεια των επισκευών του η ως άνω διαχειρίστριά του ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας του προέβη κατά τα αναλυτικώς ως προς το χρόνο εκάστης καταβολής, την αιτία της και τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά εκτεθέντα, χρεωστικό για την εργοδότρια κατάλοιπο ύψους δύο χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα πέντε ευρώ (2.555 €). Ότι κατά την εκκαθάριση του αντίστοιχου λογαριασμού που τηρήθηκε για τις εργασίες στο υπό σημαία Μάλτας (M/V) πλοίο P.), που ανήκει στην πλοιοκτησία της εταιρίας με την επωνυμία «…..», οι οποίες διενεργήθηκαν τμηματικά εντός του χρονικού διαστήματος από 11.8.2013 έως 25.9.2013, προέκυψε, μετά από αφαίρεση από το εγκεκριμένο κόστος τους των καταβολών στις οποίες κατά τη διάρκεια των επισκευών του η ως άνω διαχειρίστριά του ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας του προέβη κατά τα αναλυτικώς ως προς το χρόνο εκάστης καταβολής, την αιτία της και τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά εκτεθέντα, χρεωστικό για την εργοδότρια κατάλοιπο ύψους τριάντα δύο χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα δύο ευρώ και τριάντα λεπτών (32.432,30 €). Ότι κατά την εκκαθάριση του αντίστοιχου λογαριασμού που τηρήθηκε για τις εργασίες στο υπό σημαία Μάλτας (M/V) πλοίο K.), που ανήκει στην πλοιοκτησία της εταιρίας με την επωνυμία «…..», οι οποίες διενεργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 6.8.2013 έως 24.10.2013, προέκυψε, μετά από αφαίρεση από το εγκεκριμένο κόστος τους των καταβολών στις οποίες κατά τη διάρκεια των επισκευών του η ως άνω διαχειρίστριά του ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας του προέβη κατά τα αναλυτικώς ως προς το χρόνο εκάστης καταβολής, την αιτία της και τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά εκτεθέντα, χρεωστικό για την εργοδότρια κατάλοιπο ύψους είκοσι πέντε χιλιάδων πεντακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και σαράντα λεπτών (25.518,40 €). Ότι κατά την εκκαθάριση του αντίστοιχου λογαριασμού που τηρήθηκε για τις εργασίες στο υπό σημαία Μάλτας (M/V) πλοίο E., που ανήκει στην πλοιοκτησία της εταιρίας με την επωνυμία «…..», οι οποίες διενεργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 11.8.2013 έως 3.10.2013, προέκυψε, μετά από αφαίρεση από το εγκεκριμένο κόστος τους των καταβολών στις οποίες κατά τη διάρκεια των επισκευών του η ως άνω διαχειρίστριά του ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας του προέβη κατά τα αναλυτικώς ως προς το χρόνο εκάστης καταβολής, την αιτία της και τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά εκτεθέντα, χρεωστικό για την εργοδότρια κατάλοιπο ύψους τριάντα μιας χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα ευρώ (31.840 €). Ότι κατά την εκκαθάριση του αντίστοιχου λογαριασμού που τηρήθηκε για τις επίδικες εργασίες στο υπό σημαία Μάλτας (Φ/Γ) πλοίο S., που ανήκει στην πλοιοκτησία της ενάγουσας εταιρίας, οι οποίες διενεργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην αγωγή, προέκυψε, μετά από αφαίρεση από το εγκεκριμένο κόστος τους των καταβολών στις οποίες κατά τη διάρκεια των επισκευών του η ως άνω διαχειρίστριά του ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας προέβη κατά τα αναλυτικώς ως προς το χρόνο εκάστης καταβολής, την αιτία της και τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά εκτεθέντα, χρεωστικό για την εργοδότρια κατάλοιπο ύψους είκοσι δύο χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα έξι ευρώ (22.546 €), που ισούται προς το άθροισμα των υπό στοιχ. Α και Γ ανωτέρω αγωγικών κονδυλίων. Ότι κατά την εκκαθάριση του αντίστοιχου λογαριασμού που τηρήθηκε για τις εργασίες στο υπό σημαία Κύπρου (M/V) πλοίο O. , που ανήκει στην πλοιοκτησία της ομώνυμης εταιρίας, οι οποίες διενεργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 17.1.2014 έως 7.2.2014, προέκυψε μηδενικό κατάλοιπο, αφού η διαχειρίστριά του δεν αναγνώρισε άλλη οφειλή της πλοιοκτήτριας πέραν του χρηματικού ποσού των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €), που είχε καταβληθεί έως 13.10.2014, μολονότι η ενάγουσα είχε κοστολογήσει εργασίες τριπλάσιας αξίας. Ότι κατά την εκκαθάριση του αντίστοιχου λογαριασμού που τηρήθηκε για τις εργασίες στο υπό σημαία Μάλτας (M/V) πλοίο BG, που ανήκει στην πλοιοκτησία της εταιρίας με την επωνυμία «….», οι οποίες διενεργήθηκαν κατά τα χρονικά διαστήματα από 6.3.2014 έως 8.3.2014 και από 15.3.2014 έως 16.3.2014, προέκυψε, μετά από αφαίρεση από το εγκεκριμένο κόστος τους των καταβολών στις οποίες κατά τη διάρκεια των επισκευών του η ως άνω διαχειρίστριά του ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας του προέβη κατά τα αναλυτικώς ως προς το χρόνο εκάστης καταβολής, την αιτία της και τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά εκτεθέντα, χρεωστικό για την εργοδότρια κατάλοιπο ύψους είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (24.600 €) και ότι κατά την εκκαθάριση του αντίστοιχου λογαριασμού που τηρήθηκε για τις εργασίες στο υπό σημαία Κύπρου (M/V) πλοίο MΝ , που ανήκει στην πλοιοκτησία της εταιρίας με την επωνυμία «……», οι οποίες διενεργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 3.11.2013 έως 26.11.2013, προέκυψε, μετά από αφαίρεση από το εγκεκριμένο κόστος τους των καταβολών στις οποίες κατά τη διάρκεια των επισκευών του η ως άνω διαχειρίστριά του ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας του προέβη κατά τα αναλυτικώς ως προς το χρόνο εκάστης καταβολής, την αιτία της και τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά εκτεθέντα, χρεωστικό για την εργοδότρια κατάλοιπο ύψους πέντε χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (5.300 €). Επί τη βάσει των πραγματικών αυτών περιστατικών κατέληγε πρωτοδίκως η εναγόμενη στο συμπέρασμα ότι το σύνολο της εργολαβικής αμοιβής της ενάγουσας από την ενιαία σύμβαση έργου που είχε συνάψει με τη διαχειρίστρια των παραπάνω πλοίων εταιρία, που ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό εκάστης πλοιοκτήτριας, ανερχόταν στο χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων είκοσι χιλιάδων εξακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (1.520.659,99 €), έναντι του οποίου η εργολήπτρια είχε εισπράξει ένα εκατομμύριο τετρακόσιες ογδόντα τέσσερις χιλιάδες τετρακόσια είκοσι έξι ευρώ (1.484.426 €) και, κατά συνέπεια σύμφωνα με τους αριθμητικούς υπολογισμούς της, «το