Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 596/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως      596  /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

                        Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ: “2. Πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης”. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, εάν δεν γίνει επίδοση του δικογράφου των προσθέτων λόγων στον αντίδικο ή εάν αυτή γίνει εκπροθέσμως, δεν έχει συντελεσθεί η άσκηση της διαδικαστικής πράξεως, με την οποία γίνεται η επίκληση των προσθέτων λόγων εφέσεως, συνεπώς αυτή η πράξη είναι απαράδεκτη για έλλειψη προδικασίας (αρθ.111 ΚΠολΔ), του απαραδέκτου ελεγχομένου και αυτεπαγγέλτως (ΟλΑΠ 33/90 ΝοΒ 1991, 230, ΑΠ 660/2005 Δνη 2006, 1026). Στην προκειμένη περίπτωση, το από 15-9-2017 δικόγραφο προσθέτων λόγων (ΓΑΚ …. ΕΑΚ …) επί της υπό κρίση από  19-4-2017 (ΓΑΚ … ΕΑΚ …) εφέσεως των εκκαλουσών, με την οποία αυτό συνεκδικάζεται, δεν έχει επιδοθεί στους καθών αυτό απευθύνεται-εφεσίβλητους-ενάγοντες, παράλειψη που οι τελευταίοι προτείνουν με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις τους, οι δε ασκούσες τους προσθέτους λόγους-εκκαλούσες- δεν επικαλούνται επίδοση αυτών ούτε προσκομίζουν σχετικές εκθέσεις επιδόσεως. Επομένως, οι πρόσθετοι λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι ελλείψει προδικασίας.

Οι υπό κρίση από 2-5-2019 (ΓΑΚ .. ΕΑΚ …) και από 19-4-2017 (ΓΑΚ ./. ΕΑΚ ../.) αντίθετες εφέσεις, κατά της 664/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663επ ΚΠολΔ, έχουν ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη δικαστηρίου και εμπρόθεσμα, εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 10-4-2017 (βλ. επισημείωση επιδόσεως του δικ.επιμελητή …. . επί του προσκομιζομένου επιδοθέντος αντιγράφου αυτής). Πρέπει, επομένως, αφού  συνεκδικασθούν (246 ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 532, 533 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 28-12-2015 (ΓΑΚ ./. ΕΑΚ ../..) αγωγή τους, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες-εφεσίβλητοι, εργαζόμενοι  με την ειδικότητα ο πρώτος του ναύτη και ο δεύτερος του θαλαμηπόλου, στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο “AM”, νηολογίου Πειραιώς, του οποίου εφοπλίστρια ήταν η πρώτη εναγομένη και κυρία η δεύτερη έως την 25-5-2015 οπότε το μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στην τρίτη εναγομένη,  με σύμβαση που καταχωρήθηκε στο νηολόγιο στις 3-6-2015, ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εκάστη εις ολόκληρον, να τους καταβάλουν τα σε αυτή αναφερόμενα για τον καθένα ποσά ως επίδομα ιματισμού, διαφορά αμοιβής για υπερωριακή εργασία, διαφορές επιδομάτων εορτών έτους 2014 και αποζημίωση για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 26-9-2014, νομιμοτόκως κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή. Την εις ολόκληρον ευθύνη της τρίτης εναγομένης, κυρίας του πλοίου κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, επιχείρησαν οι ενάγοντες να θεμελιώσουν στο άρθρο 207 ΚΙΝΔ επικαλούμενοι ότι οι απαιτήσεις τους ως πηγάζουσες εκ της συμβάσεως ναυτικής εργασίας είναι προνομιούχες και ότι η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε εντός προθεσμίας έτους από τη μεταβίβαση του πλοίου, καθώς και στο άρθρο 479 ΑΚ, επικαλούμενοι ότι η τρίτη εναγομένη απέκτησε το πλοίο ως ομάδα περιουσίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κηρύχθηκε κατά τόπον αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής ως προς την πρώτη εναγομένη -εφοπλίστρια, κατ’ αποδοχή σχετικής ενστάσεως που αυτή πρότεινε,  παρέπεμψε δε ως προς αυτή, την αγωγή για εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης,  ως προς δε τις λοιπές εναγόμενες δέχθηκε εν μέρει την αγωγή  και υποχρέωσε αυτές, εκάστη εις ολόκληρον και ευθυνόμενες δια του πλοίου και μέχρι την αξία του, να καταβάλουν στους ενάγοντες τα ποσά που αναφέρονται στο διατακτικό της, νομιμοτόκως κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη.

