Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 592/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  592 / 2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ. .

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

                Φέρονται προς εκδίκαση οι εφέσεις με αριθμό εκθ. κατάθεσης, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Α) …… και Β) …… , οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας ,καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ) .

 Οι ως άνω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 2233/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς , που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, όπως οι διατάξεις της ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1η-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1  ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκησή τους, ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους των εκκαλούντων, των προβλεπόμενων, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλων, καθώς, σύμφωνα με το εδ. στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές, όπως εν προκειμένω.

Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς ( άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Από το άρθρο 51 παρ. 1, 2, 6 και 9 β΄ του Ν 2172/1993, ο οποίος, ως προς το άρθρο 51, άρχισε να ισχύει από 16-3-1994, συνάγονται τα εξής: Για την υπαγόμενη στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πρωτοδικείων πρωτοβάθμια δίκη επί ναυτικών διαφορών, συνιστάται ειδικό τμήμα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, με περιφέρεια εκείνη του Νομού Αττικής, το οποίο και καθίσταται καθ’ ύλην αρμόδιο γι’ αυτή τη δίκη, ενώ η αντίστοιχη καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών καταργείται, για δε τη σχετική δευτεροβάθμια δίκη συνιστάται ειδικό τμήμα στο Εφετείο Πειραιώς, το οποίο και καθίσταται καθ’ ύλην αρμόδιο γι’ αυτή τη δίκη, ενώ η αντίστοιχη καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Εφετείου Αθηνών επίσης καταργείται. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 3Α του ίδιου νόμου, ναυτικές διαφορές είναι οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ` αυτό. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δεν είναι ναυτική η διαφορά που πηγάζει από την παροχή χερσαίας -και όχι ναυτικής- εργασίας σε πλοίο. Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 1, 37 επ. και 53 επ. του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ) προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου, χωρίς να είναι απαραίτητη η πραγματική εκτέλεση του πλού και η αντιμετώπιση θαλάσσιων κινδύνων. Έτσι η σύμβαση δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως ναυτικής ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν για οποιοδήποτε λόγο, όπως για συντήρηση ή επισκευή, παραμένει το πλοίο αργό στο λιμάνι, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προς πλούν, μόλις περατωθεί η συντήρηση ή η επισκευή του. Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να εργαστεί στο πλοίο ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγή ναυτική εργασία (όπως ηλεκτρολόγος, αρτοποιός, μουσικός κ.λπ.), θεωρείται ναυτικός και η σύμβασή του έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής εργασίας και όχι χερσαίας. Όταν όμως η πρόσληψη  του μισθωτού γίνεται ειδικώς και αποκλειστικώς για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεδεμένο στο λιμάνι για επισκευή, συντήρηση ή είναι παροπλισμένο και αυτός δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής σε πλόες του πλοίου, τότε πρόκειται για παροχή χερσαίας εργασίας, η από την οποία γεννώμενη διαφορά δεν είναι ναυτική (ΑΠ 1602/2012, ΑΠ 1285/2006, Εφ.Πειρ. 316/2016, Εφ.Πειρ. 856/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο χαρακτηρισμός δε, της σχέσης εργασίας ως ναυτικής ή ως εξαρτημένης χερσαίας εργασίας γίνεται από το Δικαστήριο από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συμβατική τους σχέση (ΑΠ 1261/1993 Ελ.Δικ. 36,131, ΑΠ 1026/1990 ΕΕΔ 50,320, Εφ.Πειρ. 856/2005,ο.π ).

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 762/1978, «περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβαση εργασίας μετά του ναυτικού», που ορίζει ότι, «εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συναπτών στην Ελλάδα σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη, ευθύνεται εις ολόκληρο με αυτόν για όλες τις απορρέουσες από τη σχέση ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι του ναυτικού (παρ. 1). Εάν την ανωτέρω σύμβαση με το ναυτικό συνήψε στην Ελλάδα νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό, με τον εργοδότη ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρο για τις κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτήσεις του ναυτικού, όλα τα, από του χρόνου της σύναψης της σύμβασης μέχρι του χρόνου της από το ναυτικό ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του, εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικό αυτό πρόσωπο, φυσικά πρόσωπα», προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με το ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται εις ολόκληρο με αυτόν για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνεται εις ολόκληρο με τον εργοδότη και το φυσικό πρόσωπο που εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο. Η σύμβαση αυτή δεν είναι αναγκαίο να γίνει εγγράφως. Η σύμβαση πρόσληψης του ναυτικού για να ναυτολογηθεί σε πλοίο είναι ιδιότυπη οριστική σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματα που θέλησαν τα μέρη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, και κατά συνέπεια, αν αυτή έγινε στην Ελλάδα, υπάρχει εις ολόκληρο ευθύνη των υπόχρεων που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη για τις υποχρεώσεις που πηγάζουν απ` αυτήν ή τη σύμβαση ναυτολόγησης που επακολούθησε (ΑΠ 168/1999 ΕΝΔ 27.278, ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24.124, Εφ.Πειρ. 761/2013, Εφ.Πειρ. 307/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 172/2003 ΕΝΔ 31.132).  Για να έχει εφαρμογή, όμως, η προαναφερθείσα διάταξη του Ν. 762/1978 και να ευθύνεται η διαχειρίστρια αλλοδαπή εταιρεία του πλοίου και οι νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής, θα πρέπει να πρόκειται για απαιτήσεις από σχέση ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, και όχι για απαιτήσεις από σύμβαση χερσαίας εργασίας (ΕφΠειρ. 456/2015, Εφ.Πειρ. 406/1995 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 384/1986 ΕΝΔ 17 σελ. 402).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω έλλειψης ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βούλησης να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευόμενου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσόμενου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου, υπάρχει, όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο εναγόμενος που προτείνει, κατ’ ένσταση, προς απόρριψη της κατ’ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργεια του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο του περιστάσεις (ΑΠ 1422/2007 ΕλλΔνη 2009.103, ΑΠ 929/2004 ΕλλΔνη 46.1661, Εφ.Αθ. 2044/1998 ΕλλΔνη 39.606, Εφ.Αθ. 6693/1997 ΝοΒ 46 650,). Στη σύγχρονη δε εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α)Οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων, της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους και εν γένει της διεκπεραίωσης όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με το πλοίο. Έτσι, έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Στην περίπτωση αυτή, η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής που συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες, που ενεργεί ο διαχειριστής, με την ως άνω ιδιότητά του, ενώ, αυτός (πλοιοκτήτης) ενέχεται απέναντι των δανειστών, για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις σχετικές δικαιοπραξίες. Εφόσον, λοιπόν, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται αυτός (διαχειριστής) υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έχει τέτοια ευθύνη μόνον, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Σημειωτέον ότι ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, ο οποίος εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών (ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012 269, Εφ.Πειρ.195/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 468/2011 ΕΝΔ 2012 39).

Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρου 61 του ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρου 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως, νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς, που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ’ αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτή.

Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του (Ολ.ΑΠ 5/1996 ΕΕμπΔ 1996,758, Ολ.ΑΠ 7/1994 ΕλλΔνη 35,(1994),1262, βλ. και Ρόκα σε ΕΕμπΔ 1995,211). Ωστόσο, ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται, όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του ΚΝ 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα, η εταιρία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 12 παρ. 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρίας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζομένων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρίας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρίας ή των μεριδίων εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρίας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (Ολ.ΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρία (ανώνυμη, ναυτική ή ΕΠΕ, βλ. άρθρου 1 παρ. 3 ΚΝ 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν 3604/2007, 41 παρ. 2 Ν 959/1979, 43α Ν 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρου 2 του ΠΔ 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά, επίσης, καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας για την άσκηση, μέσω αυτής, επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες, με σκοπό η εταιρία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρία. Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες, που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρίας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης, που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Περαιτέρω, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρίας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ’ αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρίας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρία επιχείρησης, αφού η εταιρία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρίας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρίας ως νομικού προσώπου. Όμως, η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρίας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρίας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή, αντιστρόφως, όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρίας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρίας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρίας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή, αντιστρόφως, επωφελείται η εταιρία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρία, όταν η εταιρία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας ή, κατ’ άλλη έκφραση, η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρίας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρο 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές, με κατεύθυνση είτε από την εταιρία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλεισθεί η ευθύνη της εταιρίας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ’ αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρία ή τον βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι’ αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεσθούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρία στον βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως από τον μέτοχο αυτό ή εταίρο στην εταιρία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερομένου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό εντάσσεται και αξιολογείται και η συνηθισμένη στη ναυτιλία επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρίες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισής τους σε άλλη εταιρία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρίας, διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στον επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Αντίθετα, ο επιχειρηματίας θα είναι και εφοπλιστής κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρίες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (Ολ.ΑΠ 2/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ. Πειρ. 316/2016 ,ο.π).

               Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 262 ΚΠολΔ, η ένσταση, ως αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός, που περιέχει πραγματικά περιστατικά διάφορα από εκείνα που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής και με τα οποία επιδιώκεται η προσωρινή ή οριστική απόρριψη ή η αναβολή της απάντησης σε αυτήν, πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Για να κριθεί, δηλαδή, ότι επιδέχεται δικαστική εκτίμηση, πρέπει να περιέχει στοιχεία ανάλογα προς εκείνα που είναι αναγκαία για την τυπική παραδοχή και συνακόλουθα δικαστική εκτίμηση της αγωγής. Αν τα γεγονότα που αποτελούν την ιστορική βάση της υπό δικονομική έννοια ένστασης, είτε συνιστούν το «πραγματικό» ουσιαστικού, είτε το «πραγματικό» δικονομικού κανόνα, δεν εκτίθενται κατά τρόπο πλήρη ή δεν συνάπτονται με ορισμένο αίτημα, η ένσταση απορρίπτεται ως αόριστη (Εφ. Πειρ. 316/2016,ο.π, Εφ.Αθ. 7045/1990 ΕλλΔνη 31,1518, Νικολόπουλος, Η έννοια και λειτουργία της ενστάσεως στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδ. 1987, σελ. 123). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416, 417 παρ. 1 και 424 εδ. α΄ του ΑΚ, προκύπτει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, δηλαδή με εκπλήρωση της παροχής, που αποτελεί το αντικείμενο της ενοχής. Ο οφειλέτης και επί σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ο εργοδότης, προβαίνοντας σε καταβολή των αποδοχών, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον εργαζόμενο να υπογράψει εξοφλητική απόδειξη, η οποία πρέπει να είναι αναλυτική και να αναφέρει δηλαδή τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν τις καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου, καθώς και τις αιτίες καταβολής τους. Περαιτέρω, στην ένσταση εξόφλησης του εργοδότη (ο οποίος, συνεπώς, φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση του επίδικου χρέους, (ΑΠ 854/2005 ΕΕργΔ 65.83), των αποδοχών του μισθωτού, πρέπει να μνημονεύονται όχι μόνο το συνολικώς καταβληθέν ποσό, αλλά και τα επιμέρους καταβληθέντα ποσά για κάθε αιτία, και ο χρόνος καταβολής τους, αλλιώς η ένσταση είναι αόριστη και δεν μπορεί να συμπληρωθεί διά των αποδείξεων (ΑΠ 1828/2008 ΔΕΝ 65.628, ΑΠ 1320/2008 ΕλλΔνη 49.1426, ΑΠ 1086/2006 ΕΕργΔ 66.306, Εφ.Πειρ.316/2016, ο.π, Εφ. Πειρ. 616/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων στην από 10-11-2012 και με αριθμό κατάθεσης ……….. αγωγή (ήδη πρώτος εκκαλών στην υπό στοιχ. Α’ έφεση και δεύτερος εφεσίβλητος στην υπό στοιχ. Β΄ έφεση), ……, καθώς και ο (πρώτος) ενάγων στην από 10-11-2012 και με αριθμό κατάθεσης ……… αγωγή, ήδη δεύτερος εκκαλών στην υπό στοιχ. Α’ έφεση και πρώτος εφεσίβλητος στην υπό στοιχ. Β΄ έφεση) ……,  εξέθεταν στις ως άνω αγωγές τους, αντίστοιχα, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εναγομένων, ήδη εφεσίβλητων στην Α΄ έφεση, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου τους,  ότι, δυνάµει σύμβασης εξαρτηµένης χερσαίας εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στο Μαρούσι Αττικής στις 10-5-2011, µεταξύ αυτών και του δεύτερου εναγόμενου, ο οποίος ενεργούσε αφενός μεν ως νόµιµος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρίας, που έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα (…. Αττικής), όπου και εδρεύει πραγµατικά και διαχειρίζεται το µε σηµαία Λιβερίας Φ/Γ πλοίο «GE.» και το µε σηµαία Πορτογαλίας Φ/Γ πλοίο «GD», αφετέρου δε ατομικά ως εφοπλιστής των άνω πλοίων, τα οποία εκμεταλλεύεται από κοινού µε τον τρίτο εναγόµενο, επίσης εφοπλιστή αυτών, και (τα οποία) ανήκαν κατά κυριότητα, αντίστοιχα, στις τέταρτη και πέµπτη των εναγόµενων αλλοδαπές εταιρίες, συµφερόντων τους, που εδρεύουν πραγµατικά στην Ελλάδα στην ίδια διεύθυνση µε την άνω διαχειρίστρια εταιρία , προσλήφθηκαν ως έκτακτο τεχνικό προσωπικό, µε την ειδικότητα του ελασµατουργού ο ενάγων στην πρώτη ως άνω αγωγή, (….), και του ηλεκτροσυγκολητή ο ενάγων στη δεύτερη ως άνω αγωγή (…..), για να εκτελέσουν διάφορες εργασίες επισκευής και συντήρησης στο πρώτο από τα άνω πλοία που βρισκόταν αργό και σε πολύ κακή κατάσταση σε ναυπηγείο στο Αµπιτζάν της Ακτής Ελεφαντοστού. Ότι, οι δεύτερος και τρίτος των εναγόµενων, εφοπλιστές (που χρησιµοποιούν τις εναγόµενες εταιρίες ως παρένθετα πρόσωπα στην άνω επιχειρηµατική τους δραστηριότητα), αλλά και ο έκτος εναγόµενος, ως προστηθείς των ως άνω εφοπλιστών, µετά την αποπεράτωση των επισκευαστικών εργασιών, εν µέσω τοπικής εµφυλιοπολεµικής σύγκρουσης και υπό ελλιπείς συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας στο άνω πλοίο, που συνιστούν βαριά παράβαση των έναντι αυτών καθηκόντων των εργοδοτών τους και οδήγησαν σε επαναπατρισµό τους στην Ελλάδα στις 29-6-2011, καθυστερούν την καταβολή των αποδοχών τους, που είχαν συµφωνηθεί, βάσει των αντίστοιχων χρονικά τοπικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών Ν. Πειραιά Αττικής και Νήσων, που αφορούσαν την ειδικότητά τους. Ακολούθως, μετά από δήλωση διόρθωσης κατ’ αρθρ. 224 ΚΠολΔ, του δικογράφου της αγωγής, οι ενάγοντες των παραπάνω αγωγών, αντίστοιχα, ζητούσαν, όπως παραδεκτά περιόρισαν το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό (άρθρα 223,295 παρ. 1,297 ΚΠολΔ), να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι, ευθυνόµενοι ο καθένας εις ολόκληρον, να τους καταβάλουν (στον ενάγοντα της κάθε αγωγής)  το ποσό των 20.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι τους οφείλουν το ποσό των 15.408 ευρώ, που αφορούν τις καθυστερούµενες αποδοχές τους (µισθούς, αμοιβή υπερωριακής εργασίας, αποδοχές και επιδόματα άδειας, δώρο Χριστουγέννων, αποζηµίωση για εργασία εκτός έδρας, αποζηµίωση για εργασία την ηµέρα της εβδοµαδιαίας ανάπαυσης),  αποζηµίωση απόλυσης καθώς και χρηµατική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν από την υπαίτια και αντισυµβατική συµπεριφορά των εναγοµένων που προσέβαλε την προσωπικότητα τους, όπως το κάθε επί µέρους αγωγικό κονδύλιο εξειδικεύεται στην αγωγή, µε το νόµιµο τόκο από τότε που το κάθε επί µέρους ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά δε, σε περίπτωση που η σύµβαση εργασίας τους θεωρηθεί άκυρη, (ζητούσαν) να τους επιδικασθούν τα ως άνω ποσά µε βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισµού. Τέλος, ζητούσαν να απαγγελθεί κατά των δεύτερου και τρίτου των εναγόμενων, υπό την ιδιότητά τους ως νοµίµων εκπροσώπων των εναγόμενων εταιριών, προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός έτους, ως µέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και επιβληθεί εις βάρος των εναγόμενων, η δικαστική τους δαπάνη.

               Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 2233/2014) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε ότι διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης, εφαρμοστέο δε είναι το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας που βρίσκεται η πραγματική εγκατάσταση των εναγόμενων εταιριών (Εφ. Πειρ. 811/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) κι ως προς τα παραπάνω δεν υπάρχει αμφισβήτηση από τους διαδίκους ούτε σχετικοί λόγοι έφεσης, συνεκδίκασε τις αγωγές,  κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών (καθώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα σε αυτές πραγματικά περιστατικά και όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, πρόκειται για χερσαία κι όχι ναυτική εργατική διαφορά), θεώρησε καταργημένη τη δίκη ως προς τον δεύτερο ενάγοντα της δεύτερης, με αρ. καταθ. ……, αγωγής (…. ….), λόγω παραίτησης ως προς αυτόν από του δικογράφου και του δικαιώματος της αγωγής. Ορθώς έκρινε δε ότι, η διόρθωση των δικογράφων των αγωγών, που επιχειρήθηκε από τον ενάγοντα της πρώτης αγωγής, αλλά και το μοναδικό πλέον (πρώτο) ενάγοντα της δεύτερης αγωγής, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις προτάσεις τους, ως προς τις ιδιότητες με τις οποίες ενάγονται οι τέταρτη και πέµπτη των εναγόμενων, από το αναγραφόµενο στην αγωγή ‘’κυρίες’’ των ως άνω πλοίων, σε ‘’πλοιοκτήτριες’’ αυτών, είναι απαράδεκτη, διότι η διόρθωση αυτή αποτελεί μη επιτρεπτή, κατ΄άρθρο 224 ΚΠολΔ,  µεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, παρά τα όσα περί του αντιθέτου, αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες- εκκαλούντες στην Α΄έφεση, με το δεύτερο λόγο αυτής. Κι αυτό, διότι, με τη μεταβολή αυτή, φαίνεται πλέον να ασκούσαν την οικονοµική διαχείριση και εκµετάλλευση του πλοίου, ο δεύτερος και τρίτος των εναγόµενων ως εφοπλιστές, αλλά και οι τέταρτη και πέµπτη των εναγόμενων ως πλοιοκτήτριες, με συνέπεια να δηµιουργείται ασάφεια και σύγχυση για το ποιος τελικά εκµεταλλευόταν για λογαριασµό του το πλοίο, καθιστώντας την αγωγή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, δεδομένου ότι, ενόψει της διάκρισης μεταξύ της πλοιοκτησίας, της κυριότητας και του εφοπλισμού, εκ των οποίων η πρώτη, περιλαμβάνει τόσο την κυριότητα όσο και τον εφοπλισμό του πλοίου, (άρθρ. 84, 105 και 106 του Κ.Ι.Ν.Δ.) δεν είναι, κατά το νόµο, δυνατή η ταυτόχρονη επι του ίδιου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή (Εφ.Πειρ. 27/2015, Εφ. Πειρ. 259/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το γεγονός δε που επικαλούνται στην έφεσή τους οι ενάγοντες ότι, εκ των υστέρων, δηλ. μετά την άσκηση των αγωγών, έμαθαν τις πραγματικές ιδιότητες των ως άνω εναγομένων, που οι τελευταίοι δεν δήλωναν, δεν μπορεί, αληθές υποτιθέμενο, να καταστήσει παραδεκτή την ως άνω μεταβολή της βάσης τους. Θα μπορούσαν (οι ενάγοντες) να παραιτηθούν του δικογράφου των εν λόγω αγωγών και να ασκήσουν άλλες με τις σωστές πλέον, κατ΄ αυτούς, ιδιότητες των εναγομένων. Στη συνέχεια, απέρριψε τις αγωγές ως προς την αξίωσή τους για αποζημίωση απόλυσης (ύψους 3.234 ευρώ) ως απαράδεκτες, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής τους, ήτοι μετά το πέρας της εξάµηνης αποσβεστικής προθεσµίας, που ορίζεται από το άρθρο 6 παρ.2 του Ν. 3198/1955 για την άσκησή τους από την καταγγελία της σύµβασης εργασίας, αφού η τελευταία, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, έλαβε χώρα στις 29-6-2011 και οι εν λόγω αγωγές κατατέθηκαν στις 24-1-2013 και επιδόθηκαν στους εναγόμενους στις 28-1-2013. Το ότι, όπως επικαλούνται οι ενάγοντες –εκκαλούντες με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους, πριν τις ένδικες αγωγές, είχε ασκηθεί άλλη παρόμοια αγωγή, της οποίας παραιτήθηκαν του δικογράφου, επειδή προέκυψαν νέα στοιχεία, δεν καθιστά τις ένδικες αγωγές εμπρόθεσμες  ως προς το ως άνω αίτημα.

Επίσης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις αγωγές ως απαράδεκτες, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, ως προς. α) την τέταρτη εναγοµένη εταιρία ‘……….”, για την οποία δεν αναφέρεται κανένας νόµιµος λόγος, που να την καθιστά υποκείµενο της επίδικης έννοµης σχέσης, µόνη δε η αναφερόμενη ιδιότητά της, ως κυρίας άλλου πλοίου, εφοπλισµού των δευτέρου και τρίτου εναγοµένων δεν αρκεί για να θεµελιώσει ενδοσυµβατική ή αδικοπρακτική ευθύνη της έναντι των εναγόντων, οι οποίοι δεν φέρονται ότι υπήρξαν αντισυµβαλλόµενοι της ως άνω εταιρίας, ή ότι εργάστηκαν σε αυτήν, β) ως προς τον έκτο εναγόµενο, διότι η επικαλούµενη ιδιότητά του ως προστηθέντος στις υπηρεσίες των εφοπλιστών δευτέρου και τρίτου εναγοµένων, δεν αρκεί για να θεµελιώσει ενδοσυµβατική ευθύνη αυτού έναντι των εναγόντων, αφού ο βοηθός εκπληρώσεως δεν συνδέεται µε οποιονδήποτε ενοχικό δεσµό µε τον δανειστή και εποµένως δεν υπέχει έναντι αυτού ενδοσυµβατική ευθύνη, ούτε άλλωστε ο έκτος εναγόµενος, µε βάση τα εκτιθέµενα στην αγωγή πραγµατικά περιστατικά, φέρεται να επέδειξε έναντι των εναγόντων οποιαδήποτε αδικοπρακτική συµπεριφορά, ώστε να ευθύνεται έναντι αυτών, εις ολόκληρο µε τους φερόµενους ως προστήσαντες αυτόν, δεύτερο και τρίτο εναγοµένους (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΕρµΑΚ, άρθρα 334 και 922 ΑΚ, µε τις εκεί παραποµπές στην νοµολογία). Οπότε κι ο τρίτος λόγος της Α΄έφεσης των εναγόντων –εκκαλούντων, με τον οποίο ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή ως προς την τέταρτη και τον έκτο των εναγομένων ως παθητικά ανομιμοποίητη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τα δε επικαλούμενα σε αυτόν ότι δηλ. από τα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ‘’…εμφανείς πρωταγωνιστές ήταν ο …. και ο … ως εφοπλιστές και ο ……… ως εργολάβος …’’ , αφορούν την ουσία της υπόθεσης και δεν μπορεί να γίνει επίκλησή τους για να καλύψει τα στοιχεία που απαιτούνται να αναφέρονται στην αγωγή για τη στοιχειοθέτηση της παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων.

Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκρινε τις ως άνω αγωγές, κατά τα λοιπά, παραδεκτές, ορισμένες και νόμιμες, πλην των κάτωθι αιτημάτων τους, ήτοι αφενός μεν, περί επιδίκασης χρηµατικής ικανοποίησης στον ενάγοντα της κάθε αγωγής (ποσού 10.000 ευρώ) λόγω της ηθικής βλάβης από την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων, αφετέρου δε περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των δεύτερου και τρίτου των εναγόμενων, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης, τα οποία ορθώς επίσης απέρριψε ως μη νόμιμα, διότι η περιγραφόμενη στις αγωγές συµπεριφορά των εναγοµένων για καθυστέρηση ή άρνηση καταβολής των αποδοχών των εναγόντων δεν στοιχειοθετεί αδικοπραξία, αφού µε την παράλειψη της πληρωµής ο εργαζόµενος δεν χάνει τις καθυστερούµενες αποδοχές του και συνεπώς δεν υπάρχει ζηµία, που να έχει αιτία, τη σε σχέση µε το Ν. 690/45 παράνοµη συµπεριφορά του εργοδότη, ενώ η µη εκπλήρωση από τον τελευταίο της υποχρέωσής του προς καταβολή του οφειλόμενου µισθού και η παρακράτησή του δεν συνιστά αδικοπραξία (ΑΠ 574/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 886/2004 ΕλΔνη 45. 1547, ΑΠ 1346/2002 ΕλΔνη 44. 455,  Εφ.Πειρ. 892/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον, δε, δεν υφίσταται αδικοπραξία, είναι άνευ αντικειμένου το αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των δεύτερου και  τρίτου των εναγόμενων, ατομικά ή ως νομίμων εκπροσώπων των ως άνω εταιριών. Σε κάθε δε περίπτωση, το αίτημα αυτό είναι μη νόμιμο, καθώς η αγωγική αξίωση που επιχειρείτο να στηριχθεί στις περί αδικοπραξίας διατάξεις, είναι μικρότερη των 30.000 ευρώ, ενώ προσωπική κράτηση μπορεί να διαταχθεί για απαιτήσεις από αδικοπραξία  που υπερβαίνουν το ως άνω ποσό (άρθρο 1047 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει µετά την τροποποίησή του με το άρθρο 64 του Ν. 3994/2011). Οπότε κι ο δέκατος πέμπτος λόγος της Α΄ έφεσης με τον οποίο παραπονούνται οι ενάγοντες -εκκαλούντες ότι κακώς η εκκαλουμένη δεν απήγγειλε προσωπική κράτηση εναντίον των ως άνω εναγομένων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επίσης ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί κι ο δέκατος έκτος λόγος της ως άνω έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε το αίτημά τους περί επιδίκασης ηθικής βλάβης, διότι υφίστατο μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας τους, καθώς, εκτός των ως άνω αναφερθέντων, η καθυστέρηση καταβολής του μισθού συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης, αν γίνεται δολίως και δη για να εξαναγκασθεί ο μισθωτός σε αποχώρηση από την εργασία του (ΑΠ 1686/2007, ΑΠ 795/2007, ΑΠ 1203/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), περιστατικά τα οποία ουδόλως εκτίθενται στις αγωγές.

Τέλος, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε τις αγωγές αυτές ως προς τους δεύτερο, τρίτο και πέμπτη των εναγομένων ως ουσιαστικά αβάσιμες ενώ την έκανε εν μέρει δεκτή ως προς την πρώτη εναγόμενη και ως ουσιαστικά βάσιμη, και υποχρέωσε την τελευταία να καταβάλει σε κάθε έναν από τους ενάγοντες των δύο αγωγών, με το νόμιμο τόκο, το ποσό των 19.800 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη απόφαση.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται ο ενάγων της πρώτης ως άνω αγωγής καθώς και ο πρώτος και μοναδικός πλέον, ενάγων της δεύτερης αγωγής – εκκαλούντες στην Α’ έφεση, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄αυτήν, πλην των ως άνω ήδη απαντηθέντων, και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της- μεταρρύθμισή της ως προς το μέρος που απορρίφθηκαν αυτές, ώστε να γίνουν συνολικά δεκτές οι άνω αγωγές  τους .

Ακόμη, κατά της ίδιας οριστικής απόφασης (εκκαλουμένης) παραπονείται η πρώτη εναγόμενη – ήδη εκκαλούσα στην κρινόμενη Β΄ έφεση (πρώτη εφεσίβλητη στην Α΄έφεση), για τους λόγους που εκθέτει σ΄αυτήν και ανάγονται επίσης σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθούν συνολικά οι ως άνω αγωγές  των αντιδίκων της .

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων ανταπόδειξης …… και ….., καθώς και του μάρτυρα απόδειξης …… στην πρώτη ως άνω (υπ΄αρ. καταθ……) αγωγή, και την ανωμοτί κατάθεση του τελευταίου ως  διαδίκου στη δεύτερη αγωγή (υπ΄αρ. καταθ. ……) στην οποία είναι ενάγων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