αληθές κατάλοιπο του εργολαβικού λογαριασμού» ανέρχεται στο ποσό της διαφοράς, δηλαδή σε τριάντα έξι χιλιάδες διακόσια τριάντα τρία ευρώ και εξήντα εννέα λεπτά (36.233,69 €), το οποίο και προσέφερε στην αντίδικό της. Με βάση το σύνολο των ισχυρισμών της είναι προφανές ότι η εναγόμενη, πλοιοκτήτρια μόνον του (Φ/Γ) πλοίου S., επιχειρεί με την επίκληση μιας ενιαίας εργολαβικής σύμβασης και του προς εξυπηρέτησή της τηρηθέντος δοσοληπτικού λογαριασμού να ενοποιήσει τις καταβολές στις οποίες στο όνομα και για λογαριασμό καθεμιάς των ως άνω πλοιοκτητριών προέβη προς την ενάγουσα η διαχειρίστρια απάντων των πλοίων, μολονότι ο λογαριασμός αυτός, υπό τα εκτιθέμενα, αφορούσε κάθε πλοίο χωριστά, όπως και η ίδια ταυτόχρονα παραδέχεται παραθέτουσα τα κονδύλια χρεοπιστώσεων ανά πλοίο και παρά το γεγονός ότι ο απλός δοσοληπτικός λογαριασμός και αν ακόμα αφορά περισσότερες διακριτές μεταξύ τους συναλλαγές, προερχόμενες δηλαδή από περισσότερες συμβατικές σχέσεις, τηρείται μόνο για τη λογιστική παρακολούθηση των εκατέρωθεν παροχών, από τις οποίες οι παροχές του ενός αποτελούν καταβολές έναντι των απαιτήσεων που δημιουργούνται από τις παροχές του άλλου (ΤριμΕφΑθ. 2784/2012, ΔΕΕ 2012/805 = Αρμ. 2013/1482), χωρίς οι συναλλαγές αυτές να χάνουν την αυτοτέλειά τους (ΤριμΕφΑθ. 3502/2011, ΔΕΕ 2013/152 = ΕΕμπΔ 2013/404, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ). Ομοίως πρόδηλο καθίσταται ότι ο ισχυρισμός της εναγομένης κατ’ ουσίαν συνίσταται στο συνυπολογισμό προς την οφειλή της των καταβολών, στις οποίες η διαχειρίστρια όλων των πλοίων προέβη για λογαριασμό άλλων εταιριών του ιδίου εφοπλιστικού Ομίλου και, συγκεκριμένα, των πλοίων (M/V) BV1 (και ήδη SF), (M/V) BV2  (και ήδη SN ) και (M/V) CE (πρώην CA), οι οποίες (καταβολές) εκτιμάται ότι φέρονται ως αχρεωστήτως γενόμενες, όχι δε και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας του Φ/Γ πλοίου S ενάγουσας, αφού, πάντοτε υπό τα επικαλούμενα, από την εκκαθάριση του δοσοληπτικού λογαριασμού που τηρήθηκε ξεχωριστά για το πλοίο αυτό προέκυψε έλασσον μεν του αγωγικώς επιδιωκόμενου, χρεωστικό όμως σε βάρος της ενάγουσας κατάλοιπο. Σε κάθε περίπτωση πάντως επί των περιστατικών αυτών δομεί η εναγόμενη α] [καταχρηστική] ένσταση μερικής εξόφλησης του αγωγικού ποσού και, επικουρικώς, όπως παραδεκτώς με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διευκρινίστηκε και όπως ορθά δέχθηκε και η εκκαλουμένη (για το παραδεκτό της προτάσεως της ένστασης συμψηφισμού επικουρικώς, δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της μη απορρίψεως της αγωγής ως αναπόδεικτης ή κατά παραδοχή άλλης ένστασης βλ. Κ. Καλαβρό, ο.π., αρ. 101, σελ. 487 επομ. και Β. Βαθρακοκοίλη, ο.π., αρ. 43, σελ. 197), β] [γνήσια] ένσταση συμψηφισμού, δικαστικού βέβαια και όχι εξώδικου, μιας και δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να συνάγεται ότι σχετική δήλωση της εναγόμενης απευθύνθηκε στην ενάγουσα σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης της αντιδικίας.