Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 591/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 591/2018                     

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 25.5.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…….. και …..) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου της από 20.7.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……) αγωγής, και β) η από 12.10.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…..) αντέφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής, αμφότερες στρεφόμενες κατά της υπ’αριθμ. 1.222/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή αυτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

H κρινόμενη έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου κατά της υπ’αριθμ.1.222/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της ασκηθείσας κατά του ανωτέρω διαδίκου από 20.7.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγής του εφεσιβλήτου, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η εν λόγω αγωγή, και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ, πλέον τόκων, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που ο τελευταίος υπέστη από την σε βάρος του αδικοπρακτική συμπεριφορά του αντιδίκου του, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 26.5.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, με την επιμέλεια του ενάγοντος, που έλαβε χώρα στις 27.4.2017, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……. έκθεσης επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας …….., και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από  τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), και με την οποία πλήττεται η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της επί της ουσίας, δηλαδή και κατά το κεφάλαιο, που αφορά τον ποσοτικό προσδιορισμό της χρηματικής ικανοποίησης της  προκληθείσας στον ενάγοντα ηθικής βλάβης, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Ο επίσης εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε αντέφεση εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 523 παρ.2 του ΚΠολΔ, με το από 12.10.2017 ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στις 13.10.2017, συντάχθηκε έκθεση κάτω απ’αυτό (με αυξ.αριθμ……..), και κοινοποιήθηκε στον εκκαλούντα – εναγόμενο αυθημερόν, ήτοι προ τριάντα ημερών από τη συζήτηση της έφεσης, που έλαβε χώρα κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο της 16ης.11.2017, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……. έκθεση επίδοσης της αυτής ως άνω δικαστικής επιμελήτριας. Με την αντέφεσή του αυτή ο αντεκκαλών πλήττει το κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης, με το οποίο κρίθηκε το ύψος της επιδικασθείσας  σ’αυτόν  χρηματικής  ικανοποίησης της ηθικής του βλάβης, δηλαδή κεφάλαιο που προσβάλλεται και με την ένδικη έφεση του αντιδίκου του. Συνεπώς, η κρινόμενη αντέφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), επίσης κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση.

Ο ενάγων με την από 20.7.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …..) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού), ισχυριζόμενος ότι υπέστη ηθική βλάβη από τη σε βάρος του επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, ειδικότερα συνιστάμενη στη διάπραξη από τον τελευταίο της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας με χρήση, που τελέσθηκε διά της νόθευσης του περιεχομένου του αναφερομένου στο δικόγραφο ιδιωτικού συμφωνητικού αγοραπωλησίας σκάφους, το οποίο αμφότεροι υπέγραψαν, ο εναγόμενος με την ιδιότητα του πωλητή, και ο ίδιος του αγοραστή του σκάφους αντίστοιχα, και της στη συνέχεια εν γνώσει προσαγωγής του νοθευμένου αυτού εγγράφου ως αποδεικτικό μέσο σε αστικές μεταξύ τους δίκες, με αποτέλεσμα, τοιουτοτρόπως, να παραπλανηθούν οι επιληφθέντες των υποθέσεων δικαστές, και να εκδώσουν ευνοϊκές γι’αυτόν αποφάσεις, προς βλάβη της δικής του (του ενάγοντος) περιουσίας, κατά τα αναλυτικά στο δικόγραφο εκτιθέμενα, για την αποκατάσταση της οποίας (ηθικής βλάβης) δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, και προσδιορίζοντας περαιτέρω το ύψος αυτής στο ποσό των 150.044 ευρώ, ζήτησε να υποχρεωθεί ο ανωτέρω να του καταβάλει για την εν λόγω αιτία το ποσό των 150.000 ευρώ, κατόπιν αφαίρεσης από το αγωγικό αίτημα του ποσού των 44 ευρώ, το οποίο διεκδικεί με την παράστασή του ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της σε βάρος του αντιδίκου του κατηγορίας, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης προς αυτόν προγενέστερης αγωγής του με το ίδιο περιεχόμενο, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε, άλλως από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, ν’ απαγγελθεί κατ’αυτού προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, αφού η επίδικη απαίτηση απορρέει από αδικοπραξία, καθώς και να καταδικασθεί στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ο ενάγων παραδεκτά, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας του δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και επίσης περιλήφθηκε στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις του, προέβη σε τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό μέχρι του ποσού των 105.000 ευρώ, και συγκεκριμένα ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει για την ανωτέρω αναφερθείσα αιτία το ποσό των 45.044 ευρώ, αφαιρουμένου εξ αυτού του ποσού των 44 ευρώ, για το οποίο έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αντιδίκου του  να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 105.000 ευρώ, σε αμφότερες τις περιπτώσεις με το νόμιμο τόκο κατά τα προεκτεθέντα. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.1.222/2017 οριστική απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε α) ότι το ανωτέρω Δικαστήριο είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης, καθώς, όπως έγινε δεκτό, πρόκειται περί ναυτικής διαφοράς, αφού η ένδικη αξίωση απορρέει από αδικοπραξία, που ειδικότερα έγκειται στη νόθευση ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης πλοίου, και απορρίφθηκε ο περί αναρμοδιότητας ισχυρισμός του εναγομένου, και β) η αγωγή ως πλήρως και επαρκώς ορισμένη, και απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου προβληθείσες αιτιάσεις του εναγομένου, στη συνέχεια έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία κρίθηκε ότι υπέστη αυτός από τη σε βάρος του αδικοπραξία του αντιδίκου του, με το νόμιμο τόκο από τις 8.6.2013, επομένη της επίδοσης προς τον εναγόμενο προγενέστερης όμοιας αγωγής του ενάγοντος, ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από το δικόγραφο της οποίας ο ενάγων έχει παραιτηθεί, μέχρι την εξόφληση, ενώ απορρίφθηκε το αίτημα περί απαγγελίας σε βάρος του εναγομένου προσωπικής κράτησης, εφόσον το ποσό, που επιδικάσθηκε στον ενάγοντα, δεν υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 1047 παρ.2 του ΚΠολΔ. Κατά της προαναφερθείσας απόφασης α) ο μεν εναγόμενος, ως εν μέρει ηττηθείς διάδικος, άσκησε την κρινόμενη έφεσή του, με την οποία, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου αυτού μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί του ορισμένου του δικογράφου της αγωγής, η οποία, όπως ισχυρίζεται, θα έπρεπε ν’απορριφθεί ως αόριστη, καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης (σημειωτέον ότι δεν πλήττεται η παραδοχή από το πρωτιβάθμιο Δικαστήριο της υλικής και τοπικής αρμοδιότητάς του προς εκδίκαση της διαφοράς), ζητά την εξαφάνιση της απόφασης αυτής, ώστε, αφού κρατηθεί και ερευνηθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή, β) ο μεν ενάγων την ένδικη αντέφεσή του παραπονούμενος μόνον κατά του κεφαλαίου αυτής, που αφορά τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που έγινε δεκτό ότι υπέστη από τη σε βάρος του αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, ως προς την οποία ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, και πλημμελώς εκτιμώντας τις αποδείξεις, επιδίκασε ιδιαίτερα χαμηλό ποσό, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, που ειδικότερα παραθέτει στο δικόγραφο της αντέφεσης, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το πληττόμενο κεφάλαιο, ώστε να κριθεί εξαρχής η υπόθεση και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του.

