Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 589/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 589/2018

 ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου-Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, οι εφέσεις με ειδικό αριθμό κατάθεσης (Ε.Α.Κ) Α) ……. και Β) ……., οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).

Οι ως άνω κρινόμενες εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 1571/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως οι διατάξεις αυτής ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, ο οποίος δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση των ένδικων εφέσεων. Έχουν κατατεθεί δε από την εκκαλούσα της ως άνω Β΄ έφεσης, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, τα παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κάτωθεν της έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου αυτής, ενώ όσον αφορά στην ως άνω Α΄ έφεση, ο εκκαλών Δήμος ως εκ της ιδιότητάς του ως Ν.Π.Δ.Δ δεν υποχρεούται στην καταβολή παραβόλων (βλ. και άρθρο 7 παρ. 8Β εδ.δ Ν. 4205/2013). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 και 2 περ.η` του Ν. 1406/1983 συνάγεται ότι, στις διαφορές, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, περιλαμβάνονται και εκείνες, οι οποίες αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας, που αφορά στην ευθύνη του Δημοσίου, των οργάνων τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του δημοσίου συμφέροντος. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για την ευθύνη δήμων, κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που γεννιέται από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων, τα οποία βρίσκονται στην υπηρεσία τους (άρθρο 106 ΕισΝΑΚ). Και μπορεί μεν να δημιουργηθεί ευθύνη του δημοσίου ή των ΝΠΔΔ προς αποζημίωση κατά τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298, 914 ΑΚ και από υλική πράξη οργάνου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και, συνεπώς, να δημιουργηθεί διοικητική διαφορά, που υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, μόνο, όμως, όταν η πράξη αυτή ενέχει άσκηση δημόσιας εξουσίας. Αντίθετα, αν η υλική πράξη δεν συνδέεται αιτιωδώς με έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη ούτε καλύπτεται καθεαυτή από εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση δημιουργική σχέσης υπεροχής έναντι των πολιτών, αλλά συνδέεται με τη διαχείριση της ιδιωτικής τους περιουσίας, τότε η πηγάζουσα από αυτή ευθύνη του δημοσίου ή των ΝΠΔΔ για αποζημίωση θεμελιώνεται αναγκαίως στις διατάξεις ιδιωτικού δικαίου και, συνεπώς, η ανακύπτουσα διαφορά είναι ιδιωτική και υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΠ 1932/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 599/2013 ΕλλΔνη 54.1631). Τέτοια ιδιωτική διαφορά δημιουργείται και από την άσκηση αγωγής, με την οποία ζητείται η αναγνώριση της κυριότητας ακινήτου και της υποχρέωσης του εναγόμενου Δήμου να καταβάλει αποζημίωση ίση με την αξία του, λόγω αδυναμίας αυτούσιας απόδοσής του από υπαιτιότητα των αρμοδίων οργάνων του (άρθρα 1094, 1097 ΑΚ), διότι συνδέεται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δήμου και αρμόδια είναι τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια (ΑΠ 1932/2014,ο.π, ΑΠ 1793/2009 ΝοΒ 58.733).

Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1096, 1098, 961 και 962 ΑΚ, ο νομέας αλλότριου πράγματος, αν ήταν κακόπιστος κατά το χρόνο που κατέλαβε το πράγμα, ή αν έμαθε αργότερα ότι δεν έχει δικαίωμα νομής, υπέχει από τότε, ως προς το πράγμα και τα ωφελήματα του πράγματος, την ίδια ευθύνη που έχει και για το χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής. Η ενοχή υφίσταται ανεξαρτήτως αιτίας, για την οποία νέμεται το πράγμα και, ανεξαρτήτως όχλησης προς απόδοση, αρκεί η πληροφόρηση του νομέα με οποιονδήποτε τρόπο ότι δεν έχει δικαίωμα νομής. Ωφελήματα δε είναι όχι μόνον οι καρποί του πράγματος ή του δικαιώματος, αλλά και κάθε όφελος, που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος (ΑΚ 962). Επομένως, ωφέλημα είναι και κάθε όφελος, που έχει ο νομέας από την ενοίκηση ή την κατ` άλλο τρόπο χρήση του πράγματος από τον ίδιο, συνεπεία των οποίων εξοικονομεί τη δαπάνη, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν μίσθωνε άλλο όμοιο πράγμα, οπότε η ωφέλεια συνίσταται στην εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης για τα μισθώματα.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1099 ΑΚ, αν ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη, αφαίρεση, δηλαδή, υπαίτια από τον κύριο χωρίς τη θέλησή του της νομής του πράγματος, ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ. ΑΚ), δηλαδή σε πλήρες διαφέρον, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τη θετική όσο και την αποθετική ζημία, που υπέστη ο κύριος από την αφαίρεση και τη μη απόδοση σ` αυτόν της νομής του πράγματος, χωρίς να ενδιαφέρει η καλή ή η κακή πίστη αυτού ή η αν η ενέργειά του αποτελεί ή όχι ποινικό αδίκημα. Επίσης, κατά το άρθρο 904 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια (ΑΠ 822/2014 ΤΝΠ ΝΟΝΟΣ). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 Α.Κ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας, που έλαβε χώρα με πράξη ή παράλειψη άπαξ τελεσθείσα, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη), γεννιέται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξίωσης αυτής είναι πενταετής και αρχίζει για όλες τις ζημίες ενιαίως από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση (Ολ.ΑΠ 24/2003). Διαφορετικά, όμως, έχουν τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν έλαβε χώρα άπαξ, αλλά συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση, που ο δράστης υπαιτίως παραλείπει να άρει τη δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ζημία, που προκαλείται σε άλλον από την υπαίτια παράλειψη του δράστη να άρει τη γενεσιουργό κατάσταση της ζημίας, δεν είναι άμεση συνέπεια της άπαξ τελεσθείσας και ολοκληρωθείσας πράξης του δράστη, από την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση, αλλά της διατήρησης και μη άρσης της τελευταίας, γεννάται δε καθόλο το χρονικό διάστημα, που εκείνη διαρκεί και όχι άπαξ με την τέλεση της πράξης, με την οποία η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε. Επομένως, η κατά το άρθρο 937 Α.Κ. πενταετής, ως άνω, παραγραφή της αξίωσης του ζημιωθέντος προς αποζημίωση για τη ζημία, που υφίσταται από τη διατήρηση της κατάστασης αυτής και την παράλειψη του δράστη να ενεργήσει προς άρση της, δεν αρχίζει από το χρονικό σημείο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής συμπεριφοράς του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση, αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά διαστήματα, που εξακολουθεί να υφίσταται η προαναφερόμενη κατάσταση και να προκαλεί ζημία σ’ εκείνον (ΑΠ 292/2016, ΑΠ 1604/2014, ΑΠ 1730/2010, ΑΠ 832/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, στο άρθρο 90 του ν. 2362/1995 ‘’Περί Δημοσίου Λογιστικού’’ (Α΄ 247) ορίζεται ότι: ‘’1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής’’. Περαιτέρω, στο άρθρο 91 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι: ‘’Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής… ‘’, στο δε άρθρο 94 ότι: ‘’… Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια’’ (Ολ.ΣΤΕ 482/2018, ΑΠ 394/2014 , ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την από 18-11-2015 (με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ …….) αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με σχετική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού), η ενάγουσα -ήδη εφεσίβλητη στην πρώτη ως άνω έφεση και εκκαλούσα στη δεύτερη- εξέθετε ότι, δυνάμει της υπ΄αρ. …. περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης του συμβολαιογράφου Πειραιά ……, που μεταγράφηκε νόμιμα, η ανώνυμη τράπεζα με την επωνυμία ‘’…..’’, απέκτησε την κυριότητα μείζονος ακινήτου, στην περιοχή ‘….΄  του δήμου Δραπετσώνας, επιφάνειας 10.119,99 τ.μ. Ότι, με την τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του δήμου Δραπετσώνας, (ΦΕΚ 316Α/10-9-1931), το ως άνω μείζον ακίνητο διαχωρίστηκε σε δύο τμήματα, ήτοι  σε ένα τμήμα επιφάνειας 6.728,06 τ.μ και στο επίδικο, όπως αυτό περιγράφεται την αγωγή, επιφάνειας 2.606,80 τ.μ., εντός του οποίου υφίσταται αποθήκη, από το έτος 1961, εμβαδού 1.427 τ.µ.    Ότι, της ως άνω τραπεζικής εταιρίας (‘’……’’), κατέστη ειδική διάδοχος η ενάγουσα τραπεζική εταιρία και ως εκ τούτου κυρία πλέον του ακινήτου, με βάση τις διατάξεις των άρθρων του Ν.3601/2007 και στα πλαίσια της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης του ως άνω πιστωτικού ιδρύµατος, δυνάμει της από 27-7-2012 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Β, µε αρ. φύλλου ……., της ΕτΚ. Ότι, με την από 23-12-1986 έγγραφη σύµβαση χρησιδανείου αορίστου χρόνου, η ως άνω δικαιοπάροχός της παραχώρησε, χωρίς αντάλλαγμα, στον εναγόµενο τη χρήση του εν λόγω ακινήτου. Ότι, η σύμβαση αυτή καταγγέλθηκε νόµιµα από τη χρήστρια στις 22-11-2005, αλλά παραταύτα ο χρησάμενος (εναγόµενος) δεν απέδωσε το ακίνητο, αλλά εξακολούθησε να το χρησιµοποιεί µέχρι την άσκηση τη αγωγής, χωρίς να καταβάλει κάποιο αντάλλαγµα, αν και γνώριζε πως δεν δικαιούται να βρίσκεται πλέον στη νοµή του και παρά τις επανειληµμένες, έκτοτε, οχλήσεις, από τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας αλλά και την τελευταία. Ότι, επομένως, ο εναγόµενος, από την ως άνω ημερομηνία, υποχρεούται να καταβάλει αποζηµίωση για τη ζημία, που υφίσταται η ενάγουσα από την αποστέρηση της νομής του ακινήτου, η οποία συνίσταται στα μισθώματα, που με μεγάλη πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα εισέπραττε, αν δεν το παρακρατούσε παράνομα και υπαίτια ο εναγόμενος, για το χρονικό διάστημα από 1-12-2005 μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής, όπως τα επιμέρους ποσά αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή, ανερχόμενα  στο συνολικό ποσό των 333.843,14 ευρώ. Ότι, αν θεωρηθεί ότι η ανωτέρω αξίωση έχει παραγραφεί, ο εναγόμενος οφείλει να αποδώσει το ίδιο πιο πάνω ποσό, που αντιστοιχεί στο μίσθωμα, κατά το οποίο ωφελήθηκε και θα αναγκαζόταν να καταβάλει για τη μίσθωση αντίστοιχου ακινήτου, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ότι, τέλος, το επίμαχο ακίνητο, το οποίο έχει λογιστική αξία 1.303.698,05 ευρώ, φέρεται εσφαλμένα στα κτηµατολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Πειραιά, όπου καταχωρήθηκε µε ΚΑΕΚ …………, να ανήκει κατά κυριότητα στον εναγόµενο δια χρησικτησίας. Ζητούσε, δε, ακολούθως, η ενάγουσα να αναγνωρισθεί το δικαίωμα κυριότητάς της στο ακίνητο, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της το αποδώσει και να επαναφέρει στην προηγούμενη κατάσταση τα πράγματα, αλλιώς, σε περίπτωση που αρνηθεί να το πράξει, να της επιτραπεί η παραπάνω ενέργεια με δαπάνες του, να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να φέρεται  η ίδια ως κυρία αυτού, να αναγνωρισθεί νομέας του επίδικου ακινήτου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της αποδώσει τη νομή, να απαγορευθεί στον εναγόμενο να προσβάλει στο μέλλον με οποιονδήποτε τρόπο την κυριότητα και τη  νομή της στο ακίνητο,  με την απειλή χρηματικής ποινής 100.000 ευρώ για κάθε διατάραξη, καθώς επίσης να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 333.843,14 ευρώ για την προαναφερθείσα αιτία, με το νόμιμο τόκο από τις 22-11-2005, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

           Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του,  ορθά αποφάνθηκε, ότι υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, παρά τον, αντίθετο, αβάσιμο, ισχυρισμό του εναγομένου – εκκαλούντος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, η ένδικη αξίωση δεν συνδέεται αιτιωδώς με έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη ούτε καλύπτεται καθεαυτή από εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση, που δημιουργεί σχέση υπεροχής, έναντι των πολιτών, αλλά συνδέεται με τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του εναγομένου Δήμου και θεμελιώνονται, ως εκ τούτου, στις διατάξεις ιδιωτικού δικαίου, οπότε η ανακύπτουσα διαφορά είναι ιδιωτική και υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Ακολούθως, έκρινε ότι η ως άνω αγωγή, έχει ασκηθεί παραδεκτά και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του Ν. 2664/1998, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής και είναι ορισμένη. Ορθά δε, επίσης, απέρριψε τους ισχυρισμούς του εναγομένου περί αοριστίας, όσον αφορά στην αγωγική αξίωση περί αποζημίωσης για διαφυγόν κέρδος, καθώς το δικόγραφο της αγωγής περιέχει τα απαιτούμενα από το νόμο, για τη θεμελίωσή της, στοιχεία. Συγκεκριμένα, εκτίθεται σ` αυτήν η θέση και το εμβαδό της ιδιοκτησίας, που φέρεται ότι κατακρατεί παράνομα και υπαίτια ο εναγόμενος, ώστε να είναι δυνατό να προσδιορισθεί από τις αποδείξεις το μηνιαίο μίσθωμα, το οποίο θα εισπράττονταν από την εκμίσθωσή του, με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, κατά το οποίο φέρεται ότι ζημιώθηκε η ενάγουσα  και είναι ισόποσο με την επικαλούμενη ωφέλεια, που αποκόμισε ο εναγόμενος, ενώ πραγματικά περιστατικά επιπλέον αυτών, δεν απαιτούνται (ΑΠ 1899/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, την έκρινε νόμιμη, τόσο ως προς την κύρια βάση της όσο και ως προς την επικουρική, πλην των αιτημάτων της περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με δαπάνες του εναγομένου και περί απαγόρευσης στον τελευταίο, με απειλή χρηματικής ποινής κάθε μελλοντικής διατάραξης της νομής και της κυριότητας της ενάγουσας επί του ακινήτου, τα οποία απέρριψε ως μη νόμιμα. Κι αυτό διότι, τα αιτήματα αυτά δεν προσιδιάζουν στη φύση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής, αλλά της αρνητικής, όπως επίσης και το αίτημα περί αναγνώρισης της νομής της ενάγουσας στο ακίνητο και αποβολής του εναγόμενου από αυτήν, εφόσον η επιδίκαση της κυριότητας, που επιδιώκεται με τη διεκδικητική αγωγή, καθιστά μάταιη τη δίκη για τη νομή. Ως προς δε το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης δεν υπάρχει λόγος έφεσης. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη και ειδικότερα αναγνώρισε την ενάγουσα κυρία του επίδικου ακινήτου, διατάσσοντας τον εναγόμενο να της το αποδώσει. Ακόμη, υποχρέωσε τον τελευταίο να  καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση για το διάστημα από 1-1-2010 έως την άσκηση της αγωγής, (καθώς για το προηγούμενο αιτηθέν διάστημα, δέχθηκε ότι η αξίωση έχει υποπέσει σε παραγραφή, όσον αφορά τόσο στην κύρια βάση της όσο και στην επικουρική), το συνολικό ποσό των 47.400 ευρώ, όπως τα επιμέρους ποσά αναφέρονται σε αυτήν (εκκαλουμένη), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, έως την εξόφληση. Τέλος, διέταξε τη διόρθωση της σχετικής ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται, τόσο ο εναγόμενος  όσο και η ενάγουσα, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, αντίστοιχα, για τους αναφερόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε, κατά μεν τον εναγόμενο να απορριφθεί  συνολικά η αγωγή αυτή της αντιδίκου του, κατά δε την ενάγουσα να γίνει συνολικά δεκτή η αγωγή της.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των µαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά  αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά.

Η  ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ‘’………’, (της οποίας η ενάγουσα, έχει καταστεί ειδική διάδοχος, όπως ειδικότερα θα αναφερθεί παρακάτω), απέκτησε την κυριότητα μείζονος ακινήτου, στην περιοχή .……… του δήμου Δραπετσώνας, επιφάνειας 10.119,99 τ.μ.. Το ακίνητο αυτό περιήλθε στην ως άνω τράπεζα, δυνάμει της υπ΄αρ. …….. περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης του συμβολαιογράφου Πειραιά ……, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του δήμου Πειραιά, (στον τόμο .. και με α.α. …..), ενώ στην καθ΄ής η εκτέλεση εταιρία με την επωνυμία ΄΄………..΄΄, είχε περιέλθει με το υπ΄αρ. … συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιά, ….., που είχε μεταγραφεί, επίσης, νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του δήμου Πειραιά (στον τόμο … και με α.α ….).