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τις ενστάσεις αυτές ως απαράδεκτες λόγω αοριστίας, την οποία εντόπισε στην έλλειψη αναφοράς της ταυτότητας των πλοιοκτητριών εταιρών για λογαριασμό των οποίων η διαχειρίστρια των πλοίων συνήψε με την ενάγουσα την επικαλούμενη ενιαία εργολαβική σύμβαση, του χρόνου της καταρτίσεώς της, του ακριβούς χρονικού σημείου προσχωρήσεως σ’ αυτήν όσων εταιρών υπό τα επικαλούμενα κατέστησαν πλοιοκτήτριες σε χρόνο μεταγενέστερο της αρχικής εργολαβικής ανάθεσης και, επομένως, δεν θα μπορούσαν κατά λογική αναγκαιότητα να έχουν συμβληθεί και αυτές τότε, του ακριβούς χρονικού σημείου εκκαθαρίσεως του δοσοληπτικού λογαριασμού και των συγκεκριμένων ανταπαιτήσεων που προβλήθηκαν σε συμψηφισμό. Οι αιτιολογίες αυτές δεν ήσαν ορθές, δεδομένου ότι από το δικόγραφο των πρωτόδικων προτάσεων της εναγομένης μπορούσε ευχερώς να συναχθεί ότι ο χρόνος καταρτίσεως της εργολαβικής συμβάσεως ταυτιζόταν με εκείνον της αναθέσεως των πρώτων χρονικώς επισκευαστικών εργασιών, ότι ο χρόνος προσχωρήσεως στη συμφωνία αυτή όσων εταιριών κατέστησαν μεταγενεστέρως πλοιοκτήτριες ήταν εκείνος της αντίστοιχης αναθέσεως των πρώτων για κάθε πλοίο εργασιών επισκευής από τη διαχειρίστριά του στην ενάγουσα υπό τους αυτούς συμβατικούς όρους, ότι συμβληθείσες με την ενάγουσα υπήρξαν, υπό τα εκτεθέντα, όλες οι μνημονευθείσες πλοιοκτήτριες εταιρίες, ότι τηρήθηκαν περισσότεροι, ισάριθμοι προς τα επισκευαζόμενα πλοία, δοσοληπτικοί λογαριασμοί και καθένας τους εκκαθαριζόταν με την έγκριση του αναλυτικού ανά πλοίου κοστολογίου των εργασιών της εργολήπτριας από το τεχνικό τμήμα της διαχειρίστριας και ότι οι ανταπαιτήσεις που προβλήθηκαν σε συμψηφισμό ήταν οι, καθ’ υπέρβαση της αμοιβής που αντιστοιχούσε στις εργασίες που πράγματι εκτελέστηκαν επ’ αυτών, καταβολές στις οποίες η κοινή διαχειρίστρια τους προέβη για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιριών των πλοίων (M/V) BV 1 (και ήδη SF), (M/V) BV2 (και ήδη SN) και (M/V) CE (πρώην CA). Ανεξαρτήτως, πάντως, αυτών ο ισχυρισμός της εναγομένης κατά την κύρια εκφορά του (ένσταση μερικής εξόφλησης κατ’ άρθρο 416 ΑΚ) ήταν πράγματι αόριστος και απορριπτέος, αφού η ενιστάμενη, επικαλούμενη καταβολή από τρίτον, παρέλειψε, αν και κατά τα προαναφερθέντα όφειλε, να μνημονεύσει ότι οι αμέσως ανωτέρω αναφερόμενες τρεις [3] τρίτες – μη διάδικες πλοιοκτήτριες εταιρίες κατέβαλαν τα χρηματικά ποσά, κατά τα οποία το κατάλοιπο καθενός αντίστοιχου δοσοληπτικού λογαριασμού απέβη πιστωτικό υπέρ τους, στο όνομά τους μεν αλλά προς το σκοπό αποσβέσεως όχι της δικής της έκαστη οφειλής αλλά εκείνης της εναγόμενης, τελώντας μάλιστα σε γνώση του χρέους αυτής της τελευταίας προς την ενάγουσα. Η εκκαλουμένη, συνεπώς, που απέρριψε ομοίως ως αόριστη την ως άνω ένσταση, αν και με εσφαλμένες σκέψεις, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και για το λόγο αυτό πρέπει, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 ΚΠολΔ, να απορριφθεί ο σχετικός πρώτος λόγος της ένδικης εφέσεως ως αβάσιμος κατά το σκέλος του με το οποίο πλήττεται η απορριπτική της ενστάσεως αυτής πρωτοβάθμια κρίση. Να σημειωθεί εδώ ότι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής είναι εν προκειμένω επιτρεπτή, διότι η αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας δεν οδηγεί σε διάφορο κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό ούτε σε παραγωγή δυσμενέστερου δεδικασμένου