Κατά το άρθρο 914 του ΑΚ: “Όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”, κατά δε το άρθρο 932 εδαφ.α΄ του ίδιου Kώδικα: “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του”. Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298, 330 του ΑΚ και 15 του ΠΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και επομένως στοιχεία της σχετικής αγωγής προκειμένου αυτή να είναι ορισμένη κατά το άρθρο 216 παρ.1 του ΚΠολΔ είναι: α) Παράνομη συμπεριφορά, β) υπαιτιότητα του δράστη, γ) πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης και δ) αιτιώδης μεταξύ τους συνάφεια. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης του παθόντος υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή ηθική βλάβη (ΑΠ 1633/2017 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αγωγή, με την οποία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ζητείται η επιδίκαση στον ενάγοντα μόνο χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από τη σε βάρος του αδικοπραξία του εναγομένου, είναι ορισμένη, διότι στο δικόγραφο αυτής παρατίθενται με πληρότητα και σαφήνεια όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται για την κατά νόμο θεμελίωσή της, όπως αυτά αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, και ειδικότερα εκτίθεται αναλυτικά σε τι ακριβώς συνίσταται η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, ο οποίος φέρεται ότι πλαστογράφησε το επικαλούμενο στο δικόγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό αγοραπωλησίας σκάφους, που είχε υπογραφεί από αμφότερους τους διαδίκους,  μεταβάλλοντας αυθαίρετα και εν αγνοία του ενάγοντος σε μεταγενέστερο της κατάρτισής του χρόνο το περιεχόμενο αυτού, και στη συνέχεια προσκόμισε το εν λόγω νοθευμένο έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο σε αστικές μεταξύ τους δίκες,  παραπλανώντας τους δικαστές, που εξέδωσαν ευνοϊκές γι’αυτόν, και ιδιαίτερα βλαπτικές για τα συμφέροντα του ενάγοντος αντίστοιχα, αποφάσεις, και επιπροσθέτως μνημονεύονται, τόσο η πρόκληση εκ της τελεσθείσας αδικοπραξίας στον ενάγοντα ηθικής βλάβης, συνισταμένης στη θλίψη και στενοχώρια, που αυτός βίωσε, μεταξύ άλλων, και εκ του λόγου ότι υποχρεώθηκε να καταβάλει στον εναγόμενο μη οφειλόμενο χρηματικό ποσό, το οποίο, σε διαφορετική περίπτωση, θα μπορούσε να είχε αποταμιεύσει προς μελλοντική του εξασφάλιση, ή ακόμη και να επενδύσει επωφελώς, αποκομίζοντας κέρδος, καθώς και εκ του ότι αποστερήθηκε της χρήσης του αγορασθέντος σκάφους, το οποίο θα μπορούσε να μεταπωλήσει, αλλά και εκ του ότι υποβλήθηκε σε έξοδα, προκειμένου να περιέλθει σ’αυτόν η κυριότητα του σκάφους, αφού είχε συμφωνηθεί ότι η μεταβίβασή του τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος, όσο και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ανωτέρω συμπεριφοράς του εναγομένου και της ηθικής βλάβης του ενάγοντος. Ενόψει τούτων, δεν απαιτείται για το ορισμένο του αγωγικού δικογράφου η παράθεση επιπλέον στοιχείων, που να προσδιορίζουν ειδικότερα σε τι ακριβώς συνίσταται το διαφυγόν κέρδος του ενάγοντος, ήτοι αυτό, που ο ανωτέρω θα απεκόμιζε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου  και το φερόμενο ως αχρεωστήτως καταβληθέν στον τελευταίο ποσό είχε πράγματι επενδυθεί, ή εάν το σκάφος είχε πωληθεί σε άλλον, ή η όποια τυχόν προκληθείσα θετική ζημία του, διότι με την αγωγή, όπως προεκτέθηκε, είναι προφανές ότι ζητείται η επιδίκαση στον ενάγοντα ενός μόνο κονδυλίου, και όχι του αθροίσματος πλειόνων κονδυλίων περιουσιακής και μη ζημίας του, και δη αυτού της χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη, που υπέστη από τη σε βάρος του αδικοπραξία, στην οποία η αποστέρηση της δυνατότητας επένδυσης του εν λόγω ποσού, και της χρήσης του σκάφους, ή η καταβολή χρηματικών ποσών, που δεν οφείλοντο, παρατίθενται διηγηματικά ως επιπρόσθετοι λόγοι πρόκλησης σ’αυτόν ψυχικής επιβάρυνσης, και, συνεπώς, ηθικής βλάβης, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας συνάγεται από τα επικαλούμενα για τη στοιχειοθέτηση της ιστορικής της βάσης γεγονότα, αλλά και από το αίτημά της, και όχι αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του, είτε της αποθετικής, ειδικότερα συνισταμένης στα χρήματα, που θα αποκέρδαινε, εάν είχε όντως επενδύσει το ποσό αυτό, ή είχε μεταπωλήσει το σκάφος, είτε της θετικής για δαπανηθέντα ποσά, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο εκκαλών – εναγόμενος στον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του, οπότε και μόνο θα ήταν αναγκαίο να εκτίθενται αναλυτικά, για να είναι ορισμένη η αγωγή, όλα εκείνα τα περιστατικά, που πιθανολογούν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων την πραγματοποίηση του αιτουμένου ποσού του διαφυγόντος κέρδους, ή που προσδιορίζουν επακριβώς την προκληθείσα θετική ζημία του. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, επίσης έκρινε ως ορισμένη την αγωγή, και απέρριψε τις περί αοριστίας του δικογράφου της αιτιάσεις του εναγομένου, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, και, συνεπώς, όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο εναγόμενος με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του, τα οποία προϋποθέτουν ότι με την αγωγή ζητείται η επιδίκαση στον ενάγοντα αποζημίωσης για την αποκατάσταση του διαφυγόντος κέρδους του, όπερ δεν ισχύει εν προκειμένω, ώστε να αξιώνεται για την κατά νόμο πληρότητά της η παράθεση επιπλέον στοιχείων, πλην αυτών, που ήδη διαλαμβάνονται στο δικόγραφό της, και καθιστούν αυτήν επαρκώς ορισμένη, απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.

Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 του ΑΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία απαιτείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υποχρέου, υπαιτιότητα, με τη μορφή της αμέλειας ή του δόλου, επέλευση ζημίας και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της επελθούσης ζημίας, η οποία υπάρχει όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η συμπεριφορά του δράστη είναι αντικειμενικώς ικανή να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συμφέρον συγκεκριμένο του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Υπαίτια δε είναι η συμπεριφορά στην περίπτωση της αμέλειας, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, σύμφωνα με το άρθρο 330 εδαφ.β΄του ΑΚ, ενώ στην περίπτωση του δόλου (πρόθεσης) είτε με τη μορφή του άμεσου δόλου, ο οποίος υπάρχει όταν ο υπαίτιος επιδιώκει (θέλει) την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος καθώς και όταν δεν επιδιώκει το ζημιογόνο αποτέλεσμα προβλέπει όμως αυτό ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του και παρά ταύτα δεν υφίσταται, είτε με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, ο οποίος υπάρχει ότι ο υπαίτιος προβλέπει το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενη συνέπεια της συμπεριφοράς του και το αποδέχεται (ΑΠ 780/2014 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η τέλεση αξιόποινης κατά τον ΠΚ πράξης είναι δυνατόν να αποτελεί και αδικοπραξία, κατά την έννοια του παραπάνω άρθρου, με συνέπεια την υποχρέωση του δράστη να αποζημιώσει τον παθόντα. Τούτο συμβαίνει, κυρίως, όταν η διάταξη που παραβιάσθηκε στοχεύει και στην προστασία ατομικού συμφέροντος, λόγω του ότι, με την πράξη του δράστη προσβάλλεται υπαίτια το προστατευόμενο από τη διάταξη που παραβιάσθηκε δικαίωμα ή συμφέρον του βλαβέντος (βλ. ΑΠ 1509/1999 ΕλλΔνη 40.1704, ΑΠ 1986/1983 ΕλλΔνη 24. 1338, ΕφΑθ 249/2007 ΕλλΔνη 2008. 927, ΕφΠατρ 993/2002 ΑχΝομ 2003.114). Ειδικότερα φορέας της αξίωσης, που πηγάζει από το άρθρο 932 του ΑΚ είναι καταρχήν αυτός, που υπέστη άμεσα την ηθική βλάβη από αδικοπραξία, η οποία προβάλλει δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του, που προστατεύεται από κανόνα δικαίου, όχι μόνο αστικού αλλά και διοικητικού ή ποινικού περιεχομένου, ο οποίος έχει τεθεί όχι αποκλειστικώς για την προστασία του γενικού συμφέροντος, αλλά και για την προστασία ιδιωτικών συμφερόντων (βλ.ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 46.394, ΑΠ 1323/2001 ΕλλΔνη 42.1350, ΕφΑθ 1371/2003 ΕλλΔνη 44.1378, ΕφΑθ 4351/2002 ΕλλΔνη 44.200). Υπό την έννοια δε αυτή, υποχρέωση για αποζημίωση από αδικοπραξία υφίσταται και σε περίπτωση διάπραξης και των προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 και και 386 παρ.1 του ΠΚ εγκλημάτων της κατάρτισης και χρήσης πλαστού εγγράφου και της απάτης. Ειδικότερα κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Η χρήση του εγγράφου απ’ αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση της παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Ως έγγραφο, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της πλαστογραφίας, νοείται, κατά το άρθρο 13 εδαφ.γ΄ του ΠΚ, κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός, που έχει έννομη συνέπεια. Το έγγραφο πρέπει να είναι αντικειμενικά πρόσφορο να παράγει με την χρήση του έννομες συνέπειες. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, η οποία αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ.1, στοιχειοθετείται αντικειμενικά, όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον τρίτο και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση του εγγράφου ή και να παραπλανηθεί από αυτό ο τρίτος ή όταν χρησιμοποιηθεί το πλαστό έγγραφο κατά οποιονδήποτε τρόπο άμεσα ή έμμεσα από άλλο πρόσωπο που διατελεί σε καλή πίστη, ως προς την πλαστότητα του εγγράφου (ΟλΑΠ ΑΠ – Ποιν 1/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του ΠΚ, “Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικά ή διαζευκτικά μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και την εξαιτίας αυτών περιουσιακή διάθεση από τον παραπλανηθέντα, ενώ ο τελευταίος δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τον βλαπτόμενο, αρκεί ο πρώτος να έχει τη δυνατότητα από το νόμο ή τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον δεύτερο πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστηρίου σε πολιτική δίκη στην περίπτωση που υποβάλλεται σ’ αυτό ψευδής ισχυρισμός, ο οποίος υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση ψευδών αποδεικτικών μέσων, όπως πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνήσιων μεν, αλλά ψευδών κατά το περιεχόμενό τους (κατάθεση ψευδομάρτυρα κ.λ.π.), από τα οποία παραπλανήθηκε ο δικαστής και εξέδωσε απόφαση, που έχει ως συνέπεια την επέλευση βλάβης στην περιουσία του αντιδίκου του. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τελειωμένη όταν, με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών μέσων, εκδίδεται απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη της απάτης και σε βάρος του αντιδίκου του. Ως περιουσιακή βλάβη νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μειώσεώς της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής καταστάσεως, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον λόγω εμπλοκής σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα (ΑΠ Ποιν. 231/2017 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).  Εξάλλου, από το άρθρο 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι στο άρθρο αυτό δεν εξειδικεύονται τα κριτήρια με βάση τα οποία το δικαστήριο θα καθορίσει το ποσό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, που θα επιδικάσει για ηθική βλάβη στον συγκεκριμένο παθόντα, αλλά αφήνει στο δικαστή την εκτίμηση των ειδικών συνθηκών κάθε περίπτωσης, με βάση κριτήρια που η νομολογία ήδη έχει διαμορφώσει κατά την κοινή πείρα και λογική και τα οποία κυρίως είναι το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος του υποχρέου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (ΟλΑΠ 10/2017 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα ο δικαστής, προς σχηματισμό της σχετικής αξιολογικής του κρίσης προς επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης οφείλει να εκτιμήσει: Τη βαρύτητα της προσβολής, την υπαιτιότητα και τον βαθμό της, τον τόπο, τον χρόνο και τη διάρκεια της προσβολής, το επάγγελμα, την περιουσιακή κατάσταση και τις συνθήκες ζωής αυτού που προσβλήθηκε και εκείνου που ενήργησε την προσβολή, την τυχόν δημοσιότητα της προσβολής και τη συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία (βλ. σχετ. Γεωργιάδη στον ΑΚ Γεωργιάδη-­Σταθόπουλο, ΑΚ, Τομ. IV, άρθρο 932, αριθμ. 