Με την τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του δήμου Δραπετσώνας, (ΦΕΚ 316Α/10-9-1931), το ως άνω μείζον ακίνητο διαχωρίστηκε από την οδό ……. σε δύο τµήµατα, ήτοι το ένα τµήµα επιφάνειας 6.728,06 τ.µ. και περικλειόμενο από τις οδούς …….., και, το άλλο τµήµα (επίδικο) επιφάνειας 2604,52τ.µ., το οποίο περικλείεται από τις οδούς ……… Το δεύτερο αυτό τµήµα της µείζονος έκτασης, ευρισκόµενο εντός του εγκεκριµένου σχεδίου της πόλης της Δραπετσώνας, στη δηµοτική ενότητα Δραπετσώνας του Δήµου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, εµφαίνεται, με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράµµατα Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Α, στο, από τον Ιανουάριο του έτους 2014, τοπογραφικό διάγραµµα του διπλωµατούχου αγρονόµου – τοπογράφου µηχανικού ……., σύµφωνα και µε τις συντεταγµένες κορυφών ιδιοκτησιών στο προβολικό σύστηµα ΕΓΣΑ 87, και έχει, κατά τη νεότερη αυτή καταµέτρηση, εµβαδό 2.606,80 τ.µ., συνορεύει δε ανατολικά, επί πλευράς ΕΖ 26,12 µέτρων µε την οδό .., δυτικά, επί πλευράς ΑΗ 29,25 µέτρων µε την οδό .., βόρεια, επί πλευράς ΖΗ 94,69 µέτρων µε την οδό … και νότια, επί πλευρών ΑΒ 13,80 µέτρων, ΒΓ 41,50 µέτρων, ΓΔ 25,07 µέτρων και ΔΕ 13,83 μέτρων, ήτοι συνολικά 94,20 μέτρων, με την οδό … Επί του ακινήτου αυτού έχει ανεγερθεί, από το έτος 1961, ισόγεια αποθήκη επιφανείας 1.427 τ.μ .

Με την από 23-12-1986, έγγραφη, σύμβαση χρησιδανείου η ως άνω κυρία του επίδικου ακινήτου,  ‘’………..’’, παραχώρησε, χωρίς αντάλλαγμα, στον εναγόμενο τη χρήση της προαναφερθείσας παλαιάς αποθήκης, αλλά και οι δύο πλευρές αποδέχονται ότι αντικείμενο του χρησιδανείου ήταν τόσο η αποθήκη όσο και το προπεριγραφέν οικόπεδο, στο οποίο αυτή βρισκόταν, για να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία πολιτιστικού κέντρου και λέσχης ηλικιωμένων. Η σύμβαση ορίστηκε αορίστου χρόνου, ενώ συμφωνήθηκε ότι η χρήστρια θα δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο και πέραν από τους ορισμούς του άρθρου 817 Α.Κ., να απαιτήσει την επιστροφή της χρήσης του ακινήτου σε αυτήν, καθώς, επίσης, ότι θα έχουν εφαρμογή τα άρθρα 810 επ. του Α.Κ.

Πράγματι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω σύμβαση χρησιδανείου, η χρήστρια τραπεζική εταιρία, με το από 10-04-2003 έγγραφό της προς τον εναγόμενο, ζήτησε την επιστροφή της χρήσης του ακινήτου, διότι σκόπευε να το αξιοποιήσει. Ενόψει, όμως,  ότι η χρήση αυτού δεν αποδόθηκε από τον εναγόμενο, η χρήστρια προέβη στην από 22-11-2005 έγγραφη καταγγελία της σύμβασης και ζήτησε την παράδοση, εντός ενός μηνός, της χρήσης του ακινήτου. Σε απάντηση της καταγγελίας αυτής, ο εναγόμενος Δήμος, με το με αρ. πρωτ………. έγγραφο προς την ‘’…..’’, δήλωσε πως δεν προτίθεται να εγκαταλείψει το ακίνητο, διότι επ΄ αυτού έχει δημιουργήσει με δαπάνες του και λειτουργεί αθλητικό κέντρο. Εν συνεχεία, στις 11-1-2006, έλαβε χώρα συνάντηση, μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων,  τόσο του Δήμου όσο και της ως άνω τραπεζικής εταιρίας, ώστε να διερευνηθεί η δυνατότητα εξεύρεσης συμβιβαστικής επίλυσης του ζητήματος, κατά την οποία ο εναγόμενος ζήτησε την παράταση της σύµβασης χρησιδανείου, πρόταση την οποία, όµως, η ……. Τράπεζα δεν αποδέχθηκε κι αντιπρότεινε στο Δήμο να αγοράσει το ακίνητο. Τα παραπάνω αναφέρονται και στο από 12-1-2006 έγγραφο της τράπεζας προς τον τελευταίο, ενώ, με το από 3-3-2008 έγγραφό της προς τον εναγόµενο, η τράπεζα ζήτησε και πάλι την απόδοση του ακινήτου, δηλώνοντας ότι, σε περίπτωση που αυτός δεν συμμορφωθεί, πρόκειται να προβεί στην άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων της διά της δικαστικής οδού. Τα προαναφερόμενα περιστατικά δεν τα αρνείται ουσιαστικά κι ο εναγόμενος. Ακολούθως, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Ν.3601/2007 και ιδίως των άρθρων 63Β, 63Δ και 68 αυτού και στα πλαίσια της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης της ως άνω τραπεζικής εταιρίας (‘’………’’ ),  ειδική διάδοχος της τελευταίας κατέστη, δυνάμει της από 27-7-2012 απόφασης της  Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Β, µε αρ. φύλλου ……) της ΕτΚ, η ενάγουσα τραπεζική εταιρία,  κι ως εκ τούτου κυρία πλέον του ακινήτου και εκχωρήθηκαν σε αυτήν όλες οι απορρέουσες αξιώσεις της δικαιοπαρόχου της από κάθε αιτία.