σε βάρος της εκκαλούσας, αφού μεταβάλλεται μόνον ο [τυπικός] λόγος απορρίψεως της ενστάσεως (ΕφΑθ. 8511/2005, Δνη 2006/534). Ομοίως απορριπτέος ήταν ο ισχυρισμός της εναγομένης και κατά την επικουρική θεμελίωσή του ως γνήσιας ένστασης συμψηφισμού κατ’ άρθρο 442 ΑΚ όχι, όμως, ως αόριστος, όπως πρωτοδίκως κρίθηκε, αλλά ως απαράδεκτος ελλείψει νομιμοποιήσεως της εναγομένης στην πρότασή της. Πράγματι, υπό τα εκτιθέμενα, η εναγόμενη ούτε εξαρχής υπήρξε δικαιούχος ούτε εκ των υστέρων κατέστη, κατόπιν εκχωρήσεώς τους από τις πράγματι δικαιούχες ως άνω τρεις [3] άλλες πλοιοκτήτριες εταιρίες (που φέρονται να έχουν καταβάλει αχρεωστήτως στην ενάγουσα), φορέας των αξιώσεων που προέβαλε σε συμψηφισμό, με αποτέλεσμα, αφού δεν ήταν δανείστρια των ανταπαιτήσεων, οι προς συμψηφισμό αξιώσεις να μην είναι αμοιβαίες και για το λόγο αυτό να μην στοιχειοθετείται το διαπλαστικό δικαίωμα του άρθρου 440 ΑΚ στο πρόσωπο της ενιστάμενης, η δε προβολή του συμψηφισμού από αυτήν να αποβαίνει απαράδεκτη ως πηγάζουσα από δικαίωμα τρίτου (άρθρο 262 § 2 ΚΠολΔ). Για την τελεσίδικη απόρριψη της ενστάσεως αυτής, όμως, δεν αρκεί αντικατάσταση της αιτιολογίας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διότι η αντικαθιστώσα αιτιολογία αναφέρεται μεν και αυτή σε τυπικό λόγο (σε απαράδεκτο), επάγεται όμως δυσμενέστερες για τον εκκαλούντα συνέπειες («ουσιαστικό» δεδικασμένο κατά την επεξηγηματική έκφραση των πιο κάτω αναφερομένων αποφάσεων του Ακυρωτικού), αφού η απόρριψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ένστασης συμψηφισμού ως ανομιμοποίητης αποκλείει οριστικά την επαναπροβολή της από τον εναγόμενο, ο οποίος, αν παρέμενε η αιτιολογία της πρωτοβάθμιας απόφασης, θα μπορούσε να την επαναπροτείνει απαλλαγμένη από τις ατέλειες που οδήγησαν στην απόρριψή της ως αόριστης (ΑΠ 1279/2004, Δνη 2005/141, ΑΠ 1566/1998, Δνη 1999/121, Ν. Νίκας, ο.π., § 115, αρ. 13, σελ. 281, Δ. Κονδύλης, ο.π., § 17, σελ. 324, Στ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε Επιστημονική Επετηρίδα ΔΣΘ 2005/357 – 392 [390]). Ούτε, όμως, εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης είναι στην περίπτωση αυτή επιτρεπτή, διότι τούτο θα καταστήσει χειρότερη την θέση του εκκαλούντος, αφού το εκ της εφετειακής αποφάσεως δεδικασμένο θα είναι δυσμενέστερο γι’ αυτόν (ΤριμΕφΠειρ. 331/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 15109/1988, ΑρχΝ 1990/576), πράγμα το οποίον ο νόμος επιτρέπει μόνον στην εξαιρετική περίπτωση (άρθρο 536 § 2 ΚΠολΔ), κατά την οποία  η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται και η υπόθεση ερευνάται στην ουσία της κατά παραδοχή αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης (ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277), όπως δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θα περιοριστεί στην απόρριψη του ενδίκου λόγου εφέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος του (ΕφΘεσ. 428/2008, ΕπισκΕΔ 2008/799 = ΕΤρΑξΧρΔ 2009/923 = ΕπιΔικΙΑ 2010/179, ΕφΘεσ. 1264/2001, Αρμ. 2002/20, ΕφΔωδ. 116/2000, Αρμ. 2003/316, Ν. Νίκας, ο.π., § 115, αρ. 18, σελ. 285, Στ. Καραμέρος, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε Επιστημονική Επετηρίδα ΔΣΘ 2004/265 – 309 [307]).