Κατά τις αποφάσεως αυτής παραπονούνται, για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αμφότερα τα διάδικα μέρη, πλην της πρώτης εναγομένης, η οποία δεν άσκησε έφεση και ζητούν την εξαφάνισή της ώστε κατά τους μεν ενάγοντες να γίνει ολικά δεκτή η αγωγή εκδικαζομένη από το παρόν Δικαστήριο και ως προς την πρώτη εναγομένη, κατά δε τη δεύτερη και τρίτη των εναγομένων  να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – Ν. 3816/1959) προκύπτει ότι οι έννοιες της πλοιοκτησίας, της κυριότητας του πλοίου και του εφοπλισμού διακρίνονται σαφώς. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία αποχωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Πλοιοκτήτης κατά το νόμο είναι αυτός που εκμεταλλεύεται, δηλαδή ενεργεί ναυτιλιακές εργασίες με σκοπό το κέρδος (μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων, αλιεία,  ρυμούλκηση, παροχή επιθαλάσσιας αρωγής, ψυχαγωγία τρίτων), δικό του πλοίο, ενώ κύριος του πλοίου είναι εκείνος που έχει το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας επ’ αυτού κατά την έννοια του άρθρου 1000  ΑΚ και το δικαίωμά του αυτό έχει εγγραφεί στο νηολόγιο, εφόσον, επιπλέον, το πλοίο δεν το εκμεταλλεύεται ο ίδιος. Εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό πλοίο που ανήκει σε άλλον. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ, αυτός που εκμεταλλεύεται  «δι εαυτόν» πλοίο που ανήκει σε άλλον οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού με τον κύριο του πλοίου στη λιμενική αρχή του τόπου της νηολογήσεως. Αν τέτοια δήλωση παραλειφθεί θεσπίζεται νόμιμο (μαχητό) τεκμήριο περί του ότι ο κύριος του πλοίου το εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό, ων, επομένως, πλοιοκτήτης. Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η κοινή δήλωση του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, δεδομένου ότι για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται μεν απεριόριστα ο εφοπλιστής, υπέγγυο, όμως, για την ικανοποίησή τους παραμένει και το πλοίο, με αποτέλεσμα και ο κύριός του να υπέχει παράλληλη, αυτοτελή, ενοχική, πραγματοπαγή και περιορισμένη ευθύνη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή-ΑΠ 689/2013, ΤριμΕφΠειρ. 479/2015- “Νόμος” όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία, Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε “Η προστασία των ναυτικών δανειστών” – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [511], Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2005, άρθρο 106, αρ. 2, σελ. 81).  Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκτός από την ανάληψη του εφοπλισμού, στις ίδιες διατυπώσεις δημοσιότητας (κοινή δήλωση των μερών καταχωριζόμενη στο νηολόγιο) υπόκειται και η παύση του (Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 489, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 2009, σελ. 460). Ο εφοπλισμός δεν αποτελεί σύμβαση αλλά πραγματική κατάσταση, που δημιουργείται από το γεγονός της εκμετάλλευσης του πλοίου από τον μη κύριο στο όνομά του (Λ. Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 19, ΙΙ 1, σελ. 127). Το δικαίωμα δε του εφοπλιστή να χρησιμοποιεί το πλοίο μπορεί να στηρίζεται είτε σε πραγματική κατάσταση (λ.χ. χρήση αλλότριου πλοίου από κακόπιστο νομέα) είτε σε ορισμένη έννομη σχέση, η οποία συνδέει τον κύριο του πλοίου με αυτόν είτε εμπράγματη (λ.χ. σύσταση επικαρπίας επί του πλοίου) είτε ενοχική. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ., στην οποία ορίζεται ότι: “αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. …”, καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ. και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης (Α.Π.318/2008 ΕλλΔνη 2009.482). Για τη δημιουργία, όμως, της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει του ότι μεταβιβάστηκε σε αυτόν όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (Α.Π.451/2012, Α.Π.909 και 910/2010, Α.Π.1384/2005, Εφ.Πειρ.94/2011, Εφ.Πειρ.726/2010, Εφ.Πειρ.849/2008, Εφ.Πειρ. 621/2008, Εφ.Πειρ.483/2008 – “Νόμος”). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (Α.Π.829/2003,Α.Π.591/2002, Εφ.Πειρ.726/2010  – “Νόμος”).  Ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε νοούνται οποιασδήποτε φύσεως. Αυτά μπορούν να πηγάζουν είτε από σύμβαση, είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών) είτε από τον νόμο  (Κρητικός, σε ΑΚ Γεωργ-Σταθ, υπό το άρθρο 479, αριθ. 21), υποστηρίζεται, όμως, μεμονωμένα, ότι η διάταξη δεν εφαρμόζεται σε χρέη από το νόμο (Σταθόπουλος, Γεν. Ενοχικό, αρ. 59). Ειδικότερα, σε περίπτωση μεταβιβάσεως  επιχειρήσεως, χρέη που θεωρείται ότι ανήκουν σε αυτή νοούνται μόνο εκείνα που προκύπτουν από την άσκηση της επιχειρήσεως και γενικά την επίτευξη των σκοπών της. Το χρέος πρέπει να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως της περιουσίας ή επιχειρήσεως και να μη γεννήθηκε αργότερα, υπό την έννοια ότι ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος πρέπει να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως. Με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται στη διάταξη και εκείνα τα χρέη που κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής συμβάσεως τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως ούτε, επίσης, απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι του χρόνου της μεταβιβάσεως (Α.Π.909/2010, Α.Π.1948/2008- “Νόμος”), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γένεσής τους να έχει προηγηθεί της μεταβιβάσεως, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενεστέρως ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (Α.Π. 1154/1998 ΕλλΔνη 1998.1572). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενό του εκ του ότι, μετά τη μεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483-486 Α.Κ. (Α.Π.776/2003 ΕλλΔνη 2005.163, Εφ.Πειρ.207/2011 – “Νόμος”). Μεταξύ δε των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία (Εφ.Πειρ.207/2011- “Νόμος”, Εφ.Θεσ.424/2008 Αρμ 2009.534, Εφ.Αθ.6812/2005 ΔΕΕ 2006.71, ΕφΠειρ  459/2015 – “Νόμος”). Ως επιχείρηση, η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται, κατά την άποψη που έχει επικρατήσει και με την οποία συντάσσεται το παρόν Δικαστήριο, και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 32.667, ΑΠ  424/1995 – “Νόμος”, ΕφΠειρ 23/2011, 94/2011, 207/2011, 372/2014 “Νόμος” – αντιθ. Εφ.Πειρ.747/2005,  ΕφΠειρ. 582/2014 – “Νόμος”), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος οργανώσεως της εκμεταλλεύσεως πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (Εφ.Πειρ. 726/2010 – “Νόμος”, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και νομολογία). Ως μεταβιβαζόμενα χρέη, σε αυτή την περίπτωση, νοούνται και οι απαιτήσεις από τον εφοπλισμό, που κατά τη διάταξη του άρθρου 106 εδ β΄ΚΙΝΔ ασκούνται και κατά του πλοίου, καθώς, όπως προαναφέρεται, η ανωτέρω διάταξη ιδρύει παράλληλα με την ενοχική ευθύνη του εφοπλιστή καθαρή ενοχική υποχρέωση του κυρίου του πλοίου απέναντι στους δανειστές από τον εφοπλισμό, η οποία, όμως, είναι περιορισμένη, συγκεντρώνεται δηλαδή στο πλοίο και με την έννοια αυτή χαρακτηρίζεται “πραγματοπαγής”. Την άποψη του ενοχικού χαρακτήρα της ευθύνης του κυρίου του πλοίου ενστερνίζεται ήδη και ο Σταθόπουλος, ο οποίος δέχεται περαιτέρω την εφαρμογή του άρθρου 479 ΑΚ με οποιαδήποτε ερμηνευτική εκδοχή του άρθρου 106 εδ. β’ ΚΙΝΔ.  Η ενοχική αυτή ευθύνη του κυρίου του πλοίου  είναι ευθύνη  cum viribus patrimonii (αυτούσια ευθύνη) δηλαδή ευθύνη με το ίδιο το πλοίο, το οποίο μόνο παραμένει υπέγγυο στους δανειστές και όχι pro viribus (λογιστική ευθύνη), δηλαδή ευθύνη με την υπόλοιπη περιουσία του αλλά  έως το χρηματικό ποσό στο οποίο αποτιμάται η αξία του πλοίου. Η μεταβίβαση του πλοίου από τον ενεχόμενο κύριο δεν συνεπάγεται και απαλλαγή του από την ευθύνη του απέναντι στους δικαιούχους των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό αλλά με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1945 ΑΚ υποκαθίσταται στη θέση του πλοίου το τυχόν ληφθέν τίμημα ή αντάλλαγμα (Κρητικός, σε ΑΚ Γεωργ-Σταθ. υπό το άρθρο 479 αριθ. 31). Έτσι, εάν το πλοίο πωληθεί ή παραχωρηθεί με άλλο τρόπο σε άλλον, ο μέχρι τότε κύριος εξακολουθεί να ευθύνεται για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό με το τίμημα για το αντάλλαγμα που πήρε (βλ. Ι. Χαμηλοθώρη, “Η ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό απαιτήσεις”-τιμητικός τόμος Απ. Γεωργιάδη).