Με βάση τα παραπάνω, ο εναγόµενος, μετά τη λύση της σύμβασης του χρησιδανείου, με την προαναφερθείσα καταγγελία της (στις 22-11-2005), όφειλε, δια των νοµίµων εκπροσώπων και των προστηθέντων του, να αποδώσει το εν λόγω ακίνητο στην ως άνω κυρία αυτού –χρήστρια, πράγμα που γνώριζε, αλλά, παραταύτα, αρνήθηκε να το πράξει, παρακρατώντας παράνομα τη νομή του ακινήτου, παρά τις οχλήσεις της τελευταίας. Επομένως, ο εναγόμενος, από τις 22-11-2005 κι έκτοτε ήταν κακόπιστος νομέας, σύμφωνα και με την έννοια που αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του – ένστασης (αρ. 1100 ΑΚ), περί καλόπιστης νομής του επίδικου ακινήτου εκ μέρους του, τον οποίο επαναφέρει και με την ένδικη (υπό στοιχείο Α΄) έφεσή του, ως αβάσιμου. Το γεγονός που επικαλείται, ότι δηλ. πραγματοποίησε εργασίες διαμόρφωσης του ακινήτου σε αθλητικό κέντρο, δεν τον καθιστά καλόπιστο νομέα, ούτε βέβαια η πεποίθησή του, όπως αναφέρει στην  έφεση, ότι η αντίδικος θα του δώριζε το επίδικο, πρόθεση άλλωστε που ουδέποτε η ίδια ή η δικαιοπάροχός της, με κάποιον τρόπο, εκδήλωσε. Οπότε, η ενάγουσα, κυρία του ακινήτου, αφενός μεν δικαιούται να της αποδοθεί το ακίνητο, αφετέρου δε έχει νόμιμη αξίωση αποζημίωσης κατά του εναγομένου, κατά τις, περί αδικοπραξιών διατάξεις, όπως θα αναφερθεί, αναλυτικότερα, στη συνέχεια.

Ο εναγόμενος – εκκαλών παραπονείται, με την ένδικη ως άνω έφεσή του, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση που προέβαλε περί κοινοχρησίας του επίδικου ακινήτου. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι το επίδικο αποτελεί αθλητικό κέντρο της πόλης, κατόπιν σχετικών εργασιών διαμόρφωσης σε τέτοιο, αλλά και συντήρησής του, στις οποίες προέβη ο ίδιος, όπως ειδικότερα αναφέρονται στην έφεσή του. Έχει δε τεθεί στην κοινή χρήση, από το έτος 1986, που έγινε η παραχώρηση της χρήσης του από την ως άνω τράπεζα, της οποίας η ενάγουσα είναι ειδική διάδοχος, και πάντως από το 2005, που αυτή ανέχθηκε την κοινή χρήση του επιδίκου, χωρίς να αντιδράσει, οπότε δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοσή του. Ο λόγος, όμως, αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα και η ως άνω δικαιοπάροχός της, παραχώρησαν το ακίνητο αυτό σε κοινή χρήση, καθώς η παραχώρηση της χρήσης του για τη χρησιμοποίησή του ως πολιτιστικού κέντρου, όπως προεκτέθηκε, έγινε βάσει της προαναφερθείσας σύμβασης χρησιδανείου. Δεν εξέφρασε ποτέ, τέτοια βούληση η ενάγουσα, πράγμα, εξάλλου, που, αν το επιθυμούσε, θα το έκανε επισήμως με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή έστω δεν θα φρόντιζε να συνάψει την ως άνω σύμβαση, με την οποία εξέφρασε ρητά ότι η βούλησή της ήταν το χρησιδάνειο κι όχι βέβαια η δωρεά ή η παραχώρηση του ακινήτου της στην κοινή χρήση. Δεν συντρέχουν, άλλωστε, οι απαιτούμενες γι΄ αυτό προϋποθέσεις, ήτοι η χρησιμοποίησή του από απροσδιόριστο αριθμό προσώπων από αμνημονεύτου χρόνου, δηλ. για δύο γενεές, πέραν των σαράντα ετών η κάθε μία, τις οποίες, ούτε και ο ίδιος ο εναγόμενος, δεν επικαλείται. Πέραν τούτων, στην εν λόγω σύμβαση χρησιδανείου, είχε συμφωνηθεί η χωρίς αντάλλαγμα παραχώρηση της χρήσης του επιδίκου από την ‘’…………’’ προς τον εναγόμενο δήμο, με παράλληλη, όμως, συμφέρουσα προς την τράπεζα εκμίσθωση από τον τελευταίο ακινήτου του προς αυτήν, στοιχείο που ενισχύει το γεγονός ότι δεν είχε καμία πρόθεση δωρεάς ή απόδοσης στην κοινή χρήση του επίδικου ακινήτου. Περαιτέρω, και μετά το έτος 2005, που καταγγέλθηκε η σύμβαση χρησιδανείου από τη χρήστρια –τράπεζα , η τελευταία δεν ανέχθηκε, όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος, την απόδοση του ακινήτου στην κοινή χρήση, αλλά  αντίθετα προέβη σε ενέργειες, κατά τα προαναφερθέντα αλλά και όπως παρακάτω, επίσης, θα αναφερθεί, ώστε να της αποδοθεί το ακίνητο. Μάλιστα, κατά των σχετικών αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου του εναγομένου και της έγκρισής τους από τον Περιφερειακό Δ/ντή της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Πειραιά, με τις οποίες επιχειρήθηκε να απαλλοτριωθούν αναγκαστικά τα εν λόγω ακίνητα, η ……. Τράπεζα άσκησε όλα τα προβλεπόμενα από το νόμο ένδικα βοηθήματα. Με την υπ΄αρ. 1546/2008, δε, απόφαση του ΣτΕ, κατόπιν αίτησης ακύρωσης της ως άνω τράπεζας, αυτή έγινε δεκτή και ακυρώθηκαν οι εκεί αναφερόμενες αποφάσεις.