22 επ., σελ. 819). Πάντως, η εφαρμογή του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, που εισάγει ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει και στα δικαιοδοτικά όργανα, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του εκάστοτε επιδιωκόμενου σκοπού (ΟλΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005.1649). Άρα, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, συγχρόνως δε δεν πρέπει με ακραίες εκτιμήσεις να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου (ΑΠ 1462/2005 ΕλλΔνη 2006.190, ΑΠ 698/2007, ΑΠ 132/2006 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1183/2006 ΕλλΔνη 2006.1444, Σ. Ματθία «Το πεδίο λειτουργίας της αρχής της αναλoγικότητας» ΕλλΔνη 2006.1). Συγκεκριμένα από το άρθρο 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: Το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, όλες οι ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 του ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (ΑΠ 159/2017 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος …….., η οποία δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ο εναγόμενος δεν εξήτασε μάρτυρα), και περιέχεται, κατόπιν απομαγνητοφώνησής της, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει του από 20.8.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση  να μεταβιβάσει κατά κυριότητα στον ενάγοντα, λόγω πώλησης, ένα μεταχειρισμένο σκάφος, με το όνομα «Ι.», τύπου ΤΙΑRA 3300 OPEN, με αριθμό πλαισίου  ……., ολικού μήκους 9,80 μέτρων, και πλάτους 3,81 μέτρων, το οποίο έφερε δύο μηχανές, τύπου GENERAL MOTOR (GM) DETROIT, ιπποδύναμης 300 Hp εκάστη, αντί συνολικού τιμήματος 112.500 ευρώ. Στο αυτό ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό σημειώθηκε ότι ο μεν αγοραστής (ο ενάγων) έχει εξετάσει το σκάφος και βρήκε αυτό της αρεσκείας του, και κατάλληλο για τη χρήση, για την οποία το προορίζει, ο δε πωλητής (ο εναγόμενος) ότι του το παραδίδει χωρίς κανένα πραγματικό ελάττωμα, πλην των φθορών από τη συνήθη χρήση του. Στο πλαίσιο της ανωτέρω συμφωνίας των διαδίκων ο εναγόμενος έλαβε από τον ενάγοντα την υπ’αριθμ. ….. μεταχρονολογημένη επιταγή της τράπεζας EFG Eurobank Eργασίας Α.Ε., ποσού 22.500 ευρώ, έκδοσης του ενάγοντος στην Αθήνα στις 31.1.2008, σε διαταγήν του (του εναγομένου), με χρέωση του τηρουμένου στην εν λόγω τράπεζα λογαριασμού όψεως του ενάγοντος, σε εξόφληση ισόποσου μέρους του συμφωνηθέντος τιμήματος της πώλησης. Ωστόσο, μετά την κατάρτιση του ανωτέρω συμφωνητικού και προ της ολοκλήρωσης της διαδικασίας μεταβίβασης του προαναφερθέντος σκάφους, ο ενάγων διεπίστωσε ότι η κατάσταση αυτού δεν ανταποκρινόταν στις υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις του εναγομένου, που δόθηκαν κατά τη σύναψη της σύμβασης. Συγκεκριμένα, διεπίστωσε ελαττώματα και ελλείψεις του σκάφους τέτοιες, οι οποίες εξέφευγαν των φθορών της συνήθους χρήσης του, και καθιστούσαν τον απόπλου του αδύνατο. Ως εκ τούτου, μετά από συνεχείς οχλήσεις του ενάγοντος και διαπραγματεύσεις του με τον εναγόμενο, στις 4.9.2007 συμφωνήθηκε η πώληση του ανωτέρω σκάφους με τίμημα, ποσού 34.500 ευρώ, δηλαδή χαμηλότερο του αρχικά συμφωνηθέντος,  και καταρτίσθηκε μεταξύ τους το υπό την ίδια ημεροχρονολογία ιδιωτικό συμφωνητικό σε δύο αντίτυπα, τα οποία αμφότεροι υπέγραψαν. Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο εν λόγω νεότερο ιδιωτικό συμφωνητικό, το κείμενο του οποίου καταλαμβάνει ένα φύλλο, και είναι διατυπωμένο, τόσο σε έντυπη, όσο και σε χειρόγραφη μορφή, ο ενάγων κατέβαλε αυθημερόν (στις 4.9.2007) στον εναγόμενο έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος της πώλησης του σκάφους (των 34.500 ευρώ) σε μετρητά το ποσό των 14.500 ευρώ (σημειωτέον ότι αμφότερα τα ποσά αυτά έχουν συμπληρωθεί χειρόγραφα, τόσο αριθμητικώς, όσο και ολογράφως, στην οικεία κενή θέση του έντυπου κειμένου, όπως και τα στοιχεία ταυτότητας των αντισυμβαλλομένων και η περιγραφή του σκάφους, που επίσης έχουν αναγραφεί στις αντίστοιχες κενές θέσεις ιδιοχείρως από τον εναγόμενο), καθώς και ότι ο ενάγων παρέδωσε στον εναγόμενο, επίσης την ίδια ημέρα κατάρτισης του συμφωνητικού, την υπ’αριθμ. …… επιταγή της τράπεζας EFG Eurobank Eργασίας Α.Ε., ποσού 20.000 ευρώ, ημερομηνίας έκδοσης 31.12.2007. Κάτωθεν των στοιχείων της ανωτέρω επιταγής, που επίσης έχουν συμπληρωθεί χειρόγραφα, παρατηρείται διαγραφή με Χ όλων των υπόλοιπων (συνολικά 7) γραμμών της ίδιας πρώτης (εμπρόσθιας) σελίδας του συμφωνητικού, ενώ στη δεύτερη (οπίσθια) σελίδα αναγράφονται οι εξής έντυποι όροι “ο αγοραστής μπορεί να ελέγξει το σκάφος δι’εξόδων του με τον αντιπρόσωπό του. Ο πωλητής έχει όλη την ευθύνη για την καλή λειτουργία της μηχανής και όλων των οργάνων του σκάφους μέχρι της παραδόσεως αυτού εις τον αγοραστήν”, και ακολουθούν οι υπογραφές των συμβαλλομένων διαδίκων. Τα κενά του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, μέρος του κειμένου του οποίου είναι έντυπο, κατά τα προεκτεθέντα, συμπληρώθηκαν από τον εναγόμενο, σε δύο αντίτυπα αυτού, όπως έχει επίσης αναφερθεί. Το ένα εκ των αντιτύπων, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής των σ’αυτό συμβληθέντων διαδίκων βεβαιώνεται από τον αρμόδιο αξιωματικό υπηρεσίας του Λιμεναρχείου Γλυφάδας, έλαβε ο ενάγων και το προσεκόμισε στις 5.9.2007 στη Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου, καταβάλλοντας τον αναλογούντα φόρο για τη μεταβίβαση του σκάφους, που προσδιορίσθηκε στο ποσό των 1.200 ευρώ, ενώ ο εναγόμενος, στη συνέχεια, αφού παρέλαβε από τον ενάγοντα το εν λόγω έγγραφο, το οποίο έφερε τη θεώρηση της ανωτέρω ΔΟ.Υ., διά της επίθεσης σχετικής σφραγίδας από τον επιληφθέντα υπάλληλο, μαζί με την από 4.9.2007 αίτηση, την οποία είχε ήδη υπογράψει ο ενάγων, και τα λοιπά κατά νόμο απαιτούμενα δικαιολογητικά, κατέθεσε άπαντα τα έγγραφα αυτά στο Λιμεναρχείο Γλυφάδας, προκειμένου η συγκεκριμένη μεταβίβαση να εγγραφεί στο λεμβολόγιο και να εκδοθεί η άδεια του σκάφους στο όνομα του ενάγοντος. Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι οι όροι της αρχικής σύμβασης πώλησης, που περιλήφθηκαν στο ιδιωτικό συμφωνητικό της 20ης.8.2007 αντικαταστάθηκαν απ’αυτούς του νεότερου ιδιωτικού συμφωνητικού της 4ης.9.2007, μετά την κατάθεση του οποίου στις αρμόδιες αρχές (Λιμεναρχείο και ΔΟ.Υ.) ολοκληρώθηκε η  κατά νόμο προβλεπόμενη διαδικασία μεταβίβασης του εν λόγω σκάφους. Στο νεότερο αυτό συμφωνητικό, όμως, περιλήφθηκε όρος περί παρακράτησης της κυριότητας του σκάφους από τον πωλητή – εναγόμενο, μέχρι την αποπληρωμή από τον αγοραστή αυτού – ενάγοντα του συμφωνηθέντος τιμήματος των 34.500 ευρώ. Από το εν λόγω τίμημα ποσό 14.500 ευρώ καταβλήθηκε από τον ενάγοντα αυθημερόν, όπως ρητά αναφέρεται σ’αυτό και έχει ήδη εκτεθεί, τούτου επέχοντος θέση απόδειξης περί της ανωτέρω καταβολής,  ενώ για το ανεξόφλητο ποσό των 20.000 ευρώ ο ενάγων παρέδωσε στον εναγόμενο την προαναφερθείσα υπ’αριθμ. ……… ισόποση επιταγή της τράπεζας EFG Eurobank Eργασίας Α.Ε. Η ανωτέρω επιταγή στις 26.10.2007 επιστράφηκε από τον εναγόμενο, αφού αυτός έλαβε από τον ενάγοντα μία έτερη, επίσης μεταχρονολογημένη επιταγή, ποσού 19.700 ευρώ, ήτοι την υπ’αριθμ. ……… της ίδιας τράπεζας, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30η.10.2007. Ειδικότερα στην από 26.10.2007 απόδειξη – εξόφληση, η οποία υπογράφεται από αμφότερους τους διαδίκους αναφέρεται ότι ο εναγόμενος έλαβε την ανωτέρω υπ’αριθμ. …… επιταγή, ποσού 19.700 ευρώ, και ότι με το ποσό της επιταγής αυτής εξοφλούνται, αφενός μεν η υπ’αριθμ. ….. επιταγή, που μνημονεύεται στο από 4.9.