  1. IV. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 207 εδ. α’ του ΚΙΝΔ, όταν εκποιηθεί το πλοίο συμβατικά, το εκ του άρθρου 205 προνόμιο εξακολουθεί να υφίσταται εφόσον με απόφαση δικαστηρίου αναγνωρισθεί έναντι αυτού που απέκτησε το πλοίο κατόπιν σχετικής αγωγής, η οποία εγείρεται μέσα σε αποσβεστική προθεσμία τριών μηνών, από την εγγραφή της εκποιητικής συμβάσεως στο νηολόγιο. Προκειμένου περί προνομιούχων απαιτήσεων από τη σύμβαση εργασίας του πλοιάρχου και του πληρώματος καθώς και των από τη ναυτολόγηση αυτών δικαιωμάτων του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου η ανωτέρω αποσβεστική προθεσμία ορίζεται σε ένα έτος. Με την άνω διάταξη προβλέπεται ειδικός λόγος αποσβέσεως των ναυτικών προνομίων επί του πλοίου που συνδέεται με αυτό το ίδιο το δικαίωμα του ναυτικού προνομίου. Η προς αναγνώριση του προνομίου προθεσμία ασκήσεως αγωγής κατά του αποκτήσαντος το πλοίο είναι κατά το γράμμα του νόμου αποσβεστική και λαμβάνεται υπόψη εξ επαγγέλματος από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ή από το Δικαστήριο, χωρίς να απαιτείται προβολή σχετικού ισχυρισμού από τους θιγόμενους δανειστές από την προνομιακή κατάταξη της απαιτήσεως. Η διάταξη αυτή αποβλέπει να προστατεύσει τον αποκτήσαντα το πλοίο από τον κίνδυνο τέτοιων αφανών εμπραγμάτων βαρών δοθέντος ότι η μεταβιβαστική της κυριότητας του πλοίου σύμβαση, καταχωριζομένη στο νηολόγιο παρέχει τη δυνατότητα γνώσεως στο ναυτικό προνομιούχο δανειστή. (Αντάπαση, Απαιτήσεις Απολαύουσαι Ναυτικών Προνομίων σελ. 120, 121, 122, 123, Δημ. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών, ΕφΠειρ 201/2013 – “Νόμος”). Η διάταξη, δηλαδή, του άρθρου 207 ΚΙΝΔ  ρυθμίζει τη διατήρηση των υπό του άρθρου 205 του ίδιου κώδικα προβλεπομένων ναυτικών προνομίων όταν έλαβε χώρα συμβατική εκποίηση του πλοίου και δεν αναφέρεται στην ύπαρξη ούτε την άσκηση της ενοχικής αξιώσεως που ενδεχομένως διατηρεί κατά του αποκτώντος το πλοίο ο δανειστής του μεταβιβάσαντος, περίπτωση που, σύμφωνα με προαναφερθέντα, ρυθμίζει το άρθρο 479 ΑΚ  (βλ. ΕφΑθ 3544/1978, ΑΡΜ/1979,726, ΠολΠρωτΠειρ 2009/1984 Πειρ Νομολ 1984, 389).
  2. V. Στην προκειμένη περίπτωση, η πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή, με το ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙ περιεχόμενο και αίτημα,  με την οποία διώκεται η επιδίκαση χρηματικών απαιτήσεων προερχομένων από σύμβαση ναυτικής εργασίας, είναι επαρκώς ορισμένη διότι όταν ζητείται η καταβολή υπερωριακής αμοιβής στο ναυτικό, αρκεί να προκύπτουν οι ώρες  της υπερωριακής εργασίας του και δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην αγωγή οι κατ’ ιδίαν εργασίες, ο χρόνος που έγιναν αυτές (ούτε δρομολόγια του πλοίου, ο προορισμός του, τα ενδιάμεσα λιμάνια και η ώρα απασχολήσεώς του), αν υπήρχε ειδικότερη ανάγκη και το πρόσωπο που έδωσε την εντολή. Στην ένδικη αγωγή αναφέρονται, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για όλες τις αξιώσεις από ναυτεργατική σύμβαση (δηλαδή  ο χρόνος συνάψεώς της, το είδος της εργασίας και η συμφωνία σχετικά με τον τρόπο αμοιβής εκάστου ενάγοντα), η διάρκεια της καθημερινής του απασχολήσεως για όλο το κρίσιμο διάστημα, από την οποία, με σαφήνεια και ακρίβεια προκύπτουν οι ώρες της κανονικής αλλά και της υπερωριακής εργασίας του κάθε ενάγοντα, στοιχεία που, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ είναι αρκετά και καθιστούν έτσι πλήρως ορισμένη την αγωγή κατά το κεφάλαιό της αυτό (ΑΠ 1686/2007, ΕφΛαμ 22/2011,  ΕφΠειρ 994/2007, ΕφΠειρ 140/2004 – “Νόμος”). Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδομένη επί των διατάξεων των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 479, 648επ ΑΚ 1, 2, 53, 54, 60, 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ, της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄1/1982) και της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας  Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2014 (ΦΕΚ Β’/1664/24-6-2014), όχι δε και σε εκείνες του άρθρου 207 ΚΙΝΔ, όπως εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη, διότι με την αγωγή δεν διώκουν οι ενάγοντες την έναντι της νέας κυρίας του πλοίου – τρίτης εναγομένης- αναγνώριση προνομίου εκ του άρθρου 205 ΚΙΝΔ (τέτοιο αίτημα άλλωστε δεν περιλαμβάνεται στην αγωγή και εάν περιλαμβανόταν καθ’ ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή του θα ήταν το Πολυμελές Πρωτοδικείο δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία) αλλά μόνο την επιδίκαση σε αυτούς των προαναφερόμενων χρηματικών απαιτήσεων που προέρχονται από τη ναυτική εργασία τους.
  3. VI. Από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρα αποδείξεως (οι εναγόμενες δεν εξέτασαν μάρτυρα), που περιέχεται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά, τα οποία με επίκληση προσκομίζονται σε επικυρωμένο αντίγραφο και όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που οι ενάγοντες, ΄Ελληνες απογεγραμμένοι ναυτικοί, συνήψαν με τον Πλοίαρχο του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου με την ονομασία “AM”, νηολογίου Πειραιώς, με αριθμό ………, κ.ο.χ. 3484,29, ναυτολογήθηκαν στο ανωτέρω πλοίο, στο Λαύριο,  ο μεν πρώτος στις 30-9-2013 με την ειδικότητα του ναύτη ο δε δεύτερος στις 19-7-2013 με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και με συμφωνημένες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (βλ. προσκομιζόμενα ναυτικά φυλλάδια αυτών). Στο ανωτέρω πλοίο και με τις προαναφερόμενες ειδικότητες, οι ενάγοντες εργάσθηκαν έως και τις 25-9-2014 καθώς στις 26-9-2014 απολύθηκαν. Το εν λόγω πλοίο τόσο κατά την ημεροχρονολογία ναυτολογήσεως σε αυτό των εναγόντων όσο και καθ’όλη τη διάρκεια της εργασίας τους σε αυτό, ανήκε κατά κυριότητα στην εδρεύουσα  στα Χανιά εταιρεία με την επωνυμία: “……….”, δεύτερη εναγομένη-εφεσίβλητη-πρώτη εκκαλούσα. Η ανωτέρω εταιρεία,  στις  25-5-2015, στον Πειραιά, δυνάμει συμβάσεως πωλήσεως με διαλυτική αίρεση αποπληρωμής του τιμήματος ποσού 1.055.464,73 ευρώ, που καταχωρήθηκε στο Νηολόγιο Πειραιώς στις 3-6-2015, μεταβίβασε το πλοίο, που ήταν το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, άλλως μεταβίβασε την δι` αυτού ασκουμένη ναυτιλιακή επιχείρησή της, στην τρίτη εναγομένη-εφεσίβλητη-δεύτερη εκκαλούσα, εδρεύουσα στον …. εταιρεία με την επωνυμία  “………”, η οποία κατά το χρόνο καταρτίσεως της ανωτέρω συμβάσεως ήταν υπό σύσταση (βλ. το από 26-2-2016 πιστοποιητικό κυριότητας πλοίου εκδοθέν από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς-τομέας νηολογίων και ναυτικών υποθηκών). Όπως προαναφέρεται, το παραπάνω μεταβιβασθέν πλοίο ήταν το μοναδικό στοιχείο του ενεργητικού της περιουσίας της πωλήτριας εταιρείας,  καθώς αυτή ήταν «μονοβάπορη». Την ιδιότητα αυτή γνώριζε η αγοράστρια τρίτη εναγομένη τόσο κατά τη σύναψη της συμβάσεως πωλήσεως όσο και κατά τη μεταβίβαση της κυριότητας του πλοίου, καθώς ο κύκλος των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων τόσο στον Πειραιά όσο και στους λοιπούς ελληνικούς λιμένες είναι περιορισμένος και όσοι δραστηριοποιούνται σε αυτόν έχουν τις σχετικές γνώσεις και πληροφορίες ενώ εξάλλου το γεγονός ότι το πλοίο αυτό ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της δεύτερης αναφέρεται και στην επικαλούμενη από τις εναγόμενες συμφωνία εξυγίανσης (αρθ. 106ε ν. 3588/2007)  της δεύτερης εξ αυτών με ημερομηνία 5-9-2012 (βλ. προσκομιζόμενη). Ενόψει τούτων και σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται ανωτέρω υπό στοιχείο III, παραδεκτώς η αγωγή στρέφεται τόσο κατά της εταιρείας που ήταν κυρία του πλοίου κατά το χρόνο παροχής σε αυτό της ένδικης ναυτικής εργασίας από την οποία γεννήθηκαν οι ένδικες αξιώσεις των εναγόντων όσο και κατά της εταιρείας που σε μεταγενέστερο χρόνο απέκτησε το πλοίο και απορριπτέα ως αβάσιμα είναι όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες εταιρείες με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγους της εφέσεώς τους.  Περαιτέρω, καθ΄όλο το χρονικό διάστημα ισχύος των ένδικων συμβάσεων ναυτολογήσεως, εφοπλίστρια του ανωτέρω πλοίου και συνεπώς εργοδότρια των εναγόντων ήταν η πρώτη εναγομένη-πρώτη εφεσίβλητη εδρεύουσα στον … εταιρεία με την επωνυμία: “……..”. Ειδικότερα, στις 23-3-2011 καταχωρήθηκε στο νηολόγιο Πειραιώς δήλωση σύμφωνα με την οποία ο εφοπλισμός του ένδικου πλοίου ανατέθηκε στην ανωτέρω εταιρεία για χρονικό διάστημα από 15-3-2011 έως τουλάχιστον 15-7-2017, στις δε 15-7-2015 καταχωρήθηκε δήλωση παύσεως του ανωτέρω από 23-3-2011 καταχωρηθέντος εφοπλισμού (βλ. υπ’ αριθ. πρωτ. …….. πιστοποιητικό κυριότητας πλοίου του Νηολόγου Πειραιώς). Ο εφοπλισμός ανατέθηκε στην πρώτη εναγομένη  (εφοπλίστρια) από τη δεύτερη εναγομένη (κυρία) δυνάμει της από 15-3-2011 συμβάσεως (βλ. προσκομιζόμενη). Η ανωτέρω εφοπλίστρια  (πρώτη εναγομένη-πρώτη εφεσίβλητη) εμφανίζεται ως εργοδότρια των εναγόντων σε όλους τους λογαριασμούς μισθοδοσίας αυτών για την ένδικη ναυτική εργασία τους που με επίκληση προσκομίζονται από αμφότερα τα διάδικα μέρη. Συνεπώς, απορριπτέα ως αβάσιμη είναι η ένσταση παθητικής νομιμοποιήσεως που η πρώτη εφεσίβλητη προτείνει με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις της (την οποία είχε προτείνει και στον πρώτο βαθμό), ισχυριζόμενη ότι δεν ήταν αυτή η εργοδότρια των εναγόντων αλλά η εταιρεία “……….”, η οποία, όμως, όπως αποδεικνύεται από το ανωτέρω πιστοποιητικό του Νηολογίου Πειραιώς, ασκούσε τον εφοπλισμό του ένδικου πλοίου μέχρι τις 14-3-2011, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο της συνάψεως των ένδικων συμβάσεων εργασίας. Επομένως, απορριπτέα ως αβάσιμη, κατ’ αποδοχή του πρώτου και του δεύτερου λόγου εφέσεως των εκκαλούντων-εναγόντων, είναι και η πρωτοδίκως προταθείσα από την πρώτη εναγομένη και ήδη πρώτη εφεσίβλητη, συνεχόμενη με τον ανωτέρω ισχυρισμό, ένσταση κατά τόπον αναρμοδιότητας των Δικαστηρίων του Πειραιά, που και πάλι προτείνει με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις της η πρώτη εφεσίβλητη, επικαλούμενη ότι μεταξύ των εναγόντων και της  εταιρείας “……..” υπήρχε γραπτή συμφωνία περί καθορισμού των Δικαστηρίων της Μυτιλήνης ως αποκλειστικώς κατά τόπον αρμοδίων για τις μέλλουσες μεταξύ τους διαφορές. Η ένσταση αυτή εσφαλμένως έγινε δεκτή από την εκκαλουμένη καθόσον, ανεξαρτήτως της υπάρξεως και της εγκυρότητας τέτοιας συμφωνίας, η εταιρεία “……..” δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, αντικείμενο της οποίας άλλωστε δεν είναι η επίλυση διαφορών μεταξύ των εναγόντων και της “…….” αλλά μεταξύ των εναγόντων και του πραγματικού εργοδότη τους, που όπως προαναφέρθηκε, ήταν η πρώτη εναγομένη-πρώτη εφεσίβλητη. Σύμφωνα με την εφαρμοστέα για τις επίδικες αξιώσεις,  που αφορούν το χρονικό διάστημα από 1-4-2014 έως 26-9-2014, Συλλογική Σύμβαση Εργασίας  Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2014 (ΦΕΚ Β’/1664/24-6-2014), οι νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του πρώτου ενάγοντος (βλ. αρθ. 1,3,5, 6,7,8 αριθ. 13, 13, 15 και 18 της ανωτέρω ΣΣΝΕ), διαμορφώνονταν ως εξής:  μισθός ενέργειας 1.157,99 + επίδομα Κυριακών 254,76 + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 + άδεια 321,08 +τροφοδοσία αδείας 96,05 ευρώ + 56,50 ευρώ επίδομα ιματισμού γιατί η εργοδότρια δεν κατέβαλε τούτο σε είδος.  Ενόψει δε του ότι το εν λόγω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια άγονης γραμμής δικαιούται ο ενάγων επιπλέον ποσό 7% επί του μισθού ενέργειας για απασχόληση σε άγονη γραμμή επί τριάντα (30) ημέρες, δηλαδή ποσό  81 ευρώ (αρθ. 7 παρ. 1 της ανωτέρω ΣΣΝΕ). Ο ισχυρισμός του ότι είχε συμφωνηθεί και πάγια καταβλητέο ποσό 258 ευρώ για υπερωρίες και έξτρα εργασίες δεν αποδεικνύεται. Οι νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του δεύτερου ενάγοντος, διαμορφώνονταν με βάση τα ανωτέρω ως εξής: μισθός ενέργειας 1.157,99 + επίδομα Κυριακών 254,76 + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 +  άδεια 321,08 +τροφοδοσία αδείας 96,05 ευρώ.+ 81 ευρώ επίδομα άγονης γραμμής για τους προαναφερόμενους λόγους +56,50 ευρώ για ιματισμό τον οποίο δεν χορηγούσε η εργοδότρια.  Ο ισχυρισμός του ότι είχε συμφωνηθεί και πάγια καταβλητέο ποσό 83,67 ευρώ για υπερωρίες και έξτρα εργασίες καθώς και πάγια καταβλητέο ποσό 107,12 ευρώ για ποσοστά θαλαμηπόλου, δεν αποδεικνύεται. Σημειώνεται ότι το προαναφερόμενο επίδομα άγονης γραμμής δικαιούνται οι ενάγοντες μόνο για τον μήνα Ιανουάριο 2014 γιατί μετά το πλοίο διέκοψε τους πλόες, όπως θα εκτεθεί ειδικότερα κατωτέρω ενώ δεν αποδεικνύεται ότι στους ενάγοντες δεν χορηγήθηκαν διανυκτερεύσεις κατά το μήνα Ιανουάριο 2014.     Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το ένδικο πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Λαύριο -΄Αγιο Ευστράτιο – Λήμνο – Καβάλα με υποχρέωση τρεις φορές την εβδομάδα να εκτελεί και δρομολόγιο στην άγονη γραμμή  Λαύριο-Ψαρά-Μεστά Χίου. Το πλοίο αυτό διέκοψε τους πλόες του λόγω ακινησίας από 27-1-2014 και έκτοτε έως τουλάχιστον την απόλυση των εναγόντων, στις 26-9-2014, παρέμεινε σε ακινησία στην περιοχή Νέου Μώλου Δραπετσώνας (βλ. προσκομιζόμενες επτά βεβαιώσεις ακινησίας-αργίας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς- Β’ Λιμενικό Τμήμα).  Κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 26-2-2014, ο πρώτος ενάγων, ναύτης, απασχολούμενος με την επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών σε κάθε λιμάνι, τον καθαρισμό του πλοίου, βαψίματα όποτε υπήρχε ανάγκη, βάρδια τιμονιού στη γέφυρα  και εκτελώντας τα εν γένει καθήκοντα της ειδικοτητάς του  εργαζόταν καθημερινώς επί δώδεκα ώρες, δηλαδή τέσσερις (4) ώρες ημερησίως πλέον του νομίμου οκταώρου του (αρθ 11 ανωτέρω ΣΣΕ), κρίση στην οποία καταλήγει το Δικαστήριο με βάση  την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και ενόψει των προαναφερόμενων δρομολογίων του πλοίου και την προσέγγιση αυτού σε λιμένες άγονης γραμμής καθώς και του ότι κατά τον μήνα Ιανουάριο 2014 καταβλήθηκε σε αυτόν ποσό 223,60 ευρώ για υπερωρίες. Ομοίως, ο δεύτερος, θαλαμηπόλος, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα παρείχε την εργασία του επίσης επί δώδεκα ώρες ημερησίως, εργαζόμενος στο μπαρ,  παρασκευάζοντας καφέδες, σερβίροντας τα λοιπά προϊόντα του μπαρ καθαρίζοντας αυτό και τα σκεύη μετά το πέρας λειτουργίας του και μεταφέροντας σε αυτό τα προϊόντα από την αποθήκη του πλοίου, στο οποίο δεν υπήρχε ανελκυστήρας. Ακολούθως, μετά την προαναφερόμενη ακινησία του πλοίου στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας αμφότεροι οι ενάγοντες συνέχισαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην πρώτη εναγομένη ως φύλακες του πλοίου εκτελώντας καθημερινώς μια δωδεκάωρη βάρδια φυλακής ανά εικοσιτετράωρο ο καθένας και ειδικότερα ο πρώτος εκτελούσε τη βραδινή βάρδια, δηλαδή από τις 18.00 έως τις 06.00 και ο δεύτερος την πρωινή, δηλαδή από 06.00 έως 18.00, όπως καταθέτει ο μάρτυρας αποδείξεως και επιβεβαιώνεται από τις εγγραφές στο ημερολόγιο του πλοίου (βλ.προσκομιζόμενο αντίγραφο). Για την προαναφερόμενη υπερωριακή εργασία του, ο πρώτος ενάγων δικαιούται για  223 καθημερινές και Κυριακές του ενδίκου χρονικού διαστήματος  Χ 4 ώρες ημερησίως=892 ώρες Χ 8,38 ευρώ η ώρα = 7.474,96 ευρώ και για  38 Σάββατα και 11 αργίες (49 ημέρες Χ 12 ώρες Χ 10,05 ευρώ=) 5.909,40 ευρώ. Συνολικά δηλαδή έπρεπε να λάβει για τις ανωτέρω αιτίες ποσό 13.384,36 ευρώ αλλά έλαβε, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή, ποσό 1.588,99 ευρώ ενώ από τις προσκομιζόμενες από την πρώτη εναγομένη καταστάσεις πληρωμών δεν αποδεικνύεται οποιαδήποτε άλλη καταβολή στον ενάγοντα για υπερωρίες. Του οφείλεται επομένως για την ανωτέρω αιτία συνολικό ποσό 11.795,37 ευρώ. Περαιτέρω, από 1-4-2014 η πρώτη εναγομένη έπαυσε να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα τις αποδοχές του, οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των 1.921,60 ευρώ  μηνιαίως (μισθός ενέργειας 1.157,99 + επίδομα Κυριακών 254,76 + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 + άδεια 321,08 +τροφοδοσία αδείας 96,05 ευρώ+ 56,50 ευρώ για επίδομα ιματισμού τον οποίο δεν χορηγούσε σε είδος η πρώτη εναγομένη, χωρίς το επίδομα άγονης γραμμής γιατί το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες) ως αμοιβή για την παρεχομένη εργασία του σύμφωνα με την ανωτέρω ΣΣΝΕ αφαιρουμένων των ποσών για εργασία Σαββάτου και αργιών γιατί αυτό υπολογίσθηκε ανωτέρω κατά τον υπολογισμό της υπερωριακής αμοιβής. ΄Επρεπε επομένως να λάβει ο πρώτος ενάγων για δεδουλευμένες αποδοχές του διαστήματος από 1-4-2014 έως και 25-9-2014 (πλην υπερωριακής αμοιβής) ποσό (1921,60 Χ 5,833 μήνες=) 11.208,70 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη του κατέβαλε, έναντι των αποδοχών του μηνός Απριλίου 2014, στις 26-5-2015 ποσό ευρώ  240,30 και στις 18-6-2015 ποσό ευρώ 500 και συνολικά 740,30 ευρώ και απομένει υπόλοιπο οφειλόμενο 10.468,40 ευρώ. Περαιτέρω από την 2242.6/40349/2015/24-11-2015 Υπουργική  Απόφαση με την οποία κυρώθηκε το από 11-11-2015 Πρακτικό της Επιτροπής “για τη διαπίστωση και συνδρομή των όρων εγκατάλειψης και την παροχή προστασίας στους εγκαταλειπόμενους  από τον πλοιοκτήτη ναυτικούς ” αποδεικνύεται ότι ο πρώτος ενάγων έλαβε για την υπηρεσία του στο ένδικο πλοίο  (AM) συνολικό ποσό 11.306,72 ευρώ για δεδουλεμένες αποδοχές του (πλην υπερωριών)  του χρονικού διαστήματος από 1-4-2014 έως 26-9-2014. Κατά συνέπεια ουδέν ποσό του οφείλεται για την ανωτέρω αιτία, δεκτής γενομένης ως και κατ΄ουσίαν βάσιμης (ως προς τις δεδουλευμένες αποδοχές) της περί εξοφλήσεως ενστάσεως που προτείνει με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις της η πρώτη εφεσίβλητη, την οποία παραδεκτώς είχε προτείνει και στον πρώτο βαθμό.