Ακόμη, ο ισχυρισμός – ένσταση του εναγομένου, περί καταχρηστικής άσκησης εκ μέρους της ενάγουσας του ένδικου δικαιώματος, τον οποίο απέρριψε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως ουσιαστικά αβάσιμο και τον οποίο επαναφέρει με την έφεσή του, δεν ευσταθεί. Κι αυτό διότι, η προαναφερθείσα συμπεριφορά της ενάγουσας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αδράνεια εκ μέρους της να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμά της το απορρέον από την κυριότητά της. Πολύ δε περισσότερο, δεν μπορεί  να θεωρηθεί, ότι οι ενέργειές της, σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά του εναγομένου, δημιούργησαν στον τελευταίο την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να το ασκήσει. Ειδικότερα, πριν από το έτος 2005, ο εναγόμενος βρισκόταν στη χρήση του επιδίκου, το οποίο χρησιμοποιείται από αυτόν καθόλο το χρονικό διάστημα από τη σύναψη της σύμβασης μέχρι και σήμερα, ως αθλητικό κέντρο που εξυπηρετεί τους δημότες, βάσει της προαναφερθείσας σύμβασης χρησιδανείου. Μετά δε την καταγγελία αυτής στις 22-11-2005, ενώ είχε ήδη προηγηθεί τον Απρίλιο του 2003, επιστολή της  χρήστριας προς τον χρησάμενο –δήμο να της αποδώσει τη χρήση του ακινήτου για να το εκμεταλλευθεί οικονομικά, ενόψει και της εισαγωγής της στο Χρηματιστήριο, µε το από 12-01-2006 έγγραφό της, απέρριψε το αίτημα του εναγομένου, κατά τα προεκτεθέντα, σχετικά με την παράταση του χρησιδανείου, αντιπροτείνοντας την αγορά του από αυτόν. Κατόπιν, με το από 3-3-2008 έγγραφό της προς τον εναγόμενο, η τράπεζα ζήτησε, εκ νέου, την απόδοση του ακινήτου, δηλώνοντας συγχρόνως ότι, αν δεν το πράξει, θα κινηθεί δικαστικά. Εκτός δε, από τις ως άνω έγγραφες οχλήσεις προς τον εναγόμενο, είχαν λάβει χώρα, κατά τα επίσης προαναφερθέντα, και προφορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών, διά των νομίμων εκπροσώπων τους. Οπότε, από τα παραπάνω προκύπτει, ότι η δικαιοπάροχος της ενάγουσας, δεν αδράνησε, ούτε δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον εναγόμενο ότι δεν θα ασκήσει τα απορρέοντα από την κυριότητά της επί του επιδίκου ακινήτου, δικαιώματά της, και συνεπώς, κι αυτός ο λόγος της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζεται, επίσης, ο εναγόμενος – εκκαλών, αυτός προέβη σε κάποιες κατασκευαστικές εργασίες επί του εν λόγω ακινήτου με δικές του δαπάνες, (όπως κατασκευή γηπέδου τένις, κερκίδων, αποδυτηρίων κ,λπ.), ώστε να λειτουργεί ως αθλητικό κέντρο, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, (για τις οποίες μάλιστα η ενάγουσα υποστηρίζει, ότι δεν έχει ληφθεί η απαιτούμενη πολεοδομική άδεια), αφενός μεν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά αδύνατη την αυτούσια απόδοσή του, αφετέρου δε, δεν αναιρεί το δικαίωμα της ενάγουσας να εγείρει τις νόμιμες αξιώσεις της, ούτε το καθιστά αυτό καταχρηστικό. Ο δε εναγόμενος θα μπορούσε να αναζητήσει δικαστικά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το νόμο, τις δαπάνες αυτές.

Εφόσον, λοιπόν, ο εναγόμενος, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, υπαίτια και παράνομα, κατακράτησε τη νομή του ακινήτου, υποχρεούται σε καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία από την αποστέρηση της νομής και την, εξαιτίας αυτής, αδυναμία της ενάγουσας να εκμεταλλευτεί –εκμισθώσει το ακίνητο, η οποία (ζημία) συνίσταται στην αξία των μισθωμάτων, που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα εισέπραττε κατά μεγάλη πιθανότητα από την εκμίσθωση αυτού και τα οποία απώλεσε λόγω της ως άνω συμπεριφοράς του εναγομένου. Λαμβανομένης δε υπόψη της έκτασης του ακινήτου, της θέσης αυτού, της χρήσης, για την οποία θα μπορούσε να εκμισθωθεί, της κατάστασής του και των οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν, κατά το κρίσιμο διάστημα, στην κτηματαγορά, η μισθωτική αξία του ακινήτου ανέρχονταν, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, στα κάτωθι αναφερόμενα ποσά. Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-12-2010, στο ποσό των 1.000 ευρώ μηνιαίως, ενώ για το διάστημα από 1-1-2011 έως την άσκηση της αγωγής (η οποία κατατέθηκε στις 18-11-2015 και επιδόθηκε την επομένη), στο ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς, κατά το διάστημα αυτό, είχε ήδη γίνει αισθητή η σοβαρή οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα τα τελευταία έτη, η οποία έχει επηρεάσει πτωτικά τις τιμές μίσθωσης και πώλησης των ακινήτων γενικά, αλλά και ειδικά στην περιοχή που βρίσκεται το επίδικο.      