Στις 10-5-2011, στο …… Αττικής, και ειδικότερα στα γραφεία της νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968, Ν. 27/1975, 814/1978, 2234/1994 και 3752/2009, πρώτης εναγομένης των ένδικων αγωγών εταιρίας «…..», η οποία ήταν διαχειρίστρια του µε σηµαία Λιβερίας Φ/Γ πλοίου ’’G ’’ (νηολογίου Ρωσίας, µε αριθµό …., ΔΔΣ .., κ.ο.χ. 12,1, κ.κ.χ 11,8), πλοιοκτησίας της πέµπτης εναγοµένης λιβεριανής εταιρίας «…….»),  καταρτίστηκαν προφορικά, μεταξύ των εναγόντων των ως άνω αγωγών και της ως άνω εταιρίας, διά του νομίμου εκπροσώπου της – δεύτερου εναγομένου (…), συμβάσεις χερσαίας εργασίας, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, καθώς οι ενάγοντες προσλήφθηκαν για να εργαστούν πρόσκαιρα, σε εργασίες επισκευής και συντήρησης του εν λόγω πλοίου και δεν ανήκαν στο συγκροτημένο πλήρωμα αυτού, όπως θα εκτεθεί και παρακάτω (οπότε, εφόσον πρόκειται για σύμβαση χερσαίας εργασίας δεν τίθεται ζήτημα παραπομπής της υπόθεσης στο Ναυτικό Τμήμα του Δικαστηρίου τούτου). Ειδικότερα, συμφωνήθηκε ότι οι ενάγοντες- εργαζόμενοι, θα εκτελούσαν για συγκεκριμένο και περιορισμένο χρονικό διάστηµα, ως έκτακτο τεχνικό προσωπικό (ο ενάγων της πρώτης ως άνω αγωγής ως ελασµατουργός και ο πρώτος ενάγων της δεύτερης ως άνω αγωγής και ήδη μοναδικός ενάγων αυτής, ως ηλεκτροσυγκολλητής) συγκεκριµένες εργασίες επισκευής και συντήρησης στο άνω πλοίο «GE», το οποίο βρισκόταν ακινητοποιημένο στο ναυπηγείο «…….» στο Αµπιτζάν της Ακτής Ελεφαντοστού, και κυρίως της μηχανής αυτού, η οποία είχε σοβαρές βλάβες και δεν λειτουργούσε. Η πρώτη εναγομένη,  ναυτιλιακή εταιρία, η οποία, όπως προαναφέρθηκε διαχειρίζονταν το άνω πλοίο, δεν έχει κατ’ επάγγελµα σχέσεις µε επισκευαστικές και µεταλλουργικές εργασίες. Δεν διατηρούσε, ούτε συγκροτούσε, µόνιµο επισκευαστικό συνεργείο για την εκτέλεση εργασιών επισκευής και συντήρησης στο πλοίο αυτό, αλλά κάθε φορά που χρειαζόταν, προσλάμβανε περιορισμένο αριθμό ατόμων (όπως και στην ένδικη περίπτωση), για την εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών,  και για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσαν οι τελευταίες. Συνεπώς οι επίδικες συμβάσεις, είχαν χαρακτήρα αφενός μεν  χερσαίας εργασίας, διεπόμενης από τις διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου, (αφού οι ενάγοντες, όπως προαναφέρθηκε δεν ανήκαν οργανικά στο συγκροτημένο πλήρωμα του πλοίου, δεν είχαν ναυτολογηθεί και δεν υπήρχε ετοιμότητα του προς πλούν, αλλά αυτό βρισκόταν ακινητοποιημένο προς επισκευή στο ως άνω ναυπηγείο), αφετέρου δε,  ορισμένου χρόνου και όχι αορίστου, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες . Η λήξη των συμβάσεων αυτών επήλθε με την περάτωση των εργασιών επισκευής στο πλοίο, και όχι λόγω απόλυσής τους, όπως, αβασίμως, υποστηρίζουν. Δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος στην δεύτερη αγωγή, ότι θα εργάζονταν μετά από αυτό σε άλλο πλοίο (GDI),  συμφερόντων της εναγομένης στη Χαλκίδα, καθώς οι εργασίες στο ως άνω πλοίο ‘’GΕ ’’, έληξαν τον Ιούλιο του 2011 και το τελευταίο αυτό πλοίο έφτασε στη Χαλκίδα το Νοέμβριο του 2011, ενώ αυτός, μαζί με τον έτερο αρχικό ενάγοντα της ως άνω αγωγής, είχε ήδη ασκήσει στις 9-11-2011 αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, που αφορούσαν τις ένδικες απαιτήσεις, η οποία εκδικάστηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 28-11-2011 και εκδόθηκε η υπ΄αρ. 6545/2011 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία η ως άνω αίτηση έγινε εν μέρει δεκτή.

Πιο συγκεκριμένα, οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από την πρώτη εναγόμενη, διαχειρίστρια του προαναφερθέντος πλοίου, η οποία όμως δεν δήλωσε σε αυτούς κατά τρόπο έκδηλο, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας αυτής θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο της αντιπροσωπευόμενης πλοιοκτήτριας εταιρίας, ώστε να γίνουν οι αναγκαίες επισκευές στο εν λόγω πλοίο, στο οποίο απασχολήθηκαν για 50 ημέρες  (από 10-5-2011 έως 29-6-2011).  Η πρόσληψη δε των εναγόντων, έγινε με τη διαμεσολάβηση και την παρουσία του ….. – έκτου εναγόμενου, ο οποίος ήταν υπεύθυνος του τεχνικού τμήματος της πρώτης εναγόμενης, (και αργότερα δημιούργησε το δικό του τεχνικό συνεργείο), στον οποίο αυτή απευθύνθηκε για να βρεί τους κατάλληλους για τις επισκευές τεχνίτες. Κατά τα συμφωνηθέντα, οι ενάγοντες θα παρείχαν τις υπηρεσίες τους για το ως άνω διάστημα στο παραπάνω πλοίο απασχολούμενοι επί 12 ώρες ημερησίως αντί 33 ευρώ την ώρα ήτοι 396 ευρώ (καθαρές αποδοχές) ημερομίσθιο το οποίο θα ήταν ΄΄κλειστό΄΄, ήτοι θα κάλυπτε επιδόματα, δώρα, κ.λπ.), όπως συνηθίζεται στη ναυτιλιακή πρακτική και όχι µε βάση τις αποδοχές που προέβλεπε για την ειδικότητα τους η από 24-8-2011 τοπική συλλογική σύµβαση εργασίας ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών Ν. Πειραιά – Αττικής και νήσων έτους 2011, όπως αβάσιµα ισχυρίζονται, αφού δεν προέκυψε τέτοια συµφωνία τους µε την άνω διαχειρίστρια εταιρία, η οποία αναµείχθηκε ευκαιριακά µε εργασίες συντήρησης και επισκευής του πλοίου για την επίτευξη του διαγραφόµενου σκοπού αυτής από τα όρια της εν λόγω διαχείρισής του και δεν διατηρούσε, όπως προαναφέρθηκε, επιχείρηση αυτοτελούς µεταλλουργικής εκµετάλλευσης, ώστε να δεσµεύεται από την ανωτέρω συλλογική σύµβαση (Ολ.Α.Π. 3/2002, Ε.ΝΔ. 2002, 292, Εφ.Πειρ. 856/2005, ο.π). Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω και στη μείζονα σκέψη, εφόσον πρόκειται για σύμβαση χερσαίας εργασίας, αυτή διέπεται από το κοινό εργατικό δίκαιο και τις αντίστοιχες Σ.Σ.Ε και δεν έχει εφαρμογή οι διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ ούτε οι σχετικές συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας. Ο έκτος δε λόγος της Α΄ έφεσης, με τον οποίο οι ενάγοντες – εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη της ότι αυτοί είναι μέλη του Συνδικάτου Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου Αττικής Πειραιά και Νήσων, με αποτέλεσμα να κρίνει ότι δεν εφαρμόζονται οι αντίστοιχες Σ.Σ.Ε, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι λήφθηκε μεν υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι οι ενάγοντες είναι μέλη του ως άνω Συνδικάτου, αλλά έκρινε ορθώς, κατά την ως άνω νομολογία, ότι στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η πρώτη εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία –εργοδότριά τους δεν διατηρεί επιχείρηση αυτοτελούς µεταλλουργικής εκµετάλλευσης, γεγονός που κανείς μάρτυρας δεν κατέθεσε, ούτε προέκυψε από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, όπως εκτέθηκε και παραπάνω, δεν εφαρμόζονται οι ανωτέρω συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων, που απασχολούνται σε μεταλλουργικές επιχειρήσεις της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης Πειραιώς, απορριπτομένου και του δέκατου τρίτου σχετικού λόγου της ως άνω έφεσης. Το ότι ενδεχομένως ο ….., όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες, διατηρούσε μόνιμο επισκευαστικό συνεργείο, αληθές υποτιθέμενο, και το ότι είχε υπογράψει ως εργολάβος την οικία τοπική ΣΣΕ , όπως αναφέρεται στον έβδομο λόγο της έφεσης, δεν ασκεί επιρροή στην ένδικη υπόθεση, καθώς από τα παραπάνω δεν προέκυψε ότι ο …. συμβλήθηκε μαζί τους, αλλά η πρώτη εναγόμενη εταιρία, με τη διαμεσολάβηση αυτού, ως εργοδηγού (βλ. και κατάθεση μάρτυρα έκτου εναγομένου …., που υπήρξε κι αυτός εργαζόμενος, για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, στο ως άνω πλοίο).