Ο δεύτερος ενάγων για την προαναφερόμενη υπερωριακή εργασία του  του χρονικού διαστήματος από 1-1-2014 έως και 25-9-2014 δικαιούται  για  223 καθημερινές και Κυριακές  Χ 4 ώρες ημερησίως=892 ώρες Χ 8,37 ευρώ η ώρα = 7.466,04 ευρώ και για  38 Σάββατα και 11 αργίες (49 ημέρες Χ 12 ώρες Χ 10,04 ευρώ=) 5.903,52 ευρώ. Συνολικά δηλαδή έπρεπε να λάβει για τις ανωτέρω αιτίες ποσό 13.369,56 ευρώ αλλά έλαβε, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή, ποσό 1.594,84 ευρώ ενώ από τις προσκομιζόμενες από την πρώτη εναγομένη καταστάσεις πληρωμών δεν αποδεικνύεται οποιαδήποτε άλλη καταβολή στον ενάγοντα για υπερωρίες και για εργασία Σαββάτου και αργιών. Του οφείλεται επομένως για την ανωτέρω αιτία συνολικό ποσό 11.774,72 ευρώ. Περαιτέρω, από 1-4-2014,  η πρώτη εναγομένη έπαυσε να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα τις αποδοχές του, οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό   των 1.921,60 ευρώ  μηνιαίως (μισθός ενέργειας 1.157,99 + επίδομα Κυριακών 254,76 + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 + άδεια 321,08 +τροφοδοσία αδείας 96,05 ευρώ+ 56,50 ευρώ για επίδομα ιματισμού τον οποίο δεν χορηγούσε σε είδος η πρώτη εναγομένη χωρίς να υπολογίζεται το επίδομα άγονης γραμμής γιατί το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες) ως αμοιβή για την παρεχομένη εργασία του σύμφωνα με την ανωτέρω ΣΣΝΕ, αφαιρουμένων των ποσών για εργασία Σαββάτου και αργιών γιατί αυτό υπολογίσθηκε ανωτέρω κατά τον υπολογισμό της υπερωριακής αμοιβής. ‘Επρεπε επομένως να λάβει ο δεύτερος ενάγων για δεδουλευμένες αποδοχές του διαστήματος από 1-4-2014 έως και 25-9-2014 (πλην υπερωριακής αμοιβής) ποσό (1921,60 Χ 5,833 μήνες όπως ζητεί με την αγωγή =) 11.208,69 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη του κατέβαλε, στις 5-11-2014 συνολικό ποσό 9.500 ευρώ ( ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή ότι έλαβε για την ανωτέρω αιτία 9.000 ευρώ) που αφορά εξόφληση μισθών Μαρτίου 2014 έως και Ιουλίου 2014 και μέρος των αποδοχών Αυγούστου 2014, ποσού 1.073,71 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής νο 1167 υπογεγραμμένη από τον δεύτερο ενάγοντα, η γνησιότητα της οποίας δεν αμφισβητείται) και απομένει υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό 1.708,69 ευρώ .