Η ενάγουσα ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της ένδικης, υπό στοιχείο Β΄, έφεσής της, ότι τα ποσά που αντιστοιχούν στη μισθωτική (αλλά και αγοραστική) αξία του ακινήτου, άρα και τα αντίστοιχα διαφυγόντα κέρδη της,  είναι  υψηλότερα από τα ως άνω επιδικασθέντα με την εκκαλουμένη, υπολογίζοντας το εκάστοτε τεκμαρτό μίσθωμα επί της αντικειμενικής αξίας του (ακινήτου). Είναι γνωστό, όμως, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι τα τελευταία περίπου 8 έτη, λόγω των εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών συνθηκών που επικρατούν στην Ελλάδα, όπως προαναφέρθηκε, τα ακίνητα πωλούνται σε τιμές χαμηλότερες της αντικειμενικής τους αξίας και αντίστοιχα το μίσθωμα το οποίο επιτυγχάνεται δεν είναι ανάλογο με αυτήν, οπότε ο σχετικός λόγος της ως άνω έφεσης της ενάγουσας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, το γεγονός ότι το έτερο ως άνω τμήμα του μείζονος ακινήτου, πέραν του επίδικου, εμβαδού 6.728,06 ευρώ, πωλήθηκε, όπως επικαλείται η ενάγουσα, δυνάμει του υπ΄αρ. …….. συμβολαίου του συμβολαιογράφου ………, αντί τιμήματος 4.850.000 ευρώ, στην εταιρία ‘’ ……..’’, δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλές κριτήριο για την αξία του επιδίκου ακινήτου κατά το κρίσιμο, τουλάχιστον, ως άνω διάστημα, για το οποίο οφείλεται από τον εναγόμενο αποζημίωση, διότι αφενός μεν, το πωληθέν παραπάνω ακίνητο είναι πολύ μεγαλύτερο του επιδίκου, αφετέρου δε, η πώλησή του, έλαβε χώρα πολύ πριν την εκδήλωση της σημαντικής οικονομικής κρίσης.

           Περαιτέρω, προέκυψε ότι η παραπάνω ζημιογόνα για την ενάγουσα κατάσταση διατηρούνταν από τον εναγόµενο, µε συνέπεια να προκαλείται ζηµία, για όσο χρόνο διαρκούσε η κατάσταση αυτή. Έτσι, η πενταετής παραγραφή της αξίωσης για αποζηµίωση δεν αρχίζει από το χρόνο, που η ζημειωθείσα έλαβε γνώση της αρχικής συµπεριφοράς, µε την οποία δηµιουργήθηκε η ζηµιογόνος κατάσταση, αλλά από τα µεταγενέστερα χρονικά σηµεία, που εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση αυτή και να προκαλεί ζηµία, ήτοι από τον κάθε µήνα ξεχωριστά για κάθε έτος, και, ειδικότερα από το τέλος του έτους µέσα στο οποίο εµπίπτουν τα εν λόγω χρονικά σηµεία, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Επομένως, οι απαιτήσεις της ενάγουσας για αποζημίωση, κατά την κύρια, περί αδικοπραξίας, βάση της αγωγής , που αφορούν το χρονικό διάστημα πριν από την 1η -1-2010, δηλ. από 1-12-2005 µέχρι 31-12-2009, έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 Α.Κ, αφού από το τέλος του έτους που γεννήθηκαν έως την άσκηση της αγωγής έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, γενοµένης εν µέρει δεκτής κι ως ουσιαστικά βάσιµης της ένστασης παραγραφής του εναγομένου, ως προς τα ως άνω διαστήματα, οπότε οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσία αβάσιμες, όπως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη απόφαση. Το γεγονός, ότι , όσο διαρκεί η ζημιογόνος κατάσταση,  η πενταετής παραγραφή της αξίωσης για αποζηµίωση δεν αρχίζει από το χρόνο, που η ζημειωθείσα έλαβε γνώση της αρχικής ζηµιογόνου συµπεριφοράς, δεν σημαίνει, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα-εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, ότι αυτή (παραγραφή) αρχίζει από την απόδοση του ακινήτου στο δικαιούχο, αλλά, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, από τα µεταγενέστερα επιμέρους χρονικά σηµεία που διαρκεί η εν λόγω κατάσταση.