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, η οποία επιστρέφεται, αφετέρου δε κάθε είδους εργασίες και υλικά, που έγιναν στο σκάφος από τον εναγόμενο, ο οποίος ουδεμία άλλη απαίτηση για την εν λόγω αιτία (εργασίες και υλικά) διατηρεί σε βάρος του ενάγοντος. Ο εναγόμενος, όμως, με βάση την προαναφερόμενη υπ’αριθμ. …… (μεταχρονολογημένη) επιταγή, ποσού 22.500 ευρώ, με αναγραφόμενη σ’αυτήν ημερομηνία έκδοσης 31.1.2008, ποσού 22.500 ευρώ, την οποία ο ενάγων είχε εκδώσει σε διαταγήν του, και του είχε παραδώσει κατά την μεταξύ τους κατάρτιση της προγενέστερης από 20.8.2007 σύμβασης πώλησης δυνάμει του φέροντος την ανωτέρω ημερομηνία, πρώτου κατά σειράν, ιδιωτικού συμφωνητικού, επέτυχε την έκδοση της υπ’αριθμ…. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν υποβολής της από 22.4.2008 αίτησής του, με την οποία ο ενάγων υποχρεώθηκε να του καταβάλει το ποσό αυτό των 22.500 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικής δαπάνης, χωρίς να υφίσταται πλέον νόμιμη αιτία έκδοσης της εν λόγω επιταγής, διότι η αιτία αυτή είχε λήξει, και, συνακόλουθα, υποχρέωση του ενάγοντος να την πληρώσει, μετά τη μείωση του αρχικά συνομολογηθέντος τιμήματος της πώλησης με την από 4.9.2007 νεότερη συμφωνία τους, που αντικατέστησε την προηγούμενη. Κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής  ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 5.6.2008 (με αυξ. αριθμ.εκθ. καταθ. ……) ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, καθώς και την από 6.6.2008 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ……….) αίτηση αναστολής της εκτελεστότητάς της. Επί της προαναφερθείσας αίτησης αναστολής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 3650/2010 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, και ενώ εκκρεμούσε έφεση του ενάγοντος κατά της ήδη εκδοθείσας υπ’αριθμ.651/2009 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, απορριπτικής της ασκηθείσης ανακοπής του κατά της εν λόγω διαταγής πληρωμής, με την οποία (υπ’αριθμ. 3650/2010 απόφαση) απορρίφθηκε η αίτηση αυτή, διότι, όπως έγινε δεκτό, δεν πιθανολογήθηκε ότι η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής θα του επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο εναγόμενος στη συζήτηση της ανωτέρω ανακοπής στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη συνεδρίασή του της 11ης.3.2009, προκειμένου να επιτύχει την απόρριψή της, επικαλέσθηκε και προσκόμισε αντίγραφο του από 4.9.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης, το οποίο, όμως, είχε ο ίδιος προηγουμένως νοθεύσει, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα έχοντας στην κατοχή του το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο είχε παραλάβει στο πρωτότυπο από τον ενάγοντα, αλλοίωσε το αρχικό περιεχόμενο αυτού, σε σχέση με το πρωτότυπο του εγγράφου αυτού, που παρέμεινε εις χείρας του ενάγοντος και κατατέθηκε απ’αυτόν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του για την καταβολή του αναλογούντος φόρου μεταβίβασης, διά της προσθήκης α) μίας μονάδας [του αριθμού ένα (1)] έμπροσθεν του αριθμητικά αναγραφέντος τιμήματος της πώλησης των 34.500 ευρώ, μετατρέποντάς το, τοιουτοτρόπως, στο ποσό των 134.500 ευρώ, β) της λέξης «εκατόν» προ του ολογράφως αναγραφομένου τιμήματος, το οποίο πλέον αναφερόταν ως «εκατόν τριάντα τέσσερις χιλ. πεντακόσια ευρώ», αντί για «τριάντα τέσσερις χιλ.πεντακόσια ευρώ», όπως είχε συμφωνηθεί από τους διαδίκους, και γ) μετά τη μνεία της υπ’αριθμ……. επιταγής της τράπεζας EFG Eurobank Eργασίας Α.Ε., ποσού 20.000 ευρώ, με ημερομηνία 31.12.2008, που εκδόθηκε από τον ενάγοντα, παραδόθηκε αυθημερόν κατά την κατάρτιση του συγκεκριμένου συμφωνητικού, προς εξόφληση του μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντος τιμήματος της πώλησης του σκάφους των 34.500 ευρώ, και είχε συμπληρωθεί στο κείμενο αυτού χειρόγραφα, τη φράση «22.500 ευρώ, λήξεως 31.01.2008», δηλαδή ανέγραψε και τα στοιχεία της υπ’αριθμ. ……. επιταγής, που είχε εκδοθεί και παραδοθεί σ’αυτόν από τον ενάγοντα κατά την κατάρτιση του πρώτου κατά σειράν από 20.8.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο, όμως, είχε παύσει να ισχύει, διότι αντικαταστάθηκε από το μεταγενέστερο (από 4.9.2007) συμφωνητικό, κατά τα προεκτεθέντα. Μάλιστα, ο αριθμός ένα (1), που προστέθηκε πριν από τον αριθμό 34.500 έχει τεθεί πάνω από το γράμμα ωμέγα (ω) της λέξης «ευρώ», καθώς ο κενός χώρος του έντυπου κειμένου δεν επαρκούσε προς τούτο, β) το πρώτο γράμμα της λέξης «Εκατόν» έχει γραφεί κεφαλαίο, όπως και της λέξης «Τριάντα», το οποίο έπεται στο νοθευθέν έγγραφο, που προφανώς σημαίνει ότι όταν χαράχθηκε η λέξη «Τριάντα» αποτελούσε την πρώτη λέξη της φράσης, εξ ου και το πρώτο γράμμα αυτής τέθηκε κεφαλαίο, ενώ η επόμενη λέξη (τέσσερις) αρχίζει με μικρό γράμμα, όπερ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η λέξη «Εκατόν» συμπληρώθηκε εκ των υστέρων, γ) η φράση «22.500 ευρώ λήξεως 31.01.2008» έχει γραφεί στη γραμμή, η οποία έχει τεθεί ως δικλείδα τέλους κειμένου, ενώ σε σύγκριση με την αναγραφή της έτερης επιταγής, αναφέρεται ελλιπώς, χωρίς δηλαδή τη μνεία περισσοτέρων προσδιοριστικών αυτής στοιχείων (αριθμός, πληρώτρια τράπεζα). Η ανωτέρω νόθευση έλαβε χώρα από τον εναγόμενο με σκοπό να παραπλανηθεί ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που θα επιλαμβανόταν της προαναφερθείσης ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ του ενάγοντος για την ακύρωση της σε βάρος του εκδοθείσας υπ’αριθμ. …… διαταγή πληρωμής, περί του αναληθούς και έχοντος έννομες συνέπειες γεγονότος ότι με το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό το τίμημα της πώλησης του σκάφους είχε καθορισθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη στο ποσό των 134.500 ευρώ, καθώς και ότι η προαναφερθείσα επιταγή, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής, είχε εκδοθεί και παραδοθεί από τον ενάγοντα κατά την κατάρτιση του συμφωνητικού αυτού, ενώ το αληθές ήταν ότι το περιεχόμενο του ως άνω εγγράφου είχε μεταγενεστέρως μεταβληθεί σε εννόμως σημαντικά σημεία, και δη ως προς το συνολικά οφειλόμενο ποσό (αριθμητικώς και ολογράφως) του τιμήματος της πώλησης του σκάφους, και ως προς τις επιταγές, που είχε παραλάβει ο εναγόμενος, πωλητής του σκάφους από τον ενάγοντα – αγοραστή αυτού, για την εξόφληση του τιμήματός του, ούτως ώστε να παρέχεται η εντύπωση ότι το εν λόγω έγγραφο είχε εξαρχής το περιεχόμενο, που του προσδόθηκε μετά την προαναφερθείσες αλλοιώσεις και προσθήκες στο αρχικό κείμενό του, τις οποίες αγνοούσε ο ενάγων, και στις οποίες ο τελευταίος δεν είχε συναινέσει ή εκ των υστέρων εγκρίνει καθ’οιονδήποτε τρόπο. Ακολούθως δε χρησιμοποίησε το νοθευμένο αυτό έγγραφο προσκομίζοντάς το ως αποδεικτικό μέσο στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη συζήτηση της ανωτέρω ανακοπής του ενάγοντος, προκειμένου να επιτύχει την απόρριψη της ανακοπής αυτής, όπερ και πράγματι εγένετο, διά της έκδοσης της υπ’αριθμ.651/2009 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, και στο σκεπτικό της οποίας γίνεται μνεία αυτού του ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο λαμβάνοντας υπόψη και συνεκτιμώντας το Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι το τίμημα της πώλησης του σκάφους είχε καθορισθεί από τους διαδίκους στο ποσό των 134.500 ευρώ, επικυρώνοντας την προσβληθείσα διαταγή πληρωμής. Περαιτέρω, ο