Με το άρθρο 14 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων ακτοπλοϊκών-επιβατηγών πλοίων έτους 2014 (ΦΕΚ Β’/1664/2014). ορίστηκε ότι «1.Στα πληρώματα των πλοίων…καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ` ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός 15 ημερών επ` ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. 2.Τα δώρα εορτών υπολογίζονται επί των καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων περιλαμβανομένων και των υπερωριών.». Από το συνδυασμό της προαναφερθείσας διάταξης με εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της υπ` αρ. 70109/8008/82 Υ.Α (Εμπ.Ναυτ.) «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β` 1/7 Ιανουαρίου 1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ` όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ` όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπ` όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντιστοίχως και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009.267, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝΔ 2009.102), μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, λαμβανομένου άρα υπόψη προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών και του ημερήσιου αντίτιμου τροφής (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝΔ 2009.273, Εφ Πειρ 343/2009 αδημ., Εφ Πειρ 1/2003 ΕΝΔ 2003.123 & πρβλ. ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 2008.290, ΕφΠειρ. 46/2011 – “Νόμος”), όχι, όμως, και του επιδόματος ιματισμού, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, αφού η κύρια και βασική αιτία χορηγήσεως του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59.1300, ΑΠ 226/2003 ΔΕΝ 59.1138, ΕφΠειρ 434/2013 – “Νόμος”). Η υπερωριακή αμοιβή, εφόσον δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο (ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387).

Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, για δώρο Πάσχα έτους 2014 δικαιούται ο πρώτος  ενάγων (αρθ. 14 της  ανωτέρω ΣΣΝΕ σε συνδ. με άρθρα 2, 3 και 7 της υπ` αρ. 70109/8008/82 Υ.Α Εμπ.Ναυτ.) το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών του συνυπολογιζομένης της αναλογίας υπερωριακής αμοιβής (χωρίς να συνυπολογίζεται όμως το επίδομα ιματισμού), που ανέρχεται στο ποσό των 1.718,43 ευρώ (μισθός ενέργειας 1.157,99 + επίδομα Κυριακών 254,76 + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 + άδεια 321,08 +τροφοδοσία αδείας 96,05 ευρώ + 1.515,26 ευρώ για αναλογία υπερωριακής εργασίας =3.436,86 : 2=  1.718,43), από το οποίο έχει λάβει ποσό (679,32+209,70) 889,02 ευρώ και του οφείλεται το υπόλοιπο, ποσού 829,41 ευρώ, νομιμοτόκως από 1-5-2014. Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2014 για το χρονικό διάστημα της εργασίας του στο ένδικο πλοίο από 1-5-2014 έως και 25-9-2014 του οφείλεται ποσό (3.436,86 οι μηνιαίες κατά τα ανωτέρω αποδοχές του Χ 2/25 Χ 7,78 δεκαεννιαήμερα του ενδίκου χρονικού διαστήματος=) 2.139,10 ευρώ, νομιμοτόκως από 1-1-2015, από το οποίο ουδέν έλαβε ενώ τα αναφερόμενα στην προσκομιζόμενη από την πρώτη εναγομένη κατάσταση μισθοδοσίας του ποσά των 209,70 ευρώ και 237,97 ευρώ που αφορούν καταβολές τον Δεκέμβριο του 2014 για Δώρο χριστουγέννων έτους 2014 αφορούν την μεταγενέστερη του ενδίκου χρόνου εργασία του στο πλοίο “Θ”.  Ο δεύτερος ενάγων, για δώρο Πάσχα έτους 2014 δικαιούται (αρθ. 14 της  ανωτέρω ΣΣΝΕ σε συνδ. με άρθρα 2, 3 και 7 της υπ` αρ. 70109/8008/82 Υ.Α Εμπ.Ναυτ.) το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών του συνυπολογιζομένης της αναλογίας υπερωριακής αμοιβής χωρίς να συνυπολογίζεται όμως το επίδομα ιματισμού, που ανέρχεται στο ποσό των 1.717,60 ευρώ (μισθός ενέργειας 1.157,99 + επίδομα Κυριακών 254,76 + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 + άδεια 321,08 +τροφοδοσία αδείας 96,05 ευρώ + 1.513,60 ευρώ για αναλογία υπερωριακής εργασίας = 3.435,20: 2=  1.717,60 ), από το οποίο έχει λάβει ποσό 659,34 ευρώ και του οφείλεται το υπόλοιπο, ποσού 1.058,26 ευρώ, νομιμοτόκως από 1-5-2014. Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2014 για το χρονικό διάστημα της εργασίας του στο ένδικο πλοίο από 1-5-2014 έως και 25-9-2014 του οφείλεται ποσό (3.435,20 οι μηνιαίες κατά τα ανωτέρω αποδοχές του Χ 2/25 Χ 7,78 δεκαεννιαήμερα του ενδίκου χρονικού διαστήματος=) 2.138 ευρώ, νομιμοτόκως από 1-1-2015, από το οποίο ουδέν έλαβε ενώ το αναφερόμενο στην προσκομιζόμενη από την πρώτη εναγομένη κατάσταση μισθοδοσίας του ποσό των 237,67 ευρώ που αφορά καταβολή τον Δεκέμβριο του 2014 για Δώρο χριστουγέννων έτους 2014 αφορά την μεταγενέστερη του ενδίκου χρόνου εργασία του στο πλοίο “Θ”.