Εξάλλου, για το ως άνω χρονικό διάστημα, η παραπάνω αγωγική αξίωση της ενάγουσας έχει υποπέσει σε παραγραφή και όσον αφορά στην επικουρική βάση της, τη στηριζόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ο χρόνος παραγραφής της οποίας, όσον αφορά στον εναγόμενο δήμο, είναι επίσης πενταετής, από το τέλος του έτους που γεννήθηκε η κάθε επιμέρους αξίωση, καθώς, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου είναι πέντε ετών, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής και η συμπλήρωσή της λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 90 παρ. 1, 91 και 94 εδ. δ’ του Ν.2362/1995, που εφαρµόζονται αναλόγως και στους Ο.Τ.Α. Η εν λόγω δε διάταξη, που θεσπίζει πενταετή παραγραφή για όλες τις απαιτήσεις εναντίον του Δημοσίου (και των Ο.Τ.Α), δεν αφορά μόνο στις δημοσίου δικαίου απαιτήσεις κατ΄ αυτού αλλά και στις ιδιωτικού δικαίου, αφού δεν γίνεται διάκριση από το νόμο. Συνεπώς, τα όσα ισχυρίζεται η ενάγουσα, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της, ότι δηλ. θα πρέπει να ισχύσει η εικοσαετής παραγραφή για τις αγωγικές αξιώσεις της με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν ευσταθούν. Ακόμη, η ως άνω διάταξη δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 4 παρ.1 (αρχή της ισότητας) και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς αποβλέπει στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, για την ορθή άσκηση της οποίας απαιτείται να εκκαθαρίζονται σε εύλογο χρονικό διάστημα και να μην εκκρεμούν επί πολλά έτη οι απαιτήσεις κατά του Κράτους εν ευρεία έννοια. Δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α, όπως, επίσης, υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον ίδιο λόγο της έφεσής της, διότι, με την τελευταία κατοχυρώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης, ενώ με την ανωτέρω ρύθμιση περί συντομότερης παραγραφής υπέρ του Δημοσίου, αυτό δεν εξοπλίζεται, έναντι των ιδιωτών, με προνόμια δικονομικού περιεχομένου, αφού οι διατάξεις περί παραγραφής αποτελούν διατάξεις ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου. Για τους ίδιους δε, σε γενικές γραμμές, λόγους έχει, επίσης, κριθεί, ότι και το άρθρο 21 του ΚΝΔΔ, που ορίζει επιτόκιο 6% για τις οφειλές του Δημοσίου, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και σε διεθνείς συμβάσεις (βλ. Ολ.ΣτΕ 482/2018, ο.π). Κατόπιν αυτών, κι ο ως άνω ο λόγος της έφεσης της ενάγουσας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επομένως, για το μη παραγραφέν διάστημα, ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, ως αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, συνολικά το ποσό των 47.400 ευρώ, ήτοι 1.000 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από 1-1-2010 έως 31-12-2010 (12 μήνες χ 1000 ευρώ=12.000 ευρώ) και 600 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από 1-1-2011 έως το Νοέμβριο του έτους 2015, που ασκήθηκε η αγωγή, (59 μήνες χ 600 ευρώ= 35.400 ευρώ) με το νόμιμο τόκο, από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

Ακόμη, προέκυψε ότι το επίδικο ακίνητο, κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, με ΚΑΕΚ ………, και εμβαδό 2.603 τ.μ., στα οποία φέρεται να ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στον εναγόμενο, με αιτία κτήσης τη χρησικτησία. Η (πρώτη) αυτή κτηματολογική εγγραφή, όμως, σύµφωνα µε τα όσα αναλυτικά προαναφέρθηκαν, είναι ανακριβής και κατά συνέπεια πρέπει να διορθωθεί.  Κρίσιµος δε χρόνος, µε βάση τον οποίο εξετάζεται η ορθότητα των πρώτων εγγραφών στα κτηµατολογικά βιβλία και διατάσσεται η σχετική διόρθωση, είναι  η ημερομηνία έναρξης ισχύος του Κτηµατολογίου στη συγκεκριµένη περιοχή, και εν προκειμένω η 9η-5-2005 (ΦΕΚ Β’ 608/09-05-2005). Δεδομένου δε, ότι κατά την ημερομηνία αυτή, το εν λόγω ακίνητο, ανήκε στην πλήρη κυριότητα της ‘’……….’’, όπως επίσης προεκτέθηκε, (δυνάµει της υπ΄αρ. ….. περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης του συµβολαιογράφου Πειραιά, ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία µεταγραφών του δήµου Πειραιά, στον τόµο .. και µε α.α. …), η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής θα γίνει ως προς αυτά τα στοιχεία, που είναι τα ορθά, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του Κτηµατολογίου στο Δήµο Δραπετσώνας.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τα προαναφερθέντα, έστω με λιγότερο εκτενή, σε κάποια σημεία, αιτιολογία, την οποία, το παρόν δικαστήριο, επιτρεπτώς, συμπληρώνει (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, οι κρινόμενες εφέσεις, πρέπει ν΄ απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες. Τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για την κάθε μία από τις δύο εφέσεις, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, να επιβληθούν εις βάρος των εκκαλούντων σε αυτές αντίστοιχα, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Όσον αφορά, όμως, στον εκκαλούντα στην πρώτη έφεση δήμο, αυτά θα επιβληθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 Ν. 3693/1957, που εφαρμόζεται και επί Ο.Τ.Α,  όπως προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, θα διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων, που κατέθεσε η εκκαλούσα στη δεύτερη έφεση, στο δημόσιο ταμείο, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, τις εφέσεις με ειδικό αριθμό κατάθεσης (Ε.Α.Κ). Α) …… και Β) ……, κατά της υπ’αρ. 1571/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις ως άνω εφέσεις και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές στην ουσία.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης στην ως άνω, υπό στοιχείο Α΄, έφεση, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος σε αυτήν, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, καθώς επίσης και τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου στην ως άνω, υπό στοιχείο Β΄ έφεση, εις βάρος της εκκαλούσας σε αυτήν, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθούν στο δημόσιο ταμείο, τα παράβολα, που κατατέθηκαν από την εκκαλούσα της, υπό στοιχείο, Β΄ ένδικης έφεσης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 10 Σεπτεμβρίου  2018  και Δηµοσιεύθηκε στις   20 Σεπτεμβρίου  2018, σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

             Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  H  ΓPAMMATEAΣ