εναγόμενος, στις 11.3.2009, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας άλλον σε πράξη με την εν γνώσει του παράσταση σ’αυτόν ψευδών γεγονότων ως αληθινών, της πράξης του τελεσθείσας ενώπιον δικαστηρίου, και συγκεκριμένα, προκειμένου να επιτύχει την απόρριψη της ανωτέρω ανακοπής του ενάγοντος, προσεκόμισε ως αποδεικτικό μέσο ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών το προαναφερθέν νοθευμένο κατά το περιεχόμενό του ιδιωτικό συμφωνητικό κατά τα σημεία του κειμένου του, που έχουν ήδη επισημανθεί, και επέτυχε, με τις απατηλές αυτές παραστάσεις και την προσκομιδή του εν λόγω εγγράφου, να παραπλανήσει το Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, ο οποίος απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε τη διαταγή πληρωμής, με την οποία υποχρέωθηκε ο ενάγων να του καταβάλει το ποσό των 22.500 ευρώ (της υπ’αριθμ…….. επιταγής), πλέον τόκων από την επομένη της εμφάνισης της επιταγής αυτής προς πληρωμή,ήτοι από την 1η.2.2008 έως την εξόφλησή της, προκαλώντας του ισόποση περιουσιακή ζημία, η οποία κρίνεται ως ιδιαίτερα μεγάλη. Αποδείχθηκε επίσης ότι και το ιδιωτικό συμφωνητικό, που είχε κατατεθεί από τον εναγόμενο στο Λιμεναρχείο Γλυφάδας είχε ωσαύτως νοθευτεί. Η προαναφερθείσα εξ των υστέρων μεταβολή του αρχικού περιεχομένου του ανωτέρω από 4.9.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού από τον εναγόμενο, από τον οποίο είχαν χαραχθεί και τα υπόλοιπα χειρόγραφα στοιχεία του κειμένου του, διαπιστώθηκε και από τον πραγματογνώμονα ………, ειδικό δικαστικό γραφολόγο, τέως προϊστάμενο του εργαστηρίου γραφολογίας και διευθυντή εγκληματολογικών εργαστηρίων της Ελληνικής Αστυνομίας, ο οποίος διορίσθηκε στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης, που διενεργήθηκε με την από 26.2.2010 και με αριθμό …… παραγγελία του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, μετά την υποβολή της από 25.6.2008 υπό στοιχεία Α.Β.Μ. …. έγκλησης του ενάγοντος σε βάρος του εναγομένου, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρει ο ως άνω πραγματογνώμονας στην (προσκομιζόμενη και επικαλούμενη) από 19.4.2010 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, που συνέταξε. Ακολούθως, ασκήθηκε σε βάρος του εναγομένου ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις α) της πλαστογραφίας με χρήση, ειδικότερα συνισταμένης στη νόθευση του  περιεχομένου του από 4.9.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, και της προσαγωγής του νοθευμένου αυτού εγγράφου ως αποδεικτικό μέσο ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στην προαναφερθείσα δίκη επί της ανακοπής κατά της υπ’αριθμ….. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου, και β) της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, εκ της οποίας (απάτης) η προκληθείσα ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος σε πρώτο βαθμό με την υπ’αριθμ.7535/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι μηνών για την πρώτη και δύο ετών για τη δεύτερη αντίστοιχα, ενώ καθορίσθηκε συνολική ποινή φυλάκισης δύο ετών και τριών μηνών. Στη συνέχεια επί ασκηθείσης έφεσης του εναγομένου κατά της ανωτέρω πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 1849/2014 απόφαση του Α΄ Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με την οποία, ως προς μεν την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση η δικογραφία διαβιβάσθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.4 α΄και β΄του ν.4198/2013, εφόσον η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή ανερχόταν σε έξι (6) μήνες, ως προς δε την πράξη της απάτης επί δικαστηρίω με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, κρίθηκε αυτός επίσης ένοχος και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών, με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 α΄του ΠΚ (του προτέρου εντίμου βίου).  Σημειωτέον ότι η καταδίκη του εναγομένου για την πράξη της απάτης κατέστη αμετάκλητη, καθώς η ασκηθείσα με αριθμ. πρωτ. …… αναίρεσή του κατά της ανωτέρω εφετειακής απόφασης απορρίφθηκε με την υπ’αριθμ. 946/2016 απόφαση απόφαση του ΣΤ΄Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Επομένως, ο εναγόμενος, διά της προσκόμισης ως αποδεικτικού μέσου του ανωτέρω νοθευμένου από τον ίδιο εγγράφου κατά τη συζήτηση της ανακοπής του ενάγοντος προς ακύρωση της σε βάρος του τελευταίου εκδοθείσας διαταγής πληρωμής, παραπλάνησε το Δικαστή, που επιλήφθηκε της υπόθεσης, περί του ποσού του τιμήματος της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης σκάφους, προκειμένου να εκδώσει ευνοϊκή γι’αυτόν (εναγόμενο) απόφαση και να απορρίψει την ανακοπή του αντιδίκου του, όπερ και εγένετο, διότι πράγματι εκδόθηκε απορριπτική της ανακοπής απόφαση, με σκοπό πορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους και αντίστοιχα πρόκλησης βλάβης στην περιουσία του ενάγοντος, η οποία και όντως επήλθε, καθώς αυτός, μετά την απόρριψη της ανακοπής του, και εφόσον είχε επίσης απορριφθεί η αίτησή του περί αναστολής της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής, εκούσια συμμορφωθείς με το διατακτικό της, κατέβαλε στον εναγόμενο στις 19.5.2010 – μεταξύ άλλων – και το ποσό των 28.752,58 ευρώ, για το κεφάλαιο, τους τόκους και τη δικαστική δαπάνη, έχοντας, επομένως, τελέσει (ο εναγόμενος) τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση και της απάτης στο δικαστήριο με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία του ενάγοντος, των οποίων πληρούται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση,όπως τα στοιχεία εκάστης προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Αποδείχθηκε επίσης ότι μετά την έκδοση επί της προαναφερθείσης ανακοπής του ενάγοντος του άρθρου 632 του ΚΠολΔ της υπ’αριθμ. 651/2009 απορριπτικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδόθηκε επί της ασκηθείσης κατ’αυτής έφεσης του ανωτέρω ηττηθέντος διαδίκου η υπ’αριθμ. 2548/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία το εν λόγω Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης και παραπέμφθηκε αυτή προς εκδίκαση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Εφετείου Πειραιώς, διότι, όπως έγινε δεκτό, με την ανακοπή εισάγεται διαφορά από την πώληση πλοίου με επαχθή αιτία, που κατά το άρθρο 51 παρ.3 β΄του ν.2173/1993 συνιστά ναυτική διαφορά, υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του ναυτικού τμήματος των δικαστηρίων του Πειραιά. Στη συνέχεια το Εφετείο Πειραιώς με την υπ’αριθμ.540/2012 απόφασή του δέχθηκε την έφεση του ενάγοντος, εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.651/2009 απόφαση, και αφού κράτησε την υπόθεση και εκδίκασε εξαρχής την ανακοπή, κήρυξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών) καθ’ύλην αναρμόδιο προς εκδίκασή της και την παρέπεμψε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού), ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο. Τελικά, εκδόθηκε επί της υπόθεσης η υπ’αριθμ.5049/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή του ενάγοντος και ακυρώθηκε η υπ’αριθμ…… διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διότι κρίθηκε ότι η ανωτέρω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε σε βάρος του δυνάμει της υπ’αριθμ……. επιταγής της Eurobank, για την έκδοση της οποίας, όμως, δεν υφίστατο νόμιμη αιτία, και, συνακόλουθα υποχρέωση αυτού να την πληρώσει στον λήπτη και κομιστή της – εναγόμενο, μετά τη μείωση του τιμήματος της πώλησης του σκάφους, που είχε αρχικά συνομολογηθεί από τους διαδίκους, με την από 4.9.2007 μεταγενέστερη συμφωνία τους. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω απόφαση κατέστη τελεσίδικη μετά την απόρριψη της κατ’αυτής ασκηθείσης έφεσης του εναγομένου ως κατ’ουσίαν αβάσιμης με την υπ’αριθμ.227/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), και στη συνέχεια και αμετάκλητη, διότι δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Αμφότερες οι ανωτέρω αποφάσεις των Ναυτικών Τμημάτων των Δικαστηρίων του Πειραιά (Πρωτοδικείου και Εφετείου) δέχθηκαν ότι με το από 4.9.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπέγραψαν οι διάδικοι, αντικαταστάθηκαν οι όροι της μεταξύ τους σύμβασης πώλησης του εν λόγω σκάφους, όπως αυτοί διατυπώθηκαν στο προηγούμενο συμφωνητικό της 20ης.8.2007, και μειώθηκε το αρχικά συνομολογηθέν τίμημα στο ποσό των 34.500 ευρώ, καθώς και ότι ο εναγόμενος αυθαίρετα, εν αγνοία του ενάγοντος και παρά τη θέλησή του, χωρίς τη συναίνεση ή την έγκρισή του, προέβη στη νόθευση του περιεχομένου του νεότερου συμφωνητικού κατά τα σημεία του κειμένου του, που προεκτέθηκαν, και στη συνέχεια προσκόμισε το νοθευμένο αυτό έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά την εκδίκαση της σε βάρος του ανακοπής του ενάγοντος του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, προκειμένου να αποκομίσει  παράνομο περιουσιακό όφελος, με την έκδοση ευνοϊκής γι’αυτόν (εναγόμενο) απόφασης, όπερ και εγένετο, και απορρίφθηκε η ανακοπή, ενώ επικυρώθηκε η διαταγή πληρωμής, εξαπατώντας τον επιληφθέντα της υπόθεσης δικαστή, και προκαλώντας περιουσιακή βλάβη στον ενάγοντα, ο οποίος, αν και αχρεώστητα, του κατέβαλε οικειοθελώς, το ποσό της διαταγής πληρωμής κατά το κεφάλαιο, τους μέχρι τότε τόκους, και έξοδα. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων, μετά την τελεσίδικη ακύρωση της σε βάρος εκδοθείσης υπ’αριθμ…… διαταγής πληρωμής, διότι, όπως έγινε δεκτό, δεν όφειλε το ποσό της υπ’αριθμ……… επιταγής των 22.500 ευρώ, δυνάμει της οποίας και εκδόθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής, και ενώ μέχρι τότε ο εναγόμενος αρνείτο να του επιστρέψει οικειοθελώς τα χρήματα, που ο ενάγων του είχε καταβάλει, συνολικού ύψους 28.752,58 ευρώ, οικειοθελώς συμμορφωθείς με το διατακτικό της προαναφερθείσης διαταγής πληρωμής, αν και αχρεωστήτως, προέβη στην έκδοση σε βάρος του εναγομένου της υπ’αριθμ……. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε αυτός να του καταβάλει το εν λόγω ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής, ήτοι από τις 20.5.2010, μέχρι την εξόφληση. Την ακύρωση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και της αναστολή της εκτελεστότητάς της, αλλά και της επισπευδομένης σε βάρος του από τον ενάγοντα με αυτήν ως εκτελεστό τίτλο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, αιτήθηκε ο εναγόμενος με σωρεία δικογράφων, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αποτέλεσμα την έναρξη για μία ακόμη φορά αντιδικίας μεταξύ τους. Σημειωτέον ότι ο ενάγων, στο πλαίσιο της εκτελεστικής διαδικασίας, που επέσπευσε σε βάρος του εναγομένου για την ικανοποίηση της απαίτησής του, καθώς αυτός αρνείτο να συμμορφωθεί οικειοθελώς με το διατακτικό της εν λόγω διαταγής πληρωμής, προέβη σε κατασχέσεις στα χέρια πέντε πιστωτικών ιδρυμάτων ως τρίτων των χρημάτων του αντιδίκου του στους τηρούμενους  σ’αυτά τραπεζικούς λογαριασμούς του, καθώς και εις χείρας της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…..» και το διακριτικό τίτλο «……», επίσης ως τρίτης, για το ποσό των 46.963,65 ευρώ, στο οποίο είχε στο μεσοδιάστημα ανέλθει η οφειλή του εναγομένου, της απαίτησης του τελευταίου κατά της ως άνω εταιρίας από το τίμημα της πώλησης προς αυτήν ιδανικού μεριδίου του επί ακινήτου στη νήσο Ζάκυνθο. Μάλιστα, ο ενάγων εισέπραξε από την ανωτέρω εταιρία ολόκληρο το οφειλόμενο προς αυτόν από τον εναγόμενο ποσό στις 12.12.2016, όπερ συνάγεται από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …… δήλωση συμψηφισμού – μερική εξόφληση τιμήματος της Συμβολαιογράφου Ζακύνθου …, το γένος ……, και συνομολογείται, εξάλλου και από τον ίδιο, ενώ εκκρεμούσε αίτησή του σε βάρος του εναγομένου περί συντηρητικής κατάσχεσης, εις χείρας του τελευταίου, ή της προαναφερθείσας εταιρίας ως τρίτης, της απαίτησης που διατηρούσε αυτός (ο εναγόμενος) κατά της εν λόγω εταιρίας και συνίστατο στο τίμημα της ως άνω πώλησης προς εξασφάλιση – μεταξύ άλλων – και της απαίτησής του (του ενάγοντος) από την υπ’αριθμ. ….. διαταγή πληρωμής. Αποδείχθηκε επίσης ότι η αντιδικία των διαδίκων μεταφέρθηκε και στις αίθουσες των ποινικών δικαστηρίων, καθώς, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν περί της έκβασης της έγκλησης του ενάγοντος σε βάρος του εναγομένου, για τη νόθευση του περιεχομένου του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού και τη χρήση του νοθευμένου αυτού εγγράφου με την προσαγωγή του ως αποδεικτικό μέσο ενώπιον δικαστηρίου σε αστική δίκη μεταξύ τους, που κατέληξε στην αμετάκλητη καταδίκη του εναγομένου για την αξιόποινη πράξη της απάτης στο δικαστήριο με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, ο εναγόμενος υπέβαλε και αυτός με τη σειρά του έγκληση σε βάρος του ενάγοντος για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση κατ’ εξακολούθηση, που αφορούσαν στην προαναφερθείσα έγκλησή του (του ενάγοντος), πράξεις για τις οποίες και ο τελευταίος κρίθηκε αθώος με την υπ’αριθμ. 35698/2016 απόφαση του Ι΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώ και ο ενάγων υπέβαλε εγκλήσεις σε βάρος του εναγομένου για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς και σε βάρος αυτού και έτερου προσώπου – μη διαδίκου εν προκειμένω – για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα και για ψευδορκία μάρτυρα αντίστοιχα. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η προεκτεθείσα παράνομη και υπαίτια (αδικοπρακτική) συμπεριφορά του εναγομένου, του παρανόμου αυτής ειδικότερα συνισταμένου στη διάπραξη απ’αυτόν των αξιοποίνων πράξεων της πλαστογραφίας με χρήση και της απάτης στο δικαστήριο με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία του παθόντος – ενάγοντος, είχε ως αποτέλεσμα ο τελευταίος να εμπλακεί σε σφοδρότατη, μακροχρόνια, δαπανηρή, αγχωτική, και ψυχοφθόρο αντιδικία μαζί του, προκειμένου, αφενός μεν να ακυρωθεί η σε βάρος του (του ενάγοντος) εκδοθείσα υπ’αριθμ. ……. διαταγή πληρωμής, το ποσό της οποίας δεν όφειλε, αφετέρου δε να του επιστραφεί από τον εναγόμενο το χρηματικό ποσό, που αχρεώστητα υποχρεώθηκε να του καταβάλει σε εκτέλεση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, σε βάρος του χρόνου του, και της προσωπικής και οικογενειακής του ηρεμίας και γαλήνης, και με σημαντική ζημία της περιουσίας του, καθώς αποστερήθηκε τα διόλου ευκαταφρόνητα χρηματικά ποσά, τα οποία υποχρεώθηκε να δαπανήσει για την εξόφληση της εν λόγω διαταγής πληρωμής και τη διεξαγωγή ενός σκληρού και χρονοβόρου δικαστικού αγώνα, και τα οποία, σε διαφορετική περίπτωση, θα