Ακόμη, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης εταιρίας -εκκαλούσας στην Β ΄έφεση, τον οποίο επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της, ότι αυτή συμβλήθηκε με σύμβαση έργου με τον εργολάβο ως άνω ……, στο συνεργείο του οποίου ανήκαν οι ενάγοντες, με τους οποίους, όπως υποστηρίζει, δεν ήρθε ο εκπρόσωπός της σε επαφή, καθώς επίσης ότι στον ως άνω ΄΄εργολάβο΄΄ κατέβαλε την αμοιβή τους. Για την επίρρωση του ισχυρισμού αυτού, τον οποίο, σημειωτέον, δεν είχε προτείνει στα πλαίσια της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, η εκκαλούσα δεν προσκομίζει σχετική έγγραφη σύμβαση αλλά κάποια αμετάφραστα έγγραφα τα οποία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Εξάλλου, το ότι δεν ήταν ο …. ο ΄΄εργοδότης΄΄ των εναγόντων ενισχύεται και από τα όσα αναφέρει ο δεύτερος αρχικός ενάγων της δεύτερης αγωγής …, στην προσκομιζόμενη από τον έκτο εναγόμενο, από 31-10-2013 εξώδικη δήλωσή του προς την υπογράφουσα την αγωγή πληρεξούσια δικηγόρο του, με την οποία αιτείται από την τελευταία να δηλώσει παραίτηση τόσο από το δικόγραφο όσο και από το δικαίωµα της υπό κρίση αγωγής του, όπου αναγράφεται σχετικά.«…πληροφορήθηκα το πρώτον ότι έχετε στραφεί, προφανώς εκ παραδροµής και εκ λάθους και κατά του ….. …., παρότι όταν σας ανέφερα τα πραγµατικά περιστατικά της επίδικης υπόθεσης ουδέποτε σας δήλωσα ότι διατηρώ ή έχω οιαδήποτε απαίτηση κατά του τελευταίου, ο οποίος, όπως σας είχα γνωρίσει, υπήρξε και αυτός εργαζόµενος επί του αναφεροµένου στην αγωγή µας πλοίου. Αντίθετα, το µόνο που σας ανέφερα σχετικά µε τον ……. είναι ότι µε ενηµέρωσε για την ύπαρξη θέσης εργασίας επί του αναφεροµένου στην αγωγή µας πλοίου, όπου και ο ίδιος εργάστηκε. Κατόπιν τούτου, µε την παρούσα σας δηλώνω ότι ουδεµία απαίτηση ή αξίωση έχω ή διατηρώ έναντι του ……., ο οποίος ουδέν χρηµατικό ποσό µου οφείλει για οποιοδήποτε λόγο και αιτία, πολλώ δε µάλλον από δεδουλευµένους µισθούς, διότι ουδέποτε υπήρξε εργοδότης ή προστηθείς των εργοδοτών µου και σας Καλώ όπως κατά την ως άνω δικάσιµο της 4/11/2013, η οποία ορίστηκε µετ’ αναβολήν για τη συζήτηση της ως άνω αγωγής µας ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προβείτε σε παραίτηση από το δικόγραφο της ως άνω από 10/11/2012 και µε αριθµό κατάθεσης ……. αγωγής, καθώς και από το δικαίωµα ως προς τον ……..»

Δεδομένου δε ότι, με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα, η σύμβαση εργασίας που συνήφθη μεταξύ των εναγόντων – εργαζομένων, και της πρώτης εναγόμενης εταιρίας –εργοδότριας, δεν ήταν αορίστου χρόνου αλλά ορισμένου χρόνου, η οποία έληξε με τη περάτωση των εργασιών για τις οποίες αυτοί προσλήφθηκαν στο ως άνω πλοίο, δεν τίθεται θέμα καταβολής μισθών υπερημερίας για άκυρη καταγγελία της σύμβασης αορίστου χρόνου (αφού αυτή δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα) ούτε, επικουρικά, αποζημίωσης απόλυσης, αξίωση η οποία κατά τα προαναφερθέντα, εκπροθέσμως ασκείται, απορριπτομένου και του σχετικού πέμπτου λόγου της ως άνω έφεσης. Επίσης, ενόψει ότι, κατά τα προεκτεθέντα, κρίθηκε ότι αφενός μεν, δεν τυγχάνουν, εν προκειμένω, εφαρμογής οι ως άνω Σ.Σ.Ε, που επικαλούνται οι ενάγοντες, αφετέρου δε ο συμφωνηθείς μισθός των εναγόντων ήταν ‘’κλειστός’’ , (δηλ. περιελάμβανε τα κάθε είδους επιδόματα και υπερωρίες), όπως προκύπτει τόσο από την κατάθεση του ως άνω μάρτυρα ανταπόδειξης ……., αλλά και την σχετική καρτέλα, υπερέβαινε δε τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές των Σ.Σ.Ε των εργατοτεχνιτών που έχουν εφαρμογή, γεγονός για το οποίο δεν υπάρχει άρνηση, δεν τίθεται θέμα επιδίκασης αμοιβών τους για α) υπερωριακή εργασία, β) αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία, γ) εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες με αποστέρηση εβδομαδιαίας ανάπαυσης και δ) αποδοχών και επιδόματος αδείας ,κι ως εκ τούτου είναι απορριπτέοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης (όγδοος, ένατος, δέκατος και δωδέκατος αντίστοιχα, καθώς ενδέκατος λόγος δεν αναφέρεται στην έφεση). Και ναι μεν ο θεσμός του ΄΄κλειστού΄΄ μισθού απαντάται στη ναυτική εργασία, όμως στην προκειμένη περίπτωση, οι αμοιβές που θα δικαιούνταν με βάση τη ΣΣΕ χερσαίας εργασίας (εργατοτεχνιτών), ακόμη κι αν υπολογιστούν τα ως άνω επικαλούμενα από τους ενάγοντες επιδόματα, υπερωριακή εργασία κ.α, είναι σαφώς κατώτερες από την ως άνω συμφωνηθείσα αμοιβή, οπότε θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη χειροτέρευση της θέσης τους ως εκκαλούντων η επιδίκαση μικρότερου ποσού από αυτό της εκκαλουμένης, με βάση την οικεία ΣΣΕ εργατοτεχνιτών, δεδομένου ότι δεν υπάρχει και σχετικός λόγος στην αντίθετη έφεση της πρώτης εναγομένης –εκκαλούσας .