  1. V. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως ……, προϊσταμένου του λογιστηρίου της διαχειρίστριας του υπό σημαία Μάλτας φορτηγού (Φ/Γ) πλοίου S εταιρίας με την επωνυμία «…..» και της ανώμοτης εξέτασης του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας …., που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση επαναπροσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στο αποδεικτέο θέμα και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β και 352 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), καθώς και από τις με αριθμούς ………. ένορκες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς οι τέσσερις [4] πρώτες και του Συμβολαιογράφου Πειραιώς .. …  οι λοιπές οκτώ [8] συνολικά βεβαιώσεις, τις οποίες ανά τέσσερις [4] παραδεκτώς κατ’ άρθρο 529 ΚΠολΔ προσκομίζουν το πρώτον κατά την έκκλητη δίκη οι διάδικοι και ελήφθησαν εξ αφορμής της μεταξύ τους αντιδικίας επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα με αριθμ. 1262/2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου εκάστου εξετάζοντος να παραστεί κατ’ αυτές (βλ. τις υπ’ αριθμ. …….. . επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …… και …… αντίστοιχα), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Στις 19.11.2014 η ενάγουσα εξέδωσε προς την ως άνω διαχειρίστρια του πλοίου S το με αριθμό ….. φορολογικό παραστατικό με το οποίο τιμολόγησε την αμοιβή της για την παροχή υπηρεσιών επισκευής του που πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 29.10.2013 έως 22.11.2013 στο λιμένα της Μάλαγα στην Ισπανία, όπου το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο και, συγκεκριμένα, χρέωσε χρηματικό ποσό τριάντα επτά χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα ευρώ (37.680 €) για την απασχόληση ενός [1] εργοδηγού και δύο [2] τεχνιτών για την επισκευή της κύριας μηχανής του, εκατόν πενήντα επτά ευρώ (157 €) για έξοδα παραμονής του προσωπικού της στην αλλοδαπή και ενενήντα πέντε ευρώ και ογδόντα λεπτά (95,80 €) για έξοδα μεταφοράς τους από και προς τους οικείους αερολιμένες, συνολικώς δε κοστολόγησε τις υπηρεσίες τους στο χρηματικό ποσό των τριάντα επτά χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα δύο ευρώ και ογδόντα λεπτών (37.932,80 €). Από τις προσκομιζόμενες καταστάσεις της απασχόλησης των ανωτέρω προκύπτει ότι οι τεχνίτες …. και ……. απασχολήθηκαν επί συνολικά εξακόσιες επτά (339 + 268 αντίστοιχα) ώρες έναντι αμοιβής σαράντα ευρώ (40 €) ανά ώρα και ο εργοδηγός ……… επί διακόσιες εξήντα οκτώ (268) ώρες έναντι αμοιβής πενήντα ευρώ (50 €) ανά ώρα. Οι καταστάσεις αυτές φέρουν την υπογραφή του πρώτου μηχανικού του επισκευασθέντος πλοίου. Η εναγόμενη πρωτοδίκως δεν αμφισβήτησε την εκτέλεση των εργασιών επισκευής της κύριας μηχανής του πλοίου της ούτε τις ώρες της προς τούτο απασχόλησης των εργατοτεχνιτών της ενάγουσας ούτε τα λοιπά κονδύλια του ως άνω τιμολογίου. Υποστήριξε όμως και ήδη κατ’ έφεση επαναφέρει με τον ερευνώμενο τρίτο (και τελευταίο) λόγο της ένδικης έφεσής της τον με την εκκαλουμένη απορριφθέντα ισχυρισμό της ότι αμοιβή για της εργασίες αυτές δεν οφείλει, επειδή το κόστος της εκτελέσεώς τους ανέλαβε να καλύψει εξ ιδίων η ενάγουσα για το λόγο ότι η ζημία της κύριας μηχανής του πλοίου της οφειλόταν σε πλημμελή επισκευή της κατά το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα, δηλαδή σε υπαιτιότητα της ενάγουσας. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι πειστικός. Πράγματι, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα συμφώνησε να προβεί στις επίμαχες επισκευές άνευ αμοιβής ούτε ότι σχετικές διαπραγματεύσεις προηγήθηκαν της μεταβάσεως του προσωπικού της στην Ισπανία. Άλλωστε, αν για την εκτέλεση πολύωρων εργασιών επισκευής η εργολήπτρια είχε συμφωνήσει να μη λάβει αντάλλαγμα, δεν υπήρχε λόγος να επιμετρηθούν οι ώρες απασχόλησης των εργατοτεχνιτών της ούτε ο πρώτος μηχανικός του πλοίου της εναγόμενης να βεβαιώσει ενυπογράφως την ακριβή χρονική διάρκειά τους, η οποία (επιμέτρηση) δικαιολογείται μόνον αν γίνει δεκτός ο αγωγικός ισχυρισμός ότι για την παροχή των ενδίκων υπηρεσιών επισκευής είχε συμφωνηθεί εξ αρχής αμοιβή της εργολάβου, προσδιοριζόμενη σε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό ανά ώρα παροχής εργασίας και διαφοροποιούμενο με βάση την ειδικότητα, την επαγγελματική κατάρτιση και την εμπειρία εκάστου των απασχοληθέντων. Σε κάθε περίπτωση η εναγόμενη ουδεμία αμφισβήτηση της οφειλής της προέβαλε δια της διαχειρίστριας του πλοίου της, όταν στις 19.11.2014 ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας απέστειλε στην τελευταία μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο αναφερόμενος στο κοστολόγιο παροχής υπηρεσιών, που είχε συνταχθεί και της αποσταλεί αυθημερόν, ζητούσε άμεση ενημέρωση, προκειμένου να εκδοθεί ακολούθως και το αντίστοιχο τιμολόγιο, το οποίο και πράγματι εκδόθηκε εκείνη την ημέρα. Το υποβληθέν αίτημα ενημερώσεως της ενάγουσας δεν είχε την έννοια που επιχειρεί να του προσδώσει οψίμως η εκκαλούσα, ότι δηλαδή με αυτό επιζητήθηκε η συμφωνία της εργοδότιδος, ακριβώς επειδή τέτοια δεν προϋπήρχε. Αντιθέτως, ήταν ενέργεια σύμφωνη με την έως τότε παγίως (ακόμα και κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας) ακολουθούμενη πρακτική στις συναλλαγές των διαδίκων να αποστέλλεται αρχικώς το κοστολόγιο εκάστης επισκευής και να επακολουθεί η έκδοση του αντιστοίχου τιμολογίου, αφού μεσολαβούσε η έγκριση της εργολαβικής αμοιβής από το τεχνικό τμήμα της διαχειρίστριας, όπως και εν προκειμένω συνέβη. Επομένως, η εκκαλουμένη, η οποία με τις ίδιες παραδοχές απέρριψε τους αρνητικούς ισχυρισμούς της εναγομένης και δέχθηκε το επίμαχο αγωγικό κονδύλιο ως και ουσιαστικά βάσιμο επιδικάζοντας στην ενάγουσα για την αιτία αυτή το αιτηθέν συνολικό χρηματικό ποσό ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και κατ’ ουδέν έσφαλε. Συνεπώς, ο συναφής λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
  2. VI. Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει σχετικό αίτημα, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας που ηττάται (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 3 εδαφ. δ ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2811/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε επτακόσια ευρώ (700 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Σεπτεμβρίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