μπορούσε να είχε διαθέσει για τις ανάγκες της διαβίωσής του, ή να έχει αποταμιεύσει προς μελλοντική του εξασφάλιση, ή ακόμη και να έχει επενδύσει επωφελώς, αποκομίζοντας κέρδος από την εκμετάλλευση του κεφαλαίου του, αλλά επιπροσθέτως και να στερηθεί επί μακρόν και της χρήσης και κάρπωσης του σκάφους, που είχε αγοράσει, και ενώ είχε αποπληρώσει στο σύνολό του το συνομολογηθέν με τον εναγόμενο τίμημα. Ειδικότερα, όπως προεκτέθηκε, στο νεότερο ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίσθηκε μεταξύ τους, περιλαμβανόταν ο έντυπος όρος ότι η πώληση του επίμαχου σκάφους τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση εξόφλησης του τιμήματος, το οποίο, όμως, κατόπιν της νόθευσης από τον εναγόμενο του πρωτοτύπου του συμφωνητικού αυτού, που είχε εις χείρας του, και της κατάθεσης αντιγράφου του νοθευμένου αυτού εγγράφου στο αρμόδιο Λιμεναρχείο, προκειμένου η σύμβαση να εγγραφεί στο τηρούμενο απ’αυτό Λεμβολόγιο, εμφαινόταν ως ανερχόμενο στο ποσό των 134.500 ευρώ, με αποτέλεσμα το ανωτέρω Λιμεναρχείο να αρνείται να συμπράξει στη διαδικασία διαγραφής του συγκεκριμένου όρου, ώστε να περιέλθει η κυριότητα του σκάφους στον ενάγοντα, εφόσον δεν αποδεικνυόταν ότι είχε καταβληθεί απ’αυτόν στον πωλητή – εναγόμενο το σύνολο του αναγραφέντος στο νοθευθέν συμφωνητικό τιμήματος, ει μη μόνον μετά τις 19.5.2010, και αφού ο ενάγων είχε προηγουμένως καταβάλει στον εναγόμενο, αν και δεν το όφειλε, το ποσό της προαναφερθείσας υπ’αριθμ……… διαταγής πληρωμής, οπότε ο τελευταίος δεσμεύθηκε να συναινέσει στην άρση του όρου αυτού. Επομένως, από την αδικοπραξία, που τέλεσε ο εναγόμενος σε βάρος του ενάγοντος, προκλήθηκε στον τελευταίο μη περιουσιακή ζημία – ηθική βλάβη, διότι υπέστη θλίψη και στενοχώρια, που συνδέεται αιτιωδώς με την προεκτεθείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του αντιδίκου του, για την αποκατάσταση της οποίας (ηθικής βλάβης) δικαιούται αυτός, προς ψυχική ανακούφιση, και παρηγορία του, αλλά και προς άμβλυνση των επενεχθεισών στον ψυχισμό του δυσμενών επιπτώσεων και συνεπειών για την ταλαιπωρία και δοκιμασία, που επί μακρόν υπέστη, εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος της οποίας, λαμβανομένων υπόψη του συνόλου των συνθηκών και περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, της αποκλειστικής υπαιτιότητας του εναγομένου, του είδους της υπαιτιότητας αυτού (δόλος), του είδους και της βαρύτητας της προσβολής του ενάγοντος, σε βάρος του οποίου διαπράχθηκαν ποινικά αδικήματα, με αποτέλεσμα την εμπλοκή του πλειστάκις σε σωρεία δικών ενώπιον αστικών και ποινικών δικαστηρίων, για την προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων του,  αλλά και την οικονομική του αφαίμαξη, της προσωπικής, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών (ο μεν ενάγων είναι συνταξιούχος μηχανικός, κάτοχος πτυχίου και διδακτορικού τίτλου από πανεπιστήμια της Γερμανίας, με σπουδές στις Η.Π.Α., καταξιωμένος επιστήμονας και επαγγελματίας, εργάσθηκε επί σειρά ετών σε διευθυντικές θέσεις στον τομέα των πετρελαιοειδών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, για το Ελληνικό και το Γερμανικό Δημόσιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και ως ελεύθερος επαγγελματίας, νυν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του «Ελληνικού Ινστιτούτου Υδρογονανθράκων», με κοινωνική δράση και εθελοντική προσφορά κυρίως στο θέμα των διεκδικήσεων των απαιτήσεων των θυμάτων της ναζιστικής κατοχής για αποζημιώσεις κατά της Γερμανίας, με ενεργό ρόλο και σημαντική δραστηριότητα, που χαίρει της εκτίμησης και του σεβασμού του κοινωνικού του περίγυρου, ο δε εναγόμενος μετανάστευσε σε πολύ μικρή ηλικία στις Η.Π.Α., όπου σταδιοδρόμησε στον Αμερικανικό Στρατό, από τον οποίο και συνταξιοδοτήθηκε), πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 8.000 ευρώ, η κρίση επί του οποίου δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε συνιστά υπέρβαση από το δικαστήριο τούτο των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας για τον προσδιορισμό του, αφού το ανωτέρω ποσό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική, και την περί δικαίου συνείδηση δεν είναι μεγαλύτερο από το επιδικαζόμενο σε παρόμοιες περιπτώσεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται να του καταβληθεί από τον εναγόμενο, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, το ποσό των 5.000 ευρώ, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βασίμως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την κρινόμενη αντέφεσή του, που πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, απορριπτομένης αντίστοιχα της ένδικης έφεσης του εναγομένου ως αβάσιμης, Σημειωτέον ότι η στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου έφεσης προταθείσα ένσταση  του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης απορριπτέα τυγχάνει λόγω του απαραδέκτου της προβολής της το πρώτον στην κατ’έφεση δίκη, καθώς δε συντρέχουν εν προκειμένω οι προς τούτο προϋποθέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, ούτε, άλλωστε και ο ίδιος ο εναγόμενος στο δικόγραφο της έφεσής του επικαλείται συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι δικαιολογούν τη βραδεία προβολή της, εξ αυτών, που προβλέπονται στην ανωτέρω διάταξη. Στη συνέχεια, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το ανωτέρω κεφάλαιο του ύψους της επιδικασθείσας στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση ως προς το κεφάλαιο αυτό, στη συνέχεια να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 8.6.2013 μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης (το κεφάλαιο των τόκων, όπως και το κεφάλαιο της απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγομένου δεν προσβάλλονται από τους διαδίκους με ειδικό λόγο έφεσης ή αντέφεσης αντίστοιχα). Λόγω της απόρριψης της έφεσης του εναγομένου πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτόν παραβόλου του ανωτέρω ένδικου μέσου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 494 (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, που νίκησε εν μέρει, ανάλογο προς την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου (άρθρα 176, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης διαλαμβανόμενα.

                                   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ  ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 25.5.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…….. και ………) έφεση, και β) την από 12.10.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………) αντέφεση του εφεσιβλήτου, κατά της υπ’αριθμ. 1.222/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), αντιμωλία των διαδίκων.ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την αντέφεση.ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης του ενάγοντος της από 20.7.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……….) αγωγής.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση ως προς το κεφάλαιο αυτό.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων ευρώ (8.000), με το νόμιμο τόκο από τις 8.6.2013, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 20 Σεπτεμβρίου 2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