Με τον τέταρτο λόγο της από  19-4-2017 εφέσεως, η πρώτη εκκαλούσα (δεύτερη εναγομένη) κυρία του πλοίου κατά το χρόνο παροχής της ένδικης ναυτικής εργασίας επικαλείται ότι δυνάμει της  51/2012 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων επικυρώθηκε η από 5/9/2012 συμφωνίας εξυγιάνσεως αυτής (πρώτης εκκαλούσας)  που συνήψε με την πλειοψηφία των ενέγγυων και ανέγγυων πιστωτών της κατ’ άρθρο 106β Ν. 3588/2007, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 Ν. 4013/2011, σύμφωνα με την οποία ρυθμίστηκε το σύνολο των οφειλών της  προς τους πιστωτές της  ανά κατηγορία οφειλής, μεταξύ των οποίων και οι οφειλές προς τους εργαζομένους της-ναυτεργάτες. ‘Οτι ειδικά για τις μελλοντικές απαιτήσεις οποιουδήποτε πιστωτή που θα προέκυπταν αποκλειστικά και μόνο από την εκμετάλλευση του πλοίου AM, οι οποίες από τη φύση τους αφορούσαν την εφοπλίστρια και για τις οποίες θα ήταν συνυπόχρεη κατά νόμο (105 -106 ΚΙΝΔ) και η ίδια μέχρι την αξία του πλοίου και η γενεσιουργός αιτία αυτών των οφειλών θα αναγόταν χρονικά είτε πριν την υπογραφή της συμφωνίας είτε μετά από αυτή, συμφωνήθηκε να αποδοθούν κατά ποσοστό 20% διαγραφομένου οριστικά του υπολοίπου 80% του κεφαλαίου αυτών πλέον τόκων και πάσης φύσεως εξόδων και τμηματικά σε 36 ισόποσες μηνιαίες δόσεις , της πρώτης καταβλητέας εντός 2μήνου από την κοινοποίηση της σχετικής τελεσιδίκου αποφάσεως. Με βάση τα ανωτέρω, ισχυρίζεται η πρώτη εκκαλούσα ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη επιδίκασε σε βάρος της το σύνολο των οφειλόμενων ποσών  και έπρεπε να επιδικάσει μόνο ποσοστό 20% αυτών. Ο λόγος αυτός εφέσεως είναι απορριπτέος ως κατ΄ουσίαν αβάσιμος προεχόντως διότι οι ενστάσεις από τη Συμφωνία Εξυγίανσης του ανωτέρω νόμου αντιτάσσονται νομίμως μόνον έναντι των πιστωτών που δεσμεύονται από την επικυρωθείσα εξυγιαντική συμφωνία είτε επειδή μετείχαν σ’ αυτήν αποδεχόμενοι τις ρυθμίσεις της είτε επειδή, ανεξαρτήτως αν δεν συνέπραξαν στην κατάρτισή της ή μειοψήφησαν,  καταλαμβάνονται πάντως από την ισχύ της, για το λόγο ότι οι απαιτήσεις τους γεννήθηκαν το αργότερο μέχρι τη δικαστική επικύρωση της εξυγιαντικής συμφωνίας. Αντιθέτως, δεν είναι σύννομη η προβολή  ισχυρισμών, όταν προτείνονται προς άμυνα του οφειλέτη είτε κατά απαιτήσεων που γεννήθηκαν κατά την  εξέλιξη συμβάσεων που συνήφθησαν με τους πιστωτές του μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης (όπως οι ένδικες) είτε απορρέουν από διαρκείς συμβάσεις που καταρτίστηκαν μεν πριν από αυτήν αλλά καθίστανται ληξιπρόθεσμες κατά τη διάρκεια ισχύος της εξυγιαντικής διαδικασίας, παρά μόνον αν οι δικαιούχοι μετείχαν στην εξυγιαντική συμφωνία και, στο πλαίσιο της γενικής αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), δήλωσαν ρητώς τη συμφωνία τους για τον περιορισμό ή την απόσβεση [και] των απαιτήσεών τους που θα γεννηθούν μετά τη δικαστική επικύρωσή της (πρβλ ΑΠ 521/2015, – “Νόμος”). Στην προκειμένη περίπτωση, οι επίδικες ναυτεργατικές απαιτήσεις γεννήθηκαν μετά την επικύρωση της ανωτέρω συμφωνίας εξυγίανσης στην οποία άλλωστε οι ενάγοντες ή οι εκπρόσωποί τους δεν μετείχαν, συνεπώς δεν μπορεί η οφειλέτρια να αντιτάξει εναντίον τους οποιαδήποτε ένσταση πηγάζουσα από την εν λόγω συμφωνία. Επιπροσθέτως, ο εξεταζόμενος λόγος εφέσεως είναι αβάσιμος διότι, ακόμα και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι δεσμεύονται οι ενάγοντες από τη ρηθείσα συμφωνία εξυγίανσης, προϋπόθεση για να ισχύσει η διαγραφή κατά ποσοστό 80% των ένδικων αξιώσεων είναι η προηγούμενη κοινοποίηση στην οφειλέτρια τελεσίδικης αποφάσεως, όπως ρητώς αναγράφεται στην ίδια τη συμφωνία εξυγίανσης. Τα όσα περαιτέρω ισχυρίζεται η ίδια εκκαλούσα περί αναστολής κάθε μέτρου ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον της, αλυσιτελώς προβάλλονται γιατί ακόμα και εάν γίνονταν δεκτά δεν θα οδηγούσαν σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης, καθόσον αντικείμενο της παρούσας δίκης είναι η διάγνωση της αξιώσεως και όχι η αναγκαστική εκτέλεση. Τέλος, όσα ισχυρίζονται οι εκκαλούσες με τον  τρίτο και πέμπτο λόγους της εφέσεώς τους επίσης αλυσιτελώς προβάλλονται γιατί ερείδονται επί της εσφαλμένης προϋποθέσεως ότι αντικείμενο της παρούσας δίκης είναι η αναγνώριση προνομίου εκ του άρθρου 207 ΚΙΝΔ, κρίση της εκκαλουμένης που ήδη κρίθηκε εσφαλμένη  κατά την εξέταση της νομικής βάσεως της αγωγής (βλ. ανωτέρω).

Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που, αν και με ελλειπή αιτιολογία, δέχθηκε την αγωγή ως προς τη δεύτερη και την τρίτη των εναγομένων ως ευθυνομένων δια του πλοίου και έως την αξία του αλλά έσφαλε που α) παρέπεμψε την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη-εφοπλίστρια στο Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης β) υπήγαγε την αγωγή στο άρθρο 207 ΚΙΝΔ, γ) απέρριψε τις αξιώσεις για επίδομα ιματισμού  και για υπερωριακή αμοιβή μετά την 26-1-2014 ως κατ΄ουσίαν αβάσιμες και δ) επιδίκασε τα σε αυτή αναφερόμενα ποσά. Επομένως, πρέπει η από 19-4-2017 (ΓΑΚ ….ΕΑΚ …..) έφεση των εκκαλουσών (δεύτερης και τρίτης των εναγομένων) να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη  και να καταδικασθούν αυτές στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό. Η δε από 2-5-2017 (ΓΑΚ ….. ΕΑΚ ……) έφεση των εκκαλούντων (εναγόντων) πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, κατ΄αποδοχή του πρώτου, δεύτερου, τέταρτου, πέμπτου και έκτου λόγων της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της.  Στη συνέχεια αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ουσίαν, πρέπει η υπό κρίση από 28-12-2015 ( ΓΑΚ ……., ΑΚ …….) αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εκάστη εις ολόκληρον, της δεύτερης και τρίτης ευθυνομένων δια του πλοίου και έως την αξία του ή δια του εξ αυτού κτηθέντος τιμήματος-ανταλλάγματος, να καταβάλουν Α) στον πρώτο ενάγοντα α) ποσό 11.795,37  ευρώ, ως υπόλοιπο της αμοιβής του για την παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, νομιμοτόκως από την επομένη της απολύσεώς του, που αποτελεί δήλη ημέρα καταβολής των δεδουλευμένων, καθόσον, μετά την αφαίρεση των μερικότερων καταβληθέντων ποσών δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του κατά μήνα οφειλομένου ποσού για την ανωτέρω αιτία ώστε να επιδικασθούν τόκοι από την επομένη της τελευταίας ημέρας εκάστου μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε από τον ενάγοντα η υπερωριακή εργασία, β) ποσό 829,41 ευρώ, νομιμοτόκως από 1-5-2014  και γ) ποσό 2.139,10 ευρώ, νομιμοτόκως από 1-1-2015. Β) Στον δεύτερο ενάγοντα α) ποσό (11.774,72 + 1.708,69 =) 13.483,41 ευρώ ως υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής του και δεδουλευμένων μισθών, νομιμοτόκως (για τους ίδιους ως άνω λόγους) από την επομένη της απολύσεώς του, β) ποσό 1.058,26 ευρώ, νομιμοτόκως από 1-5-2014 και γ) ποσο 2.138 ευρώ, νομιμοτόκως από 1-1-2015. Τέλος, πρέπει οι εναγόμενες να καταδικασθούν σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, ανάλογο της νίκης τους (176, 178 παρ.1 , 183, 191 παρ 2 ΚΠολΔ),  σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

-Συνεκδικάζει την από 2-5-2017 (ΓΑΚ …… ΕΑΚ ….) έφεση και την από 19-4-2017 (ΓΑΚ … ΕΑΚ ….) έφεση καθώς και τους από 15-9-2017 προσθέτους λόγους (ΓΑΚ ….. ΕΑΚ …..) , κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

-Απορρίπτει τυπικά τους προσθέτους λόγους.

-Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

-Απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 19-4-2017 (ΓΑΚ …. ΕΑΚ …….) έφεση.

-Καταδικάζει τις εκκαλούσες στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 600 ευρώ.

-Δέχεται κατ΄ουσίαν την από 2-5-2017 (ΓΑΚ ….. ΕΑΚ …..) έφεση.

-Εξαφανίζει την 664/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από 28-12-2015 (ΓΑΚ …. ΕΑΚ …….) αγωγή.

-Δέχεται αυτή εν μέρει.

-Υποχρεώνει τις εναγόμενες εκάστη εις ολόκληρον, της δεύτερης και τρίτης ευθυνομένων δια του πλοίου και έως την αξία του ή δια του εξ αυτού κτηθέντος τιμήματος-ανταλλάγματος, να καταβάλουν : Α) Στον πρώτο ενάγοντα α) ποσό 11.795,37  ευρώ,  νομιμοτόκως από την επομένη της απολύσεώς του, β) ποσό 829,41 ευρώ, νομιμοτόκως από 1-5-2014  και γ) ποσό 2.139,10 ευρώ, νομιμοτόκως από 1-1-2015. Β) Στον δεύτερο ενάγοντα             α) ποσό 13.483,41 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απολύσεώς του, β) ποσό 1.058,26 ευρώ, νομιμοτόκως από 1-5-2014  και γ) ποσό 2.138 ευρώ, νομιμοτόκως από 1-1-2015.

-Καταδικάζει τις εναγόμενες σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 900 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και των 1.000 ευρώ για τον δεύτερο.

-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 21 Σεπτεμβρίου 2018.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