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η άνω διαχειρίστρια – εργοδότρια εταιρία (πρώτη εναγόμενη), λόγω οικονοµικής δυσπραγίας από το Μάιο 2011 άρχισε να καθυστερεί την πληρωµή στους ενάγοντες του ποσού των αποδοχών τους, που ήταν καταβλητέες το αργότερο την τελευταία ηµέρα εκάστου µηνός. Συγκεκριµένα, σε έκαστο εκ των εναγόντων των ένδικων αγωγών, οι οποίοι εργάστηκαν επί 50 ηµέρες, οφείλει το συνολικό ποσό των 19.800 ευρώ (ήτοι 50 ηµέρες Χ 12 ώρες ηµερησίως Χ 33 ευρώ ανά ώρα). Δεν προβλήθηκε δε παραδεκτά από  την πρώτη εναγομένη, ένσταση εξόφλησης των εναγόντων, διότι δεν την πρότεινε, έστω επιγραμματικά, προφορικά, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ώστε να καταχωρηθεί αυτή στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, (αρθρ. 591 παρ. 3 ΚΠολΔ). Σε κάθε δε περίπτωση, η ένσταση αυτή, με τον τρόπο που προτείνεται στις πρωτόδικες προτάσεις των εναγομένων, είναι αόριστη, καθώς δεν αναφέρεται σε αυτήν, ο χρόνος και ο τρόπος εξόφλησης, πότε έγιναν οι καταβολές, ποιο ποσό αφορούσαν, από ποια αιτία και ποιο από τα αιτούμενα ποσά εξοφλήθηκε με αυτές (Εφ.Πειρ. 616/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι επικαλούμενες δε τόσο στις πρωτόδικες προτάσεις της, όσο και στο δεύτερο, και τελευταίο, λόγο της  έφεσης (υπό στοιχ. Β΄) της πρώτης εναγόμενης, α) συμβολαιογραφικές άρσεις κατασχέσεων λογαριασμών της εταιρίας από τις οποίες ,κατά τους ισχυρισμούς της, προκύπτει τουλάχιστον η εξόφληση του πρώτου εφεσίβλητου, καθώς και β) οι καρτέλες της εταιρίας ‘’………‘’, πέραν του ότι  οι τελευταίες προσκομίζονται σε ξένη γλώσσα, χωρίς νόμιμη μετάφραση (αρ. 454 ΚΠολΔ), οπότε δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, δεν μπορούν να θεραπεύσουν το απαράδεκτο της προβολή και της εν λόγω ένστασης, ούτε μπορεί να γίνει παραπομπή σε αυτές, που αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία, για να καλυφθεί η αοριστία, κατά τα αναφερθέντα και στη μείζονα σκέψη. Οπότε ο σχετικός ως άνω λόγος της έφεσής της, με τον οποίο παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κακώς απέρρριψε την ένστασή της περί εξόφλησης των εναγόντων, και δεν έλαβε υπόψη της τα προσκομισθέντα απ΄αυτήν, μετ΄επικλήσεως ως άνω έγγραφα, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Άλλωστε, αν προκύπτει ότι δόθηκαν χρήματα, στα πλαίσια της εκτέλεσης της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων (υπ΄αρ. 6545/2011 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), που αφορούν μέρος της ένδικης απαίτησης του πρώτου εφεσίβλητου …, που ήταν ένας από τους αιτούντες μαζί με τον …….., αυτά θα αφαιρεθούν κατά την αναγκαστική εκτέλεση.

Περαιτέρω, όμως, δεν αποδείχθηκε, από κανένα στοιχείο ότι ο δεύτερος εναγόμενος ….. και ο τρίτος εναγόμενος …. ενήργησαν στην πραγματικότητα ως εφοπλιστές του εν λόγω πλοίου, ώστε να συντρέχει λόγος κάμψης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της εναγομένης -εκκαλούσας ναυτιλιακής εταιρίας, όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους. Ειδικότερα, όσον αφορά στον τρίτο εναγόμενο …., ο οποίος ήταν τεχνικός διευθυντής της ως άνω εταιρίας, δεν συνάγεται κάτι τέτοιο ούτε κατ΄ ελάχιστο, από κανένα έγγραφο ή μαρτυρική κατάθεση. Οι ίδιοι οι ενάγοντες το μόνο που ισχυρίζονται προς επίρρωση του ισχυρισμού τους αυτού (βλ. κατάθεση .. .. ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), είναι ότι ΄΄Ο.. ήταν ο εφοπλιστής και μέσα ήταν και ο κος …, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις για τη συμμετοχή και τις ενέργειες του τελευταίου που θα μπορούσαν να του προσδώσουν την ως άνω ιδιότητα. Σχετικά δε με τον δεύτερο εναγόμενο …., νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, δεν προέκυψε ότι προέβη στην πρόσληψη των εναγόντων, στην παροχή οδηγιών σε αυτούς, ή σε κάποια άλλη πράξη που αφορούσε την εταιρία αυτή ατομικά, όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες, και όχι με την ως άνω ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου αυτής.  Όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, είναι συνηθισμένη στη ναυτιλία επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρίες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισής τους σε άλλη εταιρία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρίας, διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκησή τους. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στον επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Αντίθετα, ο επιχειρηματίας θα είναι και εφοπλιστής κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρίες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε, εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Στην προκειμένη, εντούτοις, περίπτωση δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι συντρέχουν οι ως άνω περιστάσεις, ώστε να θεωρηθεί ότι ο δεύτερος εναγόμενος (πολύ δε περισσότερο ο τρίτος εναγόμενος κατά τα προαναφερθέντα), έδρασε ως εφοπλιστής, χρησιµοποιώντας την πρώτη εναγόμενη, ή και την πέμπτη, ως εικονική εταιρία ή ως παρένθετο πρόσωπο, µε έννοια της κάλυψης υποκρυπτόµενου προσώπου και ότι η εταιρία αυτή δεν έχει αναπτύξει καθόλου συναλλακτική οργάνωση και δράση ή επιχειρηµατική δραστηριότητα, πράγµα το οποίο συµβαίνει ιδίως όταν ο επιχειρηµατίας συµβάλλεται στο δικό του όνοµα και αναλαµβάνει προσωπικά και απεριόριστα τον επιχειρηµατικό κίνδυνο. Δεν αρκεί δε για τη θεµελίωση των προϋποθέσεων αυτών η τυχόν κοινότητα των επιχειρηµατικών συµφερόντων τους, σύμφωνα με τα αναλυτικά προεκτεθέντα. Εξάλλου, δεν είχε υποβληθεί από τους ανωτέρω εναγοµένους προς τη λιµενική αρχή του τόπου νηολόγησης του άνω πλοίου δήλωση κατ’ άρθρο 105 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ. ότι θα το εκµεταλλεύονται ως εφοπλιστές για δικό τους λογαριασµό (Εφ.Πειρ. 346/2004, Ε.Ν.Δ. 32, 194), οπότε υπάρχει μαχητό τεκμήριο ότι το πλοίο εκμεταλλεύεται ως πλοιοκτήτρια η κυρία του πλοίου – πέμπτη εναγόμενη εταιρία, το οποίο δεν ανατράπηκε από τους ενάγοντες. Αντίθετα, σε όλα τα επικαλούμενα από τους ίδιους τους ενάγοντες έγγραφα, που αφορούν εγγυητικές επιστολές που όφειλε η εναγομένη εταιρία να καταθέσει κλπ, ο ως άνω εναγόμενος … φέρεται να ενεργεί ως νόμιμος εκπρόσωπος και για λογαριασμό της εν λόγω εταιρίας και όχι στο δικό του όνομα. Επίσης, η εταιρία είχε και δικούς της τραπεζικούς λογαριασμούς, στην κατάσχεση των οποίων προέβη ο ενάγων ……, για την ικανοποίηση μέρους της απαίτησής του, που  προσωρινά επιδικάσθηκε με την ως άνω απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων. Το γεγονός που αναφέρουν οι ενάγοντες ότι δυσχεραίνονται να προβούν σε εκτέλεση, καθώς μεταβιβάστηκε το ένα εκ των δύο προαναφερθέντων πλοίων, ήτοι το ‘’GD ’’, και επίκειται και μεταβίβαση του έτερου, το οποίο ήταν κι αυτό που εργάστηκαν οι ενάγοντες, (πράξη για την οποία, αν συμβεί, μπορούν να προστατευθούν δικαστικά, εφόσον θεωρούν ότι έλαβε χώρα καταδολιευτικά και βέβαια συντρέχουν οι νόμιμες προυποθέσεις), δεν μπορεί να οδηγήσει άνευ ετέρου, σε άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της εταιρίας, ώστε να ευθύνεται εις ολόκληρο με αυτό ο ως άνω νόμιμος εκπρόσωπός της – δεύτερος εναγόμενος. Συνεπώς, ορθώς απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση οι αγωγές ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγόμενων, κατ΄ουσία, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της Α΄ έφεσης ως αβάσιμου. Για να έχει δε εφαρμογή, η προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 762/1978 και να ευθύνεται η διαχειρίστρια αλλοδαπή εταιρεία του πλοίου και οι νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες με τον πρώτο, επίσης, λόγο της έφεσής τους, θα πρέπει να πρόκειται για απαιτήσεις από σχέση ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, και όχι για απαιτήσεις από σύμβαση χερσαίας εργασίας, όπως εν προκειμένω, που έχουν ισχύ οι γενικές διατάξεις περί αντιπροσώπευσης και με βάση αυτές ευθύνεται η πρώτη εναγόμενη εταιρία, στις οποίες δεν προβλέπεται εις ολόκληρο ευθύνη του νομίμου εκπροσώπου. Επίσης, για το ίδιο ως άνω ποσό, θα μπορούσε να ευθύνεται, εις ολόκληρο με την πρώτη εναγομένη εταιρία, και η πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου πέµπτη εναγοµένη. Όμως, ενόψει  ότι στις εν λόγω αγωγές εµφανίζεται ως κυρία του πλοίου, εφόσον η δήλωση διόρθωσης του δικογράφου των, αγωγών, ως προς την ιδιότητα αυτής ως πλοιοκτήτριας, συνιστά, σύµφωνα µε τα παραπάνω, ανεπίτρεπτη µεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, ενώ αποδείχθηκε κατά τα προαναφερθέντα, ότι ήταν πλοιοκτήτρια αυτού, συνακόλουθα οι ένδικες αγωγές σε βάρος της, που έχουν διαφορετικό περιεχόµενο ως προς την ευθύνη της, είναι απορριπτέες ως αβάσιµες κατ’ ουσία, δεδομένου ότι εάν ο εναγόμενος ως απλός κύριος του πλοίου για χρέος του εφοπλιστή εκ του εφοπλισμού του πλοίου, αποδειχθεί ότι είναι πλοιοκτήτης, η αγωγή απορρίπτεται (ΑΠ. 1625/1995, ΕλλΔνη 38. 1569, Εφ.Πειρ.346/2004, Ε.Ν.Δ. 32, 194). Διατηρούν,  βέβαια, το δικαίωμα, οι ενάγοντες, εφόσον δεν έχουν εξοφληθεί οι ένδικες απαιτήσεις τους, να ασκήσουν εκ νέου αγωγή κατά της πέμπτης εναγόμενης, με την ορθή, ως άνω κριθείσα  ιδιότητά της, ως πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους δεύτερο τρίτο και πέμπτη των εναγόμενων, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο .

Οι ενάγοντες εκκαλούντες με τον δέκατο ένατο λόγο της έφεσής τους, αλλά και με τον δέκατο όγδοο, ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις ένορκες βεβαιώσεις και τη μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρά τους ενώπιον του ακροατηρίου του, που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά αυτού . Όμως, όσον αφορά στο μάρτυρά τους ο οποίος ήταν ο ίδιος ο (πρώτος ενάγων) της δεύτερης αγωγής, η ανωμοτί κατάθεσή του λήφθηκε υπόψη, όπως ρητά, αναφέρεται στην εκκαλουμένη. ‘Αλλωστε, το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προβαίνει σε εκ νέου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Σε ποιο δε αποδεικτικό μέσο θα δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα το δικαστήριο, απόκειται στη διακριτική του ευχέρεια. Εξάλλου, όσον αφορά στις ένορκες βεβαιώσεις, οι ενάγοντες δεν τις επικαλούνται τόσο στις πρωτόδικες προτάσεις τους, όσο και σε αυτές ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, αλλά ούτε και προσκομίζουν κάποια ένορκη βεβαίωση μάρτυρα. Ακόμη και στο δικόγραφο της έφεσής τους κάνουν γενικά λόγο για ένορκες βεβαιώσεις που δεν λήφθηκαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση. Επίσης, δεν προκύπτει ότι ο μάρτυρας ανταπόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ήταν νόμιμος εκπρόσωπος των εναγόμενων εταιριών, ώστε να μην επιτρέπεται η λήψη υπόψη της κατάθεσής του, όπως αορίστως, αλλά και αβασίμως ισχυρίζονται, οι ενάγοντες – εκκαλούντες με τον ως άνω δέκατο όγδοο λόγο της έφεσής τους. Περαιτέρω, δεν συνάγεται κάποια ομολογία των εναγόμενων, από τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων τους, που δεν λήφθηκε υπόψη πρωτοδίκως, όπως, επίσης, αβασίμως υποστηρίζουν οι ενάγοντες με τον δέκατο τέταρτο λόγο της έφεσής τους. Το ότι ο μάρτυρας των πέντε πρώτων εναγομένων ( ….…) αναφέρει ότι ο …. (δεύτερος εναγόμενος) ήταν ‘’μάνατζερ΄΄ της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, δεν σημαίνει ότι ήταν και ο εφοπλιστής, ο ίδιος δε μάρτυρας αναφέρει ότι δεν γνωρίζει τον εφοπλιστή. Ο δε μάρτυρας του έκτου εναγόμενου (….) αναφέρει ότι ο αυτός ήταν εργοδηγός κι ότι τον είχε προσλάβει ο …, πράγμα, όμως, που επίσης δεν σημαίνει ότι ο τελευταίος ασκούσε τον εφοπλισμό του πλοίου, καθώς η ενέργεια αυτή συνάδει και με την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης διαχειρίστριας εταιρίας.  Οπότε κι οι ως άνω λόγοι της Α΄ έφεσης (δέκατος τέταρτος, δέκατος όγδοος και δέκατος ένατος), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ενόψει δε ότι, σύμφωνα με τα ως άνω αναφερθέντα ως αποδειχθέντα, ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι οι ενάγοντες, παρείχαν τις υπηρεσίες τους και τους οφείλονται τα ως άνω ποσά δυνάμει έγκυρης σύμβασης εργασίας (ορισμένου χρόνου), δεν υπάρχει λόγος εφαρμογής της επικουρικής βάσης της αγωγής της στηριζόμενης στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως προς τα λοιπά δε ποσά δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της επικουρικής βάσης, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες – εκκαλούντες με τον δέκατο έβδομο λόγο της έφεσής τους, διότι δεν υπάρχει ζήτημα ακυρότητας της σύμβασης, αλλά μη απόδειξης ότι αυτά οφείλονται, κατά τα ανωτέρα εκτεθέντα. Τέλος, ο εικοστός λόγος της έφεσης των εναγόντων με τον οποίο υποστηρίζουν ότι οι εναγομένοι, προς απόκρουση των ένδικων αγωγών, όσον αφορά στο αίτημά τους να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασής τους και ως εκ τούτου η υποχρέωση (των εναγόμενων) να τους καταβάλουν μισθούς υπερημερίας, παρέβησαν το καθήκον αληθείας, πέραν του ότι κάτι τέτοιο δεν προέκυψε, σε κάθε περίπτωση προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι τα ως άνω αγωγικά αιτήματα, ορθώς απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως απαράδεκτα, όπως εκτέθηκε παραπάνω.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε εν μέρει δεκτές τις εν λόγω αγωγές κι ως ουσιαστικά βάσιμες ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρία, ενώ απέρριψε τις αγωγές αυτές, ως προς τους λοιπούς εναγόμενους (ως προς τους τέταρτη και έκτο ως απαράδεκτες κι ως προς τους δεύτερο, τρίτο και πέμπτη εξ αυτών, ως ουσιαστικά αβάσιμες κατά τα προαναφερθέντα), έστω με λιγότερο εκτενή ή και διαφορετική, σε κάποια σημεία, αιτιολογία, την οποία, το παρόν δικαστήριο, επιτρεπτώς, αντικαθιστά – συμπληρώνει (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, οι κρινόμενες εφέσεις, πρέπει ν΄ απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες. Τα δε δικαστικά έξοδα για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, καθώς, κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

              

               ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, τις εφέσεις με (ειδικό) αριθμό κατάθεσης. Α) ……. και Β) ……., κατά της υπ’αρ. 2233/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις ως άνω εφέσεις και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές στην ουσία.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ συνολικά τα δικαστικά έξοδα, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 20 Σεπτεμβρίου 2018 , απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         H  ΓPAMMATEAΣ